Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το ποίημα του Παρμενίδη αποτέλεσε ορόσημο στην ιστορία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Κανένας σοβαρός στοχαστής δεν θα ήταν δυνατόν να αγνοήσει το έργο του το οποίο, όμως, θέτει δυσεπίλυτα προβλήματα στην κοσμολογία και την επιστημονική έρευνα. Η πρώτη γενιά μετά τον Παρμενίδη περιλαμβάνει στοχαστές που επιθυμούσαν να συνεχίσουν την παράδοση της θεωρητικής σκέψης των Ιώνων φιλοσόφων. Πώς, όμως, τον αντιμετώπιζαν; Ποια επίδραση ασκούσε στο έργο τους η διδασκαλία του; Οι πρώτοι νεο-Ίωνες φιλόσοφοι, όπως έχουν αποκληθεί, ήταν ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας. Η προσέγγιση που επιχειρούν οι δύο φιλόσοφοι παρουσιάζει ορισμένες έντονες διαφορές, αλλά και αρκετές ομοιότητες. Είναι σχεδόν σύγχρονοι και, όπως θα δούμε, επιχειρούν παρόμοιες κινήσεις στον τρόπο που πραγματώνουν την επιστημονική θεωρητική τους σκέψη. Ας εξετάσουμε πρώτα τα φιλοσοφικά συστήματα του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα και ας συζητήσουμε στη συνέχεια την απάντησή τους στον Παρμενίδη.
1. ΕΜΠΕΔΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ
Ο Εμπεδοκλής, αφού πρώτα μας προειδοποιεί να αναζητήσουμε μια ισόρροπη αξιολόγηση της μαρτυρίας των αισθήσεων (DK31B3), στη συνέχεια προχωρεί στον προσδιορισμό των βασικών συστατικών του σύμπαντος και αναπτύσσει μια κοσμολογία βασισμένη σε αυτά τα συστατικά. Υπάρχουν τέσσερα ριζώματα: η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά (DK31B6) τα οποία συνδυασμένα σε ακέραιες αναλογίες σχηματίζουν μείγματα. Για παράδειγμα, τα κόκκαλα αποτελούνται από δύο μέρη γης, τέσσερα μέρη φωτιάς, και δύο μέρη νερού (Β96) και αίματος σε ποσοστά ανάλογα προς τα τέσσερα ριζώματα (Β98). Τα ριζώματα πάντοτε είναι αυθύπαρκτα, αλλά δεν εμφανίζονται πάντοτε σε μας, καθώς ενίοτε αναμειγνύονται μεταξύ τους. Κατά συνέπεια, αποτελούν αμετάβλητες πρώτες ύλες οι οποίες κατέληξαν στην αρχαιότητα να είναι γνωστές ως τα τέσσερα στοιχεία: ἔτι δέ τά ὡς ἐν ὕλης εἴδει λεγόμενα στοιχεία τέτταρα πρῶτος εἶπεν (DK31A37) [«επιπλέον, ήταν ο πρώτος που είπε ότι τα «στοιχεία» της ύλης είναι τέσσερα», (μτφρ. Δ.Κ.)].
Σε μια εντυπωσιακή παρομοίωση, ο Εμπεδοκλής παραβάλλει τη φύση προς τους ζωγράφους:
ὡς δ’ ὁπόταν γραφέες ἀναθήματα ποικίλλωσιν
ἀνέρες ἄμφί τέχνης ὑπό μήτιος εὖ δεδαῶτε,
οἵτ' ἐπεί οὖνμάρψωσι πολύχροα φάρμακα χερσιν,
ἅρμονίῃ μείξαντε τά μέν πλέω, ἄλλα δ' ἐλάσσω,
ἐκ τῶν εἴδεα πᾶσιν ἀλίγκια πορσύνονσι,
δένδρεα τέ κτίζοντε καί ἀνέρας ἠδέ γυναίκας
θήρας τ' οἰωνούς τέ καί ὑδατοθρέμμονας ἰχθῦς
καί τέ θεούς δολιχαίωνας τιμῇσι φερίστους (DK31B23.1-8).
[«όπως όταν οι ζωγράφοι κοσμούν αναθήματα, άνδρες επιδέξιοι στην τέχνη τους χάρη στη σοφία τους, οι οποίοι σαν πιάσουν στα χέρια τους πολύχρωμες βαφές και αρμονικά τις αναμείξουν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες αναλογίες φιλοτεχνούν από αυτές μορφές που μοιάζουν με όλα: δένδρα και άνδρες και γυναίκες θηρία, πουλιά και ψάρια θρεμμένα στο νερό και θεούς μακρόβιους που απολαμβάνουν τις μέγιστες τιμές»].
Όπως ένας ζωγράφος μπορεί με ελάχιστα χρώματα να παραστήσει ποικίλες μορφές τελείως διαφορετικών πραγμάτων, ανάλογα και η φύση μπορεί με ελάχιστα στοιχεία να δημιουργήσει κάθε φυσική ουσία.
Σε μια σχετική με τα φαινόμενα αυτά συζήτηση, ο Εμπεδοκλής εισάγει επίσης δύο προσωποποιημένες δυνάμεις, τη Φιλότητα και το Νεῖκος η πρώτη συνενώνει τα στοιχεία, ενώ η δεύτερη τα διαχωρίζει (DK31B17.19 κ.εξ.). Ο Εμπεδοκλής υποστηρίζει ότι η Φιλότης και το Νεῖκος εκτείνονται στον χώρο, αλλά είναι δυνάμεις αόρατες. Υπάρχει κάποια διαφωνία αναφορικά με τον τρόπο που οι εν λόγω δυνάμεις δρουν· είναι, ωστόσο, προφανές ότι η Φιλότης συνενώνει στοιχεία ανόμοια ενώ το Νεΐκος τα διαχωρίζει. Καμία δύναμη δεν κρίνεται, για παράδειγμα, απαραίτητη, προκειμένου η γη να ενωθεί με τη γη, αλλά κάποια δύναμη είναι αναγκαία για τη συνένωση της γης είτε με το νερό είτε με τον αέρα είτε με τη φωτιά. Οι δυνάμεις της Φιλότητος και του Νείκους σχηματίζουν τον κόσμο δρώντας αμφίδρομα. Η πρώτη δύναμη συγκεντρώνει τα στοιχεία σε αρμονική διάταξη, και σε τελική ανάλυση ενοποιεί όλα τα πράγματα σε ένα απόλυτα ομοιογενές μείγμα μέσα στην κοσμική σφαίρα (σφαῖρος). Ενδέχεται, ωστόσο, το Νεΐκος να εισέρχεται στη Σφαίρα από έξω, να διατα- ράσσει την ενότητά της και να επισπεύδει τον διαχωρισμό των στοιχείων. Από τα κατακερματισμένα μέρη της Σφαίρας προκύπτει ένας κόσμος, στον οποίο εμφανίζονται διαφορετικές μάζες από γη, νερό, αέρα και φωτιά και δημιουρ- γούνται τα φυτά και τα ζώα. Στο σημείο αυτό εγείρονται διαφωνίες σχετικά με το τι συμβαίνει. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το Νεῖκος συνεχίζει να διαχωρίζει τα στοιχεία έως ότου η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά αποσπασθούν πλήρως το ένα από το άλλο και διαστρωματωθούν στα ομόκεντρα στρώματά τους, χωρίς να επιτρέπουν ούτε ενώσεις ούτε έμβια όντα· στο σημείο αυτό η Φιλότης αρχίζει να εξαπλώνεται από το κέντρο της κοσμικής Σφαίρας και να σχηματίζει και πάλι ενώσεις συμπεριλαμβανομένων των έμβιων όντων. Η ιδέα φαίνεται ότι υπόκειται στο απ. Β35.3-13:
ἐπεί Νεῖκος μέν ἐνέρτατον ἵκετο βένθος
δίνης, ἐν δέ μέςῃ Φιλότης στροφάλιγγι γένηται
ἐν τῇ δή τάδε πάντα συνέρχεται ἕν μόνον εἶναι,
οὐκ ἄφαρ, ἀλλά θέλημα συνιστάμεν’ ἄλλοθεν ἄλλα.
τῶν δέ τέ μισγομένων χεῖτ’ ἐθνεα μυρία θνητῶν·
πολλά δ' ἄμικτ'ἔστηκε ἐναλλάξ κεραιομένοισιν,
ὅδσσ' ἔτι Νεῖκος ἔρυκε μετάρσιον· οὐ γάρ ἀμεμφέως
πω πᾶν ἐξέστηκεν ἐπ' ἔσχατα τέρματα κύκλου
ἀλλά τά μέν τ' ἐνέμιμνε μελέων τά δέ τ' ἐξεβεβήκει.
ὅσσον δ' αἰέν ὑπεκπροθέοι, τόσον αἰέν ἐπῃει
ἠπιόφρων Φιλότητος ἀμεμφέος ἄμβροτος ὁρμή
[«όταν έφθασε το Νεῖκος στα τρίσβαθα της δίνης και βρέθηκε η Φιλότης στη μέση του στροβίλου όλα τούτα άρχισαν να συγκεντρώνονται και να γίνονται ένα μόνο, όχι ξαφνικά, αλλά εκούσια σμίγοντας το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί. Και από την ανάμειξή τους ξεχύθηκαν αμέτρητα γένη θνητών πολλά όμως που δεν αναμείχθηκαν εναλλάσσονταν με εκείνα που αναμείχθηκαν, όλα εκείνα που συγκροτούσε το Νεῖκος από ψηλά' γιατί δεν είχε ακόμα άμεμπτα αποσυρθεί ολόκληρο στις εσχατιές του κύκλου, μα άλλα τμήματα παρέμεναν στα μέλη του, ενώ άλλα είχαν βγει έξω απ’ αυτά. Και όσο έτρεχε ολοένα να ξεφύγει, τόσο έτρεχε ξοπίσω της η καλόγνωμη αθάνατη ορμή της άμεμπτης Φιλότητος».]
