Υπό τον κόμητα στρατάρχη Πέτρου Ρουμιάντσωφ, ή Ρουμιαντζώφ, οι Ρώσοι επέδραμαν στη Μολδαβία και νίκησαν τους Οθωμανούς στη Βουλγαρία. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη και στις 21 Ιουλίου 1774 υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη ειρήνης. Με τη συνθήκη αυτή η Ρωσία διαμόρφωσε τη διπλωματική βάση για περαιτέρω επέμβαση στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Συνθήκη αυτή συντάχθηκε και υπογράφηκε μέσα σε 6 ημέρες και περιλαμβάνει 28 φανερά και 2 μυστικά άρθρα.
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή και το «Ανατολικό Ζήτημα»
Με δυο λέξεις, «Ανατολικό Ζήτημα» σημαίνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την τύχη των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και το μέλημά τους να φύγουν οι Τούρκοι από την Ευρώπη. Με αυτή την έννοια, το «ανατολικό ζήτημα» είναι στην ουσία του «βαλκανικό ζήτημα».
Και αντικατοπτρίζει την προαιώνια υποκρισία των Ευρωπαίων, καθώς ο κοινός πόθος να φύγουν οι Τούρκοι από τα Βαλκάνια απλά συνόδευε την κρυφή επιθυμία του καθένα, να αρπάξει τα εδάφη αυτά για λογαριασμό του. Κι αυτή η ανειλικρινής πολιτική είναι που επέτρεψε στην Τουρκία να κατέχει ακόμα και σήμερα ευρωπαϊκά εδάφη και να έχει μετατραπεί στον χαϊδεμένο ταραχοποιό της περιοχής. Επειδή, κάθε φορά που κάποιοι πλησίαζαν να επιτύχουν την έξωση των Τούρκων από τα Βαλκάνια, έβρισκαν απέναντί τους απειλητικούς τους άλλους της παρέας.
Το πρώτο βήμα για την οικοδόμηση του προβλήματος ήταν η συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όχι μόνον επειδή έδωσε στους Ευρωπαίους το δικαίωμα της «διαμεσολάβησης» σε καιρό πολέμου, αλλά και διότι περιελάμβανε και τον όρο της απαλλαγής των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από κάθε φορολογία που βάραινε μόνον αυτούς.
Ήταν η πρώτη συνθήκη που μεριμνούσε για υπόδουλους των Οθωμανών. Η δεύτερη και κυριότερη ήταν η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), που κατέστησε τη Ρωσία προστάτη των χριστιανών υπηκόων της Τουρκίας. Γι’ αυτό, η τυπική αρχή του «ανατολικού ζητήματος» τοποθετείται στη χρονιά αυτή. Βέβαια, στα επόμενα 150 χρόνια, οι υπόδουλοι λαοί ανέλαβαν να λύσουν μόνοι τους το πρόβλημα και να διώξουν τους Τούρκους από σχεδόν ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Και μάλιστα, το κατόρθωσαν πετυχαίνοντας ταυτόχρονα να μην έχουν άλλους διαδόχους δυνάστες πάνω από το κεφάλι τους. Κι αυτό δεν τους το συγχώρησαν ούτε οι Ρώσοι ούτε οι Γερμανοί ούτε οι Αγγλογάλλοι. Και, φυσικά, ούτε οι Τούρκοι.
Έτσι κι αλλιώς, στις αρχές του ΙΗ’ αιώνα, οι πληθυσμοί των Βαλκανικών περιοχών, όσοι τουλάχιστον ασχολούνταν, παρέμεναν αγρότες, δε διέφεραν μεταξύ τους, εκτός από το ότι πολλοί Έλληνες γεωργοί και κτηνοτρόφοι γνώριζαν γραφή και ανάγνωση. Όμως, ένας σημαντικός τομέας οικονομικής δραστηριότητας είχε περάσει σε ελληνικά χέρια:
Το εμπόριο. Ολόκληρη η εμπορική κίνηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας βρισκόταν σε χέρια είτε αλλοδαπών είτε Ελλήνων, ενώ, από τον ΙΗ’ αιώνα, άρχισε να αναπτύσσεται και το Ελληνικό εμπορικό ναυτικό, εξοπλισμένο να αντιμετωπίζει τους πειρατές και με την άνεση κινήσεων, που του έδινε η κάθε φορά σημαία ελεύθερης ναυσιπλοΐας. Έτσι, πλάι στα στρατιωτικά σώματα των αρματολών και κλεφτών, οι Έλληνες έχτιζαν χωρίς να το ξέρουν και το πολεμικό τους ναυτικό.
