Ένας αιγύπτιος μάγος: ο Πλωτίνος
Ας γυρίσουμε πίσω, στο ξεκίνημα του 3ου αιώνα μ.Χ., που δεν βρήκε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην ευτυχέστερη στιγμή της. Η κεντρική εξουσία στη Ρώμη εξασθένιζε, η δυναστεία των Σεβήρων κυριαρχούσε και ο στρατός ανέβαινε κοινωνικά, το κάποτε σταθερό ρωμαϊκό νόμισμα γνώριζε διαδοχικές ανεπίσημες υποτιμήσεις, οι πόλεμοι στα σύνορα της αυτοκρατορίας πλήθαιναν. Και στην Αίγυπτο χωριά και πόλεις άρχισαν να γνωρίζουν την εξαθλίωση.
Εκεί στον νότο, στην Άνω Αίγυπτο, γεννήθηκε κάποιος που, όταν μεγάλωσε και έγινε φιλόσοφος, απέκρυπτε, ακόμη και από τους στενούς μαθητές του, το πότε και το πού: ο Πλωτίνος. Για τον ίδιο έμοιαζε να μην είχε σημασία ούτε η μέρα και ο μήνας ούτε και ο τόπος της γέννησής του. Πάντως, μερικές σκόρπιες πληροφορίες μάς επιτρέπουν κάποιες εικασίες: ήταν κατακαλόκαιρο του 204 (ή ίσως το 205) κοντά στις όχθες του Νείλου, στην Λυκώ (Λυκόπολη), τη σημερινή Ασιούτ. Ο Πλωτίνος δεν φρόντισε να ξεκαθαρίσει καν την καταγωγή του, ούτε το μπόρεσαν όσοι καταπιάστηκαν αργότερα με τέτοιου είδους ταξινομήσεις και γενεαλογίες. Το όνομά του δείχνει ότι η οικογένειά του ήταν εκρωμαϊσμένη, η μόρφωσή του ότι ήταν εξελληνισμένη· πάντως ήταν αιγυπτιακή και εύπορη. Μπορεί να μη μίλησε ούτε για τους γονείς του, σίγουρα όμως θα είχαν περιουσία, ώστε να αναθέσουν την ανατροφή του μικρού σε τροφό, να τον στείλουν επτά χρόνων στον γραμματοδιδάσκαλο, και να έχει ο ίδιος τη δυνατότητα να ξεκινήσει μακρόχρονες σπουδές σε σχετικά μεγάλη ηλικία.
Όλα τα υπόλοιπα για τη ζωή του Πλωτίνου ως τη στροφή του στη φιλοσοφία είναι άγνωστα: δεν τα διέσωσε κανείς, ούτε τα έκρινε άξια αναφοράς ο ίδιος. Το μόνο που διηγούνταν, όχι όμως την ώρα των μαθημάτων, και θεωρούσε σημαδιακό ήταν ένα περιστατικό της παιδικής του ζωής: όταν πρώτη φορά ένιωσε ντροπή που τον είπαν «παλιόπαιδο» επειδή κόντευε τα οκτώ και ακόμη θήλαζε. Ο απογαλακτισμός του, η αίσθηση της ντροπής, σήμαινε την είσοδο του μικρού στον χώρο της λογικής, των κοινών εννοιών και αντιλήψεων της ηθικής.
Αν στα επτά μπήκε στην εποχή του λόγου, χρειάστηκε να περάσουν τρεις φορές επτά χρόνια και να αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία: στα εικοσιοκτώ του - όχι στην πρώτη του νεότητα, ούτε μικρός ούτε μεγάλος για τη φιλοσοφία. Ο τόπος που διάλεξε για να ικανοποιήσει την επιθυμία του ήταν ο πλέον κατάλληλος: η Αλεξάνδρεια, κατεξοχήν τόπος φιλοσοφίας την εποχή εκείνη. Πήγε με συστάσεις στους πιο γνωστούς δασκάλους της πύλης. Το πέρασμά του από δάσκαλο σε δάσκαλο, συνήθεια των φιλομαθών νέων της εποχής, δεν απέδωσε. Τους παρακολουθούσε, αλλά, αφού τους άκουγε, έβγαινε περίλυπος από τις αίθουσες - δεν είχαν τίποτε να του πουν.
Η μεταστροφή στη φιλοσοφία - Εις την σχολήν περιωνύμου φιλοσόφου
Λίγο κράτησε αυτή η πρώτη και εξωτερική περιπλάνηση. Αυτά που ζητούσε τα βρήκε όταν ένας φίλος του τον οδήγησε σε έναν άλλο δάσκαλο, όχι ιδιαίτερα ξακουστό, τον Αμμώνιο Σακκά. «Αυτόν ζητούσα,» είπε στον φίλο του, και από εκείνη τη μέρα έμεινε κοντά στον Αμμώνιο για έντεκα χρόνια, από το 232 ως το 242 μ.Χ., μαθητεύοντας στη φιλοσοφία.
Ο Αμμώνιος ονομάστηκε Σακκάς ίσως επειδή φορούσε σάκκον (ένα είδος τρίβωνα) ή επειδή, λένε άλλοι, στα νιάτα του κουβαλούσε σάκους. Ανήκει στους φιλοσόφους που σκοπίμως δεν άφησαν γραπτά κείμενα, και η διδασκαλία τους δεν καταγράφηκε από κάποιον μαθητή τους. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είχε κάποια «απόκρυφα» δόγματα, δείχνει όμως τη σημασία που είχε ακόμη η προφορική διδασκαλία. Μάλιστα, όταν πέθανε, τρεις από τους μαθητές του, ο Ερέννιος, ο Ωριγένης και ο Πλωτίνος, δεσμεύτηκαν με συμφωνία να μην αποκαλύψουν τις διδασκαλίες του Αμμωνίου, πιθανώς για να μη διεκδικήσει κανένας αποκλειστικά για τον εαυτό του την πνευματική κληρονομιά του δασκάλου τους. Μόνο ο Πλωτίνος σεβάστηκε τη συμφωνία. Όπως και να είχε, τελικά σήμερα δεν γνωρίζουμε κάτι σίγουρο για τη διδασκαλία του Αμμωνίου!
Πάντα υπάρχει κάτι να κερδίσει κανείς από έναν δάσκαλο, πόσο μάλλον ο Πλωτίνος από τον Αμμώνιο. Πρέπει να ήταν ένας χαρισματικός δάσκαλος, «θεοδίδακτον» (δηλαδή αυτοδίδακτο) τον αποκάλεσαν, που θα γοήτευσε τον Πλωτίνο γιατί δεν ακολουθούσε τον καθιερωμένο τρόπο διδασκαλίας των φιλοσοφικών σχολών. Δίπλα του ο Πλωτίνος δεν θα έμαθε απλώς τις απόψεις των παλαιότερων φιλοσόφων, αλλά θα μυήθηκε στον ιδιόμορφο πλατωνισμό του Αμμωνίου. Ο δάσκαλός του επιχειρηματολογούσε υπέρ της συμφωνίας Πλάτωνα και Αριστοτέλη, παρόλο που ο συνδυασμός των δύο μεγάλων φιλοσόφων, ή έστω η ισότιμη μελέτη τους, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής τότε στην Αλεξάνδρεια.
Είχε πεθάνει ο δάσκαλός του, όταν ο Πλωτίνος το 243 μ.Χ. μπήκε στην ακολουθία του ρωμαίου αυτοκράτορα Γορδιανού και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. Δεν γνωρίζουμε αν αισθανόταν όπως οι επιστήμονες που είχαν συνοδεύσει τον Μέγα Αλέξανδρο στη δική του εκστρατεία. Πάντως, ο Γορδιανός σκοτώθηκε στη Μεσοποταμία, και ο Πλωτίνος γλίτωσε και έφτασε σώος στην Αντιόχεια.
Μια τέτοια πράξη έμοιαζε παράταιρη για έναν φιλόσοφο της εσωτερικότητας. Αλλά οι μαθητές του, καθότι φιλόσοφοι, επινόησαν μια ευλογοφανή δικαιολογία: «Είχε αποκτήσει τέτοια τριβή με τη φιλοσοφία, που επεδίωξε να γνωρίσει και αυτήν που εξασκούν οι Πέρσες και εκείνην που έχουν διαμορφώσει οι Ινδοί» (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου 3). Μα, δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος, για να καταλάβεις τη σκέψη ενός λαού, να εκστρατεύσεις εναντίον του! Έτσι κι αλλιώς ο Πλωτίνος δεν έφτασε στον προορισμό του…
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι των σαράντα ετών άλλαξε κατεύθυνση. Αφού δεν είδε το αρχαίο φως της Ανατολής (από τους Πέρσες και τους Ινδούς), στράφηκε προς τη νεόκοπη λάμψη της Δύσης. Επέλεξε να αλλάξει ακροατήριο. Να μην τρέμει η ψυχή του μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, μήπως οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό ως είναι το συνήθειό τους. Άφησε την Αλεξάνδρεια, με την ισχυρή φιλοσοφική και επιστημονική παράδοση, και πήγε και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, τη χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Φίλιππος ο Άραβας, το 244 μ.Χ. Όσο και να γνώριζαν τα ελληνικά οι Ρωμαίοι (ειδικά όσοι ασχολούνταν με τη φιλοσοφία όφειλαν να τα γνωρίζουν), δύσκολα θα μπορούσε κάποιος τους να καυχηθεί ότι τα ήξερε καλύτερα από τους Αλεξανδρινούς!
Μα τι γύρευες εσύ, ένας Αλεξανδρινός, στη Ρώμη;
Για ποιο λόγο ένας πολλά υποσχόμενος σαραντάρης έλληνας φιλόσοφος να εγκαταλείψει μια ανθηρή φιλοσοφικά πόλη και να πάει στη Ρώμη; Να ήταν μόνο οι γνωριμίες που είχε εκεί, οι οποίες ήλπιζε ότι θα του έδιναν την κατάλληλη ώθηση; Γιατί να μη μείνει στην Αλεξάνδρεια; Εκεί όμως, μετά τον θάνατο του δασκάλου του Αμμωνίου, στην έδρα ανέβηκε ο συμφοιτητής του Ωριγένης και τα περιθώρια έμοιαζαν στενά για τον Πλωτίνο. Να πάει στην Αθήνα; Και να μπλεχτεί με τους επαγγελματίες φιλοσόφους που φρόντιζαν περισσότερο για την αδιατάρακτη αναπαραγωγή μιας «φιλοσοφίας των καθηγητών», αφήνοντας στο πόδι τους μόνο τους μαθητές τους;
Έστω και αποκλείοντας τους άλλους δρόμους, ο δρόμος που πήρε ο Πλωτίνος οδηγούσε στη Ρώμη. Δεν ήταν ο μόνος φιλόσοφος ούτε ο πρώτος που άφηνε την Ανατολή για τη Ρώμη. Αιώνες πριν (τον 1ο αιώνα π.Χ.) βρέθηκαν εκεί οι τελευταίοι σχολάρχες της Ακαδημίας και του Λυκείου, αλλά και πιο πρόσφατα (τον 2ο αιώνα μ.Χ.) ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος και ο πιο σημαντικός αριστοτελικός, ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς. Στην πόλη συνάντησε κύκλους μορφωμένων, πρόθυμων να μάθουν την ανατολική σοφία και την ελληνική φιλοσοφία. Και, ας μην το υποτιμούμε, βρέθηκε κοντά στα κέντρα πολιτικής εξουσίας - γειτνίαση πάντα δελεαστική για έναν (πλατωνικό) φιλόσοφο.
Ο Πλωτίνος πήγε με συστάσεις στη Ρώμη, ο φίλος του Ζήθος ήταν συμπατριώτης του νέου αυτοκράτορα, και δικτυώθηκε γρήγορα. Δεν ήταν μόνο οι δημόσιες σχέσεις που τον έκαναν γνωστό. Η μόρφωση και η προσωπικότητά του, ο πράος χαρακτήρας του αλλά και ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής που υιοθέτησε βοήθησαν να γίνει αποδεκτός από τα μέλη της αριστοκρατίας. Πλούσιοι πολίτες και συγκλητικοί τού ανέθεταν την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, ενώ το αυτοκρατορικό ζεύγος, ο Γαλλιηνός και η ελληνίδα Σαλωνίνα, τον τιμούσαν και τον σέβονταν.
Σε μια τέτοια ευνοϊκή ατμόσφαιρα ο Πλωτίνος προχώρησε στην ίδρυση μιας «σχολής». Μάλλον δεν πρέπει να φανταστούμε ότι κατείχε κρατική θέση ή ότι ήταν σχολάρχης σε ιδιωτικό ίδρυμα. Απλώς δίδασκε δημοσίως, δωρεάν και με πρόγραμμα στο ίδιο μέρος, και εκεί συγκεντρώνονταν όσοι ήθελαν να τον ακούσουν. Ίσως, λόγω και των διασυνδέσεών του, για κάποιο διάστημα αυτή η «σχολή» του επιδοτήθηκε από το κράτος.
Φιλόσοφος αναγνωρισμένος από την ελίτ της κοινωνίας με την οποία συναναστρεφόταν, ο Πλωτίνος ανταπέδωσε με τον δικό του τρόπο: με τη διδασκαλία του στήριξε την επίσημη πολιτική εναντίον ξένων θρησκειών και κινημάτων, και ειδικά εναντίον των Γνωστικών, που ήταν οι κύριοι φιλοσοφικοί ανταγωνιστές του στη Ρώμη. Ανάλογα και ο μαθητής του Πορφύριος ανέλαβε μετά το 271 μ.Χ. παρόμοιο έργο, γράφοντας 15 βιβλία Κατά χριστιανών και πιθανώς συμμετέχοντας στην προετοιμασία του μεγάλου διωγμού επί Διοκλητιανού.
Μικρό όργανο για τη φιλοσοφική εκπαίδευση
Μέσα στη σχολή του ο Πλωτίνος ακολουθούσε, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να ακολουθήσει, ένα πρόγραμμα φιλοσοφικών σπουδών, το οποίο οριστικοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους (νεο)πλατωνικούς. Στην πλήρη ανάπτυξή του από τον 4ο αιώνα μ.Χ. θα έπαιρνε την ακόλουθη μορφή.
Στην αρχή γινόταν μια γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία: αν υπάρχει, ποια είναι η φύση της, ποιος είναι ο σκοπός της. Ακολουθούσε μια ειδική εισαγωγή στην Εισαγωγή που είχε γράψει ο Πορφύριος για το αριστοτελικό έργο Κατηγορίες. Έτσι ο μαθητής ήταν έτοιμος να προχωρήσει στη μελέτη των έργων και της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, αρχίζοντας από τη λογική και τις Κατηγορίες. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη εστίαζε σε δέκα βασικά σημεία, ενώ η ειδική εισαγωγή στις Κατηγορίες (όπως και η μελέτη κάθε φιλοσοφικού έργου) περιελάμβανε τη συζήτηση έξι σημείων: τον σκοπό, τη χρησιμότητα και την αυθεντικότητα του έργου, τη θέση του βιβλίου στη σειρά του μαθήματος, τη δικαιολόγηση του τίτλου του και τη διαίρεση σε κεφάλαια.
Μετά τη μελέτη του Αριστοτέλη (τα «μικρά μυστήρια») ερχόταν η ώρα των «μεγάλων μυστηρίων», του Πλάτωνα. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Πλάτωνα εστίαζε στα ίδια δέκα βασικά σημεία και ακολουθούσαν ειδικές εισαγωγές σε αρκετούς διαλόγους. Αντικείμενο της μελέτης ήταν οι ηθικές αρετές (Αλκιβιάδης μείζων), οι πολιτικές αρετές (Γοργίας), η θεολογία (Φαίδρος), το ύψιστο αγαθό (Φίληβος), και η αλυσίδα που οδηγούσε από τη φύση (Τίμαιος) ως την κατεξοχήν θεολογία (Παρμενίδης). Σε κάθε διάλογο, δάσκαλος και μαθητές είχαν να συζητήσουν οκτώ σημεία: το δραματουργικό σκηνικό του διαλόγου, τη σημασία των προσώπων, τον σκοπό του διαλόγου, τον τόπο διεξαγωγής του, τη χρησιμότητά του, τη διαίρεση σε κεφάλαια, το ύφος, το αλληγορικό του νόημα.
