Το 1980 κυκλοφόρησε στην Ιταλία ένα μυθιστόρημα που θα γινόταν μέσα σε λίγα χρόνια μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες. Μία τριετία αργότερα εκδόθηκε και στις ΗΠΑ, όπου επέτυχε το σχεδόν αδιανόητο για βιβλίο ξένου συγγραφέα: επί 150 και πλέον εβδομάδες παρέμεινε στον κατάλογο ευπώλητων των «New York Times». Τίτλος του, «Το όνομα του ρόδου» και συγγραφέας του ο Ουμπέρτο Εκο.
Ηταν ένα μυθιστόρημα ασυνήθιστο και η επιτυχία του, λένε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σοφή αστυνομική πλοκή του, στο ότι οι χαρακτήρες του είναι τόσο φανταστικά όσο και πραγματικά πρόσωπα, δίνοντάς μας μια εντυπωσιακή εικόνα της μεσαιωνικής Ευρώπης μέσω της μυθοπλασίας.
Πέραν όμως αυτών, με το βιβλίο του ο ευφυέστατος Ιταλός είχε την ευκαιρία, διεισδύοντας στη μεσαιωνική σκέψη, να μας παρουσιάσει τη μέθοδο των σχολαστικών: του Φραγκίσκου της Ασίζης, του Θωμά Ακινάτη και άλλων, δηλαδή εκείνων που μελέτησαν και ερμήνευσαν το έργο του Αριστοτέλη. Αλλωστε, η υπόθεση του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στις αρχές του 14ου αιώνα σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων, στο οποίο βρισκόταν το χαμένο χειρόγραφο του δεύτερου μέρους της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη – ενώ το διασωζόμενο πρώτο αναφέρεται στην τραγωδία, το δεύτερο αφορά την κωμωδία.
Το εύρημα του Εκο έχει λογική βάση. Στο διασωζόμενο χειρόγραφο περιέχεται η νύξη ότι υπάρχει και μια δεύτερη μελέτη, για την κωμωδία. Και αυτό είχε προκαλέσει πλήθος από εικασίες μέσα στους αιώνες.
Πέρα από αυτά τα συναρπαστικά, προκύπτει και ένα άλλο συμπέρασμα: ότι η Ευρώπη καθ’ όλη τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα υπήρξε αριστοτελική. Αλλά σε μεγάλο βαθμό και αργότερα, ως τα τέλη του 16ου αιώνα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας αν ανατρέξει στις σχετικές μελέτες.
Ιησουίτες και Αριστοτέλης
Ο Αριστοτέλης έγινε γνωστός στην Ευρώπη τον 12ο αιώνα από τον Αβερρόη (1126-1198), ο οποίος γεννήθηκε στην Κόρδοβα της Ανδαλουσίας και πέθανε στο Μαρακές. Υπήρξε ο πρώτος συστηματικός σχολιαστής του και πατέρας του σχολαστικισμού.
Εκτοτε η σκέψη του μεγάλου Σταγιρίτη διαποτίζει είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο τις πολιτικοοικονομικές θεωρίες, την κοινωνιολογία, τη μεταφυσική, την αισθητική, την ηθική και κάθε τομέα του επιστητού, όπως αναλύθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη Δύση. Και επιπλέον, το εκπαιδευτικό σύστημα. Πολλά από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια, και κατ’ εξοχήν αυτά που φέρουν το όνομα του ιδρυτή του Τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιου Λογιόλα, είναι αριστοτελικά. (Ενα είδος πανεπιστημίου, άλλωστε, ήταν και η Περιπατητική Σχολή του Αριστοτέλη, το Λύκειον, ένα από τα τρία αρχαιότερα γυμνάσια της πόλης, μαζί με αυτό της Ακαδημίας του Πλάτωνα και του Κυνοσάργους. Το Λύκειον βρισκόταν στην περιοχή μεταξύ του Σαρόγλειου Μεγάρου και του Ωδείου Αθηνών.
