Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2023

Όταν η Αξιοπρέπεια νίκησε το Δίκιο

Όταν οι Αθηναίοι ηττήθηκαν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι νικητές Σπαρτιάτες επέβαλαν το καθεστώς των τριάκοντα τυράννων. Είναι δύσκολο να αντιληφθούμε σήμερα το πόσο εξευτελιστική και οδυνηρή υπήρξε αυτή η εμπειρία για τους ιδρυτές της Δημοκρατίας.

Ευτυχώς, η κυριαρχία των τριάκοντα υπήρξε σύντομη, ήταν όμως καταστροφική. Εκτός από τις ταραχές, τις δολοφονίες και την αυθαιρεσία που επέδειξαν σε όλους τους τομείς, οι τύραννοι είχαν επιφέρει και ένα γερό πλήγμα στην αθηναϊκή οικονομία, που ήταν ήδη καταρρακωμένη από τον πόλεμο.

Επιπλέον, έλαβαν ένα μεγάλο δάνειο από τους Σπαρτιάτες, το οποίο βέβαια δεν χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του τόπου, αλλά για την προσωπική τους ευημερία και την ενίσχυση της πολιτικής τους δύναμης.

Όταν, λοιπόν, ήρθε η ώρα να πάνε στο καλό, οι Αθηναίοι είχαν και ένα δάνειο να ξεπληρώσουν. Δάνειο στο οποίο δεν είχαν συναινέσει και από το οποίο δεν ωφελήθηκαν. Ένα επαχθές δάνειο. Το τι θα έκαναν με αυτό, ήταν δουλειά της Εκκλησίας του Δήμου να αποφασίσει, δηλαδή όλων των πολιτών.

Φανταστείτε τον εαυτό σας στη συνέλευση αυτή. Τι θα ψηφίζατε;

Ενώ η συμφωνία προέβλεπε να επωμιστούν αυτή την υποχρέωση οι δύο παρατάξεις (οι του άστεως και οι εκ του Πειραιώς), οι Αθηναίοι πολίτες αποφάσισαν να αποπληρώσουν όλοι μαζί το δάνειο στο ακέραιο! Σε μία πόλη με τα ταμεία άδεια, με το ηθικό καταρρακωμένο, με τη θλίψη να βασιλεύει, καθώς τα θύματα του πολέμου και της τυραννίας ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη αυτών των ανθρώπων, εκείνοι αποφάσισαν να συμμετέχουν με εισφορές στην αποπληρωμή του δανείου. Ανέλαβαν συλλογικά την ευθύνη ακόμα και για την ενέργεια της μισητής ολιγαρχικής εξουσίας και δεν άφησαν τα κόμματα να τους σώσουν, αν και θα ήταν απολύτως νόμιμο να το κάνουν.

Γιατί επωμίστηκαν ένα τέτοιο δυσβάσταχτο και άδικο βάρος; Διότι έτσι τους πρόσταζε η αιδώς.Εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες, νοιάζονταν πολύ για την καλή τους φήμη και δεν ανέχονταν την σκέψη πως οι κομματάρχες θα νομιμοποιούνταν κάποτε να τους πουν “εμείς σας ξεχρεώσαμε”. Πολύ περισσότερο δεν θα ανέχονταν τους Σπαρτιάτες να καυχώνται πως τους έσωσαν κάποτε από οικονομική κατάρρευση με δανεικά κι αγύριστα. Οι Αθηναίοι πάνω απ’ όλα ήταν αξιοπρεπείς και καθόλου δεν θα μπορούσαν να κατανοήσουν τη σύγχρονη προτροπή “μην σε νοιάζει τι λένε οι άλλοι”.

Η αιδώς απευθύνεται σε εξωστρεφείς ανθρώπους, που συνεργάζονται για την κοινή προκοπή. Σήμερα, που τίποτα δεν μας απασχολεί εκτός από την προσωπική μας ευημερία, η αιδώς δεν λειτουργεί, με αποτέλεσμα να καμαρώνουμε που έχουμε την τόλμη να γράφουμε τους πάντες στα παλιά μας τα παπούτσια και να είμαστε ο εαυτός μας, Αφού, λοιπόν, δεν αναγνωρίζουμε πλέον τη φωνή της αιδούς πριν προβούμε σε κάποια απερισκεψία, κάνουμε ό, τι μας συμφέρει κι ό, τι μας αρέσει και υποφέρουμε από ενοχές κατόπιν εορτής, όταν η ζημιά έχει γίνει. Οι ενοχές, στη συνέχεια, μας βυθίζουν σε μεγαλύτερη μοναξιά. Όταν υπάρχουν κι αυτές. Και παριστάνουμε τους ελεύθερους, μοναχικούς καβαλάρηδες, που μόλις έρθουν τα δύσκολα, ικετεύουν τούς συμπολίτες τους (και όχι μόνο) για λίγη βοήθεια και μια σταλιά συμπόνια.