Απλοποιημένες μορφές αυτού του προγράμματος δοκιμάζονταν για χρόνια, σε διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα· ακόμη και το πρόγραμμα του Ωριγένη παρουσιάζει αναλογίες με αυτό. Είναι ένα σχέδιο διδασκαλίας οικείο ιδίως στην πλατωνική παράδοση, πιθανότατα όμως εντάσσεται άνετα στη γενικότερη φιλοσοφική παράδοση της εποχής και στη «σχολική» φιλοσοφία. Επίσης, δεν είναι αυστηρό πρόγραμμα, με την έννοια ότι υπάρχει κάποια διδακτέα και εξεταστέα ύλη. Και τελικά, ίσως δεν ήταν παρά το «ιδεώδες» πρόγραμμα, ενώ η εκπαιδευτική πράξη ήταν, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετική.
Ένας διαφορετικός δάσκαλος
Τα μαθήματα του Πλωτίνου δεν ήταν από καθέδρας ομιλίες του καθηγητή, αλλά έμοιαζαν με τα «σεμινάρια» των μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Διάβαζαν κείμενα του Πλάτωνα ή υπομνήματα στον Αριστοτέλη, διατύπωναν οι μαθητές τις ερωτήσεις τους και κατέθεταν τις εμπειρίες τους. Ο Πλωτίνος άφηνε το μάθημα να κυλά μέσα από συζήτηση. Επέμενε να διευκρινίζει κάθε σημείο από τις απορίες κάθε μαθητή - κάτι που, όταν τραβούσε σε μάκρος, ενοχλούσε τους υπόλοιπους μαθητές. Πολύ περισσότερο δυσαρεστούσε, ειδικά τους επιμελείς μαθητές, η ελευθερία που άφηνε ο Πλωτίνος σε όλους να διακόπτουν και να παρεμβαίνουν, και έτσι να καθυστερούν να φτάσουν σε ένα συμπέρασμα.
Όμως ο Πλωτίνος δεν ήταν διατεθειμένος να παίξει τον ρόλο της αυθεντίας μέσα στην τάξη, ούτε να υπεραπλουστεύει ή να ξεκαθαρίζει γρήγορα τα διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα που συζητούσαν. Σαν να πίστευε ότι φτωχαίνει η φιλοσοφική συζήτηση όταν επικεντρωνόμαστε στις απαντήσεις, ενώ σημασία έχει η κριτική σκέψη. Οι ανυπόμονοι θα έβρισκαν ότι τα μαθήματά του δεν είχαν δομή, ότι δεν συμμορφώνονταν με δοκιμασμένα σχέδια διδασκαλίας - ενώ οι επαγγελματίες παιδαγωγοί με δυσκολία θα τον προσλάμβαναν στο σχολείο τους.
Ίσως ήταν λίγο χαοτικός ο Πλωτίνος στα μαθήματά του. Όμως για αυτόν η εκπαίδευση δεν ήταν μόνο υπόθεση γνώσεων αλλά και συναισθήματος. Μπορεί «όλα» να ξεκινούν από ένα κείμενο και την προσπάθεια για την ερμηνεία του, αλλά ίσως το σημαντικότερο είναι το πώς πορεύονται και πού καταλήγουν, χάρη στη γνώση και τη μέθοδο του δασκάλου, τη συμμετοχή των μαθητών, τον ζωντανό, έστω και προς στιγμήν αδιέξοδο, διάλογο.
Γιατί η μελέτη, ακόμη και ο σχολιασμός των κειμένων, ήταν άσκηση στον ίδιο τον στοχαστικό, τον θεωρητικό βίο. Αναζητώντας το νόημα του φιλοσοφικού κειμένου (και με τη βοήθεια των σχολίων), ο αναγνώστης αναζητά αυτό που ήδη αγαπά (την αλήθεια) και μέσα του συμβαίνει μια αλλαγή.
Και «όταν μιλούσε ο Πλωτίνος, μέχρι στο πρόσωπό του φανερωνόταν η νόηση, λάμποντας με το φως της· ήταν θελκτικός στην όψη, όμως ειδικά τότε γινόταν ακόμη πιο όμορφος: έλαμπε η πραότητά του από μέσα του» (Βίος 13.5-9).
Ένας δάσκαλος για διαφορετικούς μαθητές
Ένας δάσκαλος με τον ήπιο χαρακτήρα και το πνευματικό βάθος του Πλωτίνου κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολλούς στα ανοικτά μαθήματά του. Το ακροατήριό του περιλάμβανε δύο κατηγορίες μαθητών, ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας. Ήταν οι «ακροατές» που πήγαιναν να τον ακούσουν περιστασιακά, για να εξοικειωθούν κάπως με τη φιλοσοφία: συγκλητικοί, πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι. Ήταν πολλοί, αλλά χωρίς προσωπική αναζήτηση για κάτι περισσότερο.
Οι άλλοι μαθητές, που ήταν λιγότεροι και μετρημένοι, ήταν οι «εταίροι», οι «γνώριμοι», πιστοί στον φίλο δάσκαλό τους για πολλά χρόνια. Αφοσιωμένοι στη φιλοσοφία, όχι όμως απορροφημένοι από αυτήν - όπως συνέβαινε σε άλλες σχολές: ασκούσαν τη φιλοσοφία αλλά και το επάγγελμά τους. Ανάμεσά τους δυο τρεις συγκλητικοί, δυο τρεις γιατροί, τέσσερις γυναίκες, όλοι τους από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Εκτός από τους «επαγγελματίες» φιλοσόφους Αμέλιο και Πορφύριο, ήταν άνθρωποι με έντονη δραστηριότητα στον επαγγελματικό χώρο τους ή στον δημόσιο βίο.
Για αυτούς, τους «ζηλωτές» της φιλοσοφίας, ο Πλωτίνος στάθηκε το πρότυπό τους τόσο στον διανοητικό όσο και στον καθημερινό βίο. Έτσι ο συγκλητικός Ρογατιανός ένιωσε τέτοια αποστροφή προς τον τρόπο ζωής του, ώστε απαρνήθηκε τα υπάρχοντά του, έδιωξε τους υπηρέτες του και αφιερώθηκε στην άσκηση. Και ο Πλωτίνος, με τη σειρά του, τον πρόβαλλε συχνά ως καλό παράδειγμα σε όσους ασκούσαν τη φιλοσοφία.
Ποιος θα μπορούσε να γίνει φιλόσοφος; Εκ πρώτης όψεως ο καθένας. Όμως τελικά το φιλοσοφεῖν δεν είναι έργο του καθενός. Είναι προνόμιο όσων έχουν καθαρή φρόνηση, σεμνότητα ήθους και παρρησία (Εννεάδες 1.3.3.8-10), αρετές που αποκτά κανείς με την άσκηση. Μοιάζει, βέβαια, με κύκλο: φιλοσοφείς εφόσον έχεις αυτά τα προσόντα, αλλά θα τα έχεις μόνο εφόσον φιλοσοφείς.
Γι᾽ αυτό και ο Πλωτίνος δεν αναζητούσε μαθητές, ούτε επιχειρούσε να πείσει ότι τα όσα διδάσκει είναι αλήθεια. Απευθυνόταν μόνο προς όσους έψαχναν στη φιλοσοφία το ίδιο που έψαχνε κι αυτός. Όπως έγραφε αργότερα ο Πορφύριος (Περί αποχής των εμψύχων 1.27.1), ο φιλόσοφος απευθύνεται σε ανθρώπους «που έχουν ορίσει στη ζωή τους αρχές διαφορετικές από εκείνες που διέπουν τους άλλους τρόπους ζωής». Ανεξάρτητα από την ασχολία τους, φιλόσοφοι είναι όσοι άνθρωποι σκέφτηκαν τα ερωτήματα: «Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Πού πρέπει να πάω;»
Από τον προφορικό στον γραπτό λόγο
Δέκα χρόνια δίδασκε στη Ρώμη ο Πλωτίνος. Κόντευε τα πενήντα, αλλά δεν έλεγε να γράψει ούτε γραμμή. Κρατώντας μια στάση πλατωνική, κατά το παράδειγμα του δικού του δασκάλου, του Αμμωνίου, περιφρονούσε τη γραπτή έκφραση και εμπιστευόταν την προσωπική συνομιλία και συναναστροφή.
Θα έμενε κι αυτός στην ιστορία της φιλοσοφίας ως ένας πρωτότυπος δάσκαλος που άσκησε σημαντική επιρροή αλλά δεν φρόντισε να καταγράψει τη σκέψη του. Χρειάστηκε να τον πιέσουν οι μαθητές του, για να πειστεί και να αρχίσει το 253/4 μ.Χ. να συγγράφει. Μέσα σε δεκαέξι χρόνια, ως τον θάνατό του, έγραψε πενηντατέσσερις πραγματείες έκτασης από λίγες έως μερικές δεκάδες σελίδες.
Οι πραγματείες παίρνουν αφορμή από προβλήματα που ασφαλώς θα συζητούσε ο Πλωτίνος και πιθανώς προέρχονται από το υλικό των σχετικών μαθημάτων του. Η σκέψη του για κάθε θέμα ήταν ολοκληρωμένη στο μυαλό του και στη συνέχεια τη μετέφερε στο γραπτό. Έγραφε και μετά δεν τα διάβαζε, ούτε πρόσεχε την καλλιγραφία ή την ορθογραφία· μόνο το νόημα.
Κάθε πραγματεία ανέλυε σε συνεχή λόγο κάποια έννοια θεμελιώδη για την πλωτινική σκέψη ή κάποιο φιλοσοφικό ζήτημα. Περιοχές της φιλοσοφίας όπως η πολιτική απουσιάζουν, ενώ σχολιάζονται θέματα από τη λογική, τη φυσική και την αισθητική. Προτεραιότητα έχουν η οντολογία, η ψυχολογία και η ηθική: οι αρετές, η ευδαιμονία, η ειμαρμένη και η πρόνοια, το κακό, η ύλη, οι υποστάσεις, το ωραίο (νοητό και αισθητό), η ψυχή (η ουσία της, η αθανασία της, η σχέση της με το σώμα), οι ιδέες, ο νους, το ον, η διαλεκτική, ο έρωτας, το Αγαθό ή Εν.
Παρά το ακατέργαστο ύφος τους, την πυκνή επιχειρηματολογία τους, τις έμμεσες αναφορές στις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, τα κείμενα του Πλωτίνου μπορούν να ενταχθούν στη σειρά των βιβλίων της μετα-αριστοτελικής φιλοσοφίας που έχουν σκοπό να αποτελέσουν εγχειρίδια που καθοδηγούν τον αναγνώστη στον φιλόσοφο βίο. Πώς αλλιώς θα ήταν για κάποιον που θεωρεί τη φιλοσοφία όχι αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη του σκοπού του βίου;
Τα γραπτά του Πλωτίνου κυκλοφορούσαν σε περιορισμένο αριθμό αντιγράφων και στον στενό κύκλο των γνωστών. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Πορφύριος έγραψε το 300 μ.Χ. τον πολύτιμο Πλωτίνου Βίο και τον πρόταξε στη συνολική έκδοση του έργου του Πλωτίνου που έκανε. Του έδωσε τον τίτλο Εννεάδες, δηλαδή έξι ενότητες με ενιαία θεματική και καθεμία με εννέα πραγματείες. Και ο Πλωτίνος, που τόσο δίστασε να γράψει, είχε την τύχη το έργο του να είναι το μοναδικό που σώθηκε ακέραιο από την εποχή του Πλάτωνα!
Η αληθινή ψυχαγωγία: από τα αισθητά στα νοητά
Ο Πλωτίνος ήθελε να ανακτήσει η φιλοσοφία τον «ψυχαγωγικό» χαρακτήρα της, που της είχαν δώσει «οι παλαιοί και θείοι άνδρες»· να γίνει οδηγός της ψυχής στην πορεία της προς το Αγαθό, το Ένα. Γι᾽ αυτό και επέστρεψε στον Πλάτωνα.
Ο αισθητός κόσμος είναι γεμάτος ερεθίσματα για όλες τις αισθήσεις μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε (σήμερα θα προσθέταμε: και προτού γεννηθούμε). Αυτές οι εντυπώσεις μάς κατακλύζουν και δίνουν την εικόνα ενός κόσμου με άπειρη ποικιλία, μια εικόνα διασπασμένη, χωρίς ενότητα. Η εμπειρία, λοιπόν, αν είναι απλώς αισθητηριακή (βασισμένη στις αισθήσεις) είναι περιορισμένη. Αλλά (θα πρόσθετε ο Πλωτίνος) είναι και παραπλανητική, όσο μας κάνει να πιστεύουμε ότι όλα εξαντλούνται εδώ, ότι η μόνη πραγματικότητα είναι η αισθητή.
Η «εδώ κάτω ομίχλη» περιβάλλει τα αισθητά. Ο άνθρωπος οφείλει να τη διαπεράσει. Να εγκαταλείψει τα πράγματα που αλλάζουν, τον κόσμο του γίγνεσθαι, και να φτάσει στα αμετάβλητα, στον κόσμο του είναι.
Με βάση την αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση ο Πλωτίνος εκτιμούσε ότι η αποδέσμευση από τα αισθητά είναι δυνατή για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή του έχει συγγένεια με το νοητό Αγαθό. Χάρη σε αυτή τη συγγένεια, κάθε ψυχή επιθυμεί το Αγαθό, το Ένα, και μπορεί να επιστρέψει σε αυτό. Για να δει όμως το αντικείμενο του πόθου της, δεν φτάνει η συγγένεια, αλλά χρειάζεται η φιλοσοφική άσκηση. Ο Πλωτίνος καλεί, σε μια διάσημη φράση του, «να φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα» (φεύγωμεν δὴ φίλην ἐς πατρίδα):
Θα ξανοιχτούμε, όπως ο Οδυσσέας από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρόλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολλή αισθητή ομορφιά. […]«Κλείνοντας τα μάτια» άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λίγοι τη χρησιμοποιούν.
Εννεάδες 1.6.8.17-27
Η ανθρώπινη ψυχή αποσύρεται μέσα της, αφήνοντας έξω την όραση των ματιών. Και τι βλέπει αυτή η εσωτερική όραση;
Μόλις ξυπνήσει δεν μπορεί καθόλου ν᾽ αντικρίσει τα λαμπρά όντα. Πρέπει πρώτα η ψυχή αυτή να συνηθίσει να διακρίνει τους ωραίους τρόπους ζωής· κατόπιν τα ωραία έργα, όχι εκείνα που κατασκευάζουν οι τέχνες, αλλά αυτά που κάνουν οι λεγόμενοι αγαθοί άνδρες· κοίταξε μετά την ψυχή αυτών που κάνουν τα ωραία έργα.
Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή; Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα· και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι κι εσύ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής. […] Αν έχει γίνει αυτό και το είδες, και ενώθηκες καθαρός με τον εαυτό σου, έχεις γίνει ο ίδιος ολόκληρος μόνο φως αληθινό. […] [Α]ν δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει αυτό, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, προσήλωσε το βλέμμα σου και κοίταξε. Διότι μόνον αυτό το μάτι βλέπει τη μεγάλη Ομορφιά. […] Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο αν δεν ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ωραίο, αν δεν έχει πρώτα γίνει ωραία η ίδια.
Εννεάδες 1.6.9.1 κ.ε.
Ολοφάνερα τελικός σκοπός του ανθρώπου δεν είναι απλώς η γνώση του Ενός, αλλά η ένωση μαζί του:
Τότε αυτός που θεάται δεν βλέπει το αντικείμενο της όρασής του, γιατί δεν διακρίνει τον εαυτό του από εκείνο, ούτε έχει την εντύπωση δύο ξεχωριστών πραγμάτων. Έχει γίνει, τρόπον τινά, κάποιος άλλος. Δεν είναι πια ο εαυτός του, ούτε ανήκει στον εαυτό του. Είναι ένα με το Ένα, όπως το κέντρο ενός κύκλου συμπίπτει με το κέντρο ενός άλλου κύκλου.
