Αναλογιστείτε τη στοιχειώδη προσπάθειά μας για σύνδεση. Η επιθυμία για σύνδεση εντοπίζεται βαθιά μέσα στη βιολογική μας σύσταση. Ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο που αγωνίζεται διαρκώς να συνδεθεί με κάτι που υπάρχει πέρα από τον εαυτό του. Έχουμε όλων των ειδών τις επιθυμίες: βιολογικές επιθυμίες αυτοσυντήρησης, όπως να φάμε, να πιούμε, να κάνουμε σεξ και να παραμείνουμε στη ζωή. Όποτε παρουσιαστεί μια ανισορροπία στην ανθρώπινη βιολογία, η φυσιολογία μας αναλαμβάνει να μας οδηγήσει στην αναζήτηση αυτού που μας λείπει. Για παράδειγμα, αν δεν έχουμε αρκετό νερό, διψάμε και έχουμε το ψυχολογικό και φυσιολογικό κίνητρο να βρούμε νερό για να πιούμε.
Το σώμα εργάζεται σε μόνιμη βάση προκειμένου να διατηρεί μια κατάσταση ισορροπίας ή «ομοιόστασης» σε πολλές από τις εσωτερικές, φυσιολογικές διεργασίες του. Όσον αφορά τους νόμους της θερμοδυναμικής, όλα τα έμβια βιολογικά συστήματα αναζητούν την πλέον ευσταθή γι’ αυτά κατάσταση. Αντίστοιχα, και ο εγκέφαλος έχει μια τάση για διατήρηση της ισορροπίας.
Για να την επιτύχει, ωθείται στην αναζήτηση βεβαιότητας και εντοπίζει την πιο σταθερή ενεργειακή κατάστασή του μόλις είναι σε θέση να προβλέψει με ακρίβεια τι συμβαίνει, βασιζόμενος σε διατάξεις και δομές που ήδη αναγνωρίζει. Η επιθυμία του εγκεφάλου για βεβαιότητα –να βρει τάξη μέσα σε ένα πολυσύνθετο και συχνά χαοτικό σύμπαν– είναι αυτό που τον οδηγεί στη διαμόρφωση προβλέψεων και πεποιθήσεων• δηλαδή μέσω των προβλέψεων και των πεποιθήσεων μπορεί να δημιουργήσει ένα προβλέψιμο αποτέλεσμα. Πώς όμως δημιουργεί αυτές τις προβλέψεις και πώς εξασφαλίζει τη βεβαιότητα; Εδώ εμφανίζεται ο «νους».
Ο νους και ο κόσμος των ιδεών
Ο εγκέφαλος είναι συγκρίσιμος με τον πλατωνικό «αισθητό» κόσμο της ύλης, το φυσικό επίπεδο της ύπαρξης, ενώ ο νους συνιστά τον «νοητό» κόσμο – τον κόσμο των ιδεών. Ο νους είναι η ανθρώπινη ικανότητα που εμπεριέχει την αναπαράσταση σεναρίων• είναι ένα είδος «εξομοιωτή ζωής». Αν η επιθυμία του εγκεφάλου να συνδεθεί είναι μια σχετικά απλή και ωμή βιολογική δύναμη, τότε η επιθυμία του νου για σύνδεση είναι, ίσως με τον πλέον κατάλληλο τρόπο, ένα πολύ πιο εξελιγμένο και ισχυρό εργαλείο που βασίζεται στις περισσότερο αφηρημένες έννοιες της πραγματικότητας, της γλώσσας, του συμβολισμού και της μεταφορικής σημασίας.
Για παράδειγμα, μέσω της γλώσσας δημιουργούμε αναπαραστάσεις, μοντέλα της πραγματικότητας τα οποία δομούμε και γενικότερα συμφωνούμε γι’ αυτά. Συμφωνούμε ότι σε αυτό το πράγμα που ονομάζεται «κατάστημα», εγώ θα ανταλλάξω αυτά τα χαρτιά διαφορετικού χρώματος που ονομάζουμε «χρήματα», για την αξία των οποίων έχουμε ήδη συμφωνήσει, με αγαθά που εσείς θέλετε να πουλήσετε και εγώ θέλω να αγοράσω, καθώς και ότι η συναλλαγή θα λάβει χώρα χωρίς άσκηση βίας αλλά πιθανόν με αρκετή πειθώ.
