ΧΟ. δολερὸν μὲν ἀεὶ κατὰ πάντα δὴ τρόπον [στρ.]
πέφυκεν ἄνθρωπος· σὺ δ᾽ ὅμως λέγε μοι.
τάχα γὰρ τύχοις ἂν
χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, ἢ
455 δύναμίν τινα μείζω
παραλειπομένην ὑπ᾽ ἐμῆς φρενὸς ἀ-
ξυνέτου· σὺ δὲ τοῦθ᾽
οὑρᾷς λέγ᾽ εἰς κοινόν.
ὃ γὰρ ἂν σὺ τύχῃς μοι
ἀγαθὸν πορίσας, τοῦτο κοινὸν ἔσται.
460 ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅτῳπερ πράγματι τὴν σὴν ἥκεις γνώμην ἀναπείσας,
λέγε θαρρήσας· ὡς τὰς σπονδὰς οὐ μὴ πρότερον παραβῶμεν.
ΠΙ. καὶ μὴν ὀργῶ νὴ τὸν Δία καὶ προπεφύραται λόγος εἷς μοι,
ὃν διαμάττειν οὐ κωλύει. φέρε, παῖ, στέφανον· καταχεῖσθαι
κατὰ χειρὸς ὕδωρ φερέτω ταχύ τις. ΕΥ. δειπνήσειν μέλλομεν; ἢ τί;
465 ΠΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ λέγειν ζητῶ τι πάλαι, μέγα καὶ λαρινὸν ἔπος τι,
ὅ τι τὴν τούτων θραύσει ψυχήν. οὕτως ὑμῶν ὑπεραλγῶ,
οἵτινες ὄντες πρότερον βασιλῆς— ΧΟ. ἡμεῖς βασιλῆς; τίνος; ΠΙ. ὑμεῖς
πάντων ὁπόσ᾽ ἔστιν, ἐμοῦ πρῶτον, τουδί, καὶ τοῦ Διὸς αὐτοῦ,
ἀρχαιότεροι πρότεροί τε Κρόνου καὶ Τιτάνων ἐγένεσθε,
470 καὶ Γῆς. ΧΟ. καὶ Γῆς; ΠΙ. νὴ τὸν Ἀπόλλω. ΧΟ. τουτὶ μὰ Δί᾽ οὐκ ἐπεπύσμην.
ΠΙ. ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων, οὐδ᾽ Αἴσωπον πεπάτηκας,
ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι,
προτέραν τῆς γῆς, κἄπειτα νόσῳ τὸν πατέρ᾽ αὐτῆς ἀποθνῄσκειν·
γῆν δ᾽ οὐκ εἶναι, τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον· τὴν δ᾽ ἀποροῦσαν
475 ὑπ᾽ ἀμηχανίας τὸν πατέρ᾽ αὑτῆς ἐν τῇ κεφαλῇ κατορύξαι.
ΕΥ. ὁ πατὴρ ἄρα τῆς κορυδοῦ νυνὶ κεῖται τεθνεὼς Κεφαλῆσιν.
ΠΙ. οὔκουν δῆτ᾽ εἰ πρότεροι μὲν γῆς, πρότεροι δὲ θεῶν ἐγένοντο,
ὡς πρεσβυτάτων ὄντων αὐτῶν ὀρθῶς ἐσθ᾽ ἡ βασιλεία;
ΕΥ. νὴ τὸν Ἀπόλλω. πάνυ τοίνυν χρὴ ῥύγχος βόσκειν σε τὸ λοιπόν·
480 οὐκ ἀποδώσει ταχέως ὁ Ζεὺς τὸ σκῆπτρον τῷ δρυκολάπτῃ.
ΠΙ. ὡς δ᾽ οὐχὶ θεοὶ τοίνυν ἦρχον τῶν ἀνθρώπων τὸ παλαιόν,
ἀλλ᾽ ὄρνιθες, κἀβασίλευον, πόλλ᾽ ἐστὶ τεκμήρια τούτων.
αὐτίκα δ᾽ ὑμῖν πρῶτ᾽ ἐπιδείξω τὸν ἀλεκτρυόν᾽, ὡς ἐτυράννει
ἦρχέ τε Περσῶν πρῶτος πάντων Δαρείων καὶ Μεγαβάζων,
485 ὥστε καλεῖται Περσικὸς ὄρνις ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἔτ᾽ ἐκείνης.