Εννεάδες 6.9.10.14-17
Κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων μάγων: Πλάτων, Αριστοτέλης και ολίγη θεουργία
Είναι εύκολο να ονομάσουμε τον Πλωτίνο «μυστικιστή». Στην εποχή του οι ανατολικές δοξασίες και οι μυστηριακές λατρείες υπόσχονταν τη λύτρωση και, πέρα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη νέες αυθεντίες επιβλήθηκαν στη φιλοσοφία: ο Πυθαγόρας, ο Ορφέας, τα αποκαλυπτικά Ερμητικά κείμενα, οι Χαλδαϊκοί χρησμοί.
Οι νεοπλατωνικοί συνεχιστές του Πλωτίνου (ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος) θα προσθέσουν σε μεγαλύτερη δόση μυστηριακά στοιχεία - ακόμη και θεουργία. Πίστευαν, δηλαδή, ότι δεν αρκούσε η φιλοσοφική άσκηση για την απόκτηση της ύψιστης γνώσης, αλλά χρειαζόταν και ένας συνδυασμός επικλήσεων και τελετουργικών πρακτικών, ώστε να αποκαλυφθεί ο Θεός (ή έστω κάποιες κατώτερες θεϊκές οντότητες) και η γνώση που κατέχει.
Το ερώτημα της αυτοδυναμίας (και τελικά της αυτονομίας) της φιλοσοφίας τέθηκε με τρόπο ριζικό: μπορεί η φιλοσοφία με τα δικά της μέσα να κατακτήσει τη σοφία, ή απαιτείται η συνεργασία ή ακόμη και η χάρη του Θεού; Όσο κι αν το δεύτερο σκέλος της ερώτησης μοιάζει να αφορά τη θεολογία, στην Ύστερη Αρχαιότητα αποτελούσε ένα φιλοσοφικό ερώτημα. Υπήρχαν πολλοί στοχαστές που κατανοούσαν εαυτούς ως φιλοσόφους και ταυτόχρονα μπορούσαν να δεχθούν ότι η ύψιστη αλήθεια αποκαλύπτεται. Είναι βιαστικό να συμπεράνουμε ότι χάθηκε η δύναμη της σκέψης και ότι εκτοπίστηκε ο «ορθολογικός ελληνισμός» από την «ανορθόλογη» ανατολική σοφία. Άλλαξαν όμως οι προσανατολισμοί και οι στόχοι μεγάλου μέρους της φιλοσοφικής δραστηριότητας.
Ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα της μαγείας, αλλά την περιορίζει στο άλογο και σωματικό μέρος του ανθρώπου. Εκείνος που έχει πετύχει να ταυτιστεί με το ανώτερο μέρος του εαυτού του μένει «αγοήτευτος» και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (ουσιαστικά με τις δικές του δυνάμεις) μπορεί να καθαρίσει την ψυχή του, χωρίς τελετουργίες και τα παρόμοια.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να νομίσουμε ότι ο μυστικισμός του συνεπάγεται την άρνηση του λόγου. Ο Πλωτίνος ήταν μυστικιστής με την έννοια ότι πίστευε πως έχει βιώσει την ένωσή του με τον Θεό ή την Υπέρτατη πραγματικότητα. Περιερχόταν στην ἔκσταση, με τη θέα του Θεού και την ένωση της ψυχής με αυτόν. Αυτή τη μυστική εμπειρία τη βίωσε τέσσερις φορές στα έξι χρόνια που τον γνώρισε ο Πορφύριος: του φανερώθηκε ο Θεός, που δεν έχει μορφή και είναι πάνω από κάθε τι νοητό (Βίος 23). Έτσι σκοπός της ζωής και σκοπός της φιλοσοφίας ταυτίστηκαν και έγιναν πραγματικότητα.
Στον αγώνα του για τη συνειδητοποίηση του εσωτερικού εαυτού του, το σώμα του ο Πλωτίνος το ένιωθε σαν εμπόδιο. Το παραμέλησε και παρότι υπέφερε από ασθένειες δεν δεχόταν φάρμακα και θεραπείες. Έφυγε από τη Ρώμη και αποσύρθηκε στο κτήμα του φίλου του Ζήθου. Εξάλλου, άρρωστος όπως ήταν, σχεδόν κανείς δεν τον πλησίαζε (είχε και κείνη τη συνήθεια να φιλάει για χαιρετισμό). Εκεί πέθανε στα εξήντα έξι του χρόνια, το 270 μ.Χ.
Ένας φιλόσοφος που έζησε τέτοια ζωή δεν μπορεί παρά να περιμένει την ύστατη ώρα του, για να καταθέσει συμπυκνωμένα και με ευκολομνημόνευτο τρόπο τη φιλοσοφική του διαθήκη. Ο Πλωτίνος, στα χέρια του βιογράφου του, δεν ξέφυγε από αυτή την παράδοση. Λέγεται ότι λίγο προτού πεθάνει είπε στον μαθητή του, τον γιατρό Ευστόχιο: «Εσένα περίμενα ακόμη. Προσπαθήστε να αναγάγετε τον θεό μέσα σας (ή: μέσα μας) στο θείο που ενυπάρχει στο Όλο.» Και στον χρησμό που ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος από τους Δελφούς, ο Απόλλων είπε ότι «Τώρα που λυτρώθηκε από το σκήνωμα (το σώμα του), ζει σε έναν τόπο όπου βασιλεύει η αγάπη και, ανάμεσα στους δικαστές του Κάτω Κόσμου, τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, στεφανωμένος, σαν νικητής σε αγώνα, με την άφθαρτη ζωή.»
Πλατωνόπολις, η τελευταία αρχαιοελληνική ουτοπία
Πολλά από όσα γράφει ο Πλωτίνος ίσως φαίνονται αφηρημένα, ωστόσο η διδασκαλία του έχει ηθικές προεκτάσεις, οδηγεί σε έναν τρόπο φιλοσοφικού βίου. Αυτό δείχνει και η ιστορία του συγκλητικού που άλλαξε τρόπο ζωής και το ίδιο το παράδειγμα του Πλωτίνου.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η ατομική συμπεριφορά, η ηθική, που απασχολούσε τον Πλωτίνο. Όπως αρκετοί και διαφορετικοί φιλόσοφοι στην αρχαιότητα, έτσι και ο Πλωτίνος έβλεπε την ενασχόληση με την πολιτική ζωή της εποχής του περισσότερο σαν εμπόδιο για τον φιλοσοφικό βίο. Γι᾽ αυτό και προσπαθούσε να αποτρέψει τον φίλο του Ζήθο, που ήταν δραστήριος πολιτικά.
Κι όμως, ένας φιλόσοφος σαν τον Πλωτίνο, τόσο αποτραβηγμένος στον θεωρητικό βίο, κάποια στιγμή της ζωής του δοκίμασε ένα πολιτικό πείραμα. Κοντά στα κτήματα δυο μαθητών του στην Καμπανία (μια μεγάλη περιοχή γύρω από τη Νάπολη) υπήρχε μια εγκαταλελειμένη πόλη, που λέγανε ότι κάποτε την κατοικούσαν φιλόσοφοι. Ο Πλωτίνος ήθελε να ξαναχτιστεί και, αφού κατοικηθεί, να της παραχωρηθεί η γύρω περιοχή. Θα ήταν μια πολιτεία που θα την κυβερνούσαν όχι οι (πλατωνικοί) φιλόσοφοι αλλά οι πλατωνικοί νόμοι. Εκεί θα «αναχωρούσαν» και θα ζούσαν μαζί με τους άλλους κατοίκους και ο Πλωτίνος με τους συντρόφους του, έχοντας προφανώς κάποια αυξημένα διοικητικά καθήκοντα.
Η πρόταση του Πλωτίνου έγινε πριν από το 263 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Γαλλιηνό και τη σύζυγό του Σαλωνίνα, οι οποίοι τιμούσαν ιδιαίτερα τον φιλόσοφο. Ήλπιζε ότι θα εκμεταλλευόταν τη φιλία τους, αλλά ο αυτοκράτορας από το 260 μ.Χ. είχε αλλάξει πολιτική. Η εισήγηση των αρμόδιων αυτοκρατορικών συμβούλων δεν είχε λόγο να είναι ευνοϊκή. Γιατί να επιτρέψουν την ίδρυση μιας σχετικά αυτόνομης πόλης, και μάλιστα από έναν ξένο φιλόσοφο και μερικούς συγκλητικούς, που όσο κι αν είχαν αποδυναμωθεί εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν αρεστοί στην αυτοκρατορική αυλή;
Έστω και αποτυχημένο, το περιστατικό αυτό δείχνει ότι δεν έλειψε από τον «απόκοσμο» Πλωτίνο το ενδιαφέρον για τη δημόσια ζωή. Εξάλλου, στο επίπεδο της θεωρίας, κατά μία έννοια, ο πλατωνικός φιλόσοφος έχει απαράγραπτο χρέος να μιμηθεί τον απελευθερωμένο δεσμώτη της αλληγορίας του σπηλαίου. Ο Πλάτων στην Πολιτεία του παρουσιάζει τον φιλόσοφο, αφού έχει βγει από το σκοτεινό σπήλαιο και έχει αντικρίσει κατάματα την αλήθεια, να επιστρέφει στο σπήλαιο για να «σώσει» όσους είναι ακόμη αλυσοδεμένοι.
Στην προοπτική αυτή, η πολιτική αρετή μπορεί να ιδωθεί διπλά, ως ανάβαση και ως χρέος για κατάβαση. Είναι το πρώτο προκαταρκτικό στάδιο για την άνοδο της ψυχής προς τη θέωση. Στη συνέχεια, και εφόσον η πολιτική αρετή αντανακλά πια τη θεϊκή ζωή, ο φιλόσοφος «κατεβαίνει» στην πολιτική, ώστε η θεϊκή ζωή να βρει και εκεί την έκφρασή της. Με την κατάβαση του φιλοσόφου «θεοποιείται» μέσω της φιλοσοφίας η πολιτική ζωή. Δεν βρισκόμαστε μακριά από την αυτοκρατορική ιδεολογία, που θέλει τον ηγεμόνα ζωντανή εικόνα του θεού στον κόσμο.
Η ζωή είναι αλλού: η ελευθερία ως εσωτερικότητα
Ο Πλωτίνος έζησε σε μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου κόσμου: στην εποχή ανάμεσα στους Σεβήρους και στον Διοκλητιανό, έναν αιώνα πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης. Τα «βαρβαρικά» φύλα εισέβαλλαν από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, ομάδες ανεβοκατέβαιναν στην κοινωνική ιεραρχία, η οικονομία κατέρρεε. Ήταν μια περίοδος που ούτε ένας αυτοκράτορας (εκτός από τον Σεπτίμιο Σεβήρο) δεν πέθανε από φυσικά αίτια και που οι περισσότεροι δεν κράτησαν τον θρόνο τους παρά για διαστήματα από λίγες ημέρες μέχρι λίγα χρόνια.
Η αγωνία της εποχής θα μπορούσε να συνθλίψει το άτομο. Οι Γνωστικοί, εθνικής ή χριστιανικής κατεύθυνσης, είχαν προτείνει μια λύση που ίσως ακύρωνε τη φιλοσοφία: η ζωή είναι ένα όνειρο (για την ακρίβεια ένας εφιάλτης), και ο άνθρωπος θα σώσει την ψυχή του μόνο αν αποδράσει από τα μάταια πράγματα. Αυτός ο απόλυτος δυϊσμός, η διχοτόμηση του κόσμου, δεν γίνονταν δεκτά από τον Πλωτίνο.
Βεβαίως, η δική του λύση θα φαινόταν πολύ «θεωρητική». Η πλωτινική μεταφυσική κατασκεύασε εντυπωσιακά κοσμολογικά σχήματα, που εξηγούσαν το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος και ποιος είναι ο σκοπός του. Ποια απάντηση, όμως, μπορούσε να δώσει στα προβλήματα του ανθρώπου; Το σύμπαν, ο Ήλιος, η Σελήνη, τα άστρα και η κοσμολογία παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τους επιστήμονες· αλλά ο απλός άνθρωπος νοιαζόταν μόνο για ό,τι πίστευε ότι επηρεάζει την επίγεια ζωή του (το πολύ πολύ για την αστρολογία).
Ο Πλωτίνος δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, αλλά ζητούσε από τον καθένα να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις που υπάρχουν μέσα του. Η καταθλιπτική ανασφάλεια θα ξεπερνιόταν μόνο με τη φιλοσοφική άσκηση της ψυχής. Μέσα σε τέτοιες εξωτερικές συνθήκες, ο φιλόσοφός μας παραμέρισε την τετριμμένη καθημερινότητα και δεν παρασύρθηκε από τη διάχυτη απαισιοδοξία. Δεν παρέκλινε από τον σκοπό του: να προσέχει το ανώτερο, όπως πίστευε, κομμάτι του ανθρώπου, την ψυχή. Δεν ακολούθησε τους Στωικούς, για να βρει τη γαλήνη ταυτιζόμενος με τη λογική δομή του σύμπαντος. Πολέμησε τους Γνωστικούς που έβλεπαν τον υποσελήνιο κόσμο του Αριστοτέλη σαν μια κοσμική φυλακή.
Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ο Πλωτίνος, συνεπής με τον εαυτό του, ακριβώς μέσα στην ταραχή της ιστορίας έψαξε να βρει τη γαλήνη του αιώνιου. Δεν ήταν αδιαφορία για τα κοινά και τον κόσμο. Το έδειξε με τη ζωή του. Μήπως ήταν η αναγκαστική φυγή του ανέστιου ανθρώπου; Μήπως η απόσυρση του φιλοσόφου από το ιστορικό προσκήνιο και την καθημερινότητα ήταν μια παραδοχή της αδυναμίας του να αλλάξει τον κόσμο και μια ύστατη προσπάθεια να αλλάξει τουλάχιστον τον εαυτό του;
Πλωτίνος και Ωριγένης: μια συνάντηση που δεν έγινε
«Όταν κάποτε εμφανίστηκε στο μάθημά του ο Ωριγένης, ο Πλωτίνος έγινε κατακόκκινος και ήθελε να σηκωθεί όρθιος και να φύγει. Ο Ωριγένης του ζήτησε να συνεχίσει να μιλά, αλλά αυτός είπε ότι η επιθυμία να μιλήσεις χάνεται όταν γνωρίζεις ότι μιλάς σε ανθρώπους που ήδη γνωρίζουν όσα πρόκειται να πεις. Αυτά τα λίγα αντάλλαξαν και ο Πλωτίνος σηκώθηκε κι έφυγε.»
Την ιστορία αυτή διηγήθηκε ο βιογράφος του Πλωτίνου, ο Πορφύριος (Βίος Πλωτίνου 14.20-25), και την επανέλαβαν πολλές φορές οι χριστιανοί. Ιδού: ο μέγιστος των Πλατωνικών δεν μπορεί παρά να σιωπήσει μπροστά στον μέγιστο των χριστιανών. Δύο αιγύπτιοι-έλληνες φιλόσοφοι συναντιούνται στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γύρω στο 245 μ.Χ., και ο ένας νιώθει την αδυναμία του και αποχωρεί, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στον άλλο. Συμβολικό και προφητικό το επεισόδιο. Οι ίδιοι οι χριστιανοί να το επινοούσαν, δεν θα τα κατάφερναν καλύτερα.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όχι ως προς την υποχώρηση των αντιπάλων του χριστιανισμού, αλλά ως προς την ταυτότητα του Ωριγένη. Πρόκειται, ασφαλώς, για τον Ωριγένη που ήταν συμμαθητής του Πλωτίνου στη σχολή του Αμμωνίου. Μάλλον έτσι εξηγείται το κοκκίνισμα του νέου ακόμη δάσκαλου Πλωτίνου: δεν μπορούσε στον παλιό του συμμαθητή να παρουσιάζει για δικά του τα όσα είχαν ακούσει από τον δάσκαλό τους.
