Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (12.222-12.302)

Ὣς ἐφάμην, οἱ δ᾽ ὦκα ἐμοῖς ἐπέεσσι πίθοντο.
Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐμυθεόμην, ἄπρηκτον ἀνίην,
μή πώς μοι δείσαντες ἀπολλήξειαν ἑταῖροι
225 εἰρεσίης, ἐντὸς δὲ πυκάζοιεν σφέας αὐτούς.
καὶ τότε δὴ Κίρκης μὲν ἐφημοσύνης ἀλεγεινῆς
λανθανόμην, ἐπεὶ οὔ τί μ᾽ ἀνώγει θωρήσσεσθαι·
αὐτὰρ ἐγὼ καταδὺς κλυτὰ τεύχεα καὶ δύο δοῦρε
μάκρ᾽ ἐν χερσὶν ἑλὼν εἰς ἴκρια νηὸς ἔβαινον
230 πρῴρης· ἔνθεν γάρ μιν ἐδέγμην πρῶτα φανεῖσθαι
Σκύλλην πετραίην, ἥ μοι φέρε πῆμ᾽ ἑτάροισιν·
οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην· ἔκαμον δέ μοι ὄσσε
πάντῃ παπταίνοντι πρὸς ἠεροειδέα πέτρην.
Ἡμεῖς μὲν στεινωπὸν ἀνεπλέομεν γοόωντες·
235 ἔνθεν γὰρ Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις
δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
ἦ τοι ὅτ᾽ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ
πᾶσ᾽ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη· ὑψόσε δ᾽ ἄχνη
ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν.
240 ἀλλ᾽ ὅτ᾽ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ,
πᾶσ᾽ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη
δεινὸν βεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε
ψάμμῳ κυανέη· τοὺς δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει.
ἡμεῖς μὲν πρὸς τὴν ἴδομεν δείσαντες ὄλεθρον·
245 τόφρα δέ μοι Σκύλλη κοίλης ἐκ νηὸς ἑταίρους
ἓξ ἕλεθ᾽, οἳ χερσίν τε βίηφί τε φέρτατοι ἦσαν·
σκεψάμενος δ᾽ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾽ ἑταίρους
ἤδη τῶν ἐνόησα πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν
ὑψόσ᾽ ἀειρομένων· ἐμὲ δὲ φθέγγοντο καλεῦντες
250 ἐξονομακλήδην, τότε γ᾽ ὕστατον, ἀχνύμενοι κῆρ.
ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἐπὶ προβόλῳ ἁλιεὺς περιμήκεϊ ῥάβδῳ
ἰχθύσι τοῖς ὀλίγοισι δόλον κατὰ εἴδατα βάλλων
ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο,
ἀσπαίροντα δ᾽ ἔπειτα λαβὼν ἔρριψε θύραζε,
255 ὣς οἵ γ᾽ ἀσπαίροντες ἀείροντο προτὶ πέτρας·
αὐτοῦ δ᾽ εἰνὶ θύρῃσι κατήσθιε κεκλήγοντας,
χεῖρας ἐμοὶ ὀρέγοντας ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι.
οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἐμοῖς ἴδον ὀφθαλμοῖσι
πάντων ὅσσ᾽ ἐμόγησα πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων.
260 Αὐτὰρ ἐπεὶ πέτρας φύγομεν δεινήν τε Χάρυβδιν
Σκύλλην τ᾽, αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοῦ ἐς ἀμύμονα νῆσον
ἱκόμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔσαν καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι,
πολλὰ δὲ ἴφια μῆλ᾽ Ὑπερίονος Ἠελίοιο.
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἔτι πόντῳ ἐὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ
265 μυκηθμοῦ τ᾽ ἤκουσα βοῶν αὐλιζομενάων
οἰῶν τε βληχήν· καί μοι ἔπος ἔμπεσε θυμῷ
μάντιος ἀλαοῦ, Θηβαίου Τειρεσίαο,
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο.
270 δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάροισι μετηύδων, ἀχνύμενος κῆρ·
«Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι,
ὄφρ᾽ ὑμῖν εἴπω μαντήϊα Τειρεσίαο
Κίρκης τ᾽ Αἰαίης, οἵ μοι μάλα πόλλ᾽ ἐπέτελλον
νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο·
275 ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκον.
ἀλλὰ παρὲξ τὴν νῆσον ἐλαύνετε νῆα μέλαιναν.»
Ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δὲ κατεκλάσθη φίλον ἦτορ.
αὐτίκα δ᾽ Εὐρύλοχος στυγερῷ μ᾽ ἠμείβετο μύθῳ·
«Σχέτλιός εἰς, Ὀδυσεῦ, περί τοι μένος οὐδέ τι γυῖα
280 κάμνεις· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται,
ὅς ῥ᾽ ἑτάρους καμάτῳ ἀδηκότας ἠδὲ καὶ ὕπνῳ
οὐκ ἐάᾳς γαίης ἐπιβήμεναι, ἔνθα κεν αὖτε
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ λαρὸν τετυκοίμεθα δόρπον,
ἀλλ᾽ αὔτως διὰ νύκτα θοὴν ἀλάλησθαι ἄνωγας,
285 νήσου ἀποπλαγχθέντας, ἐν ἠεροειδέϊ πόντῳ.
ἐκ νυκτῶν δ᾽ ἄνεμοι χαλεποί, δηλήματα νηῶν,
γίγνονται· πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον,
ἤν πως ἐξαπίνης ἔλθῃ ἀνέμοιο θύελλα,
ἢ Νότου ἢ Ζεφύροιο δυσαέος, οἵ τε μάλιστα
290 νῆα διαρραίουσι, θεῶν ἀέκητι ἀνάκτων.
ἀλλ᾽ ἦ τοι νῦν μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ
δόρπον θ᾽ ὁπλισόμεσθα θοῇ παρὰ νηῒ μένοντες·
ἠῶθεν δ᾽ ἀναβάντες ἐνήσομεν εὐρέϊ πόντῳ.»
Ὣς ἔφατ᾽ Εὐρύλοχος, ἐπὶ δ᾽ ᾔνεον ἄλλοι ἑταῖροι.
295 καὶ τότε δὴ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδων·
«Εὐρύλοχ᾽, ἦ μάλα δή με βιάζετε μοῦνον ἐόντα·
ἀλλ᾽ ἄγε δή μοι πάντες ὀμόσσατε καρτερὸν ὅρκον,
εἴ κέ τιν᾽ ἠὲ βοῶν ἀγέλην ἢ πῶϋ μέγ᾽ οἰῶν
300 εὕρωμεν, μή πού τις ἀτασθαλίῃσι κακῇσιν
ἢ βοῦν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ· ἀλλὰ ἕκηλοι
ἐσθίετε βρώμην, τὴν ἀθανάτη πόρε Κίρκη.»

***
Έτσι τους μίλησα, κι εκείνοι υπάκουσαν στα λόγια μου.
Δεν είπα ωστόσο λέξη για τη Σκύλλα, το ακαταμάχητο κακό·
μήπως οι εταίροι μου τρομάξουν και παρατήσουν τα κουπιά,
τρέχοντας να κρυφτούν στο αμπάρι.
Και ξαφνικά λησμόνησα κι εκείνη τη σκληρή εντολή
της Κίρκης, που μ᾽ απαγόρευσε να αρματωθώ· εγώ
τη λαμπερή μου πανοπλία φόρεσα, πήρα τα δύο δόρατα
στα χέρια κι ανέβηκα στης πλώρης την κουβέρτα.
230 Γιατί από εκεί περίμενα πως πρώτα θα φανεί
πάνω στον βράχο η Σκύλλα, έτοιμη να μου κάνει το κακό
με τους συντρόφους.
Αλλά δεν μπόρεσα να ξεχωρίσω τίποτα· τα μάτια μου πονούσαν,
κοιτάζοντας παντού τον βράχο μες στην καταχνιά.
Έτσι ανεβαίναμε σ᾽ εκείνο το στενό θρηνώντας·
στη μια μεριά η Σκύλλα, στην άλλη η Χάρυβδη θεοτική,
αναρροφώντας το αλμυρό νερό της θάλασσας, θέαμα τρομερό!
Κι όποτε το ξερνούσε, να βράζει ο τόπος και ν᾽ αφρίζει, λες κι ήτανε
λεβέτι σε δυνατή πυρά· κι η αλισάχνη να πετάγεται ψηλά,
να πέφτει στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου.
240 Κι όταν ξανά το αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας,
έχασκε ο στρόβιλος χοχλάζοντας, βογγούσε ο βράχος κι έτριζε
φριχτά, έβλεπες ξαφνικά στον πάτο να μαυρίζει η άμμος —
οι εταίροι πράσινοι απ᾽ τον φόβο τους.
Προσηλωμένοι εμείς στη Χάρυβδη, περίφοβοι για τον χαμό μας,
πρόλαβε τότε η Σκύλλα κι άρπαξε απ᾽ το βαθύ μας πλοίο
έξι συντρόφους, τους πιο καλούς και χεροδύναμους.
Κι εγώ, το βλέμμα στρέφοντας στο γρήγορο καράβι,
ψάχνοντας τους συντρόφους,
τους είδα επάνω, να κρέμονται πόδια και χέρια,
όπως η Σκύλλα τούς σήκωνε ψηλά· κι εκείνοι απελπισμένοι
250 φώναζαν το όνομά μου παρακλητικά, για τελευταία φορά.
Πώς ο ψαράς σ᾽ ένα ακρωτήρι απόκρημνο, με το μακρύ καλάμι του
δόλωμα ρίχνει σε ψάρια πιο μικρά, πετώντας στα βαθιά
το αγκίστρι του, που το ᾽χει περασμένο σε κέρατο άγραυλου βοδιού,
κι όταν πιάσει κανένα, σπαρταριστό το αφήνει καταγής·
έτσι κι εκείνοι σπαρταρούσαν, καθώς τους σήκωνε ψηλά στα βράχια,
όπου τους έτρωγε εκεί μπροστά στο άνοιγμα της σπηλιάς·
κραύγαζαν τότε και τα χέρια τους σ᾽ εμένα απλώνοντας
με το φριχτό τους τέλος πάλευαν.
Όχι, τα μάτια μου δεν είδαν θέαμα πιο ελεεινό,
στα τόσα βάσανα που τράβηξα αναζητώντας τα περάσματα της θάλασσας.
260 Όταν πια προσπεράσαμε τις Πέτρες, την τρομερή τη Χάρυβδη,
τη Σκύλλα, έπειτα γρήγορα αντικρίσαμε το θείο
κι άψογο νησί· όπου κυκλοφορούσαν, όμορφα κι ευρυμέτωπα,
τα βόδια, και τα πολλά θρεμμένα αρνιά του Υπερίονα Ήλιου.
Τότε, κι ενόσω εγώ έπλεα ακόμη στα ανοιχτά, μέσα στο μελανό καράβι,
άκουσα το μουκανητό από τα μαντρισμένα βόδια
και των προβάτων τα βελάσματα· οπότε ανέβηκε στον νου μου ο λόγος
του μάντη Τειρεσία, του τυφλού Θηβαίου,
κι εκεί στην Αία της Κίρκης, που μου παράγγειλαν επίμονα
πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου
που τέρπει με το φως του τους βροτούς.
270 Γι᾽ αυτό κι εγώ στράφηκα στους συντρόφους, μιλώντας με βαριά καρδιά:
«Σύντροφοι, ακούσετε τα λόγια μου, όσα κι αν σας βαραίνουν πάθη,
για να σας πω τι μου παράγγειλαν επίμονα ο Τειρεσίας
και στην Αία η Κίρκη, πώς να αποφύγω το νησί του Ήλιου,
που τέρπει με το φως του τους βροτούς·
γιατί, το τόνισαν, εδώ μας περιμένει το μεγαλύτερο κακό.
Για τούτο σας προστάζω, το μελανό καράβι μας να προσπεράσει το νησί.»
Έτσι τους μίλησα, εκείνων όμως ράγισε η καρδιά τους,
κι ευθύς ο Ευρύλοχος μου απάντησε μ᾽ άσχημο τρόπο:
«Είσαι, Οδυσσέα, σκληρός, η αντοχή σου ξεπερνά το μέτρο,
τα μέλη σου δεν ξέρουν από κούραση, όλα σ᾽ εσένα καμωμένα
280 αλύγιστα από σίδερο.
Και τώρα τους συντρόφους, από τον κάματο ξεθεωμένους,
την αγρύπνια, δεν τους αφήνεις να πατήσουνε στεριά·
σε τούτο το περίβρεχτο νησί να βάλουμε στο στόμα μας
γλυκό ψωμί, κάτι να φάμε.
Αλλά μέσα στη νύχτα αυτήν που τρέχει, προστάζεις από το νησί
να ξεμακρύνουμε, να περιπλανηθούμε στο σκοτεινιασμένο πέλαγο,
γνωρίζοντας πως οι αγέρηδες της νύχτας είναι φοβεροί —
βέβαιη καταστροφή των πλοίων.
Αλήθεια, πες μου, ποιος και πώς θα το μπορούσε να ξεφύγει
την απειλή του ολέθρου, αν ξαφνικά ξεσπούσε θύελλα,
απ᾽ τον νοτιά ή τον σφοδρό πουνέντε (άνεμοι που καταλύουν
290 τα πλοία), κι ας μην το θέλησαν οι κραταιοί θεοί;
Γι᾽ αυτό και τώρα, ας υπακούσουμε στο πρόσταγμα της μαύρης νύχτας,
στο περιγιάλι να φροντίσουμε το δείπνο μας, πλάι
στο ταχύπλοο καράβι, περιμένοντας· κι όταν πια ξημερώσει,
τότε ανεβαίνουμε στο πλοίο, να ανοιχτούμε πάλι
στην απεραντοσύνη του πελάγου.»
Έτσι ο Ευρύλοχος μιλούσε, κι οι άλλοι εταίροι επαίνεσαν τον λόγο του·
όσο για μένα γύριζε ο νους μου στο κακό που κάποιος δαίμονας μας έκλωθε.
Τότε τον φώναξα απαντώντας, και πέταξαν τα λόγια μου σαν τα πουλιά:
«Ευρύλοχε, το βλέπω, μ᾽ εκβιάζεις, κι έμεινα μόνος.
Αλλά σας προκαλώ, όλοι σας ορκιστείτε τον απαράβατο όρκο·
ανίσως απαντήσουμε βοδιών αγέλη ή και κοπάδι πρόβατα μεγάλο,
300 κανείς να μην ενδώσει στο κακό, και τυφλωμένος
σφάξει ή βόδι ή πρόβατο· φρόνιμοι κι ήσυχοι,
να τρώτε μόνο τις τροφές που μας προμήθευσε η Κίρκη αθάνατη.»

Εγώ και οι ρόλοι μου

Έχετε σκεφτεί πόσους ρόλους αναλαμβάνουμε στη ζωή μας; Είμαστε ο γιος, η κόρη, ο αδερφός, η αδερφή, ο πατέρας, η μητέρα κάποιου. Ταυτόχρονα είμαστε μαθητές, επιχειρηματίες, φίλοι, αθλητές, ταξιδευτές, καλλιτέχνες, μέντορες, σύζυγοι, συνάδελφοι, εραστές…

Συχνά στην καθημερινότητά μας ακούμε φίλους και γνωστούς να συζητούν με απορία, απογοήτευση, ακόμα κι ενοχή κάποιες φορές, για στιγμές που δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων ενός ρόλου που έχουν αναλάβει. Οι μητέρες φέρουν πολλές φορές μια μεγάλη αγωνία για το αν ανταποκρίνονται σωστά στα καθήκοντά τους, οι πατέρες αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη γονική φροντίδα, τα αδέρφια συγκρούονται συχνά, οι φίλοι απομακρύνονται, παρεξηγούνται, οι συνάδελφοι αναζητούν δικαιοσύνη και ανταμοιβή στον εργασιακό χώρο. Μέσα από αυτές τις αφηγήσεις επαναλαμβάνονται συχνά φράσεις όπως «δεν το περίμενα αυτό από εμένα», «ήμουν εκτός εαυτού», «δεν με αναγνωρίζω» και «δεν είμαι πια εγώ»…

Αν οι παραπάνω φράσεις σας φαίνονται γνώριμες, τότε ίσως σας βοηθήσει ένας εναλλακτικός τρόπος οπτικής. O George Herbert Mead, φιλόσοφος και κοινωνικός ψυχολόγος, ανέπτυξε μια πολύ σημαντική θεωρία η οποία συνοψίζεται στο εξής: οι άνθρωποι μαθαίνουν να προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του περιβάλλοντός τους και να συμμορφώνονται με αυτό που τους ζητούν οι άλλοι. Ο Mead κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα παρατηρώντας ότι οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να συναισθάνονται τις προθέσεις και τα αισθήματα των άλλων και κατ’ επέκταση κατορθώνουν να προβλέπουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιδράσεις τους. Εκεί που θέλουμε να καταλήξουμε μέσω αυτής της θεωρίας είναι ότι ο εαυτός συγκροτείται μέσω της αλληλεπίδρασης με τους άλλους και της ανάληψης κάποιων κοινωνικών ρόλων. Δηλαδή, οι ρόλοι σύμφωνα με τον Μead είναι συνδυασμοί συμπεριφορών και αποκρίσεων στα είδη της συμπεριφοράς των άλλων ανθρώπων. Για παράδειγμα, οι γονείς συνειδητά ή ασυνείδητα ωθούν το παιδί τους να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο ώστε να παίρνει την αγάπη και την αποδοχή που χρειάζεται, ενσαρκώνοντας το ρόλο του «καλού παιδιού», στη συνέχεια ο δάσκαλος ξεκαθαρίζει με τον τρόπο του ποια συμπεριφορά και πρακτική είναι επιθυμητή στην τάξη κι ο εργοδότης οριοθετεί το πλαίσιο εντός του οποίου κάποιος είναι ένα παραγωγικό και συνεργατικό μέλος, με άλλα λόγια ένας «καλός υπάλληλος». Καθώς μεγαλώνουμε, οι ρόλοι που καλούμαστε να παίξουμε πληθαίνουν γιατί έχουμε όλο και περισσότερες κοινωνικές υποχρεώσεις και συναναστροφές. Προκειμένου να διατηρήσουμε και να βελτιώσουμε την ποιότητα της ζωής μας χρειάζεται αναμφίβολα να συμμορφωθούμε με κάποιες από τις επιταγές μιας οργανωμένης κοινωνίας όπως τις μαθαίνουμε από την οικογένεια, το σχολείο, τις σπουδές, τα εργασιακά περιβάλλοντα, την αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους, τα ήθη και τα έθιμα του πολιτισμού στον οποίο εντασσόμαστε και στις τάσεις της εποχής που ζούμε, όπως αποτυπώνονται στην καθημερινότητα και στη μαζική κουλτούρα. Επιπρόσθετα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δίνουν συστηματικά ιδέες, παραδείγματα και οδηγίες για το πώς να είναι κάποιος καλός πατέρας, αποτελεσματικός εργαζόμενος, επιθυμητή γυναίκα.

