Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία του Ελληνικού Έθνους και καλύπτει αποκλειστικά, διεξοδικά και επιστημονικά τεκμηριωμένα την ιστορία του Ελληνικού Στρατού.
Αποτελεί μια παρουσίαση στην οποία αναπτύσσονται κατά χρονολογική σειρά τα σπουδαιότερα γεγονότα του Ελληνικού Στρατού για την οργάνωση, λειτουργία και δραστηριότητα του στρατού από άποψη συγκρότησης, εκπαίδευσης, εξοπλισμού, στρατολογίας, διοικητικής μέριμνας, εθνικής και κοινωνικής προσφοράς και γενικά της συμμετοχής του στα ιστορικά γεγονότα και τις εξελίξεις που διαμόρφωσαν τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία...
Η παρουσίαση των γεγονότων γίνεται κατά χρονολογικές περιόδους όπως παρακάτω:
- Οι πρώτες προσπάθειες οργάνωσης τακτικού Στρατού (1821-1831)
- Ο Στρατός επί της βασιλείας του Όθωνα (1833-1863)
- Ο Ελληνικός Στρατός από το 1864 μέχρι τον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897
- Η αναδιοργάνωση του Στρατού μετά το 1897 και η μεγάλη εθνική εξόρμηση 1912-13
- Ο Ελληνικός Στρατός κατά την περίοδο 1913-1923
- Η περίοδος πριν και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1923-1945)
- Η περίοδος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1945-1955)
- Η ειρηνική περίοδος 1956-1997
Οι Πρώτες Προσπάθειες Οργάνωσης Τακτικού Στρατού (1821-1831)
Η ιδέα, αλλά και η ανάγκη, συγκροτήσεως Τακτικού Στρατού, δημιουργήθηκε αμέσως μετά την κήρυξη της Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821. Μέχρι τότε ο αγώνας διεξαγόταν από άτακτα σώματα, συγκροτημένα στην πλειονότητα τους από αφοσιωμένους στην ιδέα της ελευθερίας πατριώτες, που στερούνταν στρατιωτικής εκπαιδεύσεως και πειθαρχίας και δύσκολα μπορούσαν να συνεργαστούν για τον κοινό σκοπό.
Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος, που παρά τις αρχικές σημαντικές πολεμικές επιτυχίες τους, ώθησαν τις επαναστατικές αρχές και κυβερνήσεις προς τη βαθμιαία οργάνωση Τακτικού Στρατού. Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη βοήθεια προσέφεραν οι ελληνικής καταγωγής αξιωματικοί, που υπηρετούσαν σε διάφορους ευρωπαϊκούς στρατούς, καθώς και πολλοί ξένοι στρατιωτικοί, οι οποίοι ήρθαν εθελοντικά στην Ελλάδα, για να συμμετάσχουν στην απελευθέρωση της.
Συγκρότηση και Συμμετοχή στον Αγώνα των Πρώτων Μονάδων Τακτικού Στρατού
Το πρώτο ελληνικό τακτικό σώμα συγκροτήθηκε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, στις 3 Μαρτίου 1821, στο Ιάσιο της Μολδαβίας με την ονομασία «Ιερός Λόχος». Τον Ιούνιο του 1821 έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης με μια μικρή ομάδα ομογενών και φιλελλήνων και αμέσως άρχισε, κατά το πρότυπο του αδελφού του Αλεξάνδρου, να συγκροτεί στην Καλαμάτα ένα τακτικό σώμα, με σκοπό να συμμετάσχει στον Αγώνα.
Στις 9 Ιανουαρίου 1822 συνήλθε στην Επίδαυρο η Α' Εθνική Συνέλευση, η οποία δύο μήνες αργότερα εξέλεξε ως πρόεδρο της πρώτης Ελληνικής Κυβερνήσεως τον αγωνιστή της Επαναστάσεως και πολιτικό Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Ο Μαυροκορδάτος, θεωρώντας αναγκαία την οργάνωση Τακτικού Στρατού, πρότεινε στο Βουλευτικό Σχέδιο Νόμου «Περί Οργανώσεως του Στρατού». Το σχέδιο αυτό ψηφίστηκε την 1η Απριλίου 1822 και αποτέλεσε τη βάση όλης της μετέπειτα στρατιωτικής νομοθεσίας.
Ειδικότερα, με το νόμο αυτό θεσπιζόταν η σύσταση Τακτικού Στρατού, ο οποίος θα αποτελούνταν από βαρύ και ελαφρό πεζικό, βαρύ και ελαφρό ιππικό, πυροβολικό πολιορκίας και πεδινό, καθώς και ένα τμήμα μηχανικού. Συστήθηκαν δηλαδή τα πρώτα Όπλα στον υπό συγκρότηση Ελληνικό Στρατό, δηλαδή του Πεζικού, Ιππικού, Πυροβολικού και Μηχανικού.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, τον Απρίλιο του 1822 συγκροτήθηκε το πρώτο σύνταγμα Πεζικού με διοικητή τον Ιταλό Συνταγματάρχη Pietro Tarella (Ταρέλλα). Το Πυροβολικό συγκροτήθηκε από το τμήμα των δύο πυροβόλων του Συνταγματάρχη Βουτιέ. Καθώς όμως η Κυβέρνηση αδυνατούσε να διαθέσει τα απαραίτητα για τη συντήρηση του μέσα, το σύνταγμα διατηρήθηκε για λίγο καιρό συντηρούμενο από επιτόπιους πόρους και στη συνέχεια αυτοδιαλύθηκε. Οι άνδρες του, μετά από την εξέλιξη αυτή, εντάχθηκαν στα άτακτα σώματα.
Ανασύσταση και Αύξηση της Δύναμης του Τακτικού Στρατού
Σε όλη τη διάρκεια του έτους 1823. δεν έγινε δυνατή η ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, για καθαρά οικονομικούς λόγους. Μόνο τον Ιούλιο του 1824, με τη συνομολόγηση δανείου από την Αγγλία, ξεπεράστηκαν τα εμπόδια και η Κυβέρνηση προέβη στην ανασύσταση του Τακτικού Στρατού. Σταδιακά και με την κατάταξη εθελοντών σχηματίστηκε ένα τάγμα, περίπου 500 ανδρών, αποτελούμενο από τέσσερις λόχους Πεζικού, ένα λόχο Ευζώνων και έναν Επίλεκτων. Διοικητής του τοποθετήθηκε ο Δωδεκανήσιος Συνταγματάρχης Παναγιώτης Ρόδιος. Παράλληλα, συστήθηκε ένα τμήμα Πυροβολικού από περίπου 100 άνδρες, υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Βουτιέ, με κύρια αποστολή το χειρισμό των πυροβόλων του φρουρίου του Ναυπλίου.
Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας, διαπιστώνοντας από τις επιχειρήσεις κατά του Ιμπραήμ τα πλεονεκτήματα του Τακτικού Στρατού έναντι των άτακτων, αποφάσισε την περαιτέρω ενίσχυση του. Για το σκοπό αυτό, στις 10 Μαΐου 1825, κατήρτισε Νόμο «Περί Απογραφικής Στρατολογίας», σύμφωνα με τον οποίο θα γινόταν απογραφή και στη συνέχεια στρατολόγηση σε όλη την επικράτεια. Επίσης, διόρισε επικεφαλής των τακτικών στρατευμάτων το φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Charles Fabvier (Φαβιέρο).
Ο Φαβιέρος ανέλαβε τη διοίκηση του τάγματος από το Συνταγματάρχη Ρόδιο στις 30 Ιουλίου 1825. Με τους νέους στρατολογημένους, πολλούς 'Ελληνες του εξωτερικού που έσπευσαν να υπηρετήσουν την πατρίδα και πολλούς φιλέλληνες, η δύναμη του Τακτικού Στρατού αυξήθηκε και επέτρεψε τη συγκρότηση, δύο ταγμάτων δυνάμεως περίπου 400 ανδρών το καθένα με έδρα το Ναύπλιο. Στις μονάδες αυτές ενσωματώθηκε και μια μικρή δύναμη Ιππικού υπό το φιλέλληνα Γάλλο Επίλαρχο Regnault (Ρενιώ) και τμήμα Μουσικής, ενώ το τμήμα Πυροβολικού οργανώθηκε σε πυροβολαρχία των τεσσάρων πυροβόλων. Στα τάγματα ξαναδόθηκαν οι σημαίες των πρώτων ταγμάτων που είχαν απονεμηθεί το 1822.
Αναδιοργάνωση των Στρατιωτικών Δυνάμεων επί Ι. Καποδίστρια (1828-1831)
Η άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια στο Ναύπλιο, στις 6 Ιανουαρίου 1828, ως πρώτου Κυβερνήτη της χώρας, άνοιξε μια νέα περίοδο στην οργάνωση του Τακτικού Στρατού. Κατανόησε ότι για την επιτυχία του ήταν απαραίτητη η ύπαρξη ενός συμβουλευτικού οργάνου, και συγκρότησε στις 23 Ιανουαρίου 1828 «Πολεμικό Συμβούλιο», και ένα χρόνο μετά, το 1829, συγκροτήθηκε «Γραμματεία επί των Στρατιωτικών και Ναυτικών Υποθέσεων». Αμέσως μετά, ο Καποδίστριας επιδόθηκε στην αναδιοργάνωση των άτακτων στρατευμάτων.
Ήταν η δεύτερη σοβαρή προσπάθεια οργανώσεως των άτακτων σωμάτων από την έναρξη του Αγώνα. Η πρώτη είχε γίνει από την Α' Εθνική Συνέλευση, στις 9 Ιανουαρίου 1822. Οι νέοι σχηματισμοί συγκεντρώθηκαν στα Μέγαρα και την Ελευσίνα, όπου στις 16 και 26 Απριλίου αντίστοιχα, έδωσαν τον καθιερωμένο όρκο και παραδόθηκαν οι σημαίες από τον Κυβερνήτη. Οι δυνάμεις αυτές, με τη νέα οργάνωση και σύνθεση συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Στερεάς Ελλάδας και η προσφορά τους ήταν σημαντική.
Μετά τη μάχη στην Πέτρα Βοιωτίας, ο Καποδίστριας, δημιούργησε σταδιακά δεκατρία ελαφρά τάγματα Πεζικού, ενώ στις 17 Αυγούστου 1828 συγκροτήθηκε το πρώτο εθελοντικό τάγμα Πυροβολικού και λίγο αργότερα, στις 28 Ιουλίου 1829, συστήθηκε για πρώτη φορά, τμήμα Μηχανικού με την ονομασία «Σώμα Αξιωματικών Οχυρωματοποιίας και Αρχιτεκτονικής». Στις 22 Ιουλίου 1829 τοποθετήθηκε διοικητής του Τακτικού Στρατού ο Γάλλος Συνταγματάρχης Trezel (Τρεζέλ), ο οποίος προέβη στην ανασυγκρότηση του, με νέα οργάνωση, σύνθεση και διάταξη.
Οπλισμός - Οπλοστάσιο
Τα άτακτα σώματα των οπλαρχηγών του Αγώνα δεν είχαν ενιαίο οπλισμό. Καθένας από τους άνδρες χρησιμοποιούσε τα δικά του όπλα. Σταδιακά, ο Τακτικός Στρατός άρχισε να εξοπλίζετε με λογχοφόρα τυφέκια ενώ από το Σεπτέμβριο του 1825 άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο εργοστάσιο επισκευής και μετασκευής παλιών τυφεκίων και πυροβόλων, καθώς και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού, το «Οπ/οοτάσ/ον» Ναυπλίου υπό τη διεύθυνση του Γάλλου Συνταγματάρχη Amaud (Αρνώ) και αργότερα υπό τον Υπολοχαγό Bourcher (Μπουρσέ).
Εκπαίδευση
Η προσπάθεια στρατιωτικής εκπαιδεύσεως του υπό σύσταση Τακτικού Στρατού άρχισε από το Δημήτριο Υψηλάντη με τη συγκρότηση του πρώτου ημιτάγματος στην Καλαμάτα το 1821. Ως εκπαιδευτές χρησιμοποιήθηκαν Γάλλοι αξιωματικοί. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν απέδωσε πολλά, καθώς το ημίταγμα διαλύθηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και αφού είχε λάβει μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Λίγο αργότερα εφαρμόστηκε ο Γαλλικός Κανονισμός στην εκπαίδευση του πρώτου συντάγματος του Τακτικού Στρατού, που είχε οργανωθεί με απόφαση της Α' Εθνοσυνελεύσεως.