Μα, δεν ήταν ο χριστιανός Ωριγένης μαθητής του Αμμωνίου; Ο εθνικός Πορφύριος το βεβαιώνει αυτό, κρίνοντας ότι ωφελήθηκε πολύ από την εκεί μαθητεία του. Μήπως τον συγχέει με άλλον Αμμώνιο; Ο ίδιος ο Ωριγένης έγραψε ότι σπούδασε στην Αλεξάνδρεια στον «δάσκαλο των φιλοσοφικών διδασκαλιών», δεν μας αποκάλυψε όμως το όνομά του. Πάντως, και να είχε περάσει από τη σχολή του Αμμωνίου, θα ήταν απλός ακροατής και όχι ζηλωτής. Γιατί το έργο του δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από το είδος του πλατωνισμού που θα οδηγούσε στον Πλωτίνο - κάτι πέρα από τον μέσο πλατωνισμό. Δεν είναι απίθανο ο Πλωτίνος και ο Ωριγένης να ήταν μαθητές του Αμμωνίου. Αλλά συμμαθητές δεν ήταν: όταν ερχόταν ο νέος, έφευγε ο παλιός (ο Ωριγένης).
Συνεπώς, δύο δάσκαλοι με το όνομα Αμμώνιος: ο ένας χριστιανός, ο άλλος πρώην χριστιανός και μετά εθνικός (ο Σακκάς). Δύο μαθητές και δάσκαλοι με το όνομα Ωριγένης: ο ένας χριστιανός, ο άλλος εθνικός - ο δεύτερος σίγουρα μαθητής του δεύτερου Αμμωνίου, ο πρώτος ίσως. Πραγματικά, ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα (ακόμη και τα ονόματα) στην Αλεξάνδρεια του 3ου αιώνα!
Πλωτίνος και Ωριγένης: βίοι παράλληλοι και φιλόσοφοι;
Ο Πορφύριος, όπως είδαμε, ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τον Ωριγένη με τον Πλωτίνο. Είναι τόσο ενδιαφέροντα τα παράλληλα της ζωής και του έργου τους, που το λιγότερο που θα μας ξάφνιαζε θα ήταν αν βεβαιωνόμασταν ότι πράγματι κάθισαν κοντά στον ίδιο δάσκαλο, όπως θέλει η αρχαία παράδοση. Αλλά και να μην ισχύει αυτό, δεν αλλάζει κάτι στη γενική εικόνα μας.
Οι δυο τους είναι ό,τι καλύτερο είχαν να επιδείξουν στον χώρο της φιλοσοφίας οι εθνικοί και οι χριστιανοί του 3ου αιώνα. Ανανέωσαν τον φιλοσοφικό λόγο και πρωτοτύπησαν. Οι ίδιοι, βέβαια, δεν διεκδίκησαν καμία πρωτοτυπία - η επίκληση της καινοτομίας τότε ήταν ο ασφαλής τρόπος για να σε κατηγορήσουν όλοι. Το αντίθετο: επέμεναν (και πίστευαν) ότι ακολουθούν την «παλαιά παράδοση» και ότι απλώς ερμηνεύουν τη σκέψη και το βαθύτερο μήνυμα του ιδρυτή της «σχολής», του Πλάτωνα ή του Ιησού.
Οι δυο τους είχαν τον «επίσημο» βιογράφο τους. Ο Βίος του Πλωτίνου έχει γραφεί από έναν ικανό μαθητή του, τον Πορφύριο, που δεν γνώρισε μόνο τα της ζωής του αλλά θέλησε να δώσει και μια εισαγωγή στη φιλοσοφία του. Και για τον Ωριγένη διαθέτουμε βιογραφικά στοιχεία, χάρη στον μαθητή του Γρηγόριο και τον ιστορικό Ευσέβιο, που γεννήθηκε μετά τον θάνατό του, αλλά έζησε την ατμόσφαιρα της σχολής του Ωριγένη.
Από την Αίγυπτο και οι δύο και από εύπορες οικογένειες, έζησαν λίγο ή πολύ στην Αλεξάνδρεια. Η τύχη του Ωριγένη άλλαξε: έχασε πατέρα και περιουσία, και από μικρός εργάστηκε με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα - διδάσκοντας δεκάδες μαθητές και γράφοντας ακατάπαυστα χιλιάδες σελίδες, ή μάλλον υπαγορεύοντάς τες σε ταχογράφους. Δεν προλάβαινε σχεδόν να ξαναδιαβάσει τα βιβλία του, για να τα ελέγξει και να βελτιώσει τουλάχιστον το ατημέλητο ύφος τους. Όχι επειδή βιαζόταν να τα υποβάλει προς κρίση σε κάποια πανεπιστημιακή θέση. Αλλά επειδή σαν να βιαζόταν (ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν) να καλύψει τα πάντα, να εξηγήσει ολόκληρη την Αγία Γραφή και να συγκροτήσει μια αυτόνομη χριστιανική σκέψη.
Αντίθετα, ο Πλωτίνος, άνετος οικονομικά, άρχισε να σπουδάζει αργά και για μεγάλο διάστημα. Απόλαυσε τη σχόλη του, κάποια στιγμή ίδρυσε τη σχολή του - δεν ένιωσε την ανάγκη να γράψει, παρά στα πενήντα, κι αυτό μετά από πίεση. Έκανε λάθη στον λόγο του, το αιγυπτιακό του αίσθημα δεν χυνόταν πάντα σωστά στην ξένη (;) γλώσσα. Είχε όμως την τύχη το έργο του να εκδοθεί επιμελημένα από τον Πορφύριο.
Ταξίδεψαν και οι δύο, πιο πολύ προς τα δυτικά ο Πλωτίνος, πιο πολύ στα ανατολικά ο Ωριγένης. Ο Ωριγένης πέρασε νεαρός από τη Ρώμη, αλλά έμεινε πιστός στην Ανατολή και στην πόλη του. Ξέφυγε από διωγμούς, έφυγε σε πολλές αποστολές για να διδάξει (τη μητέρα του αυτοκράτορα, έναν ηγεμόνα της Αραβίας, χριστιανικές κοινότητες) - αλλά κάθε φορά επέστρεφε εις τας συνήθεις ασχολίας του. Εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια μόνο όταν τον έδιωξε ο ηγέτης της τοπικής εκκλησίας, για να κάνει δεύτερη πατρίδα του την Παλαιστίνη.
Ο Πλωτίνος άφησε την Ανατολή στα σαράντα, λίγο μετά το τέλος των σπουδών του, για να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Δύσης (και της τότε οικουμένης), τη Ρώμη. Πήρε ό,τι πήρε από την Αλεξάνδρεια, αλλά θέλησε να μείνει στο κέντρο των εξελίξεων. Εκεί δημιούργησε τον δικό του κύκλο και επηρέασε φιλοσόφους και σημαντικά δημόσια πρόσωπα.
Ο χριστιανός μεγάλωσε φιλοσοφικά στο περιβάλλον του στωικισμού και του μέσου πλατωνισμού· σύντομα κατηγορήθηκε (και ακόμη κατηγορείται) ότι έφερε μόνιμα και διαβρωτικά τον πλατωνισμό μέσα στον χριστιανισμό. Ο εθνικός αναζωογόνησε τον πλατωνισμό· ο νεοπλατωνισμός, η δική του (και των επιγόνων του) ερμηνεία του Πλάτωνα κληροδοτήθηκε στον χριστιανικό Μεσαίωνα, ανατολικό και δυτικό.
Ο φυσικός δάσκαλος του Πλωτίνου, ο Αμμώνιος, δεν έγραψε τίποτε· το ίδιο και ο πνευματικός δάσκαλος του Ωριγένη, ο Ιησούς. Οι Αλεξανδρινοί, εθνικοί και χριστιανοί, είχαν την τάση να μιλούν για απόκρυφα δόγματα, ότι «δεν είναι όλα γραμμένα» και φανερά σε όλους. Συνέπεια μιας τέτοιας αντίληψης ήταν η αριστοκρατική ιδέα ότι η αληθινή σοφία και η αληθινή ζωή είναι προσιτές μόνο στους λίγους και εκλεκτούς, τους μυημένους. Αντίθετα από ό,τι θα περιμέναμε από κάποιον που χαρακτηρίστηκε (μάλλον όχι εύστοχα) «πλατωνικός», ο Ωριγένης απέρριπτε αυτή την ιδέα. Στο κάτω κάτω, αν οι τρεις μαθητές του Πλωτίνου συμφώνησαν να μην αποκαλύψουν τα δόγματα του δασκάλου τους, οι δώδεκα μαθητές του Ιησού πήραν εντολή να διαδώσουν το μήνυμα του δικού τους δασκάλου σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα απέρριπτε ο Ωριγένης και τις κατηγορίες των εθνικών ότι ο χριστιανισμός είναι για τους απαίδευτους και τους πολλούς.
Ωριγένης και Πλωτίνος μοιάζουν σε μικρές λεπτομέρειες, όπως στην κοινή τους αντίθεση στον εορτασμό των γενεθλίων - των δικών του ο Πλωτίνος, όλων των χριστιανών ο Ωριγένης. Δεν λείπουν από το έργο τους τα κοινά θέματα: το πρόβλημα του κακού, η ηθική κάθαρση, η αθανασία, η αποστροφή προς τον υλικό κόσμο (αλλά και η επίθεσή τους εναντίον των ακραίων Γνωστικών)· το ξεπέρασμα της φθοράς και η επιστροφή του κόσμου (και του ανθρώπου) στην αρχική πηγή και αιτία του, τον Θεό. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απαντήσεις που έδωσαν, και οι δύο με την ασκητική ζωή τους αποτέλεσαν πρότυπο φιλοσόφου βίου - ο καθένας στον δικό του κόσμο.
Εδώ είναι το ταξίδι
Η «Πλατωνόπολις», το σχέδιο του Πλωτίνου να πάρει από τον αυτοκράτορα μια ερειπωμένη πόλη στην Καμπανία της Ιταλίας για να ζήσουν εκεί οι φιλόσοφοι σύμφωνα με τους πλατωνικούς νόμους, δεν ευοδώθηκε. Δεν πρέπει να τον πείραξε. Εξάλλου, για αυτόν η ψυχή, μετά τη σωματική περιπέτειά της, επιστρέφει στον οικείο τόπο της, στον εαυτό της.
Γράφει ο Πλωτίνος για το Είναι (Εννεάδες 6.9.11.49-51· 6.9.9.15-16): Οὗτος θεῶν καὶ ἀνθρώπων θείων καὶ εὐδαιμόνων βίος, ἀπαλλαγή τῶν ἄλλων τῶν τῇδε, βίος ἀνήδονος τῶν τῇδε, φυγὴ μόνου πρὸς μόνον. […] Τὸ ἀληθῶς ζῆν ἐνταῦθα. («Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και ευδαιμόνων ανθρώπων: απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα εδώ, φυγή του μοναχικού προς το μοναχικό. […] Εδώ είναι η ζωή η αληθινή.»)
«Εγώ είμαι η ζωή η αληθινή,» λέει ο Ιησούς. Ανάλογα ο αποκαλυμμένος Θεός της Βίβλου έλεγε, σε ελληνική μετάφραση: «Εγώ είμαι ο Ων.» Ο Ωριγένης ταύτισε το Είναι με τον Θεό και διατήρησε την ίδια με τον Πλωτίνο επιθυμία για τη ζωή που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό. Ένιωθε κι αυτός παρεπίδημος, περαστικός από αυτό τον κόσμο. Δέθηκε με τόπους, την Αλεξάνδρεια και την Καισάρεια, με ανθρώπους, με το έργο του - αναζητούσε όμως μια άλλη πόλη, όχι την «πλατωνόπολη» στις πράσινες πλαγιές της Καμπανίας. Δεν θα περάσει καιρός και πολλοί χριστιανοί θα βγουν από τις πόλεις στην έρημο, για να ιδρύσουν εκεί ως μοναχοί τις δικές τους «ουρανουπόλεις».
Για τον Ωριγένη η «φυγή της ψυχής» από αυτό τον κόσμο ήταν κάτι διαφορετικό από την εκστατική φυγή του Πλωτίνου. Στους διωγμούς που έζησε είχε δει πολλές ψυχές να φεύγουν· ψυχές που θα τις ήθελε παντοτινούς συνομιλητές και πίστευε ότι θα τις έχει. Υπήρξαν στιγμές που θέλησε κι αυτός να φύγει: μικρός με τον πατέρα του, μετά με τους μαθητές του. Όμως το ιδανικό του δεν ήταν να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, αλλά να υπαχθούν και τα δύο στο πνεῦμα.
Ο μάλλον απρόσωπος θεός του Πλωτίνου και ο προσωπικός Θεός του Ωριγένη δεν είναι το ίδιο. Και οι δύο, όμως, υπαγορεύουν μια κοινή φιλοσοφική στάση: αν σκοπός του ανθρώπου δεν είναι η (οποιαδήποτε) ευτυχία, αλλά η ένωση με το κατεξοχήν «αντικείμενο» της αγάπης, τότε το πιο σημαντικό είναι αυτή η εμπειρία. Και γι᾽ αυτό που είναι το πιο σημαντικό (ή έστω: το πιο σημαντικό για μας) δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε.
Έτσι, με έναν τρόπο σχετικά καινούργιο στη φιλοσοφία, η θεωρητική διδασκαλία, τα γραπτά κείμενα μπορούν να υπαινιχθούν αυτή την εμπειρία, όχι όμως και να καθοδηγήσουν σε αυτήν. Ο φιλοσοφικός λόγος επιχειρεί να υπαινιχθεί ή να δείξει προς κάτι που τον υπερβαίνει. Αλλά το μέγιστο μάθημα ανήκει στον χώρο της ύπαρξης και δεν γράφεται.
«Ποιο θα είναι το πέρας του λόγου, παρά η αμήχανη σιωπή και η ομολογία ότι δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε για τα πράγματα εκείνα που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε, επειδή είναι απρόσιτα;» θα ρωτήσει ο Δαμάσκιος (Περί αρχών 1.15.23-25) δύο αιώνες αργότερα (Τί πέρας ἔσται τοῦ λόγου, πλὴν σιγῆς ἀμηχάνου καὶ ὀμολογίας τοῦ μηδὲν γιγνώσκειν, ὧν μηδὲ θέμις, ἀδυνάτων ὄντων, εἰς γνῶσιν ἐλθεῖν;).
Ο φιλοσοφικός λόγος παίζει πλέον με τα όριά του, τα δοκιμάζει και δοκιμάζεται, προτού αφεθεί στη σιωπή. Το άρρητο δεν λέγεται (ούτε μοιράζεται), μόνο φανερώνεται και βιώνεται. Τότε έρχεται η ώρα του φιλοσόφου βίου.
Ας γυρίσουμε πίσω, στο ξεκίνημα του 3ου αιώνα μ.Χ., που δεν βρήκε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία στην ευτυχέστερη στιγμή της. Η κεντρική εξουσία στη Ρώμη εξασθένιζε, η δυναστεία των Σεβήρων κυριαρχούσε και ο στρατός ανέβαινε κοινωνικά, το κάποτε σταθερό ρωμαϊκό νόμισμα γνώριζε διαδοχικές ανεπίσημες υποτιμήσεις, οι πόλεμοι στα σύνορα της αυτοκρατορίας πλήθαιναν. Και στην Αίγυπτο χωριά και πόλεις άρχισαν να γνωρίζουν την εξαθλίωση.
