Κάθε σπόρος να φέρει στον καθένα ότι η ψυχή του βαθιά λαχταρά.
Χρόνια Πολλά Ελλάδα μου, Ευτυχισμένος ο καινούργιος Χρόνος!!!
Ας κυλίσει ευνοϊκά για όλη την ανθρωπότητα και ας φέρει υγεία, ευτυχία και πολλή δύναμη σε κάθε ψυχή!
ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟΣ
Η Αδμήτη, η κόρη του Ευρυσθέως, ήθελε τη ζώνη της βασίλισσας των Αμαζόνων Ιππολύτης. Έστειλαν, λοιπόν, τότε τον Ηρακλέα στη μικρασιατική χώρα Πόντος, στη Μαύρη Θάλασσα, όπου κατοικούσαν οι Αμαζόνες κοντά στον ποταμό Θερμόδοντα: ένας λαός, που αποτελείτο μόνο από πολεμόχαρες γυναίκες. Απ’ τα παιδιά τους άφηναν να ζουν μόνο τα κορίτσια, έκοβαν το δεξιό βυζί τους, για να μην τους εμποδίζει στο τόξο και στο σπαθί, και με το αριστερό έτρεφαν τις κόρες τους. Η πιο γενναία ανάμεσά τους ήταν η Ιππολύτη, η βασίλισσά τους. Σα διακριτικό γνώρισμα είχε από τον πατέρα της Άρη τη ζώνη. Ο Ηρακλής ξεκίνησε μ έναν ολόκληρο στρατό γι' αυτή την επιχείρηση. Μεταξύ των συντρόφων του ήταν ο Θησεύς και ο Τελαμών, ο ήρωας των Σαλαμινίων και Αιγινητών. Ήταν σαν μια αργοναυτική εκστρατεία κι ισχυρίστηκαν ακόμα ότι πήραν μέρος όλοι οι Αργοναύτες. Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών αφηγημάτων, η εκστρατεία αυτή κατάληξε σ’ έναν τρωικό πόλεμο: ακριβώς σαν εκείνον που έκαμε ο Ηρακλής ενάντια στον Λαομέδοντα, τον βασιλιά της Τροίας, έχοντας μαζί του πολλούς Τιρυνθίους, καθώς και τον Ιόλαο και τον Τελαμώνα.
Υπήρχε μια παλιά ιστορία για τον ύπουλο Λαομέδοντα, που είχε στους σταύλους του θαυμαστά ζώα, δώρα του Διός. Και σ’ αυτόν κοντά, «τον κύριο του λαού» — αυτό σημαίνει το όνομά του, υπηρέτησε σα βοσκός ο Απόλλων και μαζί μ’ αυτόν ο Ποσειδών, που έχτισε τα τείχη της Τροίας. Οι θεοί υπηρετούσαν με μορφή ανθρώπου και συναγωνίζονταν για την κατασκευή της πόλεως. Ο Λαομέδων όμως τους κορόιδεψε, σαν ήρθε η ώρα της αμοιβής τους. Τους φοβέρισε μάλιστα, ότι θα τους δέση χεροπόδαρα, θα τους πουλήσει στα ξένα, κι εκτός απ’ αυτά ότι θα τους κόψη τ’ αυτιά.
Αυτό που είχε υποσχεθεί σαν αμοιβή – στους δυο ή, το πιθανότερο, σ’ αυτόν που θα ερχόταν πρώτος στο συναγωνισμό – ήταν φυσικά τα περίφημα άλογα. Γι’ αυτά τα άλογα ήλθε κι ο Ηρακλής με τα έξι πλοία του στην Τροία. Τότε – έτσι συνεχίζει η ιστορία- ο γελασμένος Ποσειδών, ο ιδρυτής της ακροπόλεως, έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας στη χώρα των Τρώων και ο Απόλλων έστειλε την πανούκλα. Το μαντείο έδωσε τη συμβουλή, ότι έπρεπε να δώσουν βορά στο θηρίο την Ησιόνη την κόρη του Λαομέδοντος. Βασιλικά ντυμένη, την άφησαν στην ακρογιαλιά, κ’ ο Λαομέδων υποσχέθηκε στο σωτήρα της τα θεϊκά άλογα, που γι' αυτά είχε ξεγελάσει τον Ποσειδώνα. Ο Ηρακλής ανάλαβε το έργο. Οι Τρώες κατασκεύασαν γι' αυτόν, με τη βοήθεια της Παλλάδος Αθηνάς, ένα χαράκωμα στην παραλία, για να μπορεί ο ήρωας να αποτραβηχτεί σ’ αυτό σε περίπτωση κινδύνου.
