To γκρέμισμα των ειδώλων μας
Στον Πρόλογο του Λυκόφωτος των Ειδώλων, του συντόμου έργου του που σκοπό είχε να συνοψίσει τις ιδέες του, ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, έγραφε: Αυτό το μικρό δοκίμιο αποτελεί μια σφοδρή κήρυξη πολέμου, και αναφορικά με την κρούση των ειδώλων, αυτή τη φορά δεν είναι απλώς είδωλα της εποχής, αλλά τα αιώνια είδωλα, που εδώ ψαύονται με ένα σφυρί όπως και με ένα διαπασών: Δεν υπάρχουν πιο παλιά ούτε πιο πειστικά ούτε πιο παραφουσκωμένα από περηφάνια είδωλα - και τίποτε δεν είναι περισσότερο κούφιο από αυτά.
Ο Νίτσε ήθελε να δείξει ότι τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίσαμε τις πιο ιερές μας αλήθειες -τα «είδωλά» μας- ήταν προϊόν της ιστορίας. Και η συγκεκριμένη αμφισβητούμενη ιστορία, πίστευε, ήταν ένα λυπητερό παραμύθι αυτοεξαπάτησης. Η πρότασή του συνοψιζόταν στο ότι δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούμε τη λογική για να κατανοήσουμε τη ζωή και τη φύση, αλλά τη δύναμη της απόφασης. Και αυτό όχι γιατί έτσι αποκτούμε μια σαφέστερη εικόνα του κόσμου -αν και πράγματι αποκτούμε-, αλλά γιατί το να ενεργούμε κατ' αυτό τον τρόπο εναρμονίζεται με τη φάση μας και με τη «θέλησή μας για δύναμη». Ο Νίτσε περιγράφει τη θέληση για δύναμη σαν μια «ακόρεστη επιθυμία εκδήλωσης δύναμης· ή σαν αξιοποίηση και άσκηση της δύναμης, σαν δημιουργική παρόρμηση». Αυτή, πίστευε, ήταν μια ικανότητα ελλιπώς αναπτυγμένη στον σύγχρονο άνθρωπο. Επιπλέον, θεωρούσε ότι η κατάσταση εκφυλισμού της είχε προχωρήσει τόσο πολύ που απαιτούνταν κατ' αρχάς η ολοκληρωτική καταστροφή του αξιακού μας συστήματος, πριν μπορέσουμε να αφυπνίσουμε ξανά τη θέλησή μας για δύναμη και να την επαναφέρουμε στο πρότερο μεγαλείο της. Μόνο τότε ο κόσμος θα είναι κατοικήσιμο μέρος για τον Obermensch- τον υπεράνθρωπο.
Ο Φρίντριχ Νίτσε γεννήθηκε το 1844, από μια ευσεβή προτεσταντική οικογένεια, στη γερμανική πόλη του Ρέκεν δίπλα στο Λίτσεν, κοντά στη Λειψία. Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός ιερέας, όπως και οι παππούδες του, αλλά το οικογενειακό επάγγελμα σταμάτησε απότομα στον Νίτσε. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Νίτσε ήταν τεσσάρων ετών και ο μικρότερος αδερφός του πέθανε έξι μήνες αργότερα. Η οικογένεια του μετακινήθηκε στο Νάουμπουργκ, όπου ο Νίτσε ήταν το μοναδικό αρσενικό σε ένα νοικοκυριό αποτελούμενο από πέντε γυναίκες. Στα δεκατέσσερα του, κέρδισε μια σχολική υποτροφία για το Πφόρτα, το πιο διακεκριμενο προτεσταντικό σχολείο στη Γερμανία, όπου είχε εξαιρετικές επιδόσεις στους κλασικούς. Εισήλθε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης το 1864 ως φοιτητής της θεολογίας και της φιλοσοφίας, αν και κυρίως επιδόθηκε στην τελευταία. Επειδή ήρθε σε προστριβή με δυο από τους καθηγητές του, μεταφέρθηκε στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ένα χρόνο αργότερα, για να σπουδάσει υπό την καθοδήγηση του μελετητή των κλασικών Φρίντριχ Βίλχελμ Ριτσλ. Στη Λειψία συνάντησε το συνθέτη Ρίχαρντ Βάγκνερ, κατόρθωσε δε να αποκτήσει τέτοια φήμη που του προσφέρθηκε καθηγεσία στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην Ελβετία. "Ηταν μόνο είκοσι τεσσάρων ετων και έπρεπε ακόμη να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή. Αυτή η ανοδική πορεία διακόπηκε όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στο στρατό, όπου κατατάχτηκε σε μια ίλη ιππικού, ενός πρωσικού συντάγματος πυροβολικού. Προσπαθώντας να πηδήξει στη σέλα του αλόγου του μια ημέρα, έπεσε στο έδαφος και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος. Και αυτή δεν ήταν η τελευταία περιπέτεια του Νίτσε στο στρατό. Όταν κατατάχτηκε εθελοντικά ως ιατρικός βοηθός στη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού πολέμου, το 1870, έπαθε δυσεντερία και διφθερίτιδα μέσα σε λίγες εβδομάδες, ασθένειες από τις οποίες ουδέποτε συνήλθε εντελώς. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τη θέση του καθηγητή εξαιτίας της κακής του υγείας, το 1879, και έκτοτε ουσιαστικά έζησε μόνος του περιπλανώμενος μεταξύ Ιταλίας, ελβετικων Άλπεων και γαλλικής Ριβιέρας.
