Λίγα λόγια για τις διαλέκτους της νέας ελληνικής γλώσσας
Θα θυμάστε ότι στο πρώτο κεφάλαιο λέγαμε ότι η νέα ελληνική γλώσσα δεν είναι η ίδια σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας. Οι Κρητικοί έχουν διαφορετική προφορά και χρησιμοποιούν διαφορετικές λέξεις, και το ίδιο ισχύει για τους Κύπριους, τους Πόντιους και άλλους. Έτσι, αν ακούσετε τη λέξη πλι (= πουλί), όλοι καταλαβαίνετε ότι ανήκει σε διάλεκτο - σε διάλεκτο της βόρειας Ελλάδας, γιατί σε αυτές τις διαλέκτους «κόβονται» τα φωνήεντα που δεν τονίζονται (πλι = πουλί, χερ = χέρι) κλπ. Αν ακούσετε τη λέξη κοπέλι 'παιδί' ή τη λέξη ίντα, θα αναγνωρίσετε ίσως τη διάλεκτο της Κρήτης. Οι Κρητικοί (μαζί με τους Κύπριους και κάποιους ακόμα νησιώτες) χρησιμοποιούν τη λέξη ίντα 'τί'. Θα ξαναγυρίσουμε στις διαλέκτους της νέας ελληνικής στο τελευταίο κεφάλαιο.
Αστεία για τις διαλέκτους και τί σημαίνουν
Πολλά αστεία για τις διάφορες περιοχές της Ελλάδας και τους κατοίκους της βασίζονται σε χαρακτηριστικά των διαλέκτων τους. Γύρω στα 1950 έγινε ο πόλεμος της Κορέας (μεταξύ Βόρειας και Νότιας Κορέας). Στον πόλεμο αυτό πήραν μέρος οι Αμερικανοί στο πλευρό των Νοτιοκορεατών και οι Κινέζοι στο πλευρό των Βορειοκορεατών. Μαζί με τους Αμερικανούς πήγαν στην Κορέα και δυνάμεις του NATO (της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας). Έτσι πήγαν και ελληνικά στρατιωτικά τμήματα, γιατί η Ελλάδα ανήκε στο NATO. Σε αυτά τα στρατιωτικά τμήματα υπήρχαν πολλοί Μυτιληνιοί. Η διάλεκτος της Μυτιλήνης «κόβει», όπως γενικά οι διάλεκτοι της βόρειας Ελλάδας, τα φωνήεντα που δεν τονίζονται (θυμηθείτε το πλι που λέγαμε παραπάνω). Λένε λοιπόν ότι οι Αμερικανοί, ακούγοντας διάλογους μεταξύ των μυτιληνιών στρατιωτών όπως ο παρακάτω:
«Τι καν Γιανς;»
«Ψην τσιρ.»
(= «Τί κάνει ο Γιάννης;» «Ψήνει τσίρους.»), έμεναν έκπληκτοι με το πόσο εύκολα έμαθαν οι έλληνες στρατιώτες κινέζικα! Ένα άλλο ανέκδοτο αφορά τους Σερραίους και τη διάλεκτό τους. Στη διάλεκτο αυτή, αλλά και σε άλλες νεοελληνικές διαλέκτους, εμφανίζεται η «παχιά» προφορά του σ (όπως στο she'αυτή' της αγγλικής, αλλά και στα γαλλικά). Ο σερραίος μαθητής, λέει το ανέκδοτο, δυσκολευόταν να προφέρει στο μάθημα των γαλλικών το «παχύ» σ της γαλλικής. Απελπισμένος ο καθηγητής τον ρωτά: «Από πού είσαι παιδί μου;», για να εισπράξει την απάντηση: «Από τα Shέρρας (= Σέρρας, με «παχύ» αρχικό σ).» (Ένας άλλος κανόνας βορείων ιδιωμάτων )
Τί σημαίνουν αυτά τα αστεία;
Όλα αυτά τα αστεία για τις διαλέκτους και τους ομιλητές τους φανερώνουν κάτι που είναι λίγο πολύ γνωστό σε όλους μας: οι διάλεκτοι θεωρούνται ως ένα «δεύτερης κατηγορίας» γλωσσικό εργαλείο. Και αυτό γιατί υπάρχει ένα «πρώτης κατηγορίας» γλωσσικό εργαλείο: η κοινή νέα ελληνική γλώσσα, η γλωσσική μορφή που μιλιέται σε όλη την Ελλάδα και είναι, σήμερα, η γλώσσα του σχολείου, των εφημερίδων, του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης, της διοίκησης (υπουργεία, δημόσιες υπηρεσίες κλπ.). Όσοι, για λόγους κοινωνικούς ή οικονομικούς, δεν μπορούν ή δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν αυτό το γλωσσικό εργαλείο μπαίνουν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Σκεφτείτε, λόγου χάρη, τον «αγράμματο» χωρικό που μιλάει μόνο τη διάλεκτό του ή τον ποντιακής καταγωγής οικονομικό μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλά μόνο την ποντιακή διάλεκτο. Το κοινωνικό «κύρος», δηλαδή η κοινωνική δύναμη, που διαθέτει αυτή η κοινή μορφή της νέας ελληνικής εξηγεί γιατί οι διάλεκτοι θεωρούνται «δεύτερης κατηγορίας» γλωσσικά εργαλεία και γιατί οι ομιλητές τους τις εγκαταλείπουν με αποτέλεσμα να χάνονται, να μη μιλιούνται πια.
Πώς γεννήθηκε η κοινή νέα ελληνική γλώσσα;
Όπως ξέρετε, το νέο ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε μετά την επιτυχημένη επανάσταση του 1821 ενάντια στους Οθωμανούς Τούρκους. Κάθε κράτος, για να εξασφαλίσει την καλή λειτουργία του (σχολεία, εκπαίδευση, διοίκηση, νομοθεσία κλπ.), χρειάζεται ένα κοινό γλωσσικό όργανο. Και όταν ένα τέτοιο κοινό γλωσσικό όργανο δεν υπάρχει γιατί στο νέο κράτος μιλιούνται διαφορετικές γλώσσες ή διαφορετικές διάλεκτοι, ή και τα δύο, τότε πρέπει να δημιουργηθεί και να επιβληθεί. Έτσι, για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στην πρώην Σοβιετική Ένωση μιλιούνταν πολλές διαφορετικές γλώσσες: ρωσικά, ουκρανικά, γεωργιανά (στη Δημοκρατία της Γεωργίας), αρμενικά (στη Δημοκρατία της Αρμενίας) και πολλές άλλες. Οι γλώσσες αυτές εξακολούθησαν να υπάρχουν, να μιλιούνται και να γράφονται. Ωστόσο, τον ρόλο του κοινού γλωσσικού οργάνου «ανέλαβε» μία από αυτές, η ρωσική. Και αυτό γιατί ήταν η γλώσσα της ισχυρότερης και πολυπληθέστερης δημοκρατίας της Σοβιετικής Ένωσης, της Ρωσίας. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπήκοοι της οποίας ήταν οι Έλληνες μέχρι να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους με την επανάσταση του 1821, μιλιούνταν επίσης πολλές γλώσσες: τουρκικά, περσικά, αραβικά, ελληνικά, αρμενικά, σέρβικα, βουλγάρικα, ρουμάνικα, αλβανικά και άλλες. Η γλώσσα όμως που κυριαρχούσε για τις ανάγκες της διοίκησης της Αυτοκρατορίας ήταν η γλώσσα του κυρίαρχου, η τουρκική. Έτσι «πέρασαν» στα ελληνικά (αλλά και στις άλλες γλώσσες των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) τουρκικές λέξεις που ανήκαν στο λεξιλόγιο της διοίκησης: ντοβλέτι 'εξουσία', φιρμάνι 'νόμος', φετφάς 'διαταγή θρησκευτικού περιεχομένου', αγάς/μπέης/πασάς (τούρκοι άρχοντες), βεζίρης κλπ. Κάποιες από αυτές εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται και σήμερα στα ελληνικά. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να δείξουν ότι οι τύχες των γλωσσών είναι συνδεδεμένες με τις ιστορικές συνθήκες.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στην κοινή νέα ελληνική. Μέχρι την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα. Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων: πελοποννησιακά, αθηναϊκά, διάλεκτοι του Βορρά, κρητικά, κυπριακά, ποντιακά, καππαδοκικά (στην κεντρική Μικρά Ασία), κατωιταλικά (στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία), επτανησιακά κλπ. Αυτή η ποικιλία δεν δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα επικοινωνίας κυρίως ανάμεσα σε γειτονικές διαλέκτους. Σίγουρα όμως δημιουργούσε προβλήματα ανάμεσα σε ομιλητές διαλέκτων που χωρίζονταν από μεγάλη γεωγραφική απόσταση και διέφεραν πολύ. Αυτό μπορείτε να το καταλάβετε με ένα σύγχρονο παράδειγμα. Αν προσπαθήσετε να επικοινωνήσετε με έναν ποντιακής καταγωγής μετανάστη από την πρώην Σοβιετική Ένωση που μιλάει μόνο την ποντιακή διάλεκτο, θα έχετε δυσκολίες.