Μια παλιά αγγειογραφία παρουσιάζει το τέρας: ένα γιγάντιο ψάρι μ’ ανοιχτό το φάρυγγα, όπου μπήκε ο ήρωας κρατώντας δρεπάνι για να του κόψη την τεράστια γλώσσα. Η Ησιόνη τον βλέπει σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια. Διηγούνταν επίσης, ότι ο Ηρακλής πήδηξε στο λαρύγγι του ζώου, ότι έμεινε τρεις μέρες στην κοιλιά του κι ότι βγήκε έξω φαλακρός. Έτσι σκότωσε το τέρας.
Όμως ο Λαομεδων δεν ήθελε ούτε σ’ αυτόν να δώσει τα άλογα κι έβρισε τον ήρωα. Έτσι έγινε η πρώτη καταστροφή της Τροίας. Μ’ έρημους δρόμους απόμεινε η πόλη, όταν αποσύρθηκε ο Ηρακλής. Από τους άνδρες του διακρίθηκε ιδιαίτερα ο Τελαμών και πήρε σα δώρο τιμής την Ησιόνη για σύζυγο. Ο Λαομόδων και οι γιοι του σκοτώθηκαν από τον Ηρακλέα, εκτός από τον νεότερο. Αυτόν τον έσωσε η Ησιόνη, αφού τον εξαγόρασε από τον ήρωα με το χρυσοΰφαντο πέπλο της.
Μέχρι τότε ονομαζόταν ο νεαρός: Ποδάρκης, «ο γοργοπόδαρος», αυτά διηγούνταν γι αυτόν. Αλλά έπειτα, σύμφωνα με τη λέξη «πρίαμαι» – εξαγοράζω – Πρίαμος. Θα ζούσε σα βασιλιάς, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, τη δεύτερη καταστροφή της Τροίας.
Σύμφωνα με τη γνώμη παλαιότερων αφηγημάτων, μετά από αυτή τη νίκη ακολούθησε η εκστρατεία κατά των Αμαζόνων. Σύμφωνα με τους νεώτερους αφηγητές, αυτό συνέβηκε μάλλον αντίστροφα. Για να κάμει αυτή την παραγγελία του Ευρυσθέως, ο Ηρακλής με το στρατό του άραξε στη Θεμίσκυρα, στις εκβολές του ποταμού Θερμώδοντος. Οι Αμαζόνες δεν συμπαθούσαν τους άντρες και η Ιππολύτη αρνήθηκε να χαρίσει στον Ηρακλέα τη ζώνη της. Ένας αγγειογράφος περιγράφει τη σκηνή: τον ήρωα να κάθεται ήσυχος και την Αμαζόνα ντυμένη με σκυθικά παντελόνια. Του προσφέρει πρόθυμα τη ζώνη. Ή είχε προηγηθεί η αιχμαλωσία της αδελφής της Μελανίππης από τον Ηρακλέα και θα ελευθερωνόταν μ’ αντάλλαγμα τη ζώνη; Διηγούνταν επίσης ότι η Ήρα η ίδια είχε παρουσιαστή με τη μορφή Αμαζόνας και προκάλεσε υποψία στο γυναικείο λαό για τον Ηρακλέα και τους δικούς του, ότι δήθεν είχαν σκοπό τους οι ξένοι ν’ αρπάξουν την Ιππολύτη. Σύμφωνα μ’ αυτή τη διήγηση, έγινε μάχη ανάμεσα στους ήρωες και στις Αμαζόνες. Ο Ηρακλής σκότωσε τη βασίλισσα και πήρε από τη νεκρή Ιππολύτη τη ζώνη: τo ανάγλυφο της μετόπης στην Ολυμπία μας δείχνει τη νεκρή πάνω στο έδαφος.
Σύμφωνα με τους αφηγητές, εκείνους που υποστήριζαν ότι ο πρώτος ήρωας που πολέμησε τις Αμαζόνες ήταν ο Ηρακλής και ο συνοδός του ο Θησεύς, πήρε σαν βραβείο – όπως ο Τελαμών την Ησιόνη – την Αμαζόνα Αντιόπη. Άλλοι λένε πως ο Θησεύς έπιασε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, πήρε σα λάφυρο τη ζώνη της και τη χάρισε στον Ηρακλέα. Πρόσθεταν επίσης, ότι η Αμαζών, που την οδήγησε στην πατρίδα του και που αυτή απέκτησε το γιο του Ιππόλυτου, ήταν η Ιππολύτη κι όχι η Αντιόπη. Αυτή η ιστορία συγκαταλέγεται στις ιστορίες για τον Θησέα. Τη ζώνη τη φύλαγαν στις Μυκήνες, αν όχι, που είναι και το πιο πιθανό, στο ιερό της Ήρας, όπου η Αδμήτη υπηρετούσε σαν ιέρεια.