ΕΥ. διὰ ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἔχων καὶ νῦν ὥσπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κυρβασίαν τῶν ὀρνίθων μόνος ὀρθήν.
ΠΙ. οὕτω δ᾽ ἴσχυέ τε καὶ μέγας ἦν τότε καὶ πολύς, ὥστ᾽ ἔτι καὶ νῦν
ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ᾽ ἐκείνης, ὁπόταν μόνον ὄρθριον ᾄσῃ,
490 ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ᾽ ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι,
σκυτῆς, βαλανῆς, ἀλφιταμοιβοί, τορνευτολυρασπιδοπηγοί·
οἱ δὲ βαδίζουσ᾽ ὑποδησάμενοι νύκτωρ. ΕΥ. ἐμὲ τοῦτό γ᾽ ἐρώτα.
χλαῖναν γὰρ ἀπώλεσ᾽ ὁ μοχθηρὸς Φρυγίων ἐρίων διὰ τοῦτον.
εἰς δεκάτην γάρ ποτε παιδαρίου κληθεὶς ὑπέπινον ἐν ἄστει,
495 κἄρτι καθηῦδον· καὶ πρὶν δειπνεῖν τοὺς ἄλλους οὗτος ἄρ᾽ ἦσεν·
κἀγὼ νομίσας ὄρθρον ἐχώρουν Ἁλιμουντάδε, κἄρτι προκύπτω
ἔξω τείχους καὶ λωποδύτης παίει ῥοπάλῳ με τὸ νῶτον·
κἀγὼ πίπτω μέλλω τε βοᾶν, ὁ δ᾽ ἀπέβλισε θοἰμάτιόν μου.
***
ΧΟΡ. Δολερό
πλάσμα ο άνθρωπος με κάθε τρόπο, πάντα·
κι όμως μίλα·
κάτι απάνω μου ίσως βρίσκεις σοβαρό
και το φανερώσεις τώρα,
κάποια δύναμη μεγάλη, που ξεφεύγει
απ᾽ το κοκορόμυαλό μου·
ό,τι βλέπεις να το πεις μπρος στο κοινό·
κάτι αν βρεις καλό για μένα,
θα ᾽ναι για όλους μας καλό.
460 ΚΟΡ. Μα το ζήτημ᾽ αυτό, που η δική σου βουλή
λέει καλό και γι᾽ αυτό ᾽ρθες, με θάρρος
έλα πες το· ποτέ δε ντροπιάζουμ᾽ εμείς
λόγο που έχουμε δώσει, να ξέρεις.
ΠΙΣ. Έτοιμη έχω τη ζύμη ενός λόγου, και νά,
της ψυχής μου παρόρμηση νιώθω
να τον πλάσω· είν᾽ ο δρόμος ελεύθερος. Μπρος!
Φέρτε εδώ ένα στεφάνι, και κάποιος
να μου χύσει στα χέρια μου απάνω νερό·
μην αργείτε. ΕΥΕ. Τί; Πάμε για δείπνο;
ΠΙΣ. Όχι· είν᾽ ώρα που μέσα στο νου μου ζητώ
κάποιο λόγο τρανό και θρεμμένο,
να μπορέσω να σπάσω αυτωνών την ψυχή.
Στα πουλιά.
Τι μεγάλο για σας νιώθω πόνο,
που σε χρόνια παλιά βασιλιάδες εσείς...
ΚΟΡ. Βασιλιάδες, εμείς; τίνων; ΠΙΣ. Όλων,
όσα υπάρχουν στον κόσμο· δικοί μου, αυτουνού,
Δείχνει τον Ευελπίδη.
μα και του ίδιου του Δία· η δική σας
η φυλή πρωτοπλάστηκε, απ᾽ όλες πιο πριν,
πιο παλιά απ᾽ τους Τιτάνες, τον Κρόνο,
470 κι απ᾽ τη Γη. ΚΟΡ. Κι απ᾽ τη Γη; ΠΙΣ. Σου τ᾽ ορκίζομαι, ναι.
ΚΟΡ. Τέτοιο πράμα ποτέ δε μου το ᾽παν.