Τέτοιου είδους δυσκολίες στην Ελλάδα του 1836 περιγράφονται με χαριτωμένο τρόπο σε ένα θεατρικό έργο την εποχής που ονομάζεται Βαβυλωνία, γραμμένο από τον Δ. Βυζάντιο. Πρωταγωνιστές στο έργο αυτό είναι ομιλητές διαφόρων διαλέκτων: Επτανήσιοι, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Κύπριοι, Ανατολίτες και άλλοι. Η απουσία κοινού γλωσσικού εργαλείου επικοινωνίας δημιουργεί χαριτωμένες και αστείες περιστάσεις ασυνεννοησίας και παρεξήγησης. Έτσι, όταν π.χ. ο Κρητικός χρησιμοποιεί τη λέξη κουράδια (που σημαίνει στη διάλεκτο του 'πρόβατα'), οι άλλοι το θεωρούν βρισιά ή αισχρολογία, γιατί στη δική τους διάλεκτο σημαίνει, όπως και σήμερα, τα 'κακά'!:
Αλβανός: Ωρέ Κρητίκα, ωρέ, πρα… Εσύ, εσύ ωρέ Κρητίκα! Πώ το γουρουνίζεις εσύ εμένα, ωρέ, το πα-πα-πα- το παλουκάρι;
Κρής: Δεν κατέχω ετσά πράμα, μηδέ κατέχω σε πούρι, Θιος κι η ψυχή μου.
Αλβανοσ: Πώς, ωρέ, να το λες έτσι εσύ, ωρέ εσύ, που 'ρτες, ωρέ, εγώ στο- στο-στο Κρήτη, ωρέ, κι έριχνες εγώ, ωρέ εγώ, το-το-το τουφέκιες σα- σα-σαν το βροχάδες; Κρησ: Είπα σού το δα μαθές, δε σε κατέχω, δεδίμ, διάλε τα πάσπαλα που θα θέσω στον άδη!
Αλβανός: Πρα, πώς το κάνεις έτσι, ωρέ, που δεν το γουρουνίζεις; Πώ σε γουρουνίζω εγώ;
Κρης: Κατέχω δα σε, δεδίμ, τώρα που 'ρθες κι έφαγες τα κουράδια μας.
Αλβανός [με θυμόν]: Τφου, Αλλά μπελιά βερσίν! Ποιος, ωρέ, να τρως κουράδιες;
Ανατολίτης [καθ' εαυτόν]: Ε, καβγκά τώρα σα μόσκο τα μυρίσει.
Κρης: Και γιάντα δα, δεδίμ, ψόματα 'ναι δα που δεν αφήκατε κουράδια στην Κρήτη;
Αλβανός: Άιδε να χάνεσαι, πίθε μούτι. [τρίζων τους οδόντας] Ποιος, ωρέ, το 'φαγες κουράδιες;
Κρης: Εσύ δα, μαθές, κι οι σύντροφοι σου, δεδίμ κια ολιάς…
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, τεταχίνιε!
Κρης [Τον πτύει.]: Τφου!
Αλβανός [Τον πτύει.]: Τφου, και συ μούτι! [ευγάζων την πιστόλαν] Να, ωρέ, ποιος να τρως κουράδιες… [Πυροβολεί και φεύγει.]
Κρης: Ω, ω, ω, διάλε τσ' αποθαμένοι σου και τσ' απομεινάροι σου… Με σκότωσες εδά…
Ανατολίτης: Δεν είπα εγώ; Ιστέ, Αρβανίτη χουνέρι τού έκαμε. [Τρέχει προς τον Κρήτα.] Πού χτύπησε; Ιστέκα, ιστέκα. [Βλέπει την πληγήν.] Ε, ζαράρι ντεν έχει τίποτα, μη φοβάσαι, σήκω, σήκω. [Τον σηκώνει ολίγον.]
πρα: βρε | γουρουνίζεις: γνωρίζεις | κατέχω: γνωρίζω | ετσά: τέτοιο | πούρι: καθόλου I δεδίμ: είπα | πάσπαλα: σκόνη | τφου: φτου | Αλλά μπελιά βερσίν: από τον Αλλάχ (= τον Θεό) να το βρεις, τον κακό σου τον καιρό | γιάντα: γιατί | ψόματα: ψέματα | άιδε να χάνεσαι: άιντε να χαθείς | πίθε μούτι: αισχρολογία | κια ολιάς: πριν από λίγο | τεταχίνιε: στο διάολο | απομεινάροι: ζωντανοί | ιστέ: να, ορίστε | ιστέκα: στάσου | ζαράρι: ζημιά
Στο θεατρικό αυτό έργο φαίνεται καθαρά η ανάγκη που αντιμετωπίζει το νεαρό ελληνικό κράτος του 1830 για μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα.
Πριν μιλήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε αυτή η κοινή ομιλούμενη γλώσσα, θα πρέπει να πούμε ότι, ενώ δεν υπήρχε μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, υπήρχε μια κοινή γραπτή γλώσσα. Αυτή ήταν μια μορφή γλώσσας που χρησιμοποιούσαν από πολύ παλιά (θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα) οι εγγράμματοι και μορφωμένοι (και αυτοί ήταν λίγοι), κυρίως για να γράψουν ή και να μιλήσουν σε επίσημες περιστάσεις. Αυτή η μορφή γλώσσας ήταν αρχαϊστική, δηλαδή δεν αντιστοιχούσε στις ομιλούμενες μορφές αλλά προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα· και αυτό γιατί η αρχαία ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η διάλεκτος της πιο σπουδαίας αρχαίας πόλης, της Αθήνας, θεωρούνταν ότι ήταν όχι μόνο ένδοξη αλλά και «καθαρή» (γι' αυτό η γραπτή αυτή γλωσσική ποικιλία ονομάστηκε καθαρεύουσα), δηλαδή «αμόλυντη» από επιδράσεις άλλων γλωσσών, οι οποίες, κατά τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, είχαν «χαλάσει» την ομιλούμενη ελληνική, όπως εμφανιζόταν στις διαλέκτους. Η άποψη αυτή δεν στέκεται επιστημονικά. Ήδη έχουμε πει, και θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό αργότερα, ότι οι γλώσσες δεν «χαλάνε», απλά αλλάζουν.
Η κοινή αυτή γραπτή μορφή γλώσσας, σε μια μορφή της που αργότερα ονομάστηκε καθαρεύουσα, ήταν η γλωσσική ποικιλία που χρησιμοποίησε το ελληνικό κράτος, από τη δημιουργία του μέχρι το 1976, ως το επίσημο γλωσσικό εργαλείο στο οποίο γράφονταν οι νόμοι και με το οποίο λειτουργούσε η διοίκηση καθώς και η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση. Επειδή όμως δεν ήταν ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο -δεν μιλιόταν-, δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει η κοινή ομιλούμενη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα). Κοινή ομιλούμενη γλώσσα έγινε αυτή που ονομάστηκε δημοτική, που σημαίνει η γλώσσα που μιλιέται από τον «δήμο», δηλαδή από τους πολλούς.