Η Φιλότης συμβάλλει, ώστε η ανάμειξη να πραγματοποιείται, όταν κυριαρχεί η δύναμη αυτή και το Νεῖκος αποχωρεί προς την περιφέρεια του κόσμου. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ποτέ δεν συντελείται ολοκληρωτικός διαχωρισμός των στοιχείων, παρά υφίσταται μόνο αδιάκοπη διαπάλη μεταξύ Νείκους και Φιλότητος, όπου τελικά νικά η Φιλότης καθώς σχηματίζει εκ νέου τη Σφαίρα στο πλαίσιο μιας ατελεύτητης κυκλικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, συντελούνται δύο διακριτές δημιουργίες φυτών και ζώων, η μία κατά το στάδιο εκείνο όπου επεκτείνει την κυριαρχία του το Νεῖκος και η άλλη κατά το στάδιο όπου επεκτείνεται η κυριαρχία της Φιλότητος. Ενώ ενισχύεται η κυριαρχία του Νείκους, οι ὁλοφυεῖς μορφές αναδύονται από τη γη καθώς πραγματοποιείται ο κοσμικός διαχωρισμός των στοιχείων. Αυτά σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις διαφοροποιούνται βαθμιαία, και τρέπονται σε βιώσιμα πλάσματα. Αργότερα, η παραγωγή αυτή θα χαθεί, καθώς το Νεῖκος επιφέρει ολοκληρωτικό διαχωρισμό κάθε στοιχείου και επιστροφή του στο δικό του στρώμα. Όταν η Φιλότης αρχίσει να επιβάλλεται, πρώτα σχηματίζονται από τα στοιχεία μεμονωμένα μέλη, τα οποία συνενώνονται σε τυχαίους συνδυασμούς προκαλώντας τερατογενέσεις όπως «ανθρωπόμορφα βόδια» [βουγενῆ ἀνδρόπρωρα] και «ανθρώπους με κεφάλι βοδιού» [ἀνδροφυῆ βούκρανα]. Αυτά τα τερατόμορφα όντα δεν μπορούν να επιβιώσουν και χάνονται. Όταν όμως τα μέλη ενιόνονται σε βιώσιμους συνδυασμούς, τα πλάσματα που προκύπτουν επιβιώνουν και αναπαράγονται. Ο Εμπεδοκλής με την περιγραφή της παραγωγής των μορφών ζωής από μέλη, γίνεται προάγ- γελος των σύγχρονων βιολογικών θεωριών. Παρόλο που δεν διατυπώνει μια θεωρία σταδιακής εξέλιξης, η δική του θεωρία προϋποθέτει οπιοσδήποτε την αρχή της φυσικής επιλογής, για να εξηγηθούν οι υπάρχουσες μορφές ζωής. Ο Αριστοτέλης (Φυσικά, 2. 8) επικρίνει τον Εμπεδοκλή για τον λόγο ότι προσέ- δωσε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην τύχη κατά την παραγωγή των φυσικών ειδών· ο Εμπεδοκλής, ωστόσο, στο σημείο αυτό βρίσκεται πιο κοντά στη σύγχρονη επιστήμη απ΄ ότι ο Αριστοτέλης.
Πολλές λεπτομέρειες του κοσμικού κύκλου του Εμπεδοκλή παραμένουν αδιευκρίνιστες· είναι ωστόσο σαφές ότι κύριο θέμα του αποτελεί η αδιάκοπη εναλλαγή των διαδικασιών ένωσης και χωρισμού που παράγουν μία μορφή ζωής από πολλές, και πολλές μορφές ζωής από μία:
καί ταῦτ'ἀλλάσοντα διαμπερές οὐδαμά λήγει
ἄλλοτε μέν Φιλότητι συνερχόμεν' εἰς ἕν ἅπαντα
ἄλλοτε ὅ' αὖ δίχ' ἕκαστα φορεύμενα Νείκεος ἔχθει.
<οὕτως ᾖ μέν ἕν ἐκ πλεόνων μεμάθηκε φύεσθαι>
ἠδέ πάλιν διαφύοντος ἑνός πλέον’ ἐκτελεθουσι,
τῇ μέν γίγνονται τέ καί οὔ σφισιν ἔμπεδος αἰών·
ᾖ δέ διαλλάσοντα διαμπερές οὐδμά λήγει,
ταύτῃ δ’ αἶεν ἔασιν ἀκίνητοι κατά κύκλον.
(DK31B17.6-13)
[«και αυτά δεν σταματούν να αλλάζουν συνεχώς, καθώς άλλοτε υπό το κράτος της Φιλότητος ενώνονται και γίνονται όλα ένα, κι άλλοτε πάλι η εχθρότητα του Νείκονςτα χωρίζει το ένα από το άλλο. Έτσι, όσο έχουν συνηθίσει να γίνονται ένα από πολλά και όταν το ένα αναπτύσσεται χωριστά να γίνονται πάλι πολλά τόσο γεννιούνται και δεν έχουν σταθερή ζωή, όσο, όμως, δεν σταματούν να εναλλάσσονται αδιάκοπα τόσο μένουν πάντα ακίνητα στον κύκλο»].
Ο Εμπεδοκλής αναγνωρίζει τη συμμετρία των αντίπαλων διαδικασιών της ένωσης και του διαχωρισμού σταθμίζοντας ισόρροπα αντίθετους στίχους. Αποδέχεται τον συνεχή χαρακτήρα της διαδικασίας επαναλαμβάνοντας τις περιγραφικές του αναφορές. Στον κύκλο του έχουν τη θέση τους και το ένα και τα πολλά, και εντοπίζεται μια σταθερότητα που γίνεται φανερή στις επαναλήψεις του ίδιου του κύκλου, όπως ρητά φανερώνει ο στίχος 13. Έτσι, ο Εμπεδοκλής ορίζει ως γνωρίσματα της δυναμικής του κοσμοαντίληψης το ένα και τα πολλά, την κίνηση και την ακινησία, και μάλιστα την ακινησία στο πλαίσιο της κίνησης.
Στην περί ψυχής θεωρία του ο Εμπεδοκλής εισάγει αυτό που φαίνεται να αποτελεί υπερβατικό παράγοντα. Οι άνθρωποι έχουν αθάνατη ψυχή, που εξαιτίας των αμαρτημάτων τους είναι εξόριστη από τον ευλογημένο τόπο κατοικίας της. Περιπλανώμενη από τόπο σε τόπο διαμένει εκ περιτροπής σε διαφορετικά σώματα ώσπου να πράξει το δίκαιο και έτσι να καταστεί ικανή να ξεφύγει από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων. Αυτή η θρησκευτική διδασκαλία, επηρεασμένη πιθανώς από πυθαγόρειες διδαχές, διακρίνει τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή από αυτή των άλλων νέο-Ιώνων φιλοσόφων. Είναι ατελεύτητες οι διαφωνίες που διατυπώνονται πάνω στο ζήτημα αν οι θρησκευτικές και οι περί ψυχής απόψεις του μπορούν να συμβιβασθούν με τη φυσική φιλοσοφία τον. Ο Εμπεδοκλής, τόσο στο ύφος όσο και στη φιλοσοφία του, υιοθετεί στοιχεία από τον χώρο της θρησκείας, καθιός παρουσιάζει τη θεωρία του για τη φύση, όπως και για την ψυχή, σε εξάμετρους στίχους τους οποίους δανείζεται, όπως ο Παρμενίδης, από την επική παράδοση. Η γλώσσα του απηχεί τη γλώσσα του Παρμενίδη, αλλά ο ίδιος επιδιώκει έναν πιο χυμώδη λόγο που βρίθει από προσωποποιήσεις, μεταφορές και μυθολογικά μοτίβα.
Αντίθετα, ο Αναξαγόρας γράφει στον νηφάλιο πεζό λόγο των Ιώνων αναπτύσσοντας ένα πιο παραδοσιακό είδος κοσμογονίας. Σύμφωνα με την περίφημη εισαγωγική διατύπωσή του, «όλα τα πράγματα ήταν μαζί, άπειρα και στο πλήθος και στο μικρό τους μέγεθος» (DK59B1) [όμοϋ χρήματα πάντα ήν. άπειρα καί πλήθος καί σμίκρότητα], Ο κόσμος προήλθε από το αρχέγονο μείγμα όταν ο κοσμικός Νους άρχισε μια περιστροφική κίνηση, η οποία διαχώρισε διαφορετικά μεταξύ τους υλικά. Καθώς τα βαριά και υγρά συγκεντρώνονταν στο κέντρο και τα ελαφρά και ξηρά μεταφέρονταν στην περιφέρεια, άρχισαν να προβάλουν τα όρια του κόσμου. Ορισμένα βαριά σώματα περιστράφηκαν με τη δίνη και ανεφλέγησαν με την τριβή, (άστε να σχηματίσουν τα ουράνια σώματα.
Η περιστροφική κίνηση συνεχίζει να εξαπλώνεται μέσα στο άπειρο σύμπαν αλλά δεν συντελείται κανένας κυκλικός σχηματισμός και καμία καταστροφή του κόσμου, όπως στον Εμπεδοκλή, αλλά μόνο μια αέναη εξάπλωση.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, στον βαθμό που μας επιτρέπουν οι πενιχρές λεπτομέρειες των αποσπασμάτων, ότι ο Αναξαγόρας αποδεχόταν έναν απροσδιόριστο αριθμό διαφορετικών ουσιών ως δομικών μονάδων του κόσμου του. Αναφέρει ως παραδείγματα τον αέρα, τον αιθέρα (το ανοπερο στρώμα του πύρινου αέρα) και τη γη (απ. Bl, Β4), και οι αρχαίες πηγές προσθέτουν βιολογικά στοιχεία και ουσίες, όπως το αίμα, τη σάρκα και τα κόκκαλα. Ο Αναξαγόρας έκανε, επίσης, λόγο και για αντίθετες ποιοτικές ιδιότητες όπως το θερμόν και το ψνχρόν, το δίερόν και το ξηρόν, το λαμπρόν και το ζοφερόν στο ίδιο πλαίσιο συμφραζομένων όπου έκανε λόγο και για τις ουσίες (απ. Β4). Ορισμένοι σύγχρονοι ερμηνευτές επιχείρησαν να εξηγήσουν ουσίες όπως η σάρκα και το αίμα ως συνδυασμούς αντιθέτων, με τρόπο ανάλογο προς τον Εμπεδοκλή, ο οποίος πρέσβευε τον συνδυασμό στοιχείων για τον σχηματισμό μειγμάτων με άλλα λόγια, αντιμετωπίζουν τη σάρκα ως έναν συγκεκριμένο συνδυασμό θερμού και ψυχρού, υγρού και ξηρού, φωτεινού και σκοτεινού κ. ο. κ. σε καθορισμένες αναλογίες. Τα κείμενα, ωστόσο, δεν μας προσφέρουν καμία μαρτυρία για μια τέτοια αναγωγή, θέση σύμφωνη τουλάχιστον με τη διακήρυξη του Αναξαγόρα ότι τα αντίθετα θα έπρεπε να θεωρηθούν ουσίες όπως η γη και ο αέρας. Φαίνεται, συνεπώς, να προϋποθέτει τόσα στοιχεία όσες είναι και οι πρώτες ύλες και, ίσως, όσες είναι οι ποιοτικά καθορισμένες μορφές ύλης. Επαναλαμβάνει την αρχή ότι «το καθετί είναι αναμιγμένο με το καθετί» (απ. Β12) [εν παντί γάρ παντός μοίρα ένεση], εννοώντας πιθανώς ότι κάθε ύλη είναι ανα- μιγμένη με κάθε άλλη ύλη, με μια μόνο εξαίρεση: ο Νοϋς διακρίνεται από όλες τις άλλες ύλες και εντοπίζεται μόνο σε ορισμένα όντα, πιθανώς τα έμψυχα, χωρίς ποτέ να αναμιγνύεται μαζί τους: «ο Νους είναι άπειρος και αυτοκυβέρνητος και δεν είναι ανάμεικτος με τίποτε, αλλά είναι μόνος και αυτοσύστατος» (απ. Β12, μτφρ Δ. Κ.) [νοϋς δ’ έστιν άπειρον καί αύτοκρατές καί μέμεικται ονδενί χρήματι, αλλά μόνος αυτός έπ’ έωυτοϋ έστιν]. Γνωρίζει και κυβερνά τα πάντα (απ. Β12) [...πάντων νοῦς κρατεῖ...πάντα ἔγνω].
