«Ἀλίμονό σου, Ιερουσαλήμ»
Στο έργο του Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου ο Ιώσηπος παρουσιάζει την προϊστορία (βιβλίο 1ο) και την κυρίως ιστορία (βιβλία 2ο-7ο) της εξέγερσης των Ιουδαίων εναντίον των Ρωμαίων από την αρχή της το 66 μ.Χ. μέχρι την οριστική της καταστολή, όταν οι Ρωμαίοι κατέλαβαν το φρούριο Μασάδα το 73 μ.Χ. Καθώς ο Ιώσηπος είχε διαδραματίσει ο ίδιος ηγετικό ρόλο στην εξέγερση, χρησιμοποίησε ως πηγή για τη συγγραφή του, μεταξύ άλλων, τις προσωπικές του σημειώσεις. Στη μορφή που σώζεται το έργο -η αρχική του σύνταξη στην αραμαϊκή γλώσσα έχει χαθεί- απευθυνόταν κυρίως στις μορφωμένες ανώτερες τάξεις των Ρωμαίων. Βαθύτερη επιδίωξη του Ιώσηπου στον Ιουδαϊκό πόλεμο, όταν πια ζούσε ευνοούμενος των αυτοκρατόρων στη Ρώμη, ήταν να επιρρίψει όλες τις ευθύνες στις αντιμαχόμενες φατρίες των Ιουδαίων και ιδιαίτερα σε αυτήν των ζηλωτών, απαλλάσσοντας έτσι από κάθε υπαιτιότητα τον ιουδαϊκό λαό και την αριστοκρατία. Στο πέμπτο και στο έκτο βιβλίο του έργου εξιστορείται η πολιορκία και η άλωση της Ιερουσαλήμ (70 μ.Χ.) Στο απόσπασμα από το έκτο βιβλίο που ανθολογείται εδώ περιγράφεται η πυρπόληση του Ναού μετά την κατάληψη της πόλης αλλά και το κλίμα που είχε διαμορφωθεί σ᾽ αυτήν από διάφορους ψευδοπροφήτες.
Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου 6, 271-288, 300-309
[6.271] καιομένου δὲ τοῦ ναοῦ τῶν μὲν προσπιπτόντων ἦν ἁρπαγή, φόνος δὲ τῶν καταλαμβανομένων μυρίος καὶ οὔτε ἡλικίας ἦν ἔλεος οὔτ᾽ ἐντροπὴ σεμνότητος, ἀλλὰ καὶ παιδία καὶ γέροντες καὶ βέβηλοι καὶ ἱερεῖς ὁμοίως ἀνῃροῦντο, καὶ πᾶν γένος ἐπεξῄει περισχὼν ὁ πόλεμος, ὁμοῦ τούς τε ἱκετεύοντας καὶ τοὺς ἀμυνομένους. [6.272] συνήχει δὲ ἡ φλὸξ ἐπὶ πλεῖστον ἐκφερομένη τοῖς τῶν πιπτόντων στεναγμοῖς, καὶ διὰ μὲν τὸ ὕψος τοῦ λόφου καὶ τὸ τοῦ φλεγομένου μέγεθος ἔργου πᾶσαν ἄν τις ἔδοξε καίεσθαι τὴν πόλιν, τῆς δὲ βοῆς ἐκείνης οὐδὲν ἐπινοηθῆναι δύναιτ᾽ ἂν ἢ μεῖζον ἢ φοβερώτερον. [6.273] τῶν τε γὰρ Ῥωμαϊκῶν ταγμάτων ἀλαλαγμὸς ἦν συμφερομένων, καὶ τῶν στασιαστῶν πυρὶ καὶ σιδήρῳ κεκυκλωμένων κραυγή, τοῦ τε ἀποληφθέντος ἄνω λαοῦ τροπή τε μετ᾽ ἐκπλήξεως εἰς τοὺς πολεμίους καὶ πρὸς τὸ πάθος οἰμωγαί. [6.274] συνεβόα δὲ τοῖς ἐπὶ τοῦ λόφου τὸ κατὰ τὴν πόλιν πλῆθος· ἤδη δὲ πολλοὶ τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες ὡς εἶδον τὸ τοῦ ναοῦ πῦρ, εἰς ὀδυρμοὺς πάλιν καὶ κραυγὴν εὐτόνησαν· συνήχει δὲ ἥ τε Περαία καὶ τὰ πέριξ ὄρη βαρυτέραν ποιοῦντα τὴν βοήν. [6.275] ἦν δὲ τοῦ θορύβου τὰ πάθη φοβερώτερα· τὸν μέν γε τοῦ ἱεροῦ λόφον ἐκ ῥιζῶν ἄν τις ἔδοξε βράττεσθαι πάντοθεν τοῦ πυρὸς καταγέμοντα, δαψιλέστερον δὲ τὸ αἷμα τοῦ πυρὸς εἶναι καὶ τῶν φονευόντων πλείους τοὺς φονευομένους· [6.276] οὐδαμοῦ γὰρ ἡ γῆ διεφαίνετο τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ σωροῖς ἐπιβαίνοντες οἱ στρατιῶται σωμάτων ἐπὶ τοὺς διαφεύγοντας ἔθεον. [6.277] τὸ μὲν οὖν λῃστρικὸν πλῆθος ὠσάμενοι τοὺς Ῥωμαίους μόλις εἰς τὸ ἔξω διεκπίπτουσιν ἱερὸν κἀκεῖθεν εἰς τὴν πόλιν, τοῦ δημοτικοῦ δὲ τὸ λειφθὲν ἐπὶ τὴν ἔξω στοὰν κατέφυγε. [6.278] τῶν δὲ ἱερέων τινὲς τὸ μὲν πρῶτον ἀπὸ τοῦ ναοῦ τούς τε ὀβελοὺς καὶ τὰς ἕδρας αὐτῶν μολίβου πεποιημένας ἀνασπῶντες εἰς τοὺς Ῥωμαίους ἠφίεσαν, [6.279] αὖθις δὲ ὡς οὔτε ἤνυόν τι καὶ τὸ πῦρ ἐπ᾽ αὐτοὺς ἀνερρήγνυτο, ἐπὶ τὸν τοῖχον ἀναχωρήσαντες ὄντα ὀκτάπηχυν τὸ εὖρος ἔμενον. [6.280] δύο γε μὴν τῶν ἐπισήμων, παρὸν σωθῆναι πρὸς Ῥωμαίους μεταστᾶσιν ἢ διακαρτερεῖν πρὸς τὴν μετὰ τῶν ἄλλων τύχην, ἑαυτοὺς ἔρριψαν εἰς τὸ πῦρ καὶ τῷ ναῷ συγκατεφλέγησαν, Μηϊρός τε υἱὸς Βελγᾶ καὶ Ἰώσηπος Δαλαίου.
