ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ
(αστερισμός)
ἂφθιτοὶ τε καὶ φθιτοὶ, τεθνᾶσι κοὐ τεθνᾶσι
Καταγωγή
Στην Ιλιάδα η Ελένη, περπατώντας στα τείχη της Τροίας και αναγνωρίζοντας τους Αχαιούς πολέμαρχους, αναρωτιέται γιατί δεν διακρίνει ανάμεσά τους και τα αδέλφια της και κάνει διάφορες υποθέσεις για την απουσία τους. Εκείνο που δεν γνωρίζει είναι αυτό που μαρτυρεί ο ποιητής, ότι από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει /εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα (Γ 243-244). Αλλά ενώ η ομηρική παράδοση θέλει τους Διόσκουρους θνητούς που υφίστανται και αυτοί τον θάνατό τους, μεθομηρικές παραδόσεις αλλά και προομηρικές ενδείξεις εμφανίζουν τους Διόσκουρους αθάνατους ή με μοιρασμένη αθανασία.
Ήδη από τον 7ο αι. π.Χ. ο ένας από τους διδύμους, ο Πολυδεύκης, θεωρούνταν αθάνατος, ενώ ο Κάστορας θνητός. Έτσι, δημιουργήθηκε ο μύθος της διπλής ταυτότητας και της διπλής γέννας:
Ψάλε μου, Μούσα καλλίφωνη, Κάστορα και Πολυδεύκη,
τους Τυνδαρίδες, που προήλθαν από τον Ολύμπιο Δία·
αυτούς τους γέννησε κάτω απ' του Ταΰγετου η αφέντρα
Λήδα σμίγοντας κρυφά με τον μαυροσύννεφο Κρονίδη.
Έχετε γεια, Τυνδαρίδες, αναβάτες γρήγορων αλόγων
(Ομ. Ύμνος, Εις Διοσκούρους)
Όταν ο Δίας πλάγιασε με τη Λήδα παίρνοντας τη μορφή του κύκνου, την ίδια νύχτα που εκείνη βρέθηκε ερωτικά με τον Τυνδάρεω, από τον Δία γεννήθηκε ο Πολυδεύκης και η Ελένη, από τον Τυνδάρεω ο Κάστορας <και η Κλυταιμνήστρα>. (Απολλόδ. 3.10)
Άλλη παράδοση θέλει τη Λήδα να γεννά ένα αυγό και από αυτό να βγαίνουν τα δύο ζευγάρια των διδύμων. Ή δύο αυγά και από το ένα να βγαίνουν οι αθάνατοι Ελένη και Πολυδεύκης και από το άλλο οι θνητοί Κλυταιμνήστρα και Κάστορας. Ή τα δίδυμα αγόρια να έχουν γεννηθεί νωρίτερα και να παρίστανται στη γέννηση της Ελένης· σε αυτή την περίπτωση, οι κωνικοί πίλοι που φέρουν στην αγγειογραφία είναι το ανοιγμένο στα δύο κέλυφος του αυγού. Όπως και να έχει, δύο από τα παιδιά της Λήδας είχαν θνητό πατέρα και δύο αθάνατο. Γι' αυτό και τα δύο αγόρια ονομάζονται και Διόσκουροι, γιοι του Δία, αλλά και Τυνδαρίδες, γιου του Τυνδάρεου, όπως και οι δύο αδελφές τους. Ως τόπος της γέννησής τους ορίζεται ο Ταΰγετος της Λακεδαίμονος χώρας ή, σύμφωνα με τον Αλκμάνα, η βραχονησίδα Πέφνος στη δυτική πλευρά του Ταΰγετου ή η
Θεράπνη, ΝΑ της Σπάρτης, που υπήρξε και ο παλαιότερος τόπος της λατρείας τους. Ως τόπος της ανατροφής τους ορίζεται η
Πελλάνα, Β της Σπάρτης.
Θεωρούνται κατ' εξοχήν Δωριείς ήρωες, που ανταγωνίζονται τον Ίωνα Θησέα, ικανοί πολεμιστές και αθλητές: Από τα παιδιά της Λήδας ο Κάστορας ασκούνταν στην πολεμική τέχνη και ο Πολυδεύκης στην πυγμαχία, και για την ανδρεία τους ονομάστηκαν και οι δυο Διόσκουροι (Απολλόδ. 3. 11.1). Ο Πλάτωνας συγκαταλέγει τον Πολυδεύκη στους περιφημότερους μυθικούς παλαιστές (Νόμ. 7.796a).