Εκεί στον νότο, στην Άνω Αίγυπτο, γεννήθηκε κάποιος που, όταν μεγάλωσε και έγινε φιλόσοφος, απέκρυπτε, ακόμη και από τους στενούς μαθητές του, το πότε και το πού: ο Πλωτίνος. Για τον ίδιο έμοιαζε να μην είχε σημασία ούτε η μέρα και ο μήνας ούτε και ο τόπος της γέννησής του. Πάντως, μερικές σκόρπιες πληροφορίες μάς επιτρέπουν κάποιες εικασίες: ήταν κατακαλόκαιρο του 204 (ή ίσως το 205) κοντά στις όχθες του Νείλου, στην Λυκώ (Λυκόπολη), τη σημερινή Ασιούτ. Ο Πλωτίνος δεν φρόντισε να ξεκαθαρίσει καν την καταγωγή του, ούτε το μπόρεσαν όσοι καταπιάστηκαν αργότερα με τέτοιου είδους ταξινομήσεις και γενεαλογίες. Το όνομά του δείχνει ότι η οικογένειά του ήταν εκρωμαϊσμένη, η μόρφωσή του ότι ήταν εξελληνισμένη· πάντως ήταν αιγυπτιακή και εύπορη. Μπορεί να μη μίλησε ούτε για τους γονείς του, σίγουρα όμως θα είχαν περιουσία, ώστε να αναθέσουν την ανατροφή του μικρού σε τροφό, να τον στείλουν επτά χρόνων στον γραμματοδιδάσκαλο, και να έχει ο ίδιος τη δυνατότητα να ξεκινήσει μακρόχρονες σπουδές σε σχετικά μεγάλη ηλικία.
Όλα τα υπόλοιπα για τη ζωή του Πλωτίνου ως τη στροφή του στη φιλοσοφία είναι άγνωστα: δεν τα διέσωσε κανείς, ούτε τα έκρινε άξια αναφοράς ο ίδιος. Το μόνο που διηγούνταν, όχι όμως την ώρα των μαθημάτων, και θεωρούσε σημαδιακό ήταν ένα περιστατικό της παιδικής του ζωής: όταν πρώτη φορά ένιωσε ντροπή που τον είπαν «παλιόπαιδο» επειδή κόντευε τα οκτώ και ακόμη θήλαζε. Ο απογαλακτισμός του, η αίσθηση της ντροπής, σήμαινε την είσοδο του μικρού στον χώρο της λογικής, των κοινών εννοιών και αντιλήψεων της ηθικής.
Αν στα επτά μπήκε στην εποχή του λόγου, χρειάστηκε να περάσουν τρεις φορές επτά χρόνια και να αρχίσει να ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία: στα εικοσιοκτώ του - όχι στην πρώτη του νεότητα, ούτε μικρός ούτε μεγάλος για τη φιλοσοφία. Ο τόπος που διάλεξε για να ικανοποιήσει την επιθυμία του ήταν ο πλέον κατάλληλος: η Αλεξάνδρεια, κατεξοχήν τόπος φιλοσοφίας την εποχή εκείνη. Πήγε με συστάσεις στους πιο γνωστούς δασκάλους της πύλης. Το πέρασμά του από δάσκαλο σε δάσκαλο, συνήθεια των φιλομαθών νέων της εποχής, δεν απέδωσε. Τους παρακολουθούσε, αλλά, αφού τους άκουγε, έβγαινε περίλυπος από τις αίθουσες - δεν είχαν τίποτε να του πουν.
Η μεταστροφή στη φιλοσοφία - Εις την σχολήν περιωνύμου φιλοσόφου
Λίγο κράτησε αυτή η πρώτη και εξωτερική περιπλάνηση. Αυτά που ζητούσε τα βρήκε όταν ένας φίλος του τον οδήγησε σε έναν άλλο δάσκαλο, όχι ιδιαίτερα ξακουστό, τον Αμμώνιο Σακκά. «Αυτόν ζητούσα,» είπε στον φίλο του, και από εκείνη τη μέρα έμεινε κοντά στον Αμμώνιο για έντεκα χρόνια, από το 232 ως το 242 μ.Χ., μαθητεύοντας στη φιλοσοφία.
Ο Αμμώνιος ονομάστηκε Σακκάς ίσως επειδή φορούσε σάκκον (ένα είδος τρίβωνα) ή επειδή, λένε άλλοι, στα νιάτα του κουβαλούσε σάκους. Ανήκει στους φιλοσόφους που σκοπίμως δεν άφησαν γραπτά κείμενα, και η διδασκαλία τους δεν καταγράφηκε από κάποιον μαθητή τους. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είχε κάποια «απόκρυφα» δόγματα, δείχνει όμως τη σημασία που είχε ακόμη η προφορική διδασκαλία. Μάλιστα, όταν πέθανε, τρεις από τους μαθητές του, ο Ερέννιος, ο Ωριγένης και ο Πλωτίνος, δεσμεύτηκαν με συμφωνία να μην αποκαλύψουν τις διδασκαλίες του Αμμωνίου, πιθανώς για να μη διεκδικήσει κανένας αποκλειστικά για τον εαυτό του την πνευματική κληρονομιά του δασκάλου τους. Μόνο ο Πλωτίνος σεβάστηκε τη συμφωνία. Όπως και να είχε, τελικά σήμερα δεν γνωρίζουμε κάτι σίγουρο για τη διδασκαλία του Αμμωνίου!
Πάντα υπάρχει κάτι να κερδίσει κανείς από έναν δάσκαλο, πόσο μάλλον ο Πλωτίνος από τον Αμμώνιο. Πρέπει να ήταν ένας χαρισματικός δάσκαλος, «θεοδίδακτον» (δηλαδή αυτοδίδακτο) τον αποκάλεσαν, που θα γοήτευσε τον Πλωτίνο γιατί δεν ακολουθούσε τον καθιερωμένο τρόπο διδασκαλίας των φιλοσοφικών σχολών. Δίπλα του ο Πλωτίνος δεν θα έμαθε απλώς τις απόψεις των παλαιότερων φιλοσόφων, αλλά θα μυήθηκε στον ιδιόμορφο πλατωνισμό του Αμμωνίου. Ο δάσκαλός του επιχειρηματολογούσε υπέρ της συμφωνίας Πλάτωνα και Αριστοτέλη, παρόλο που ο συνδυασμός των δύο μεγάλων φιλοσόφων, ή έστω η ισότιμη μελέτη τους, δεν ήταν καθόλου δημοφιλής τότε στην Αλεξάνδρεια.
Είχε πεθάνει ο δάσκαλός του, όταν ο Πλωτίνος το 243 μ.Χ. μπήκε στην ακολουθία του ρωμαίου αυτοκράτορα Γορδιανού και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. Δεν γνωρίζουμε αν αισθανόταν όπως οι επιστήμονες που είχαν συνοδεύσει τον Μέγα Αλέξανδρο στη δική του εκστρατεία. Πάντως, ο Γορδιανός σκοτώθηκε στη Μεσοποταμία, και ο Πλωτίνος γλίτωσε και έφτασε σώος στην Αντιόχεια.
Μια τέτοια πράξη έμοιαζε παράταιρη για έναν φιλόσοφο της εσωτερικότητας. Αλλά οι μαθητές του, καθότι φιλόσοφοι, επινόησαν μια ευλογοφανή δικαιολογία: «Είχε αποκτήσει τέτοια τριβή με τη φιλοσοφία, που επεδίωξε να γνωρίσει και αυτήν που εξασκούν οι Πέρσες και εκείνην που έχουν διαμορφώσει οι Ινδοί» (Πορφύριος, Βίος Πλωτίνου 3). Μα, δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος, για να καταλάβεις τη σκέψη ενός λαού, να εκστρατεύσεις εναντίον του! Έτσι κι αλλιώς ο Πλωτίνος δεν έφτασε στον προορισμό του…
Στο κρίσιμο σταυροδρόμι των σαράντα ετών άλλαξε κατεύθυνση. Αφού δεν είδε το αρχαίο φως της Ανατολής (από τους Πέρσες και τους Ινδούς), στράφηκε προς τη νεόκοπη λάμψη της Δύσης. Επέλεξε να αλλάξει ακροατήριο. Να μην τρέμει η ψυχή του μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά, μήπως οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό ως είναι το συνήθειό τους. Άφησε την Αλεξάνδρεια, με την ισχυρή φιλοσοφική και επιστημονική παράδοση, και πήγε και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, τη χρονιά που ανέβηκε στον θρόνο ο Φίλιππος ο Άραβας, το 244 μ.Χ. Όσο και να γνώριζαν τα ελληνικά οι Ρωμαίοι (ειδικά όσοι ασχολούνταν με τη φιλοσοφία όφειλαν να τα γνωρίζουν), δύσκολα θα μπορούσε κάποιος τους να καυχηθεί ότι τα ήξερε καλύτερα από τους Αλεξανδρινούς!
Μα τι γύρευες εσύ, ένας Αλεξανδρινός, στη Ρώμη;
Για ποιο λόγο ένας πολλά υποσχόμενος σαραντάρης έλληνας φιλόσοφος να εγκαταλείψει μια ανθηρή φιλοσοφικά πόλη και να πάει στη Ρώμη; Να ήταν μόνο οι γνωριμίες που είχε εκεί, οι οποίες ήλπιζε ότι θα του έδιναν την κατάλληλη ώθηση; Γιατί να μη μείνει στην Αλεξάνδρεια; Εκεί όμως, μετά τον θάνατο του δασκάλου του Αμμωνίου, στην έδρα ανέβηκε ο συμφοιτητής του Ωριγένης και τα περιθώρια έμοιαζαν στενά για τον Πλωτίνο. Να πάει στην Αθήνα; Και να μπλεχτεί με τους επαγγελματίες φιλοσόφους που φρόντιζαν περισσότερο για την αδιατάρακτη αναπαραγωγή μιας «φιλοσοφίας των καθηγητών», αφήνοντας στο πόδι τους μόνο τους μαθητές τους;
Έστω και αποκλείοντας τους άλλους δρόμους, ο δρόμος που πήρε ο Πλωτίνος οδηγούσε στη Ρώμη. Δεν ήταν ο μόνος φιλόσοφος ούτε ο πρώτος που άφηνε την Ανατολή για τη Ρώμη. Αιώνες πριν (τον 1ο αιώνα π.Χ.) βρέθηκαν εκεί οι τελευταίοι σχολάρχες της Ακαδημίας και του Λυκείου, αλλά και πιο πρόσφατα (τον 2ο αιώνα μ.Χ.) ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος και ο πιο σημαντικός αριστοτελικός, ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς. Στην πόλη συνάντησε κύκλους μορφωμένων, πρόθυμων να μάθουν την ανατολική σοφία και την ελληνική φιλοσοφία. Και, ας μην το υποτιμούμε, βρέθηκε κοντά στα κέντρα πολιτικής εξουσίας - γειτνίαση πάντα δελεαστική για έναν (πλατωνικό) φιλόσοφο.
Ο Πλωτίνος πήγε με συστάσεις στη Ρώμη, ο φίλος του Ζήθος ήταν συμπατριώτης του νέου αυτοκράτορα, και δικτυώθηκε γρήγορα. Δεν ήταν μόνο οι δημόσιες σχέσεις που τον έκαναν γνωστό. Η μόρφωση και η προσωπικότητά του, ο πράος χαρακτήρας του αλλά και ο ρωμαϊκός τρόπος ζωής που υιοθέτησε βοήθησαν να γίνει αποδεκτός από τα μέλη της αριστοκρατίας. Πλούσιοι πολίτες και συγκλητικοί τού ανέθεταν την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, ενώ το αυτοκρατορικό ζεύγος, ο Γαλλιηνός και η ελληνίδα Σαλωνίνα, τον τιμούσαν και τον σέβονταν.
Σε μια τέτοια ευνοϊκή ατμόσφαιρα ο Πλωτίνος προχώρησε στην ίδρυση μιας «σχολής». Μάλλον δεν πρέπει να φανταστούμε ότι κατείχε κρατική θέση ή ότι ήταν σχολάρχης σε ιδιωτικό ίδρυμα. Απλώς δίδασκε δημοσίως, δωρεάν και με πρόγραμμα στο ίδιο μέρος, και εκεί συγκεντρώνονταν όσοι ήθελαν να τον ακούσουν. Ίσως, λόγω και των διασυνδέσεών του, για κάποιο διάστημα αυτή η «σχολή» του επιδοτήθηκε από το κράτος.
Φιλόσοφος αναγνωρισμένος από την ελίτ της κοινωνίας με την οποία συναναστρεφόταν, ο Πλωτίνος ανταπέδωσε με τον δικό του τρόπο: με τη διδασκαλία του στήριξε την επίσημη πολιτική εναντίον ξένων θρησκειών και κινημάτων, και ειδικά εναντίον των Γνωστικών, που ήταν οι κύριοι φιλοσοφικοί ανταγωνιστές του στη Ρώμη. Ανάλογα και ο μαθητής του Πορφύριος ανέλαβε μετά το 271 μ.Χ. παρόμοιο έργο, γράφοντας 15 βιβλία Κατά χριστιανών και πιθανώς συμμετέχοντας στην προετοιμασία του μεγάλου διωγμού επί Διοκλητιανού.
Μικρό όργανο για τη φιλοσοφική εκπαίδευση
Μέσα στη σχολή του ο Πλωτίνος ακολουθούσε, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να ακολουθήσει, ένα πρόγραμμα φιλοσοφικών σπουδών, το οποίο οριστικοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους (νεο)πλατωνικούς. Στην πλήρη ανάπτυξή του από τον 4ο αιώνα μ.Χ. θα έπαιρνε την ακόλουθη μορφή.
Στην αρχή γινόταν μια γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία: αν υπάρχει, ποια είναι η φύση της, ποιος είναι ο σκοπός της. Ακολουθούσε μια ειδική εισαγωγή στην Εισαγωγή που είχε γράψει ο Πορφύριος για το αριστοτελικό έργο Κατηγορίες. Έτσι ο μαθητής ήταν έτοιμος να προχωρήσει στη μελέτη των έργων και της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, αρχίζοντας από τη λογική και τις Κατηγορίες. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη εστίαζε σε δέκα βασικά σημεία, ενώ η ειδική εισαγωγή στις Κατηγορίες (όπως και η μελέτη κάθε φιλοσοφικού έργου) περιελάμβανε τη συζήτηση έξι σημείων: τον σκοπό, τη χρησιμότητα και την αυθεντικότητα του έργου, τη θέση του βιβλίου στη σειρά του μαθήματος, τη δικαιολόγηση του τίτλου του και τη διαίρεση σε κεφάλαια.
Μετά τη μελέτη του Αριστοτέλη (τα «μικρά μυστήρια») ερχόταν η ώρα των «μεγάλων μυστηρίων», του Πλάτωνα. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Πλάτωνα εστίαζε στα ίδια δέκα βασικά σημεία και ακολουθούσαν ειδικές εισαγωγές σε αρκετούς διαλόγους. Αντικείμενο της μελέτης ήταν οι ηθικές αρετές (Αλκιβιάδης μείζων), οι πολιτικές αρετές (Γοργίας), η θεολογία (Φαίδρος), το ύψιστο αγαθό (Φίληβος), και η αλυσίδα που οδηγούσε από τη φύση (Τίμαιος) ως την κατεξοχήν θεολογία (Παρμενίδης). Σε κάθε διάλογο, δάσκαλος και μαθητές είχαν να συζητήσουν οκτώ σημεία: το δραματουργικό σκηνικό του διαλόγου, τη σημασία των προσώπων, τον σκοπό του διαλόγου, τον τόπο διεξαγωγής του, τη χρησιμότητά του, τη διαίρεση σε κεφάλαια, το ύφος, το αλληγορικό του νόημα.
Απλοποιημένες μορφές αυτού του προγράμματος δοκιμάζονταν για χρόνια, σε διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα· ακόμη και το πρόγραμμα του Ωριγένη παρουσιάζει αναλογίες με αυτό. Είναι ένα σχέδιο διδασκαλίας οικείο ιδίως στην πλατωνική παράδοση, πιθανότατα όμως εντάσσεται άνετα στη γενικότερη φιλοσοφική παράδοση της εποχής και στη «σχολική» φιλοσοφία. Επίσης, δεν είναι αυστηρό πρόγραμμα, με την έννοια ότι υπάρχει κάποια διδακτέα και εξεταστέα ύλη. Και τελικά, ίσως δεν ήταν παρά το «ιδεώδες» πρόγραμμα, ενώ η εκπαιδευτική πράξη ήταν, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετική.