Στα τέλη του αιώνα, η Γαλλική Επανάσταση και ο ναυτικός αποκλεισμός της Γαλλίας έδωσαν στους Έλληνες ναυτικούς τη δυνατότητα καθημερινής άσκησης στους ελιγμούς σε συνθήκες ναυμαχίας, καθώς η διάσπαση των γραμμών του Αγγλικού στόλου τους προσπόριζε πλούτη και τον σεβασμό των Γάλλων. Ο κατοπινός ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης στα ανοιχτά της Μασσαλίας πήρε τα μαθήματα, που θα του επέτρεπαν να διασπά τις Τουρκοαιγυπτιακές γραμμές και να τροφοδοτεί το πολιορκημένο Μεσολόγγι. Η ταυτόχρονη άνοδος της Ρωσίας πρόσφερε στους Έλληνες έναν ακόμα χώρο ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους.
Ο Γεώργιος Παπάζογλης ή Παπαζώλης γεννήθηκε στη Σιάτιστα το 1725. Στα 1766 ήταν λοχαγός του ρωσικού στρατού. Η Μεγάλη Αικατερίνη γεννήθηκε το 1729. Στα 1763 είχε απαλλαγεί από σύζυγο κι αναστολές και είχε γίνει τσαρίνα της Ρωσίας. Στα 1766, έστειλε τον λοχαγό της Γεώργιο Παπάζογλη να προετοιμάσει το έδαφος στην Ελλάδα.
Ο σουλτάνος Μουσταφά Γ’ (1757 - 1773) είχε συμπληρώσει έντεκα ειρηνικά χρόνια διακυβέρνησης, όταν το 1768 κάποιοι Πολωνοί κυνηγημένοι από τον Ρωσικό στρατό πέρασαν τα σύνορά του. Οι Ρώσοι τους ακολούθησαν μέσα στο Τουρκικό έδαφος, τους έφτασαν και τους έσφαξαν αλλά ξέχασαν να επιστρέψουν. Ο Μουσταφά δεν είχε λόγο να ενοχληθεί ιδιαίτερα από το συμβάν. Πολύ ευγενικά, ζήτησε από τον πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη να αποχωρήσει ο Ρωσικός στρατός. Μόνον όταν δεν πήρε απάντηση κατάλαβε πως κάτι συνέβαινε.
Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Οκτώβριο του 1768 στα χαρτιά. Οι εχθροπραξίες άρχισαν την επόμενη άνοιξη, ενώ ο ρωσικός στόλος με επικεφαλής τους Ορλόφ ξεκίνησε από τη Βαλτική, βγήκε στον Ατλαντικό, πέρασε στη Μεσόγειο κι έφτασε, το 1770, στο Αιγαίο. Οι επαναστατημένοι Έλληνες είδαν να βγαίνουν από τα πλοία τετρακόσιοι όλοι κι όλοι Ρώσοι, κάμποσοι Μαυροβούνιοι και λίγοι Κροάτες. Ο στόλος κινήθηκε να βρει τους Τούρκους που τους καταναυμάχησε στο Τσεσμέ, ενώ στη στεριά το τουρκικό λεπίδι θέριζε. Ο Ρωσικός στρατός ήταν μακριά. Το 1772 πέρασε τον Δούναβη. Το 1773 απωθήθηκε πίσω αλλ’ η Ρωσία είχε ήδη κερδίσει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες.
Την ίδια χρονιά, σουλτάνος έγινε ο Αμπντούλ Χαμίτ Α’ (1773 - 1789). Ήταν 48 χρόνων και μόλις είχε βγει από τη φυλακή, όπου τον είχαν στείλει όταν έκλεισε τα πέντε. Στις 9 Ιουλίου του 1774, υπέγραφε τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ένα χωριό που σήμερα ανήκει στη Βουλγαρία.
Η συνθήκη αυτή έβαλε τη σφραγίδα στην τυπική έναρξη της διαδικασίας για την επίλυση του «ανατολικού ζητήματος», καθώς όριζε πως οι παραδουνάβιες ηγεμονίες γίνονταν αυτόνομες κάτω από τη Ρωσική προστασία, η χριστιανική θρησκεία ανακηρυσσόταν προστατευόμενη στα εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η Ρωσία αναδεικνυόταν προστάτισσα των υπόδουλων χριστιανών. Πέντε χρόνια αργότερα (1779), μια συμπληρωματική παράγραφος προέβλεπε ελευθερία ναυσιπλοΐας για τα πλοία που έφεραν Ρωσική σημαία.
Σύντομο Ιστορικό Πλαίσιο
Με την ειρηνευτική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε η λήξη του δαπανηρότατου πρώτου, επί Αικατερίνης Β΄, Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774). Υπήρξε απότοκη των, υπό το στρατάρχη Π.Α. Ρουμιάντσεφ, νικηφόρων στρατιωτικών επιχειρήσεων στο Δούναβη και τη Βουλγαρία και της ήττας των Οθωμανών, οι οποίοι εξαναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη.