Αργοναυτική εκστρατεία
Δύο φορές οι Αργοναύτες σώθηκαν από τους κινδύνους στη θάλασσα χάρη στους Διόσκουρους που συμμετείχαν στην εκστρατεία και στον Ορφέα που ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Την πρώτη φορά, μετά την αναχώρηση των Αργοναυτών από το ακρωτήριο Σίγειο της Τρωάδας, δυο αστέρια έπεσαν στα κεφάλια των Διοσκούρων· τη δεύτερη, στη μέση του Εύξεινου Πόντου, σταμάτησαν κατά προτροπή του Ορφέα, ώστε με τη μύηση όλων στα Μυστήρια του ιερού νησιού να πετύχουν ευνοϊκό ταξίδι -σωότεροι ναυτίλλοιντο.
Στην αρχαιότερη, ως τις μέρες μας, απεικόνιση του Ορφέα και των Αργοναυτών στη μετόπη του μονόπτερου των Σικυωνίων στους Δελφούς, οι Διόσκουροι μέσα στην Αργώ πλαισιώνουν τον Ορφέα και έναν άλλο μουσικό, όρθιους με λύρες στα χέρια τους (560 π.Χ. Δελφοί, Αρχαιολογικό Μουσείο). Ο ερυθρόμορφος κρατήρας με ελικωτές λαβές του ζωγράφου του Τάλου μαρτυρεί το πέρασμα των Αργοναυτών από την Κρήτη, καθώς στη μία πλευρά του κρατήρα παριστάνονται οι Διόσκουροι να συγκρατούν τον ετοιμοθάνατο Τάλο (αριστερά η Μήδεια, δεξιά ο Ποσειδώνας και η Αμφιτρίτη παρακολουθούν), ενώ στην άλλη πλευρά παριστάνονται τρεις Αργοναύτες μέσα και γύρω από την Αργώ σε ακρογιάλι της Κρήτης (400-390 π.Χ., Ruvo, Museo Jatta, 1501).
Οι Διόσκουροι διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη χώρα των Βεβρύκων:
[Οι Αργοναύτες] Άφησαν τη Μυσία για τη χώρα των Βεβρύκων, όπου βασιλιάς ήταν ο Άμυκος, γιος του Ποσειδώνα και της <νύμφης> Βιθυνίδας [ευρετής της πυγμαχίας]. Ρωμαλέος άνδρας, ανάγκαζε τους ξένους που προσέγγιζαν τη χώρα του να πυγμαχούν μαζί του και με αυτόν τον τρόπο τους εξουδετέρωνε. Ανέβηκε λοιπόν και τότε στην Αργώ και προκαλούσε τον πιο γενναίο απ' όλους σε πυγμαχία. Ο Πολυδεύκης δέχτηκε την πρόκληση να παλέψει μαζί του και, χτυπώντας τον στον αγκώνα, τον σκότωσε. Τότε όρμησαν εναντίον του Βέβρυκες, αλλά οι γενναίοι άρπαξαν τα όπλα και σκότωσαν πολλούς την ώρα που το έβαζαν στα πόδια. (Απολλόδωρος 1.119)
Καλυδώνιος κάπρος
Μαζί με άλλους διαλεχτούς νέους οι Διόσκουροι πήραν μέρος στο κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου. Ο Απολλόδωρος παραδίδει τα ονόματά τους:
Ο Μελέαγρος, γιος του Οινέα, ο Δρύας, γιος του Άρη, και οι δυο από την Καλυδώνα, ο Ίδας και ο Λυγκέας, γιοι του Αφαρέα, από τη Μεσσήνη, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, γιοι του Δία και της Λήδας, από τη Σπάρτη, ο Θησέας, γιος του Αιγέα, από την Αθήνα, ο Άδμητος, γιος του Φέρητα, από τις Φερές, ο Αγκαίος και ο Κηφέας, γιοι του Λυκούργου, από την Αρκαδία, ο Ιάσονας, γιος του Αίσονα, από την Ιωλκό, ο Ιφικλής, γιος του Αμφιτρύωνα, από τη Θήβα, ο Πειρίθους, γιος του Ιξίονα, από τη Λάρισα, ο Πηλέας, γιος του Αιακού, από τη Φθία, ο Τελαμώνας, γιος του Αιακού, από τη Σαλαμίνα, ο Ευρυτίωνας, γιος του Άκτορα, από τη Φθία, η Αταλάντη, κόρη του Σχοινέα, από την Αρκαδία, ο Αμφιάραος, γιος του Οϊκλή, από το Άργος· μαζί τους ήταν και οι γιοι του Θέστιου.
