Ένα θρησκευτικό και νομικό ερώτημα
Ο λόγος αυτός αποκλίνει αισθητά από άλλους λόγους του Δημοσθένη· πιθανότατα δεν είναι γνήσιος, αλλά παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως γιατί φωτίζει ορισμένες πτυχές της ζωής στην αρχαία Αθήνα.
Σε μια κρίσιμη στιγμή που η Αθήνα χρειαζόταν επειγόντως "τριηρικά σκεύη" (εξαρτήματα ή σκεύη απαραίτητα για τον εξοπλισμό των πολεμικών πλοίων), ανετέθη σε κάποιους να τα συγκεντρώσουν από εκείνους που δεν τα είχαν παραδώσει. Ένας από τους υπόχρεους, ο Θεόφημος, που είχε διατελέσει τριήραρχος, δεν ανταποκρίθηκε· μηνύθηκε γι᾽ αυτό από τον επιφορτισμένο με τη συγκέντρωση -τον κατήγορο στην παρούσα δίκη-, αλλά, παρά το γεγονός ότι καταδικάστηκε, συνέχισε να αρνείται. Όταν, έπειτα από απόφαση της βουλής, επετράπη στους επιφορτισμένους με τη συγκέντρωση να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να πετύχουν το σκοπό τους, ο κατήγορος πήγε στο σπίτι του Θεόφημου, προκειμένου να προχωρήσει σε "κατάσχεση" (να πάρει ενέχυρα). Εκεί συνεπλάκησαν και αλληλομηνύθηκαν. Εκδικάστηκε πρώτη η μήνυση του Θεόφημου, στην οποία κατέθεσαν ως μάρτυρες ο αδελφός του Εύεργος και ο γαμπρός του Μνησίβουλος. Ο Θεόφημος κέρδισε τη δίκη και ο τωρινός κατήγορος, που τότε καταδικάστηκε σε χρηματικό πρόστιμο, εμήνυσε τους δύο μάρτυρες για ψευδομαρτυρία. Ενδιαμέσως, επειδή ο καταδικασθείς είχε καθυστερήσει να πληρώσει στον Θεόφημο τα χρήματα που επιδίκασε το δικαστήριο, ο Θεόφημος και οι δύο κατηγορούμενοι πήγαν στο σπίτι του, όταν αυτός απουσίαζε, και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, του πήραν πενήντα πρόβατα μαζί με τον βοσκό και κάποια σκεύη. Κατά την "επιδρομή" αυτή κακοποίησαν και μια γριά απελεύθερη, η οποία πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. Μετά τον θάνατό της, ο κατήγορος απευθύνθηκε στους εξηγητές των ιερών κανόνων, για να του πουν τι έπρεπε να κάνει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο κατήγορος παραθέτει την απάντηση των εξηγητών και αναφέρεται στις δικές του ενέργειες.
Κατὰ Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου ψευδομαρτυριῶν § 68-72
