ΟΡ. εἶἑν· φίλας μὲν ἡδονὰς ἀσπασμάτων
ἔχω, χρόνωι δὲ καὖθις αὐτὰ δώσομεν.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιέ, καίριος γὰρ ἤλυθες,
λέξον, τί δρῶν ἂν φονέα τεισαίμην πατρὸς
600 μητέρα τε ‹τὴν› κοινωνὸν ἀνοσίων γάμων;
ἔστιν τί μοι κατ᾽ Ἄργος εὐμενὲς φίλων;
ἢ πάντ᾽ ἀνεσκευάσμεθ᾽, ὥσπερ αἱ τύχαι;
τῶι ξυγγένωμαι; νύχιος ἢ καθ᾽ ἡμέραν;
ποίαν ὁδὸν τραπώμεθ᾽ εἰς ἐχθροὺς ἐμούς;
605 ΠΡ. ὦ τέκνον, οὐδεὶς δυστυχοῦντί σοι φίλος.
εὕρημα γάρ τοι χρῆμα γίγνεται τόδε,
κοινῆι μετασχεῖν τἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
σὺ δ᾽ (ἐκ βάθρων γὰρ πᾶς ἀνήιρησαι φίλοις
οὐδ᾽ ἐλλέλοιπας ἐλπίδ᾽) ἴσθι μου κλύων·
610 ἐν χειρὶ τῆι σῆι πάντ᾽ ἔχεις καὶ τῆι τύχηι,
πατρῶιον οἶκον καὶ πόλιν λαβεῖν σέθεν.
ΟΡ. τί δῆτα δρῶντες τοῦδ᾽ ἂν ἐξικοίμεθα;
ΠΡ. κτανὼν Θυέστου παῖδα σήν τε μητέρα.
ΟΡ. ἥκω ᾽πὶ τόνδε στέφανον· ἀλλὰ πῶς λάβω;
615 ΠΡ. τειχέων μὲν ἐλθὼν ἐντὸς οὐδ᾽ ἂν εἰ θέλοις.
ΟΡ. φρουραῖς κέκασται δεξιαῖς τε δορυφόρων;
ΠΡ. ἔγνως· φοβεῖται γάρ σε κοὐχ εὕδει σαφῶς.
ΟΡ. εἶἑν· σὺ δὴ τοὐνθένδε βούλευσον, γέρον.
ΠΡ. τἄμ᾽ οὖν ἄκουσον· ἄρτι γάρ μ᾽ ἐσῆλθέ τι.
620 ΟΡ. ἐσθλόν τι μηνύσειας, αἰσθοίμην δ᾽ ἐγώ.
ΠΡ. Αἴγισθον εἶδον, ἡνίχ᾽ εἷρπον ἐνθάδε.
ΟΡ. προσηκάμην τὸ ῥηθέν. ἐν ποίοις τόποις;
ΠΡ. ἀγρῶν πέλας τῶνδ᾽, ἱπποφορβίων ἔπι.
ΟΡ. τί δρῶνθ᾽; ὁρῶ γὰρ ἐλπίδ᾽ ἐξ ἀμηχάνων.
625 ΠΡ. Νύμφαις ἐπόρσυν᾽ ἔροτιν, ὡς ἔδοξέ μοι.
ΟΡ. τροφεῖα παίδων ἢ πρὸ μέλλοντος τόκου;
ΠΡ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο.
ΟΡ. πόσων μετ᾽ ἀνδρῶν; ἢ μόνος δμώων μέτα;
ΠΡ. οὐδεὶς παρῆν Ἀργεῖος, οἰκεία δὲ χείρ.
630 ΟΡ. οὔ πού τις ὅστις γνωριεῖ μ᾽ ἰδών, γέρον;
ΠΡ. δμῶες μέν εἰσιν, οἳ σέ γ᾽ οὐκ εἶδόν ποτε.
ΟΡ. ἡμῖν ἂν εἶεν, εἰ κρατοῖμεν, εὐμενεῖς;
ΠΡ. δούλων γὰρ ἴδιον τοῦτο, σοὶ δὲ σύμφορον.