[6.281] Ῥωμαῖοι δὲ μάταιον τὴν ἐπὶ τοῖς πέριξ φειδὼ κρίναντες τοῦ ναοῦ φλεγομένου πάντα συνεπίμπρασαν, τά τε λείψανα τῶν στοῶν καὶ τὰς πύλας πλὴν δύο, τῆς μὲν ἐκ τῶν ἀνατολικῶν τῆς δὲ μεσημβρινῆς· καὶ ταύτας ὕστερον κατέσκαψαν. [6.282] ἔκαιον δὲ καὶ τὰ γαζοφυλάκια, ἐν οἷς ἄπειρον μὲν χρημάτων πλῆθος ἄπειροι δ᾽ ἐσθῆτες καὶ ἄλλα κειμήλια, συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν, πᾶς ὁ Ἰουδαίων σεσώρευτο πλοῦτος, ἀνεσκευασμένων ἐκεῖ τοὺς οἴκους τῶν εὐπόρων. [6.283] ἧκον δὲ καὶ ἐπὶ τὴν λοιπὴν στοὰν τοῦ ἔξωθεν ἱεροῦ· καταφεύγει δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὴν ἀπὸ τοῦ δήμου γύναια καὶ παιδία καὶ σύμμικτος ὄχλος εἰς ἑξακισχιλίους. [6.284] πρὶν δὲ Καίσαρα κρῖναί τι περὶ αὐτῶν ἢ κελεῦσαι τοὺς ἡγεμόνας, φερόμενοι τοῖς θυμοῖς οἱ στρατιῶται τὴν στοὰν ὑφάπτουσι, καὶ συνέβη τοὺς μὲν ῥιπτοῦντας αὑτοὺς ἐκ τῆς φλογὸς διαφθαρῆναι, τοὺς δὲ ἐν αὐτῇ· περιεσώθη δὲ ἐκ τοσούτων οὐδείς. [6.285] τούτοις αἴτιος τῆς ἀπωλείας ψευδοπροφήτης τις κατέστη κατ᾽ ἐκείνην κηρύξας τὴν ἡμέραν τοῖς ἐπὶ τῆς πόλεως, ὡς ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ ἱερὸν ἀναβῆναι κελεύει δεξομένους τὰ σημεῖα τῆς σωτηρίας. [6.286] πολλοὶ δ᾽ ἦσαν ἐγκάθετοι παρὰ τῶν τυράννων τότε πρὸς τὸν δῆμον προφῆται προσμένειν τὴν ἀπὸ τοῦ θεοῦ βοήθειαν καταγγέλλοντες, ὡς ἧττον αὐτομολοῖεν καὶ τοὺς ἐπάνω δέους καὶ φυλακῆς γενομένους ἐλπὶς παρακροτοίη. [6.287] πείθεται δὲ ταχέως ἄνθρωπος ἐν συμφοραῖς, ὅταν δ᾽ ἤδη καὶ τῶν κατεχόντων δεινῶν ἀπαλλαγὴν ὁ ἐξαπατῶν ὑπογράφῃ, τόθ᾽ ὁ πάσχων ὅλος γίνεται τῆς ἐλπίδος. [6.288] τὸν γοῦν ἄθλιον δῆμον οἱ μὲν ἀπατεῶνες καὶ καταψευδόμενοι τοῦ θεοῦ τηνικαῦτα παρέπειθον, τοῖς δ᾽ ἐναργέσι καὶ προσημαίνουσι τὴν μέλλουσαν ἐρημίαν τέρασιν οὔτε προσεῖχον οὔτ᾽ ἐπίστευον, ἀλλ᾽ ὡς ἐμβεβροντημένοι καὶ μήτε ὄμματα μήτε ψυχὴν ἔχοντες τῶν τοῦ θεοῦ κηρυγμάτων παρήκουσαν.
