ΠΕΝΘΕΥΣ
215 ἔκδημος ὢν μὲν τῆσδ᾽ ἐτύγχανον χθονός,
κλύω δὲ νεοχμὰ τήνδ᾽ ἀνὰ πτόλιν κακά,
γυναῖκας ἡμῖν δώματ᾽ ἐκλελοιπέναι
πλασταῖσι βακχείαισιν, ἐν δὲ δασκίοις
ὄρεσι θοάζειν, τὸν νεωστὶ δαίμονα
220 Διόνυσον, ὅστις ἔστι, τιμώσας χοροῖς,
πλήρεις δὲ θιάσοις ἐν μέσοισιν ἱστάναι
κρατῆρας, ἄλλην δ᾽ ἄλλοσ᾽ εἰς ἐρημίαν
πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν,
πρόφασιν μὲν ὡς δὴ μαινάδας θυοσκόους,
225 τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην πρόσθ᾽ ἄγειν τοῦ Βακχίου.
ὅσας μὲν οὖν εἴληφα, δεσμίους χέρας
σώιζουσι πανδήμοισι πρόσπολοι στέγαις·
ὅσαι δ᾽ ἄπεισιν, ἐξ ὄρους θηράσομαι,
[Ἰνώ τ᾽ Ἀγαυήν θ᾽, ἥ μ᾽ ἔτικτ᾽ Ἐχίονι,
230 Ἀκταίονός τε μητέρ᾽, Αὐτονόην λέγω,]
καί σφας σιδηραῖς ἁρμόσας ἐν ἄρκυσιν
παύσω κακούργου τῆσδε βακχείας τάχα.
λέγουσι δ᾽ ὥς τις εἰσελήλυθε ξένος,
γόης ἐπωιδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός,
235 ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὔοσμος κόμην,
οἰνωπός, ὄσσοις χάριτας Ἀφροδίτης ἔχων,
ὃς ἡμέρας τε κεὐφρόνας συγγίγνεται
τελετὰς προτείνων εὐίους νεάνισιν.
εἰ δ᾽ αὐτὸν εἴσω τῆσδε λήψομαι χθονός,
240 παύσω κτυποῦντα θύρσον ἀνασείοντά τε
κόμας, τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών.
ἐκεῖνος εἶναί φησι Διόνυσον θεόν,
ἐκεῖνος ἐν μηρῶι ποτ᾽ ἐρράφθαι Διός·
ὃς ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις
245 σὺν μητρί, Δίους ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινὰ κἀγχόνης ἔστ᾽ ἄξια,
ὕβρεις ὑβρίζειν, ὅστις ἔστιν ὁ ξένος;
ἀτὰρ τόδ᾽ ἄλλο θαῦμα· τὸν τερασκόπον
ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Τειρεσίαν ὁρῶ
250 πατέρα τε μητρὸς τῆς ἐμῆς, πολὺν γέλων,
νάρθηκι βακχεύοντ᾽· ἀναίνομαι, πάτερ,
τὸ γῆρας ὑμῶν εἰσορῶν νοῦν οὐκ ἔχον.
οὐκ ἀποτινάξεις κισσόν; οὐκ ἐλευθέραν
θύρσου μεθήσεις χεῖρ᾽, ἐμῆς μητρὸς πάτερ;
255 σὺ ταῦτ᾽ ἔπεισας, Τειρεσία· τόνδ᾽ αὖ θέλεις
τὸν δαίμον᾽ ἀνθρώποισιν ἐσφέρων νέον
σκοπεῖν πτερωτὰ κἀμπύρων μισθοὺς φέρειν.
εἰ μή σε γῆρας πολιὸν ἐξερρύετο,
καθῆσ᾽ ἂν ἐν βάκχαισι δέσμιος μέσαις,
260 τελετὰς πονηρὰς εἰσάγων· γυναιξὶ γὰρ
ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος,
οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
ΧΟ. τῆς δυσσεβείας. ὦ ξέν᾽, οὐκ αἰδῆι θεοὺς
Κάδμον τε τὸν σπείραντα γηγενῆ στάχυν,
265 Ἐχίονος δ᾽ ὢν παῖς καταισχυνεῖς γένος;
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έτυχε να μη βρίσκομαι στη χώρα,
άκουσα όμως για τα νέα δεινά εδώ στην πόλη.