Καμιά φορά όμως οι απαιτήσεις που έχει το περιβάλλον από τον καθένα μας, αλλά ακόμα περισσότερο και τα όρια που θέτουμε εμείς στον εαυτό μας και ο τρόπος που τον αξιολογούμε γίνεται επιβαρυντικοί και ασφυκτικοί παράγοντες για την ψυχική μας ισορροπία. Ίσως θα μας βοηθούσε να σκεφτούμε ότι οι ρόλοι που αναλαμβάνουμε αποτελούν μόνο ένα μέρος του εαυτού μας και δε μας καθορίζουν απόλυτα.

Σύμφωνα με τον Moreno, οι ρόλοι έχουν μια κοινωνική και μια προσωπική, περισσότερο ιδιωτική διάσταση. Σημειώνει πως υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους ενσαρκώνουμε ρόλους κατά τη διάρκεια της ζωής μας: η ανάληψη ρόλων, η απόδοση ρόλων και η δημιουργία ρόλων. Η ανάληψη ρόλων είναι μια συνηθισμένη, σχεδόν παραδοσιακή διαδικασία που σχετίζεται με τον πολιτισμό και την κοινότητα μέσα στην οποία μεγαλώνει κάποιος και δεν αποκλίνει από αυτή. Η απόδοση ρόλων είναι μια πιο υπεύθυνη αλλά και ελεύθερη διαδικασία που επιτρέπει στο άτομο να ενσαρκώνει το ρόλο του με ευκολία και άνεση. Η δημιουργία ρόλων είναι η πιο αυθόρμητη διαδικασία γιατί το άτομο προσθέτει κάτι νέο, φέρει στο ρόλο μια προσωπική πινελιά ή τον φέρνει εις πέρας εξ’ολοκλήρου με το δικό του μοναδικό τρόπο.

Κατά τη διάρκεια της ζωής μας και ανάλογα με τις προσωπικές εμπειρίες και τον τρόπο που τις ερμηνεύουμε, παγιώνουμε τους ρόλους που επιθυμούμε να παίξουμε στην προσωπική, αλλά και την κοινωνική μας ζωή. Όμως, καθώς είμαστε σε διαρκή αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους και οι απαιτήσεις κάθε ρόλου αλλάζουν, οι άνθρωποι δυσφορούν όλο και συχνότερα μέσα στους ρόλους που χρειάζεται να ενσαρκώσουν στην ιδιωτική και στην δημόσια ζωή τους. Για παράδειγμα, ο ρόλος της μητέρας, είναι πολυσύνθετος και απαιτεί νέες προσαρμογές και ανανέωση κάποιων παραδοσιακών αντιλήψεων. Επίσης, ο ρόλος του εργαζόμενου απαιτεί νέες κοινωνικές δεξιότητες και απόκτηση νέων κωδίκων συμπεριφοράς που δεν υπήρχαν στο παρελθόν.

ΣΥΧΝΑ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΡΟΛΟ ΟΠΩΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΙΔΙΟΙ Η ΟΠΩΣ ΕΠΙΘΥΜΟΥΝ ΟΙ ΑΛΛΟΙ.

Σε αυτή την περίπτωση, βοηθά να σκεφτούμε ότι εμείς μπορούμε να αποφασίσουμε πώς θα προσεγγίσουμε τον κάθε ρόλο, αν θα συμμορφωθούμε με τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, τι θα διασώσουμε από το παρελθόν και τι θα δανειστούμε από το παρόν, εμείς θα βάλουμε εκ νέου τους όρους της διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε αυτό που μας ζητούν και σε αυτό που μπορούμε ή θέλουμε να δώσουμε.

Είναι επίσης σκόπιμο να αξιολογούμε ποιον τρόπο θα επιλέξουμε να ενσαρκώνουμε τους ρόλους ανάλογα με τον ίδιο και το ρόλο, τη δική μας ευελιξία και τη δυνατότητα που μας δίνει κάποια συνθήκη. Για παράδειγμα, ένας δάσκαλος μπορεί να αποδώσει το ρόλο του με τρόπο πιο ελεύθερο και δημιουργικό που να εμπνέει τους μαθητές του. Με άλλα λόγια, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο εαυτός μας είναι ο πυρήνας της ύπαρξής μας και παρά το γεγονός ότι επηρεάζεται από τους ρόλους που παίζουμε στην προσωπική και κοινωνική μας ζωή δεν ταυτίζεται με αυτούς.

Ακόμα και ως παιχνίδι ή ως άσκηση αυτογνωσίας είναι σημαντική η εξάσκηση στον εντοπισμό, την κατανόηση και τη μετατροπή στον τρόπο με τον οποίο παίζουμε τους σημαντικούς ρόλους της ζωής μας. Σε αυτό μπορεί να μας βοηθήσει η τέχνη, γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη διαφορά ανάμεσα στο έργο και το δημιουργό του και να εντοπίσουμε το σημείο συνάντησής τους. Ένας ηθοποιός φέρει στοιχεία του εαυτού του στο ρόλο που ενσαρκώνει κάθε φορά αλλά δεν ταυτίζεται απόλυτα με αυτόν, ο συγγραφέας δανείζεται σίγουρα κάτι προσωπικό προκειμένου να κατασκευάσει έναν άλλο κόσμο για ένα βιβλίο ή ένα σενάριο, αλλά δεν αποκαλύπτει κάθε πτυχή της προσωπικότητάς του.

Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία ως πολύ ισχυρά αφηγηματικά μέσα δίνουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουμε με διαφορετικό τρόπο παραδοσιακούς ρόλους, να ανακαλύψουμε πλευρές του εαυτού κάποιου άλλου – ακόμα και αν πρόκειται για κάποιο προϊόν μυθοπλασίας- με τις οποίες μπορούμε να ταυτιστούμε. Η τέχνη μας προτείνει συχνά να εξερευνήσουμε πτυχές του ίδιου μας του εαυτού βάζοντας τον εαυτό μας στη θέση του ήρωα ή του πρωταγωνιστή. Κάποιες φορές μέσα από τις αφηγήσεις της ιστορίας των άλλων κατορθώνουμε να ανακαλύψουμε νέους τρόπους να επικοινωνήσουμε με τον εαυτό μας και τους άλλους, να εκφράσουμε συναισθήματα βαθιά κρυμμένα και να έρθουμε σε επαφή με στοιχεία του εαυτού μας που δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε στην καθημερινότητα.

Κάθε φορά που γελάμε, κλαίμε και συμπάσχουμε με τις περιπέτειες και τη συμπεριφορά ενός ήρωα της λογοτεχνίας ή του κινηματογράφου μαθαίνουμε κάτι ακόμα και για μας: τι μας συγκινεί και γιατί, τι θα κάναμε στη θέση του ήρωα/ της ηρωίδας, τι θέλουμε να αλλάξουμε σήμερα στη ζωή μας και τι ονειρευόμαστε.

Ίσως όμως το πιο σημαντικό δώρο που μας κάνει η τέχνη είναι η κατανόηση ότι το δικό μας σενάριο το γράφουμε και το σκηνοθετούμε εμείς, ότι εμείς επιλέγουμε τους ρόλους της ζωής μας και τους συμπρωταγωνιστές μας.

Ο Carl Rogers, προσωποκεντρικός ψυχοθεραπευτής, έγραφε ότι ο στόχος που επιδιώκει συνειδητά ή ασυνείδητα το άτομο είναι να γίνει ο εαυτός του, να ανακαλύψει άγνωστα σε αυτόν στοιχεία, να απευθύνεται όλο και λιγότερο στους άλλους για αξιολόγηση, να ζει μ’ έναν τρόπο που να τον ικανοποιεί τόσο ώστε να απολαμβάνει τη ζωή ως διαδικασία, ως ταξίδι, και γιατί όχι, ως ιστορία άξια να την αφηγηθεί κανείς.

Εξάλλου, όπως μας λέει ο χαρακτήρας του Ζακ στο έργο του Shakespeare «Όπως σας αρέσει», «όλος ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή και όλοι οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ηθοποιοί που κάνουν εισόδους και εξόδους από τη σκηνή και παίζουν όχι έναν, αλλά πολλούς ρόλους κατά τη διάρκεια των επτά εποχών τους». Είναι στο χέρι μας να εξερευνήσουμε τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του κάθε ρόλου που καλούμαστε να παίξουμε και να θυμηθούμε ότι οι ηθοποιοί – δηλαδή εμείς- είμαστε που κάνουμε τις ερμηνείες αξέχαστες!

Και η επιδοκιμασία των άλλων δεν με αποζημιώνει

Επιπλέον, έχω παντελή άγνοια σε ό,τι αφορά τον εαυτό μου. Θαυμάζω την πεποίθηση και εμπιστοσύνη που καθένας έχει στο άτομό του, ενώ δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να ξέρω πως ξέρω, ούτε που να τολμώ να δώσω το λόγο μου ότι μπορώ να κάμω. Δεν έχω τις ικανότητές μου κατά κατηγορία και σε κατάλογο· και δεν μαθαίνω ποιες είναι παρά εκ των υστέρων: αμφιβάλλω τόσο για τον εαυτό μου όσο για οτιδήποτε άλλο. Και έτσι μου συμβαίνει, αν καταφέρω κάτι αξιέπαινο σε μια δουλειά, να το αποδίδω περισσότερο στην καλοτυχία μου παρά στη δύναμή μου, τόσο μάλλον που όλα μου τα σχέδια για κάθε δουλειά γίνονται στα τυφλά και διστακτικά. 

Ομοίως, μιλώντας γενικώς, να τι ισχύει και για μένα επίσης: από όλες τις γνώμες που, σε γενικές γραμμές, διατύπωσε η Αρχαιότητα περί του ανθρώπου, αυτές που ενστερνίζομαι προθυμότερα και με τις οποίες συμφωνώ πιο πολύ, είναι εκείνες που μας περιφρονούν, μας υποτιμούν και μας εκμηδενίζουν περισσότερο. Η φιλοσοφία ποτέ δεν μου φαίνεται πως έχει τόσο καλά χαρτιά, παρά μόνο όταν καταπολεμάει την αλαζονεία και τη ματαιότητά μας, όταν καλή τη πίστει αναγνωρίζει την αναποφασιστικότητά της, την αδυναμία της και την άγνοιά της. Μου φαίνεται πως η μητέρα τροφός των σφαλερότερων απόψεων, είτε δημόσιων είτε ιδιωτικών, είναι η υπέρμετρα καλή γνώμη που ο άνθρωπος έχει για τον εαυτό του.

Είναι εξαιρετικά δύσκολο μου φαίνεται για οποιονδήποτε άλλον να έχει λιγότερο σε εκτίμηση τον εαυτό του ή ακόμα για οποιονδήποτε άλλον να με έχει σε λιγότερη εκτίμηση από ό,τι εγώ έχω σε εκτίμηση τον εαυτό μου.

Εκτιμώ πως ανήκω στο συνηθισμένο είδος ανθρώπων, με τη μόνη διαφορά πως θεωρώ ότι εκεί πράγματι ανήκω· ένοχος των πιο παρακατιανών και χυδαίων ελαττωμάτων, που όμως ούτε απαρνιέμαι ούτε δικαιολογώ· και δίνω αξία στον εαυτό μου μόνο από το γεγονός ότι ξέρω την αξία μου.

Γιατί, για να λέω την αλήθεια, όποια μορφή και αν πάρουν, όταν πρόκειται για το προϊόντα του νου μου, ποτέ δεν ξεπήδησε κάτι από μένα που να με γέμιζε. Και η επιδοκιμασία των άλλων δεν με αποζημιώνει. Τα γούστα μου αντιλαμβάνονται λεπτές διακρίσεις και δύσκολα ικανοποιούνται, ιδιαιτέρως σε ό,τι σχετίζεται με το άτομό μου· απαρνιέμαι αδιάκοπα τον εαυτό μου και τον νιώθω παντού να αμφιρρέπει και να κάμπτεται από αδυναμία. Τίποτα από ό,τι βρίσκεται στην κατοχή μου δεν ικανοποιεί την κρίση μου. Η ματιά μου είναι αρκετά καθάρια και υπό έλεγχο, αλλά θολώνει όταν είναι να βγάλει αποτέλεσμα, όπως διαπίστωσα ξεκάθαρα στην περίπτωση της ποίησης. Την αγαπώ απέραντα· είμαι αρκετά καλός κριτής των έργων των άλλων· η αλήθεια όμως είναι πως όταν βαλθώ να καταπιαστώ με την ποίηση, είμαι σαν παιδί: βρίσκω τον εαυτό μου ανυπόφορο. Μπορείς να αστειεύεσαι οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στην ποίηση:

τους μέτριους ποιητές δεν ανέχονται
ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι ούτε όσοι προβάλλουν τα έργα τους (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Αν αυτή η φράση να βρισκόταν στην πρόσοψη των μαγαζιών όλων των τυπογράφων μας, για να απαγορεύει την είσοδο σε τόσους στιχουργούς:

πράγματι
κανείς δεν είναι πιο αμέριμνος απ’ τον κακό ποιητή. (ΜΑΡΤΙΑΛΗΣ)

Γιατί να μην έχουμε ανθρώπους [σαν και αυτούς τους Έλληνες που θα αναφέρω]; Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος δεν είχε από τον εαυτό του τίποτα σε εκτίμηση όσο την ποίησή του. Στην περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων, εκτός από άρματα που ξεπερνούσαν όλα τα άλλα σε μεγαλοπρέπεια, έστειλε επίσης σκηνές και κιόσκια βασιλικά, χρυσωμένα και σκεπασμένα με χαλιά για τους ποιητές και μουσικούς που είχαν να παρουσιάσουν τους στίχους του. Όταν ήρθε η ώρα να απαγγελθούν οι στίχοι του, η χάρη και η αρτιότητα της απαγγελίας τράβηξαν στην αρχή την προσοχή του πλήθους· όταν όμως λίγο αργότερα ήρθε η ώρα να ζυγίσει τη μωρολογία του έργου, το κοινό έδειξε πρώτα περιφρόνηση και καθώς η κρίση του άρχισε να γίνεται αυστηρότερη, κυριεύτηκε σε λίγο από μανία και έτρεξε να γκρεμίσει και να ξεσκίσει από αγανάκτηση όλα τα κιόσκια. Και όταν τα άρματά του δεν έκαμαν τίποτα της προκοπής στις αρματοδρομίες και το πλοίο που έφερνε πίσω τους ανθρώπους του έχασε τη Σικελία, σπρώχτηκε από την τρικυμία και κομματιάστηκε πέφτοντας στην ακτή του Τάραντα, ο κόσμος θεώρησε βέβαιο πως ήταν κατατρεγμός των θεών, που είχαν οργισθεί, όπως και το κοινό, για εκείνη την κακή ποίηση. Και οι ίδιοι οι ναύτες που είχαν γλυτώσει από το ναυάγιο, έρχονταν συνεπίκουροι σε αυτήν τη γνώμη του κόσμου, με την οποία επίσης φάνηκε να συμφωνεί κάπως ο χρησμός που προείπε το θάνατό του. Ο χρησμός δήλωσε πως ο Διονύσιος θα πλησίαζε στο τέλος του, όταν θα είχε νικήσει εκείνους που άξιζαν περισσότερο από αυτόν, πράγμα που ο Διονύσιος ερμήνευσε ότι αφορούσε τους Καρχηδόνιους, που τον ξεπερνούσαν σε δύναμη. Και πολεμώντας εναντίον τους απέφευγε συχνά τη νίκη και τη μετρίαζε, για να μην υποστεί τη μοίρα που είχε προβλέψει εκείνη η προφητεία, όμως ερμήνευσε στραβά: γιατί ο θεός αναφερόταν στην εποχή που κέρδισε (με μεροληψίες και αδίκως) το βραβείο στην Αθήνα από καλύτερους τραγικούς ποιητές από ό,τι ο ίδιος, έχοντας δώσει να παίξουν στο διαγωνισμό το έργο του “Τα Λήναια”· ύστερα από αυτήν τη νίκη πέθανε ξαφνικά και εξαιτίας εν μέρει της υπερβολικής χαράς που τον κατέλαβε λόγω αυτού του γεγονότος.

