ΠΙ. ταυτὶ τοιαυτί. ΕΥ. μὰ Δί᾽ ἐγὼ μὲν πρᾶγμά πω
γελοιότερον οὐκ εἶδον οὐδεπώποτε.
ΠΙ. ἐπὶ τῷ γελᾷς; ΕΥ. ἐπὶ τοῖσι σοῖς ὠκυπτέροις.
οἶσθ᾽ ᾧ μάλιστ᾽ ἔοικας ἐπτερωμένος;
805 ΠΙ. εἰς εὐτέλειαν χηνὶ σύ γε γεγραμμένῳ.
ΕΥ. σὺ δὲ κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ.
ΠΙ. ταυτὶ μὲν ᾐκάσμεσθα κατὰ τὸν Αἰσχύλον
«τάδ᾽ οὐχ ὑπ᾽ ἄλλων, ἀλλὰ τοῖς αὑτῶν πτεροῖς.»
ΧΟ. ἄγε δὴ τί χρὴ δρᾶν; ΠΙ. πρῶτον ὄνομα τῇ πόλει
810 θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν, εἶτα τοῖς θεοῖς
θῦσαι μετὰ τοῦτο. ΕΥ. ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ.
ΧΟ. φέρ᾽ ἴδω, τί δ᾽ ἡμῖν τοὔνομ᾽ ἔσται τῇ πόλει;
ΠΙ. βούλεσθε τὸ μέγα τοῦτο τοὐκ Λακεδαίμονος
Σπάρτην ὄνομα καλῶμεν αὐτήν; ΕΥ. Ἡράκλεις·
815 σπάρτην γὰρ ἂν θείμην ἐγὼ τἠμῇ πόλει;
οὐδ᾽ ἂν χαμεύνῃ πάνυ γε κειρίαν γ᾽ ἔχων.
ΠΙ. τί δῆτ᾽ ὄνομ᾽ αὐτῇ θησόμεσθ᾽; ΕΥ. ἐντευθενὶ
ἐκ τῶν νεφελῶν καὶ τῶν μετεώρων χωρίων
χαῦνόν τι πάνυ. ΠΙ. βούλει Νεφελοκοκκυγίαν;
ΧΟ. ἰοῦ ἰοῦ·
820καλόν γ᾽ ἀτεχνῶς ‹σὺ› καὶ μέγ᾽ ηὗρες τοὔνομα.
ΕΥ. ἆρ᾽ ἐστὶν αὑτηγὶ Νεφελοκοκκυγία,
ἵνα καὶ τὰ Θεογένους τὰ πολλὰ χρήματα
τά τ᾽ Αἰσχίνου ᾽σθ᾽ ἅπαντα; ΠΙ. καὶ λῷστον μὲν οὖν
τὸ Φλέγρας πεδίον, ἵν᾽ οἱ θεοὶ τοὺς γηγενεῖς
825 ἀλαζονευόμενοι καθυπερηκόντισαν.
ΧΟ. λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως. τίς δαὶ θεὸς
πολιοῦχος ἔσται; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον;
ΕΥ. τί δ᾽ οὐκ Ἀθηναίαν ἐῶμεν πολιάδα;
ΠΙ. καὶ πῶς ἂν ἔτι γένοιτ᾽ ἂν εὔτακτος πόλις,
830 ὅπου θεὸς γυνὴ γεγονυῖα πανοπλίαν
ἕστηκ᾽ ἔχουσα, Κλεισθένης δὲ κερκίδα;
ΧΟ. τίς δαὶ καθέξει τῆς πόλεως τὸ Πελαργικόν;
ΠΙ. ὄρνις. ΧΟ. ἀφ᾽ ἡμῶν; τοῦ γένους; ΠΙ. τοῦ Περσικοῦ,
ὅσπερ λέγεται δεινότατος εἶναι πανταχοῦ,
835 Ἄρεως νεοττός. ΕΥ. ὦ νεοττὲ δέσποτα·
ὡς ὁ θεὸς ἐπιτήδειος οἰκεῖν ἐπὶ πετρῶν.
ΠΙ. ἄγε νυν σὺ μὲν βάδιζε πρὸς τὸν ἀέρα
καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει,
χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον,
840 λεκάνην ἀνένεγκε, κατάπεσ᾽ ἀπὸ τῆς κλίμακος,
φυλακὰς κατάστησαι, τὸ πῦρ ἔγκρυπτ᾽ ἀεί,
κωδωνοφορῶν περίτρεχε καὶ κάθευδ᾽ ἐκεῖ.