[68] ἐπειδὴ τοίνυν ἐτελεύτησεν, ἦλθον ὡς τοὺς ἐξηγητάς, ἵνα εἰδείην ὅ τι με χρὴ ποιεῖν περὶ τούτων, καὶ διηγησάμην αὐτοῖς ἅπαντα τὰ γενόμενα, τήν τε ἄφιξιν τὴν τούτων καὶ τὴν εὔνοιαν τῆς ἀνθρώπου, καὶ ὡς εἶχον αὐτὴν ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ὡς διὰ τὸ κυμβίον, οὐκ ἀφιεῖσα, τελευτήσειεν. ἀκούσαντες δέ μου οἱ ἐξηγηταὶ ταῦτα, ἤροντό με πότερον ἐξηγήσωνταί μοι μόνον ἢ καὶ συμβουλεύσωσιν· [69] ἀποκριναμένου δέ μου αὐτοῖς ἀμφότερα, εἶπόν μοι «ἡμεῖς τοίνυν σοι τὰ μὲν νόμιμα ἐξηγησόμεθα, τὰ δὲ σύμφορα παραινέσομεν· πρῶτον μὲν ἐπενεγκεῖν δόρυ ἐπὶ τῇ ἐκφορᾷ, καὶ προαγορεύειν ἐπὶ τῷ μνήματι, εἴ τις προσήκων ἐστὶν τῆς ἀνθρώπου, ἔπειτα τὸ μνῆμα φυλάττειν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. τάδε δὲ συμβουλεύομέν σοι, ἐπειδὴ αὐτὸς μὲν οὐ παρεγένου, ἡ δὲ γυνὴ καὶ τὰ παιδία, ἄλλοι δέ σοι μάρτυρες οὐκ εἰσίν, ὀνομαστὶ μὲν μηδενὶ προαγορεύειν, τοῖς δεδρακόσι δὲ καὶ κτείνασιν, εἶτα πρὸς τὸν βασιλέα μὴ λαγχάνειν. [70] οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ νόμῳ ἔστι σοι· οὐ γάρ ἐστιν ἐν γένει σοι ἡ ἄνθρωπος, οὐδὲ θεράπαινα, ἐξ ὧν σὺ λέγεις· οἱ δὲ νόμοι τούτων κελεύουσιν τὴν δίωξιν εἶναι· ὥστ᾽ εἰ διομεῖ ἐπὶ Παλλαδίῳ αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδία καὶ καταράσεσθε αὑτοῖς καὶ τῇ οἰκίᾳ, χείρων τε δόξεις πολλοῖς εἶναι, καὶ ἐὰν μὲν ἀποφύγῃ σε, ἐπιωρκηκέναι, ἐὰν δὲ ἕλῃς, φθονήσει. ἀλλ᾽ ὑπὲρ σεαυτοῦ καὶ τῆς οἰκίας ἀφοσιωσάμενος ὡς ῥᾷστα τὴν συμφορὰν φέρειν, ἄλλῃ δὲ εἴ πῃ βούλει, τιμωροῦ.» [71] ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ τῶν ἐξηγητῶν, καὶ τοὺς νόμους ἐπισκεψάμενος τοὺς τοῦ Δράκοντος ἐκ τῆς στήλης, ἐβουλευόμην μετὰ τῶν φίλων ὅ τι χρή με ποιεῖν. συμβουλευόντων δέ μοι ταὐτά, ἃ μὲν ὑπὲρ τῆς οἰκίας προσῆκεν μοι πρᾶξαι καὶ ἃ ἐξηγήσαντό μοι οἱ ἐξηγηταί, ἐποίησα, ἃ δ᾽ ἐκ τῶν νόμων οὐκέτι μοι προσῆκεν, ἡσυχίαν εἶχον. [72] κελεύει γὰρ ὁ νόμος, ὦ ἄνδρες δικασταί, τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι μέχρι ἀνεψιαδῶν (καὶ ἐν τῷ ὅρκῳ διορίζεται ὅ τι προσήκων ἐστίν), κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι. ἐμοὶ δὲ οὔτε γένει προσῆκεν ἡ ἄνθρωπος οὐδέν, εἰ μὴ ὅσον τιτθὴ γενομένη, οὐδ᾽ αὖ θεράπαινά γε· ἀφεῖτο γὰρ ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ ἐλευθέρα καὶ χωρὶς ᾤκει καὶ ἄνδρα ἔσχεν.
***
[68] Όταν λοιπόν απεβίωσε [η ηλικιωμένη απελεύθερη], πήγα στους εξηγητές,1 για να μάθω τι έπρεπε να κάνω εν προκειμένω· τους εξέθεσα όλα όσα είχαν συμβεί· ανέφερα και τον ερχομό των αντιδίκων και την αφοσίωση της γυναίκας, και ότι την είχα στο σπίτι μου, και ότι έχασε τη ζωή της για το ποτήρι2 που δεν το άφηνε από τα χέρια της. Αφού άκουσαν οι εξηγητές αυτά που τους είπα, με ρώτησαν αν ήθελα να ερμηνεύσουν μόνο τους ιερούς κανόνες ή και να με συμβουλεύσουν· [69] όταν