Στην αρχαία Ελλάδα, η σχέση του δασκάλου με τον μαθητή αναδεικνύει συχνά το αρχετυπικό, υπερβατικό της περιεχόμενο. Έτσι, ο Πλάτων καταγράφει, σχολιάζει αλλά και διευρύνει την σωκρατική διδασκαλία. Ο Αριστοτέλης, στην συνέχεια, μαθητής στην Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν ασκεί μόνον κριτική στις ιδέες του δασκάλου του.
Σε μεγάλο βαθμό τις ανατρέπει, για να θεμελιώσει το δικό του οικοδόμημα. Θα αποτελέσει έτσι τον δεύτερο κορυφαίο διανοητή της αρχαιότητας που υπερβαίνει γρήγορα τα όρια του χρόνου και του τόπου του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο δεσμός του δασκάλου με τον μαθητή θα έχει συνέχεια – αυτήν την φορά όμως με παράδοξο τρόπο.
Ο Αριστοτέλης, που είχε γεννηθεί στα Στάγειρα της Μακεδονίας το 384 π.Χ., παρέδιδε επί ένα διάστημα ιδιαίτερα μαθήματα στον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τον μακεδονικό θρόνο, ο Αριστοτέλης δεν έχασε την ευκαιρία της υποστήριξης που του παρείχε ο μαθητής του, και ίδρυσε την περίφημη Περιπατητική Σχολή του στην Αθήνα. Θα διδάξει εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αφήνοντας υπό τύπον σημειώσεων ένα μνημειώδες έργο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας του επιστητού που να μην θίγεται στο έργο αυτό: ιατρική, φυσιολογία, μετεωρολογία, φυσική, ψυχολογία, καθώς και θέματα βιολογίας ή φυσικής ιστορίας.
Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την συστηματική μελέτη της λογικής, ενώ η Ηθική του συνιστά ανυπέρβλητο έργο. Μεγάλη, επίσης, υπήρξε η συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην φιλολογική κριτική. Όσον αφορά πάντως την λειτουργία της οράσεως, ο Αριστοτέλης δεν είχε πεισθεί από τις προγενέστερες ερμηνείες, που πρέσβευαν είτε ότι το φως είναι σωματιδιακή ακτινοβολία είτε ότι το μάτι εκπέμπει οπτικές ακτίνες. Δεν συμπαθούσε, γενικότερα, την ατομική θεωρία, αφού αυτή δεν συμβιβαζόταν με τις ιδέες του για τις πρωταρχικές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα. Ούτε έβρισκε πειστικό τον τρόπο που ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων αιτιολογούσαν την αδυναμία μας να βλέπομε και την νύχτα.
«Είναι ανωφελές να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Τίμαιος, ότι κατά τη νύχτα η οπτική ακτίνα σβήνει όταν εξέρχεται από το μάτι. Τί σημαίνει λοιπόν σβήσιμο του φωτός;», αντιτείνει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος δέχεται την ανάγκη υπάρξεως ενός φυσικού μέσου ανάμεσα στο αντικείμενο και στον παρατηρητή. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι διαφανές. Έτσι, δεν είναι κάτι που βλέπομε, αλλά κάτι μέσω του οποίου μπορούμε να δούμε. Πληρούται από εικόνες, που με κάποιον τρόπο μεταφέρονται στις αισθήσεις. Όπως συνοψίζει με ενάργεια ο Λάμπρος Σιάσος: «Διευκρινίζοντας την φύση του φωτός, ο Φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάποιο διαφανές. Διαφανές όμως τοιαύτης φύσεως ώστε να είναι μεν ορατόν πλην ουχί καθ’ αυτό, αλλά εξαιτίας (κάποιου) αλλοτρίου χρώματος. Επικαλούμενος φυσικά παραδείγματα, μεταξύ αυτών του αέρα και του ύδατος, υποστηρίζει ότι αυτά δεν είναι κατά την ουσία τους διαφανή. Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει ή καθιστά δυνατή την διαφάνειά τους είναι κάποια φύση που ενυπάρχει η αυτή και σε αυτά τα δύο (τον αέρα, το ύδωρ), και στο αΐδιο άνω σώμα.