Σημαντικότερη όμως και μεγαλύτερης διάρκειας ήταν η εκπαίδευση του τακτικού σώματος του Φαβιέρου από φιλέλληνες αξιωματικούς -κατά τα Γαλλικά και πάλι πρότυπα- με την καθοδήγηση του Γάλλου Λοχαγού Mayies ( Μαγιέ). Με τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα και την ανασυγκρότηση του Τακτικού Στρατού, ο πρώτος Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας φρόντισε να διατεθούν Γάλλοι αξιωματικοί και υπαξιωματικοί της Στρατιάς του Maison (Μαιζόν) ως προγυμναστές. Από τον Ιούλιο του 1828, με διαταγή του Κυβερνήτη, άρχισε να λειτουργεί στο Ναύπλιο ο «Λόχος Ευελπίδων», έχοντας ως αποστολή την παροχή της αναγκαίας στρατιωτικής αγωγής και επαγγελματικής καταρτίσεως στα μελλοντικά στελέχη του στρατού.
Λόγω όμως της ακαταλληλότητας του πρώτου Διοικητή, του Κορσικανού πρώην Υπολοχαγού Επιμελητείας του Αγγλικού Στρατού Romylo de Santelli (Σαντέλλι), αποφασίστηκε η διάλυση του Λόχου Ευελπίδων και η ανασυγκρότηση του σε νέες βάσεις υπό τη διεύθυνση του ικανότατου πράγματι Λοχαγού Πυροβολικού Πωζιέ, με το όνομα πλέον «Κεντρικόν Πολεμικόν Σχολείον». Παράλληλα, ο Καποδίστριας, εξέδωσε τον Οκτώβριο του 1829 διάταγμα για το σχηματισμό ενός σώματος «Ακολούθων» και έτσι, από τα πρώτα ακόμη βήματα του νεοσύστατου Κράτους, εγκαινιάστηκε το σύστημα της διπλής προελεύσεως των στελεχών, που τόσο αναπτύχθηκε στη συνέχεια, ιδιαίτερα σε εμπόλεμες περιόδους.
Στρατολογία
Τα σώματα των οπλαρχηγών του 1821 στηρίζονταν στην εθελοντική κατάταξη των μαχητών. Όμως, ο Τακτικός Στρατός για να διατηρεί σταθερή την απαιτούμενη δύναμη του, έπρεπε να προβεί σε κανονική στρατολογία. Μετά από αυτό, η Προσωρινή Κυβέρνηση κατήρτισε νόμο το Σεπτέμβριο του 1825, που καθόριζε απογραφή και στρατολογία σε όλη την επικράτεια, με αναλογία ενός στρατιώτη ανά εκατό κατοίκους. Οι στρατεύσιμοι κληρώνονταν από αυτούς που ήταν ηλικίας 18-30 ετών, με εξαίρεση τους σωματικά ανίκανους και τους μοναχογιούς. Επιτρεπόταν μάλιστα η αντικατάσταση κάθε κληρωτού με όποιον άλλο δεχόταν να στρατευθεί στη θέση του. Η θητεία ορίστηκε τριετής. Ανά έτος το ένα τρίτο των οπλιτών απαλλασσόταν με κλήρο και έπαιρνε τη θέση τους ίσος αριθμός νέων οπλιτών, ώστε στα τρία χρόνια να ανανεώνεται εντελώς το στράτευμα.
Σύμφωνα με το νόμο αυτόν, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας υπολογιζόταν τότε περίπου σε 700.000 κατοίκους, έπρεπε να στρατολογηθούν 7.000 άνδρες. Επειδή όμως μεγάλο μέρος της χώρας το κατείχαν ή το λεηλατούσαν οι Τούρκοι και επειδή πολλοί νέοι είχαν ήδη ενταχθεί στα άτακτα σώματα ή το ναυτικό, η στρατολογία δεν απέδωσε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Το μεγαλύτερο αριθμό των στρατευσίμων έδωσαν τα ελεύθερα ελληνικά νησιά που δεν είχαν υποστεί σοβαρές καταστροφές από τους Τούρκους.
Στολή - Σημαία
Στολή
Τον Απρίλιο του 1822 καθορίστηκε με νόμο, κάθε αξιωματικός και οπλίτης να δικαιούται μία στολή δωρεάν. Οι στολές ορίστηκε να είναι όμοιες με αυτές των ευρωπαϊκών στρατών. Ωστόσο, όταν ανασυντάχθηκε το πρώτο τακτικό τάγμα, υπό το Συνταγματάρχη Ρόδιο, τον Ιούλιο του 1824, διατηρήθηκε η ελληνική ενδυμασία από σαγιάκι (κάπα), άσπρη φουστανέλα και φέσι. Αργότερα, μόνο ο Φαβιέρος, μοίρασε στο τακτικό σώμα 5.000 στολές που εισήγαγε από την Αγγλία. Μετά την εκστρατεία της Χίου, το 1828, καθώς το τακτικό σώμα επέστρεψε σε άθλια σχεδόν κατάσταση, ο νέος Διοικητής του Έυδεκ, μερίμνησε πάλι για την ενδυμασία του. Νέες στολές όμοιες με τις γαλλικές, κατασκευάστηκαν στο Ναύπλιο, ενώ την ίδια εποχή ρυθμίστηκαν και οι στολές «μικρή» και «μεγάλη» των μαθητών του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.
Ένα χρόνο αργότερα, η στολή του Τακτικού Στρατού εξομοιώθηκε με διάταγμα με τη γαλλική και μόνο οι άνδρες των ελαφρών ταγμάτων εξακολουθούσαν να φορούν την παραδοσιακή ελληνική ενδυμασία.
Σημαία
Τον τύπο της επίσημης Ελληνικής Σημαίας καθιέρωσε για πρώτη φορά το «Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος» την 1η Ιανουαρίου 1822, το οποίο όρισε το κυανό και το λευκό ως χρώματα της σημαίας και ανέθεσε στο «Εκτελεστικό Σώμα» (Κυβέρνηση) να προσδιορίσει το σχήμα της. Μετά από αυτό, στις 15 Μαρτίου 1822, καθορίστηκε με διάταγμα το σχήμα της σημαίας ως εξής:
- Των Δυνάμεων Ξηράς : Σχήματος τετραγώνου, χρώματος κυανού με λευκό σταυρό στο μέσο που τη διέσχιζε από το ένα άκρο έως το άλλο και τη χώριζε σε τέσσερα ίσα μέρη.