Τα έργα μου απέχουν τόσο από το να μου προσφέρουν ικανοποίηση, ώστε όσες φορές και αν τα αναψηλαφώ, τόσες φορές με σκάζουν:

σαν τα ξαναδιαβάζω, ντρέπομαι που τα έγραψα,
γιατί εγώ που τα έγραψα βλέπω πολλά που κρίνω άξια να
σβηστούν. (ΟΒΙΔΙΟΣ)

Εξ αυτού συμπεραίνω πως οι παραγωγές εκείνων των γόνιμων και μεγάλων πνευμάτων των περασμένων καιρών είναι πολύ πιο πέρα από το έσχατο όριο όπου απλώνεται η φαντασία και η επιθυμία μου. Τα γραπτά τους δεν με ικανοποιούν και με γεμίζουν μόνο, αλλά μου φέρνουν απορία και με κάνουν να μαρμαρώνω από θαυμασμό. Κρίνω την ομορφιά τους· τη βλέπω, αν όχι ως την άκρη, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό, ώστε μου είναι αδύνατο να προσπαθήσω να τη φτάσω.

Επιθυμώντας σε πείσμα των ψευδαισθήσεων

Γιατί επιμένουμε στο σφάλμα; Γιατί επιμένουμε να επιδιώκουμε απατηλούς σκοπούς, να τρέφουμε ανέφικτες ή καταστροφικές επιθυμίες; Γιατί παραμένουμε μέσα σε σχέσεις αλλοτριωτικών και εξουθενωτικών συναισθηματικών εξαρτήσεων; Γιατί αφήνουμε τον εαυτό μας έρμαιο ανάμεσα στις συμπληγάδες του μίσους, του φθόνου, της ζήλιας, των ενοχών, των τύψεων, της χαμηλής αυτοεκτίμησης;

Υπάρχει ένα κόκκινο νήμα που διατρέχει όλες τις συναισθηματικές περιπλανήσεις μας: Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε κάτι, έστω κι αν αυτό είναι εσφαλμένο. Έχει επίσης ανάγκη να επιθυμεί κάτι, οτιδήποτε, έστω κι αν αυτή η επιθυμία είναι μια ψευδαίσθηση. Κατά τον ίδιο τρόπο ο άνθρωπος έχει ανάγκη να αγαπά κάτι, να συνδέεται με κάτι, έστω κι αν στην πραγματικότητα αυτό το κάτι τον καταστρέφει περισσότερο παρά τον προάγει, τον θλίβει παρά τον χαροποιεί. Να πώς θέτει ο Σπινόζα αυτή την αρχή:

«Το Πνεύμα, όσο μπορεί, προσπαθεί να φαντάζεται όσα αυξάνουν ή επικουρούν τη δύναμη ενέργειας του Σώματος».

Καθώς η σωματική κατάσταση αντανακλά την ψυχική μας κατάσταση και αντιστρόφως, προτιμάμε να σκεφτόμαστε ό,τι ενδυναμώνει το σώμα μας δίνοντάς του περισσότερη ενέργεια. Η παρουσία ορισμένων πραγμάτων μας δίνει χαρά, άρα αυξάνει την ενέργεια, την αυτοπεποίθηση, τις ικανότητες, με άλλα λόγια τη δύναμή μας. Έτσι ακόμη κι όταν λείπουν αυτά τα πράγματα, εμείς δεν μπορούμε να μη φανταζόμαστε μια κάποια αιτία χαράς, πραγματική ή φανταστική.

Όλοι το έχουμε ζήσει. Μια ευτυχής ερωτική γνωριμία, μια αρμονική οικογενειακή ζωή, μια φιλία που φαινόταν στέρεη μας είχαν δώσει την εντύπωση ότι επικεντρωνόμασταν στον εαυτό μας, είχαν ενισχύσει τη διάθεσή μας για ζωή, την εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στους άλλους, μας είχαν κάνει πιο δραστήριους και αποτελεσματικούς. Στη σχέση με τον σύντροφό μας για παράδειγμα είχαμε νιώσει να γινόμαστε διαφορετικοί: πιο δυνατοί, πιο συγκεντρωμένοι, ικανοί να αντλούμε από πηγές που μέχρι τότε ήταν ανεξερεύνητες για εμάς. Όταν η σχέση μας άρχισε να φθείρεται και ο σύντροφός μας να μας δίνει περισσότερη λύπη και λιγότερη χαρά, εμείς συνεχίσαμε παρ’ όλα αυτά να τον φανταζόμαστε σαν μια αιτία χαράς που αύξανε τη δύναμή μας. Ακόμη και όταν επέρχεται η ρήξη και βρισκόμαστε μόνοι, εξακολουθούμε να φανταζόμαστε μια παρόμοια αιτία χαράς, είτε νοσταλγώντας το πρόσωπο που χάσαμε είτε προβάλλοντας τα ίδια συναισθήματα και επιθυμίες σε πρόσωπα που συναντάμε τυχαία. Ανεξάρτητα από το αν το αντικείμενο είναι λάθος ή φανταστικό, εμείς εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη να προβάλλουμε τα συναισθήματά μας επάνω σε κάτι.

Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά, κι αυτό επειδή πρόκειται για τη ζωτική μας δύναμη, για την ισορροπία των εσωτερικών μας δυνάμεων. Για να σταθούμε απέναντι στα εμπόδια και τους κινδύνους της ζωής, για να έχουμε το κουράγιο να τα ξεπερνάμε, φανταζόμαστε κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι μπορεί να μας ενδυναμώσει. Και, αντιστρόφως, προσπαθούμε να αρνιόμαστε την ύπαρξη όποιου πράγματος νομίζουμε ότι μας απειλεί· να γιατί ορισμένοι έχουν ανάγκη να μισούν πάση θυσία, να αντιτίθενται σε κινδύνους ανύπαρκτους, να δίνουν φανταστικές μάχες…

Ακολούθησέ με για να δεις ξεκάθαρα αυτά που περνούν απαρατήρητα από τους ανόητους

«Θα συναντήσεις», είπε, «κάποτε έναν ισχυρό άνδρα που εξουσιάζει χώρες και ανθρώπους· σε αυτόν ποτέ μη διστάσεις να πεις τούτον εδώ τον μύθο, αν και κάποιοι πρόκειται να σε περιφρονήσουν ως φλύαρο και αγύρτη.»

Απεσταλμένος του Δία ο Ερμής έφτασε στη Θήβα, όπου ανατρεφόταν ο Ηρακλής όταν ήταν νέος, του είπε ποιος είναι και από ποιον στάλθηκε, και τον πήρε και τον οδήγησε σε έναν μυστικό και απάτητο από ανθρώπους δρόμο, έως ότου έφτασε σε μια κορφή βουνού περίβλεπτη και πολύ ψηλή, τρομερά απότομη από την εξωτερική μεριά, με κάθετους γκρεμούς και βαθύ φαράγγι ποταμού που έτρεχε κυκλικά και έκανε πολύ θόρυβο και βουητό, ώστε σε όσους την έβλεπαν από κάτω να φαίνεται μία η κορφή από πάνω, αλλά στην πραγματικότητα ήταν δύο με μια ρίζα, και μάλιστα απείχαν πολύ μεταξύ τους. Από αυτές η μία αποκαλείτο βασιλική κορφή, αφιερωμένη στον βασιλιά Δία, και η άλλη τυραννική, έχοντας λάβει την ονομασία της από τον Τυφώνα”. Απέξω είχαν δύο δρόμους προς τον εαυτό τους, η βασιλική ασφαλή και πλατύ, ώστε κάποιος επιβαίνοντας σε άρμα να μπαίνει από αυτόν ακίνδυνα και απρόσκοπτα, η άλλη είχε στενό, με στροφές και ανώμαλο, ώστε οι περισσότεροι που τον δοκίμασαν να πέσουν στους γκρεμούς και στο ρέμα, επειδή, πιστεύω, πήγαιναν αντίθετα με το δίκιο. Φαίνονται λοιπόν, όπως έλεγα, στους περισσότερους, επειδή κοιτάζουν από μακριά, και οι δύο μία και σχεδόν ενωμένες, όμως η βασιλική κορυφή υπερέχει τόσο, ώστε εκείνη βρίσκεται υπεράνω των νεφών, στον καθαρό και αίθριο αέρα, ενώ η άλλη βρίσκεται πολύ πιο κάτω, κυρίως γύρω από τους όγκους των νεφών, σκοτεινή και ομιχλώδης.

Οδηγώντας τον, λοιπόν, εκεί ο Ερμής του έδειξε τη φύση της τοποθεσίας. Και επειδή ο Ηρακλής, μιας και ήταν νέος και φιλόδοξος, ήθελε να δει τα εντός, “λοιπόν ακολούθησέ με”, του λέει, “ για να δεις ξεκάθαρα και τη διαφορά των υπολοίπων, που περνούν απαρατήρητα από τους ανόητους”. Του έδειχνε, λοιπόν, πρώτα πάνω στη μεγαλύτερη κορφή καθισμένη σε λαμπρό θρόνο μια γυναίκα ευπαρουσίαστη και μετ γαλόσωμη, ντυμένη με άσπρη ενδυμασία, κρατώντας σκήπτρο όχι χρυσό ούτε ασημένιο, αλλά από άλλη ουσία καθαρή και λαμπερότερη, όπως κυρίως ζωγραφίζουν την Ήρα το πρόσωπό της ήταν χαρούμενο και ταυτόχρονα επιβλητικό, ώστε όλοι οι ενάρετοι να την κοιτάζουν με θάρρος, αλλά κανείς κακός να μην μπορεί να την αντικρίσει, όχι περισσότερο απ’ όσο ο αδύνατος στα μάτια μπορεί να κοιτάξει προς τον δίσκο του ηλίου το παρουσιαστικό της ήταν σταθερό και αμετάβλητο στην όψη και το βλέμμα της αδιατάρακτο· βαθιά σιωπή και αθόρυβη ησυχία διακατείχε τον τόπο. Όλα ήταν γεμάτα με άφθονους καρπούς και ζώα από κάθε είδος υπήρχε εκεί σωρευμένο άπλετο χρυσάφι και ασήμι και χαλκός και σίδηρος. Ωστόσο εκείνη δεν έδινε καμία σημασία στο χρυσάφι ούτε ευχαριστιόταν με αυτό, αλλά περισσότερο με τους καρπούς και τα ζώα.

Ο Ηρακλής λοιπόν, μόλις την είδε, ντράπηκε και κοκκίνισε, αποδίδοντας τιμή και σεβασμό σαν καλό παιδί στην ευγενή μητέρα. Και ρώτησε τον Ερμή ποια θεά είναι εκείνος είπε: “Αυτή είναι η μακάρια θεά Βασιλεία, παιδί του βασιλιά Δία”. Ο Ηρακλής χάρηκε και πήρε θάρρος μαζί της. Και πάλι ρώτησε για τις γυναίκες που ήταν μαζί της. “Ποιες είναι;” είπε· “γιατί είναι κόσμιες, μεγαλοπρεπείς και αρρενωπές”. “Τούτη εδώ”, του απάντησε, “που κοιτάει αυστηρά και ήρεμα, καθισμένη από τα δεξιά, είναι η Δικαιοσύνη, η οποία λάμπει με πάμπολλη και εκτυφλωτική ομορφιά. Πλάι της η Ευνομία, πολύ όμοια και λίγο διαφορετική στην εμφάνιση. Από την άλλη μεριά μια γυναίκα πολύ ωραία, ντυμένη με χάρη, χαμογελώντας γαλήνια: Ειρήνη την αποκαλούν και τούτος ο ισχυρός άντρας που έχει σταθεί κοντά στη Βασιλεία, κοντά στο ίδιο το σκήπτρο και μπροστά, ασπρομάλλης και υπερήφανος, αυτός λοιπόν αποκαλείται Νόμος, ενώ ο ίδιος έχει κληθεί και Ορθός Λόγος, σύμβουλος και συμπαραστάτης, χωρίς τον οποίο δεν επιτρέπεται σε εκείνες να πράξουν ή να διανοηθούν τίποτε”.

Ακούγοντας, λοιπόν, και βλέποντας αυτά, χαιρόταν και είχε στραμμένη την προσοχή του, για να μην τα ξεχάσει ποτέ. Αφού κατέβηκαν από εκεί και έφτασαν στην τυραννική είσοδο, είπε: “Εδώ δες και την άλλη, που πολλοί την αγαπούν και για την οποία μπαίνουν σε πολλούς και κάθε λογής μπελάδες, φονεύοντας οι ταλαίπωροι, συνωμοτώντας πολλές φορές τα παιδιά εναντίον των γονιών τους και οι γονείς εναντίον των παιδιών τους και τα αδέρφια εναντίον των αδερφών τους, ποθώντας και μακαρίζοντας το μεγαλύτερο κακό, την εξουσία με αμυαλιά””. Πρώτα λοιπόν του έδειχνε την είσοδο, πώς φαινόταν προφανώς μία, και αυτή σχεδόν όπως προηγουμένως είπα, επικίνδυνη, που οδηγούσε στον ίδιο τον γκρεμό, ενώ υπήρχαν πολλές κρυφές και αόρατες διαβάσεις, και όλος ο τόπος τριγύρω ήταν υπόγεια σκαμμένος και διορυγμένος κάτω από τον ίδιο, πιστεύω, τον θρόνο, ενώ όλοι οι παράδρομοι και τα μονοπάτια ήταν πασαλειμμένα με αίμα και γεμάτα νεκρούς. Δεν τον οδήγησε σε κανένα από αυτά, αλλά από τον εξωτερικό δρόμο, στεύω, που ήταν καθαρότερος, επειδή επρόκειτο πιστεύω, να είναι μόνο θεατής.

Μόλις μπήκαν, βρίσκουν την Τυραννία να κάθεται ψηλά επίτηδες, καθώς προσποιόταν και προσπαθούσε να εξομοιώσει τον εαυτό της με τη Βασιλεία, σε πολύ, όπως νόμιζε, υψηλότερο και καλύτερο θρόνο, ο οποίος είχε χιλιάδες άλλες ανάγλυφες παραστάσεις και ήταν στολισμένος με ένθετη διακόσμηση από χρυσό, ελεφαντόδοντο, κεχριμπάρι, έβενο και υλικά κάθε λογής χρωμάτων. Στη βάση ο θρόνος δεν ήταν ασφαλής ούτε στερεωμένος, αλλά κουνιόταν και έγερνε. Και τίποτα άλλο δεν ήταν βαλμένο με τάξη, αλλά όλα με σκοπό τη ματαιοδοξία, την αλαζονεία και την ξιπασιά, πολλά σκήπτρα, πολλές τιάρες και διαδήματα” στο κεφάλι. Προσπαθώντας, λοιπόν, να μιμηθεί το ήθος εκείνης, αντί για το προσφιλές χαμόγελο σάρκαζε ταπεινά και ύπουλα, και αντί για το σεβάσμιο βλέμμα κοίταζε σκυθρωπά και άγρια. Για να φαίνεται μεγαλόπρεπη, δεν κοίταζε όσους πλησίαζαν, αλλά τους περιφρονούσε και τους ατίμαζε. Από αυτό ήταν μισητή σε όλους, και υποπτευόταν τους πάντες. Όσο καθόταν, δεν μπορούσε να μείνει ατάραχη, αλλά κοίταζε συνεχώς τριγύρω και αναπηδούσε πολλές φορές από τον θρόνο. Φυλούσε το χρυσάφι πρόστυχα στην αγκαλιά της, και πάλι τρομαγμένη το πετούσε όλο μεμιάς, κι έπειτα αμέσως άρπαζε ό,τι είχε κανείς απ’ όσους ήταν κοντά της, και το παραμικρό. Η ενδυμασία της ήταν ποικιλόχρωμη, αλλού πορφυρή, αλλού καφετιά, αλλού κρόκινη κάποια από τα πέπλα της φαίνονταν λευκά και η περιβολή της ήταν σχισμένη σε πολλά σημεία. Άλλαζε όλων των ειδών τα χρώματα, καθώς φοβόταν και αγωνιούσε και υποπτευόταν και οργιζόταν, άλλοτε ήταν ταπεινή από τη λύπη, και άλλοτε φαινόταν ενθουσιασμένη από τη χαρά, άλλοτε με το πρόσωπό της γελούσε πολύ πρόστυχα, και πάλι αμέσως θρηνούσε. Υπήρχε γύρω της και μια ομήγυρη γυναικών σε τίποτα όμοιων με εκείνες που έλεγα ότι υπάρχουν γύρω από τη Βασιλεία, αλλά η Ωμότητα, η Ξιπασιά, η Ανομία και η Διχόνοια, που όλες τη διέφθειραν και την κατέστρεφαν με τον χειρότερο τρόπο. Αντί για τη Φιλία ήταν δίπλα της η Κολακεία, δουλοπρεπής και ανελεύθερη, η οποία δεν την επιβουλευόταν λιγότερο από καμιά τους, αλλά περισσότερο απ’ όλες ζητούσε να την καταστρέψει.