κήρυκα δὲ πέμψον τὸν μὲν εἰς θεοὺς ἄνω,
ἕτερον δ᾽ ἄνωθεν αὖ παρ᾽ ἀνθρώπους κάτω,
845 κἀκεῖθεν αὖθις παρ᾽ ἐμέ. ΕΥ. σὺ δέ γ᾽ αὐτοῦ μένων
οἴμωζε παρ᾽ ἔμ᾽. ΠΙ. ἴθ᾽, ὦγάθ᾽, οἷ πέμπω σ᾽ ἐγώ.
οὐδὲν γὰρ ἄνευ σοῦ τῶνδ᾽ ἃ λέγω πεπράξεται.
ἐγὼ δ᾽ ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς,
τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν καλῶ.
850παῖ παῖ, τὸ κανοῦν αἴρεσθε καὶ τὴν χέρνιβα.
ΧΟ. ὁμορροθῶ, συνθέλω, [στρ.]
συμπαραινέσας ἔχω
προσόδια μεγάλα σεμνὰ προσιέναι θεοῖ-
σιν, ἅμα δὲ προσέτι χάριτος ἕνε-
855 κα προβάτιόν τι θύειν.
ἴτω ἴτω ἴτω δὲ Πυθιὰς βοά,
συναυλείτω δὲ Χαῖρις ᾠδᾷ.
***
Ξαναγυρίζουν ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης, με φτερά στους ώμους· ακολουθούν οι δύο δούλοι.ΠΙΣ., καμαρώνοντας τα φτερά του.
Έτσι λοιπόν. ΕΥΕ. Ποτέ, μα την αλήθεια,
πράμα τόσο γελοίο εγώ δεν είδα.
ΠΙΣ. Για τί γελάς; ΕΥΕ. Για τα γοργόφτερά σου.
Έτσι που τα φοράς, ξέρεις πώς μοιάζεις;
ΠΙΣ. Εσύ σα ζωγραφιά πανάθλιας χήνας.
ΕΥΕ. Κοτσύφι εσύ, άκρη άκρη κουρεμένο.
ΠΙΣ. Λοιπόν του Αισχύλου ο στίχος μάς ταιριάζει:
«Το ᾽βραμε απ᾽ τα φτερά μας, όχι απ᾽ άλλους.»
ΚΟΡ. Πες τώρα τί θα κάμουμε. ΠΙΣ. Το πρώτο,
ένα όνομα να δώσουμε στην πόλη
810 τρανό και ξακουστό, και μια θυσία
έπειτα στους θεούς. ΕΥΕ. Σύμφωνος είμαι.
ΚΟΡ. Λοιπόν πώς θα τη βγάλουμε την πόλη;
ΠΙΣ. Θέλετε να την πούμε Σπάρτη, που είναι
ένα όνομα σπουδαίο, λακωνικό;
ΕΥΕ. Τί; Σπάρτη εγώ την πόλη μου να βγάλω;
Σα να μου λες για στρώμα να έχω σπάρτα.
ΠΙΣ. Σαν τί όνομα λοιπόν; ΕΥΕ. Απ᾽ τους ουράνιους
τόπους παρμένο, απ᾽ τις νεφέλες τούτες·
ένα όνομα έτσι ανάλαφρο και κούφιο.
ΠΙΣ. Νεφελοκοκκυγία! Σ᾽ αρέσει; ΚΟΡ. Γεια σου!
820 Όνομα μεγαλείο κι ωραίο, αλήθεια.
ΕΥΕ. Νεφελοκοκκυγία! Σ᾽ αυτή την πόλη
θα χτίζουνε τους πύργους τους οι ψεύτες
κι οι φαντασμένοι. ΠΙΣ. Μάλλον θα ᾽ναι η χώρα
όπου οι θεοί θα λένε, κορδωμένοι,
πως νίκησαν τους Γίγαντες. ΚΟΡ. Τί πόλη
λαμπρή! Και πολιούχος της ποιός θα ᾽ναι;
Για ποιόν θεό οι γιορτές κι οι προσφορές μας;
ΕΥΕ. Την Αθηνά προτείνω την Πολιάδα.