ΠΙΣ. Είσαι αγράμματος κι όχι περίεργος· γι᾽ αυτό·
κι ούτε διάβασες μύθους του Αισώπου.
Πρώτο απ᾽ όλα, λέει ο Αίσωπος, ένα πουλί,
η σιταρήθρα γεννήθηκε· πρώτο,
πριν η γη να πλαστεί· κι ο γονιός του πουλιού
από κάποια, λέει, πέθανε αρρώστια·
η φτωχιά η σιταρήθρα δεν έβρισκε γη
να τον θάψει· κι οι μέρες περνούσαν·
τί να γίνει ο νεκρός; Τότε κείνη λοιπόν
στο κεφάλι της μέσα τον θάβει.
ΕΥΕ. Σ᾽ ένα κεφαλοχώρι λοιπόν το νεκρό
το πουλάκι είναι τώρα θαμμένο.
ΠΙΣ. Ε λοιπόν, αφού πριν από γη και θεούς
τα πουλιά γεννηθήκαν στον κόσμο,
το σωστό και το δίκιο δεν είναι σ᾽ αυτά,
σαν πρωτότοκα, ο θρόνος ν᾽ ανήκει;
ΕΥΕ. Φυσικά· θα ᾽ναι ανάγκη μονάχα, θαρρώ,
δω και μπρος να ᾽χεις σίδερο μύτη·
480 γιατί βέβαια στο Δία δε θ᾽ αρέσει, σε μια
τσιγκλιτάρα να δώσει το σκήπτρο.
ΠΙΣ. Ότι τότε, στα χρόνια που λέω τα παλιά,
κυβερνούσαν πουλιά τους ανθρώπους
και τα σκήπτρα κρατούσανε, κι όχι θεοί,
τ᾽ αποδείχνουν πολλά γεγονότα.
Και για πρώτο παράδειγμα νά ο πετεινός·
των Περσών ήταν ρήγας κι αφέντης,
από κάθε Μεγάβαζο αυτός πιο παλιός,
πιο παλιός από κάθε Δαρείο·
ώστε ακόμα απ᾽ αυτό το πρωτάτο κι εμείς
τονε λέμε πουλί της Περσίας.
ΕΥΕ. Και γι᾽ αυτό περπατά με καμάρι πολύ,
των Περσών όπως κάνει ο ρηγάρχης,
κι είναι κιόλας το μόνο πουλί που κρατά
στο κεφάλι του ολόρθη τιάρα.
ΠΙΣ. Κι ήταν τόσο τρανός κι είχε τόσο υψηλήν
αρχοντιά ο πετεινός, που και τώρα,
απ᾽ την πρώτη του εκείνη εξουσία την παλιά,
τα χαράματα μόλις λαλήσει,
490 όλοι αμέσως ξυπνούν, στις δουλειές τους να παν,
ο χαλκιάς, ο αλευράς, ο ταμπάκης,
κι όσοι φτιάνουν ασπίδες ή λύρες· μαζί
κανατάς, παπουτσής και λουτράρης.
όλοι, αφού ποδεθούν βιαστικά, ξεκινούν
νύχτ᾽ ακόμα. ΕΥΕ. Σ᾽ αυτό ρώτα εμένα.
Εξαιτίας του κοκόρου μια χλαίνα ακριβή
κάποτ᾽ έχασα εγώ ο κακομοίρης.
Στην Αθήνα είχα πάει, στη γιορτή ενός μωρού
που θα του ᾽βγαζαν τ᾽ όνομα· λίγο
το ᾽χα τσούξει και πλάγιασα· κι έξαφνα, πριν
να τελειώσουνε οι άλλοι το δείπνο,
το κοκόρι λαλεί· «ξημερώνει» είπα εγώ·
ξεκινώ για τον Άλιμο· μόλις
ξεμυτίζω απ᾽ το τείχος, γερή μαγκουριά
κάποιος κλέφτης μου δίνει στην πλάτη·
πέφτω κάτω και πάω να φωνάξω, μα αυτός
μου ᾽χε κιόλας βουτήξει το ρούχο.
πέφυκεν ἄνθρωπος· σὺ δ᾽ ὅμως λέγε μοι.
