Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (384-432)

καὶ νὺξ ἐχώρει, κοὐ μάλ᾽ Ἑλλήνων στρατὸς
385 κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο·
ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα
πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν,
πρῶτον μὲν † ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα
μολπηδὸν εὐφήμησεν, ὄρθιον δ᾽ ἅμα
390 ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας
ἠχώ· φόβος δὲ πᾶσι βαρβάροις παρῆν
γνώμης ἀποσφαλεῖσιν· οὐ γὰρ ὡς φυγῇ
παιᾶν᾽ ἐφύμνουν σεμνὸν Ἕλληνες τότε,
ἀλλ᾽ ἐς μάχην ὁρμῶντες εὐψύχῳ θράσει·
395 σάλπιγξ δ᾽ ἀυτῇ πάντ᾽ ἐκεῖν᾽ ἐπέφλεγεν.
εὐθὺς δὲ κώπης ῥοθιάδος ξυνεμβολῇ
ἔπαισαν ἅλμην βρύχιον ἐκ κελεύματος,
θοῶς δὲ πάντες ἦσαν ἐκφανεῖς ἰδεῖν.
τὸ δεξιὸν μὲν πρῶτον εὐτάκτως κέρας
400 ἡγεῖτο κόσμῳ, δεύτερον δ᾽ ὁ πᾶς στόλος
ἐπεξεχώρει, καὶ παρῆν ὁμοῦ κλύειν
πολλὴν βοήν· "Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη,
405 θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών."
καὶ μὴν παρ᾽ ἡμῶν Περσίδος γλώσσης ῥόθος
ὑπηντίαζε, κοὐκέτ᾽ ἦν μέλλειν ἀκμή.
εὐθὺς δὲ ναῦς ἐν νηὶ χαλκήρη στόλον
ἔπαισεν· ἦρξε δ᾽ ἐμβολῆς Ἑλληνικὴ
410 ναῦς, κἀποθραύει πάντα Φοινίσσης νεὼς
κόρυμβ᾽, ἐπ᾽ ἄλλην δ᾽ ἄλλος ηὔθυνεν δόρυ.
τὰ πρῶτα μέν νυν ῥεῦμα Περσικοῦ στρατοῦ
ἀντεῖχεν· ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν
ἤθροιστ᾽, ἀρωγὴ δ᾽ οὔτις ἀλλήλοις παρῆν,
415 αὐτοὶ δ᾽ ὑπ᾽ αὐτῶν ἐμβόλοις χαλκοστόμοις
παίοντ᾽, ἔθραυον πάντα κωπήρη στόλον,
Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως
κύκλῳ πέριξ ἔθεινον, ὑπτιοῦτο δὲ
σκάφη νεῶν, θάλασσα δ᾽ οὐκέτ᾽ ἦν ἰδεῖν,
420 ναυαγίων πλήθουσα καὶ φόνου βροτῶν,
ἀκταὶ δὲ νεκρῶν χοιράδες τ᾽ ἐπλήθυον.
φυγῇ δ᾽ ἀκόσμως πᾶσα ναῦς ἠρέσσετο,
ὅσαιπερ ἦσαν βαρβάρου στρατεύματος.
τοὶ δ᾽ ὥστε θύννους ἤ τιν᾽ ἰχθύων βόλον
425 ἀγαῖσι κωπῶν θραύμασίν τ᾽ ἐρειπίων
ἔπαιον, ἐρράχιζον· οἰμωγὴ δ᾽ ὁμοῦ
κωκύμασιν κατεῖχε πελαγίαν ἅλα,
ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ᾽ ἀφείλετο.
κακῶν δὲ πλῆθος, οὐδ᾽ ἂν εἰ δέκ᾽ ἤματα
430 στοιχηγοροίην, οὐκ ἂν ἐκπλήσαιμί σοι.
εὖ γὰρ τόδ᾽ ἴσθι, μηδάμ᾽ ἡμέρᾳ μιᾷ
πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων θανεῖν.

***
Μα η νύχτα προχωρεί, κι οι Έλληνες κρυφό δρόμο
ν᾽ ανοίξουν από πουθενά δε δοκιμάζουν·
όταν όμως με τ᾽ άσπρα τ᾽ άτια της η μέρα
φωτοπλημμύριστη άπλωσε σ᾽ όλο τον κόσμο,
μια πρώτ᾽ ακούστηκε απ᾽ το μέρος των Ελλήνων
βουή τραγουδιστά με ήχο φαιδρό να βγαίνει
και δυνατ᾽ αντιβούιζαν μαζί κι οι βράχοι
390 του νησιού γύρω, ενώ τρομάρα τους βαρβάρους
έπιασεν όλους, που έβλεπαν πως γελαστήκαν.
γιατί δεν ήταν για φευγιό που έψαλλαν τότε
σεμνόν παιάνα οι Έλληνες, μα σαν να ορμούσαν
μ᾽ ολόψυχη καρδιά στη μάχη, ενώ όλη ως πέρα
τη γραμμή των της σάλπιγγας φλόγιζε ο ήχος·
κι αμέσως τα πλαταγιστά με μιας κουπιά τους
χτυπούνε με το πρόσταγμα την βαθιάν άρμη
και δεν αργούνε να φανούν όλοι μπροστά μας.
Το δεξί πρώτο, σε γραμμή, κέρας ερχόνταν
400 μ᾽ όλη την τάξη, κι έπειτα κι ο άλλος ο στόλος
από πίσω ακλουθά· και τότε ήταν ν᾽ ακούσεις
φωνή μεγάλη από κοντά: «Εμπρός, των Ελλήνων
γενναία παιδιά! να ελευθερώσετε πατρίδα,
τέκνα, γυναίκες και των πατρικών θεών σας
να ελευτερώστε τα ιερά και των προγόνων
τους τάφους· τώρα για όλα ᾽ναι που πολεμάτε.»
Μα κι από μας βουή στην περσική τη γλώσσα
τούς αποκρίνονταν και πια καιρός δεν ήταν
για χάσιμο, μα ευτύς το ένα στο άλλο επάνω
καράβι κρούει τη χάλκινην αρματωσιά του·
Το σύνθημα της εμβολής έδωσε πρώτα
ένα καράβι ελληνικό, που έσπασεν όλα
410 ενός φοινικικού κορώνες κι ακροστόλια,
κι έτσι όλοι στρέφουν ο ένας καταπάνω τ᾽ άλλου.
Λοιπόν, βαστούσε στην αρχή καλά το ρέμα
του στόλου των Περσών, μα όταν στο στενό μέσα
τόσο πλήθος στριμώχτηκαν και δεν μπορούσαν
καμιά βοήθεια ο ένας τ᾽ αλλουνού να δίνουν
κι οι ίδιοι με τις χαλκόστομες συμμεταξύ τους
χτυπιόνταν πρώρες, σπάνανε των κουπιών όλες
μαζί οι φτερούγες και, νά, τότε των Ελλήνων
τα πλοία ένα γύρο με πολλή επιδεξιοσύνη
από παντού χτυπούσανε, και τα σκαριά μας
αναποδογυρίζονταν και δεν μπορούσες
να βλέπεις πια τη θάλασσα που ήταν γιομάτη
420 από ναυάγια καραβιών κι ανθρώπων φόνο·
και βρύαζαν οι γιαλοί νεκρούς κι οι ξέρες γύρου,
ενώ όσα μας εμένανε καράβια ακόμα
τό ᾽βαζαν στο κουπί φευγάλα δίχως τάξη.
Μα εκείνοι, σαν και να ᾽τανε για θύννους ή άλλο
βόλασμα ψάρια, με κουπιά σπασμένα, ή μ᾽ ό,τι
συντρίμμι απ᾽ τα ναυάγια, χτυπούν, σκοτώνουν
κι ένας βόγγος απλώνονταν μαζί και θρήνος
ως τ᾽ ανοιχτά της θάλασσας, όσο που η μαύρη
της νύχτας ήρθε σκοτεινιά κι έβαλε τέλος.
Μα όλο το πλήθος του χαμού, μηδέ κι αν μέρες
430 δέκα ιστορούσα στη σειρά, θενά ᾽βρισκ᾽ άκρη·
γιατί, να ξέρεις, σε μια μέρα ως τώρ᾽ ακόμα
τόσο ποτέ δε χάθηκε ανθρώπων πλήθος.

Η αντίληψη του Θουκυδίδη για την Ιστορία και τη Θέσμιση των Αθηναίων

Θα αρχίσω θυμίζοντας εν συντομία πώς αντιλαμβανόταν ο Θουκυδίδης την ιστορία και στη συνέχεια θα μιλήσω για τη θέσμιση των Αθηναίων, έτσι όπως τη βλέπει ο ίδιος, ουσιαστικά μέσω τριών μεγάλων δημηγορών: των Κορινθίων, έπειτα των Αθηναίων προς τους Σπαρτιάτες στο πρώτο βιβλίο, όταν πρόκειται να αποφασιστεί ο πόλεμος, και κυρίως του Επιταφίου, που εκφώνησε ο Περικλής, στον οποίο θα επικε­ντρωθεί η συζήτησή μας. Μετά, θα μιλήσουμε για τη φύση του πολέμου στον Θουκυδίδη, για τη θεωρία του περί πολέ­μου ή ακριβέστερα για την άποψή του - τη μόνη αληθινή κατ’ εμέ - σύμφωνα με την οποία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική θεωρία του πολέμου. Ο πόλεμος είναι γι’ αυτόν κάτι κατ’ουσίαν ανορθολογικό, όχι με την έννοια του παράλογου ή του υπερβολικού, αλλά ως δημιουργός ανορθολογισμού στην ιστορία. Τέλος, θα μιλήσουμε για το ζήτημα του δικαίου και της ισχύος. Ο Θουκυδίδης αντιπροσωπεύει ξεκάθαρα την κλασική ελληνική άποψη, η οποία ήταν η κρατούσα από τον 8ο μέχρι τον 5ο αιώνα. Κάθε θεωρία φυσικού δικαίου τού είναι απολύτως ξένη κατ’ αυτόν δεν υφίσταται «φυσικό δίκαιο» το οποίο ρυθμίζει το πρόβλημα του δικαίου και της ισχύος· το δίκαιο ισγύει καταρχήν μόνο μεταξύ ίσων, ενώ εκεί όπου δεν υπάρχει ισότητα, επικρατεί η ισχύς· η ισχύς όμως αυτή μπορεί παρά ταύτα να μετριαστεί σε συνάρτηση με κάποιο άλλο δίκαιο.
 
Όσον αφορά τη γενική αντίληψη της ιστορίας στον Θουκυδίδη, πρέπει να αρχίσουμε καταγγέλλοντας για ακόμα μία φορά την παράλογη ιδέα σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες γνώριζαν μόνο τον κυκλικό χρόνο. Ο Dodds και άλλοι απέδειξαν εδώ και καιρό ότι η ιδέα της προόδου της ιστορίας ήταν στέρεα εδραιωμένη στους κύκλους των διανοουμένων στην Ελλάδα τον 5ο αιώνα. Ποια είναι αυτή η πρόοδος; Στο σημείο αυτό ακριβώς πρέπει να διαβάσει κανείς πιο προσεκτικά τον Θουκυδίδη. Είναι σίγουρο ότι στους Έλληνες δεν υπερισχύει η κυκλική αντίληψη του χρόνου, ακόμα κι αν βρίσκουμε όντως μια κυκλική κοσμολογία στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, στον δε Αριστοτέλη σχετικά με τον πέραν της Σελήνης κόσμο (αλλά όχι όσον αφορά τα ανθρώπινα πράγματα). Υπάρχουν σίγουρα φιλοσοφικές αποφάνσεις, όπως το απόσπασμα του Αναξιμάνδρου που αναλύσαμε πριν από δύο χρόνια και το οποίο αναφέρει ότι τα όντα οφείλουν μεταξύ τους πληρωμή επιστρέφοντας στο άπειρο, δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα.
 
 Ούτε το απόσπασμα του Ησιόδου περί χάους εγγράφεται στην κυκλική αντίληψη. Ας επανέλθουμε όμως στον Θουκυδίδη. Στο πρώτο βιβλίο, βρίσκουμε μια σειρά από κεφάλαια (2-19), τα οποία αποκαλούνται παραδοσιακά «Αρχαιολογία». Ο Θουκυδίδης, ο οποίος ξεκινά λέγοντας ότι ανέλαβε να γράψει την ιστορία αυτής της σύγκρουσης διότι είχε προβλέψει ότι θα ήταν πιο σημαντική από όλες τις προηγούμενες συγκρούσεις, προσθέτει αμέσως ότι αυτό συμβαίνει διότι απλώς σε όλες τις προηγούμενες περιόδους οι πόλεις-κράτη ήταν ασυγκρίτως ασθενέστερες. Και αυτό που περιγράφει συνιστά πράγματι πρόοδο, η οποία όμως παρατηρείται μόνο σε περιορισμένο αριθμό τομέων: υπάρχει τελειοποίηση των μέσων εξόντωσης και παραγωγής, τα οποία και αποτελούν επομένως θεμέλια της ισχύος. Αντιθέτως, δεν υπάρχει τελειοποίηση του ανθρώπινου όντος. Προσθέτει, εξάλλου, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να το έχουν σκεφτεί αρκετά όσοι σήμερα μακρηγορούν ατελείωτα για την αντίθεση ανάμεσα σε Έλληνες και βαρβάρους: ότι ο τρόπος ζωής των Ελλήνων τα παλιά χρόνια ήταν ακριβώς ο ίδιος με «των σημε­ρινών βαρβάρων». Ποιοι είναι όμως αυτοί οι «σημερινοί βάρβαροι»; Ο Θουκυδίδης λέει για τους Έλληνες της παλιάς εποχής ότι οπλοφορούσαν πάντα και ότι επιδίδονταν στη ληστεία και την πειρατεία, χωρίς αυτό να θεωρούνταν ατιμωτικό, έτσι όπως έκαναν ακόμη στην εποχή του κάποια λίγο περιθωριακά ελληνικά φύλα: Λοκροί, Αιτωλοί ή Ακαρνάνες. Ο Θουκυδίδης, όταν ισχυρίζεται ότι ο τρόπος ζωής αυτών των λαών, καθώς και των Ελλήνων του παρελθόντος, είναι ανάλογος με αυτόν των «σημερινών βαρβάρων», είναι προφανές ότι δεν εννοεί εκείνους που αποκαλεί επίσης «βαρβάρους», τους Πέρσες, δηλαδή, ή τους Αιγυπτίους, για τους οποίους γνωρίζει καλά ότι έχουν κράτη και νόμους, και ότι δεν ζουν από ληστείες. Έχει κατά νου κάποιους Θράκες, Ιλλυριούς ή Σκύθες, οι οποίοι πάντα οπλοφορούν (πράγμα που σήμερα εξακολουθεί να θεωρείται δικαίωμα από τους πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως επίσης από τους Αφγανούς, τους Κούρδους κ.λπ.). Τι υπάρχει στο βάθος αυτής της περίεργης σύγκρισης «Ελλήνων» και «βαρβάρων», όπου βλέπουμε ότι η αντίθεση είναι εντελώς σχετική; Υπάρχει η ιδέα ότι, ως προς τα μέσα καταστροφής και παραγωγής, όλοι οι λαοί βρίσκονται στην ίδια τροχιά, και ότι με το χρόνο η θέση των μεν και των δε αλλάζει. Σε αυτή την τροχιά, οι Έλληνες προηγούνται από κάποιες απόψεις κατά πολύ των άλλων, αλλά αυτό συμβαίνει επίσης και σε άλλους λαούς, όπως οι Πέρσες, τουλάχιστον όσον αφορά την ισχύ της αυτοκρατορίας τους.
 