Ένας διαφορετικός δάσκαλος
Τα μαθήματα του Πλωτίνου δεν ήταν από καθέδρας ομιλίες του καθηγητή, αλλά έμοιαζαν με τα «σεμινάρια» των μεσαιωνικών πανεπιστημίων. Διάβαζαν κείμενα του Πλάτωνα ή υπομνήματα στον Αριστοτέλη, διατύπωναν οι μαθητές τις ερωτήσεις τους και κατέθεταν τις εμπειρίες τους. Ο Πλωτίνος άφηνε το μάθημα να κυλά μέσα από συζήτηση. Επέμενε να διευκρινίζει κάθε σημείο από τις απορίες κάθε μαθητή - κάτι που, όταν τραβούσε σε μάκρος, ενοχλούσε τους υπόλοιπους μαθητές. Πολύ περισσότερο δυσαρεστούσε, ειδικά τους επιμελείς μαθητές, η ελευθερία που άφηνε ο Πλωτίνος σε όλους να διακόπτουν και να παρεμβαίνουν, και έτσι να καθυστερούν να φτάσουν σε ένα συμπέρασμα.
Όμως ο Πλωτίνος δεν ήταν διατεθειμένος να παίξει τον ρόλο της αυθεντίας μέσα στην τάξη, ούτε να υπεραπλουστεύει ή να ξεκαθαρίζει γρήγορα τα διάφορα φιλοσοφικά ζητήματα που συζητούσαν. Σαν να πίστευε ότι φτωχαίνει η φιλοσοφική συζήτηση όταν επικεντρωνόμαστε στις απαντήσεις, ενώ σημασία έχει η κριτική σκέψη. Οι ανυπόμονοι θα έβρισκαν ότι τα μαθήματά του δεν είχαν δομή, ότι δεν συμμορφώνονταν με δοκιμασμένα σχέδια διδασκαλίας - ενώ οι επαγγελματίες παιδαγωγοί με δυσκολία θα τον προσλάμβαναν στο σχολείο τους.
Ίσως ήταν λίγο χαοτικός ο Πλωτίνος στα μαθήματά του. Όμως για αυτόν η εκπαίδευση δεν ήταν μόνο υπόθεση γνώσεων αλλά και συναισθήματος. Μπορεί «όλα» να ξεκινούν από ένα κείμενο και την προσπάθεια για την ερμηνεία του, αλλά ίσως το σημαντικότερο είναι το πώς πορεύονται και πού καταλήγουν, χάρη στη γνώση και τη μέθοδο του δασκάλου, τη συμμετοχή των μαθητών, τον ζωντανό, έστω και προς στιγμήν αδιέξοδο, διάλογο.
Γιατί η μελέτη, ακόμη και ο σχολιασμός των κειμένων, ήταν άσκηση στον ίδιο τον στοχαστικό, τον θεωρητικό βίο. Αναζητώντας το νόημα του φιλοσοφικού κειμένου (και με τη βοήθεια των σχολίων), ο αναγνώστης αναζητά αυτό που ήδη αγαπά (την αλήθεια) και μέσα του συμβαίνει μια αλλαγή.
Και «όταν μιλούσε ο Πλωτίνος, μέχρι στο πρόσωπό του φανερωνόταν η νόηση, λάμποντας με το φως της· ήταν θελκτικός στην όψη, όμως ειδικά τότε γινόταν ακόμη πιο όμορφος: έλαμπε η πραότητά του από μέσα του» (Βίος 13.5-9).
Ένας δάσκαλος για διαφορετικούς μαθητές
Ένας δάσκαλος με τον ήπιο χαρακτήρα και το πνευματικό βάθος του Πλωτίνου κατόρθωσε να συγκεντρώσει πολλούς στα ανοικτά μαθήματά του. Το ακροατήριό του περιλάμβανε δύο κατηγορίες μαθητών, ανδρών και γυναικών κάθε ηλικίας. Ήταν οι «ακροατές» που πήγαιναν να τον ακούσουν περιστασιακά, για να εξοικειωθούν κάπως με τη φιλοσοφία: συγκλητικοί, πολιτικοί, δημόσιοι υπάλληλοι και άλλοι. Ήταν πολλοί, αλλά χωρίς προσωπική αναζήτηση για κάτι περισσότερο.
Οι άλλοι μαθητές, που ήταν λιγότεροι και μετρημένοι, ήταν οι «εταίροι», οι «γνώριμοι», πιστοί στον φίλο δάσκαλό τους για πολλά χρόνια. Αφοσιωμένοι στη φιλοσοφία, όχι όμως απορροφημένοι από αυτήν - όπως συνέβαινε σε άλλες σχολές: ασκούσαν τη φιλοσοφία αλλά και το επάγγελμά τους. Ανάμεσά τους δυο τρεις συγκλητικοί, δυο τρεις γιατροί, τέσσερις γυναίκες, όλοι τους από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Εκτός από τους «επαγγελματίες» φιλοσόφους Αμέλιο και Πορφύριο, ήταν άνθρωποι με έντονη δραστηριότητα στον επαγγελματικό χώρο τους ή στον δημόσιο βίο.
Για αυτούς, τους «ζηλωτές» της φιλοσοφίας, ο Πλωτίνος στάθηκε το πρότυπό τους τόσο στον διανοητικό όσο και στον καθημερινό βίο. Έτσι ο συγκλητικός Ρογατιανός ένιωσε τέτοια αποστροφή προς τον τρόπο ζωής του, ώστε απαρνήθηκε τα υπάρχοντά του, έδιωξε τους υπηρέτες του και αφιερώθηκε στην άσκηση. Και ο Πλωτίνος, με τη σειρά του, τον πρόβαλλε συχνά ως καλό παράδειγμα σε όσους ασκούσαν τη φιλοσοφία.
Ποιος θα μπορούσε να γίνει φιλόσοφος; Εκ πρώτης όψεως ο καθένας. Όμως τελικά το φιλοσοφεῖν δεν είναι έργο του καθενός. Είναι προνόμιο όσων έχουν καθαρή φρόνηση, σεμνότητα ήθους και παρρησία (Εννεάδες 1.3.3.8-10), αρετές που αποκτά κανείς με την άσκηση. Μοιάζει, βέβαια, με κύκλο: φιλοσοφείς εφόσον έχεις αυτά τα προσόντα, αλλά θα τα έχεις μόνο εφόσον φιλοσοφείς.
Γι᾽ αυτό και ο Πλωτίνος δεν αναζητούσε μαθητές, ούτε επιχειρούσε να πείσει ότι τα όσα διδάσκει είναι αλήθεια. Απευθυνόταν μόνο προς όσους έψαχναν στη φιλοσοφία το ίδιο που έψαχνε κι αυτός. Όπως έγραφε αργότερα ο Πορφύριος (Περί αποχής των εμψύχων 1.27.1), ο φιλόσοφος απευθύνεται σε ανθρώπους «που έχουν ορίσει στη ζωή τους αρχές διαφορετικές από εκείνες που διέπουν τους άλλους τρόπους ζωής». Ανεξάρτητα από την ασχολία τους, φιλόσοφοι είναι όσοι άνθρωποι σκέφτηκαν τα ερωτήματα: «Ποιος είμαι; Από πού έρχομαι; Πού πρέπει να πάω;»
Από τον προφορικό στον γραπτό λόγο
Δέκα χρόνια δίδασκε στη Ρώμη ο Πλωτίνος. Κόντευε τα πενήντα, αλλά δεν έλεγε να γράψει ούτε γραμμή. Κρατώντας μια στάση πλατωνική, κατά το παράδειγμα του δικού του δασκάλου, του Αμμωνίου, περιφρονούσε τη γραπτή έκφραση και εμπιστευόταν την προσωπική συνομιλία και συναναστροφή.
Θα έμενε κι αυτός στην ιστορία της φιλοσοφίας ως ένας πρωτότυπος δάσκαλος που άσκησε σημαντική επιρροή αλλά δεν φρόντισε να καταγράψει τη σκέψη του. Χρειάστηκε να τον πιέσουν οι μαθητές του, για να πειστεί και να αρχίσει το 253/4 μ.Χ. να συγγράφει. Μέσα σε δεκαέξι χρόνια, ως τον θάνατό του, έγραψε πενηντατέσσερις πραγματείες έκτασης από λίγες έως μερικές δεκάδες σελίδες.
Οι πραγματείες παίρνουν αφορμή από προβλήματα που ασφαλώς θα συζητούσε ο Πλωτίνος και πιθανώς προέρχονται από το υλικό των σχετικών μαθημάτων του. Η σκέψη του για κάθε θέμα ήταν ολοκληρωμένη στο μυαλό του και στη συνέχεια τη μετέφερε στο γραπτό. Έγραφε και μετά δεν τα διάβαζε, ούτε πρόσεχε την καλλιγραφία ή την ορθογραφία· μόνο το νόημα.
Κάθε πραγματεία ανέλυε σε συνεχή λόγο κάποια έννοια θεμελιώδη για την πλωτινική σκέψη ή κάποιο φιλοσοφικό ζήτημα. Περιοχές της φιλοσοφίας όπως η πολιτική απουσιάζουν, ενώ σχολιάζονται θέματα από τη λογική, τη φυσική και την αισθητική. Προτεραιότητα έχουν η οντολογία, η ψυχολογία και η ηθική: οι αρετές, η ευδαιμονία, η ειμαρμένη και η πρόνοια, το κακό, η ύλη, οι υποστάσεις, το ωραίο (νοητό και αισθητό), η ψυχή (η ουσία της, η αθανασία της, η σχέση της με το σώμα), οι ιδέες, ο νους, το ον, η διαλεκτική, ο έρωτας, το Αγαθό ή Εν.
Παρά το ακατέργαστο ύφος τους, την πυκνή επιχειρηματολογία τους, τις έμμεσες αναφορές στις απόψεις παλαιότερων φιλοσόφων, τα κείμενα του Πλωτίνου μπορούν να ενταχθούν στη σειρά των βιβλίων της μετα-αριστοτελικής φιλοσοφίας που έχουν σκοπό να αποτελέσουν εγχειρίδια που καθοδηγούν τον αναγνώστη στον φιλόσοφο βίο. Πώς αλλιώς θα ήταν για κάποιον που θεωρεί τη φιλοσοφία όχι αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη του σκοπού του βίου;
Τα γραπτά του Πλωτίνου κυκλοφορούσαν σε περιορισμένο αριθμό αντιγράφων και στον στενό κύκλο των γνωστών. Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Πορφύριος έγραψε το 300 μ.Χ. τον πολύτιμο Πλωτίνου Βίο και τον πρόταξε στη συνολική έκδοση του έργου του Πλωτίνου που έκανε. Του έδωσε τον τίτλο Εννεάδες, δηλαδή έξι ενότητες με ενιαία θεματική και καθεμία με εννέα πραγματείες. Και ο Πλωτίνος, που τόσο δίστασε να γράψει, είχε την τύχη το έργο του να είναι το μοναδικό που σώθηκε ακέραιο από την εποχή του Πλάτωνα!
Η αληθινή ψυχαγωγία: από τα αισθητά στα νοητά
Ο Πλωτίνος ήθελε να ανακτήσει η φιλοσοφία τον «ψυχαγωγικό» χαρακτήρα της, που της είχαν δώσει «οι παλαιοί και θείοι άνδρες»· να γίνει οδηγός της ψυχής στην πορεία της προς το Αγαθό, το Ένα. Γι᾽ αυτό και επέστρεψε στον Πλάτωνα.
Ο αισθητός κόσμος είναι γεμάτος ερεθίσματα για όλες τις αισθήσεις μας από τη στιγμή που γεννιόμαστε (σήμερα θα προσθέταμε: και προτού γεννηθούμε). Αυτές οι εντυπώσεις μάς κατακλύζουν και δίνουν την εικόνα ενός κόσμου με άπειρη ποικιλία, μια εικόνα διασπασμένη, χωρίς ενότητα. Η εμπειρία, λοιπόν, αν είναι απλώς αισθητηριακή (βασισμένη στις αισθήσεις) είναι περιορισμένη. Αλλά (θα πρόσθετε ο Πλωτίνος) είναι και παραπλανητική, όσο μας κάνει να πιστεύουμε ότι όλα εξαντλούνται εδώ, ότι η μόνη πραγματικότητα είναι η αισθητή.
Η «εδώ κάτω ομίχλη» περιβάλλει τα αισθητά. Ο άνθρωπος οφείλει να τη διαπεράσει. Να εγκαταλείψει τα πράγματα που αλλάζουν, τον κόσμο του γίγνεσθαι, και να φτάσει στα αμετάβλητα, στον κόσμο του είναι.
Με βάση την αντίληψή του για την ανθρώπινη φύση ο Πλωτίνος εκτιμούσε ότι η αποδέσμευση από τα αισθητά είναι δυνατή για τον άνθρωπο, γιατί η ψυχή του έχει συγγένεια με το νοητό Αγαθό. Χάρη σε αυτή τη συγγένεια, κάθε ψυχή επιθυμεί το Αγαθό, το Ένα, και μπορεί να επιστρέψει σε αυτό. Για να δει όμως το αντικείμενο του πόθου της, δεν φτάνει η συγγένεια, αλλά χρειάζεται η φιλοσοφική άσκηση. Ο Πλωτίνος καλεί, σε μια διάσημη φράση του, «να φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα» (φεύγωμεν δὴ φίλην ἐς πατρίδα):
Θα ξανοιχτούμε, όπως ο Οδυσσέας από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρόλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολλή αισθητή ομορφιά. […]«Κλείνοντας τα μάτια» άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λίγοι τη χρησιμοποιούν.
Εννεάδες 1.6.8.17-27
Η ανθρώπινη ψυχή αποσύρεται μέσα της, αφήνοντας έξω την όραση των ματιών. Και τι βλέπει αυτή η εσωτερική όραση;
Μόλις ξυπνήσει δεν μπορεί καθόλου ν᾽ αντικρίσει τα λαμπρά όντα. Πρέπει πρώτα η ψυχή αυτή να συνηθίσει να διακρίνει τους ωραίους τρόπους ζωής· κατόπιν τα ωραία έργα, όχι εκείνα που κατασκευάζουν οι τέχνες, αλλά αυτά που κάνουν οι λεγόμενοι αγαθοί άνδρες· κοίταξε μετά την ψυχή αυτών που κάνουν τα ωραία έργα.
Πώς θα δεις τώρα τι ομορφιά έχει μια καλή ψυχή; Αποσύρσου στον εαυτό σου και κοίτα· και αν δεις τον εαυτό σου να μην είναι ακόμη ωραίος, όπως ο δημιουργός του αγάλματος που πρέπει να γίνει ωραίο αφαιρεί, λαξεύει, λειαίνει και καθαρίζει μέχρις ότου φανεί πάνω στο άγαλμα ένα ωραίο πρόσωπο, έτσι κι εσύ αφαίρεσε τα περιττά και ίσιωσε τα στραβά, και όσα είναι σκοτεινά κάνε τα να γίνουν λαμπρά καθαρίζοντάς τα, και μην πάψεις να σμιλεύεις το άγαλμά σου, έως ότου λάμψει πάνω του η θεόμορφη λαμπρότητα της αρετής. […] Αν έχει γίνει αυτό και το είδες, και ενώθηκες καθαρός με τον εαυτό σου, έχεις γίνει ο ίδιος ολόκληρος μόνο φως αληθινό. […] [Α]ν δεις τον εαυτό σου να έχει γίνει αυτό, έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, προσήλωσε το βλέμμα σου και κοίταξε. Διότι μόνον αυτό το μάτι βλέπει τη μεγάλη Ομορφιά. […] Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο αν δεν ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το Ωραίο, αν δεν έχει πρώτα γίνει ωραία η ίδια.
Εννεάδες 1.6.9.1 κ.ε.
