Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (461-509)

ΧΟ. ἐπάξιος μέν, Οἰδίπους, κατοικτίσαι,
αὐτός τε παῖδές θ᾽ αἵδ᾽· ἐπεὶ δὲ τῆσδε γῆς
σωτῆρα σαυτὸν τῷδ᾽ ἐπεμβάλλεις λόγῳ,
παραινέσαι σοι βούλομαι τὰ σύμφορα.
465 ΟΙ. ὦ φίλταθ᾽, ὥς νυν πᾶν τελοῦντι προξένει.
ΧΟ. θοῦ νυν καθαρμὸν τῶνδε δαιμόνων, ἐφ᾽ ἃς
τὸ πρῶτον ἵκου καὶ κατέστειψας πέδον.
ΟΙ. τρόποισι ποίοις; ὦ ξένοι, διδάσκετε.
ΧΟ. πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ ἀειρύτου χοὰς
470 κρήνης ἐνεγκοῦ, δι᾽ ὁσίων χειρῶν θιγών.
ΟΙ. ὅταν δὲ τοῦτο χεῦμ᾽ ἀκήρατον λάβω;
ΧΟ. κρατῆρές εἰσιν, ἀνδρὸς εὔχειρος τέχνη,
ὧν κρᾶτ᾽ ἔρεψον καὶ λαβὰς ἀμφιστόμους.
ΟΙ. θαλλοῖσιν ἢ κρόκαισιν, ἢ ποίῳ τρόπῳ;
475 ΧΟ. οἰὸς νεώρους νεοπόκῳ μαλλῷ λαβών.
ΟΙ. εἶἑν· τὸ δ᾽ ἔνθεν πῇ τελευτῆσαί με χρή;
ΧΟ. χοὰς χέασθαι στάντα πρὸς πρώτην ἕω.
ΟΙ. ἦ τοῖσδε κρωσσοῖς οἷς λέγεις χέω τάδε;
ΧΟ. τρισσάς γε πηγάς· τὸν τελευταῖον δ᾽ ὅλον.
480 ΟΙ. τοῦ τόνδε πλήσας θῶ; δίδασκε καὶ τόδε.
ΧΟ. ὕδατος, μελίσσης, μηδὲ προσφέρειν μέθυ.
ΟΙ. ὅταν δὲ τούτων γῆ μελάμφυλλος τύχῃ;
ΧΟ. τρὶς ἐννέ᾽ αὐτῇ κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν
τιθεὶς ἐλαίας τάσδ᾽ ἐπεύχεσθαι λιτάς.
485 ΟΙ. τούτων ἀκοῦσαι βούλομαι· μέγιστα γάρ.
ΧΟ. ὥς σφας καλοῦμεν Εὐμενίδας, ἐξ εὐμενῶν
στέρνων δέχεσθαι τὸν ἱκέτην σωτηρίους
αἰτοῦ σύ τ᾽ αὐτὸς κεἴ τις ἄλλος ἀντὶ σοῦ,
ἄπυστα φωνῶν μηδὲ μηκύνων βοήν·
490 ἔπειτ᾽ ἀφέρπειν ἄστροφος. καὶ ταῦτά σοι
δράσαντι θαρσῶν ἂν παρασταίην ἐγώ,
ἄλλως δὲ δειμαίνοιμ᾽ ἄν, ὦ ξέν᾽, ἀμφὶ σοί.
ΟΙ. ὦ παῖδε, κλύετον τῶνδε προσχώρων ξένων;
ΙΣ. ἠκούσαμέν τε, χὤ τι δεῖ πρόστασσε δρᾶν.
495 ΟΙ. ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά· λείπομαι γὰρ ἐν
τῷ μὴ δύνασθαι μηδ᾽ ὁρᾶν, δυοῖν κακοῖν·
σφῷν δ᾽ ἁτέρα μολοῦσα πραξάτω τάδε.
ἀρκεῖν γὰρ οἶμαι κἀντὶ μυρίων μίαν
ψυχὴν τάδ᾽ ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ.
500 ἀλλ᾽ ἐν τάχει τι πράσσετον· μόνον δέ με
μὴ λείπετ᾽· οὐ γὰρ ἂν σθένοι τοὐμὸν δέμας
ἐρῆμον ἕρπειν οὐδ᾽ ὑφηγητοῦ δίχα.
ΙΣ. ἀλλ᾽ εἶμ᾽ ἐγὼ τελοῦσα· τὸν τόπον δ᾽ ἵνα
χρἤσται μ᾽ ἐφευρεῖν, τοῦτο βούλομαι μαθεῖν.
505 ΧΟ. τοὐκεῖθεν ἄλσους, ὦ ξένη, τοῦδ᾽. ἢν δέ του
σπάνιν τιν᾽ ἴσχῃς, ἔστ᾽ ἔποικος, ὃς φράσει.
ΙΣ. χωροῖμ᾽ ἂν ἐς τόδ᾽· Ἀντιγόνη, σὺ δ᾽ ἐνθάδε
φύλασσε πατέρα τόνδε· τοῖς τεκοῦσι γὰρ
οὐδ᾽ εἰ πονεῖ τις, δεῖ πόνου μνήμην ἔχειν.

***
ΧΟ. Άξιος είσαι, Οιδίποδα, να σπλαχνιστούμε
κι εσένα και τις κόρες σου. Κι αφού προσφέρεσαι
της γης αυτής σωτήρας με τον λόγο σου, θέλω κι εγώ
ωφέλιμη παραίνεση να δώσω.
465 ΟΙ. Μίλησε, φίλτατε, κι ό,τι μου πεις πρόθυμος είμαι να το κάνω.
ΧΟ. Πρόσφερε τώρα καθαρμού σπονδές σ᾽ εκείνες τις θεές,
όπου πρωτύτερα μπήκες στον χώρο τους
και πάτησες στο χώμα τους.
ΟΙ. Και ποιός ο τρόπος; Πείτε μου, να μάθω, ξένοι;
ΧΟ. Πρώτα χοές να φέρεις από κρήνη αστείρευτη,
470 με χέρια πεντακάθαρα να τις αντλήσεις.
ΟΙ. Κι όταν το νάμα αυτό το ακήρατο το πάρω;
ΧΟ. Στέκονται εδώ κρατήρες, τέχνη επιδέξιου τεχνίτη,
στεφάνωσε λοιπόν τα χείλη τους και τις διπλές χειρολαβές τους.
ΟΙ. Με τρυφερά κλαδιά; με νήματα; ή πώς αλλιώς;
475 ΧΟ. Πιάσε από προβατάκι νιόκοπο μαλλί.
ΟΙ. Πάει καλά. Μετά πώς πρέπει να τελειώσω;
ΧΟ. Ορθός να στάξεις τις χοές, στραμμένος στην ανατολή.
ΟΙ. Με τα κροντήρια αυτά που λες θα κάνω τη σπονδή;
ΧΟ. Από τα δύο τρεις φορές, από το τρίτο μονομιάς.
480 ΟΙ. Κι αυτό με τί θα το γεμίσω; πες να το ξέρω.
ΧΟ. Μ᾽ αγνό νερό και μέλι, κρασί μη βάλεις μέσα.
ΟΙ. Κι όταν δεχτεί τις προσφορές το χώμα με τα μαύρα φύλλα;
ΧΟ. Μετρώντας τρεις φορές εννιά, κλαδιά ελιάς με το ᾽να
και με τ᾽ άλλο χέρι απίθωσε,
κι ύστερα πρόφερε την προσευχή σου.
485 ΟΙ. Τα λόγια της ν᾽ ακούσω θέλω, είναι αυτό το πιο σημαντικό.
ΧΟ. Όπως εμείς τις ονομάζουμε Ευμενίδες, να σε δεχτούν
με ευμένεια ικέτη τους και να σε σώσουν
παρακάλεσε, εσύ ο ίδιος ή στη θέση σου ένας άλλος,
μόνο ψιθυριστά, να μην ακούγεται η φωνή μακρύτερα.
490 Μετά αποσύρεσαι, δίχως να στρέψεις το κεφάλι πίσω.
Αν την παραίνεσή μου κάνεις πράξη, άφοβα τότε θα μπορούσα
να σου παρασταθώ κι εγώ, αλλιώς με πιάνει
φόβος, ξένε, για την τύχη σου.
ΟΙ. Κόρες μου, ακούσατε όσα οι φιλόξενοι μας συμβουλεύουν;
ΑΝ. Ακούσαμε, και πρόσταξε να κάνουμε ό,τι πρέπει.
495 ΟΙ. Εγώ δεν είμαι ικανός να πορευτώ,
μου λείπουν δύναμη και μάτια — δυο κακά·
μια από σας λοιπόν ας πάει εκεί, τα πρέποντα να πράξει.
Αρκεί φαντάζομαι η μια ψυχή, αντί για μύριες,
το χρέος μας αυτό να ξεπληρώσει, φτάνει να είναι καθαρή.
500 Αλλά να γίνει κάτι γρήγορα· εμένα μόνο
μη μ᾽ αφήσετε μονάχο. Γιατί είναι ανίσχυρο το σώμα αυτό,
και δεν μπορεί να σέρνεται έρημο, με δίχως οδηγό.
ΙΣ. Θα πάω εγώ, όλα θα γίνουν από μένα· το μέρος όμως
που πρέπει να βρεθώ, αυτό θέλω να μάθω.
505 ΧΟ. Στο πλάι του άλσους, ξένη. Κι αν σου λείψει κάτι,
υπάρχει επιτόπου κάποιος να στο εξηγήσει.
ΙΣ. Λέω να πηγαίνω τώρα προς τα κει, Αντιγόνη,
αλλά κι εσύ τον νου σου στον πατέρα. Γιατί για τους γονείς,
όσο κι αν κάποιος κόπιασε, τον κόπο του πρέπει να τον ξεχνά.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.2. Ο χρόνος


Είδαμε μέχρι τώρα ότι κάθε διήγηση έχει τον εναλλακτικό χώρο της (μέσα-έξω, παλάτι-καλύβι), που της εξασφαλίζει την κυκλοφορία της. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους χρόνους της. Οι χρόνοι αυτοί, που αποτυπώνονται καθαρά στις μεγαλύτερες εσωτερικές διηγήσεις της Οδύσσειας, πάνε αντικριστά με τους χώρους. Γενικά στον εξωτερικό χώρο αναλογεί κατά κανόνα ο ημερήσιος χρόνος, ενώ στον εσωτερικό χώρο κατά προτίμηση ο εσπερινός χρόνος, που μπορεί να εξελιχθεί και σε νυχτερινό.