- Της Θάλασσας : Αυτή ήταν δύο τύπων. Μία για τα πολεμικά πλοία και μία για τα εμπορικά.
Τη σημαία των πολεμικών πλοίων αποτελούσαν εννέα εναλλασσόμενες ισοπλατείς οριζόντιες ταινίες (πέντε κυανές και τέσσερις λευκές) και είχε στο επάνω εσωτερικό μέρος κυανό τετράγωνο μέσα στο οποίο υπήρχε λευκός σταυρός. Αντίθετα, η σημαία των εμπορικών πλοίων ήταν χρώματος κυανού με λευκό τετράγωνο και κυανό σταυρό στο επάνω εσωτερικό μέρος. Από το 1828 καθιερώθηκε ενιαία σημαία για τη θάλασσα αυτή των πολεμικών πλοίων.
Μέριμνα για το Προσωπικό
Από τις πρώτες ακόμη ημέρες του Αγώνα έγινε αισθητή η ανάγκη ιατρών κα νοσοκομείων. Για το σκοπό αυτό αποφασίστηκε, τον Ιανουάριο του 1822, η τοποθέτηση σε κάθε χιλιαρχία άτακτων, ενός γιατρού παθολόγου και ενός χειρουργού, ενώ η πρώτη προσπάθεια ιδρύσεως στρατιωτικού νοσοκομείου έγινε, αμέσως με την κήρυξη της Επαναστάσεως, στο στρατόπεδο των Πατρών.
Την αποφασιστικότερη κίνηση, στον τομέα της υγειονομικής περιθάλψεως, έκανε ο Λόρδος Byron (Βύρων), ο οποίος όταν ήρθε στην Ελλάδα τις πρώτες ημέρες του 1824 φρόντισε να φέρει μαζί του μεγάλη ποσότητα φαρμάκων και χειρουργικών εργαλείων. Επίσης, βοήθησε να ιδρυθούν στρατιωτικά νοσοκομεία στο Μεσολόγγι και την Αθήνα. Το 1825, προβλέφθηκε με νόμο η ίδρυση τεσσάρων νοσοκομείων, καθώς και ο διορισμός, δίπλα στους αρχηγούς των Όπλων, ενός αρχίατρου και ενός χειρουργού, μαζί με ένα βοηθό του καθενός για 500 οπλίτες. Προβλέφθηκαν επίσης δύο τραυματιοφορείς ανά χίλιους οπλίτες και το απαραίτητο υγειονομικό υλικό.
Στην εποχή του Καποδίστρια εξάλλου, τέθηκαν και οι πρώτες βάσεις κοινωνικής μέριμνας για το στρατιωτικό προσωπικό και τις οικογένειες του. Ειδικότερα, το Φεβρουάριο του 1828, καθορίστηκαν οι συντάξεις όσων αποχωρούσαν λόγω τραυμάτων, αρρώστιας ή γήρατος, καθώς και η απονομή συντάξεων στις οικογένειες όσων σκοτώνονταν ή πέθαιναν «εν υπηρεσία».
Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε η χορήγηση μηνιαίου σιτηρέσιου ή ένταξη στο «Σώμα Απομάχων» αυτών που είχαν καταστεί ανίκανοι κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Οι απόμαχοι, που αποχωρούσαν από τις τάξεις του στρατεύματος, έπαιρναν σύνταξη ίση με το μισό των αποδοχών τους. Ολόκληρο το μισθό τους έπαιρναν, ως σύνταξη, μόνο αυτοί που συμπλήρωναν τεσσαρακονταετία. Επίσης, συστήθηκε ειδικά για την περίθαλψη τους το «Ίδρυμα Απομάχων».
Ο Τακτικός Στρατός κατά το 1825
Η δύναμις του Τακτικού Στρατού κατά το έτος 1825 ήτο 4.000 άνδρες, η δε σύνθεσή του η ακόλουθη:
Διοικητής
Συνταγματάρχης Κάρολος Φαβιέρος, Γάλλος παραλαβών την Δ/σιν την 30ην Ιουλίου 1825 παρά του Συνταγματάρχου Ροδίου.
ΠΕΖΙΚΟΝ
Α’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Β’ Τάγμα (Ναυπλίου) – 6 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Γ’ Τάγμα (Αθηνών) – 8 Λόχων (120-140 ανδρών έκαστος)
Δ’ Ημίταγμα – 4 Λόχοι (120-140 ανδρών έκαστος)
Τμήμα Ελαφρού Πεζικού Ανιχνευτών Σταυροφόρων Δυνάμεως 250 ανδρών
ΙΠΠΙΚΟΝ
Διοικητής Tαγματάρχης Ρεννώ, Γάλλος
‘Υλη Λογχιστών
‘Υλη Καραμπινοφόρων
‘Υλη Ανίππων
ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΝ
Διοικητής Λογαγός Εμμανουήλ Καλλέργης
Πυροβολαρχία 200 ανδρών μετά τεσσάρων (4) ορεινών πυροβόλων
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟΝ
Από του Σεπτεμβρίου 1825 ήρξατο λειτουργούν εν Ναυπλίω εργοστάσιον επισκευής παλαιών τυφεκίων και πυροβόλων, ως και κατασκευής πυρομαχικών και βλημάτων πυροβολικού, υπό την διεύθυνσιν του Γάλλου Συνταγματάρχου Αρνώ, αφιχθέντος εκ Γαλλίας με Επιτελείον πυροτεχνουργών και αναγκαιούντων μηχανημάτων.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
Διοικητής/Διευθυντής Λογαγός Μαγιές, Γάλλος
Η Σχολή Αξιωματικών Τακτικού Σώματος ελειτούργησε από τον Οκτώβριο 1825. Πρόκειται για την πρώτη Στρατιωτική Σχολή της Νεωτέρας Ελλάδος.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
Διά θεσπίσματος του Βουλευτικού της 11ης Οκτωβρίου 1825 απεφασίσθη η σύστασις των αναγκαίων Νοσοκομείων διά την περίθαλψιν των ασθενών και τραυματιών.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Άμα τη συγκροτήσει του, το Τακτικόν Σώμα μετέβη εις Αθήνας την 1ην Οκτωβρίου 1825 γενόμενο ενθουσιωδώς δεκτόν. Τον Μάρτιο του 1826, ο Φαβιέρος, άνευ διαταγών και με δική του πρωτοβουλία, ωδήγησε το Τακτικόν εις Κάρυστον, όπου ηττήθη από τον Ομέρ Πασά τον Καρυστινό. Ανεσυγκροτήθη εκ ν έου εις Αθήνας και έλαβε νέες στολές. Αυτές ήταν:
Αμπέχωνο γαλάζιο στολισμένο στα στήθη με αργυρόπλεκα γαϊτάνια παντελόνι φαιό κράνος αγγλικό μαύρο, απαστράπτων, με λοφίο από μαύρα και άπρα πτερά. Σπαθιά αξιωματικών με χρυσή λαβή όπλα στρατιωτών με ξιφολόγχη δερμάτινος γυλιός.
