Για να κρύψουν την έλλειψη πραγματικών σκέψεων, κάποιοι έχουν εφεύρει μια εντυπωσιακή μηχανή που κατασκευάζει μεγάλες σύνθετες λέξεις, περίπλοκες κοινοτοπίες, ατέλειωτες προτάσεις, νέες και ανήκουστες εκφράσεις, που όλα αυτά μαζί δημιουργούν μια κατά το δυνατόν δύσκολη γλώσσα, που δίνει την εντύπωση της ευρυμάθειας.
Όμως, με όλα αυτά, στην ουσία δεν λένε τίποτα, όποιος τους ακούει, δεν γίνεται αποδέκτης σκέψεων, δεν νιώθει την γνώση του να αυξάνει, αλλά αισθάνεται την ανάγκη να αναστενάξει: «Ακούω τον μύλο να γυρίζει, αλεύρι όμως δεν βλέπω» ή βλέπει επιτέλους καθαρά πόσο λειψοί, πόσο χαμερπείς, πόσο άχρωμοι είναι αυτοί που κρύβονται πίσω απ΄ αυτή τη βαρύγδουπη απεραντολογία.
Το μεγάλο πλήθος έχει μάτια και αυτιά και σχεδόν τίποτε άλλο, αυτό που κυρίως το διακρίνει είναι η έλλειψη κριτικού πνεύματος και επίσης η βραχεία μνήμη.
Η μάζα στοχάζεται ελάχιστα, γιατί της λείπει ο χρόνος και η άσκηση. Αυτός είναι και ο λόγος που διατηρεί τις πλάνες της για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς όμως να είναι, όπως ο κόσμος των διανοούμενων, σαν τον ανεμοδείχτη που κάθε φορά προσαρμόζεται στους ανέμους της μόδας.
Και ευτυχώς που γίνεται έτσι, γιατί θα ήτανε τρομακτική η ιδέα των συνεχών ξαφνικών μεταστροφών αυτής της βαριάς και δυσκίνητης ανθρώπινης μάζας, προπάντων αν αναλογιστούμε πόσα θα μπορούσαν να ξεριζωθούν και να ανατραπούν με αυτές τις απότομες μεταστροφές.
Από τα πιο σκληρά και αχώνευτα πράγματα της μοίρας των ανθρώπων, είναι το ότι υπάρχουνε χωρίς να ξέρουνε από πού έρχονται, για πού τραβάνε και για ποιο λόγο, όποιος συνειδητοποιεί αυτή την αδικία βαθιά μέσα του, δεν μπορεί παρά να νιώθει μεγάλη πίκρα απέναντι σ’ αυτούς που ισχυρίζονται ότι έχουν ειδική πληροφόρηση για το θέμα, την οποία μάλιστα μας ανακοινώνουν σαν να πρόκειται για εξ άνωθεν αποκάλυψη. Σ’ αυτούς τους κυρίους των αποκαλύψεων θα ήθελα να απευθύνω την συμβουλή μου: να μην μιλούν σήμερα τόσο πολύ περί αποκάλυψης, γιατί είναι πολύ εύκολο να τους αποκαλύψει κάποιος άλλος τι ακριβώς είναι η πραγματική αποκάλυψη.
Τα παιδιά μας έχουν εδώ και καιρό αποκτήσει την καταστροφική συνήθεια, αντί να προσπαθούν να μπουν στην ουσία των πραγμάτων, να αρκούνται στις λέξεις και να τις μαθαίνουν απέξω, νομίζοντας ότι έτσι υπερνικούν τις εκάστοτε δυσκολίες. Αυτός όμως ο εθισμός παραμένει και μετατρέπει την γνώση πολλών σοφών σε ένα συνονθύλευμα λέξεων.