***
[271] Ο Ναός λαμπάδιαζε και οι στρατιώτες άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, και οι σκοτωμένοι δεν είχαν μετρημό. Ούτε για ηλικία υπήρχε έλεος ούτε ντροπή για ό,τι ήταν σεβαστό. Αλλά και παιδιά και γέροντες, και λαϊκοί και ιερείς όμοια περνούσαν από το μαχαίρι· όλες τις τάξεις τις είχε περιλάβει ο πόλεμος και χτυπούσε μαζί αυτούς που ικέτευαν και αυτούς που αντιστέκονταν. [272] Αντηχούσε η φλόγα και απλωνόταν μακριά ανάμιχτη με τους στεναγμούς αυτών που έπεφταν, ενώ το ύψος του λόφου και η έκταση της φωτιάς έδιναν την εντύπωση ότι καιγόταν όλη η πόλη, κι από το βουητό εκείνο δεν θα μπορούσε κανένας να φανταστεί πιο μεγάλο ή πιο φοβερό. [273] Από τη μια ο αλαλαγμός των ρωμαϊκών λεγεώνων που ορμούσαν κατά μάζες μαζί με την κραυγή των στασιαστών περικυκλωμένων από φωτιά και ξίφη, κι από την άλλη η φυγή του λαού που είχε απομείνει ψηλά και έτρεχε πανικόβλητος στους εχθρούς και οι θρήνοι για τη συμφορά. [274] Και ήταν σε συμφωνία με τις κραυγές όσων ήταν πάνω στο λόφο οι κραυγές του πλήθους μέσα στην πόλη. Τότε όμως πολλοί που ήταν εξαντλημένοι από την πείνα και βουβοί, μόλις είδαν τη φωτιά του Ναού, ξαναβρήκαν τη δύναμή τους για θρήνους και κραυγές. Αντηχούσαν μαζί η Περαία και τα γύρω βουνά κάνοντας τη βουή τρομακτικότερη.
[275] Αλλά φοβερότερα από το βουητό ήταν τα παθήματά τους. Θα νόμιζε κανένας ότι ο ιερός λόφος έβραζε από τους πρόποδες κυκλωμένος ολόγυρα από τη φωτιά, κι ότι το αίμα ήταν πιο άφθονο από τη φωτιά και περισσότεροι οι σκοτωμένοι από αυτούς που τους σκότωναν. [276] Πού να φανεί η γη από τους νεκρούς. Αλλά οι στρατιώτες, πατώντας πάνω στους σωρούς των πτωμάτων, κυνηγούσαν όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν. [277] Το πλήθος λοιπόν των ληστών απωθώντας τους Ρωμαίους ξεγλιστρούσε με δυσκολία στο έξω ιερό κι από κει στην πόλη, ενώ όσοι απόμειναν από το λαό κατέφυγαν στην έξω στοά. [278] Κάποιοι από τους ιερείς στην αρχή ξήλωναν από το Ναό τους οβελούς και τις μολύβδινες βάσεις τους και τους σφενδόνιζαν κατά των Ρωμαίων. [279] Έπειτα όμως, αφού τίποτα δεν πετύχαιναν ενώ η φωτιά ανέβαινε προς το μέρος τους, τραβήχτηκαν στον τοίχο που είχε πλάτος οχτώ πήχεις και εκεί περίμεναν. [280] Δύο όμως από τους επίσημους, παρόλο που μπορούσαν να σωθούν πηγαίνοντας στους Ρωμαίους ή να περιμένουν να συμμεριστούν την τύχη των άλλων, ρίχτηκαν στη φωτιά και έγιναν παρανάλωμα μαζί με το Ναό· ήταν ο Μηϊρός του Βελγά και ο Ιώσηπος του Δαλαίου.
[281] Οι Ρωμαίοι, θεωρώντας ανώφελη την προσπάθεια να προφυλάξουν τα γύρω κτίρια ενώ ο Ναός καιγόταν, έβαλαν φωτιά σε όλα, και στ᾽ απομεινάρια των στοών και στις πύλες, εκτός από δύο, τη μία στ᾽ ανατολικά και την άλλη νότια. Αργότερα τις γκρέμισαν κι αυτές απ᾽ τα θεμέλια. [282] Μαζί έκαιγαν και τα θησαυροφυλάκια όπου υπήρχε άπειρο χρήμα, άπειρος ρουχισμός και άλλα κειμήλια, μ᾽ ένα λόγο ήταν σωρευμένος όλος ο πλούτος των Ιουδαίων εκεί είχαν μεταφέρει οι εύποροι τον πλούτο τους.
[283] Πήγαν και στην άλλη στοά του εξωτερικού ιερού. Σ᾽ αυτήν είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα του λαού και όχλος ανάκατος, γύρω στους έξι χιλιάδες. [284] Πριν λοιπόν πάρει ο Καίσαρας την απόφασή του γι᾽ αυτούς ή διατάξει τους επικεφαλής, οι στρατιώτες, σπρωγμένοι από τη μανία τους, βάζουν φωτιά στη στοά. Κι έγινε τούτο. Κάηκαν κι όσοι πηδούσαν από τη στοά αλλά κι όσοι παρέμειναν σ᾽ αυτήν. Από τόσο πλήθος δεν σώθηκε κανένας. [285] Αίτιος του χαμού τους στάθηκε κάποιος ψευδοπροφήτης που προφήτεψε εκείνη την ημέρα σε όσους ήταν μέσα στην πόλη ότι ο θεός προστάζει ν᾽ ανεβούν στο ιερό για να λάβουν τα σημεία της σωτηρίας.
[286] Υπήρχαν πολλοί προφήτες τότε μέσα στο λαό, εγκάθετοι των τυράννων, που κήρυτταν να περιμένουν τη βοήθεια του θεού. Έτσι θα αυτομολούσαν λιγότερο, και ξεπερνώντας κάθε φόβο και προφύλαξη θα τους παραπλανούσε η ελπίδα. [287] Ο άνθρωπος στις συμφορές πείθεται εύκολα, κι όταν αυτός που τον ξεγελά περιγράφει και την απαλλαγή από τα δεινά που τον ταλαιπωρούν, τότε ο βασανισμένος παραδίνεται ολόκληρος στην ελπίδα.
[288] Τον δυστυχισμένο λαό λοιπόν παραπλανούσαν τότε οι απατεώνες και ψευδοκήρυκες του Θεού, και μήτε πρόσεχε μήτε πίστευε στα ολοφάνερα σημεία που προμηνούσαν τη μελλοντική ερήμωση. Αλλά σαν να είχαν κεραυνοβοληθεί και να μην είχαν μήτε μάτια μήτε ψυχή, άκουσαν λανθασμένα τις παραγγελίες του Θεού.