Η φυσική θεωρία του Αναξαγόρα χαρακτηρίζεται από πέντε αξιωματικές θέσεις:
(1) Σύμφωνα με την αρχή του μή γίγνεσθαι, τίποτε δεν γεννιέται και τίποτε δεν χάνεται: τό δέ γίνεσθαι καί ἄπόλλνσθαι οὐκ ὀρθὼς νομίζουσιν οἱ Ἕλληνες· οὐδέν γάρ χρῆμα γίνεται οὐδέ ἀπόλλυται... (DK59B17).
(2) «Συμπαντικό Μείγμα» σημαίνει ότι το καθετί υπάρχει στο καθετί: ἐν παντί γάρ παντός μοῖρα ἔνεστι (DK59B12).
(3) Μέσω της άπειρης διαιρετότητας η ύλη μπορεί να διαιρείται επ’ άπειρον.
(4) Η αρχή της υπεροχής πρεσβεύει ότι όταν μια ουσία κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό σε ένα μείγμα, τότε οι ποιοτικές ιδιότητές της υπερέχουν στην ουσία που προκύπτει από το μείγμα.
(5) Σύμφωνα με την αρχή της ομοιομέρειας (ὁμοιομέρειαι), κάθε φυσική ουσία συντίθεται από μέρη πανομοιότυπα, με άλλα λόγια είναι απόλυτα ομοιογενής.
Τα αποσπάσματα προσφέρουν μαρτυρίες για όλα τα παραπάνω αξιώματα εκτός από το τελευταίο. Τα στοιχεία του Αναξαγόρα συχνά θεωρούνται τελείως ομοιογενή, επειδή ο Αριστοτέλης τα χαρακτηρίζει ομοιομερή (κάθε μέρος τους είναι πανομοιότυπο με το όλο). Τα ομοιομερή του Αριστοτέλη, ο οποίος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα συστατικά των έμβιων όντων, είναι μορφές ύλης που μπορούν να διαιρεθούν σε μέρη πανομοιότυπα με τη συγκεκριμένη ύλη, όπως μια ποσότητα αίματος μπορεί να διαιρεθεί σε μικρότερες ποσότητες αίματος. Δεν είναι, ωστόσο, σαφές αν ο Αριστοτέλης εξηγεί τα στοιχεία του Αναξαγόρα ως ομοιογενή ή απλώς τα ταυτίζει με εκείνα τα σώματα τα οποία, σύμφωνα με το σύστημα του Αριστοτέλη αλλά όχι απαραίτητα του Αναξαγόρα είναι στην πραγματικότητα ομοιογενή, όπως για παράδειγμα η σάρκα και το αίμα. Το μόνο πράγμα που ο Αναξαγόρας ορίζει ρητά ως ομοιογενές είναι ο Νοϋς και προβαίνει στη σύγκρισή του με τη μεταβλητότητα των στοιχείων (κατακλείδα αποσπάσματος Β12). Το τελευταίο, συνεπώς, αξίωμα πρέπει να παραμείνει αμφιλεγόμενο. Είναι όμως φανερό ότι ο Αναξαγόρας εμμένει στα υπόλοιπα αξιώματα και είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι τα τέσσερα πρώτα εναρμονίζονται το ένα προς το άλλο. Ο Αναξαγόρας αναπτύσσει μια θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχει ισχυρό μείγμα όλων των πραγμάτων που φαίνεται ότι συνεχίζεται και σε μικροσκοπικό επίπεδο επ’ άπειρον. Συστατικά μέρη του μείγματος αποτελούν άφθαρτα στοιχεία που γίνονται αισθητά, όταν υπερέχουν ποσοτικά σε ένα εντοπισμένο μείγμα. Οι ποσότητες των στοιχείων μπορούν να ποικίλλουν από σημείο σε σημείο αλλά ίχνη από κάθε στοιχείο εντοπίζονται σε κάθε σημείο.
Μολονότι πολλές λεπτομέρειες στα φιλοσοφικά συστήματα του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα παραμένουν σκοτεινές, μπορούμε να διακρίνουμε σημαντικές ομοιότητες στις φυσικές θεωρίες τους. Και οι δύο στοχαστές θέτουν ως βασικά συστατικά στοιχεία του σύμπαντος φυσικές ουσίες υπό μορφή στοιχείων. Αντίθετα, τα φιλοσοφικά συστήματα των πρώιμων Ιώνων στοχαστών φαίνεται ότι θεσπίζουν βασικές φυσικές ουσίες που μετατρέπονται η μια στην άλλη' για παράδειγμα, ο αέρας του Αναξιμένη όταν αραιώνει τρέπεται σε φωτιά και διαδοχικά σε άνεμο, σύννεφο, νερό, γη και λίθους όταν πυκνώνει. Συχνά, μάλιστα, θεωρούν ότι οι δυνάμεις που προκαλούν τις μεταβολές είναι εγγενείς στη βασική ουσία που ο καθένας τους υιοθετεί, όπως ο αέρας του Αναξιμένη και η φωτιά του Ηράκλειτου που θεωρούνται ότι διαθέτουν μια εγγενή κινητήρια δύναμη. Όμως ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας καθορίζουν εξωτερικές δυνάμεις που επιδρούν στα στοιχεία: ο πρώτος τη Φιλότητα και το Νεϊκος, ο δεύτερος τον Νοϋν. Κατά συνέπεια, αναγνωρίζουν μια διάκριση ανάμεσα στα σχετικά αδρανή στοιχεία και τις κινητήριες δυνάμεις που τα κατευθύνουν. Βέβαια, οι δυνάμεις δεν είναι ακόμα πλήρως αποσπασμένες από την ύλη: από τη μια πλευρά κατέχουν κάποιον χώρο, όπως τα φυσικά σώματα, και από την άλλη ταυτίζονται με πνευματικές ιδιότητες. Συνιστούν έναν ενιαίο τύπο φυσικού πνευματικού όντος αλλά όχι ακόμα μια κατηγορηματικά διακριτή οντότητα.
Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας προσφεύγουν επίσης σε ένα μοντέλο ανάμειξης, προκειμένου να εξηγήσουν τον τρόπο με τον οποίο τα στοιχεία επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο. Κατά κάποιον τρόπο, η αλληλεπίδραση των στοιχείων μοιάζει, για να αναφέρουμε ένα παράδειγμα, με αυτό που συμβαίνει όταν αναμειγνύονται υγρά όπως το νερό και το κρασί. Διάφορα συστατικά εισέρχονται στο μείγμα και προκύπτει ένα χαρακτηριστικό υλικό. Ενώ οι πρώιμοι Ίωνες φιλόσοφοι φαντάζονται μια μοναδική δυναμική ουσία που μεταβάλλεται σε άλλες ουσίες μέσω ενός κύκλου μετασχηματισμών, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας θέτουν ένα πλήθος ουσιών καθορισμένης φύσης που επιδρούν μεταξύ τους σε διαφορετική αναλογία η καθεμιά με σκοπό την παραγωγή ανάμικτων ουσιών. Στη σύλληψή τους μπορεί κανείς θεωρητικά τουλάχιστον να επιχειρήσει μια διάκριση ανάμεσα στα βασικά συστατικά και τα μείγματα που προκύπτουν ανάμεσα στο απλό στοιχείο και το μείγμα, στη γνήσια και τη φαινομενική ουσία.
2. Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ
Ας επιστρέψουμε τώρα στον Παρμενίδη και στην επίδραση που άσκησε στον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα. Ο Παρμενίδης είχε διατυπώσει την αρχή ότι δύο είναι οι δυνατές οδοί της έρευνας: η οδός του είναι [ἡ μέν ὅπως ἐστιν τέ καί ὡς οὐκ ἔστι μή εἶναι] και η οδός του μή είναι [ἡ δ’ ώς οὐκ ἔστιν τε καί ὡς χρεών ἔστι μή εἶναι], Η δεύτερη, ωστόσο, αποτελεί οδό απρόσιτη καθώς δεν μπορεί κανείς ούτε να την περιγράψει ούτε να τη γνωρίσει [οὔτε γάρ ἄν γνοίης τό γε μή ἑόν (οὐ γάρ ἀνυστόν)/οὔτε φράσαις]. Έτσι, μόνο η πρώτη οδός είναι αποδεκτή. Η γένεση είναι αδύνατη διότι προϋποθέτει μεταβολή από το μή είναι στο είναι και συνεπώς προϋποθέτει το μή έόν. Η πολλαπλότητα αποκλείεται καθώς συνεπάγεται αντίθεση ανάμεσα στο είναι και στο μή είναι. Η κίνηση είναι αδύνατη επειδή προϋποθέτει τη γένεση. Το είναι πρέπει να είναι τέλειο, διότι διαφορετικά θα προϋπέθετε το μή είναι. Ο Παρμενίδης προχωρεί στην ανάπτυξη μιας απατηλής κοσμολογίας την οποία επικρίνει στο προοίμιο με την αιτιολογία ότι συνιστά πλάνη (Β8.50-52). Αν αυτή η κοσμολογία, η καλύτερη που θα μπορούσε κανείς να επινοήσει, αποτύχει, τότε όλες οι άλλες κοσμολογίες κρίνονται κατά μείζονα λόγο αποτυχημένες.
Το επιχείρημα του Παρμενίδη κατά της μεταβολής είναι αμείλικτο αλλά οι επιπτώσεις του είναι κάθε άλλο παρά σαφείς. Πώς πρέπει να εκλάβουμε τις επισημάνσεις του; Ή πώς τις αντιμετώπισαν, πράγμα που είναι σημαντικότερο, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας; Είναι αλήθεια ότι διαθέτουμε μια σειρά απόψεις των αρχαίων για τον Παρμενίδη. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης θεωρούν ότι ο Παρμενίδης και τα μέλη της «Σχολής» του, οι Ελεάτες, ήταν μονιστές, δηλαδή ότι διακήρυσσαν πως υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα, το Ον. Σε μια αρχαία διαμάχη για την κίνηση απέρριπταν τη θέση του Ηράκλειτου και των οπαδών του ότι τά πάντα ρεϊ με το επιχείρημα ότι καθετί είναι ακίνητο. Προκειμένου να διασώσουν τα φαινόμενα, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας ως οπαδοί της πολλαπλότητας, καθώς και οι Ατομικοί φιλόσοφοι, θέτουν την αρχή ότι τα όντα είναι πολλά και μπορούν να επιδρούν το ένα πάνω στο άλλο.