Αλλά πώς γεννήθηκε η δημοτική από το μωσαϊκό των διαλέκτων για το οποίο μιλήσαμε νωρίτερα; Καταρχήν, ήδη από τα βυζαντινά χρόνια είχε διαμορφωθεί στα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας (με πρώτο την Κωνσταντινούπολη) μια κοινή ομιλούμενη γλώσσα, με επιδράσεις από τις διαλέκτους της περιοχής αλλά και από την αρχαΐζουσα γλώσσα. Αυτή η κοινή μορφή θα συναντηθεί με την πελοποννησιακή διάλεκτο. Και από αυτή τη συνάντηση θα γεννηθεί η δημοτική.
Γιατί αυτή η διάλεκτος και όχι κάποια άλλη;
Απλά, γιατί αυτή ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου ξεκίνησε η επανάσταση του 1821 αλλά και της περιοχής που αποτέλεσε τον πυρήνα του νεαρού ελληνικού κράτους. Ιστορικοί λοιπόν ήταν οι λόγοι που η κοινή ομιλούμενη γλώσσα βασίστηκε κυρίως στην πελοποννησιακή διάλεκτο. Η πελοποννησιακή διάλεκτος, όπως και άλλες διάλεκτοι της νότιας Ελλάδας, δεν «κόβει» τα άτονα φωνήεντα, όπως συμβαίνει στις βόρειες διαλέκτους: πλι (= πουλί), χερ (= χέρι), ούτε έχει τις έντονες ιδιαιτερότητες της ποντιακής ή της κυπριακής. Γι' αυτό και στη δημοτική που μιλάμε σήμερα λέμε πουλί και όχι πλι, χέρι και όχι χερ.
Και πριν τη γέννηση της κοινής ομιλούμενης γλώσσας, με βάση την πελοποννησιακή, υπήρχε μια μορφή κοινής ομιλούμενης γλώσσας, κυρίως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη. Αυτή η μορφή κοινής απέφευγε τα διαλεκτικά χαρακτηριστικά. Ένα από αυτά είναι η αποβολή των άτονων φωνηέντων, όπως συμβαίνει στις διαλέκτους του βορρά του ελληνόφωνου κόσμου: πλι, χερ. Οι διάλεκτοι του νότου, με κυρίαρχη την πελοποννησιακή, δεν κόβουν τα άτονα φωνήεντα. Αυτή, λοιπόν, η παλιότερη, περιορισμένης χρήσης, κοινή θα «συναντηθεί» με την πελοποννησιακή, η οποία μιλιέται στην «καρδιά» του κράτους που γεννιέται από την επανάσταση του 1821· και έτσι θα δημιουργηθεί σιγά σιγά η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα. Αν η επανάσταση του 1821 είχε αρχίσει, και είχε ολοκληρωθεί, στη σημερινή βόρεια Ελλάδα, τότε δεν αποκλείεται η κοινή ομιλούμενη ελληνική να επηρεαζόταν από τις βόρειες διαλέκτους και να «έκοβε» τα άτονα φωνήεντα. Έτσι, ίσως να λέγαμε χερ αντί χέρι και πλι αντί πουλί, και να μη μας φαίνονταν οι τύποι αυτοί παράξενοι, διαλεκτικά περιθωριακοί. Άλλωστε, αν πάτε σήμερα σε περιοχές όπου μιλιούνται, όσο μιλιούνται ακόμα, οι βόρειες διάλεκτοι (λ.χ. στην Κοζάνη ), είναι πολύ πιθανόν να ακούσετε κάποιον να μιλάει την κοινή νέα ελληνική όπως εσείς, αλλά να «βάζει» στον λόγο του και στοιχεία της διαλέκτου του. Να λέει δηλαδή χερ ή ποδ. Αυτό βέβαια δεν θα το κάνει στον γραπτό λόγο, γιατί εκεί οι διαλεκτισμοί αυτοί αποφεύγονται. Ο γραπτός λόγος είναι ένα φίλτρο αξιολόγησης των γλωσσικών μορφών. Αλλά θα μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα.
Η κοινή νέα ελληνική γεννήθηκε από μια διάλεκτο
Η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, βασίστηκε λοιπόν σε μία διάλεκτο. Και αυτό έγινε για ιστορικούς λόγους, γιατί η συγκεκριμένη διάλεκτος ήταν «ισχυρή» σε σύγκριση με άλλες διαλέκτους λόγω του ιστορικού ρόλου των ομιλητών της. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε κοινή νέα ελληνική γλώσσα, η δημοτική, είναι μια αναβαθμισμένη διάλεκτος που γενικεύθηκε η χρήση της. Με ανάλογους τρόπους δημιουργήθηκαν και σε άλλες χώρες οι κοινές ομιλούμενες γλωσσικές τους μορφές. Η κοινή αγγλική βασίστηκε σε διαλέκτους την νότιας Αγγλίας, που αποτελούσε το «κέντρο» του αγγλικού κράτους. Η κοινή ιταλική βασίστηκε, για αντίστοιχους λόγους, σε διαλέκτους της βόρειας Ιταλίας, και μάλιστα σε διαλέκτους που χρησιμοποιήθηκαν στη λογοτεχνία και γι' αυτό απέκτησαν γόητρο. Μπορείτε λοιπόν τώρα να καταλάβετε τη διαφορά μεταξύ των νεοελληνικών διαλέκτων και της κοινής γλώσσας που μιλάμε όλοι μας. Η κοινή γλώσσα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία από τις πολλές διαλέκτους η οποία, για λόγους ιστορικούς, ξεχώρισε από τις άλλες, αναβαθμίστηκε και κατέληξε να μιλιέται από όλους - έγινε κοινή.
Τί σημαίνει «αναβαθμίστηκε»;
Σημαίνει ότι εμπλουτίστηκε το λεξιλόγιο της ώστε να είναι σε θέση να εκφράσει τις έννοιες που χρειάζεται μια κοινωνική δομή πιο σύνθετη (η δομή του κράτους) από τη δομή του χωριού, τις ανάγκες της οποίας αρχικά εξυπηρετούσε. Έτσι προστέθηκαν πολλές καινούργιες λέξεις είτε με δανεισμό από τα αρχαία ελληνικά είτε μεταφράζοντας στα ελληνικά όρους από άλλες γλώσσες (κυρίως από τα γαλλικά). Για παράδειγμα, η λέξη διαμέρισμα είναι ακριβής μετάφραση του γαλλικού appartement και «φτιάχνεται» τον 19ο αιώνα για να περιγράψει μια πραγματικότητα που δεν υπήρχε παλιότερα. Οι λέξεις νόμος, διοίκηση, εξουσία, εφετείο, βουλή, βουλευτής, πρόεδρος και πολλές άλλες «ξαναμπαίνουν» στην κοινή ελληνική από τα αρχαία ελληνικά. Οι τουρκικές λέξεις που αποδίδουν έννοιες της διοίκησης στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (ντοβλέτι, φιρμάνι, αγάς, πασάς, μπέης κ.ά.) αντικαθίστανται από ελληνικής καταγωγής λέξεις, και όσες επιζούν χρησιμοποιούνται μόνο στον οικείο, καθημερινό λόγο, συχνά με μεταφορική σημασία. Ακόμα και σήμερα μπορεί να ακούσει κανείς την έκφραση πασά μου! ως χαϊδευτική προσφώνηση ή την έκφραση ζει μπέικα, δηλαδή 'σαν μπέης' Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε η κοινή νεοελληνική.
Και τώρα οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής
Η συζήτηση που προηγήθηκε θα μας βοηθήσει να καταλάβουμε μια πολύ πιο μακρινή φάση της ελληνικής γλώσσας, την αρχαία.
Η γλωσσική πραγματικότητα της αρχαίας Ελλάδας μέχρι το 300 π.Χ. θυμίζει την εικόνα της νέας ελληνικής μέχρι τη δημιουργία της κοινής νέας ελληνικής. Η ελληνική γλώσσα ήταν (μέχρι την αρχή της ελληνιστικής περιόδου, που αρχίζει με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., και τελειώνει στα χρόνια της γέννησης του Χριστού), ένα μωσαϊκό διαλέκτων, χωρίς να υπάρχει μια κοινή, γενικής χρήσης γλωσσική μορφή. Όπως και στην περίπτωση των διαλέκτων της νέας ελληνικής που συζητήσαμε νωρίτερα, οι ομιλητές των γειτονικών, κυρίως, διαλέκτων δεν είχαν πρόβλημα συνεννόησης. Αλλά δεν ήταν το ίδιο εύκολη η συνεννόηση μεταξύ ομιλητών διαλέκτων που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές (όπως λ.χ. οι Κύπριοι και οι Αθηναίοι). Όπως και στα νεότερα χρόνια, τα «αστεία» για τις διαλέκτους «έδιναν και έπαιρναν». Έτσι, οι Αθηναίοι, πολίτες της πιο σημαντικής αρχαίας δημοκρατίας, θεωρούσαν τους Βοιωτούς (τους κατοίκους της Θήβας και της περιοχής της) χοντροκομμένους χωριάτες και κορόιδευαν τα φερσίματά τους και τη διάλεκτο τους.