Μόλις είχε παρατηρήσει αρκετά και αυτά, ο Ερμής τον ρώτησε ποια από τα δύο πράγματα του αρέσουν και ποια από τις δύο γυναίκες. “Μα, την άλλη”, είπε, “τη θαυμάζω και την αγαπώ και μου φαίνεται ότι είναι πραγματικά θεά, αξιοζήλευτη και αξιομακάριστη τούτη τη δεύτερη εγώ τουλάχιστον τη θεωρώ εντελώς μισητή και μικρή, ώστε με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα την γκρέμιζα από τούτο το βράχο και θα την εξαφάνιζα”. Αυτά, λοιπόν, επαίνεσε ο Ερμής και τα είπε στον Δία. Κι εκείνος του επέτρεψε να βασιλεύει σε όλο το γένος των ανθρώπων, με την ιδέα ότι είναι ικανός. Έτσι, όπου έβλεπε τυραννία και τύραννο, τον τιμωρούσε και τον σκότωνε, τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και μεταξύ των βαρβάρων όπου όμως έβλεπε βασιλεία και βασιλιά, τον τιμούσε και τον προστάτευε».

Και γι’ αυτό έλεγε ότι είναι σωτήρας της γης και των ανθρώπων, όχι επειδή τους προστάτευε από τα θηρία – γιατί πόσο θα μπορούσε να τους βλάψει ένα λιοντάρι ή αγριογούρουνο; – αλλά επειδή τιμωρούσε τους ανήμερους και κακούς ανθρώπους και κατέλυε και αφαιρούσε την εξουσία των υπεροπτικών τυράννων. Και τώρα ακόμη αυτό κάνει…

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ΑΠΑΝΤΑ

Με την απαλλαγή των εγωιστικών επιθυμιών, απαλλάσσεται κάποιος από τις εσωτερικές συγκρούσεις

Ο Ταοϊσμός πρωτοπαρουσιάστηκε στην Κίνα κατά τη μέση περίοδο της βασιλείας, γύρω στον τρίτο ή τέταρτο αιώνα π.Χ., από τον Λάο Τσε σε ένα σύντομο έργο με λιγότερες από 6.000 λέξεις, που ονομαζόταν “Το Ταό” (Ο Δρόμος).Η φιλοσοφία του επεκτάθηκε αργότερα και ερμηνεύτηκε από έναν ιδιοφυή φιλόσοφο και ποιητή, τον Τσουάνγκ Τσου, κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του τέταρτου αιώνα π.Χ..

Ο κύριος στόχος της ταοϊστικής φιλοσοφίας είναι η εσωτερική ολοκλήρωση και αρμονία κάθε ατόμου. Σαν τέτοιος, δεν είναι ένας βολικός δρόμος. Προβάλλει ότι καθένας από μας μπορεί να πετύχει να φθάσει στην πλήρη ανθρώπινη φύση του μέσα από τη διαδικασία της λησμονιάς όσων έχει ήδη μάθει, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να επιστρέψει στην αρμονία με όλα τα πράγματα, όπως ήταν στην αρχή.

Ο εγωισμός θεωρείται ότι βρίσκεται στη ρίζα όλης της δυσαρμονίας κι έτσι ο κύριος αιτιολογικός παράγοντας της ανθρώπινης δυστυχίας. Για το λόγο αυτό, ο άνθρωπος πρέπει ν’ αγωνιστεί ν’ απαλλαγεί από τον εγωισμό του. Με την απαλλαγή των εγωιστικών επιθυμιών, απαλλάσσεται κάποιος και από τις εσωτερικές συγκρούσεις.

Ο Λάο Τσε υποδήλωνε έτσι, ότι τα ολοκληρωμένα άτομα θα είχαν λίγες επιθυμίες και δεν θα προσκολλώνται σε ανθρώπους ή σε πράγματα. Θα ζούσαν με τη δική τους κρίση και όχι με εκείνη των άλλων. Θα πάλευαν για τη φυσική απλότητα και την αυθόρμητη ζωή και θα απαλλάσσονταν από την επιφανειακότητα και τον καταναγκασμό.

Οι ολοκληρωμένοι Ταοϊστές δεν είναι στο έλεος των παρορμήσεών τους.

Αγωνίζονται να διατηρήσουν τον εαυτό τους σωστά σε σχέση με τις φανερές δυνατότητες και αδυναμίες τους. Θεωρούν τον εαυτό τους μοναδικό και γι’ αυτό με κανέναν ανταγωνιστικό.

Εξασκούνται στην “αδράνεια”. Η αδράνεια για τον Ταοϊστή δεν είναι μια παθητική κατάσταση, αλλά μάλλον μια λεπτή μορφή δράσης. Η πορεία του νερού χρησιμοποιείται σαν συνηθισμένη μεταφορά γι’ αυτό. Με τα λόγια του Λάο Τσε, καθώς η μαλακή υποχώρηση του νερού σχίζει την ισχυρή πέτρα. Έτσι και η υποχώρηση στην ζωή επιλύει το άλυτο: Η υποχώρηση, έμαθα, είναι να επιστρέφεις πίσω ξανά.
Αλλʹ αυτό το άγραφο μάθημα, αυτό το εύκολο παράδειγμα, χάθηκε από τους ανθρώπους.

Οι Ταοϊστές βλέπουν τη δύναμη στην ηθική και γι’ αυτό είναι ευαίσθητοι προς την κοινωνία και τα συναισθήματα των άλλων. Δεν κρίνουν και προσπαθούν ν’ ανταποκρίνονται στη στάση των άλλων περισσότερο απ’ ό,τι στις ενέργειές τους. Απορρίπτουν τη βία, την καταπίεση και την εξουσία.

Αρνούνται να συμμετάσχουν στην κατάκτηση της φύσης ή την εκμετάλλευση άλλων. Περισσότερο, παλεύουν να γίνουν οι φιλικοί συνεργάτες των ανθρώπων και της φύσης. Ο στόχος τους είναι η αρμονία με όλα τα πράγματα, επιτρέποντας σε όλα τα πράγματα να πραγματοποιήσουν τον προορισμό τους.

Πολλοί προτιμούν να ζουν μέσα στο ψέμα

Πιστεύεις ότι έχω όρεξη να παραδεχθώ αυτά που ήδη διαισθάνομαι; Ξέρεις τι συνέπειες θα είχε για εμένα να παραδεχθώ ότι το ταίρι μου έχει εραστή/ερωμένη. Άσ’ τα, άνθρωπέ μου, άσ’ τα! Διαζύγιο, τα παιδιά, το διαμέρισμα, το δάνειο, τα κλάματα… Ασ’ τα! να υποκρίνομαι πως δεν συμβαίνει τίποτα, πως δεν βλέπω τα εξόφθαλμα πειστήρια και να εξακολουθώ να ζω μέσα στο ψέμα. Επιπλέον, αισθάνομαι ότι έχω και εγώ το δικαίωμα να λέω ψέματα με τον ίδιο τρόπο που οι άλλοι λένε σε εμένα. Συμφωνία κυρίων, συγγνώμη… συμφωνία ψευτών.

Η πραγματικότητα πάντα παρέχει ενδείξεις όταν πρόκειται περί απάτης να έχεις τον νου σου, μην τις αγνοείς. Όταν τα λόγια δεν εναρμονίζονται με τις πράξεις, να δίνεις όλη σου την προσοχή στις πράξεις, γιατί τα λόγια διατυπώνονται με μεγάλη ευκολία. Δώσε βάση στα σημάδια, μην τα αγνοείς. Αυτό είναι το κλειδί του ζητήματος και, ύστερα, αποφάσισε αν θέλεις να ξεδιαλύνεις την κατάσταση ή αν προτιμάς να συνεχίσεις να ζεις μέσα στο ψέμα. Μόλις σου παρουσίασα αυτό που ο Λίον Φέστιγκερ περιέγραψε ως γνωστική ασυμφωνία. Προτιμούμε να κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας και να ζούμε μέσα σε ένα ψέμα, παρά να αντιμετωπίσουμε μια πραγματικότητα που πάει κόντρα στα συμφέροντα και τις επιθυμίες μας.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΕΝΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι χρειάζονται τους άλλους. Δεν θεωρούν την ανάγκη αυτή για αγάπη και οικειότητα σαν υποχρέωση να υποβιβάζουν τον εαυτό τους, αλλά περισσότερο σαν μέσο αντανάκλασης των μεγάλων δυνατοτήτων τους και μοιράσματός τους με άλλους. Δεν αισθάνονται περιορισμένοι από την αγάπη και τις στενές σχέσεις, αλλά τις θεωρούν ιδιαίτερη ευκαιρία για ανάπτυξη. Κατανοούν πως ποτέ δεν μπορούν να κατέχουν κάποιον άλλο και δεν έχουν καμιά επιθυμία να ανήκουν σε κάποιον. Ξέρουν ότι η οικειότητα φέρνει κοντά τους ανθρώπους, αλλά ότι είναι ευθύνη του καθένα να διατηρήσει την αυτονομία του. Ότι πρέπει να αναπτύσσονται χωριστά για να εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται με άλλους. Ο έρωτας και οι στενές σχέσεις προκαλούνται, δεν απειλούνται από τις διαφορές. Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι που ξέρουν πώς όταν δυο άνθρωποι αποφασίζουν να κάνουν στενή σχέση, ενώνουν, δύο διαφορετικούς κόσμους, κι έτσι, όχι μόνον φέρνουν ο ένας στον άλλον κοινά στοιχεία, αλλά και διαφορές. Οι διαφορές είναι που θα συνεχίζουν να τους κινητοποιούν ν’ αναπτυχθούν. Το βάθος της αγάπης μας μπορεί συνήθως να μετρηθεί από το βαθμό στον οποίο είμαστε διατεθειμένοι να μοιράζουμε τον εαυτό μας με άλλους. Αρχίζουμε με ξεχωριστά Εγώ. Φτιάχνουμε έναν κοινό χώρο ανάμεσα στα δύο Εγώ και τον ονομάζουμε Εμείς. Αυτός είναι ο χώρος στον οποίο αναπτύσσεται η οικειότητα. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινή εμπειρία, τόσο μεγαλύτερος και ο χώρος του Εμείς.

Ο έρωτας και η οικειότητα έχουν πολλά στάδια και γι’ αυτό μεταβάλλονται διαρκώς. Η οικειότητα της πρώτης συνάντησης δεν θα είναι η οικειότητα του μήνα του μέλιτος, αλλά θα υπάρξουν πολλές περίοδοι μήνα του μέλιτος. Η περίοδος του διαμερίσματος ενός δωματίου με δανεικά έπιπλα, η περίοδος του πρώτου παιδιού, η περίοδος της αγοράς του σπιτιού, η περίοδος της πρώτης σημαντικής προαγωγής, η περίοδος της ανάπτυξης με την οικογένεια, παρατηρώντας τα παιδιά να φτιάχνουν τη δική τους οικογένεια, η περίοδος των γηρατειών. Κάθε περίοδος θα είναι καινούργια και θα δημιουργεί νέες διαστάσεις στην οικειότητα. Επιβάλλεται γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να έχει πάντα συνειδητότητα και να είναι ανοιχτός στην αλλαγή. Το πρόσωπο στα χέρια σήμερα κάποιου δεν θα είναι το ίδιο πρόσωπο αύριο, ή ακόμα για το λόγο αυτό, την επόμενη ώρα. Ο έρωτας δεν ανατρέφεται ούτε αυξάνεται κοιτάζοντας προς τα πίσω, βιώνεται πάντα στο παρόν.

Η ώριμη οικειότητα και η αγάπη δεν στηρίζονται στις προσδοκίες. Αφού κανείς, ούτε κι ένας άγιος, δεν μπορεί να ξέρει ή να εκπληρώσει όλες μας τις προσδοκίες, το να έχουμε προσδοκίες από τους άλλους σημαίνει ότι επιζητούμε τον πόνο και την απογοήτευση. Η μόνη βάσιμη προσδοκία στον έρωτά βρίσκεται στην ελπίδα ότι αυτοί που αγαπάμε θα γίνουν ο εαυτός τους, όπως κι εμείς. Η αγάπη που προσφέρεται από μια αίσθηση καθήκοντος ή υποχρέωσης είναι η μεγαλύτερη προσβολή και γι’ αυτό δεν είναι καθόλου αγάπη.

Ο αληθινός έρωτας και η οικειότητα αναπτύσσονται με τον καλύτερο τρόπο αυθόρμητα και προσφέρουν μια πληθώρα ευκαιριών για εμπειρίες χαράς, ομορφιάς και γέλιου. Όλοι έχουμε γνωρίσει τη θαυμάσια αίσθηση του κοινού βιώματος μιας έντονης εμπειρίας με κάποιον, είτε γέλιου είτε πόνου. Στιγμιαία, η κοινή εμπειρία παίρνει τους δύο και τους κάνει ένα. Οι στιγμές αυτές βαθειάς οικειότητας θα συνεχίσουν να κάνουν τον έρωτα πιο φρέσκο, γοητευτικό και αναζωογονημένο.

Η ώριμη οικειότητα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, εμπεριέχει τη σωματική επαφή. Ενσωματωμένη σ’ αυτή φαίνεται να είναι μια αισθησιακή ανάγκη να βρεθούμε κοντά στους αγαπημένους μας, να έχουμε σωματική επαφή, να τους αγκαλιάζουμε και να τους κρατάμε κοντά μας. Θα χρειαστεί γι’ αυτό ο ολοκληρωμένος άνθρωπος να συμφιλιωθεί με τη σεξουαλικότητά του.

Δεν υπάρχει ίσως πιο φυσική, ούτε πιο ικανοποιητική πράξη που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος απ’ αυτή που βρίσκεται σε μια ώριμη σεξουαλική οικειότητα. Εδώ, στην υψηλότερη μορφή της, υπάρχει μια βαθειά επιθυμία ολοκληρωτικής συγχώνευσης με τον άλλο. Είναι μια έσχατη έκφραση αγάπης που συνδυάζει όλα τα θετικά της χαρακτηριστικά -φροντίδα, προσφορά, μοίρασμα. επιβεβαίωση, αποδοχή παραχώρηση και παραδοχή. Η σεξουαλικότητα, όταν είναι η έκφραση πραγματικής αγάπης, μπορεί να είναι η θεμελιώδης ανθρώπινη ένωση.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια λεκτική έκφραση. Πολύ συχνά υποθέτουμε ότι το άλλο ή τα άλλα πρόσωπα ξέρουν τι σκεφτόμαστε ή πώς αισθανόμαστε. Πολλές φορές εκπλησσόμαστε όταν ανακαλύπτουμε ότι αυτό δεν ισχύει. Είναι ευθύνη του καθένα να απλώσει το χέρι και ν’ αγγίξει την καρδιά αυτού που αγαπάει – μια κουβέντα, ένα σημείωμα, ένα λουλούδι, ένα απλό ποίημα, μπορούν να δώσουν το πολύ αναγκαίο μήνυμα της επιβεβαίωσης. Κανείς δεν κουράζεται ποτέ από την έκφραση αγάπης.

Η αγάπη και η οικειότητα απαιτούν κάποια συμπάθεια. Αν δεν μπορούμε να συναισθανόμαστε με κάποιον, δεν είμαστε ικανοί να αγαπάμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε τέλεια εμπάθεια με τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά ενός άλλου. Μου είναι οδυνηρό ν’ ακούω κάποιον να λέει, “Ξέρω ακριβώς πώς αισθάνεσαι”! Δεν ξέρει! Δεν μπορεί να ξέρει! Στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να καταλάβουμε μόνον αυτό που έχουμε βιώσει πραγματικά, και κάθε εμπειρία είναι πάντα πολύ προσωπική. Όταν όμως έχουμε μια γνώση των προσωπικών μας συγκρούσεων και συναισθημάτων που στηρίζονται πάνω σε γενικές ανθρώπινες εμπειρίες μπορούμε ν’ αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε πως αισθάνονται ίσως οι άλλοι. Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η συμπάθεια.

Η αγάπη και η οικειότητα δεν έχουν καμιά σχέση με την εκμετάλλευση. Υπάρχει ένα παλιό ρητό, αλλά ισχύει ακόμα, “Χρησιμοποίησε τα πράγματα, αγάπα τους ανθρώπους”. Είναι τρομακτικό το πόσο πολλοί κάνουν ακριβώς το αντίθετο στο όνομα της αγάπης: Γονείς που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους, σύζυγοι που χρησιμοποιούν τις/τους συζύγους τους, εκπαιδευτικοί που χρησιμοποιούν τους μαθητές τους, προοδευτικοί που χρησιμοποιούν την κοινωνία τους. Χρησιμοποιούν τη ζωή άλλων για να επιβεβαιώσουν την δική τους ύπαρξη και αξία. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που η αγάπη έχει γίνει τόσο αμφίβολη και απειλητική έννοια. Χρησιμοποιείται τόσο συχνά για να καταστρέφει παρά να προάγει. Η εκμετάλλευση σε μια σχέση, ανεξάρτητα από το πώς την δικαιολογούμε, δεν μπορεί ποτέ να είναι αγάπη!