Η γλώσσα μάς δίνει τη δυνατότητα να δομούμε ακόμα πιο σύνθετες πεποιθήσεις και να στηριζόμαστε σε αυτές στην καθημερινότητά μας. Αυτό είναι απόλυτα αναγκαίο, δεδομένης της πολυπλοκότητας του κόσμου στον οποίο ζούμε. Η γλώσσα είναι αυτή που πραγματώνει το εξελιγμένο χρηματοοικονομικό σύστημα συναλλαγών, όπου ο καθένας καταλαβαίνει πόσο κοστίζει κάτι και με τι το ανταλλάσσει, είτε πληρώνει με χρωματιστά χαρτιά, είτε με ένα κομμάτι πλαστικού, είτε ακόμα και μέσω του κινητού του.
Η δόμηση πολυσύνθετων πεποιθήσεων, στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε μέσω της γλώσσας, μας βοηθά επίσης να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητα των άλλων ανθρώπων. Η γλώσσα μάς επιτρέπει να διευθετήσουμε μια διαμάχη. Σκεφτόμαστε ξανά και καταλήγουμε σε μια συμφωνία. Χάρη στη γλώσσα, θεωρούμε ότι οι συμφωνίες μας θα τηρηθούν. Η θρησκεία είναι ένα άλλο πολυσύνθετο εργαλείο που εξέλιξε ο ανθρώπινος νους προκειμένου να επιτύχει τη σύνδεση και την εμπιστοσύνη. Οι ίδιοι μηχανισμοί πίστης που συνδέονται με περισσότερο «πεζά» πράγματα ισχύουν και γι’ αυτά που χαρακτηρίζονται ως «υπαρξιακά». Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αναζητούν τη δημιουργία προβλέψεων, οι οποίες θα μειώσουν την αβεβαιότητα. Δημιουργούν μοντέλα πραγματικότητας και συμπεριφοράς στα οποία μπορούμε να συναινέσουμε.
Υπό ιδανικές συνθήκες, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις που έχει δημιουργήσει ο νους αντανακλούν την ενσυναίσθηση απέναντι στους συνανθρώπους μας και επιτρέπουν τη δημιουργία σχέσεων οι οποίες θα βασίζονται στην οικειότητα, τη σύνδεση, τον αμοιβαίο σεβασμό και τον σκοπό. Πώς είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε αν αυτό που πιστεύουμε είναι όντως αληθινό; Με βάση την αναπαραστατική φύση της πραγματικότητας, αυτό που πιστεύουμε καθίσταται η προσωπική μας αλήθεια. Ο νους μπορεί μόνο να γνωρίζει τη δική του εκδοχή των γεγονότων. Το παράδοξο είναι ότι οι δομές ή τα πρότυπα που έχει δημιουργήσει ο εγκέφαλος δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκην να είναι αληθινά. Εξακολουθούμε να τα πιστεύουμε.
Αλλά η πίστη, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι απλά άυλη ή εφήμερη. Ο νους επηρεάζει άμεσα τη σωματικότητά μας. Μια απευθείας γέφυρα συνδέει την οργανική με την ψυχολογική μας κατάσταση, τη λειτουργία των συνάψεων, των εμπειριών και των αντιλήψεων που αυτές επιτρέπουν. Οι πεποιθήσεις καταβάλλουν κάθε προσπάθεια όσον αφορά την υλική ύπαρξή μας. Αυτό που πιστεύουμε –και αυτό που δεν πιστεύουμε– επιδρά σε τεράστιο βαθμό στο σώμα μας. Ένα περιστατικό στην αρχή της ιατρικής σταδιοδρομίας μου αποτυπώνει το πώς η υγεία μας αλλά και η ίδια μας η ύπαρξη εξαρτώνται απόλυτα από το τι πιστεύουμε.