Ήταν άραγε λιγότερο ελεύθεροι από εμάς εκείνοι οι αρχαίοι δημοκράτες; Ήταν η αιδώς χαρακτηριστικό δειλών ή δουλικών ανθρώπων; Δεν ήταν. Η αιδώς ήταν και είναι η έκφραση του σεβασμού προς την κοινότητα και συνοδεύει εκείνους που κατανοούν τον εαυτό τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της. Ο πολίτης, ως λειτουργικό μέλος του οργανισμού της χώρας, οφείλει να είναι συντονισμένος με τα υπόλοιπα μέλη. Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης προστάτευε την καλή του φήμη, τον ενδιέφερε η γνώμη των συμπολιτών του γι αυτόν και όλοι μαζί ενδιαφέρονταν και εργάζονταν για την καλή φήμη της πόλης τους. Η συλλογική ευθύνη ήταν ένα πολύτιμο εργαλείο που τους κρατούσε ενωμένους και επικεντρωμένους στον στόχο τους και καθόλου δεν εμπόδιζε την προσωπική εξέλιξη κι επιτυχία.

Ο στόχος που εξυπηρετούσε η απόφαση για αποπληρωμή του δανείου από κοινού, ήταν η επίτευξη της ενότητας. Η πράξη αυτή εκτιμήθηκε και σχολιάστηκε θετικά από τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, που ήταν άνθρωποι της πόλης και δημοκράτες. Ο Δημοσθένης, ενθυμούμενος το περιστατικό, χρησιμοποιεί την έκφραση «όταν η πόλη ενώθηκε». Ο Αριστοτέλης εντυπωσιάστηκε από αυτή την απόφαση και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά των Αθηναίων αξιέπαινη και πολιτική, δηλαδή τέτοια που ταιριάζει σε πολίτες. Ο Ισοκράτης χρησιμοποιεί αυτή την ενέργεια ως απόδειξη της ανωτερότητας της δημοκρατίας έναντι της ολιγαρχίας.

Η ενότητα αυτή επιτυγχάνεται μόνο όταν οι πολίτες μοιράζονται τις ευθύνες, όπως ακριβώς μοιράζονται τα οφέλη του πολιτεύματος. Στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, οι υπήκοοι αναγκάζονται να λειτουργούν ως μονάδες κάτω από μία επίπλαστη ομοιομορφία. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία συλλογική ανάληψη ευθύνης, διότι υπό καθεστώς εξαναγκασμού καμία ηθική αξιολόγηση δεν έχει νόημα. Στη δημοκρατία όμως, η συλλογική ευθύνη προστατεύει από τον διχασμό και ενισχύει τον ρόλο του πολίτη στην επίτευξη των στόχων της πολιτείας του, που δεν μπορεί να διαφέρουν από τους προσωπικούς του στόχους.

Είμαστε άραγε πιο ελεύθεροι εμείς από εκείνους ή είμαστε ένας εν δυνάμει όχλος βαρβάρων που διψά για εκδίκηση; Είμαστε εμείς πιο αξιοπρεπείς από εκείνους ή μήπως είμαστε απλώς νωθροί παρατηρητές της ιστορίας μας, εθισμένοι στην επαιτεία με πρόφαση την αξιοπρέπεια εκείνων;

Εκείνοι αρνήθηκαν να γίνουν αντικείμενο χλευασμού και πλήρωσαν μέχρι την τελευταία πεντάρα ένα δάνειο από το οποίο δεν είχαν ωφεληθεί τίποτα! Και άφησαν σε εμάς τη σπουδαία κληρονομιά – ηθική, πνευματική και υλική – που ακόμα ξεκοκαλίζουμε.

