«Πρώτος εκ των Ελλήνων Πυθέας γνώρισε
τους τε εσπερίους και τους προσβόρους των
παρά τον ωκεανόν τόπων.» Στράβων
Η πλώρη της υπερωκεάνιας πεντηκοντόρου αυλάκωνε την επιφάνεια των νερών του βόρειου Ωκεανού, που με τους κατάλληλους χειρισμούς πλεύσεως του πηδαλιούχου απωθούσε τα διάσπαρτα κομμάτια πάγου που επέπλεαν, καθώς πλησίαζαν στην «πεπηγυΐαν θάλατταν».
Η πρόσθια όψη του ξοάνου της Εφεσίας Αρτέμιδος που στεκόταν ολόρθο στο ακρόπρωρο του σκάφους, είχε καλυφθεί από πάγο, και οι κελευστές στο πρόσταγμα του υποπλοιάρχου πλώρης «ερέσσετε προπεσώντος», επέτειναν τα χτυπήματα των τυμπάνων τους δίνοντας ταχύτερο ρυθμό στους κωπηλάτες, όχι τόσο για την αύξηση της ταχύτητας, όσο για να κρατηθούν οι μύες τους ενεργοί ενάντια στο σφοδρό πλέον πολικό ψύχος.
Έπλεαν πολλές ώρες κάτω από το φως της ημέρας που σ΄ εκείνα τα πλάτη διαρκούσε 18 ώρες. Η θάλασσα άρχισε να φαίνεται πιο παγωμένη και η κίνηση των κωπών πλέον δύσκολη. Οι κελευστές μείωσαν τον ρυθμό μέχρι που η φωνή του πλοιάρχου πρόσταξε:
«Αναλάβετε ερετμά επί σκαλμών! Βαλλετε ευνάς!»
Οι ερέτες (οι κωπηλάτες) σήκωσαν τα κουπιά από την θάλασσα. Οι σκαλμοί έτριξαν στο ταυτόχρονο μάζεμα των κωπών, και ακούστηκε υπόκωφος ο παφλασμός από το ρίξιμο της άγκυρας στα μισοπαγωμένα νερά της «Κρόνιας θάλασσας» ή «θάλασσας του Ερέβους», εκεί που δεν τόλμησε ποτέ κανείς να πλησιάσει.
Οι πρότονοι, δηλαδή τα χονδρά σχοινιά που συγκρατούσαν τον μεγάλο ιστό του πλοίου στην ιστοπέδη, είχαν λυθεί από την πλώρη και την πρύμνη, και το κατάρτι είχε εφαρμόσει στην ιστοδόκη του πάνω στο κατάστρωμα.
Οι ερέτες είχαν σηκωθεί από τα υπηρέσια, εκείνα τα δερμάτινα μαξιλάρια που κάλυπταν τα εδώλιά τους, και κοιτούσαν μαγεμένοι το πρωτόγνωρο για όλους θέαμα. Το φως της μεγάλης ημέρας φώτιζε τα τιτάνια τείχη πάγου που υψώνονταν καταμεσής της ανοιχτής θάλασσας, αντανακλώντας ένα θεσπέσιο γαλάζιο χρώμα. Η απόλυτη ησυχία καθιστούσε το μέρος εξωκόσμιο και υπέβαλλε στον θεατή του συναισθήματα δέους. Ποτέ κανείς πριν απ΄ αυτούς τους τολμηρούς θαλασσοπλόους δεν είχε αντικρίσει κάτι ανάλογο. Τεράστια κομμάτια πάγου αποκολλούσαν από τους φαινομενικά παγωμένους μονόλιθους κι έπεφταν βυθιζόμενοι στα νερά με έναν ήχο που προκαλούσε ανατριχίλα, σπάζοντας την υπερβολή της ησυχίας σε κομμάτια, όπως αυτών των θραυσμένων κρυστάλλινων γιγάντων.
Ο πλοίαρχος στεκόταν στο κατάστρωμα μαζί με τους κυβερνήτες και τον υποπλοίαρχο.
«Θα συνεχίσουμε», είπε απλά χωρίς να προστάζει.
«Συμφωνούμε», απάντησε ο ένας από τους κυβερνήτες και με νεύμα συγκατένευσαν και οι άλλοι.
«Να δοθούν διπλές μερίδες φαγητού στους ερέτες και άφθονα ξερά σύκα με σταφίδες. Να μοιραστεί σε όλους ο ρουχισμός από δέρματα που προμηθευτήκαμε από τον τελευταίο ελλιμενισμό μας και να εξετασθούν από τον ιατρό του σκάφους.»
«Μέχρι πού θα φτάσουμε;», ρώτησε ο ένας από τους κελευστές που πλησίασε εκείνη τη στιγμή ακούγοντας τις οδηγίες του πλοιάρχου του.
«Μέχρι την υπερβόρεια πατρίδα του Απόλλωνος. Και θα έχω μάρτυρα την δίδυμη αδελφή του, την Αρτέμιδα, εκείνη που ορθώνεται στο ακρόπρωρο, λες και πρώτη θέλει να δει πού πηγαίνει ο αδελφός της όταν φεύγει από τους τόπους μας», απάντησε μειδιώντας ο Πυθέας, που θυμήθηκε την συμφωνία που έκανε με τον εαυτό του μέσα στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνος, πάνω στην ακρόπολη της Μασσαλίας, λίγο πριν τον απόπλου του σκάφους και την έναρξη της αποστολής.
«Ανελκύσατε!!!», ακούστηκε στεντώρεια η φωνή του Πυθέα και οι άγκυρες σηκώθηκαν για την συνέχιση ενός ταξιδιού που θα καταγραφόταν στην επίσημη παγκόσμια ιστορία, ως μοναδικό κι ανεπανάληπτο για τα επόμενα 1800 χρόνια.
Η ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Λάτρευε την πόλη του. Στο έδαφός της είχαν αποικίσει οι πρόγονοί του τρεις αιώνες περίπου πριν. Ίωνες από την Φώκαια της Μ. Ασίας. Έλληνες αρχαιότατοι, άποικοι της ιώνιας φυλής των γηγενών Αθηναίων. Ανήσυχοι άνθρωποι με παιδεία και ορθό λόγο, που αναγκάστηκαν να μετοικίσουν λόγω της περσικής κατοχής της πατρίδας τους από τον Μέγα Βασιλέα. Κι αυτό, γιατί ο ελεύθερος άνθρωπος δεν δέχεται, όχι μόνο δεν αντέχει, δυνάστη ή δεσποτεία.
Είχαν μετατρέψει τον θαυμάσιο αυτόν γεωγραφικό τόπο σε μια «Αθήνα της Δύσης», όπως αποκαλούσαν την Μασσαλία.
Την είχε ζηλέψει και ο Αριστοτέλης, που στα «Πολιτικά» του την υπεδείκνυε ως πρότυπο και υπόδειγμα ευνομούμενης πολιτείας, λόγω της ισόρροπης άσκησης εξουσίας. Και δεν είχε άδικο. Το αριστοκρατικό πολίτευμα της Μασσαλίας, «πάντων ευνομώτατα, ανδρών εξακοσίων καταστήσαντες συνέδριον», με τους Τιμάρχους τους, από τουλάχιστον τρίτης γενιάς απογόνους Μασσαλιώτες, άτεκνους, που διατηρούσαν ισόβια το αξίωμά τους και εξέλεγαν δεκαπέντε εξ αυτών για την προεδρία του συμβουλίου, επιφορτίζονταν με την διεξαγωγή των τρεχουσών υπηρεσιών.
Είχαν ιωνικούς νόμους φερμένους από την πατρίδα, την μητρόπολη της αποικίας τους, την Φώκαια, αναγραμμένους σε δημόσιους χώρους για να τους γνωρίζουν κι εφαρμόζουν όλοι οι πολίτες.