Οι γυναίκες μας εγκατέλειψαν, λέει, τα σπίτια
για υποτιθέμενες βακχείες
και τρέχουν στα όρη με τους βαθείς ίσκιους,
220 τιμώντας με χορούς τον νεόκοπο θεό Διόνυσο
—όποιος και αν είναι.
Στη μέση των θιάσων στέκουν, λέει, κρατήρες
με το κρασί να ξεχειλίζει
και άλλη εδώ άλλη εκεί μέσα στην ερημιά γλιστρά
και υπηρετεί τα κρεβάτια των ανδρών.
Προφασίζονται βέβαια πως είναι μαινάδες που ιερουργούν,
225 όμως την Αφροδίτη τη βάζουν πάνω από το Βάκχο.
Όσες έχω συλλάβει,
με τα χέρια τους δεμένα,
τις φρουρούν στις φυλακές οι άνδρες μου.
228 Εκείνες που διαφεύγουν θα τις κυνηγήσω στα όρη,
231 θα τις δέσω σφιχτά με σιδερένια δίχτυα
και θα τερματίσω μια κι έξω την ολέθρια βακχεία τους.
Λένε ακόμη ότι ήρθε και κάποιος ξένος,
ένας Λυδός εξορκιστής, ένας αγύρτης·
235 η κόμη του ξανθοί μυρωμένοι βόστρυχοι,
στο βλέμμα του λάμπει ο πόθος της Αφροδίτης·
μέρα και νύχτα συντροφεύει νεαρές γυναίκες,
υπόσχεται την έκσταση του Βάκχου.
Αν τον πετύχω εδώ στη χώρα,
240 θα του χωρίσω το κεφάλι από το σώμα
κι έτσι θα πάψει να χτυπά το θύρσο
και ν᾽ ανεμίζει τα μαλλιά του.
Εκείνος λέει ότι ο Διόνυσος είναι θεός,
εκείνος ότι έμεινε κάποτε ραμμένος στο μηρό του Διός,
ενώ τον έκαψαν οι φλόγες του κεραυνού,
αυτόν και τη μητέρα του,
245 που είπε το ψέμα ότι πλάγιασε με τον Δία.
Γι᾽ αυτά που λέει ο ξένος, όποιος κι αν είναι,
για την ύβρη των ύβρεων,
του αξίζει —ναι ή όχι;— η φρίκη της αγχόνης;
Άλλο πάλι τούτο!
Ο μάντης Τειρεσίας, που εξηγεί τα παράδοξα,
να φορά παρδαλό δέρμα ελαφιού!
250 Και ο πατέρας της μητρός μου
—να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια—
να βακχεύει θυρσοφόρος!
Δεν υποφέρεται, γέροντά μου,
να σας βλέπω να ανοηταίνετε στα γεράματά σας.
Δεν θα πετάξεις από πάνω σου τον κισσό;
Δεν θα ελευθερώσεις το χέρι σου από το θύρσο,
πατέρα της μητρός μου;
255 Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.
Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,
για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.
Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,
θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,
260 γι᾽ αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.
Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,
τότε —άκουσέ με— καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
ΧΟΡΟΣ
Το μέγεθος της ασεβείας σου!
Ξένε, δεν σέβεσαι τους θεούς;
Ούτε τον Κάδμο,
που έσπειρε τον καρπό των γεννημένων από τη γη;
265 Είσαι γιος του Εχίονος, και ντροπιάζεις το γένος σου;
215 ἔκδημος ὢν μὲν τῆσδ᾽ ἐτύγχανον χθονός,
κλύω δὲ νεοχμὰ τήνδ᾽ ἀνὰ πτόλιν κακά,
γυναῖκας ἡμῖν δώματ᾽ ἐκλελοιπέναι
πλασταῖσι βακχείαισιν, ἐν δὲ δασκίοις
ὄρεσι θοάζειν, τὸν νεωστὶ δαίμονα
220 Διόνυσον, ὅστις ἔστι, τιμώσας χοροῖς,
πλήρεις δὲ θιάσοις ἐν μέσοισιν ἱστάναι
κρατῆρας, ἄλλην δ᾽ ἄλλοσ᾽ εἰς ἐρημίαν
πτώσσουσαν εὐναῖς ἀρσένων ὑπηρετεῖν,
πρόφασιν μὲν ὡς δὴ μαινάδας θυοσκόους,
225 τὴν δ᾽ Ἀφροδίτην πρόσθ᾽ ἄγειν τοῦ Βακχίου.