Η άποψη των άλλων
Στην πραγματικότητα, η αξία που προσδίδουμε στις απόψεις των άλλων και η αταλάντευτη έγνοια μας γι’ αυτούς, ξεπερνάει κατά κανόνα κάθε όριο λογικής, με αποτέλεσμα να μοιάζει μ’ ένα είδος ευρύτατα διαδεδομένης, θα έλεγε μάλιστα κανείς έμφυτης, μανίας.
Σε ότι κάνουμε ή προκαλούμε, εξετάζουμε σχεδόν πάντα, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, τη γνώμη των άλλων. Κι αν σκαλίσουμε λίγο βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι από την έγνοια μας γι’ αυτήν, προέρχονται σχεδόν οι μισές ανασφάλειες και αγωνίες που έχουμε ποτέ νιώσει. Κι αυτό γιατί βρίσκεται στη βάση του συχνότατα πληγωμένου από την αρρωστημένη ευαισθησία εγωισμού μας, στη βάση κάθε επιδειξιομανίας και κομπασμού, κάθε ψωροπερηφάνιας και μεγαλομανίας.
Το τι παριστάνει κανείς, η ύπαρξή μας δηλ. στην γνώμη των άλλων, προσλαμβάνει καθολικά μία σημασία -ως συνέπεια μιας ιδιαίτερης αδυναμίας της ανθρώπινης φύσης -υπερβολικά μεγάλη, παρότι και ο πλέον επιπόλαιος στοχασμός θ’ αρκούσε για να μας διδάξει ότι τούτο, καθ’ εαυτό, είναι για την ευτυχία μας επουσιώδες.
Συνεπώς, είναι μόλις και μετά βίας εξηγήσιμο το πόσο ό καθένας χαίρεται μέσα του όποτε αντιλαμβάνεται σημεία που προδίδουν ότι οι άλλοι έχουν ευνοϊκή γνώμη γι’ αυτόν και κολακεύουν την ματαιοδοξία του. Συχνά, τέτοια σημεία τον παρηγορούν για μια απτή κακοτυχία ή για την φειδωλότητα με την οποία ρέουν γι’ αυτόν οι δυο κυρίες πηγές της ευτυχίας μας, τις όποιες πραγματευθήκαμε ως τώρα. Αλλά και αντίστροφα, είναι απορίας άξιον το πόσο σίγουρα τον θίγει και πόσο βαθιά συχνά τον πληγώνει κάθε προσβολή της φιλοδοξίας του -υπό οποιαδήποτε έννοια, σε οποιονδήποτε βαθμό και ως προς οτιδήποτε-, κάθε εκδήλωση περιφρόνησης κάθε παραγκωνισμός, κάθε σημείο έλλειψης σεβασμού.
Η ιδιότητα αυτή, καθόσον αποτελεί την βάση για το αίσθημα της φιλοτιμίας, μπορεί, βέβαια, να έχει ευεργετικές συνέπειες για την καλή διαγωγή πολλών ανθρώπων ως υποκατάστατο της ηθικής τους· όμως, για την προσωπική ευτυχία, για την αταραξία και ανεξαρτησία, την τόσο ουσιαστικής σημασίας για την ευτυχία του ανθρώπου, ή επίδρασή της είναι μάλλον οχληρή κι επιζήμια παρά επωφελής. Ως εκ τούτου και από την οπτική μας γωνία, είναι ενδεδειγμένο να της βάλουμε όρια και, μέσω του κατάλληλου στοχασμού και της ορθής αποτίμησης της αξίας των σχετικών αγαθών, να μετριάσουμε, κατά δύναμιν, την μεγάλη εκείνη ευαισθησία για την γνώμη των άλλων, και μάλιστα τόσο όταν ή ευαισθησία αυτή κολακεύεται όσο και όταν πληγώνεται, καθώς αμφότερες οι πλευρές της αποτελούν τις δυο όψεις του αυτοί νομίσματος. Ειδάλλως, παραμένει κανείς υποχείριος της γνώμης και της εντύπωσης των άλλων:
Sic leve, sic parvum est, animum quod laudis avarum
Submit ac reficit.