Η συνομολόγηση της συνθήκης πραγματοποιήθηκε στις 10/21 Ιουλίου 1774 στο στρατόπεδο των ρωσικών δυνάμεων, που βρίσκονταν κοντά στο Κιουτσούκ Καϊναρτζή (Küçük Kaynarca), μικρό χωριό της Σιλιστρίας (σημ. Kaynardja, παραδουνάβια Βουλγαρία), από το οποίο έλαβε και την ονομασία της. Πρόκειται για την πιο φημισμένη ως προς τη μεθερμήνευση των όρων της συνθήκη –λόγω και της σκόπιμης αοριστίας πολλών σημείων της– και συγκαταλέγεται στις ευφυέστερες διπλωματικές ενέργειες της Ρωσίας.
Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή μαζί με την επακόλουθη συμπληρωματική, διασαφηνιστική σύμβαση του Αϊναλί Καβάκ (1779) αποδυνάμωσαν την ισχύ της Πύλης και ενίσχυσαν παντοιοτρόπως την επιρροή και τις δυνατότητες ανάμειξης της Ρωσίας στα εσωτερικά θέματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι Συντελεστές
Οι γενικές κατευθύνσεις για τους περιλαμβανόμενους όρους στη συνθήκη ειρήνης είχαν χαραχθεί υπό την εποπτεία του διπλωμάτη Ν.Ι. Πάνιν, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Κολλεγίου των Εξωτερικών Υποθέσεων και δεξί χέρι της Αικατερίνης. Αποτύπωναν το χαρακτήρα της βαλκανικής πολιτικής στην οποία είχαν ρεαλιστικά συνυπολογιστεί οι κρίσιμοι παράγοντες της πολεμικής κατάστασης με τους Τούρκους, του διαμελισμού της Πολωνίας, των θέσεων της Αυστρίας και των εσωτερικών συνεπειών της εξέγερσης του Εμελιάν Πουγκατσόφ.
Συνεπώς, το Ρωσικό διπλωματικό δόγμα, που βασιζόταν στο τρίπτυχο «λιγότερες προσαρτήσεις, περισσότερες αυτονομίες και δυνητικότερες εσωτερικές αναμείξεις», αποτέλεσε το θεμέλιο νου των όρων που επέβαλε η Ρωσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην οριστική άρθρωση των περισσότερο «ασαφών» όρων καίρια υπήρξε η συμβολή του Α.Μ. Ομπρεσκόβ, πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη.
Η σύλληψη της ιδέας για τη θρησκευτική προστασία των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, καθώς και η τελική διατύπωσή της [άρθρο 7], ανήκει στον Ομπρεσκόβ. Το ολιγόγραμμο και εκ πρώτης όψης αδιάγνωστο αυτό άρθρο αποτελεί, συνδυαστικά με το άρθρο 14, την κορωνίδα της πολιτικής διάνοιάς του και της διπλωματικής σπουδαιότητας της συνθήκης.
Η συνθήκη επικυρώθηκε στις 15 Ιουλίου 1774, υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από τους πληρεξούσιους της αυτοκράτειρας Αικατερίνης και του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Α΄, δηλαδή τον αρχιστράτηγο των Ρωσικών δυνάμεων κόμη Πιότρ Ρουμιάντσεβ και το μεγάλο Βεζίρη Μουσίν Ζαντέ Μεχμέτ Πασά. Τέθηκε σε ανέκκλητη ισχύ και άμεση εφαρμογή με την έγκριση της Αικατερίνης στις 11 Αυγούστου 1774.
Η Γεωπολιτική Σημασία
Στο απαρτιζόμενο από 28 κατά αύξοντα αριθμό άρθρα και 2 χωριστά άρθρα κείμενο της συνθήκης προτάσσεται προοίμιο, στο οποίο κηρύσσεται η κατάπαυση των εχθροπραξιών. Με την επίκληση του ονόματος του μεγαλοδύναμου Θεού αναγγέλλεται «η αιώνια λήθη και η εγκαθίδρυση αιώνιας ειρήνης μεταξύ των δύο Δυνάμεων». Το σύνθετο εδαφικό, δικαιικό πλέγμα των διμερών θεμάτων που είχαν επιλυθεί διά των όπλων ρυθμίζεται με ρητές διατυπώσεις σε αρκετά άρθρα.
Αντίθετα, ορίζονται με δεξιοτεχνικά ηθελημένη αταξία σειράς και σκόπιμη νοηματική ασάφεια ή αοριστία όλες οι Ρωσικές απαιτήσεις και οι Οθωμανικές υποχρεώσεις, οι συνέπειες των οποίων έχουν τεράστια γεωπολιτική σημασία, καθώς μεταβάλλουν ριζικά το συσχετισμό των δυνάμεων στη λεκάνη της Μαύρης Θάλασσας. Η ραγδαία άνοδος της Ρωσίας και η αντίστοιχη εξασθένηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έθεσαν στο προσκήνιο το ζήτημα της Ρωσικής εξόδου στη Μεσόγειο και της υποχώρησης της Τουρκικής κυριαρχίας στην Ευρώπη.