Εμείς, τι θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας; Ποια θα είναι η φήμη μας όταν πια θα έχουμε φύγει και τι θα γράφουν για εμάς οι επόμενοι;

Θα είμαστε εκείνοι που προστάτεψαν το καλό όνομα που παρέλαβαν και άφησαν πίσω τους ένα ακόμα καλύτερο ή εκείνοι που για ένα κατοστάρικο σύνταξης παραπάνω πούλησαν την καλή φήμη των προγόνων τους και περιφρόνησαν τη ζωή των απογόνων τους;

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΙΣΟΚΡ 8.63–74

(ΙΣΟΚΡ 8. Πίστις: §17–144) Αναγκαία η εγκατάλειψη των φιλοδοξιών για θαλάσσια ηγεμονία – Αιτιολόγηση της σκληρής κριτικής που ασκεί ο ρήτορας


[63] Ἃ μὲν οὖν ὑπάρχειν δεῖ τοῖς μέλλουσιν εὐδαιμονή-
σειν, τὴν εὐσέβειαν καὶ τὴν σωφροσύνην καὶ τὴν δικαιοσύνην
καὶ τὴν ἄλλην ἀρετὴν ὀλίγῳ πρότερον εἰρήκαμεν· ὡς δ’ ἂν
τάχιστα πρὸς τὸ τοιοῦτοι γενέσθαι παιδευθεῖμεν, ἀληθὲς
μέν ἐστι τὸ ῥηθησόμενον, ἴσως δ’ ἂν ἀκούσασιν ὑμῖν δεινὸν
εἶναι δόξειεν καὶ παρὰ πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξηλλαγμένον
διανοίας. [64] ἐγὼ γὰρ ἡγοῦμαι καὶ τὴν πόλιν ἡμᾶς
ἄμεινον οἰκήσειν καὶ βελτίους αὐτοὺς ἔσεσθαι καὶ πρὸς
ἁπάσας τὰς πράξεις ἐπιδώσειν, ἢν παυσώμεθα τῆς ἀρχῆς
τῆς κατὰ θάλατταν ἐπιθυμοῦντες. αὕτη γάρ ἐστιν ἡ καὶ
νῦν εἰς ταραχὴν ἡμᾶς καθιστᾶσα, καὶ τὴν δημοκρατίαν
ἐκείνην καταλύσασα μεθ’ ἧς οἱ πρόγονοι ζῶντες εὐδαιμο-
νέστατοι τῶν Ἑλλήνων ἦσαν, καὶ σχεδὸν ἁπάντων αἰτία
τῶν κακῶν ὧν αὐτοί τ’ ἔχομεν καὶ τοῖς ἄλλοις παρέχομεν.

[65] Οἶδα μὲν οὖν ὅτι χαλεπόν ἐστι δυναστείας ὑπὸ πάν-
των ἐρωμένης καὶ περιμαχήτου γεγενημένης κατηγοροῦντα
δοκεῖν ἀνεκτόν τι λέγειν· ὅμως δ’ ἐπειδή περ ὑπεμείνατε
καὶ τοὺς ἄλλους λόγους, ἀληθεῖς μὲν ὄντας φιλαπεχθή-
μονας δέ, καὶ τοῦτον ὑμῶν ἀνασχέσθαι δέομαι, [66] καὶ
μὴ καταγνῶναί μου τοιαύτην μανίαν, ὡς ἄρ’ ἐγὼ προειλό-
μην ἂν διαλεχθῆναι πρὸς ὑμᾶς περὶ πραγμάτων οὕτω
παραδόξων, εἰ μή τι λέγειν ἀληθὲς εἶχον περὶ αὐτῶν. Νῦν
δ’ οἶμαι πᾶσιν φανερὸν ποιήσειν ὡς οὔτε δικαίας ἀρχῆς
ἐπιθυμοῦμεν οὔτε γενέσθαι δυνατῆς οὔτε συμφερούσης
ἡμῖν.

