Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Εὐμενίδες (307-367f)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΠΡΩΤΟΝ


ΧΟ. ― ἄγε δὴ καὶ χορὸν ἅψωμεν, ἐπεὶ
μοῦσαν στυγερὰν
ἀποφαίνεσθαι δεδόκηκεν,
310 λέξαι τε λάχη τὰ κατ᾽ ἀνθρώπους
ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἁμά.
εὐθυδίκαιοι δ᾽ οἰόμεθ᾽ εἶναι·
τὸν μὲν καθαρὰς χεῖρας προνέμοντ᾽
οὔτις ἐφέρπει μῆνις ἀφ᾽ ἡμῶν,
315 ἀσινὴς δ᾽ αἰῶνα διοιχνεῖ·
ὅστις δ᾽ ἀλιτὼν ὥσπερ ὅδ᾽ ἁνὴρ
χεῖρας φονίας ἐπικρύπτει,
μάρτυρες ὀρθαὶ τοῖσι θανοῦσιν
παραγιγνόμεναι πράκτορες αἵματος
320 αὐτῷ τελέως ἐφάνημεν.

― μᾶτερ ἅ μ᾽ ἔτικτες, ὦ [στρ. α]
μᾶτερ Νύξ, ἀλα-
οῖσι καὶ δεδορκόσιν
ποινάν, κλῦθ᾽. ὁ Λατοῦς γὰρ ἶ-
νίς μ᾽ ἄτιμον τίθησιν
325 τόνδ᾽ ἀφαιρούμενος
πτῶκα, ματρῷον ἅγ-
νισμα κύριον φόνου.
― ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ [ἐφύμν. α]
τόδε μέλος, παρακοπά,
330 παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὑονὰ βροτοῖς.

― τοῦτο γὰρ λάχος διαν- [ἀντ. α]
ταία Μοῖρ᾽ ἐπέ-
335 κλωσεν ἐμπέδως ἔχειν,
θνατῶν τοῖσιν αὐτουργίαι
ξυμπέσωσιν μάταιοι,
τοῖς ὁμαρτεῖν, ὄφρ᾽ ἂν
γᾶν ὑπέλθῃ· θανὼν δ᾽
340 οὐκ ἄγαν ἐλεύθερος.
― ἐπὶ δὲ τῷ τεθυμένῳ [ἐφύμν. α]
τόδε μέλος, παρακοπά,
παραφορὰ φρενοδαλής,
ὕμνος ἐξ Ἐρινύων,
345 δέσμιος φρενῶν, ἀφόρ-
μικτος, αὑονὰ βροτοῖς.

― γιγνομέναισι λάχη τάδε φαμὶ κεκράνθαι, [στρ. β]
350 ἀθανάτων δ᾽ ἀπέχειν χέρας, οὐδέ τις ἐστὶ
συνδαίτωρ μετάκοινος,
παλλεύκων δὲ πέπλων †ἄμοιρος ἄκληρος ἐτύχθην.
‹. . .›
― δωμάτων γὰρ εἱλόμαν [ἐφύμν. β]
355 ἀνατροπάς, ὅταν Ἄρης
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
ἐπὶ τόν, ὤ, διόμεναι
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὁμοΐως
μαυροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.

― †σπεύδομεν αἵδ᾽ ἀφελεῖν τινὰ τᾶσδε μερίμνας [ἀντ. β] 360
†θεῶν δ᾽ ἀτέλειαν ἐμαῖσι λιταῖς ἐπικραίνειν,
μηδ᾽ εἰς ἄγκρισιν ἐλθεῖν.
365 Ζεὺς δ᾽ αἱμοσταγὲς ἀξιόμισον ἔθνος τόδε λέσχας
ἇς ἀπηξιώσατο.
‹― δωμάτων γὰρ εἱλόμαν [ἐφύμν. β]
ἀνατροπάς· ὅταν Ἄρης
τιθασὸς ὢν φίλον ἕλῃ,
ἐπὶ τόν, ὤ, διόμεναι
κρατερὸν ὄνθ᾽ ὁμοΐως
μαυροῦμεν ὑφ᾽ αἵματος νέου.›

***
ΧΟΡΟΣ
Έλα εμπρός σε χορόν ένα κύκλο ας δεθούμε,
γιατί θέλομε τώρα
το φριχτό μας τραγούδι να πούμε,
310 και να πούμε το πώς στους ανθρώπους επάνω
την πάσα τους μοίραν εμείς κυβερνούμε.
Μ᾽ όλη εμείς την ισιάδα το δίκιο ζητούμε·
καθαρά χωρίς κρίμα όποιος έχει τα χέρια,
δε γλιστρά κατά πάνω του η οργή μας.
μ᾽ αν κανείς, σαν κι αυτόν, κριματίσει
και τα χέρια αιματόβρεχτα κρύβει,
τότ᾽ εμείς, των νεκρών η βοήθεια,
μαρτυρώντας την πάσαν αλήθεια,
στον κακούργο μπροστά θα σταθούμε
320 κι ως το τέλος το χρέος του φόνου ζητούμε.

Μάνα, ω μάνα Νύχτα, που μ᾽ εγέννας
ζωντανών και πεθαμένων εκδικήτρα,
της Λητώς ζητάει ο γιος — κι απάκουσέ μου —
να με βγάλει απ᾽ τις τιμές μου
κι απ᾽ τα χέρια μου να πάρει
το ψοφίμι αυτό, που πρέπει
της μητέρας του το φόνο να εξαγνίσει.
Για τον κατάδικό μου αυτό
τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός
330 κι αντράλα του ξωφρενική,
των Ερινύων ο σκοπός
χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα
του νου και μαρασμός.

Γιατ᾽ αυτός ο κλήρος μόχει λάχει
να ᾽χω πάντ᾽ απ᾽ την αλύγιστη τη Μοίρα,
όποιους τύχει ανθρώπους και βαραίνουν
κακουργήματα και φόνοι,
να τους παίρνω καταπόδι ώστε νά ᾽μπουν
μες στη γης· μα κι αν πεθάνουν
340 κι έτσι πάλι ολωσδιόλου δε γλιτώνουν.
Για τον κατάδικό μου αυτό
τούτο μας το τραγούδι, ταραγμός
κι αντράλα του ξωφρενική,
των Ερινύων ο σκοπός
χωρίς κιθάρα, αμπόδεμα
του νου και μαρασμός.

Όταν γεννιόμαστ᾽ αυτός μας εδόθηκε ο κλήρος·
350 δίχως να βάνουνε χέρι οι αθάνατοι κι ούτε
θέση στα δείπνα μας έχει κανείς των
κι εγώ γιορτής άσπρους πέπλους γεννήθηκα να μη γνωρίζω.
— Γιατί πήρα δουλειά μου να φέρνω
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.

360 Σπεύδομ᾽ εμείς να λαφρύνωμεν άλλο απ᾽ την έγνοια
κι απ᾽ τους θεούς τις φροντίδες αυτές ν᾽ αφαιρούμε,
κρισολογιές να μην έχουν για τέτοιους·
της παρουσίας του ο Δίας δεν κρίνει τη φύτρ᾽ αυτήν άξια.
— Μα εγώ πήρα δουλειά μου να φέρνω
τα σπίτια άνω κάτω, πού χύσει
εχθρός σπιτικός δικού γαίμα
και καταπάνω του ορμώντας
κι αν δυνατός λάχει να ᾽ναι
στο νέο τον πνίγομεν αίμα.

Ο Καλβινισμός και η Θεία Χάρη

Ο Ιωάννης Καλβίνος (γαλ.: Jean Calvin, πραγματικό όνομα Jehan Cauvin, 10 Ιουλίου 1509 – 27 Μαΐου 1564) γεννήθηκε στο Νουαγιόν της Πικαρδίας στη Γαλλία. Ο πατέρας του του έδωσε επιμελημένη μόρφωση σε Πανεπιστήμια στο Παρίσι και την Ορλεάνη. Όταν ο πατέρας του άλλαξε γνώμη και δεν ήθελε ο Καλβίνος να σπουδάσει θεολογία, τον έστειλε για σπουδές στη νομική. Όταν ο πατέρας του πέθανε, εκείνος επέστρεψε στη θεολογία.
 
Ο Καλβινισμός ήταν η πίστη γύρω από την οποία δόθηκαν οι μεγάλες πολιτικές και πολιτιστικές μάχες του 16ου και 17ου αιώνα στις πιο αναπτυγμένες χώρες, την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Γι’ αυτόν το λόγο θα στραφούμε πρώτα προς αυτόν. Εκείνη την εποχή, και σε γενικές γραμμές ακόμα και σήμερα, το δόγμα του προορισμού θεωρούνταν η χαρακτηριστικότερη θέση του. Είναι αλήθεια πως υπήρξαν διχογνωμίες σχετικά με το αν είναι το ουσιώδες δόγμα της Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας ή μόνο ένα «παράρτημα». Οι κρίσεις σχετικά με τη σπουδαιότητα ενός ιστορικού φαινομένου μπορούν να είναι αξιολογικές κρίσεις ή κρίσεις που έχουν για αφετηρία ένα πιστεύω, όταν δηλαδή αναφέρονται στα στοιχεία του εκείνα που παρουσιάζουν καθαυτά ενδιαφέρον ή που έχουν μια μακρόπνοη καθαυτή αξία. Ή, από την άλλη πλευρά, μπορούν να αναφέρονται στην επίδραση του πάνω σε όλες ιστορικές διαδικασίες σαν αιτιακού παράγοντα. Τότε έχουμε να κάνουμε με κρίσεις ιστορικής αξιολόγησης. Αν τώρα ξεκινήσουμε, όπως πρέπει να κάνουμε εδώ, από τούτη την τελευταία άποψη κι εξετάσουμε τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί σε αυτό το δόγμα εξαιτίας των πολιτιστικών και ιστορικών συνεπειών που είχε, θα πρέπει οπωσδήποτε να αναγνωρίσουμε πως η σημασία αυτή ήταν πολύ μεγάλη. Το κίνημα του οποίου ηγείτο ο Ολντενμπάρνεφελντ συντρίφτηκε από αυτό.

Το σχίσμα της Εκκλησίας της Αγγλίας έγινε αμετάκλητο επί της βασιλείας του Ιακώβου Α’, όταν ο θρόνος κι οι πουριτανοί ήρθαν σε διάσταση εξ αφορμής αυτού ακριβώς του δόγματος. Ολοένα αντιμετωπιζόταν σαν το πραγματικό στοιχείο του Καλβινισμού που περιέκλειε πολιτικούς κίνδυνους και καταπολεμήθηκε σαν τέτοιο από την κατεστημένη εξουσία. Οι μεγάλες σύνοδοι του 17ου αιώνα, πάνω από όλα οι σύνοδοι της Ντόρντρεχτ και του Ουεστμίνστερ, πλάι σε πολυάριθμες άλλες μικρότερες, έκαναν την ανύψωση του σε κανονιστική αρχή κεντρικό σκοπό των εργασιών τους. Χρησίμευσε σαν πόλος συσπείρωσης για αμέτρητους ήρωες της μαχητικής Εκκλησίας, και τόσο στον 18ο όσο και στο 19ο αιώνα προκάλεσε σχίσματα στους κόλπους της Εκκλησίας κι αποτέλεσε την πολεμική ιαχή καινούργιων μεγάλων αφυπνίσεων. Δεν μπορούμε να το αντιπαρέλθουμε και, μιας και σήμερα δεν μπορεί πια να θεωρηθεί πως είναι γνωστό σε όλους τους μορφωμένους ανθρώπους, ο καλύτερος τρόπος για να μάθουμε το περιεχόμενο του είναι τα αυθεντικά λόγια της Διακήρυξης του Ουεστμίνστερ του 1647, που από αυτή την άποψη απλώς επαναλαμβάνεται στα σύμβολα πίστης των ανεξάρτητων και των βαπτιστών.
 
«Κεφάλαιον IX (περί ελευθερίας της βουλήσεως), άρθρον 3: Ο άνθρωπος, διά της πτώσεως του εις την κατάστασιν της αμαρτίας, απώλεσεν εξ ολοκλήρου την θέλησιν να πραγμάτωση οιονδήποτε από τα πνευματικά ιδεώδη τα οποία συνοδεύουν την σωτηρίαν. Ούτω, ο κατά φύσιν άνθρωπος, ο οποίος αποστρέφεται βαθέως τα ιδεώδη ταύτα και έχει αποχαυνωθεί από την αμαρτίαν, δεν ημπορεί με τας ιδικός του δυνάμεις να διορθωθή ή να προ-παρασκευάση τον εαυτόν του διά τούτο».
 
«Κεφάλαιον III (περί των αιωνίων αποφάσεων του θεού), άρθρον 3: Απεφάσισεν ο Κύριος, ίνα αποκαλυφθή η δόξα Του, ότι μερικοί άνθρωποι και άγγελοι προορίζονται διά την αιώνιον ζωήν, ενώ όλοι είναι προκαταδικασμένοι εις αιώνιον θάνατον.
 
«Άρθρον 5: Όσους ανθρώπους είναι προορισμένοι ίνα ζήσουν, ο Κύριος, πριν ή δημιουργήσει τον κόσμον, συμφώνως προς την αιωνίαν και αμετάβλητον πρόθεσίν Του, και συμφώνως προς το μυστικόν σχέδιον και την πανάγαθον θέλησιν Του, επέλεξε μέσω του Χριστού διά την αιώνιον δόξαν, εκ μόνης της χάριτος και της αγάπης Του, χωρίς η πίστις ή τα καλά έργα των ή η εγκαρτέρησίς των ή οτιδήποτε άλλο να αποτελούν όρους ή αιτίας, αίτινες Τον ώθησαν εις τούτο, και πάντα ταύτα προς δόξαν της θείας χάριτος Του.
 
«Άρθρον 7. Τους υπολοίπους ανθρώπους ο Κύριος ηβαρεστήθη, κατά την ανεξιχνίαστων απόφασιν της θελήσεως Του, διά της οποίας παρέχει ή αποστερεί την χάριν Του ως Αυτός ευαρεστείται, και προς δόξαν της απείρου δυνάμεως Του επί των πλασμάτων Του, να αγνόηση και να καταδικάση εις ατίμωσιν και δάκρυα διά τας αμαρτίας των, προς δόξαν της θείας δικαιοσύνης Του».
 
«Κεφάλαιον Χ (περί θείας Κλήσεως), άρθρον I: Όλους όσους ο Κύριος προόρισε να ζήσουν, και μόνον αυτούς, θέλει ευαρεστηθεί κατά την προκαθορισμένην και κατάλληλον στιγμήν να καλέσει, διά του Λόγου και του Πνεύματος Του (ανελκύων αυτούς από την κατάστασιν της αμαρτίας και του θανάτου, εις την οποίαν εκ φύσεως ευρίσκονται)… αποσείων την πέτρινην καρδίαν των και δωρίζων εις αυτούς μιαν ζωντανήν καρδίαν αναζωογονών την θέλησιν των και διά της παντοδυναμίας Του οδηγών αυτούς εις το Αγαθόν».
 
«Κεφάλαιον V (περί θείας Προνοίας), άρθρον 6: Όσον άφορα τους φαύλους και αθέους, τους οποίους ο Κύριος ως δίκαιος κριτής τυφλώνει και σκληρύνει διά προηγούμενος αμαρτίας, από αυτούς δεν στερεί μόνον την χάριν Του, διά της οποίας θα ηδύνατο να φωτισθή ο νους των και να αγαλλίαση η καρδία των, αλλά ενίοτε στερεί από αυτούς τα χαρίσματα που είχον και εκθέτει αυτούς εις καταστάσεις τας οποίας η διαφθορά των εκμεταλλεύεται διά να οδήγηση αυτούς εις την αμαρτίαν. Προσέτι δε παραδίδει αυτούς εις την λαγνείαν των, εις τους πειρασμούς του κόσμου και εις την δύναμιν του Σατανά. Και ούτω συμβαίνει να σκληρύνωνται, ακόμη και με τα ίδια μέσα άτινα ο Κύριος χρησιμοποιεί διά να μαλακώση όλους».
 
«Ακόμα κι αν είναι να πάω στην Κόλαση, ένας τέτοιος θεός δεν πρόκειται ποτέ να μου εμπνεύσει σεβασμό», ήταν η πασίγνωστη γνώμη του Μίλτον για το δόγμα αυτό. Εδώ όμως δεν μας ενδιαφέρει η αξιολόγηση, αλλά η ιστορική σημασία του δόγματος, θα σκιαγραφήσουμε σύντομα το ζήτημα της προέλευσης του δόγματος και του πώς προσαρμόζεται στο πλέγμα της καλβινιστικής θεολογίας.
 