Το φως λοιπόν είναι η ενέργεια αυτού του διαφανούς, αυτής της ανώνυμης κοινής φύσης. Το φως είναι κάτι ωσάν το χρώμα του διαφανούς, όταν αυτό ευρίσκεται σε κατάσταση εντελέχειας». Το φως λοιπόν θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως μια κατάσταση του διάφανου μέσου, που προκαλεί η παρουσία της φωτιάς ή ενός άλλου φωτεινού σώματος. Αυτό εξηγεί γιατί το φως δεν χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί, αφού συνιστά «κατάσταση» και όχι ουσία. Το χρώμα, τέλος, –όπως εξηγεί στο έργο του Περί αισθήσεως και αισθητών– είναι χαρακτηριστικό των ορατών αντικειμένων, και έχει την ικανότητα να θέτει σε κίνηση το διάφανο μέσο.
Το μαύρο και το άσπρο συνιστούν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του χρώματος· η ανάμιξή τους σε μια επιφάνεια παράγει τα άλλα χρώματα. Ουσιαστικά, η αριστοτελική θεωρία της οράσεως παρέχει ένα λεξιλόγιο αναφοράς στην λειτουργία των αισθήσεων. Η αρετή της συνίσταται στο ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτατου συστήματος που επιχειρούσε να ερμηνεύσει με συνέπεια τον φυσικό και πνευματικό κόσμο.
Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας απαντούν στο Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη, που είναι μια μεγαλειώδης πραγματεία για το σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία του κόσμου που είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής –το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα– ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ένα πέμπτο: την πεμπτουσία. Η πεμπτουσία είναι σταθερή και αμετάβλητη, και συνδέει κατά κάποιον τρόπο τα άλλα τέσσερα στοιχεία, που βρίσκονται σε συνεχή ροή και συνθέτουν τα πράγματα. Εμπνεόμενος μάλιστα από τους αστερισμούς που παρέμεναν αμετάβλητοι κατά την διάρκεια των αιώνιων διαδρομών τους στον ουρανό, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πεμπτουσία είναι φτιαγμένη από την ύλη των αστεριών. «Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής», παρατηρεί ο Leonard Shlain, χειρουργός, αλλά και συγγραφέας ενός βιβλίου για την σχέση Φυσικής και Τέχνης. «Η πεμπτουσία», συνεχίζει, «δεν είναι τα αστέρια, αλλά το ίδιο το φως.
Πράγματι: φευγαλέα και αινιγματική, αυτή η πεμπτουσία προκαλεί απορία και σεβασμό σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Είτε πρόκειται για το θαύμα της φωτιάς είτε για τις ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου, το φως το ίδιο παραμένει πάντοτε το πιο μυστηριώδες στοιχείο. Κατέχει ξεχωριστή θέση σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, και η σύγχρονη φυσική αποκάλυψε ότι αυτό συνδέει τις σημερινές θεμελιώδεις οντότητές της, που είναι πάλι τέσσερεις: ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια και η ύλη».
Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει το ουράνιο τόξο και την δημιουργία του στον βροχερό ουρανό. Προς τούτο, και παρά τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει, υποθέτει στην Μετεωρολογία του την ύπαρξη ενός είδους οπτικής ακτίνας που ξεκινά από το μάτι. Παρατηρεί, στην συνέχεια, ότι σε μικρά σώματα –όπως, για παράδειγμα, στις σταγόνες δροσιάς που λάμπουν στον Ήλιο– δεν ανακλώνται οι εικόνες των αντικειμένων, αλλά μόνον τα χρώματα. Συμπεραίνει λοιπόν ότι η οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι του παρατηρητή, αναπηδά στις σταγόνες της βροχής που υπάρχουν στα σύννεφα, και κινείται προς την κατεύθυνση του Ήλιου, πίσω από τον παρατηρητή. Στην ερμηνεία του φαινομένου, που εμπλουτίζεται με πολλές λεπτομέρειες, αναγνωρίζει κανείς τα πρώτα ίχνη μιας επιστημονικής μεθόδου. Στους αιώνες πάντως που ακολουθούν τις μέρες μας, και η παρουσία των ιδεών του είναι πάντοτε έντονη στον κόσμο της σκέψης και στις ακαδημαϊκές συζητήσεις.
Είναι πάντως αναγκαίο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναφορές στην ιστορία του φωτός κατά την εποχή του ελληνικού θαύματος, να υπογραμμισθεί μια αυτονόητη αλήθεια: ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ, με συνοπτικό εξ ανάγκης τρόπο, πρέπει να θεωρηθούν απλά ψήγματα ενός κόσμου πλούσιου σε ιδέες και πνευματικά επιτεύγματα. Καθώς όμως τα ψήγματα αυτά εμφανίζονται απομονωμένα και αποσπασματικά, χάνουν συχνά τον συνεκτικό δεσμό τους με το συνολικό έργο του δημιουργού. Μόνον η ίδια η ανάγνωση του Τίμαιου του Πλάτωνα ή του Περί ψυχής του Αριστοτέλη θα αποκαθιστούσε το ειδικό βάρος μιας αναφοράς στην λειτουργία της οράσεως ή ενός μύθου για το φως.
Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι, στην ενασχόλησή τους με την επιστήμη, οι Έλληνες αποφεύγουν τους ποσοτικούς υπολογισμούς και κάποιες, απλές έστω, πειραματικές αποδείξεις. «Το γιατί οι Έλληνες», γράφει ο W.K. Guthrie, «παρά την λαμπρότητα του πνεύματός τους, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο τις πειραματικές μεθόδους και δεν σημείωσαν καμία πρόοδο στην ανακάλυψη συσκευών για τον έλεγχο των πειραμάτων είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο.
Σε κάποια μικρή έκταση, όσοι ακολουθούσαν την ιωνική παράδοση έκαναν χρήση της παρατήρησης αλλά όχι συστηματικά μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, και δεν είχαν ιδέα για το ελεγχόμενο πείραμα. Η κληροδοσία τους έγκειται αλλού: στις εκπληκτικές δυνατότητες που είχαν για επαγωγικούς συλλογισμούς». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της οράσεως, που πρώτος εισήγαγε ο Εμπεδοκλής και προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιου είδους οπτικών ακτίνων, επιβίωσε με διάφορες παραλλαγές για πολλούς αιώνες.
Παράλληλη πορεία ακολούθησε η συμπληρωματική –και εν μέρει ανταγωνιστική– θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε από τους ατομιστές φιλοσόφους και απέδιδε την όραση σε είδωλα που ίπτανται στον χώρο μέχρις ότου συλληφθούν από το μάτι και την ψυχή. Όσο για την αριστοτελική αντίληψη περί διαφανούς μέσου, παρά την αυθεντία του εμπνευστή της και ενώ δεν συγκρούεται ουσιαστικά με την ύπαρξη των οπτικών ακτίνων, ελάχιστα επηρεάζει τα πράγματα. Κινείται υπερβολικά στον χώρο του αφηρημένου, και εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του σπουδαίου φιλοσόφου να κατανοήσει ικανοποιητικά τις αισθήσεις.
Από μια άποψη, αυτό αποτέλεσε πραγματική τύχη για την ιστορία του φωτός. Είναι γνωστό ότι οι αυθεντίες, στην επιστήμη όσο και στην ζωή, παρασύρουν εμάς τους άλλους όχι μόνον στις μεγάλες τους ιδέες, αλλά και στα λάθη τους.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα, γίνεται εμφανής μια στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τα προβλήματα της ζωής. Η ριζική αυτή στροφή εξέφραζε την αντίδραση του κοινού νου κατά του κόσμου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, ο οποίος ήταν ακατανόητος και απόμακρος.
Η άνοδος μιας καινούργιας τάξης, εκείνης των σοφιστών, που κέρδιζαν τα προς το ζην καθοδηγώντας τους ανθρώπους σε πρακτικά θέματα, υπήρξε αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής ανθρωποκεντρικής στροφής. Τους σοφιστές διέκρινε ο σκεπτικισμός, που έφθανε μέχρι την ειρωνεία, για τις απόλυτες αξίες και την γνώση. Στον μεταβατικό αυτό κόσμο των ιδεών εμφανίσθηκε ο Σωκράτης, που προσπάθησε να αποκαταστήσει το κλονισμένο κύρος της φιλοσοφίας και των ηθικών αξιών· ενώ ο Πλάτων, ο προικισμένος μαθητής του, έκανε έργο ζωής του την διάδοση και την διεύρυνση της σωκρατικής διδασκαλίας –που παρέμενε προφορική– και των ηθικών της διδαγμάτων.
Μετά τον θάνατο του Σωκράτη και πολλές περιπετειώδεις περιπλανήσεις, ο Πλάτων επανακάμπτει στην Αθήνα, όπου ιδρύει ένα είδος φιλοσοφικής σχολής, την φημισμένη Ακαδημία. Έγραψε περί τους 30 διαλόγους, που κινούνται γύρω από την μεταφυσική, την ηθική ή την πολιτική. «Η πλατωνική φιλοσοφία», επισημαίνει ένας βαθύς μελετητής της, ο Βασίλης Κάλφας, «μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης ενός νέου τρόπου ζωής: του φιλοσοφικού βίου απέναντι στον βίο που ευαγγελίζονται αφενός οι ποιητές και αφετέρου οι σοφιστές.
