590 ΠΗ. σὺ γὰρ μετ᾽ ἀνδρῶν, ὦ κάκιστε κἀκ κακῶν;
σοὶ ποῦ μέτεστιν ὡς ἐν ἀνδράσιν λόγου;
ὅστις πρὸς ἀνδρὸς Φρυγὸς ἀπηλλάγης λέχους,
ἄκλῃστ᾽ ἄδουλα δώμαθ᾽ ἑστίας λιπών,
ὡς δὴ γυναῖκα σώφρον᾽ ἐν δόμοις ἔχων
595 πασῶν κακίστην. οὐδ᾽ ἂν εἰ βούλοιτό τις
σώφρων γένοιτο Σπαρτιατίδων κόρη,
αἳ ξὺν νέοισιν ἐξερημοῦσαι δόμους
γυμνοῖσι μηροῖς καὶ πέπλοις ἀνειμένοις
δρόμους παλαίστρας τ᾽ οὐκ ἀνασχετῶς ἐμοὶ
600 κοινὰς ἔχουσι. κᾆτα θαυμάζειν χρεὼν
εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε;
Ἑλένην ἐρέσθαι χρὴ τάδ᾽, ἥτις ἐκ δόμων
τὸν σὸν λιποῦσα Φίλιον ἐξεκώμασεν
νεανίου μετ᾽ ἀνδρὸς εἰς ἄλλην χθόνα.
605 κἄπειτ᾽ ἐκείνης οὕνεχ᾽ Ἑλλήνων ὄχλον
τοσόνδ᾽ ἀθροίσας ἤγαγες πρὸς Ἴλιον;
ἣν χρῆν σ᾽ ἀποπτύσαντα μὴ κινεῖν δόρυ,
κακὴν ἐφευρόντ᾽, ἀλλ᾽ ἐᾶν αὐτοῦ μένειν
μισθόν τε δόντα μήποτ᾽ εἰς οἴκους λαβεῖν.
610 ἀλλ᾽ οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ᾽ ἐπούρισας,
ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας
παίδων τ᾽ ἄπαιδας γραῦς ἔθηκας ἐν δόμοις
πολιούς τ᾽ ἀφείλου πατέρας εὐγενῆ τέκνα.
ὧν εἷς ἐγὼ δύστηνος· αὐθέντην δὲ σέ
615 μιάστορ᾽ ὥς τιν᾽ ἐσδέδορκ᾽ Ἀχιλλέως.
ὃς οὐδὲ τρωθεὶς ἦλθες ἐκ Τροίας μόνος,
κάλλιστα τεύχη δ᾽ ἐν καλοῖσι σάγμασιν
ὅμοι᾽ ἐκεῖσε δεῦρό τ᾽ ἤγαγες πάλιν.
κἀγὼ μὲν ηὔδων τῷ γαμοῦντι μήτε σοὶ
620 κῆδος ξυνάψαι μήτε δώμασιν λαβεῖν
κακῆς γυναικὸς πῶλον· ἐκφέρουσι γὰρ
μητρῷ᾽ ὀνείδη. τοῦτο καὶ σκοπεῖτέ μοι,
μνηστῆρες, ἐσθλῆς θυγατέρ᾽ ἐκ μητρὸς λαβεῖν.
πρὸς τοῖσδε δ᾽ εἰς ἀδελφὸν οἷ᾽ ἐφύβρισας,
625 σφάξαι κελεύσας θυγατέρ᾽ εὐηθέστατα·
οὕτως ἔδεισας μὴ οὐ κακὴν δάμαρτ᾽ ἔχῃς;
ἑλὼν δὲ Τροίαν —εἶμι γὰρ κἀνταῦθά σοι—
οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών,
ἀλλ᾽, ὡς ἐσεῖδες μαστόν, ἐκβαλὼν ξίφος
630 φίλημ᾽ ἐδέξω, προδότιν αἰκάλλων κύνα,
ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος, ὦ κάκιστε σύ.
