αὐτίκα Νέστορος υἱός, ὑπέρθυμος Θρασυμήδης,
ἤλασεν ἄγχι στάς· πέλεκυς δ᾽ ἀπέκοψε τένοντας
450 αὐχενίους, λῦσεν δὲ βοὸς μένος· αἱ δ᾽ ὀλόλυξαν
θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη παράκοιτις
Νέστορος, Εὐρυδίκη, πρέσβα Κλυμένοιο θυγατρῶν.
οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀνελόντες ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
ἔσχον· ἀτὰρ σφάξεν Πεισίστρατος, ὄρχαμος ἀνδρῶν.
455 τῆς δ᾽ ἐπεὶ ἐκ μέλαν αἷμα ῥύη, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμός,
αἶψ᾽ ἄρα μιν διέχευαν, ἄφαρ δ᾽ ἐκ μηρία τάμνον
πάντα κατὰ μοῖραν, κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν
δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ᾽ αὐτῶν δ᾽ ὠμοθέτησαν.
καῖε δ᾽ ἐπὶ σχίζῃς ὁ γέρων, ἐπὶ δ᾽ αἴθοπα οἶνον
460 λεῖβε· νέοι δὲ παρ᾽ αὐτὸν ἔχον πεμπώβολα χερσίν.
αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,
μίστυλλόν τ᾽ ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
ὤπτων δ᾽ ἀκροπόρους ὀβελοὺς ἐν χερσὶν ἔχοντες.
Τόφρα δὲ Τηλέμαχον λοῦσεν καλὴ Πολυκάστη,
465 Νέστορος ὁπλοτάτη θυγάτηρ Νηληϊάδαο.
αὐτὰρ ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ᾽ ἐλαίῳ,
ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα,
ἔκ ῥ᾽ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος·
πὰρ δ᾽ ὅ γε Νέστορ᾽ ἰὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο, ποιμένα λαῶν.
470 Οἱ δ᾽ ἐπεὶ ὤπτησαν κρέ᾽ ὑπέρτερα καὶ ἐρύσαντο,
δαίνυνθ᾽ ἑζόμενοι· ἐπὶ δ᾽ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄροντο
οἶνον οἰνοχοεῦντες ἐνὶ χρυσέοις δεπάεσσιν.
αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
475 «Παῖδες ἐμοί, ἄγε Τηλεμάχῳ καλλίτριχας ἵππους
ζεύξαθ᾽ ὑφ᾽ ἅρματ᾽ ἄγοντες, ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾽ ἐπίθοντο,
καρπαλίμως δ᾽ ἔζευξαν ὑφ᾽ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους.
ἐν δὲ γυνὴ ταμίη σῖτον καὶ οἶνον ἔθηκεν
480 ὄψα τε, οἷα ἔδουσι διοτρεφέες βασιλῆες.
ἂν δ᾽ ἄρα Τηλέμαχος περικαλλέα βήσετο δίφρον·
πὰρ δ᾽ ἄρα Νεστορίδης Πεισίστρατος, ὄρχαμος ἀνδρῶν,
ἐς δίφρον τ᾽ ἀνέβαινε καὶ ἡνία λάζετο χερσί,
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην
485 ἐς πεδίον, λιπέτην δὲ Πύλου αἰπὺ πτολίεθρον.
οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες.
Δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἐς Φηρὰς δ᾽ ἵκοντο Διοκλῆος ποτὶ δῶμα,
υἱέος Ὀρτιλόχοιο, τὸν Ἀλφειὸς τέκε παῖδα.
490 ἔνθα δὲ νύκτ᾽ ἄεσαν, ὁ δ᾽ ἄρα ξεινήϊα δῶκεν.
Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ἵππους τ᾽ ἐζεύγνυντ᾽ ἀνά θ᾽ ἅρματα ποικίλ᾽ ἔβαινον·
ἐκ δ᾽ ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου·
μάστιξεν δ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
495 ἷξον δ᾽ ἐς πεδίον πυρηφόρον, ἔνθα δ᾽ ἔπειτα
ἦνον ὁδόν· τοῖον γὰρ ὑπέκφερον ὠκέες ἵπποι.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί.
***
Κι αφού πια τέλειωσαν με τις ευχές και το πασπάλισμα του κριθαριού,ο ψυχωμένος Θρασυμήδης, γιος του Νέστορα, σίμωσε κι άλλο
και χτυπά· έκοψε ως μέσα του λαιμού τα νεύρα το πελέκι
450 και την ορμή του ζώου παρέλυσε.
