ΧΟ. ἆρ᾽ ἐν παννυχίοις χοροῖς [στρ.]
θήσω ποτὲ λευκὸν
πόδ᾽ ἀναβακχεύουσα, δέραν
865 αἰθέρ᾽ ἐς δροσερὸν ῥίπτουσ᾽,
ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαί-
ζουσα λείμακος ἡδοναῖς,
ἁνίκ᾽ ἂν φοβερὰν φύγηι
θήραν ἔξω φυλακᾶς
870 εὐπλέκτων ὑπὲρ ἀρκύων,
θωύσσων δὲ κυναγέτας
συντείνηι δράμημα κυνῶν,
μόχθοις δ᾽ ὠκυδρόμοις ἀελ-
λὰς θρώισκηι πεδίον
παραποτάμιον, ἡδομένα
875 βροτῶν ἐρημίαις σκιαρο-
κόμοιό τ᾽ ἔρνεσιν ὕλας;
†τί τὸ σοφόν, ἢ τί τὸ κάλλιον†
παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς
ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς
880 τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν;
ὅτι καλὸν φίλον αἰεί.
ὁρμᾶται μόλις, ἀλλ᾽ ὅμως [ἀντ.]
πιστόν ‹τι› τὸ θεῖον
σθένος· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν
885 τούς τ᾽ ἀγνωμοσύναν τιμῶν-
τας καὶ μὴ τὰ θεῶν αὔξον-
τας σὺν μαινομέναι δόξαι.
κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως
δαρὸν χρόνου πόδα καὶ
890 θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον· οὐ
γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων
γιγνώσκειν χρὴ καὶ μελετᾶν.
κούφα γὰρ δαπάνα νομί-
ζειν ἰσχὺν τόδ᾽ ἔχειν,
ὅτι ποτ᾽ ἄρα τὸ δαιμόνιον,
895 τό τ᾽ ἐν χρόνωι μακρῶι νόμιμον
ἀεὶ φύσει τε πεφυκός.
†τί τὸ σοφόν, ἢ τί τὸ κάλλιον†
παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς
ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς
900 τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν;
ὅτι καλὸν φίλον αἰεί.
εὐδαίμων μὲν ὃς ἐκ θαλάσσας [ἐπῳδ.]
ἔφυγε χεῖμα, λιμένα δ᾽ ἔκιχεν·
εὐδαίμων δ᾽ ὃς ὕπερθε μόχθων
905 ἐγένεθ᾽· ἕτερα δ᾽ ἕτερος ἕτερον
ὄλβωι καὶ δυνάμει παρῆλθεν.
μυρίαι δ᾽ ἔτι μυρίοις
εἰσὶν ἐλπίδες· αἱ μὲν
τελευτῶσιν ἐν ὄλβωι
βροτοῖς, αἱ δ᾽ ἀπέβασαν·
910 τὸ δὲ κατ᾽ ἦμαρ ὅτωι βίοτος
εὐδαίμων, μακαρίζω.
***
ΧΟΡΟΣ
Άραγε σε ολονύχτιους χορούς
θα κινήσω κάποτε το λευκό μου πόδι βακχεύοντας,
865 τινάζοντας στο δροσερό αιθέρα το λαιμό,
όπως ελάφι τρυφερό που παίζει μέσα στις χλωρές ηδονές του λιβαδιού,
όταν ξεφύγει φοβερό κυνήγι,
870 έξω από τον κλοιό, πάνω από το άψογο δίχτυ,
και ο κυνηγός, με τις κραυγές, δυναμώνει την ορμή των σκύλων;
Κατάκοπο εκείνο από το γρήγορο τρέξιμο,
όπως η θύελλα πετιέται στο χέρσωμα πλάι στο ποτάμι
875 και χαίρεται την απόκοσμη ερημία
και τα βλαστάρια του πυκνόμαλλου δάσους.