Η άποψη αυτή, όμως, παρουσιάζει κάποια προβλήματα. Καταρχήν, ο Παρμενίδης δεν υποστηρίζει ρητά τη μονιστική θεωρία. Είναι αλήθεια ότι από μια συγκεκριμένη ερμηνευτική σκοπιά ο μονισμός είναι προϊόν της δικής του θεωρίας: αν όλο και όλο αυτό που υπάρχει είναι το ον, και αν το ον είναι κάτι καθορισμένο, τότε υφίσταται μόνο ένα όν αλλά ο ίδιος ο Παρμενίδης μάλλον επιχειρηματολογεί κατά του δυϊσμού στο δεύτερο μισό του ποιήματος του παρά υπέρ του μονισμού. Επιπλέον, δεν είναι εύκολο να εντοπίσουμε μια θεωρία στην οποία να απαντά ο Παρμενίδης. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχαίες πηγές δεν εξετίμησαν πλήρακ τον ρόλο του Παρμενίδη στην αναδιάρθρωση των όρων της παλαιάς διαμάχης, και συνεπώς δεν είναι απόλυτα αξιόπιστες ως δείκτες του τι συνέβαινε. Δημιουργείται η εντύπωση ότι παρουσιάζουν την αρχαία αντιπαράθεση ως σταθερή διαμάχη ανάμεσα σε διάφορες δογματικές σχολές παρά ως δυναμική διάδραση.
Θεωρείται επίτευγμα στην ιστορία της φιλοσοφίας του 20ου αιώνα το γεγονός ότι αυτή κατόρθωσε να διαπιστώσει πως ο Παρμενίδης άλλαξε όντως τον τρόπο σύλληψης των πραγμάτων. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, ο Παρμενίδης επιχειρηματολόγησε αποτελεσματικά εναντίον κάθε κίνησης και μεταβολής, πλήττοντας τις ίδιες τις θεμελιώδεις αρχές της φυσικής φιλοσοφίας των Ιώνων. Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας σε μια απέλπιδα προσπάθεια τους να διασώσουν την κοσμολογία, παραδέχθηκαν ότι είναι αδύνατο να υπάρξουν η γένεση και η φθορά, αλλά αναγνώρισαν τη διάταξη και αναδιάταξη των στοιχείων τα οποία φέρουν τις ελεατικές ιδιότητες της άφθαρτης και αμετάβλητης φύσης τους. Δυστυχώς προέβησαν σε λήψη του ζητουμένου δεδομένου ότι ποτέ δεν απέδειξαν τη θεωρητική πιθανότητα των στοιχειωδών μεταβολών που αναγνώριζαν. Η έρευνα εξαίρει συχνά την προθυμία των Ατομικών φιλοσόφων να αντιμετωπίσουν ευθέως το πρόβλημα με την παραδοχή ότι το μή έόν υπάρχει ως κενό εντός του οποίου είναι δυνατή η κίνηση. Κατά συνέπεια, κατόρθωσαν να προσφέρουν μια θεωρητική πιθανότητα μεταβολής, πράγμα που δεν επέτυχαν ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας.
Η άποψη αυτή, αν και παραμένει πλατιά διαδεδομένη, προσκρούει σε σοβαρά προβλήματα. Ας εξετάσουμε πώς απαντούν στον Παρμενίδη ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας:
Εμπεδοκλής DK31Β8: «...απ’ όλα τα θνητά, κανένα δεν γεννιέται ούτε τελειώνει με τον επάρατο θάνατο. Υπάρχει μόνο ανάμειξη και διαχωρισμός (απαλλαγή) των αναμειγμένων, και γένεση είναι το όνομα που έδωσαν σε αυτές οι άνθρωποι» (μτφρ Δ. Κ.).
Εμπεδοκλής DK31B9: «και όταν τα αναμειγμένα πράγματα έρχονται στο λαμπρό φως με τη μορφή ανθρώπου ή με τη μορφή του γένους των θηρίων, των φυτών ή των πουλιών, τότε αυτό οι άνθρωποι το ονομάζουν γένεση, όταν όμως αυτά διαχωριστούν, οι άνθρωποι το φαινόμενο το ονομάζουν κακότυχο θάνατο- δεν τα ονομάζουν όπως πρέπει, αλλά από συνήθεια μιλώ και εγώ ο ίδιος».
Εμπεδοκλής DK31B11: «Ανόητοι· γιατί οι σκέψεις τους μακριά δεν φτάνουν, αφού νομίζουν πως ό,τι πριν δεν υπήρχε γεννιέται ή πως κάτι πεθαίνει και ολότελα χάνεται».
Εμπεδοκλής DK31B12: «Γιατί είναι αδύνατο να προελθεί κάτι από αυτό που δεν υπάρχει διόλου, και είναι ακατόρθωτο και ανήκουστο να αφανίζεται αυτό που υπάρχει- γιατί πάντοτε θα βρίσκεται εκεί, όπου κανείς κάθε φορά το τοποθετεί»
Αναξαγόρας DK59B17: «Τη γένεση και τη φθορά οι Έλληνες δεν τις αντιλαμβάνονται σωστά' γιατί τίποτε δεν γεννιέται και τίποτε δεν αφανίζεται, αλλά συντίθεται από πράγματα που υπάρχουν και αποσυντίθεται. Συνεπώς θα είχαν δίκιο αν αποκαλούσαν τη γένεση μείξη και τη φθορά διαχωρισμό».
Και ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας ολόψυχα προσυπογράφουν την παρ- μενίδεια απόρριψη της γένεσης και της φθοράς χωρίς καμία επιφύλαξη ή έμμεση κριτική. Και κανένας από τους δύο δεν διατυπώνει στα αποσπάσματα ρητά την αντίθεσή του απέναντι στον Παρμενίδη για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ούτε απαντούν στις αρχαίες πηγές (οι οποίες ενδιαφέρονται για διαμάχες ανάμεσα σε αντίπαλες σχολές) μαρτυρίες που να δηλώνουν ότι οι δύο στοχαστές άσκησαν κριτική στον Παρμενίδη. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πού είναι οι μαρτυρίες που φανερώνουν ότι προσπαθούσαν απεγνωσμένα να προστατέψουν την κοσμολογία από τις επικρίσεις του; Οι σύγχρονοι ερμηνευτές θεωρούν ότι (1) ο Παρμενίδης απέρριπτε παντελώς κάθε έννοια μεταβολής, (2) ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας ερμήνευσαν τη διδασκαλία του ως απόλυτη απόρριψη κάθε έννοιας μεταβολής και συνεπώς (3) πρέπει να αντιτάχθηκαν στη θεωρία του Παρμενίδη. Δεν διαθέτουμε, ωστόσο, καμία ρητή μαρτυρία για την υπόθεση (2) και αν αυτή είναι εσφαλμένη τότε η (3) δεν ευσταθεί. Μια πιθανότητα είναι ότι ισχύουν τόσο η υπόθεση (1) όσο και η (2) αλλά με την έννοια ότι ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας, ως συνετοί επιστήμονες, απλώς απορρίπτουν τη θεωρία του Παρμενίδη ως υπερβολικά αφηρημένο φιλοσοφικό σύστημα και προχωρούν στην υλοποίηση του σχεδίου τους για την εξήγηση του κόσμου. Η διχοτομία, ωστόσο, ανάμεσα στην επιστήμη και τη φιλοσοφία κρίνεται αναχρονιστική και, επιπλέον, το γεγονός ότι οι δύο στοχαστές αποδέχονται την παρμενίδεια απόρριψη της γένεσης και της φθοράς δεν συμβιβάζεται με τον ισχυρισμό ότι η θεωρία του Παρμενίδη συνιστά ιδιαίτερα αφηρημένο φιλοσοφικό σύστημα. Αν απερίφραστα αποδέχονται τμήμα της θεωρίας του Παρμενίδη, μας οφείλουν μια τεκμηριωμένη απόρριψη του τμήματος που δεν αποδέχονται.
Ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας συμφωνούν με τον Παρμενίδη χωρίς να διαφωνούν ανοιχτά. Σύμφωνα με την καθιερωμένη θέση θα περιμέναμε να διαφωνούν από την άποψη ότι απλώς επιδιώκουν την υλοποίηση ενός επιστημονικού προγράμματος δεν θα αναμέναμε να συμφωνούν. Μπορούμε να εξηγήσουμε τη στάση τους όπως αυτή εκφράζεται στα αποσπάσματα; Νομίζω πως ναι. Απλώς πρέπει να μην αποδεχθούμε την υπόθεση (2). Με ποιον, όμως, τρόπο; Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι το ποίημα του Παρμενίδη δεν ήταν λιγό- τερο δυσερμήνευτο στη δική του εποχή απ’ ό,τι στη δική μας. Παρόλο που ως εδώ υποθέσαμε ότι είναι δυνατή μια απλή ανάγνωση του κειμένου, στην πραγματικότητα οι σύγχρονοι μελετητές το έχουν προσεγγίσει ποικιλοτρόπως. Μια πιθανή ερμηνεία είναι ότι ο Παρμενίδης απορρίπτοντας το μή έόν αναπτύσσει μια ριζοσπαστική κοσμολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία υφίσταται μία μόνο φυσική ουσία, το ον, χωρίς καμία μεταβολή. Η ερμηνεία αυτή φαίνεται να εκπροσωπείται από την αντιμετώπιση του Παρμενίδη κατά την αρχαιότητα ως μονιστή. Δεν αποκλείεται, επίσης, ο Παρμενίδης να επικρίνει την πίστη στη μεταβολή και τη διαφοροποίηση χωρίς να προτείνει ένα νέο είδος υπέρτατης ουσίας στο πλαίσιο του κόσμου. Το ον, ό,τι και αν είναι, πρέπει να συμμορφωθεί με τους κανόνες του Ελεατικού όντος' πρέπει δηλαδή να είναι αιώνιο, συνεχές, αμετάβλητο, τέλειο. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτή, ο Παρμενίδης αναδει- κνύεται σε πρώτο εισηγητή μιας μεταφυσικής θεωρίας παρά σε έσχατο κοσμολόγο. Μας εξηγεί ποια γνωρίσματα θα έπρεπε να φέρει κάτι, ώστε να χαρακτηρίζεται ως εξηγητική αρχή. Ίσως η εν λόγω ερμηνεία ηχεί υπερβολικά καντιανή, καθώς επιχειρεί να ορίσει τις προϋποθέσεις της επιστημονικής εξήγησης. Αποκτά, ωστόσο, νόημα ως περιγραφή του τι θα μπορούσαν να σημαίνουν οι παράδοξοι ισχυρισμοί ότι δεν υφίσταται ούτε μεταβολή ούτε διαφοροποίηση.