Έτσι, στην πρώτη μέσα στο έπος, μεγάλης έκτασης, διήγηση του Νέστορα προς τον Τηλέμαχο, διαπιστώνεται ότι στον εξωτερικό χώρο της αναλογεί ο ημερήσιος χρόνος, από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μικρής έκτασης πλαστή διήγηση του Οδυσσέα στον Λαέρτη, η οποία προάγει τον αναγνωρισμό του γιου από τον πατέρα στο δεύτερο μέρος της εικοστής τέταρτης ραψωδίας (ω 244-279). Η συνάντηση και η συνομιλία Οδυσσέα-Λαέρτη πραγματοποιούνται στο πατρικό περιβόλι μέρα. Σ᾽ αυτό το απόμακρο και απόμερο περιβόλι βρίσκει ο Οδυσσέας τον πατέρα του να σκαλίζει ένα δεντράκι, ντυμένος στον κακοραμμένο του λερό χιτώνα, με γιδίσιο σκούφο στο κεφάλι, για να μην τον χτυπά ο ήλιος, βοδίσια δέρματα στις κνήμες και πέτσινα γάντια στο χέρι, για προφύλαξη από τα αγκάθια. Η σύντομη πλαστή διήγηση του Οδυσσέα είναι ένας συμπαθητικός ελιγμός, για να πέσει στα μαλακά ο τελευταίος αυτός αναγνωρισμός του έπους· να μη σοκαριστεί ο γέρος Λαέρτης, απομονωμένος ήδη και ρημαγμένος από τον καημό του γιου του. Συμπέρασμα: η διήγηση, όπως και κάθε συζήτηση στον έξω χώρο, θέλει σύντροφό της το φως της μέρας.

Η προτίμηση του εσπερινού χρόνου στις διηγήσεις εσωτερικού χώρου εγκαινιάζεται στην τέταρτη ραψωδία του έπους, όταν ο νεαρός Τηλέμαχος, παρέα με τον Πεισίστρατο, τον μικρότερο γιο του Νέστορα, φτάνουν, με τη δύση του ήλιου, στη Σπάρτη και πλησιάζουν στο παλάτι του Μενελάου, όπου γιορτάζεται γάμος διπλός: της κόρης του Μενελάου Ερμιόνης με τον Νεοπτόλεμο, και του νόθου γιου του Μεγαπένθη με τη θυγατέρα του Αλέκτορα. Ακολουθεί φιλόξενη υποδοχή των δύο νεαρών: λουτρός, λάδι στο λουσμένο σώμα, ένδυση με καθαρούς χιτώνες και χλαμύδες, νήψιμο χεριών, φαγητό, πιοτό. Μετά αρχίζει η πρώτη αισθηματική διήγηση του Μενελάου, ως ανταπόκριση στον ομολογημένο θαυμασμό του Τηλεμάχου για τη λάμψη και τον πλούτο του παλατιού: μπρούντζος, χρυσάφι, κεχριμπάρι, ασήμι, φίλντισι λαμπρύνουν τον στολισμένο εσωτερικό του χώρο. Και αυτή η διήγηση, όπως κι εκείνη του Νέστορα στην τρίτη ραψωδία, αποτελεί απόλογο του μετατρωικού νόστου του Μενελάου, στον οποίο εμπλέκεται απερίφραστα η συμπάθεια του βασιλιά της Σπάρτης για τον αγνοούμενο Οδυσσέα, που στάθηκε στην Τροία ο πιο πιστός φίλος και σύμμαχός του.

Εσπερινός, που προχωρεί βαθιά μέσα στη νύχτα, είναι και ο χρόνος της πιο μεγάλης εσωτερικής διήγησης του έπους, των «Μεγάλων Απολόγων». Αυτό δηλώνεται στη μέση περίπου της «Νέκυιας», όταν ο Οδυσσέας προτείνει την αναστολή της διήγησης του, με το επιχείρημα ότι πέρασε η ώρα, και είναι καιρός για ύπνο (λ 330-332). Ο Αλκίνοος τότε αντιστέκεται, έχοντας τη συμπαράσταση τόσο της Αρήτης όσο και των Φαιάκων, οι οποίοι γοητευμένοι ακούν τη συναρπαστική αφήγηση του Οδυσσέα λέγοντας (λ 372-376):

Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. Πες μου
λοιπόν τα θαυμαστά σου έργα· κι εγώ θα ᾽μενα ξάγρυπνος,
ώσπου να ξημερώσει η θεία Αυγή, αν δέχεσαι κι εσύ, μέσα στο σπίτι μου
να μου ιστορήσεις τα δικά σου πάθη.


Οπότε ο Οδυσσέας, υποχωρώντας με τον δικό του τρόπο, αποκρίνεται (λ 377-381):

Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ᾽ όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν᾽ ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν
.

Ανάλογη παράταση εσωτερικής διήγησης μέσα στη βαθιά νύχτα έχουμε και στην περίπτωση του Εύμαιου: ο πιστός χοιροβοσκός καλείται από τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα να πει την αυτοβιογραφική του ιστορία. Κι εκείνος πρόθυμος προλέγει (ο 390-394):

Ξένε, αφού με ρώτησες γι᾽ αυτά κι επιθυμείς να μάθεις,
άκουε τώρα αμίλητος, βολέψου πίνοντας κρασί,
κι απόλαυσε. Αυτές οι νύχτες τελειωμό δεν έχουν·
μπορεί κανείς να κοιμηθεί, μπορείς όμως, αν θες,
και να χαρείς ακούγοντας· δεν είναι ανάγκη εξάλλου
να πλαγιάσεις από νωρίς - βάρος κι ο ύπνος ο πολύς.


Ο πρόλογος αυτός του Εύμαιου προσθέτει στον χώρο και στον χρόνο της εσωτερικής διήγησης και κάποιες άλλες ευνοϊκές συνθήκες, που θυμίζουν λίγο πολύ εκείνες οι οποίες συνοδεύουν το τραγούδι του αοιδού. Εκτός από το φαγητό, προτείνονται ως καλοί αγωγοί της διήγησης: το πιοτό, η βολική στάση και η σιωπηλή προσήλωση του ακροατή. Κι ακόμη προβάλλεται ως τελικός καρπός της καλής διήγησης η τέρψη, ενώ ο πρόωρος ύπνος αποκρούεται ως αντίπαλός της. Μιλάμε για αυτονόητες σήμερα συνθήκες σκηνοθεσίας τόσο της προφορικής όσο και της γραπτής διήγησης, προσχηματισμένες με παραδειγματικό τρόπο στην Οδύσσεια.

Γεγονός που επιβεβαιώνεται και στην (εκτενέστερη και πιο σημαντική) προγραμματισμένη συνομιλία του Οδυσσέα με την Πηνελόπη, στο πλαίσιο της δέκατης ένατης ραψωδίας. Κορμός της η πλαστή διήγηση του ήρωα, η οποία φτάνει στο όριο του αναγνωρισμού, χωρίς όμως και να τον πραγματοποιεί. Και εδώ ο χρόνος της αφήγησης αρχίζει εσπερινός και καταλήγει βαθιά νυχτερινός, ενώ συγχρόνως εξασφαλίζεται η πρόσφορη σκηνοθεσία (τ 52-64 και 96-99). Αφήνοντας την κάμαρή της η Πηνελόπη, ωραία στην όψη σαν την Άρτεμη και σαν την Αφροδίτη, κατεβαίνει στην αίθουσα. Για χάρη της οι παρακόρες της στήνουν να καθήσει, πλάι στη φωτιά, ανάκλιντρο, με ασήμι και φίλντισι δουλεμένο, μαζεύουν κούπες κι αποφάγια των μνηστήρων από τις τάβλες, καθαρίζουν τους πυροστάτες σωριάζοντας άφθονα ξύλα, για φως και ζέστη. Στο μεταξύ η Πηνελόπη παραγγέλλει στην Ευρυνόμη να φέρει για τον ξένο ένα σκαμνί, στρωμένο με παχιά προβιά, και να τον βάλει να καθήσει αντίκρυ της. Τέλειο σκηνικό, θυμίζοντας σκηνοθεσία θεάτρου.

Στον κανόνα ωστόσο του εσπερινού και νυχτερινού χρόνου για τις διηγήσεις εσωτερικού χώρου υπάρχουν και εξαιρέσεις. Παράδειγμα ο δεύτερος, μακρύς απόλογος του Μενελάου στον Τηλέμαχο το άλλο πρωί, μετά την προηγούμενη, βραδινή και νυχτερινή τους συνομιλία, ο οποίος εισάγεται με τους επόμενους στίχους (δ 306-311):

Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
από την κλίνη του πετάχτηκε με τη βαριά φωνή ο Μενέλαος,
το ρούχο του φορώντας πέρασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια,
κι από την κάμαρή του βγήκε προχωρώντας σαν θεός·
πήγε μετά και κάθησε πλάι στον Τηλέμαχο, μιλώντας είπε
: […].

Μέρα εξάλλου ακούγεται και η διεξοδική πλαστή διήγηση του Οδυσσέα μέσα στο καλύβι του Εύμαιου, στην αρχή της δέκατης τέταρτης ραψωδίας. Παραμορφωμένος ο ήρωας από την Αθηνά σε ρακένδυτο και φαλακρό ζητιάνο, φτάνει στο μαντρί του πιστού χοιροβοσκού, όπου μετά βίας γλιτώνει από τα σκυλιά που ορμούν να τον κατασπαράξουν - τα προλαβαίνει ευτυχώς ο Εύμαιος. Μετά μπάζει τον ξένο στο καλύβι του ο χοιροβοσκός, στρώνει στο χώμα χλωρά κλαδιά και πάνω τους δέρμα άγριας γίδας μαλλιαρής κι εκεί τον βάζει να καθήσει, προσφέροντας ψωμί και κρασί, για να μερώσει κάπως την πείνα του. Σε λίγο σφάζει για χάρη του δυο τρυφερά χοιρίδια, τα λιανίζει, περνά και ψήνει στις σούβλες τα κοψίδια, και τον φιλεύει γενναιόδωρα, ανοίγοντας συνάμα τη συνομιλία τους: νοσταλγικά μιλά για τον καλό του αφέντη, που χρόνια τώρα λείπει, και κανείς δεν ξέρει την τύχη του, αν ζει ή πέθανε. Και τότε μόνο τον ρωτά να φανερώσει κι αυτός τη φύτρα του. Οπότε ο Οδυσσέας αυτοσυστήνεται με μια πολύστιχη πλαστή διήγηση, στην οποία προτάσσει τα ακόλουθα σχόλια (ξ 192-198):

Να ᾽σαι απολύτως βέβαιος, θα σου ομολογήσω όλη την αλήθεια.
Αλλά κι αν είχαμε τον χρόνο με το μέρος μας, άφθονο φαγητό,
γλυκό κρασί σε τούτο το καλύβι· αν μας υπηρετούσαν άλλοι,
κι εμείς οι δυο, δίχως φροντίδες άλλες, το γλεντούσαμε·
πάλι δεν θα ᾽ταν εύκολο, ακόμη κι αν περνούσαμε ολόκληρη χρονιά μαζί,
να λέω εγώ κι εσύ ν᾽ ακούς τα πάθη της ψυχής μου,
όσα και πόσα υπόμεινα, με των θεών το θέλημα
.