Στην υπόλοιπη εργάσιμη ζωή του, ο Νίτσε βασανιζόταν από ισχυρούς πονοκεφάλους και επιδεινούμενη όραση. Η πρώτη δεκαετία της απομόνωσής του, όμως, ήταν και η πιο γόνιμη περίοδός του, τότε που έγραψε τα Τάδε Έφη Ζαρατούοτρα (1883-1885) και τον Αντίχριστο (που δεν δημοσιεύτηκε μέχρι το 1895), όπως επίσης και το Λυκόφως των Ειδώλων (1889). Αν και θλιβόταν που ελάχιστοι συγκαιρινοί του μπορούσαν να κατανοήσουν τη σπουδαιότητά του, δεν αισθανόταν ντροπή να τη διαφημίζει. Τρία κεφάλαια του Ίδε ο Άνθρωπος, που ολοκληρώθηκε το 1888, έχουν ως τίτλους «Γιατί Είμαι τόσο Έξυπνος», «Γιατί Είμαι τόσο Σοφός» και «Γιατί Γράφω τόσο Καλά Βιβλία». Στο Τορίνο, στις 3 Ιανουάριου του 1889, ο Νίτσε είδε έναν εκπαιδευτή να μαστιγώνει ένα άλογο και έβαλε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του ζώου για να το προστατεύσει. Κατέρρευσε μέσα σε λυγμούς και αυτή η ύποπτα μη νιτσεΐκή έκφραση λύπης σηματοδότησε την απαρχή μιας ενδεκάχρονης περιόδου ψυχικών διαταραχών που τελείωσε με το θάνατό του, το 1900. Είναι δελεαστικό να αποδοθεί η κατάρρευσή του στη δύναμη των ιδεών του και σε δυο αποτυχημένους έρωτες. Όμως θα έπρεπε επίσης να λάβουμε υπ’ όψιν μας τα τριτογενή συμπτώματα της σύφιλης και τη χρήση από τον Νίτσε ένυδρης χλωράλης ως ηρεμιστικου. Εν πάση περιπτώσει, επρόκειτο να γίνει θύμα ακόμη περισσότερης ανυποληψίας μετά το θάνατό του, εξαιτίας των πράξεων της αδερφής του και νοσοκόμας του Ελιζαμπέτ. Αυτή, νωρίτερα, είχε εργαστεί μαζί με τον αντισημίτη σύζυγό της Μπέρναρτ Φέρστερ για την ίδρυση μιας αποικίας της αρείας φυλής στην Παραγουάη. Έχοντας την ευθύνη της εκτέλεσης της φιλολογικής διαθήκης του αδερφού της, επανεξέδωσε τις σημειώσεις του Νίτσε και παραποίησε άλλες ωστε να αντανακλούν τις απόψεις της, ενώ αρνήθηκε τη δημόσια πρόσβαση στα αρχεία.