Απαγωγές αδελφών
Οι δύο αδελφές, η Κλυταιμνήστρα και η Ελένη, έπεσαν θύματα απαγωγών. Και στις δύο περιπτώσεις οι αδελφοί Διόσκουροι κυνηγούν τους απαγωγείς, τον Αγαμέμνονα και τον Θησέα:
Για τον γάμο του Αγαμέμνονα με την Κλυταιμνήστρα παραδίδεται ότι την πόθησε και ότι, για να την αποκτήσει, σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της και γιο του Θυέστη Τάνταλο, καθώς και το παιδί τους χτυπώντας το στο έδαφος. Τα αδέλφια της Κλυταιμνήστρας, ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης, οι Διόσκουροι, καταδίωξαν το ζεύγος θέλοντας να απαλλάξουν την αδελφή τους από τον ανεπιθύμητο γάμο, μέχρι που ο Αγαμέμνονας κατέφυγε στον πατέρα τους και πεθερό του, τον Τυνδάρεο, ο οποίος και αποδέχθηκε τον γάμο (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1148-1156· Απολλόδ., Επιτομή 2.15 κ.ε.).
Με την αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα και την εκστρατεία των Διοσκούρων εναντίον του απαγωγέα εκδηλώνεται η εχθρότητα των Δωριέων με τους Ίωνες. Οι Διόσκουροι όχι μόνο διεκδίκησαν πίσω την αδελφή τους αλλά και παρενέβησαν στη δυναστική διαμάχη της Αθήνας ανάμεσα στον Θησέα και τον διεκδικητή της δυναστείας Μενεσθέα, εγγονού του Ερεχθέα, υπέρ του δεύτερου. Πιο συγκεκριμένα: Όταν η Ελένη ήταν μόλις δώδεκα χρονών, την απήγαγαν ο πενηντάχρονος Θησέας και ο φίλος του Πειρίθοος, την ώρα που το κορίτσι τελούσε λατρευτικό χορό στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος στη Σπάρτη. Στον κλήρο που έριξαν οι δυο φίλοι, την κέρδισε ο Θησέας που την πήγε στις Αφίδνες της Αττικής, γιατί οι Αθηναίοι δεν ήθελαν να δεχτούν την Ελένη στην πόλη από τον φόβο πολέμου με τους Σπαρτιάτες. Εκεί την εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αίθρα. Όσο όμως ο Θησέας έλειπε στον Κάτω Κόσμο μαζί με τον Πειρίθοο για να απαγάγουν την Περσεφόνη, τα αδέλφια της, οι Διόσκουροι, οργάνωσαν εκστρατεία με σώμα Αρκάδων και Λακεδαιμονίων. Στην αρχή ζήτησαν ειρηνικά την αδελφή τους από τους Αθηναίους. Όταν όμως εκείνοι αποκάλυψαν ότι δεν είχαν το κορίτσι ούτε ήξεραν πού βρισκόταν, τότε ο Κάστορας και ο Πολυδεύκης κινήθηκαν επιθετικά εναντίον τους. Οι παραδόσεις λένε ότι οι κάτοικοι της Δεκέλειας τους πληροφόρησαν πού ήταν κρυμμένη η αδελφή τους ή ο Ακάδημος· γι' αυτό και οι Σπαρτιάτες στις πολυάριθμες επιδρομές τους στην Αττική, κατά τα ιστορικά χρόνια, σέβονταν την Ακαδημία, όπου ήταν θαμμένος ο ήρωας. Επιτέθηκαν στην Άφιδνα, κατέλαβαν την πόλη και ξαναβρήκαν την αδελφή τους. Αιχμαλώτισαν και την Αίθρα, τη μητέρα του αττικού ήρωα, που έγινε δούλα της Ελένης. Έπειτα επανέφεραν από την εξορία τον Μενεσθέα, έναν εγγονό του Ερεχθέα, που συγκέντρωσε τους δυσαρεστημένους από τις μεταρρυθμίσεις του Θησέα ευγενείς και τον εγκατέστησαν στον θρόνο της Αττικής.