Παρά την λαμπρή εμφάνιση, το Σώμα εστερείτο ηθικού και δεν εσημείωσε αξιόλογη δράση με εξαίρεση την είσοδό του στην πολιορκουμένη υπό του Κιουταχή Ακρόπολη των Αθηνών την 30η Νοεμβρίου 1826.
Η ενίσχυσις των πολιορκουμένων με άνδρες και εφόδια παρέτεινε την πολιορκία έως τις 27 Μαϊου 1827 οπότε υπήρξε συνθηκολόγησις υπέρ των Τούρκων.
Τα λείψανα του Τακτικού ανεσυγκροτήθησαν εις Πόρον και ανεχώρησαν δια την τελευταία εκστρατεία στην Χίο τον Οκτώβριο του 1827.
Η Ελληνική κυβέρνησις, μη δυναμένη να συντηρήση το Τακτικόν, ενέκρινε την εκστρατεία της Χίου διότι τα έξοδα τα ανέλαβαν οι Χιώτες της διασποράς. ‘Ετσι, η τελευταία δύναμις στρατού εξέφυγε από τα χέρια της Κυβερνήσεως η οποία, ανίκανη να επιβληθή στην εσωτερική αναρχία, κατέφυγε εις Αίγινα εν αναμονή του Καποδίστρια.
Δολοφονία του Καποδίστρια και Αποσύνθεση του Τακτικού Στρατού
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, από πολιτικούς του αντιπάλους, με συνέπεια να επικρατήσει πλήρης πολιτική και κοινωνική αναρχία στο εσωτερικό της χώρας, με άμεση επίδραση και στο στρατό. Τα ελαφρά τάγματα γρήγορα διαλύθηκαν, σχηματίζοντας και πάλι ένοπλες ομάδες με αρχηγούς τους παλιούς οπλαρχηγούς των άτακτων σωμάτων.
Ο Τακτικός Στρατός, που σε όλο σχεδόν το διάστημα μέχρι το θάνατο του Κυβερνήτη είχε μείνει αμέτοχος σε κάθε πολιτική διαμάχη, υπέστη και αυτός τις αρνητικές συνέπειες των τελευταίων θλιβερών γεγονότων. Ο Στρατηγός Ζεράρ, μαζί με τους περισσότερους Γάλλους αξιωματικούς, αποχώρησαν από το στράτευμα. Επιπλέον, λόγω ελλείψεως των αναγκαίων οικονομικών πόρων για τη συντήρηση του Τακτικού Στρατού, σημειώθηκε μεγάλη διαρροή των ανδρών του προς τους άτακτους.
Η Κυβερνητική Επιτροπή που διαδέχθηκε τον Καποδίστρια, διόρισε Διοικητή του Στρατού τον παλιό φιλέλληνα Γάλλο Συνταγματάρχη Graillard (Γκρεγιάρ), με βοηθό τον Υπολοχαγό Πυροβολικού Σκαρλάτο Σούτσο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της νέας διοικήσεως, η δύναμη του Τακτικού Στρατού μειώθηκε στο ελάχιστο και η όλη οργανωτική προσπάθεια των τελευταίων ετών κινδύνευε να καταστραφεί. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα της εκπαιδεύσεως. Ο Πωζιέ παραιτήθηκε από τη διοίκηση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Βαυαρός Συνταγματάρχης Reineck (Ράινεκ), ο οποίος με μεγάλη δυσκολία κατάφερε να το διατηρήσει σε λειτουργία. Η αποχώρηση εξάλλου των Γάλλων προγυμναοτών και η μη αναπλήρωση τους από άλλο προσωπικό είχε ως συνέπεια τη διακοπή της εκπαιδεύσεως και τη χαλάρωση της πειθαρχίας.
Ωστόσο, τα θεμέλια που με τόσο μόχθο είχαν τεθεί επί Καποδίστρια στη στρατιωτική οργάνωση και εκπαίδευση, έμειναν ακλόνητα και αποτέλεσαν τη βάση των παραπέρα προσπαθειών για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας.
Ιστορικά Πρόσωπα
Καποδίστριας Ιωάννης (1776-1831)
Έξοχος διπλωμάτης, πολιτικός και πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα από γονείς ευγενείς. Ο πατέρας του Αντώνιος Καποδίστριας, που ήταν δικηγόρος και πολιτικός, αλλά και η μητέρα του Διαμαντίνα το γένος Γονέμη κατάγονταν από ευγενείς οικογένειες και ήταν γραμμένοι στη Χρυσή Βίβλο, το περίφημο Libro d’ Oro. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Κέρκυρα, σπούδασε ιατρική στο περιώνυμο τότε πανεπιστήμιο της Πάντοβας. Εκεί είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει και μαθήματα νομικής και φιλοσοφίας. Στην Ιταλία ήταν τότε πολύ διαδεδομένες οι επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής επανάστασης. Ο Καποδίστριας, όντας από τη φύση του φιλελεύθερος, δέχτηκε τα μηνύματα αυτά και έθεσε αργότερα τον εαυτό του στην υπηρεσία του λαού, προσφέροντας τις υπηρεσίες του ως επιστήμονας, αφιλοκερδώς πολλές φορές, και ως πολιτικός.
Επανήλθε στην πατρίδα του την Κέρκυρα το 1797 σε ηλικία 21 ετών και δεν άργησε να διακριθεί. Ίδρυσε την «Εταιρία των Φiλων», έναν φιλολογικό σύλλογο με έντονη πνευματική και πολιτιστική δράση, και τον «Εθνικό Ιατρικό Σύλλογο», τον πρώτο μέχρι τότε στα ελληνικά χρονικά. Διορίστηκε διευθυντής στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Κέρκυρας, που ιδρύθηκε μετά τη Ρωσοτουρκική παρέμβαση στα Επτάνησα (1800).