Όταν ήρθε στην εξουσία ο Αδόλφος Χίτλερ, έδωσε στο ναζιστικό καθεστώς τη μεταθανάτια ευλογία του Νίτσε. Ο Υπεράνθρωπος όμως ήταν ένας ανθρώπινος και όχι ένας φυλετικός τύπος. Ο Νίτσε δεν ήταν αντισημίτης - και στην πραγματικότητα ο αντισημιτισμός του Βάγκνερ τελικά συντέλεσε στην εξάντληση της υπομονής του Νίτσε έναντι του συνθέτη. Επίσης θαύμαζε τους Αραβες και τους Ιάπωνες για το ευγενικό τους πνεύμα, ενω για τους Γερμανούς επιδείκνυε περιφρόνηση. Θεωρούσε το λαό του δεύτερο στον εκφυλισμό μετά τους «ανόητους» Εγγλέζους. Τους ναζί, που ήταν πατριώτες, εθνικιστές και ρατσιστές, ο Νίτσε θα τους απεχθανόταν. Σήμερα, αναγνωρίζεται ευρέως πως ο Νίτσε υπήρξε ο καλύτερος συγγραφέας της γερμανικής πεζογραφίας. Το διάβασμα οποιουδήποτε από τα μεγάλα έργα του σημαίνει ότι εκτίθεται κανείς εξίσου στις ενοράσεις μιας μεγαλοφυΐας και στις μεγαλοστομίες ενός μανιακού.
Ο Νίτσε πίστευε ότι η αλήθεια δεν ήταν ποτέ κάτι που ανακαλύπτουμε για τον κόσμο -ο οποίος είναι ούτως ή άλλως χαοτικός εγγενώς- αλλά κάτι που επιβάλλεται σ’ αυτόν από τη «θέληση για αλήθεια» ενός ατόμου. Είναι ο αγώνας του εγώ για διάρκεια τη στιγμή που επιβάλλει τάξη στο χάος. Τα ανθρώπινα συστήματα κατανόησης του κόσμου δεν είναι τίποτε περισσότερο από μνημεία της θέλησης των φιλόσοφων. Δεν δομήθηκαν σύμφωνα με τη λογική, αλλά μάλλον μέσω μιας διαδικασίας συγγενούς με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ο υπεράνθρωπος είναι ικανός να αντιμετωπίσει το χάος που τον περιβάλλει και να επιβάλει την τάξη με την ισχύ της θέλησής του για δύναμη. Εάν αυτή φαίνεται μια ιδιόρρυθμη θεώρηση, η έννοια της «αντικειμενικής» αλήθείας δεν είναι καλύτερη, υποστηρίζει ο Νίτσε.
Εφόσον λαθεμένες ιδέες, όπως ότι ο Θεός αγαπά τα πλάσματά του, μας κάνουν να αισθανόμαστε άνετα όταν τα γεγονότα είναι συχνά οδυνηρά, η άνευ όρων προτίμηση των επιστημόνων για την «αλήθεια» έναντι της «αναλήθειας» δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ηθική προκατάληψη. Επίσης είναι μια προκατάληψη που αυτοανατρέπεται, διότι στην πορεία της ιστορίας που αφηγείται ο Νίτσε η πίστη μας σε έναν «πραγματικό» κόσμο ανεξάρτητο από τις δικές μας αισθητηριακές αντιλήψεις έχει γίνει εσωστρεφής και έχει αναιρέσει τα θεμέλιά της.
Το πρόβλημα αρχίζει με τον Πλάτωνα, που αρχικά συνέλαβε έναν «αληθινό» κόσμο που μπορούσαν να τον αντιληφθούν οι σοφοί και ενάρετοι. Αυτή η άποψη στη συνέχεια εναωματτυθηκε σιο χριστιανισμό και επικράτησε ως μια υπόσχεση προς τους υπόλοιπους από εμάς με τη μορφή του Παράδεισου. Με τη φιλοσοφία του Ιμάνουελ Καντ, ο χαρακτήρας του ιδανικού κόσμου κατέστη μη γνώσιμος στις ανθρώπινες δυνάμεις κατανόησης, αλλά τουλάχιστον ακόμη υπήρχε. Αργότερα όμως, οι φιλόσοφοι έθεσαν το ερώτημα πώς οι άνθρωποι μπορούσαν να περιμένουν καθοδήγηση από κάτι το οποίο δεν μπορούσαν να γνωρίσουν και έτσι ο «αληθινός» κόσμος έγινε, όπως το έθεσε ο Νίτσε, «άχρηστος και περιττός». Με τον κόσμο της «αλήθειας» κατέρρευσε και ο κόσμος των φαινομένων, από τη στιγμή που δεν υπάρχει τρόπος να εμφανίζουν τα πράγματα μια αλήθεια «καθ’ εαυτήν» ακόμη και τα πιο αναμφισβήτητα «γεγονότα» υπόκεινται σε ερμηνεία. Επιπλέον, ο Νίτσε αποδεχόταν ότι και αυτή η ιδέα -η δική του- ήταν αφ’ εαυτής απλώς μια ερμηνεία.