Η ικανότητα να δούμε τον νου
Αν ο νους/η ψυχή υπάρχει, τότε πού είναι η θέση του/της μέσα στην ανθρώπινη βιολογία; Ευτυχώς, τα «κενά» μεταξύ της οργανικής φύσης του εγκεφάλου και των μη ποσοτικών ιδιοτήτων του νου γίνονται όλο και πιο μικρά χρόνο με τον χρόνο, με κάθε νέα ανακάλυψη. Φανταστείτε τη δομή του εγκεφάλου ως το υλισμικό, το hardware ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Οι νευρώνες, τα νευρογλοιακά κύτταρα συναποτελούν την ανατομική δομή όπου λαμβάνει χώρα η εγκεφαλική δραστηριότητα.
Μέχρι πρότινος, μόνο αυτό το υλισμικό ήμασταν σε θέση να δούμε και να διαγνώσουμε. Χάρη στις νέες απεικονιστικές συσκευές όμως, είμαστε σε θέση πλέον να ποσοτικοποιήσουμε όχι μόνο το υλισμικό αλλά και το λογισμικό, το software. Γι’ αυτό τον σκοπό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική απεικόνισης του τανυστή διαχύσεως (Diffusion Tensor Imaging – DTI), ένα είδος μαγνητικής τομογραφίας με την οποία οι γιατροί μπορούν να δουν στο εσωτερικό του εγκεφάλου και όλα όσα συμβαίνουν εκεί – τη συνείδηση ή το πνεύμα, αν προτιμάτε, ενός ανθρώπου. Η τεχνική DTI, μετρώντας τη ροή νερού μέσα στα αναρίθμητα δίκτυα του νευρικού συστήματος, μας επιτρέπει να υπολογίσουμε την ελεύθερη ενέργεια στον εγκέφαλο για να δημιουργήσουμε μια οπτική απεικόνιση «της ψυχής εν δράσει».
Μπορούμε στην κυριολεξία να δούμε εικόνες του συναπτικού χάρτη του εγκεφάλου: τις μεγάλες οδούς, τις γέφυρες και τις παρακάμψεις. Μπορούμε να εντοπίσουμε νευρολογικές διαταραχές με τρόπους που μέχρι πρότινος ήταν αδύνατοι. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι τώρα μπορούμε να οπτικοποιήσουμε το Πνεύμα για το οποίο είχε μιλήσει ο Νεύτων: τις δραστήριες δυνάμεις που κινούν τις ενέργειες του εγκεφάλου, ο οποίος με τη σειρά του καθοδηγεί τα άκρα, τα όργανα και το υπόλοιπο σώμα μας. Μπορούμε να ποσοτικοποιήσουμε αυτή την ενέργεια.
Τώρα πια με τις μαγνητικές τομογραφίες δεν βλέπουμε τους νευρώνες και τα νευρογλοιακά κύτταρα• βλέπουμε τη δραστηριότητα. Και αυτό μας δίνει κάτι περισσότερο από μια απλή ιδέα τού τι κάνει ο νους. Μπορούμε στην κυριολεξία να δούμε τον «νου» στον εγκέφαλο. Μπορούμε να δούμε την πίστη εν δράσει. Επιπλέον, είμαστε σε θέση να δούμε πώς διάφορες νοητικές καταστάσεις (η πνευματική δραστηριότητα ή το λογισμικό του νου) αλλάζουν τη δομή του υλισμικού.