Από το 1801 ήδη άρχισε να έχει ανάμειξη στην πολιτική. Διετέλεσε Γραμματέας της Ιονίου Πολιτείας και ως υπεύθυνος της εκπαίδευσης (έφορος) ίδρυσε 40 σχολεία και φρόντισε για την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας της Ιονίου πολιτείας. Το 1807 η Γερουσία του ανέθεσε την οχύρωση και άμυνα της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας), την οποία απειλούσε ο Αλή Πασάς. Και τότε απέδειξε πως δεν ήταν μόνο έξοχος διπλωμάτης και πολιτικός, αλλά ότι διέθετε και σπάνια οργανωτικά και στρατιωτικά προσόντα.
Δεν άργησε, όμως, να εγκαταλείψει την αγαπημένη του Κέρκυρα, που τόσο νοσταλγούσε στη συνέχεια, και να πάει στην Αγία Πετρούπολη (1809) προσκεκλημένος του Τσάρου. Εκεί γνώρισε και τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, που διετέλεσε κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συζύγου του τσάρου Αλεξάνδρου του Α´, είναι «η μόνη γυναίκα που αγάπησε» ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄ του ανέθεσε διάφορες εμπιστευτικές αποστολές και το 1815 τον διόρισε υπουργό των Εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας.
Η πολιτική του καριέρα στη Ρωσία συμπίπτει με σημαντικά γεγονότα στην Ευρώπη, καθοριστικά πολλές φορές για την τύχη των λαών. Η συμβολή του Καποδίστρια στη διαμόρφωση του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης(1814-1822) υπήρξε μεγάλη. Ιδίως η αναγνώριση της Ελβετίας από τις μεγάλες δυνάμεις ήταν δική του επιτυχία. Γι’ αυτό και τιμήθηκε ως επίτιμος πολίτης στη Γενεύη, στη Λοζάνη και στο Καντόνι του Πο σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις υπηρεσίες του προς την Ελβετία.
Η σύγκρουσή του όμως με τον Καγκελάριο της Αυστρίας Μέτερνιχ, ο οποίος ήταν η ψυχή της Ιερής Συμμαχίας, δεν άργησε να φανεί. Η πάλη των δύο ανδρών σε διπλωματικό επίπεδο ήταν σφοδρή. Ο Καποδίστριας εξωθούσε τον Τσάρο σε πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και στην επίλυση του Ανατολικού ζητήματος με τα όπλα. Έτσι, θα ελευθερωνόταν και η Ελλάδα. Ο Μέτερνιχ πάλι τον ανάγκαζε να μένει πιστός στις αποφάσεις της Βιέννης (1815) και στις αρχές της «Ιερής Συμμαχίας» για τη διατήρηση της «νομιμότητας» στην Ευρώπη με τη δίωξη των φιλελεύθερων ιδεών και την κατάπνιξη κάθε απελευθερωτικού κινήματος.
Ο Καποδίστριας, εκτιμώντας ότι το πολιτικό κλίμα της Ευρώπης ήταν αρνητικό για την Ελληνική υπόθεση, αρνήθηκε να δεχτεί την πρόταση των φιλικών να ηγηθεί της επανάστασης. Με το ξέσπασμα της επανάστασης, διαφοροποιήθηκε πολύ από την επίσημη πολιτική της Ρωσίας και γι’ αυτό απομακρύνθηκε με εύσχημο τρόπο· πήρε άδεια επ’ αόριστον τον Αύγουστο 1822, εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και από εκεί δεν έπαψε να εργάζεται για την ελληνική υπόθεση με το πλήθος των γνωριμιών του και το μεγάλο κύρος που διέθετε.
Τα χρόνια πέρασαν και οι αγώνες των Ελλήνων απέδωσαν καρπούς. Κατά την Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ύστερα από πρόταση του Κολοκοτρώνη, ο Καποδίστριας εκλέγεται να κυβερνήσει τη μικρή τότε ελεύθερη Ελλάδα για επτά χρόνια. Στις 7 Ιανουαρίου 1828 ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας έφτασε στο Ναύπλιο και κατόπιν πήγε στην Αίγινα, που θα ήταν προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους. Ο Ιωάννης Καποδίστριας κλήθηκε να συστήσει κράτος από το μηδέν.
Τα σύνορα δεν είχαν καθοριστεί. Ο πόλεμος δεν είχε λήξει. Η χώρα μας ήταν ήδη χρεωμένη στους Άγγλους από τα δάνεια, που είχαν δαπανηθεί στις ανάγκες του πολέμου αλλά και στον εμφύλιο. Η εικόνα που παρουσίασαν οι τότε υπουργοί στον κυβερνήτη ήταν φρικτή. Δεν υπήρχαν ούτε δικαστήρια ούτε δικαστές. Δεν υπήρχε ούτε στρατός, ούτε πολεμοφόδια.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας άρχισε αμέσως το τεράστιο έργο που τον περίμενε. Αναδιοργάνωσε το στρατό και το στόλο και ανακατέλαβε τη Δυτική και Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Με τη συνθήκη που θα υπογραφόταν θα ευνοούνταν οι περιοχές που είχαν πολεμήσει με επιτυχία. Επίσης, έφτασαν Γαλλικά στρατεύματα υπό τον Μαιζόν για την απομάκρυνση των Τουρκοαιγυπτίων του Ιμπραήμ από το Μοριά. Σε διπλωματικό επίπεδο έδωσε σκληρές μάχες, για να κερδίσει ό,τι καλύτερο για την πατρίδα. Αναδιοργάνωσε την επαρχιακή διοίκηση και έθεσε τις βάσεις της οικονομίας. Νοιάστηκε για τη γεωργία, που την εμπλούτισε με νέες καλλιέργειες (πατάτας), για την κτηνοτροφία, το εμπόριο, τη ναυτιλία.
Έκοψε το πρώτο νόμισμα, τον ασημένιο φοίνικα, εκπόνησε το πρώτο δασμολογικό και φορολογικό σύστημα. Έθεσε τις βάσεις της εκπαίδευσης με πολλά σχολεία αλληλοδιδακτικά, στα οποία οι πιο προχωρημένοι μαθητές δίδασκαν τους υπόλοιπους υπό την εποπτεία του δασκάλου, και άλλα χειροτεχνίας, δηλαδή πρακτικής κατεύθυνσης. Στην Αίγινα ιδιαίτερα, ίδρυσε ορφανοτροφείο με διευθύντρια τη Μαντώ Μαυρογένους, όπου βρήκαν περίθαλψη και προστασία 600 ορφανά, καθώς επίσης και το Κεντρικό Σχολείο, οι απόφοιτοι του οποίου προορίζονταν για ανώτερες σπουδές.