Υπάρχει όμως επίσης κάτι ακόμα πιο βαθύ: μια σφαιρική θεώρηση, την οποία μπορούμε να αντιπαραθέσουμε στη θεώρηση του Ηροδότου, και που εκφράζεται απολύτως ρητά και συμπίπτει σχεδόν με τη θεώρηση του Αναξιμάνδρου: με το χρόνο ό, τι είναι μεγάλο θα γίνει μικρό, ό, τι είναι μικρό θα γίνει μεγάλο. Πρόκειται για μια θεώρηση, οι ρίζες της οποίας προχωρούν πολύ βαθιά στην προκλασική ή γεωμετρική πε­ρίοδο. Και στη συνέχεια, μέσω του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη επίσης, εμφανίζεται κάτι διαφορετικό στην Αθήνα. Γιατί αυτό το πέρασμα είναι τόσο σημαντικό; Μήπως επειδή υπάρχει ιστορική δημιουργία; Αυτό όμως συμβαίνει διαρκώς· και οι Ναμπικουάρα έχουν επίσης δημιουργήσει δικούς τους θεσμούς. Δεν είναι σημαντικό ούτε καν επειδή αμφισβητούνται οι ισχύοντες θεσμοί· είναι επειδή αυτή η δημιουργία συνειδητοποιεί το γεγονός ότι υπάρχει δημιουργία. Βρισκόμαστε στο σημείο που οι Νεότεροι θα αποκαλούσαν στιγμή αναστοχασμού, δηλαδή το γεγονός ότι γνωρίζουμε πως δημιουργούμε και προσπαθούμε, τουλάχιστον μέχρις ενός ορισμένου σημείου, να καταλάβουμε το πώς και το γιατί. Αν τη θεώρηση του Ηροδότου θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε αναξιμανδρική, αυτή την οποία βρίσκουμε στο στάσιμο της Αντιγόνης («Πολλά τά δεινά, κούδέν άνθρώπου δεινότερον πέλει») είναι σαφώς διαφορετική, διότι ο χορός θέτει εκ προοιμίου το ζήτημα ότι ο άνθρωπος είναι το τρομερότερο ον, και είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ο Σοφοκλής, ακόμα και αν βρίσκονταν υπό την επήρεια της «θείας μανίας», στην οποία αναφέρεται ο Πλάτων, δεν ήξερε τι έλεγε. Ο Σοφοκλής, σε μια τραγωδία βραβευμένη από ένα λαό ο οποίος εξάλλου προσφέρει θυσίες στους θεούς, λέει επί λέξει: τίποτε δεν είναι πιο τρομερό από τον άνθρωπο. Τίποτε, δηλαδή ούτε καν ο Ζευς. Και συνεχίζει: όχι ότι μπορεί να προκαλέσει σεισμούς ή θύελλες - δεν είχε ακόμη τη δυνατότητα, την έχει λίγο πολύ σήμερα και θα την έχει αύριο, και πολύ χειρότερα μάλιστα -, είναι τρομερός επειδή δημιουργεί τους θεσμούς, τα γράμματα, τη γεωργία. Αυτό είναι ακόμα πιο εκπληκτικό, διότι δεν νομίζω ότι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, στην ελληνική μυθολογία, για θεούς «εφευρέτες» ή «δημιουργούς». Στον Αισχύλο, όταν ο Προμηθέας δίνει τις τέχνες στους ανθρώπους, τις κλέβει από τους θεούς, οι οποίοι όμως τις κατέχουν εκ γενετής. Την αστραπή την έδωσε στον Δία, όταν πάλευε εναντίον των Τιτάνων, ένας Κύκλωπας, και η Αθηνά, παρ’ όλη τη σοφία της, δεν εφηύρε ποτέ τίποτε. Επομένως, ο άνθρωπος είναι φοβερός κατά τον Σοφοκλή, διότι δημιούργησε κάτι που δεν υπήρχε πριν. Όχι, όπως κάνω εγώ τώρα, βγάζοντας από την τσέπη μου αυτό το φύλλο χαρτί, αλλά δημιουργώντας κάποια μορφή: θέσμιση, γλώσσα, εργαλείο κ.λπ. Το συμπέρασμα του περίφημου στάσιμου της Αντιγόνης είναι, ωστόσο, ότι τέτοιος είναι ο άνθρωπος, ναι, αλλά θα διχάζεται αιωνίως ανάμεσα σε δύο πράγματα, διότι άλλοτε σύρεται, έρπει, προς το κακόν, και άλλοτε πηγαίνει προς το καλό, έσθλόν. Ούτε εδώ υπάρχει πρόοδος. Στο πεδίο αυτό, για τον Σοφοκλή, το ανθρώπινο ον είναι πάντα το ίδιο. Μα και η θεώρηση του Θουκυδίδη δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, πολύ διαφορετική. Κατ’ αυτόν έχει σημειωθεί τεράστια πρόοδος στην ιστορία, μια συσσώρευση γνώσεων στο χώρο της τεχνικής και της πολιτικής, η οποία έχει ήδη συντελεστεί και θα συνεχιστεί, ενώ παρατηρούνται επίσης κανονικότητες σε όσα συμβαίνουν. Αυτό θα έχουμε την ευκαιρία να το διασαφηνίσουμε, μιλώντας για ορισμένες αποφάνσεις οι οποίες αφορούν τη θεωρία του πολέμου. Ήδη από το προοίμιο του πρώ- του βιβλίου, λέει ότι δεν γράφει για ένα αγώνισμα ές το παραχρήμα, μια διασκέδαση της στιγμής, αλλά διαβεβαιώνει με απίστευτο θάρρος, το οποίο δικαιώθηκε από τα γεγονότα, για να γίνει κτήμα ές άεί, αιώνιο απόκτημα. Πράγματι, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο μάς ενδιαφέρουν ακόμη αυτά που συνέβαιναν σε μια μικρή χερσόνησο της νότιας Ευρώπης πριν από 25 αιώνες. Θα μπορούσαμε εξίσου να αναρωτη- θούμε, μιας και αυτό έχει την ίδια ακριβώς αξία, τι έκανε ο πληθυσμός της επαρχίας Γιουνάν μεταξύ του 700 και του 400 π.Χ. Αλλά ο Θουκυδίδης θεωρεί, όπως επίσης θεωρώ κι εγώ, ότι σε αυτά τα οποία είδε βρίσκονταν σπέρματα που θα παρουσίαζαν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις επερχόμενες γενεές, όπως τη δική μας, λόγου χάριν.
 
Κατ’ αυτόν, η ιστορία έχει κανονικότητες όχι όμως και νόμους, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στην περίπτωση του πολέμου. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ορθολογική διεξαγωγή του πολέμου, δεδομένου ότι πρόκειται για έναν τομέα όπου υπεισέρχεται το απρόβλεπτο, όπου συχνά η τύχη αλλάζει στρατόπεδο και όπου οι υπολογισμοί ανατρέπονται. Επιδεικνύει, άλλωστε, ιδιαίτερη φρόνηση, καθώς πριν από την παρατήρησή του ως προς τις χρήσιμες για το μέλλον αναλογίες, εκφράζει την εξής επιφύλαξη: με την προϋπόθεση ότι τα ανθρώπινα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν και για όσο διάστημα θα παραμείνουν έτσι όπως είναι τώρα. Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς σαν μια απλή στιλιστική έκφραση - δεν είναι όμως έτσι. Ο Θουκυδίδης σκέφτεται πράγματι ότι πρέπει να λάβει υπόψη του το ενδεχόμενο να μεταβληθούν τα ανθρώπινα πράγματα ενώ ο Εκκλησιαστής θα πει: ουδέν νεώτερον υπό τον ήλιον. Ο Θουκυδίδης δηλώνει: αυτό που έγραψα θα διαρκέσει όσο τα πράγματα θα παραμείνουν ως έχουν. Τα διδάγματα και οι γενικές απόψεις θα παραμείνουν, διότι υπάρχουν σταθερές. Ποιες είναι αυτές; Από τη μια μεριά, δεν βρίσκουμε πλέον, όπως στον Ηρόδοτο, μια μοίραν, ένα είδος πεπρωμένου, το οποίο ωθεί αμείλικτα προς τη σμίκρυνση αυτό που αρχικά έτεινε να μεγαλώσει, αλλά, όπως είδαμε, ένα είδος ενυπάρχοντος ανορθολογισμού και απρόβλεπτου στην ίδια τη φύση των πραγμάτων και των ανθρώπινων πράξεων, το οποίο βρίσκεται πέρα και πάνω από την τεχνική πρόοδο. Από την άλλη μεριά, αυτό που επανειλημμένα αποκαλεί άνθρωπείαν φύσιν, θα τείνει πάντοτε προς την ισχύ, πράγμα που οδηγεί στη σύσταση κέντρων εξουσίας τα οποία αντιμάχονται το ένα το άλλο, και τίποτε δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη θέληση του ισχυροτέρου να επεκταθεί. Ορισμένοι θα επικρατήσουν και θα εξουσιάσουν τους άλλους, διότι ο ισχυρότερος επιβάλλει το σεβασμό στον ασθενέστερο - πράγμα που αποτελεί σχεδόν ταυτολογία. Η θεώρηση του Θουκυδίδη για την ιστορία δεν σταματά εδώ· έτσι συναντάμε και μια άλλη άποψη. Δεν μπορούμε, βεβαίως, να μιλήσουμε για ηθική πρόοδο, για δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπινου όντος με την έννοια που είχε τον 18ο και τον 19ο αιώνα' θα παραμείνουμε πάντα δέσμιοι αυτής της διττής ώθησης προς το καλό και προς το κακό, την οποία επικαλείται ο χορός στην Αντιγόνη. Ωστόσο, υπάρχει και κάτι άλλο, και δεν νομίζω ότι αυτοί που έχουν μιλήσει για τη φιλοσοφία της ιστορίας στον Θουκυδίδη το πρόσεξαν αρκετά. Στην ιστορία, όπως είδαμε, η μόνη σταθερά είναι η πρόοδος στα μέσα κατίσχυσης (της παραγωγής και της καταστροφής), και ο αγώνας μεταξύ αυτών που κατέχουν αυτή την ισχύ. Από καιρό σε καιρό όμως, συναντάμε επίσης κάποια εκπληκτική ανθοφορία, όπως η πολιτεία των Αθηναίων, ένα μοναδικό επίτευγμα σύμφωνα με τη ρητή περιγραφή του Περικλή. Επίτευγμα που ανοίγεται προς το μέλλον, δεδομένου ότι, όπως θα δούμε σύντομα, ο Περικλής στον Επιτάφιο δεν μιλά αποκλειστικά γι’ αυτό που υπάρχει, αλλά μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι μπορεί να υπάρξει όχι η επανάληψη αλλά η δυναμική αυτής της ιστορίας, αυτής της δημιουργίας. Πρόκειται για μια εξαίρετη δημιουργία, για την οποία εντούτοις δεν μπορούμε να πούμε ότι στράφηκε εξίσου προς το κακό και προς το καλό, και που έχει προφανώς την αμέριστη επιδοκιμασία του Θουκυδίδη, ο οποίος μας υπενθυμίζει ότι η ικανότητα αντίδρασης της πόλης μετά την πανωλεθρία στη Σικελία έδειξε το μέτρο της ισχύος της. Κι έπειτα, υπάρχει το απτό γεγονός της ύβρεως - ο Θουκυδίδης όμως δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη - των Αθηναίων και η καταστροφή, ένα σημείο το οποίο δεν έχει εξεταστεί αρκετά. Ο Θουκυδίδης, θα έπρεπε, ακόμα και για λόγους τήρησης των κανόνων της ρητορικής, να εισαγάγει εδώ κι εκεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο, και χάριν συμμετρίας, κάποιο εγκώμιο της Σπάρτης. Τέτοιο εγκώμιο όμως δεν υπάρχει. Ο παραλληλισμός τον οποίο κάνουν οι Κορίνθιοι είναι συντριπτικός για τους Σπαρτιάτες. Οι αμφιβολίες του ίδιου του βασιλιά Αρχιδάμου πριν από τον πόλεμο είναι αρκετά εύγλωττες. Μπορεί κανείς να ανα- ρωτηθεί γενικότερα ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους μιλάμε για τη Σπάρτη και γιατί θα έπρεπε εξάλλου να μιλάμε γι’ αυτή. Ασφαλώς όχι επειδή υπήρξαν σπαρτιάτες ιστορικοί' χωρίς την Αθήνα δεν θα γνωρίζαμε, τρόπον τινά, τίποτε για τη Σπάρτη. Κατά μία πιο θετική, αν μπορώ να το πω έτσι, άποψη, μιλάμε γι’ αυτήν ουσιαστικά σαν την πόλη η οποία κατάφερε να καταλύσει την ισχύ των Αθηνών, με όσα επακολούθησαν.
 