«Τόσο ελαφρύ, τόσο μικρό είναι αυτό που ρίχνει ή ανεβάζει την ψυχή που δίψα για έπαινο»
– Οράτιος, «Επιστολές» Β’, I, 79].
Σύμφωνα με τούτα, ή ορθή αποτίμηση της αξίας του τι είναι κανείς καθ’ εαυτόν και για τον εαυτό τον κατ’ αντιπαραβολή προς το τι είναι απλώς στα μάτια άλλων θα συμβάλει ιδιαίτερα στην ευτυχία μας. Ο πρώτος όρος της σύγκρισης περιλαμβάνει το συνολικό περιεχόμενο του χρόνου της ύπαρξής μας, το εσωτερικό δηλ. περιεχόμενο αυτής της ίδιας, συνεπώς, όλα τα αγαθά που εξετάσαμε στο πλαίσιο των κατηγοριών «τι είναι κανείς» και «τι έχει κανείς», καθώς ή έδρα, το πεδίο δράσης όλων αυτών είναι το προσωπικό συνειδέναι του καθενός· ή έδρα, απεναντίας, του τί είμαστε για τούς άλλους είναι ή συνείδηση αυτών: ή παράσταση, ή εικόνα, με την όποια εμφανιζόμαστε εκεί, συμπεριλαμβανομένων και των εννοιών που εφαρμόζονται επ’ αυτής. Τούτα ( είναι πράγματα που δεν υφίστανται για μάς καθόλου άμεσα, αλλά μόνον έμμεσα, καθόσον δηλ. ή συμπεριφορά των άλλων απέναντι μας καθορίζεται απ’ αυτά. Αλλά και τούτη επίσης δεν αποκτά σημασία παρά μόνο καθόσον επηρεάζει κάτι διά του οποίου μπορεί να τροποποιηθεί το τί είμαστε καθ’ εαυτούς και για τους εαυτούς μας.
Εξάλλου, το τί διαδραματίζεται στο συνειδέναι ενός άλλου είναι για μάς, καθ’ εαυτό, αδιάφορο. Θα γίνουμε δε όντως αδιάφοροι γι’ αυτό όταν λάβουμε επαρκή γνώση σχετικά με την επιφανειακότητα και την μηδαμινότητα των σκέψεων, τα στενά όρια των εννοιών, την ευτέλεια του φρονήματος, την διαστροφή των απόψεων και το πλήθος των πλανών πού χαρακτηρίζει την συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, καθώς επίσης και όταν μάθουμε, από προσωπική πείρα, με τί περιφρόνηση μιλούν οι άνθρωποι για κάποιον μόλις πάψει να υφίσταται λόγος να τον φοβούνται ή πιστέψουν ότι δεν θα φθάσει στα αυτιά του- οριστικά δε, αφοί ακούσουμε μία φορά με τί απαξία μιλούν μια ντουζίνα κουφιοκέφαλοι για έναν μεγάλο άνδρα.
Ούτως ή άλλως, από μία τέτοια πενιχρή πηγή, εξαρτάται για την ευτυχία του μόνον όποιος δεν την βρίσκει στις δύο κατηγορίες αγαθών πού ήδη πραγματευθήκαμε, αλλά πρέπει να την αναζητήσει σ’ αυτή την τρίτη, όχι δηλ. στο τί πραγματικά είναι, αλλά στο πώς εμφανίζεται στους άλλους· διότι, όλως, βάση της οντότητας μας κι άρα και της ευτυχίας μας είναι ή ζωική μας φύση.
Για τον λόγο αυτόν, το ουσιαστικότερο για την ευημερία μας είναι ή υγεία, κατόπιν δε αυτής τα μέσα για την επιβίωσή μας, για μία δηλ. αμέριμνη διαβίωση. Ή τιμή, ή λαμπρότητα, οι βαθμοί και ή δόξα, όση σημασία και αν τους αποδίδουν κάποιοι, δεν μπορούν ν’ ανταγωνισθούν τα ουσιώδη εκείνα αγαθά ούτε να τα αντικαταστήσουν απεναντίας, εάν το απαιτούσαν οι περιστάσεις, θα μπορούσαν, χωρίς ενδοιασμό, να θυσιαστούν χάριν αυτών.