Τρωικός πόλεμος
Οι Διόσκουροι δεν συγκαταλέγονται στους μαχητές του Τρωικού πολέμου, αν και αδέλφια της Ελένης, γιατί νωρίτερα είχαν πεθάνει (Όμ., Ιλ. Γ 234-244*). Αποθεωμένοι εμφανίζονται στο τέλος του έργου Ελένη του Ευριπίδη και προφητεύουν τη συνέχεια της ζωής της αδελφής τους -θα ζήσει με τον Μενέλαο- και προαναγγέλλουν το «τέλος» της -την αποθέωσή της μετά τον θάνατό της (στ. 1813-1845**).
Διόσκουροι και Λευκιππίδες. Γάμος και «θάνατος»
Για τον γάμο τους με τις Λευκιππίδες οι μυθογράφοι παραδίδουν δύο εκδοχές.
1. Ο θνητός πατέρας τους Τυνδάρεος είχε δυο αδέλφια, τον Αφαρέα και τον Λεύκιππο. Οι γιοι του Αφαρέα, ο Ίδας και ο Λυγκέας, παντρεύτηκαν τις κόρες του θείου τους και ξαδέλφες τους, τη Φοίβη και την Ιλάειρα. Προσκεκλημένοι στον γάμο ήταν και οι Διόσκουροι που όμως άρπαξαν τις νύφες. Στη σύγκρουση που ακολούθησε σκοτώθηκαν ο Κάστορας και ο Λυγκέας.
2. Οι Διόσκουροι παντρεύτηκαν τις Λευκιππίδες και απέκτησαν παιδιά -από τον Πολυδεύκη και τη Φοίβη γεννήθηκε ο Μνησίλεως, από τον Κάστορα και την Ιλάειρα ο Ανώγων. Με τα ξαδέλφια τους όχι μόνο δεν συγκρούστηκαν αλλά οργάνωσαν και εκστρατεία στην Αρκαδία, με σκοπό να κλέψουν ζώα. Στην επιστροφή συγκρούστηκαν για τη μοιρασιά της λείας. Ο Απολλόδωρος διηγείται:
Όταν κάποτε, μαζί με τα παιδιά του Αφαρέα, τον Ίδα και τον Λυγκέα, έκλεψαν μερικά βόδια από την Αρκαδία, παραχώρησαν στον Ίδα το δικαίωμα να τα διαμοιράσει· και αυτός, αφού τεμάχισε ένα βόδι σε τέσσερα μέρη, είπε ότι όποιος έτρωγε πρώτος το ένα κομμάτι θα έπαιρνε τη μισή λεία και ο δεύτερος το υπόλοιπο. Αλλά πρόφτασε και κατανάλωσε πρώτος το δικό του μέρος ο Ίδας, καθώς και του αδελφού του, και μαζί έφεραν το σύνολο της λείας στη Μεσσήνη. Τότε οι Διόσκουροι εκστράτευσαν εναντίον της Μεσσήνης και πήραν πίσω και εκείνη τη λεία και πολλή άλλη ακόμη. Και παραμόνευαν και για τον Ίδα και για τον Λυγκέα. Ο Λυγκέας, μόλις είδε τον Κάστορα, ειδοποίησε τον Ίδα, κι εκείνος τον σκοτώνει. Ο Πολυδεύκης όμως τους κατεδίωξε και σκότωσε τον Λυγκέα ρίχνοντας το δόρυ του· την ώρα όμως που κυνηγούσε τον Ίδα, εκείνος τον χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι, και τραυματίστηκε (ή πέθανε) [=πίπτει σκοτωθείς). Και τότε ο Δίας κατακεραύνωσε τον Ίδα και ανέβασε τον Πολυδεύκη στον ουρανό. Επειδή όμως ο Πολυδεύκης δεν δεχόταν να γίνει αθάνατος τη στιγμή που ο Κάστορας κείτονταν νεκρός, ο Δίας παραχώρησε και στους δυο το δικαίωμα να είναι μία μέρα στους θεούς και μία μέρα ανάμεσα στους ανθρώπους. Όταν οι Διόσκουροι πέρασαν στους θεούς, ο Τυνδάρεος έστειλε και κάλεσε τον Μενέλαο στη Σπάρτη και του παρέδωσε τη βασιλεία. (Απολλόδ. 11.2)
Μια τρίτη εκδοχή θέλει τους Διόσκουρους να έχουν αρπάξει τις Λευκιππίδες στον γάμο τους αλλά και τα κοπάδια των Αφαρητιδών, γιατί τους είχαν προσβάλει δημόσια για τον γάμο τους.