Μια πόλη ελεύθερη σε μεγάλη ακμή, με πανεπιστήμιο, ιατρική σχολή, με φιλολόγους να επανεκδίδουν το Ομηρικά Έπη και να μελετούν Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αλλά και να παρασκευάζουν άριστο κρασί!
Χτισμένη πάνω σε μια στενή λωρίδα γης πλάτους δώδεκα σταδίων κατά μήκος της ακτής, με κεντρικό της δρόμο την «οδό Μασσαλίας» που οδηγούσε στην κεντρική αγορά, εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό και ναυτικό κέντρο, που επέκτεινε την επιρροή της ως την Κελτική, Λιγυρία και Ιβηρική. Το διαμετακομιστικό της εμπόριο είναι σημαντικό. Έχει καταστεί το κέντρο εξαγωγής κασσίτερου και ήλεκτρου προς την Ελλάδα, από την οποία εισάγει κρασί, λάδι, κεραμικά, και αντικείμενα τέχνης που τα προωθεί στο εσωτερικό της Κελτικής. Πρόκειται για το σημαντικότερο διαμετακομιστικό εμπόριο της περιοχής, που αποτελεί ταυτόχρονα μεγάλη αρτηρία πολιτισμικών ανταλλαγών και μεταφοράς του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό των βάρβαρων περιοχών.
Τα νομίσματά της κόβονται στις Συρακούσες και μαρτυρούν την ανάπτυξη μιας έξοχης τέχνης. Στην μια πλευρά έχουν κεφαλή της Αρτέμιδος ή του Απόλλωνος, και στην άλλη έναν ταύρο ή ηλιακό δίσκο, με την λέξη ΜΑΣΣΑΛΙΗΤΩΝ. Τα νομίσματα αυτά σε ομορφιά μπορούν να συγκριθούν με αυτά των Αθηνών και της Κορίνθου.
Αυτή την πόλη καμάρωνε ο Πυθέας διαβαίνοντας τους δρόμους της με κατεύθυνση τα ναυπηγεία.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ημέρα που είχε αποσπάσει την έγκριση των Τιμάρχων για την πραγματοποίηση του σχεδίου του.
Τους είχε εκθέσει την ανάγκη της πόλεως για ανακάλυψη κι άλλων, πιο συμφερόντων οδών για το εμπόριο του ήλεκτρου και του κασσίτερου. Την εποχή αυτή οι Καρχηδόνιοι ανταγωνίζονται με όλες τους τις δυνάμεις τους Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς, παρακωλύοντας την κατ΄ εξοχήν κυριαρχία τους στην «Μεγάλη θάλασσα» (Μεσόγειο) και ελέγχοντας το στενό των «Ηράκλειων Στηλών» (Γιβραλτάρ) για την έξοδό τους προς τον ωκεανό (Ατλαντικό).
Οι συχνοί πόλεμοι με τους Καρχηδόνιους είχαν αναγκάσει την Μασσαλία να δαπανά υπέρογκα ποσά στην δημιουργία αξιόμαχου πολεμικού στόλου που θα προστάτευε τόσο την πόλη, όσο και τον εμπορικό της στόλο να πλέει ανενόχλητος πραγματοποιώντας το διαμετακομιστικό εμπόριό του.
Η πρότασή του είχε γίνει δεκτή, όμως η βασική του βλέψη ήταν άλλη. Απώτερος σκοπός του, πέρα από την εξερεύνηση των βόρειων παραλίων του ωκεανού, την χαρτογράφησή τους, την καταγραφή ηθών και εθίμων των κατοίκων τους, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, και την προσέγγιση των Κασσιτερίδων Νήσων, ήταν και η εξερεύνηση βορειότερων περιοχών, όσο και αυτής ακόμη της Θούλης. Της μυθικής εκείνης περιοχής, που το όνομά της χρησιμοποιούταν παροιμιωδώς για να περιγράψει τόπους άγνωστους και απρόσιτους στους κοινούς θνητούς, στις εσχατιές του κόσμου.
Το εξερευνητικό ταξίδι θα ήταν εμπορικό, όπως είχε υπερτονίσει στους Τιμάρχους. Την επιστημονική του όμως ανησυχία δεν την είχε εκθέσει στους άρχοντες του τόπου. Ήταν κάτι που αφορούσε μόνον στον ίδιο.
Αγνάντεψε από ψηλά το ναύσταθμο με τον μεγάλο αριθμό εμπορικών και πολεμικών πλοίων, και βιάστηκε να φτάσει στα ναυπηγεία, εκεί που κατασκευαζόταν η πεντηκόντορος, το σεβαστό εργαλείο για την πραγματοποίηση του πρωτόγνωρου εγχειρήματός του.
ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ
Κατέβαινε καθημερινά περνώντας από τον Λακυδώνα, το φυσικό λιμάνι της Μασσαλίας (πόρτο-Βέκκιο) για να παρακολουθεί τις εργασίες από την αρχή, βλέποντας να κατασκευάζεται αργά-αργά η «επίρετμος ναυς» (κωπήλατο σκάφος) με την υπερωκεάνια αποστολή. Ήταν εκεί από την πρώτη κιόλας ημέρα που στήθηκε η τρόπις, δηλαδή η μακριά δοκός που πάνω της προσαρμόζονται οι πλευρές του σκάφους. Παρατηρούσε την σμίλευση των σκαλμών, των κοιλωμάτων του κωπητήρα (κουπαστή), εκεί που εισάγονται και προσδένονται οι ερετμοί (κουπιά), εικοσιπέντε σε κάθε πλευρά του σκάφους. Είχε δοθεί προσοχή στην ποιότητα των πρυμνήσιων, των χονδρών καλωδίων (παλαμάρια), που με αυτά προσδένεται το πλοίο από την πρύμνη στο λιμάνι. Αυτά «λύονται» κατά τον απόπλου και «καταδένονται» ή «ανάπτονται» κατά την προσόρμιση. Η παραμικρή λεπτομέρεια είχε σημασία, γι΄ αυτό και οι ειδικευμένοι τεχνίτες και εργάτες προσπαθούσαν να επιτύχουν το καλύτερο, ώστε το πλοίο να ανταποκριθεί σε συνθήκες ναυσιπλοΐας άγνωστες μέχρι τότε.
Για την αύξηση της ταχύτητας ενίσχυσαν την πλώρη στην άκρη της καρίνας και από τις δυο πλευρές, με αποτέλεσμα, στην συνάντηση των δυο ενισχυμένων πλευρών να δημιουργηθεί έμβολο, που θα βοηθούσε στην υπερνίκηση της αντιστάσεως των κυμάτων κατά τον πλου, και θα προστάτευε από τους βράχους κατά την προσέγγιση στην ξηρά.
Για την προστασία των κωπηλατών και του πληρώματος από τα κύματα έφραξαν τα πλευρά του πλοίου πάνω από το κατάστρωμα, ώστε το πλοίο να γίνει «κατάφρακτο».
Ήταν μια τεχνική κατασκευής που χρησιμοποιούσε και το αθηναϊκό ναυτικό στην διάρκεια της κυριαρχίας του.
Παράλληλα με τις επισκέψεις του στο ναυπηγείο, μελετούσε συνεχώς. Πέρα από τις δικές του γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας και γεωγραφίας, προσπαθούσε ν΄ αποκομίσει κι άλλες, από τις δημοσιευμένες εργασίες προγενέστερων ή και συγχρόνων του. Ο ίδιος άλλωστε ήταν ήδη αναγνωρισμένος κι έγκριτος επιστήμονας, αφού ήταν ο πρώτος που καθόρισε το γεωγραφικό πλάτος και είχε καταγράψει την σχέση των παλιρροιών της θάλασσας με τις περιόδους ή φάσεις της σελήνης. Υπολογίζοντας από την σκιά του γνώμονα είχε ορίσει το γεωγραφικό πλάτος της Μασσαλίας. Ο παράλληλος του Βυζαντίου υπολόγισε πως είναι ο ίδιος με αυτόν της Μασσαλίας 43ο 3΄ (αντί του ορθού 43ο 17΄. Έπεσε έξω από τους σύγχρονους υπολογισμούς μόνο 14΄ της μοίρας!). Γνώριζε επίσης πως ο πολικός αστέρας δεν βρίσκεται στον Πόλο.
Κάτεχε και μελετούσε τον χάρτη του Αναξίμανδρου του Μιλήσιου (-550). Τον Ίωνα αυτόν θεωρούσε και χαρακτήριζε με σεβασμό ως «τον πραγματικό αρχηγό της επιστημονικής γεωγραφίας», αφού ήταν ο πρώτος στον ελληνικό χώρο που σχεδίασε και δημοσίευσε χάρτη της γης (Αναξίμανδρος πρώτος ετόλμησε την οικουμένην εν πίνακι γράψαι»). Ο Αναξίμανδρος φανταζόταν την γη σαν έναν κύλινδρο με διάμετρο τριπλάσια από το ύψος της. Ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως «η γη αιωρείται ελεύθερη στο κέντρο του σύμπαντος, και αν μένει ακίνητη αυτό οφείλεται στην ίση απόστασή της από τα όρια του κόσμου». Είχε εκδώσει δυο βιβλία που το ένα αφορούσε στην Ευρώπη και το άλλο στην Ασία. Ξεκινώντας από τις Ηράκλειες Στήλες περιέγραφε τις βόρειες ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου ως τον ποταμό Φάση (Ριόν), ενώ στον γυρισμό προς την αφετηρία περιέγραφε τις νότιες ακτές.
Ο Πυθέας μελετούσε επίσης τον «Περίπλου» του συμπολίτη του Ευθυμένη, που πολλά χρόνια πριν είχε καταγράψει τις εμπειρίες του από τον περίπλου της νότιας «έξω θαλάσσης» (Ατλαντικού) στις ακτές της Δ. Αφρικής.
Μεγάλη σημασία έδινε και στο έργο «Γης περίοδος» του Δικαίαρχου από την Μεσσήνη της Σικελίας, συγχρόνου του, που είχε βελτιώσει τους χάρτες των Ιώνων και είχε διχοτομήσει την οικουμένη σε δυο μισά, βόρειο και νότιο, με μιαν ευθεία γραμμή, «τομή ευθεία ακράτω», που ξεκινώντας από τις Ηράκλειες Στήλες και περνώντας από Σαρδηνία, Σικελία, Πελοπόννησο, Καρία, Λυκία, Παμφυλία, Κιλικία, Ταύρο, κατέληγε στο όρος Ίμαος (Ιμαλάϊα).
Συμπαθούσε κι εμπιστευόταν τις γνώσεις του Ερατοσθένη, που είχε γράψει τρία βιβλία με θέμα τα «Γεωγραφικά». Στο πρώτο βιβλίο πραγματευόταν κριτικά την ιστορία της Γεωγραφίας, στο δεύτερο περιελάμβανε τις θεωρίες του περί σφαιρικότητας της γης, και στο τρίτο κατέθετε χωρογραφικές και εθνογραφικές μελέτες.
Στις μελέτες του Πυθέα φυσικά είχαν προστεθεί και οι απόψεις των Πυθαγόρα και Παρμενίδη περί σφαιρικότητας της γης. Με τις συστηματικές μελέτες του σε όσα είχαν δημοσιευτεί μέχρι τότε, μπορούσε πλέον να εκτιμήσει και αξιολογήσει τις διατιθέμενες γνώσεις της εποχής του και να καταθέσει και αυτές που θα αποκόμιζε από τον δικό του περίπλου στους άγνωστους μέχρι τότε τόπους.
Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ
Και έφτασε η μέρα που το πλοίο φάνταζε έτοιμο για καθέλκυση, προκαλώντας εντύπωση και ευμενή σχόλια για την εξαιρετική κατασκευή του.
Το πλήρωμα είχε επιλεγεί μεταξύ των καλυτέρων: οι πενήντα γεροδεμένοι ερέτες, όλοι ελεύθεροι και αμειβόμενοι πολίτες, οι δυο κυβερνήτες ή πηδαλιούχοι που θα χειρίζονταν τα κουπιά-πηδάλια, οι δυο κελευστές που θα κρατούσαν τον ρυθμό κωπηλασίας χτυπώντας τα τύμπανά τους, ο μάγειρας, ο γιατρός, οι υπηρέτες.
Οι προμήθειες για το μεγάλο ταξίδι είχαν φορτωθεί. Το πλήρωμα επιβιβάστηκε κι έλαβε τις θέσεις του. Πάνω στο κατάστρωμα ο Πυθέας, ο ναύαρχος-πλοίαρχος, επιτηρούσε. Όλα όσα είχαν με προσοχή μελετηθεί και σχεδιαστεί, βρίσκονταν τώρα σε πλήρη εφαρμογή.
Έρριξε μια τελευταία ματιά προς το συγκεντρωμένο πλήθος και τους Τιμάρχους της πόλης του, που στέκονταν περιμένοντας την αναχώρηση του πλοίου, και στράφηκε προς το πλήρωμά του.
«Έλξετε άλαδε!», φώναξε διατάσσοντας την καθέλκυση του σκάφους.
Οι ζητοκραυγές και οι επευφημίες μαζί με τις ευχές του κόσμου σκέπασαν τον παφλασμό της θάλασσας που δέχθηκε την «φιλόδοξη» πεντηκόντορο στην αγκαλιά της.
«Αναλάβετε ερετμά!», πρόσταξε ο υποπλοίαρχος και οι κωπηλάτες πήραν τα κουπιά περιμένοντας την έναρξη της κίνησής τους.
«Τίπτετε άλα ερετμοίς!», ακούστηκε η δεύτερη προσταγή και οι κελευστές άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα καθώς οι κώπες έπεσαν στην θάλασσα.
«Ελαύνετε μάλα σφοδρώς!», φώναξε πάλι ο κυβερνήτης ωθώντας τους ερέτες σε ταχύτερη κίνηση.
Η πεντηκόντορος βγήκε από το λιμάνι της Μασσαλίας με κατεύθυνση τις Στήλες του Ηρακλή, κι από κει πλέον ελεύθερη θα έπλεε βόρεια. Τόσο βόρεια, όσο θα άντεχε.
Ο ενθουσιασμός και η ένταση είχαν ακτινοβολήσει στο πρόσωπό του. Κι αυτό, γιατί είχε τώρα πια τα εφόδια και το μέσον για να γνωρίσει το μέχρι τότε άγνωστο. Και θα το κατάφερνε, σε πείσμα των αντιξοοτήτων της εποχής του. Γιατί δεν γνώριζε, αλλά ένιωθε, πως προηγείται αυτής.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο τολμηρός αυτός Έλληνας θαλασσοπόρος και ρηξικέλευθος γεωγράφος, έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Αναχωρώντας το 340 ή 330 από την Μασσαλία, πέρασε τις Ηράκλειες Στήλες, προσέγγισε στα Γάδειρα, παρέπλευσε το Ιερό Ακρωτήριο (Ισπανία) και την χερσόνησο της Αρμορικής (ΒΔ Γαλία) κι έπειτα, αφού στράφηκε βόρεια διέπλευσε την μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας θάλασσα κι έφτασε στην Θούλη, την Ισλανδία. Επιστρέφοντας από την Ισλανδία, ή κατ΄ άλλους συγγραφείς σε δεύτερο ταξίδι, περιέπλευσε την Βαλτική.
Όσα απεκόμισε από τα ταξίδια του τα κατέγραψε σε βιβλίο με τίτλο «Γης περίοδος ή τα περί του Ωκεανού», από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν από τον Στράβωνα, τον Πλίνιο, τον Ίππαρχο και άλλους. Από τους αρχαίους αυτούς συγγραφείς πολλοί, ιδίως ο Στράβων και ο Πολύβιος, θεώρησαν τις αφηγήσεις του ως μυθεύματα, ενώ αντιθέτως, άλλοι όπως ο Ερατοσθένης, ο Ίππαρχος και ο Πλούταρχος, ως αληθινά και τον συγγραφέα τους ως τολμηρό θαλασσοπόρο και σπουδαίο αστρονόμο και μαθηματικό.