εγώ τους απάντησα «και τα δύο», μου είπαν: «τότε εμείς θα σου υποδείξουμε όσα πρέπει να πραχθούν κατά τους ιερούς κανόνες και θα σε συμβουλέψουμε όσα είναι συμφέροντα.3 Κατ᾽ αρχήν, αν υπάρχει κάποιος συγγενής της γυναίκας, να παρακολουθήσει την εκφορά κρατώντας δόρυ και να προβεί στη δημόσια διακήρυξη εναντίον του δράστη4 πάνω στον τάφο· έπειτα να φρουρήσει τον τάφο τρεις ημέρες. Αυτά πάλι που σε συμβουλεύουμε είναι τα εξής: επειδή δεν ήσουν παρών ο ίδιος, αλλά μόνο η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, και επειδή άλλοι μάρτυρες δεν υπάρχουν, η δημόσια διακήρυξη να μην είναι ονομαστική, αλλά να στρέφεται γενικά εναντίον εκείνων που έπραξαν και εφόνευσαν· επίσης, να μην υποβάλεις μήνυση ενώπιον του άρχοντος βασιλέως.5 [70] Άλλωστε, ο νόμος δεν σου παρέχει καν τέτοιο δικαίωμα· γιατί, σύμφωνα με αυτά που λες, η γυναίκα δεν είναι συγγενής σου ούτε και δούλη σου· οι νόμοι όμως επιτάσσουν να ασκείται δίωξη μόνο για τις περιπτώσεις αυτές. Αν λοιπόν με πάσα επισημότητα δώσεις τον όρκο στο Παλλάδιο6 εσύ ο ίδιος και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου και εκστομίσετε κατάρες για σας και το σπίτι σας, πολλοί θα σχηματίσουν για σένα αρνητική γνώμη και, αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, θα μείνει η εντύπωση ότι ψευδόρκησες, ενώ, αν τον καταδικάσεις, θα επισύρεις τον φθόνο. Γι᾽ αυτό, αφού εξαγνιστείς με καθαρμούς εσύ και το σπίτι σου, αντιμετώπισε τη συμφορά όσο πιο καρτερικά μπορείς και, αν θέλεις να πάρεις εκδίκηση με άλλο τρόπο, πάρε.» [71] Όταν τα άκουσα αυτά από τους εξηγητές, αφού συμβουλεύτηκα τους νόμους του Δράκοντα που είναι χαραγμένοι πάνω στη στήλη,7 σκεφτόμουν μαζί με τους φίλους μου τι έπρεπε να κάνω. Μου έδωσαν και εκείνοι την ίδια συμβουλή. Έκανα λοιπόν για το σπίτι μου αυτά που όφειλα να κάνω και μου υπέδειξαν οι εξηγητές, ενώ απέφυγα να πράξω οτιδήποτε για ζητήματα για τα οποία ο νόμος δεν μου έδινε ανάλογη δικαιοδοσία. [72] Ο νόμος εν προκειμένω ορίζει, άνδρες δικαστές, ότι η δίωξη ασκείται από τους συγγενείς μέχρι και τους γιους του πρώτου εξαδέλφου (ο βαθμός της συγγενείας ορίζεται στον όρκο)· σ᾽ αυτούς αναθέτει τη δίωξη και σε περίπτωση που το θύμα είναι δούλος. Η συγκεκριμένη γυναίκα όμως ούτε συνδεόταν μαζί μου με συγγένεια οποιασδήποτε μορφής -υπήρξε απλώς τροφός μου- ούτε βέβαια ήταν δούλη μου, αφού ο πατέρας μου της είχε χαρίσει την ελευθερία της και ζούσε χωριστά και παντρεύτηκε.