Πάντως, σε όλες τις εκδοχές η αιτία της σύγκρουσης είναι η αρπαγή γυναικών ή/και κοπαδιών.
Αποθέωση, λατρεία, επιφάνειες
Η εκτεταμένη λατρεία των Διοσκούρων δεν μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από την ηρωική τους υπόσταση. Γι' αυτό και λογίσθηκαν για θεοί και εξομοιώθηκαν με τα άστρα και τοποθετήθηκαν στον ουρανό από τον Δία σχηματίζοντας τον αστερισμό των Διδύμων. Η αποθέωσή τους έγινε σαράντα χρόνια μετά τον αγώνα τους με τους Αφαρητίδες. Λατρεύτηκαν σε διάφορα μέρη, στην Αρκαδία***, στην Άμφισσα**** κ.α. και θαυμάστηκαν οι επιφάνειές τους στους ανθρώπους είτε πάνω στα άσπρα φτερωτά τους άλογα είτε φτερωτοί οι ίδιοι.
Θεωρούνται θεοί προστάτες και σωτήρες από διάφορους κινδύνους, στον πόλεμο, στην ασθένεια, στη θάλασσα. Η παρέμβασή τους προϋπέθετε θυσία ή προσευχή από τον ναυαγό ή τον απειλούμενο με ναυάγιο. Τότε κατέφθαναν αστραπιαία, η θύελλα σταματούσε, το ίδιο και η τρικυμία.
Λεγόταν ότι εμφανίζονταν στους θνητούς ως ξενιζόμενοι και ανάλογα με τη συμπεριφορά τους τους αντάμειβαν ή τους τιμωρούσαν. Ευεργέτησαν, για παράδειγμα, τον Αρκάδα Ευφορίωνα που δέχτηκε να τους φιλοξενήσει και από τότε φίλευε όλους τους περαστικούς. Αντίθετα, τιμώρησαν τον Σπαρτιάτη Φορμίωνα που ναι μεν τους δέχτηκε στο σπίτι του και τους το παραχώρησε ολόκληρο όχι όμως ένα συγκεκριμένο δωμάτιο που ζήτησαν οι μεταμφιεσμένοι σε ταξιδιώτες από την Κυρήνη Διόσκουροι. Το σπίτι αυτό ήταν παλιά του Τυνδάρεου και το δωμάτιο που ζήτησαν να μείνουν οι Διόσκουροι ήταν το δωμάτιο των παιδικών τους χρόνων. Εκεί όμως έμενε η κόρη του φιλόξενου, κατά τα άλλα, Φορμίωνα που αρνήθηκε να τους το παραχωρήσει. Τη νύχτα η κόρη εξαφανίστηκε μαζί με τις δούλες της και τους ξένους. Αντί γι' αυτήν στο δωμάτιο βρέθηκαν τα ξόανα των Διοσκούρων και ένα τραπέζι όπου οι ξένοι είχαν τοποθετήσει το αρωματικό και φαρμακευτικό φυτό σίλφιον, κύρια παραγωγή της Κυρήνης.
Αποθεωμένοι προανήγγειλαν την τύχη της Ελένης από το θεολογεῖον στην έξοδο της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη και συμβούλευσαν τον Θεοκλύμενο σε ένα κείμενο που ο ποιητής περιγράφει και τη δικαιοδοσία των Διδύμων αδελφών:
Της χώρας βασιλιά, Θεοκλύμενε, άκου·
συγκράτησε τον άπρεπο θυμό σου·
οι Διόσκουροι μιλούν, οι γιοι της Λήδας,
τ' αδέλφια της Ελένης που 'χει φύγει
απ' το παλάτι σου· γραφτό δεν ήταν
γυναίκα σου να γίνει· μη θυμώνεις.