Κραυγάζοντας ολόλυξαν οι θυγατέρες, ολόλυξαν οι νύφες
και το σεμνό ταίρι του Νέστορα — η Ευρυδίκη, η πιο μεγάλη
κόρη του Κλυμένου.
Οι άλλοι τη δαμάλα σήκωσαν πάνω απ᾽ τη ράχη της μεγάλης γης
και την κρατούσαν, ενώ ο Πεισίστρατος, προστάτης του λαού,
τώρα την έσφαζε — έτρεχε μαύρο το αίμα,
ώσπου το ζώο ξεψύχησε.
Πήραν να το μοιράζουν τότε σε κομμάτια, έκοψαν όλα τα μεριά,
όπως ορίζει η τάξη, τα σκέπασαν καλά με λίπος, στα δύο τα δίπλωσαν
κι έβαλαν πάνω τους κρέας ωμό.
Στις αναμμένες σχίζες ο σεβάσμιος γέρος τ᾽ άφησε να καούν,
460 σταλάζοντας κρασί σπινθηροβόλο· παλληκαράκια πλάι του έπιασαν
πεντοσούβλια· κι αφού πια τα μεριά αποκάηκαν
και γεύτηκαν τα σπλάχνα, λιάνισαν τ᾽ άλλα κρέατα,
τα πέρασαν στις σούβλες να ψηθούν,
κρατώντας με το χέρι τους τις σουβλερές άκρες των οβελών.
Την ίδια ώρα ωραία η Πολυκάστη έλουζε τον Τηλέμαχο,
κόρη πιο νέα του Νέστορα, γιου του Νηλέα.
Κι αφού τον έλουσε κι έχρισε με λάδι το κορμί του,
του φόρεσε γύρω στους ώμους όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.
Κι όπως εκείνος βγήκε απ᾽ τον λουτρό και προχωρούσε,
φάνταζε στο παράστημα θεός. Με τέτοιαν όψη
κάθησε πλάι στον Νέστορα, ποιμένα του λαού.
470 Ψημένα πια τα πάνω κρέατα, τώρα τα τράβηξαν απ᾽ τη φωτιά
και κάθησαν να φάνε· ενώ πετιόνταν κάθε τόσο τα αρχοντόπουλα
για να κεράσουν σε μαλαματένιες κούπες το κρασί.
Κι όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ τον λόγο αρχίζοντας τους είπε:
«Ελάτε γιοι μου, φέρετε τώρα στον Τηλέμαχο καλότριχα άλογα
που να τα ζέψετε στις άμαξες, ώστε να βρει κι αυτός τον δρόμο του.»
Έτσι τους μίλησε, αυτοί τον άκουσαν, υπάκουσαν
κι έζεψαν στη στιγμή τα γρήγορα άλογα στις άμαξες.
Στην ώρα της η οικονόμος τούς έβαλε μέσα ψωμί, κρασί,
480 προσφάγι — τέτοια που τρων οι διογέννητοι άρχοντες.
Τότε ο Τηλέμαχος ανέβηκε και πήρε θέση στο πανέμορφο άρμα·
πλάι του βρέθηκε ο Πεισίστρατος, ο γιος του Νέστορα, προστάτης του λαού,
που πήδησε στον δίφρο, έσφιξε τα λουριά στα χέρια του,
μαστίγωσε να φύγουν τα άλογα, κι εκείνα πρόθυμα πετώντας
πέρα στον κάμπο, άφηναν τώρα πίσω τους της Πύλου
τον ψηλό καστρόπυργο.
Όλη τη μέρα, από τις δυο μεριές εξαρτημένα τα άλογα, κινούσαν τον ζυγό.
Και πήρε πια να βασιλεύει ο ήλιος, ίσκιωσαν οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν πλησίασαν τις Φηρές και τράβηξαν στου Διοκλή το σπίτι,
που ήταν ο γιος του Ορτίλοχου, κι αυτός παιδί του Αλφειού.
490 Εκεί λοιπόν τη νύχτα πέρασαν, φιλοξενούμενοί του.
Κι όταν ξημέρωσε την άλλη μέρα ροδίζοντας τον ουρανό η Αυγή,
έζεψαν πάλι τα άλογα, στο στολισμένο αμάξι ανέβηκαν,
και πέρασαν αυλόθυρα και την πολύβοη στοά.
Τότε τα μαστιγώνει τα άλογα να τρέξουν, κι αυτά, χωρίς αντίσταση πετώντας
στον σιτοφόρο κάμπο, έφταναν προς το τέρμα —
τόσο γοργά τους πήγαιναν τα γρήγορα άλογα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,