Σε τούτο το σημείο, θα σταματήσουμε. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν σε όλα αυτά τα ζητήματα εμείς έχουμε προχωρήσει πολύ περισσότερο απ’ ό, τι ο Θουκυδίδης. Διότι ενώ είναι προφανές ότι υπάρχει πάντα πρόοδος στα μέσα παραγωγής και καταστροφής, και ότι ένας υπολογιστής αξίζει πολύ περισσότερο από έναν πυριτόλιθο και μια βόμβα υδρογόνου απείρως περισσότερο από ένα, έστω και δηλητηριασμένο, βέλος, κανείς δεν θα τολμήσει να πει ότι είμαστε «καλύτεροι» από τους κυνηγούς και τους αγρότες της νεολιθικής εποχής τους οποίους συναντάμε συχνά στις εκστρατείες μας σε άλλες ηπείρους. Ωστόσο, θα ήταν παράλογο να αρκεστούμε σε αυτό· σε τούτη την ιστορία πάντως εμφανίστηκαν εξαιρετικές ανθοφορίες. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει παντού· αν σταθούμε όμως στην ανθοφορία της αρχαίας Ελλάδας, καθώς επίσης στη νεότερη ευρωπαϊκή δημιουργία, είμαστε υποχρεωμένοι να διαπιστώσουμε ότι χάρη σε αυτές ακριβώς μπορούμε να δούμε και να αναλογιστούμε και τα υπόλοιπα. Αυτές ασφαλώς κάνουν τη διαφορά, τίποτε όμως δεν μας εγγυάτο ότι θα είχαν υπάρξει, και τίποτε δεν εγγυάται ότι θα προκύπτουν πάντοτε.

Ο σκαραβαίος ως σύμβολο του νεόφυτου των μυστηρίων, στην αρχαία Αίγυπτο

Ο σκαραβαίος στην Αρχαία Αιγυπτιακή θρησκεία, συμβόλιζε τον Θεό Ήλιο αυτόν ο οποίος είναι ο φορέας της ύπαρξης, το θεό του ανατέλλοντος ηλίου ή αυτόν που κινούσε τον ήλιο. Όπως ο σκαραβαίος κυλά το σβόλο της κοπριάς, έτσι πίστευαν πως ο Θεός Ρα κυλά στον ουράνιο θόλο. Για αυτό τον λόγο ο σκαραβαίος συμβόλιζε τον ίδιο το Θεό ήλιο - Ρα.

Οι σκαραβαίοι συμπεριλαμβάνονται στα πιο δυνατά όντα του ζωικού βασιλείου, καθώς οι σβόλοι που κουβαλούν, ζυγίζουν πολλές φορές το βάρος τους. Κυλούν σε μεγάλες αποστάσεις κοπριά σε σβόλους και την τοποθετούν σε υπόγειες κρύπτες, ώστε να εναποθέτουν τα αβγά τους.

Οι Αρχαίοι Αιγύπτιοι πίστευαν πως οι σκαραβαίοι ήταν μόνο αρσενικοί, και ότι αναπαράγονταν ρίχνοντας το σπέρμα τους στο σβόλο της κοπριάς, κατά τον ίδιο τρόπο που ο ήλιος που εμφανίζεται ανανεωμένος κάθε πρωί.

Για τους Αιγυπτίους, μετά τη δύση, ο ήλιος πήγαινε να φωτίσει τον κόσμο των νεκρών, και κάθε πρωί ανανεωνόταν θεό ήλιο. Η έξοδος των προνυμφών από την κοπριά (οι οποίοι συμβόλιζαν τους νεκρούς) στην ύπαρξη, συνεπικουρούσε στον συσχετισμό αυτό.

Λόγω αυτής της σύνδεσης, ο σκαραβαίος είχε συμβολική σημασία και στη λατρεία του θανάτου και των τάφων. Φυλακτά σκαραβαίου τοποθετούνταν στο νεκρό, ενώ κάποτε και πάνω στην περιοχή της καρδιάς της μούμιας.

Ο σκαραβαίος τοποθετημένος στο σημείο της καρδιάς, είχε σκοπό στο να μην επιτρέψει την καρδιά να ψευδομαρτυρήσει κατά του κατόχου της στη τη δίκη της ψυχής. Ο σκαραβαίος για αυτό τον λόγο συμβολίζει την Ανάσταση και την εκ νέου γέννηση, τη μέλλουσα αιώνια ζωή των ενδόξων νεκρών και είναι φυλαχτό και γούρι!

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι πολεμιστές φορούσαν σκαραβαίο για φυλακτό, και για να τους δίνει δύναμη στην μάχη. Οι γυναίκες το φορούσαν για να τους χαρίζει γονιμότητα.

Ο σκαραβαίος στο επίπεδο του νεόφυτου των μυστηρίων, συμβολίζει την σκληρή δουλειά του νεόφυτου - μύστη, ο οποίος περνάει από διαφορετικά στάδια (αυγό – έως σκαραβαίος) έχοντας σε κάθε στάδιο ένα συγκεκριμένο έργο το οποίο πρέπει να αναλάβει και επιτύχει περνώντας από δοκιμασίες, υπερβαίνοντας τα γνωστά, αποκτώντας την απαραίτητη ενέργεια και εμπειρίες ώστε να αναγεννηθεί σε ένα νέο επίπεδο συνειδητότητας. Η Dion Fortune, αναφέρει σχετικά στο βιβλίο της «Υγιής Αποκρυφισμός»:

«Υπάρχει μονάχα μια αληθινή Ατραπός που οδηγεί στην Μύηση. Είναι το μονοπάτι που άνοιξε η αιώνια παράδοση και το έχουν βαδίσει αμέτρητοι αναζητητές. Αυτή η ατραπός στα αρχικά της στάδια είναι διαφορετική για κάθε φυλή της ανθρωπότητας. Μετά το πέρασμα της Εξωτερικής Πύλης, όμως, όλες αυτές οι ατραποί συγκλίνουν και ενώνονται σε μια πλατιά λεωφόρο. Αυτός ο δρόμος της Μύησης δεν αποτελεί κανένα είδος εγκόσμιας οργάνωσης, αλλά μία εσωτερική μέθοδο που οδηγεί στην πνευματική επίτευξη. Καμία εσωτερική οργάνωση δεν έχει το μονοπώλιο των διδασκαλιών της και καμία δεν έχει την εξουσία να προσφέρει όλων των τύπων Μυήσεις...»

Ο σκαραβαίος συμβολίζει κάθε πνευματική ιδιότητα που βρίσκεται σε κατάσταση ανάπτυξης. Ο μαθητής, οφείλει να πάθη του, και να υπερβεί τις ψευδαισθήσεις των φαινομένων, ώστε να ελευθερωθεί ο ιερός σκαραβαίος, δρώντας συνειδητά και ολοκληρωμένα σε όλες τις νοητικές και συνειδησιακές διαστάσεις.

Συνειδητότητα, είναι η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος του και να ανταποκρίνεται σε αυτά.

Αυτό συνειδητότητα, είναι η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος τα φαινόμενα του πεδίου του, την σχέση τους με τις αιτίες που τα προκαλούν, δηλαδή την σχέση αιτίου και αιτιατού, και να δρα ανάλογα.

Υπερ συνειδητότητα, είναι η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος φαινόμενα που ανήκουν σε ανώτερα παιδία, η βίωση του ΟΛΟΥ. Σύμφωνα με τον εσωτερισμό το σύμπαν είναι η έκφραση της θείας σκέψης, είναι πνεύμα , ύλη και Νους. Από το πνεύμα προέρχεται η συνειδητότητα. Από την ύλη προέρχονται τα οχήματα ή τα σώματα της συνειδητότητας. Από τον Νου πηγάζουν οι νόμοι και η εφαρμογή τους. Πάνω σε αυτές τις τρεις θεμελιώδεις καταστάσεις βασίζεται ο σχηματισμός των μορφών της ζωής.

Υπάρχει μία αέναη κίνηση στην φύση, που εκφράζει την κοσμική ιδέα στην οποία οφείλεται η αλλαγή και η διαφοροποίηση. Η πορεία της ζωής διαμέσου των αλλαγών ονομάζεται εξέλιξη. Κάθε αλλαγή υπάρχει εν δύναμη και εμφανίζεται εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν.

Η εκδηλούμενη ζωή είναι μία πορεία από το πνεύμα προς την ύλη. Πίσω από όλες τις εκδηλώσεις του αισθητού κόσμου υπάρχει μία πρωταρχική δύναμη ένας πόθος για επιστροφή στην κατάσταση ενότητας, από εκεί από όπου όλα προήλθαν και θα καταλήξουν.

Ο κόσμος είναι αναγνωρίσιμος μόνο και μόνο διότι διαχωρίστηκε από την ενότητα, στην οποία το τίποτα και το ΟΛΟ είναι ακόμη αναπαυμένα το ένα μέσα στο άλλο. Δεν μπορεί να υπάρξει η αίσθηση της αντίληψης παρά μόνο εάν η ενότητα διασπαστεί στα δύο μισά, το ένα από αυτά εκδηλωμένο και το άλλο η αντανάκλαση του και συμπληρωματικό μισό του μη εκδηλωμένου, έτσι ώστε και τα δύο μαζί να γίνονται αναγνωρίσιμα μέσω της σύγκρισης μέσω του ανθρώπινου Νου.

Μία απλή παρατήρηση στην φύση αποδεικνύει πως όλα τα δημιουργήματα από τους κεντρικούς Ήλιους έως τους μονοκύτταρους οργανισμούς έχουν δομηθεί με βάση την αρχή πως η ενέργεια στο σύμπαν είναι ιεραρχημένη, με βάση την σταδιακή διαβάθμιση του αόρατου προς το ορατό, του ΕΝΟΣ προς την πολλαπλότητα , του πνεύματος προς την ύλη.

Σκοπός της εξέλιξης είναι η πορεία της συνειδητότητας μέσα από τα σχήματα και είδη διαφορετικής ζωής με σκοπό την εμπειρία και μοναδικό στόνο την κατάκτηση της πνευματικής συνειδητότητας.

Ο άνθρωπος του εικοστού πρώτου αιώνα οφείλει να διευρύνει την συνειδητότητα του αγκαλιάζοντας όλα τα δημιουργήματα, μετέχοντας ενεργά στο κοσμικό σχέδιο, επιβεβαιώνοντας την αιώνια υπόσταση του, της αθάνατης και αιώνιας φύσης του.

Η συνειδητή πνευματική ζωή του κάθε ενός είναι η ατραπός μέσα από την οποία καλείται ο άνθρωπος να βρει την αληθινή του φύση και πορεία μέσα στην Δημιουργία, δίχως θρησκευτικούς φανατισμούς και μισαλλοδοξίες...!

Η ειλικρίνεια έχει αντίτιμο τη μοναξιά;

Τι είναι η αλήθεια, τελικά; Πώς μπορούμε να την ερμηνεύσουμε; Ένα γεγονός που έλαβε χώρα κάπου κάποτε. Δεν μπορείς να προσδιορίσεις την αλήθεια σε μέλλοντα χρόνο. Είναι κάτι που έχει συμβεί κι εμείς απλά οφείλουμε να το περιγράψουμε όπως πραγματικά έγινε. Τόσο δύσκολο είναι;

Απ’ ό,τι φαίνεται, ναι. Ο άνθρωπος δύσκολα αποδέχεται ένα γεγονός όπως πραγματικά συνέβη, γιατί σίγουρα υπάρχουν κάποιες μικρές λεπτομέρειες που χαλάνε την αισθητική του, την εικόνα που έχει πλάσει ο ίδιος με το μυαλό του κατά πώς τον συμφέρει.

Τι γίνεται, όμως, με τους φίλους; Εκείνος οφείλει να μας πει την αλήθεια. Να μας προσγειώσει όταν εμείς πετάμε. Να περιγράψει το γεγονός όπως έγινε πραγματικά, χωρίς δισταγμούς κι ωραιοποιήσεις. Κι εμείς οφείλουμε να μην τον πυροβολήσουμε. Αλλά δυστυχώς το κάνουμε. Μας το κάνουνε. Δεν έχουμε μάθει να αποδεχόμαστε την αλήθεια, την ωμή, γυμνή, αλήθεια όπως ακριβώς την σερβίρει η στιγμή.

Την αναζητάμε, την απαιτούμε απ’ τον διπλανό μας, αλλά τι γίνεται όταν ο συνάνθρωπός μας μάς την προσφέρει; Κλείνουμε τις κουρτίνες, φροντίζουμε για την καλύτερη ηχομόνωση και τον πυροβολούμε. Γιατί φερόμαστε ανώριμα σε μια τόσο εύκολη υπόθεση;

Αναφέρουμε συχνά-πυκνά στην καθημερινότητά μας τη φράση «πες μου την αλήθεια κι ας πονάει» κι άπαξ και μας την πουν, χτίζουμε τοίχο. Τοίχο γεμάτο από τούβλα αλήθειας. Κι άντε, τον χτίσαμε κι ήρθε η ώρα που ξυπνήσαμε και δε μας αρέσει αυτό που βλέπουμε, αυτό το βολικό τείχος, πώς το κατεδαφίζουμε; Εδώ σε θέλω. Θέλει δουλειά και προσπάθεια για να καταφέρουμε να γκρεμίσουμε την ψευδαίσθηση που χτίζαμε επί χρόνια.

Πρέπει να παίρνουμε ένα τούβλο τη φορά και να αρχίσουμε να βλέπουμε τα πράγματα όπως ακριβώς συνέβησαν. Πώς το κάθε τούβλο βρέθηκε εκεί. Θα μας πάρει μέρες, μπορεί και μήνες να επεξεργαστούμε τα δεδομένα, αλλά θα κερδίσουμε. Θα πάρουμε προβάδισμα σε μια μάχη ενάντια στο ίδιο μας το μυαλό και θα αρχίσουμε να σκεφτόμαστε λογικά και καθαρά, χωρίς δισταγμούς. Έτσι κάνει ένας θαρραλέος αληθινός άνθρωπος, δε στέκεται στη βολή του μόνο και μόνο επειδή αυτό του κάνει την καθημερινότητα πιο όμορφη, πιο εύκολη.