Τρεις ομάδες διαλέκτων
Οι διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής χωρίζονται σε τρεις ομάδες: την ανατολική ομάδα, που περιλαμβάνει (α) τη διάλεκτο της Αττικής (την αττική διάλεκτο), η οποία μιλιόταν στην Αττική και στις αποικίες της Αθήνας (Λήμνο, Σίγειο στη Μικρά Ασία, Αμφίπολη στη Μακεδονία)· (β) την ιωνική διάλεκτο, που μιλιόταν στις ακτές της Μικράς Ασίας, στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου (εκτός από την Κρήτη, τα Κύθηρα, τη Μήλο, τη Θήρα και τα Δωδεκάνησα), στην Εύβοια, και σε αποικίες στη Χαλκιδική, τη Θράκη, την Προποντίδα, τον Εύξεινο Πόντο, την Κάτω Ιταλία και την Σικελία· (γ) την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, που μιλιόταν στην Αρκαδία (της Πελοποννήσου) και την Κύπρο. Συγγενική με την αρκαδοκυπριακή ήταν η παμφυλιακή διάλεκτος, που μιλιόταν στην Παμφυλία (στις ακτές της Μικράς Ασίας, βορειοδυτικά της Κύπρου).
Η δυτική ομάδα περιλάμβανε (α) τις δωρικές διαλέκτους, δηλαδή τις διαλέκτους της Λακωνίας, της Μεσσηνίας, της Ηράκλειας, της Μήλου, της Θήρας, της Κυρήνης (αποικίας της Θήρας στη Β. Αφρική), των Δωδεκανήσων, του Άργους, της Κορίνθου, των Μεγάρων· (β) τις βορειοδυτικές διαλέκτους, δηλαδή τις διαλέκτους της Ηπείρου, της Ακαρνανίας, της Αιτωλίας, της Λοκρίδας, της Φωκίδας, της Ελέας.
Η αιολική ομάδα περιλάμβανε τις διαλέκτους της Λέσβου, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Η θεσσαλική διάλεκτος χωρίζεται σε τρεις υποδιαλέκτους: τη διάλεκτο της Πελασγιώτιδας (περιοχής της Λάρισας), τη διάλεκτο της Θεσσαλιώτιδας (Κιέριο, Φάρσαλα) και τη διάλεκτο της Ιστιαιώτιδας (Ματρόπολη).
Μα πόσα ξέρουμε για τις αρχαίες διαλέκτους;
Πριν μιλήσουμε αναλυτικότερα για τις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, θα πρέπει να πούμε ότι οι πληροφορίες που έχουμε γι' αυτές προέρχονται, αναγκαστικά, από γραπτά κείμενα. Αλλά πάντα το γραπτό κείμενο βρίσκεται σε κάποια απόσταση από την ομιλούμενη, καθημερινή γλώσσα. Έτσι, σίγουρα μας «ξεφεύγουν» πληροφορίες για την προφορική, καθημερινή χρήση της γλώσσας.
Θα πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι ο πλούτος των πληροφοριών που διαθέτουμε για τις αρχαίες διαλέκτους είναι άνισος. Έτσι, διαθέτουμε ένα πλήθος γραπτών κειμένων (επιγραφές, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά κ.ά. κείμενα) για τη διάλεκτο της Αττικής, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για άλλες διαλέκτους που δεν συνδέθηκαν, όπως συνδέθηκε η αττική διάλεκτος, με ένα ισχυρό πολιτικό κέντρο (την πόλη-κράτος της Αθήνας). Επιπλέον, οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τις αρχαίες διαλέκτους δεν κατανέμονται ισόποσα στον χρόνο. Έτσι, για ορισμένες διαλέκτους (όπως λ.χ. η κρητική) έχουμε μαρτυρίες (δηλαδή επιγραφές) από τον 7ο αιώνα π.Χ. Για άλλες (όπως η αρκαδική) από τον 6ο αιώνα π.Χ. και για άλλες (όπως η παμφυλιακή) μόνο από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Πώς ξεχωρίζουν οι ανατολικές και οι δυτικές διάλεκτοι;
Η διάκριση μεταξύ ανατολικής ομάδας διαλέκτων (ιωνική, αττική, αρκαδοκυπριακή) και δυτικής ομάδας (δωρικές διάλεκτοι, βορειοδυτικές διάλεκτοι) γίνεται με τρόπο ανάλογο με αυτόν που ξεχωρίζουμε σήμερα, όπως λέγαμε νωρίτερα, τις βόρειες νεοελληνικές διαλέκτους από τις νότιες. Αν το βασικό χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τις βόρειες από τις νότιες διαλέκτους είναι το «κόψιμο» των φωνηέντων που δεν τονίζονται (πλι στον βορρά, πουλί στον νότο), η βασική διαφορά μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής ήταν ότι εκεί που οι πρώτες έχουν -σι οι δεύτερες έχουν -τι: δίδωσι (γ πρόσωπο ενικού του ρήματος δίδωμι 'δίνω') στις ανατολικές διαλέκτους, αλλά δίδωτι στις δυτικές διαλέκτους. Το ι [i] είναι, όπως λέγαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο, ένα μπροστινό φωνήεν, σχηματίζεται δηλαδή στο μπροστινό μέρος του στόματος. Αν συγκρίνετε το δύο σύμφωνα τ [t] και σ [s], θα προσέξετε ότι, πέρα από τις άλλες διαφορές τους (το τ είναι κλειστό, ενώ το σ δεν είναι), το σσχηματίζεται πιο μπροστά στο στόμα από ό,τι το τ. Τί σημαίνουν όλα αυτά; Σημαίνουν απλά ότι στις ανατολικές διαλέκτους το τ, επηρεασμένο από τη «γειτονιά» του μπροστινού φωνήεντος ι, άλλαξε και έγινε σ, δηλαδή πιο μπροστινό σύμφωνο. Έτσι, η διαφορά -τι/-σι που ξεχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές διαλέκτους είναι αποτέλεσμα μιας αλλαγής (το -τι άλλαξε σε -σι) που έγινε στις ανατολικές διαλέκτους αλλά όχι στις δυτικές. Οι δυτικές διάλεκτοι είναι λοιπόν πιο «συντηρητικές».
Αλλά αυτή δεν είναι η μόνη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις ανατολικές και τις δυτικές διαλέκτους. Παρατηρήστε τη λέξη μήτηρ 'μητέρα' των ανατολικών διαλέκτων και τη λέξη μάτηρ των δυτικών διαλέκτων. Εκεί που οι ανατολικές διάλεκτοι έχουν η, δηλαδή μακρό [e] ( = [ee]), οι δυτικές έχουν μακρό [a] (= [aa]· το γράφουμε ᾱ). Επίσης, στις ανατολικές διαλέκτους χάθηκε νωρίς το σύμφωνο [w], που γραφόταν ϝ, ονομαζόταν δίγαμμα (= δύο γάμα) λόγω του σχήματος του και προφερόταν όπως προφέρεται σήμερα το αρχικό γράμμα της αγγλικής λέξης was 'ήταν'· θυμηθείτε τη σχετική συζήτηση σε προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι, στην λέξη ἐργάζομαι των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχεί η λέξη ϝεργάζομαι, που προφέρεται [wergázdomai], των δυτικών διαλέκτων. Επίσης στις ανατολικές διαλέκτους και ιδιαίτερα σε μία από αυτές, την ιωνική, χάθηκε νωρίς, ενώ διατηρήθηκε στις δυτικές διαλέκτους, ο φθόγγος [h], που προφερόταν όπως προφέρεται σήμερα το πρώτο γράμμα στην αγγλική λέξη have 'έχω'. Έτσι, ενώ στις δυτικές διαλέκτους το οριστικό άρθρο ὁ, ἡ προφερόταν [ho], [hee] και γραφόταν ὁ, ἡ, στην ιωνική προφερόταν [ο], [ee] και γραφόταν ὀ, ἠ.