Υπογραμμισμένες επανέρχονται εδώ οι ευνοϊκές συνθήκες της εσωτερικής διήγησης αλλά και κάθε αφήγησης: πρόθυμη διάθεση του διηγητή, γλυκό κρασί, άφθονο φαγητό, ξεγνοιασιά από φροντίδες άλλες, παιδόπουλα που να εξυπηρετούν, και προπαντός πολύς διαθέσιμος χρόνος. Τώρα μάλιστα ο επιθυμητός χρόνος δεν περιορίζεται στη νύχτα ή στη μέρα· αφήνεται ανοιχτός, περνώντας ακόμη και το όριο της μιας χρονιάς, για να χωρέσει η απεριόριστη σε βιωμένα πάθη διήγηση. Αυτή όμως η απελευθέρωση της διήγησης από τον περιοριστικό χρόνο, της δίνει απόλυτη τιμή. Διήγηση λοιπόν πάνω απ᾽ όλα, αυτή είναι η μεγαλύτερη απόλαυση, φτάνει να εκπληρώνονται οι ευνοϊκές συνθήκες της. Μιλάμε για υπερθετικό έπαινο, που προβάλλεται πανηγυρικά από τον Οδυσσέα στον πρόλογο των «Μεγάλων Απολόγων».

Έτοιμος εκεί να ανταποκριθεί ο ήρωας στην επίμονη ερώτηση του Αλκινόου, ομολογώντας την ταυτότητά του και τα πάθη του, επαινεί πρώτα τον αοιδό Δημόδοκο για το τραγούδι του και αμέσως μετά εκθειάζει κάθε ανάλογη συνεύρεση με απόλυτο τρόπο. Λέει (ι 2-11):

Ευγενικέ μου Αλκίνοε, που ξεχωρίζεις πρώτος στον λαό σου,
ωραίο πράγματι ν᾽ ακούς έναν καλό αοιδό, όπως αυτός εδώ, με θεία θα ᾽λεγες φωνή.
Κι ομολογώ, απόλαυση άλλη δεν υπάρχει πιο χαριτωμένη,
απ᾽ όταν σμίγει ο κόσμος όλος σ᾽ ευφροσύνη· στην αίθουσα
οι καλεσμένοι, καθισμένοι στη σειρά, ακούν τον αοιδό
προσηλωμένοι, και τα τραπέζια εκεί μπροστά γεμάτα
ψωμί και κρέας· ο οινοχόος να τραβά απ᾽ τον κρατήρα
το κρασί και να περνά, να το κερνά στις κούπες.
Βαθιά το αισθάνομαι πως είναι αυτό ό,τι πιο ωραίο υπάρχει.


Οι ταυτολογίες και οι αναλογίες με τον προηγούμενο έπαινο της ευνοημένης διήγησης από τον Οδυσσέα στον Εύμαιο είναι φανερές. Εδώ ωστόσο η ενίσχυση του επαίνου δηλώνεται και με το υπερθετικό κατηγορούμενο (στο πρωτότυπο κείμενο: κάλλιστον). Ένα το κρατούμενο. Το άλλο είναι πιο σημαντικό. Ο υπερθετικός έπαινος αναφέρεται βέβαια αναδρομικά στο τραγούδι του Δημοδόκου, αλλά προδρομικά λειτουργεί και ως πρόλογος της μακράς διήγησης των «Απολόγων» που θα ακολουθήσει αμέσως. Ο Οδυσσέας δηλαδή αξιολογεί προκαταβολικά τη δική του τώρα επικείμενη διήγηση. Με άλλα λόγια: ο έπαινος λαθραία μεταφέρεται από τον αοιδό στον αφηγητή και από την αοιδή στη διήγηση.

Δεν αποδέχομαι τίποτα, θα ψάξω, θα ερευνήσω

Μην εξαρτάστε από κανέναν. Εγώ ή κάποιος άλλος μπορεί να σας πούμε ότι υπάρχει μια κατάσταση πέρα από το χρόνο, αλλά τι αξία έχει αυτό για σας;

Όταν πεινάς θέλεις να φας και δεν χορταίνεις με τα λόγια.

Είναι όπως όταν κάθεσαι έξω από ένα εστιατόριο και διαβάζεις το μενού: πρέπει να μπεις μέσα και να φας με το να κάθεσαι έξω και να διαβάζεις το μενού δεν πρόκειται να χορτάσεις την πείνα σου.

Το σημαντικό, λοιπόν, για σας είναι ν’ ανακαλύψετε από μόνοι σας.

Μπορείτε να δείτε ότι όλα γύρω σας παρακμάζουν, καταστρέφονται. Αυτόν το δήθεν πολιτισμό δεν τον κρατάει πια η συλλογική θέληση και θα σκορπίσει σε κομμάτια.

Η ζωή σε προκαλεί από τη μια στιγμή στην άλλη, κι αν ανταποκρίνεσαι στις προκλήσεις σύμφωνα με κάποια εδραιωμένη συνήθεια, που σημαίνει ότι ανταποκρίνεσαι σκύβοντας το κεφάλι, τότε αυτή η ανταπόκριση δεν έχει καμιά αξία.

Μπορείς ν’ ανακαλύψεις αν υπάρχει ή όχι μια κατάσταση πέρα από το χρόνο, μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει η τάση για «όλο και πιο πολύ» ή για «έστω και πιο λίγο» μόνο όταν πεις:

«Δεν αποδέχομαι τίποτα, θα ψάξω, θα ερευνήσω» – που σημαίνει ότι δεν φοβάσαι να σταθείς στα πόδια σου μόνος σου.

Ν.Καζαντζάκης: Φτάσε όπου δεν μπορείς

Μαζεύω τα σύνεργά μου: όραση, ακοή, γέψη, όσφρηση, αφή, μυαλό, βράδιασε πια, τελεύει το μεροκάματο, γυρίζω σαν τον τυφλοπόντικα στο σπίτι μου, στο χώμα. Όχι γιατί κουράστηκα να δουλεύω, δεν κουράστηκα, μα ο ήλιος βασίλεψε.

Ο ήλιος βασίλεψε, θάμπωσαν τα βουνά, οι οροσειρές του μυαλού μου κρατούν ακόμα λίγο φως στην κορφή τους, μα η άγια νύχτα πλακώνει, ανεβαίνει από τη γης, κατεβαίνει από τον ουρανό, και το φως ορκίστηκε να μην παραδοθεί, μα το ξέρει, σωτηρία δεν υπάρχει δε θα παραδοθεί, μα θα σβήσει.

Ρίχνω στερνή ματιά γύρα μου, ποιόν ν’ αποχαιρετίσω; τι ν’ αποχαιρετίσω; τα βουνά, τη θάλασσα, την καρπισμένη κληματαριά στο μπαλκόνι μου, την αρετή, την αμαρτία, το δροσερό νερό; Μάταια, μάταια, κατεβαίνουν όλα ετούτα μαζί μου στο χώμα.

Σε ποιόν να εμπιστευτώ τις χαρές και τις πίκρες μου, τις μυστικές δονκιχώτικες λαχτάρες της νιότης, την τραχιά σύγκρουση αργότερα με το Θεό και με τους ανθρώπους, και τέλος την άγρια περηφάνια που έχουν τα γεράματα που καίγουνται μα αρνιούνται, ως το θάνατο, να γίνουν στάχτη; Σε ποιόν να πω πόσες φορές σκαρφάλωνοντας, με τα πόδια, με τα χέρια, τον κακοτράχαλο ανήφορο του Θεού, γλίστρησα κι έπεσα, πόσες φορές σηκώθηκα, όλο αίματα, και ξανάρχισα ν’ ανηφορίζω;

Πού να βρώ μια ψυχή σαρανταπληγιασμένη κι απροσκύνητη, σαν την ψυχή μου, να της ξομολογηθώ;

Σφίγγω ήσυχα, πονετικά, ένα σβώλο κρητικό χώμα στη φούχτα μου, το κρατούσα το χώμα ετούτο πάντα μαζί μου, σε όλες μου τις περιπλάνησες, και στις μεγάλες μου αγωνίες το’ σφιγγα μέσα στη φούχτα μου κι έπαιρνα δύναμη, δύναμη μεγάλη, σαν να’ σφιγγα το χέρι φίλου αγαπημένου. Μα τώρα που βασίλεψε ο ήλιος και το μεροκάματο τέλεψε, τι να την κάμω τη δύναμη; Δεν την έχω ανάγκη πια, κρατώ το χώμα ετούτο της Κρήτης και το σφίγγω με άφραστη γλύκα, τρυφεράδα κι ευγνωμοσύνη, σαν να σφίγγω μέσα στη φούχτα μου και ν’ αποχαιρετώ το στήθος γυναίκας αγαπημένης. Αυτό ήμουν αιώνια, αυτό θα’ μαι αιώνια, πέρασε αστραπή η στιγμή που στροβιλίστηκες, άγριο χώμα της Κρήτης, κι έγινες αγωνιζόμενος άνθρωπος.

Τι αγώνας, τι αγωνία, τι κυνηγητό του ανθρωποφάγου αόρατου θεριού, τι επικίντυνες ουρανικές και σατανικές δυνάμες η φούχτα ετούτη το χώμα! Ζυμώθηκε μ’ αίμα, δάκρυο κι ιδρώτα, γίνηκε λάσπη, γίνηκε άνθρωπος, πήρε τον ανήφορο, να φτάσει-που να φτάσει; Σκαρφάλωνε αγκομαχώντας το σκοτεινό όγκο του Θεού, άπλωνε τα χέρια, έψαχνε, έψαχνε και μάχουνταν να βρει το πρόσωπό του.

Κι όταν, τα ολοστερνά ετούτα χρόνια, απελπισμένος πια, ένιωσε πως ο σκοτεινός αυτός όγκος δεν έχει πρόσωπο, τι καινούριος, όλο αναίδεια και τρόμο, αγώνας να πελεκήσει την ακατέργαστη κορφή και να της δώσει πρόσωπο-το πρόσωπό του!

Μα τώρα το μεροκάματο τέλεψε, μαζεύω τα σύνεργά μου, ας έρθουν άλλοι σβώλοι χώματα να συνεχίσουν τον αγώνα, είμαστε, εμείς οι θνητοί, το τάγμα των αθανάτων, κόκκινο κοράλλι το αίμα μας, και χτίζουμε απάνω στην άβυσσο ένα νησί.

Χτίζεται ο Θεός, έβαλα κι εγώ το δικό μου κόκκινο πετραδάκι, μια στάλα αίμα, να τον στερεώσω, να μη χαθεί, να με στερεώσει, να μη χαθώ, έκαμα το χρέος μου.

Έχετε γειά!

Απλώνω το χέρι, φουχτώνω το μάνταλο της γής, ν’ ανοίξω την πόρτα να φύγω, μα κοντοστέκουμαι στο φωτεινό κατώφλι ακόμα λίγο, δύσκολο, δύσκολο πολύ, να ξεκολλήσουν τα μάτια, τ’ αυτιά, τα σπλάχνα από τις πέτρες και τα χόρτα το κόσμου λες: Είμαι χορτάτος, είμαι ήσυχος, δε θέλω πια τίποτα, τέλεψα το χρέος και φεύγω, μα η καρδιά πιάνεται από τις πέτρες κι από τα χόρτα, αντιστέκεται, παρακαλάει:

“Στάσου ακόμα!»

Μάχουμαι να παρηγορήσω την καρδιά μου, να τη συβάσω να πει λεύτερα το ναι. Να μη φύγουμε σαν σκλάβοι, δαρμένοι, κλαμένοι, από τη γης, παρά σαν βασιλιάδες που έφαγαν, ήπιαν, χόρτασαν, δε θέλουν πια, και σηκώνουνται από το τραπέζι. Μα η καρδιά χτυπάει ακόμα μέσα στα στήθια, αντιστέκεται, φωνάζει:

«Στάσου ακόμα!»