Επίσης, ίδρυσε το Πρότυπο Αγροκήπιο και τη Γεωργική σχολή Τίρυνθας. Στον τομέα της δικαιοσύνης έθεσε τις βάσεις απονομής δικαίου με τη δημοσίευση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και πολλών νόμων, με την ίδρυση πρωτοδικείων στις έδρες των νομών, ειρηνοδικείων στις κωμοπόλεις, καθώς και εφετείων. Το έργο που επιτελέστηκε στα τριάμισι χρόνια διακυβέρνησής του μέχρι τη δολοφονία του ήταν τεράστιο και πρωτοφανές.
Η αντίδραση κατά του κυβερνήτη ήταν από την αρχή σχεδόν έντονη και συνεχώς αυξανόμενη. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει κεντρική εξουσία και να θέσει τις βάσεις για την οικονομία, βρήκε αντιμέτωπους τους άρχοντες, που αντιπροσώπευαν την παλιά αριστοκρατία. Οι πρόκριτοι φοβούνταν ότι θα έχαναν τα παλιά τους προνόμια και την εξουσία τους και γι’ αυτό δεν εννοούσαν να υπακούουν στα κελεύσματα του νεοσύστατου κράτους. Δεν εννοούσαν π.χ. ότι έπρεπε να πληρώνουν φόρους. Και όχι μόνο τούτο, αλλά ζητούσαν υπέρογκα ποσά ως πολεμική αποζημίωση για όσα είχαν χαλάσει κατά τη διάρκεια του αγώνα.
Οι Κουντουριώτηδες από την Ύδρα ζητούσαν τόσο πολλά για τα καράβια τους που είχαν καταστραφεί, για τους μισθούς των πλοιάρχων και πληρωμάτων και για άλλα ακόμη, που ο Αγώνας γι’ αυτούς θα ήταν κερδοσκοπική επιχείρηση, αν η κυβέρνηση είχε να τους αποζημιώσει. Το ίδιο κάνανε κι οι Σπέτσες και τα Ψαρά. Κι εκείνος που υποδαύλιζε την αντικαποδιστριακή τακτική ήταν ο Αλέξ. Μαυροκορδάτος, ο πρώτος και μεγαλύτερος πολιτικάντης της νεότερης ιστορίας μας, ο οποίος έβλεπε να του γλιστρούν μέσα από τα χέρια τα τρανά αξιώματα. Το νησί της Ύδρας ήταν το μεγαλύτερο αντικαποδιστριακό κέντρο, όπου προσέφευγαν οι δυσαρεστημένοι και συνωμότες. Άλλο κέντρο ήταν η Μάνη των Μαυρομιχάληδων.
Η δολοφονία του Καποδίστρια στις 27-9-1831 από τον Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αδερφό και γιο αντίστοιχα του Πετρόμπεη, έχει υπερτονιστεί από τους ιστορικούς. Την εγκληματική ενέργεια όμως δεν πρέπει να ερμηνεύουμε με βάση τα προσωπικά πάθη των δραστών. Ίσως να μην το αποτολμούσαν, εάν η ατμόσφαιρα δεν ήταν τεταμένη και αν δεν υπήρχε τόσο το πλήθος ανθρώπων, που φανερά επιθυμούσαν το θάνατο του κυβερνήτη. Είχαν φτάσει στο σημείο να μαζεύουν χρήματα για το σκοπό αυτό κρυφά.
Και ως ηθικούς αυτουργούς δεν πρέπει να θεωρούμε μόνο τη φάρα των Μαυρομιχαλαίων, τους Κουντουριώτηδες, τον Μαυροκορδάτο και άλλους, καθώς επίσης και την υδραίικη εφημερίδα «Απόλλων», η οποία πανηγύριζε για τον θάνατο του κυβερνήτη κι ύστερα έπαψε να εκδίδεται, επειδή είχε εκπληρώση τον προορισμό της· ηθικοί αυτουργοί ήταν και οι ξένοι και ιδίως οι Άγγλοι, οι οποίοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Καποδίστρια όχι τον Έλληνα κυβερνήτη αλλά τον Ρώσο πράκτορα. Στη συνέχεια όλοι κατάλαβαν το μέγα σφάλμα, αλλά ήταν πια αργά.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ακέραιος χαρακτήρας, έντιμος και θερμός πατριώτης και ανιδιοτελής. Αρνήθηκε σύνταξη από τη Ρωσία, για να μη θεωρηθεί μισθοδοτούμενος από τους ξένους. Αρνιόταν τον μισθό του. Δυο φορές θέλησαν να του κόψουν κάποια χορηγία, για να έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται ως αρχηγός κράτους προς τους ξένους, τη μια το «Πανελλήνιο» (η Κυβέρνηση), την άλλη η Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους (1829). Και τις δυο φορές αρνήθηκε. Ξόδεψε όλη του την περιουσία για τις ανάγκες της πατρίδας. Πούλησε ακόμα και τις πολύτιμες πέτρες από τα παράσημά του. Και ήταν πολύ λιτοδίαιτος, όσο έβλεπε τη χώρα βουτηγμένη στα ερείπια και σε φρικτή ανέχεια.
Ο λαός τον αγαπούσε υπερβολικά και θρήνησε πολύ για το χαμό του.
Κάρολος Φαβιέρος (1782 - 1855)
Ο Κάρολος Φαβιέρος (Charles Nicolas Fabvier) (1783-1855) ήταν Γάλλος φιλέλληνας στρατηγός και διοικητής του τακτικού στρατού της Ελλάδας κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και συμμετείχε στους Ναπολεόντειους Πολέμους. Σε ηλικία 30 ετών ήταν συνταγματάρχης, και είχε τιμηθεί με τον Ταξιάρχη της Λεγεώνας της Τιμής και είχε πάρει τον τίτλο του βαρόνου. Το 1809 στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το 1810 στην Περσία για να οργανώσει τον περσικό στρατό. Μετά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, αποτάχθηκε, όπως και οι περισσότεροι αξιωματικοί του Ναπολέοντα και κατέφυγε στην Αγγλία. Το 1823 κατέβηκε στην Ελλάδα για να βοηθήσει την επανάσταση με το ψευδώνυμο De Borel. Επέστρεψε στην Αγγλία όπου συγκέντρωσε εθελοντές και το 1825 γύρισε στην Ελλάδα όπου ανέλαβε την διοίκηση του τέταρτου τακτικού στρατού στο Ναύπλιο.