Άλλες λιγότερο σημαντικές διαφορές μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων είναι οι εξής: Το απαρέμφατο, το ρηματικό αυτό ουσιαστικό για το οποίο μιλήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στις ανατολικές διαλέκτους εμφανίζεται με τη μορφή -ναι (π.χ. δοῦναι 'το να δίνει κανείς', από το ρήμα δίδωμι 'δίνω'), ενώ στις δυτικές παίρνει την κατάληξη -μεν, -μειν (π.χ. δόμεν, δόμειν). Ο υποθετικός σύνδεσμος είναι εἰ 'εάν' στις ανατολικές διαλέκτους αλλά κα στις δυτικές διαλέκτους. Το άρθρο έχει τη μορφή οἱ/αἱ στον πληθυντικό αριθμό στις ανατολικές διαλέκτους αλλά τη μορφή τοι/ταιστις περισσότερες δυτικές διαλέκτους. Το ρήμα βούλομαι'θέλω' (θυμηθείτε τις λέξεις βούληση, βουλή) στις δυτικές διαλέκτους εμφανίζεται με τη μορφή δείλομαι. Η λέξη ἱερόςτων ανατολικών διαλέκτων εμφανίζεται με τη μορφή ἱαρόςστις δυτικές. Η λέξη πρῶτος των ανατολικών διαλέκτων εμφανίζεται με τη μορφή πρᾶτοςστις δυτικές. Το ερωτηματικό τοπικό επίρρημα ποῦτων ανατολικών διαλέκτων έχει τη μορφή πεῖ στις δυτικές. Στα χρονικά επιρρήματα ὅτε'όταν' και πότε των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχούν τα ὅκακαι πόκα των δυτικών. Στην αντωνυμία ἐκεῖνος των ανατολικών διαλέκτων αντιστοιχεί η αντωνυμία τῆνος των δυτικών.
Μια μικρή παρατήρηση πριν συνεχίσουμε. Ίσως θα προσέξατε ότι οι ανατολικές διάλεκτοι της αρχαίας ελληνικής είναι «πιο κοντά» στα νέα ελληνικά που μιλάμε σήμερα απ' ό,τι οι δυτικές. Θυμηθείτε τις διαφορές ἐκεῖνος/τῆνος, πρῶτος/πρᾶτος, ὅτε/ὅκα, πότε/πόκα. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Η απάντηση θα δοθεί σε λίγο.
Η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος της Αθήνας, είχε ένα ακόμη ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να το σημειώσουμε. Εκεί που άλλες διάλεκτοι, ανατολικές και μη, έχουν -σσ-, η αττική έχει -ττ-: πράττω, θάλαττα.
Η αρκαδοκυπριακή διάλεκτος
Δυο λόγια για την αρκαδοκυπριακή. Θα σας κάνει ίσως εντύπωση ότι δύο τόσο απομακρυσμένες περιοχές όπως η Αρκαδία της Πελοποννήσου και η Κύπρος μιλούσαν μια ενιαία διάλεκτο. Και όμως αυτό δεν είναι παράδοξο. Αν πάτε στα παράλια της Μικράς Ασίας ή και σε κάποιες περιοχές της Συρίας, θα συναντήσετε ανθρώπους που μιλούν τη διάλεκτο της Κρήτης. Πώς συμβαίνει αυτό; Όταν στις αρχές του 20ού αιώνα οι Τούρκοι έχασαν την Κρήτη, πολλοί μουσουλμάνοι Τουρκοκρητικοί (που μιλούσαν μόνο την ελληνική κρητική διάλεκτο, είτε γιατί ήταν παλιοί Κρητικοί χριστιανοί που έγιναν μουσουλμάνοι είτε γιατί ήταν Τούρκοι που έχασαν τη γλώσσα τους και αφομοιώθηκαν γλωσσικά με τους ελληνόφωνους χριστιανούς Κρητικούς) εγκατέλειψαν την Κρήτη, αφού δεν ήταν πια τουρκική, και μετανάστευσαν στην Τουρκία και τη Συρία. Έτσι τους βρίσκουμε και σήμερα σε αυτές τις χώρες να εξακολουθούν να μιλούν την κρητική διάλεκτο.
Κάτι ανάλογο υποθέτουν οι ιστορικοί και για την αρκαδοκυπριακή. Η κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. δημιούργησε ένα κύμα «προσφυγιάς». Κάποιοι κατέφυγαν στο πιο ορεινό τμήμα της Πελοποννήσου, την Αρκαδία, και άλλοι μετανάστευσαν στην Κύπρο. Αλλά γιατί χρειάζεται αυτό το ιστορικό σενάριο για να εξηγηθεί η συγγένεια αρκαδικής και κυπριακής διαλέκτου; Επειδή η αρκαδοκυπριακή συγγενεύει με τη μυκηναϊκή διάλεκτο, όπως την ξέρουμε από τις πινακίδες της γραμμικής Β. Έτσι, τόσο στη μυκηναϊκή όσο και στην αρκαδοκυπριακή η κατάληξη του γ' προσώπου ενικού «μέσων» ρημάτων είναι -τοι και όχι -ται: κεῖτοιαντί για κεῖται· εὒχετοι (μυκηναϊκά e-u-ke-to) αντί εὒχεται. Επίσης, τόσο στη μυκηναϊκή όσο και στην αρκαδοκυπριακή το ογίνεται υ (προφερόταν [u]): ἀπύαντί για ἀπό. Με βάση τέτοιες ομοιότητες υποθέτουμε ότι η αρκαδοκυπριακή είναι «απόγονος» της μυκηναϊκής διαλέκτου. Μεταφέρθηκε στην Κύπρο από ανθρώπους που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις συνθήκες που δημιούργησε η καταστροφή των μυκηναϊκών παλατιών του 12ου αιώνα π.Χ.
Η μυκηναϊκή διάλεκτος
Η μυκηναϊκή διάλεκτος χωρίζεται από τις υπόλοιπες διαλέκτους με ένα χρονικό διάστημα εξακοσίων τουλάχιστον ετών. Τα κείμενα της μυκηναϊκής (γραμμένα στη γραμμική Β) χρονολογούνται στον 13ο αιώνα π.Χ. και θα χρειαστεί να περάσουν εξακόσια χρόνια για να αρχίσουμε να έχουμε (σε αλφαβητική γραφή) μαρτυρίες, δηλαδή επιγραφές, για τις αρχαίες διαλέκτους. Αυτή η μεγάλη χρονική απόσταση εξηγεί την αρχαϊκότητα της μυκηναϊκής διαλέκτου. Η τροπή του -τι σε -σι, που διαχωρίζει τις ανατολικές από τις δυτικές διαλέκτους, έχει ήδη γίνει στη μυκηναϊκή, όπως δείχνει ο τύπος di-do-si = δίδωσι και όχι δίδωτι. Γι' αυτό η μυκηναϊκή κατατάσσεται στις ανατολικές διαλέκτους. Αλλά η μυκηναϊκή διατηρεί χαρακτηριστικά που έχουν χαθεί στις ανατολικές διαλέκτους, όπως τις γνωρίζουμε από τις μαρτυρίες των αλφαβητικών επιγραφών (από το 750 π.Χ. και μετά). Έτσι, διατηρεί τον φθόγγο [w] (το δίγαμμα) που, όπως είδαμε, έχει χαθεί στις ανατολικές (αλλά όχι στις δυτικές) διαλέκτους. Στον αττικό τύπο κόρη, λ.χ., αντιστοιχεί ο μυκηναϊκός κόρϝα[kόrwa]. Αλλά ο τύπος κόρϝαφανερώνει και κάτι άλλο. Αν θυμάστε, λέγαμε πριν ότι οι ανατολικές διάλεκτοι ξεχωρίζουν από τις δυτικές κατά το ότι οι δεύτερες έχουν ᾱ (δηλαδή μακρό [a]) εκεί που οι πρώτες έχουν η, δηλαδή μακρό [e]: μήτηρ στις ανατολικές διαλέκτους, μάτηρ στις δυτικές· κόρα στις δυτικές διαλέκτους, κόρη στις ανατολικές. Στη μυκηναϊκή, αν και ανατολική διάλεκτο, βρίσκουμε τον τύπο κόρϝα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι αυτή η συγκεκριμένη διαφορά μεταξύ ανατολικών και δυτικών διαλέκτων δεν ισχύει ακόμα στον 13ο αιώνα π.Χ., την εποχή δηλαδή της μυκηναϊκής. Την εποχή αυτή ανατολικές και δυτικές διάλεκτοι έχουν ᾱ. Η τροπή του ᾱ σε η (δηλαδή σε μακρό [e]), που διαχώρισε, ως προς αυτό το φαινόμενο, ανατολικές και δυτικές διαλέκτους, έγινε μετά τη μυκηναϊκή εποχή.