Η κόρη της Νηρηίδας, η αδελφή σου
Θεονόη, δε σ' αδικεί που δείχνει σέβας
στους νόμους των θεών και στου γονιού σου
τις δίκαιες εντολές. Όριζε η μοίρα
στο σπίτι σου να μείνει ως τώρα μόνο·
όταν συθέμελα την Τροία γκρεμίσαν,
τ' όνομα της Ελένης δε χρειαζόταν
στους θεούς άλλο· πρέπει αυτή να ζήσει
με τον παλιό της άντρα και μαζί του
στο σπιτικό της να γυρίσει πίσω.
Λοιπόν στην αδελφή σου μην υψώσεις
το μαύρο σου σπαθί και να το ξέρεις
πως φρόνιμα έχει πράξει. Την Ελένη,
αφού θεούς μας έκαμεν ο Δίας,
θα 'χαμε σώσει από καιρό· όμως στέκουν
άλλοι θεοί κι η Μοίρα πάνωθέ μας
κι έτσι το θέλησαν· αυτά για σένα·
στην αδελφή μας τούτα προφητεύω:
Πήγαινε με τον άντρα σου και πρίμος
αγέρας θα φυσάει· από κοντά σας,
εμείς, τα δυο σου αδέλφια, θα βοηθούμε,
στο κύμα καβαλάρηδες, να φτάσεις
στη Σπάρτη. Κι όταν πια θα τελειώσουν
οι μέρες της ζωής σου και πεθάνεις,
θεά θα ονομαστείς κι απ' τους ανθρώπους,
μαζί με μας, θα δέχεσαι θυσίες
και δώρα, όπως έχει ορίσει ο Δίας.
(Ευρ., Ελένη 1813-1845, μετ. Τ. Ρούσσος)
Όσο για τον καταστερισμό τους από τον Δία στον αστερισμό των Διδύμων, αυτός, σύμφωνα με τον Ερατοσθένη (1.10*****), οφείλεται στη φιλαδελφία τους και στο γεγονός ότι δεν μάλωσαν ποτέ ούτε για θέματα εξουσίας και ηγεμονίας ούτε για κανέναν άλλον λόγο.
Οι Διόσκουροι για τους Διόσκουρους
Οι Διόσκουροι είναι θεότητες ουράνιες και χθόνιες, στενά δεμένες με τον θάνατο και τη ζωή, το φως και το σκοτάδι. Οι ίδιοι μιλούν για τον εαυτό τους από το θεολογεῖον στην Έξοδο της τραγωδίας Ηλέκτρα του Ευριπίδη. Εξ ονόματος και του Πολυδεύκη ο θνητός στη ζωή του Κάστορας απευθύνθηκε στον Ορέστη:
Βλαστάρι του Αγαμέμνονα, άκουσέ μας·
σου μιλούνε της μητέρας σου τ' αδέλφια
οι Διόσκουροι, ο Κάστορας και τούτος
ο αδελφός μου ο Πολυδεύκης. Μόλις
εγαληνέψαμε τρανή φουρτούνα
για το καλό ενός καραβιού και στο Άργος
ήρθαμε, καθώς είδαμε το φόνο
της αδερφής μας που μητέρα σου είναι.
Ετούτη δίκαια τιμωρήθηκε, μα δίκαια
δεν έπραξες εσύ.
Στης Σικελίας το πέλαγο εμείς τώρα
πηγαίνουμε γοργά, κάτι καράβια
να σώσουμε απ' το κύμα. Στον αιθέρα
όταν ψηλά περνούμε, δε βοηθάμε
τους άνομους· εκείνους που αγαπήσαν
τα όσια στη ζωή τους και το δίκιο,
εκείνους απ' τα βάσανα γλιτώνοντας
τους σώζουμε. Και τ' άδικο έτσι πάντα
κανένας να μη θέλει να το πράξει
μήτε να ταξιδεύει με ορκοπάτες.
Θεός εγώ τα λέγω στους θνητούς.