[303] Νομίζοντας οι άρχοντες -που ήταν και η αλήθεια- ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου είχε κάτι δαιμονικό, τον οδήγησαν στον ρωμαίο έπαρχο. [304] Εδώ, αν και το μαστίγιο τον έσκιζε ως τα κόκαλα, ούτε ικέτεψε ούτε δάκρυσε καν. Αλλά κάνοντας όσο το δυνατό θρηνητικότερη τη φωνή του, απαντούσε σε κάθε χτύπημα «Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ». [305] Στις ερωτήσεις του Αλβίνου -αυτός ήταν ο έπαρχος- ποιος ήταν και από πού ήρθε και γιατί έλεγε αυτά τα πράγματα, δεν απαντούσε το παραμικρό, δεν έπαυε όμως να θρηνολογεί για την πόλη, ώσπου ο Αλβίνος τον έβγαλε τρελό και τον απέλυσε. [306] Κι αυτός ως την έκρηξη του πολέμου ούτε πλησίασε κανέναν πολίτη ούτε τον είδαν να μιλάει σε κανέναν, αλλά σαν να είχε αποστηθίσει κάποια προσευχή θρηνούσε όλη τη μέρα «Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ». [307] Ούτε κανέναν από αυτούς που του έδιναν τροφή ευλογούσε· η ίδια λυπητερή φράση ήταν απάντηση σε όλους. [308] Στις εορτές φώναζε περισσότερο. Θρηνολογώντας έτσι εφτά χρόνια και πέντε μήνες, ούτε τη φωνή του άλλαζε ούτε κουραζόταν, ώσπου κατά την πολιορκία, βλέποντας έργο την προφητεία του, ξεκουράστηκε. [309] Τριγυρίζοντας στο τείχος φώναζε διαπεραστικά: «Αλίμονο πάλι στην πόλη και το λαό και το Ναό». Κι όταν στο τέλος πρόσθεσε «αλίμονό μου κι εμένα», μια πέτρα φεύγοντας από ένα μηχάνημα, τον πέτυχε και τον σκότωσε. Αμέσως του έφυγε η ψυχή ενώ έλεγε αυτή την προφητεία.
[310] Όταν αναλογιστεί κανένας αυτά τα πράγματα θα βρει ότι ο Θεός φροντίζει για τους ανθρώπους και προλέγει με κάθε τρόπο πώς θα σωθεί ο λαός του. Οι άνθρωποι όμως από ανοησία και λανθασμένες δικές τους επιλογές χάνονται. [311] Έτσι οι Ιουδαίοι μετά την εκθεμελίωση της Αντωνίας έκαναν το ιερό τετράγωνο, παρόλο που έχουν γραμμένο στα βιβλία τους ότι η πόλη κι ο Ναός θα κυριευθούν, όταν το ιερό γίνει τετράγωνο.
Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου 6, 271-288, 300-309
[6.271] καιομένου δὲ τοῦ ναοῦ τῶν μὲν προσπιπτόντων ἦν ἁρπαγή, φόνος δὲ τῶν καταλαμβανομένων μυρίος καὶ οὔτε ἡλικίας ἦν ἔλεος οὔτ᾽ ἐντροπὴ σεμνότητος, ἀλλὰ καὶ παιδία καὶ γέροντες καὶ βέβηλοι καὶ ἱερεῖς ὁμοίως ἀνῃροῦντο, καὶ πᾶν γένος ἐπεξῄει περισχὼν ὁ πόλεμος, ὁμοῦ τούς τε ἱκετεύοντας καὶ τοὺς ἀμυνομένους. [6.272] συνήχει δὲ ἡ φλὸξ ἐπὶ πλεῖστον ἐκφερομένη τοῖς τῶν πιπτόντων στεναγμοῖς, καὶ διὰ μὲν τὸ ὕψος τοῦ λόφου καὶ τὸ τοῦ φλεγομένου μέγεθος ἔργου πᾶσαν ἄν τις ἔδοξε καίεσθαι τὴν πόλιν, τῆς δὲ βοῆς ἐκείνης οὐδὲν ἐπινοηθῆναι δύναιτ᾽ ἂν ἢ μεῖζον ἢ φοβερώτερον. [6.273] τῶν τε γὰρ Ῥωμαϊκῶν ταγμάτων ἀλαλαγμὸς ἦν συμφερομένων, καὶ τῶν στασιαστῶν πυρὶ καὶ σιδήρῳ κεκυκλωμένων κραυγή, τοῦ τε ἀποληφθέντος ἄνω λαοῦ τροπή τε μετ᾽ ἐκπλήξεως εἰς τοὺς πολεμίους καὶ πρὸς τὸ πάθος οἰμωγαί. [6.274] συνεβόα δὲ τοῖς ἐπὶ τοῦ λόφου τὸ κατὰ τὴν πόλιν πλῆθος· ἤδη δὲ πολλοὶ τῷ λιμῷ μαραινόμενοι καὶ μεμυκότες ὡς εἶδον τὸ τοῦ ναοῦ πῦρ, εἰς ὀδυρμοὺς πάλιν καὶ κραυγὴν εὐτόνησαν· συνήχει δὲ ἥ τε Περαία καὶ τὰ πέριξ ὄρη βαρυτέραν ποιοῦντα τὴν βοήν. [6.275] ἦν δὲ τοῦ θορύβου τὰ πάθη φοβερώτερα· τὸν μέν γε τοῦ ἱεροῦ λόφον ἐκ ῥιζῶν ἄν τις ἔδοξε βράττεσθαι πάντοθεν τοῦ πυρὸς καταγέμοντα, δαψιλέστερον δὲ τὸ αἷμα τοῦ πυρὸς εἶναι καὶ τῶν φονευόντων πλείους τοὺς φονευομένους· [6.276] οὐδαμοῦ γὰρ ἡ γῆ διεφαίνετο τῶν νεκρῶν, ἀλλὰ σωροῖς ἐπιβαίνοντες οἱ στρατιῶται σωμάτων ἐπὶ τοὺς διαφεύγοντας ἔθεον. [6.277] τὸ μὲν οὖν λῃστρικὸν πλῆθος ὠσάμενοι τοὺς Ῥωμαίους μόλις εἰς τὸ ἔξω διεκπίπτουσιν ἱερὸν κἀκεῖθεν εἰς τὴν πόλιν, τοῦ δημοτικοῦ δὲ τὸ λειφθὲν ἐπὶ τὴν ἔξω στοὰν κατέφυγε. [6.278] τῶν δὲ ἱερέων τινὲς τὸ μὲν πρῶτον ἀπὸ τοῦ ναοῦ τούς τε ὀβελοὺς καὶ τὰς ἕδρας αὐτῶν μολίβου πεποιημένας ἀνασπῶντες εἰς τοὺς Ῥωμαίους ἠφίεσαν, [6.279] αὖθις δὲ ὡς οὔτε ἤνυόν τι καὶ τὸ πῦρ ἐπ᾽ αὐτοὺς ἀνερρήγνυτο, ἐπὶ τὸν τοῖχον ἀναχωρήσαντες ὄντα ὀκτάπηχυν τὸ εὖρος ἔμενον. [6.280] δύο γε μὴν τῶν ἐπισήμων, παρὸν σωθῆναι πρὸς Ῥωμαίους μεταστᾶσιν ἢ διακαρτερεῖν πρὸς τὴν μετὰ τῶν ἄλλων τύχην, ἑαυτοὺς ἔρριψαν εἰς τὸ πῦρ καὶ τῷ ναῷ συγκατεφλέγησαν, Μηϊρός τε υἱὸς Βελγᾶ καὶ Ἰώσηπος Δαλαίου.
[6.281] Ῥωμαῖοι δὲ μάταιον τὴν ἐπὶ τοῖς πέριξ φειδὼ κρίναντες τοῦ ναοῦ φλεγομένου πάντα συνεπίμπρασαν, τά τε λείψανα τῶν στοῶν καὶ τὰς πύλας πλὴν δύο, τῆς μὲν ἐκ τῶν ἀνατολικῶν τῆς δὲ μεσημβρινῆς· καὶ ταύτας ὕστερον κατέσκαψαν. [6.282] ἔκαιον δὲ καὶ τὰ γαζοφυλάκια, ἐν οἷς ἄπειρον μὲν χρημάτων πλῆθος ἄπειροι δ᾽ ἐσθῆτες καὶ ἄλλα κειμήλια, συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν, πᾶς ὁ Ἰουδαίων σεσώρευτο πλοῦτος, ἀνεσκευασμένων ἐκεῖ τοὺς οἴκους τῶν εὐπόρων. [6.283] ἧκον δὲ καὶ ἐπὶ τὴν λοιπὴν στοὰν τοῦ ἔξωθεν ἱεροῦ· καταφεύγει δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὴν ἀπὸ τοῦ δήμου γύναια καὶ παιδία καὶ σύμμικτος ὄχλος εἰς ἑξακισχιλίους. [6.284] πρὶν δὲ Καίσαρα κρῖναί τι περὶ αὐτῶν ἢ κελεῦσαι τοὺς ἡγεμόνας, φερόμενοι τοῖς θυμοῖς οἱ στρατιῶται τὴν στοὰν ὑφάπτουσι, καὶ συνέβη τοὺς μὲν ῥιπτοῦντας αὑτοὺς ἐκ τῆς φλογὸς διαφθαρῆναι, τοὺς δὲ ἐν αὐτῇ· περιεσώθη δὲ ἐκ τοσούτων οὐδείς. [6.285] τούτοις αἴτιος τῆς ἀπωλείας ψευδοπροφήτης τις κατέστη κατ᾽ ἐκείνην κηρύξας τὴν ἡμέραν τοῖς ἐπὶ τῆς πόλεως, ὡς ὁ θεὸς ἐπὶ τὸ ἱερὸν ἀναβῆναι κελεύει δεξομένους τὰ σημεῖα τῆς σωτηρίας. [6.286] πολλοὶ δ᾽ ἦσαν ἐγκάθετοι παρὰ τῶν τυράννων τότε πρὸς τὸν δῆμον προφῆται προσμένειν τὴν ἀπὸ τοῦ θεοῦ βοήθειαν καταγγέλλοντες, ὡς ἧττον αὐτομολοῖεν καὶ τοὺς ἐπάνω δέους καὶ φυλακῆς γενομένους ἐλπὶς παρακροτοίη. [6.287] πείθεται δὲ ταχέως ἄνθρωπος ἐν συμφοραῖς, ὅταν δ᾽ ἤδη καὶ τῶν κατεχόντων δεινῶν ἀπαλλαγὴν ὁ ἐξαπατῶν ὑπογράφῃ, τόθ᾽ ὁ πάσχων ὅλος γίνεται τῆς ἐλπίδος. [6.288] τὸν γοῦν ἄθλιον δῆμον οἱ μὲν ἀπατεῶνες καὶ καταψευδόμενοι τοῦ θεοῦ τηνικαῦτα παρέπειθον, τοῖς δ᾽ ἐναργέσι καὶ προσημαίνουσι τὴν μέλλουσαν ἐρημίαν τέρασιν οὔτε προσεῖχον οὔτ᾽ ἐπίστευον, ἀλλ᾽ ὡς ἐμβεβροντημένοι καὶ μήτε ὄμματα μήτε ψυχὴν ἔχοντες τῶν τοῦ θεοῦ κηρυγμάτων παρήκουσαν.