Οι Ιησουίτες προχώρησαν ένα βήμα πιο μπροστά από τον Αβερρόη και προσπάθησαν να συνδυάσουν την αριστοτελική φιλοσοφία με το χριστιανικό δόγμα. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εντυπωσιακά, επειδή οι Ιησουίτες δεν στόχευαν μόνο στο να εξηγήσουν τον Αριστοτέλη, αλλά και στο να ερμηνεύσουν μέσω του έργου του το χριστιανικό δόγμα με ορθολογικό τρόπο. Επόμενο ήταν να μην περιορίζονται σε όσα είπε πράγματι ο φιλόσοφος, αλλά και στο τι θα μπορούσε να είχε πει – και έτσι εξηγείται εν πολλοίς το ενδιαφέρον τέσσερις αιώνες αργότερα των στρουκτουραλιστών (που τόσο θόρυβο έκαναν στην εποχή τους) για την ιησουίτικη παράδοση. Πέραν όμως αυτού, οι αναφορές των Ιησουιτών βασίζονταν πάντοτε στην αριστοτελική μεθοδολογία. Τέτοιος υπήρξε λίγο-πολύ ο πυρήνας της διδασκαλίας τους, γι’ αυτό και το Ιησουίτικο Πανεπιστήμιο δεν ήταν παρά ένας συνδυασμός του καθολικού μοναστηριού και του Αριστοτελικού Λυκείου.
Το σώμα, η ψυχή και ο νους
Ο Αριστοτέλης ήταν ο ιδεώδης φιλόσοφος για τις θεολογικές μελέτες των Ιησουιτών, όπως και των Δομινικανών που προηγήθηκαν. Και η λέξη «θεολογία», άλλωστε, είναι αριστοτελική, όπως προκύπτει από το έργο του «Μετά τα φυσικά», όπου τη συναντούμε, και καθώς παρατηρεί ο Μπέρτραντ Ράσελ, «είναι ένα από τα ονόματα που χρησιμοποιεί για ό,τι εμείς ονομάζουμε μεταφυσική». Από τον Αριστοτέλη αντλούνται και τα επιχειρήματα ή αποδείξεις περί ύπαρξης του Θεού, τον οποίο θεωρεί ως βασική αρχή της ζωής, άποψη απολύτως συμβατή με το χριστιανικό δόγμα (υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι ένας χριστιανός θεολόγος θα αλλάξει αυτό που πρέπει να αλλάξει).
Η ενότητα ύλης και πνεύματος, σώματος και ψυχής, είναι αριστοτελική και δεν έχει αντικατασταθεί σήμερα με κάποια καλύτερη ή τουλάχιστον πειστικότερη. Απορρίπτοντας το δόγμα περί μετεμψύχωσης των Πυθαγορείων, ο Αριστοτέλης προχώρησε και σε μια άλλη σημαντική διάκριση: αυτήν ανάμεσα στον νου και την ψυχή. Και η πολύ κατοπινή μεταφορά (που βολεύει τους αγνωστικιστές) ότι το Σύμπαν είναι ένα είδος κοσμικού νου ενδεχομένως δεν θα είχε διατυπωθεί αν δεν είχε υπάρξει ο Αριστοτέλης.
Κατά συνέπεια, δεν είναι συμπτωματικό που ιησουίτες ιεραπόστολοι επιχείρησαν να διαδώσουν τη διδασκαλία του Αριστοτέλη ακόμη και στη μακρινή Κίνα, όπου καθαυτό το έργο του Σταγιρίτη δεν προκάλεσε το ενδιαφέρον που περίμεναν όταν άρχισε να μεταφράζεται στα κινεζικά τον 17ο αιώνα. Δεν συνέβη εν τούτοις το ίδιο με το έργο του Ευκλείδη, το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες για τους λόγους που το αριστοτελικό έργο άφησε σχεδόν αδιάφορους τους Κινέζους. Ενδεχομένως επειδή διέθεταν τον δικό τους δάσκαλο της αρετής, τον Κομφούκιο. Ομως υπάρχει πιο αριστοτελικό έργο στα Μαθηματικά από την ευκλείδεια γεωμετρία; Και είναι τυχαίο που στα αγγλόφωνα λύκεια μέχρι πριν από τρεις δεκαετίες οι μαθητές αποκαλούσαν το μάθημα της Γεωμετρίας «Euclid»;
Ερμήνευσε τα πάντα
Αν ισχύει εκείνο που πίστευαν οι Αλεξανδρινοί, ότι ο Αριστοτέλης έγραψε περίπου 400 έργα, ο καθένας μπορεί να σκεφτεί το μέγεθος και το εύρος των ενδιαφερόντων του. Αλλά και τα 47 που διασώθηκαν είναι αρκετά προκειμένου να συμπεράνουμε πόσο ο Αριστοτέλης αναζήτησε και διατύπωσε απαντήσεις για τα πάντα. Οσο για το γεγονός ότι κάποια δεν είναι απολύτως γνήσια, ότι δηλαδή είτε τα έγραψαν εν μέρει μαθητές ή οπαδοί του είτε πρόσθεσαν παραγράφους, δεν αναιρεί την αξία τους, αρκεί μόνο να λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα «Ανάλεκτα» του Κομφούκιου γράφτηκαν από μαθητές του. Και στις δύο περιπτώσεις, κυριαρχεί το πνεύμα του δασκάλου.
Τα κείμενα του Αριστοτέλη συνοψίζουν το περιεχόμενο της διδασκαλίας του και μπορεί κάποιος να φανταστεί το επίπεδο αυτής της διδασκαλίας, όπου ένας και μόνον άνθρωπος είχε την ικανότητα να μιλήσει, να αναλύσει και να συστηματοποιήσει το νόημα και το περιεχόμενο του κόσμου τόσο στο σύνολό του όσο και στα επί μέρους.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, δεν είναι πόσες και ποιες από τις θεωρίες του επαληθεύτηκαν, όπως και η αξία του Νεύτωνα δεν μειώνεται επειδή η θεωρία του περί βαρύτητας αντικαταστάθηκε από τη Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Το σημαντικότερο είναι ότι σε αυτόν οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος με τον οποίο σκεφτόμαστε, η διατύπωση της φύσης και του χαρακτήρα του συλλογισμού (όπως παρουσιάζεται στο επί αιώνες αναντικατάστατο έργο του για την τυπική λογική), η ανάπτυξη της σκέψης, η οποία μας καθιστά ικανούς να αποκτήσουμε ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου που μας περιβάλλει, του ποιοι είμαστε, τι μπορούμε να γίνουμε, τι να πετύχουμε και γιατί υπάρχουμε σε τούτο τον κόσμο. Και ακόμη, πώς συνδέεται το αισθητό με το υπεραισθητό, ποιες φυσικές δυνάμεις κινούν τα ακίνητα, τι υπάρχει πέρα από εμάς.
Πρόδρομος της «θεωρίας»
Κάποιοι έχουν υποστηρίξει πως ο Αριστοτέλης ήταν ο μεγαλύτερος ταξινόμος που εμφανίστηκε ποτέ και με αυτό εννοούν στην ουσία ότι δεν ήταν «πραγματικός» φιλόσοφος – σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, του οποίου υπήρξε μαθητής. Οι Δομινικανοί, όμως, που επεξεργάστηκαν τις θεωρίες των νεοπλατωνιστών και του ερμητισμού, επηρεάστηκαν στον ίδιο βαθμό και από το έργο του Αριστοτέλη.
Το ότι ο Πλάτωνας υποκατέστησε τον Αριστοτέλη στην Αναγέννηση ισχύει μόνον εν μέρει. Και αν σήμερα κάποιοι νεότεροι σχετικιστές, αποδομιστές ή γενικώς μεταμοντέρνοι απορρίπτουν τον Αριστοτέλη, αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτε.
Ο σχετικιστής δεν μπορεί να δεχθεί ότι υπήρξε άνθρωπος που κατάφερε να συσχετίσει τα πάντα, να δημιουργήσει ένα σύστημα ενότητας και να διατυπώσει την αρχή της μέσα σε μία παράγραφο, όπως είναι, αν τον μεταφέρει κανείς και σε άλλα πεδία, ο ορισμός του για την τραγωδία: «Εστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». (Σε ελεύθερη απόδοση: «Η τραγωδία είναι λοιπόν η μίμηση μιας πράξης σπουδαίας και ολοκληρωμένης – η οποία διαθέτει κάποια διάρκεια – με λόγο ποιητικό· τα μέρη της διαφέρουν στη φόρμα τους, αναπαριστάται και δεν απαγγέλλεται, ενώ, προκαλώντας τη συμπόνια και τον φόβο του θεατή, επιτυγχάνει τη λύτρωσή του από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα».)