Η γέφυρα μεταξύ νου και σώματος
Οι συναισθηματικές καταστάσεις του ανθρώπου ή τα πιστεύω του επηρεάζουν τη βιολογία του. Πώς όμως οι σκέψεις και οι πεποιθήσεις μας ενοικούν στην ψυχολογία μας; Με άλλα λόγια, υποθέτοντας ότι ο εγκέφαλος είναι δημιουργός μιας εικονικής πραγματικότητας που παράγει αντιλήψεις, πώς αυτές οι αντιλήψεις αλληλεπιδρούν με τις οργανικές διεργασίες; Πώς τα μη οργανικά γεγονότα ή οι μεταφυσικές καταστάσεις αλληλεπιδρούν με την οργανική δομή του εγκεφάλου; Με ποιο τρόπο ο νους/η ψυχή έχει αντίκτυπο στο σώμα;
Προκειμένου να κατανοήσουμε το πώς οι αντιλήψεις ή οι πεποιθήσεις μας αλληλεπιδρούν με την οργανική δομή του εγκεφάλου, πρέπει να καταλάβουμε το πώς ο νους/η ψυχή λειτουργεί ως ολόγραμμα. Τη δεκαετία του 1930, ο πρωτοπόρος Καναδός νευροχειρουργός Wilder Penfield συνέδεσε πρώτος το ολόγραμμα με τον τρόπο που ο εγκέφαλος προβάλλει τη δική του εικονική πραγματικότητα. Ένα ολόγραμμα είναι μια τρισδιάστατη εικόνα που έχει αναπαραχθεί από μια μεμονωμένη πηγή φωτός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη, η οποία προέρχεται από τις λέξεις όλος (ολόκληρος) και γράμμα (μήνυμα).
Για να δημιουργήσουμε ένα ολόγραμμα, παίρνουμε την εικόνα ενός αντικειμένου. Ας πούμε ότι το αντικείμενο αυτό είναι ένα μπαλάκι του τένις. Φωτίζουμε την ολογραφική πλάκα και το βλέπουμε από διαφορετικές γωνίες. Το αποτέλεσμα είναι μια ρεαλιστική, τρισδιάστατη εικόνα, την οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε από όλες τις πλευρές. Η διάχυση του φωτός παράγει το εικονικό μοντέλο. Βεβαίως, το μπαλάκι του τένις που παρουσιάζεται στο ολόγραμμα δεν υπάρχει. Δεν καταλαμβάνει φυσικό χώρο. Ο Penfield ανέπτυξε μια μέθοδο χειρουργικής επέμβασης σε εγκεφάλους ασθενών, ενώ αυτοί είχαν κανονικά τις αισθήσεις τους. Οι ασθενείς ανέφεραν με ακρίβεια σημεία του σώματός τους στα οποία αισθάνθηκαν κάτι διαφορετικό λόγω των ηλεκτρικών διεγέρσεων που είχε προκαλέσει ο Penfield στον εγκέφαλό τους.
Όσο μακάβριο κι αν ήταν, δεν προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη το ότι οι ασθενείς μπορούσαν να αισθανθούν αυτό που εκείνος έκανε. Ωστόσο, καθώς ο Penfield χρησιμοποιούσε την άκρη του ηλεκτροδίου για να καταγράψει τη λειτουργία του εγκεφαλικού φλοιού σε σχέση με τις αντίστοιχες περιοχές του σώματος, παρείχε στους ασθενείς του κάτι που κανείς δεν περίμενε: τρισδιάστατα όνειρα, οσμές, ακουστικές και οπτικές παραισθήσεις, μνήμες που είχαν σβήσει και ανακλήθηκαν, ακόμα και έντονες εξωσωματικές εμπειρίες. Σε μια περίπτωση, σύμφωνα με τον Penfield: «Τοποθετήθηκε ένα ηλεκτρόδιο στον κροταφικό λοβό του ασθενούς και εκείνος είχε μια αναδρομή σε γεγονότα μιας προηγούμενης χρονικής στιγμής της ζωής του. Ήταν ηλεκτρικές ώσεις διαδοχικών καταγραφών της συνείδησης, που είχαν γίνει κατά τη διάρκεια μιας προγενέστερης εμπειρίας του ασθενούς».
Από αυτά τα πειράματα ο Penfield συμπέρανε ότι κάποιες περιοχές του εγκεφάλου έχουν τη δυνατότητα να περικλείουν τη μνήμη με ολογραφικό τρόπο, παρέχοντας μια διάσταση αντιληπτικής πραγματικότητας που μας επιτρέπει να δώσουμε ξανά ζωή στην εμπειρία και κατ’ αυτό τον τρόπο να βιώσουμε ξανά θραύσματα της συγκεκριμένης εμπειρίας. Όταν θυμάστε τη μητέρα σας τις ώρες που προσπαθούσε να σας ησυχάσει όταν ήσασταν παιδιά, αυτό που βιώνετε στον νου σας δεν είναι μια επίπεδη οπτική αναπαράσταση, δεν είναι μια φωτογραφία ή ζωγραφιά. Βλέπετε τρισδιάστατα το πρόσωπο της μητέρας σας. Ξαναβλέπετε τις κινήσεις της σαν να ήταν ταινία.