Με δεδομένη την απώλεια της ανεξαρτησίας της Οθωμανικής εξωτερικής πολιτικής, η επίλυση των ζητημάτων αυτών έλαβε διεθνή χαρακτήρα, καθώς η Ρωσία θα συγκρουστεί αρκετές φορές με όσες ευρωπαϊκές δυνάμεις ήγειραν αξιώσεις πάνω στην «Οθωμανική κληρονομιά» και αναμειγνύονταν τόσο στις Ρωσοτουρκικές υποθέσεις, όσο και στις σχέσεις ανάμεσα στο σουλτάνο και τους χριστιανούς υπηκόους του.
Τα Ρωσικά Ωφέλη
Η Ρωσία με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή εξασφάλισε στρατιωτική δόξα, κρατικό γόητρο, ισοδυναμία του αυτοκρατορικού τίτλου με το σουλτανικό, εδαφική διεύρυνση και έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα, εγκατάσταση προξενικών αρχών στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ελεύθερη παντός κωλύματος ναυσιπλοΐα στις Οθωμανικές θάλασσες, εμπορικά προνόμια ισότιμα των ευρωπαϊκών, πολεμική αποζημίωση και το δικαίωμα θρησκευτικής προστασίας των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου. Στη χρήση αυτού του δικαιώματος θεμελιώθηκε και το επονομαζόμενο στην ευρωπαϊκή πολιτική Ανατολικό Ζήτημα.
Οι Όροι
. Από πλευράς Ρωσίας προς Οθωμανική αυτοκρατορία:
- Η Ρωσία αναγνώρισε την πολιτική ανεξαρτησία των Τατάρων της Κριμαίας, της Βεσσαραβίας και του Κουμπάν καθώς και την θρησκευτική μόνο εξάρτηση αυτών από τον Σουλτάνο με την ιδιότητα του Χαλίφη.
- Η Ρωσία επιστρέφει στον Σουλτάνο όλα τα νησιά του Αιγαίου που κατείχε. Συνολικά 18 νησιά, καθώς και την Πελοπόννησο.
- Η Ρωσία αποχωρεί από τις Παρίστριες Ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία) που επιστράφησαν μεν στον Σουλτάνο αλλά ετέθησαν σε ειδικό καθεστώς.
- Η Ρωσία εξασφάλισε το δικαίωμα να διατηρεί στόλο στον Εύξεινο Πόντο, αποκτώντας το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας των υπό ρωσική σημαία εμπορικών πλοίων σ΄ αυτόν, καθώς και του ελεύθερου εμπορίου των Ρώσων υπηκόων στην οθωμανική επικράτεια.
- Η Ρωσία επέβαλε το ασαφές δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πύλης από τον Τσάρο.
. Από πλευράς Οθωμανικής αυτοκρατορίας προς Ρωσία:
- Το χανάτο της Κριμαίας απέκτησε την ανεξαρτησία του από τον σουλτάνο.
- Τα διάφορα Φρούρια επί του Ευξείνου Πόντου (Γενικαλέ, Κερτς, Αζοφ κ.ά.) αποδίδονται στη Ρωσία.
- Η Οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε σε καταβολή εξόδων πολέμου, «πολεμικής αποζημίωσης» τεσσάρων εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων.
- Κατοχυρώθηκε η αυτονομία των ηγεμονιών Μολδαβίας και Βλαχίας και της πολιτικής ανεξαρτησίας των Τατάρων της Κριμαίας.
- Ο Σουλτάνος αναγνώρισε στη Ρωσία το δικαίωμα δημιουργίας ρωσικών προξενείων σε πόλεις της επιλογής της.
Σύμφωνα με όρους της συνθήκης, η Ρωσία απέσπασε από την πολιτική κυριαρχία του σουλτάνου τους Τατάρους και το Χανάτο της Κριμαίας [άρθρο 3], το οποίο κηρύχθηκε ανεξάρτητο. Έλαβε στρατηγικής σημασίας φρούρια, οχυρά, εποικισμένες ή άγονες στεπώδεις περιοχές στη Μαύρη θάλασσα: Κινμπούρν [άρθρο 18], Κερτς, Γενί Καλέ [άρθρο 19], Αζόφ [άρθρο 20], Μικρή και Μεγάλη Καβαρδία [άρθρο 21]. Επέστρεψε στην κυριαρχία της Πύλης ολόκληρη τη Βεσσαραβία με τις πόλεις Άκκερμαν, Κίλι, Ισμαήλ [άρθρο 16] και το φρούριο του Μπέντερ [άρθρο 24].