Για να το πετύχουμε αυτό μπορούμε να ακολουθήσουμε δύο μονοπάτια. Στον πιο δραστήριο και παθιασμένο από εκείνους τους μεγάλους ζηλωτές που έβγαλε ο Χριστιανισμός από τον Αυγουστίνο και μετά, το φαινόμενο της θείας Χάρης συνδυάζεται με τη βεβαιότητα πως η χάρη αυτή είναι αποκλειστικά προϊόν μιας αντικειμενικής δύναμης και πως δεν σχετίζεται ούτε στο ελάχιστο με την προσωπική αξία. Το δυνατό αίσθημα της παρήγορης αυτής πεποίθησης, που τους ανακουφίζει από την τρομακτική πίεση της συναίσθησης των αμαρτιών τους, ξεσπάει καθώς φαίνεται μέσα τους με στοιχειακή δύναμη κι εξαφανίζει κάθε δυνατότητα ύπαρξης της πίστης ότι αυτό το πανίσχυρο δώρο της θείας Χάρης μπορεί να οφείλει κάτι στη δική τους συνεργασία ή πως μπορεί να συνδέεται με κατακτήσεις ή ιδιότητες της δικής τους πίστης και θέλησης. Την εποχή της μεγαλύτερης θρησκευτικής δημιουργικότητας του Λούθηρου, όταν έγραφε το Freiheit eines Christen Menschen (Η Ελευθερία του Χριστιανού), η μυστική απόφαση του θεού ήταν και γι’ αυτόν επίσης αναμφισβήτητα η μοναδική κι ύστατη πηγή της κατάστασης θρησκευτικής χάρης στην οποία βρισκόταν. Ακόμα κι αργότερα δεν εγκατέλειψε τυπικά αυτή την άποψη. Αλλά η ιδέα τούτη όχι μόνο δεν απέκτησε κεντρική θέση γι’ αυτόν, αλλά υποχωρούσε ολοένα και περισσότερο από το προσκήνιο, καθώς η θέση του σαν υπεύθυνης κεφαλής της Εκκλησίας του τον υποχρέωνε να ασκεί πρακτική πολιτική. Ο Μελάγχθων απέφυγε επιμελέστατα να υιοθετήσει αυτή τη σκοτεινή κι επικίνδυνη διδασκαλία στη σύνοδο του Αουγκσμπουργκ, και για τους εκκλησιαστικούς πατέρες του Λουθηρανισμού αποτελούσε άρθρο πίστης πως η θεία Χάρη ήταν ανακλητή (amissibilis) και πως μπορούσε να την ξανακερδίσει κάνεις δείχνοντας μεταμέλεια, ταπεινότητα και πίστη στο λόγο του θεού και στα μυστήρια.
 
Με τον Καλβίνο παρατηρείται ακριβώς η αντίστροφη διαδικασία· η σημασία που απέδιδε στο δόγμα τούτο αύξανε συνεχώς, κι η αύξηση αυτή έγινε αισθητή στη διάρκεια της οξύτατης διαμάχης του με τους θεολογικούς αντιπάλους του. Το επίμαχο δόγμα δεν ολοκλήρωσε την ανάπτυξη του πριν από την τρίτη έκδοση των institutes του Καλβίνου, και δεν απέκτησε την περίοπτη θέση του από άποψη σπουδαιότητας πάρα μόνο μετά τον θάνατο του, κατά τις μεγάλες διαμάχες στις οποίες προσπάθησαν να βάλουν τέρμα οι σύνοδες της Ντόρντρεχτ και του Ουεστμίνστερ. Στον Καλβίνο το decreturn horribile δεν απορρέει, όπως στον Λούθηρο, από τη θρησκευτική εμπειρία, αλλά από τη λογική αναγκαιότητα της σκέψης του- γι’ αυτό κι η σημασία του αυξάνει καθώς αυξάνει η λογική συνοχή της θρησκευτικής σκέψης του Καλβίνου. Το ενδιαφέρον του στρέφεται αποκλειστικά προς τον θεό, όχι προς τον άνθρωπο -ο θεός δεν υπάρχει για τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι για τον θεό. Κάθε μορφή δημιουργίας, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του αναμφίβολου για τον Καλβίνο γεγονότος πως μόνο ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων είναι επιλεγμένοι για να πάρουν την αιώνια χάρη, έχει νόημα μόνο σαν μέσο για τη δόξα και το μεγαλείο του θεού. Η εφαρμογή εγκόσμιων προτύπων δικαιοσύνης στις υπέρτατες αποφάσεις Του δεν έχει νόημα και προσβάλει το μεγαλείο Του, αφού Αυτός και μόνον Αυτός είναι ελεύθερος, δηλαδή δεν υπόκειται σε κανένα νόμο.
 
Τις αποφάσεις Του μπορούμε να τις καταλάβουμε ή ακόμα και να τις μάθουμε μόνο εφόσον Αυτός ευαρεστείται να τις αποκαλύψει. Το μόνο που μας μένει είναι να αρκεστούμε σε αυτά τα ψιχία της αιώνιας αλήθειας. Οτιδήποτε άλλο, συμπεριλαμβανομένου και του νοήματος του προσωπικού μας ριζικού, κρύβεται σε πυκνό μυστήριο, το οποίο είναι και αδύνατο να διαπεράσουμε και αλαζονικό να ερευνούμε.
 
Να παραπονιούνται οι καταδικασμένοι για τη μοίρα τους θα ήταν το ίδιο σα να γκρίνιαζαν τα ζώα επειδή δεν γεννήθηκαν άνθρωποι. Γιατί κάθε πλάσμα της σάρκας το χωρίζει από το νέο ένα αγεφύρωτο χάσμα και το μόνο που του αξίζει είναι ο αιώνιος θάνατος, έκτος κι αν Αυτός αποφάσισε διαφορετικά για τη δόξα του μεγαλείου Του. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένα μέρος της ανθρωπότητας έχει σωθεί, το υπόλοιπο είναι καταδικασμένο. Να υποθέσουμε πως η ανθρώπινη αξία ή ένοχη παίζει κάποιο ρόλο στον καθορισμό αυτού του πεπρωμένου θα ήταν σα να πιστεύαμε πως οι απόλυτα αδέσμευτες και προαιώνιες αποφάσεις του Θεού μπορούν να μεταβληθούν κάτω από την ανθρώπινη επίδραση -μια παράλογη αντινομία. Ο επουράνιος πατέρας της Καινής Διαθήκης, ο τόσο ανθρώπινος και γεμάτος κατανόηση, που χαίρεται για τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού σαν τη γυναίκα που ξαναβρήκε το ασημένιο νόμισμα που είχε χάσει, πάει περίπατο. Τη θέση του την παίρνει ένα υπερβατικό πλάσμα, ανέφικτο για τον ανθρώπινο νου, που με την απόλυτα ακατάληπτη κρίση Του έχει αποφασίσει προαιώνια για την τύχη του κάθε ανθρώπου κι έχει ρυθμίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια του κόσμου. Η Θεία Χάρη, εφόσον οι αποφάσεις του θεού δεν γίνεται να αλλάξουν, είναι το ίδιο αδύνατο να τη χάσουν αυτοί στους οποίους την έχει απονείμει όσο είναι ανέφικτη για όσους την έχει αρνηθεί.
 
Με την απύθμενη απανθρωπιά του τούτο το δόγμα πρέπει να είχε πάνω από όλα μια συνέπεια για τη ζωή της γενιάς που υπόκυψε στην αξιοθαύμαστη συνοχή του. Κι αυτή ήταν ένα αίσθημα πρωτόγνωρης εσωτερικής μοναξιάς του μεμονωμένου ατόμου. Στο ζήτημα, που για τον άνθρωπο της εποχής της Μεταρρύθμισης ήταν το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή, δηλαδή στο ζήτημα της αιώνιας σωτηρίας, ήταν αναγκασμένος να τραβήξει μόνος το μονοπάτι του για να συναντήσει ένα ριζικό που είχε αποφασισθεί γι’ αυτόν προαιώνια. Κανένας δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Ούτε οι παπάδες, γιατί ο εκλεκτός καταλαβαίνει το λόγο του θεού μόνο με την καρδιά του. Ούτε τα μυστήρια, γιατί μόλο που τα μυστήρια ορίστηκαν από τον θεό για τη μεγαλύτερη δόξα Του κι επομένως πρέπει να τηρούνται ευσυνείδητα, δεν είναι ωστόσο μέσο για να αποκτήσει κάνεις τη θεία Χάρη, αλλά μόνο τα υποκειμενικά externa subsidia της πίστης. Ούτε η Εκκλησία, γιατί μόλο που διακηρυσσόταν πως Extra ecdesiam nulla salus με την έννοια πως όποιος έμενε μακριά από την αληθινή Εκκλησία δεν μπορούσε ποτέ να ανήκει στους εκλεκτούς του Θεού, ωστόσο η συμμετοχή στην Εκκλησία σαν μέλος περιλάμβανε και τους καταδικασμένους. Πρέπει κι αυτοί να ανήκουν σε αυτήν και να υπόκεινται στην πειθαρχία της, όχι για να κερδίσουν έτσι τη σωτηρία -αυτό είναι αδύνατον-, αλλά επειδή, για τη δόξα του θεού, πρέπει κι αυτοί να υποχρεώνονται να υπακούουν στις επιταγές Του. Τέλος, ούτε κι ο ίδιος ο θεός. Γιατί ακόμα κι ο Χριστός πέθανε μόνο για τους εκλεκτούς, για χάρη των οποίων ο θεός αποφάσισε προαιώνια το μαρτύριο Του. Αυτό ακριβώς, η ολοκληρωτική εξάλειψη της δυνατότητας να πετυχαίνει κάνεις τη σωτηρία μέσω της Εκκλησίας και των μυστηρίων (που στον Λουθηρανισμό δεν αναπτύχθηκε ποτέ ως τις έσχατες συνέπειες της), ήταν το στοιχείο που διαμόρφωσε την καθοριστικότατη διάφορα από τον Καθολικισμό.

Αρχαία λυρική ποίηση

Η λυρική ποίηση κατανοείται κυρίως από την αντιδιαστολή και την αντίθεση της προς το έπος: το μικρό, σύντομο ποίημα αντί του μεγάλου έπους· ó δασικός χαρακτήρας της είναι υποκειμενικός σε αντίθεση προς την καθαρά αντικειμενική και περιγραφική επική ποίηση· το «εδώ», το «τώρα» και το «πλησίον» αποτελούν τον πυρήνα του λυρικού ποιήματος σε αντίθεση προς το «εκεί», το «τότε» και το «μακριά» της επικής αφηγήσεως· τώρα προβάλλεται ο άνθρωπος, ως άτομο πού πάσχει, αγωνίζεται και δρα μέσα στο κοινωνικό του περίγραμμα, και όχι οι ηρωικές μορφές του παρελθόντος.
 
        Για μας σήμερα, πού ερμηνεύουμε τους αρχαίους ποιητές, ή αρχαϊκή λυ­ρική ποίηση των Ελλήνων είναι ιστορική μαρτυρία, για τους ανθρώπους και την εποχή, όπου το άτομο χειραφετείται και αποδεσμεύεται από μια «δεδομένη» τά­ξη και αναζητεί την προσωπική του φυσιογνωμία, την ταύτιση με τον εαυτό του, μέσα στην πολιτική και κοινωνική πράξη. Με την λυρική ποίηση ουσια­στικά επιτελείται ή ανακάλυψη του «Εγώ». Από τον Αρχίλοχο και ύστερα ο προσωπικός ποιητής ανακαλύπτει και αποκαλύπτει τον ίδιο του εαυτό και όσα είναι κοντά του - τοπικά και χρονικά. Τώρα έχομε «προσωπικούς» ποιητές, ονόματα γνωστά, προσωπικότητες, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις πολιτικές και κοινωνικές διαμορφώσεις και ανακατατάξεις του καιρού- τους...
 
        Η λυρική ποίηση - αντίθετα προς το έπος - έχει εσωτερική και εξωτε­ρική ευελιξία και πολυμορφία. Αυτό φαίνεται και στα θέματα των ποιημάτων και στη γλωσσική και στη μετρική μορφή τους. Από τον αποκρυσταλλωμένο και έξοχα δομημένο μέσα στον στίχο ρεαλισμό του Αρχιλόχου ως την συγκλο­νιστική ευαισθησία του Σιμωνίδη, από την πνευματικότητα και την ισορροπη­μένη έξαρση ενός αρχαϊκού στοχασμού -  που εκφράζεται κυρίως στον Αλ­κμάνα και στη Σαπφώ - ως την πεντακάθαρη ωριμότητα του αρχαϊσμού, που συνάπτεται με ένα καινούργιο αίσθημα ευθύνης και με μια νέα αντίληψη για το κάλλος και την ευδαιμονία (με κορύφωση στον ΙΙίνδαρο!), από την επί­μονη και κηρυγματική προτροπή του Τυρταίου και του Καλλίνου ως τη γεμάτη εμπειρία και «ήθος» ελεγεία του Σόλωνα και από την εικονοκλαστική και «δια­φωτιστική» διαμαρτυρία του Ξενοφάνη ως την αδρή ισορροπία της ιωνικής ελε­γείας του Μίμνερμου - παντού διοχετεύονται και διαχέονται νέες συλλήψεις, σκέψεις, εκφράσεις, εμπειρίες, αγωνίες. Οι περσικοί πόλεμοι έβαλαν ένα απροσ­δόκητο τέλος σ’ αυτή την πλημμυρίδα και οδήγησαν στην κορύφωση της ατ­τικής τραγωδίας.
 
        Πρέπει να ξεκινήσωμε από τη διαπίστωση, ότι το λυρικό ποίημα δεν εκ­φράζει ψυχικές διαθέσεις και καταστάσεις της στιγμής μέσα σε μια προσωπική απομόνωση· έχει σαφέστατη αναφορά στην πραγματικότητα και απευθύνεται πάντοτε σε κάποιον, που θα το ακούσει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την ελε­γειακή ποίηση. Ακόμη και στις ακραίες εκείνες περιπτώσεις, που μέσα στο ποίημα προβάλλεται έντονα το προσωπικό βίωμα, δεν πρόκειται ούτε για αυτοεξομολόγηση, ούτε για μονόλογο, ούτε για λυρική διάχυση πέραν και ερή­μην των άλλων, άλλα για μια ουσιαστική ποιητική επικοινωνία, που επιτελεί­ται μέσα σε μιαν ευρύτερη αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο και με τέτοια εκφραστικά μέσα, που συνάπτουν άρρηκτα το προσωπικό στοιχείο με το γενικά ανθρώπινο. Με άλλα λόγια: το λυρικό ποίημα έχει τάση και κατεύθυν­ση προς τα έξω, κινείται σε μιαν αποδεσμευτική πορεία έξω από το «εγώ», χωρίς όμως να χάνει την αφετηρία του. Στήν αρχαϊκή ποίηση ή εμπειρία και ή πραγ­ματικότητα «αντικειμενοποιούνται», δεν «εσωτερικοποιούνται»...
 
        Η αρχαϊκή λυρική ποίηση δεν εκφράζει ποτέ μιαν εσωτερική απομόνωση, μια καταφυγή στη μοναξιά, σε ένα χώρο, όπου δεν υπάρχει πρόσβαση για τους άλλους -  ακόμη και τότε, όταν ó ποιητής απευθύνεται στην ίδια του ψυχή (π.χ. Αρχίλοχος, 67α D. = 128 W). Διότι το λυρικό «Εγώ» ζει κοινωνικά μέσα στα πλαίσια του κοινωνικού χώρου ή της «πόλεως» - και γι’ αυτό ακριβώς ο υποκειμενικός του χώρος είναι ουσιαστικά αντικειμενικός. Δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι πρόκειται για μια αποφασιστική εποχή, όπου οι άνθρωποι ζουν έντονα και συνειδητά την φθορά και την εξαφάνιση ενός ολόκληρου κόσμου - με τους νόμους του, τις πολιτικές και κοινωνικές δομές του, τις παραδόσεις του. Τώρα το βλέμμα του ανθρώπου αποκτά μια νέα διάσταση για να αντιμετωπίσει τα πρόσωπα και τα πράγματα. Ακόμη και η φύση δεν βρίσκεται έξω από τον άνθρωπο, ως άπλα αντικείμενο περιγραφής, άλλα εντάσσεται στους αγώνες και στις αγωνίες, στους πόνους και στις χαρές των ανθρώπων.
 