Είναι δύσκολο να βρεθεί τέλεια ανθρώπινη αγάπη. Φαίνεται πως έχουμε λίγα πρότυπά της. Οι συμπεριφορές όμως που εμπεριέχουν αγάπη είναι σταθερές, φανερές και διαθέσιμες για μελέτη. Οι ολοκληρωμένοι άνθρωποι ξέρουν ότι πρέπει κύρια να είναι αυτοδίδακτες και ότι αποκτώνται καλύτερα με το να είναι απλώς ευάλωτοι στην αγάπη και ζώντας μέσα σ’ αυτήν αφοσιωμένοι κάθε μέρα της ζωής τους.

Το συμπέρασμα δεν είναι ότι πρέπει να είμαστε τέλειοι για να έχουμε ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Ισχύει το αντίθετο. Η τελειότητα συνεπάγεται μια τελική κατάσταση, μια ολοκλήρωση, μια λήξη. Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος δεν επιζητεί ποτέ κάτι τέτοιο.

Νέμεσις

Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Νέμεσι, αυτή την αρχαιότατη θεότητα, που προσδιορίζεται άλλοτε ως Ιχναίη, άλλοτε ως Αδράστεια ή Ραμνουσία.

Η Νέμεσις ως θεότητα προσωποποιούσε μαζί με άλλες (Θέμιδα, Ειμαρμένη κ.ο.κ.) την έννοια της δικαιοσύνης και αποκαθιστούσε την τάξη (της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας, του κόσμου), όταν αυτή διασαλευόταν. Απέδιδε στον καθένα την ευτυχία ή δυστυχία που αντιστοιχούσε στην αξία του. Ο ρόλος της ήταν συγγενικός με αυτόν των Μοιρών. Μόνο που οι Μοίρες είχαν σχέση με την ειμαρμένη, προαποφάσιζαν δηλαδή τη μοίρα των ανθρώπων πριν ακόμη γεννηθούν, ενώ η Νέμεσις επιβράβευε ή τιμωρούσε κάποιον με γνώμονα το δίκαιο.

Τιμωρούσε την υπεροψία και την αλαζονεία των ανθρώπων (την ύβριν). Αν κάποιος αδικεί τους άλλους συνεχώς, κάποια στιγμή η ίδια η ζωή του θέτει οδυνηρό φρένο στη στρεβλή πορεία του, τότε μιλάμε για «θεία δίκη». Έτσι ο Κροίσος, γεμάτος πλούτη και αλαζονεία, οδηγήθηκε από την Νέμεσι στην εκστρατεία εναντίον του Κύρου και καταστράφηκε.

Η ετυμολογία, η ρίζα του ονόματος «νέμω», δήλωνε αρχικά τη δίκαιη διανομή, τη μοιρασιά που γίνεται βάσει νόμιμης εξουσίας.

Με τον καιρό απέκτησε τη σημασία της ανάληψης δικαστικής δράσης εκ μέρους της εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί δικαιοσύνη. Ως λέξη η «Νέμεσις» έχει αντικειμενική αξία και όχι υποκειμενική. Αναφέρεται στο φορέα της εξουσίας που την ασκεί. Μεταφορικά λέγοντας «Νέμεσι» εννοούμε τη θεία δίκη.

Ήταν η Νύχτα σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου και τον Παυσανία, που δίχως σύντροφο αρσενικό γέννησε την Νέμεσι, για να κρατά σε ισορροπία τις ανθρώπινες υποθέσεις. Στα Διονυσιακά του Νόννου έχουμε μια διαφορετική άποψη, που θέλει την Νέμεσι κόρη του Ωκεανού, ενώ ο Υγίνος την περιγράφει ως δημιούργημα του Ερέβους και της Νύχτας.

Ονομαζόταν, επίσης, Ραμνουσία, εξαιτίας ενός αγάλματος και ενός ναού της στον Ραμνούντα, χωριό της βόρειας Αττικής. Το επίθετο Αδράστεια που της αποδόθηκε, «εκείνη από την οποία κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει», ανήκε μάλλον αρχικά στη φρυγική θεότητα Κυβέλη και της αποδόθηκε μεταγενέστερα.

Στη Σμύρνη υπήρχε ναός αφιερωμένος σ’ αυτήν.

Το μυθολογικό πλαίσιο

Ορισμένοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Απολλόδωρος, γράφουν πως η Νέμεσις όταν ενώθηκε με τον θεό Δία, γέννησε την Ωραία Ελένη. Παρόλο που η Νέμεσις υπέστη μεγάλη καταδίωξη για να αποφύγει τον πόθο του Δία, ενώθηκε μαζί του με τη μορφή χήνας, όταν ο Δίας είχε τη μορφή κύκνου. Κατά την καταδίωξή της πέρασε η Νέμεσις χώρες και ηπείρους, θάλασσες όπου μεταμορφώνονταν σε ψάρι, και γενικά άλλαζε εκείνη συνέχεια μορφή. Η Νέμεσις γέννησε ένα αβγό το οποίο βρήκε στο δάσος ένας βοσκός και το έδωσε στη Λήδα. Η Λήδα το έκλεισε σε ένα ερμάρι και όταν γεννήθηκε η Ελένη, την ανέθρεψε σαν κόρη της. Υπάρχουν άλλες δύο εκδοχές για το αβγό αυτό:

(ι) ότι ο θεός Ερμής το έριξε στον κόρφο της Λήδας
(ιι) ότι έπεσε από τον ουρανό.

Υπάρχει και μια άλλη άποψη της μυθολογικής διαδρομής της Νεμέσεως.

Λεγόταν πως από την ένωση του Ταρτάρου και της Νεμέσεως γεννήθηκαν οι Τελχίνες. Τα ονόματά τους ήταν Χρυσός, Άργυρος και Χαλκός, από τα μέταλλα που είχαν ανακαλύψει ή κατά τον Βακχυλίδη Ακταίος, Μεγαλήσιος, Ορμενός και Λύκος. Οι Τελχίνες ήταν μάγοι και προκαλούσαν βροχή, χαλάζι, χιόνι και κεραυνούς. Ήταν πνεύματα της φωτιάς-ηφαιστειακά, από ρίζες έφτιαχναν φίλτρα θαυματουργά και κατείχαν τρομερές δεξιότητες. Περιγράφονται ενίοτε δίχως χέρια ή πόδια. Ήταν όντα αμφίβια και είχαν κάτι από άνθρωπο και κάτι από ψάρι, σαν τον Όανες της σουμερο-βαβυλωνιακής μυθολογίας. Τους περιέγραφαν με μεμβράνη στα δάχτυλα και φημισμένες οικογένειες ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη γενιά τους.

Σύμβολα

Σύμβολα της θεάς είναι ο πήχυς και το χαλινάρι. Τα σύμβολα αυτά είναι ενδεικτικότατα της λειτουργίας της να προσμετρά τις ανθρώπινες σκέψεις, συναισθήματα, δράσεις και να θέτει ένα όριο στην αχαλίνωτη ασυδοσία του εγωισμού των ανθρώπων. Έτσι η έπαρση των θνητών έναντι των Κοσμικών Νόμων (ύβρις) και η κατάφωρη αδιαφορία για το Κοινό Καλό, σαρώνονται με τη δράση της Νέμεσης και εδώ μοιάζει με Συμπαντική Ζυγαριά που απονέμει αέναα Δικαιοσύνη.

Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να επιβεβαιώσετε ότι θέλετε κάτι καλύτερο από ό,τι έχετε αυτή τη στιγμή

Συχνά ακούμε ότι διαθέτουμε τη «δυνατότητα επιλογής», όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι παραπλανητικό να λέμε ότι κάποιος επιλέγει να έχει μια δυσλειτουργική σχέση, οικονομικά προβλήματα ή οποιαδήποτε άλλη αρνητική κατάσταση στη ζωή του. Τις περισσότερες φορές ο τρόπος που λειτουργούμε βασίζεται στον προγραμματισμό του παρελθόντος.

Η έννοια της επιλογής υπονοεί ότι δρούμε σε συνειδητό επίπεδο. Ωστόσο, όταν ενεργείτε μη συνειδητά, είναι αδύνατον να κάνετε συνειδητές επιλογές. Λειτουργείτε στον «αυτόματο πιλότο» ἡ σύμφωνα με τον εδραιωμένο τρόπο συμπεριφοράς σας.

Ο εδραιωμένος τρόπος συμπεριφοράς σας αποτελεί μηχανισμό επιβίωσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το μυαλό μας παίρνει τον έλεγχο χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει.

Η επιλογή ξεκινάει από τη στιγμή που σταματάτε να ταυτίζεστε με τα εξαρτημένα πρότυπα συμπεριφοράς του παρελθόντος. Μέχρι να φτάσετε σε αυτό το σημείο, λειτουργείτε σε μη συνειδητό επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι ωθείστε να σκέφτεστε, να αισθάνεστε και να ενεργείτε με συγκεκριμένους τρόπους σύμφωνα με το πώς έχει προγραμματιστεί το μυαλό σας. Όταν είμαστε σε θέση να επιλέξουμε, δεν είμαστε πλέον θύματα των μη συνειδητών αντιδράσεών μας.

Αν ο μη συνειδητός, αρνητικός τρόπος σκέψης μας δεν στηρίζει τις επιθυμίες μας, θα πρέπει, αντί να τον εξαλείψουμε, να τον κάνουμε απλώς να εστιάσει στην «ορθή σκέψη». Η «ορθή σκέψη» είναι ένα πρότυπο σκέψης που βασίζεται στην αλήθεια. Η αλήθεια από τη φύση της είναι πάντοτε «ορθή».

Χωρίς δυσαρέσκεια δεν υπάρχει εξέλιξη

Ο Ανώτερος Εαυτός σας γνωρίζει τι είναι καλύτερο για εσάς. Έτσι, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να επιβεβαιώσετε ότι θέλετε κάτι καλύτερο από ό,τι έχετε αυτή τη στιγμή. Πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι χωρίς δυσαρέσκεια δεν υπάρχει εξέλιξη. Μολονότι είναι σημαντικό να ζείτε στο παρόν και να αποδέχεστε τα πράγματα «ως έχουν», είναι εξίσου σημαντικό να εξελίσσεστε.

Εξετάστε τη δυσαρέσκειά σας πολύ προσεκτικά και θα σας αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό σας. Η ζωή σας είναι ένας καμβάς που αλλάζει συνεχώς. Τι θα επιλέξετε να ζωγραφίσετε πάνω του; Μήπως στερήσεις και περιορισμούς; Γιατί τότε αυτό θα αποπνέει ο καμβάς σας,

Μήπως σας κρατούν δέσμιους οι περιορισμοί σας;

Αν έχετε πάει ποτέ στο τσίρκο, ίσως έχετε παρατηρήσει ότι τους μεγάλους ελέφαντες τους δένουν σε ξύλινους πασσάλους με λεπτά σκοινιά, ενώ οι μικροί έχουν μια τεράστια αλυσίδα γύρω από τα πόδια τους που καταλήγει σε έναν σιδερένιο πάσσαλο μπηγμένο βαθιά στο έδαφος. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν οι ελέφαντες είναι μικροί προσπαθούν συνεχώς να ξεφύγουν.

Αν ο πάσσαλος είναι βαλμένος αρκετά βαθιά και η αλυσίδα γερή, ο μικρός ελέφαντας δεν θα μπορεί να κουνηθεί. Τελικά, έρχεται μια μέρα που ο μικρός ελέφαντας σταματάει να τραβάει την αλυσίδα. Τότε, κάποιος αντικαθιστά τον μεταλλικό πάσσαλο με έναν ξύλινο, γιατί ξέρει ότι ο ελέφαντας έμαθε να πιστεύει πως δεν μπορεί να ξεφύγει. Οι άνθρωποι κάνουμε ακριβώς το ίδιο, δημιουργώντας μόνοι μας τους περιορισμούς μας μέσα από τις πεποιθήσεις μας. Μας περιορίζει όχι η ίδια η πραγματικότητα, αλλά το πώς την αντιλαμβανόμαστε.

Ήταν κάποτε ένας γάτος που δεν πίστευε ότι μπορούσε να πηδήξει σε ψηλά μέρη και έτσι δεν προσπαθούσε ποτέ. Όταν γέρασε, ξέχασε ότι δεν ήξερε να πηδάει. Έτσι, μια μέρα βρέθηκε καθισμένος στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, έχοντας ρίξει κάτω όλα τα βιβλία και τα διακοσμητικά. Βλέπετε, από τα γηρατειά ξέχασε ότι δεν μπορούσε να πηδήξει! Τι θα συνέβαινε αν αναπτύσσαμε και εμείς αυτό το είδος θετικής άνοιας; Το πιθανότερο είναι ότι θα ξεχνούσαμε όσα πιστεύουμε πως δεν μπορούμε να κάνουμε και απλώς θα τα κάναμε.

O επικούρειος φιλόσοφος Φιλόδημος και οι πάπυροι του Ερκολάνο

Η ανασκαφή στα μέσα του 18ου αιώνα στο σημερινό Ερκολάνο είναι μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις έργων από την αρχαιότητα

Φιλόδημος ο Επικούρειος Φιλόσοφος (110 π.Χ-40 π.Χ)

Ο Φιλοδήμος γεννήθηκε στα Γάδαρα της Παλαιστίνης γύρω στα 110 π.Χ (σημερινό Umm Quais της Ιορδανίας). Η πόλη Γάδαρα ανήκε στην περιφέρεια της εμπορικής και γεωγραφικής συνομοσπονδίας γνωστή σαν Δεκάπολις. Πιθανόν η πόλη Γάδαρα να πήρε το εξελληνισμένο όνομα σε ανάμνηση του μακεδονικού χωριού Γάδειρα. Θεωρείται η πόλη των φιλοσόφων. Έχουμε από τα Γάδαρα τους κυνικούς φιλοσόφους Μένιππο, Μελέαγρο και Οινόμαο, άλλους φιλοσόφους όπως τον Ιάμβλιχο και ρήτορες όπως τον Θεόδωρο και Άσπανη και τον Φίλο τον μαθηματικό.

Ο Φιλόδημος υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα με πλούσια συγγραφική δράση Φιλόσοφος, ιστορικός της φιλοσοφίας, θεωρητικός της ρητορικής και της ποίησης, οικονομολόγος και ποιητής. Απέκτησε φήμη και σαν επιγραμματοποιός. Μετανάστευσε στην Αθήνα και σπούδασε φιλοσοφία και δη επικούρεια φιλοσοφία. Το όνομά του συνδέεται με μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις έργων από την αρχαιότητα στο Ερκολάνο της σημερινής Ιταλίας.

Το όνομα Ηράκλειον οφείλετε στο ιερό του Ηρακλέους που υπήρχε.

Πόλεις και ακρωτήρια που φέρουν το όνομα Ηράκλειο.

α. Πόλη της Ιταλίας
β. ακρωτήριο Ιταλίας
γ. πόλη της Κρήτης, επίνειο της Κνωσού
δ. πόλη της Κάτω Αιγύπτου.
ε. ακρωτήριο της Σαρματίας στον Εύξεινο Πόντο.
στ. Ακρωτήριο του Πόντου κοντά στην Αμισό

Η ανασκαφή στα μέσα του 18ον αιώνα στο Herculaneum ( Ηράκλειο), σημερινό Ερκολάνο.(Η πόλη μέχρι το 1970 ήταν γνωστή με το όνομα Resina ), μια παραθαλάσσια πόλη γειτονικά της Νάπολης και της Πομπηίας έφερε στο φως 1100 περίπου παπυρικά βιβλία θαμμένα στο εσωτερικό μιας από κάθε άποψη εκπληκτικής ρωμαϊκής βίλας.

Πρόκειται στην πλειονότητά τους για έργα του Επίκουρου και μεταγενεστέρων Επικουρείων, μεταξύ των οποίων πολλά του Φιλόδημου. Δάσκαλος του Φιλόδημου υπήρξε ο Ζήνων ο Σιδώνιος (Σχολάρχης Επικούρειας Σχολής).

Η ανακάλυψη των Επικουρείων έργων όχι μόνο συνέβαλε στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για την Ελληνιστική φιλοσοφία και ποίηση, αλλά έδωσε νέες διαστάσεις στη μελέτη τους. Το έργο του Φιλόδημου έδωσε νέες προεκτάσεις στην έρευνα σχετικά με τη λατινική ποίηση των συγχρόνων του, Λουκρήτιου, Βιργίλιου και Οράτιου, ενώ έδειξε για μία ακόμη φορά πως ο διαχωρισμός που καλλιεργεί ο ακαδημαϊκός χώρος μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας όχι μόνο είναι προβληματικός, αλλά εμποδίζει να αναδυθούν και να εξεταστούν σημαντικά ζητήματα σχετικά με τον πολιτισμό της εποχής, όπως είναι για παράδειγμα η αντίληψη των Επικουρείων για την λογοτεχνία.

Δεν γνωρίζουμε γιατί ο Φιλόδημος προτίμησε την επικούρεια σχολή αλλά από τα έργα του φαίνεται ότι ήταν γνώστης και των άλλων σχολών της Ακαδημίας, τον Περίπατο και τη Στοά. Μετά τις σπουδές του στην Αθήνα μετακινήθηκε στην Ιταλία , αρχικά στη Ρώμη και κατόπιν στην περιοχή της Νάπολης. Γύρω στα 75-70 πX.. Εκεί συνδέεται με μια ισχυρή προσωπικότητα της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας τον πεθερό του Ιουλίου Καίσαρα και δραστήριο πολιτικό Πείσωνα (Lucius Calpunius Piso Cesonius) ο οποίος γίνεται ο πατρόνας του..