κἄπειτ᾽ ἐς οἴκους τῶν ἐμῶν ἐλθὼν τέκνων
πορθεῖς ἀπόντων, καὶ γυναῖκα δυστυχῆ
κτείνεις ἀτίμως παῖδά θ᾽, ὃς κλαίοντά σε
635 καὶ τὴν ἐν οἴκοις σὴν καταστήσει κόρην,
κεἰ τρὶς νόθος πέφυκε· πολλάκις δέ τοι
ξηρὰ βαθεῖαν γῆν ἐνίκησε σπορᾷ,
νόθοι τε πολλοὶ γνησίων ἀμείνονες.
ἀλλ᾽ ἐκκομίζου παῖδα. κύδιον βροτοῖς
640 πένητα χρηστὸν ἢ κακὸν καὶ πλούσιον
γαμβρὸν πεπᾶσθαι καὶ φίλον· σὺ δ᾽ οὐδὲν εἶ.
ΧΟ. σμικρᾶς ἀπ᾽ ἀρχῆς νεῖκος ἀνθρώποις μέγα
γλῶσσ᾽ ἐκπορίζει· τοῦτο δ᾽ οἱ σοφοὶ βροτῶν
ἐξευλαβοῦνται, μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν.
***
ΠΗΛΕΑΣ
Άντρας, λοιπόν, λογαριάζεσαι, ω φαυλότατε,
590 κι από φαύλων γενιά;
Εσύ που κάποιος Τρωαδίτης σου πήρε
τη γυναίκα, όταν έφυγες
αφήνοντας το σπίτι σου ακλείδωτο, αφύλαχτο,
σάμπως να ᾽χες γυναίκα με φρόνηση·
ποιά; τη χειρότερη απ᾽ όλες.
Όμως κι αν ήθελε ακόμα
μια Σπαρτιάτισσα κόρη φρόνιμη να μείνει,
πώς θα μπορούσε; Αυτές παρατάνε τα σπίτια τους
και με γυμνά μεριά κι ανεμισμένα πέπλα
γυμνάζονται στα στάδια και στις παλαίστρες
μαζί με τ᾽ αγόρια. Συνήθεια
που εγώ τη λέω σιχαμερή. Κι έπειτα, πώς
600 ν᾽ απορήσει κανείς που δεν βγάζετε
τίμιες γυναίκες;
Η Ελένη θα ᾽πρεπε σ᾽ αυτό ν᾽ αποκριθεί,
που αφήνοντας το νόμιμο κρεβάτι
πήγε να ξεφαντώσει με άντρα νέο
σε ξένη γη.
Κι ύστερα, για χατίρι της, μάζεψες τόσο πλήθος
Ελλήνων και τους έφερες στην Τροία.
Που έπρεπε να τη σιχαθείς, αφού αποδείχτηκε
άπιστη κι όχι να σηκώσεις πόλεμο,
μα να πληρώσεις κιόλας για να μη γυρίσει
ποτέ στο πατρικό σου.
610 Όμως η αφεντιά σου αλλιώτικα έκρινες· κι έγινες έτσι
η αιτία να χαθούν πολλές ψυχές ωραίες,
πολλές γριές μανάδες να ορφανέψουνε
κι ασπρομάλληδες γέροι ν᾽ απομείνουν χωρίς
τα ευγενικά παιδιά τους.
Ένας κι εγώ απ᾽ αυτούς τους άμοιρους· σε βλέπω
σαν μιαρό φονιά του Αχιλλέα μου. Μονάχα εσύ
αλάβωτος εγύρισες από την Τροία,
και τα όπλα σου τ᾽ αστραφτερά σε όμορφες θήκες,
όπως τα πήγες έτσι τα ᾽φερες πίσω.
Εγώ πολλές φορές τα είπα στον γιο μου, μήτε
μ᾽ εσέ να συγγενέψει, μήτε
620 στα σπίτια του να πάρει θυγατέρα
κακής γυναίκας, γιατί τέτοιες κόρες
φέρνουν μαζί τους τις ντροπές της μάνας.