        Ο λυρικός ποιητής ξέρει τώρα καλά τι τον χωρίζει από την θεία περιοχή και ή παλαιά επική παράδοση, που διαπίστωνε συνεχώς τα όρια ανάμεσα στους θεούς και στους ανθρώπους, γίνεται τώρα οδυνηρή συνείδηση. Ο λυρικός ποιη­τής ξέρει ακόμη να κατανοεί την ανθρώπινη ζωή όχι ως κλήρο συμφοράς και πόνου, άλλα ως αναπόσπαστο τμήμα της κοσμικής αρμονίας: ό,τι τραυματίζεται εδώ δημιουργεί ρωγμή στην αρμονία του κόσμου· αν η ομορφιά στις σχέσεις των ανθρώπων μιανθεί, διασαλεύεται το κάλλος του κόσμου. Βιολογικές μεταβολές και καταστάσεις του ανθρωπίνου βίου - όπως τα γεράματα και ο θά­νατος - που για το έπος ήταν αυτονόητες, γίνονται στη λυρική ποίηση βασανιστικές διαπιστώσεις, που εκφράζουν την πικρή αναγκαιότητα μέσα στον ανθρώπινο βίο. Οι ελεγείες του Μίμνερμου κυριαρχούνται από τέτοια θέματα. Οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά, πως ο πόνος ανήκει στη μοίρα και στην ουσία του ανθρώπου - και αυτή την εμπειρία ο αρχαϊκός άνθρωπος την κέρδισε μό­νος του, όταν μπόρεσε πια, ως «αστός», να βάλει στη ζωή του αστικές - ατο­μικιστικές προτεραιότητες. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο άνθρω­πος έχει συνείδηση, ότι δεν πρέπει να προσπαθεί ν’ αποφύγει τον πόνο, άλλα να τον αντέξει.

Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του

«Η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του» Ηράκλειτος

«Ένας άνθρωπος χωρίς αρχές είναι συνήθως χωρίς χαρακτήρα. Γιατί, αν είχε καλό χαρακτήρα, θα ένιωθε την ανάγκη να δημιουργήσει και αρχές» Nicolas Chamfort

«Όταν χάνονται τα πλούτη, τίποτα δεν έχει χαθεί. Όταν χάνεται η υγεία, κάτι έχει χαθεί. Όταν χάνουμε τον χαρακτήρα, όλα έχουν χαθεί» Billy Graham

Κάπως έτσι, είτε συμφέρει άπαντες, είτε όχι, σκιαγραφούμε και ορίζουμε, έννοιες αόριστες κι όμως τόσο καθοριστικές, όπως είναι η αποκαλούμενη «μοίρα». Πόσοι από εμάς, άραγε, έχουμε ψάξει εις βάθος, την κινητήρια δύναμη, όλων των επιλογών μας, που ορίζουν τελικά και τη ζωή μας; Πόσοι από εμάς, ξεβολευόμαστε με το να επιρρίπτουμε ευθύνες για κάθε «αναποδιά», πρωτίστως και αποκλειστικά στις αδυναμίες του χαρακτήρα, που μόνοι μας φτιάξαμε, για να διαχειρίζεται κάθε συναίσθημα και κάθε κατάσταση, σε κάθε σταυροδρόμι της ζωής μας;

Τι εννοούμε όταν λέμε «χαρακτήρα»; Χαρακτήρας είναι όλα εκείνα τα μοναδικά γνωρίσματα, που έχει προσφέρει εξ’ ολοκλήρου, ο άνθρωπος στον εαυτό του, ώστε να αποτελούν τη βάση και τα θεμέλια, στα οποία θα χτίσει τη ζωή του. Τα ερεθίσματα και το οικογενειακό – κοινωνικό περιβάλλον, σίγουρα αποτελούν βασικό παράγοντα διαμόρφωσης του χαρακτήρα ενός παιδιού και μετέπειτα ενήλικα, όμως ουδείς πιο υπεύθυνος από εμένα, γι’ αυτό που επιθυμώ εγώ να «είμαι».

Είναι θέμα αντίληψης, ακαλλιέργητης ή καλλιεργημένης, η απόφαση του καθενός, για τη ζωή του και σίγουρα αυτή η αντίληψη δεν εξαργυρώνεται σε χρήματα, αλλά σε αξίες ανεκτίμητες, όπως είναι ο χαρακτήρας, η προσωπικότητα, η τιμιότητα, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, η πίστη και το κυριότερο… το ψυχικό υπόβαθρο.

Ουδείς τέλειος, όμως ουδείς καλύτερος από αυτόν, που έχει επίγνωση των ελαττωμάτων του και καθιστά τον εαυτό του ικανό και κυρίως υπεύθυνο να τα διαχειρίζεται, αλλά και να τα διορθώνει.

Η επιλογή για κάθε τι μικρό ή μεγάλο, ορίζεται και πάντα θα ορίζεται από τον χαρακτήρα του καθενός.

Η Κλίμακα της Επίγνωσης

Οι περισσότεροι άνθρωποι χάνονται στην Χώρα της Άγνοιας, στις κορυφές της φαντασίας και στις χαράδρες των ερμηνειών της σκέψης, ή στις πεδιάδες της έτοιμης γνώσης, των αντιλήψεων και των πεποιθήσεων που τους διδάσκουν οι άλλοι. Είναι κρίμα, γιατί έτσι χάνουν μια ευκαιρία να βρουν τον Δρόμο προς την Αλήθεια.

Οι αληθινοί άνθρωποι εγκαταλείπουν όλες τις διδασκαλίες και αποκτούν επίγνωση του εαυτού τους μέσα στην Ύπαρξη και μέσα στους κόσμους. Η Ψυχή εγκαταλείποντας την Χώρα της Πραγματικότητας (Όπου Όλα Είναι Ένα) ταξιδεύει στην Χώρα των Φαινομένων, ακολουθώντας τον Κύκλο της Ύπαρξης από την Ενότητα στην πολλαπλότητα (και την ατομικότητα) και πάλι πίσω στην Αρχική Πραγματικότητα.

Ο Σοφός Γνωρίζει ότι όλα είναι Μια Πραγματικότητα, ότι όλα συμβαίνουν μέσα στην Μια Συνείδηση. Και η Αντίληψη της Πραγματικότητας και οι εμπειρίες μέσα στην σχετική ύπαρξη. Ο κόσμος των φαινομένων στηρίζεται στην Δύναμη της Ψυχής. Η Δύναμη της Ψυχής Πηγάζει από την Δραστηριότητα του Διαχωρισμένου Νου. Ο Διαχωρισμένος Νους Εδράζεται στην Παγκόσμια Ενότητα της Ύπαρξης. Κι όλα Υφίστανται Μέσα στην Άδεια Συνείδηση από Όπου Πηγάζει το κάθε τι που μπορεί να υπάρξει.

Η Υπέρτατη Επίτευξη είναι όταν Βιώνεται η Μια Πραγματικότητα κι Αναγνωρίζεται η Αληθινή Φύση Όλων των Δραστηριοτήτων, που έτσι κι αλλιώς δεν Αλλοιώνουν το Βάθος της Ουσίας αλλά απλά αλλάζουν την Επιφανειακή Όψη της Ύπαρξης. Η Αλήθεια Είναι Πέρα και από την Ακινησία και από την Κίνηση. Είναι η Ζωή που Εκδηλώνεται. Ό,τι Απομένει από την Ζωή (από όλες τις δραστηριότητες) είναι η Ζωή.

Οι περισσότεροι άνθρωποι όταν ακολουθούν τον δρόμο της θρησκείας ξοδεύονται χωρίς αποτέλεσμα σε εξωτερικές δραστηριότητες, σε προσευχές προς το Άγνωστο, ή σε διαλογισμούς προς εξωτερικά αντικείμενα.

Οι αληθινοί άνθρωποι ζητούν να διασχίσουν το πέλαγος της σκέψης, αλλά κάθε φορά που φτάνουν στην  άκρη του ορίζοντα βλέπουν να ανοίγονται μπροστά τους κι άλλοι ορίζοντες. Κάνουν το λάθος να θέλουν να διασχίσουν το πέλαγος της σκέψης διατηρώντας την σκέψη ενός εγώ, συντηρώντας την σκέψη. Πρέπει να εγκαταλείψουν την αντίληψη ότι όλα αυτά εκεί έξω είναι αληθινά (ότι έχουν δική τους ανεξάρτητη ύπαρξη). Πρέπει να φτάσουν στην Απόλυτη Μοναξιά που τους βεβαιώνει ότι το μόνα αληθινό είναι η Αντίληψή τους. Κι εγκαταλείποντας την ίδια την προσωπική αντίληψη, ενός εγώ, να ελευθερωθούν, πέρα από όλους τους ορίζοντες, στην Απεραντοσύνη του Πραγματικού, στην Ενότητα της Ύπαρξης, στην Παγκόσμια Συνείδηση.

Οι Σοφοί, Ακολουθούν τον Δρόμο Χωρίς Προσπάθεια, γιατί κατανοούν ότι κάθε αντίληψη εαυτού είναι μια κατασκευή της σκέψης, σκέψη και κάθε διάσωση ενός εαυτού είναι μια αυταπάτη. Έτσι εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια, αδειάζοντας από όλα, Γεμίζουν Από το Φως της Κατανόησης, από την Αλήθεια της Ζωής, Γίνονται Φως.

Στην πραγματικότητα η Συνείδηση Είναι Πάντα Εδώ, Παρουσία Χωρίς Όρια, Αλήθεια Χωρίς Τέλος, Πραγματικότητα Χωρίς Περιορισμούς. Κι όλο το Ταξίδι είναι Ταξίδι μέσα στην Αντίληψη, μέσα στο Φαινομενικό, μέσα στο Όνειρο. Αλλά το Όνειρο είναι αληθινό μόνο για τον ονειρευόμενο.

 Αληθινά, είναι η Ίδια η Συνείδηση που κάποιες φορές μπαίνει στο παγκόσμιο όνειρο των όντων κι ενεργεί για την λύτρωσή τους. Και κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τον βαθμό της επίγνωσής του μπορεί να μιλά για την Μια Συνείδηση που Εκδηλώνεται, για το Πνεύμα που Φανερώνεται. Για τον Ένα Παγκόσμιο Καθαρό Νου που Δραστηριοποιείται, για το Παγκόσμιο Βάθος της Ψυχής που Αφυπνίζεται.

Μονάχα η Αιωνιότητα Είναι Αληθινή. Ό,τι αντιλαμβάνονται τα όντα, κι όσα λένε ή διδάσκουν, ή πράττουν, όλα, έχουν αξία μονάχα όταν οδηγούν στην Αλήθεια. Αυτό που Κατανοούν στο Τέλος οι Σοφοί είναι ότι ακόμα κι Αντίληψη της Απεραντοσύνης του Θεού δεν είναι ο Θεός… όχι όσο παραμένει έστω κι ο πιο αδιόρατος διαχωρισμός. Μόνο ένας Τρόπος υπάρχει για να Γνωρίσεις Πραγματικά τον Θεό. Να Γίνεις Θεός. Όσοι το Βίωσαν γνωρίζουν τι λέμε. Μιλάμε για την Απόλυτη «Παράδοση» σε Αυτό. Κάποιοι δεν θα καταλάβουν και κάποιοι θα πουν ότι βλαστημάμε. Αν το να Ενωθείς με τον Θεό είναι βλαστήμια, τότε τι είναι θρησκεία; Η λατρεία των ειδώλων της σκέψης;

Από την αυτοτιμωρία στην αυτοφροντίδα

Η αυτοφροντίδα αναδύεται αφού αναγνωρίσουμε το βαθμό στον οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή αυτοτιμωρούμαστε. Αφού αποδεχτούμε ότι εμείς είμαστε οι ίδιοι οι θύτες και αφού μάθουμε πώς να θρέφουμε και να αγαπάμε τον εαυτό μας – να αγαπάμε κάθε κύτταρο του σώματος, της ύπαρξής μας.

Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε πιο αυτομωρητικοί απ’ ότι συνειδητοποιούμε οι περισσότεροι ή θέλουμε να παραδεχτούμε, επειδή η κακοποίηση έχει δικαιολογηθεί από τον ίδιο μας τον εαυτό, από τα μέσα και από την κοινωνία ως όλον. Ενθαρρύνεται από πολλές μεγάλες βιομηχανίες μέσω τροφών, ποτών, του αλκοόλ, των φαρμάκων, των αισθητικών επεμβάσεων και της μόδας.

Στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσπαθούμε να φροντίσουμε το σώμα μας με τον τρόπο που η κοινωνία και τα μέσα προωθούν ως υγιές. Εργαζόμαστε σκληρά, προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα όριά μας, την ευελιξία μας, την ψυχολογία μας. Επιπλέον, τρώμε και πίνουμε αυτά που πιστεύουμε ότι είναι ισορροπημένη διατροφή, βασισμένη στην διατροφική πυραμίδα.

Και ακολουθούμε πιστά αυτό τον τρόπο, χωρίς να αφουγκραζόμαστε τον οργανισμό μας. Τι μας λέει το σώμα μας. Απλά πιστεύουμε ότι νοιαζόμαστε και φροντίζουμε απόλυτα το σώμα μας. Μέσα από αυτές τις πρακτικές, όμως, πολλές φορές υποβάλλουμε το σώμα μας σε βασανιστήρια. Τον παρακούμε, τον αγνοούμε και τον πιέζουμε. Και τον τιμωρούμε, όταν δεν τα καταφέρνει.

Και έρχεται η στιγμή που φτάνουμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε: Γιατί νιώθω καούρες κάθε φορά που καταναλώνω καφέ ή κρασί; Γιατί έχω τόσους μυϊκούς πόνους σε όλο μου το σώμα; Γιατί νιώθω στρες συνέχεια; Γιατί ξοδεύω όλο μου το μισθό σε καινούρια ρούχα και σε προϊόντα ομορφιάς; Γιατί νιώθω τόσο άδειος/α;

Στην πορεία, αποδεικνύεται ότι πολλά από αυτά που κάναμε και νομίζαμε ότι ήταν αυτοφροντίδα, ήταν στην ουσία, κακοποιητικά για το σώμα μας. Προσπαθούμε να φτάσουμε μια ψευδαίσθηση, μια πλαστή εικόνα απόλυτης υγείας που να γίνεται αποδεκτή από την κοινωνία. Και ξαφνικά έρχεται μια μέρα (και εύχομαι να έρθει σε όλους αυτή η μέρα) που νιώθουμε σαν να ξυπνάμε από βαθύ ύπνο.

Συνειδητοποιούμε ότι το αλκοόλ και/ή ο καφές δεν είναι καλά για το σώμα μας. Συνειδητοποιούμε ότι τα προϊόντα και οι επεμβάσεις ομορφιάς απλά μας παίρνουν από το χέρι και μας απομακρύνουν από την αλήθεια, από την αντιμετώπιση άλλων βαθύτερων πληγών και τραυμάτων. Εξάλλου, φαίνεται ότι η σύγχρονη κοινωνία αναλώνεται στα είδη των τροφών και όχι στο πώς αυτές συλλέγονται, πώς προετοιμάζονται και πώς φτάνουν στο τραπέζι μας. Ξεχνάμε ότι όλοι οι παράγοντες έχουν σημασία.

Το ίδιο ισχύει και για τη γυμναστική. Στόχος δεν είναι να φτάσουμε ένα κάποιο πρότυπο. Το σώμα μας δεν επιθυμεί αυτό• επιθυμεί να νιώθει καλά και υγιές. Να μπορεί να χαίρεται τη ζωή. Γι΄ αυτό, αυτοφροντίδα σημαίνει σύνδεση με το ίδιο μας το σώμα. Όσο περισσότερο εμβαθύνουμε την αυτοφροντίδα μας, χτίζουμε την παρουσία και την επίγνωση του ίδιου μας το σώματος και του τι συμβαίνει γύρω μας, νιώθουμε περισσότερο συνδεδεμένοι με το Σύμπαν.