Όπως πιστεύεται ευρέως σήμερα, ο Πείσων πρέπει να ήταν ο ιδιοκτήτης της περίφημης βίλας των παπύρων στην πόλη Ηράκλειον.(διαστάσεις έπαυλης 250 μέτρα Χ 50 μέτρα) Σε αυτή τη βίλα εγκαταστάθηκε και έζησε την υπόλοιπη ζωή του ο Φιλόδημος (από το 70-40πχ περίπου).

Με εξαίρεση τα επιγράμματα, όλα τα έργα του Φιλόδημου έχουν σωθεί στους παπύρους που ανακαλύφθηκαν στην περίφημη βίλα των παπύρων. Η διατήρηση και ανακάλυψη των παπύρων αποτελεί μια αρκετά συναρπαστική ιστορία. Η έκρηξη του Βεζουβίου στις 25 Αυγούστου του 79 μΧ ήταν μοιραία για τις γειτονικές πόλεις της Πομπηίας και του Herculaneum αλλά και άλλων πόλεων στην ίδια περιοχή. Η λάβα σε θερμοκρασία σχεδόν 300 βαθμών Κελσίου είχε ροή 160 χιλιόμετρα την ώρα.

Οι πόλεις θάφτηκαν κάτω από τόνους στάχτης και ηφαιστειακού υλικού(συνολικού πάχους 27 περίπου μέτρων) που νέκρωσαν κάθε ίχνος ζωής. Στο υλικό αυτό προστέθηκε και λάβα από την έκρηξη του ίδιου ηφαιστείου το 1631. Τα παπυρικά βιβλία στη βίλα απανθρακώθηκαν σε θερμοκρασίες γύρω στους 300-320 βαθμούς Κελσίου και επιπλέον υπέστησαν περαιτέρω φθορές λόγω της έκθεσής τους σε ένα συνδυασμό υλικών, όπως διάφορα τοξικά αέρια, στάχτη και σκόνη από το έδαφος. Η απανθράκωσή τους ήταν και η αιτία της διατήρησής τους. Πάντως οι πάπυροι δεν υπέστησαν όλοι την ίδια αλλοίωση που οφείλεται σε ένα συνδυασμό διαφόρων παραγόντων .Π χ. χρησιμοποίησαν κόλλα για να δοθεί ομοιόμορφο χρώμα και για να διατηρηθούν ,η κόλλα λειτούργησε ως προστατευτικός μηχανισμός απέναντι στην θερμοκρασία και την υγρασία.

Το 1750 άρχισαν οι ανασκαφές στην πόλη του Herculaneum υπό την εποπτεία του Carlo di Borbone(1716-1788). Στις 19 Οκτωβρίου του 1752 οι πάπυροι άρχισαν να έρχονται στο φως και η ανακάλυψή τους ολοκληρώθηκε στις 25 Αυγούστου του 1754. Οι πάπυροι βρέθηκαν σε 5 διαφορετικά σημεία στην βίλα άλλα σε κουτιά και άλλα σε ξύλινες θήκες. Σήμερα υπάρχουν καταλογραφημένα 1830 κομμάτια ή ομάδες αποσπασμάτων. Περίπου 30-50 πάπυροι καταστράφηκαν από τους πρώτους ανασκαφείς γιατί τους θεώρησαν κομμάτια απανθρακωμένου ξύλου.

Στην αρχή οι φιλόλογοι νόμισαν ότι οι πάπυροι θα έφερναν στο φως χαμένη λυρική και τραγική ποίηση, τα χαμένα έργα της Σαπφούς ,του Αρχίλοχου ή των τραγικών, αλλά οι πάπυροι περιέχουν φιλοσοφικά κείμενα κυρίως της Επικούρειας σχολής .Ωστόσο η βιβλιοθήκη δεν είναι αποκλειστικά ελληνική ούτε αποκλειστικά επικούρεια.100 περίπου πάπυροι περιέχουν λατινικά κείμενα ποιητικά και πεζά, , μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται πάπυροι με κείμενα του Λουκρήτιου και του Ένιου και το έργο ενός αγνώστου για την Ναυμαχία στο Άκτιο το 31 πχ. Όσον αφορά το Ελληνικό τμήμα της βιβλιοθήκης, έχουν έρθει στο φως και αρκετά κείμενα Στωικής φιλοσοφίας,όπως είναι τα Λογικά ζητήματα και το Περί Προνοίας του Χρυσίπου. Πολλά έργα είναι του ίδιου του Επίκουρου και άλλων επικουρείων αγνώστων όπως ο Πολύστρατος, ο Καρνεϊσκος, ο Έρμαρχος και ο Δημήτριος ο Λάκων. Πρέπει να τονιστεί ότι κανένα από τα βιβλία με έργα του Φιλόδημου δεν είναι αυτόγραφο.Συνεπώς τα βιβλία γράφονταν, αντιγράφονταν και διορθώνονταν από επαγγελματίες γραφείς.

Τα έργα του Hercoulaneum προέρχονται από διαφορετικές εποχές που καλύπτουν την περίοδο από τον 3ον αιώνα π.Χ. μέχρι τις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. Στην αρχή για να ξετυλίξουν τους παπύρους χρησιμοποίησαν διάφορες χημικές ουσίες με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλοί από αυτούς.

O Camillo Paderni χρησιμοποίησε μια διαφορετική μέθοδο, έκοβε με μαχαίρι τους παπύρους στη μέση από την μία άκρη στην άλλη με αποτέλεσμα να καταστρέφεται το εσωτερικό το λεγόμενο μεδούλι. Ο Antonio Piaggio (1713-1796) έκοβε το εξωτερικό του παπύρου μέχρι ενός σημείου και το εσωτερικό έμενε ανέπαφο. Επίσης εφεύρε μια μηχανή για το ξετύλιγμα των παπύρων αυτό άρχισε το 1753 μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Με την μηχανή αυτή ξετυλίγετο και το εσωτερικό των παπύρων

Την δεκαετία του 1960 δοκιμάστηκε η μέθοδος Fackelmann., με χυμό παπύρου και με ένα ηλεκτρικό λαμπτήρα προσπαθούσαν να ξεχωρίσουν τα διάφορα στρώματα του παπύρου αλλά η μέθοδος αυτή κατέστρεφε την γραφή.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια εφαρμόζεται η μέθοδος Knut Kleve .Στηρίζεται στην χρήση κόλλας που έχει βάση οργανική και ένα είδος χαρτιού, το λεγόμενο Γιαπωνέζικο χαρτί. Τοποθετείται πάνω στον Πάπυρο που έχει απορροφήσει την κόλλα και επικάθεται στο χαρτί. Υπάρχουν ακόμα 200 κομμάτια παπύρων που μένουν να ανοιχτούν.

Οι ανασκαφές συνεχίζονται καθώς ένα αρκετά μεγάλο μέρος της βίλας παραμένει θαμμένο και κανείς δεν ξέρει τι μας επιφυλάσσει. Να σημειωθεί ότι μόνο 25% έχει ανασκαφεί και έχουν κάνει σήραγγες .Έχουν βρεθεί δημόσια κτίρια και λουτρά, θέατρο για 2.550 θεατές και άλλα κτίρια. Επίσης έχουν βρεθεί 80 μαρμάρινα και μπρούντζινα τεμάχια περιλαμβανομένων 40 προτομών φημισμένων συγγραφέων και φιλοσόφων

Η βίλα των παπύρων είναι η μόνη Ρωμαϊκή βιβλιοθήκη που βρέθηκε μέχρι τώρα και όπως αναφέρει ο καθηγητής Richard Janko του University College στο Λονδίνο είναι η μόνη πηγή ποίησης και λογοτεχνικής κριτικής από το 300 πΧ μέχρι την εποχή του Χριστού και αυτοί οι αιώνες ήταν πολύ σημαντικοί. Σήμερα μια διεθνής Ομάδα που ηγείται από ακαδημαϊκούς του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας εργάζεται στο γνωστό Philodemus Project με σκοπό να διαβαστούν τα κείμενα και να εκδώσουν ένα μέρος της βιβλιοθήκης. Επίσης έχει δημιουργηθεί και η εταιρεία των φίλων του Ερκολάνο (Friends of Herculaneum Society ), που προωθεί την ιδέα περαιτέρω ανασκαφών στην περιοχή και καλύτερη διαφύλαξή της... Ο διευθυντής της βρετανικής Σχολής στην Ρώμη είπε ότι:

Η ανασκαφή αυτή είναι η μοναδική από τις ανασκαφές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα όπου ύλη οργανική έχει τόσο καλά διατηρηθεί ,δηλαδή πάπυροι, έπιπλα, δοκοί, πόρτες, ύφασμα, σχοινί. Σχεδόν καθημερινά υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί ο Βεζούβιος με κίνδυνο να ξαναθαφτεί το Ερκολάνο και πάλι κάτω από την λάβα.

Τα γραπτά του Φιλόδημου αποτελούν το μεγαλύτερο σώμα της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας που έχει ποτέ μεταφραστεί στην Αγγλική. Ανοίγεται ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία της Δυτικής σκέψης, φανερώνοντας την επιτήδευση και ποικιλομορφία της Αισθητικής κατά το διάστημα της Ελληνιστικής περιόδου.

Τα φιλοσοφικό έργο του Φιλόδημου αριθμεί τα εξής θέματα.

α. Λογικά συγγράμματα. Περί σημείων. Το έργο αποτελείται από τρία μέρη, στα οποία συζητά τους τύπους του αναλογικού διαλογισμού.

β. Περί Ρητορικής. Το έργο αποτελείται από επτά βιβλία.

γ. Περί ποιημάτων. Το έργο αποτελείται από πέντε βιβλία. Μόνο για το τέταρτο και πέμπτο βιβλίο υπάρχουν στοιχεία. Ειδικότερα, στο τέταρτο, τοποθετείται αρνητικά έναντι του Αριστοτέλους, ενώ στο πέμπτο ασχολείται με τον ορισμό του “αγαθός ποιητής” και “αρετή ποιήσεως”. Ο Φιλόδημος υποστηρίζει πως η ποίηση δεν έχει μια ηθικό-παιδαγωγική λειτουργία

δ. Περί μουσικής. Το έργο αποτελείται από τέσσερα βιβλία. Στο πρώτο βιβλίο εκτίθενται οι δοξασίες του Περιπάτου, της Ακαδημίας και της Στοάς για την μουσική ,ενώ στα επόμενα τρία ο Φιλόδημος τίθεται αρνητικά έναντι των ιδεών των συγγραφέων των σχολών αυτών. Κατά τον επικούρειο φιλόσοφο, η μουσική δεν ασκεί καμιά ηθική επίδραση και δεν οδηγεί τον άνθρωπο προς την απόκτηση της αρετής.

ε. Θεολογικά συγγράμματα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται τρία έργα του φιλόσοφου.

i Περί Θεών. Το έργο αποτελείται από τρία βιβλία, από τα οποία μόνο τα δύο έχουν διασωθεί. Το πρώτο με τίτλο “Περί θεών αγωγής γ’”

ii. Περί ευσεβείας. Το έργο αποτελείται από δύο βιβλία. Στο πρώτο βιβλίο, το οποίο αποτελείται από τρία μέρη, ο Φιλόδημος προβαίνει σε μία κριτική των μύθων και της θεολογίας των φιλοσόφων και ποιητών, όπως του Ομήρου, Ησιόδου, Μιμνέρμου, Θαλού, Πινδάρου, Καλλιμάχου, Αντιμάχου, Προδίκου, Δημοκρίτου και κυρίως κατά των Στωϊκών. Το δεύτερο βιβλίο πραγματεύεται τις ιδέες του Επίκουρου περί της αληθούς ευσεβείας Οι θεοί υφίστανται και μολονότι δεν αναμειγνύονται στα ανθρώπινα πρέπει να λατρεύονται σύμφωνα με τους νόμους της πόλεως. οι άνθρωποι δεν πρέπει να προσδοκούν ούτε καλό ούτε κακό δηλαδή να μην ελπίζουν μάταια στην αμοιβή ούτε να φοβούνται την τιμωρία τους.

iii. Περί προνοίας. Πρόκειται για αδημοσίευτο έργο, του οποίου ο τίτλος δεν έχει διασωθεί. Τα διασωθέντα αποσπάσματα φαίνεται πως ανήκουν από το έργο “ Περί προνοίας”.

Στ .Σύνταξις των φιλοσόφων. Πρόκειται για ένα εκτενές και ογκώδες έργο, το οποίο αποτελείται από δέκα τουλάχιστον βιβλία Το δέκατο βιβλίο πραγματευόταν τις δοξασίες των Επικουρείων σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίδει ο Διογένης Ο Λαέρτιος.. Η “ σύνταξις” αποτελεί ένα μεγάλο διδακτικό εγχειρίδιο, το οποίο προοριζόταν προς χρήση όχι μόνο των επικουρείων, αλλά για ολόκληρη την πνευματικά καλλιεργημένη κοινωνία της Ρώμης και της Ιταλίας γενικότερα.

ζ. Περί Επικούρου. Πρόκειται για μια πραγματεία δύο τουλάχιστον βιβλίων που ασχολείται με την ζωή και την διδασκαλία του Επίκουρου.

η. Προς τούς [εταίρους] . Στο έργο αυτό εγείρει ο Φιλόδημος μομφή κατά εκείνων των επικουρείων φιλοσόφων, των σοφιστών, οι οποίοι διαφοροποιήθηκαν από την διδασκαλία του Κήπου.

θ. Περί των Στωϊκών. Ο Φιλόδημος στρέφεται κατά των στωϊκών φιλοσόφων Ζήνωνος του Κριτέως και Διογένους του Σινωπέως, οι οποίοι συνέγραψαν έργο με τίτλο “Πολιτεία”. Το έργο αυτό είναι σημαντικό, γιατί αποτελεί μια πηγή πληροφοριών για τις δοξασίες των Στωϊκών.

ι. Ηθικά συγγράμματα. Κατά την τελευταία περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητος ανάγονται δύο έργα περί ηθικής, των οποίων το περιεχόμενο παρουσιάζει μιά μεγάλη ομοιότητα. Πρόκειται για το έργο “Περί του φιλοσοφητέου είναι” και τα τέσσερα βιβλία του έργου “Περί Θανάτου”. Από το τελευταίο έργο έχει σωθεί μόνο ο επίλογος του τετάρτου βιβλίου.

Ο θάνατος, σύμφωνα με τον Φιλόδημο, είναι κοινός σ΄ όλους τους ανθρώπους, τόσο στους ισχυρούς, όσο και στους αδυνάτους. Κατά συνέπεια, ο θάνατος δεν θα πρέπει να δημιουργεί φόβο και δέος στους ανθρώπους.

Ια. Διατριβαί.
Εισηγητής του νέου φιλολογικού είδους ,της διατριβής, υπήρξε ο κυνικός φιλόσοφος Βίων ο Βαρυσθενίτης,ο οποίος εγκατέλειψε την αυστηρότητα και ακαμψία της κυνικής φιλοσοφίας και άρχισε να χρησιμοποιεί ως μέσο φρονηματισμού την διακωμώδηση και τον ηθικό έλεγχο. Από την προσπάθεια αυτή ξεπήδησε η “διατριβή”

Μερικές από τις διατριβές του

1. Περί του καθ’ Όμηρον αγαθού βασιλέως (P.Herc. 1507)
2. Περί σημειώσεων (P.Herc. 1065)
3. Περί αρετών και των αντικειμένων κακιών (P.Herc, Paris 2) περιλάμβανε τουλάχιστον δέκα βιβλία(το 9ον βιβλίο αποτελεί ο P.Herc. 1424, περί οικονομίας
4. Περί ηθών και βίων
5. Περί οργής (P.Herc.182)
6. Περί παρρησίας (P.Herc. 1471)
7. Περί φθόνου
8. Περί υπερηφανίας
9. Περί κολακείας
10. Περί οικονομίας
11. Περί πλούτου

Η σύντομη αυτή παρουσίαση του κολοσσιαίου έργου του Φιλόδημου θέλει απλά και μόνον να δείξει πως πρόκειται για μια ιδιάζουσα πνευματική προσωπικότητα, όχι μόνο της ελληνιστικής εποχής, αλλά και της ελληνικής εν γένει γραμματείας.

Τα ενδιαφέροντα του Φιλόδημου κάλυπταν ένα τεράστιο εύρος: λογική, ηθική και πολιτική φιλοσοφία ,θεολογία. φυσική ,αισθητική, ρητορική ,ιστορία της φιλοσοφίας και φυσικά ποίηση.

Σήμερα οι πάπυροι του Ερκολάνο ευρίσκονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νάπολης.

Επιγράμματα

Το επίγραμμα ήταν αρχικά μια επιγραφή σε ένα αντικείμενο ή κάποιο σημείο. Στην πρώιμη περίοδο οι επιγραφές ήταν έμμετρες και ανώνυμες. Σε ελεγειακό δίστιχο. Ο πρώτος γνωστός επιγραμματοποιός ο Σιμωνίδης ο Κείος (557/56-468 π.Χ.) που έγραψε επιτύμβια επιγράμματα στους πεσόντες των περσικών Πολέμων.