Αυτή η ανάμνηση πλησιάζει περισσότερο το ολόγραμμα απ’ όσο μια φωτογραφία. Αυτό ακριβώς διαπίστωσε ο Penfield. Όταν ο εγκέφαλος δέχτηκε έναν εξωτερικό ερεθισμό, δημιούργησε την πειστική αναπαραγωγή μιας προηγούμενης εμπειρίας. Αυτή η αναπαραγωγή απέδωσε το γεγονός, το οποίο ανακλήθηκε στη μνήμη στην πλήρη πολυδιάστατη φύση του. Οι αναδρομές των ασθενών του Penfield έδειχναν να «παίζουν» με την κατάλληλη σειρά, όπως οι σκηνές μιας ταινίας, σαν να επρόκειτο για μια συνεχή ακολουθία γεγονότων. Ο ίδιος παρατήρησε ότι οι ασθενείς ήταν σε θέση να ξεχωρίσουν την εμπειρία που βίωναν εκείνη τη δεδομένη στιγμή στην αίθουσα του χειρουργείου από όσα ανακαλούσαν στη μνήμη τους. Ίσως ο Penfield να μπορούσε να τους ρωτήσει «αν τους αρέσει η ταινία», αλλά δεν θα καταλάβαιναν τι εννοούσε.
Με άλλα λόγια, οι ασθενείς βίωναν δύο ταυτόχρονες «ροές συνείδησης». Από τη μια, μπορούσαν να δουν και να βιώσουν τη μνήμη «ολοζώντανη». Από την άλλη, γνώριζαν ότι απλώς παρατηρούσαν κάτι. Οι ασθενείς του Penfield γνώριζαν ότι δημιουργούσαν έναν εικονικό κόσμο τη στιγμή που ήταν «δέσμιοι» της δεδομένης πραγματικότητας. Θα μπορούσαν ακόμα και να συγκρίνουν τις δύο καταστάσεις. Οι ασθενείς με αυτή τη διπλή ροή οδήγησαν τον Penfield στο συμπέρασμα ότι ο νους είναι πράγματι κάτι διαφορετικό από τον εγκέφαλο και υποστηρίζεται από μια «διαφορετική μορφή ενέργειας». Ακολούθησαν αναρίθμητες μελέτες που υποστήριξαν εκείνες τις διαπιστώσεις του Penfield.
Αυτό που μας αποκαλύπτει η αναλογία με το ολόγραμμα είναι ότι ο νους δεν καταλαμβάνει έναν σαφώς ορισμένο φυσικό χώρο μέσα στο υλισμικό του εγκεφάλου. Δεν είναι τοπικοποιημένος, και όλες οι ξεχωριστές ροές – ακολουθίες σκέψης συνδέονται αναπόσπαστα με άλλες ομάδες μνημών που έχουν ανακληθεί, καθώς και με το σύνολο. Αυτό βρίσκεται σε διαμετρικά αντίθετη θέση από τη συμβατική σκέψη της νευρολογίας, η οποία συνδέει τη λειτουργία με σαφώς προσδιορισμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Ωστόσο, το παράδειγμα με το ολόγραμμα δείχνει ότι ενώ ο εγκέφαλος είναι οργανικής φύσης, η εμπειρία που εμπεριέχει –η εικονική ή η αναπαραστατική πραγματικότητά της– είναι άυλη. Μοιάζει λες και το ολόγραμμα επιτρέπει κάποιου είδους μετατροπή, κατά την οποία οι αόρατες δυνάμεις του νου και της ψυχής εκδηλώνονται μέσα από το τεράστιο ανατομικό δίκτυο νευρώνων και συνάψεων. Το ολόγραμμα συνδέει νου και εγκέφαλο, παρέχοντας τον σύνδεσμο μεταξύ υλικού και άυλου, μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού.