Ποιό το σοφό;
Ποιό δώρο των θεών ωραιότερο για τον θνητό
880 από το να κρατάει το χέρι νικηφόρο
πάνω από το κεφάλι των εχθρών;
Ό,τι είναι ωραίο το αγαπάω πάντα.
Αργεί να ξεκινήσει,
αλλά δεν αστοχεί η θεία δύναμη.
885 Τιμωρεί τους θνητούς που τιμούν την αφροσύνη
και με σκέψη μαινόμενη δεν δοξάζουν τα θεία.
Κρύβουν οι θεοί με τρόπους πολλούς
το μακρό βήμα του χρόνου
890 και πιάνουν τον ασεβή.
Ποτέ δεν πρέπει να σκέφτεσαι και να πράττεις
ό,τι είναι πάνω από τους νόμους.
Δεν σου στοιχίζει να πιστεύεις ότι αυτό έχει δύναμη,
ό,τι κι αν είναι το θείο,
895 και πως ό,τι καθιερώθηκε μέσα στο χρόνο το μακρό
είναι ριζωμένο για πάντα στη φύση.
Ποιό το σοφό;
Ποιό δώρο των θεών ωραιότερο για τον θνητό
από το να κρατάει το χέρι νικηφόρο
900 πάνω από το κεφάλι των εχθρών;
Ό,τι είναι ωραίο το αγαπάω πάντα.
Ευτυχισμένος που ξέφυγε το κύμα της θαλάσσης και βρήκε λιμάνι.
Ευτυχισμένος που άφησε πίσω του τους μόχθους.
905 Με τρόπους και τρόπους ξεπερνά ο ένας τον άλλον σε πλούτο και δύναμη.
Μυριάδες άνθρωποι, και μυριάδες ελπίδες.
Άλλες τελειώνουν στην ευτυχία, και άλλες φεύγουν και πάνε.
910 Ο που κυλά η ζωή του ευτυχισμένη μέρα τη μέρα,
τον μακαρίζω.
θήσω ποτὲ λευκὸν
πόδ᾽ ἀναβακχεύουσα, δέραν
865 αἰθέρ᾽ ἐς δροσερὸν ῥίπτουσ᾽,
ὡς νεβρὸς χλοεραῖς ἐμπαί-
ζουσα λείμακος ἡδοναῖς,
ἁνίκ᾽ ἂν φοβερὰν φύγηι
θήραν ἔξω φυλακᾶς
870 εὐπλέκτων ὑπὲρ ἀρκύων,
θωύσσων δὲ κυναγέτας
συντείνηι δράμημα κυνῶν,
μόχθοις δ᾽ ὠκυδρόμοις ἀελ-
λὰς θρώισκηι πεδίον
παραποτάμιον, ἡδομένα
875 βροτῶν ἐρημίαις σκιαρο-
κόμοιό τ᾽ ἔρνεσιν ὕλας;
†τί τὸ σοφόν, ἢ τί τὸ κάλλιον†
παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς
ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς
880 τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν;
ὅτι καλὸν φίλον αἰεί.
ὁρμᾶται μόλις, ἀλλ᾽ ὅμως [ἀντ.]
πιστόν ‹τι› τὸ θεῖον
σθένος· ἀπευθύνει δὲ βροτῶν
885 τούς τ᾽ ἀγνωμοσύναν τιμῶν-
τας καὶ μὴ τὰ θεῶν αὔξον-
τας σὺν μαινομέναι δόξαι.
κρυπτεύουσι δὲ ποικίλως
δαρὸν χρόνου πόδα καὶ
890 θηρῶσιν τὸν ἄσεπτον· οὐ
γὰρ κρεῖσσόν ποτε τῶν νόμων
γιγνώσκειν χρὴ καὶ μελετᾶν.
κούφα γὰρ δαπάνα νομί-
ζειν ἰσχὺν τόδ᾽ ἔχειν,
ὅτι ποτ᾽ ἄρα τὸ δαιμόνιον,
895 τό τ᾽ ἐν χρόνωι μακρῶι νόμιμον
ἀεὶ φύσει τε πεφυκός.