(Ευρ., Ηλ. 1238-1244, 1347-1356)
Ο ναυτικός χαρακτήρας των Διόσκουρων
Ήδη αναφερθήκαμε στη ιδιαίτερη σχέση των Διοσκούρων με τα θαλασσινά ταξίδια. Την πρώτη φορά, μετά την αναχώρηση των Αργοναυτών από το ακρωτήριο Σίγειο της Τρωάδας, τα πλοία και οι επιβαίνοντες σώθηκαν χάρη στα δυο αστέρια που έπεσαν στα κεφάλια των Διοσκούρων και φώτισαν τον δρόμο. Και σήμερα οι ηλεκτρικές λάμψεις στα ιστία των πλοίων σε καιρό τρικυμίας ονομάζονται διόσκουροι. Οι Ρωμαίοι σμίλευαν στα ακρόπρωρα των καραβιών τους ομοιώματα Διοσκούρων. Τέτοια ομοιώματα είχε και το πλοίο που μετέφερε τον Απόστολο Παύλο στη Δύση για να κηρύξει τη νέα θρησκεία (Πράξεις, κη' 11)· νωρίτερα είχε περάσει από το νησί των Μυστηρίων των Μεγάλων Θεών, τη Σαμοθράκη (Πράξεις, ιστ' 11), των οποίων οι Διόσκουροι, όπως και άλλες ελάσσονες και ομαδικές θεότητες, θεωρούνταν συνοδοί θεοί και μεσολαβητές των ανθρώπων προς αυτούς.
Άλλη εκδοχή
Σε διάφορα βιβλία δίνεται η πληροφορία ότι το ζευγάρι των Διδύμων που καταστερίστηκε ήταν τα αδέλφια Αμφίονας και Ζήθος. Η πηγή αυτής της αντίληψης δεν δίνεται, δεν βρίσκεται σε κείμενα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας. Ίσως ο συσχετισμός των δύο αδελφών με τον αστερισμό των Διδύμων να οφείλεται στο γεγονός ότι τα δύο αδέλφια είναι δίδυμα, ότι είναι παιδιά του Δία, Διὸς κοῦροι, Διόσκουροι. Μπορεί η απαρχή να βρίσκεται στην πληροφορία που δίνει ο Παυσανίας (9.17.4-7) ότι οι κάτοικοι της Τιθορέας στη Φωκίδα είχαν σε καλό να παίρνουν λίγο χώμα από τον τάφο των διδύμων αδελφών στην πόλη τους και να το ρίχνουν στον τάφο της μητέρας τους Αντιόπης κάθε που ο ήλιος περνούσε από τον αστερισμό του Ταύρου. Οι Θηβαίοι, που κι αυτοί γνώριζαν την πορεία του ήλιου, έβαζαν φρουρούς την ίδια περίοδο στον τάφο της Αντιόπης, για να διώχνουν τους Φωκείς· γιατί αυτό που ήταν καλό για τους Φωκείς δεν ήταν καλό για τους ίδιους.
-------------------------------
*Οι θνητοί Διόσκουροι
Η Ελένη, περπατώντας στα τείχη της Τροίας και αναγνωρίζοντας τους Αχαιούς πολέμαρχους, αναρωτιέται γιατί δεν διακρίνει ανάμεσά τους και τα αδέλφια της και κάνει διάφορες υποθέσεις για την απουσία τους:
κι όλους τους άλλους Αχαιούς και βλέπω και γνωρίζω
και θα ημπορούσ΄ αλάθευτα να ειπώ τα ονόματά τους,
και δύο μόνον βασιλείς να ιδώ δεν κατορθώνω
τον Κάστορα ιπποδαμαστήν, τον πύκτην Πολυδεύκην·
κι είναι αδελφοί μου, από μια μητέρα γεννημένοι·
μήπως στην Λακεδαίμονα την ποθητήν εμείναν,
ή με τους άλλους έφθασαν κι εκείνοι στην Τρωάδα,
αλλά δεν θέλουν να φανούν στες μάχες των ανδρείων,
μην πάρουν από τ΄ όνειδος και από την εντροπή μου »;
Αυτά 'λεγε και από καιρόν τους είχε η γη σκεπάσει
εκεί στην Λακεδαίμονα, στην ποθητήν πατρίδα.
(Όμ., Ιλ. Γ 234-244)
**Η ρήση των Διόσκουρων
Της χώρας βασιλιά, Θεοκλύμενε, άκου·
συγκράτησε τον άπρεπο θυμό σου·
οι Διόσκουροι μιλούν, οι γιοι της Λήδας,
τ' αδέλφια της Ελένης που 'χει φύγει
απ' το παλάτι σου· γραφτό δεν ήταν
γυναίκα σου να γίνει· μη θυμώνεις.