Ωστόσο, ο Νίτσε δεν πίστευε ότι κάθε ερμηνεία είναι εξίσου καλή με κάθε άλλη, διότι πρέσβευε ότι η αλήθεια είναι ένα ηθικό μέγεθος. Οι αλήθειες και οι ερμηνείες των ευτυχισμένων, υγιών και ισχυρών ατόμων ήταν προτιμητέες έναντι των αληθειών των αδύναμων και αξιοθρήνητων. Προς μεγάλη του απέχθεια, διαπίστωσε ότι οι κυρίαρχες αξίες του δυτικού κόσμου έμοιαζαν να είχαν διαμορφωθεί από αυτούς τους τελευταίους. Πώς τα κατάφεραν οι αδύναμοι, εφόσον σίγουρα δεν μοιάζουν με λιοντάρι μεταξύ των ανθρώπων, με την αδάμαστη θέλησή του για δύναμη; Η απάντηση του Νίτσε είναι ότι κυριάρχησε η μετριότητα μέσω της δύναμης των αριθμών. Συνενωμένοι υπό την ιουδαϊκή πίστη, οι «δούλοι» που ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό ανέτρεψαν την ηθικότητα των «κυρίων» τους και αντικατέστησαν τις αρκποκρατικές αρετές με τη γλωσσα της εχθρότητας. Ο χριστιανισμός καταδίκασε τους ευγενείς, τους ωραίους και τους ισχυρούς στην πυρά μιας πλασματικής Κόλασης, ενώ η γη κληροδοτήθηκε στους πειθήνιους και ανήμπορους. Αυτή η δημιουργική πράξη των δουλών δεν ήταν μια εξύμνηση της νεοανακαλυφθείσας ελευθερίας τους, αλλά απλά μια αντίδραση εναντίον των αξιών των πρώην αφεντικών τους. Αυτές οι αξίες διαφθάρηκαν και αντιστράφηκαν: Η αυτοπεποίθηση, για παράδειγμα, έγινε «αλαζονεία» και η ανικανότητα να πάρει κανείς εκδίκηση από τους εχθρούς του έγινε η αρετή της «ουγχώρεσης». Η υγιής υπερηφάνεια αντί καταστάθηκε από την ταπεινότητα και ο γόνιμος ανταγωνισμός έδωσε τη θέση του στην ευσπλαχνία.
Έτσι άρχισε η ηθική εποχή, διότι οι αριστοκράτες δεν χρειάζονταν κανόνες για να τους περιορίζουν ή τιμωρίες για α τους καταναγκάζουν. Η ηθικότητα είναι η πρόνοια για το «κοπάδι», όχι για το άτομο, το οποίο κοπάδι φορτώνει τις έννοιες του του «καλού» και του «κακού» πάνω μας αδίκως, χωρίς να μας επιτρέπει καν να δημιουργήσουμε τις δικές μας. Ο ατομισμός που επιβιώνει είναι ταυτόσημος με τη δυσφορία. Η απόκλιση από το κοπάδι προκαλεί αισθήματα ενοχής και τύψεις συνειδήσεως που καταπιέζουν το ελεύθερο παιχνίδι των ενστίκτων μας. Η επικράτηση της ενοχής καταστρέφει τον αυτοσεβασμό μας και δεν μας κάνει καλύτερους από μια «καμήλα», μια κατάσταση που έχουμε αποδεχθεί λόγω της ανάγκης μας να ζούμε εύκολα. Αυτό που έχουμε επιτύχει είναι μια ψευδαίσθηση του εύκολου, διότι «σε συνθήκες ειρήνης, ο πολεμοχαρής επιτίθεται στον εαυτό του». Με την άρνηση των «φυσικών» αρετών επήλθε και η άρνηση του κόσμου των αισθήσεων μέσω της εκφυλιστικής φιλοσοφίας του ελληνικού πλατωνισμού. Αυτή η τελευταία ερμηνεία εφαρμόστηκε και στο εγω, διαχωρίζοντας το πρόσωπο από τις πράξεις του και καθιστώντας δυνατές τις «καλές» και «κακές» προθέσεις εκεί όπου υπήρχε μόνο η άμεση ελεύθερη έκφραση της θέλησης. Ο Νίτσε μας προτρέπει να αντιμετωπίσουμε μηδενιστικά τον εχθρό καταστρέφοντας τις αξίες του και δημιουργώντας καινούριες που θα είναι πιστές στη θέλησή μας για δύναμη. Αυτό απαιτεί δημιουργική βούληση και όχι λογική διάνοια.