Αυτό προσέξτε που σας λέω, γαμπροί:
με θυγατέρες να παντρεύεστε καλών μανάδων.
Κοντά σ᾽ αυτά, εγκλημάτησες στον αδερφό σου
όταν τον παρακίνησες να σφάξει έτσι ασυλλόγιστα
τη θυγατέρα του· τόσο φοβήθηκες, λοιπόν,
μήπως δεν πάρεις πίσω την κακιά γυναίκα;
Κι όταν κυρίεψες
την Τροία —θα σ᾽ ακολουθήσω
κι εκεί—
ήταν στα χέρια σου η γυναίκα, δεν τη σκότωσες,
μα καθώς είδες τα στήθια της, επέταξες το ξίφος
και νικημένος από πόθο ερωτικό,
εδέχτηκες να σε φιλήσει, ανάξιε,
630 και χάιδευες τη σκύλα που σ᾽ αρνήθηκε.
Ύστερα, κόνεψες στο σπίτι του παιδιού μου
και παρασταίνεις τον αφέντη όταν ο γιος μου λείπει,
σκοτώνεις άδικα μια δύστυχη γυναίκα
και το παιδί της,
που κι αν ακόμα ήτανε νόθο τρεις φορές,
θα κάνει εσένα και την κόρη σου να κλάψετε.
Πολλές φορές το ξεροχώραφο δίνει καλύτερο σπαρτό,
και πολλά νόθα είναι καλύτερα απ᾽ τα γνήσια.
Πάρε λοιπόν τη θυγατέρα σου από δω.
Γιατί είναι προτιμότερο
640 να ᾽χει κανείς φτωχό και τίμιο πεθερό και φίλο
παρά κακό και πλούσιο. Τιποτένιε.
ΧΟΡΟΣ
Από μικρή αφορμή φιλονικίες μεγάλες
η γλώσσα φέρνει στους ανθρώπους.
Γι᾽ αυτό κι οι φρόνιμοι έχουνε τον νου τους,
συνερισιές με φίλους ν᾽ αποφεύγουνε.
σοὶ ποῦ μέτεστιν ὡς ἐν ἀνδράσιν λόγου;
ὅστις πρὸς ἀνδρὸς Φρυγὸς ἀπηλλάγης λέχους,
ἄκλῃστ᾽ ἄδουλα δώμαθ᾽ ἑστίας λιπών,
ὡς δὴ γυναῖκα σώφρον᾽ ἐν δόμοις ἔχων
595 πασῶν κακίστην. οὐδ᾽ ἂν εἰ βούλοιτό τις
σώφρων γένοιτο Σπαρτιατίδων κόρη,
αἳ ξὺν νέοισιν ἐξερημοῦσαι δόμους
γυμνοῖσι μηροῖς καὶ πέπλοις ἀνειμένοις
δρόμους παλαίστρας τ᾽ οὐκ ἀνασχετῶς ἐμοὶ
600 κοινὰς ἔχουσι. κᾆτα θαυμάζειν χρεὼν
εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε;
Ἑλένην ἐρέσθαι χρὴ τάδ᾽, ἥτις ἐκ δόμων
τὸν σὸν λιποῦσα Φίλιον ἐξεκώμασεν
νεανίου μετ᾽ ἀνδρὸς εἰς ἄλλην χθόνα.
605 κἄπειτ᾽ ἐκείνης οὕνεχ᾽ Ἑλλήνων ὄχλον
τοσόνδ᾽ ἀθροίσας ἤγαγες πρὸς Ἴλιον;
ἣν χρῆν σ᾽ ἀποπτύσαντα μὴ κινεῖν δόρυ,
κακὴν ἐφευρόντ᾽, ἀλλ᾽ ἐᾶν αὐτοῦ μένειν
μισθόν τε δόντα μήποτ᾽ εἰς οἴκους λαβεῖν.
610 ἀλλ᾽ οὔτι ταύτῃ σὸν φρόνημ᾽ ἐπούρισας,
ψυχὰς δὲ πολλὰς κἀγαθὰς ἀπώλεσας
παίδων τ᾽ ἄπαιδας γραῦς ἔθηκας ἐν δόμοις
πολιούς τ᾽ ἀφείλου πατέρας εὐγενῆ τέκνα.