Αποχώρησε από τη Μολδαβία και τη Βλαχία, που με ειδικό καθεστώς αυτονομίας αποδόθηκαν ξανά στο σουλτάνο [άρθρο 16], διατηρώντας ωστόσο ισχυρό πλέγμα θρησκευτικών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτά απέρρεαν τόσο από τα 8 εδάφια του άρθρου 16, όσο και από την αναγωγική ερμηνευτική ισχύ των άρθρων 1, 7, 9, 14, που με πρόσχημα τα θρησκευτικά διαβήματα εξυπηρετούσαν τα Ρωσικά συμφέροντα, αλλά και αντικειμενικά ωφελούσαν τους υποτελείς χριστιανικούς πληθυσμούς των Βαλκανίων και τους Φαναριώτες, ενώ συντηρούσαν σταθερά τις δυνατότητες επιρροής και μελλοντικής παρέμβασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες.
Με το άρθρο 17 η «Ρωσική Αυτοκρατορία αποδίδει στην Υψηλή Πύλη όλα τα νησιά του Αρχιπελάγους που είχε στην κατοχή της, ενώ από την πλευρά της η Υψηλή Πύλη δεσμεύεται:
1) Να τηρήσει με ιερότητα, και για τους κατοίκους των νησιών αυτών, τους συμφωνημένους στο πρώτο άρθρο όρους αναφορικά με τη γενική αμνηστία και αιώνια λήθη κάθε είδους και από οποιονδήποτε πραχθέντων ή υποπτευομένων για πράξη εγκλημάτων σε βάρος των συμφερόντων της Υψηλής Πύλης.
2) Να μην καταπιέζει ούτε στο ελάχιστο το χριστιανικό νόμο, να μην παρεμποδίζει την ανοικοδόμηση και επισκευή των χριστιανικών ναών, να μην καταπιέζει και να μην προσβάλλει όποιους ιερουργούν σε αυτούς.
3) Να μην απαιτήσει από τα νησιά πληρωμή για κανέναν ετήσιο φόρο που αντιστοιχούσε στη χρονική περίοδο της κατοχής των νησιών από τη Ρωσική Αυτοκρατορία, εξαιτίας των τεράστιων ζημιών που έπαθαν στη διάρκεια του παρόντος πολέμου, αλλά και για δύο ακόμη χρόνια, τα οποία θα υπολογίζονται από το χρόνο επιστροφής των νησιών στην Υψηλή Πύλη.
4) Σε όποιες οικογένειες επιθυμούν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να εγκατασταθούν σε άλλους τόπους να επιτρέψει την ελεύθερη μαζί με τα υπάρχοντά τους αναχώρηση· στις οικογένειες αυτές, προκειμένου να έχουν ευχέρεια για τη διευθέτηση των υποθέσεών τους, να χορηγήσει χρονική περίοδο διάρκειας ενός έτους για την ελεύθερη μετοικεσία από την πατρίδα τους, υπολογιζόμενη από την ημέρα ανταλλαγής της παρούσας συνθήκης.
5) Στην περίπτωση που ο ρωσικός στόλος κατά την αναχώρησή του, η οποία υπολογίζεται να γίνει σε τρεις μήνες από την ανταλλαγή του παρόντος συμφώνου, αντιμετωπίσει οποιαδήποτε ανάγκη, η Υψηλή Πύλη υπόσχεται να τον εφοδιάσει με κάθε δυνατό σε αυτή τρόπο».
Οι διατυπωμένοι όροι στο άρθρο 17 ενισχύονται και αποσαφηνίζονται σε συνδυασμό με τις προσθήκες που περιλαμβάνονται στα άρθρα 17, 24, καθώς και στο πρώτο χωριστό άρθρο. Με το άρθρο 23 η Ρωσία παρέδωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τμήματα της Γεωργίας και Μιγκρελίας, διατηρώντας το δικαίωμα παράστασης που εξασφαλιζόταν από την ισχύ των γενικών περί αμνηστίας ή των σχετικών με τη θρησκευτική προστασία και τη ρητή διπλωματική αρμοδιότητα άρθρων.
Από την πλευρά της η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεσμεύτηκε (δεύτερο χωριστό άρθρο) να καταβάλει στη Ρωσία, σε αντιστάθμισμα των δαπανών πολέμου που είχαν διενεργηθεί, πολεμική αποζημίωση ύψους 7.500.000 πιάστρων (4.500.000 ρούβλια), πληρωτέα κάθε πρώτη Ιανουαρίου των ετών 1775, 1776 και 1777 στον εκάστοτε έκτακτο και πληρεξούσιο πρέσβη της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη.
Αποδέχτηκε [άρθρο 5] ανώτατη διπλωματική ρωσική εκπροσώπηση, σε επίπεδο δευτέρου στην τάξη υπουργού, δηλαδή πρέσβη ή πληρεξούσιου υπουργού, ίσων δικαιωμάτων, εγγυήσεων ζωής και περιουσίας, κύρους και σεβασμού με τα αποδιδόμενα σε υπουργούς των εκλεκτότερων δυνάμεων, ξεχωριστής και διακριτής εθιμοταξίας στις δημόσιες τελετές.