Η γέφυρα μεταξύ νου, σώματος και ψυχής

Αναλογιστείτε τη στοιχειώδη προσπάθειά μας για σύνδεση. Η επιθυμία για σύνδεση εντοπίζεται βαθιά μέσα στη βιολογική μας σύσταση. Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που αγωνίζεται διαρκώς να συνδεθεί με κάτι που υπάρχει πέρα από τον εαυτό του. Έχουμε όλων των ειδών τις επιθυμίες: βιολογικές επιθυμίες αυτοσυντήρησης, όπως να φάμε, να πιούμε, να κάνουμε σεξ και να παραμείνουμε στη ζωή. Όποτε παρουσιαστεί μια ανισορροπία στην ανθρώπινη βιολογία, η φυσιολογία μας αναλαμβάνει να μας οδηγήσει στην αναζήτηση αυτού που μας λείπει. Για παράδειγμα, αν δεν έχουμε αρκετό νερό, διψάμε και έχουμε το ψυχολογικό και φυσιολογικό κίνητρο να βρούμε νερό για να πιούμε.

Το σώμα εργάζεται σε μόνιμη βάση προκειμένου να διατηρεί μια κατάσταση ισορροπίας ή «ομοιόστασης» σε πολλές από τις εσωτερικές, φυσιολογικές διεργασίες του. Όσον αφορά τους νόμους της θερμοδυναμικής, όλα τα έμβια βιολογικά συστήματα αναζητούν την πλέον ευσταθή γι’ αυτά κατάσταση. Αντίστοιχα, και ο εγκέφαλος έχει μια τάση για διατήρηση της ισορροπίας.

Για να την επιτύχει, ωθείται στην αναζήτηση βεβαιότητας και εντοπίζει την πιο σταθερή ενεργειακή κατάστασή του μόλις είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια τι συμβαίνει, βασιζόμενος σε διατάξεις και δομές που ήδη αναγνωρίζει. Η επιθυμία του εγκεφάλου για βεβαιότητα –να βρει τάξη μέσα σε ένα πολυσύνθετο και συχνά χαοτικό σύμπαν– είναι αυτό που τον οδηγεί στη διαμόρφωση προβλέψεων και πεποιθήσεων• δηλαδή μέσω των προβλέψεων και των πεποιθήσεων μπορεί να δημιουργήσει ένα προβλέψιμο αποτέλεσμα. Πώς όμως δημιουργεί αυτές τις προβλέψεις και πώς εξασφαλίζει τη βεβαιότητα; Εδώ εμφανίζεται ο «νους».

Ο νους και ο κόσμος των ιδεών

Ο εγκέφαλος είναι συγκρίσιμος με τον πλατωνικό «αισθητό» κόσμο της ύλης, το φυσικό επίπεδο της ύπαρξης, ενώ ο νους συνιστά τον «νοητό» κόσμο – τον κόσμο των ιδεών. Ο νους είναι η ανθρώπινη ικανότητα που εμπεριέχει την αναπαράσταση σεναρίων• είναι ένα είδος «εξομοιωτή ζωής». Αν η επιθυμία του εγκεφάλου να συνδεθεί είναι μια σχετικά απλή και ωμή βιολογική δύναμη, τότε η επιθυμία του νου για σύνδεση είναι, ίσως με τον πλέον κατάλληλο τρόπο, ένα πολύ πιο εξελιγμένο και ισχυρό εργαλείο που βασίζεται στις περισσότερο αφηρημένες έννοιες της πραγματικότητας, της γλώσσας, του συμβολισμού και της μεταφορικής σημασίας.

Για παράδειγμα, μέσω της γλώσσας δημιουργούμε αναπαραστάσεις, μοντέλα της πραγματικότητας τα οποία δομούμε και γενικότερα συμφωνούμε γι’ αυτά. Συμφωνούμε ότι σε αυτό το πράγμα που ονομάζεται «κατάστημα», εγώ θα ανταλλάξω αυτά τα χαρτιά διαφορετικού χρώματος που ονομάζουμε «χρήματα», για την αξία των οποίων έχουμε ήδη συμφωνήσει, με αγαθά που εσείς θέλετε να πουλήσετε και εγώ θέλω να αγοράσω, καθώς και ότι η συναλλαγή θα λάβει χώρα χωρίς άσκηση βίας αλλά πιθανόν με αρκετή πειθώ.

Η γλώσσα μάς δίνει τη δυνατότητα να δομούμε ακόμα πιο σύνθετες πεποιθήσεις και να στηριζόμαστε σε αυτές στην καθημερινότητά μας. Αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο, δεδομένης της πολυπλοκότητας του κόσμου στον οποίο ζούμε. Η γλώσσα είναι αυτή που πραγματώνει το εξελιγμένο χρηματοοικονομικό σύστημα συναλλαγών, όπου ο καθένας καταλαβαίνει πόσο κοστίζει κάτι και με τι το ανταλλάσσει, είτε πληρώνει με χρωματιστά χαρτιά, είτε με ένα κομμάτι πλαστικού, είτε ακόμα και μέσω του κινητού του.

Η δόμηση πολυσύνθετων πεποιθήσεων, στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε μέσω της γλώσσας, μας βοηθά επίσης να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα των άλλων ανθρώπων. Η γλώσσα μάς επιτρέπει να διευθετήσουμε μια διαμάχη. Σκεφτόμαστε ξανά και καταλήγουμε σε μια συμφωνία. Χάρη στη γλώσσα, θεωρούμε ότι οι συμφωνίες μας θα τηρηθούν. Η θρησκεία είναι ένα άλλο πολυσύνθετο εργαλείο που εξέλιξε ο ανθρώπινος νους προκειμένου να επιτύχει τη σύνδεση και την εμπιστοσύνη. Οι ίδιοι μηχανισμοί πίστης που συνδέονται με περισσότερο «πεζά» πράγματα ισχύουν και γι’ αυτά που χαρακτηρίζονται ως «υπαρξιακά». Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αναζητούν τη δημιουργία προβλέψεων, οι οποίες θα μειώσουν την αβεβαιότητα. Δημιουργούν μοντέλα πραγματικότητας και συμπεριφοράς στα οποία μπορούμε να συναινέσουμε.

Υπό ιδανικές συνθήκες, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις που έχει δημιουργήσει ο νους αντανακλούν την ενσυναίσθηση απέναντι στους συνανθρώπους μας και επιτρέπουν τη δημιουργία σχέσεων οι οποίες θα βασίζονται στην οικειότητα, τη σύνδεση, τον αμοιβαίο σεβασμό και τον σκοπό. Πώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτό που πιστεύουμε είναι όντως αληθινό; Με βάση την αναπαραστατική φύση της πραγματικότητας, αυτό που πιστεύουμε καθίσταται η προσωπική μας αλήθεια. Ο νους μπορεί μόνο να γνωρίζει τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Το παράδοξο είναι ότι οι δομές ή τα πρότυπα που έχει δημιουργήσει ο εγκέφαλος δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να είναι αληθινά. Εξακολουθούμε να τα πιστεύουμε.

Αλλά η πίστη, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι απλά άυλη ή εφήμερη. Ο νους επηρεάζει άμεσα τη σωματικότητά μας. Μια απευθείας γέφυρα συνδέει την οργανική με την ψυχολογική μας κατάσταση, τη λειτουργία των συνάψεων, των εμπειριών και των αντιλήψεων που αυτές επιτρέπουν. Οι πεποιθήσεις καταβάλλουν κάθε προσπάθεια όσον αφορά την υλική ύπαρξή μας. Αυτό που πιστεύουμε –και αυτό που δεν πιστεύουμε– επιδρά σε τεράστιο βαθμό στο σώμα μας. Ένα περιστατικό στην αρχή της ιατρικής σταδιοδρομίας μου αποτυπώνει το πώς η υγεία μας αλλά και η ίδια μας η ύπαρξη εξαρτώνται απόλυτα από το τι πιστεύουμε.

Η ικανότητα να δούμε τον νου

Αν ο νους/η ψυχή υπάρχει, τότε πού είναι η θέση του/της μέσα στην ανθρώπινη βιολογία; Ευτυχώς, τα «κενά» μεταξύ της οργανικής φύσης του εγκεφάλου και των μη ποσοτικών ιδιοτήτων του νου γίνονται όλο και πιο μικρά χρόνο με τον χρόνο, με κάθε νέα ανακάλυψη. Φανταστείτε τη δομή του εγκεφάλου ως το υλισμικό, το hardware ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι νευρώνες, τα νευρογλοιακά κύτταρα συναποτελούν την ανατομική δομή όπου λαμβάνει χώρα η εγκεφαλική δραστηριότητα.

Μέχρι πρότινος, μόνο αυτό το υλισμικό ήμασταν σε θέση να δούμε και να διαγνώσουμε. Χάρη στις νέες απεικονιστικές συσκευές όμως, είμαστε σε θέση πλέον να ποσοτικοποιήσουμε όχι μόνο το υλισμικό αλλά και το λογισμικό, το software. Γι’ αυτό τον σκοπό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική απεικόνισης του τανυστή διαχύσεως (Diffusion Tensor Imaging – DTI), ένα είδος μαγνητικής τομογραφίας με την οποία οι γιατροί μπορούν να δουν στο εσωτερικό του εγκεφάλου και όλα όσα συμβαίνουν εκεί – τη συνείδηση ή το πνεύμα, αν προτιμάτε, ενός ανθρώπου. Η τεχνική DTI, μετρώντας τη ροή νερού μέσα στα αναρίθμητα δίκτυα του νευρικού συστήματος, μας επιτρέπει να υπολογίσουμε την ελεύθερη ενέργεια στον εγκέφαλο για να δημιουργήσουμε μια οπτική απεικόνιση «της ψυχής εν δράσει».

Μπορούμε στην κυριολεξία να δούμε εικόνες του συναπτικού χάρτη του εγκεφάλου: τις μεγάλες οδούς, τις γέφυρες και τις παρακάμψεις. Μπορούμε να εντοπίσουμε νευρολογικές διαταραχές με τρόπους που μέχρι πρότινος ήταν αδύνατοι. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τώρα μπορούμε να οπτικοποιήσουμε το Πνεύμα για το οποίο είχε μιλήσει ο Νεύτων: τις δραστήριες δυνάμεις που κινούν τις ενέργειες του εγκεφάλου, ο οποίος με τη σειρά του καθοδηγεί τα άκρα, τα όργανα και το υπόλοιπο σώμα μας. Μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε αυτή την ενέργεια.

Τώρα πια με τις μαγνητικές τομογραφίες δεν βλέπουμε τους νευρώνες και τα νευρογλοιακά κύτταρα• βλέπουμε τη δραστηριότητα. Και αυτό μας δίνει κάτι περισσότερο από μια απλή ιδέα τού τι κάνει ο νους. Μπορούμε στην κυριολεξία να δούμε τον «νου» στον εγκέφαλο. Μπορούμε να δούμε την πίστη εν δράσει. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να δούμε πώς διάφορες νοητικές καταστάσεις (η πνευματική δραστηριότητα ή το λογισμικό του νου) αλλάζουν τη δομή του υλισμικού.

Η γέφυρα μεταξύ νου και σώματος

Οι συναισθηματικές καταστάσεις του ανθρώπου ή τα πιστεύω του επηρεάζουν τη βιολογία του. Πώς όμως οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις μας ενοικούν στην ψυχολογία μας; Με άλλα λόγια, υποθέτοντας ότι ο εγκέφαλος είναι δημιουργός μιας εικονικής πραγματικότητας που παράγει αντιλήψεις, πώς αυτές οι αντιλήψεις αλληλεπιδρούν με τις οργανικές διεργασίες; Πώς τα μη οργανικά γεγονότα ή οι μεταφυσικές καταστάσεις αλληλεπιδρούν με την οργανική δομή του εγκεφάλου; Με ποιο τρόπο ο νους/η ψυχή έχει αντίκτυπο στο σώμα;

Προκειμένου να κατανοήσουμε το πώς οι αντιλήψεις ή οι πεποιθήσεις μας αλληλεπιδρούν με την οργανική δομή του εγκεφάλου, πρέπει να καταλάβουμε το πώς ο νους/η ψυχή λειτουργεί ως ολόγραμμα. Τη δεκαετία του 1930, ο πρωτοπόρος Καναδός νευροχειρουργός Wilder Penfield συνέδεσε πρώτος το ολόγραμμα με τον τρόπο που ο εγκέφαλος προβάλλει τη δική του εικονική πραγματικότητα. Ένα ολόγραμμα είναι μια τρισδιάστατη εικόνα που έχει αναπαραχθεί από μια μεμονωμένη πηγή φωτός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη, η οποία προέρχεται από τις λέξεις όλος (ολόκληρος) και γράμμα (μήνυμα).

Για να δημιουργήσουμε ένα ολόγραμμα, παίρνουμε την εικόνα ενός αντικειμένου. Ας πούμε ότι το αντικείμενο αυτό είναι ένα μπαλάκι του τένις. Φωτίζουμε την ολογραφική πλάκα και το βλέπουμε από διαφορετικές γωνίες. Το αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική, τρισδιάστατη εικόνα, την οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε από όλες τις πλευρές. Η διάχυση του φωτός παράγει το εικονικό μοντέλο. Βεβαίως, το μπαλάκι του τένις που παρουσιάζεται στο ολόγραμμα δεν υπάρχει. Δεν καταλαμβάνει φυσικό χώρο. Ο Penfield ανέπτυξε μια μέθοδο χειρουργικής επέμβασης σε εγκεφάλους ασθενών, ενώ αυτοί είχαν κανονικά τις αισθήσεις τους. Οι ασθενείς ανέφεραν με ακρίβεια σημεία του σώματός τους στα οποία αισθάνθηκαν κάτι διαφορετικό λόγω των ηλεκτρικών διεγέρσεων που είχε προκαλέσει ο Penfield στον εγκέφαλό τους.

Όσο μακάβριο κι αν ήταν, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη το ότι οι ασθενείς μπορούσαν να αισθανθούν αυτό που εκείνος έκανε. Ωστόσο, καθώς ο Penfield χρησιμοποιούσε την άκρη του ηλεκτροδίου για να καταγράψει τη λειτουργία του εγκεφαλικού φλοιού σε σχέση με τις αντίστοιχες περιοχές του σώματος, παρείχε στους ασθενείς του κάτι που κανείς δεν περίμενε: τρισδιάστατα όνειρα, οσμές, ακουστικές και οπτικές παραισθήσεις, μνήμες που είχαν σβήσει και ανακλήθηκαν, ακόμα και έντονες εξωσωματικές εμπειρίες. Σε μια περίπτωση, σύμφωνα με τον Penfield: «Τοποθετήθηκε ένα ηλεκτρόδιο στον κροταφικό λοβό του ασθενούς και εκείνος είχε μια αναδρομή σε γεγονότα μιας προηγούμενης χρονικής στιγμής της ζωής του. Ήταν ηλεκτρικές ώσεις διαδοχικών καταγραφών της συνείδησης, που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια μιας προγενέστερης εμπειρίας του ασθενούς».

Από αυτά τα πειράματα ο Penfield συμπέρανε ότι κάποιες περιοχές του εγκεφάλου έχουν τη δυνατότητα να περικλείουν τη μνήμη με ολογραφικό τρόπο, παρέχοντας μια διάσταση αντιληπτικής πραγματικότητας που μας επιτρέπει να δώσουμε ξανά ζωή στην εμπειρία και κατ’ αυτό τον τρόπο να βιώσουμε ξανά θραύσματα της συγκεκριμένης εμπειρίας. Όταν θυμάστε τη μητέρα σας τις ώρες που προσπαθούσε να σας ησυχάσει όταν ήσασταν παιδιά, αυτό που βιώνετε στον νου σας δεν είναι μια επίπεδη οπτική αναπαράσταση, δεν είναι μια φωτογραφία ή ζωγραφιά. Βλέπετε τρισδιάστατα το πρόσωπο της μητέρας σας. Ξαναβλέπετε τις κινήσεις της σαν να ήταν ταινία.