[67] Ὅτι μὲν οὖν οὐ δικαίας, παρ’ ὑμῶν μαθὼν ὑμᾶς ἔχω
διδάσκειν. ὅτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι ταύτην εἶχον τὴν δύνα-
μιν, ποίους λόγους οὐκ ἀνηλώσαμεν, κατηγοροῦντες μὲν
τῆς ἐκείνων ἀρχῆς, διεξιόντες δ’ ὡς δίκαιόν ἐστιν αὐτονό-
μους εἶναι τοὺς Ἕλληνας; [68] τίνας δὲ τῶν πόλεων
τῶν ἐλλογίμων οὐ παρεκαλέσαμεν ἐπὶ τὴν συμμαχίαν τὴν
ὑπὲρ τούτων συστᾶσαν; πόσας δὲ πρεσβείας ὡς βασιλέα
τὸν μέγαν ἀπεστείλαμεν, διδαξούσας αὐτὸν ὡς οὔτε
δίκαιόν ἐστιν οὔτε συμφέρον μίαν πόλιν κυρίαν εἶναι τῶν
Ἑλλήνων; οὐ πρότερον δ’ ἐπαυσάμεθα πολεμοῦντες καὶ
κινδυνεύοντες καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν, πρὶν
ἠθέλησαν Λακεδαιμόνιοι ποιήσασθαι τὰς συνθήκας τὰς
περὶ τῆς αὐτονομίας.

[69] Ὅτι μὲν οὖν οὐ δίκαιόν ἐστιν τοὺς κρείττους τῶν
ἡττόνων ἄρχειν, ἐν ἐκείνοις τε τοῖς χρόνοις τυγχάνομεν
ἐγνωκότες, καὶ νῦν ἐπὶ τῆς πολιτείας τῆς παρ’ ἡμῖν καθεστη-
κυίας· ὡς δ’ οὐδ’ ἂν δυνηθεῖμεν τὴν ἀρχὴν ταύτην καταστή-
σασθαι, ταχέως οἶμαι δηλώσειν. ἣν γὰρ μετὰ μυρίων
ταλάντων οὐχ οἷοί τ’ ἦμεν διαφυλάξαι, πῶς ἂν ταύτην ἐκ
τῆς παρούσης ἀπορίας κτήσασθαι δυνηθεῖμεν, ἄλλως τε
καὶ χρώμενοι τοῖς ἤθεσιν οὐχ οἷς ἐλάβομεν, ἀλλ’ οἷς
ἀπωλέσαμεν αὐτήν; [70] ὡς τοίνυν οὐδὲ δέξασθαι διδο-
μένην τῇ πόλει συμφέρει, δοκεῖτέ μοι τάχιστ’ ἂν ἐκεῖθεν
καταμαθεῖν. μᾶλλον δὲ καὶ περὶ τούτων βούλομαι μικρὰ
προειπεῖν· δέδοικα γὰρ μὴ διὰ τὸ πολλοῖς ἐπιτιμᾶν δόξω
τισὶ προῃρῆσθαι τῆς πόλεως κατηγορεῖν.

[71] Ἐγὼ δ’ εἰ μὲν πρὸς ἄλλους τινὰς ἐπεχείρουν οὕτω
διεξιέναι περὶ τῶν πραγμάτων, εἰκότως ἂν εἶχον τὴν αἰτίαν
ταύτην· νῦν δὲ πρὸς ὑμᾶς ποιοῦμαι τοὺς λόγους, οὐ δια-
βάλλειν ἑτέροις ἐπιθυμῶν, ἀλλ’ αὐτοὺς βουλόμενος παῦσαι
τῶν τοιούτων ἔργων, καὶ τὴν εἰρήνην, περὶ ἧς ἅπας ὁ
λόγος ἐστί, βεβαίως καὶ τὴν πόλιν καὶ τοὺς ἄλλους
Ἕλληνας ἀγαγεῖν.

[72] Ἀνάγκη δὲ τοὺς νουθετοῦντας καὶ τοὺς κατηγο-
ροῦντας τοῖς μὲν λόγοις χρῆσθαι παραπλησίοις, τὰς
δὲ διανοίας ἔχειν ἀλλήλοις ὡς οἷόν τ’ ἐναντιωτάτας.
ὥστε περὶ τῶν ταὐτὰ λεγόντων οὐκ ἀεὶ προσήκει
τὴν αὐτὴν ὑμᾶς γνώμην ἔχειν, ἀλλὰ τοὺς μὲν ἐπὶ
βλάβῃ λοιδοροῦντας μισεῖν ὡς κακόνους ὄντας τῇ πόλει,
τοὺς δ’ ἐπ’ ὠφελείᾳ νουθετοῦντας ἐπαινεῖν καὶ βελτίστους
τῶν πολιτῶν νομίζειν, [73] καὶ τούτων αὐτῶν μάλιστα
τὸν ἐναργέστατα δυνάμενον δηλῶσαι τὰς πονηρίας τῶν
πράξεων καὶ τὰς συμφορὰς τὰς ἐπ’ αὐτῶν γιγνομένας·
οὗτος γὰρ ἂν τάχιστα ποιήσειεν ὑμᾶς, μισήσαντας ἃ δεῖ,
βελτιόνων ἐπιθυμῆσαι πραγμάτων.