Στη μυκηναϊκή διατηρείται επίσης ο φθόγγος [h], για τον οποίο είπαμε ότι χάθηκε νωρίς στις ανατολικές διαλέκτους, κυρίως στην ιωνική. Στη μυκηναϊκή διατηρούνται ακόμα κάποιοι φθόγγοι που δεν εμφανίζονται σε καμία διάλεκτο της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τις 'κάποιος, ποιος' και τη λατινική quis 'κάποιος, ποιος', θα προσέξετε ότι μοιάζουν. Αν συγκρίνετε την αρχαία ελληνική λέξη τέσσαρες (ή τέτταρες στην αττική διάλεκτο) με την λατινική λέξη quattuor, που σημαίνει το ίδιο, θα προσέξετε πάλι ότι μοιάζουν. Τέτοιες ομοιότητες δεν μπορεί να είναι τυχαίες. Με βάση τέτοιες ομοιότητες οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι, υποθέτουν (όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα ελληνικά και τα λατινικά (αλλά και άλλες γλώσσες, λ.χ. τα αρχαία ινδικά) κατάγονται από έναν κοινό «πρόγονο» που ονομάζεται (θα θυμάστε γιατί) ινδοευρωπαϊκή. Και για να ξαναγυρίσουμε στα ζευγάρια τις/quis, τέσσαρες (τέτταρες)/quattuor, οι ιστορικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι ο κοινός πρόγονος των ζευγαριών αυτών άρχιζε, όπως στα λατινικά, με τους φθόγγους qu- και, για να το γράψουμε όπως προφέρεται, με τον φθόγγο [kw] . Τέτοιοι φθόγγοι ονομάζονται χειλοϋπερωικοί, γιατί το ένα κομμάτι τους, το [w], σχηματίζεται με το στρογγύλεμα των χειλιών, ενώ το άλλο κομμάτι τους, το [k], σχηματίζεται με την ανύψωση του πίσω μέρους της γλώσσας προς την «υπερώα» (το μαλακό μέρος του ουρανίσκου). Έτσι λοιπόν οι «αρχαιολόγοι» της γλώσσας υποθέτουν ότι ο «πρόγονος» του τιςείχε ως πρώτο φθόγγο το [kw]: kwis, και ότι με τον χρόνο αυτό το [kw] άλλαξε στα ελληνικά και έγινε [t]: τις. Αντίστοιχα, υποθέτουν ότι και ο «πρόγονος» της λέξης τέσσαρες/τέτταρες αρχίζει με έναν τέτοιο χειλοϋπερωικό φθόγγο [kw], όπως στο λατινικό quattuor [kwattuor]. Με τον χρόνο και στη λέξη αυτή ο χειλοϋπερωικός φθόγγος [kw] άλλαξε και έγινε [t]: τέσσαρες/τέτταρες. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώθηκε από την αποκρυπτογράφηση της μυκηναϊκής. Στη μυκηναϊκή το πρώτο συνθετικό της λέξης τετράπους 'με τέσσερα πόδια' είναι kwetro-. Η μυκηναϊκή λοιπόν, ως αρχαϊκή διάλεκτος, διατηρεί τους χειλοϋπερωικούς φθόγγους που δεν υπάρχουν πια στις διαλέκτους της πρώτης χιλιετίας.
Ένας ακόμη αρχαϊσμός της μυκηναϊκής είναι ότι διατηρεί μια πτώση που δεν υπάρχει πια στις διαλέκτους της υστερότερης εποχής. Η πτώση αυτή είναι η οργανική, που δηλώνει το όργανο, το μέσο. Θυμηθείτε τί λέγαμε για την πτώση αυτή στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι εμφανίζεται στα ουσιαστικά η κατάληξη -φι που εκφράζει την οργανική πτώση: ἁνίαφι, που σημαίνει 'με ηνία', δηλαδή με χαλινάρια. Η πτώση αυτή έχει χαθεί πια στα αρχαία ελληνικά της πρώτης χιλιετίας και η έννοια του οργάνου, του μέσου, εκφράζεται με τη δοτική. Στα νέα ελληνικά το όργανο ή το μέσο εκφράζεται περιφραστικά («αναλυτικά» και όχι «συνθετικά»): με το χαλινάρι, με μαχαίρι κλπ
Η αιολική ομάδα
Μένει τώρα να μιλήσουμε για την τρίτη ομάδα διαλέκτων: την αιολική. Η ομάδα αυτή αποτελούνταν, όπως έχουμε ήδη πει, από τη θεσσαλική (με τις τοπικές παραλλαγές της), τη βοιωτική και τη λεσβιακή (που μιλιόταν στη Λέσβο και σε μια μικρή ζώνη στη βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας) (αιολικές διάλεκτοι). Η ομάδα αυτή γεννήθηκε πιθανότατα στη Θεσσαλία για να διασπαστεί, με τις μετακινήσεις των ομιλητών της, στις τρεις ξεχωριστές ποικιλίες της. Τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των τριών ποικιλιών (θεσσαλικής, βοιωτικής, λεσβιακής) είναι: η εξέλιξη των χειλοϋπερωικών συμφώνων, για τα οποία μιλήσαμε λίγο πριν, σε χειλικούς φθόγγους και όχι σε οδοντικούς. Έτσι, εκεί που η διάλεκτος της Αθήνας, αλλά και άλλες διάλεκτοι, έχουν τη λέξη τέταρτος, η θεσσαλική έχει πέτροτος, η βοιωτική πέτρατος, η θεσσαλική πέτταρα 'τέσσερα'. Στις λέξεις στρατηγός, μαλθακός της αττικής διαλέκτου αντιστοιχούν, στην αιολική ομάδα, οι τύποι στρόταγος, μόλθακος. Οι λέξεις αυτές δείχνουν και μια άλλη διαφορά: τη θέση του τόνου. Όπως θα προσέξατε, ο τόνος πάει πιο «πίσω» - είναι υποχωρητικός. Μια άλλη διαφορά αφορά τη μορφή της δοτικής. Εκεί που η αττική διάλεκτος έχει τη δοτική χρήμασι (του ουσιαστικού χρῆμα) οι αιολικές διάλεκτοι εμφανίζουν τη μορφή χρημάτεσσι. Επίσης, ενώ στις άλλες διαλέκτους το όνομα του πατέρα μπαίνει στη γενική, π.χ. Νίκων Σωστράτους, στις αιολικές διαλέκτους σχηματίζεται ένα επίθετο σε -ιος: Νίκων Σωστράτιος.