Η παρουσία της ανώτατης διπλωματικής αρχής στην Κωνσταντινούπολη με την εκτεταμένη γεωγραφικά δικαιοδοσία της σε ζητήματα θρησκευτικής προστασίας [άρθρα 7, 14, 16, 17, 23, 24, 25] αποκτούσε τεράστια σημασία για τις έγκαιρες και καίριες δυνατότητες φανερής ή μυστικής πολιτικής επέμβασης τόσο στα εσωτερικά πράγματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και στο επίπεδο των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών.
Υποχρεώθηκε να επιτρέπει σε εκκλησιαστικούς και κοσμικούς υπηκόους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ελεύθερη παντός κωλύματος μετάβαση στους Άγιους Τόπους και σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια. Οι προσκυνητές, περιηγητές, ταξιδιώτες απαλλάσσονταν πλήρως από το χαράτσι και από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο, δασμό και παντός είδους υποχρέωση. Στο διάστημα διέλευσης από ή παραμονής στην οθωμανική επικράτεια απολάμβαναν της προστασίας του νόμου, της φιλοξενίας και διευκόλυνσης σε πλήρη ισοτιμία με τα χορηγούμενα προνόμια σε υπηκόους άλλων φίλων δυνάμεων [άρθρο 8].
Υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει τη θεσμική θέση των οποιασδήποτε εθνικότητας διερμηνέων που υπηρετούσαν υπουργούς της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διαμονή τους στην Κωνσταντινούπολη, όσο ενεργούσαν σε κρατικές υποθέσεις απολάμβαναν σεβασμό και διευκολύνσεις για την ευόδωση των υποθέσεών τους [άρθρο 9].
Με τα άρθρα 11, 12 θεσπίζεται «για το αμοιβαίο των συμφερόντων και ωφελημάτων των δύο αυτοκρατοριών» η ελεύθερη και χωρίς εμπόδια πλεύση εμπορικών πλοίων που ανήκουν στις δύο συμβαλλόμενες δυνάμεις, σε όλες τις θάλασσες και τα εδάφη που βρέχονται από αυτές.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει προνόμια και δικαιώματα στους κατέχοντες Ρωσική υπηκοότητα, διπλώματα ή σημαία ισοδύναμα με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών εθνών. Δεσμεύτηκε οι Γαλλικές και Αγγλικές διομολογήσεις να γίνουν απαραβίαστος κανόνας για το ρωσικό εμπόριο και τους υπηκόους της Ρωσίας οι οποίοι ασκούσαν εμπόριο σε όλους τους τόπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινούπολης.
Για την τήρηση της εμπορικής ευταξίας και καλής πρακτικής, η Υψηλή Πύλη υποχρεώθηκε να επιτρέψει σε όλη, χωρίς εξαίρεση, την επικράτειά της την εγκατάσταση Ρώσων προξένων και υποπροξένων, οι οποίοι θα έχαιραν τιμής και σεβασμού όπως ισχύει για τους Ευρωπαίους ομολόγους τους και θα δικαιούνταν να προσλαμβάνουν στην υπηρεσία τους μπερατλήδες (προστατευόμενους) διερμηνείς σύμφωνα με το ισχύον για τα ευρωπαϊκά έθνη καθεστώς.
Η Σημασία της Συνθήκης για τον Ελληνισμό
Από την άκρως ευνοϊκή για τη Ρωσία και δυσμενή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία συνθήκη, επωφελήθηκαν όλοι οι Βαλκάνιοι Χριστιανοί υποτελείς του Σουλτάνου, ανάμεσα στους οποίους και οι Έλληνες, οι οποίοι καθώς τέθηκαν υπό την ασπίδα της Ρωσικής πολύπλευρης προστασίας έκαναν εκτεταμένη χρήση των παρεχόμενων προνομίων και δικαιωμάτων.
Υπό τη σκέπη της αμνηστίας, της χορήγησης θρησκευτικής ελευθερίας, της ελεύθερης αποδημίας της πολιτικής προστασίας των Ρώσων προξένων ή υποπροξένων και των δρομολογήσεων, βελτιώθηκαν οι όροι και το επίπεδο του κοινωνικοοικονομικού βίου τους. Πολυάριθμοι πληθυσμοί εγκατέλειψαν τον υπό Οθωμανική κυριαρχία χερσαίο και νησιωτικό Ελλαδικό χώρο, κατευθυνόμενοι στη Ρωσία και τα μεγάλα Ευρωπαϊκά ή Μικρασιατικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Πύκνωσαν τα αθρόα μεταναστευτικά ρεύματα της διασποράς δημιουργώντας στους ξένους τόπους σε καθεστώς προνομιακής υποδοχής διακριτές εθνοτικά εστίες, ανθηρές παροικίες και πολυσχιδούς δράσης κοινότητες. Οι Έλληνες που τέθηκαν υπό τη νομική κατοχύρωση και τα πλεονεκτήματα της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή συμμετείχαν δραστικά στην πολιτισμική και οικονομική εξέλιξη των άγονων νοτιορωσικών περιοχών και συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου και της ναυτιλίας στη Μεσόγειο, τη Μαύρη θάλασσα και την Αφρική.