Ὑπὲρ μὲν οὖν τῆς τῶν λόγων τραχύτητος καὶ
τῶν εἰρημένων καὶ τῶν ῥηθήσεσθαι μελλόντων
ταῦτ’ ἔχω λέγειν πρὸς ὑμᾶς· ὅθεν δ’ ἀπέλιπον,
πάλιν ποιήσομαι τὴν ἀρχήν. [74] ἔφασκον γὰρ ἐκεῖθεν
κάλλιστ’ ἂν ὑμᾶς καταμαθεῖν ὡς οὐ συμφέρει
λαβεῖν τὴν κατὰ θάλατταν ἀρχήν, εἰ σκέψαισθε
τίνα τρόπον ἡ πόλις διέκειτο πρὶν τὴν δύναμιν ταύτην
κτήσασθαι καὶ πῶς ἐπειδὴ κατέσχεν αὐτήν· ἢν γὰρ
ταῦτα παρ’ ἄλληλα τῇ διανοίᾳ θεωρήσητε, γνώσεσθ’ ὅσων
κακῶν αἰτία τῇ πόλει γέγονεν.

***
Όσες λοιπόν ιδιότητες πρέπει να έχουν όσοι θέλουν να ευτυχήσουν, δηλαδή ευσέβεια, σωφροσύνη, δικαιοσύνη και την αρετή σε όλες της τις φάσεις, πριν λίγο ανέφερα. Πώς όμως μπορούμε να εκπαιδευτούμε γρηγορότερα για να γίνουμε ενάρετοι χαρακτήρες, είναι αληθινό αυτό που θα ειπωθεί, ίσως όμως σε σας, ακούγοντας το, θα φανεί πως είναι φοβερό και πολύ διαφορετικό από ό,τι οι άλλοι το σκέφτονται. Εγώ δηλαδή φρονώ ότι και την πόλη καλύτερα θα κυβερνήσουμε και θα είμαστε σε πλεονεκτικότερη θέση και θα προκόψουμε σε όλες μας τις ενέργειες, αν σταματήσουμε να επιθυμούμε την κατά θάλασσα ηγεμονία. Γιατί αυτή είναι που και τώρα μας μπλέκει σε ταραχές και κατέλυσε τη δημοκρατία εκείνη, κάτω από την οποία ζώντας οι προγονοί μας ήταν οι πιο ευτυχισμένοι από τους Έλληνες, και είναι η αιτία όλων σχεδόν των κακών, τα οποία και οι ίδιοι υποφέρουμε και στους άλλους προκαλούμε.

Γνωρίζω βέβαια πως είναι δύσκολο, κατηγορώντας μία εξουσία που όλοι ποθούν και υπήρξε αξιοζήλευτη, να θεωρηθώ πως λέω κάτι ανεκτό. Εφόσον όμως υπομείνατε και τους άλλους μου λόγους, που ήταν γεμάτοι αλήθεια αλλά εριστικοί, σας παρακαλώ να ανεχθείτε και αυτόν και να μη με κατηγορήσετε για τρέλα, πως δηλαδή εγώ θα προτιμούσα να σας μιλήσω για πράγματα τόσο απροσδόκητα (=αντίθετα με τη γενική γνώμη), αν δεν είχα να πω κάτι αληθινό γι' αυτά. Τώρα όμως νομίζω ότι σε όλους θα αποδείξω πως η εξουσία που επιθυμούμε δεν είναι ούτε δίκαιη ούτε εύκολα αποχτιέται ούτε μας δίνει πλεονεκτήματα.

Ότι λοιπόν η εξουσία που επιθυμούμε δεν είναι δίκαιη, από σας το έμαθα και μπορώ να σας το αποδείξω. Όταν δηλαδή οι Λακεδαιμόνιοι είχαν αυτήν την εξουσία, ποιους λόγους δεν καταναλώσαμε από τη μια κατηγορώντας την εξουσία τους κι από την άλλη υποστηρίζοντας πως είναι δίκαιο να είναι αυτόνομοι οι Έλληνες; Ποιες από τις αξιόλογες πόλεις δεν προσκαλέσαμε στη συμμαχία που συγκροτήσαμε γι' αυτό το λόγο; Πόσες πρεσβείες δεν στείλαμε στον μέγα βασιλέα, για να τον διαφωτίσουμε ότι ούτε δίκαιο είναι ούτε συμφέρον μία πόλη να κυριαρχεί των Ελλήνων; Και δε σταματήσαμε να πολεμάμε και να διακινδυνεύουμε και στην ξηρά και στη θάλασσα, παρά μόνο όταν οι Λακεδαιμόνιοι θέλησαν να συνάψουν τις συνθήκες περί αυτονομίας.