†τί τὸ σοφόν, ἢ τί τὸ κάλλιον†
παρὰ θεῶν γέρας ἐν βροτοῖς
ἢ χεῖρ᾽ ὑπὲρ κορυφᾶς
900 τῶν ἐχθρῶν κρείσσω κατέχειν;
ὅτι καλὸν φίλον αἰεί.
εὐδαίμων μὲν ὃς ἐκ θαλάσσας [ἐπῳδ.]
ἔφυγε χεῖμα, λιμένα δ᾽ ἔκιχεν·
εὐδαίμων δ᾽ ὃς ὕπερθε μόχθων
905 ἐγένεθ᾽· ἕτερα δ᾽ ἕτερος ἕτερον
ὄλβωι καὶ δυνάμει παρῆλθεν.
μυρίαι δ᾽ ἔτι μυρίοις
εἰσὶν ἐλπίδες· αἱ μὲν
τελευτῶσιν ἐν ὄλβωι
βροτοῖς, αἱ δ᾽ ἀπέβασαν·
910 τὸ δὲ κατ᾽ ἦμαρ ὅτωι βίοτος
εὐδαίμων, μακαρίζω.
***
ΧΟΡΟΣ
Άραγε σε ολονύχτιους χορούς
θα κινήσω κάποτε το λευκό μου πόδι βακχεύοντας,
865 τινάζοντας στο δροσερό αιθέρα το λαιμό,
όπως ελάφι τρυφερό που παίζει μέσα στις χλωρές ηδονές του λιβαδιού,
όταν ξεφύγει φοβερό κυνήγι,
870 έξω από τον κλοιό, πάνω από το άψογο δίχτυ,
και ο κυνηγός, με τις κραυγές, δυναμώνει την ορμή των σκύλων;
Κατάκοπο εκείνο από το γρήγορο τρέξιμο,
όπως η θύελλα πετιέται στο χέρσωμα πλάι στο ποτάμι
875 και χαίρεται την απόκοσμη ερημία
και τα βλαστάρια του πυκνόμαλλου δάσους.
Ποιό το σοφό;
Ποιό δώρο των θεών ωραιότερο για τον θνητό
880 από το να κρατάει το χέρι νικηφόρο
πάνω από το κεφάλι των εχθρών;
Ό,τι είναι ωραίο το αγαπάω πάντα.
Αργεί να ξεκινήσει,
αλλά δεν αστοχεί η θεία δύναμη.
885 Τιμωρεί τους θνητούς που τιμούν την αφροσύνη
και με σκέψη μαινόμενη δεν δοξάζουν τα θεία.
Κρύβουν οι θεοί με τρόπους πολλούς
το μακρό βήμα του χρόνου
890 και πιάνουν τον ασεβή.
Ποτέ δεν πρέπει να σκέφτεσαι και να πράττεις
ό,τι είναι πάνω από τους νόμους.
Δεν σου στοιχίζει να πιστεύεις ότι αυτό έχει δύναμη,
ό,τι κι αν είναι το θείο,
895 και πως ό,τι καθιερώθηκε μέσα στο χρόνο το μακρό
είναι ριζωμένο για πάντα στη φύση.
Ποιό το σοφό;
Ποιό δώρο των θεών ωραιότερο για τον θνητό
από το να κρατάει το χέρι νικηφόρο
900 πάνω από το κεφάλι των εχθρών;
Ό,τι είναι ωραίο το αγαπάω πάντα.
Ευτυχισμένος που ξέφυγε το κύμα της θαλάσσης και βρήκε λιμάνι.
Ευτυχισμένος που άφησε πίσω του τους μόχθους.
905 Με τρόπους και τρόπους ξεπερνά ο ένας τον άλλον σε πλούτο και δύναμη.
Μυριάδες άνθρωποι, και μυριάδες ελπίδες.
Άλλες τελειώνουν στην ευτυχία, και άλλες φεύγουν και πάνε.
910 Ο που κυλά η ζωή του ευτυχισμένη μέρα τη μέρα,
τον μακαρίζω.