Ο Πυθέας έφτασε σε βόρειους τόπους όπου η διάρκεια της μεγαλύτερης ημέρας φτάνει τις 18 ώρες, και ακόμη περισσότερο σε περιοχές που οι κάτοικοι έδειχναν στον θαλασσοπόρο «πού ο ήλιος κοιμάται».
Ο Στράβων αναφέρει (II,IV 1) ότι στην περιοχή που έφτασε ο εξερευνητής, «κατά τον Πυθέα δεν υπήρχε ξηρά ούτε θάλασσα, ούτε αήρ, αλλά κάποιο μείγμα όμοιο με θαλάσσιο πνεύμονα, εντός του οποίου λέγεται ότι το χώμα και η θάλασσα και όλα τα άλλα αιωρούνται και ένεκα του εμποδίου αυτού το τμήμα αυτό δεν είναι πλωτό, ούτε προσιτό δια της ξηράς. Ο Πυθέας ισχυρίζεται ότι ο ίδιος είδε τον πνεύμονα, όλα δε τα λοιπά τα ήκουσε από άλλους…».
Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι ο Πυθέας έφτασε στην Ισλανδία και πλέοντας βορειότερα έφτασε κοντά στην Γροιλανδία, της οποίας η ξηρά καλύπτεται εξ ολοκλήρου από πάγους, με αποτέλεσμα να μην είναι ορατή. Το εγχείρημα αυτό κατατάσσει τον Πυθέα στους μεγαλύτερους εξερευνητές και θαλασσοπόρους της οικουμένης, δίνοντας μέγιστη σημασία στο γεγονός πως πραγματοποιήθηκε το μοναδικό αυτό ταξίδι 1800 χρόνια περίπου πριν από αυτά του Κολόμβου και Βάσκο ντε Γκαμα.
Συνέβαλε, εκτός από την διεύρυνση των γεωγραφικών γνώσεων, και στην εξέλιξη της αστρονομίας, της φυσικής, των μαθηματικών, της ιστορίας και της λαογραφίας. Κάνοντας τον περίπλου της Βρετανικής, έδωσε την πρώτη γεωγραφική και ανθρωπολογική περιγραφή της χώρας, της οποίας χαρτογράφησε το ακριβές σχήμα, υπολόγισε τις αποστάσεις, και ανέφερε τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της. Πλάτυνε τα όρια του τότε γνωστού κόσμου ενσωματώνοντας στους χάρτες περιοχές όπως η Βρετανική, η Ιέρνη (Ιρλανδία), η Βαλτία (Νορβηγία), οι χώρες του ήλεκτρου (Βαλτικές χώρες), η Θούλη (Ισλανδία).
Ο Πυθέας είναι ο μεγαλύτερος από τους θαλασσοπόρους της εποχής του, οι οποίοι με μια σειρά από επιστημονικές αποστολές και με το έργο τους γκρέμισαν προκαταλήψεις κι έφεραν στο φως την αλήθεια για περιοχές που ως τότε τις κάλυπτε ο μύθος και ο θρύλος.
Επίλογος
Η σχετική παράδοση για τον αποικισμό της Μασσαλίας από τους Φωκαείς, Έλληνες της Μ. Ασίας, ως απότοκος ειδήσεων από τον Πλούταρχο (Σόλων 2), τον Αθήναιο (Β, 523), και τον Ιουστίνο (43,3), όπως και από ντόπιους θρύλους που μεταβιβάζονται μέσω των αιώνων, λέει ότι, ο Εύξενος, ο αρχηγός των Ελλήνων που ήθελαν να ιδρύσουν μια πόλη στο έδαφος του βασιλιά Νανν, ήλθε να επιδιώξει συμμαχία μαζί του.
Ακριβώς εκείνη την ημέρα ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία του γάμου της κόρης του Γύπτιδας. Στην χώρα το έθιμο ήθελε να την δώσει σύζυγο σε ένα νέο που θα τον διάλεγε εκείνη την ώρα του συμποσίου. Όλοι οι υποψήφιοι που ήσαν καλεσμένοι στο γάμο βρίσκονταν εκεί. Καλούν και τους Έλληνες φιλοξενούμενους στο τραπέζι. Ο πατέρας της, της λέει να προσφέρει το κύπελλο σ΄ εκείνον που διάλεξε για σύζυγο. Τότε εκείνη το προσφέρει στον Εύξενο, που από φιλοξενούμενος γίνεται γαμβρός. Ο πεθερός του προσφέρει μια έκταση γης κοντά στις εκβολές του Ροδανού στον μυχό του κόλπου. Και έτσι ιδρύθηκε η Μασσαλία.
Η παράδοση αυτή έχει υιοθετηθεί επίσημα από τον δήμο των Μασσαλιωτών. Στις προς την θάλασσα τέσσερις όψεις του φρουρίου Αγίου Ιωάννου εντοιχίστηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1899 τέσσερις πλάκες μαρμάρινες ενεπίγραφες στα ελληνικά, λατινικά, γαλλικά και προβηγκιανά, αναμνηστικές του επίσημου εορτασμού της 25ης εκατονταετίας από κτήσεως της πόλης.
«Εις μνήμην του πρώτου κατάπλου των Φωκαέων,
των προ ΧΧΙΙ αιώνων εκ της Ιωνίας ενταύθα αφικομένων,
παρόντων των πρέσβεων των εκ Φωκαίας της μητροπόλεως,
Αθηνών, Ρώμης, Σμύρνης, των πόλεων των πάλαι φίλων τε και συμμάχων,
εκ Ρόδης, Αβενιώνος, Καβελλιώνος, Κιθαριστής, Ολβίας, Αντιπόλεως,
ο δήμος ο των Μασσαλιωτών, οκταημέρους εορτάς εορτάσας,
την δε την στήλην ανέθηκεν, την δε πέμπτη και δεκάτη του μηνός Οκτωβρίου
του έτους του Μ.Χ. 1899»
Συνετάχθη υπό της Academie des inscriptions
Την ίδια ημέρα το δημοτικό συμβούλιο της Μασσαλίας μετονόμασε την λεωφόρο Boulevard du Nord που βρισκόταν το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος, σε «Λεωφόρο Αθηνών».
Στην πόλη αυτή στέκονται υπερήφανα πάνω στο βάθρο τους τα αγάλματα των Πυθέα και Ευθυμένη αντικρίζοντας την θάλασσα. Η Μασσαλία τους τίμησε όσο και η παγκόσμια ιστορία ως τους πρώτους επιστήμονες εξερευνητές και γεωγράφους. Άλλη μια ελληνική πόλη που τίμησε τους ανθρωποθεούς της.
Βιβλιογραφία
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτικής Αθηνών, τόμοι Β΄, Γ1, Γ2
«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» Εκδόσεις Πυρσός, τόμοι Δ΄, ΙΑ΄, ΙΣΤ΄
«Το ταξίδι του Πυθέα στην άγνωστη Θούλη» Χ. Λάζος, Εκδ. Αίολος, Αθήνα 1996
Στράβωνος Γεωγραφικά, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975
Αριστοτέλους «Πολιτικά», Εκδόσεις Πάπυρος
«Υδατική Λεξιγραφία» Στ. Δωρικού-Κ. Χατζηγαννάκη, Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
*****************************************
τους τε εσπερίους και τους προσβόρους των
παρά τον ωκεανόν τόπων.» Στράβων
Η πλώρη της υπερωκεάνιας πεντηκοντόρου αυλάκωνε την επιφάνεια των νερών του βόρειου Ωκεανού, που με τους κατάλληλους χειρισμούς πλεύσεως του πηδαλιούχου απωθούσε τα διάσπαρτα κομμάτια πάγου που επέπλεαν, καθώς πλησίαζαν στην «πεπηγυΐαν θάλατταν».