Ανήκουμε, άραγε, σε αυτούς τους ανθρώπους; Έχουμε τη δύναμη να πετάξουμε στα σκουπίδια τα τούβλα που εμείς οι ίδιοι τοποθετήσαμε σε αυτόν τον τοίχο που κρύβει την αλήθεια; Δεν καταβάλαμε μεγάλη προσπάθεια να τα τοποθετήσουμε εκεί, αλλά ξέρουμε ότι θα καταβάλουμε τεράστια προσπάθεια για να τα πάρουμε από εκεί.

Κι έτσι όσο οι ψευδαισθήσεις μας αποσύρονται, μέρα με τη μέρα καταλαβαίνουμε τι είχαμε κάνει στον εαυτό μας. Βδομάδα με τη βδομάδα υποφέρουμε όλο και περισσότερο για το κακό που μας κάναμε. Κι έρχεται η ώρα που γκρεμίζουμε τα βολικά ψέματα, τώρα τι γίνεται; Εντάξει; Τα φτιάξαμε όλα; Κι όμως, είμαστε στην αρχή ακόμα. Τώρα χρειάζεται πολλή δουλειά. Τώρα πρέπει να μάθουμε να ερμηνεύουμε την αλήθεια όπως πραγματικά είναι. Γυμνή κι αθώα.

Γιατί έτσι είναι, εμείς της φορέσαμε το επίθετο «δύσκολη». Και πέρασαν μήνες μπορεί και χρόνια, αλλά τα καταφέραμε. Και μάθαμε επιτέλους να λέμε την αλήθεια, πρώτα στον εαυτό μας. Μάθαμε να την αποδεχόμαστε. Με πόνο μερικές φορές, γιατί δεν υπάρχουν πια ροζ κορδέλες και πεταλούδες τριγύρω. Εμείς το διαλέξαμε γιατί όταν θέλουμε είμαστε θαρραλέοι.

Δεν είναι εύκολος ο δρόμος που διαλέξαμε. Είναι δύσκολος γιατί κάθε μέρα αντιλαμβανόμαστε ότι χάνουμε ανθρώπους από δίπλα μας. «Τα δικά μας άτομα» όπως τα ονομάζουμε, αλλά πόσο δικά μας ήταν αυτά τα άτομα τελικά εφόσον δε στάθηκαν πλάι στη δική μας μάχη και δεν πολέμησαν με ειλικρίνεια;

Κι ήρθε η ώρα που μείναμε μόνοι, εμείς κι αυτή. Η αλήθεια, η αληθινή αλήθεια. Και μπορεί να δακρύζουμε, αλλά σταμάτησαν πια οι εφιάλτες κι η συνείδησή μας είναι καθαρή κι αυτό θα πει νίκη. Έχουμε διάφανη ψυχή, όπως τότε που ήμασταν παιδιά. Τα θυμάσαι αυτά τα χρόνια; Τα υπέροχα χρόνια που λέγαμε τα πράγματα όπως είναι και κανείς δε μας παρατούσε; Έτσι και τώρα, μιλάμε τη γλώσσα της ειλικρίνειας κι ας φέρει απουσίες, σταματήσαμε να μας ταλαιπωρούμε και μάθαμε να μας αγαπάμε.

Και τώρα συστηνόμαστε απ’ την αρχή: Είμαι μόνος, μα είμαι ομιλητής της αλήθειας. Έχω καθαρή ψυχή. Θες να σταθείς δίπλα μου σε αυτό το ταξίδι που ονομάζεται ζωή;

Κι έτσι ξεκινάς να χτίζεις πραγματικές σχέσεις, που αντέχουν στο χρόνο και την αλήθεια!

Σενέκας: Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του, η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη

Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ζήσει πολύ επειδή έχει άσπρα μαλλιά και ρυτίδες... δεν έζησε πολύ, απλώς και μόνο υπήρξε στη ζωή επί πολύ.

Θα πίστευες μήπως ότι το ταξίδι κάποιου είχε μεγάλη διάρκεια επειδή ο άνθρωπος αυτός, αμέσως μόλις βγήκε από το λιμάνι, έπεσε πάνω σε φοβερή θύελλα, η οποία τον πέταγε από το ένα μέρος στο άλλο, ενώ οι άνεμοι, που λυσσομανούσαν από διάφορες κατευθύνσεις, τον γυρόφερναν μέσα στον ίδιο κύκλο;

Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του... η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη.

Συχνά παραξενεύομαι όταν βλέπω κάποιους να ζητούν να τους διατεθεί ο χρόνος των άλλων, και εκείνοι πάλι, προς τους οποίους διατυπώνεται το αίτημα, να είναι εξαιρετικά ενδοτικοί.

Και οι δύο πλευρές φαίνεται να δίνουν σημασία μόνο στο ίδιο το αίτημα της προσφοράς χρόνου, καμιά τους όμως να μην την απασχολεί το θέμα του ίδιου του χρόνου' σαν να ήταν μηδαμινό αυτό που ζητείται και ανάξιο σημασίας αυτό που προσφέρεται.

Οι άνθρωποι παίζουν με το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο' στην πραγματικότητα όμως δεν το βλέπουν, επειδή δεν έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, δεν περιλαμβάνεται μέσα στο οπτικό πεδίο των ανθρώπων, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θεωρείται κάτι το ευτελέστατο ή, για να είμαι πιο ακριβής, κάτι που δεν έχει καμιά απολύτως αξία.

Οι άνθρωποι δέχονται με μεγάλη ευχαρίστηση μισθούς και επιδόματα, καταβάλλουν μάλιστα για την απόκτησή τους μόχθο, προσωπική εργασία και όλο τους το ζήλο.

Αλλά κανείς τους δεν υπολογίζει το χρόνο... όλοι τον χρησιμοποιούν με απλοχεριά, σαν να μην τους κοστίζει τίποτα.

Πρόσεξε όμως πως πέφτουν στα πόδια των γιατρών τους όταν αρρωστήσουν και ο κίνδυνος του θανάτου είναι κοντά, πρόσεξε πόσο έτοιμοι είναι, αν απειληθούν με θανατική καταδίκη, να ξοδέψουν όλα τα υπάρχοντά τους, με μόνο αντάλλαγμα τη ζωή!

Τόσο μεγάλη είναι η αστάθεια των συναισθημάτων τους.

Αλλά αν ο καθένας μπορούσε να έχει μπροστά του εκτεθειμένα όσα χρόνια ζωής του απομένουν, όπως ακριβώς έχει και εκείνα που έχουν περάσει, πόσο τρομοκρατημένοι θα ήταν όσοι θα έβλεπαν ότι ελάχιστα μόνο τους υπολείπονται και πόσο θα πρόσεχαν να μη τα σπαταλήσουν!

Θα σου ήταν, ίσως, εύκολο να διαθέσεις κάποιον αριθμό ετών, ιδιαίτερα αν αυτός ήταν μικρός... θα πρέπει όμως να είσαι πολύ πιο προσεκτικός φρουρός εκείνου που δεν ξέρεις πόσο θα διαρκέσει.
 
Σενέκας, Περί της συντομίας της ζωής

Η ζωή φτιάχνεται από στιγμές που αξίζουν τα πάντα

Ποιος είναι αυτός που γνωρίζει τι θα του φέρει το αύριο;

Υπάρχει κάποιος που ξέρει;

Αν τον ξέρει κανείς σας, να του πείτε ότι δεν ξέρει τι του γίνεται.

Η ζωή, είναι τόσο ανατρεπτική και τρέχει πολύ γρήγορα. Ίσως τελικά να είμαστε μόνο το μεταφορικό μέσο. Ανάμεσα σε αυτό που ζούμε και αυτό που είναι γραμμένο, από το χέρι της μοίρας να περάσουμε.

Της ίδιας μας, της μοίρας. Ζούμε καταστάσεις δηλώνοντας απόλυτα πως δεν θα αλλάξουν. Μιλάμε με τόσο σιγουριά κάνοντας σχέδια για πράγματα που δεν ορίζουμε!

Έρχεται μια στιγμή και σαν ντόμινο, κομμάτια της ζωής μας να πέφτουν ένα ένα.

Τότε κοιτάμε πίσω.

Βλέπουμε που ήμασταν, τι κάναμε, όσα λέγαμε…

Σπάνια κατά βάθος πιστεύουμε πως θα αλλάξει κάτι.

Άσε που δεν παίρνουμε και χαμπάρι πως έρχεται αυτό το κάτι!

Οι αλλαγές αυτές ξεκινούν όπως ένα μωρό. Με μικρά δειλά βήματα μέσα στην καθημερινότητα μας, που τα βλέπουμε να μεγαλώνουν. Μόνο που σε αυτές τις περιπτώσεις αν και νοιώθουμε, αν και βλέπουμε δε δίνουμε την πρέπουσα προσοχή. Την βαρύτητα ίσως που τους αναλογεί.

Το πιο σοβαρό είναι πως δεν ακούμε εμάς, δεν ακούμε την φωνή μέσα μας.

Οι βηματισμοί αυτοί διαρκούν πολλά-πολλά χρόνια και έρχεται μια ωραία ημέρα που λες τέλος. Μέχρι εδώ. Τέλος.

Όταν λοιπόν φθάσεις σε εκείνη τη μέρα και πεις αυτή τη λέξη φύγε. Απλά φύγε.

Είναι ακριβώς εκείνη τη στιγμή που από το μυαλό σου περνάνε όλοι οι φόβοι σου, η ανασφάλεια. Βλέπεις το χθες το πέρασες, το σήμερα το ζεις ήδη.

Το αύριο όμως σου φαντάζει αβέβαιο και ξένο.

Και έχεις δίκιο, είναι.

Πριν όμως σε καταβάλει ο πανικός για λίγα λεπτά αφουγκράσου εσένα, μήπως αυτό που τώρα σου φαίνεται βουνό είναι τελικά αυτό που πρέπει να κάνεις;

Μήπως είναι όλα αυτά που σου φώναζαν μέσα σου και εσύ δεν άκουγες;

Άκου εσένα!

Θα χρειαστεί να σκάψεις πολύ βαθιά, μα σαν βγεις στην επιφάνεια μην τρομάξεις με τα όσα διαφορετικά δεις σε εσένα και στους γύρω σου, ούτε σε όλα αυτά που ζούσες και πίστευες. Βρήκες τον εαυτό σου και η φωνή αυτή είναι ότι πιο αληθινό έχεις ακούσει

Είναι εσύ.

Είναι αυτή η δική σου φωνή, που θα οδηγήσει το μυαλό σου σε άμεση κατανόηση των πραγματικών σου επιθυμιών. Και δρα ξέρεις, απευθείας στους στόχους σου.

Μάθε τώρα να την ακούς, μάθε να της δίνεις τη προσοχή που της αξίζει!

Αυτό σημαίνει Άνθρωπος αυτή είναι η Ζωή, να αλλάζεις, να χαλάς, να φτιάχνεις, να διορθώνεις, να πηγαίνεις όμως πάντα σύμφωνα με τα θέλω σου, με τις ανάγκες σου και ναι, να ακούς εσένα.

Ζήσε, μα να θυμάσαι… πως η ζωή μας είναι φτιαγμένη από μέρες που δεν σημαίνουν τίποτα και από στιγμές που σημαίνουν τα πάντα!

Στιγμές που σε καθορίζουν και αλλάζουν ότι πίστευες για σένα.

Εφόσον εμείς οι ίδιοι αρνούμαστε την αλήθεια μας, πώς περιμένουμε από τους άλλους ν’ αποδεχτούν τη δική τους;

Ποτέ δεν ήταν εύκολο να ακολουθήσουμε το μονοπάτι της αρετής. Ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή που επικρατεί η επίπλαστη πραγματικότητα της εικόνας, γίνεται ακόμη δυσκολότερο. Οι ψευδαισθήσεις που δημιουργούνται συνειδητά από εμάς τους ίδιους, μέσω της ψηφιοποίησης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που μας έχουν “καταπιεί” όλους, είναι τα εμπόδια για να περπατήσουμε στον δύσβατο δρόμο της ενδοσκόπησης, να πλησιάσουμε την αλήθεια και να τιμήσουμε το δίκαιο.

Η άρνηση να παραδεχτούμε τα λάθη μας πρώτα στον ίδιο μας τον εαυτό και στη συνέχεια δημόσια στον περίγυρό μας είναι το πρώτο σημάδι παρακμής. Οτιδήποτε αμαυρώνει την εικόνα που πλασάρουμε προς τα έξω, πρέπει να εξοντώνεται ακαριαία. Όλα πρέπει να κυλούν ομαλά. Τίποτα να μην διαταράσσει την τάξη του συστήματος του “ιδανικού κόσμου” που ζούμε.

Εφόσον εμείς οι ίδιοι αρνούμαστε την αλήθειά μας, πώς περιμένουμε από τους άλλους ν’ αποδεχτούν την δική τους; Μόνον οι ακέραιοι χαρακτήρες, οι συμπαγείς προσωπικότητες, οι διαπλασμένες με αρχές και αξίες αντέχουν το βάρος των σφαλμάτων τους. Εκείνες που είναι άθικτες από το σαράκι της ματαιοδοξίας και της ανασφάλειας. Εδώ, όμως εμείς έχουμε κενό, σαν να κόπηκε το σήμα και να μαύρισε η οθόνη της συνείδησής μας.

Αιτίες υπάρχουν πολλές, εκτός από την διαπαιδαγώγηση που λάβαμε ως παιδιά και που θα έπρεπε να λειτουργεί ως ασπίδα στα λεγόμενα “σημεία των καιρών”. Η κυριότερη αιτία είναι η ακόρεστη ανάγκη να φαινόμαστε καλύτεροι, ανώτεροι, σπουδαιότεροι σε όσους δεν μας γνωρίζουν καλά εντός ή εκτός Ίντερνετ. Απόρροια της γενικότερης παρακμής των ηθών μας, της οικονομικής ανέχειας, της ανεργίας, του άγχους της επιβίωσης και της αστείρευτης μοναξιάς μας.