Η αριστοτελική άποψη της ενότητας, καθώς προκύπτει από τον παραπάνω ανυπέρβλητο ορισμό, δεν έχει ξεπεραστεί. Δεν μπορεί να γραφτεί κείμενο που να στοχεύει στη διάρκεια χωρίς να ανταποκρίνεται στις τρεις προϋποθέσεις της ενότητας: ενότητα του μύθου (ή αλλιώς της υπόθεσης), ενότητα χώρου και ενότητα χρόνου. Και όλα τα κείμενα που γράφτηκαν στον 20ό αιώνα κατά παράβαση του παραπάνω ορισμού αυτού θα έμεναν σε πειραματικό επίπεδο και δεν θα άντεχαν στον χρόνο.
Ο ορισμός, όπως και το σύνολο της «Ποιητικής», δεν αφορά μόνο την τραγωδία. Οπως είναι γενικά παραδεκτό, πρόκειται για το πρώτο κείμενο θεωρίας της λογοτεχνίας που μαζί με το μεταγενέστερο «Περί ύψους» του Λογγίνου συνιστούν τα θεμέλιά της.
Το σημαντικότερο έργο του Εριχ Αουερμπαχ «Μίμησις» έχει τις ρίζες του στον Αριστοτέλη.
Οι νεότεροι θεωρητικοί που χρησιμοποιούν κατά κόρον τον όρο «ποιητική» (λ.χ. ο Τοντορόφ έχει γράψει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Η ποιητική της πρόζας») στον Αριστοτέλη παραπέμπουν, ακόμη και εκείνοι που τον απορρίπτουν. Και είναι εντυπωσιακό ότι ενώ οι τελευταίοι θεωρούν σημαντικότερο τον Πλάτωνα, χρησιμοποιούν αριστοτελικούς όρους.
Αλλά το πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν οι θεωρίες των δύο μεγαλύτερων φιλοσόφων της αρχαιότητας είναι ένα τεράστιο ζήτημα. Ποιες, για παράδειγμα, είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές ανάμεσα στις υποστασιοποιημένες «ιδέες» του Πλάτωνα και τις «μορφές» του Αριστοτέλη; Ας σημειώσουμε εδώ ότι ο μαθητής (ο Αριστοτέλης) ξεκινά από τον δάσκαλό του (τον Πλάτωνα) για να κινηθεί στο πεδίο που έχει ο ίδιος δημιουργήσει. Και τούτο, μολονότι αυτονόητο, έχει μεγαλύτερη σημασία από τη μια φορά κι έναν καιρό διάσημη θεωρία περί «δια-φωράς» του Ντεριντά.
Η παραγωγική σκέψη
Τα διασημότερα έργα του Αριστοτέλη, μαζί με την «Ποιητική», είναι τα «Πολιτικά», τα «Ηθικά Νικομάχεια», τα «Φυσικά» (μαζί με το «Περί ουρανού») και βεβαίως η «Λογική», βασικό μάθημα επί αιώνες στα λύκεια της Δύσης (και στη χώρα μας).
Η επίδρασή του στον Καντ και στον Χέγκελ είναι εμφανέστατη. Δεδομένου ότι ο Μαρξ μετέφερε στο πεδίο του ιστορικού υλισμού τη χεγκελιανή διαλεκτική, θα λέγαμε ότι και ο ιδρυτής του διαλεκτικού υλισμού ήταν κατά μία έννοια αριστοτελικός, αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν την παρατήρηση του Μπέρτραντ Ράσελ ότι ο Μαρξ υπήρξε ο τελευταίος οικοδόμος ενός μεγάλου συστήματος στη φιλοσοφία.