ΟΡ. πῶς οὖν ἂν αὐτῶι πλησιασθείην ποτέ;
635 ΠΡ. στείχων ὅθεν σε βουθυτῶν ἐσόψεται.
ΟΡ. ὁδὸν παρ᾽ αὐτήν, ὡς ἔοικ᾽, ἀγροὺς ἔχει.
ΠΡ. ὅθεν ‹γ᾽› ἰδών σε δαιτὶ κοινωνὸν καλεῖ.
ΟΡ. πικρόν γε συνθοινάτορ᾽, ἢν θεὸς θέληι.
ΠΡ. τοὐνθένδε πρὸς τὸ πῖπτον αὐτὸς ἐννόει.
640 ΟΡ. καλῶς ἔλεξας. ἡ τεκοῦσα δ᾽ ἐστὶ ποῦ;
ΠΡ. Ἄργει· παρέσται δ᾽ οὖν πόσει θοίνην ἔπι.
ΟΡ. τί δ᾽ οὐχ ἅμ᾽ ἐξωρμᾶτ᾽ ἐμὴ μήτηρ πόσει;
ΠΡ. ψόγον τρέμουσα δημοτῶν ἐλείπετο.
ΟΡ. ξυνῆχ᾽· ὕποπτος οὖσα γιγνώσκει πόλει.
645 ΠΡ. τοιαῦτα· μισεῖται γὰρ ἀνόσιος γυνή.
***
ΟΡΕ. Καλά· τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου
τη γεύτηκα και θα ᾽χω ύστερα πάλι
καιρό να στην ανταποδώσω. Γέρο, πες μου
—ήρθες στην ώρα— πώς θα τιμωρήσω
τον φονιά του γονιού μου και τη μάνα,
600 που τέτοιο ανόσιο έχει κάνει γάμο;
Υπάρχουν τάχα μες στο Άργος φίλοι
που μ᾽ αγαπούν; Ή όλα είναι χαμένα
όπως κι η τύχη μας; Ποιόν ν᾽ ανταμώσω;
Νύχτα να πάω ή μέρα; Και ποιό δρόμο
θα πάρω τους εχθρούς μου να χτυπήσω;
ΓΕΡ. Κανείς δεν είναι φίλος σου, παιδί μου,
τώρα που δυστυχάς. Ανέλπιστο είναι
σύντροφος να βρεθεί πιστός σε λύπες
και σε χαρές. Κι εσύ χαμένος είσαι
για τους δικούς σου ολότελα κι ελπίδα
δεν άφησες — άκου με που το λέω.
Τα πάντα τώρα κρέμονται απ᾽ την τύχη
610 και το δικό σου χέρι, να κερδίσεις
το πατρικό παλάτι και τη χώρα.
ΟΡΕ. Και πώς λοιπόν αυτό θα το πετύχω;
ΓΕΡ. Τον Αίγισθο άμα σφάξεις και τη μάνα σου.
ΟΡΕ. Γι᾽ αυτήν ήρθα τη δόξα· πώς θα την κερδίσω;
ΓΕΡ. Αν μπεις στο κάστρο, τίποτα δεν κάνεις.
ΟΡΕ. Έχει πολλούς φρουρούς κι αρματωμένους;
ΓΕΡ. Ναι, σε φοβάται κι ύπνος δεν τον πιάνει.
ΟΡΕ. Καλά· γέροντα, σκέψου εσύ τα παρακάτω.
ΓΕΡ. Άκουσε· μου ᾽ρθε στο μυαλό μια σκέψη.
620 ΟΡΕ. Να ᾽ναι καλή κι εγώ θα την ακούσω.
ΓΕΡ. Είδα τον Αίγισθο καθώς ερχόμουν.
ΟΡΕ. Χαρά μού φέρνει αυτό. Και πού τον είδες;
ΓΕΡ. Νά, στα χωράφια εκεί που βόσκουν τ᾽ άλογά του.
ΟΡΕ. Και τί έκανε; Μες απ᾽ τις δυσκολίες
κάποιαν ελπίδα ξεχωρίζω.