Ο Νίτσε δεν ανησυχούσε αναιτίως ότι τα μέσα που χρησιμοποιούσε για να επιτεθεί σε άλλους φιλόσοφους θα μπορούσαν επίσης να εφαρμοστούν και στις δικές του ιδέες. Δεν ενδιαφερόταν να εμπλακεί με άλλους διανοητές σε μια μάχη περί των λογικών ικανοτήτων. Η αλήθεια, όπως κατανοουμε φυσιολογικά τον όρο, δεν ήταν, αυστηρά μιλώντας, το αντικείμενο της φιλοσοφίας του - στο βαθμό που πρέσβευε ότι η ικανότητα να δημιουργούμε και να καταστρέφουμε την αλήθεια προϋπήρχε της μυθικής ικανότητας να την ξεχωρίζουμε. Οι ιδέες του μάλλον υπονόμευαν τους αντιπάλους του παρά έρχονταν σε άμεση σύγκρουση με αυτούς. Φιλοσοφεί με ένα «σφυρί» το οποίο χρησιμοποιεί για να «κρούει» είδωλα τα «οποία ψαύονται με το σφυρί όπως και με το διαπασών» μέχρι που οι αντηχήσεις να τα μετατρέψουν σε σκόνη. Μια ιδέα μετατρέπεται σε είδωλο όταν η έκφραση της βούλησής μας για αλήθεια μεταμφιέζεται σε αντικειμενική αλήθεια για τον κόσμο. Για να φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα κάποιος δεν χρειάζεται να αυτοεξαπατηθεί απλώς, αλλά και να προσβάλει τη δημιουργική παρόρμηση με την οποία διαμορφώνουμε τις αλήθειες. Με αυτό τον τρόπο ανυψώνουμε ιδέες μόνο ξεθεμελιώνοντας τους εαυτούς μας. Ένας «υγιής» φιλόσοφος, αντίθετα, είναι ευτυχής να δημιουργεί τις αλήθειες του από τα φαινόμενα και να τις αφήνει σ’ αυτό το σημείο -στο επίπεδο του ενστίκτου-, διότι η αυτοαμφισβήτηση δεν τον υποχρεώνει να αναζητήσει για τις αξίες του υψηλότερο κύρος από τη δική του επιβεβαίωση.
«Όλοι οι δημιουργοί είναι σκληροί», έγραψε ο Νίτσε, και πρέπει να σου φαίνεται πηγή ευδαιμονίας το να σφραγίζεις με το χέρι σου τις χιλιετίες όπως πάνω στο κερί, υπέρτατη ευτυχία να εγγράφεις πάνω στη θέληση των χιλιετιών όπως στο χαλκό - σε σκληρότερα μέταλλα από το χαλκό, σε εύγε νεότερα από το χαλκό. Μόνο ο ανώτερος όλων είναι τελείως σκληρός». Η θέληση για δύναμη φαίνεται κάτι τόσο σκληρό που δεν υπάρχει τίποτε σκληρότερο με το οποίο μπορούμε να τη διαμορφωσουμε. Εάν υπήρχε καν τέτοια ουσία. Επειδή η δύναμη της βούλησης δεν μπορεί να τα κατακτήσει όλα με υπομονή, οι παραινέσεις του Νίτσε αντιπροσωπεύουν μια στάση έναντι της ανθρώπινης κατάστασης και όχι κάποιο ρεαλιστικό σχέδιο για την αλλαγή της. Είναι πασίγνωστη η διακήρυξή του «Ότι δεν με σκοτωνει με κάνει πιο δυνατό». Αλλά ακόμη και αν δεχτούμε ότι τα βάσανα μας κάνουν μερικές φορείς καλό, εξακολουθεί να είναι μάλλον παράλογο το να επιθυμούμε τα βάσανα για τα βάσανα, για το λόγο ότι δεν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Ο Νίτσε δηλώνει ότι θα μεταμορφώσει κάθε «Ήταν» σε «Ήθελα να είναι έτσι!» Μας ζητά να γίνουμε «χειροκροτητές, να λέμε ναι σε όλα όσα έχουν συμβεί και θα συμβουν». Ωστόσο, ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτή την αντίδραση έναντι του κόσμου και σε εκείνη του σκλάβου που ευφραίνεται όταν τον χτυπά ο αφέντης του, ισχυριζόμένος ότι αυτό ακριβώς επιθυμούσε πάντα; Η αίσθηση του χιούμορ είναι ένα λεπτό ραβδί με το οποίο επιτιθέμαστε στους αντιπάλους μας, αλλά το να γίνουμε ένα μ’ αυτούς -όπως στην πράξη προτείνει ο Νίτσε- είναι εντελώς διαφορετικό από το να τους χτυπάμε.