Η γέφυρα μεταξύ νου και ψυχής
Βλέποντας τον νου ως ολόγραμμα έχουμε τη δυνατότητα να καταλάβουμε πώς ο εγκέφαλος δημιουργεί τις αντιλήψεις και κατ’ επέκταση τις πεποιθήσεις, καθώς και πώς οι άυλες σκέψεις και τα συναισθήματα αλληλοεπιδρούν με τις οργανικές διεργασίες του σώματός μας. Η πρόκληση που γεννά το ολογραφικό μοντέλο εμφανίζεται όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τι αντιλαμβάνεται ουσιαστικά ο εγκέφαλος. Ας επιστρέψουμε στην ολογραφική προβολή της μπάλας του τένις. Η μπάλα δεν είναι περισσότερο παρούσα απ’ όσο οι σκιές του σπηλαίου στην πλατωνική Πολιτεία. Το ολόγραμμα είναι ένα «παιχνίδι» της αντιληπτικής ικανότητας – πρόκειται για πυκνή, ρεαλιστική πληροφορία, που έχει καταγραφεί και έχει αποκτήσει ξανά ζωή.
Όταν κοιτάζουμε το ολόγραμμα, βλέπουμε το μπαλάκι του τένις να προβάλλεται μέσα στον χώρο και την προοπτική του να αλλάζει ενόσω το παρατηρούμε από διαφορετικές γωνίες. Το ολογραφικό μοντέλο αφήνει να εννοηθεί ότι οι αντιλήψεις μας είναι απλώς μια ψευδαίσθηση. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι μπροστά μας βλέπουμε ένα ομοίωμα, ποια είναι η πραγματική φύση αυτού που αντιλαμβανόμαστε; Ποια είναι η φύση του αντικειμένου που αντανακλάται; Εδώ υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον παράδοξο. Το να ισχυριστούμε ότι το ολόγραμμα είναι το μέσο μεταξύ σκέψης ή συναισθήματος και σώματος, μεταξύ των αναμνήσεών μας και της οργανικής μας πραγματικότητας είναι η μία όψη. Αν όμως μάθουμε ότι ο εγκέφαλος είναι ικανός να προβάλει ψευδαισθήσεις, τότε θα θελήσουμε επίσης να μάθουμε τι βρίσκεται πίσω από την οθόνη αυτής της εικονικής προβολής.
Αυτή είναι η άλλη όψη. Θα θελήσουμε να διαπιστώσουμε ότι το ολόγραμμα είναι αληθινό – ή τουλάχιστον ότι αυτό που απεικονίζεται από το ολόγραμμα είναι αληθινό. Θα θελήσουμε να μάθουμε ότι τα πιστεύω μας είναι αληθινά. Ίσως τραβήξουμε τις κουρτίνες για να εξακριβώσουμε ότι δεν υπάρχει τίποτα πίσω από το «μαγικό παιχνίδι». Ή μήπως υπάρχει; Ας μην ξεχνάμε ότι το ολόγραμμα είναι μια φωτισμένη εικόνα η οποία χρειάζεται μια πηγή φωτός για να δημιουργηθεί. Χωρίς το φως δεν υπάρχει αντικείμενο, ούτε ομοίωμά του. Επιπρόσθετα, αυτό το φως τροφοδοτεί τη φλόγα της ανθρώπινης συνείδησης – την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα. Και όπως το φως συνδέεται πάντοτε με την πηγή του, έτσι και η ανθρώπινη ψυχή αποτελεί το «αντικείμενο» το οποίο είναι συνδεδεμένο με το φως που εκπέμπει ο Θεός, φωτίζοντας την ίδια της την ύπαρξη.