Στέκουμαι, ρίχνω στερνή ματιά στο φως, που αντιστέκεται κι αυτό, σαν την καρδιά του ανθρώπου, και παλεύει. Σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό, έπεσε απάνω στα χείλια μου μια χλιαρή ψιχάλα, η γης μύρισε, γλυκιά φωνή, μαυλιστικιά, ανεβαίνει από τα χώματα:

“Eλα… έλα… έλα…»

Με κοίταξες, κι ως με κοίταξες ένιωσα πως ο κόσμος ετούτος είναι ένα σύννεφο φορτωμένο αστροπελέκι κι άνεμο, σύννεφο κι η ψυχή του ανθρώπου φορτωμένη αστροπελέκι κι άνεμο, κι από πάνω φυσάει ο Θεός και σωτηρία δεν υπάρχει.

Σήκωσα τα μάτια, σε κοίταξα. 'Εκαμα να σου πω:

«Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;» μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.

Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.

Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:

-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’ μου μια προσταγή.

Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.

-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…

Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να ’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.

Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.

-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’ μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.

Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:

-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.

-Φτάσε όπου δεν μπορείς!

Ήταν η φωνή σου, κανένας άλλος στον κόσμο δεν μπορούσε έναν τέτοιο αρσενικό λόγο να ξεστομίσει, μονάχα εσύ, Παππού ανεχόρταγε! Δεν είσαι εσύ ο αρχηγός ο απροσκύνητος, ο ανέλπιδος, της στρατευόμενης γενιάς μου; Δεν είμαστε εμείς οι λαβωμένοι, οι πεινασμένοι, οι μπουμπουνοκέφαλοι, οι σιδεροκέφαλοι, που αφήσαμε πίσω μας την καλοπέραση και τη βεβαιότητα και πας εσύ μπροστά και κάνουμε γιουρούσι να σπάσουμε τα σύνορα;

To λαμπρότερο πρόσωπο της απελπισίας είναι ο Θεός, το λαμπρότερο πρόσωπο της ελπίδας είναι ο Θεός, πέρα από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από τα παμπάλαια σύνορα, με σπρώχνεις, Παππού. Πού με σπρώχνεις; Κοιτάζω γύρα μου, κοιτάζω μέσα μου, η αρετή τρελάθηκε, η γεωμετρία τρελάθηκε, η ύλη τρελάθηκε, πρέπει να ’ρθει πάλι ο Νούς ο νομοθέτης, να βάλει καινούρια τάξη, καινούριους νόμους, πιο πλούσια αρμονία να γίνει ο κόσμος.

Αυτό θες, κατά κει με σπρώχνεις, κατά κει μ’έσπρωχνες πάντα, άκουγα μέρα νύχτα την προσταγή σου, μάχουμουν, όσο μπορούσα, να φτάσω όπου δεν μπορούσα, αυτό είχα βάλει χρέος μου, αν έφτασα ή δεν έφτασα, εσύ θα μου πεις. Όρθιος στέκουμαι μπροστά σου και περιμένω.

Στρατηγέ μου, τελεύει η μάχη, κάνω την αναφορά μου, να που πολέμησα, να πως πολέμησα, λαβώθηκα, δείλιασα, μα δε λιποτάχτησα, τα δόντια μου καταχτυπούσαν από το φόβο, μα τύλιγα σφιχτά το κούτελό μου μ’ ένα κόκκινο μαντίλι, να μην ξεκρίνουνται τα αίματα, κι έκανα γιουρούσι.

Ένα ένα μπροστά σου τα φτερά της καλιακούδας μου ψυχής θα τα μαδήσω, ωσότου ν’απομείνει ένα σβωλαράκι χώμα κι αυτή. Θα σου πω τον αγώνα μου, ν’ αλαφρώσω, θα πετάξω από πάνω μου την αρετή, την ντροπή, την αλήθεια, ν’ αλαφρώσω.

Άκουσέ το λοιπόν, Στρατηγέ, την αναφορά μου και κάμε κρίση, άκουσε, Παππού, τη ζωή μου, και αν πολέμησα κι εγώ μαζί σου, αν λαβώθηκα χωρίς κανένας να μάθει πως πόνεσα, αν δε γύρισα ποτέ την πλάτη μου στον οχτρό, δώσε μου την ευκή σου!

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο

Αγάπη, το φάρμακο της ψυχής

Γαληνεύει το μέσα σου άνθρωπε.

Αν εσύ προσπαθήσεις…ναι γαληνεύει…αν ψάξεις βαθιά στις ρίζες της ψυχής σου και βρεις την πηγή των συναισθημάτων σου τότε ναι θα γαληνέψει!

Θα φωτίσεις τις σκοτεινές πλευρές… εκείνες που ποτίστηκαν με μελάνι. Εκείνες που βάφτηκαν με μαύρο χρώμα όταν απογοητεύτηκες, όταν προδόθηκες όταν πόνεσες…

Όταν ζήτησες τρυφερότητα και δεν στην έδωσαν… Όταν σε απέρριψαν. Όταν γέλασαν μαζί σου… Ακόμα όταν άφησες να σε χειραγωγήσουν.

Μετάνιωσες … μετάνιωσες που τον πλήγωσες έτσι τον εαυτό σου… Τον άφησες έρμαιο στα χέρια των αιμοβόρων, διψασμένων για πόνο ανθρώπων…

Τέρατα ονομάζονται… εγωκεντρικά πλάσματα έτοιμα να σε κατασπαράξουν.

Μην τους αφήσεις!!!

Στάσου ένα λεπτό μονάχα και σκέψου… σκέψου εσένα να στέκεσαι ξανά στα δικά σου πόδια και να ηρεμείς την ψυχή σου. Να φέρνεις όμορφες αναμνήσεις στο μυαλό…

Θες να φτερουγίσει ξανά η καρδιά και να φύγει.

Να πετάξει τόσο μακριά που δεν θα θυμάται πως να επιστρέψει πίσω… για να μην διαλυθεί ξανά… για να μην ψάχνει πάλι να αναγεννηθεί μέσα απ’ τις στάχτες της. Δεν είναι εύκολο κάθε φορά…

Είναι κατόρθωμα να είσαι γαλήνιος σε όλο αυτό το παιχνίδι της ζωής… Ένα καλοστημένο παιχνίδι με απαράβατους κανόνες και καλά κρυμμένες παγίδες…

Μόνο αν είσαι δυνατός παίχτης και σπάσεις τους κανόνες θα γλυτώσεις τις καλά κρυμμένες παγίδες…

Ναι παντού έχει παγίδες, εμπόδια, νάρκες έτοιμες να εκραγούν…

Nα είσαι έτοιμος για κάθε εμπόδιο στην ζωή σου, για κάθε δυσκολία και κάθε ναρκοπέδιο…

Να τα αντιμετωπίζεις με χαρά για να φτάσεις το παιχνίδι στο μεγαλείο του …

Να είσαι γεμάτος περηφάνια, να ξανασηκώνεσαι… μην μένεις σωριασμένος χάμω… δεν είσαι σκουλήκι για να σέρνεσαι…

Να ζεις για σένα πρώτα απ’ όλους και να αγαπάς. Να αγαπάς! Είναι το φάρμακο της ψυχής! Αυτό που θέλει, που ζητά απεγνωσμένα κάθε φορά που την κάνουν να ασθενεί.

Να είσαι ευγνώμων στους ανθρώπους που είναι δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή.. στις πραγματικά δύσκολες στιγμές σου αναζήτησε τους και άσε τους κοντά… ακόμα και εκείνους που είναι κρυμμένοι, αυτοί είναι που σου δίνουν την πιο μεγάλη δύναμη…

Η φωνή της άρνησης

Με λένε άρνηση, κι όσο κι αν παλεύεις να κάνεις αυτό που κάνω εγώ- να με αρνηθείς – τόσο πιο κοντά σου έρχομαι.

Σε ρώτησαν τι θα έλεγα αν είχα φωνή. Κι εσύ απάντησες πως θα ζήταγα να τα παρατήσω όλα και να φύγω, να βρω τον εαυτό μου. Χαίρομαι που σύντομα κατάλαβες, ναι εσύ, ότι αυτή ήταν η δική σου φωνή, η δική σου ανάγκη, και όχι η δική μου.

Χαίρομαι που αποφάσισες να ακούσεις και τη δική μου φωνή.

Είμαι η άρνηση και ζω δίπλα σου πολλά χρόνια, κυριεύω συναισθήματά σου, ελέγχω συμπεριφορές σου, είμαι πιστή σου φίλη ειδικά όταν με διώχνεις.

Είμαι η άρνηση και ξέρεις τι θα έλεγα λοιπόν; Δεν πρόκειται να φύγω από δίπλα σου. Θα μένω κολλημένη πάνω σου πεισματικά όσο εσύ με αγνοείς. Δε θα σε αφήνω να δεις καθαρά τα πράγματα, ή μάλλον θα τα βλέπεις, και με πλήρη διαύγεια και συνείδηση θα τα αγνοείς. Κι αυτό θα σε σκοτώνει. Θα ξέρεις τι νιώθεις, θα ξέρεις τι θέλεις, θα ξέρεις τι σκέφτεσαι κι όμως θα τα βάζεις όλα στην άκρη, κάνοντας με ανοιχτά μάτια ότι δεν υπάρχουν. Ναι, αυτό θα σου κάνω! Θα με φοράς πάνω σου μέρα και νύχτα, σαν ρούχο απαραίτητο που χωρίς αυτό αισθάνεσαι την άσχημη γύμνια αυτού του κόσμου να ξεριζώνει τα σωθικά σου.

Ξέρεις όμως κάτι; Θα είμαι εκεί και εκείνες τις κρύες νύχτες που όλα είναι μαύρα. Πιστή φίλη όπως σου είπα και πριν. Αρνούμαι- μα αυτό ξέρω να κάνω καλά!- να σε αφήσω, όσο εσύ αρνείσαι να δεις το ρόλο ύπαρξής μου.

Εγώ αρνούμαι, κι εσύ φοβάσαι. Κι έχω μάθει πως ο φόβος κρύβει πόνο. Κι εγώ δε θέλω να σε πονέσω. Το αντίθετο. Σε καλύπτω με ένα πέπλο για να μην πονέσεις. Φοβάσαι! Φοβάσαι να ρισκάρεις, φοβάσαι να είσαι εσύ, φοβάσαι να μην είσαι στα πελάγη τελειότητας, φοβάσαι μη σε απορρίψουν, φοβάσαι που υπάρχεις, όσο κι αν περίτρανα υπερασπίζεσαι έννοιες όπως ελευθερία, ρίσκο, αυθορμητισμός, παρόρμηση, πάθος. Έχεις καταφέρει πολλά, πάρα πολλά, δοκιμάζεις πολλά, βλέπεις πολλά, όμως τα προσπερνάς με τόσο μεγάλη ευκολία, που ακόμα κι αυτά, εγώ, η άρνηση, σε κάνω να μην τα βλέπεις εστιασμένα. Θα σε αφήσω να τα δεις, όταν πρώτα δεις βαθιά τι είσαι εσύ. Θα σε αφήσω να ενθουσιαστείς με όσα έχεις καταφέρει, όταν πρώτα ενθουσιαστείς με τον εαυτό σου. Γιατί μέχρι τότε, απλά τα μειώνεις, πρώτα εσένα και μετά εκείνα. Γιατί και που τα βλέπεις, δεν τα αναγνωρίζεις. Γι’ αυτό και εκεί υπάρχω εγώ πάλι.