«Δεν μέμφομαι το κακό και την οδύνη της ύπαρξης», ομολογούσε ο Νίτσε, «μάλλον διατηρώ την ελπίδα ότι η ζωή κάποια ημέρα μπορεί να γίνει ακόμη πιο κακότυχη και οδυνηρή από ποτέ».
Πρόκειται για μια πολύ παράξενη μορφή κατάφασης στη ζωή. Ο Νίτσε μας διδάσκει να μην ενδίδουμε στις αντιξοότητες· η εξύμνηση των βασάνων των οποίων υπεραμύνεται συγγενεύει περισσότερο με τη συνεργασία με τους εχθρούς μας παρά με την εναντίωση σ’ αυτους και τη συντριβή τους. Είναι πολύ καλύτερο να υποχωρούμε στο έδαφος της υψηλής ηθικής παρά να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Νίτσε, ότι κάποιος την ανακάλυψε στην άβυσσο. Εάν μια κρίση δεν ήταν κάτι κακό αψ’ εαυτής, δεν θα μπορούσαμε να λέμε ότι την «ξεπεράσαμε». Ακόμη και αν οι συμφορές στέλνονται για να «δοκιμαστούμε», όπως λέγεται, θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι αισθανόμαστε χαρά μόνο όταν το πρόβλημα έχει λυθεί. Διαβάζοντας Νίτσε, πρέπει να θύσουμε στους εαυτούς μας το εξής έντιμο ερώτημα: Απολαμβάνουμε ή όχι τον πόνο; Η στωικότητα ή το «Να λεμε πάντα ναι» μπορεί να μας εξευγενίζουν. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να μην μπορεί να πετύχει τον ίδιο σκοπό μια οργισμένη εξέγερση εναντίον του πεπρωμένου.
Δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε πως είναι ευγενικό να μεμψιμοιρούμε και να κλαψουρίζουμε όταν μας τυχαίνουν βάσανα -ούτε ότι θα έπρεπε να υιοθετούμε την άρνηση με την οποία μέμφεται την ανθρωπιά ο Νίτσε-, αλλά ότι, παρόλο που δεχόμαστε ό,τι μας συμβαίνει και κάνουμε το καλύτερο δυνατό για να το αντιμετωπίσουμε, δεν είμαστε υποχρεωμένοι και να μας αρέσει. Εάν χάσετε και τα δυο σας πόδια σε ένα αυτοκινητικό ατύχημα, το να μάθετε να τα βγάζετε πέρα μ’ αυτή σας την αναπηρία είναι κάτι το θαυμάσιο, αλλά οφείλεται σε εσάς. Σίγουρα δεν οφείλεται στον μεθυσμένο οδηγό που έπεσε επάνω σας. Αν και καλωσορίζετε την κάθε ημέρα με ένα χαμόγελο και δεν αφήνετε την κατάστασή σας να σας καταβάλει, δεν σημαίνει ότι αυτό εκμηδενίζει τους λόγους για τους οποίους μπορείτε να παραπονείστε σε λογικά πλαίσια, για να μη μιλήσουμε για όλες τις νόμιμες ενέργειες.