Επιπλέον, η προτεινόμενη ερμηνεία μάς επιτρέπει να λάβουμε υπόψη το δεύτερο μισό του ποιήματος του Παρμενίδη, όπου ο στοχαστής αναπτύσσει την προσωπική του κοσμολογία. Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι ο Παρμενίδης όταν εισάγει την κοσμολογική του θεωρία προβαίνει σε κάποιας μορφής υπονόμευση των αρχών του (DK28B8.50-52). Στη συνέχεια, καταθέτει μια διαπίστωση (στίχοι 53-54) χωρίς, ωστόσο, να είναι προφανές το ακριβές περιεχόμενό της και, επιπλέον, δεν είναι σαφές αν ο στοχαστής αντιτίθεται γενικά στην κοσμολογία ή μόνο στην ανεπαρκή οντολογία πάνω στην οποία βασίζουν οι θνητοί την κοσμολογική τους θεώρηση. Σύμφωνα με μια ερμηνευτική εκδοχή ο στοχαστής διακηρύσσει: «οι θνητοί έχουν αποφασίσει να ονομάζουν δύο μορφές, από τις οποίες δεν είναι ορθό να ονομάζουν τη μία - και εδώ είναι που παραπλανούνται». Να θεωρήσουμε ότι ο λόγος που η μία από τις δύο αντίθετες μορφές δεν πρέπει να κατονομάζεται έγκειται στο ότι αντιμετωπίζεται ως απόρροια της άλλης; Αν βασική γενεσιουργός αρχή για τον Ηράκλειτο είναι η φωτιά, δηλαδή μια αρχή θερμή, ξηρή και ελαφριά τότε το ψυχρό, το υγρό και το βαρύ δεν θα είναι αυθυπόστατα. Πράγματι, θα ρωτούσε κανείς πώς θα μπορούσαν να υπάρξουν άραγε τα δεύτερα γνωρίσματα αν το ον συνίσταται στο θερμό και το ξηρό και σε τίποτε άλλο; Ίσως, τότε, το σφάλμα που διαπράττουν οι θνητοί έγκειται στο γεγονός ότι παράγουν μια κοσμολογία η οποία στηρίζεται σε δύο αντικρουόμενες αρχές, ενώ θεωρούν τις δύο αυτές αρχές αλληλε- ξαρτώμενες αντιθέσεις. Αν εμείς, αντίθετα, τις εκλάβουμε, όπως ο Παρμενίδης στο απ. Β9, ως ανεξάρτητες και «ισοδύναμες» πραγματικότητες, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια ικανοποιητική ερμηνεία της φύσης. Όταν ο Παρμενίδης συστήνει την κοσμολογία του ως καλύτερη από οποιαδήποτε άλλη (Β8.60-61), μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι το κάνει αυτό ως γενική επικύρωση της φυσικής φιλοσοφίας του ή τουλάχιστον της ερευνητικής μεθόδου του. Στο χωρίο αυτό, αλλά και σε κάθε άλλο, οι εξάμετροι του Παρμενίδη παρουσιάζουν μια θεωρία που έχει μάλλον υπαινικτικό παρά αποδεικτικό χαρακτήρα, και η οποία βρίθει από αμφισημίες και εναλλακτικές αναγνώσεις και δεν χαρακτηρίζεται από διαύγεια. Ένας οξυδερκής μελετητής της πρώιμης φιλοσοφίας όπως ο Αριστοτέλης ίσως εξελάμβανε την παρμενίδεια κοσμολογία ως σοβαρή εξήγηση της πραγματικότητας. Συνεπώς, μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι το δεύτερο μισό του ποιήματος δεν προσφέρει μια απατηλή κοσμολογία αλλά σκιαγραφεί ένα πρόγραμμα αρχών για το ορθό είδος κοσμολογίας. Δεν διατείνομαι ότι αυτή η ερμηνεία είναι η σωστή' υποστηρίζω μόνο ότι αποτελεί μια πιθανή ερμηνεία η οποία, μάλιστα, είναι εύλογο από ιστορική άποψη να αποδοθεί στον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα.
3. ΤΟ ΠΑΡΜΕΝΙΔΕΙΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΞΗΓΗΣΗΣ
Από το πρώτο μισό του ποιήματος του Παρμενίδη πληροφορούμαστε ότι το Ον πρέπει να είναι 1) αιώνιο, 2) συνεχές, 3) αμετάβλητο στη φύση του και 4) τέλειο. Από το δεύτερο μισό διαπιστώνει κανείς ότι το Ον 5) συνιστά μια δυα- δικότητα και 6) περιέχει μια αντίθεση 7) ανεξάρτητων οντοτήτων 8) ισοδύναμων μεταξύ τους. Η επικριτική στάση του Παρμενίδη απέναντι στις κοσμολογικές θεωρήσεις των θνητών μπορεί να ερμηνευθεί ως επίθεση εναντίον του δυϊσμού (βλ. 5) όπου ο Παρμενίδης επιπλήττει τους θνητούς επειδή θεωρούν ότι το μή έόν αποτελεί τη μία από τις δύο αντίθετες όψεις. Αν, λοιπόν, απορρίπτουμε τον δυϊσμό μεταξύ έόντοςκαι μή έόντος, τότε καθιστούμε δυνατή την επιλογή μιας πολλαπλότητας ισοδύναμων και ανεξάρτητων οντοτήτων. Η πολλαπλότητα αναδεικνύεται σε θεωρία διάδοχη ενός προβληματικού δυϊσμού.
Για μια ερμηνεία σύμφωνη με την αρχή της πολλαπλότητας προβάλλει η εξής σοβαρή πρόκληση: πώς να εκληφθεί η ιδιότητα του όντος ως συνεχούς (2) ώστε οι υποτιθέμενες διακριτές οντότητες να μην συμπέσουν σε μια ενότητα; Ο Παρμενίδης στην πλέον ρητή διατύπωσή του των στίχων Β8.22-25 υποστηρίζει ότι το Ον είναι συνεχές διότι δεν υπάρχει περισσότερο από αυτό σε ένα σημείο και λιγότερο σε άλλο [ουδέ τι τη μάλλον] αλλά ολόκληρο είναι γεμάτο από το είναι [παν δ'έμπλεόν έστιν έόντος]. Αν, τώρα, θεωρήσουμε ότι το είναι εκφράζει κάποια καθορισμένη πραγματικότητα, αποδεικνύεται ότι το ακαθόριστο αντικείμενο της συζήτησής μας είναι ποσοτικά και ποιοτικά ομοιόμορφο και, επομένως, σύμφωνα με τον νόμο του Leibniz κάθε τμήμα του δεν διακρίνεται από οποιοδήποτε άλλο και όλα τα υποτιθέμενα τμήματα του Όντος θα συναποτελέσουν ένα ενιαίο Ον. Αν όμως θεωρήσουμε ότι το είναι δεν αναφέρεται σε τίποτε συγκεκριμένο, συμπεριλαμβανομένου του Όντος (όποιο και αν είναι αυτό), αλλά ότι αποτελεί χώρο υποδοχής για οτιδήποτε ορίσουμε ως αληθινό, τότε δεν συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο κόσμος συνίσταται από μια ομοιόμορφη ουσία. Θα αρκούσε αν το είναι, όποια μορφή και αν έχει, ήταν εσωτερικά ομοιόμορφο, αν με άλλα λόγια, όπου και αν εντοπιζόταν, κατανεμόταν ποσοτικά με ομοιόμορφο τρόπο. Τίποτε όμως δεν αποκλείει την πιθανότητα να υπάρχουν διάφοροι τύποι πραγματικότητας, καθένας από τους οποίους είναι εσωτερικά ομοιόμορφος. Ενώ η τελευταία ερμηνεία δεν είναι και η πλέον αυτονόητη, δεν είναι ωστόσο ούτε προφανώς εσφαλμένη και κατά κάποιον τρόπο θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί ως η πλέον εκλεπτυσμένη και μετριοπαθής ερμηνεία που θα ήταν δυνατό να υιοθετήσει κανείς.
Με βάση την παραπάνω ερμηνεία, η κοσμολογία που διέπεται από την αρχή της πολλαπλότητας δεν συνιστά μια απεγνωσμένη εναλλακτική θεώρηση απέναντι στον κοσμικό μονισμό του Παρμενίδη αλλά μια ευφυή εξέλιξη του προγράμματος που κατέστρωσε ο ίδιος ο στοχαστής. Δεν χρειάζεται να δοθεί καμία επικριτική απάντηση στον Παρμενίδη, καθώς ο κοσμολόγος υποστηρικτής της αρχής της πολλαπλότητας δεν αντιτίθεται στον Παρμενίδη αλλά ακολουθεί τη θεωρία του και εφαρμόζει τη μέθοδό του. Ο Παρμενίδης ολοκληρώνει το προοίμιο του ποιήματος του με τους ακόλουθους στίχους (Β 1.28-32):
...χρεώ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμέν Ἀληθείης εὐπειθέος (ἠ: εὐκυκλέος) ἦτορ
ἠδέ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής
ἀλλ’ ἔμπης καί ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τά ὄοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διά παντός πάντα περῶντα.
[«Πρέπει όλα να τα μάθεις, και την ατάραχη καρδιά της πειστικής (εναλλακτική απόδοση: στρογγυλής) Αλήθειας και τις γνώμες των θνητών που δεν έχουν καμιά γνήσια αξιοπιστία. Αλλά θα μάθεις και αυτά, ποια μορφή πρέπει να έχουν τα φαινόμενα για να είναι αποδεκτά και όλα να διαπερνούν το καθετί»].
Σύμφωνα με μια εποικοδομητική ανάγνωση του δεύτερου μισού του ποιήματος, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε τις επισημάνσεις του στοχαστή ως εξής: πρέπει κανείς να μάθει τόσο τις αμετάβλητες αρχές της φύσης όσο και τον τρόπο με τον οποίο επιδρούν η μία πάνω στην άλλη και προκαλούν τα μεταβαλλόμενα φυσικά φαινόμενα. Παρόλο που η δεύτερη ερμηνευτική προσέγγιση δεν είναι απόλυτα ασφαλής, μπορεί ωστόσο να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική κατανόηση του χωρίου. Είμαστε τυπικά υποχρεωμένοι να ορίσουμε για πρώτη φορά μια διάκριση ανάμεσα στον χώρο της μεταφυσικής και της φυσικής. Ο Παρμενίδης, στο δεύτερο μισό του ποιήματος του, αναγνωρίζει ότι τα φαινόμενα που γεννώνται (γίγνεσθαι) πρέπει να εξηγηθούν (Β11), πράγμα που μπορούν να επιτύχουν οι μελλοντικοί οπαδοί του εφαρμόζοντας τις αρχές του.
Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι τα στοιχεία του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα εναρμονίζονται με τις αρχές που μπορεί κανείς να συναγάγει από τον Παρμενίδη. Τα στοιχεία αυτά είναι (1) αιώνια, (2) συνεχή, (3) αμετάβλητα ως προς τη φυσική τους υπόσταση, (4) τέλεια, με την έννοια ότι δεν προϋποτίθεται τίποτε για την πραγμάτωσή τους. Δεν συνιστούν (5) δυϊσμό (αρχή που ίσως θεωρήσει κανείς ότι ο Παρμενίδης δεν αποδέχεται) αλλά (5α) πολλαπλότητα η οποία (6), ωστόσο, περιέχει αντιθέσεις αλλά δεν συνίσταται από αυτές. Επιπλέον, τα στοιχεία είναι (7) ανεξάρτητα το ένα από το άλλο και (8) ισοδύναμα μεταξύ τους. Είναι, συνεπώς, φανερό ότι μπορούμε να θεωρήσουμε πως τα φιλοσοφικά συστήματα του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα αφομοιώνουν δημιουργικές υποδείξεις του Παρμενίδη.
Το κυρίαρχο μοντέλο εξήγησης που προτείνουν ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας είναι η μείξη. Τα στοιχεία αναμιγνύονται και γεννούν τα φαινομενικά όντα. Τα συστατικά στοιχεία του μείγματος προϋπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν όταν το μείγμα καθαυτό πάψει να υφίσταται, ενώ το παραγόμενο μείγμα που προκύπτει αποτελεί μια προσωρινή κατάσταση διάδρασης των αιώνιων συστατικών στοιχείων του. Το μείγμα δεν υφίσταται σε τελική ανάλυση αλλά μόνο τα ίδια τα αμετάβλητα στοιχεία του. Σε ένα άλλο επίπεδο, ωστόσο, η διάδραση των στοιχείων προκαλεί μεταβολές. Μπορούμε να θέσουμε τη διάκριση ανάμεσα σε έναν αμετάβλητο ελεατικό κόσμο στοιχείων και σε έναν μεταβλητό κόσμο συμβάντων. Τα συμβάντα αυτά είναι δευτερογενή και συνεπώς από μια άποψη μη αληθή, ιδιότητα που σημαίνει ότι δεν αποτελούν απώτερες ερμηνευτικές αρχές. Δεν αποτελούν, όμο>ς, ούτε απλές ψευδαισθήσεις. Συνι- στούν δευτερογενείς εκφάνσεις των απώτερων αρχών. Το ερμηνευτικό μοντέλο του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα προσφέρει μια διάκριση ανάμεσα στο απώτερο και το δευτερογενές, στο αληθινό και το φαινομενικό. Σύμφωνα με τους δύο στοχαστές η απατηλότητα δεν συνίσταται στην επινόηση ενός απατηλού κόσμου αλλά στη σκέψη ότι οι ιδιότητες των φαινομενικών όντων αποτελούν τις απώτερες ιδιότητες των πραγμάτων. Για παράδειγμα, θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι η απώτερη πραγματικότητα γεννάται και χάνεται επειδή τα φυτά και τα ζώα, τα τραπέζια και οι καρέκλες γεννώνται και χάνονται.
Μεταξύ των πρώιμων Ιώνων στοχαστών και των εκπροσώπων της πολλαπλότητας έχει συντελεσθεί ένα μεγάλο άλμα. Το ερμηνευτικό μοντέλο των πρώιμων Ιώνων προβάλλει μια μοναδική πρώτη ύλη που μετασχηματίζεται σε πολλές διαφορετικές φυσικές ουσίες. Ο αέρας του Αναξιμένη τρέπεται σε φωτιά όταν αραιώνει ή σε άνεμο, σύννεφο, νερό, γη και λίθους όταν πυκνώνει στον κατάλληλο βαθμό. Διαφαίνεται μια αυθεντική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο αέρας του Αναξιμένη και η φωτιά του Ηρακλείτου γεννώνται και χάνονται ενώ άλλες φυσικές ουσίες τελειοποιούνται με την τροπή τους σε αέρα ή φωτιά. Η πρωταρχική ουσία τους, εξαιτίας του γεγονότος ότι δίνει υπόσταση σε όλα τα όντα, δεν μπορεί να είναι κάτι που ισχύει μόνιμα. Ο εκπρόσωπος της πολλαπλότητας αντιτάσσεται στην πρώιμη κοσμοαντίληψη των Ιώνων επιμέ- νοντας στην άποψη ότι υπάρχουν, όπως θα λέγαμε, ορισμένοι ελεατικοί κανόνες που κυβερνούν τον πραγματικό κόσμο. Οι κανόνες αυτοί απορρίπτουν την πιθανότητα να υπόκεινται οι ίδιες οι απώτερες αρχές σε μεταβολή, να γεννώνται και να αφανίζονται ή να μπορούν να τρέπονται σε άλλες φυσικές ουσίες ή να εξελίσσονται και να αποκτούν τέλεια υπόσταση.
Επιπλέον, οι υποστηρικτές της πολλαπλότητας ορίζοντας τις πρώτες ύλες ως αμετάβλητα όντα έκαναν ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση μιας διάκρισης ανάμεσα στο ενεργούν υποκείμενο και τον παθητικό δέκτη, στο πνεύμα και στην ύλη, στην ψυχή και το σώμα. Ενώ οι πρώιμοι Ίωνες στοχαστές είχαν την τάση να αποδίδουν ενέργεια και δύναμη στην υπέρτατη φυσική ουσία που ο καθένας τους πρέσβευε, οι υποστηρικτές της πολλαπλότητας απομονώνουν την ενέργεια από τις φυσικές ουσίες. Ο Εμπεδοκλής εισάγει τη Φιλότητα και το Νεΐκος, ο Αναξαγόρας τον κοσμικό Νοϋν. Ο Εμπεδοκλής, επίσης, αναγνωρίζει μια αθάνατη ψυχή πέρα από τα υλικά στοιχεία. Παρόλο που ούτε ο Εμπεδοκλής ούτε ο Αναξαγόρας μπορούν να πιστωθούν με (ή να κατηγορηθούν για) τη δημιουργία ενός ισχυρού δυϊσμού ανάμεσα στο ενεργούν υποκείμενο και τον παθητικό δέκτη ή ανάμεσα στον Νου και το σώμα (ο Νους του Αναξαγόρα δεν παύει να φέρει φυσικές ιδιότητες όπως είναι η ομοιογένεια και ο εντοπισμός στον χώρο), προσανατολίζονται παρ’ όλα αυτά προς τον ορισμό διακρίσεων όπως οι παραπάνω. Επιπλέον, δεν υφίσταται κανένας αυστηρός διαχωρισμός μεταξύ της φυσικής ουσίας και των ιδιοτήτων της, συμπέρασμα που συνάγεται από τον τρόπο με τον οποίο ο Αναξαγόρας φαίνεται να συμπλέκει τις πρώτες ύλες με τις ιδιότητές τους. Και αυτός όμως και ο Εμπεδοκλής επιδεικνύουν, είναι αλήθεια, αυξημένη συνειδητοποίηση της διαφοράς μεταξύ ύλης και πνευματικών οντοτήτων, κινούντων και κινούμενων. Η διάκριση ανάμεσα σε κάποιο ον και τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες θα εμφανισθεί στη φιλοσοφική γραμματεία μόνο με τον Πλάτωνα και η κατηγορική διάκριση μεταξύ της φυσικής ουσίας και των ιδιοτήτων της μόνο με τον Αριστοτέλη. Τέλος, ο Αριστοτέλης, για να δηλώσει την υλική ουσία, θα συμπεριλάβει στο λεξιλόγιό του τον όρο νλη του οποίου η αρχική σημασία είναι «ξύλο» ή «οικοδομικό υλικό» - μια έννοια την οποία χρησιμοποιούν επανειλημμένα οι πρώιμοι φιλόσοφοι χωρίς να είναι σε θέση να αναφέρονται σε αυτήν με τρόπο αφηρημένο.
4. ΟΙ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΕΑΤΩΝ
Η εννοιολογική πρόοδος που συντελέστηκε με τον Εμπεδοκλή και τον Αναξαγόρα οφείλει την έμπνευσή της στις θεωρίες του Παρμενίδη. Τα πραγματικά στοιχεία που εισηγούνται οι θεωρίες τους είναι πιο ουσιαστικά από εκείνα των πρώιμων Ιώνων στοχαστών: πρόκειται για αιώνια όντα με αναλλοίωτη φύση και καθορισμένες ιδιότητες, τα οποία μολονότι δεν μεταβάλλονται τα ίδια, μεταβάλλονται, ωστόσο, στις σχέσεις τους με άλλα όντα, δηλαδή με άλλες βασικές φυσικές ουσίες. Σε αυτό ακριβώς το σημείο οι πρώιμοι υποστηρικτές της πολλαπλότητας αποδεικνύονται ιδιαίτερα ευάλωτοι στις ενστάσεις των Ελεα- τών: πώς μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε μεταβολή στις σχέσεις μεταξύ των βασικών ουσιών; Διότι για να μεταβληθούν οι μεταξύ τους σχέσεις, θα πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να μεταβληθεί η διάταξή τους. Θα πρέπει τουλάχιστον να αλλάξει ο εντοπισμός τους στον χώρο ώστε να μπορούν να αναμιγνύονται σε διαφορετικές αναλογίες, πράγμα που θα καταλήξει με τη σειρά του στην εμφάνιση διαφορετικών φαινομενικών ιδιοτήτων. Αν, όμως, κάποιος απορρίψει την πιθανότητα της κίνησης στον χώρο, τότε κάποιος άλλος θα ισχυ- ρισθεί ότι η λύση που προτείνουν οι εκπρόσωποι της πολλαπλότητας προσκρούει στο πρόβλημα της μεταβολής. Επιπλέον, έχει κανείς τη δυνατότητα να μην αποδεχθεί το πλαίσιο μιας νέας σχέσης, να αρνηθεί μια νέα διάταξη των ουσιών ως προϋπόθεση για την εμφάνιση κάποιας νέας κατάστασης όπου η ίδια δεν προϋπήρχε - και έτσι να παραβεί την αρχή του μή γίγνεσθαι την οποία αποδέχονταν τόσο ο Εμπεδοκλής όσο και ο Αναξαγόρας.