Όλα τα παραπάνω μάς έχουν μετατρέψει σε αδύναμες, φοβισμένες οντότητες, που ψάχνουν αγωνιωδώς μια πηγή χαράς και αυτοεπιβεβαίωσης. Αναζητούμε την αναγνώριση μέσα από το ανώνυμο πλήθος αρχικά, που γίνεται επώνυμο στη συνέχεια και βαφτίζεται “φίλοι”, “κολλητοί” κι “αδέλφια”. Κάπως να τονώσουμε το πεσμένο μας ηθικό, να ψηλώσουμε το ανάστημά μας, να γιγαντωθούμε πίσω από τις γυάλινες οθόνες. Πίσω από αυτές όπου εξιδανικευόμαστε κι εξιδανικεύουμε. Εκεί που γινόμαστε κάποιοι άλλοι. Ίσως αυτοί που ονειρευόμασταν να γίνουμε. Και στην προσπάθειά μας αυτή, αντιγράφουμε ιδέες, συμπεριφορές, προφίλ.

Το χειρότερο, δακτυλοδείχνουμε και κριτικάρουμε τόσο εύκολα τους άλλους που μας αντιστέκονται και που δεν ακολουθούν την δική μας γραμμή. Προς Θεού, όμως, να μη στραφεί κάποιο άλλο δάχτυλο και δείξει εμάς. Εμείς πρέπει πάση θυσία να μείνουμε στο απυρόβλητο. Να φανούμε άμεμπτοι και υπεράνω υποψίας.

Τότε είναι που η αλήθεια και το δίκαιο απομακρύνονται από μας, όπως τα πουλιά από τα ηλεκτροφόρα σύρματα. Τότε είναι που η αλήθεια και το δίκαιο κουκουλώνονται με τα πανιά της άρνησης, όπως οι καθρέφτες σε περίοδο πένθους. Τότε ακριβώς είναι που σφραγίζουμε την αλλοτρίωσή μας με την ταμπελίτσα ενός μόνιμου θύματος που ποτέ δεν φταίει για τίποτα.

Στην βασιλική μας σκηνή τα ανομήματά μας πρέπει να μένουν στο σκοτάδι κι οι προβολείς να φωτίζουν μόνο το λαμπερό προσωπείο μας. Για λίγα χειροκροτήματα και “likes” από την αυλή μας θα κάναμε τα πάντα. Αρκούν αυτά σαν όπιο, για να ξεχάσουμε την πολιτική μας διαφθορά, την πολιτισμική μας κατάντια, την ουσιαστική μας ανυπαρξία κι απάθεια στον ευρύτερο κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο που ζούμε. Και μετά, όταν σβήνουν οι προβολείς και τα φώτα του σπιτιού μας, όταν κλείνουμε κινητά, τάμπλετ και υπολογιστές, το σώμα μας μάς εκδικείται με νοσήματα διάφορα, γιατί η συνείδησή μας αιμορραγεί εσωτερικά και πεθαίνει η ψυχή μας.

Μερικές φορές η σιωπή δεν είναι χρυσός

Ο κάθε άνθρωπος, καθώς αναπτύσσεται και μεγαλώνει, διαμορφώνει τον χαρακτήρα του και αυτός επηρεάζεται άμεσα από τα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον του. Ακούει συμβουλές, βλέπει αντιδράσεις και μελετά κινήσεις. Ανάμεσα λοιπόν, στις πιο δημοφιλείς «ατάκες» που θα ακούσει σε αυτό το ταξίδι του είναι το: «Η σιωπή είναι χρυσός». Πόσο αθώα όμως, μπορεί να είναι η συνεχόμενη σιωπή;

Η συμβουλή της σιωπής συνιστάται σε πολλές περιπτώσεις, διότι για πολλούς σε βγάζει από τη δύσκολη θέση, με αυτήν αποφεύγεις μία σύγκρουση ίσως και έναν καβγά. Βολική σε πολλές περιπτώσεις, αντικειμενικά σωτήρια σε άλλες. Έχει συνδυαστεί μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις και με τη σοφία. Είναι καλό όμως, να γίνει κατανοητό πως η σιωπή δεν είναι πανάκεια και μάλιστα μπορεί να αποβεί μοιραία και άκρως επικίνδυνη αν δεν ξέρεις να τη χρησιμοποιήσεις και να τη λύσεις την κατάλληλη στιγμή.

Πολλές φορές οι σιωπές φωνάζουν πιο πολύ από κραυγές. Ακόμα και οι πιο δυναμικοί έχουν πειστεί πως αν μιλήσουν, αν αντιδράσουν θα χάσουν το δίκιο τους. Όσο για τους ήδη συνεσταλμένους, έχουν καθησυχαστεί σε αυτή. Η σιωπή όμως, δεν είναι για όλες τις περιστάσεις. Πρέπει να γνωρίζεις και να κρίνεις σωστά που να την έχεις συνοδοιπόρο σου και πότε να την πετάξεις μακριά.

Η σιωπή στη λάθος περίσταση αντιδρά, όπως η χλωρίνη στο μέταλλο αν την αφήσεις παραπάνω ώρα απ’ όσο πρέπει. Έτσι και η σιωπή, αν χρησιμοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο συνίσταται και στις λάθος περιπτώσεις αρχίζει και καταστρέφει. Πνίγει συναισθήματα, φθείρει σχέσεις, καταστρέφει χαμόγελα. Είναι αθόρυβη, αλλά το πρόβλημα που δημιουργεί κάνει τον μεγαλύτερο θόρυβο και όταν το καταλάβεις πολλές φορές είναι πολύ αργά για να διορθώσεις ό, τι έχει δημιουργηθεί.

Γι’ αυτό τον λόγο, μάθε να μιλάς. Μάθε να αντιδράς σε καθετί σε προσβάλλει και είναι πάνω από τα δικά σου θέλω και τα δικά σου όρια. Με τον λόγο σου θα εκφραστείς και θα ακουστείς. Μέσα από τα λόγια θα καταφέρεις να υπερασπιστείς τον εαυτό σου και να επιχειρηματολογήσεις στις απόψεις σου. Τα λόγια είναι το βασικότερο μέσο επικοινωνίας, άλλωστε το περιέχει και η πιο δημοκρατική λέξη που είναι η λέξη «διάλογος».

Αν δεν ακουστείς, δε θα μπορέσεις να βαδίσεις μπροστά. Αν δεν μιλήσεις, δεν θα δημιουργήσεις ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω σου. Είναι τόσο δύσκολο ως και ακατόρθωτο να ερμηνεύσει κάποιος τη σιωπή. Έχει τόσες διαφορετικές ερμηνείες κάθε φορά. Αντίθετα, υπάρχει κάτι πιο καθαρό και άμεσο από τον ήχο, τα λόγια, τη φωνή; Γιατί να προτιμήσεις τον κίνδυνο να παρεξηγηθείς με τη σιωπή από το να μιλήσεις άμεσα;

Η πιο ιδανική λύση είναι η ισορροπία, ο συνδυασμός, η απόλυτη αρμονία. Πρέπει να μάθεις να κρίνεις πότε πρέπει να μιλήσεις και πότε να προτιμήσεις να μείνεις σιωπηλός για λίγο. Προσοχή στη χρήση του αθόρυβου όμως. Είναι για ελάχιστη και περιορισμένη χρήση, καθώς υπάρχει κίνδυνος να ξεχαστείς και να μείνεις σε αυτή την κατάσταση για πολύ καιρό. Οι σιωπές τις φωνής σου ας είναι για να επιλύουν προβλήματα και όχι για να δημιουργούν μεγαλύτερα. Εσύ έχεις το χειριστήριο της έντασης, χρησιμοποίησέ το όσο καλύτερα μπορείς, κάνοντας τον δικό σου χρυσό να λάμψει.

Συνειδητότητα: O βασικός παράγοντας που καθορίζει τη ζωή σου

Αυτό το οποίο θα συζητήσουμε σήμερα, πραγματικά το σκέφτομαι, το διαβάζω και το μελετώ πάρα πολλά χρόνια τώρα. Δεν θα σου πω ότι αυτό που θα μοιραστώ σήμερα μαζί σου είναι όλη η αλήθεια του κόσμου. Είναι αυτό που εγώ ξέρω τώρα, αυτό που συμφωνώ, αυτό που μου ταιριάζει και αυτό με το οποίο έχω επιλέξει να πορεύομαι την ζωή μου. Τι είναι αυτό που καθορίζει τη ζωή ενός ανθρώπου;

Θα το πω με μία λέξη, γρήγορα. Η συνειδητότητά του. Πώς δουλεύει ο εγκέφαλος. Γίνεται ένα γεγονός, έχω μια άποψη γι’ αυτόν και αυτό καθορίζει όλη μου τη ζωή. Ας δούμε ένα παράδειγμα: Πάω λοιπόν σε ένα ραντεβού, καθυστερεί η κοπέλα να έρθει, λέω μέσα μου “Δεν με σεβάστηκε. Δεν με σέβεται. Εγώ έχω έρθει εδώ στην ώρα μου, περιμένω. Κάνει κρύο”. Τελικά φεύγω και δεν την περιμένω ή όταν έρχεται είμαι μέσα στα μούτρα και τα νεύρα και τσακωνόμαστε. Καθόρισε το μέλλον μας; Απόλυτα. Γιατί μία, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε… θα χωρίσουμε.

Το ίδιο και με τη δουλειά. Βλέπω αυτό που συμβαίνει έξω, σε ένα παγκόσμιο επίπεδο αν θέλεις, λέω “Είναι κρίση”, “είναι δύσκολο”, “δεν γίνεται”, “αποκλείεται”. Ενδεχομένως, δεν κάνω ποτέ επιχείρηση ή δεν φέρομαι καλά στους εργοδότες μου, στους συνεργάτες μου και δεν έχω χρήματα. Το ίδιο και με τους φίλους μου. Με έναν ανάλογο τρόπο μπορώ να μείνω χωρίς φίλους.

Όμως, αν εκείνη τη στιγμή που η κοπέλα μου αργούσε, εγώ σκεφτόμουν πως ετοιμάζεται γιατί θέλει να είναι περιποιημένη. Ή αν σκεφτόμουν ότι είχε πολύ δουλειά και παρ’ ότι θα μπορούσε να μου πει ότι δεν θα βγούμε, επέλεξε να αργήσει λίγο αλλά να έρθει, να βγούμε. Ή αν σκεφτόμουν ότι τώρα στην κρίση, επειδή, όπως έλεγαν οι Κινέζοι, η κρίση κρύβει πάντα μια ευκαιρία, μπορώ να κάνω εγώ κάτι ξεχωριστό, κάτι μοναδικό και επειδή δεν το κάνουν οι περισσότεροι, καλώς ή κακώς, εγώ θα μπορώ να πάω παρακάτω.

Όμως τι δεν μου επιτρέπει να τα κάνω όλα αυτά; Η συνειδητότητά μου. Ας δούμε άλλο ένα παράδειγμα: Αυτή τη στιγμή είμαι σε ένα βουνό. Αυτή τη στιγμή στο βουνό εγώ έχω μια συγκεκριμένη θέα. Δεν μπορώ να δω πίσω από το βουνό. Μπορώ να δω μέχρι εκεί πέρα που φτάνει η όρασή μου. Έτσι λοιπόν, αλληγορικά μιλώντας, αυτό που μπορώ να δω είναι η συνειδητότητά μου. Αυτό που υπάρχει πίσω από το βουνό δεν μπορώ να το δω.

Όμως τι γίνεται, ό,τι και να συμβεί εδώ πέρα γύρω, εγώ θα το κρίνω με βάση τις γνώσεις που έχω. Ας υποθέσουμε για παράδειγμα ότι είναι βράδυ και αρχίζω να ακούω θορύβους. Τι θα κάνω; Θα αρχίσω να σκέφτομαι ενδεχομένως, αν τρέξω στην παλιά ηλικία, φαντάσματα και τέτοια πράγματα ή αρκούδες και οτιδήποτε. Μπορεί να αρχίσω να φοβάμαι. Γιατί αυτή είναι η συνειδητότητά μου. Αν όμως μπορούσα να δω πίσω από το βουνό, δηλαδή η συνειδητότητά μου ήταν αυξημένη, τότε τι γίνεται; Θα μπορούσα να δω ότι ενδεχομένως είναι κάποιες γάτες που παίζουν. Τόσο απλό. Έτσι δεν είναι;

Όμως, τι είναι η συνειδητότητα; Πολύ ωραίο ερώτημα. Το έμαθα πριν από λίγες ημέρες και γι’ αυτό έκανα άρθρο, για να έρθω να το μοιραστώ μαζί σου. Κάποιοι άνθρωποι συνειδητότητα πιστεύουν ότι είναι το πώς βλέπουμε τον κόσμο. Αυτό που σου περιέγραψα προηγουμένως. Ή ο τρόπος που αντιδρούμε ή το πώς νιώθουμε. Αυτά όλα είναι η μία πτυχή της συνειδητότητας.

Αυτό όμως που έμαθα και συγκλονίστηκα πραγματικά είναι το εξής: Συνειδητότητα είναι το μέρος από το οποίο προερχόμαστε οι άνθρωποι. Είναι η ύλη σε πολύ υψηλή συχνότητα την οποία δεν μπορούμε να τη δούμε με τα μάτια μας, από την οποία προερχόμαστε. Έτσι λοιπόν τι συμβαίνει;

Όταν οι άνθρωποι μάθουμε να σταματάμε τις σκέψεις μας και να αφήνουμε κενό ανάμεσα στις σκέψεις – γιατί οι άνθρωποι σκεφτόμαστε ακατάπαυστα – αν αφήσουμε ένα απειροελάχιστο κενό, τότε μπορούμε να αποκτήσουμε πρόσβαση σε αυτή τη συνειδητότητα. Τότε μπορεί να αποκτήσουμε πρόσβαση σε μία σοφία άπειρης νοημοσύνης. Και είναι εξαιρετικό αυτό που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Αυτό που μπορεί να καταλάβει.

Δεν είναι κάτι εύκολο. Θέλει δουλειά. Θέλει δουλειά γιατί ο εγκέφαλος έχει μάθει να σκέφτεται με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Πρώτον, γιατί έχει κατασκευαστεί προκειμένου να μπορούμε να ζούμε – επιβιωτικός εγκέφαλος, όπως τον άκουσα τις προάλλες σε μία διάλεξη – και δεύτερον γιατί έτσι εκπαιδευόμαστε στη σημερινή κοινωνία. Δεν αναπτύσσουμε την κρίση μας.