Τα ωφελήματα των Ελλήνων από την πολυσήμαντη Ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή απάλυναν τις αρνητικές συνέπειες των Ορλωφικών, δημιούργησαν στην προοπτική του χρόνου ευνοϊκές προϋποθέσεις για την εθνική συγκρότηση και για την προετοιμασία της επανάστασης που οδήγησε στην δημιουργία του Ελληνικού κράτους.
Μετά την επανάσταση, η Σύρα έγινε το κέντρο των ναυλοσυμφώνων, το κέντρο διαμετακομίσεως και το νησί που ονομάστηκε με υπερηφάνεια ΠΟΛΙΣ.
Εδώ ξεκίνησαν, δίδαξαν, έγραψαν ή δούλεψαν τα πιο φωτεινά μυαλά της νεότερης Ελλάδας, όπως οι Εμμανουήλ Ροΐδης, Γεώργιος Σουρής, Νεόφυτος Βάμβας, Γενάδιος, Βικέλας, Αμπελάς. Εδώ φοίτησαν πολλοί διακεκριμένοι άνδρες ανάμεσα στους οποίους ο Ανδρέας Συγγρός, ο Ιωάννης Καρασούτσας, ο Αριστείδης Παλαιολόγος, ο Ανδρέας Αναγνωστάκης, ο Θωμάς Τιμαγένης και πολλοί άλλοι.
Σήμερα πατούν αυτήν την πόλη απόγονοι δωσίλογων, φίλοι και υποστηρικτές της χούντας, διακεκριμένοι μακροδάκτυλοι της κρατικής μηχανής, άριστοι υποστηρικτές και ψεύτες.
Σήμερα πατούν αυτήν την πόλη και καλοί ποιητές, πολλοί και καλοί ζωγράφοι, πολλοί και άριστοι λογοτέχνες.
Σήμερα πατούν αυτήν την πόλη αρκετοί Χριστιανοί που ανακουφίζουν πολλούς συμπολίτες μας.
Όλοι θα αφήσουμε την πατημασιά μας και αυτή που σήμερα είναι δημιουργική πιστεύω πως θα είναι και αύριο.
Πρέπει να καταλάβουν οι μολυσμένοι μπαταξήδες των επίγειων προσωρινών αξιωμάτων πως δεν πρόκειται να τερματίσουν σ’ αυτήν τη ζωή φορώντας στο κεφάλι τους δάφνινο στεφάνι, αλλά γυριστό τουλουπάνι που θα ‘χει στοίβες-στοίβες τις αδικίες και τις κλοπές τους.
Ακόμα και το αιώνιο σπίτι τους δεν ξέρω αν τους δεχθεί για τα όσα κακά πρόσφεραν στους συνανθρώπους τους κατά την διάρκεια του επίγειου ταξιδιού τους γιατί τυράννησαν πολλούς συμπατριώτες μας.
Ο Ελληνισμός
Σε ό,τι αφορά στα Ελληνικά ενδιαφέροντα, με την υπογραφή της Συνθήκης κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της Ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία και τη χορήγηση αδείας επιτηδεύματος, σε όσους ύψωναν τη Ρωσική σημαία, από τον διοικητή της Οδησσού, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων πλοιοκτητών αναπτύχθηκε θεαματικά.
Ακολουθώντας πιστά τα γεωστρατηγικά της ενδιαφέροντα, η Ρωσία ενδιαφερόταν άμεσα για την ανάπτυξη της Ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, είτε εξαιτίας της έλλειψης Ρωσικών εμπορικών πλοίων για τη μεταφορά εμπορευμάτων είτε εξαιτίας της ναυτικής δεξιότητας των Ελληνικών πληρωμάτων.
Γενικά οι Έλληνες (στεριανοί και νησιώτες) του ελλαδικού χώρου υποτάσονταν ηθελημένα στους Ρώσους και πολλοί εξ αυτών, μετά την υπογραφή της συνθήκης, εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία ιδρύοντας νέους οικισμούς σε εκτάσεις που παραχώρησε η ίδια η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας και ειδικά στους Έλληνες. Αλλά και ένα μεγάλο ρεύμα νησιωτών και πελοποννησίων κατευθύνθηκε στις Μικρασιατικές περιοχές όπου ο ζυγός φαινόταν ελαφρύτερος, καθώς και σε μεγαλύτερα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως Κωνσταντινούπολη, ή και σε κατεχόμενες περιοχές στην Αυστρία και Ουγγαρία.