τάχα γὰρ τύχοις ἂν
χρηστὸν ἐξειπὼν ὅ τι μοι παρορᾷς, ἢ
455 δύναμίν τινα μείζω
παραλειπομένην ὑπ᾽ ἐμῆς φρενὸς ἀ-
ξυνέτου· σὺ δὲ τοῦθ᾽
οὑρᾷς λέγ᾽ εἰς κοινόν.
ὃ γὰρ ἂν σὺ τύχῃς μοι
ἀγαθὸν πορίσας, τοῦτο κοινὸν ἔσται.
460 ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ὅτῳπερ πράγματι τὴν σὴν ἥκεις γνώμην ἀναπείσας,
λέγε θαρρήσας· ὡς τὰς σπονδὰς οὐ μὴ πρότερον παραβῶμεν.
ΠΙ. καὶ μὴν ὀργῶ νὴ τὸν Δία καὶ προπεφύραται λόγος εἷς μοι,
ὃν διαμάττειν οὐ κωλύει. φέρε, παῖ, στέφανον· καταχεῖσθαι
κατὰ χειρὸς ὕδωρ φερέτω ταχύ τις. ΕΥ. δειπνήσειν μέλλομεν; ἢ τί;
465 ΠΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ λέγειν ζητῶ τι πάλαι, μέγα καὶ λαρινὸν ἔπος τι,
ὅ τι τὴν τούτων θραύσει ψυχήν. οὕτως ὑμῶν ὑπεραλγῶ,
οἵτινες ὄντες πρότερον βασιλῆς— ΧΟ. ἡμεῖς βασιλῆς; τίνος; ΠΙ. ὑμεῖς
πάντων ὁπόσ᾽ ἔστιν, ἐμοῦ πρῶτον, τουδί, καὶ τοῦ Διὸς αὐτοῦ,
ἀρχαιότεροι πρότεροί τε Κρόνου καὶ Τιτάνων ἐγένεσθε,
470 καὶ Γῆς. ΧΟ. καὶ Γῆς; ΠΙ. νὴ τὸν Ἀπόλλω. ΧΟ. τουτὶ μὰ Δί᾽ οὐκ ἐπεπύσμην.
ΠΙ. ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων, οὐδ᾽ Αἴσωπον πεπάτηκας,
ὃς ἔφασκε λέγων κορυδὸν πάντων πρώτην ὄρνιθα γενέσθαι,
προτέραν τῆς γῆς, κἄπειτα νόσῳ τὸν πατέρ᾽ αὐτῆς ἀποθνῄσκειν·
γῆν δ᾽ οὐκ εἶναι, τὸν δὲ προκεῖσθαι πεμπταῖον· τὴν δ᾽ ἀποροῦσαν
475 ὑπ᾽ ἀμηχανίας τὸν πατέρ᾽ αὑτῆς ἐν τῇ κεφαλῇ κατορύξαι.
ΕΥ. ὁ πατὴρ ἄρα τῆς κορυδοῦ νυνὶ κεῖται τεθνεὼς Κεφαλῆσιν.
ΠΙ. οὔκουν δῆτ᾽ εἰ πρότεροι μὲν γῆς, πρότεροι δὲ θεῶν ἐγένοντο,
ὡς πρεσβυτάτων ὄντων αὐτῶν ὀρθῶς ἐσθ᾽ ἡ βασιλεία;
ΕΥ. νὴ τὸν Ἀπόλλω. πάνυ τοίνυν χρὴ ῥύγχος βόσκειν σε τὸ λοιπόν·
480 οὐκ ἀποδώσει ταχέως ὁ Ζεὺς τὸ σκῆπτρον τῷ δρυκολάπτῃ.
ΠΙ. ὡς δ᾽ οὐχὶ θεοὶ τοίνυν ἦρχον τῶν ἀνθρώπων τὸ παλαιόν,
ἀλλ᾽ ὄρνιθες, κἀβασίλευον, πόλλ᾽ ἐστὶ τεκμήρια τούτων.
αὐτίκα δ᾽ ὑμῖν πρῶτ᾽ ἐπιδείξω τὸν ἀλεκτρυόν᾽, ὡς ἐτυράννει
ἦρχέ τε Περσῶν πρῶτος πάντων Δαρείων καὶ Μεγαβάζων,
485 ὥστε καλεῖται Περσικὸς ὄρνις ἀπὸ τῆς ἀρχῆς ἔτ᾽ ἐκείνης.