Η πολυσυζητημένη εξορία των ποιητών από την πλατωνική πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη μιας παιδείας και ενός τρόπου ζωής που στηριζόταν στην μνήμη, την προφορικότητα και το εθιμικό δίκαιο υπέρ μιας νέας παιδείας που στηρίζεται στο έλλογο επιχείρημα, στην γραφή και στον νόμο». Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τον κορυφαίο σύγχρονο φιλόσοφο Alfred Whitehead, όλη η μεταγενέστερη δυτική φιλοσοφία μπορεί να αναγνωσθεί σαν απλές υποσημειώσεις στον Πλάτωνα. Παρά την φαινομενική του υπερβολή, το σχόλιο αυτό απηχεί το ιστορικό βάρος αλλά και την αντοχή στον χρόνο του πλατωνικού έργου.
Ο Πλάτων δεν ενεργεί σαν αυθεντία: παρακινεί, αντίθετα, στην αναζήτηση της αλήθειας, θέτει αλλεπάλληλα ερωτήματα και προσπαθεί να κλονίσει προϋπάρχουσες βεβαιότητες. Έτσι, επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο των διαλόγων του τον Σωκράτη, όχι απλώς ως αναφορά στον δάσκαλό του, αλλά για να αποκαλύψει με την «μαιευτική μέθοδο» την πλάνη των αισθήσεων και των φαινομένων. Με απαράμιλλο τρόπο, στο έργο του αναδύεται η διαλεκτική πορεία προς τις αιώνιες, αρχετυπικές ιδέες του αγαθού, του κάλλους, της αλήθειας, που μόνον ατελείς απομιμήσεις τους απαντούν στον καθημερινό κόσμο.
Όσον αφορά όμως το φως και την λειτουργία της οράσεως, λίγα έχει να προσθέσει το έργο αυτό σε όσα ο Εμπεδοκλής και οι ατομιστές φιλόσοφοι επρέσβευαν. Αποτελεί, ωστόσο, μια σύνθεση πληρέστερη· και θεωρεί ότι το φως που ξεκινά από το μάτι έχει έναν ρόλο ίσης σπουδαιότητας με το φως του Ήλιου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα, ένα απαλό φως που οφείλεται στην εσώτερη φλόγα του ματιού συνενώνεται με το φως της ημέρας, και σχηματίζει έτσι μια ομοιογενή φωτεινή ουσία. Η ουσία αυτή αποτελεί την γέφυρα που επιτρέπει στις εικόνες του εξωτερικού κόσμου να φθάσουν στην ψυχή. Υπάρχει, επομένως, μια βαθύτερη αρμονία ανάμεσα στην λειτουργία του ματιού και στον Ήλιο. Η ίδια ιδέα ανακλάται, πολλούς αιώνες αργότερα, στους στίχους του Γκαίτε:
«Εάν το μάτι δεν ήταν όπως ο Ήλιος πώς θα μπορούσαμε να βλέπομε το φως; Εάν η δύναμη του Θεού και η δική μας δεν ήταν ένα, πώς θα μπορούσε το έργο του να γοητεύει τη ματιά μας;»
Όσα πάντως σχετίζονται με τις αισθήσεις απαντούν σε έναν από τους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο. Εκεί ο φιλόσοφος πραγματεύεται με ποιητική γλώσσα την δημιουργία του κόσμου, και περιγράφει τις θεμελιώδεις δομές του. Τονίζει χαρακτηριστικά: «Το πρώτο όργανο που έπλασαν οι θεοί ήταν τα μάτια που μας φέρνουν το φως… Επέτρεψαν στην ανόθευτη φωτιά, που βρίσκεται μέσα μας και είναι αδελφή της άλλης, να ρέει διαμέσου των ματιών, λεία και πυκνή…»
Όταν λοιπόν υπάρχει ολόγυρα φως της ημέρας, τότε το ρεύμα της όρασής μας βγαίνει από τα μάτια και, καθώς το όμοιο έλκεται από το όμοιο, συνενώνεται με το έξω φως· δημιουργείται έτσι ένα ομοιογενές σώμα, οικείο σε μας, στην ευθεία των ματιών, οπουδήποτε και αν βρίσκεται το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο προσκρούει το ρεύμα αυτό.
Εξαιτίας της ομοιογένειας, το προϊόν της συνένωσης αυτής αποκτά παντού ίδιες ποιότητες, είτε προέρχεται από την πρόσκρουση του ίδιου του ρεύματος σε ένα αντικείμενο είτε από την πρόσκρουση ενός αντικειμένου στο ρεύμα, και μεταφέρει τις κινήσεις που προκαλούνται κατά την πρόσκρουση όλου του σώματος στην ψυχή, με αποτέλεσμα την γέννηση της αίσθησης που ονομάζουμε όραση».