ὧν εἷς ἐγὼ δύστηνος· αὐθέντην δὲ σέ
615 μιάστορ᾽ ὥς τιν᾽ ἐσδέδορκ᾽ Ἀχιλλέως.
ὃς οὐδὲ τρωθεὶς ἦλθες ἐκ Τροίας μόνος,
κάλλιστα τεύχη δ᾽ ἐν καλοῖσι σάγμασιν
ὅμοι᾽ ἐκεῖσε δεῦρό τ᾽ ἤγαγες πάλιν.
κἀγὼ μὲν ηὔδων τῷ γαμοῦντι μήτε σοὶ
620 κῆδος ξυνάψαι μήτε δώμασιν λαβεῖν
κακῆς γυναικὸς πῶλον· ἐκφέρουσι γὰρ
μητρῷ᾽ ὀνείδη. τοῦτο καὶ σκοπεῖτέ μοι,
μνηστῆρες, ἐσθλῆς θυγατέρ᾽ ἐκ μητρὸς λαβεῖν.
πρὸς τοῖσδε δ᾽ εἰς ἀδελφὸν οἷ᾽ ἐφύβρισας,
625 σφάξαι κελεύσας θυγατέρ᾽ εὐηθέστατα·
οὕτως ἔδεισας μὴ οὐ κακὴν δάμαρτ᾽ ἔχῃς;
ἑλὼν δὲ Τροίαν —εἶμι γὰρ κἀνταῦθά σοι—
οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών,
ἀλλ᾽, ὡς ἐσεῖδες μαστόν, ἐκβαλὼν ξίφος
630 φίλημ᾽ ἐδέξω, προδότιν αἰκάλλων κύνα,
ἥσσων πεφυκὼς Κύπριδος, ὦ κάκιστε σύ.
κἄπειτ᾽ ἐς οἴκους τῶν ἐμῶν ἐλθὼν τέκνων
πορθεῖς ἀπόντων, καὶ γυναῖκα δυστυχῆ
κτείνεις ἀτίμως παῖδά θ᾽, ὃς κλαίοντά σε
635 καὶ τὴν ἐν οἴκοις σὴν καταστήσει κόρην,
κεἰ τρὶς νόθος πέφυκε· πολλάκις δέ τοι
ξηρὰ βαθεῖαν γῆν ἐνίκησε σπορᾷ,
νόθοι τε πολλοὶ γνησίων ἀμείνονες.
ἀλλ᾽ ἐκκομίζου παῖδα. κύδιον βροτοῖς
640 πένητα χρηστὸν ἢ κακὸν καὶ πλούσιον
γαμβρὸν πεπᾶσθαι καὶ φίλον· σὺ δ᾽ οὐδὲν εἶ.
ΧΟ. σμικρᾶς ἀπ᾽ ἀρχῆς νεῖκος ἀνθρώποις μέγα
γλῶσσ᾽ ἐκπορίζει· τοῦτο δ᾽ οἱ σοφοὶ βροτῶν
ἐξευλαβοῦνται, μὴ φίλοις τεύχειν ἔριν.
***
ΠΗΛΕΑΣ
Άντρας, λοιπόν, λογαριάζεσαι, ω φαυλότατε,
590 κι από φαύλων γενιά;
Εσύ που κάποιος Τρωαδίτης σου πήρε
τη γυναίκα, όταν έφυγες
αφήνοντας το σπίτι σου ακλείδωτο, αφύλαχτο,
σάμπως να ᾽χες γυναίκα με φρόνηση·
ποιά; τη χειρότερη απ᾽ όλες.