ΕΥ. διὰ ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἔχων καὶ νῦν ὥσπερ βασιλεὺς ὁ μέγας διαβάσκει
ἐπὶ τῆς κεφαλῆς τὴν κυρβασίαν τῶν ὀρνίθων μόνος ὀρθήν.
ΠΙ. οὕτω δ᾽ ἴσχυέ τε καὶ μέγας ἦν τότε καὶ πολύς, ὥστ᾽ ἔτι καὶ νῦν
ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ᾽ ἐκείνης, ὁπόταν μόνον ὄρθριον ᾄσῃ,
490 ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ᾽ ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι,
σκυτῆς, βαλανῆς, ἀλφιταμοιβοί, τορνευτολυρασπιδοπηγοί·
οἱ δὲ βαδίζουσ᾽ ὑποδησάμενοι νύκτωρ. ΕΥ. ἐμὲ τοῦτό γ᾽ ἐρώτα.
χλαῖναν γὰρ ἀπώλεσ᾽ ὁ μοχθηρὸς Φρυγίων ἐρίων διὰ τοῦτον.
εἰς δεκάτην γάρ ποτε παιδαρίου κληθεὶς ὑπέπινον ἐν ἄστει,
495 κἄρτι καθηῦδον· καὶ πρὶν δειπνεῖν τοὺς ἄλλους οὗτος ἄρ᾽ ἦσεν·
κἀγὼ νομίσας ὄρθρον ἐχώρουν Ἁλιμουντάδε, κἄρτι προκύπτω
ἔξω τείχους καὶ λωποδύτης παίει ῥοπάλῳ με τὸ νῶτον·
κἀγὼ πίπτω μέλλω τε βοᾶν, ὁ δ᾽ ἀπέβλισε θοἰμάτιόν μου.
***
ΧΟΡ. Δολερό
πλάσμα ο άνθρωπος με κάθε τρόπο, πάντα·
κι όμως μίλα·
κάτι απάνω μου ίσως βρίσκεις σοβαρό
και το φανερώσεις τώρα,
κάποια δύναμη μεγάλη, που ξεφεύγει
απ᾽ το κοκορόμυαλό μου·
ό,τι βλέπεις να το πεις μπρος στο κοινό·
κάτι αν βρεις καλό για μένα,
θα ᾽ναι για όλους μας καλό.
460 ΚΟΡ. Μα το ζήτημ᾽ αυτό, που η δική σου βουλή
λέει καλό και γι᾽ αυτό ᾽ρθες, με θάρρος
έλα πες το· ποτέ δε ντροπιάζουμ᾽ εμείς
λόγο που έχουμε δώσει, να ξέρεις.
ΠΙΣ. Έτοιμη έχω τη ζύμη ενός λόγου, και νά,
της ψυχής μου παρόρμηση νιώθω
να τον πλάσω· είν᾽ ο δρόμος ελεύθερος. Μπρος!
Φέρτε εδώ ένα στεφάνι, και κάποιος
να μου χύσει στα χέρια μου απάνω νερό·
μην αργείτε. ΕΥΕ. Τί; Πάμε για δείπνο;
ΠΙΣ. Όχι· είν᾽ ώρα που μέσα στο νου μου ζητώ
κάποιο λόγο τρανό και θρεμμένο,
να μπορέσω να σπάσω αυτωνών την ψυχή.
Στα πουλιά.
Τι μεγάλο για σας νιώθω πόνο,
που σε χρόνια παλιά βασιλιάδες εσείς...
ΚΟΡ. Βασιλιάδες, εμείς; τίνων; ΠΙΣ. Όλων,
όσα υπάρχουν στον κόσμο· δικοί μου, αυτουνού,
Δείχνει τον Ευελπίδη.
μα και του ίδιου του Δία· η δική σας
η φυλή πρωτοπλάστηκε, απ᾽ όλες πιο πριν,
πιο παλιά απ᾽ τους Τιτάνες, τον Κρόνο,
470 κι απ᾽ τη Γη. ΚΟΡ. Κι απ᾽ τη Γη; ΠΙΣ. Σου τ᾽ ορκίζομαι, ναι.