O Γερμανός φιλόσοφος του 18ου αιώνα Georg Wilhelm Friedrich Hegel υποστήριξε ότι «το φως διαχέει τη μοναδική φύση του σε άπειρες φόρμες και προσφέρει τον εαυτό του θυσία… ώστε από την ουσία του ο άνθρωπος να λάβει μια μακρόβια ύπαρξη για τον ίδιο του τον εαυτό». Τότε λοιπόν η ψυχή είναι η σύνδεσή μας, το μέσο μας προς μια βαθύτερη πραγματικότητα, που διαφορετικά θα παραμείνει άγνωστη σ’ εμάς. Η πίστη στην ψυχή σημαίνει ότι πιστεύουμε πως υπάρχει μια άυλη ώθηση και επιθυμία, ανάλογη προς την υλική (δηλαδή προς την επιθυμία του εγκεφάλου και του νου) για σύνδεση, η οποία είναι ενσωματωμένη στη δομική σύνθεση του ανθρώπου. Σημαίνει ότι υπάρχουν παράλληλες δυνάμεις ενέργειας. Αυτή η επιθυμία, η ώθηση προς τη σύνδεση είναι που μας οδηγεί στην αναζήτηση της εγγενούς ενότητας και της συναισθηματικής σύναψης. Επιθυμούμε να συνδεθούμε με τον Θεό όπως η φλόγα υψώνεται για να αγκαλιάσει την πηγή της.
Ο Καρτέσιος έβλεπε την ψυχή ως κάτι που εδραιώνει όχι μόνο αυτό που δεν είναι βιολογικό, αλλά και ως τη θεμελιώδη πνευματική αρχή των ανθρώπινων όντων και τη «φλόγα της θεϊκότητας» μέσα τους. Όλοι έχουμε γεννηθεί με ψυχή, με αδιαίρετες, θεϊκές ιδιότητες και ουσίες. Αλλά τα επίπεδα της θεϊκότητας που μας αποκαλύπτονται και μας αποκρύπτονται είναι πολλαπλά. Το υψηλότερο επίπεδο επικοινωνίας ή μοιράσματος συνδηλώνει την πεμπτουσία της ψυχής – την ενότητα της ψυχής με την πηγή της. Η ψυχή μπορεί να θεωρηθεί το κομβικό σημείο ή ο σύνδεσμός μας με τον φυσικό κόσμο. Κάθε ψυχή μπορεί να ιδωθεί ως ένα ακέραιο ψήγμα φωτός, η ζωτικής σημασίας φλόγα της ενυπάρχουσας εκδήλωσής της.
Η ψυχή μάς συνδέει, με τους άλλους και με τον εαυτό μας. Αν και ο ασθενής συνήλθε από το κώμα, δεν ανένηψε ποτέ πλήρως από το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο επακόλουθος ψυχικός πόνος έθεσε πολλές φορές σε δοκιμασία την πίστη και το ψυχικό σθένος του ίδιου και της οικογένειάς του τους δώδεκα μήνες που ακολούθησαν. Σχεδόν μετά από έναν χρόνο έφυγε από τη ζωή εξαιτίας επιπλοκών που είχε προκαλέσει το εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο ασθενής υπήρξε άνθρωπος κοινωνικός και πνευματώδης.
Είχε πολλά να πει – ήταν παιδίατρος που έκανε αστεία με τους μικρούς ασθενείς του, ενδιαφερόταν βαθύτατα γι’ αυτούς και φρόντιζε πάντοτε να έχει προσωπική σχέση μαζί τους. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα ομιλίας λόγω του εγκεφαλικού, δεν έβλεπε και υπέφερε από μερική πάρεση στην αριστερή πλευρά του σώματός του, χωρίς να αναφέρω το κενό που δημιουργήθηκε εκεί όπου κάποτε ήταν η προσωπικότητά του. Δεν μπορούσα να διώξω από το μυαλό μου τη σκέψη ότι είχε βγει από τη μονάδα εντατικής θεραπείας και ήταν ακόμα στη ζωή – ναι, αλλά είχε βγει τελείως διαφορετικός, ένας άνθρωπος ανάπηρος.