Ως εκ τούτου, είναι αποφασιστικής σημασίας για την ευτυχία μας να εννοήσουμε το απλό αυτό πράγμα ότι ό καθένας ζει, κατ’ αρχάς και κατ’ ουσία, μέσα στο πετσί του και όχι στην γνώμη των άλλων και ότι, συνεπώς, ή πραγματική και προσωπική κατάστασή μας, όπως αυτή καθορίζεται από την υγεία, την ιδιοσυγκρασία, τις ικανότητες, τα εισοδήματα, την γυναίκα και τα παιδιά, τους φίλους, τον τόπο κατοικίας κοκ. είναι εκατό φορές σημαντικότερη για την ευτυχία μας από το τι εικόνα πλάθουν για μάς οι άλλοι κατά την βούλησή τους. Η χίμαιρα πώς ισχύει το αντίθετο μόνο δυστυχία προκαλεί.
Η εμφατική διακήρυξη «πάνω από την ζωή είναι ή τιμή» δεν δηλώνει ουσιαστικά παρά το εξής: «ύπαρξη και ψυχική ευφορία δεν σημαίνουν τίποτε, απεναντίας, το ζήτημα είναι τι οι άλλοι σκέπτονται για μάς». Ή διακήρυξη αυτή μπορεί να θεωρηθεί, στην καλύτερη περίπτωση, μία υπερβολή με βάση την πεζή αλήθεια ότι, για την προαγωγή και την διατήρηση της θέσης μας κατά την συνύπαρξη με τους άλλους, ή τιμή, ή γνώμη δηλ. άλλων για μάς, είναι απολύτως αναγκαία – ένα θέμα στο όποιο θα επανέλθω αργότερα.
Το ότι, αντίθετα, βλέπουμε πώς σχεδόν τα πάντα για τα οποία οι άνθρωποι πασχίζουν ακαταπόνητα και διά παντός του βίου, διεξάγοντας αγώνα ακατάπαυστο και αντιμετωπίζοντας μύριες αντίξοες κι επικίνδυνες καταστάσεις, δεν έχουν ως σκοπό παρά την άνοδο στην υπόληψη άλλων -καθώς όχι μόνον οι θώκοι, οι τίτλοι και τα παράσημα, αλλά και τα πλούτη, ακόμη δε και οι επιστήμες και οι τέχνες επιδιώκονται, κατά βάθος και κυρίως, χάριν του σκοπού αυτοί-, με την κατάκτηση περισσότερου σεβασμού άλλων να συνιστά το έσχατο τέλος των πράξεών τους – όλα αυτά δεν αποδεικνύουν, δυστυχώς, παρά ένα μόνο πράγμα, το μέγεθος της ανθρώπινης ανοησίας.
Το ν’ αποδίδει κανείς υπερβολική αξία στην γνώμη άλλων είναι μία καθολικά κρατούσα παράνοια, ή οποία -είτε έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη φύση είτε γεννήθηκε ως συνέπεια της κοινωνίας και του πολιτισμού- ασκεί εν πάση περιπτώσει μία επίδραση υπέρμετρη και απάγουσα με την ευτυχία μας, επίδραση την όποια μπορούμε να παρακολουθήσουμε από εκεί που εμφανίζεται με την μορφή της φοβισμένης και δουλικής έγνοιας για το qu’on dira-t-on (τί θα πει ό κόσμος), μέχρι εκεί που βυθίζει το στιλέτο του Βιργινίου στην καρδιά της κόρης του ή παρασύρει τον άνθρωπο να θυσιάσει χάριν της υστεροφημίας του την υγεία, την γαλήνη και τα πλούτη του, ενίοτε δε και την ίδια του την ζωή.