Αυτή η ανάμνηση πλησιάζει περισσότερο το ολόγραμμα απ’ όσο μια φωτογραφία. Αυτό ακριβώς διαπίστωσε ο Penfield. Όταν ο εγκέφαλος δέχτηκε έναν εξωτερικό ερεθισμό, δημιούργησε την πειστική αναπαραγωγή μιας προηγούμενης εμπειρίας. Αυτή η αναπαραγωγή απέδωσε το γεγονός, το οποίο ανακλήθηκε στη μνήμη στην πλήρη πολυδιάστατη φύση του. Οι αναδρομές των ασθενών του Penfield έδειχναν να «παίζουν» με την κατάλληλη σειρά, όπως οι σκηνές μιας ταινίας, σαν να επρόκειτο για μια συνεχή ακολουθία γεγονότων. Ο ίδιος παρατήρησε ότι οι ασθενείς ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν την εμπειρία που βίωναν εκείνη τη δεδομένη στιγμή στην αίθουσα του χειρουργείου από όσα ανακαλούσαν στη μνήμη τους. Ίσως ο Penfield να μπορούσε να τους ρωτήσει «αν τους αρέσει η ταινία», αλλά δεν θα καταλάβαιναν τι εννοούσε.

Με άλλα λόγια, οι ασθενείς βίωναν δύο ταυτόχρονες «ροές συνείδησης». Από τη μια, μπορούσαν να δουν και να βιώσουν τη μνήμη «ολοζώντανη». Από την άλλη, γνώριζαν ότι απλώς παρατηρούσαν κάτι. Οι ασθενείς του Penfield γνώριζαν ότι δημιουργούσαν έναν εικονικό κόσμο τη στιγμή που ήταν «δέσμιοι» της δεδομένης πραγματικότητας. Θα μπορούσαν ακόμα και να συγκρίνουν τις δύο καταστάσεις. Οι ασθενείς με αυτή τη διπλή ροή οδήγησαν τον Penfield στο συμπέρασμα ότι ο νους είναι πράγματι κάτι διαφορετικό από τον εγκέφαλο και υποστηρίζεται από μια «διαφορετική μορφή ενέργειας». Ακολούθησαν αναρίθμητες μελέτες που υποστήριξαν εκείνες τις διαπιστώσεις του Penfield.

Αυτό που μας αποκαλύπτει η αναλογία με το ολόγραμμα είναι ότι ο νους δεν καταλαμβάνει έναν σαφώς ορισμένο φυσικό χώρο μέσα στο υλισμικό του εγκεφάλου. Δεν είναι τοπικοποιημένος, και όλες οι ξεχωριστές ροές – ακολουθίες σκέψης συνδέονται αναπόσπαστα με άλλες ομάδες μνημών που έχουν ανακληθεί, καθώς και με το σύνολο. Αυτό βρίσκεται σε διαμετρικά αντίθετη θέση από τη συμβατική σκέψη της νευρολογίας, η οποία συνδέει τη λειτουργία με σαφώς προσδιορισμένες περιοχές του εγκεφάλου.

Ωστόσο, το παράδειγμα με το ολόγραμμα δείχνει ότι ενώ ο εγκέφαλος είναι οργανικής φύσης, η εμπειρία που εμπεριέχει –η εικονική ή η αναπαραστατική πραγματικότητά της– είναι άυλη. Μοιάζει λες και το ολόγραμμα επιτρέπει κάποιου είδους μετατροπή, κατά την οποία οι αόρατες δυνάμεις του νου και της ψυχής εκδηλώνονται μέσα από το τεράστιο ανατομικό δίκτυο νευρώνων και συνάψεων. Το ολόγραμμα συνδέει νου και εγκέφαλο, παρέχοντας τον σύνδεσμο μεταξύ υλικού και άυλου, μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού.

Η γέφυρα μεταξύ νου και ψυχής

Βλέποντας τον νου ως ολόγραμμα έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε πώς ο εγκέφαλος δημιουργεί τις αντιλήψεις και κατ’ επέκταση τις πεποιθήσεις, καθώς και πώς οι άυλες σκέψεις και τα συναισθήματα αλληλοεπιδρούν με τις οργανικές διεργασίες του σώματός μας. Η πρόκληση που γεννά το ολογραφικό μοντέλο εμφανίζεται όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τι αντιλαμβάνεται ουσιαστικά ο εγκέφαλος. Ας επιστρέψουμε στην ολογραφική προβολή της μπάλας του τένις. Η μπάλα δεν είναι περισσότερο παρούσα απ’ όσο οι σκιές του σπηλαίου στην πλατωνική Πολιτεία. Το ολόγραμμα είναι ένα «παιχνίδι» της αντιληπτικής ικανότητας – πρόκειται για πυκνή, ρεαλιστική πληροφορία, που έχει καταγραφεί και έχει αποκτήσει ξανά ζωή.

Όταν κοιτάζουμε το ολόγραμμα, βλέπουμε το μπαλάκι του τένις να προβάλλεται μέσα στον χώρο και την προοπτική του να αλλάζει ενόσω το παρατηρούμε από διαφορετικές γωνίες. Το ολογραφικό μοντέλο αφήνει να εννοηθεί ότι οι αντιλήψεις μας είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι μπροστά μας βλέπουμε ένα ομοίωμα, ποια είναι η πραγματική φύση αυτού που αντιλαμβανόμαστε; Ποια είναι η φύση του αντικειμένου που αντανακλάται; Εδώ υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδοξο. Το να ισχυριστούμε ότι το ολόγραμμα είναι το μέσο μεταξύ σκέψης ή συναισθήματος και σώματος, μεταξύ των αναμνήσεών μας και της οργανικής μας πραγματικότητας είναι η μία όψη. Αν όμως μάθουμε ότι ο εγκέφαλος είναι ικανός να προβάλει ψευδαισθήσεις, τότε θα θελήσουμε επίσης να μάθουμε τι βρίσκεται πίσω από την οθόνη αυτής της εικονικής προβολής.

Αυτή είναι η άλλη όψη. Θα θελήσουμε να διαπιστώσουμε ότι το ολόγραμμα είναι αληθινό – ή τουλάχιστον ότι αυτό που απεικονίζεται από το ολόγραμμα είναι αληθινό. Θα θελήσουμε να μάθουμε ότι τα πιστεύω μας είναι αληθινά. Ίσως τραβήξουμε τις κουρτίνες για να εξακριβώσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πίσω από το «μαγικό παιχνίδι». Ή μήπως υπάρχει; Ας μην ξεχνάμε ότι το ολόγραμμα είναι μια φωτισμένη εικόνα η οποία χρειάζεται μια πηγή φωτός για να δημιουργηθεί. Χωρίς το φως δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε ομοίωμά του. Επιπρόσθετα, αυτό το φως τροφοδοτεί τη φλόγα της ανθρώπινης συνείδησης – την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα. Και όπως το φως συνδέεται πάντοτε με την πηγή του, έτσι και η ανθρώπινη ψυχή αποτελεί το «αντικείμενο» το οποίο είναι συνδεδεμένο με το φως που εκπέμπει ο Θεός, φωτίζοντας την ίδια της την ύπαρξη.

O Γερμανός φιλόσοφος του 18ου αιώνα Georg Wilhelm Friedrich Hegel υποστήριξε ότι «το φως διαχέει τη μοναδική φύση του σε άπειρες φόρμες και προσφέρει τον εαυτό του θυσία… ώστε από την ουσία του ο άνθρωπος να λάβει μια μακρόβια ύπαρξη για τον ίδιο του τον εαυτό». Τότε λοιπόν η ψυχή είναι η σύνδεσή μας, το μέσο μας προς μια βαθύτερη πραγματικότητα, που διαφορετικά θα παραμείνει άγνωστη σ’ εμάς. Η πίστη στην ψυχή σημαίνει ότι πιστεύουμε πως υπάρχει μια άυλη ώθηση και επιθυμία, ανάλογη προς την υλική (δηλαδή προς την επιθυμία του εγκεφάλου και του νου) για σύνδεση, η οποία είναι ενσωματωμένη στη δομική σύνθεση του ανθρώπου. Σημαίνει ότι υπάρχουν παράλληλες δυνάμεις ενέργειας. Αυτή η επιθυμία, η ώθηση προς τη σύνδεση είναι που μας οδηγεί στην αναζήτηση της εγγενούς ενότητας και της συναισθηματικής σύναψης. Επιθυμούμε να συνδεθούμε με τον Θεό όπως η φλόγα υψώνεται για να αγκαλιάσει την πηγή της.

Ο Καρτέσιος έβλεπε την ψυχή ως κάτι που εδραιώνει όχι μόνο αυτό που δεν είναι βιολογικό, αλλά και ως τη θεμελιώδη πνευματική αρχή των ανθρώπινων όντων και τη «φλόγα της θεϊκότητας» μέσα τους. Όλοι έχουμε γεννηθεί με ψυχή, με αδιαίρετες, θεϊκές ιδιότητες και ουσίες. Αλλά τα επίπεδα της θεϊκότητας που μας αποκαλύπτονται και μας αποκρύπτονται είναι πολλαπλά. Το υψηλότερο επίπεδο επικοινωνίας ή μοιράσματος συνδηλώνει την πεμπτουσία της ψυχής – την ενότητα της ψυχής με την πηγή της. Η ψυχή μπορεί να θεωρηθεί το κομβικό σημείο ή ο σύνδεσμός μας με τον φυσικό κόσμο. Κάθε ψυχή μπορεί να ιδωθεί ως ένα ακέραιο ψήγμα φωτός, η ζωτικής σημασίας φλόγα της ενυπάρχουσας εκδήλωσής της.

Η ψυχή μάς συνδέει, με τους άλλους και με τον εαυτό μας. Αν και ο ασθενής συνήλθε από το κώμα, δεν ανένηψε ποτέ πλήρως από το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο επακόλουθος ψυχικός πόνος έθεσε πολλές φορές σε δοκιμασία την πίστη και το ψυχικό σθένος του ίδιου και της οικογένειάς του τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν. Σχεδόν μετά από έναν χρόνο έφυγε από τη ζωή εξαιτίας επιπλοκών που είχε προκαλέσει το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο ασθενής υπήρξε άνθρωπος κοινωνικός και πνευματώδης.

Είχε πολλά να πει – ήταν παιδίατρος που έκανε αστεία με τους μικρούς ασθενείς του, ενδιαφερόταν βαθύτατα γι’ αυτούς και φρόντιζε πάντοτε να έχει προσωπική σχέση μαζί τους. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ομιλίας λόγω του εγκεφαλικού, δεν έβλεπε και υπέφερε από μερική πάρεση στην αριστερή πλευρά του σώματός του, χωρίς να αναφέρω το κενό που δημιουργήθηκε εκεί όπου κάποτε ήταν η προσωπικότητά του. Δεν μπορούσα να διώξω από το μυαλό μου τη σκέψη ότι είχε βγει από τη μονάδα εντατικής θεραπείας και ήταν ακόμα στη ζωή – ναι, αλλά είχε βγει τελείως διαφορετικός, ένας άνθρωπος ανάπηρος.

Η βαθιά αποσύνδεση του ασθενή εκείνη την περίοδο (ήταν αδύνατον να μιλήσει ή να αναγνωρίσει απόλυτα τα αγαπημένα του πρόσωπα σε επίπεδο φυσικής παρουσίας) με επηρέασε όσο με είχε επηρεάσει και η σύνδεση που είχαμε βιώσει λίγο καιρό πριν στο νοσοκομείο. Ένιωθα φόβο, είχα ταραχτεί από το γεγονός ότι δεν είχα καμιά πρόσβαση στον άνθρωπο που γνώριζα ολόκληρη τη μέχρι τότε ζωή μου. Τι ήταν αυτό που είχε συμβεί στον νου και στον εγκέφαλό του και άλλαξε ριζικά την ίδια του τη φύση; Οτιδήποτε ήταν εκείνο που έπαψε να λειτουργεί και να υπάρχει ξύπνησε σ’ εμένα μια τεράστια δίψα να ερευνήσω σε βάθος τα μυστήρια του νου.

Οι εσωτερικές διεργασίες του ανθρώπινου νου και του ανθρώπινου εγκεφάλου άρχισαν να με συναρπάζουν. Η απώλεια της σύνδεσης που είχα με αυτό τον άνθρωπο άνοιξε για μένα έναν εντελώς καινούριο δρόμο και έθεσε τις βάσεις για μια νέα σταδιοδρομία. Οι στιγμές της σύνδεσης και της απώλειάς της με έκαναν να προχωρήσω παρακάτω. Όμως για μένα, πάνω απ’ όλα, είναι η στιγμή τής γεμάτης ηλεκτρισμό σύνδεσης που θριάμβευσε και που έμεινε παντοτινά μέσα μου. Είναι η στιγμή που κάτι μέσα μας μας συνέδεσε, όχι μόνο τον έναν με τον άλλο, αλλά και τους δυο μας με μια ανώτερη δύναμη. Μια στιγμή που την ωθούσε κάτι βαθιά μέσα από τη φύση του καθενός μας. Μια στιγμή που με έκανε να προχωρήσω στις επιστημονικές και στις θρησκευτικές μου αναζητήσεις. Υποστηρίζω ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε όταν η θέλησή του να συνδεθεί με έναν άλλο άνθρωπο διαταράσσεται από μια βαθύτατα τραυματική εμπειρία.

Η απώλεια της ζωής δεν είναι η μόνη συνέπεια του πολέμου, των εγκληματικών πράξεων και κάθε κατάστασης που στρέφει μια ψυχή ενάντια σε μια άλλη• μπορεί επίσης να απομακρύνει την ανθρώπινη ψυχή από την αναζήτηση της σύνδεσης και να την περιορίσει μόνο στη βιολογική αυτοσυντήρηση. Το βαθύτερο τραύμα μας είναι πρωτίστως η απώλεια της εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και παράλληλα η απώλεια της πίστης στους άλλους. Η αγγλική λέξη sin (αμάρτημα) στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει επίσης «ελαχιστοποιώ, υποβαθμίζω»• ο χωρισμός του ενός ανθρώπου από τον άλλο είναι η απομάκρυνση από την ουσία της ύπαρξής μας, από την ουσία που προορίζεται για δέσμευση και συνδεσιμότητα.

Υπάρχει όμως ελπίδα. Από όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τον εγκέφαλο και τον νου, μπορούμε να εδραιώσουμε ξανά αυτή τη συνδεσιμότητα όταν υψώνουμε την ύπαρξή μας πάνω από τα οργανικά, περιγεγραμμένα όριά της. Όταν από το φυσικό προσεγγίζουμε το μεταφυσικό, ανακαλύπτουμε ξανά τις συνδέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Ο σκοπός που ο εγκέφαλος/νους δημιουργεί την πεποίθηση είναι για να μας εξοπλίσει με εμπιστοσύνη, με την προβλεψιμότητα της εμπειρίας και με τη συνοχή των σχέσεων. Είναι το θεμέλιο της συνδεσιμότητας μέσα μας και μεταξύ μας, η ικανότητα να ενεργούμε μέσα σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα θεωρείται εντελώς υποκειμενική. Μέσα από την ικανότητά μας να κατανοούμε το άυλο, μπορούμε να συλλάβουμε επίσης την ουσία του εαυτού μας και του άλλου.

Όταν τα παιδιά λαμβάνουν σεβασμό κι εμπιστοσύνη, γίνονται συνειδητοποιημένοι ενήλικες

Ο σεβασμός ως έννοια δεν είναι κάτι ξεκάθαρα προσδιορισμένο όταν έχει να κάνει με γονείς και παιδιά. Μπαίνοντας στη μέση κάθε λογής συναίσθημα από το πιο καλοπροαίρετο ως το πιο εγωιστικό – διότι δυστυχώς το να είσαι γονιός δε σε κάνει αυτό εξ’ ορισμού μη εγωιστή όσο κι αν γίνονται προσπάθειες να εντυπωθεί το αντίθετο μέσα μας – το τοπίο θολώνει.

Ακόμη περισσότερο, έρχεται να μπερδέψει την κατάσταση το γεγονός ότι λόγω ηλικίας, πρακτικής απειρίας και μη δυνατότητας του παιδιού να αυτοεξυπηρετηθεί από την αρχή, οι γονείς συχνά αισθάνονται όχι απλώς υπεύθυνοι αλλά και ιδιοκτήτες του παιδιού τους με αποτέλεσμα πολλές φορές η προσωπικότητα του ίδιου να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα ή να ευνουχίζεται εντελώς. Συνήθως, λοιπόν, ο σεβασμός είναι κάτι που απαιτείται μόνο από τη μία πλευρά -αυτή των παιδιών.