Όσο ζεις με τη σκέψη του τι θα κάνεις και τι θα πεις για να μην πληγώσεις τους άλλους, να ξέρεις πως εγώ θα ζω δίπλα σου με την σκέψη του να μην πληγώσω εσένα. Κάποιος πρέπει να το κάνει και αυτό δε νομίζεις;

Θα φύγω όταν με αποδεχτείς. Νάτο, και μόνο που το γράφω είσαι σε πανικό. Άραγε πόσο φοβάσαι μη σε αφήσει κάποιος; Ακόμα και τα άσχημα, οι άνθρωποι που σε πονάνε, πόσο σε φοβίζει το να σε αφήσουν; Πόσα απορρίπτεις από εσένα για να μη σε απορρίψουν οι άλλοι; Μην ανησυχείς. Όταν θα φύγω, δε θα με έχεις πια ανάγκη, και σίγουρα θα είμαι πάλι εκεί δίπλα σου με μανία όταν εσύ θα με θες. Όταν ακούσεις τη φωνή μου, όταν συμφιλιωθείς μαζί μου, θα πάρω άλλη μορφή πάνω σου, δε θα χαθώ, θα μεταμορφωθώ σε κάτι γόνιμο πια για σένα.

Έχω και θυμό μαζί σου. Είναι απίστευτο το πως μπορείς να δέχεσαι τον κάθε άλλον, με το κάθε τι περίεργο πάνω του, και δε μπορείς να αγαπήσεις τα δικά σου περίεργα! Είναι απίστευτο το πόσο έντονα αγνοείς τα θετικά σου κομμάτια θεωρώντας τα δεδομένα σε σένα, αλλά επιτεύγματα στους άλλους. Γιατί κορίτσι μου; Ποιός στο καλό σου είπε ότι πρέπει να κάνεις ένα σωρό πράγματα για να είσαι άξια; Τι κατάλοιπα κουβαλάς; Και πόσα στο διάολο κοσμήματα, πτυχία, επιτυχίες πρέπει να κουβαλάς επάνω σου για να νιώθεις ότι είσαι ιδιαίτερη; Και που τα έχεις, το ίδιο μίζερα νιώθεις. Καλύπτεις απλά κάπως τα βαθύτερα κενά σου.

Μην κλαις. Κάποιος έπρεπε να σου τα χώσει κάποια στιγμή. Καλύτερα να το κάνω εγώ, που σου ανήκω. Ναι, κομμάτι σου είμαι! Κομμάτι που δε σου αρέσει, γι’ αυτό απωθείς συνεχώς, όπως κάνεις με όλα που δε σου αρέσουν σε σένα. Τα βάζεις τιμωρία στον τοίχο, τα κρίνεις, τα μαλώνεις, δεν τα δέχεσαι. Και εκεί έρχομαι κι εγώ σαν άρνηση ντυμένη να τα υπερασπιστώ. Στρέφω το βλέμμα σου αλλού. Γιατί κι αυτά κομμάτια σου είναι και πονάνε. Κι όσο πονάς εσύ όταν σε απορρίπτουν, άλλο τόσο ματώνει ο εαυτός σου όταν τον απορρίπτεις εσύ. Κι εγώ, η άρνηση, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, να σε αφήσω να το κάνεις αυτό!

Είμαι η άρνηση και ξέρεις κάτι; Υπάρχω γιατί ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, επιτέλους όμως χρειάζεσαι λίγη ξεκούραση! Ψυχική, συναισθηματική, νοητική, σωματική. Και πρέπει κάποιος να στη δώσει. Αν δεν το κάνεις εσύ, θα το κάνω εγώ, έστω κι έτσι.

Στο χθες σου υπήρχα και σου εξήγησα γιατί. Στο τώρα σου… Τώρα είσαι τόσο μπερδεμένη, που αν σε αφήσω να στραφείς κάπου, θα πέσεις. Και έχεις πέσει αρκετά τελευταία. Και σου αξίζει και σένα να πέσεις πιο ομαλά σε κάτι. Κι αν θεωρείς ότι δε σου έχει συμβεί και τίποτα δύσκολο ώστε να νιώθεις τώρα έτσι, να ξέρεις πως ο κάθε άνθρωπος μοναδικά βιώνει την κάθε κατάσταση. Ξέρεις και ξέρω ανθρώπους που δεν έχουν περάσει τίποτα και γκρινιάζουν και άλλους που έχουν επιβιώσει από τραγικές καταστάσεις. Γιατί πρέπει να το ορίσεις; Γιατί δεν δικαιούσαι λίγη ηρεμία; Γιατί τόση ενοχή στην ύπαρξη ηρεμίας και χαράς; Όσο δεν αφήνεις τον εαυτό σου να ζήσει και να χαμογελάσει, να ξέρεις, πως εγώ αρνούμαι να φύγω από δίπλα σου, και έχω τους λόγους μου.

Αγάπησέ με, δε θέλω το κακό σου. Αγάπησέ με, είμαι μέρος σου. Εγώ σου έμαθα να αρνείσαι να βλέπεις συνειδητά, όμως μην αρνείσαι την άρνηση, μην αρνείσαι εμένα, μην αρνείσαι τον ίδιο σου τον εαυτό. Υπάρχω συνοδοιπόρος σου για να μάθεις να αρνείσαι άλλα πράγματα, όχι όμως εσένα. Αποδέξου με. Και τότε, θα χαμογελάμε μαζί με άρνηση σε ό,τι σε τρομάζει, σε ό,τι σε πονάει, σε ό,τι σε απορρίπτει. Σε αγαπάω.

Τα σύνορα του εγώ και η διαφορά του ερωτικού αισθήματος από την αληθινή αγάπη

Η λαθεμένη αντίληψη ότι ο έρωτας είναι ένας τύπος αγάπης είναι τόσο δυνατή, ακριβώς επειδή περιέχει έναν κόκκο αλήθειας.

Η εμπειρία της αληθινής αγάπης έχει και αυτή να κάνει με σύνορα του εγώ, μιας και συνεπάγεται μιαν επέκταση των ορίων μας. Τα όρια μας είναι τα σύνορα του εγώ μας. Όταν επεκτείνουμε τα όριά μας μέσω της αγάπης, το κάνουμε προσπαθώντας, σαν να λέμε, να τεντωθούμε για να φτάσουμε ως το αγαπημένο μας πρόσωπο, του οποίου επιθυμούμε να βοηθήσουμε την ανάπτυξη. Για να είμαστε σε θέση να το κάνουμε πρέπει πρώτα το αντικείμενο της αγάπης μας να γίνει αγαπημένο σε μας: με άλλα λόγια πρέπει να γοητευτούμε απ’ αυτό, να επενδύσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτό και να δεσμευτούμε με αυτό το αντικείμενο που είναι έξω από μας, πέρα από τα δικά μας σύνορα. Οι ψυχίατροι ονομάζουν αυτή τη διαδικασία της προσέλκυσης, επένδυσης και δέσμευσης «κάθεξη», και λέμε ότι εμείς «κατέχουμε» το αγαπημένο αντικείμενο. Αλλά όταν κατέχουμε ένα έξω από μας αντικείμενο, ψυχολογικά ενσωματώνουμε επίσης μιαν ιδέα αυτού του αντικειμένου μέσα μας.

Για παράδειγμα, ας πάρουμε έναν άνθρωπο που έχει πάθος την κηπουρική. Είναι ένα πάθος ικανοποιητικό και πολυέξοδο. Ο άνθρωπος αυτός «αγαπά» να καταγίνεται με τον κήπο του. Ο κήπος του σημαίνει πολλά γι’ αυτόν. Αυτός ο άνθρωπος έχει «καθέξει» τον κήπο του. Τον βρίσκει ελκυστικό, έχει «επενδύσει» τον εαυτό του σ’ αυτόν, είναι «δεσμευμένος» με αυτόν – σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να πηδάει από το κρεβάτι χαράματα την Κυριακή για να ξαναγυρίσει σ’ αυτόν και ακόμα μπορεί να παραμελήσει τη γυναίκα του γι’ αυτόν. Στη διάρκεια της «κάθεξής» του, και για να καλλιεργήσει τα λουλούδια και τους θάμνους του, μαθαίνει ένα σωρό πράγματα. Αποκτά πολλές γνώσεις σχετικά με την κηπουρική – για τα χώματα, λιπάσματα, για εμφύτευση και κλάδεμα. Και γνωρίζει τον δικό του συγκεκριμένο κήπο: την ιστορία του, τον τύπο των λουλουδιών και των φυτών που έχει, το σχεδιάγραμμά του, τα προβλήματά του και το μέλλον του. Παρά το γεγονός ότι ο κήπος υπάρχει έξω απ’ αυτόν, ωστόσο διαμέσου της κάθεξης έφτασε να υπάρχει μέσα του. Η γνώση που έχει για τον κήπο του και η σημασία που ο κήπος του έχει γι’ αυτόν αποτελούν μέρος του εαυτού του, μέρος της ταυτότητάς του, μέρος της ιστορίας του, μέρος των γνώσεών του. Με το να αγαπά και να κατέχει τον κήπο του, έχει πραγματικά ενσωματώσει τον κήπο μέσα στον εαυτό του και, με αυτή την ενσωμάτωση, ο εαυτός του μεγάλωσε και τα σύνορα του εγώ του επεκτάθηκαν.

Αυτό που συμβαίνει λοιπόν στην πορεία μιας πολύχρονης αγάπης, και της επέκτασης των ορίων μας για τις καθέξεις μας, είναι ένα βαθμιαίο αλλά προοδευτικό μεγάλωμα του εαυτού μας, μια ενσωμάτωση μέσα μας του έξω κόσμου και μια ανάπτυξη, ένα άπλωμα και μια λέπτυνση των συνόρων του εγώ μας. Με τον τρόπο αυτό, όσο περισσότερο και μακρύτερα επεκτείνουμε τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο αγαπάμε και τόσο πιο αχνό γίνεται το ξεχώρισμα του εαυτού μας από τον κόσμο. Ταυτιζόμαστε με τον κόσμο. Και καθώς τα σύνορα του εγώ μας γίνονται αχνά και άτονα, αρχίζουμε όλο και περισσότερο να βιώνουμε το ίδιο συναίσθημα έκστασης που έχουμε όταν ένα μέρος από τα σύνορα του εγώ μας καταρρέει και «πέφτουμε στα δίχτυα του έρωτα». Μόνο που, αντί να έχουμε συγχωνευτεί προσωρινά και χιμαιρικά με ένα μόνο αγαπημένο αντικείμενο, έχουμε συγχωνευτεί πραγματικά και πιο μόνιμα με ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου. Μια «μυστική ένωση» μπορεί να εδραιωθεί με ολόκληρο τον κόσμο. Το συναίσθημα της έκστασης ή ευδαιμονίας που συντροφεύει αυτή την ένωση, αν και είναι ίσως ηπιότερο και λιγότερο δραματικό από εκείνο που συντροφεύει το ερωτικό αίσθημα, είναι ωστόσο πολύ πιο σταθερό και διαρκές και τελικά πιο ικανοποιητικό. Η διαφορά ακριβώς μεταξύ της κορυφαίας εμπειρίας που χαρακτηρίζεται από το ερωτικό αίσθημα και της εμπειρίας που ο Αβραάμ Μάσλοου ονομάζει «υψιπεδική εμπειρία». Τα ύψη δεν αντικρίζονται ξαφνικά και χάνονται πάλι από τα μάτια μας· κατακτώνται μια για πάντα.