Άρα λοιπόν ποιος είναι ο σκοπός αυτού του άρθρου; Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να πάρεις λίγο χρόνο με τον εαυτό σου, να έρχεσαι πιο συχνά στη φύση και στον χρόνο που μπορείς, να αρχίζεις να βάζεις, ακόμα κι αν είναι απειροελάχιστα, στιγμές παύσης στην σκέψη σου. Και αφέσου σε αυτό. Και δες τι μπορεί να γίνει. Μόλις το κάνεις γράψε από κάτω ό,τι θέλεις. Πιστεύω ότι θα ζήσεις θαύματα. Ακόμη κι αν είναι μικρά.

Να θυμάσαι ότι είσαι υπέροχος! Να Αγαπάς τον Εαυτό σου και να Ζεις με Πάθος.

Θέσε την οντότητά σου στις κορυφές του κόσμου γιατί μόνο τότε θα μπορέσεις να τον κατακτήσεις.

Να είσαι πάντα η προτεραιότητα σου και το ψηλότερο σημείο αναφοράς σου.  Να σε φροντίζεις και να σε αγαπάς. Να σε σέβεσαι και να σε προσέχεις. Να κάνεις πάντα ότι σε γεμίζει και σε αντιπροσωπεύει. Ότι σε κάνει χαρούμενο και ευτυχισμένο. Ότι ανακουφίζει την ψυχή σου και αναζωογονεί το είναι σου.

Να θυμάσαι ότι είσαι σε ολόκληρο τον κόσμο είσαι μοναδικός και ξεχωριστός. Και ο πιο σημαντικός άνθρωπος σου. Γι' αυτό θέσε την οντότητά σου στις κορυφές αυτής της γης και εγκατέλειψε στις παρυφές της ότι σου χαλάει την ηρεμία και την γαλήνη.

Μετέτρεψε τις επιθυμίες σου σε πράξη και μην τις κλείνεις στα κουτάκια του μυαλού σου. Ικανοποίησε τις ανάγκες σου και μην τις αρχειοθετείς κάτω και πίσω από άλλες. Βάλε τον πήχη των στόχων σου ψηλά και ακολούθησε τον χωρίς να παρεκκλίνεις. Μην ορίζεσαι από κοινωνικούς φραγμούς και μην περιορίζεις την ύπαρξη σου σε κοινωνικά όρια και γεωγραφικά σύνορα. Να σκέφτεσαι ατομικά και να συνεργάζεσαι με τους γύρω σου συλλογικά. Να προσπαθείς να βρεις το μονοπάτι σου προς την ευτυχία σου και να μην ασχολείσαι με τις ζωές των άλλων. Να μην σε απασχολούν οι μικρότητες και τα κουτσομπολιά και να μην παίρνεις μέρος σε κακεντρεχείς κριτικές. Η ζωή του καθενός του ανήκει και την διαχειρίζεται όπως ο ίδιος θεωρεί καλύτερα. Να θυμάσαι ότι κανείς δεν είναι άξιος να κρίνει κανένα και αν το κάνει ας αρχίσει πρώτα από τον εαυτό του. Να ελευθερώνεσαι από ότι σε κρατάει στάσιμο και σε καθηλώνει. Από ότι σε θλίβει και σε στενοχωρεί. Και να ντύνεις με το πολύχρωμο χαμόγελο σου την κάθε μαυρόασπρη μέρα σου, για να απολαμβάνεις τις όμορφες καθημερινές χρωματιστές πινελιές της.

Επέλεγε την σιωπή και την μοναχικότητα σου όταν σε ξεκουφαίνει ο θόρυβος του κόσμου. Τη μοναξιά σου όταν οι γύρω σου σε κουράζουν. Nα περιστοιχίζεσαι από λίγους και αισιόδοξους. Από αυτούς που μπορούν ακόμη να ονειρεύονται σε ένα μουντό κόσμο. Που ισορροπούν σε μία λεπτή και ισχνή κλωστή ελπίδας. Να αναθεωρείς συχνά τις απόψεις σου και να μην είσαι ποτέ απόλυτος.

Τίποτα και κανένας δεν είναι δεδομένο και σταθερό σε αυτή τη ζωή. Να θυμάσαι ότι τα όλα μπορούν αν ανατραπούν και να μεταμορφωθούν καθημερινά. Να σέβεσαι τις ιδιαιτερότητες των ανθρώπων, μα πιο πολύ να εκτιμάς και να αναγνωρίζεις τις δικές σου. Να είσαι ελαστικός με τον εαυτό σου και αυστηρός στον τρόπο συναλλαγής των ανθρώπινων σχέσεων σου. Ειλικρινείς και αυθεντικός με σένα και αληθινός στις συναναστροφές σου. Να έχεις το θάρρος της άποψης σου και να μην δειλιάζεις. Να μην  χαμηλώνεις το βλέμμα. Να μιλάς ντόμπρα και ειλικρινά. Χωρίς μισές και αόριστες κουβέντες. Γιατί μόνο τότε θα μπορείς να κοιτάς κατάματα τον εαυτό σου. Χωρίς ενοχές και αναστολές. Χωρίς ντροπή και λιποψυχία.

Να ερωτεύεσαι, να αγαπάς, να νοιάζεσαι  και να έχεις το θάρρος να το δείχνεις χωρίς προκαταλήψεις και συμπλέγματα. Να διασκεδάζεις να γελάς και να αλητεύεις τις χαρές σου. Να γεύεσαι την ουσία της ζωής μέχρι την τελευταία σταγόνα της και να στείβεις την κάθε στιγμή της μέχρι το μεδούλι της. Να σεργιανίζεις στον ήλιο καθημερινά την ύπαρξή σου να παίρνει ενέργεια από την λάμψη του. Να ταξιδεύεις με το μυαλό σου όταν το έχεις ανάγκη για να προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα πιο δυνατός και ανθεκτικός. Να αγωνίζεσαι για ότι επιθυμείς και να μην αφήνεις τίποτα στην τύχη. Μην φοβάσαι να λυγίσεις αλλά μην επιτρέψεις ποτέ στον εαυτό σου να σπάσει.

Προσπάθησε να βρεις το μονοπάτι που θα σε οδηγήσει στην ευτυχία σου και μην ακολουθείς τα αχνάρια κανενός. Άσε την ψυχή σου ελεύθερη και  απελευθέρωσε το πνεύμα σου. 

Θέσε την οντότητά σου στις κορυφές του κόσμου γιατί μόνο τότε θα μπορέσεις να τον κατακτήσεις.

Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις

Εκτός μερικών μάλλον ασαφών, γενικών και δυσδιάκριτων οδηγιών, κανένας από μας δεν έχει ποτέ διδαχθεί πώς να ζει. Δεν μας έχουν εξηγήσει την αξία της ζωής, ούτε τι σημαίνει να είσαι ζωντανός. Δεν έχουμε ιδέα των θαυμάτων που μπορεί να μας προσφέρει η ζωή ή για την υπευθυνότητα, με την οποία πρέπει να της το ανταποδώσουμε. Γεννιόμαστε στον κόσμο, εκπαιδευόμαστε να προσαρμοζόμαστε σ’ αυτόν σύμφωνα με τις κυριαρχούσες και παραδεκτές απόψεις και ύστερα αφηνόμαστε να βουλιάξουμε ή να κολυμπήσουμε.
 
Δεν υπάρχει σχολείο της ζωής, ούτε δάσκαλοι που διδάσκουν πώς να ζεις. Αν στραφούμε στην τυπική εκπαίδευση για να βρούμε απαντήσεις, τις περισσότερες φορές μας δίνουν γνώση, χωρίς κρίση και γεγονότα, χωρίς σημασία. Αν περιμένουμε απαντήσεις από τη θρησκεία, πολύ συχνά μας λένε να μετατρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε πίστη, πράγμα για το οποίο πολλοί από μας δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι. Όταν δεν υπακούμε, μας κάνουν συχνά να αισθανόμαστε ανίκανοι και εξαρτημένοι. Αν προσπαθήσουμε να μάθουμε από την ίδια τη ζωή, ανακαλύπτουμε ότι πολλές φορές είναι γεμάτη από βρώμικες πανουργίες, τις οποίες δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε και από τις οποίες δεν φαίνεται να κερδίζουμε πολλά. Αν αποπειραθούμε να μάθουμε από τα παραδείγματα, βρίσκουμε πολύ λίγα πρότυπα.
 
Μόνον όταν δεν μπορούμε πια ν’ αντεπεξέλθουμε και καταλήγουμε στη θλίψη και την υπερένταση από τη μη εκπλήρωση, αναγκαζόμαστε να προστρέξουμε σε βοήθεια ή να κάνουμε κάποια αλλαγή. Συνήθως αυτό είναι μια συμβολική προσαρμογή – ασαφής και προσωρινή – πριν ξαναγυρίσουμε στην “πραγματική” ζωή, ελλιπείς όπως προηγουμένως.
 
Είμαστε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα ότι, αν θέλουμε να ζήσουμε ολοκληρωμένα και σε αρμονία με τη ζωή, θα πρέπει να γίνουμε αυτοδραστηριοποιούμενοι φοιτητές. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να διακινδυνεύουμε, να βλέπουμε τον εσωτερικό μας εαυτό και να προχωράμε με δοκιμές και λάθη. Η εργασία θα είναι κύρια δική μας. Θα πρέπει να γίνουμε οι μέντορες του εαυτού μας.
 
Εφ’ όσον όλοι διαφέρουμε, δεν μπορεί να υπάρξει ένας δρόμος. Βοηθάει, όμως, να προσδιορίσουμε μερικές προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, πρέπει να αποφασίσουμε σοβαρά να ξεκινήσουμε με το δικό μας δρόμο και να παραμείνουμε στο μονοπάτι μας. Πρέπει να θεωρούμε τον εαυτό μας προϊόν του παρελθόντος μας, αλλά το σημαντικότερο, ότι έχουμε ένα πλούσιο και απεριόριστο μέλλον, που δεν εξαρτάται απαραίτητα απ’ ό,τι προϋπήρξε. Πρέπει να συνάψουμε στενή συμμαχία με την ελπίδα, όχι την απατηλή εκδοχή της ελπίδας, αλλά εκείνη που δίνει δύναμη και πρακτική κατεύθυνση. Πρέπει να επαναποκτήσουμε το σεβασμό για την αυθεντικότητα του μυαλού μας και τη δύναμη της θέλησής μας, έτσι ώστε να μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε για να μας βοηθούν να εξετάζουμε και να επιλέγουμε τις πιο ελπιδοφόρες και αναπτυξιακές λύσεις ανάμεσα στις πολλές επιλογές που θα μας προσφέρει το μέλλον. Ύστερα πρέπει να αφιερωθούμε στη διαδικασία με ευαίσθητη και αμερόληπτη αξιολόγηση σε κάθε βήμα. Οπλισμένοι με δύναμη και εκλογή είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε ορισμένους δρόμους, στους οποίους μπορούμε να γίνουμε καλύτερα οι ρυθμιστές της ζωής μας και να ζούμε κάθε μέρα ως ολοκληρωμένα και ενεργά πρόσωπα.
 
Δεν υπάρχουμε για τον εαυτό μας (σαν το κέντρο του σύμπαντος), και μόνο όταν πειστούμε εντελώς γι’ αυτό αρχίζουμε να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας κι έτσι να αγαπάμε και τους άλλους. Τι εννοώ με το να αγαπάμε σωστά τον εαυτό μας; Εννοώ, πρώτ’απ’όλα, να επιθυμούμε να ζήσουμε, να δεχόμαστε τη ζωή σαν ένα πολύ μεγάλο δώρο και μεγάλο καλό, όχι εξ αιτίας αυτών που μας δίνει, αλλά εξ αιτίας αυτών που μας διευκολύνει να δώσουμε σε άλλους. -Τόμας Μέρτον

Ο Αλέξανδρος δεν γέμισε από αλαζονεία

Και γενικά απέναντι στους βαρβάρους ήταν σοβαρός και φαινόταν ότι ήταν εντελώς πεπεισμένος για τη γέννησή του από θεό και την καταγωγή του, ενώ στους Έλληνες με μετριοφροσύνη και με κάποια πειθώ εκθείαζε τον εαυτό του. Ωστόσο γράφοντας στους Αθηναίους για τη Σάμο είπε: “Εγώ δεν θα σας έδινα πόλη ελεύθερη και ένδοξη- την έχετε όμως, αφού την πήρατε από τον τότε κύριο και επονομαζόμενο πατέρα μου”, εννοώντας τον Φίλιππο. Αργότερα όμως, όταν πληγώθηκε από βέλος και πονούσε πολύ, είπε: “Αυτό, φίλοι μου, που ρέει είναι αίμα και όχι ιχώρας[1] που ρέει στις φλέβες των μακάριων θεών”. Κι όταν κάποτε έγινε μεγάλη βροντή και όλοι οι παρόντες τρόμαξαν, ο σοφιστής Ανάξαρχος[2], που ήταν παρών, του είπε: Μήπως είσαι εσύ, γιε του Δία, που βροντάς έτσι; Εκείνος τότε γέλασε και είπε: “Δεν θέλω να είμαι φοβερός στους φίλους μου, όπως με προτρέπεις εσύ που υποτιμάς το δείπνο μου, γιατί βλέπεις στο τραπέζι μου επάνω να είναι βαλμένα ψάρια και όχι κεφάλια σατραπών”. Γιατί πραγματικά λένε ότι ο Ανάξαρχος, όταν στάλθηκαν μερικά ψάρια από το βασιλιά στον Ηφαιστίωνα”[3], είπε τον παραπάνω λόγο εξευτελίζοντας κατά κάποιον τρόπο και περιπαίζοντας αυτούς που επιδιώκουν με μεγάλους κόπους και κινδύνους τα θαυμαζόμενα απ’ όλους, ότι καθόλου ή πολύ λίγο ξεπερνούν τους άλλους στις ηδονές και τις απολαύσεις. Ο Αλέξανδρος λοιπόν από τα λεχθέντα είναι φανερό πως ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε ούτε γέμισε από αλαζονεία, αλλά τη φήμη της θεϊκής καταγωγής του τη μεταχειριζόταν μόνον για να υποδουλώσει τους άλλους.