Όπως φαίνεται και από άλλα αποσπάσματα του πλατωνικού έργου, ο φιλόσοφος θεωρεί ότι ένας μηχανισμός απορροών υποστηρίζει την λειτουργία των αισθήσεων. Τα αισθητήρια όργανα διαθέτουν μικροσκοπικούς πόρους και, καθώς τα σωματίδια του ήχου ή του χρώματος έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος, διεισδύουν ανάλογα με το αν το όργανο είναι σχεδιασμένο για την όραση ή την ακοή.
Ο μηχανισμός της οράσεως είναι, συνεπώς, πολύπλοκος. Χρειάζεται να συνδέσει τα σωματίδια αυτά με την φλόγα που εκπηγάζει από το μάτι, αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα του χρώματος και του σχήματος, και μεταφέρει τις πληροφορίες στην ψυχή. Είναι λοιπόν συχνά σε θέση να δημιουργήσει, κατά τον Πλάτωνα, αυταπάτες ή πλάνες. Μια παρόμοια πλάνη είναι το ουράνιο τόξο: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και οι παράδοξες εικόνες των αντικειμένων σε έναν κυρτό καθρέφτη. Μόνον ο αιώνιος, αμετάβλητος κόσμος των ιδεών, που ως μάτι έχει την ψυχή και τον Θεό ως πηγή φωτός, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη βάση της αλήθειας.
Ας σημειωθεί ότι ο πλατωνικός θεός είναι μια καλλιτεχνική φύση, που σμιλεύει τον υπαρκτό κόσμο με βάση ένα ιδεατό πρότυπο· και την τελειότητα του προτύπου προσπαθεί να προσεγγίσει με κόπο. Eντυπωσιακή είναι άλλωστε η θέση που επιφυλάσσει ο πλατωνικός διάλογος στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια μικρογραφία του Σύμπαντος. Aν ρυθμίσει, συνεπώς, την στάση του με βάση την αρμονία που διέπει το Σύμπαν, η δράση του θα είναι έλλογη και ηθική. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χαρακτηριστική η αποστολή της οράσεως, η οποία δεν εξαντλείται στις τετριμμένες ανάγκες της καθημερινότητας:
«Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας την δώρισε, για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας. Η εξοικείωση με τις ουράνιες κινήσεις μας επιτρέπει να κατανοούμε την σύμφυτη ορθότητα των μαθηματικών τους σχέσεων, οπότε μπορούμε να διορθώνουμε την πλάνη των εσωτερικών μας κινήσεων μιμούμενοι τις απλανείς θεϊκές τροχιές».
Η θεωρία των αισθήσεων του Πλάτωνα αποτελεί απειροελάχιστο μόνον ψήγμα του φιλοσοφικού του έργου. Η σχετικά εκτεταμένη αναφορά σε αυτήν, πέραν του ειδικού βάρους που φέρει ο φιλόσοφος, έχει και μια άλλη αιτία. Μέχρι τον 11ο μ.Χ. αιώνα, ο Τίμαιος ήταν ο μόνος μεταφρασμένος στα λατινικά διάλογος του Πλάτωνα, και είχε τεράστια απήχηση στον χριστιανικό και αργότερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Ανάμεσα σε άλλα, συνετέλεσε έτσι στην διάδοση των προσωκρατικών ιδεών. Η δημιουργία του κόσμου από μια αγαθοεργό θεότητα ήταν, άλλωστε, σύμφωνη με τα χριστιανικά δόγματα. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η ισχυρή επίδραση που ασκεί το πλατωνικό έργο στην χριστιανική σκέψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οκτώ αιώνες αργότερα, ο άγιος Αυγουστίνος, στο Περί Γενέσεως σύγγραμμά του, επαναλαμβάνει όσα ο Πλάτων πρεσβεύει για την λειτουργία της οράσεως. Και καταλήγει:
«Πάντως, το φως που υπάρχει στο μάτι, σύμφωνα με όσα λένε οι αυθεντίες, είναι τόσο ασθενικό, που χωρίς την βοήθεια του εξωτερικού φωτός δεν θα βλέπαμε».
Ας σημειωθεί ότι όσα εγνώριζε ο τέταρτος π.Χ. αιώνας γύρω από την ιατρική και την αστρονομία, την ψυχολογία και τις φυσικές επιστήμες, συνοψίζονται με ενάργεια στον πλατωνικό Τίμαιο.
Σήμερα, που η επιστημονική γνώση εμφανίζεται εν πολλοίς στείρα και εξειδικευμένη, ο πλατωνικός διάλογος εξακολουθεί να διδάσκει την ανάγκη της ενοποιητικής ματιάς και της συνολικής θεώρησης του κόσμου.
Αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κάθε άνθρωπος αντιδρά και αγαπά με διαφορετικό τρόπο, ίσως, δεν θα πρέπει να έχουμε μια αυστηρά συγκεκριμένη ιδέα για το πως πρέπει να είναι οι σχέσεις στην έναρξη και την πορεία τους.
Ο κάθε άνθρωπος έχει μοναδικές περιστάσεις, ανάγκες και προσδοκίες.
Οι σχέσεις θέλουν δουλειά, συνεργασία και αυτογνωσία. Αυτό συμβαίνει γιατί πρώτα περνούν από τις Συμπληγάδες της Λογικής και επιπλέον κάνουν συνεχείς στάσεις στο «παρελθοντικό αποθηκευτικό» του κάθε ανθρώπου. Εκεί που βρίσκονται όλες οι προηγούμενες εμπειρίες, οι φόβοι, τα απωθημένα, οι απορρίψεις.
Παρόλα αυτά κάποια σημάδια σου δείχνουν ξεκάθαρα για το αν αξίζει να συνεχίζεις να χτυπάς σε μια πόρτα που δεν θα ανοίξει ποτέ για σένα. Είναι η βάση και τα απολύτως αυτονόητα για να πας παρακάτω.
Κάποιος που ενδιαφέρεται να σε γνωρίσει και θέλει να είσαι στην ζωή του, θα βρει πάντα χρόνο, τρόπο και διάθεση να το κάνει. Οι μικρές θυσίες αξίζουν τον κόπο. Δεν είσαι ποτέ αγγαρεία για τον άλλον αλλά ευχαρίστηση. Δεν υπάρχει μυστικοπάθεια και ασυνέπεια. Αν αντιθέτως αποφεύγει και ακυρώνει συνεχώς τις συναντήσεις σας, αγνοεί τις κλήσεις σου, εξαφανίζεται για μέρες και αδιαφορεί για ό,τι συμβαίνει και στην δική σου ζωή- μάλλον είναι κάπου άλλου ή απλά δεν θέλει να είναι εκεί που είσαι εσύ. Ακόμη και αν δεν έχει πάντα την ευγενή καλοσύνη να το παραδεχτεί ανοιχτά.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος, οι περίεργες και άσχημες συμπεριφορές δεν έχουν να κάνουν πάντα με την αξία και τη συμπεριφορά σου. Με το αν σε θέλει ή του/ της αρέσεις διότι κάτι τέτοιο μπορεί και να ισχύει. Οι σχέσεις όμως δεν κτίζονται σε «τουριστικό ενδιαφέρον». Διαφοροποιούνται από το φλερτ, τις γνωριμίες μιας νύχτας και τις κοινωνικές επαφές.
Ας μη ξεχνάμε ότι θα υπάρχει πάντα μια κατηγορία ανθρώπων που ανεξάρτητα από ποιον θα γνωρίσουν, δεν ξέρουν, δεν θέλουν ή δεν μπορούν να είναι με κάποιον άλλον σε μια υγιή αμφίδρομη σχέση.
Όταν γνωρίσουν κάποιον που εκφράζει με ειλικρίνεια τα συναισθήματα του και κινείται λίγο πιο βαθιά από την επιφάνεια, οπισθοχωρούν πανικόβλητοι. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν συνηθίσει να κυνηγούν άπιαστες καταστάσεις, να τους φέρονται άσχημα ή να είναι σε σχέσεις χωρίς καμία συναισθηματική εμπλοκή, με άτομα απόμακρα και εγωκεντρικά. Στην ουσία έχουν συνηθίσει να είναι μόνοι με τους φόβους τους.
Αξίζει να διεκδικούμε και να προσπαθούμε όταν θέλουμε κάποιον τόσο πολύ; Αξίζει να συνεχίζουμε να δεχόμαστε τους κραδασμούς και τα χτυπήματα για μια σχέση που θεωρούμε σημαντική; Ο καθένας μπορεί να επιλέξει ό,τι πιστεύει ότι του αξίζει, αρκεί να μην τρέφει ψευδαισθήσεις.
Αρκεί να μην μπερδεύει τον εγωισμό με την αυτοεκτίμηση. Το αληθινό πάθος και την αγάπη με την εμμονή και την φαντασίωση. Τις προκλήσεις και τρικυμίες μιας ισότιμης σχέσης με το τοξικό μοτίβο ενός αταίριαστου έρωτα, ενός έρωτα χωρίς ανταπόκριση.
Να θυμάστε ότι ένας μεγάλος έρωτας μπορεί να περάσει από 40 κύματα. Μπορεί να είναι αντισυμβατικός. Μπορεί να μην κρατήσει για πάντα. Είναι όμως, πάντα αμοιβαίος. Και αυτή είναι η ανεξίτηλη ομορφιά του.