Η πρόσθια όψη του ξοάνου της Εφεσίας Αρτέμιδος που στεκόταν ολόρθο στο ακρόπρωρο του σκάφους, είχε καλυφθεί από πάγο, και οι κελευστές στο πρόσταγμα του υποπλοιάρχου πλώρης «ερέσσετε προπεσώντος», επέτειναν τα χτυπήματα των τυμπάνων τους δίνοντας ταχύτερο ρυθμό στους κωπηλάτες, όχι τόσο για την αύξηση της ταχύτητας, όσο για να κρατηθούν οι μύες τους ενεργοί ενάντια στο σφοδρό πλέον πολικό ψύχος.
Έπλεαν πολλές ώρες κάτω από το φως της ημέρας που σ΄ εκείνα τα πλάτη διαρκούσε 18 ώρες. Η θάλασσα άρχισε να φαίνεται πιο παγωμένη και η κίνηση των κωπών πλέον δύσκολη. Οι κελευστές μείωσαν τον ρυθμό μέχρι που η φωνή του πλοιάρχου πρόσταξε:
«Αναλάβετε ερετμά επί σκαλμών! Βαλλετε ευνάς!»
Οι ερέτες (οι κωπηλάτες) σήκωσαν τα κουπιά από την θάλασσα. Οι σκαλμοί έτριξαν στο ταυτόχρονο μάζεμα των κωπών, και ακούστηκε υπόκωφος ο παφλασμός από το ρίξιμο της άγκυρας στα μισοπαγωμένα νερά της «Κρόνιας θάλασσας» ή «θάλασσας του Ερέβους», εκεί που δεν τόλμησε ποτέ κανείς να πλησιάσει.
Οι πρότονοι, δηλαδή τα χονδρά σχοινιά που συγκρατούσαν τον μεγάλο ιστό του πλοίου στην ιστοπέδη, είχαν λυθεί από την πλώρη και την πρύμνη, και το κατάρτι είχε εφαρμόσει στην ιστοδόκη του πάνω στο κατάστρωμα.
Οι ερέτες είχαν σηκωθεί από τα υπηρέσια, εκείνα τα δερμάτινα μαξιλάρια που κάλυπταν τα εδώλιά τους, και κοιτούσαν μαγεμένοι το πρωτόγνωρο για όλους θέαμα. Το φως της μεγάλης ημέρας φώτιζε τα τιτάνια τείχη πάγου που υψώνονταν καταμεσής της ανοιχτής θάλασσας, αντανακλώντας ένα θεσπέσιο γαλάζιο χρώμα. Η απόλυτη ησυχία καθιστούσε το μέρος εξωκόσμιο και υπέβαλλε στον θεατή του συναισθήματα δέους. Ποτέ κανείς πριν απ΄ αυτούς τους τολμηρούς θαλασσοπλόους δεν είχε αντικρίσει κάτι ανάλογο. Τεράστια κομμάτια πάγου αποκολλούσαν από τους φαινομενικά παγωμένους μονόλιθους κι έπεφταν βυθιζόμενοι στα νερά με έναν ήχο που προκαλούσε ανατριχίλα, σπάζοντας την υπερβολή της ησυχίας σε κομμάτια, όπως αυτών των θραυσμένων κρυστάλλινων γιγάντων.
Ο πλοίαρχος στεκόταν στο κατάστρωμα μαζί με τους κυβερνήτες και τον υποπλοίαρχο.
«Θα συνεχίσουμε», είπε απλά χωρίς να προστάζει.
«Συμφωνούμε», απάντησε ο ένας από τους κυβερνήτες και με νεύμα συγκατένευσαν και οι άλλοι.
«Να δοθούν διπλές μερίδες φαγητού στους ερέτες και άφθονα ξερά σύκα με σταφίδες. Να μοιραστεί σε όλους ο ρουχισμός από δέρματα που προμηθευτήκαμε από τον τελευταίο ελλιμενισμό μας και να εξετασθούν από τον ιατρό του σκάφους.»
«Μέχρι πού θα φτάσουμε;», ρώτησε ο ένας από τους κελευστές που πλησίασε εκείνη τη στιγμή ακούγοντας τις οδηγίες του πλοιάρχου του.
«Μέχρι την υπερβόρεια πατρίδα του Απόλλωνος. Και θα έχω μάρτυρα την δίδυμη αδελφή του, την Αρτέμιδα, εκείνη που ορθώνεται στο ακρόπρωρο, λες και πρώτη θέλει να δει πού πηγαίνει ο αδελφός της όταν φεύγει από τους τόπους μας», απάντησε μειδιώντας ο Πυθέας, που θυμήθηκε την συμφωνία που έκανε με τον εαυτό του μέσα στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνος, πάνω στην ακρόπολη της Μασσαλίας, λίγο πριν τον απόπλου του σκάφους και την έναρξη της αποστολής.
«Ανελκύσατε!!!», ακούστηκε στεντώρεια η φωνή του Πυθέα και οι άγκυρες σηκώθηκαν για την συνέχιση ενός ταξιδιού που θα καταγραφόταν στην επίσημη παγκόσμια ιστορία, ως μοναδικό κι ανεπανάληπτο για τα επόμενα 1800 χρόνια.
Η ΜΑΣΣΑΛΙΑ
Λάτρευε την πόλη του. Στο έδαφός της είχαν αποικίσει οι πρόγονοί του τρεις αιώνες περίπου πριν. Ίωνες από την Φώκαια της Μ. Ασίας. Έλληνες αρχαιότατοι, άποικοι της ιώνιας φυλής των γηγενών Αθηναίων. Ανήσυχοι άνθρωποι με παιδεία και ορθό λόγο, που αναγκάστηκαν να μετοικίσουν λόγω της περσικής κατοχής της πατρίδας τους από τον Μέγα Βασιλέα. Κι αυτό, γιατί ο ελεύθερος άνθρωπος δεν δέχεται, όχι μόνο δεν αντέχει, δυνάστη ή δεσποτεία.
Είχαν μετατρέψει τον θαυμάσιο αυτόν γεωγραφικό τόπο σε μια «Αθήνα της Δύσης», όπως αποκαλούσαν την Μασσαλία.
Την είχε ζηλέψει και ο Αριστοτέλης, που στα «Πολιτικά» του την υπεδείκνυε ως πρότυπο και υπόδειγμα ευνομούμενης πολιτείας, λόγω της ισόρροπης άσκησης εξουσίας. Και δεν είχε άδικο. Το αριστοκρατικό πολίτευμα της Μασσαλίας, «πάντων ευνομώτατα, ανδρών εξακοσίων καταστήσαντες συνέδριον», με τους Τιμάρχους τους, από τουλάχιστον τρίτης γενιάς απογόνους Μασσαλιώτες, άτεκνους, που διατηρούσαν ισόβια το αξίωμά τους και εξέλεγαν δεκαπέντε εξ αυτών για την προεδρία του συμβουλίου, επιφορτίζονταν με την διεξαγωγή των τρεχουσών υπηρεσιών.
Είχαν ιωνικούς νόμους φερμένους από την πατρίδα, την μητρόπολη της αποικίας τους, την Φώκαια, αναγραμμένους σε δημόσιους χώρους για να τους γνωρίζουν κι εφαρμόζουν όλοι οι πολίτες.
Μια πόλη ελεύθερη σε μεγάλη ακμή, με πανεπιστήμιο, ιατρική σχολή, με φιλολόγους να επανεκδίδουν το Ομηρικά Έπη και να μελετούν Πλάτωνα και Αριστοτέλη, αλλά και να παρασκευάζουν άριστο κρασί!