…
[6.300] τὸ δὲ τούτων φοβερώτερον, Ἰησοῦς γάρ τις υἱὸς Ἀνανίου τῶν ἰδιωτῶν ἄγροικος πρὸ τεσσάρων ἐτῶν τοῦ πολέμου τὰ μάλιστα τῆς πόλεως εἰρηνευομένης καὶ εὐθηνούσης, ἐλθὼν εἰς τὴν ἑορτήν, ἐν ᾗ σκηνοποιεῖσθαι πάντας ἔθος τῷ θεῷ, κατὰ τὸ ἱερὸν ἐξαπίνης ἀναβοᾶν ἤρξατο [6.301] «φωνὴ ἀπὸ ἀνατολῆς, φωνὴ ἀπὸ δύσεως, φωνὴ ἀπὸ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, φωνὴ ἐπὶ Ἱεροσόλυμα καὶ τὸν ναόν, φωνὴ ἐπὶ νυμφίους καὶ νύμφας, φωνὴ ἐπὶ τὸν λαὸν πάντα.» τοῦτο μεθ᾽ ἡμέραν καὶ νύκτωρ κατὰ πάντας τοὺς στενωποὺς περιῄει κεκραγώς. [6.302] τῶν δὲ ἐπισήμων τινὲς δημοτῶν ἀγανακτήσαντες πρὸς τὸ κακόφημον συλλαμβάνουσι τὸν ἄνθρωπον καὶ πολλαῖς αἰκίζονται πληγαῖς. ὁ δὲ οὔθ᾽ ὑπὲρ αὑτοῦ φθεγξάμενος οὔτε ἰδίᾳ πρὸς τοὺς παίοντας, ἃς καὶ πρότερον φωνὰς βοῶν διετέλει. [6.303] νομίσαντες δὲ οἱ ἄρχοντες, ὅπερ ἦν, δαιμονιώτερον τὸ κίνημα τἀνδρὸς ἀνάγουσιν αὐτὸν ἐπὶ τὸν παρὰ Ῥωμαίοις ἔπαρχον. [6.304] ἔνθα μάστιξι μέχρι ὀστέων ξαινόμενος οὔθ᾽ ἱκέτευσεν οὔτ᾽ ἐδάκρυσεν, ἀλλ᾽ ὡς ἐνῆν μάλιστα τὴν φωνὴν ὀλοφυρτικῶς παρεγκλίνων πρὸς ἑκάστην ἀπεκρίνατο πληγήν «αἰαὶ Ἱεροσολύμοις.» [6.305] τοῦ δ᾽ Ἀλβίνου διερωτῶντος, οὗτος γὰρ ἔπαρχος ἦν, τίς εἴη καὶ πόθεν, καὶ διὰ τί ταῦτα φθέγγοιτο, πρὸς ταῦτα μὲν οὐδ᾽ ὁτιοῦν ἀπεκρίνατο, τὸν δὲ ἐπὶ τῇ πόλει θρῆνον εἴρων οὐ διέλειπεν, μέχρι καταγνοὺς μανίαν ὁ Ἀλβῖνος ἀπέλυσεν αὐτόν. [6.306] ὁ δὲ τὸν μέχρι τοῦ πολέμου χρόνον οὔτε προσῄει τινὶ τῶν πολιτῶν οὔτε ὤφθη λαλῶν, ἀλλὰ καθ᾽ ἡμέραν ὥσπερ εὐχὴν μεμελετηκώς «αἰαὶ Ἱεροσολύμοις» ἐθρήνει. [6.307] οὔτε δέ τινι τῶν τυπτόντων αὐτὸν ὁσημέραι κατηρᾶτο οὔτε τοὺς τροφῆς μεταδιδόντας εὐλόγει, μία δὲ πρὸς πάντας ἦν ἡ σκυθρωπὴ κλῃδὼν ἀπόκρισις. [6.308] μάλιστα δ᾽ ἐν ταῖς ἑορταῖς ἐκεκράγει· καὶ τοῦτ᾽ ἐφ᾽ ἑπτὰ ἔτη καὶ μῆνας πέντε εἴρων οὔτ᾽ ἤμβλυνεν τὴν φωνὴν οὔτ᾽ ἔκαμεν, μέχρις οὗ κατὰ τὴν πολιορκίαν ἔργα τῆς κλῃδόνος ἰδὼν ἀνεπαύσατο. [6.309] περιιὼν γὰρ ἀπὸ τοῦ τείχους «αἰαὶ πάλιν τῇ πόλει καὶ τῷ λαῷ καὶ τῷ ναῷ» διαπρύσιον ἐβόα, ὡς δὲ τελευταῖον προσέθηκεν «αἰαὶ δὲ κἀμοί», λίθος ἐκ τοῦ πετροβόλου σχασθεὶς καὶ πλήξας αὐτὸν παραχρῆμα κτείνει, φθεγγομένην δ᾽ ἔτι τὰς κλῃδόνας ἐκείνας τὴν ψυχὴν ἀφῆκε. [6.310] ταῦτά τις ἐννοῶν εὑρήσει τὸν μὲν θεὸν ἀνθρώπων κηδόμενον καὶ παντοίως προσημαίνοντα τῷ σφετέρῳ γένει τὰ σωτήρια, τοὺς δ᾽ ὑπ᾽ ἀνοίας καὶ κακῶν αὐθαιρέτων ἀπολλυμένους, [6.311] ὅπου γε Ἰουδαῖοι καὶ τὸ ἱερὸν μετὰ τὴν καθαίρεσιν τῆς Ἀντωνίας τετράγωνον ἐποίησαν, ἀναγεγραμμένον ἐν τοῖς λογίοις ἔχοντες ἁλώσεσθαι τὴν πόλιν καὶ τὸν ναόν, ἐπειδὰν τὸ ἱερὸν γένηται τετράγωνον. ***
[271] Ο Ναός λαμπάδιαζε και οι στρατιώτες άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους, και οι σκοτωμένοι δεν είχαν μετρημό. Ούτε για ηλικία υπήρχε έλεος ούτε ντροπή για ό,τι ήταν σεβαστό. Αλλά και παιδιά και γέροντες, και λαϊκοί και ιερείς όμοια περνούσαν από το μαχαίρι· όλες τις τάξεις τις είχε περιλάβει ο πόλεμος και χτυπούσε μαζί αυτούς που ικέτευαν και αυτούς που αντιστέκονταν. [272] Αντηχούσε η φλόγα και απλωνόταν μακριά ανάμιχτη με τους στεναγμούς αυτών που έπεφταν, ενώ το ύψος του λόφου και η