----------------
Σε μια κρίσιμη στιγμή που η Αθήνα χρειαζόταν επειγόντως "τριηρικά σκεύη" (εξαρτήματα ή σκεύη απαραίτητα για τον εξοπλισμό των πολεμικών πλοίων), ανετέθη σε κάποιους να τα συγκεντρώσουν από εκείνους που δεν τα είχαν παραδώσει. Ένας από τους υπόχρεους, ο Θεόφημος, που είχε διατελέσει τριήραρχος, δεν ανταποκρίθηκε· μηνύθηκε γι᾽ αυτό από τον επιφορτισμένο με τη συγκέντρωση -τον κατήγορο στην παρούσα δίκη-, αλλά, παρά το γεγονός ότι καταδικάστηκε, συνέχισε να αρνείται. Όταν, έπειτα από απόφαση της βουλής, επετράπη στους επιφορτισμένους με τη συγκέντρωση να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να πετύχουν το σκοπό τους, ο κατήγορος πήγε στο σπίτι του Θεόφημου, προκειμένου να προχωρήσει σε "κατάσχεση" (να πάρει ενέχυρα). Εκεί συνεπλάκησαν και αλληλομηνύθηκαν. Εκδικάστηκε πρώτη η μήνυση του Θεόφημου, στην οποία κατέθεσαν ως μάρτυρες ο αδελφός του Εύεργος και ο γαμπρός του Μνησίβουλος. Ο Θεόφημος κέρδισε τη δίκη και ο τωρινός κατήγορος, που τότε καταδικάστηκε σε χρηματικό πρόστιμο, εμήνυσε τους δύο μάρτυρες για ψευδομαρτυρία. Ενδιαμέσως, επειδή ο καταδικασθείς είχε καθυστερήσει να πληρώσει στον Θεόφημο τα χρήματα που επιδίκασε το δικαστήριο, ο Θεόφημος και οι δύο κατηγορούμενοι πήγαν στο σπίτι του, όταν αυτός απουσίαζε, και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, του πήραν πενήντα πρόβατα μαζί με τον βοσκό και κάποια σκεύη. Κατά την "επιδρομή" αυτή κακοποίησαν και μια γριά απελεύθερη, η οποία πέθανε λίγες ημέρες αργότερα. Μετά τον θάνατό της, ο κατήγορος απευθύνθηκε στους εξηγητές των ιερών κανόνων, για να του πουν τι έπρεπε να κάνει. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο κατήγορος παραθέτει την απάντηση των εξηγητών και αναφέρεται στις δικές του ενέργειες.
Κατὰ Εὐέργου καὶ Μνησιβούλου ψευδομαρτυριῶν § 68-72
[68] ἐπειδὴ τοίνυν ἐτελεύτησεν, ἦλθον ὡς τοὺς ἐξηγητάς, ἵνα εἰδείην ὅ τι με χρὴ ποιεῖν περὶ τούτων, καὶ διηγησάμην αὐτοῖς ἅπαντα τὰ γενόμενα, τήν τε ἄφιξιν τὴν τούτων καὶ τὴν εὔνοιαν τῆς ἀνθρώπου, καὶ ὡς εἶχον αὐτὴν ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ὡς διὰ τὸ κυμβίον, οὐκ ἀφιεῖσα, τελευτήσειεν. ἀκούσαντες δέ μου οἱ ἐξηγηταὶ ταῦτα, ἤροντό με πότερον ἐξηγήσωνταί μοι μόνον ἢ καὶ συμβουλεύσωσιν· [69] ἀποκριναμένου δέ μου αὐτοῖς ἀμφότερα, εἶπόν μοι «ἡμεῖς τοίνυν σοι τὰ μὲν νόμιμα ἐξηγησόμεθα, τὰ δὲ σύμφορα παραινέσομεν· πρῶτον μὲν ἐπενεγκεῖν δόρυ ἐπὶ τῇ ἐκφορᾷ, καὶ προαγορεύειν ἐπὶ τῷ μνήματι, εἴ τις προσήκων ἐστὶν τῆς ἀνθρώπου, ἔπειτα τὸ μνῆμα φυλάττειν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. τάδε δὲ συμβουλεύομέν σοι, ἐπειδὴ αὐτὸς μὲν οὐ παρεγένου, ἡ δὲ γυνὴ καὶ τὰ παιδία, ἄλλοι δέ σοι μάρτυρες οὐκ εἰσίν, ὀνομαστὶ μὲν μηδενὶ προαγορεύειν, τοῖς δεδρακόσι δὲ καὶ κτείνασιν, εἶτα πρὸς τὸν βασιλέα μὴ λαγχάνειν. [70] οὐδὲ γὰρ ἐν τῷ νόμῳ ἔστι σοι· οὐ γάρ ἐστιν ἐν γένει σοι ἡ ἄνθρωπος, οὐδὲ θεράπαινα, ἐξ ὧν σὺ λέγεις· οἱ δὲ νόμοι τούτων κελεύουσιν τὴν δίωξιν εἶναι· ὥστ᾽ εἰ διομεῖ ἐπὶ Παλλαδίῳ αὐτὸς καὶ ἡ γυνὴ καὶ τὰ παιδία καὶ καταράσεσθε αὑτοῖς καὶ τῇ οἰκίᾳ, χείρων τε δόξεις πολλοῖς εἶναι, καὶ ἐὰν μὲν ἀποφύγῃ σε, ἐπιωρκηκέναι, ἐὰν δὲ ἕλῃς, φθονήσει. ἀλλ᾽ ὑπὲρ σεαυτοῦ καὶ τῆς οἰκίας ἀφοσιωσάμενος ὡς ῥᾷστα τὴν συμφορὰν φέρειν, ἄλλῃ δὲ εἴ πῃ βούλει, τιμωροῦ.» [71] ταῦτα ἀκούσας ἐγὼ τῶν ἐξηγητῶν, καὶ τοὺς νόμους ἐπισκεψάμενος τοὺς τοῦ Δράκοντος ἐκ τῆς στήλης, ἐβουλευόμην μετὰ τῶν φίλων ὅ τι χρή με ποιεῖν. συμβουλευόντων δέ μοι ταὐτά, ἃ μὲν ὑπὲρ τῆς οἰκίας προσῆκεν μοι πρᾶξαι καὶ ἃ ἐξηγήσαντό μοι οἱ ἐξηγηταί, ἐποίησα, ἃ δ᾽ ἐκ τῶν νόμων οὐκέτι μοι προσῆκεν, ἡσυχίαν εἶχον. [72] κελεύει γὰρ ὁ νόμος, ὦ ἄνδρες δικασταί, τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι μέχρι ἀνεψιαδῶν (καὶ ἐν τῷ ὅρκῳ διορίζεται ὅ τι προσήκων ἐστίν), κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι. ἐμοὶ δὲ οὔτε γένει προσῆκεν ἡ ἄνθρωπος οὐδέν, εἰ μὴ ὅσον τιτθὴ γενομένη, οὐδ᾽ αὖ θεράπαινά γε· ἀφεῖτο γὰρ ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοῦ ἐμοῦ ἐλευθέρα καὶ χωρὶς ᾤκει καὶ ἄνδρα ἔσχεν.
***
[68] Όταν λοιπόν απεβίωσε [η ηλικιωμένη απελεύθερη], πήγα στους εξηγητές,1 για να μάθω τι έπρεπε να κάνω εν προκειμένω· τους εξέθεσα όλα όσα είχαν συμβεί· ανέφερα και τον ερχομό των αντιδίκων και την αφοσίωση της γυναίκας, και ότι την είχα στο σπίτι μου, και ότι έχασε τη ζωή της για το ποτήρι2 που δεν το άφηνε από τα χέρια της. Αφού άκουσαν οι εξηγητές αυτά που τους είπα, με ρώτησαν αν ήθελα να ερμηνεύσουν μόνο τους ιερούς κανόνες ή και να με συμβουλεύσουν· [69] όταν εγώ τους απάντησα «και τα δύο», μου είπαν: «τότε εμείς θα σου υποδείξουμε όσα πρέπει να πραχθούν κατά τους ιερούς κανόνες και θα σε συμβουλέψουμε όσα είναι συμφέροντα.3 Κατ᾽ αρχήν, αν υπάρχει κάποιος συγγενής της γυναίκας, να παρακολουθήσει την εκφορά κρατώντας δόρυ και να προβεί στη δημόσια διακήρυξη εναντίον του δράστη4 πάνω στον τάφο· έπειτα να φρουρήσει τον τάφο τρεις ημέρες. Αυτά πάλι που σε συμβουλεύουμε είναι τα εξής: επειδή δεν ήσουν παρών ο ίδιος, αλλά μόνο η γυναίκα σου και τα παιδιά σου, και επειδή άλλοι μάρτυρες δεν υπάρχουν, η δημόσια διακήρυξη να μην είναι ονομαστική, αλλά να στρέφεται γενικά εναντίον εκείνων που έπραξαν και εφόνευσαν· επίσης, να μην υποβάλεις μήνυση ενώπιον του άρχοντος βασιλέως.5 [70] Άλλωστε, ο νόμος δεν σου παρέχει καν τέτοιο δικαίωμα· γιατί, σύμφωνα με αυτά που λες, η γυναίκα δεν είναι συγγενής σου ούτε και δούλη σου· οι νόμοι όμως επιτάσσουν να ασκείται δίωξη μόνο για τις περιπτώσεις αυτές. Αν λοιπόν με πάσα επισημότητα δώσεις τον όρκο στο Παλλάδιο6 εσύ ο ίδιος και η γυναίκα σου και τα παιδιά σου και εκστομίσετε κατάρες για σας και το σπίτι