Παράγοντες όπως η υπερπροστατευτικότητα, τα γονεϊκά κατάλοιπα, η διαστρεβλωμένη έννοια της πειθαρχίας και κατ’ επέκταση η με λανθασμένο τρόπο επιβολή αυτής, ο εγωισμός, η απολυτότητα, η αίσθηση πως ο γονιός είναι αυθεντία κι η πεποίθηση πως λόγω αυταπόδεικτης αγάπης μόνο ο ίδιος ξέρει τι είναι καλύτερο για το παιδί του, οδηγούν συχνά στην κατάπνιξη της ατομικής κρίσης, αντίληψης κι εν τέλει της προσωπικότητας των παιδιών εν γένει.

Πράξεις που έμμεσα ή άμεσα υποδηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης στην αναπτυσσόμενη κρίση κι αντίληψη των παιδιών όπως κι η έλλειψη αποδοχής της όποιας διαφορετικότητάς τους οδηγούν αργότερα σε συμπεριφορές, οι οποίες συνήθως βασίζονται στα διάφορα συμπλέγματα κυρίως κατωτερότητας ή ψυχαναγκαστικής ανάγκης για απόδειξη ανωτερότητας από την πλευρά του παιδιού, που μεγαλώνοντας μετατρέπεται σε έναν όντως συμπλεγματικό ενήλικα.

Ένα παιδί αντιλαμβάνεται πολύ περισσότερα από όσα θέλουμε να νομίζουμε πως καταλαβαίνει και το περίεργο είναι ότι, ενώ κι οι ίδιοι υπήρξαμε κάποτε παιδιά, πολλά από τα χαρακτηριστικά των διάφορων περασμένων ηλικιών επιλέγουμε πεισματικά να τα “ξεχνάμε”. Φράσεις όπως “επειδή το λέω εγώ” ως απάντηση στο εκάστοτε “γιατί” των παιδιών/εφήβων μπορούν κάποτε να αποδειχτούν καταστροφικές, όπως φυσικά κι η γενικότερη στάση διαπαιδαγώγησης που τις επιβεβαιώνει.

Όταν επιβάλλουμε στο παιδί/έφηβο μια συμπεριφορά ή μια δική μας επιλογή, και στην καλύτερη περίπτωση η μοναδική εξήγηση από πλευράς μας είναι “εγώ ξέρω καλύτερα το καλό σου, εσύ ακόμη είσαι μικρός/η και δεν ξέρεις”, ή στη χειρότερη – αν δούμε πως το παιδί αντιστέκεται – χρησιμοποιούμε εκβιασμούς κι εκφοβισμούς όπως φράσεις ύφους “αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω, ξέχνα -κι εδώ μπαίνει η εκάστοτε επιθυμία του παιδιού που στα χέρια μας γίνεται όπλο εναντίον του» – δεν μπορούμε παρά να περιμένουμε αργότερα ως αποτέλεσμα μια συχνά προβληματική ή δυσλειτουργική προσωπικότητα που θα μπλοκάρει την ενήλικη πια ζωή του κάποτε παιδιού.

Πιθανές απόρροιες ενός καθόλου ενθαρρυντικού στην ανάπτυξη της προσωπικής κρίσης κι αντίληψης του παιδιού/εφήβου περιβάλλοντος, είναι ευεπηρέαστες κι ενοχικές συμπεριφορές, εξαρτητικές τάσεις ως δείγμα ανάγκης μόνιμης καθοδήγησης μιας κι η συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση του ανθρώπου, ο οποίος μεγάλωσε με τέτοια παραδείγματα δεν του επιτρέπει να βασίζεται στις δικές του απόψεις, φοβικά σύνδρομα που συνοδεύουν τα πραγματικά του θέλω τα οποία θεωρεί ότι τελικά είναι δευτερεύοντα ή αν δε συνάδουν με τη στάση ζωής και τα θέλω των γονιών του, καθίστανται απευθείας “κακά” κι ως εκ τούτου απαγορευτικά.

Επιβεβαιώνοντας τη γνωστή ιστορία όπου τα μικρά ελεφαντάκια στα τσίρκο, όντας δεμένα σε έναν πάσσαλο κατά την ηλικία που ακόμη δεν μπορούσαν να ξεφύγουν κι έπειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες μεγαλώνοντας θεωρούν πως ακόμη δεν έχουν τη δύναμη να βγάλουν τον πάσσαλο χωρίς καν πια να το δοκιμάζουν, οι άνθρωποι έχοντας στο υποσυνείδητό τους ότι ως παιδιά – όσο ακόμη η προσωπικότητά τους διαμορφωνόταν – δεν είχαν τη δυνατότητα ή/και ικανότητα επιλογής – και μάλιστα αυθαίρετα εκ μέρους των γονιών – ακολουθούν κι ως ενήλικες πια την ίδια στάση ζωής, η οποία εμφανίζεται πλέον σε διάφορες εκφάνσεις της. Άτομα που άγονται και φέρονται μεταξύ ξένων απόψεων και τα οποία πείθονται κάθε φορά από όποια άποψη ακούνε τελευταία, είναι ένα σχετικά ακραίο μεν, καθόλου σπάνιο παράδειγμα δε.

Από την άλλη πλευρά, η άκρως αντιδραστική από την αντίθετη κατεύθυνση οδός είναι επίσης πιθανή με το παιδί ως αυριανό ενήλικα να ζει, έχοντας ως βάση και φόντο των περισσότερων επιλογών του σε ψυχαναγκαστικό βαθμό το πώς θα πήγαινε κόντρα σε όσα η οικογένειά του τού επέβαλλε μέχρι πρότινος. Κάποιος θα έλεγε πως ίσως το δεύτερο να ήταν προτιμότερο και πιο λυτρωτικό, μα το αρνητικό σε αυτήν την περίπτωση είναι πως και πάλι δε σημαίνει ότι το άτομο ακολουθεί συνειδητοποιημένα τις δικές του απόψεις κι επιθυμίες, μιας και συχνά ως γνώμονα των κατευθύνσεων που καλείται να ακολουθήσει δεν έχει το τι πραγματικά θέλει το ίδιο, αλλά το τι δε θα ήθελαν οι γονείς του. Πράγμα που οδηγεί στο ίδιο μονοπάτι μη ανάπτυξης ολοκληρωμένης ή έστω συνειδητοποιημένης προσωπικότητας οπότε και στον ίδιο αέναο φαύλο κύκλο.

Η υπερπροστατευτικότητα συνεχίζοντας, μπορεί να μην έχει πάντα εγωιστικά κίνητρα κι αίτια, κάποιες φορές μπορεί να φαντάζει πιο αγνή σε σχέση με την ετσιθελική επιβολή απόψεων, ίσως να μη συνοδεύεται από συμπεριφορές που δηλώνουν έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπο του παιδιού, σίγουρα όμως εφόσον ξεφεύγει του μέτρου όπως τα περισσότερα «υπέρ» κρύβει κι αυτή πολλές παγίδες.

Σε αυτήν την περίπτωση, το πρόβλημα δεν εστιάζεται στην εντύπωση που δημιουργείται στο παιδί πως δεν το σέβονται, αλλά στην αίσθηση που τελικά εδραιώνεται μέσω υπερπροστατευτικών συμπεριφορών πως η οικογένειά του δεν εμπιστεύεται το ίδιο και τις ικανότητές του. Άρα, εδώ το θέμα δεν είναι μεν η έλλειψη σεβασμού αλλά εμφανίζεται το πρόβλημα της έλλειψης εμπιστοσύνης -η τουλάχιστον η αίσθηση αυτής- που όμως οδηγεί σε παρόμοια αποτελέσματα.

Το παιδί ως αυριανός ενήλικας πιθανότατα θα εξελιχθεί σε ένα άτολμο άτομο που θα δυσκολεύεται να πιστέψει στις δυνάμεις του, θα αρνείται να βασιστεί στη δική του κρίση, θα φοβάται να εμπιστευτεί την προσωπική του αντίληψη. Κι αυτό, επειδή όσο μεγάλωνε, πάντα κάποιος έσπευδε να φέρει εις πέρας αντί για εκείνο, υποθέσεις που αφορούσαν εκείνο. Επειδή ποτέ δεν του δόθηκε η ευκαιρία να πάρει πρωτοβουλίες υπό το φόβο της ενδεχόμενης αποτυχίας για να μην πληγωθεί. Επειδή εν ολίγοις πάντα έτρεχαν κι αποφάσιζαν άλλοι για εκείνο όχι επειδή προσπαθούσαν να του επιβληθούν αυτή τη φορά, αλλά προσπαθώντας να το “προστατεύσουν”.

Μόνο που κλείνοντας το παιδί σε μια γυάλα, δεν το προστατεύουμε από τα δεινά τα οποία καλώς ή κακώς είναι αναπόφευκτα στη ζωή. Αυτό που καταφέρνουμε είναι να το κάνουμε να μην ξέρει πώς να τα αντιμετωπίσει μόνο του, όταν θα τα συναντήσει. Αυτό που πετυχαίνουμε δεν είναι να το κρατήσουμε μακριά από λάθη που θα κάνει έτσι κι αλλιώς, αλλά να το μετατρέψουμε σε έναν επίσης φοβικό κι ενοχικό ενήλικα απέναντι σε κάθε πιθανή προσωπική αποτυχία. Αυτό που εν τέλει καταφέρνουμε είναι η παράλυση του Εγώ του απέναντι στην ίδια τη ζωή. Διότι άλλο είναι να στηρίζεις κάποιον στις αποτυχίες του, άλλο να ζεις αντί γι’ αυτόν, ώστε να μην αποτύχει ο ίδιος.

Γι’ αυτό, κι ανακεφαλαιώνοντας τα δύο πιο θεμελιώδη χαρακτηριστικά στην ανατροφή ενός παιδιού είναι ο σεβασμός κι η εμπιστοσύνη. Ό,τι λαμβάνουμε σε μικρή ηλικία, δεν είναι λίγες οι φορές που αργότερα το ελκύουμε. Η αυτοεκτίμηση κι ο αυτοσεβασμός είναι πράγματα που καλλιεργούνται και αποτελούν τεράστια εφόδια στη μετέπειτα πορεία κάθε ανθρώπου. Αν αυτά ευνουχιστούν στην πιο καθοριστική ηλικία του ατόμου όταν ακόμη ο χαρακτήρας του αποκτά μορφή τότε είναι μεν στο δικό του χέρι αργότερα να τα ανακτήσει, αλλά σίγουρα θα δυσκολευτεί πολύ περισσότερο από κάποιον ο οποίος θα τα είχε ήδη στη φαρέτρα του.

Δεν είναι κρίμα λοιπόν να αποτελούμε τροχοπέδη οι ίδιοι στη ζωή των παιδιών αντί να τα βοηθάμε να ενδυναμώσουν την ύπαρξή τους μέσα στον κόσμο που είναι συχνά σκληρός; Φυσικά, όχι μετατρέποντάς τα σε αναίσθητα όντα, αλλά ενθαρρύνοντάς τα να επιλέγουν πάντα να πατούν γερά στα δικά τους πόδια.

Άλλο είναι να μπορούμε να οριοθετήσουμε ως υπεύθυνοι ενήλικες – γονείς κάποια πράγματα εντός των πλαισίων της διαπαιδαγώγησης των παιδιών, κι άλλο είναι να προσπαθούμε να το παίξουμε θεοί επιβάλλοντάς τους χωρίς καμιά εξήγηση όσα εμείς θεωρούμε σωστά θαρρείς κι είμαστε ως ενήλικες ή ως γονείς τοποθετημένοι στο απυρόβλητο και κάτοχοι του αλάθητου εκ φύσεως.

Μη θεωρείτε πολυτέλεια τη συζήτηση με το παιδί σας. Μη θεωρείτε περιττή την επεξήγηση σε κάθε σας απόφαση που τα αφορά. Μη θεωρείτε πως δεν καταλαβαίνουν. Ακόμη κι αν τη δεδομένη στιγμή, όσο ακόμη είναι όντως μικρά, νομίζετε πως δεν είναι ακόμη ικανά να κατανοήσουν τα γιατί και τα πώς, να είστε σίγουροι πως η προθυμία σας να τα συμπεριλάβετε στις αποφάσεις ή έστω να τους εξηγήσετε γιατί συμβαίνει αυτό κι όχι εκείνο αργότερα θα εκτιμηθεί και θα αποτελέσει βασικό λιθαράκι στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου με κρίση κι αντίληψη. Είναι σημαντικό να νιώθουμε πως η γνώμη μας, η παρουσία μας, η προσωπικότητά μας, εμείς οι ίδιοι μετράμε για κάποιον. Πόσο μάλλον απέναντι στους γονείς μας, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για τη διαπαιδαγώγησή μας.

Μίλα στο παιδί σου, άκουσε το παιδί σου, δείξε σεβασμό στο παιδί σου. Δεν είσαι θεός ακόμη κι αν θεωρείς πως αρκούν οι αγνές σου προθέσεις. Δώσε του τη δύναμη να μπορεί μεθαύριο να έχει το θάρρος της ύπαρξής του, γιατί διαφορετικά, όταν εσύ φύγεις από αυτή τη ζωή κι αν ακόμη δεν έχει πάψει να υπακούει εσένα, το μόνο που θα έχεις καταφέρει θα είναι να δημιουργήσεις ένα παράσιτο το οποίο θα ψάχνει διαρκώς απελπισμένα κάποιον καθοδηγητή κι έναν κατ’ επέκταση δυστυχισμένο – έστω και υποσυνείδητα – άνθρωπο ο οποίος δε θα ξέρει πώς να καλύψει τα κενά όπου θα έπρεπε να υπάρχουν οι δικές του επιθυμίες. Η δική του προσωπικότητα. Αυτό θέλεις, αλήθεια, για το παιδί σου εσύ που το αγαπάς τόσο πολύ;

Είσαι ο ερευνητής χωρίς γνώση, ο δικαστής χωρίς δικαιοδοσία και τελικά, ο γελωτοποιός της φάρσας

Η απλότητα της συμπεριφοράς μου, δημιουργεί πράγματι την εντύπωση εύκολης ερμηνείας της εικόνας μου, αλλά επειδή η μέθοδος είναι κάπως καινούργια και ασυνήθιστη, δίνει αφορμή για κακολογία. Και πάλι, μου φαίνεται ότι σε όποιον θέλει δίκαια να με προσβάλει, δίνω τόσες αφορμές για κριτική με τις ομολογημένες και γνωστές ατέλειές μου που είναι αρκετές για να ικανοποιηθεί, χωρίς να χρειάζεται να τα βάζει με τον άνεμο. Αν, επειδή πρώτος εγώ τις κατηγορώ και τις αποκαλύπτω, νομίζει ότι του παίρνω τη μπουκιά από το στόμα. Είναι λογικό να εξασκεί τα δικαιώματά του με την υπερβολή και τη διόγκωση (έχει και η προσβολή δικαιώματα που πάνε πέραν της δικαιοσύνης), και από τα ελαττώματα των οποίων του δείχνω τις ρίζες μέσα μου, αυτός να κάνει δέντρα, και να χρησιμοποιεί όχι μόνο αυτά που με χαρακτηρίζουν αλλά και εκείνα που μόνο με απειλούν. Επιζήμια ελαττώματα, και λόγω είδους και λόγω αριθμού- ας με χτυπήσει με αυτά.

Θα ακολουθούσα ειλικρινά το παράδειγμα του φιλοσόφου Βίωνα. Ο Αντίγονος ήθελε να τον κοροϊδέψει για την καταγωγή του- εκείνος του έκοψε τη φόρα: είμαι, είπε, γιος ενός σκλάβου, χασάπη, μαρκαρισμένου με καυτό σίδερο, και μιας πόρνης που παντρεύτηκε ο πατέρας μου, εξαιτίας της φτωχής του καταγωγής. Και οι δυο τιμωρήθηκαν για κάποιο αδίκημα. Ένας ρήτορας με αγόρασε όταν ήμουν παιδί, γιατί με βρήκε συμπαθητικό, και πεθαίνοντας μου άφησε όλη του την περιουσία, που μεταφέροντάς τη στην πόλη των Αθηνών, αφοσιώθηκα στη φιλοσοφία. Ας μην κουράζονται οι ιστορικοί να βρουν πληροφορίες για μένα- θα τους πω ό,τι υπάρχει. Η ελεύθερη και γενναιόδωρη εξομολόγηση αποδυναμώνει την κατηγορία και αφοπλίζει την προσβολή.