ΓΕΡ. Ετοίμαζε, θαρρώ, γιορτή στις Νύμφες.
ΟΡΕ. Για τα παιδιά του ή για κείνο που θα κάνει;
ΓΕΡ. Δεν ξέρω πάρεξ τούτο· θα θυσίαζε ταύρο.
ΟΡΕ. Με πόσους άλλους ή μονάχα με τους σκλάβους;
ΓΕΡ. Αργείος κανένας, μόνο οι δούλοι.
630 ΟΡΕ. Κι αν θα με δει κανείς, θα με γνωρίσει, γέρο;
ΓΕΡ. Υπάρχουν σκλάβοι, μα ποτέ δε σε είδαν.
ΟΡΕ. Άμα νικήσω, θα ᾽ρθουνε μαζί μου;
ΓΕΡ. Ναι, έτσι ᾽ναι οι δούλοι, μα και σε συμφέρει.
ΟΡΕ. Πώς θα μπορούσα να τονε ζυγώσω;
ΓΕΡ. Περνώντας από κει όταν θυσιάζει.
ΟΡΕ. Έχει, θαρρώ, δίπλα στον δρόμο τα χωράφια;
ΓΕΡ. Μόλις σε δει, θα σε καλέσει στο τραπέζι.
ΟΡΕ. Πικρό του βέβαια ομοτράπεζο,
αν ο θεός το θέλει.
ΓΕΡ. Για τ᾽ άλλα σκέψου, κι όπως έρθει η τύχη.
640 ΟΡΕ. Σωστά. Κι η μάνα μου πού είναι τώρα;
ΓΕΡ. Στ᾽ Άργος· θα πάει στο τραπέζι όταν θα πίνουν.
ΟΡΕ. Γιατί τάχα δεν βγήκε με τον άντρα της;
ΓΕΡ. Του κόσμου την καταλαλιά φοβάται.
ΟΡΕ. Το ξέρω· με συμπάθεια δεν τη βλέπουν.
ΓΕΡ. Σωστά· όλοι μισούν την άνομη γυναίκα.
ἔχω, χρόνωι δὲ καὖθις αὐτὰ δώσομεν.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιέ, καίριος γὰρ ἤλυθες,
λέξον, τί δρῶν ἂν φονέα τεισαίμην πατρὸς
600 μητέρα τε ‹τὴν› κοινωνὸν ἀνοσίων γάμων;
ἔστιν τί μοι κατ᾽ Ἄργος εὐμενὲς φίλων;
ἢ πάντ᾽ ἀνεσκευάσμεθ᾽, ὥσπερ αἱ τύχαι;
τῶι ξυγγένωμαι; νύχιος ἢ καθ᾽ ἡμέραν;
ποίαν ὁδὸν τραπώμεθ᾽ εἰς ἐχθροὺς ἐμούς;
605 ΠΡ. ὦ τέκνον, οὐδεὶς δυστυχοῦντί σοι φίλος.
εὕρημα γάρ τοι χρῆμα γίγνεται τόδε,
κοινῆι μετασχεῖν τἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
σὺ δ᾽ (ἐκ βάθρων γὰρ πᾶς ἀνήιρησαι φίλοις
οὐδ᾽ ἐλλέλοιπας ἐλπίδ᾽) ἴσθι μου κλύων·
610 ἐν χειρὶ τῆι σῆι πάντ᾽ ἔχεις καὶ τῆι τύχηι,
πατρῶιον οἶκον καὶ πόλιν λαβεῖν σέθεν.
ΟΡ. τί δῆτα δρῶντες τοῦδ᾽ ἂν ἐξικοίμεθα;
ΠΡ. κτανὼν Θυέστου παῖδα σήν τε μητέρα.
ΟΡ. ἥκω ᾽πὶ τόνδε στέφανον· ἀλλὰ πῶς λάβω;
615 ΠΡ. τειχέων μὲν ἐλθὼν ἐντὸς οὐδ᾽ ἂν εἰ θέλοις.