σας, πολλοί θα σχηματίσουν για σένα αρνητική γνώμη και, αν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, θα μείνει η εντύπωση ότι ψευδόρκησες, ενώ, αν τον καταδικάσεις, θα επισύρεις τον φθόνο. Γι᾽ αυτό, αφού εξαγνιστείς με καθαρμούς εσύ και το σπίτι σου, αντιμετώπισε τη συμφορά όσο πιο καρτερικά μπορείς και, αν θέλεις να πάρεις εκδίκηση με άλλο τρόπο, πάρε.» [71] Όταν τα άκουσα αυτά από τους εξηγητές, αφού συμβουλεύτηκα τους νόμους του Δράκοντα που είναι χαραγμένοι πάνω στη στήλη,7 σκεφτόμουν μαζί με τους φίλους μου τι έπρεπε να κάνω. Μου έδωσαν και εκείνοι την ίδια συμβουλή. Έκανα λοιπόν για το σπίτι μου αυτά που όφειλα να κάνω και μου υπέδειξαν οι εξηγητές, ενώ απέφυγα να πράξω οτιδήποτε για ζητήματα για τα οποία ο νόμος δεν μου έδινε ανάλογη δικαιοδοσία. [72] Ο νόμος εν προκειμένω ορίζει, άνδρες δικαστές, ότι η δίωξη ασκείται από τους συγγενείς μέχρι και τους γιους του πρώτου εξαδέλφου (ο βαθμός της συγγενείας ορίζεται στον όρκο)· σ᾽ αυτούς αναθέτει τη δίωξη και σε περίπτωση που το θύμα είναι δούλος. Η συγκεκριμένη γυναίκα όμως ούτε συνδεόταν μαζί μου με συγγένεια οποιασδήποτε μορφής -υπήρξε απλώς τροφός μου- ούτε βέβαια ήταν δούλη μου, αφού ο πατέρας μου της είχε χαρίσει την ελευθερία της και ζούσε χωριστά και παντρεύτηκε.
----------------
1 Οι εξηγητές, οι οποίοι προέρχονταν από παλαιά αριστοκρατικά γένη και ήσαν ισόβιοι, ήταν σώμα ερμηνευτών των ιερών κανόνων και παρείχαν συμβουλές για ποικίλα λατρευτικά και θρησκευτικά θέματα.
2 Η ηλικιωμένη απελεύθερη, την ώρα της "επιδρομής", έτρωγε στην αυλή μαζί με τη γυναίκα του κατήγορου και κακοποιήθηκε όταν προσπάθησε να κρύψει στον κόρφο της ένα ποτήρι (κυμβίον) για να το σώσει.
3 Όπως προκύπτει από τη συνέχεια (§ 69-70), το περιεχόμενο της συμβουλής είχε να κάνει κυρίως με την νομική πτυχή του θέματος.
4 Με την επίσημη διακήρυξη, που γινόταν την ώρα της ταφής (προαγορεύω, πρόρρησις), εκαλείτο ο δράστης του φόνου να κρατηθεί μακριά από τα ιερά και τους δημόσιους χώρους.
5 Στον άρχοντα βασιλέα, που ήταν επιφορτισμένος κυρίως με λατρευτικά καθήκοντα, υποβάλλονταν οι μηνύσεις για ανθρωποκτονία.
6 Στο Παλλάδιον, το δικαστήριο που εσυγκροτείτο από εφέτες οι οποίοι συνέρχονταν στο ιερό της Παλλάδας Αθηνάς (ακριβώς έξω από την Αθήνα), εκδικάζονταν υποθέσεις για "ακούσια" ανθρωποκτονία, για "βούλευση" ανθρωποκτονίας και για φόνο δούλου ή ξένου.
7 Ακόμα και μετά τη νομοθεσία του Σόλωνα (περ. 590 π.Χ.), για την ανθρωποκτονία παρέμειναν σε ισχύ οι νόμοι του πρώτου Αθηναίου νομοθέτη, του Δράκοντα (περ. 620 π.Χ.). Στα τέλη του πέμπτου αιώνα έγινε προσπάθεια συστηματοποίησης και νέας καταγραφής των νόμων αυτών. Το 409/408 π.Χ. οι "φονικοί" νόμοι του Δράκοντα χαράχτηκαν σε στήλη που τοποθετήθηκε στη Βασίλειο στοά στην αγορά. Σώζεται απόσπασμα της επιγραφής αυτής.