1725 ΑΝ. ἵμερος ἔχει με … ΙΣ. τίς;
ΑΝ. τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν
ΙΣ. τίνος; ΑΝ. πατρός, τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΙΣ. θέμις δὲ πῶς τάδ᾽ ἐστί; μῶν
1730 οὐχ ὁρᾷς; ΑΝ. τί τόδ᾽ ἐπέπληξας;
ΙΣ. καὶ τόδ᾽, ὡς … ΑΝ. τί τόδε μάλ᾽ αὖθις;
ΙΣ. ἄταφος ἔπιτνε δίχα τε παντός.
ΑΝ. ἄγε με, καὶ τότε μ᾽ ἐνάριξον.
ΙΣ. ‹. . .› ΑΝ. ‹. . .›
ΙΣ. αἰαῖ, δυστάλαινα,
1735 ποῦ δῆτ᾽ αὖθις ὧδ᾽ ἐρῆμος ἄπορος
αἰῶνα τλάμον᾽ ἕξω;
ΧΟ. φίλαι, τρέσητε μηδέν. ΑΝ. ἀλλὰ ποῖ φύγω; [αντ. β]
ΧΟ. καὶ πάρος ἀπέφυγε … ΑΝ. τί;
1740 ΧΟ. τὰ σφῷν τὸ μὴ πίτνειν κακῶς.
ΑΝ. φρονῶ … ΧΟ. τί δῆθ᾽ ὅπερ νοεῖς;
ΑΝ. ὅπως μολούμεθ᾽ ἐς δόμους
οὐκ ἔχω. ΧΟ. μηδέ γε μάτευε.
ΑΝ. μόγος ἔχει. ΧΟ. καὶ πάρος ἐπεῖχε.
1745 ΑΝ. τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾽ ὕπερθεν.
ΧΟ. μέγ᾽ ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι.
ΑΝ. ναὶ ναί. ΧΟ. ξύμφημι καὐτός.
ΑΝ. φεῦ φεῦ· ποῖ μόλωμεν,
ὦ Ζεῦ; ἐλπίδων γὰρ ἐς τίν᾽ ἔτι με
1750 δαίμων τανῦν γ᾽ ἐλαύνει;
ΑΝ. τὰν χθόνιον ἑστίαν ἰδεῖν
ΙΣ. τίνος; ΑΝ. πατρός, τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΙΣ. θέμις δὲ πῶς τάδ᾽ ἐστί; μῶν
1730 οὐχ ὁρᾷς; ΑΝ. τί τόδ᾽ ἐπέπληξας;
ΙΣ. καὶ τόδ᾽, ὡς … ΑΝ. τί τόδε μάλ᾽ αὖθις;
ΙΣ. ἄταφος ἔπιτνε δίχα τε παντός.
ΑΝ. ἄγε με, καὶ τότε μ᾽ ἐνάριξον.
ΙΣ. ‹. . .› ΑΝ. ‹. . .›
ΙΣ. αἰαῖ, δυστάλαινα,
1735 ποῦ δῆτ᾽ αὖθις ὧδ᾽ ἐρῆμος ἄπορος
αἰῶνα τλάμον᾽ ἕξω;
ΧΟ. φίλαι, τρέσητε μηδέν. ΑΝ. ἀλλὰ ποῖ φύγω; [αντ. β]
ΧΟ. καὶ πάρος ἀπέφυγε … ΑΝ. τί;
1740 ΧΟ. τὰ σφῷν τὸ μὴ πίτνειν κακῶς.
ΑΝ. φρονῶ … ΧΟ. τί δῆθ᾽ ὅπερ νοεῖς;
ΑΝ. ὅπως μολούμεθ᾽ ἐς δόμους
οὐκ ἔχω. ΧΟ. μηδέ γε μάτευε.
ΑΝ. μόγος ἔχει. ΧΟ. καὶ πάρος ἐπεῖχε.
1745 ΑΝ. τοτὲ μὲν ἄπορα, τοτὲ δ᾽ ὕπερθεν.
ΧΟ. μέγ᾽ ἄρα πέλαγος ἐλάχετόν τι.
ΑΝ. ναὶ ναί. ΧΟ. ξύμφημι καὐτός.
ΑΝ. φεῦ φεῦ· ποῖ μόλωμεν,
ὦ Ζεῦ; ἐλπίδων γὰρ ἐς τίν᾽ ἔτι με
1750 δαίμων τανῦν γ᾽ ἐλαύνει;
***
ΑΝ. Ας πάμε πίσω, αδελφή.ΙΣ. Να κάνουμε όμως τί;
ΑΝ. Έχω έναν πόθο μέσα μου.
1725 ΙΣ. Ποιόν;
ΑΝ. Να δω το χθόνιο μνήμα.
ΙΣ. Ποιού;
ΑΝ. Του πατέρα — ο πόνος του με σφάζει.
ΙΣ. Όμως αυτό δεν γίνεται. Πώς δεν το βλέπεις;
1730 ΑΝ. Γιατί μ᾽ ελέγχεις τώρα;
ΙΣ. Μιλώ γι᾽ αυτό —
ΑΝ. Ποιό επιτέλους είναι αυτό;
ΙΣ. Έμεινε εκείνος άταφος νεκρός, δίχως κανέναν πλάι του.
ΑΝ. Ωστόσο πήγαινέ με εκεί, κι εκεί ας μου πάρεις τη ζωή.
1735 ΙΣ. Ουαί κι αλίμονο. Πώς την ταλαίπωρη ζωή μου
να βαστάξω, έρημη πάλι κι αβοήθητη;
ΧΟ. Μη σας τρομάζει, φίλες, τίποτε.
ΑΝ. Αλλά πού να προσφύγω;
ΧΟ. Βρήκατε καταφύγιο και πριν.
ΑΝ. Πώς όμως;
1740 ΧΟ. Να μη σας παίρνει το κακό από κάτω.
ΑΝ. Στοχάζομαι —
ΧΟ. Πες μου, τί σκέφτεσαι;
ΑΝ. Δεν βλέπω πώς μια μέρα θα γυρίσουμε στο σπίτι.
ΧΟ. Μη βασανίζεις το μυαλό σου μάταια.
ΑΝ. Η κούραση με τσάκισε.
ΧΟ. Βάσταξες κι άλλα βάσανα.
1745 ΑΝ. Άλλοτε αβάσταχτα, τώρα χειρότερα.
ΧΟ. Σας έλαχε μεγάλο πέλαγος τρικυμισμένο.
ΑΝ. Ναι, είναι αλήθεια.
ΧΟ. Κι εγώ μαζί σου συμφωνώ.
ΑΝ. Ω Δία, πού να πορευτούμε τώρα;
1750 σε ποιάν ελπίδα με σπρώχνει πάλι η μοίρα μου;