Χτισμένη πάνω σε μια στενή λωρίδα γης πλάτους δώδεκα σταδίων κατά μήκος της ακτής, με κεντρικό της δρόμο την «οδό Μασσαλίας» που οδηγούσε στην κεντρική αγορά, εξελίχθηκε σε σημαντικό εμπορικό και ναυτικό κέντρο, που επέκτεινε την επιρροή της ως την Κελτική, Λιγυρία και Ιβηρική. Το διαμετακομιστικό της εμπόριο είναι σημαντικό. Έχει καταστεί το κέντρο εξαγωγής κασσίτερου και ήλεκτρου προς την Ελλάδα, από την οποία εισάγει κρασί, λάδι, κεραμικά, και αντικείμενα τέχνης που τα προωθεί στο εσωτερικό της Κελτικής. Πρόκειται για το σημαντικότερο διαμετακομιστικό εμπόριο της περιοχής, που αποτελεί ταυτόχρονα μεγάλη αρτηρία πολιτισμικών ανταλλαγών και μεταφοράς του ελληνικού πολιτισμού στο εσωτερικό των βάρβαρων περιοχών.
Τα νομίσματά της κόβονται στις Συρακούσες και μαρτυρούν την ανάπτυξη μιας έξοχης τέχνης. Στην μια πλευρά έχουν κεφαλή της Αρτέμιδος ή του Απόλλωνος, και στην άλλη έναν ταύρο ή ηλιακό δίσκο, με την λέξη ΜΑΣΣΑΛΙΗΤΩΝ. Τα νομίσματα αυτά σε ομορφιά μπορούν να συγκριθούν με αυτά των Αθηνών και της Κορίνθου.
Αυτή την πόλη καμάρωνε ο Πυθέας διαβαίνοντας τους δρόμους της με κατεύθυνση τα ναυπηγεία.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΑΞΙΔΙΟΥ
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ημέρα που είχε αποσπάσει την έγκριση των Τιμάρχων για την πραγματοποίηση του σχεδίου του.
Τους είχε εκθέσει την ανάγκη της πόλεως για ανακάλυψη κι άλλων, πιο συμφερόντων οδών για το εμπόριο του ήλεκτρου και του κασσίτερου. Την εποχή αυτή οι Καρχηδόνιοι ανταγωνίζονται με όλες τους τις δυνάμεις τους Έλληνες εμπόρους και ναυτικούς, παρακωλύοντας την κατ΄ εξοχήν κυριαρχία τους στην «Μεγάλη θάλασσα» (Μεσόγειο) και ελέγχοντας το στενό των «Ηράκλειων Στηλών» (Γιβραλτάρ) για την έξοδό τους προς τον ωκεανό (Ατλαντικό).
Οι συχνοί πόλεμοι με τους Καρχηδόνιους είχαν αναγκάσει την Μασσαλία να δαπανά υπέρογκα ποσά στην δημιουργία αξιόμαχου πολεμικού στόλου που θα προστάτευε τόσο την πόλη, όσο και τον εμπορικό της στόλο να πλέει ανενόχλητος πραγματοποιώντας το διαμετακομιστικό εμπόριό του.
Η πρότασή του είχε γίνει δεκτή, όμως η βασική του βλέψη ήταν άλλη. Απώτερος σκοπός του, πέρα από την εξερεύνηση των βόρειων παραλίων του ωκεανού, την χαρτογράφησή τους, την καταγραφή ηθών και εθίμων των κατοίκων τους, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, και την προσέγγιση των Κασσιτερίδων Νήσων, ήταν και η εξερεύνηση βορειότερων περιοχών, όσο και αυτής ακόμη της Θούλης. Της μυθικής εκείνης περιοχής, που το όνομά της χρησιμοποιούταν παροιμιωδώς για να περιγράψει τόπους άγνωστους και απρόσιτους στους κοινούς θνητούς, στις εσχατιές του κόσμου.
Το εξερευνητικό ταξίδι θα ήταν εμπορικό, όπως είχε υπερτονίσει στους Τιμάρχους. Την επιστημονική του όμως ανησυχία δεν την είχε εκθέσει στους άρχοντες του τόπου. Ήταν κάτι που αφορούσε μόνον στον ίδιο.
Αγνάντεψε από ψηλά το ναύσταθμο με τον μεγάλο αριθμό εμπορικών και πολεμικών πλοίων, και βιάστηκε να φτάσει στα ναυπηγεία, εκεί που κατασκευαζόταν η πεντηκόντορος, το σεβαστό εργαλείο για την πραγματοποίηση του πρωτόγνωρου εγχειρήματός του.
ΤΟ ΣΚΑΦΟΣ
Κατέβαινε καθημερινά περνώντας από τον Λακυδώνα, το φυσικό λιμάνι της Μασσαλίας (πόρτο-Βέκκιο) για να παρακολουθεί τις εργασίες από την αρχή, βλέποντας να κατασκευάζεται αργά-αργά η «επίρετμος ναυς» (κωπήλατο σκάφος) με την υπερωκεάνια αποστολή. Ήταν εκεί από την πρώτη κιόλας ημέρα που στήθηκε η τρόπις, δηλαδή η μακριά δοκός που πάνω της προσαρμόζονται οι πλευρές του σκάφους. Παρατηρούσε την σμίλευση των σκαλμών, των κοιλωμάτων του κωπητήρα (κουπαστή), εκεί που εισάγονται και προσδένονται οι ερετμοί (κουπιά), εικοσιπέντε σε κάθε πλευρά του σκάφους. Είχε δοθεί προσοχή στην ποιότητα των πρυμνήσιων, των χονδρών καλωδίων (παλαμάρια), που με αυτά προσδένεται το πλοίο από την πρύμνη στο λιμάνι. Αυτά «λύονται» κατά τον απόπλου και «καταδένονται» ή «ανάπτονται» κατά την προσόρμιση. Η παραμικρή λεπτομέρεια είχε σημασία, γι΄ αυτό και οι ειδικευμένοι τεχνίτες και εργάτες προσπαθούσαν να επιτύχουν το καλύτερο, ώστε το πλοίο να ανταποκριθεί σε συνθήκες ναυσιπλοΐας άγνωστες μέχρι τότε.
Για την αύξηση της ταχύτητας ενίσχυσαν την πλώρη στην άκρη της καρίνας και από τις δυο πλευρές, με αποτέλεσμα, στην συνάντηση των δυο ενισχυμένων πλευρών να δημιουργηθεί έμβολο, που θα βοηθούσε στην υπερνίκηση της αντιστάσεως των κυμάτων κατά τον πλου, και θα προστάτευε από τους βράχους κατά την προσέγγιση στην ξηρά.
Για την προστασία των κωπηλατών και του πληρώματος από τα κύματα έφραξαν τα πλευρά του πλοίου πάνω από το κατάστρωμα, ώστε το πλοίο να γίνει «κατάφρακτο».
Ήταν μια τεχνική κατασκευής που χρησιμοποιούσε και το αθηναϊκό ναυτικό στην διάρκεια της κυριαρχίας του.
Παράλληλα με τις επισκέψεις του στο ναυπηγείο, μελετούσε συνεχώς. Πέρα από τις δικές του γνώσεις μαθηματικών, αστρονομίας και γεωγραφίας, προσπαθούσε ν΄ αποκομίσει κι άλλες, από τις δημοσιευμένες εργασίες προγενέστερων ή και συγχρόνων του. Ο ίδιος άλλωστε ήταν ήδη αναγνωρισμένος κι έγκριτος επιστήμονας, αφού ήταν ο πρώτος που καθόρισε το γεωγραφικό πλάτος και είχε καταγράψει την σχέση των παλιρροιών της θάλασσας με τις περιόδους ή φάσεις της σελήνης. Υπολογίζοντας από την σκιά του γνώμονα είχε ορίσει το γεωγραφικό πλάτος της Μασσαλίας. Ο παράλληλος του Βυζαντίου υπολόγισε πως είναι ο ίδιος με αυτόν της Μασσαλίας 43ο 3΄ (αντί του ορθού 43ο 17΄. Έπεσε έξω από τους σύγχρονους υπολογισμούς μόνο 14΄ της μοίρας!). Γνώριζε επίσης πως ο πολικός αστέρας δεν βρίσκεται στον Πόλο.