Ολοφάνερα τελικός σκοπός του ανθρώπου δεν είναι απλώς η γνώση του Ενός, αλλά η ένωση μαζί του:
Τότε αυτός που θεάται δεν βλέπει το αντικείμενο της όρασής του, γιατί δεν διακρίνει τον εαυτό του από εκείνο, ούτε έχει την εντύπωση δύο ξεχωριστών πραγμάτων. Έχει γίνει, τρόπον τινά, κάποιος άλλος. Δεν είναι πια ο εαυτός του, ούτε ανήκει στον εαυτό του. Είναι ένα με το Ένα, όπως το κέντρο ενός κύκλου συμπίπτει με το κέντρο ενός άλλου κύκλου.
Εννεάδες 6.9.10.14-17
Κατὰ τὲς συνταγὲς ἀρχαίων ἑλληνοσύρων μάγων: Πλάτων, Αριστοτέλης και ολίγη θεουργία
Είναι εύκολο να ονομάσουμε τον Πλωτίνο «μυστικιστή». Στην εποχή του οι ανατολικές δοξασίες και οι μυστηριακές λατρείες υπόσχονταν τη λύτρωση και, πέρα από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη νέες αυθεντίες επιβλήθηκαν στη φιλοσοφία: ο Πυθαγόρας, ο Ορφέας, τα αποκαλυπτικά Ερμητικά κείμενα, οι Χαλδαϊκοί χρησμοί.
Οι νεοπλατωνικοί συνεχιστές του Πλωτίνου (ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος) θα προσθέσουν σε μεγαλύτερη δόση μυστηριακά στοιχεία - ακόμη και θεουργία. Πίστευαν, δηλαδή, ότι δεν αρκούσε η φιλοσοφική άσκηση για την απόκτηση της ύψιστης γνώσης, αλλά χρειαζόταν και ένας συνδυασμός επικλήσεων και τελετουργικών πρακτικών, ώστε να αποκαλυφθεί ο Θεός (ή έστω κάποιες κατώτερες θεϊκές οντότητες) και η γνώση που κατέχει.
Το ερώτημα της αυτοδυναμίας (και τελικά της αυτονομίας) της φιλοσοφίας τέθηκε με τρόπο ριζικό: μπορεί η φιλοσοφία με τα δικά της μέσα να κατακτήσει τη σοφία, ή απαιτείται η συνεργασία ή ακόμη και η χάρη του Θεού; Όσο κι αν το δεύτερο σκέλος της ερώτησης μοιάζει να αφορά τη θεολογία, στην Ύστερη Αρχαιότητα αποτελούσε ένα φιλοσοφικό ερώτημα. Υπήρχαν πολλοί στοχαστές που κατανοούσαν εαυτούς ως φιλοσόφους και ταυτόχρονα μπορούσαν να δεχθούν ότι η ύψιστη αλήθεια αποκαλύπτεται. Είναι βιαστικό να συμπεράνουμε ότι χάθηκε η δύναμη της σκέψης και ότι εκτοπίστηκε ο «ορθολογικός ελληνισμός» από την «ανορθόλογη» ανατολική σοφία. Άλλαξαν όμως οι προσανατολισμοί και οι στόχοι μεγάλου μέρους της φιλοσοφικής δραστηριότητας.
Ο ίδιος ο Πλωτίνος δεν αρνείται την αποτελεσματικότητα της μαγείας, αλλά την περιορίζει στο άλογο και σωματικό μέρος του ανθρώπου. Εκείνος που έχει πετύχει να ταυτιστεί με το ανώτερο μέρος του εαυτού του μένει «αγοήτευτος» και με τη βοήθεια της φιλοσοφίας (ουσιαστικά με τις δικές του δυνάμεις) μπορεί να καθαρίσει την ψυχή του, χωρίς τελετουργίες και τα παρόμοια.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να νομίσουμε ότι ο μυστικισμός του συνεπάγεται την άρνηση του λόγου. Ο Πλωτίνος ήταν μυστικιστής με την έννοια ότι πίστευε πως έχει βιώσει την ένωσή του με τον Θεό ή την Υπέρτατη πραγματικότητα. Περιερχόταν στην ἔκσταση, με τη θέα του Θεού και την ένωση της ψυχής με αυτόν. Αυτή τη μυστική εμπειρία τη βίωσε τέσσερις φορές στα έξι χρόνια που τον γνώρισε ο Πορφύριος: του φανερώθηκε ο Θεός, που δεν έχει μορφή και είναι πάνω από κάθε τι νοητό (Βίος 23). Έτσι σκοπός της ζωής και σκοπός της φιλοσοφίας ταυτίστηκαν και έγιναν πραγματικότητα.
Στον αγώνα του για τη συνειδητοποίηση του εσωτερικού εαυτού του, το σώμα του ο Πλωτίνος το ένιωθε σαν εμπόδιο. Το παραμέλησε και παρότι υπέφερε από ασθένειες δεν δεχόταν φάρμακα και θεραπείες. Έφυγε από τη Ρώμη και αποσύρθηκε στο κτήμα του φίλου του Ζήθου. Εξάλλου, άρρωστος όπως ήταν, σχεδόν κανείς δεν τον πλησίαζε (είχε και κείνη τη συνήθεια να φιλάει για χαιρετισμό). Εκεί πέθανε στα εξήντα έξι του χρόνια, το 270 μ.Χ.
Ένας φιλόσοφος που έζησε τέτοια ζωή δεν μπορεί παρά να περιμένει την ύστατη ώρα του, για να καταθέσει συμπυκνωμένα και με ευκολομνημόνευτο τρόπο τη φιλοσοφική του διαθήκη. Ο Πλωτίνος, στα χέρια του βιογράφου του, δεν ξέφυγε από αυτή την παράδοση. Λέγεται ότι λίγο προτού πεθάνει είπε στον μαθητή του, τον γιατρό Ευστόχιο: «Εσένα περίμενα ακόμη. Προσπαθήστε να αναγάγετε τον θεό μέσα σας (ή: μέσα μας) στο θείο που ενυπάρχει στο Όλο.» Και στον χρησμό που ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος από τους Δελφούς, ο Απόλλων είπε ότι «Τώρα που λυτρώθηκε από το σκήνωμα (το σώμα του), ζει σε έναν τόπο όπου βασιλεύει η αγάπη και, ανάμεσα στους δικαστές του Κάτω Κόσμου, τον Πλάτωνα, τον Πυθαγόρα, στεφανωμένος, σαν νικητής σε αγώνα, με την άφθαρτη ζωή.»
Πλατωνόπολις, η τελευταία αρχαιοελληνική ουτοπία
Πολλά από όσα γράφει ο Πλωτίνος ίσως φαίνονται αφηρημένα, ωστόσο η διδασκαλία του έχει ηθικές προεκτάσεις, οδηγεί σε έναν τρόπο φιλοσοφικού βίου. Αυτό δείχνει και η ιστορία του συγκλητικού που άλλαξε τρόπο ζωής και το ίδιο το παράδειγμα του Πλωτίνου.
Δεν ήταν, όμως, μόνο η ατομική συμπεριφορά, η ηθική, που απασχολούσε τον Πλωτίνο. Όπως αρκετοί και διαφορετικοί φιλόσοφοι στην αρχαιότητα, έτσι και ο Πλωτίνος έβλεπε την ενασχόληση με την πολιτική ζωή της εποχής του περισσότερο σαν εμπόδιο για τον φιλοσοφικό βίο. Γι᾽ αυτό και προσπαθούσε να αποτρέψει τον φίλο του Ζήθο, που ήταν δραστήριος πολιτικά.
Κι όμως, ένας φιλόσοφος σαν τον Πλωτίνο, τόσο αποτραβηγμένος στον θεωρητικό βίο, κάποια στιγμή της ζωής του δοκίμασε ένα πολιτικό πείραμα. Κοντά στα κτήματα δυο μαθητών του στην Καμπανία (μια μεγάλη περιοχή γύρω από τη Νάπολη) υπήρχε μια εγκαταλελειμένη πόλη, που λέγανε ότι κάποτε την κατοικούσαν φιλόσοφοι. Ο Πλωτίνος ήθελε να ξαναχτιστεί και, αφού κατοικηθεί, να της παραχωρηθεί η γύρω περιοχή. Θα ήταν μια πολιτεία που θα την κυβερνούσαν όχι οι (πλατωνικοί) φιλόσοφοι αλλά οι πλατωνικοί νόμοι. Εκεί θα «αναχωρούσαν» και θα ζούσαν μαζί με τους άλλους κατοίκους και ο Πλωτίνος με τους συντρόφους του, έχοντας προφανώς κάποια αυξημένα διοικητικά καθήκοντα.
Η πρόταση του Πλωτίνου έγινε πριν από το 263 μ.Χ. στον αυτοκράτορα Γαλλιηνό και τη σύζυγό του Σαλωνίνα, οι οποίοι τιμούσαν ιδιαίτερα τον φιλόσοφο. Ήλπιζε ότι θα εκμεταλλευόταν τη φιλία τους, αλλά ο αυτοκράτορας από το 260 μ.Χ. είχε αλλάξει πολιτική. Η εισήγηση των αρμόδιων αυτοκρατορικών συμβούλων δεν είχε λόγο να είναι ευνοϊκή. Γιατί να επιτρέψουν την ίδρυση μιας σχετικά αυτόνομης πόλης, και μάλιστα από έναν ξένο φιλόσοφο και μερικούς συγκλητικούς, που όσο κι αν είχαν αποδυναμωθεί εκείνα τα χρόνια, δεν ήταν αρεστοί στην αυτοκρατορική αυλή;
Έστω και αποτυχημένο, το περιστατικό αυτό δείχνει ότι δεν έλειψε από τον «απόκοσμο» Πλωτίνο το ενδιαφέρον για τη δημόσια ζωή. Εξάλλου, στο επίπεδο της θεωρίας, κατά μία έννοια, ο πλατωνικός φιλόσοφος έχει απαράγραπτο χρέος να μιμηθεί τον απελευθερωμένο δεσμώτη της αλληγορίας του σπηλαίου. Ο Πλάτων στην Πολιτεία του παρουσιάζει τον φιλόσοφο, αφού έχει βγει από το σκοτεινό σπήλαιο και έχει αντικρίσει κατάματα την αλήθεια, να επιστρέφει στο σπήλαιο για να «σώσει» όσους είναι ακόμη αλυσοδεμένοι.
Στην προοπτική αυτή, η πολιτική αρετή μπορεί να ιδωθεί διπλά, ως ανάβαση και ως χρέος για κατάβαση. Είναι το πρώτο προκαταρκτικό στάδιο για την άνοδο της ψυχής προς τη θέωση. Στη συνέχεια, και εφόσον η πολιτική αρετή αντανακλά πια τη θεϊκή ζωή, ο φιλόσοφος «κατεβαίνει» στην πολιτική, ώστε η θεϊκή ζωή να βρει και εκεί την έκφρασή της. Με την κατάβαση του φιλοσόφου «θεοποιείται» μέσω της φιλοσοφίας η πολιτική ζωή. Δεν βρισκόμαστε μακριά από την αυτοκρατορική ιδεολογία, που θέλει τον ηγεμόνα ζωντανή εικόνα του θεού στον κόσμο.
Η ζωή είναι αλλού: η ελευθερία ως εσωτερικότητα
Ο Πλωτίνος έζησε σε μία από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και του αρχαίου κόσμου: στην εποχή ανάμεσα στους Σεβήρους και στον Διοκλητιανό, έναν αιώνα πολιτικής και κοινωνικής αναστάτωσης. Τα «βαρβαρικά» φύλα εισέβαλλαν από κάθε σημείο της αυτοκρατορίας, ομάδες ανεβοκατέβαιναν στην κοινωνική ιεραρχία, η οικονομία κατέρρεε. Ήταν μια περίοδος που ούτε ένας αυτοκράτορας (εκτός από τον Σεπτίμιο Σεβήρο) δεν πέθανε από φυσικά αίτια και που οι περισσότεροι δεν κράτησαν τον θρόνο τους παρά για διαστήματα από λίγες ημέρες μέχρι λίγα χρόνια.
Η αγωνία της εποχής θα μπορούσε να συνθλίψει το άτομο. Οι Γνωστικοί, εθνικής ή χριστιανικής κατεύθυνσης, είχαν προτείνει μια λύση που ίσως ακύρωνε τη φιλοσοφία: η ζωή είναι ένα όνειρο (για την ακρίβεια ένας εφιάλτης), και ο άνθρωπος θα σώσει την ψυχή του μόνο αν αποδράσει από τα μάταια πράγματα. Αυτός ο απόλυτος δυϊσμός, η διχοτόμηση του κόσμου, δεν γίνονταν δεκτά από τον Πλωτίνο.
Βεβαίως, η δική του λύση θα φαινόταν πολύ «θεωρητική». Η πλωτινική μεταφυσική κατασκεύασε εντυπωσιακά κοσμολογικά σχήματα, που εξηγούσαν το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος και ποιος είναι ο σκοπός του. Ποια απάντηση, όμως, μπορούσε να δώσει στα προβλήματα του ανθρώπου; Το σύμπαν, ο Ήλιος, η Σελήνη, τα άστρα και η κοσμολογία παρουσίαζαν ενδιαφέρον για τους επιστήμονες· αλλά ο απλός άνθρωπος νοιαζόταν μόνο για ό,τι πίστευε ότι επηρεάζει την επίγεια ζωή του (το πολύ πολύ για την αστρολογία).
Ο Πλωτίνος δεν έδινε εύκολες απαντήσεις, αλλά ζητούσε από τον καθένα να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις που υπάρχουν μέσα του. Η καταθλιπτική ανασφάλεια θα ξεπερνιόταν μόνο με τη φιλοσοφική άσκηση της ψυχής. Μέσα σε τέτοιες εξωτερικές συνθήκες, ο φιλόσοφός μας παραμέρισε την τετριμμένη καθημερινότητα και δεν παρασύρθηκε από τη διάχυτη απαισιοδοξία. Δεν παρέκλινε από τον σκοπό του: να προσέχει το ανώτερο, όπως πίστευε, κομμάτι του ανθρώπου, την ψυχή. Δεν ακολούθησε τους Στωικούς, για να βρει τη γαλήνη ταυτιζόμενος με τη λογική δομή του σύμπαντος. Πολέμησε τους Γνωστικούς που έβλεπαν τον υποσελήνιο κόσμο του Αριστοτέλη σαν μια κοσμική φυλακή.
Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, ο Πλωτίνος, συνεπής με τον εαυτό του, ακριβώς μέσα στην ταραχή της ιστορίας έψαξε να βρει τη γαλήνη του αιώνιου. Δεν ήταν αδιαφορία για τα κοινά και τον κόσμο. Το έδειξε με τη ζωή του. Μήπως ήταν η αναγκαστική φυγή του ανέστιου ανθρώπου; Μήπως η απόσυρση του φιλοσόφου από το ιστορικό προσκήνιο και την καθημερινότητα ήταν μια παραδοχή της αδυναμίας του να αλλάξει τον κόσμο και μια ύστατη προσπάθεια να αλλάξει τουλάχιστον τον εαυτό του;
Πλωτίνος και Ωριγένης: μια συνάντηση που δεν έγινε
«Όταν κάποτε εμφανίστηκε στο μάθημά του ο Ωριγένης, ο Πλωτίνος έγινε κατακόκκινος και ήθελε να σηκωθεί όρθιος και να φύγει. Ο Ωριγένης του ζήτησε να συνεχίσει να μιλά, αλλά αυτός είπε ότι η επιθυμία να μιλήσεις χάνεται όταν γνωρίζεις ότι μιλάς σε ανθρώπους που ήδη γνωρίζουν όσα πρόκειται να πεις. Αυτά τα λίγα αντάλλαξαν και ο Πλωτίνος σηκώθηκε κι έφυγε.»