Όταν γύρισε από την Αίγυπτο στη Φοινίκη, τέλεσε θυσίες και πομπές στους θεούς και αγώνες κυκλικών χορών και τραγικών, που για τις προετοιμασίες τους και το συναγωνισμό αναδείχτηκαν λαμπροί. Γιατί χορηγοί ήταν οι βασιλείς των Κυπρίων, όπως στην Αθήνα αυτοί που κληρώνονταν στις φυλές και αγωνίζονταν με θαυμαστή φιλοτιμία μεταξύ τους. Και προπάντων διαγωνίστηκαν ο Νικοκρέοντας ο Σαλαμίνιος[4] και ο Πασικράτης ο Σόλιος[5]. Γιατί αυτοί έτυχε με κλήρο να είναι χορηγοί των πιο ένδοξων υποκριτών, ο Πασικράτης του Αθηνοδώρου και ο Νικοκρέοντας του Θεσσαλού[6], που ο ίδιος ο Αλέξανδρος ανησυχούσε για την επιτυχία του. Το ενδιαφέρον του όμως γι’ αυτόν δεν το έδειξε πρωτύτερα, αφού αναγορεύτηκε με ψηφοφορία νικητής ο Αθηνόδωρος. Τότε όμως, όπως φαίνεται, φεύγοντας είπε ότι επαινεί τους κριτές, αλλά με ευχαρίστηση θα άφηνε ένα μέρος της βασιλείας του, για να μην ιδεί τον Θεσσαλό νικημένο. Κι όταν ο Αθηνόδωρος τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, γιατί δεν παρουσιάστηκε στον αγώνα των Διονυσίων, είχε την αξίωση να γράψει γι’ αυτό ο βασιλιάς. Αυτό βέβαια δεν το έκαμε, έστειλε όμως το πρόστιμο από το δικό του ταμείο. Όταν ο Λύκωνας, ο γιος του Σκαρφέα, που κι αυτός ευδοκιμούσε στο θέατρο, έβαζε σε μια κωμωδία έναν στίχο που περιείχε αίτηση για δέκα τάλαντα, γέλασε και τα έδωσε.

Ο Δαρείος τού έστειλε επιστολή και φίλους να τον παρακαλέσουν να πάρει δέκα χιλιάδες τάλαντα για την απόλυση των αιχμαλώτων και να έχει όλη τη χώρα μέχρι τον Ευφράτη και, αφού παντρευτεί μια από τις θυγατέρες του, να είναι φίλος του και σύμμαχος. Κι αυτά τα ανακοίνωσε στους εταίρους. Κι ο Παρμενίωνας είπε: “Εγώ, αν ήμουν Αλέξανδρος, θα τα έπαιρνα”, “Κι εγώ, μα τον Δία, είπε ο Αλέξανδρος, αν ήμουν Παρμενίωνας”. Και στον Δαρείο έγραψε ότι θα βρει κάθε φιλοφροσύνη, αν έρθει κοντά του. Αλλιώς αυτός θα πορευθεί εναντίον του.

---------------
Σημειώσεις

1. Ιχώρ, το αίμα των θεών, αιθέριος χυμός που έτρεχε στις φλέβες τους.
2. Ανήξαρχος ο σοφιστής, ο Αβδηρίτης, κατά τον Διογένη τον Ακέρτιο, μαθητής του Διογένη του Σμυρναίου, δάσκαλος του Πύρρωνα του Ηλείου. Έγραψε Περί βασιλείας.
3. Ηφαιστίων ο Αμύντορος, παιδικός φίλος και εταίρος του Αλεξάνδρου, Πελλαίος, ένας από τους οχτώ σωματοφύλακές του. Μετά το φόνο του Κλείτου, πήρε τη θέση του. Συμμετείχε σε όλες τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου και διακρίθηκε τόσο στη Συγδιανή όσο και στην Ινδική. Μετά το θάνατό του, που τον πένθησε βαρύτατα, ο Αλέξανδρος άφησε τη θέση του κενή.
4. Νικοκρέων, βασιλιάς της κυπριακής Σαλαμίνας από το 332/31 π.Χ., γιος του Πυνταζόρη. Ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία της Ινδικής.
5. Πισικράτης, βασιλιάς των Σόλων της Κύπρου.
6. Ο Θεσσαλός, ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Αλεξάνδρου. Τον είχε στείλει μάλιστα, πριν γίνει βασιλιάς, σε μια περίπτωση στην Καρία, να διαπραγματευθεί το γάμο του με την κόρη του Πιξωδάρου (παραγκωνίζοντας έτσι τον Αρριδαίο, με τον οποίο ήθελε να παντρέψει την κόρη του Πιξωδάρου ο Φίλιππος). Αργότερα ακολούθησε τον Αλέξανδρο μαζί με άλλους ηθοποιούς (την ομάδα του Λύκωνα, τον Αριστόκριτο, τον Αθηνόδωρο κ.ά.).

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Η επιστήμη και η θρησκεία στην αρχαιότητα

Αποτέλεσμα εικόνας για Η επιστήμη και η θρησκεία στην αρχαιότηταΗ επιστήμη και το πνεύμα όμως δεν είναι τόσο διαφορετικά. Αμφότερα ψάχνουν την αλήθεια για τον κόσμο και το σύμπαν.

Στους σημαντικότερους πολιτισμούς του αρχαίου κόσμου υπήρχε μια σκάλα ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο θεϊκό. Οι άνθρωποι ένοιωθαν πως συμμετείχαν σε ένα μεγάλο κοσμικό μυστήριο, του οποίου αποτελούσαν τμήμα.

Ο αρχαίος σουμερικός πολιτισμός έβλεπε την αναζήτηση της κατανόησης του κόσμου που υπάρχει γύρω μας και του κόσμου του πνεύματος σαν το ίδιο πράγμα.

Υπήρχε ένας θεός της αστρολογίας, ένας θεός της φυτοκομίας και ένας θεός της άρδευσης. Οι ιερείς των ναών ήταν οι γραφείς και οι τεχνολόγοι που ασχολούνταν με αυτούς τους τομείς της γνώσης.

Οι Σουμέριοι γνώριζαν τον κύκλο των 26.000 ετών, την μετάπτωση των ισημεριών, τη μετάλλαξη των φυτών για την παραγωγή καρπών και λαχανικών και ένα αρδευτικό σύστημα που τροφοδοτούσε την εύφορη κοιλάδα του Ευφράτη.

Στην αρχαία Ελλάδα οι φιλόσοφοι διατύπωσαν σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη ζωή του ανθρώπου, ανέπτυξαν τη θεωρία του ατόμου, μελέτησαν τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και αναζήτησαν τις αρχές της ηθικής συμπεριφοράς.

Επί χιλιάδες χρόνια η μοναδική μελέτη του ουρανού ήταν η αστρολογία. Από την αστρολογία προήλθε η σύγχρονη αστρονομία. Από την αστρονομία ξεπήδησαν τα μαθηματικά και η φυσική. Η αλχημεία, η αναζήτηση της μεταστοιχείωσης και της αθανασίας γέννησε την επιστήμη της χημείας η οποία στην πορεία εξειδικεύτηκε στη μοριακή βιολογία. Σήμερα η έρευνα για την αθανασία συνεχίζεται με τους βιοχημικούς του DNA.

Ο κόσμος στον οποίο πίστευαν οι άνθρωποι πριν τη επιστημονική επανάσταση ήταν ζωντανός.

Στην Κίνα οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο σαν μια δυναμική αλληλεπίδραση ενεργητικών δυνάμεων που βρίσκονται μονίμως σε κίνηση. Τίποτα δεν είναι σταθερό και στατικό. Τα πάντα ρέουν, αλλάζουν ή γεννιούνται παντοτινά.

Στη Δύση πίστευαν πως ο κόσμος εξέφραζε τη βούληση και τη νοημοσύνη ενός θείου δημιουργού. Τα συστατικά του μέρη ήταν συνδεδεμένα με τη με τη μεγάλη αλυσίδα της Ζωής, που επεκτεινόταν από το Θεό και μέσω των αγγέλων στο ανθρώπινο, ζωικό, φυτικό και ορυκτό βασίλειο. Όλα είχαν τη θέση τους στο σύμπαν, τίποτα δεν ήταν μόνο και όλα συνδέονταν μεταξύ τους.

Οι ιθαγενείς σε κάθε ήπειρο ζούσαν αρμονικά με το περιβάλλον τους – με τα ζώα, τα φυτά, τον ήλιο με τη ζωντανή Γη και τα στοιχεία της φύσης. Πίστευαν στα πνεύματα του βουνού και του δάσους και είχαν την αντίληψη ότι θρησκεία και επιστήμη ήταν να μαθαίνουν να ζουν με έναν τρόπο που ευχαριστούσε αυτά τα πνεύματα της Γης και του ουρανού.

Στόχος της επιστήμης γι' αυτούς τους πολιτισμούς ήταν η απόκτηση γνώσης προκειμένου να εναρμονιστεί η ζωή αυτών των ανθρώπων με τις μεγάλες δυνάμεις του φυσικού κόσμου και τις υπερβατικές δυνάμεις που όλοι οι πολιτισμοί αισθάνονταν πίσω από το φυσικό κόσμο.

Οι άνθρωποι ήθελαν να γνωρίζουν πως λειτουργεί η φύση, όχι για να την ελέγχουν και να την εξουσιάζουν, αλλά για να ζουν αρμονικά με τις εναλλαγές της.

Ο φυσικός φιλόσοφος Fritjof Carpa στο έργο του The Turning Point γράφει «Από την εποχή των αρχαίων χρόνων, οι στόχοι της επιστήμης ήταν η σοφία, η κατανόηση της φυσικής τάξης και η αρμονική συμβίωση μαζί της. Η επιστήμη επιδιωκόταν “προς δόξα του Θεού” ή όπως έλεγαν οι Κινέζοι για “να ακολουθούμε τη φυσική τάξη” και να κυλάμε με το ρεύμα του ΤΑΟ»

Όλα αυτά άλλαξαν ριζικά, ξεκινώντας από τα μέσα του 16ου αιώνα που άρχισε η διαμάχη μεταξύ επιστήμης και πνεύματος και συνεχίζεται μέχρι τις ημέρες μας. Τόσο οι επιστήμονες που γνωρίζουν ελάχιστα για τα αληθή διδάγματα του πνεύματος όσο και οι άνθρωποι της εκκλησίας που δεν γνωρίζουν την επιστήμη, βάλλουν ο ένας το στόχο του άλλου.

Η επιστήμη και το πνεύμα όμως δεν είναι τόσο διαφορετικά Αμφότερα ψάχνουν την αλήθεια για τον κόσμο και το σύμπαν. Αμφότερα θέλουν να βρουν απαντήσεις σε σημαντικές ερωτήσεις. Είναι δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος.

Το καλύτερο μάθημα για ένα παιδί, είναι να σε βλέπει να φροντίζεις τον εαυτό σου

Το πιο σημαντικό που μπορεί να κάνει ένας γονιός για να φροντίσει επαρκώς και υγιώς το παιδί του, είναι να φροντίζει με συνέπεια τον εαυτό του, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά.
 
Η έλλειψη της γονεϊκής αυτοφροντίδας επηρεάζει τη σχέση του γονιού με το παιδί και την ψυχική ανάπτυξη του παιδιού. Ένας γονιός που παραμελεί τον εαυτό του και πιθανά δομεί τη ζωή του μόνο γύρω από το γονεϊκό του ρόλο και χωρίς να δίνει χώρο στα υπόλοιπα κομμάτια του, δεν μπορεί να μεγαλώσει ένα ψυχικά υγιές και ασφαλές παιδί.
 
Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσω να ξεδιπλώσω διάφορες σημαντικές πτυχές της γονεϊκής αυτοφροντίδας και να εξηγήσω γιατί είναι σημαντικές για την ψυχική ευημερία του παιδιού.
 
1. Καλλιεργώντας την αποδοχή του εαυτού μας, καλλιεργούμε την αποδοχή του παιδιού μας
 
Ο βαθμός στον οποίο είμαστε συνδεδεμένοι με τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις δυσκολίες μας, καθορίζει και το βαθμό στον οποίο θα είμαστε ανοιχτοί στην εμπειρία του παιδιού, όπως αυτό την εκφράζει. Όσο πιο κοντά είμαστε στον εαυτό μας, τόσο πιο έτοιμοι είμαστε να ακούσουμε και να αποδεχτούμε τα συναισθήματα του παιδιού. Έτσι, όσο φροντίζουμε τη σύνδεση με τον εαυτό μας, φροντίζουμε ουσιαστικά τη σχέση με το παιδί μας.
 
Για παράδειγμα, αν δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε τα δικά μας αρνητικά συναισθήματα (φόβο, θυμό ή άγχος) θα θέσουμε ασυνείδητα ένα απαγορευτικό στην έκφραση των συναισθημάτων αυτών από το παιδί μας. Το παιδί θα λάβει ως μήνυμα ότι κάποιες συναισθηματικές εμπειρίες του είναι μη αποδεκτές και θα εκπαιδευτεί στο να τις αρνείται ή να τις καλύπτει, αφήνοντάς τες έξω από τη σφαίρα του συνειδητού, εις βάρος της ψυχικής του συνεκτικότητας.
 
2. Σεβόμενοι τα όριά μας, μπορούμε να είμαστε αυθεντικά παρόντες στη σχέση με το παιδί
 
Ο γονιός έχει φυσικά και ψυχικά όρια και χρειάζεται να τα σέβεται. Ένας γονιός που εξαντλείται κάνοντας πράγματα για ή με το παιδί που τον υπερβαίνουν, δεν μπορεί να είναι αυθεντικά παρών και να επικοινωνεί με αποδοχή. Ένας εξαντλημένος γονιός έχει πολλές πιθανότητες να νιώσει θυμό, όταν το παιδί εκφράσει κάποια ανάγκη του σε «άσχημη στιγμή».
 
Επιπλέον, ένας γονιός που ταυτίζει τη γονεϊκότητα με την άνευ ορίων δοτικότητα και έχει υπερβολικές προσδοκίες από τον εαυτό του, ματαιώνεται και αισθάνεται ένοχος κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με τα όριά του. Και ενώ ουσιαστικά επικρίνει ο ίδιος τον εαυτό του, ενδέχεται να προβάλει αυτή την εσωτερική επίκριση στο παιδί και να θυμώσει, αισθανόμενος ότι το παιδί του καθρεπτίζει μία εικόνα ανεπαρκούς και «κακού» γονιού, σαν ένας σιωπηρός επικριτής.
 