Κάτεχε και μελετούσε τον χάρτη του Αναξίμανδρου του Μιλήσιου (-550). Τον Ίωνα αυτόν θεωρούσε και χαρακτήριζε με σεβασμό ως «τον πραγματικό αρχηγό της επιστημονικής γεωγραφίας», αφού ήταν ο πρώτος στον ελληνικό χώρο που σχεδίασε και δημοσίευσε χάρτη της γης (Αναξίμανδρος πρώτος ετόλμησε την οικουμένην εν πίνακι γράψαι»). Ο Αναξίμανδρος φανταζόταν την γη σαν έναν κύλινδρο με διάμετρο τριπλάσια από το ύψος της. Ήταν ο πρώτος που υποστήριξε πως «η γη αιωρείται ελεύθερη στο κέντρο του σύμπαντος, και αν μένει ακίνητη αυτό οφείλεται στην ίση απόστασή της από τα όρια του κόσμου». Είχε εκδώσει δυο βιβλία που το ένα αφορούσε στην Ευρώπη και το άλλο στην Ασία. Ξεκινώντας από τις Ηράκλειες Στήλες περιέγραφε τις βόρειες ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου ως τον ποταμό Φάση (Ριόν), ενώ στον γυρισμό προς την αφετηρία περιέγραφε τις νότιες ακτές.
Ο Πυθέας μελετούσε επίσης τον «Περίπλου» του συμπολίτη του Ευθυμένη, που πολλά χρόνια πριν είχε καταγράψει τις εμπειρίες του από τον περίπλου της νότιας «έξω θαλάσσης» (Ατλαντικού) στις ακτές της Δ. Αφρικής.
Μεγάλη σημασία έδινε και στο έργο «Γης περίοδος» του Δικαίαρχου από την Μεσσήνη της Σικελίας, συγχρόνου του, που είχε βελτιώσει τους χάρτες των Ιώνων και είχε διχοτομήσει την οικουμένη σε δυο μισά, βόρειο και νότιο, με μιαν ευθεία γραμμή, «τομή ευθεία ακράτω», που ξεκινώντας από τις Ηράκλειες Στήλες και περνώντας από Σαρδηνία, Σικελία, Πελοπόννησο, Καρία, Λυκία, Παμφυλία, Κιλικία, Ταύρο, κατέληγε στο όρος Ίμαος (Ιμαλάϊα).
Συμπαθούσε κι εμπιστευόταν τις γνώσεις του Ερατοσθένη, που είχε γράψει τρία βιβλία με θέμα τα «Γεωγραφικά». Στο πρώτο βιβλίο πραγματευόταν κριτικά την ιστορία της Γεωγραφίας, στο δεύτερο περιελάμβανε τις θεωρίες του περί σφαιρικότητας της γης, και στο τρίτο κατέθετε χωρογραφικές και εθνογραφικές μελέτες.
Στις μελέτες του Πυθέα φυσικά είχαν προστεθεί και οι απόψεις των Πυθαγόρα και Παρμενίδη περί σφαιρικότητας της γης. Με τις συστηματικές μελέτες του σε όσα είχαν δημοσιευτεί μέχρι τότε, μπορούσε πλέον να εκτιμήσει και αξιολογήσει τις διατιθέμενες γνώσεις της εποχής του και να καταθέσει και αυτές που θα αποκόμιζε από τον δικό του περίπλου στους άγνωστους μέχρι τότε τόπους.
Ο ΑΠΟΠΛΟΥΣ
Και έφτασε η μέρα που το πλοίο φάνταζε έτοιμο για καθέλκυση, προκαλώντας εντύπωση και ευμενή σχόλια για την εξαιρετική κατασκευή του.
Το πλήρωμα είχε επιλεγεί μεταξύ των καλυτέρων: οι πενήντα γεροδεμένοι ερέτες, όλοι ελεύθεροι και αμειβόμενοι πολίτες, οι δυο κυβερνήτες ή πηδαλιούχοι που θα χειρίζονταν τα κουπιά-πηδάλια, οι δυο κελευστές που θα κρατούσαν τον ρυθμό κωπηλασίας χτυπώντας τα τύμπανά τους, ο μάγειρας, ο γιατρός, οι υπηρέτες.
Οι προμήθειες για το μεγάλο ταξίδι είχαν φορτωθεί. Το πλήρωμα επιβιβάστηκε κι έλαβε τις θέσεις του. Πάνω στο κατάστρωμα ο Πυθέας, ο ναύαρχος-πλοίαρχος, επιτηρούσε. Όλα όσα είχαν με προσοχή μελετηθεί και σχεδιαστεί, βρίσκονταν τώρα σε πλήρη εφαρμογή.
Έρριξε μια τελευταία ματιά προς το συγκεντρωμένο πλήθος και τους Τιμάρχους της πόλης του, που στέκονταν περιμένοντας την αναχώρηση του πλοίου, και στράφηκε προς το πλήρωμά του.
«Έλξετε άλαδε!», φώναξε διατάσσοντας την καθέλκυση του σκάφους.
Οι ζητοκραυγές και οι επευφημίες μαζί με τις ευχές του κόσμου σκέπασαν τον παφλασμό της θάλασσας που δέχθηκε την «φιλόδοξη» πεντηκόντορο στην αγκαλιά της.
«Αναλάβετε ερετμά!», πρόσταξε ο υποπλοίαρχος και οι κωπηλάτες πήραν τα κουπιά περιμένοντας την έναρξη της κίνησής τους.
«Τίπτετε άλα ερετμοίς!», ακούστηκε η δεύτερη προσταγή και οι κελευστές άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα καθώς οι κώπες έπεσαν στην θάλασσα.
«Ελαύνετε μάλα σφοδρώς!», φώναξε πάλι ο κυβερνήτης ωθώντας τους ερέτες σε ταχύτερη κίνηση.
Η πεντηκόντορος βγήκε από το λιμάνι της Μασσαλίας με κατεύθυνση τις Στήλες του Ηρακλή, κι από κει πλέον ελεύθερη θα έπλεε βόρεια. Τόσο βόρεια, όσο θα άντεχε.
Ο ενθουσιασμός και η ένταση είχαν ακτινοβολήσει στο πρόσωπό του. Κι αυτό, γιατί είχε τώρα πια τα εφόδια και το μέσον για να γνωρίσει το μέχρι τότε άγνωστο. Και θα το κατάφερνε, σε πείσμα των αντιξοοτήτων της εποχής του. Γιατί δεν γνώριζε, αλλά ένιωθε, πως προηγείται αυτής.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο τολμηρός αυτός Έλληνας θαλασσοπόρος και ρηξικέλευθος γεωγράφος, έζησε τον 4ο π.Χ. αιώνα.
Αναχωρώντας το 340 ή 330 από την Μασσαλία, πέρασε τις Ηράκλειες Στήλες, προσέγγισε στα Γάδειρα, παρέπλευσε το Ιερό Ακρωτήριο (Ισπανία) και την χερσόνησο της Αρμορικής (ΒΔ Γαλία) κι έπειτα, αφού στράφηκε βόρεια διέπλευσε την μεταξύ Βρετανίας και Ιρλανδίας θάλασσα κι έφτασε στην Θούλη, την Ισλανδία. Επιστρέφοντας από την Ισλανδία, ή κατ΄ άλλους συγγραφείς σε δεύτερο ταξίδι, περιέπλευσε την Βαλτική.