έκταση της φωτιάς έδιναν την εντύπωση ότι καιγόταν όλη η πόλη, κι από το βουητό εκείνο δεν θα μπορούσε κανένας να φανταστεί πιο μεγάλο ή πιο φοβερό. [273] Από τη μια ο αλαλαγμός των ρωμαϊκών λεγεώνων που ορμούσαν κατά μάζες μαζί με την κραυγή των στασιαστών περικυκλωμένων από φωτιά και ξίφη, κι από την άλλη η φυγή του λαού που είχε απομείνει ψηλά και έτρεχε πανικόβλητος στους εχθρούς και οι θρήνοι για τη συμφορά. [274] Και ήταν σε συμφωνία με τις κραυγές όσων ήταν πάνω στο λόφο οι κραυγές του πλήθους μέσα στην πόλη. Τότε όμως πολλοί που ήταν εξαντλημένοι από την πείνα και βουβοί, μόλις είδαν τη φωτιά του Ναού, ξαναβρήκαν τη δύναμή τους για θρήνους και κραυγές. Αντηχούσαν μαζί η Περαία και τα γύρω βουνά κάνοντας τη βουή τρομακτικότερη.
[275] Αλλά φοβερότερα από το βουητό ήταν τα παθήματά τους. Θα νόμιζε κανένας ότι ο ιερός λόφος έβραζε από τους πρόποδες κυκλωμένος ολόγυρα από τη φωτιά, κι ότι το αίμα ήταν πιο άφθονο από τη φωτιά και περισσότεροι οι σκοτωμένοι από αυτούς που τους σκότωναν. [276] Πού να φανεί η γη από τους νεκρούς. Αλλά οι στρατιώτες, πατώντας πάνω στους σωρούς των πτωμάτων, κυνηγούσαν όσους προσπαθούσαν να διαφύγουν. [277] Το πλήθος λοιπόν των ληστών απωθώντας τους Ρωμαίους ξεγλιστρούσε με δυσκολία στο έξω ιερό κι από κει στην πόλη, ενώ όσοι απόμειναν από το λαό κατέφυγαν στην έξω στοά. [278] Κάποιοι από τους ιερείς στην αρχή ξήλωναν από το Ναό τους οβελούς και τις μολύβδινες βάσεις τους και τους σφενδόνιζαν κατά των Ρωμαίων. [279] Έπειτα όμως, αφού τίποτα δεν πετύχαιναν ενώ η φωτιά ανέβαινε προς το μέρος τους, τραβήχτηκαν στον τοίχο που είχε πλάτος οχτώ πήχεις και εκεί περίμεναν. [280] Δύο όμως από τους επίσημους, παρόλο που μπορούσαν να σωθούν πηγαίνοντας στους Ρωμαίους ή να περιμένουν να συμμεριστούν την τύχη των άλλων, ρίχτηκαν στη φωτιά και έγιναν παρανάλωμα μαζί με το Ναό· ήταν ο Μηϊρός του Βελγά και ο Ιώσηπος του Δαλαίου.
[281] Οι Ρωμαίοι, θεωρώντας ανώφελη την προσπάθεια να προφυλάξουν τα γύρω κτίρια ενώ ο Ναός καιγόταν, έβαλαν φωτιά σε όλα, και στ᾽ απομεινάρια των στοών και στις πύλες, εκτός από δύο, τη μία στ᾽ ανατολικά και την άλλη νότια. Αργότερα τις γκρέμισαν κι αυτές απ᾽ τα θεμέλια. [282] Μαζί έκαιγαν και τα θησαυροφυλάκια όπου υπήρχε άπειρο χρήμα, άπειρος ρουχισμός και άλλα κειμήλια, μ᾽ ένα λόγο ήταν σωρευμένος όλος ο πλούτος των Ιουδαίων εκεί είχαν μεταφέρει οι εύποροι τον πλούτο τους.
[283] Πήγαν και στην άλλη στοά του εξωτερικού ιερού. Σ᾽ αυτήν είχαν καταφύγει τα γυναικόπαιδα του λαού και όχλος ανάκατος, γύρω στους έξι χιλιάδες. [284] Πριν λοιπόν πάρει ο Καίσαρας την απόφασή του γι᾽ αυτούς ή διατάξει τους επικεφαλής, οι στρατιώτες, σπρωγμένοι από τη μανία τους, βάζουν φωτιά στη στοά. Κι έγινε τούτο. Κάηκαν κι όσοι πηδούσαν από τη στοά αλλά κι όσοι παρέμειναν σ᾽ αυτήν. Από τόσο πλήθος δεν σώθηκε κανένας. [285] Αίτιος του χαμού τους στάθηκε κάποιος ψευδοπροφήτης που προφήτεψε εκείνη την ημέρα σε όσους ήταν μέσα στην πόλη ότι ο θεός προστάζει ν᾽ ανεβούν στο ιερό για να λάβουν τα σημεία της σωτηρίας.