Η βαθιά αποσύνδεση του ασθενή εκείνη την περίοδο (ήταν αδύνατον να μιλήσει ή να αναγνωρίσει απόλυτα τα αγαπημένα του πρόσωπα σε επίπεδο φυσικής παρουσίας) με επηρέασε όσο με είχε επηρεάσει και η σύνδεση που είχαμε βιώσει λίγο καιρό πριν στο νοσοκομείο. Ένιωθα φόβο, είχα ταραχτεί από το γεγονός ότι δεν είχα καμιά πρόσβαση στον άνθρωπο που γνώριζα ολόκληρη τη μέχρι τότε ζωή μου. Τι ήταν αυτό που είχε συμβεί στον νου και στον εγκέφαλό του και άλλαξε ριζικά την ίδια του τη φύση; Οτιδήποτε ήταν εκείνο που έπαψε να λειτουργεί και να υπάρχει ξύπνησε σ’ εμένα μια τεράστια δίψα να ερευνήσω σε βάθος τα μυστήρια του νου.
Οι εσωτερικές διεργασίες του ανθρώπινου νου και του ανθρώπινου εγκεφάλου άρχισαν να με συναρπάζουν. Η απώλεια της σύνδεσης που είχα με αυτό τον άνθρωπο άνοιξε για μένα έναν εντελώς καινούριο δρόμο και έθεσε τις βάσεις για μια νέα σταδιοδρομία. Οι στιγμές της σύνδεσης και της απώλειάς της με έκαναν να προχωρήσω παρακάτω. Όμως για μένα, πάνω απ’ όλα, είναι η στιγμή τής γεμάτης ηλεκτρισμό σύνδεσης που θριάμβευσε και που έμεινε παντοτινά μέσα μου. Είναι η στιγμή που κάτι μέσα μας μας συνέδεσε, όχι μόνο τον έναν με τον άλλο, αλλά και τους δυο μας με μια ανώτερη δύναμη. Μια στιγμή που την ωθούσε κάτι βαθιά μέσα από τη φύση του καθενός μας. Μια στιγμή που με έκανε να προχωρήσω στις επιστημονικές και στις θρησκευτικές μου αναζητήσεις. Υποστηρίζω ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε όταν η θέλησή του να συνδεθεί με έναν άλλο άνθρωπο διαταράσσεται από μια βαθύτατα τραυματική εμπειρία.
Η απώλεια της ζωής δεν είναι η μόνη συνέπεια του πολέμου, των εγκληματικών πράξεων και κάθε κατάστασης που στρέφει μια ψυχή ενάντια σε μια άλλη• μπορεί επίσης να απομακρύνει την ανθρώπινη ψυχή από την αναζήτηση της σύνδεσης και να την περιορίσει μόνο στη βιολογική αυτοσυντήρηση. Το βαθύτερο τραύμα μας είναι πρωτίστως η απώλεια της εμπιστοσύνης στον εαυτό μας και παράλληλα η απώλεια της πίστης στους άλλους. Η αγγλική λέξη sin (αμάρτημα) στην εβραϊκή γλώσσα σημαίνει επίσης «ελαχιστοποιώ, υποβαθμίζω»• ο χωρισμός του ενός ανθρώπου από τον άλλο είναι η απομάκρυνση από την ουσία της ύπαρξής μας, από την ουσία που προορίζεται για δέσμευση και συνδεσιμότητα.
Υπάρχει όμως ελπίδα. Από όσα αναφέρθηκαν σχετικά με τον εγκέφαλο και τον νου, μπορούμε να εδραιώσουμε ξανά αυτή τη συνδεσιμότητα όταν υψώνουμε την ύπαρξή μας πάνω από τα οργανικά, περιγεγραμμένα όριά της. Όταν από το φυσικό προσεγγίζουμε το μεταφυσικό, ανακαλύπτουμε ξανά τις συνδέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους. Ο σκοπός που ο εγκέφαλος/νους δημιουργεί την πεποίθηση είναι για να μας εξοπλίσει με εμπιστοσύνη, με την προβλεψιμότητα της εμπειρίας και με τη συνοχή των σχέσεων. Είναι το θεμέλιο της συνδεσιμότητας μέσα μας και μεταξύ μας, η ικανότητα να ενεργούμε μέσα σε έναν κόσμο όπου η πραγματικότητα θεωρείται εντελώς υποκειμενική. Μέσα από την ικανότητά μας να κατανοούμε το άυλο, μπορούμε να συλλάβουμε επίσης την ουσία του εαυτού μας και του άλλου.