Όσα απεκόμισε από τα ταξίδια του τα κατέγραψε σε βιβλίο με τίτλο «Γης περίοδος ή τα περί του Ωκεανού», από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν από τον Στράβωνα, τον Πλίνιο, τον Ίππαρχο και άλλους. Από τους αρχαίους αυτούς συγγραφείς πολλοί, ιδίως ο Στράβων και ο Πολύβιος, θεώρησαν τις αφηγήσεις του ως μυθεύματα, ενώ αντιθέτως, άλλοι όπως ο Ερατοσθένης, ο Ίππαρχος και ο Πλούταρχος, ως αληθινά και τον συγγραφέα τους ως τολμηρό θαλασσοπόρο και σπουδαίο αστρονόμο και μαθηματικό.
Ο Πυθέας έφτασε σε βόρειους τόπους όπου η διάρκεια της μεγαλύτερης ημέρας φτάνει τις 18 ώρες, και ακόμη περισσότερο σε περιοχές που οι κάτοικοι έδειχναν στον θαλασσοπόρο «πού ο ήλιος κοιμάται».
Ο Στράβων αναφέρει (II,IV 1) ότι στην περιοχή που έφτασε ο εξερευνητής, «κατά τον Πυθέα δεν υπήρχε ξηρά ούτε θάλασσα, ούτε αήρ, αλλά κάποιο μείγμα όμοιο με θαλάσσιο πνεύμονα, εντός του οποίου λέγεται ότι το χώμα και η θάλασσα και όλα τα άλλα αιωρούνται και ένεκα του εμποδίου αυτού το τμήμα αυτό δεν είναι πλωτό, ούτε προσιτό δια της ξηράς. Ο Πυθέας ισχυρίζεται ότι ο ίδιος είδε τον πνεύμονα, όλα δε τα λοιπά τα ήκουσε από άλλους…».
Το στοιχείο αυτό αποδεικνύει ότι ο Πυθέας έφτασε στην Ισλανδία και πλέοντας βορειότερα έφτασε κοντά στην Γροιλανδία, της οποίας η ξηρά καλύπτεται εξ ολοκλήρου από πάγους, με αποτέλεσμα να μην είναι ορατή. Το εγχείρημα αυτό κατατάσσει τον Πυθέα στους μεγαλύτερους εξερευνητές και θαλασσοπόρους της οικουμένης, δίνοντας μέγιστη σημασία στο γεγονός πως πραγματοποιήθηκε το μοναδικό αυτό ταξίδι 1800 χρόνια περίπου πριν από αυτά του Κολόμβου και Βάσκο ντε Γκαμα.
Συνέβαλε, εκτός από την διεύρυνση των γεωγραφικών γνώσεων, και στην εξέλιξη της αστρονομίας, της φυσικής, των μαθηματικών, της ιστορίας και της λαογραφίας. Κάνοντας τον περίπλου της Βρετανικής, έδωσε την πρώτη γεωγραφική και ανθρωπολογική περιγραφή της χώρας, της οποίας χαρτογράφησε το ακριβές σχήμα, υπολόγισε τις αποστάσεις, και ανέφερε τα ήθη και έθιμα των κατοίκων της. Πλάτυνε τα όρια του τότε γνωστού κόσμου ενσωματώνοντας στους χάρτες περιοχές όπως η Βρετανική, η Ιέρνη (Ιρλανδία), η Βαλτία (Νορβηγία), οι χώρες του ήλεκτρου (Βαλτικές χώρες), η Θούλη (Ισλανδία).
Ο Πυθέας είναι ο μεγαλύτερος από τους θαλασσοπόρους της εποχής του, οι οποίοι με μια σειρά από επιστημονικές αποστολές και με το έργο τους γκρέμισαν προκαταλήψεις κι έφεραν στο φως την αλήθεια για περιοχές που ως τότε τις κάλυπτε ο μύθος και ο θρύλος.
Επίλογος
Η σχετική παράδοση για τον αποικισμό της Μασσαλίας από τους Φωκαείς, Έλληνες της Μ. Ασίας, ως απότοκος ειδήσεων από τον Πλούταρχο (Σόλων 2), τον Αθήναιο (Β, 523), και τον Ιουστίνο (43,3), όπως και από ντόπιους θρύλους που μεταβιβάζονται μέσω των αιώνων, λέει ότι, ο Εύξενος, ο αρχηγός των Ελλήνων που ήθελαν να ιδρύσουν μια πόλη στο έδαφος του βασιλιά Νανν, ήλθε να επιδιώξει συμμαχία μαζί του.
Ακριβώς εκείνη την ημέρα ο βασιλιάς ήταν απασχολημένος με την προετοιμασία του γάμου της κόρης του Γύπτιδας. Στην χώρα το έθιμο ήθελε να την δώσει σύζυγο σε ένα νέο που θα τον διάλεγε εκείνη την ώρα του συμποσίου. Όλοι οι υποψήφιοι που ήσαν καλεσμένοι στο γάμο βρίσκονταν εκεί. Καλούν και τους Έλληνες φιλοξενούμενους στο τραπέζι. Ο πατέρας της, της λέει να προσφέρει το κύπελλο σ΄ εκείνον που διάλεξε για σύζυγο. Τότε εκείνη το προσφέρει στον Εύξενο, που από φιλοξενούμενος γίνεται γαμβρός. Ο πεθερός του προσφέρει μια έκταση γης κοντά στις εκβολές του Ροδανού στον μυχό του κόλπου. Και έτσι ιδρύθηκε η Μασσαλία.
Η παράδοση αυτή έχει υιοθετηθεί επίσημα από τον δήμο των Μασσαλιωτών. Στις προς την θάλασσα τέσσερις όψεις του φρουρίου Αγίου Ιωάννου εντοιχίστηκαν στις 15 Οκτωβρίου 1899 τέσσερις πλάκες μαρμάρινες ενεπίγραφες στα ελληνικά, λατινικά, γαλλικά και προβηγκιανά, αναμνηστικές του επίσημου εορτασμού της 25ης εκατονταετίας από κτήσεως της πόλης.
«Εις μνήμην του πρώτου κατάπλου των Φωκαέων,
των προ ΧΧΙΙ αιώνων εκ της Ιωνίας ενταύθα αφικομένων,
παρόντων των πρέσβεων των εκ Φωκαίας της μητροπόλεως,
Αθηνών, Ρώμης, Σμύρνης, των πόλεων των πάλαι φίλων τε και συμμάχων,
εκ Ρόδης, Αβενιώνος, Καβελλιώνος, Κιθαριστής, Ολβίας, Αντιπόλεως,
ο δήμος ο των Μασσαλιωτών, οκταημέρους εορτάς εορτάσας,
την δε την στήλην ανέθηκεν, την δε πέμπτη και δεκάτη του μηνός Οκτωβρίου
του έτους του Μ.Χ. 1899»
Συνετάχθη υπό της Academie des inscriptions
Την ίδια ημέρα το δημοτικό συμβούλιο της Μασσαλίας μετονόμασε την λεωφόρο Boulevard du Nord που βρισκόταν το Γενικό Προξενείο της Ελλάδος, σε «Λεωφόρο Αθηνών».
Στην πόλη αυτή στέκονται υπερήφανα πάνω στο βάθρο τους τα αγάλματα των Πυθέα και Ευθυμένη αντικρίζοντας την θάλασσα. Η Μασσαλία τους τίμησε όσο και η παγκόσμια ιστορία ως τους πρώτους επιστήμονες εξερευνητές και γεωγράφους. Άλλη μια ελληνική πόλη που τίμησε τους ανθρωποθεούς της.
Βιβλιογραφία
«Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτικής Αθηνών, τόμοι Β΄, Γ1, Γ2
«Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» Εκδόσεις Πυρσός, τόμοι Δ΄, ΙΑ΄, ΙΣΤ΄
«Το ταξίδι του Πυθέα στην άγνωστη Θούλη» Χ. Λάζος, Εκδ. Αίολος, Αθήνα 1996
Στράβωνος Γεωγραφικά, εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα 1975
Αριστοτέλους «Πολιτικά», Εκδόσεις Πάπυρος
«Υδατική Λεξιγραφία» Στ. Δωρικού-Κ. Χατζηγαννάκη, Εκδ. Ελεύθερη Σκέψις
*****************************************