Όμως κι αν ήθελε ακόμα
μια Σπαρτιάτισσα κόρη φρόνιμη να μείνει,
πώς θα μπορούσε; Αυτές παρατάνε τα σπίτια τους
και με γυμνά μεριά κι ανεμισμένα πέπλα
γυμνάζονται στα στάδια και στις παλαίστρες
μαζί με τ᾽ αγόρια. Συνήθεια
που εγώ τη λέω σιχαμερή. Κι έπειτα, πώς
600 ν᾽ απορήσει κανείς που δεν βγάζετε
τίμιες γυναίκες;
Η Ελένη θα ᾽πρεπε σ᾽ αυτό ν᾽ αποκριθεί,
που αφήνοντας το νόμιμο κρεβάτι
πήγε να ξεφαντώσει με άντρα νέο
σε ξένη γη.
Κι ύστερα, για χατίρι της, μάζεψες τόσο πλήθος
Ελλήνων και τους έφερες στην Τροία.
Που έπρεπε να τη σιχαθείς, αφού αποδείχτηκε
άπιστη κι όχι να σηκώσεις πόλεμο,
μα να πληρώσεις κιόλας για να μη γυρίσει
ποτέ στο πατρικό σου.
610 Όμως η αφεντιά σου αλλιώτικα έκρινες· κι έγινες έτσι
η αιτία να χαθούν πολλές ψυχές ωραίες,
πολλές γριές μανάδες να ορφανέψουνε
κι ασπρομάλληδες γέροι ν᾽ απομείνουν χωρίς
τα ευγενικά παιδιά τους.
Ένας κι εγώ απ᾽ αυτούς τους άμοιρους· σε βλέπω
σαν μιαρό φονιά του Αχιλλέα μου. Μονάχα εσύ
αλάβωτος εγύρισες από την Τροία,
και τα όπλα σου τ᾽ αστραφτερά σε όμορφες θήκες,
όπως τα πήγες έτσι τα ᾽φερες πίσω.
Εγώ πολλές φορές τα είπα στον γιο μου, μήτε
μ᾽ εσέ να συγγενέψει, μήτε
620 στα σπίτια του να πάρει θυγατέρα
κακής γυναίκας, γιατί τέτοιες κόρες
φέρνουν μαζί τους τις ντροπές της μάνας.
Αυτό προσέξτε που σας λέω, γαμπροί:
με θυγατέρες να παντρεύεστε καλών μανάδων.
Κοντά σ᾽ αυτά, εγκλημάτησες στον αδερφό σου
όταν τον παρακίνησες να σφάξει έτσι ασυλλόγιστα
τη θυγατέρα του· τόσο φοβήθηκες, λοιπόν,
μήπως δεν πάρεις πίσω την κακιά γυναίκα;
Κι όταν κυρίεψες
την Τροία —θα σ᾽ ακολουθήσω
κι εκεί—
ήταν στα χέρια σου η γυναίκα, δεν τη σκότωσες,
μα καθώς είδες τα στήθια της, επέταξες το ξίφος
και νικημένος από πόθο ερωτικό,
εδέχτηκες να σε φιλήσει, ανάξιε,
630 και χάιδευες τη σκύλα που σ᾽ αρνήθηκε.
Ύστερα, κόνεψες στο σπίτι του παιδιού μου
και παρασταίνεις τον αφέντη όταν ο γιος μου λείπει,
σκοτώνεις άδικα μια δύστυχη γυναίκα
και το παιδί της,
που κι αν ακόμα ήτανε νόθο τρεις φορές,
θα κάνει εσένα και την κόρη σου να κλάψετε.
Πολλές φορές το ξεροχώραφο δίνει καλύτερο σπαρτό,
και πολλά νόθα είναι καλύτερα απ᾽ τα γνήσια.
Πάρε λοιπόν τη θυγατέρα σου από δω.
Γιατί είναι προτιμότερο
640 να ᾽χει κανείς φτωχό και τίμιο πεθερό και φίλο
παρά κακό και πλούσιο. Τιποτένιε.
ΧΟΡΟΣ
Από μικρή αφορμή φιλονικίες μεγάλες
η γλώσσα φέρνει στους ανθρώπους.
Γι᾽ αυτό κι οι φρόνιμοι έχουνε τον νου τους,
συνερισιές με φίλους ν᾽ αποφεύγουνε.