Την ιστορία αυτή διηγήθηκε ο βιογράφος του Πλωτίνου, ο Πορφύριος (Βίος Πλωτίνου 14.20-25), και την επανέλαβαν πολλές φορές οι χριστιανοί. Ιδού: ο μέγιστος των Πλατωνικών δεν μπορεί παρά να σιωπήσει μπροστά στον μέγιστο των χριστιανών. Δύο αιγύπτιοι-έλληνες φιλόσοφοι συναντιούνται στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γύρω στο 245 μ.Χ., και ο ένας νιώθει την αδυναμία του και αποχωρεί, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο δράσης στον άλλο. Συμβολικό και προφητικό το επεισόδιο. Οι ίδιοι οι χριστιανοί να το επινοούσαν, δεν θα τα κατάφερναν καλύτερα.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική, όχι ως προς την υποχώρηση των αντιπάλων του χριστιανισμού, αλλά ως προς την ταυτότητα του Ωριγένη. Πρόκειται, ασφαλώς, για τον Ωριγένη που ήταν συμμαθητής του Πλωτίνου στη σχολή του Αμμωνίου. Μάλλον έτσι εξηγείται το κοκκίνισμα του νέου ακόμη δάσκαλου Πλωτίνου: δεν μπορούσε στον παλιό του συμμαθητή να παρουσιάζει για δικά του τα όσα είχαν ακούσει από τον δάσκαλό τους.
Μα, δεν ήταν ο χριστιανός Ωριγένης μαθητής του Αμμωνίου; Ο εθνικός Πορφύριος το βεβαιώνει αυτό, κρίνοντας ότι ωφελήθηκε πολύ από την εκεί μαθητεία του. Μήπως τον συγχέει με άλλον Αμμώνιο; Ο ίδιος ο Ωριγένης έγραψε ότι σπούδασε στην Αλεξάνδρεια στον «δάσκαλο των φιλοσοφικών διδασκαλιών», δεν μας αποκάλυψε όμως το όνομά του. Πάντως, και να είχε περάσει από τη σχολή του Αμμωνίου, θα ήταν απλός ακροατής και όχι ζηλωτής. Γιατί το έργο του δεν φαίνεται να επηρεάστηκε από το είδος του πλατωνισμού που θα οδηγούσε στον Πλωτίνο - κάτι πέρα από τον μέσο πλατωνισμό. Δεν είναι απίθανο ο Πλωτίνος και ο Ωριγένης να ήταν μαθητές του Αμμωνίου. Αλλά συμμαθητές δεν ήταν: όταν ερχόταν ο νέος, έφευγε ο παλιός (ο Ωριγένης).
Συνεπώς, δύο δάσκαλοι με το όνομα Αμμώνιος: ο ένας χριστιανός, ο άλλος πρώην χριστιανός και μετά εθνικός (ο Σακκάς). Δύο μαθητές και δάσκαλοι με το όνομα Ωριγένης: ο ένας χριστιανός, ο άλλος εθνικός - ο δεύτερος σίγουρα μαθητής του δεύτερου Αμμωνίου, ο πρώτος ίσως. Πραγματικά, ήταν πολύ μπερδεμένα τα πράγματα (ακόμη και τα ονόματα) στην Αλεξάνδρεια του 3ου αιώνα!
Πλωτίνος και Ωριγένης: βίοι παράλληλοι και φιλόσοφοι;
Ο Πορφύριος, όπως είδαμε, ήταν ο πρώτος που συνέδεσε τον Ωριγένη με τον Πλωτίνο. Είναι τόσο ενδιαφέροντα τα παράλληλα της ζωής και του έργου τους, που το λιγότερο που θα μας ξάφνιαζε θα ήταν αν βεβαιωνόμασταν ότι πράγματι κάθισαν κοντά στον ίδιο δάσκαλο, όπως θέλει η αρχαία παράδοση. Αλλά και να μην ισχύει αυτό, δεν αλλάζει κάτι στη γενική εικόνα μας.
Οι δυο τους είναι ό,τι καλύτερο είχαν να επιδείξουν στον χώρο της φιλοσοφίας οι εθνικοί και οι χριστιανοί του 3ου αιώνα. Ανανέωσαν τον φιλοσοφικό λόγο και πρωτοτύπησαν. Οι ίδιοι, βέβαια, δεν διεκδίκησαν καμία πρωτοτυπία - η επίκληση της καινοτομίας τότε ήταν ο ασφαλής τρόπος για να σε κατηγορήσουν όλοι. Το αντίθετο: επέμεναν (και πίστευαν) ότι ακολουθούν την «παλαιά παράδοση» και ότι απλώς ερμηνεύουν τη σκέψη και το βαθύτερο μήνυμα του ιδρυτή της «σχολής», του Πλάτωνα ή του Ιησού.
Οι δυο τους είχαν τον «επίσημο» βιογράφο τους. Ο Βίος του Πλωτίνου έχει γραφεί από έναν ικανό μαθητή του, τον Πορφύριο, που δεν γνώρισε μόνο τα της ζωής του αλλά θέλησε να δώσει και μια εισαγωγή στη φιλοσοφία του. Και για τον Ωριγένη διαθέτουμε βιογραφικά στοιχεία, χάρη στον μαθητή του Γρηγόριο και τον ιστορικό Ευσέβιο, που γεννήθηκε μετά τον θάνατό του, αλλά έζησε την ατμόσφαιρα της σχολής του Ωριγένη.
Από την Αίγυπτο και οι δύο και από εύπορες οικογένειες, έζησαν λίγο ή πολύ στην Αλεξάνδρεια. Η τύχη του Ωριγένη άλλαξε: έχασε πατέρα και περιουσία, και από μικρός εργάστηκε με τον τρόπο που ήξερε καλύτερα - διδάσκοντας δεκάδες μαθητές και γράφοντας ακατάπαυστα χιλιάδες σελίδες, ή μάλλον υπαγορεύοντάς τες σε ταχογράφους. Δεν προλάβαινε σχεδόν να ξαναδιαβάσει τα βιβλία του, για να τα ελέγξει και να βελτιώσει τουλάχιστον το ατημέλητο ύφος τους. Όχι επειδή βιαζόταν να τα υποβάλει προς κρίση σε κάποια πανεπιστημιακή θέση. Αλλά επειδή σαν να βιαζόταν (ἐξαγοραζόμενος τὸν καιρόν) να καλύψει τα πάντα, να εξηγήσει ολόκληρη την Αγία Γραφή και να συγκροτήσει μια αυτόνομη χριστιανική σκέψη.
Αντίθετα, ο Πλωτίνος, άνετος οικονομικά, άρχισε να σπουδάζει αργά και για μεγάλο διάστημα. Απόλαυσε τη σχόλη του, κάποια στιγμή ίδρυσε τη σχολή του - δεν ένιωσε την ανάγκη να γράψει, παρά στα πενήντα, κι αυτό μετά από πίεση. Έκανε λάθη στον λόγο του, το αιγυπτιακό του αίσθημα δεν χυνόταν πάντα σωστά στην ξένη (;) γλώσσα. Είχε όμως την τύχη το έργο του να εκδοθεί επιμελημένα από τον Πορφύριο.
Ταξίδεψαν και οι δύο, πιο πολύ προς τα δυτικά ο Πλωτίνος, πιο πολύ στα ανατολικά ο Ωριγένης. Ο Ωριγένης πέρασε νεαρός από τη Ρώμη, αλλά έμεινε πιστός στην Ανατολή και στην πόλη του. Ξέφυγε από διωγμούς, έφυγε σε πολλές αποστολές για να διδάξει (τη μητέρα του αυτοκράτορα, έναν ηγεμόνα της Αραβίας, χριστιανικές κοινότητες) - αλλά κάθε φορά επέστρεφε εις τας συνήθεις ασχολίας του. Εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια μόνο όταν τον έδιωξε ο ηγέτης της τοπικής εκκλησίας, για να κάνει δεύτερη πατρίδα του την Παλαιστίνη.
Ο Πλωτίνος άφησε την Ανατολή στα σαράντα, λίγο μετά το τέλος των σπουδών του, για να εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Δύσης (και της τότε οικουμένης), τη Ρώμη. Πήρε ό,τι πήρε από την Αλεξάνδρεια, αλλά θέλησε να μείνει στο κέντρο των εξελίξεων. Εκεί δημιούργησε τον δικό του κύκλο και επηρέασε φιλοσόφους και σημαντικά δημόσια πρόσωπα.
Ο χριστιανός μεγάλωσε φιλοσοφικά στο περιβάλλον του στωικισμού και του μέσου πλατωνισμού· σύντομα κατηγορήθηκε (και ακόμη κατηγορείται) ότι έφερε μόνιμα και διαβρωτικά τον πλατωνισμό μέσα στον χριστιανισμό. Ο εθνικός αναζωογόνησε τον πλατωνισμό· ο νεοπλατωνισμός, η δική του (και των επιγόνων του) ερμηνεία του Πλάτωνα κληροδοτήθηκε στον χριστιανικό Μεσαίωνα, ανατολικό και δυτικό.
Ο φυσικός δάσκαλος του Πλωτίνου, ο Αμμώνιος, δεν έγραψε τίποτε· το ίδιο και ο πνευματικός δάσκαλος του Ωριγένη, ο Ιησούς. Οι Αλεξανδρινοί, εθνικοί και χριστιανοί, είχαν την τάση να μιλούν για απόκρυφα δόγματα, ότι «δεν είναι όλα γραμμένα» και φανερά σε όλους. Συνέπεια μιας τέτοιας αντίληψης ήταν η αριστοκρατική ιδέα ότι η αληθινή σοφία και η αληθινή ζωή είναι προσιτές μόνο στους λίγους και εκλεκτούς, τους μυημένους. Αντίθετα από ό,τι θα περιμέναμε από κάποιον που χαρακτηρίστηκε (μάλλον όχι εύστοχα) «πλατωνικός», ο Ωριγένης απέρριπτε αυτή την ιδέα. Στο κάτω κάτω, αν οι τρεις μαθητές του Πλωτίνου συμφώνησαν να μην αποκαλύψουν τα δόγματα του δασκάλου τους, οι δώδεκα μαθητές του Ιησού πήραν εντολή να διαδώσουν το μήνυμα του δικού τους δασκάλου σε όλο τον κόσμο. Ταυτόχρονα απέρριπτε ο Ωριγένης και τις κατηγορίες των εθνικών ότι ο χριστιανισμός είναι για τους απαίδευτους και τους πολλούς.
Ωριγένης και Πλωτίνος μοιάζουν σε μικρές λεπτομέρειες, όπως στην κοινή τους αντίθεση στον εορτασμό των γενεθλίων - των δικών του ο Πλωτίνος, όλων των χριστιανών ο Ωριγένης. Δεν λείπουν από το έργο τους τα κοινά θέματα: το πρόβλημα του κακού, η ηθική κάθαρση, η αθανασία, η αποστροφή προς τον υλικό κόσμο (αλλά και η επίθεσή τους εναντίον των ακραίων Γνωστικών)· το ξεπέρασμα της φθοράς και η επιστροφή του κόσμου (και του ανθρώπου) στην αρχική πηγή και αιτία του, τον Θεό. Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απαντήσεις που έδωσαν, και οι δύο με την ασκητική ζωή τους αποτέλεσαν πρότυπο φιλοσόφου βίου - ο καθένας στον δικό του κόσμο.
Εδώ είναι το ταξίδι
Η «Πλατωνόπολις», το σχέδιο του Πλωτίνου να πάρει από τον αυτοκράτορα μια ερειπωμένη πόλη στην Καμπανία της Ιταλίας για να ζήσουν εκεί οι φιλόσοφοι σύμφωνα με τους πλατωνικούς νόμους, δεν ευοδώθηκε. Δεν πρέπει να τον πείραξε. Εξάλλου, για αυτόν η ψυχή, μετά τη σωματική περιπέτειά της, επιστρέφει στον οικείο τόπο της, στον εαυτό της.
Γράφει ο Πλωτίνος για το Είναι (Εννεάδες 6.9.11.49-51· 6.9.9.15-16): Οὗτος θεῶν καὶ ἀνθρώπων θείων καὶ εὐδαιμόνων βίος, ἀπαλλαγή τῶν ἄλλων τῶν τῇδε, βίος ἀνήδονος τῶν τῇδε, φυγὴ μόνου πρὸς μόνον. […] Τὸ ἀληθῶς ζῆν ἐνταῦθα. («Αυτός είναι ο βίος των θεών και των θεϊκών και ευδαιμόνων ανθρώπων: απελευθέρωση από τα πράγματα του κόσμου τούτου, ζωή που δεν βρίσκει ηδονή στα εδώ, φυγή του μοναχικού προς το μοναχικό. […] Εδώ είναι η ζωή η αληθινή.»)
«Εγώ είμαι η ζωή η αληθινή,» λέει ο Ιησούς. Ανάλογα ο αποκαλυμμένος Θεός της Βίβλου έλεγε, σε ελληνική μετάφραση: «Εγώ είμαι ο Ων.» Ο Ωριγένης ταύτισε το Είναι με τον Θεό και διατήρησε την ίδια με τον Πλωτίνο επιθυμία για τη ζωή που οδηγεί στην ένωση με τον Θεό. Ένιωθε κι αυτός παρεπίδημος, περαστικός από αυτό τον κόσμο. Δέθηκε με τόπους, την Αλεξάνδρεια και την Καισάρεια, με ανθρώπους, με το έργο του - αναζητούσε όμως μια άλλη πόλη, όχι την «πλατωνόπολη» στις πράσινες πλαγιές της Καμπανίας. Δεν θα περάσει καιρός και πολλοί χριστιανοί θα βγουν από τις πόλεις στην έρημο, για να ιδρύσουν εκεί ως μοναχοί τις δικές τους «ουρανουπόλεις».
Για τον Ωριγένη η «φυγή της ψυχής» από αυτό τον κόσμο ήταν κάτι διαφορετικό από την εκστατική φυγή του Πλωτίνου. Στους διωγμούς που έζησε είχε δει πολλές ψυχές να φεύγουν· ψυχές που θα τις ήθελε παντοτινούς συνομιλητές και πίστευε ότι θα τις έχει. Υπήρξαν στιγμές που θέλησε κι αυτός να φύγει: μικρός με τον πατέρα του, μετά με τους μαθητές του. Όμως το ιδανικό του δεν ήταν να απελευθερωθεί η ψυχή από το σώμα, αλλά να υπαχθούν και τα δύο στο πνεῦμα.
Ο μάλλον απρόσωπος θεός του Πλωτίνου και ο προσωπικός Θεός του Ωριγένη δεν είναι το ίδιο. Και οι δύο, όμως, υπαγορεύουν μια κοινή φιλοσοφική στάση: αν σκοπός του ανθρώπου δεν είναι η (οποιαδήποτε) ευτυχία, αλλά η ένωση με το κατεξοχήν «αντικείμενο» της αγάπης, τότε το πιο σημαντικό είναι αυτή η εμπειρία. Και γι᾽ αυτό που είναι το πιο σημαντικό (ή έστω: το πιο σημαντικό για μας) δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε.
Έτσι, με έναν τρόπο σχετικά καινούργιο στη φιλοσοφία, η θεωρητική διδασκαλία, τα γραπτά κείμενα μπορούν να υπαινιχθούν αυτή την εμπειρία, όχι όμως και να καθοδηγήσουν σε αυτήν. Ο φιλοσοφικός λόγος επιχειρεί να υπαινιχθεί ή να δείξει προς κάτι που τον υπερβαίνει. Αλλά το μέγιστο μάθημα ανήκει στον χώρο της ύπαρξης και δεν γράφεται.
«Ποιο θα είναι το πέρας του λόγου, παρά η αμήχανη σιωπή και η ομολογία ότι δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε για τα πράγματα εκείνα που ποτέ δεν θα γνωρίσουμε, επειδή είναι απρόσιτα;» θα ρωτήσει ο Δαμάσκιος (Περί αρχών 1.15.23-25) δύο αιώνες αργότερα (Τί πέρας ἔσται τοῦ λόγου, πλὴν σιγῆς ἀμηχάνου καὶ ὀμολογίας τοῦ μηδὲν γιγνώσκειν, ὧν μηδὲ θέμις, ἀδυνάτων ὄντων, εἰς γνῶσιν ἐλθεῖν;).
Ο φιλοσοφικός λόγος παίζει πλέον με τα όριά του, τα δοκιμάζει και δοκιμάζεται, προτού αφεθεί στη σιωπή. Το άρρητο δεν λέγεται (ούτε μοιράζεται), μόνο φανερώνεται και βιώνεται. Τότε έρχεται η ώρα του φιλοσόφου βίου.