Είναι φανερό και κατανοητό απ’ όλους ότι η σεξουαλική δραστηριότητα και η αγάπη, ενώ μπορεί να επέλθουν ταυτόχρονα, είναι συχνά ασύνδετες μεταξύ τους γιατί είναι στη βάση τους ξεχωριστά φαινόμενα. Η ίδια η σεξουαλική πράξη δεν είναι πράξη αγάπης. Ωστόσο, η εμπειρία της σεξουαλικής σχέσης και ειδικότερα του οργασμού (ακόμα και στον αυνανισμό) είναι μια εμπειρία που συνδέεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό με το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ και την έκσταση που επακολουθεί. Ακριβώς λόγω αυτού του γκρεμίσματος των συνόρων του εγώ, συμβαίνει να ξεφωνίσουμε στην κορύφωση του οργασμού «σ’ αγαπώ» ή «Ω, Θεούλη μου!» σε μια πόρνη για την οποία ύστερα από λίγες στιγμές, όταν τα σύνορα του εγώ θα έχουν ξαναγυρίσει στην προτινή θέση τους, μπορεί να μη νιώθουμε ούτε στάλα τρυφερότητα, αρέσκεια ή συναισθηματικό νιώσιμο.

Με αυτό δε θέλω να πω ότι η έκσταση της εμπειρίας του οργασμού δεν μπορεί να αυξηθεί αν τη μοιράζεσαι με κάποιον που αγαπάς· μπορεί. Αλλά ακόμα και χωρίς έναν αγαπημένο σύντροφο ή οποιονδήποτε σύντροφο, το γκρέμισμα των συνόρων του εγώ που συμβαίνει σε συνάφεια με τον οργασμό, μπορεί να είναι ολικό· για ένα δευτερόλεπτο μπορεί να ξεχάσουμε ολοκληρωτικά ποιοι είμαστε, να μην έχουμε καμιά αίσθηση του εαυτού μας, να χαθούμε από το χρόνο και το χώρο, να είμαστε εκτός εαυτού, να είμαστε συνεπαρμένοι. Μπορούμε να γίνουμε ένα με το σύμπαν. Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο.

Περιγράφοντας την παρατεταμένη «ενότητα με το σύμπαν» που είναι συνυφασμένη με την αληθινή αγάπη, σε σύγκριση με την προσωρινή ενότητα του οργασμού, χρησιμοποίησα τις λέξεις «μυστική ενότητα». Μυστικισμός είναι ουσιαστικά η πίστη ότι η πραγματικότητα είναι κάτι ενιαίο. Οι πιο συνεπείς μυστικιστές πιστεύουν ότι η συνηθισμένη αντίληψη του σύμπαντος ότι περικλείνει πλήθος ξέχωρα αντικείμενα – αστέρια, πλανήτες, δέντρα, πουλιά, σπίτια, εμάς τους ίδιους -, όλα χωρισμένα το ένα από το άλλο με σύνορα, είναι μια λαθεμένη αντίληψη, μια ψευδαίσθηση. Σε τούτη τη γενική λαθεμένη αντίληψη, στον κόσμο τούτο της ψευδαίσθησης που οι περισσότεροι λαθεμένα τάχα πιστεύουμε πως είναι πραγματικός, ινδουϊστές και οι βουδιστές δίνουν την ονομασία «Μάγια». Αυτοί και άλλοι μυστικιστές πιστεύουν ότι η αληθινή πραγματικότητα μπορεί να γνωσθεί μόνο με την εμπειρία του ενιαίου μέσω της εγκατάλειψης των συνόρων του εγώ. Είναι αδύνατο να δει κανείς πραγματικά την ενότητα του σύμπαντος όσο εξακολουθεί να βλέπει τον εαυτό του σαν ένα ξεχωριστό αντικείμενο αποσπασμένο και διακρινόμενο από το υπόλοιπο σύμπαν με κάποιον τρόπο, σχήμα ή μορφή. Οι ινδουϊστές και οι βουδιστές θεωρούν συχνά, γι’ αυτό το λόγο, ότι το βρέφος πριν αναπτύξει τα σύνορα του εγώ του, γνωρίζει την πραγματικότητα, ενώ οι ενήλικοι δεν τη γνωρίζουν. Μερικοί μάλιστα προτείνουν την άποψη ότι ο δρόμος προς τη φώτιση ή τη γνώση του ενιαίου της πραγματικότητας απαιτεί να πισωδρομήσουμε ή να κάνουμε τους εαυτούς μας νήπια. Αυτό μπορεί να είναι μια επικίνδυνα δελεαστική διδασκαλία για ορισμένους εφήβους και νέους που δεν είναι προετοιμασμένοι να επωμιστούν ευθύνες ενηλίκων, οι οποίες τους φαίνονται τρομακτικές, συντριπτικές, και απαιτητικές πέρα από τις δυνατότητές τους. «Δεν είμαι υποχρεωμένος να περάσω απ’ όλα αυτά», μπορεί να σκέφτεται ένα τέτοιο άτομο. «Μπορώ να παραιτηθώ από την προσπάθεια να γίνω ένας ενήλικος και να εγκαταλείψω τις απαιτήσεις των ενηλίκων καταφεύγοντας στην αγιότητα». Σχιζοφρένεια όμως, μάλλον, παρά αγιότητα πετυχαίνεις, ενεργώντας με βάση αυτή την υπόθεση.

Οι περισσότεροι μυστικιστές καταλαβαίνουν την αλήθεια που αναπτύξαμε στο τέλος της ανάλυσης του θέματος της πειθαρχίας: ότι δηλαδή πρέπει να κατέχουμε ή να δημιουργούμε κάτι πριν παραιτηθούμε απ’ αυτό, και μολαταύτα να διατηρούμε τα προσόντα μας και τη βιωσιμότητά μας. Το βρέφος χωρίς τα σύνορα του δικού του εγώ μπορεί να είναι σε πιο στενή επαφή με την πραγματικότητα από τους γονείς του, αλλά είναι ανίκανο να επιβιώσει χωρίς τη φροντίδα αυτών των γονέων, και ανίκανο να μεταδώσει τη σοφία του. Ο δρόμος για την αγιότητα περνάει μέσα από την ενηλικιότητα. Δεν υπάρχουν ευκολοδιάβατοι συντομότεροι δρόμοι. Τα σύνορα του εγώ πρέπει πρώτα να σκληρύνουν για να μπορέσουν κατόπι να απαλυνθούν. Μία ταυτότητα πρέπει πρώτα εδραιωθεί για να μπορέσει κατόπι να γίνει υπερβατή. Πρέπει ένας να βρει τον εαυτό του για να μπορέσει κατόπι να τον χάσει. Η προσωρινή απελευθέρωση από τα σύνορα του εγώ που συνδέεται με το ερωτικό αίσθημα, τη σεξουαλική σχέση ή τη χρησιμοποίηση ορισμένων ψυχοδιεγερτικών ναρκωτικών μπορεί να προσφέρει μια γρήγορη ματιά στη Νιρβάνα, αλλά όχι την ίδια τη Νιρβάνα. Η θέση που υποστηρίζει το βιβλίο είναι ότι η Νιρβάνα ή η διαρκής φώτιση ή η αληθινή πνευματική ανάπτυξη μπορούν να επιτευχθούν μόνο μέσω της επίμονης άσκησης της αληθινής αγάπης.

Κοντολογίς, λοιπόν, η προσωρινή απώλεια των συνόρων του εγώ που συνεπάγεται το ερωτικό αίσθημα και η σεξουαλική σχέση, όχι μόνο μας οδηγεί σε δεσμεύσεις με άλλους ανθρώπους με τους οποίους μπορεί να αρχίσει η αληθινή αγάπη, αλλά και μας δίνει μια πρόγευση από (και συνεπώς το κέντρισμα προς) την πιο διαρκή μυστική έκσταση που μπορεί να γίνει δική μας έπειτα από μια ολόκληρη ζωή αγάπης. Από την άποψη αυτή, το ερωτικό αίσθημα, αν και δεν είναι το ίδιο αγάπη, αποτελεί ωστόσο ένα μέρος της μεγάλης και μυστηριακής περιπέτειας της αγάπης.

Μπορεί να γνωρίζουμε και οι επιθυμίες να εξακολουθούν να συγκρούονται

Μελετώντας τον άνθρωπο στην τωρινή του κατάσταση ύπνου, απουσίας, ενότητας, μηχανικότητας και έλλειψης ελέγχου, βρίσκουμε και διάφορες άλλες κακές λειτουργίες που είναι το αποτέλεσμα της κατάστασής του· ιδιαίτερα το γεγονός ότι λέει συνέχεια ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους. Την ψυχολογία του συνηθισμένου ανθρώπου θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και μελέτη του ψέματος, διότι ο άνθρωπος λέει ψέματα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο· και στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να πει την αλήθεια. Δεν είναι τόσο απλό να λέμε την αλήθεια· πρέπει να μάθουμε πως να το κάνουμε και καμιά φορά χρειάζεται πάρα πολύς καιρός.

Ψέμα είναι να σκεφτόμαστε ή να μιλάμε για πράγματα που δεν γνωρίζουμε· αυτή είναι η αρχή του ψέματος. Δεν σημαίνει το ψέμα που λέγεται σκόπιμα – να λέμε παραμύθια, όπως για παράδειγμα, ότι υπάρχει μια αρκούδα στο άλλο δωμάτιο. Μπορούμε να πάμε στο άλλο δωμάτιο και να δούμε πως δεν υπάρχει αρκούδα. Αλλά αν συγκεντρώσουμε όλες τις θεωρίες που διατυπώνουν οι άνθρωποι για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε σχετικά, θα δούμε που αρχίζει το ψέμα. Ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τον εαυτό του, δεν γνωρίζει τίποτε και όμως έχει θεωρίες για τα πάντα. Οι περισσότερες από τις θεωρίες είναι ψέμα.