Και τα δύο αυτά προβλήματα εμφανίζονται όταν εγείρονται οι ενστάσεις της δεύτερης γενιάς των Ελεατών. Ο Ζήνων ο Ελεάτης διατυπώνει μια σειρά επιχειρήματα που φαίνονται να εστιάζονται στο αδύνατο της κίνησης. Και ο Μέλισσος προβάλλει ρητά την ένσταση ότι η εμφάνιση μιας νέας διάταξης έρχεται σε αντίθεση με την επικριτική στάση του Παρμενίδη απέναντι στην υπόθεση ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί από το μή έόν. Δεν είναι εξακριβωμένη η χρονολογική σχέση μεταξύ των δύο εκπροσώπων της πολλαπλότητας και της νέας γενιάς των Ελεατών. Εύλογα, όμως, διερωτόμαστε πόσο ευάλωτες υπήρξαν οι θεωρίες του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα απέναντι στις νέες ενστάσεις των Ελεατών, είτε βρέθηκαν ιστορικά αντιμέτωπες με αυτές είτε όχι. Φαίνεται ότι ούτε η μία θεωρία ούτε η άλλη απαντούν ικανοποιητικά στις ενστάσεις σχετικά με το αδύνατο της κίνησης. Οι ενστάσεις κατά της κίνησης είναι γεγονός ότι εγείρονται στο δεύτερο επιχείρημα του 8ου αποσπάσματος του Παρμενίδη, συνεπώς δεν είναι καινούριες, όσο καινούρια και αν είναι τα παράδοξα του Ζήνωνα. Μπορεί κανείς να διακρίνει μια τάση του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα να υπογραμμίζουν όχι την κίνηση των στοιχείων στον χώρο αλλά την πανταχού παρουσία τους: ο πρώτος παρουσιάζει τα στοιχεία ως ριζώματα και διακηρύσσει ότι «διατρέχουν τα πάντα» σαν να είναι το μείγμα μια χορδή καμωμένη από σπειροειδή νήματα. Ο δεύτερος επισημαίνει το γεγονός ότι «στο καθετί υπάρχει ένα μέρος από το καθετί» (Β12) [έν παντί γάρ παντός μοίρα ενεστιν], με άλλα λόγια ότι κάθε ουσία συμμετέχει σε κάθε στοιχείο. Οι παρατηρήσεις αυτές αποσπούν την προσοχή από το πρόβλημα της κίνησης στον χώρο, αλλά δεν το επιλύουν, καθώς και οι δύο φιλόσοφοι προϋποθέτουν ότι η συγκέντρωση ενός δεδομένου στοιχείου σε κάποιο μείγμα υπόκειται σε μεταβολή. Με τη σειρά της η άποψη αυτή προϋποθέτει ότι οι αναλογίες των στοιχείων αλλάζουν θέση.
Όσον αφορά την εμφάνιση νέων τύπων διάταξης, ο Εμπεδοκλής πρέπει να τους αποδέχεται απερίφραστα: όταν προκύπτουν νέες αναλογίες των στοιχείων, τότε δημιουργούνται νέα μείγματα. Ο Εμπεδοκλής φαίνεται να υποτιμά τη σημασία αυτής της κατάστασης όταν τονίζει το γεγονός ότι η πραγματικότητα δεν συνίσταται στα μείγματα που έρχονται και παρέρχονται αλλά στα ίδια τα στοιχεία που είναι αιώνια. Ενώ δεν έχει την πρόθεση να ισχυρισθεί ότι τα μείγματα συνιστούν απλές ψευδαισθήσεις, είναι αλήθεια πως επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι δεν χαρακτηρίζονται ως πραγματικά συστατικά του κόσμου. Ο Εμπεδοκλής δέχεται μια Ελεατική οντολογία η οποία καταλήγει σε έναν μη- Ελεατικό κόσμο φαινομένων.
Ο Αναξαγόρας αποδέχεται τις μεταβαλλόμενες αναλογίες των στοιχείων αλλά αποκλείει την εμφάνιση οποιασδήποτε νέας φυσικής ουσίας: η φαινομενική ουσία, την οποία γνωρίζουμε εμπειρικά, είναι το σύνολο ακριβώς των στοιχείων που απαντούν σε απεριόριστο αριθμό. Δεν προκύπτει, ωστόσο, καμία νέα ιδιότητα, καμία πρόσθετη ιδιότητα στη διάταξη των ουσιών. Κάθε φαινομενική ιδιότητα που γνωρίζουμε εμπειρικά υπάρχει ήδη εκεί, στο σύστημα της απώτερης πραγματικότητας, όπως θα φανέρωνε μια εξαντλητική επισκόπησή της. Οι φαινομενικές ιδιότητες στην ουσία δεν προκύπτουν αλλά εκδηλώνονται όταν οι φορείς τους αποκτούν κυρίαρχη θέση στο μείγμα. Συνεπώς ο Αναξαγόρας ελαχιστοποιεί τον λόγο ανανέωσης στον κόσμο, και αυτό το κάνει με τίμημα την αποδοχή ενός απεριόριστου αριθμού στοιχείων. Αλλά ως αντιστάθμισμα ο στοχαστής προβάλλει σθεναρή άμυνα απέναντι στην μομφή ότι δημιουργούνται νέες διατάξεις των στοιχείων. Ο Μέλισσος αναμφισβήτητα θα προέβαλλε την ένσταση ότι ακόμα και όταν εκδηλώνεται ένα ήδη υπάρχον χαρακτηριστικό, συνεπάγεται μια μεταβολή την οποία πρέπει να απορρίψει η λογική. Ο Αναξαγόρας όμως θα αντέτεινε ότι προτείνει την απόλυτα ελάχιστη μεταβολή που είναι απαραίτητη για να υποστηρίξει έναν εμπειρικό κόσμο. Σε κάθε περίπτωση παραμένει ασαφές αν η εκδήλωση μιας ιδιότητας συνιστά περίπτωση γένεσης με το νόημα που απέκλειε ο Παρμενίδης. Γιατί κανένα Ον δεν γεννήθηκε. Ο Αναξαγόρας καθιστά το αρχέγονο χάος δεξαμενή η οποία περιέχει σε λανθάνουσα κατάσταση όλες τις ουσίες που μπορούν να εμφανισθούν. Το μοναδικό νέο στοιχείο που εντοπίζουμε στον κόσμο δεν είναι η δημιουργία ενός νέου Όντος αλλά η αποκάλυψη αυτού που λανθάνει, ο αποχωρισμός κάποιου συστατικού από το μείγμα. Επιπλέον, κάθε μεταβολή στον κόσμο συνι- στά γενικά τον ίδιο τύπο μεταβολής: κάποια ουσία που λανθάνει σε ένα μείγμα εκδηλώνεται' για παράδειγμα, όταν το νερό εξατμίζεται, αποχωρίζεται ο αέρας που λάνθανε σε αυτό. Στον κόσμο μας συντελείται μεταβολή, όχι όμως μεταβολή των ουσιών ούτε ακόμα και των στοιχείων που, κατά τον Εμπεδοκλή, συνθέτουν ένα μείγμα: συντελείται μόνο αποχωρισμός ενός στοιχείου από τα υπόλοιπά (σύμφωνα με τον Αναξαγόρα πρόκειται για μερικό αποχωρισμό). Κατά συνέπεια, η πυκνότητα των στοιχείων μεταβάλλεται, φαινόμενο που προϋποθέτει κάποια μετατόπιση στον χώρο, αλλά δεν υφίσταται κανενός άλλου τύπου μεταβολή στο βασικό επίπεδο μιας οντολογικής περιγραφής.
Είναι εύστοχες οι θεωρίες του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα; Και οι δύο στοχαστές προσφέρουν ιδιοφυείς και εντυπωσιακές θεωρητικές κατασκευές στα ίχνη των θεωριών του Παρμενίδη- προτείνουν αιώνιες οντότητες με αναλλοίωτη φύση, οι οποίες σύμφωνα με την Οδό της Αόξης συγκεντρώνουν ποικίλες ποιοτικές ιδιότητες. Η χημεία του Εμπεδοκλή είναι οικονομική και εκλεπτυσμένη, ικανή να εξηγεί αναρίθμητες ουσίες προσφεύγοντας στις ποικίλες μορφές διάταξης τεσσάρων μόλις δομικών μονάδων. Η χημεία του Αναξαγόρα δεν είναι οικονομική αλλά είναι αυστηρά Ελεατική και συγκαταλέγει στα παρά- γωγά της ακριβώς εκείνες τις ουσίες που συνιστούν συστατικά στοιχεία τους. Καμία απλουστευτική εξήγηση δεν είναι δυνατή αλλά και καμία, επίσης, πρόσθετη ιδιότητα δεν μπορεί να προσφέρει ικανοποιητική εξήγηση.
Αντέχουν οι θεωρίες αυτές στην κριτική του Ζήνωνα και του Μέλισσου; Απέναντι στα προβλήματα που θέτει ο Ζήνωνας αναφορικά με τη διαιρετότητα της ύλης, ο Αναξαγόρας υιοθετεί μια βάσιμη εναλλακτική λύση: η ύλη είναι διαιρετή σε όλη της την έκταση. Ούτε ο Εμπεδοκλής ούτε ο Αναξαγόρας φαίνεται να έχουν κάποια απάντηση για τα προβλήματα που θέτει ο Ζήνωνας σχετικά με την κίνηση στον χώρο. Και οι δύο στοχαστές υποτιμούν αυτού του τύπου την κίνηση αλλά εφόσον σε τελική ανάλυση την προϋποθέτουν, δεν μπορούν να αποφύγουν τα προβλήματα που ανακύπτουν. Απέναντι στην ένσταση του Μέλισσου για το ότι δεν μπορεί να δημιουργηθεί μια νέα διάταξη, ο Εμπεδοκλής δεν έχει καμία απάντηση, αλλά ο Αναξαγόρας μπορεί τουλάχιστον να υπογραμμίσει ότι δεν κάνει λόγο για νέες ουσίες, αλλά θεωρεί ότι όλες οι φαινομενικές ιδιότητες ήδη λανθάνουν στο μείγμα. Οι νέες μορφές διάταξης συνι- στούν απλώς φαινομενικές αλλαγές με φαινομενικά αποτελέσματα. Η απάντηση αυτή τελικά δεν λύνει το πρόβλημα αλλά πλησιάζει στην επίλυσή του στον βαθμό που μπορεί να πλησιάζει ένας φυσικός φιλόσοφος χωρίς να προσφύγει σε κάποιο σχήμα λογικής ή μεταφυσικής, με άλλα λόγια χωρίς να απεμπολήσει την ιδιότητα του φυσικού φιλοσόφου.
Ίσως υπάρχει κάποια ειρωνεία στην περίπτωση της φιλοσοφίας των μέσων του 5ου αι. π.Χ. Αν ο εκπρόσωπος της πολλαπλότητας κατανοεί τον Παρμενίδη ως διαμορφωτή μεταφυσικών όρων για τη δυνατότητα να συσταθεί μια φυσική φιλοσοφία, τότε μπορεί να είναι φυσικός φιλόσοφος χωρίς να καταπιάνεται με τη μεταφυσική. Αν κατανοεί τον Παρμενίδη ως εισηγητή μιας νέας φυσικής φιλοσοφίας που θέτει στο επίκεντρό της το Ον, τότε θα πρέπει να απαντήσει ως εκπρόσωπος της μεταφυσικής για να ασκήσει κριτική στην παρμενίδεια θέση.