[286] Υπήρχαν πολλοί προφήτες τότε μέσα στο λαό, εγκάθετοι των τυράννων, που κήρυτταν να περιμένουν τη βοήθεια του θεού. Έτσι θα αυτομολούσαν λιγότερο, και ξεπερνώντας κάθε φόβο και προφύλαξη θα τους παραπλανούσε η ελπίδα. [287] Ο άνθρωπος στις συμφορές πείθεται εύκολα, κι όταν αυτός που τον ξεγελά περιγράφει και την απαλλαγή από τα δεινά που τον ταλαιπωρούν, τότε ο βασανισμένος παραδίνεται ολόκληρος στην ελπίδα.
[288] Τον δυστυχισμένο λαό λοιπόν παραπλανούσαν τότε οι απατεώνες και ψευδοκήρυκες του Θεού, και μήτε πρόσεχε μήτε πίστευε στα ολοφάνερα σημεία που προμηνούσαν τη μελλοντική ερήμωση. Αλλά σαν να είχαν κεραυνοβοληθεί και να μην είχαν μήτε μάτια μήτε ψυχή, άκουσαν λανθασμένα τις παραγγελίες του Θεού.
...
[300] Και το πιο φοβερό απ᾽ αυτά· τέσσερα χρόνια πριν από τον πόλεμο, και ενώ η πόλη περνούσε μέρες αδιατάραχτης ειρήνης και ευημερίας, κάποιος Ιησούς γιος του Ανανία, ένας απλός χωρικός, ήρθε στην εορτή που είχαν τη συνήθεια να στήνουν σκηνές για το Θεό. Αφού λοιπόν στάθηκε προς το ιερό, ξαφνικά άρχισε να φωνάζει: [301] «Φωνή από την ανατολή, φωνή από τη δύση, φωνή από τους τέσσερις ανέμους, φωνή κατά της Ιερουσαλήμ και του Ναού, φωνή κατά των αντρών και των γυναικών, φωνή κατά του λαού όλου». Γύριζε σ᾽ όλα τα στενά μέρα και νύχτα και φώναζε τα ίδια λόγια. [302] Κάποιοι από τους επίσημους πολίτες που αγανάκτησαν με τους δυσοίωνους λόγους, συνέλαβαν τον άνθρωπο και τον καταπλήγωσαν με τα χτυπήματά τους. Αυτός όμως, ούτε για να υπερασπιστεί τον εαυτό του έλεγε τίποτα ούτε έδινε εξηγήσεις, ιδιαιτέρως σ᾽ αυτούς που τον χτυπούσαν, αλλά φώναζε συνέχεια τις ίδιες λέξεις που έλεγε πρώτα.[303] Νομίζοντας οι άρχοντες -που ήταν και η αλήθεια- ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου είχε κάτι δαιμονικό, τον οδήγησαν στον ρωμαίο έπαρχο. [304] Εδώ, αν και το μαστίγιο τον έσκιζε ως τα κόκαλα, ούτε ικέτεψε ούτε δάκρυσε καν. Αλλά κάνοντας όσο το δυνατό θρηνητικότερη τη φωνή του, απαντούσε σε κάθε χτύπημα «Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ». [305] Στις ερωτήσεις του Αλβίνου -αυτός ήταν ο έπαρχος- ποιος ήταν και από πού ήρθε και γιατί έλεγε αυτά τα πράγματα, δεν απαντούσε το παραμικρό, δεν έπαυε όμως να θρηνολογεί για την πόλη, ώσπου ο Αλβίνος τον έβγαλε τρελό και τον απέλυσε. [306] Κι αυτός ως την έκρηξη του πολέμου ούτε πλησίασε κανέναν πολίτη ούτε τον είδαν να μιλάει σε κανέναν, αλλά σαν να είχε αποστηθίσει κάποια προσευχή θρηνούσε όλη τη μέρα «Αλίμονό σου, Ιερουσαλήμ». [307] Ούτε κανέναν από αυτούς που του έδιναν τροφή ευλογούσε· η ίδια λυπητερή φράση ήταν απάντηση σε όλους. [308] Στις εορτές φώναζε περισσότερο. Θρηνολογώντας έτσι εφτά χρόνια και πέντε μήνες, ούτε τη φωνή του άλλαζε ούτε κουραζόταν, ώσπου κατά την πολιορκία, βλέποντας έργο την προφητεία του, ξεκουράστηκε. [309] Τριγυρίζοντας στο τείχος φώναζε διαπεραστικά: «Αλίμονο πάλι στην πόλη και το λαό και το Ναό». Κι όταν στο τέλος πρόσθεσε «αλίμονό μου κι εμένα», μια πέτρα φεύγοντας από ένα μηχάνημα, τον πέτυχε και τον σκότωσε. Αμέσως του έφυγε η ψυχή ενώ έλεγε αυτή την προφητεία.
[310] Όταν αναλογιστεί κανένας αυτά τα πράγματα θα βρει ότι ο Θεός φροντίζει για τους ανθρώπους και προλέγει με κάθε τρόπο πώς θα σωθεί ο λαός του. Οι άνθρωποι όμως από ανοησία και λανθασμένες δικές τους επιλογές χάνονται. [311] Έτσι οι Ιουδαίοι μετά την εκθεμελίωση της Αντωνίας έκαναν το ιερό τετράγωνο, παρόλο που έχουν γραμμένο στα βιβλία τους ότι η πόλη κι ο Ναός θα κυριευθούν, όταν το ιερό γίνει τετράγωνο.