Η γνώση από μόνη της δεν είναι αρκετή. Μπορεί να γνωρίζουμε και οι επιθυμίες να εξακολουθούν να συγκρούονται, διότι κάθε επιθυμία αντιπροσωπεύει διαφορετική θέληση. Αυτό που ονομάζουμε θέλησή μας με τη συνηθισμένη έννοια δεν είναι παρά η συνισταμένη επιθυμιών. Η συνισταμένη πολλές φορές φτάνει σε μια συγκεκριμένη γραμμή δράσης και άλλες φορές δεν μπορεί να φτάσει σε καμία γραμμή, διότι μια επιθυμία ακολουθεί μία κατεύθυνση και κάποια άλλη, άλλη κατεύθυνση και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε τι να κάνουμε. Αυτή είναι η συνηθισμένη μας κατάσταση. Βέβαια ο μελλοντικός μας στόχος θα πρέπει να είναι να αποτελέσουμε ενότητα αντί να είμαστε πολλοί, διότι για να κάνουμε οτιδήποτε σωστά, για να γνωρίζουμε οτιδήποτε σωστά, για να φτάσουμε οπουδήποτε, πρέπει να γίνουμε ένας. Είναι ένας απώτατος σκοπός και δεν μπορούμε να αρχίσουμε να τον προσεγγίζουμε πριν γνωρίσουμε τον εαυτό μας, διότι, στην κατάσταση που είμαστε τώρα, η άγνοιά μας για τον εαυτό μας είναι τέτοια, που όταν την δούμε αρχίζει να μας πιάνει πανικός μήπως δεν βρούμε το δρόμο μας πουθενά.

Το ανθρώπινο ον είναι μια πολύ περίπλοκη μηχανή και πρέπει να μελετηθεί σαν μηχανή. Αντιλαμβανόμαστε ότι για να ελέγξουμε οποιοδήποτε είδος μηχανής, όπως ένα αυτοκίνητο ή μια μηχανή τρένου, θα πρέπει πρώτα να μάθουμε. Δεν μπορούμε να ελέγχουμε τις μηχανές αυτές ενστικτωδώς, αλλά για κάποιο λόγο νομίζουμε ότι το συνηθισμένο ένστικτο είναι αρκετό για να ελέγχει την ανθρώπινη μηχανή, αν και είναι πολύ πιο περίπλοκη. Αυτή είναι μία από τις πρώτες εσφαλμένες υποθέσεις: δεν αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να μάθουμε, ότι ο έλεγχος είναι ζήτημα γνώσης και επιδεξιότητας.

Έρωτας δεν είναι το άγαρμπο σμίξιμο

«Απελευθερώσαμε» τον έρωτα αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να τον διδάξουμε, να δείξουμε τον πλούτο, την ποικιλία, τις αποχρώσεις σε μια νεολαία που έχει μπερδευτεί: από τη μια ακούει τη ρητορική του φτηνού ρομαντισμού, από την άλλη αντιμετωπίζει την πορνογραφία.

Πρέπει να μαθαίνουμε τα περί αναπαραγωγής στο σχολείο προπάντων όμως πρέπει να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τους ποιητές, τους μυθιστοριογράφους, τους φιλοσόφους της ηθικής, ώστε να καταλάβουμε ότι η ερωτική έλξη δεν είναι η πρόσθεση δυο σκιρτημάτων ή το άγαρμπο σμίξιμο δυο σωμάτων.

Το σχολείο οφείλει να διαλύει τις προκαταλήψεις και να φανερώνει τις αποχρώσεις ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό», στο «άσπρο» και στο «μαύρο».

Σύμφωνα με την αναφορά Obin σχετικά με τη θρησκεία στα σχολεία, που δημοσιεύτηκε το 2019, ξέρουμε ότι το έργο του Ρουσσό και η Μαντάμ Μποβαρύ δεν διδάσκονται σε ορισμένα λύκεια, επειδή θεωρούνται «ανήθικα». Η συναισθηματική δυστυχία πολλών υποβαθμισμένων προαστίων, που οφείλεται στο κοκτέιλ θρησκευτικού σκοταδισμού και πορνογραφικής ρητορικής, θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί στο σχολείο: το σχολείο οφείλει να διαλύει τις προκαταλήψεις και να φανερώνει τις αποχρώσεις ανάμεσα στο «καλό» και στο «κακό», στο «άσπρο» και στο «μαύρο». Οι «αλητήριοι» και τα «κατακάθια» φαίνεται ότι διαχέονται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών της μεσαίας τάξης, προκαλώντας περιορισμένη χρήση της γλώσσας (λεξιπενία) και εκβαρβαρισμό της συμπεριφοράς.

Αντίδοτο θα ήταν η μελέτη της λογοτεχνίας –δηλαδή των γλωσσικών συγκινήσεων–, που μας προσφέρει τη δυνατότητα να εκφραζόμαστε με λεπτότητα, οξύνοια και φινέτσα. Μια τέτοια γλωσσική έκφραση είναι ένδειξη κοινωνικής υγείας.

Η ζωή είναι το τώρα

Ο Ονομίτο μου εξήγησε τη σημασία που δίνει το Ζεν στη στιγμή. «Είναι δύσκολο για τη Δυτική σκέψη να κατανοήσει το Ζεν, πρωταρχικά εξαιτίας της διαφοράς στην έμφαση σχετικά με την αξία της στιγμής. Για το Ζεν τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία, όσο η στιγμή. Η ζωή είναι το τώρα. Το χθες ήταν παρελθόν κι έχει φύγει, και γι’ αυτό κάτι μη πραγματικό, με μόνο πραγματικό την επίπτωσή του πάνω στη στιγμή. Το μέλλον πάλι δεν είναι πραγματικό, και πιθανό να μη γίνει ποτέ τίποτα περισσότερο και να παραμείνει απλά ένα όνειρο. Έτσι απομένει απλά το τώρα, η στιγμή, σαν μοναδική πραγματικότητα. Ωστόσο – είπε – πάρα πολλοί άνθρωποι ζουν μόνο κάτω από τη σκιά της επιτυχίας ή των λαθών του παρελθόντος, ή των πιθανοτήτων και των ελπίδων του μέλλοντος. Δε δείχνουν να καταλαβαίνουν πως, όταν ασχολούνται μ’ αυτούς τους κόσμους του μη-πραγματικού, χάνουν τις «στιγμές», που η συσσώρευσή τους φτιάχνει μια ζωή. 

Η ζωή λοιπόν γίνεται μια σειρά από στιγμές, που είτε τις ζούμε είτε τις χάνουμε. Μια που οι στιγμές περνούν σαν χρόνος, γρήγορα δεν απομένει τίποτα κι η ζωή περνά, αφήνοντας μερικές φτωχές, δυστυχισμένες ψυχές, χωρίς να έχουν ζήσει ποτέ το παραμικρό».

Ακολουθεί μια ιστορία για να σκεφτούμε:

Ήταν ένας βουδιστής μοναχός που κάποια μέρα ανακάλυψε ότι έτρεχε κυνηγημένος από μια πεινασμένη αρκούδα. Η αρκούδα τον κυνήγησε ως την άκρη ενός γκρεμού. Δεν του έμενε τίποτε άλλο να κάνει, αν δεν ήθελε να γίνει τροφή για το πεινασμένο στομάχι της αρκούδας, απ’ το να πηδήσει στον γκρεμό. Το έκανε και μπόρεσε να πιαστεί γερά, καθώς έπεφτε, από το κλαδί ενός θάμνου που φύτρωνε στα πλαϊνά του γκρεμού. Καθώς κρεμόταν αποκεί, κοιτάζοντας την πεινασμένη αρκούδα από πάνω, άκουσε το μουγκρητό κάποιου, το ίδιο πεινασμένου λιονταριού, που ήταν βαθιά κάτω και που τον περίμενε να κουραστεί, να χαλαρώσει το κράτημά του και να πέσει στις άγριες μασέλες του.

Καθώς ο μοναχός κρεμόταν έτσι εκεί πέρα, με την πεινασμένη αρκούδα από πάνω και το ψόφιο της πείνας λιοντάρι από κάτω, παρατήρησε τα κεφαλάκια δυο σκίουρων στο πλάι του γκρεμού. Αμέσως οι σκίουροι άρχισαν να ροκανίζουν τα χλωρά κλαδιά του θάμνου απ’ όπου εκείνος κρεμόταν έτσι απελπισμένα.

Και μονομιάς ο μοναχός είδε ότι ακριβώς λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα τσαμπί από αγριοφράουλες. Ήρεμα άπλωσε το άλλο χέρι, πήρε την πιο μεγάλη, την πιο κόκκινη και την πιο ώριμη από τις φράουλες και την έβαλε στο στόμα του.

«Τι νόστιμη!» είπε.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.13.3-4.14.4)