Παραμένει όμως το γεγονός ότι, σε τελική ανάλυση, μου φαίνεται πως το ίδιο συχνά με επαινούν και με κατηγορούν ξεπερνώντας τα όρια της λογικής. Όπως μου φαίνεται επίσης ότι, από τα παιδικά μου χρόνια, σε τάξη και βαθμό τιμής με’έβαλαν μάλλον πιο πάνω παρά πιο κάτω από αυτό που άξιζα.

Αν οι άλλοι εξέταζαν προσεκτικά τους εαυτούς τους, όπως κάνω εγώ, θα τους έβρισκαν, όπως βρίσκω εγώ τον δικό μου, γεμάτους ματαιότητα και ανοησία. Να απαλλαγώ από αυτό δεν μπορώ χωρίς να απαλλαγώ από τον ίδιο τον εαυτό μου. Μας έχει όλους διαποτίσει, και τους μεν και τους δε· όσοι όμως το συνειδητοποιούν είναι λίγο καλύτερα, αν και, πάλι, δεν ξέρω.

Αυτή η κοινή στάση και συνήθεια να κοιτάμε περισσότερο αλλού παρά μέσα μας είναι πολύ χρήσιμη για τις δουλειές μας. Είμαστε για μας τους ίδιους ένα θέμα που προκαλεί δυσαρέσκεια- βλέπουμε μόνο κακομοιριά και ματαιότητα. Για να μη μας αποθαρρύνει, η Φύση έχει πολύ σωστά κατευθύνει την όραση προς τα έξω. Πηγαίνουμε μπροστά ακολουθώντας το ρεύμα, όμως το να γυρίσουμε πίσω προς τους εαυτούς μας είναι μια επώδυνη κίνηση: η θάλασσα ανακατεύεται και ταράζεται όταν απωθείται πίσω. Κοιτάξτε, λέει ο καθένας, την κίνηση του ουρανού, κοιτάξτε το λαό, τη διαμάχη του ενός, το σφυγμό του άλλου, τη διαθήκη εκείνου- δηλαδή, κοιτάξτε πάντα ψηλά ή χαμηλά, ή στο πλάι, ή μπροστά, ή πίσω σας. Ήταν μια παράδοξη εντολή που μας έδινε στην αρχαιότητα εκείνος ο θεός στους Δελφούς: Κοιτάξτε μέσα σας, γνωρίστε τον εαυτό σας, μείνετε στον εαυτό σας. Το πνεύμα σας και τη θέλησή σας, που καταναλώνονται αλλού, φέρτε τα πάλι πίσω σε σας- ξοδεύεστε και σκορπίζεστε- συγκεντρώστε ξανά τον εαυτό σας και γραπωθείτε πάνω του- σας προδίδουν, σας σκορπούν και σας κλέβουν από τον εαυτό σας. Δεν βλέπεις ότι αυτός ο κόσμος έχει στρέψει όλα του τα βλέμματα μέσα του και έχει τα μάτια του ανοιχτά για να παρατηρεί τον εαυτό του; Είναι ούτως ή άλλως ματαιότητα για σένα, και μέσα και έξω, είναι όμως λιγότερη ματαιότητα όταν είναι λιγότερο εκτεταμένη. Εκτός από σένα, άνθρωπε, έλεγε αυτός ο θεός, κάθε πράγμα εξετάζει πρώτα τον εαυτό του και, ανάλογα με τις ανάγκες του, έχει όρια στα έργα του και στις επιθυμίες του. Δεν υπάρχει ούτε ένα πράγμα τόσο κενό και φτωχό όσο εσύ, που αγκαλιάζεις το σύμπαν: είσαι ο ερευνητής χωρίς γνώση, ο δικαστής χωρίς δικαιοδοσία και τελικά, ο γελωτοποιός της φάρσας.

Michel de Montaigne, ΠΕΡΙ ΔΟΞΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑΣ

Πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένος;

Διότι αυτός που έχει τη γνώμη ότι κάτι είναι εκ φύσεως καλό ή κακό βρίσκεται σε διαρκή ταραχή: όταν του λείπουν αυτά που θεωρεί πως είναι καλά, πιστεύει ότι τον καταδιώκουν τα εκ φύσεως κακά, και κυνηγάει, όπως νομίζει, αυτά που είναι αγαθά – όταν πάλι αποκτήσει αυτά που θεωρεί αγαθά, πέφτει σε ακόμη μεγαλύτερη ταραχή, από την παράλογη και πέρα από κάθε μέτρο έπαρσή του και από φόβο μήπως αλλάξουν τα πράγματα κάνει τα πάντα για να μη χάσει αυτά που θεωρεί αγαθά. Απεναντίας, αυτός που δεν ορίζει με βεβαιότητα ποια είναι εκ φύσεως καλά ή κακά ούτε αποφεύγει ούτε επιδιώκει κάτι με ζήλο, μένει γι’ αυτό ατάραχος. Έτσι λοιπόν και οι Σκεπτικοί είχαν την ελπίδα ότι θα αποκτήσουν την αταραξία, κρίνοντας οριστικά την αναντιστοιχία μεταξύ των αντικείμενων της αίσθησης και των αντικειμένων της σκέψης, καθώς όμως δεν κατάφεραν να το επιτύχουν κατέληξαν στην εποχή με τη σειρά της η αταραξία ακολούθησε ως σύμπτωμα την εποχή, όπως η σκιά ακολουθεί το σώμα.

Σέξτος ο Εμπειρικός, Πυρρώνεια Υποτυπώσεις, Ι,27 και Ι,29

Ο Σέξτος Εμπειρικός ήταν γιατρός και έζησε τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ. Τα ιατρικά του έργα έχουν χαθεί, σώζονται όμως σε τρία βιβλία οι Πυρρώνειαι Υποτυπώσεις, όπου περιέχονται μια γενική έκθεση του Σκεπτικισμού και αντιλήψεων άλλων φιλοσοφιών. Οι ανασκευές αυτές υπάρχουν και στα έργα αυτού Προς δογματικούς, Προς ηθικούς, Προς μαθηματικούς. Ιδρυτής του σκεπτικισμού είναι ο Πύρρων ο Ηλείος, σύγχρονος του Αριστοτέλη. Αυτός δίδασκε πως η αληθινή φύση των πραγμάτων δε φανερώνεται σε μας και αμφισβητούσε τη δυνατότητα ορθής γνώσης, συνεπώς και ορθής πράξης. Υποστήριζε ότι για όλα τα θέματα υπάρχουν λόγοι αντίθετοι και ισοδύναμοι («ισοσθένεια»).

Εποχή: η «εποχή» ορίζεται από τους Σκεπτικούς ως διακοπή ή αναστολή της κρίσης. Χαρακτηρίζεται από τη μη συναίνεση ή συγκατάθεση σε δογματικές θέσεις που σχετίζονται με το πρόβλημα της δυνατότητας της γνώσης.

Ιστορίες από τον Ηρόδοτο

Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό της Καρίας το 485 π.Χ. Ο πατέρας του λεγόταν Λύξης, η μητέρα του Δρυώ και ο αδερφός του Θεόδωρος. Ο επιφανέστερος όμως συγγενής του ήταν ο θείος του, ο επικός ποιητής και τερατοσκόπος (= ερμηνευτής θαυμάτων) Πανύασης. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και φιλομαθής και ο Ηρόδοτος ανατράφηκε σ’ ένα περιβάλλον που αγαπούσε τον Όμηρο και τους παλαιούς θρύλους.

Όταν στην πατρίδα του έγινε τύραννος ο Λύγδαμις, ο Ηρόδοτος πήρε μέρος σε συνωμοσία για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 468 ή 467 π.Χ. στη Σάμο. Από τη Σάμο γύρισε στην Αλικαρνασσό και το 455 π.Χ. πήρε μέρος σε νέο κίνημα, επιτυχές αυτή τη φορά, για την ανατροπή του Λύγδαμη. Εντούτοις αργότερα υποχρεώθηκε και πάλι, για πολιτικούς λόγους, να εγκαταλείψει την πατρίδα του.

Από τότε (πιθανόν στα χρόνια 458-445 π.Χ.) άρχισε τις πολυχρόνιες περιπλανήσεις του. Ως περιηγητής και εξερευνητής επισκέφθηκε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου. Ταξίδεψε στην Κολχίδα, την Κριμαία και τη Σκυθία και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις του Εύξεινου Πόντου. Περιηγήθηκε το εσωτερικό της Μικρασίας, πήγε στην Κύπρο στη Συρία και στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο και στην Κυρηναϊκή. Σε όλα αυτά τα μέρη δεν έμενε πολύ. Στην Αίγυπτο για παράδειγμα έμεινε λίγους μόνο μήνες.

Φυσικά γύρισε και όλη την Ελλάδα και έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης ,τον Περικλή, τον Σοφοκλή και τον Πρωταγόρα. Με την ενθάρρυνση του Περικλή και την αποφασιστική συμμετοχή του Πρωταγόρα, συνέβαλε στην ίδρυση το 433 π.Χ., της αποικίας των Θουρίων στην κάτω Ιταλία, που χτίστηκε στα ερείπια της άλλοτε μεγάλης και ευημερούσας Σύβαρης. Εκεί ο Ηρόδοτος πέρασε τα περισσότερα χρονιά της υπόλοιπης ζωής του, γι’ αυτό και επονομάστηκε Θούριος.Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Πέθανε ανάμεσα στο 421 και 415 π.Χ.

Ο Ηρόδοτος θέλησε να εξιστορήσει τη μεγάλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες, στην πραγματικά γιγαντιαία αναμέτρηση των Περσικών Πολέμων, για να μη λησμονηθούν, όπως ο ίδιος γράφει, με την πάροδο του χρόνου τα έργα των ανθρώπων και να μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Αυτό είναι και το μοναδικό του έργο, το οποίο ο ίδιος φαίνεται πως το ονόμασε Ιστορίαι, οι Αλεξανδρινοί μελετητές όμως αργότερα το ονόμασαν Μούσαι, γιατί το χώρισαν σε εννέα βιβλία, στο καθένα από τα οποία έδωσαν το όνομα μίας από τις εννέα Μούσες.

Στα πρώτα τέσσερα βιβλία των Ιστοριών, ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τον σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο πέμπτο και το έκτο τις πρώτες συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του έκτου και σε ολόκληρα τα δύο επόμενα βιβλία περιγράφει τις δύο μεγάλες εκστρατείες των Περσών που κατέληξαν σε ήττες, η πρώτη στη μάχη του Μαραθώνα και η άλλη στη ναυμαχίας της Σαλαμίνας. Τέλος στο ένατο βιβλίο αναφέρεται στις άλλες πολεμικές δραστηριότητες των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Από χρονικής πλευράς ο Ηρόδοτος περιγράφει τα γεγονότα που έγιναν από το 560 π.Χ. μέχρι την κατάληψη της Σηστού το 478 π.Χ. από τους Αθηναίους.

Εκείνο που εντυπωσιάζει στο έργο του Ηροδότου είναι η φιλομάθεια και η περιέργειά του. Είναι φανερό πως ζητούσε να πληροφορηθεί με κάθε λεπτομέρεια τα ιστορικά γεγονότα και δεν απέρριπτε ακόμα και περιστατικά δευτερεύοντα. Αυτή ακριβώς η ανεκδοτολογικού χαρακτήρα αφήγηση δίνει ιδιαίτερο θέλγητρο στο έργο του. Δεύτερο χαρακτηριστικό του είναι η αμεροληψία του. Δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον πολιτισμό των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, τις ναυτικές ικανότητες των Φοινίκων, τη γενναιότητα των Θρακών και των Σκυθών, την εντιμότητα και τη ηθική των Περσών – οι οποίοι να μην το ξεχνάμε, ήταν οι κύριοι αντίπαλοι και εχθροί των Ελλήνων. Για την αμεροληψία του αυτή πολλοί τον χαρακτήρισαν “φιλοβάρβαρο”, ο Πλούταρχος έγραψε ολόκληρο δοκίμιο “περί της Ηροδότου κακοήθειας”, ενώ και οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της εθνικής ψυχοπαθολογίας μας, τον ονομάζουν “φοινικιστή”.

Μολονότι ονομάστηκε “πατέρας της Ιστορίας”, δεν διαθέτει το ιστορικό κριτήριο του Θουκυδίδη, χωρίς όμως αυτό να μειώνει στο ελάχιστο την κολοσσιαία αξία του έργου του, στο οποίο εμφανίζεται όχι μόνο ως ιστορικός, αλλά και ως εθνολόγος και γεωγράφος, ακόμη και ως θρησκειολόγος. Τις σχετικές με τις θρησκευτικές αντιλήψεις των λαών πληροφορίες που μνημονεύει, τις αντιμετωπίζει με πνεύμα ορθολογισμού. Πολύτιμες είναι επίσης οι πληροφορίες που μας δίνει για τις ιστορικές γνώσεις και αντιλήψεις της εποχής του.

Αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει

Αυτό που έχουμε μέσα μας, αυτό που μας συντροφεύει ακόμα και στην άκρα μοναξιά, αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας το πάρει αλλά ούτε και να μας το δώσει, είναι πολύ πιο ουσιαστικό απ’ όλα τα αγαθά που μπορεί να διαθέτουμε, απ’ όλες τις εντυπώσεις που μπορεί να δίνουμε στους άλλους.

Ο πλούσιος πνευματικά άνθρωπος απασχολείται και διασκεδάζει έξοχα, ακόμα και σε απόλυτη μοναξιά με τις δικές του σκέψεις και φαντασιώσεις: ενώ ο περιορισμένος, παρά τη συνεχή εναλλαγή έργων, εορτών και ταξιδιών, νιώθει αγιάτρευτη πλήξη. – Ένας καλός, ολιγαρκής, ελαφρός χαρακτήρας μπορεί να νιώθει ικανοποιημένος ακόμα και σε συνθήκες στέρησης, ενώ ένας κακός, άπληστος, ζηλόφθονος χαρακτήρας δε νιώθει ευτυχία όσα πλούτη κι αν κατέχει. (Λέει πολύ σωστά ο Γκαίτε στο Ντιβάν: «Η μεγαλύτερη ευτυχία είναι η προσωπικότητα». Ο άνθρωπος μπορεί ν’ αφομοιώσει από έξω πολύ λιγότερα πράγματα απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε). – Πόσες και πόσες απολαύσεις δεν είναι περιττές, ίσως μάλιστα ενοχλητικές και επαχθείς για τον άνθρωπο που διαθέτει τη μόνιμη απόλαυση μιας εξαίρετης ατομικότητας!20

Σωκράτης, Οράτιος [εδώ ο Σοπενχάουερ παραπέμπει στην πρόταση του Σωκράτη σε σχέση με μια έκθεση ειδών πολυτελείας: «Πόσα πράγματα υπάρχουν λοιπόν που αν δεν τα’χω δε θα μου λείψουν καθόλου» και στο στίχο του Οράτιου: «Φίλντισι, μάρμαρο, κοσμήματα, τυρρηνικά αγάλματα, πίνακες, ασημικά, λουσάτα ρούχα βαμμένα στην πορφύρα. Τα λιμπίζονται πολλοί, αλλά υπάρχουν μερικοί που ούτε καν ρωτούν γι’ αυτά». (Οράτιος, Επιστολές, II, 2,180-182.)]

Άρθουρ Σοπενχάουερ, Η ΤΕΧΝΗ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ

Η Ψυχολογία των μαζών

Η αντίθεση ανάμεσα στην ατομική και την κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών, η οποία εκ πρώτης όψεως ενδέχεται να μας φαίνεται πολύ σημαντική, χάνει ύστερα από λεπτομερέστερη παρατήρηση μεγάλο μέρος της έντασής της. Η ατομική ψυχολογία ασχολείται μεν με τον μεμονωμένο άνθρωπο και παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους εκείνος προσπαθεί να επιτύχει την ικανοποίηση των ενορμήσεών του, σπάνια ωστόσο, και υπό ορισμένες συνθήκες, βρίσκεται στη θέση να μη συνυπολογίσει τις σχέσεις του συγκεκριμένου ανθρώπου με άλλα άτομα. Στην ψυχική ζωή του μεμονωμένου ανθρώπου, ο Άλλος εκλαμβάνεται συχνά ως πρότυπο, ως αντικείμενο, ως βοηθός ή ως αντίπαλος, και συνεπώς η ατομική ψυχολογία είναι εξαρχής ταυτόχρονα και κοινωνική ψυχολογία, υπό αυτήν τη διευρυμένη αλλά απόλυτα δικαιολογημένη έννοια.