Η κόρη της Νηρηίδας, η αδελφή σου
Θεονόη, δε σ' αδικεί που δείχνει σέβας
στους νόμους των θεών και στου γονιού σου
τις δίκαιες εντολές. Όριζε η μοίρα
στο σπίτι σου να μείνει ως τώρα μόνο·
όταν συθέμελα την Τροία γκρεμίσαν,
τ' όνομα της Ελένης δε χρειαζόταν
στους θεούς άλλο· πρέπει αυτή να ζήσει
με τον παλιό της άντρα και μαζί του
στο σπιτικό της να γυρίσει πίσω.
Λοιπόν στην αδελφή σου μην υψώσεις
το μαύρο σου σπαθί και να το ξέρεις
πως φρόνιμα έχει πράξει. Την Ελένη,
αφού θεούς μας έκαμεν ο Δίας,
θα 'χαμε σώσει από καιρό· όμως στέκουν
άλλοι θεοί κι η Μοίρα πάνωθέ μας
κι έτσι το θέλησαν· αυτά για σένα·
στην αδελφή μας τούτα προφητεύω:
Πήγαινε με τον άντρα σου και πρίμος
αγέρας θα φυσάει· από κοντά σας,
εμείς, τα δυο σου αδέλφια, θα βοηθούμε,
στο κύμα καβαλάρηδες, να φτάσεις
στη Σπάρτη. Κι όταν πια θα τελειώσουν
οι μέρες της ζωής σου και πεθάνεις,
θεά θα ονομαστείς κι απ' τους ανθρώπους,
μαζί με μας, θα δέχεσαι θυσίες
και δώρα, όπως έχει ορίσει ο Δίας.
(Ευρ., Ελένη 1813-1845)
***Η λατρεία των Διοσκούρων στην Αρκαδία
Κλειτορίοις δὲ καὶ Διοσκούρων, καλουμένων δὲ θεῶν Μεγάλων ἐστὶν ἱερὸν ὅσον τέσσαρα ἀπέχον στάδια ἀπὸ τῆς πόλεως· καὶ ἀγάλματά ἐστιν αὐτοῖς χαλκᾶ.
Οι Κλειτόριοι [στην Αρκαδία] έχουν και ιερό αφιερωμένο στους Διόσκουρους, που αποκαλούνται και Μεγάλοι Θεοί, σε απόσταση τεσσάρων περίπου σταδίων από την πόλη· μέσα σε αυτό υπάρχουν και χάλκινα αγάλματά τους. (Παυσανίας, 8, 21, 4)
****Η λατρεία των Διοσκούρων στην Άμφισσα
ἄγουσι δὲ καὶ τελετὴν οἱ Ἀμφισσεῖς Ἀνάκτων καλουμένων παίδων· οἵτινες δὲ θεῶν εἰσιν οἱ Ἄνακτες παῖδες, οὐ κατὰ ταὐτά ἐστιν εἰρημένον, ἀλλ᾽ οἱ μὲν εἶναι Διοσκούρους, οἱ δὲ Κούρητας, οἱ δὲ πλέον τι ἐπίστασθαι νομίζοντες Καβείρους λέγουσι.
Οι Αμφισσείς τελούν και μυστήρια προς τιμή των Βασιλόπαιδων, όπως αποκαλούνται. Οι υποθέσεις ποιοι από τους θεούς είναι οι Βασιλόπαιδες δεν συμφωνούν μεταξύ τους· μερικοί λένε ότι είναι οι Διόσκουροι, άλλοι οι Κουρήτες και άλλοι, που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλύτερα, θεωρούν ότι είναι οι Κάβειροι. (Παυσανίας, 10, 38, 7)
*****Ο αστερισμός των Διδύμων
Οὗτοι λέγονται Διόσκουροι εἶναι· ἐν δὲ τῇ Λακωνικῇ τραφέντες ἐπιφάνειαν ἔσχον, φιλαδελφίᾳ δὲ ὑπερήνεγκαν πάντας· οὔτε γὰρ περὶ ἀρχῆς οὔτε περὶ ἄλλου τινὸς ἤρισαν· μνήμην δὲ αὐτῶν Ζεὺς θέσθαι βουλόμενος τῆς κοινότητος, Διδύμους ὀνομάσας εἰς τὸ αὐτὸ ἀμφοτέρους ἔστησεν ἐν τοῖς ἄστροις.
(Ερατ., Καταστερισμοί 1.10)