ΚΟΡ. Τέτοιο πράμα ποτέ δε μου το ᾽παν.
ΠΙΣ. Είσαι αγράμματος κι όχι περίεργος· γι᾽ αυτό·
κι ούτε διάβασες μύθους του Αισώπου.
Πρώτο απ᾽ όλα, λέει ο Αίσωπος, ένα πουλί,
η σιταρήθρα γεννήθηκε· πρώτο,
πριν η γη να πλαστεί· κι ο γονιός του πουλιού
από κάποια, λέει, πέθανε αρρώστια·
η φτωχιά η σιταρήθρα δεν έβρισκε γη
να τον θάψει· κι οι μέρες περνούσαν·
τί να γίνει ο νεκρός; Τότε κείνη λοιπόν
στο κεφάλι της μέσα τον θάβει.
ΕΥΕ. Σ᾽ ένα κεφαλοχώρι λοιπόν το νεκρό
το πουλάκι είναι τώρα θαμμένο.
ΠΙΣ. Ε λοιπόν, αφού πριν από γη και θεούς
τα πουλιά γεννηθήκαν στον κόσμο,
το σωστό και το δίκιο δεν είναι σ᾽ αυτά,
σαν πρωτότοκα, ο θρόνος ν᾽ ανήκει;
ΕΥΕ. Φυσικά· θα ᾽ναι ανάγκη μονάχα, θαρρώ,
δω και μπρος να ᾽χεις σίδερο μύτη·
480 γιατί βέβαια στο Δία δε θ᾽ αρέσει, σε μια
τσιγκλιτάρα να δώσει το σκήπτρο.
ΠΙΣ. Ότι τότε, στα χρόνια που λέω τα παλιά,
κυβερνούσαν πουλιά τους ανθρώπους
και τα σκήπτρα κρατούσανε, κι όχι θεοί,
τ᾽ αποδείχνουν πολλά γεγονότα.
Και για πρώτο παράδειγμα νά ο πετεινός·
των Περσών ήταν ρήγας κι αφέντης,
από κάθε Μεγάβαζο αυτός πιο παλιός,
πιο παλιός από κάθε Δαρείο·
ώστε ακόμα απ᾽ αυτό το πρωτάτο κι εμείς
τονε λέμε πουλί της Περσίας.
ΕΥΕ. Και γι᾽ αυτό περπατά με καμάρι πολύ,
των Περσών όπως κάνει ο ρηγάρχης,
κι είναι κιόλας το μόνο πουλί που κρατά
στο κεφάλι του ολόρθη τιάρα.
ΠΙΣ. Κι ήταν τόσο τρανός κι είχε τόσο υψηλήν
αρχοντιά ο πετεινός, που και τώρα,
απ᾽ την πρώτη του εκείνη εξουσία την παλιά,
τα χαράματα μόλις λαλήσει,
490 όλοι αμέσως ξυπνούν, στις δουλειές τους να παν,
ο χαλκιάς, ο αλευράς, ο ταμπάκης,
κι όσοι φτιάνουν ασπίδες ή λύρες· μαζί
κανατάς, παπουτσής και λουτράρης.
όλοι, αφού ποδεθούν βιαστικά, ξεκινούν
νύχτ᾽ ακόμα. ΕΥΕ. Σ᾽ αυτό ρώτα εμένα.
Εξαιτίας του κοκόρου μια χλαίνα ακριβή
κάποτ᾽ έχασα εγώ ο κακομοίρης.
Στην Αθήνα είχα πάει, στη γιορτή ενός μωρού
που θα του ᾽βγαζαν τ᾽ όνομα· λίγο
το ᾽χα τσούξει και πλάγιασα· κι έξαφνα, πριν
να τελειώσουνε οι άλλοι το δείπνο,
το κοκόρι λαλεί· «ξημερώνει» είπα εγώ·
ξεκινώ για τον Άλιμο· μόλις
ξεμυτίζω απ᾽ το τείχος, γερή μαγκουριά
κάποιος κλέφτης μου δίνει στην πλάτη·
πέφτω κάτω και πάω να φωνάξω, μα αυτός
μου ᾽χε κιόλας βουτήξει το ρούχο.