ὅσας μὲν οὖν εἴληφα, δεσμίους χέρας
σώιζουσι πανδήμοισι πρόσπολοι στέγαις·
ὅσαι δ᾽ ἄπεισιν, ἐξ ὄρους θηράσομαι,
[Ἰνώ τ᾽ Ἀγαυήν θ᾽, ἥ μ᾽ ἔτικτ᾽ Ἐχίονι,
230 Ἀκταίονός τε μητέρ᾽, Αὐτονόην λέγω,]
καί σφας σιδηραῖς ἁρμόσας ἐν ἄρκυσιν
παύσω κακούργου τῆσδε βακχείας τάχα.
λέγουσι δ᾽ ὥς τις εἰσελήλυθε ξένος,
γόης ἐπωιδὸς Λυδίας ἀπὸ χθονός,
235 ξανθοῖσι βοστρύχοισιν εὔοσμος κόμην,
οἰνωπός, ὄσσοις χάριτας Ἀφροδίτης ἔχων,
ὃς ἡμέρας τε κεὐφρόνας συγγίγνεται
τελετὰς προτείνων εὐίους νεάνισιν.
εἰ δ᾽ αὐτὸν εἴσω τῆσδε λήψομαι χθονός,
240 παύσω κτυποῦντα θύρσον ἀνασείοντά τε
κόμας, τράχηλον σώματος χωρὶς τεμών.
ἐκεῖνος εἶναί φησι Διόνυσον θεόν,
ἐκεῖνος ἐν μηρῶι ποτ᾽ ἐρράφθαι Διός·
ὃς ἐκπυροῦται λαμπάσιν κεραυνίαις
245 σὺν μητρί, Δίους ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
ταῦτ᾽ οὐχὶ δεινὰ κἀγχόνης ἔστ᾽ ἄξια,
ὕβρεις ὑβρίζειν, ὅστις ἔστιν ὁ ξένος;
ἀτὰρ τόδ᾽ ἄλλο θαῦμα· τὸν τερασκόπον
ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Τειρεσίαν ὁρῶ
250 πατέρα τε μητρὸς τῆς ἐμῆς, πολὺν γέλων,
νάρθηκι βακχεύοντ᾽· ἀναίνομαι, πάτερ,
τὸ γῆρας ὑμῶν εἰσορῶν νοῦν οὐκ ἔχον.
οὐκ ἀποτινάξεις κισσόν; οὐκ ἐλευθέραν
θύρσου μεθήσεις χεῖρ᾽, ἐμῆς μητρὸς πάτερ;
255 σὺ ταῦτ᾽ ἔπεισας, Τειρεσία· τόνδ᾽ αὖ θέλεις
τὸν δαίμον᾽ ἀνθρώποισιν ἐσφέρων νέον
σκοπεῖν πτερωτὰ κἀμπύρων μισθοὺς φέρειν.
εἰ μή σε γῆρας πολιὸν ἐξερρύετο,
καθῆσ᾽ ἂν ἐν βάκχαισι δέσμιος μέσαις,
260 τελετὰς πονηρὰς εἰσάγων· γυναιξὶ γὰρ
ὅπου βότρυος ἐν δαιτὶ γίγνεται γάνος,
οὐχ ὑγιὲς οὐδὲν ἔτι λέγω τῶν ὀργίων.
ΧΟ. τῆς δυσσεβείας. ὦ ξέν᾽, οὐκ αἰδῆι θεοὺς
Κάδμον τε τὸν σπείραντα γηγενῆ στάχυν,
265 Ἐχίονος δ᾽ ὢν παῖς καταισχυνεῖς γένος;
***
ΠΕΝΘΕΑΣ
Έτυχε να μη βρίσκομαι στη χώρα,
άκουσα όμως για τα νέα δεινά εδώ στην πόλη.