Στις αρχές Αυγούστου του 1826 έλαβε μέρος στην μάχη του Χαϊδαρίου όπου ηττήθηκε και στις 30 Νοεμβρίου 1826 διέσπασε με 530 άνδρες την πολιορκία της Ακρόπολης μεταφέροντας πολεμοφόδια ,αλλά έμεινε πολιορκημένος εκεί μέχρι τις 24 Μαΐου 1827 οπότε και συνθηκολόγησε. Το καλοκαίρι του 1827 έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Χίου που διακόπηκε μετά από την αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων.
Πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μωριά, συνοδεύοντας τον τακτικό γαλλικό στρατό προσφέροντας με τη γνώση του για την περιοχή.
Το 1828 μετά από διαφωνία του με τον Καποδίστρια έφυγε από την Ελλάδα για την Γαλλία όπου πήρε μέρος στην επανάσταση του Ιουλίου του 1830, οπότε διορίστηκε φρούραρχος του Παρισιού. Το 1839 έγινε γενικός επιθεωρητής στρατού, και το 1845 ομότιμος της Άνω Βουλής. Η Γ’ Ελληνική Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας τον ανακήρυξε επίτιμο Έλληνα πολίτη και του απονεμήθηκε από τον Όθωνα ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Σωτήρος. Με τον θάνατό του από προβλήματα υγείας το 1855 κηρύχθηκε τριήμερο πένθος στον Ελληνικό στρατό και η Ακρόπολη φωταγωγήθηκε πένθιμα.
Παναγιώτης Ρόδιος (1789-1851)
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 1789. Ο πατέρας του, Γεώργιος, ήταν εμποροπλοίαρχος, και ιδιοκτήτης πλοίου. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στη Ρόδο και δεν θέλησε να ακολουθήσει το επάγγελμα του καραβοκύρη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, πούλησε το πλοίο του και πήγε για σπουδές στο Φιλολογικόν Γυμνάσιον Σμύρνης όπου και διακρίθηκε. Στο σχολείο της Σμύρνης δίδασκαν σημαντικότατοι δάσκαλοι, εκπρόσωποι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, όπως ο Κων/νος Κούμας και οι αδελφοί Στέφανος και Κων/νος Οικονόμος. Από τη Σμύρνη ταξίδεψε αρχικά για την Πάδουα και στη συνέχεια στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική. Εκεί προσχώρησε στις ιδέες του Διαφωτισμού και στον κύκλο του εκφραστή τους, Αδαμάντιο Κοραή, ο οποίος αποτέλεσε το πνευματικό του πρότυπο.
Όμως, πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του, ξεκίνησε η Ελληνική Επανάσταση το 1821. Τότε, εγκατέλειψε το Παρίσι και τον Αύγουστο του 1821 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατατάσσεται στο πρώτο τακτικό σώμα στρατού. Μετέχοντας στη συνοδεία του Σκωτσέζου φιλέλληνα Τόμας Γκόρντον, κατευθύνθηκε στο Άστρος, όπου θα συναντούσαν τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Ρόδιος ενταγμένος στο επιτελείο του Υψηλάντη συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσάς μέχρι την πτώση της.
Ο διακεκριμένος Φαναριώτης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πολιτικός και διανοούμενος, συνάντησε τον Ρόδιο στην Κόρινθο και τον έθεσε υπό την πολιτική του προστασία Ο Ρόδιος έλαβε μέρος στη μάχη του Πέτα, με το βαθμό του λοχαγού, διακρίθηκε για την ανδρεία του και ήταν από τους ελάχιστους επιβιώσαντες. Με τα λείψανα του τακτικού στρατού συμμετείχε στην κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες. Τον Νοέμβριο του 1822 ο Ρόδιος ανέλαβε τη διοίκηση του πρώτου τάγματος του τακτικού στρατού, παίρνοντας προαγωγή στο βαθμό του ταγματάρχη.
Ο Ρόδιος, προσχώρησε στην κυβέρνηση του Κουντουριώτη παίρνοντας μάλιστα τη σημαντικότερη πολιτική θέση της σταδιοδρομίας του, εκείνη του προσωρινού Γενικού Γραμματέα του Εκτελεστικού, αναπληρώνοντας τον Μαυροκορδάτο, δεύτερος πολιτειακός παράγοντας, μετά τον πρόεδρο του Εκτελεστικού, Κουντουριώτη.
Από τον Ιούλιο του 1824 ο Ρόδιος προήχθη στο βαθμό του συνταγματάρχη, επιφορτισμένος με τα καθήκοντα του αρχηγού του τακτικού σώματος στρατού. Τον Ιούλιο του 1824, συνυπέγραψε την επίσημη ανασύσταση του τακτικού στρατού, την οποία ανέλαβε να φέρει σε πέρας. Το 1825 παρέδωσε τη διοίκηση του τακτικού στρατού στον Γάλλο αξιωματικό, Φαβιέρο.
Διετέλεσε στενός συνεργάτης του πρώτου Έλληνα Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και Γραμματέας επί των Στρατιωτικών. Επί υπουργίας του συμβάλλει στην ίδρυση του Κεντρικού Πολεμικού Σχολείου.
Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονείται τον Οκτώβριο του 1831 και το 1833 ο Όθων φθάνει στην Ελλάδα ως πρώτος βασιλιάς της. με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3η2 Φεβρουαρίου 1830 αναγνωρίζεται διεθνώς το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος.
Μετά την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 ο Ρόδιος διορίζεται στρατιωτικός διοικητής Αργολίδος. Ο βασιλιάς Όθωνας προάγει τον Ρόδιο σε υποστράτηγο. Ο Ρόδιος συμμετέχει ως πληρεξούσιος του Ναυπλίου στην Εθνοσυνέλευση και μετέχει, ως μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος. Το 1844 αναλαμβάνει καθήκοντα Γραμματέως επί των Στρατιωτικών, ενώ το 1848 διατελεί και πάλιν, Υπουργός Στρατιωτικών. Παντρεύτηκε μία από τις κόρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και πέθανε το 1851 σε ηλικία 62 ετών.