Οι τρεις ποικιλίες της αιολικής έχουν αρκετές διαφορές μεταξύ τους αλλά δεν χρειάζεται να μπούμε σε πολλές λεπτομέρειες. Αρκεί να αναφέρουμε δύο. Θυμάστε που λέγαμε ότι η ανατολική και η δυτική ομάδα διαλέκτων διαχωρίζονται από το ότι η δεύτερη έχει -τι εκεί που η πρώτη έχει -σι: δίδωσι/δίδωτι 'δίνει'. Στην αιολική ομάδα, η θεσσαλική και η βοιωτική έχουν τι: π.χ. (ϝ)ίκατι 'είκοσι'· η λεσβιακή όμως παρουσιάζει -σι: εἲκοσι. Αυτό δεν είναι παράξενο: η βοιωτική και η θεσσαλική γειτονεύουν γεωγραφικά με τις δυτικές διαλέκτους, ενώ η λεσβιακή γειτονεύει με τις διαλέκτους τις μικρασιατικής Ιωνίας, τις ιωνικές διαλέκτους. Έτσι, η βοιωτική και η θεσσαλική «αλληθωρίζουν» προς τις δυτικές διαλέκτους, ενώ η λεσβιακή προς τις ανατολικές διαλέκτους. Η θεσσαλική και η βοιωτική χρησιμοποιούν ως υποθετικό μόριο τόσο το κα (μιλήσαμε γι' αυτό πιο πριν) όσο και το κε, ενώ η λεσβιακή χρησιμοποιεί μόνο το κε. Κι εδώ πάλι βλέπετε τη θεσσαλική και τη βοιωτική να «αλληθωρίζουν» προς τις γειτονικές δυτικές διαλέκτους που χαρακτηρίζονται από τη χρήση του κα (σε αντίθεση με το εἰ 'εάν' των ανατολικών διαλέκτων).
Άλλες γλώσσες
Πριν ολοκληρώσουμε την παρουσίαση των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, θα πρέπει να πούμε ότι στην αρχαία Ελλάδα, πέρα από τις διαλέκτους, μιλιούνταν και άλλες γλώσσες. Γλώσσες λαών με τους οποίους γειτόνευαν οι ελληνόφωνες κοινότητες: Κάρες, Λυδοί, Θράκες, Φρύγες, Ιλλυριοί, Σκύθες και άλλοι. Θα μιλήσουμε γι' αυτούς και τις γλώσσες τους αργότερα, αν και ήδη έχουμε μιλήσει για τις προελληνικές γλώσσες. Πολλοί από αυτούς τους αλλόγλωσσους ομιλητές βρίσκονταν μέσα στις ελληνικές πόλεις ως δούλοι (η αρχαία ελληνική κοινωνία χρησιμοποιούσε δούλους, όπως και πολλές άλλες αρχαίες κοινωνίες), τεχνίτες, έμποροι, και οι γλώσσες τους άφησαν, όπως θα δούμε, τα «σημάδια» τους στην ελληνική γλώσσα. Αλλά, βέβαια, και το αντίστροφο. Στα έργα του μεγάλου αρχαίου συγγραφέα κωμωδιών, του Αριστοφάνη, βρίσκουμε «αστείες» αναφορές στα «σπασμένα» ελληνικά αυτών των ξένων που ζούσαν στην πόλη της Αθήνας.
Η συνύπαρξη μιας γλώσσας με μία ή περισσότερες άλλες γλώσσες την επηρεάζει, όπως επηρεάζει και τις άλλες γλώσσες. Έτσι, στα νέα ελληνικά βρίσκουμε λέξεις τουρκικής προέλευσης (π.χ. μεράκι, ντέρτι, καβγάς, παζάρι), αγγλικής προέλευσης (π.χ. μπαρ), γαλλικής προέλευσης (π.χ. ασανσέρ, παρντόν, μαντάμ). Αντίστοιχα στα τουρκικά βρίσκουμε πολλές λέξεις ελληνικής προέλευσης: π.χ. anahtar 'ανοιχτήρι, κλειδί', levrek 'λαβράκι'. Ανάλογα φαινόμενα βρίσκουμε και στα αρχαία ελληνικά, όπως θα δούμε αργότερα.
Πολλές φορές οι επιδράσεις ανάμεσα στις γλώσσες δεν είναι τόσο φανερές όσο στα παραδείγματα που δώσαμε. Έτσι στην αρχαία Μακεδονία, η αριστοκρατία και οι βασιλιάδες χρησιμοποιούσαν στις επίσημες περιστάσεις τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο. Και αυτό γιατί η διάλεκτος αυτή είχε ιδιαίτερο γόητρο, ως διάλεκτος της πιο ισχυρής πόλης της αρχαίας Ελλάδας, που έβγαλε μεγάλους φιλοσόφους (π.χ. τον Πλάτωνα), ποιητές (π.χ. τον Ευριπίδη, τον Σοφοκλή). Ο απλός κόσμος όμως, αλλά και η αριστοκρατία στην καθημερινή της ζωή, χρησιμοποιούσε μια διάλεκτο που ανήκε στη δυτική ομάδα διαλέκτων. Δεν αποκλείεται ωστόσο να μιλιούνταν και άλλες γλώσσες που δεν τις ξέρουμε, γιατί δεν γράφτηκαν ποτέ. Στην επίδραση αυτών των γλωσσών ίσως να οφείλονται κάποιες ιδιαιτερότητες που εμφανίζονται στη Μακεδονία, κυρίως σε κύρια ονόματα, π.χ. το κύριο όνομα Βίλα που αντιστοιχεί στο όνομα Φίλα (θα προφερόταν [Phíla] - θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του φ στα αρχαία ελληνικά) των άλλων διαλέκτων της ελληνικής.
Πώς χάθηκαν οι αρχαίες διάλεκτοι;
Ήρθε η ώρα να απαντηθεί μια απορία που σίγουρα θα έχετε. Τί έγινε αυτό το «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων; Η απάντηση στο ερώτημα θα μας ξαναγυρίσει στη συζήτηση στην αρχή του κεφαλαίου αυτού. Θυμάστε που λέγαμε ότι η νέα ελληνική, όπως και η αρχαία ελληνική μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν ένα «μωσαϊκό» διαλέκτων μέχρι τη δημιουργία της κοινής ομιλούμενης νέας ελληνικής, στα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821 που οδηγεί στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Λέγαμε ότι η πελοποννησιακή διάλεκτος γίνεται σε ένα σημαντικό ποσοστό η «βάση» της κοινής νέας ελληνικής, γιατί είναι η διάλεκτος της περιοχής στην οποία έγινε η επανάσταση και στην οποία βρισκόταν ο «πυρήνας» του νεαρού νεοελληνικού κράτους.
Η «ισχυρή» αττική διάλεκτος
Κάτι ανάλογο έγινε στην αρχαιότητα. Μέσα στο «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων άρχισε από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει μία, η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος δηλαδή της σημαντικότερης και ισχυρότερης πόλης της εποχής. Οι Αθηναiοι τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν οι κυρίαρχοι ενός μεγάλου μέρους του ελληνόφωνου κόσμου, και μάλιστα του μέρους εκείνου που κατοικούνταν από ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου. Η ιωνική διάλεκτος είχε ιδιαίτερο γόητρο. Ήταν η διάλεκτος των πλούσιων πόλεων της μικρασιατικής παραλίας, που γέννησαν τους πρώτους «σοφούς»: τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Ηράκλειτο, τον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο (σύνδεσμος). Ήταν ακόμη η διάλεκτος που κυριαρχούσε στα ποιήματα του Ομήρου. Αυτή η συνάντηση αττικής και ιωνικής δημιούργησε μια ισχυρή αττικοϊωνική διάλεκτο - «ισχυρή» γιατί οι ομιλητές της ανήκαν στην «αυτοκρατορία» της εποχής, την αθηναϊκή «αυτοκρατορία». Η διάλεκτος αυτή ξεχωρίζει, για ιστορικούς λόγους, με τον ίδιο τρόπο (και για παρόμοιους λόγους) που θα «ξεχωρίσει» πολύ αργότερα η πελοποννησιακή διάλεκτος, ή που «ξεχωρίζει» σήμερα η αγγλική γλώσσα. «Ισχυρή» διάλεκτος, «ισχυρή» γλώσσα σημαίνει επέκταση της χρήσης της: όλο και περισσότεροι θέλουν να τη μάθουν, γιατί τη χρειάζονται. Το πρώτο λοιπόν βήμα είχε γίνει: μία διάλεκτος, μέσα από το «μωσαϊκό» των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, άρχισε για ιστορικούς λόγους να ξεχωρίζει από τις άλλες και να τις επισκιάζει, να κατακτά δηλαδή δικούς τους χώρους χρήσης. Όπως ήδη έχουμε πει, η αττική διάλεκτος, λόγω του γοήτρου της, έφτασε ως την αυλή των μακεδόνων βασιλιάδων, έγινε η επίσημη διάλεκτος του μακεδονικού βασιλείου. Η κυριαρχία των Μακεδόνων πάνω στις πόλεις της νότιας Ελλάδας, της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης, στα χρόνια του Φιλίππου Β', πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, και στη συνέχεια οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία εξάπλωσαν την αττική διάλεκτο σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση. Έτσι, η διάλεκτος αυτή έγινε η κοινή γλώσσα όλου του κόσμου που ήταν είτε ελληνόφωνος (δηλαδή μιλούσε κάποια διάλεκτο της ελληνικής) είτε αλλόγλωσσος αλλά χρειαζόταν να ξέρει την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής. Στην κοινή γράφουν οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος και Διόδωρος.