[4.13.3] Τοῦτον τὸν Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου, ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα, ὅτι οὐ βιωτόν οἵ ἐστι μὴ τιμωρησαμένῳ Ἀλέξανδρον τῆς ὕβρεως, καὶ τὸν Σώστρατον οὐ χαλεπῶς συμπεῖσαι μετασχεῖν τοῦ ἔργου, ἅτε ἐρῶντα. [4.13.4] ὑπὸ τούτων δὲ ἀναπεισθῆναι Ἀντίπατρόν τε τὸν Ἀσκληπιοδώρου τοῦ Συρίας σατραπεύσαντος καὶ Ἐπιμένην τὸν Ἀρσαίου καὶ Ἀντικλέα τὸν Θεοκρίτου καὶ Φιλώταν τὸν Κάρσιδος τοῦ Θρᾳκός. ὡς οὖν περιῆκεν ἐς Ἀντίπατρον ἡ νυκτερινὴ φυλακή, ταύτῃ τῇ νυκτὶ ξυγκείμενον εἶναι ἀποκτεῖναι Ἀλέξανδρον, κοιμωμένῳ ἐπιπεσόντας.
[4.13.5] Ξυμβῆναι δὲ οἱ μὲν αὐτομάτως λέγουσιν ἔστε ‹ἐφ᾽› ἡμέραν πίνειν Ἀλέξανδρον, Ἀριστόβουλος δὲ ὧδε ἀνέγραψε. Σύραν γυναῖκα ἐφομαρτεῖν Ἀλεξάνδρῳ κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην καὶ ταύτην τὸ μὲν πρῶτον γέλωτα εἶναι Ἀλεξάνδρῳ τε καὶ τοῖς ἀμφ᾽ αὐτόν· ὡς δὲ τὰ πάντα ἐν τῇ κατοχῇ ἀληθεύουσα ἐφαίνετο, οὐκέτι ἀμελεῖσθαι ὑπ᾽ Ἀλεξάνδρου, ἀλλ᾽ εἶναι γὰρ τῇ Σύρᾳ πρόσοδον πρὸς τὸν βασιλέα καὶ νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν, καὶ καθεύδοντι πολλάκις ἤδη ἐπιστῆναι. [4.13.6] καὶ δὴ καὶ τότε ἀπαλλασσομένου ἐκ τοῦ πότου κατεχομένην ἐκ τοῦ θείου ἐντυχεῖν, καὶ δεῖσθαι ἐπανελθόντα πίνειν ὅλην τὴν νύκτα· καὶ Ἀλέξανδρον θεῖόν τι εἶναι νομίσαντα ἐπανελθεῖν τε καὶ πίνειν, καὶ οὕτως τοῖς παισὶ διαπεσεῖν τὸ ἔργον.
[4.13.7] Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ἐπιμένης ὁ Ἀρσαίου τῶν μετεχόντων τῆς ἐπιβουλῆς φράζει τὴν πρᾶξιν Χαρικλεῖ τῷ Μενάνδρου, ἐραστῇ ἑαυτοῦ γεγονότι· Χαρικλῆς δὲ φράζει Εὐρυλόχῳ τῷ ἀδελφῷ τῷ Ἐπιμένους. καὶ ὁ Εὐρύλοχος ἐλθὼν ἐπὶ τὴν σκηνὴν τὴν Ἀλεξάνδρου Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου τῷ σωματοφύλακι καταλέγει ἅπαν τὸ πρᾶγμα· ὁ δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασε. καὶ ὁ Ἀλέξανδρος ξυλλαβεῖν κελεύει ὧν τὰ ὀνόματα εἶπεν ὁ Εὐρύλοχος· καὶ οὗτοι στρεβλούμενοι σφῶν τε αὐτῶν κατεῖπον τὴν ἐπιβουλὴν καί τινας καὶ ἄλλους ὠνόμασαν.
[4.14.1] Ἀριστόβουλος μὲν λέγει ὅτι καὶ Καλλισθένην ἐπᾶραι σφᾶς ἔφασαν ἐς τὸ τόλμημα· καὶ Πτολεμαῖος ὡσαύτως λέγει. οἱ δὲ πολλοὶ οὐ ταύτῃ λέγουσιν, ἀλλὰ διὰ μῖσος γὰρ τὸ ἤδη ὂν πρὸς Καλλισθένην ἐξ Ἀλεξάνδρου καὶ ὅτι ὁ Ἑρμόλαος ἐς τὰ μάλιστα ἐπιτήδειος ἦν τῷ Καλλισθένει, οὐ χαλεπῶς πιστεῦσαι τὰ χείρω ὑπὲρ Καλλισθένους Ἀλέξανδρον. [4.14.2] ἤδη δέ τινες καὶ τάδε ἀνέγραψαν, τὸν Ἑρμόλαον προαχθέντα ἐς τοὺς Μακεδόνας ὁμολογεῖν τε ἐπιβουλεῦσαι—καὶ γὰρ οὐκ εἶναι ἔτι ἐλευθέρῳ ἀνδρὶ φέρειν τὴν ὕβριν τὴν Ἀλεξάνδρου—πάντα καταλέγοντα, τήν τε Φιλώτα οὐκ ἔνδικον τελευτὴν καὶ ‹τὴν› τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Παρμενίωνος ἔτι ἐκνομωτέραν καὶ τῶν ἄλλων τῶν τότε ἀποθανόντων, καὶ τὴν Κλείτου ἐν μέθῃ ἀναίρεσιν, καὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν Μηδικήν, καὶ τὴν προσκύνησιν τὴν βουλευθεῖσαν καὶ οὔπω πεπαυμένην, καὶ πότους τε καὶ ὕπνους τοὺς Ἀλεξάνδρου· ταῦτα οὐ φέροντα ἔτι ἐλευθερῶσαι ἐθελῆσαι ἑαυτόν τε καὶ τοὺς ἄλλους Μακεδόνας. [4.14.3] τοῦτον μὲν δὴ αὐτόν τε καὶ τοὺς ξὺν αὐτῷ ξυλληφθέντας καταλευσθῆναι πρὸς τῶν παρόντων. Καλλισθένην δὲ Ἀριστόβουλος μὲν λέγει δεδεμένον ἐν πέδαις ξυμπεριάγεσθαι τῇ στρατιᾷ, ἔπειτα νόσῳ τελευτῆσαι, Πτολεμαῖος δὲ ὁ Λάγου στρεβλωθέντα καὶ κρεμασθέντα ἀποθανεῖν. οὕτως οὐδὲ οἱ πάνυ πιστοὶ ἐς τὴν ἀφήγησιν καὶ ξυγγενόμενοι ἐν τῷ τότε Ἀλεξάνδρῳ ὑπὲρ τῶν γνωρίμων τε καὶ οὐ λαθόντων σφᾶς ὅπως ἐπράχθη ξύμφωνα ἀνέγραψαν. [4.14.4] πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα ὑπὲρ τούτων αὐτῶν ἄλλοι ἄλλως ἀφηγήσαντο, ἀλλ᾽ ἐμοὶ ταῦτα ἀποχρῶντα ἔστω ἀναγεγραμμένα. ταῦτα μὲν δὴ οὐ πολλῷ ὕστερον πραχθέντα ἐγὼ ἐν τοῖσδε τοῖς ἀμφὶ Κλεῖτον ξυνενεχθεῖσιν Ἀλεξάνδρου ἀνέγραψα, τούτοις μᾶλλόν τι οἰκεῖα ὑπολαβὼν ἐς τὴν ἀφήγησιν.

***
[4.13.3] Ο Ερμόλαος αυτός στενοχωρήθηκε για την προσβολή και είπε στον Σώστρατο, τον γιο του Αμύντα, που ήταν συνομήλικος και εραστής του, ότι δεν άξιζε πλέον να ζει, αν δεν εκδικηθεί τον Αλέξανδρο για την προσβολή. Και έπεισε χωρίς δυσκολία τον Σώστρατο να πάρει μέρος στη συνωμοσία, γιατί ήταν εραστής του. [4.13.4] Αυτοί πάλι έπεισαν τον Αντίπατρο, τον γιο του Ασκληπιόδωρου, ο οποίος υπηρέτησε σατράπης στη Συρία, και τον Επιμένη, τον γιο του Αρσαίου, και τον Αντικλή, τον γιο του Θεοκρίτου και τον Φιλώτα, τον γιο του Κάρση από τη Θράκη. Συμφωνήθηκε, λοιπόν, όταν ερχόταν η σειρά να φυλάξει ο Αντίπατρος νυχτερινή φρουρά, να σκοτώσουν εκείνη τη νύχτα τον Αλέξανδρο εφορμώντας εναντίον του, ενώ κοιμόταν.
[4.13.5] Υπάρχουν συγγραφείς που αναφέρουν ότι τυχαία ο Αλέξανδρος παρέτεινε την οινοποσία ως τα ξημερώματα, ο Αριστόβουλος όμως έγραψε τα εξής. Μία θεόπνευστη γυναίκα από τη Συρία ακολουθούσε τον Αλέξανδρο. Στην αρχή ο Αλέξανδρος και η ακολουθία του την περιγελούσαν, επειδή όμως φαίνονταν αληθινά όλα όσα έλεγε την ώρα της έμπνευσης, δεν την αντιμετώπιζε πια αδιάφορα ο Αλέξανδρος, αλλά η γυναίκα αυτή είχε την άδεια να προσέρχεται ελεύθερα στον βασιλιά νύχτα και μέρα, πολλές φορές μάλιστα να στέκεται πάνω του, όταν κοιμόταν. [4.13.6] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος αποχωρώντας από το συμπόσιο την συνάντησε να έχει καταληφθεί από θεϊκή έμπνευση, και αυτήν τον παρακάλεσε να επιστρέψει και να συνεχίσει να πίνει όλη τη νύχτα. Επειδή νόμισε ο Αλέξανδρος ότι αυτό ήταν θεϊκό μήνυμα, επέστρεψε και εξακολούθησε να πίνει· έτσι απέτυχε η συνωμοσία των βασιλικών παίδων.
[4.13.7] Την επόμενη μέρα ο Επιμένης, ο γιος του Αρσαίου, ένας από αυτούς που μετείχαν στη συνωμοσία, μίλησε για την απόπειρα στον Χαρικλή, τον γιο του Μενάνδρου, που είχε γίνει εραστής του, και ο Χαρικλής το είπε στον Ευρύλοχο, τον αδελφό του Επιμένη. Και ο Ευρύλοχος επήγε στη σκηνή του Αλεξάνδρου και διηγήθηκε όλη την υπόθεση στον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, τον σωματοφύλακα. Και ο Πτολεμαίος το είπε στον Αλέξανδρο, ο οποίος διέταξε να συλληφθούν αυτοί που κατονόμασε ο Ευρύλοχος. Και αυτοί υποβλήθηκαν σε στρέβλωση και ομολόγησαν τα σχέδια για τη συνωμοσία και κατονόμασαν μερικούς άλλους ακόμη.
[4.14.1] Ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι οι συνωμότες είπαν πως και ο Καλλισθένης τους παρακίνησε να το αποτολμήσουν. Ο Πτολεμαίος επίσης το αναφέρει, οι περισσότεροι όμως ιστορικοί δεν αναφέρουν τα ίδια, αλλά λένε ότι πίστεψε χωρίς δυσκολία ο Αλέξανδρος τη χειρότερη εκδοχή για τον Καλλισθένη, επειδή ήδη τον μισούσε και επειδή ο Ερμόλαος είχε φιλικές σχέσεις μαζί του. [4.14.2] Μερικοί συγγραφείς έγραψαν ακόμη και τα εξής: όταν οδηγήθηκε ο Ερμόλαος στην συνέλευση των Μακεδόνων, ομολόγησε ότι είχε συνωμοτήσει —γιατί, έλεγε, δεν ήταν πλέον ανεκτό για ελεύθερο άνδρα να υπομένει την αλαζονική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου— και απαριθμούσε όλα του τα εγκλήματα, δηλαδή την παράνομη θανάτωση του Φιλώτα και την ακόμη πιο παράνομη εκτέλεση του Παρμενίωνα, του πατέρα του, και των άλλων που εκτελέσθηκαν τότε. Ανέφερε επίσης τον φόνο του Κλείτου πάνω στο μεθύσι και τη μηδική στολή και την προσκύνηση, που είχε αποφασισθεί και δεν είχε ακόμη σταματήσει, και τα συμπόσια και τα ξενύχτια του Αλεξάνδρου. Επειδή όλα αυτά δεν μπορούσε πια να τα υπομένει, θέλησε να ελευθερώσει τον εαυτό του και τους άλλους Μακεδόνες. [4.14.3] Αυτός, λοιπόν, ο Ερμόλαος και όσοι συνελήφθησαν μαζί του εκτελέσθηκαν με λιθοβολισμό από τους παρόντες Μακεδόνες. Για τον Καλλισθένη ο Αριστόβουλος αφηγείται ότι τον περιέφεραν αλυσοδεμένο στον στρατό και ότι πέθανε αργότερα από αρρώστια, ενώ ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, ότι τον βασάνισαν με στρέβλωση και τον εκτέλεσαν με απαγχονισμό.
Έτσι, ακόμη και οι πιο αξιόπιστοι ιστορικοί, που τότε βρέθηκαν κοντά στον Αλέξανδρο, δεν έγραψαν τα ίδια για γεγονότα που τους ήταν γνωστά και δεν διέφυγαν την προσοχή τους. [4.14.4] Για τα ίδια αυτά γεγονότα άλλοι συγγραφείς παρέχουν πολλές και διαφορετικές αφηγήσεις, αλλά ας θεωρηθούν αρκετά όσα εγώ έγραψα. Αυτά βέβαια έγιναν λίγο αργότερα, αλλά τα αναφέρω εδώ μαζί με όσα συνέβησαν ανάμεσα στον Κλείτο και τον Αλέξανδρο, επειδή τα θεώρησα ότι είχαν σχέση με την αφήγησή μου.