Η σχέση του μεμονωμένου ανθρώπου με τους γονείς του και τα αδέλφια του, με το αντικείμενο της αγάπης του και με το γιατρό του, όλες δηλαδή οι σχέσεις που έως τώρα αποτελούσαν το κύριο αντικείμενο της ψυχαναλυτικής έρευνας, μπορούν να εγείρουν την αξίωση να αναγνωριστούν ως κοινωνικά φαινόμενα και σε αυτή την περίπτωση θα έρθουν σε αντίθεση με τις διεργασίες που ονομάζουμε ναρκισσιστικές και στις οποίες η ικανοποίηση των ενορμήοεων ξεφεύγει την επιρροή άλλων προσώπων ή παραιτείται από αυτά. Η αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές και τις ναρκισσιστικές —ο Bleuler ίσως θα έλεγε αυτιστικές— ψυχικές πράξεις εμπίπτει λοιπόν απολύτως στο πεδίο της ατομικής ψυχολογίας και δε δικαιολογεί το διαχωρισμό της από μια κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών.

Στις σχέσεις που ανέφερα προηγουμένως με τους γονείς και τα αδέρφια, με την ερωμένη, με το φίλο και με το γιατρό, ο μεμονωμένος άνθρωπος βιώνει πάντα την επιρροή ενός μόνο προσώπου ή ενός πολύ μικρού αριθμού προσώπων, το καθένα από τα οποία έχει αποκτήσει εξαιρετικά μεγάλη σημασία γι' αυτόν. Έχουμε συνηθίσει, όποτε μιλούμε για κοινωνική ψυχολογία ή ψυχολογία των μαζών, να παραβλέπουμε αυτές τις σχέσεις και να απομονώνουμε ως αντικείμενο έρευνας τον ταυτόχρονο επηρεασμό του ατόμου από ένα μεγάλο αριθμό προσώπων με τα οποία το συνδέει κάτι, παρόλο που κατά τα άλλα μπορεί να του είναι ξένα από πολλές απόψεις. Η ψυχολογία των μαζών πραγματεύεται λοιπόν το μεμονωμένο άνθρωπο ως μέλος μιας φυλής, ενός λαού, μιας κάστας, μιας κοινωνικής θέσης, ενός θεσμού ή ως συστατικό στοιχείο ενός ανθρώπινου πλήθους που σε μια συγκεκριμένη στιγμή οργανώνεται σε μάζα για ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ύστερα από αυτήν τη διάρρηξη μιας φυσικής συνάφειας, ήταν εύκολο να θεωρήσουμε τις εκφάνσεις που παρουσιάζονται κάτω από αυτές τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις ως εκδηλώσεις μιας ιδιαίτερης, μη αναγόμενης περαιτέρω ενόρμησης -herd instinct, group mind-, η οποία υπό άλλες συνθήκες δεν εκφράζεται. Μπορούμε όμως κάλλιστα να αντιτείνουμε ότι μας είναι δύσκολο να παραχωρήσουμε μια τόσο μεγάλη σπουδαιότητα στο στοιχείο του αριθμού, πως μόνο αυτό είναι σε θέση να ξυπνήσει στην ανθρώπινη ψυχική ζωή μια νέα και, κατά τα άλλα, μη ενεργοποιημένη ενόρμηση. Έτσι, η προσδοκία μας οδηγείται σε δύο άλλες δυνατότητες: ότι η κοινωνική ενόρμηση δεν μπορεί να είναι πρωταρχική και αδιαίρετη και ότι οι απαρχές του σχηματισμού της μπορούν να βρεθούν σε στενότερο κύκλο, όπως για παράδειγμα σε αυτόν της οικογένειας.

Η ψυχολογία των μαζών, παρόλο που βρίσκεται στα αρχικά της στάδια, περικλείει μια ανυπολόγιστη ακόμη πληθώρα μεμονωμένων προβλημάτων και θέτει στον ερευνητή αμέτρητα προβλήματα που μέχρι τώρα δεν έχουν καν ταξινομηθεί σωστά. Η απλή ομαδοποίηση των διαφορετικών μορφών μαζικού σχηματισμού και η περιγραφή των ψυχολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται από αυτές απαιτούν μεγάλη επένδυση σε παρατήρηση και εξεικόνιση και έχουν ήδη δώσει πλούσια βιβλιογραφία. Όποιος συγκρίνει αυτό το λεπτό βιβλιαράκι με το εύρος της ψυχολογίας των μαζών, εύκολα θα υποθέσει ότι εδώ δεν πραγματεύομαι παρά μόνο λίγα από τα σημεία τoυ συνολικού υλικού. Και όντως θα είναι μερικά μόνο ερωτήματα, για τα οποία η βαθύτερη έρευνα της ψυχανάλυσης δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

S. FREUD, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ

Ζούμε περισσότερο άθλια ζωή λόγω της τύχης ή του ίδιου του εαυτού μας

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΤΕΡΟΝ ΤΑ ΨΥΧΗΣ 'Η ΤΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΑΘΗ ΧΕΙΡΟΝΑ

Ο Όμηρος, αφού παρατήρησε τα θνητά γένη των ζωντανών πλασμάτων και τα συνέκρινε μεταξύ τους ως προς τη ζωή και τις συνήθειές τους, διακήρυξε πως τίποτα δεν είναι το πιο αξιολύπητο από τον άνθρωπο απ’ όλα όσα ανασαίνουν και κινούνται πάνω στη γη, αποδίδοντας στον άνθρωπο το ατυχές πρωτείο στην υπεροχή των κακών.

Εμείς όμως, σαν ν’ αναγνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος είναι ο νικητής ως προς την κακοδαιμονία και έχει αναγορευτεί το πιο αξιολύπητο απ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα, ας τον συγκρίνουμε με τον εαυτό του, χωρίζοντας το σώμα και την ψυχή, στον αγώνα των ξεχωριστών τους κακοδαιμονιών, έργο όχι ανώφελο αλλά κατ’ εξοχήν αναγκαίο, για να μάθουμε αν ζούμε περισσότερο άθλια ζωή λόγω της τύχης ή του ίδιου του εαυτού μας.

Ενώ, δηλαδή, η αρρώστια αναπτύσσεται στο σώμα από τύχη, η κακία και η φαυλότητα στην ψυχή είναι πρώτα έργο της ίδιας της ψυχής και μετά πάθος της. Δεν έχουμε μικρό όφελος όσο αφορά την ψυχική ηρεμία, αν το χειρότερο είναι ιάσιμο, όντας και ελαφρότερο και λιγότερο έντονο.

Η αλεπού του Αισώπου, όταν μαζί με τη λεοπάρδαλη κρινόταν δικαστικά σχετικά με το ποια από τις δύο ήταν περισσότερο πολύχρωμη, αφού η λεοπάρδαλη είχε δείξει το σώμα της με τη γυαλιστερή επιφάνεια γεμάτη βούλες και ενώ το ξανθό χρώμα της αλεπούς ήταν τραχύ και όχι ευχάριστο στην όψη, “Αν κοιτάξεις μέσα μου δικαστή”, είπε, “θα δεις πως είμαι πιο πολύχρωμη από αυτήν”, δηλώνοντας το ποικιλόμορφο του χαρακτήρα της που αλλάζει πολλές όψεις ανάλογα με την ανάγκη. Ας πούμε λοιπόν και στη δική μας περίπτωση ότι πολλά από τα νοσήματά σου και τα πάθη σου, άνθρωπε, δημιουργεί κατά φυσικό τρόπο το σώμα σου μόνο του, ενώ άλλα προκαλούνται σ’ αυτό απ’ έξω. Αν ανοίξεις τον εαυτό σου από μέσα, θα βρεις, όπως λέει ο Δημόκριτος, “αποθήκευση και συγκέντρωση κάθε λογής και μορφής κακών”, τα οποία δεν εισρέουν απ’ έξω αλλά είναι σαν να έχουν υπόγειες τις πηγές τους και σαν να βγαίνουν από τη γη, τις οποίες κάνει να ξεπηδούν η κακία, που βρίθει και αφθονεί σε πάθη. Αν, ωστόσο, οι αρρώστιες στη σάρκα γίνονται αντιληπτές με το σφυγμό και την ωχρότητα και η παρουσία τους επιβεβαιώνεται με πυρετούς και ξαφνικούς πόνους ενώ τα κακά στην ψυχή ξεφεύγουν από την προσοχή των περισσότερων ανθρώπων, για το λόγο τούτο ακριβώς είναι χειρότερα κακά, αφού στερούν την αντίληψη του πάσχοντος.

Παρ’ ότι ο λογισμός, αν είναι υγιής, αντιλαμβάνεται τις ασθένειες που προσβάλλουν το σώμα, ωστόσο, πάσχοντας και ο ίδιος από αυτά που πάσχει η ψυχή, δεν μπορεί να διαμορφώσει κρίση για τις δικές του παθήσεις, γιατί πάσχει στο μέρος με το οποίο κρίνει· από τις αρρώστιες της ψυχής, επίσης, πρέπει κάποιος να λογαριάζει πρώτη και μεγαλύτερη την άγνοια, που κάνει την ανίατη κακία να συγκατοικεί με τους περισσότερους ανθρώπους, να παραμένει μαζί τους για όλη τους τη ζωή και να πεθαίνει μαζί τους.

Αρχή της απαλλαγής από την αρρώστια είναι η συναίσθηση που οδηγεί το πάσχον μέρος στη χρήση αυτού που θα το βοηθήσει· ο άνθρωπος όμως που, επειδή δεν πιστεύει ότι πάσχει, δεν ξέρει τι χρειάζεται, αρνείται το φάρμακο που θα τον θεραπεύσει, ακόμα κι αν το έχει μαζί του.

Και για τις αρρώστιες του σώματος, δηλαδή, ισχύει ότι χειρότερες είναι κείνες που συνοδεύονται από ανικανότητα ν’ αντιληφθούμε την κατάσταση του σώματος, όπως οι λήθαργοι, οι κεφαλαλγίες, οι επιληψίες και κείνοι ακριβώς οι πυρετοί που, ανεβάζοντας τη φλεγμονή μέχρι παραληρήματος και διαταράσσοντας την αίσθηση, σαν σε μουσικό όργανο, κινούν τις ίσαμε τότε ακίνητες χορδές της καρδιάς.

Για τούτο οι γιατροί επιθυμούν, κατ’ αρχάς, να μην αρρωσταίνει ο άνθρωπος και στη συνέχεια, αν αρρωστήσει, να μην αγνοεί ότι νοσεί, πράγμα που συμβαίνει με όλα τα ψυχικά πάθη. Όταν οι άνθρωποι ενεργούν ανόητα ή ασελγούν ή αδικοπραγούν, δεν πιστεύουν πως σφάλλουν και μερικοί μάλιστα πιστεύουν πως ενεργούν σωστά.

Παρ’ ότι, δηλαδή, κανείς δεν έχει ονομάσει ποτέ τον πυρετό υγεία ούτε τη φθίση ευεξία ούτε την ποδάγρα ταχυποδία ούτε την ωχρότητα κοκκινάδα, ωστόσο πολλοί ονομάζουν την οξυθυμία ανδρεία και τον έρωτα φιλία και τον φθόνο άμιλλα και τη δειλία ασφάλεια.

Ακόμα, ενώ οι άρρωστοι στο σώμα φωνάζουν γιατρό (αφού αντιλαμβάνονται ποιον χρειάζονται για τις παθήσεις τους), ωστόσο, εκείνοι που είναι άρρωστοι στην ψυχή αποφεύγουν τους φιλοσόφους, γιατί πιστεύουν πως πράττουν σωστά σε κείνα ακριβώς τα ζητήματα που σφάλλουν.

Γεγονός είναι πως, αν ακολουθήσουμε την παραπάνω συλλογιστική, υποστηρίζουμε πως η ελαττωματική όραση είναι ελαφρότερη από τη μανία και η ποδάγρα από τη φρενίτιδα.

Ο άνθρωπος, δηλαδή, που είναι άρρωστος στο σώμα το καταλαβαίνει και φωνάζει να του φέρουν το γιατρό, και, όταν έρθει, τον αφήνει να του αλείψει τα μάτια ή να του ανοίξει τις φλέβες.

Πράγματι, αυτός που είναι άρρωστος στο σώμα υποχωρεί αμέσως και πηγαίνει στο κρεβάτι και μένει ήσυχος όσο κρατάει η θεραπεία του, ενώ, αν τύχει, όταν του ανεβαίνει ο πυρετός, να τινάζεται λίγο και να κουνιέται εδώ κι εκεί, κάποιος από αυτούς που κάθονται κοντά του του λέει μαλακά:

Μείνε, δύστυχε, ακίνητος στο στρώμα σου, (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ)

κι έτσι τον σταματάει και τον εμποδίζει· εκείνοι όμως που πάσχουν από αρρώστιες της ψυχής τότε είναι πιο δραστήριοι, τότε ησυχάζουν λιγότερο.

Οι παρορμήσεις, δηλαδή, είναι η αρχή των πράξεων, και οι ανώμαλες καταστάσεις της ψυχής είναι σφοδρές παρορμήσεις. Για τούτο δεν αφήνουν την ψυχή να ησυχάσει, αλλά ακριβώς την ώρα που ο άνθρωπος χρειάζεται περισσότερο από ποτέ ανάπαυση, σιωπή και χαλάρωση, τότε οι κρίσεις του θυμού, της φιλονικίας, του έρωτα και της λύπης τον τραβούν στο ύπαιθρο και τον γυμνώνουν, και εξαναγκάζεται να κάνει πολλές ανομίες και να λέει πράγματα ανάρμοστα για την περίσταση.

Όπως, λοιπόν, η καταιγίδα που εμποδίζει τον ναυτικό να μπει στο λιμάνι είναι πιο επικίνδυνη από κείνη που δεν του επιτρέπει να αποπλεύσει, έτσι πιο επικίνδυνες είναι οι καταιγίδες της ψυχής που δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να καταστείλει ή να γαληνέψει τον ταραγμένο του λογισμό· αντίθετα, ακυβέρνητος και ανερμάτιστος, σε ταραχή και άσκοπη περιπλάνηση, λοξοδρομώντας και χάνοντας την πορεία του μέσα στη παραφορά του, πέφτει σε φοβερό ναυάγιο και καταστρέφει τη ζωή του. Επομένως, και για τον λόγο τούτο επίσης είναι χειρότερο να νοσούν οι άνθρωποι στην ψυχή παρά στο σώμα· οι δεύτεροι μόνο πάσχουν, ενώ οι πρώτοι και πάσχουν και κάνουν κακό.

Τι χρειάζεται όμως να μιλάω για το πλήθος των παθών της ψυχής; Η παρούσα κατάσταση το θυμίζει από μόνη της.

Βλέπετε το τεράστιο αυτό και ανόμοιο πλήθος που σπρώχνεται και πάει και έρχεται μέσα σε σύγχυση γύρω από το βήμα και την αγορά;

Οι άνθρωποι αυτοί συγκεντρώθηκαν όχι για να θυσιάσουν στους θεούς της πατρίδας τους ούτε για να πάρουν μέρος ο ένας στις οικογενειακές τελετές του άλλου ούτε να φέρουν στον Ασκραίο Δία τους πρώτους καρπούς από τις Λυδικές σοδειές ούτε να τελέσουν προς τιμήν του Διόνυσου τη μυστική γιορτή του σε ιερές νύχτες με κοινά όργια, αλλά είναι σαν να καταλαμβάνεται η Ασία από ετήσια επιδημία που τους κάνει να συγκεντρώνονται εδώ σε καθορισμένους χρόνους για μηνύσεις και δίκες, ενώ το πλήθος, σαν ποτάμια που συρρέουν, κατακλύζει αυτήν εδώ την αγορά και κοχλάζει από μανία και φτιάχνει την αγριεμένη δίνη “εκείνων που παθαίνουν και κείνων που σκοτώνουν”.

Ποιοι πυρετοί ή ποιες θέρμες προκάλεσαν τούτο;

Ποιες αποφράξεις ή βίαιες εισβολές αίματος ή δυσκρασία θερμότητας ή ξεχείλισμα υγρών;

Αν εξετάσεις κάθε δικαστική υπόθεση σαν να ήταν άνθρωπος, για ν’ ανακαλύψεις τι τη γέννησε και από που προήλθε, θα βρεις πως πεισματική οργή γέννησε τη μια, έξαλλη φιλοδοξία την άλλη, την τρίτη άδικη επιθυμία…

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