Έχοντας αισθανθεί θυμό, κάποιοι γονείς μπορεί να εκδηλώσουν στιγμιαία ανεξήγητη επιθετικότητα προς το παιδί. Σε άλλες περιπτώσεις, ο θυμός παραμένει ανέκφραστος, όμως το παιδί τον αντιλαμβάνεται, όπως αντιλαμβάνεται και όλα τα συναισθήματα του γονιού του.
 
Η επικοινωνία αυτή με το παιδί μπορεί εύκολα να καταλήξει σε φαύλο κύκλο, αφού ο γονιός έχοντας θυμώσει ή έχοντας επιτεθεί, αισθάνεται ακόμα μεγαλύτερες ενοχές και υπερβαίνει ακόμα περισσότερο τα όριά του για να φροντίσει. Το παιδί λαμβάνει έτσι δύο αντικρουόμενα μηνύματα: το πρώτο ότι ο γονιός μπορεί να είναι άνευ ορίων διαθέσιμος και το δεύτερο ότι μπορεί να θυμώσει ή να τιμωρήσει όταν το παιδί έχει κάποια ανάγκη. Χωρίς κανόνα για το ποιες ανάγκες ικανοποιούνται και ποιες τιμωρούνται, το παιδί είναι αντιμέτωπο με ένα σχεσιακό χάος, μέσα στο οποίο δυσκολεύεται να βρει τη θέση του και φυσικά να αποδεχτεί τον εαυτό του.
 
3. Αναγνωρίζοντας τις ανάγκες μας, μπορούμε να τις διαφοροποιήσουμε ξεκάθαρα από αυτές του παιδιού μας
 
Ένας γονιός που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις προσωπικές του ανάγκες ή να πάρει την ευθύνη να τις ικανοποιήσει, είναι πιθανό να τις μετατοπίσει στο παιδί του ή ακόμα να επιχειρήσει να τις ικανοποιήσει άστοχα μέσα από το γονεϊκό του ρόλο.
 
Ο γονιός μπορεί να προβάλει τις δικές του, μη εκπληρωμένες, ανάγκες στο παιδί του. Η δική του ακάλυπτη ανάγκη για φροντίδα ή προστασία μπορεί να μετατραπεί σε υπερβολική φροντίδα και υπερπροστασία του παιδιού του. Σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει ο κίνδυνος να υπονομεύσει την αυτορρύθμιση και την αυτονόμηση του παιδιού και να το καταστήσει εξαρτημένο από μία φροντίδα που ουσιαστικά δεν χρειάζεται, παρεμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξή του.
 
Επιπλέον, ένας γονιός , που δυσκολεύεται να αναγνωρίσει, να αποδεχτεί και να καλύψει ανάγκες που έχουν να κάνουν με την αυτοπραγμάτωση και την αναζήτηση νοήματος στη ζωή του, μπορεί να επιχειρήσει να τις καλύψει μόνο μέσα από το ρόλο του ως γονιός. Μπορεί να γίνεται σημαντικός και να βρίσκει νόημα στη ζωή του, μόνο μέσα από τη φροντίδα του παιδιού, το οποίο όμως εγκλωβίζεται και θυσιάζει την αυτονομία του στο βωμό της ανάγκης του γονιού του. Αν αρχίσει να τα καταφέρνει μόνο του, ο γονιός παύει να αισθάνεται σημαντικός και πλήρης.
 
Τέλος, αν ένας γονιός έχει προσδοκίες ή επιθυμίες σχετικά με την προσωπική του εξέλιξη, το επάγγελμα, τις σπουδές, τις σχέσεις, που δεν πραγματώθηκαν, ενδέχεται να τις κληροδοτήσει στο παιδί του, καθιστώντας το εκπρόσωπο των γονεϊκών ονείρων ζωής. Το παιδί εγκλωβίζεται σε προσδοκίες που δεν το αφορούν και δεν έχει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τις δικές του επιθυμίες και να οικοδομήσει έναν διαφοροποιημένο εαυτό.
 
4. Φροντίζοντας τον εαυτό μας, επιτρέπουμε στο παιδί μας να μένει στο ρόλο του χωρίς να χρειάζεται να μας «φροντίσει»
 
Ένας γονιός που φροντίζει τον εαυτό του, επιτρέπει στο παιδί να παραμένει στο ρόλο του παιδιού. Αντίθετα, ένας γονιός που δυσκολεύεται να φροντιστεί μπορεί να καλέσει ασυνείδητα το παιδί να πάρει διάφορους ρόλους μέσα από τους οποίους να αναλάβει εκείνο τη φροντίδα του γονιού του.
 
Σε κάποιες οικογένειες τα παιδιά δεν είναι απλώς παιδιά. Έχουν αναλάβει να φροντίζουν τους γονείς τους μέσα από ένα γονεϊκό ή συντροφικό ρόλο. Τα παιδιά προσπαθούν να ενδυναμώσουν τους γονείς τους και να τους κάνουν ευτυχισμένους.
 
Προσδοκούν ότι, αν φροντίσουν αρκετά τους γονείς τους, τότε εκείνοι θα μπορέσουν να σταθούν ως γονείς και να αντιγυρίσουν  χώρο, φροντίδα και στήριξη. Η θέση αυτή όμως «καταργεί» το παιδί, γιατί δεν αφήνει χώρο στην παιδικότητά του. Για να λάβει την φροντίδα που κανονικά θα έπρεπε να έχει αβίαστα, χρειάζεται να καταβάλει μεγάλο κόπο. Το παιδί μένει σε μια κατάσταση στέρησης που ενέχει παράπονο και συχνά ανέκφραστο θυμό.
 
Εξάλλου οι προσπάθειές του ποτέ δεν είναι αρκετές, διότι εξ’ ορισμού ένα παιδί δεν μπορεί να φροντίσει το γονιό του. Έτσι το παιδί αισθάνεται ανεπαρκές και αδύναμο. Νιώθει ότι κάτι δεν κάνει καλά, κάτι δεν καταφέρνει.
 
5. Φροντίζοντας τον εαυτό μας, διδάσκουμε στο παιδί την αυτοφροντίδα
 
Το παιδί χτίζει τον εαυτό του ταυτιζόμενο με τους γονείς και εσωτερικεύει ρητές και άρρητες πεποιθήσεις και επιταγές του οικογενειακού του συστήματος που το διαμορφώνουν ως ενήλικα. Ο γονιός αποτελεί το πρώτο και το πιο σημαντικό παράδειγμα ζωής!
 
Ο τρόπος με τον οποίο ένας γονιός ακούει και φροντίζει τις δικές του ανάγκες, αποτελεί ένα μοντέλο σχέσης με τον εαυτό που το παιδί εσωτερικεύει καθώς μεγαλώνει. Έτσι, ο βαθμός στον οποίο το παιδί θα γίνει ένας ενήλικας που φροντίζει τον εαυτό του, εξαρτάται από το πόσο είχε την εμπειρία γονιών που φρόντιζαν τον εαυτό τους.
 
6. Φροντίζοντας τον εαυτό μας, επιτρέπουμε στο παιδί να προχωρήσει χωρίς να κοιτάζει διαρκώς «πίσω»
 
Είναι ιδιαίτερα δύσκολο για κάθε παιδί να διαφοροποιηθεί από τους γονείς του και να βαδίσει σε μία πορεία αυτοπραγμάτωσης στη ζωή του, όταν αισθάνεται ότι αφήνει πίσω του γονείς που είναι παραιτημένοι, στερημένοι ή πληγωμένοι.
 
Ακόμα και αν οι γονείς δεν ζητούν από το παιδί φροντίδα και αφοσίωση στα πλαίσια της σχέσης τους ή της καθημερινότητας, το παιδί δυσκολεύεται να δώσει στον εαυτό του την άδεια να αποδεσμευθεί ψυχικά και να προχωρήσει σε μία ζωή πιο ικανοποιητική και χαρούμενη από αυτή που έζησαν οι γονείς του. Σε αυτή την περίπτωση συχνά το παιδί σαμποτάρει με διάφορους ασυνείδητους τρόπους την πορεία του, παραμένοντας ψυχικά δέσμιος του οικογενειακού συστήματος και κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά της προηγούμενης γενιάς.
 
Είναι βέβαιο ότι κάθε γονιός δεν θα τα καταφέρνει πάντα να ακούει τις ανάγκες και τις επιθυμίες του και να φροντίζεται. Δεν θα είναι λίγες οι φορές εκείνες που μπορεί να χάσει την άκρη του νήματος που τον συνδέει με τον εαυτό του. Αυτό που μπορεί όμως πάντα να κάνει, είναι να αναζητά την επίγνωση. Να προσπαθεί δηλαδή να ανακαλύψει τα σημάδια που του δίνει ο εαυτός του όταν μένει αφρόντιστος. Και μαθαίνοντας να ακούει αυτά τα σημάδια, θα μπορεί να επανασυνδέεται με τα παραμελημένα κομμάτια του και να προσπαθεί να τα φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί.

Αρχαία Ελληνική Κωμωδία: Δομή της Αρχαίας Κωμωδίας - Ιαμβικές σκηνές

1. Σωστά ο Αριστοτέλης διαπίστωσε ότι μάλιστα λεκτικὸν τῶν μέτρων τὸ ἰαμβεῖόν ἐστιν· σημεῖον δὲ τούτου, πλεῖστα γὰρ ἰαμβεῖα λέγομεν ἐν τῇ διαλέκτῳ τῇ πρὸς ἀλλήλους: το ιαμβικό μέτρο είναι το πιο που ταιριάζει στην ομιλία· φαίνεται αυτό, γιατί στις μεταξύ μας κουβέντες πολύ συχνά λέμε ιαμβικούς στίχους (Ποιητ. 1449a). Τα ιαμβικά μέτρα διατήρησαν τη συνάφειά τους με τη φυσική ομιλία ακόμα και μετά την κατάργηση των μακρών και των βραχέων, όταν ο δυναμικός τονισμός αντικατάστησε ως ρυθμιστική βάση την προσωδία. Έτσι και σήμερα δεν είναι καθόλου σπάνιο στις καθημερινές μας κουβέντες να σχηματιστούν, άθελά μας, ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι.
 
2. Κατεξοχήν διαλογικό είδος το δράμα σε όλες του τις μορφές, φυσικό ήταν να ευνοήσει τα ιαμβικά μέτρα, ιδιαίτερα στην Κωμωδία, όπου οι ποιητές επιδίωκαν να μιμηθούν τη φυσική γλώσσα των απλών ανθρώπων. Έτσι συμβαίνει τα διαλογικά μέρη της Κωμωδίας να είναι στη συντριπτική πλειοψηφία τους συνθεμένα σε ιαμβικά τρίμετρα, απαρτίζοντας ιαμβικές σκηνές και ιαμβικές συζυγίες.
 
3. Ιαμβικές σκηνές ονομάζουμε τα πολλά και ποικίλα διαλογικά μέρη, που συναντούμε σκόρπια σε ολόκληρη την έκταση των κωμωδιών, πότε ανεξάρτητα πότε ενσωματωμένα σε μεγαλύτερα μορφολογικά σύνολα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελούν οι όχι σπάνιες Ιαμβικές συζυγίες, όπου ένα χορικό αντιστροφικό τραγούδι συνδέει δύο συνεχόμενες ιαμβικές σκηνές:
 
A' Ιαμβική σκηνή
Στροφή (Ωδή)
~
~
Β' Ιαμβική σκηνή
Αντιστροφή (Αντωδή)
 
Στο παραπάνω σχήμα, εκτός από την αυστηρή μετρική αντιστοιχία του στροφικού ζεύγους, φανερή είναι και η προσπάθεια του ποιητή οι δύο ιαμβικές σκηνές να έχουν την ίδια πάνω κάτω έκταση.
 
4. Έτσι, παράδειγμα, στην Ειρήνη, όταν ο Τρυγαίος γυρίζει από τον Όλυμπο θριαμβευτής, έχοντας λευτερώσει τη θεά Ειρήνη, σε μια πρώτη διαλογική σκηνή συζητά με τον Οικέτη του (819-855), και ακολουθεί η Στροφή ενός μικρού χορικού, όπου ο Χορός τον καλοτυχίζει (856-867). Αμέσως μετά ο Τρυγαίος έχει μια δεύτερη συζήτηση με τον Οικέτη του (868-909), και η Ιαμβική συζυγία ολοκληρώνεται με την Αντιστροφή, όπου ο Χορός τον μεγαλύνει ως σωτήρα των ανθρώπων όλων! Προσέχουμε όχι μόνο ότι οι δύο ιαμβικές σκηνές έχουν πάνω κάτω την ίδια έκταση (37 στίχους η πρώτη, 42 η δεύτερη), αλλά και ότι το περιεχόμενο τόσο των διαλόγων όσο και του χορικού είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση παρόμοιο.
 
5. Στους Όρνιθες, η Ιαμβική Συζυγία που ακολουθεί την πρώτη Παραβαση είναι πιο ελεύθερα διαμορφωμένη: η συζήτηση του Πεισθέταιρου με τον Ευελπίδη αφορά το όνομα και την οργάνωση της νεόχτιστης Νεφελοκοκκυγίας (801-850), η Στροφή ανήκει ως Μονωδία στον Ιερέα που προσκάλεσαν για την ιδρυτική θυσία (851-858)· στο διαλογικό μέρος που ακολουθεί, η μακρόσυρτη λατρευτική επίκληση του Ιερέα διακόπτεται από τις σατιρικές παρεμβάσεις του Πεισθέταιρου (859-894), και η Αντιστροφή ανήκει πάλι ως Μονωδία στον Ιερέα που αποχωρεί (895-902). Το σχήμα είναι απαραγνώριστο, αλλά τόσο το νόημα όσο και η έκταση των διαλογικών μερών διαφέρουν αρκετά, και το αντιστροφικό ζεύγος δεν αποτελεί Χορικό, αλλά Μονωδία. Το ίδιο ελεύθερα διαμορφωμένες είναι και οι δύο ακόμα Ιαμβικές Συζυγίες των Ορνίθων, εκείνη που ακολουθεί τη δεύτερη Παράβαση σχηματίζοντας τη σκηνή της Ίριδας (1118-1266), και η τελευταία, πριν από την Έξοδο, που παραλληλίζει τη σκηνή του Προμηθέα με την πρεσβεία των θεών (1494-1705).