Οι διάλεκτοι στη λογοτεχνία
Στην αρχαία Ελλάδα κάθε λογοτεχνικό είδος χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της περιοχής στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκε. Έτσι η ελεγεία, ένα είδος «μελαγχολικής», θρηνητικής ποίησης, χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, γιατί αυτό το είδος ποίησης πρωτοκαλλιεργήθηκε στις ιωνικές περιοχές. Ένας μεγάλος εκπρόσωπος αυτού του είδους ήταν ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο. Η μελική ποίηση, ποίηση που απαγγελλόταν από ένα άτομο με τη συνοδεία οργάνου (λύρας ή αυλού), αναπτύχθηκε στη Λέσβο και γι' αυτό χρησιμοποιεί τη λεσβιακή διάλεκτο. Η Σαπφώ, από τη Λέσβο, είναι το μεγάλο όνομα της μελικής ποίησης. Το ότι διάφορα είδη λογοτεχνίας, δηλαδή έντεχνου λόγου, χρησιμοποιούν τη διάλεκτο στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκαν δεν είναι παράξενο. Έτσι, όταν ακούμε σήμερα μαντινάδες, όλοι περιμένουμε να ακούσουμε την κρητική διάλεκτο, γιατί εκεί κυρίως λειτουργεί αυτό το είδος. Αυτό που ωστόσο αποτελεί ιδιαιτερότητα της αρχαίας Ελλάδας είναι ότι η διάλεκτος είναι σχεδόν υποχρεωτική για κάθε λογοτεχνικό είδος, ασχέτως αν αυτός που το καλλιεργεί είναι ομιλητής της διαλέκτου ή όχι. Έτσι, όποιος γράφει ελεγειακή ποίηση πρέπει να χρησιμοποιήσει την ιωνική διάλεκτο, ασχέτως αν η ιωνική είναι η «μητρική» του διάλεκτος. Στις αρχαίες τραγωδίες τα χορικά, το τραγούδι του «χορού» (της χορωδίας που αντιπροσωπεύει στις τραγωδίες την «κοινή γνώμη») είναι πάντα σε δωρική διάλεκτο, παρά το ότι ο συγγραφέας (Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος) δεν ήταν ομιλητής δυτικής διαλέκτου αλλά Αθηναίος, δηλαδή ομιλητής της αττικής. Για να καταλάβετε αυτή την ιδιαιτερότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, φανταστείτε να είναι υποχρεωτικό σήμερα για όποιον θέλει να γράψει μαντινάδες να τις γράψει στη διάλεκτο της Κρήτης, είτε είναι ομιλητής της διαλέκτου, δηλαδή Κρητικός, είτε όχι.
Δυο λόγια τώρα για ένα λογοτεχνικό είδος, το έπος, που συνδέεται με τα ποιήματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και το όνομα του Ομήρου. Η γλώσσα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, η επική γλώσσα είναι ένα μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων. Απουσιάζουν τα δωρικά διαλεκτικά στοιχεία. Πρόκειται για μια μεικτή, τεχνητή γλώσσα, που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά «φτιάχτηκε» για τις ανάγκες της επικής ποίησης. Όσοι μετά τον Όμηρο γράφουν αυτό το είδος ποίησης χρησιμοποιούν αυτό το είδος γλώσσας. Έτσι, αντί για τον τύπο βία στο έπος βρίσκουμε τον ιωνικό τύπο βίη. Αντί για τον τύπο τέσσαρες βρίσκουμε τον αιολικό τύπο πίσυρες. Πώς προέκυψε αυτό το μείγμα; Οι ειδικοί υποθέτουν ότι τα έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, γεννήθηκαν σε μια πολύ μακρινή εποχή, στα μυκηναϊκά χρόνια και ίσως πιο πριν. Θα θυμάστε άλλωστε ότι στην Ιλιάδα κυριαρχεί ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών. Αυτή η μεγάλη παλαιότητα των ομηρικών επών γίνεται φανερή από τη διατήρηση στη γλώσσα τους γλωσσικών στοιχείων που υπάρχουν στη μυκηναϊκή αλλά έχουν χαθεί πια στις αρχαίες διαλέκτους όπως τις ξέρουμε από κείμενα (επιγραφές κ.ά.) μετά το 750 π.Χ. Ένα παράδειγμα είναι η οργανική πτώση. Αυτή, όπως είδαμε, υπάρχει στη μυκηναϊκή διάλεκτο (π.χ. ἁνίαφι'με ηνία, με χαλινάρια'), και τη βρίσκουμε και στα ομηρικά έπη. Τα έπη λοιπόν γεννήθηκαν στη νότια Ελλάδα την εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού (14ος-13ος αιώνας π.Χ.) και ήταν προφορικά ποιήματα, ποιήματα δηλαδή που περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά (άλλωστε η γραφή στα μυκηναϊκά είχε, όπως είδαμε, πολύ περιορισμένη, λογιστική, χρήση) και τραγουδιούνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους ραψωδούς (η λέξη σημαίνει 'ράβω ωδές', δηλαδή 'συνθέτω τραγούδια'). Με την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. και τις μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν, η ποιητική αυτή παράδοση συνεχίστηκε και καλλιεργήθηκε στις αιολόφωνες και ιωνόφωνες περιοχές. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων που χαρακτηρίζει την επική γλώσσα.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Η αρχαία ελληνική γλώσσα μέχρι το 300 π.Χ. ήταν ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Ανάμεσα σε αυτές είχε αρχίσει ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει η διάλεκτος της Αθήνας, η αττική διάλεκτος, και αυτό γιατί ήταν η διάλεκτος της πιο σημαντικής πόλης-κράτους της αρχαιότητας. Αυτό το «γόητρο» της αττικής διαλέκτου εξάπλωσε τη χρήση της πέρα από τα όρια της Αττικής. Η υιοθέτησή της, ακριβώς γιατί είχε γόητρο, από την αυλή των καινούργιων ισχυρών της αρχαιότητας, των μακεδόνων βασιλιάδων, θα απλώσει τη χρήση της στον πλατύ γεωγραφικό χώρο που άνοιξαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία. Έτσι θα γίνει η κοινή γλώσσα των Ελλήνων και των ελληνόφωνων. Και αυτή η γενίκευση της χρήσης της θα οδηγήσει τις άλλες διαλέκτους σιγά σιγά σε εξαφάνιση. Με άλλα λόγια, θα τις εγκαταλείψουν οι ομιλητές τους γιατί χρειάζεται να ξέρουν την κοινή - την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής, τα «αγγλικά» της εποχής.
Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν η κοινή θα αρχίσει να χωρίζεται σε καινούργιες διαλέκτους. Και έτσι θα «ξαναφτιαχτεί» ένα νέο «μωσαϊκό διαλέκτων», των νεότερων ελληνικών διαλέκτων. Μία από αυτές, η πελοποννησιακή, θα ξεχωρίσει και πάλι για λόγους ιστορικούς, γιατί ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου γεννιέται, με την επανάσταση του 1821, το νέο ελληνικό κράτος. Αυτή η διάλεκτος θα αποτελέσει σε σημαντικό ποσοστό τη βάση για τη νέα κοινή ομιλούμενη γλώσσα που χρειάζεται το νέο κράτος. Το μυστικό λοιπόν της γέννησης κοινών γλωσσικών μορφών, τόσο στην περίπτωση της δικής μας γλώσσας όσο και άλλων γλωσσών, κρύβεται στην ιστορία, στην κοινωνία δηλαδή και τις ανάγκες της.