ΟΡ. φρουραῖς κέκασται δεξιαῖς τε δορυφόρων;
ΠΡ. ἔγνως· φοβεῖται γάρ σε κοὐχ εὕδει σαφῶς.
ΟΡ. εἶἑν· σὺ δὴ τοὐνθένδε βούλευσον, γέρον.
ΠΡ. τἄμ᾽ οὖν ἄκουσον· ἄρτι γάρ μ᾽ ἐσῆλθέ τι.
620 ΟΡ. ἐσθλόν τι μηνύσειας, αἰσθοίμην δ᾽ ἐγώ.
ΠΡ. Αἴγισθον εἶδον, ἡνίχ᾽ εἷρπον ἐνθάδε.
ΟΡ. προσηκάμην τὸ ῥηθέν. ἐν ποίοις τόποις;
ΠΡ. ἀγρῶν πέλας τῶνδ᾽, ἱπποφορβίων ἔπι.
ΟΡ. τί δρῶνθ᾽; ὁρῶ γὰρ ἐλπίδ᾽ ἐξ ἀμηχάνων.
625 ΠΡ. Νύμφαις ἐπόρσυν᾽ ἔροτιν, ὡς ἔδοξέ μοι.
ΟΡ. τροφεῖα παίδων ἢ πρὸ μέλλοντος τόκου;
ΠΡ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο.
ΟΡ. πόσων μετ᾽ ἀνδρῶν; ἢ μόνος δμώων μέτα;
ΠΡ. οὐδεὶς παρῆν Ἀργεῖος, οἰκεία δὲ χείρ.
630 ΟΡ. οὔ πού τις ὅστις γνωριεῖ μ᾽ ἰδών, γέρον;
ΠΡ. δμῶες μέν εἰσιν, οἳ σέ γ᾽ οὐκ εἶδόν ποτε.
ΟΡ. ἡμῖν ἂν εἶεν, εἰ κρατοῖμεν, εὐμενεῖς;
ΠΡ. δούλων γὰρ ἴδιον τοῦτο, σοὶ δὲ σύμφορον.
ΟΡ. πῶς οὖν ἂν αὐτῶι πλησιασθείην ποτέ;
635 ΠΡ. στείχων ὅθεν σε βουθυτῶν ἐσόψεται.
ΟΡ. ὁδὸν παρ᾽ αὐτήν, ὡς ἔοικ᾽, ἀγροὺς ἔχει.
ΠΡ. ὅθεν ‹γ᾽› ἰδών σε δαιτὶ κοινωνὸν καλεῖ.
ΟΡ. πικρόν γε συνθοινάτορ᾽, ἢν θεὸς θέληι.
ΠΡ. τοὐνθένδε πρὸς τὸ πῖπτον αὐτὸς ἐννόει.
640 ΟΡ. καλῶς ἔλεξας. ἡ τεκοῦσα δ᾽ ἐστὶ ποῦ;
ΠΡ. Ἄργει· παρέσται δ᾽ οὖν πόσει θοίνην ἔπι.
ΟΡ. τί δ᾽ οὐχ ἅμ᾽ ἐξωρμᾶτ᾽ ἐμὴ μήτηρ πόσει;
ΠΡ. ψόγον τρέμουσα δημοτῶν ἐλείπετο.
ΟΡ. ξυνῆχ᾽· ὕποπτος οὖσα γιγνώσκει πόλει.
645 ΠΡ. τοιαῦτα· μισεῖται γὰρ ἀνόσιος γυνή.
***
ΟΡΕ. Καλά· τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου
τη γεύτηκα και θα ᾽χω ύστερα πάλι
καιρό να στην ανταποδώσω. Γέρο, πες μου
—ήρθες στην ώρα— πώς θα τιμωρήσω
τον φονιά του γονιού μου και τη μάνα,
600 που τέτοιο ανόσιο έχει κάνει γάμο;
Υπάρχουν τάχα μες στο Άργος φίλοι
που μ᾽ αγαπούν; Ή όλα είναι χαμένα
όπως κι η τύχη μας; Ποιόν ν᾽ ανταμώσω;
Νύχτα να πάω ή μέρα; Και ποιό δρόμο
θα πάρω τους εχθρούς μου να χτυπήσω;
ΓΕΡ. Κανείς δεν είναι φίλος σου, παιδί μου,
τώρα που δυστυχάς. Ανέλπιστο είναι
σύντροφος να βρεθεί πιστός σε λύπες
και σε χαρές. Κι εσύ χαμένος είσαι
για τους δικούς σου ολότελα κι ελπίδα
δεν άφησες — άκου με που το λέω.