Η παράνοια, πάντως, αυτή παρέχει σ’ όποιον καλείται να εξουσιάσει ή, άλλως, να χειραγωγήσει τους ανθρώπους μία πρόσφορη λαβή· ως εκ τούτου, ή οδηγία να διατηρείται ζωηρό και να διεγείρεται το αίσθημα της φιλοτιμίας κατέχει κεντρική θέση σε κάθε είδους τέχνη του στρατιωτικώς εκπαιδεύειν. Όμως, ως προς την προσωπική ευτυχία του ανθρώπου, το αντικείμενο δηλ. της θεώρησής μας εδώ, τα πράγματα έχουν εντελώς διαφορετικά: πρέπει ν’ αποτρέψουμε εμφατικά τους ανθρώπους από το ν’ αποδίδουν υπερβολική άξια στην γνώμη άλλων.
Εάν, παρά ταύτα, -όπως διδάσκει ή καθημερινή πείρα-αυτό όντως συμβαίνει, εάν δηλ. οι περισσότεροι άνθρωποι αποδίδουν την μεγίστη άξια στην γνώμη άλλων και φροντίζουν περισσότερο για τούτη απ’ ότι για τα όσα είναι γι’ αυτούς, ως διαδραματιζόμενα στο δικό τους συνειδέναι, άμεσα υφιστάμενα, εάν συνεπώς τούς φαίνεται -κατ’ αντιστροφή της φυσικής τάξης- πώς ή μεν γνώμη των άλλων είναι το πραγματικό, τα δε διαδραματιζόμενα στην δική τους συνείδηση το ιδεατό μέρος της ύπαρξής τους, εάν, λοιπόν, ανακηρύσσουν το παράγωγο και δευτερεύον στο κύριο θέμα και κόπτονται περισσότερο για το είδωλο του εαυτού τους στο μυαλό άλλων απ’ ότι γι’ αυτόν τον ίδιο τον εαυτό τους – τότε αυτή ή άμεση υψηλή εκτίμηση εκείνου πού, άμεσα, δεν υφίσταται καθόλου για μάς δεν είναι άλλη παρά ή ανοησία εκείνη πού ονομάστηκε κενοδοξία, ώστε να χαρακτηρίσει και με την ίδια την λέξη το κενόν και ανούσιων αυτής της επιδίωξης. Επίσης, από τα ανωτέρω, εύκολα μπορεί κανείς να εννοήσει ότι ή ματαιοδοξία, όπως άλλωστε και ή φιλαργυρία; αποτελεί υποπερίπτωση της πλάνης να λησμονεί κανείς τον σκοπό χάριν των μέσων.
Και πράγματι, ή άξια πού αποδίδουμε στην γνώμη άλλων και ή διαρκής μας μέριμνα γι’ αυτήν υπερβαίνει, κατά κανόνα, κάθε λογική στοχοθεσία, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος καθολικά διαδεδομένης ή μάλλον ενδιάθετης μανίας. Για κάθε τι πού πράττουμε ή δεν πράττουμε λαμβάνουμε υπόψη, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, την γνώμη άλλων, από δε την έγνοια μας γι’ αυτήν προέρχονται, εάν το εξετάσει κανείς προσεκτικά, οι μισές σχεδόν από τις στενοχώριες και τούς φόβους πού έχουμε ποτέ νιώσει, καθώς ή έγνοια τούτη κρύβεται πίσω από όλη την αξιοπρέπεια μας -την τόσο συχνά θιγόμενη καθότι τόσο νοσηρά εύθικτη- πίσω απ’ όλες τις ματαιοδοξίες και αξιώσεις μας, καθώς επίσης και πίσω από την επιδειξιομανία και μεγαλορρημοσύνη μας. Χωρίς αυτή την έγνοια και μανία, ή πολυτέλεια δεν θα είχε παρά το ένα δέκατο της σημασίας πού έχει τώρα.
Αρθουρ Σοπενχάουερ