Το γνωστό επίγραμμα

“Ξένε, πες στους Σπαρτιάτες πως εδώ
θαμμένοι βρισκόμαστε
στις εντολές τους πιστοί ”

Τον 4ον αιώνα το επίγραμμα γίνεται πιο έντεχνο, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους και επιγράμματα αναθηματικά ή επιτάφια που δεν είναι πια επιγραφές αλλά αυτοτελή ποιήματα

Η πρώτη ανθολογία επιγραμμάτων δημοσιεύεται το 100 π.χ και είναι δημιούργημα του Μελεάγρου. Στην πρώτη αυτή ανθολογία δεν περιλαμβάνονται επιγράμματα του Φιλόδημου. Καμία από αυτές τις συλλογές δεν σώθηκε αυτόνομα.

Η γνώση που έχουμε σήμερα για τα επιγράμματα οφείλεται σε δύο πηγές στην Παλατινή Ανθολογία (1813-1817) που φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης. Ο Κωνσταντίνος Κεφαλάς ιερωμένος και λόγιος χρησιμοποίησε σαν βάση τις τρεις αρχαίες συλλογές (Μελεάγρου, Φιλίππου και Αγαθία) καθώς και άλλες νεώτερες και συνέθεσε την ανθολογία που έχουμε σήμερα (Παλατινή) και η οποία περιλαμβάνει 3.700 ποιήματα και καλύπτει ποίηση 17 αιώνων, αρχίζοντας από τον 7ον π. Χ και φθάνοντας στον 10ον μ.Χ. αιώνα. και την Πλανούδεια Ανθολογία (1301). (Ο Μαξιμος Πλανούδης 1255-1305 ένας μορφωμένος μοναχός τελείωσε στην Κωνσταντινούπολη την ανασύνθεση της Ανθολογίας του Κεφαλά που περιλαμβάνει 2400 επιγράμματα και είναι πιο σύντομη από την Παλατινή και σώζεται στην Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Τριάντα (30) ποιήματα και στις δύο ανθολογίες ανήκουν στον Φιλόδημο.

Ο Φιλόδημος γράφει ερωτικά ποιήματα εξιστορώντας ερωτικά πάθη ,όταν αυτά έχουν καταδικαστεί από τον Επίκουρο με το σκεπτικό ότι υπονομεύουν ή αντιστρατεύονται το ιδεώδες της αταραξίας,

Το σκεπτικό είναι ότι πρέπει να υπήρχε συνείδηση μεταξύ των επικουρείων ότι ή ποίηση αποδίδει τη ζωή, ενώ η φιλοσοφία την ερμηνεύει και την προσανατολίζει.

Τρία Επιγράμματα του Φιλόδημου

Αύριο αγαπητέ μου Πείσων, ο φιλόμουσος φίλος σου θα σε φέρει
στο φτωχικό του κονάκι από τις τρεις το απόγευμα
για να σου παραθέσει δείπνο για την ετήσια επέτειο στις είκοσι του μηνός.
Μπορεί να μη γευτείς μαστάρια ζώων και χιώτικο κρασί,
όμως θα δεις πιστούς συντρόφους και θ΄ ακούσεις απαγγελίες και τραγούδια
πολύ πιο γλυκά κι από αυτά που άκουσαν οι Φαίακες.
Κι αν κάποια στιγμή γυρίσεις τα μάτια σου και προς εμένα, Πείσων,
Η φτωχική επέτειος θα γένει πιο πλούσια

Δήμω

Ερωτεύθηκα κάποια Δημώ από την Πάφο. δεν είναι περίεργο.
Μετά κάποια Δημώ από τη Σάμο.τίποτα σπουδαίο.
Τρίτη πάλι μια Δημώ από τις Υσίες.( μια στην Αργολίδα και μία στην Βοιωτία) δεν είναι πια παιχνίδι.
Τέταρτη ήρθε η Δημώ από την Αργολίδα.
Οι ίδιες οι Μοίρες πρέπει να με ονόμασαν Φιλόδημο
Για να φλογίζει την καρδιά μου πάντα κάποια Δημώ.
(Οι Μοίρες κατά τον Ησίοδο –Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος κόρες της Νύχτας ή του Δία και της θέμιδος)

Η Δημώ και το Θέρμιον είναι θάνατος για μένα. Η μία είναι εταίρα,
ενώ η Δημώ δεν έχει γνωρίσει ακόμα τις χαρές της Αφροδίτης
Τη μια μπορώ και τη χαίρομαι, την άλλη όμως δεν επιτρέπεται.
Στ’ ορκίζομαι Κύπρι, δε ξέρω ποιά από τις δύο ποθώ περισσότερο.
Θα πω τη μικρή Δημώ, την παρθένα. Γιατί δε θέλω από τα έτοιμα,
αλλά αντίθετα ποθώ ότι κρατούν προσεκτικά κρυμμένο.
(Παλατινή ανθολογία)

DEJA VU

Η γαλλική φράση DEJA VU σημαίνει κατά λέξη «ήδη ιδωμένο». Στην καθημερινή γλώσσα έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιούμε την φράση déjà vu για οτιδήποτε μας δίνει την εντύπωση ότι επαναλαμβάνεται ή μας θυμίζει κάτι.

Ο όρος αυτός, όμως, που τόσο συχνά ακούμε και χρησιμοποιούμε χωρίς να είμαστε εντελώς σίγουροι για τι πράγμα ακριβώς μιλάμε, είναι ο επιστημονικός όρος για μια «φάρσα» που μας παίζει η μνήμη μας. Περιγράφει το φαινόμενο κατά το οποίο αισθανόμαστε ότι ένα συμβάν, μία στιγμή, μία εμπειρία την έχουμε ξαναζήσει, χωρίς όμως να μπορούμε να θυμηθούμε πότε, πώς και πού.

Τι ακριβώς είναι αυτό το περίφημο déjà vu;

Ας πούμε ότι βρίσκεστε με μια παρέα σε ένα εστιατόριο και συζητάτε. Ξαφνικά και χωρίς να έχει συμβεί κάτι ιδιαίτερο έχετε την αίσθηση ότι αυτήν ακριβώς την στιγμή την έχετε ξαναζήσει και για μερικά δευτερόλεπτα σας φαίνεται ότι ο χώρος, τα πρόσωπα, η ατμόσφαιρα, η συζήτηση, όλα έχουν ξαναϋπάρξει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σε κάποια άλλη στιγμή στην ζωή σας ή σε κάποια άλλη ζωή.

Στην πραγματικότητα, δεν μπορείτε να θυμηθείτε αν έχετε ξαναβρεθεί με τους συγκεκριμένους ανθρώπους στο συγκεκριμένο μέρος. Παρ’ όλα αυτά, έχετε αυτή την αίσθηση του γνώριμου και ταυτόχρονα του παράξενου και παράδοξου. Δεν είναι ακριβώς ανάμνηση, καμιά φορά μάλιστα υπάρχει η αίσθηση ότι ίσως να έχουμε ονειρευτεί αυτά τα στιγμιότυπα που βιώνουμε. Συνήθως, μένουμε με μια ακαθόριστη αίσθηση ότι κάτι ανεξήγητο μας συνέβη και μετά από λίγο το ξεχνάμε.

Ανάδυση ενός υποσυνείδητου βιώματος

Ο πρώτος επιστήμονας που στο βιβλίο του «Το μέλλον των ψυχικών επιστημών» αναφέρθηκε στο φαινόμενο αυτό και του έδωσε τον ελληνικό όρο «παραμνησία» ήταν ο Γάλλος ερευνητής E. Boirac, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Πέρα, όμως, από αυτή την αναφορά, φαίνεται πως δεν το μελέτησε εκτενέστερα. Λίγο αργότερα, ο Freud έδωσε (αλίμονο) την δική του ερμηνεία λέγοντας πως αυτού του είδους τα βιώματα είναι το αποτέλεσμα τραυματικών συμβάντων ή ανεπίτρεπτων επιθυμιών που έχουμε καταπιέσει και απωθήσει και που δεν τους έχουμε επιτρέψει την είσοδο στις «νόμιμες» αναμνήσεις μας. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία και εντελώς απροσδόκητα, με αφορμή δηλαδή κάποιο ερέθισμα (μία μυρωδιά ή έναν ήχο, για παράδειγμα), το βίωμα ανασύρεται από το υποσυνείδητο και παίρνει την μορφή ανάμνησης.

Αυτή η άποψη εξυπηρέτησε για μεγάλο διάστημα τους επιστήμονες για την ερμηνεία των εμπει­ριών déjà vu. Μάλιστα, έως ένα σημείο εξακολουθεί να το κάνει ακόμη και σήμερα, και μάλιστα με αμφιλεγόμενο μερικές φορές τρόπο.

Αν, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος συμπάσχει και έχει έντονα συναισθήματα όταν ακούει ότι ένα παιδί κακοποιείται από τους γονείς του, και δηλώνει ότι τον αναστατώνει αυτό το γεγονός σαν να το βιώνει ο ίδιος, ορισμένοι ψυχολόγοι τείνουν να ερμηνεύσουν τα συναισθήματα αυτά σαν déjà vu, δηλαδή σαν ένδειξη ότι αναβιώνει κάτι που του συνέβη πραγματικά στο μακρινό παρελθόν, αλλά ήταν τόσο τραυματικό ώστε το απώθησε και το ξέχασε. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν πρόκειται σε αυτή την περίπτωση για déjà vu.

Παρ’ όλα αυτά, και επειδή ακριβώς πρόκειται για ένα βίωμα απολύτως υποκειμενικό, το οποίο, όπως ακριβώς και οι αναμνήσεις, που δύσκολα διαπιστώνεται, αποδεικνύεται, μετριέται και καταγράφεται, παρέμεινε στο περιθώριο του επιστημονικού ενδιαφέροντος για πολλές δεκαετίες.

Το déjà vu ερμηνεύτηκε (και ερμηνεύεται) συχνά από παραψυχολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις ως απόδειξη της ύπαρξης προηγούμενης ζωής, επαφών με «άλλους κόσμους» κι άλλα παρόμοια. Άνθρωποι που είχαν -ή ισχυρίζονταν ότι είχαν- συχνά τέτοιες εμπειρίες, συχνά θεωρούντο άνθρωποι με «ιδιαίτερες ικανότητες», με πολύ οξυμένη διαίσθηση, με ενόραση και προφητικές ιδιότητες. Αυτό το «παραψυχολογικό» στίγμα ήταν άλλος ένας λόγος που επί πολλές δεκαετίες η επιστήμη της ψυχολογίας δεν ασχολήθηκε περισσότερο με το φαινόμενο.

Σας θυμίζει τίποτα;

Μια τριαντάχρονη γυναίκα περιγράφει ότι πηγαίνοντας διακοπές με την οικογένειά της σε μια χώρα την οποία δεν είχε ξαναεπισκε­φτεί και μπαίνοντας στο χολ του ξενοδοχείου είχε πολύ έντονη την αίσθηση ότι έχει ξανα­βρεθεί εκεί και γνωρίζει τους χώρους πολύ καλά.

Ένας νεαρός βρίσκεται σε ένα σπίτι συγ­γε­νών ενός φίλου του που γιορτάζουν κάτι και τους γνωρίζει για πρώτη φορά. Ξαφνικά, καθώς παρακολουθεί κάποιους που σηκώ­νο­­νται να χορέψουν, νιώθει πως αυτά ακρι­­βώς τα συναισθήματα που έχει εκείνη την στι­γμή σε σχέση με τους άγνωστους αυτούς ανθρώπους τα έχει ξανααισθανθεί ακριβώς έτσι.

Μια γυναίκα απολαμβάνει με τον άνδρα της ένα ωραίο τοπίο στην εξοχή και ξαφνικά έχει την αίσθηση ότι αυτά που βλέπει κι αυτά που της συμβαίνουν τα έχει ονειρευτεί, χωρίς όμως να μπορεί να θυμηθεί το όνειρο ή άλλες λεπτομέρειές του.

Το «ξαναϊδωμένο» ξανά στο επίκεντρο.

Νεότεροι ερευνητές, όμως, επανέφεραν το φαινόμενο déjà vu στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον και αρκετά διαδεδομένο φαινόμενο της μνήμης το οποίο, αν το ερευνήσουμε, μπορεί να μας βοηθήσει να μάθουμε περισσότερα σχετικά με το πώς λειτουργεί η μνήμη μας. Κι αυτό γιατί, όποια κι αν είναι τελικά η σωστή εξήγηση του φαινομένου και είτε προέρχεται από την νευροεπιστήμη του εγκεφάλου είτε από την ψυχολογία είτε από την παραψυχολογία, το σίγουρο είναι πως πρόκειται για δημιούργημα της μνήμης. … κι όχι (μόνο) της όρασης.

Αυτό, μάλιστα, είναι ακόμα πιο βέβαιο αφότου καταρρίφθηκε η θεωρία που είχε τείνει να επικρατήσει -ότι, δηλαδή, πρόκειται για μία μικρή «ανωμαλία» στην οπτική λειτουργία, μία αναντιστοιχία της πρόσληψης οπτικών ερεθισμάτων από το ένα μάτι στο άλλο- όταν διαπιστώθηκε ότι οι τυφλοί έχουν συχνά déjà vu.

Ένα πανηγύρι αισθήσεων… Déjà vu σημαίνει, βέβαια, «το έχω ξαναδεί». Όμως, δεν πρόκειται αποκλειστικά για οπτικές εμπειρίες. Εξίσου έντονη είναι η αίσθηση του «déjà visité» (το έχω ξαναεπισκεφτεί), «déjà senti» (το έχω ξανααισθανθεί), «déjà vécu» (το έχω ξανα­βιώσει), «déjà pensé» (το έχω ξανασκεφτεί), «déjà rêvé» (το έχω ονειρευτεί) κ.ά.

Ορισμένοι άνθρωποι δηλώνουν ότι έχουν déjà vu και ταυτόχρονα την αίσθηση ότι έχουν ξαναβιώσει την στιγμή και ξέρουν τι θα συμβεί αμέσως μετά. Αν και δεν έχει επιβεβαιωθεί, πάντως οι επιστήμονες διαχωρίζουν το προαίσθημα (αν υπάρχει) από το déjà vu. Η διαφορά είναι ότι το déjà vu βιώνεται ταυτόχρονα με αυτό που μας συμβαίνει και όχι πριν. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είναι τόσο αιφνιδιαστική αυτή η αίσθηση του «γνωρίζω αυτή την στιγμή», εκ των υστέρων το ερμηνεύουμε σαν να ξέραμε τι πρόκειται να συμβεί.

Δεν είναι ακριβώς έτσι. Στο déjà vu είναι σαν, μέσα σε αυτό το σύντομο διάστημα των δευτερολέπτων, να παρατηρούμε σαν σε ταινία αυτά που γίνονται και να «τσεκάρουμε» Κι αυτό μου είναι γνώριμο, κι αυτό το ξέρω, κι αυτό το έχω ξαναδεί.

Οι θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν το φαινόμενο είναι πολλές και έχουν αρκετά κοινά στοιχεία. Θα αναφερθούμε σε δύο, τις πιο ενδιαφέρουσες κατά την άποψή μας. Ούτως ή άλλως, όλες αφήνουν ερωτηματικά και δεν καταφέρνουν να δώσουν μία πλήρη και απόλυτα πειστική εξήγηση.

Η θεωρία του «ολογράμματος»

Ο Ολλανδός ψυχίατρος H. Sno προτείνει την ιδέα ότι οι αναμνήσεις είναι σαν ολογράμματα, που σημαίνει ότι μπορεί κανείς να αναπλάσει την τρισδιάστατη εικόνα κάθε επιμέρους στοιχείου μίας ανάμνησης. Το déjà vu, λοιπόν, κατά την άποψή του, συμβαίνει όταν κάποια λεπτομέρεια στο περιβάλλον στο οποίο βρισκόμαστε εκείνη την στιγμή (μία εικόνα, ένας ήχος, μία οσμή κλπ.) είναι παρόμοια με ένα απομεινάρι μίας (θαμμένης) ανάμνησής μας και ο εγκέφαλός μας ξαναφτιάχνει μία ολόκληρη σκηνή από αυτό το απειροελάχιστο στοιχείο, δημιουργώντας έτσι την αίσθηση του γνώριμου.

Για παράδειγμα, πηγαίνετε μια βόλτα με τον παλιό «σκαραβαίο» ενός φίλου και ξαφνικά έχετε την αίσθηση του déjà vu, χωρίς να θυμάστε ότι ο θείος σας είχε ένα τέτοιο αυτοκίνητο στο οποίο είχατε μπει όταν ήσασταν πολύ μικρό παιδί. Μικροπράγματα, όπως η μυρωδιά της μηχανής ή η αίσθηση του καθίσματος, μπορούν να αναπλάσουν αναμνήσεις που ούτε ξέραμε ότι είχαμε ούτε μπορούμε συνειδητά να ανακαλέσουμε.

Η θεωρία του «κινητού»

O Αμερικανός ερευνητής δρ. Alan Brown πρότεινε την θεωρία του «κινητού» ή αλλιώς της «διχασμένης προσοχής». Σε πειράματα που έκανε, έδειξε ότι, όταν είμαστε απορροφημένοι από κάτι (σαν να μιλάμε στο κινητό), προσλαμβάνουμε όσα συμβαίνουν γύρω μας χωρίς να τα καταγράφουμε συνειδητά. Όταν είμαστε ξανά σε θέση να εστιάσουμε την προσοχή μας σε αυτό που κάνουμε, αυτά που βλέπουμε γύρω μας μας φαίνονται γνώριμα, ενώ γνωρίζουμε ότι δεν τα έχουμε «δει».