Πράγματι, οι θεωρίες του Παρμενίδη έφεραν τη φυσική φιλοσοφία στο μεταίχμιο λογικής και μεταφυσικής διευρύνοντας τα όρια της φυσικής ουσίας. Αλλά αν θα μπορούσαμε να τον αντιμετωπίσουμε ως εισηγητή ενός εγχειριδίου για τη σύνταξη μιας υπεύθυνης φυσικής φιλοσοφίας, όπως υποστηρίζω ότι συμβαίνει, τότε μπορεί κανείς να οικοδομήσει πάνω στις βάσεις που έθεσε ο Παρμενίδης παρά να αναζητήσει νέες. Η προσέγγιση του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα υποδηλώνει ότι έπραξαν το πρώτο.
Αν αυτό ευσταθεί, τότε η ιστορία της φιλοσοφίας των μέσων του 5ου αιώνα δεν αποτελεί αφήγηση των απέλπιδων προσπαθειών των εκπροσώπων της πολλαπλότητας να αναλάβουν δράση στα μετόπισθεν απέναντι στις επιθέσεις των Ελεατών. Πρόκειται μάλλον για διαμάχη ανάμεσα σε δύο σχολές για τον έλεγχο της παράδοσης: ανάμεσα στους νέο-Ίωνες στοχαστές που επιχειρούν να οικοδομήσουν μια επαρκή φυσική φιλοσοφία πάνω στις θεμελιώδεις αρχές που πρώτος έθεσε ο Παρμενίδης, και τους νέο-Ελεάτες που επιχειρούν να αποδείξουν ότι ο Παρμενίδης τις αναίρεσε. Η διαμάχη δεν αφορούσε τόσο το αν μπορούσε η φυσική φιλοσοφία να διασωθεί όσο το πώς έπρεπε να ερμηνευθεί ο Παρμενίδης. Επρόκειτο για διαμάχη σχετικά με το ποιοι ήταν οι γνήσιοι κληρονόμοι της ελεατικής φιλοσοφικής παράδοσης. Τελικά, τη μάχη κέρδισαν κατά κράτος οι νέο-Ελεάτες και μάλιστα σε τέτοιον βαθμό ώστε σχεδόν να εκλείψουν οι σχετικές με τη διαμάχη μαρτυρίες. Το γεγονός, όμως, ότι από την πλευρά του Εμπεδοκλή και του Αναξαγόρα δεν εκδηλώνεται καμία εχθρική διάθεση απέναντι στον Παρμενίδη, αποκαλύπτει την πραγματική στάση τους. Τους πρώτους αυτούς νέο-Ίωνες στοχαστές θα έπρεπε να τους αντιμετωπίσουμε όχι ως αντιπάλους του Παρμενίδη αλλά, όπως οι ίδιοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους, ως Ελεάτες εκπροσώπους της πολλαπλότητας.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Ο Αναξιμένης ορισμένες φορές ερμηνεύεται ακόμα με τον τρόπο που τον προσέγγισαν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος: ο αέρας εξακολουθεί να αποτε- λεί υπόστρωμα ή υποκείμενη φυσική ουσία άλλων ουσιών (βλ. λ.χ. Barnes [14] κεφ. 3). Η άποψη αυτή, όμως, σημαίνει ότι εφαρμόζουμε τη θεωρία του Αριστοτέλη για το υπόστρωμα και τη μορφή στην περίπτωση ενός φιλοσόφου που δεν γνωρίζει διακρίσεις αυτού του τύπου. Πράγματι, ο Αναξιμένης αναδεικνύ- ει τον αέρα σε πρώτη άρχή, αλλά για τον ίδιο τον στοχαστή αυτό δεν σημαίνει ότι η γενεσιουργός αρχή που πρεσβεύει είναι πάντοτε παρούσα ως ένα αριστοτελικό υλικό αίτιο, αλλά ότι σε κάποια στιγμή το καθετί στο σύμπαν ήταν αέρας, ότι κάθε άλλη φυσική ουσία έλκει την προέλευσή της από τον αέρα και ότι κατά κάποιον τρόπο ο αέρας κυβερνά τα πάντα. Σε αντίθεση με ό,τι θα υποστήριζε ένας μεταγενέστερος του Παρμενίδη «ο Αναξιμένης διακήρυσσε ότι ο άπειρος αέρας είναι η θεμελιώδης αρχή από την οποία προέρχονται όσα γεννή- θηκαν, όσα γεννιούνται και όσα θα γεννηθούν, οι θεοί και τα θεία» (Ιππόλυτος, Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος 1.7.1, μτφρ Δ. Κ.) [’Αναξιμένης..Λέρα άπειρον έφη την άρχήν είναι, έξ ού τά γινόμενα καί τά γεγονότα καί τα έσόμενα καί θεούς καί θεία γίνεσθαι], Ο Θεόφραστος εξηγεί ότι «ο αέρας όταν αραιώνει γίνεται φωτιά, όταν πυκνώσει γίνεται άνεμος, κατόπιν σύννεφο, όταν πυκνώσει ακόμα περισσότερο γίνεται νερό, έπειτα γη, έπειτα λίθοι» (Σιμπλί- κιος Εις τό τής Άριστοτέλους Φυσικής Άκροάσεως Υπόμνημα 24. 29-30) [καί άραιούμενον μέν (sc. αέρα) πϋρ γίνεσθαι, πυκνούμενον δέ άνεμον, είτα νέφος, ετι δέ μάλλον νδωρ, είτα γην, είτα λίθους]. Κανένας εκπρόσωπος της πολλαπλότητας δεν θα ισχυριζόταν ότι ένα από τα πραγματικά στοιχεία που εισηγείται η θεωρία του κατέληξε να αποτελεί κάτι. Ο Αριστοτέλης και ο μαθητής του Θεόφραστος δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα από αυτή τη διατύπωση, καθώς ο πρώτος μετέτρεψε τα τέσσερα στοιχεία πάλι σε φυσικές ουσίες που γεννώνται και αφανίζονται (Περί γενέσεως καί φθοράς, 2). Αυτό ακριβώς το είδος ερμηνείας, σύμφωνα με την οποία ένα ον καταλήγει να είναι πολλά άλλα, ανάγκασε τον Παρμενίδη να επιχειρηματολογήσει εναντίον της μεταβολής (βλ. Graham [242]).
Παρ’ όλα αυτά, πώς ήταν δυνατόν ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος να παρερμηνεύσουν σε τόσο μεγάλο βαθμό τον Αναξιμένη και τους Ίωνες στοχαστές; Η παρερμηνεία εν μέρει οφείλεται στο γεγονός ότι ο Αριστοτέλης επιδίωκε να τους αποδώσει τον ρόλο των προκατόχων του (Μετά τά Φυσικά 1. 3-4, και σε διάφορα άλλα χωρία), οι οποίοι πρώτα ανακάλυψαν το υλικό αίτιο (η ύλη ως υπόστρωμα της μεταβολής) και ύστερα τα υπόλοιπα από τα τέσσερα αίτια που όρισε ο ίδιος. Ενώ, λοιπόν, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι Ίωνες στοχαστές ενδιαφέρονταν να προσδιορίσουν την υλική ουσία από την οποία προήλθε ο κόσμος, αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι συνέλαβαν την πρώτη ύλη που ο καθένας τους πρέσβευε ως ένα υλικό αίτιο κατά την αριστοτελική έννοια του όρου, δηλαδή ως κάτι που συνεχώς υπόκειται σε μεταβολή και όπου οι μορφές που προσλαμβάνει είναι πρόσκαιρες. Στο ίδιο πνεύμα ο Αριστοτέλης διακηρύσσει ότι όλοι οι προκάτοχοί του έθεταν το ερώτημα «τι είναι η ουσία» (Μετά τά Φυσικά 7. 1). Από μια άποψη το ερώτημα ισχύει απόλυτα, αν δηλαδή αντιμετωπίσουμε την «ουσία» ως όρο που καταδεικνύει την απώτερη πραγματικότητα, όποια και αν είναι αυτή. Υπό μια άλλη έννοια, ο όρος είναι εσφαλμένος και παραπλανητικός: οι προκάτοχοί του Αριστοτέλη δεν αναζητούσαν τυφλά την αριστοτελική έννοια της ουσίας. Οι παραπάνω περιπτώσεις φανερώνουν ότι ο Αριστοτέλης στην προσπάθειά του να προσαρμόσει τους προκατόχους του στο δικό του ταξινομικό σύστημα, ορισμένες φορές συγχέει τα όρια ανάμεσα στους στόχους που μπορεί κανείς εύλογσ να πει ότι οι τελευταίοι έθεταν και στους στόχους που, όπως επίσης εύλογα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, μόνο ένας αριστοτελικός ή μετα-αριστοτελικός φιλόσοφος υπηρετούσε.
Σε γενικές γραμμές, θεωρώ ότι δεν ισχύει πως ο Αναξιμένης και κάθε άλλος πρώιμος Ίωνας στοχαστής υπήρξαν «υλιστές μονιστές», με την έννοια ότι η μοναδική γενεσιουργός αρχή που έθεταν ήταν ένα υλικό αίτιο το οποίο κατά την αυστηρή αριστοτελική σημασία του όρου παραμένει αναλλοίωτο σε όλες τις μεταβολές ως υποκείμενο αυτών των μεταβολών. Είναι αλήθεια ότι κατά κάποιον τρόπο ο Αναξιμένης υπήρξε υλιστής και είναι, επίσης, αλήθεια ότι υπήρξε κατά κάποιον τρόπο μονιστής από την άποψη ότι υφίσταται μια μοναδική γενεσιουργός αρχή από την οποία προέρχονται όλες οι άλλες φυσικές ουσίες, και η οποία υπό κάποια έννοια είναι τελειότερη από τις τελευταίες και τις ελέγχει' δεν είναι, όμως, αλήθεια ότι ο Αναξιμένης υπήρξε υλιστής μονιστής με τη σημασία που προσέδιδε στον όρο ο Αριστοτέλης. Η θεωρία του υλικού μονισμού, που ο Αριστοτέλης αποδίδει στους πρώιμους Ίωνες στοχαστές, προϋποθέτει τις μεταφυσικές αρχές του υποκειμένου και του κατηγορήματος, της μορφής και της ύλης, του δυνάμει και του ενεργεία, οι οποίες πολύ απλά δεν αποτελούν μέρος της οντολογίας των Ιώνων και πιθανώς ήταν υπερβολικά εκλεπτυσμένες για να τις συλλάβουν οι πρώιμοι Ίωνες θεωρητικοί.
----------------
Για την άποψη βλ. Mourelatos [309] 130-33' Barnes 114]’ Curd [287J και [290]. Ο όρος «εν» εμφανίζεται με πιθανές μονωτικές συνδηλώσεις μόνο στους στίχους Β8.6 και Β8.54' και στα δύο χωρία οι συνδηλώσεις είναι στην καλύτερη περίπτωση υποτονικές. Βλ. όμως Sedley στον παρόντα τόμο σ. 192 κ.εξ.