Ότι λοιπόν δεν είναι δίκαιο οι ισχυροί να άρχουν των αδυνάτων, και σε κείνους τους χρόνους συμβαίνει να το έχουμε κρίνει ορθό και τώρα κατά την ίδρυση της δικής μας ηγεμονίας· ότι όμως δε θα μπορέσουμε να κατακτήσουμε αυτήν την εξουσία, νομίζω πως γρήγορα θα σας το αποδείξω. Γιατί αφού δεν μπορέσαμε να διατηρήσουμε εκείνη την εξουσία όταν είχαμε δέκα χιλιάδες τάλαντα, πώς θα μπορέσουμε να την αποχτήσουμε με τη σημερινή μας φτώχεια, και μάλιστα όταν σκεφτόμαστε κι ενεργούμε όχι όπως την αποχτήσαμε αλλά όπως τη χάσαμε; Ότι εξάλλου, και αν ακόμη προσφέρεται, δε συμφέρει στην πόλη να τη δεχτεί, νομίζω ότι αμέσως τώρα μπορείτε να καταλάβετε από τα εξής γεγονότα. Πρώτα όμως και γι' αυτά θέλω να πω λίγα προκαταβολικά, γιατί φοβάμαι μήπως θεωρηθώ σε μερικούς ότι προτιμώ να κατηγορώ την πόλη με το να επικρίνω πολλούς.

Εγώ λοιπόν, αν επιχειρούσα να μιλήσω σε μερικούς άλλους έτσι για τις υποθέσεις της πόλης, εύλογα θα μου αποδιδόταν μια τέτοια κατηγορία· τώρα όμως μιλάω σε σας, όχι γιατί επιθυμώ να σας διαβάλω σε άλλους, αλλά γιατί θέλω να σταματήσετε τα τέτοια έργα και να οδηγώ την πόλη μας και τους άλλους Έλληνες σε σταθερά ειρήνη, στην οποία όλος μου ο λόγος αποβλέπει.

Είναι όμως ανάγκη και όσοι συμβουλεύουν και όσοι κατηγορούν να χρησιμοποιούν λόγους περίπου όμοιους, αλλά οι σκέψεις τους να είναι όσο πιο πολύ αντίθετες. Επομένως για κείνους που λένε τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να έχετε πάντοτε την ίδια γνώμη, αλλά εκείνους που σας κατηγορούν για να σας βλάψουν να τους μισείτε ως εχθρούς της πόλης, ενώ εκείνους που σας νουθετούν για το καλό σας να τους επαινείτε και να τους θεωρείτε τους πιο καλούς πολίτες και απ' αυτούς πάλι (να θεωρείτε πιο καλόν) εκείνον που μπορεί ξεκάθαρα να δείξει τις κακές σας ενέργειες και τις συμφορές που προέρχονται απ' αυτές· γιατί αυτός μπορεί πολύ γρήγορα να σας κάνει να μισήσετε όσα πρέπει και να επιθυμήσετε καλύτερα πράγματα.

Για την τραχύτητα λοιπόν των λόγων, και για όσα είπα και για όσα πρόκειται να πω, αυτή την εξήγηση έχω να σας δώσω· από κει δε που σταμάτησα θα αρχίσω πάλι. Έλεγα λοιπόν ότι από το εξής κάλλιστα θα μπορέσετε να καταλάβετε πως δε σας συμφέρει να πάρετε την κατά θάλασσα ηγεμονία, αν σκεφτείτε σε ποια κατάσταση βρισκόταν η πόλη προτού αποχτήσετε αυτή τη δύναμη και ποια ήταν η κατάσταση ύστερα από την απόχτησή της· γιατί αν αυτά τα εξετάσετε με το νου σας παράλληλα, θα αντιληφθείτε πόσων συμφορών αιτία έχει γίνει για την πόλη.