Το σημαντικότερο άρθρο της Συνθήκης αυτής για τους Έλληνες ήταν το 7ο κατά το οποίο: «Η Πύλη υπόσχεται να παρέχει συνεχή προστασία στη Χριστιανική Θρησκεία και τις εκκλησίες αυτής».
Η Ορθοδοξία
Ιδιαίτερη σημασία για την Ορθοδοξία έχει το γεγονός ότι με την υπογραφή της συνθήκης οι Ρώσοι απέκτησαν το δικαίωμα να κτίσουν στην Κωνσταντινούπολη μια εκκλησία, στη συνοικία του Γαλατά. Η συμφωνία προέβλεπε επιπλέον ότι η εκκλησία ήταν υπό την εποπτεία του ρωσικού πατριαρχείου, το οποίο μπορούσε να έρχεται οποτεδήποτε επιθυμούσε σε επαφή με την Υψηλή Πύλη.
Η εκκλησία και το δικαίωμα της προστασίας της ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο διεκδίκησε μεταγενέστερα η Ρωσία το δικαίωμα της προστασίας της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμη και των Ελλήνων Ορθοδόξων στην Οθωμανική επικράτεια. Παρόλο που μια τέτοια διεκδίκηση φαίνεται πιθανώς υπερβολική, η διασύνδεση μέσω του άρθρου 14 της συνθήκης εξυπηρετούσε τις βλέψεις του ρωσικού πατριαρχείου για επικυριαρχία στους ορθόδοξους πληθυσμούς.
Ωστόσο, στο Τουρκικό κείμενο της συνθήκης όπως το αναπαράγει ο τούρκος ιστορικός Σεβντέτ Πασά δεν αναφέρεται κάποια εκκλησία 'ελληνικού τυπικού' όπως συμβαίνει με τη ρωσική εκδοχή, αλλά την κατονομάζει ως εκκλησία dusujrafa ή dosografa. Η εξέταση του ιταλικού κειμένου που υπογράφηκε ως επίσημο και από τις δύο δυνάμεις υποδεικνύει ότι πρόκειται πιθανώς περί παραφθοράς του Russogreca.
Οπωσδήποτε η ανέγερση ενός νέου ναού αποτελούσε παραβίαση του ισλαμικού νόμου και η Αικατερίνη θα επευφημείτο από τους ορθόδοξους της Κωνσταντινούπολης. Μία εκκλησία υπό ρωσική προστασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη επιρροή της Αγίας Πετρούπολης στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Η αύξηση της θρησκευτικής επίδρασης συμβάδιζε με τις εδαφικές, εμπορικές και διπλωματικές βλέψεις της Ρωσίας.
Συνέπειες
Γενικά η Συνθήκη αυτή παρά τη φαινομενική αμοιβαιότητα υποχρεώσεων, τελικά κατάφερε σοβαρό πλήγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ πολλοί είναι εκείνοι οι ιστορικοί που πρεσβεύουν πως αυτή απετέλεσε και την απαρχή της κατάρρευσής της.
Η γρήγορη ανάπτυξη, χάρη στις διομολογήσεις που επέβαλαν οι ξένοι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, απέβη βέβαια εις βάρος της ανάπτυξης του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου, του μοναδικού φορέα της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, του τόπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά τη συνθήκη, εγκαταλείφθηκαν βαθμιαία οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης της Ελλάδας και το ελληνικό κεφάλαιο στράφηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές και στο αποικιακό εμπόριο.
Γι’ αυτό και ορισμένοι ιστορικοί αμφισβητούν την ευεργετική σημασία της συνθήκης για την Ελλάδα, αξιολογώντας την ως ένα αποφασιστικό βήμα για την αποτελμάτωση της ελληνικής ανάπτυξης. Άλλοι όμως θεωρούν ότι, παρ’ όλα αυτά, έπαιξε θετικό ρόλο στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης του ελληνισμού και αργότερα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η συνθήκη παραχώρησε οριστικά στη Ρωσία το Αζόφ, το Ταϊγάνι, το Γενί-Καλέ και το Κίνμπουρν.
Η Κριμαία, η ζωτική αυτή περιοχή για το ρωσικό εμπόριο της Μαύρης θάλασσας, έπαψε να βρίσκεται στην επικράτεια του σουλτάνου και οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία) τέθηκαν υπό την προστασία της Ρωσίας. Τα πλεονεκτήματα της συνθήκης υπήρξαν τόσο πολλά για τη Ρωσία ώστε ο τότε πρωθυπουργός της Ποτιόμκιν οδηγήθηκε στη σκέψη να καταρτίσει σχέδιο έξωσης της Τουρκίας από την Ευρώπη και ίδρυσης νέας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με ηγεμόνα κάποιον από τους μεγάλους δούκες της Τσαρικής οικογένειας.
Το σχέδιό του όμως δεν υπολόγιζε τις άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, ο οποίες διεκδικούσαν επίσης την κυριαρχία στην περιοχή.
Φωτογραφικό Υλικό