Ο Αριστοτέλης επιχείρησε το επίσης αδιανόητο για έναν φιλόσοφο: να συνδυάσει τη φιλοσοφία με την επιχειρηματολογία του κοινού νου – και αυτό αποτελεί γνώρισμα μόνο των μεγάλων δασκάλων. Η ουσία και το παράδειγμα της διδασκαλίας δεν διατυπώθηκαν από κανέναν άλλον ως σήμερα με την ελλειπτικότητα και την ακρίβεια που διακρίνουμε στο αριστοτελικό έργο.
Η φιλοσοφία και η σκέψη του Αριστοτέλη είναι κατά κύριο λόγο παραγωγική (από το γενικό στο μερικό). Το αντίθετό της, η επαγωγική σκέψη, αναπτύχθηκε αργότερα στην Αλεξάνδρεια. Στις μέρες μας είναι και οι δύο απαραίτητες, ανάλογα με το αντικείμενο και τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσει ο καθένας τα επιχειρήματά του. Η διαφορά τού τότε με το τώρα είναι ωστόσο τεράστια. Η παιδεία για τον Αριστοτέλη ήταν μέσον ατομικής ολοκλήρωσης, σαν να λέμε αυτοσκοπός, και όχι μέσον επαγγελματικής ή κοινωνικής ανάδειξης όπως σήμερα.
Αριστοτέλης και Μέγας Αλέξανδρος
Στην «Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας» ο Μπέρτραντ Ράσελ θεωρεί «μηδαμινή» την επίδραση του Αριστοτέλη στον διασημότερο μαθητή του: τον Μ. Αλέξανδρο, για τον οποίο μάλιστα γράφει, παραθέτοντας τον Α. Γ. Μπεν, πως ήταν «υπερφίαλος, μέθυσος, σκληρός, εκδικητικός και άξεστα δεισιδαίμων» και πως συνδύαζε «τα ελαττώματα ενός ορεσίβιου σκωτσέζου οπλαρχηγού με την εξαλλοσύνη ενός ανατολίτη δεσπότη».
Εντάξει, οι πρωθύστεροι ψόγοι δεν είναι κάτι σπάνιο στην παγκόσμια σκέψη, ιδίως αν πρόκειται για την περιοχή των ιδεών. Ο Χέγκελ, όμως, κρίνοντας από τη σταδιοδρομία του Αλεξάνδρου, αποφαίνεται πως αποδεικνύει την πρακτική χρησιμότητα της φιλοσοφίας, θυμίζοντας έτσι και το πρακτικό (διδακτικό) περιεχόμενό της που αποτελούσε ακράδαντη πεποίθηση του Αριστοτέλη.
Πρωθύστερο είναι και το επιχείρημα ότι ενώ ο φιλόσοφος έλεγε πως ιδεώδης πολιτεία είναι εκείνη που δεν υπερβαίνει τους 100.000 κατοίκους, ο μαθητής του δημιούργησε την πρώτη τεράστια αυτοκρατορία στον κόσμο. Απόδειξη ότι πολλούς αιώνες αργότερα η ιδέα της πόλης-κράτους, έστω και υπό διαφορετικές συνθήκες, αποκτά νέα μορφή με τις πόλεις της ιταλικής Αναγέννησης. (Αλλωστε, αναγέννηση σημαίνει και αναγέννηση της ιδέας της πόλης.)
Αλλά γιατί η ιδέα της ενότητας του κόσμου, έστω και μέσω των πολεμικών επιχειρήσεων, δεν είναι μεταφορικά, ας πούμε, της κοσμοαντίληψης ότι εφόσον υπάρχει ενότητα σε όλα τα αισθητά και τα υπεραισθητά (που προκύπτει ευθέως από την αριστοτελική διδασκαλία) να μη δημιουργηθεί και ένα ενιαίο πολυεθνικό κράτος; Αν δεν συνέβαινε αυτό, το πολιτιστικό έργο του Αλεξάνδρου δεν θα μπορούσε να αιτιολογηθεί. Γιατί η πράξη, όταν έχει τέτοιους στόχους, προκύπτει πάντοτε από τη διδασκαλία.