Με αυτό το σκεπτικό, φαίνεται λογικό ότι μπορεί να μπαίνουμε σε έναν καινούργιο χώρο όντας απορροφημένοι, π.χ. από μία συνομιλία, μία σκέψη ή κάτι άλλο, και ξαφνικά να έχουμε déjà vu.

Τι συμβαίνει; Πριν καν κοιτάξουμε τον χώρο, ο εγκέφαλός μας έχει καταγράψει τα ερεθίσματα και μετά από κλάσματα δευτερολέπτου που κοιτάμε πραγματικά έχουμε την αίσθηση ότι μας είναι όλα γνώριμα. Κάπως έτσι, άλλωστε, λειτουργεί και η διαίσθηση: Βασίζεται σε γνώση και εμπειρίες, τις οποίες ο εγκέφαλός μας διαρκώς αφομοιώνει, χωρίς όμως να τις καταγράφουμε συνειδητά και να μπορούμε να τις εξηγήσουμε ή να τις ανακαλέσουμε.

Το DEJA VU προτιμά κάποιους ανθρώπους;

Έχουν, άραγε, όλοι οι άνθρωποι déjà vu; Αν όχι όλοι, τότε πόσοι και ποιοι; Όπως μας λένε οι σχετικές μελέτες, περίπου 60% των ανθρώπων δηλώνει ότι είχε ή έχει βιώσει déjà vu, κάποιοι συχνά, περίπου μία φορά το μήνα, άλλοι σπανιότερα και μεμονωμένα. Πάντως, τα ποσοστά είναι υψηλότερα στις ηλικίες μεταξύ των 15 και 25 ετών, ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι με την ηλικία το φαινόμενο μειώνεται.

Το ενδιαφέρον είναι ότι, αν και δεν επιβε­βαιώνονται οι προφητικές ικανότητες ή το «τρίτο μάτι» σε ανθρώπ­­ους που έχουν συχνά déjà vu, πάντως φαίνεται πως ορισμένες ομάδες ανθρώπων, όπως αυτοί που ταξιδεύουν συχνότερα, αυτοί με υψηλότερο βιοτικό ή μορφωτικό επίπεδο, έχουν συχνότερα déjà vu από άλλους. Επίσης, η πλούσια φαντα­σία, η ευρύτητα πνεύματος και η ικανότητα να θυμάται κανείς τα όνειρά του είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων που δηλώνουν πως έχουν βιώματα déjà vu.

Ίσως, όμως, αυτό απλώς να σημαίνει ότι όσο πιο ανοιχτόμυαλος και ευφάνταστος είναι κανείς, τόσο πιο εύκολα μιλά για κάτι που θεωρείται παράξενο ή ανεξήγητο.

Η Τιμία Ζώνη της Παναγίας. Η απάτη με τις… καμηλότριχες

Η παράδοσης τής Τιμίας Ζώνης στον Θωμά, δεν μαρτυρείται σε καμία βιβλική πηγή και φυσικά σε καμία ιστορική (πώς θα μπορούσε άλλωστε);

Μια αναφορά που γίνεται σε κείμενο του Ιωάννη Δαμασκηνού, σχεδόν 7 αιώνες αργότερα, δεν μιλάει για καμία παράδοση ζώνης. Βασικά, δεν μιλάει καν για ζώνη, αλλά αναφέρει πως, όταν ανοίχτηκε ο τάφος βρέθηκε άδειος, με τα προσωπικά της αντικείμενα μέσα, χωρίς να διευκρινίζεται ωστόσο τί ήταν αυτά:

 «…ενός δε απολειφθέντος Θωμά, μετά την τρίτην ημέραν ελθόντος και το Θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας…».

Σύμφωνα με τον «Συναξαριστή» τής Εκκλησίας, στις 31 Αυγούστου εορτάζεται -μεταξύ άλλων- η «Ανάμνησις της εν τη “αγία σορώ” καταθέσεως της τίμιας Ζώνης της υπεραγίας Θεοτόκου».

Τί γνωρίζουμε όμως για την ιστορία της Τιμίας (ή Αγίας) Ζώνης;

Σύμφωνα με την παράδοση (κρατήστε το «παράδοση»), τρεις μέρες μετά τον θάνατό της (ας σημειωθεί η προνομιακή της μεταχείριση, καθώς, άγγελος Κυρίου, την είχε πληροφορήσει για το «ταξίδι» της, 3 ημέρες πριν τον θάνατό της, έτσι ώστε να τακτοποιήσει όλες της τις εκρεμμότητες), η Μαρία ανελήφθη εις τους ουρανούς, ψυχή και σώματι.

Πριν όμως αναληφθεί, παρέδωσε στον απόστολο Θωμά (ναι, τον «άπιστο» ή ΔΙΔΥΜΟ), την ζώνη της, την οποία σύμφωνα με την παράδοση (όπα! πάλι η «παράδοση»), την είχε φτιάξει μόνη της από τρίχες καμήλας. Μια μικρή λεπτομέρεια: Ο Θωμάς ο οποίος δεν βρισκόταν εκεί όταν πέθανε η Μαρία, επειδή δεν προλάβαινε την κηδεία της λόγω αποστάσεως (δίδασκε κάπου στην…Ινδία), ένα…σύννεφο ανέλαβε να τον…μεταφέρει εκεί τάχιστα.

Ο Θωμάς, ως «άπιστος» που ήταν, δεν…πείστηκε και πήγε μαζί με τούς άλλους απόστολους και άνοιξε τον τάφο, τον οποίο τελικά βρήκε άδειο. Σύμφωνα με την «παράδοση» και πάλι, ο Θωμάς παρέδωσε την ζώνη σε δύο «ευσεβείς γυναίκες», για να την φυλάξουν. Η δε φύλαξή της στο μέλλον, ανατίθεντο σε κάποια παρθένα με καταγωγή από τις οικογένειες αυτές (θα πρέπει να είχε γεμίσει γεροντοκόρες το σόι τους). Οι δυο γυναίκες δεν κατονομάζονται (δεν θα έπρεπε για «ιστορικούς» λόγους;), σε αντίθεση με τον ιερόσυλο Ιεφονία, ο οποίος σύμφωνα με την «παράδοση», όταν πήγε να αναποδογυρίσει το νεκρικό κρεβάτι της Μαρίας, ένα…αόρατο σπαθί έκοψε τα χέρια του. Και συγκολλήθηκαν δε και πάλι…αυτόματα, μόνο όταν άρχισε να ζητά συγχώρεση από την Μαρία (δεν την ονομάζω Παναγία, γιατί ως τέτοια καθιερώθηκε αιώνες αργότερα, όπως και η ζώνη της).

Ν’ αρχίσουμε το «ψείρισμα» τώρα;

1. Το άνωθεν «γεγονός» της παράδοσης τής Τιμίας Ζώνης στον Θωμά, δεν μαρτυρείται σε καμία βιβλική πηγή και φυσικά σε καμία ιστορική (πως θα μπορούσε άλλωστε); Μια αναφορά που γίνεται σε κείμενο του Ιωάννη Δαμασκηνού, σχεδόν 7 αιώνες αργότερα, δεν μιλάει για καμία παράδοση ζώνης. Βασικά, δεν μιλάει καν για ζώνη, αλλά αναφέρει πως, όταν ανοίχτηκε ο τάφος βρέθηκε άδειος, με τα προσωπικά της αντικείμενα μέσα, χωρίς να διευκρινίζεται ωστόσο τί ήταν αυτά:

«…ενός δε απολειφθέντος Θωμά, μετά την τρίτην ημέραν ελθόντος και το Θεοδόχον σώμα προσκυνήσαι βουληθέντος, ήνοιξαν την σορόν και το μεν σώμα αυτής το πανύμνητον ουδαμώς ευρείν ηδυνήθησαν, μόνα δε αυτής τα εντάφια κείμενα ευρόντες και της εξ αυτών αφάτου ευωδίας…».

Το ίδιο κείμενο αναφέρεται και στην μεταφορά των αντικειμένων αυτών στην Κωνσταντινούπολη το 450 από την αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, Πουλχερία η οποία άνοιξε τον τάφο της. Βέβαια, είναι ευνόητο ότι και ο Δαμασκηνός μεταφέρει «πληροφορίες» προηγούμενων απ’ αυτόν, καθώς και οι πληροφορίες για το ποιος και πότε μετέφερε την ζώνη στην Πόλη, ποικίλουν (αναφέρεται και η εκδοχή τής μεταφοράς επί Ιουστινιανού). Παρατηρείτε όμως μια αντίφαση μήπως εδώ; Η Μαρία δίνει την ζώνη στον Θωμά κι αυτός σε δυο γυναίκες. Πως γίνεται να βρίσκεται στον τάφο η ζώνη και μάλιστα αναλλοίωτη; (εντάξει, εντάξει, θαύμα). Εκτός αυτού, η Εκκλησία διαφημίζει σήμερα την Τιμία Ζώνη, ως το μαναδικό διασωθέν εύρημα που σχετίζεται με την Μαρία. Τα υπόλοιπα που βρέθηκαν, τί ήταν και που βρίσκονται τώρα;

2. Παρ’ ότι αναφέρονται λεπτομέρειες όπως το ότι η καμηλότριχη ζώνη ήταν φτιαγμένη από την Μαρία (ποιος το πιστοποιεί αυτό;) και ότι παραδόθηκε στον Θωμά καθ’ οδόν για τα ουράνια (βάσει ποιων μαρτύρων;), εντούτοις μέχρι σήμερα, από την Εκκλησία αγνοούνται πολύ πιο απλές πληροφορίες. Είναι άγνωστο πότε πέθανε η Μαρία (αν και σε χριστιανικές σελίδες «γνωρίζουν» μέχρι και την…ώρα του θανάτου της: 15 Αυγούστου, 9 το πρωί). Μια εικασία είναι ότι πέθανε 10 χρόνια μετά την «ανάσταση» τού Ιησού. Άγνωστη είναι επίσης και η ηλικία της όταν πέθανε.

Σύμφωνα με εικασίες και πάλι, πέθανε μεταξύ 50 και 70 ετών περίπου. Είναι αβέβαιος επίσης και ο τόπος που έζησε, πέθανε κι ενταφιάστηκε, καθώς αυτός διεκδικείται από πολλές πλευρές (Από την Ιταλία μέχρι και την Ινδία) που η κάθε μία προβάλλει τα δικά της πειστήρια και επιχειρήματα (συμπεριλαμβανομένων κι αναφορές «απόκρυφων» κειμένων, όπως οι «Πράξεις του Θωμά»), παρ’ ότι ως επικρατέστερος τόπος προβάλλεται αυτός που πιστεύεται σήμερα, δηλαδή της Γεθσημανής.

3. Συγκεχυμένες είναι κι άλλες ακόμη πληροφορίες, όπως το ποιος την κέντησε με χρυσή κλωστή (αναφέρονται η αυτοκράτειρα Πουλχερία και η αυτοκράτειρα Ζωή, η οποία «θεραπεύτηκε» όταν την άγγιξε) και ποιος την δώρισε στο Άγιον Όρος, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα, το μεγαλύτερο από τα τρία κομμάτια στο οποία είχε τεμαχιστεί (απ’ ότι φαίνεται, είχε «ζήτηση» και δεν προλάβαιναν τον «φόρτο εργασίας» με ένα). Αναφέρονται ο Λάζαρος της Σερβίας και ο αυτοκράτορας Ιωάννη Καντακουζηνός.

Όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος, η υπεραπλουστευμένη «ιστορικότητα» που αποδίδεται στην ζώνη από την Εκκλησία, βρίθει από μύθους, έλλειψη σοβαρών ιστορικών πηγών και αποδείξεων (όταν λέμε αποδείξεις, εννοούμε αποδείξεις και όχι μυθιστορήματα ιουδαιοχριστιανικής φαντασίας) και αντιφάσεων.

Παραπάνω, σημειώθηκε η λέξη «παράδοση». Την λέξη αυτή χρησιμοποιεί η Εκκλησία όταν δεν διαθέτει κανένα απολύτως πειστήριο και λογικό επιχείρημα που να τεκμηριώνει στο ελάχιστο τα όσα φαιδρά και ανεδαφικά υποστηρίζει. Στην συγκεκριμένη δε περίπτωση, η «παράδοση» παίζει τον ρόλο τής συγκάλυψης. Οι αρλούμπες με την δήθεν ανάληψη και την παράδοση της ζώνης, αναφέρονται σε κάποια «απόκρυφα» κείμενα της Εκκλησίας («Εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου» και «Η Ανάληψις της Παρθένου» του Ιωάννη Θεολόγου) και διάφορα κοπτικά, αρμενικά, και συριακά θρησκευτικά χειρόγραφα (το κυριότερο: «Apocrypha Syriaka, Studia Sinaitica»). Και γνωρίζουμε πολύ καλά ποια κείμενα θεωρεί «απόκρυφα» η Εκκλησία: Ή αυτά που λένε κάποιες «πικρές» αλήθειες, ή αυτά που λένε ηλιθιότητες. Προφανώς ο όρος «παράδοση» καλύπτει την δεύτερη εκδοχή, καθώς θα ήταν κάπως παράδοξο να επικαλεστεί η Εκκλησία ένα τέτοιο «απόκρυφο» κείμενο, ασχέτως αν την βολεύει αφάνταστα.

Κλείνοντας, δεν θα μπορούσε να μην γίνει αναφορά στην υποτιθέμενη θαυματουργή της ιδιότητα και στην οικονομική εκμετάλλευση που τυγχάνει από την Εκκλησία, η οποία εξαπατά συνειδητά τους αφελείς πιστούς και μάλιστα με την ανοχή της δικαιοσύνης και ακόμα χειρότερα, με την κάλυψη τής πολιτείας.

Παραπάνω αναφέρθηκε το «θαύμα» τής αυτοκράτειρας Ζωής, η οποία ανάρρωσε ευθύς αμέσως μόλις άγγιξε την ζώνη. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: Γιατί αυτοί οι απατεωνίσκοι (μάλλον «αδικούνται» με το -ίσκοι), όταν την περιφέρουν σαν λατέρνα ανά την Ελλάδα και τον κόσμο και διαφημίζουν τις θαυματουργικές της ιδιότητες (με ειδικότητα μάλιστα, στην στειρότητα και τον καρκίνο), δεν την χρησιμοποιούν μονίμως για να «γιατρεύεται» ο κόσμος (εννοείται με το αζημίωτο βέβαια), αφού αρκεί ένα μόνο άγγιγμα;

Αν κάποιος φτιάξει μια αντίστοιχη ζώνη από γουρουνότριχες και πάει σε μια κεντρική πλατεία, διαλαλώντας ότι είναι θαυματουργή, το πιθανότερο είναι ότι θα τον στείλουν κατ’ ευθείαν, είτε στο αστυνομικό τμήμα για απάτη, είτε στο ψυχιατρείο για παρακολούθηση. Στην περίπτωση όμως της Τιμίας Ζώνης τής Εκκλησίας, η απάτη είναι νόμιμη και καθαγιασμένη, ενώ η πώληση τρέλας και κοπανιστού αέρα, ονομάζεται πίστη στα «ιερά» κειμήλια.

Για να τελειώνει μια και καλή η απάτη με τις καμηλότριχες, θα αρκούσε μόνο μία απ’ αυτές να σταλεί για ανάλυση και χρονολόγηση, για να δούμε τελικά, από πόσο μακριά κρατάει η σκούφια της. Στην θεοκρατούμενη Ελλάδα όμως, όσο συνεχίζουν να υπάρχουν εικόνες σαν τις ακόλουθες, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει…

Άλλες Ζώνες της Παναγίας

2η ζώνη: Συρορθόδοξη Αγία Ζώνη της Παναγίας

Αυτή είναι στην Συρία, δεν είναι ένα μόνο κομμάτι σαν αυτή του Βατοπεδίου, αλλά σύμφωνα με την σχετική περιγραφή έχει 74εκ μήκος, 5εκ πλάτος και 3εκ πάχος, έχει ελαφρώς μπεζ χρώμα, και είναι κατασκευασμένη από μαλλί και μετάξι και εξωτερικά με χρυσό νήμα.

3η ζώνη της Παναγίας

Αυτή βρίσκεται στον Καθεδρικό ναό του Prato στην Ιταλία και είναι μακρύτερη από την προηγούμενη γιατί είναι 87 εκ μήκος.

4η ζώνη της Παναγίας

Αυτή ανήκει στον εκκλησιαστικό θησαυρό του Onze-Lieve-Vrouwebasiliek στο Μάαστριχτ και από το 1286 την τιμούσαν ως τμήμα της ζώνης της Παναγίας που φορούσε κατά τη διάρκεια της γέννησης του Χριστού!

Αυτή έχει μήκος 55,5 cm και πλάτος 2,5 cm και αποτελείται από πέντε στρώματα υφάσματος, το δεύτερο και το τέταρτο των οποίων είναι πανομοιότυπα. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου στρώματος είναι ένας κώδωνας περγαμηνής από περίπου το 1450-1500. Πιθανώς η μεσαία λωρίδα άχρωμων λινών, η οποία έχει πλάτος μόνο 1,5 cm, είναι το αρχικό λείψανο.

Και επειδή τα θαύματα δεν σταματούν, μπορεί στο μέλλον να βρεθεί και 5η, 6η και 7η ζώνη της Παναγίας όπου θα τις προσθέσω εδώ!