Οι γυναίκες μας εγκατέλειψαν, λέει, τα σπίτια
για υποτιθέμενες βακχείες
και τρέχουν στα όρη με τους βαθείς ίσκιους,
220 τιμώντας με χορούς τον νεόκοπο θεό Διόνυσο
—όποιος και αν είναι.
Στη μέση των θιάσων στέκουν, λέει, κρατήρες
με το κρασί να ξεχειλίζει
και άλλη εδώ άλλη εκεί μέσα στην ερημιά γλιστρά
και υπηρετεί τα κρεβάτια των ανδρών.
Προφασίζονται βέβαια πως είναι μαινάδες που ιερουργούν,
225 όμως την Αφροδίτη τη βάζουν πάνω από το Βάκχο.
Όσες έχω συλλάβει,
με τα χέρια τους δεμένα,
τις φρουρούν στις φυλακές οι άνδρες μου.
228 Εκείνες που διαφεύγουν θα τις κυνηγήσω στα όρη,
231 θα τις δέσω σφιχτά με σιδερένια δίχτυα
και θα τερματίσω μια κι έξω την ολέθρια βακχεία τους.
Λένε ακόμη ότι ήρθε και κάποιος ξένος,
ένας Λυδός εξορκιστής, ένας αγύρτης·
235 η κόμη του ξανθοί μυρωμένοι βόστρυχοι,
στο βλέμμα του λάμπει ο πόθος της Αφροδίτης·
μέρα και νύχτα συντροφεύει νεαρές γυναίκες,
υπόσχεται την έκσταση του Βάκχου.
Αν τον πετύχω εδώ στη χώρα,
240 θα του χωρίσω το κεφάλι από το σώμα
κι έτσι θα πάψει να χτυπά το θύρσο
και ν᾽ ανεμίζει τα μαλλιά του.
Εκείνος λέει ότι ο Διόνυσος είναι θεός,
εκείνος ότι έμεινε κάποτε ραμμένος στο μηρό του Διός,
ενώ τον έκαψαν οι φλόγες του κεραυνού,
αυτόν και τη μητέρα του,
245 που είπε το ψέμα ότι πλάγιασε με τον Δία.
Γι᾽ αυτά που λέει ο ξένος, όποιος κι αν είναι,
για την ύβρη των ύβρεων,
του αξίζει —ναι ή όχι;— η φρίκη της αγχόνης;
Άλλο πάλι τούτο!
Ο μάντης Τειρεσίας, που εξηγεί τα παράδοξα,
να φορά παρδαλό δέρμα ελαφιού!
250 Και ο πατέρας της μητρός μου
—να ξεκαρδίζεσαι στα γέλια—
να βακχεύει θυρσοφόρος!
Δεν υποφέρεται, γέροντά μου,
να σας βλέπω να ανοηταίνετε στα γεράματά σας.
Δεν θα πετάξεις από πάνω σου τον κισσό;
Δεν θα ελευθερώσεις το χέρι σου από το θύρσο,
πατέρα της μητρός μου;
255 Εσύ τον έπεισες, Τειρεσία.
Κόπτεσαι να εισαγάγεις στους ανθρώπους έναν ακόμη νέο θεό,
για να οιωνοσκοπείς και να εισπράττεις από την πυρομαντεία.
Αν δεν σε έσωζαν τα λευκά γηρατειά σου,
θα καθόσουν ήδη δέσμιος ανάμεσα στις βάκχες,
260 γι᾽ αυτές τις ύποπτες ιερουργίες που εισάγεις.
Γιατί όταν στις εορτές των γυναικών έρθει η λάμψη του κρασιού,
τότε —άκουσέ με— καμιά ιερουργία δεν είναι αθώα.
ΧΟΡΟΣ
Το μέγεθος της ασεβείας σου!
Ξένε, δεν σέβεσαι τους θεούς;
Ούτε τον Κάδμο,
που έσπειρε τον καρπό των γεννημένων από τη γη;
265 Είσαι γιος του Εχίονος, και ντροπιάζεις το γένος σου;