Τα πάντα τώρα κρέμονται απ᾽ την τύχη
610 και το δικό σου χέρι, να κερδίσεις
το πατρικό παλάτι και τη χώρα.
ΟΡΕ. Και πώς λοιπόν αυτό θα το πετύχω;
ΓΕΡ. Τον Αίγισθο άμα σφάξεις και τη μάνα σου.
ΟΡΕ. Γι᾽ αυτήν ήρθα τη δόξα· πώς θα την κερδίσω;
ΓΕΡ. Αν μπεις στο κάστρο, τίποτα δεν κάνεις.
ΟΡΕ. Έχει πολλούς φρουρούς κι αρματωμένους;
ΓΕΡ. Ναι, σε φοβάται κι ύπνος δεν τον πιάνει.
ΟΡΕ. Καλά· γέροντα, σκέψου εσύ τα παρακάτω.
ΓΕΡ. Άκουσε· μου ᾽ρθε στο μυαλό μια σκέψη.
620 ΟΡΕ. Να ᾽ναι καλή κι εγώ θα την ακούσω.
ΓΕΡ. Είδα τον Αίγισθο καθώς ερχόμουν.
ΟΡΕ. Χαρά μού φέρνει αυτό. Και πού τον είδες;
ΓΕΡ. Νά, στα χωράφια εκεί που βόσκουν τ᾽ άλογά του.
ΟΡΕ. Και τί έκανε; Μες απ᾽ τις δυσκολίες
κάποιαν ελπίδα ξεχωρίζω.
ΓΕΡ. Ετοίμαζε, θαρρώ, γιορτή στις Νύμφες.
ΟΡΕ. Για τα παιδιά του ή για κείνο που θα κάνει;
ΓΕΡ. Δεν ξέρω πάρεξ τούτο· θα θυσίαζε ταύρο.
ΟΡΕ. Με πόσους άλλους ή μονάχα με τους σκλάβους;
ΓΕΡ. Αργείος κανένας, μόνο οι δούλοι.
630 ΟΡΕ. Κι αν θα με δει κανείς, θα με γνωρίσει, γέρο;
ΓΕΡ. Υπάρχουν σκλάβοι, μα ποτέ δε σε είδαν.
ΟΡΕ. Άμα νικήσω, θα ᾽ρθουνε μαζί μου;
ΓΕΡ. Ναι, έτσι ᾽ναι οι δούλοι, μα και σε συμφέρει.
ΟΡΕ. Πώς θα μπορούσα να τονε ζυγώσω;
ΓΕΡ. Περνώντας από κει όταν θυσιάζει.
ΟΡΕ. Έχει, θαρρώ, δίπλα στον δρόμο τα χωράφια;
ΓΕΡ. Μόλις σε δει, θα σε καλέσει στο τραπέζι.
ΟΡΕ. Πικρό του βέβαια ομοτράπεζο,
αν ο θεός το θέλει.
ΓΕΡ. Για τ᾽ άλλα σκέψου, κι όπως έρθει η τύχη.
640 ΟΡΕ. Σωστά. Κι η μάνα μου πού είναι τώρα;
ΓΕΡ. Στ᾽ Άργος· θα πάει στο τραπέζι όταν θα πίνουν.
ΟΡΕ. Γιατί τάχα δεν βγήκε με τον άντρα της;
ΓΕΡ. Του κόσμου την καταλαλιά φοβάται.
ΟΡΕ. Το ξέρω· με συμπάθεια δεν τη βλέπουν.
ΓΕΡ. Σωστά· όλοι μισούν την άνομη γυναίκα.