Ολοκληρωμένη εκπαίδευση
Οι μεταμοντερνιστές ή, τέλος πάντων, εκείνοι τους οποίους χαρακτηρίζουμε έτσι, δηλαδή μια γενιά σχετικιστών η οποία αναδύθηκε εξαιτίας της πνευματικής κόπωσης που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό σήμερα την κουλτούρα και κατ’ εξοχήν την ακαδημαϊκή εκπαίδευση στη Δύση, απορρίπτουν τον Αριστοτέλη. Είναι λίγο-πολύ αναπόφευκτο ένας σχετικιστής να θεωρεί τον συστηματικό ως αντίπαλό του.
Η εξειδίκευση σήμερα έχει προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό που το αριστοτελικό παράδειγμα, αυτό της ολοκληρωμένης εκπαίδευσης, αποκτά ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα. Πριν από κάμποσα χρόνια ο Ρόμπερτ Γκρέιβς έγραφε πως «το να ξέρει κανείς μόνον ένα πράγμα σημαίνει πως διαθέτει το μυαλό ενός βαρβάρου». Θα μπορούσε να το έχει πει – άλλωστε το είπε με διαφορετικά λόγια εδώ κι εκεί – ο μεγάλος Σταγιρίτης.
Η μόρφωση και η καλλιέργεια τον καιρό του Αριστοτέλη ήταν έννοιες ταυτόσημες – όχι πλέον σήμερα, και τούτο συνιστά ένα από τα σοβαρά προβλήματα του σύγχρονου κόσμου. Μπορεί κάποιος να γνωρίζει ένα γνωστικό αντικείμενο σε πλάτος και σε βάθος, αλλά να μην είναι μορφωμένος άνθρωπος, δηλαδή ολοκληρωμένη προσωπικότητα.
Οι κοινωνίες των ημερών μας περισσότερο από το να παρέχουν τη γνώση ενδιαφέρονται να τη διαχειριστούν. Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες στο πεδίο της εξουσίας, δηλαδή της πολιτικής όπου μοιάζει να έχει χαθεί η αριστοτελική αρχή της αρετής, με άλλα λόγια η σχέση της ηθικής με την πολιτική.
Η ολοκληρωμένη εκπαίδευση είναι αίτημα που χρονολογείται ήδη από τη δεκαετία του 1950. Τη σημασία και την κρισιμότητά της τόνισε ο Αλντους Χάξλεϋ σε ένα από τα μαθήματά του με τίτλο «The Integrated Education» (Η ολοκληρωμένη εκπαίδευση) στο Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια το 1959.
Τα κείμενα αυτών των μαθημάτων συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο που εκδόθηκε με τίτλο «The Human Situation» (Η ανθρώπινη κατάσταση). Το βιβλίο δυστυχώς δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά. Τον πολυμαθή εκείνον συγγραφέα, ο οποίος στο μυθοπλαστικό και δοκιμιακό του έργο καλύπτει ένα τεράστιο πεδίο του επιστητού, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός, θα μπορούσαμε κατά τη γνώμη μου πολύ ευκολότερα να τον ονομάσουμε αριστοτελικό.
Η Ευρώπη εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να είναι και σήμερα αριστοτελική. Η ιδέα περί «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», λ.χ., για όσους τουλάχιστον δεν περιορίζονται στο να την αντιμετωπίζουν ως απλή διαδικασία τεχνικής φύσεως, είναι στον πυρήνα της αριστοτελική. Και ας την απειλούν τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια.
Δεν υπάρχει όραμα ενότητας που να μην προϋποθέτει τον Αριστοτέλη. Εκπαίδευση και αρετή – αυτό είναι το παράδειγμα του Σταγιρίτη, πέραν του φιλοσοφικού του έργου. Στην εκπαίδευση, άλλωστε, έλεγε πρόσφατα σχετικά ο πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, Αλαν Γκρίνσπαν, πρέπει να βασίσουν το μέλλον τους οι σημερινές κοινωνίες. Με μια διαφορά εν τούτοις. Ο Αριστοτέλης έβλεπε την εκπαίδευση απολύτως συνυφασμένη με την αρετή – και όχι με την κουλτούρα του χρήματος. Και η αρετή έχει δύο μορφές: είναι και πρακτική και θεωρητική. Μόνον η δεύτερη, όμως, οδηγεί στην ευδαιμονία.