ΠΙΣ. Τί προκοπή, μωρέ, θα δει μια χώρα
που αρματωσιά φορεί μια θεά, μια κόρη,
830 κι έχει άντρες που αργαλειού κρατούν σαΐτα;
ΚΟΡ. Ποιός θα ᾽ναι στην Ακρόπολη, στο κάστρο;
ΠΙΣ. Πουλί. ΚΟΡ. Τί σόι; ΠΙΣ. Κοκόρι κι όχι κόρη·
πουλί που κοκορεύεται και ξέρει
να πολεμά, ξεπεταρούδι του Άρη.
ΕΥΕ. Ω αφέντη κλωσσοπούλι! Του ταιριάζει
να ᾽ναι θεός στους βράχους θρονιασμένος.
ΠΙΣ. Μα τώρα τράβα εσύ προς τον αέρα
και βόηθα αυτούς που χτίζουνε το τείχος·
δίνε χαλίκι, ανέβαζε σκαφίδι,
840 γυμνός τη λάσπη δούλευε, γκρεμίσου
από τη σκάλα, βάλε βάρδιες, έχε
παραχωμένη τη φωτιά, τριγύρνα
με κουδούνι στο χέρι για να ελέγχεις
τις φρουρές μας, και πλάγιαζε εκεί χάμω.
Στείλε έναν κράχτη στους θεούς απάνω,
στείλε έναν άλλο στους ανθρώπους κάτω
και πες του νά ᾽ρθει εκείθε εδώ σ᾽ εμένα.
ΕΥΕ., δυσαρεστημένος.
Και κάθου εσύ και βόγκα, να σ᾽ ακούω.
ΠΙΣ. Γιά πήγαινε, καλέ μου, όπου σε στέλνω·
χωρίς εσένα δεν τελειώνει το έργο.
Ο Ευελπίδης φεύγει.
Στους νέους θεούς θυσία θα κάμω· νά ᾽ρθει
ιερέας εδώ, οδηγός της λιτανείας.
Στους δούλους.
850 Κάνιστρο κι αγιασμού νερό εσείς φέρτε.
Φεύγει, όπως και οι δούλοι.
ΧΟΡ. Συμφωνούμε και το θέλουμε κι εμείς,
ναι, το θέλει κι η καρδιά μας ν᾽ ακουστούνε
ύμνοι λιτανείας προς τους θεούς,
ύμνοι επίσημοι μεγάλοι·
αλλά θα ᾽ναι πιο καλόβουλοι οι θεοί,
κι ένα ζώο αν τους προσφέρουμε θυσία.
Δελφικό παιάνα ας ψάλουμε, κι ο αυλός
την ιερή να συνοδεύει μελωδία.
γελοιότερον οὐκ εἶδον οὐδεπώποτε.
ΠΙ. ἐπὶ τῷ γελᾷς; ΕΥ. ἐπὶ τοῖσι σοῖς ὠκυπτέροις.
οἶσθ᾽ ᾧ μάλιστ᾽ ἔοικας ἐπτερωμένος;
805 ΠΙ. εἰς εὐτέλειαν χηνὶ σύ γε γεγραμμένῳ.
ΕΥ. σὺ δὲ κοψίχῳ γε σκάφιον ἀποτετιλμένῳ.
ΠΙ. ταυτὶ μὲν ᾐκάσμεσθα κατὰ τὸν Αἰσχύλον
«τάδ᾽ οὐχ ὑπ᾽ ἄλλων, ἀλλὰ τοῖς αὑτῶν πτεροῖς.»
ΧΟ. ἄγε δὴ τί χρὴ δρᾶν; ΠΙ. πρῶτον ὄνομα τῇ πόλει
810 θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν, εἶτα τοῖς θεοῖς
θῦσαι μετὰ τοῦτο. ΕΥ. ταῦτα κἀμοὶ συνδοκεῖ.
ΧΟ. φέρ᾽ ἴδω, τί δ᾽ ἡμῖν τοὔνομ᾽ ἔσται τῇ πόλει;
ΠΙ. βούλεσθε τὸ μέγα τοῦτο τοὐκ Λακεδαίμονος
Σπάρτην ὄνομα καλῶμεν αὐτήν; ΕΥ. Ἡράκλεις·
815 σπάρτην γὰρ ἂν θείμην ἐγὼ τἠμῇ πόλει;
οὐδ᾽ ἂν χαμεύνῃ πάνυ γε κειρίαν γ᾽ ἔχων.
ΠΙ. τί δῆτ᾽ ὄνομ᾽ αὐτῇ θησόμεσθ᾽; ΕΥ. ἐντευθενὶ
ἐκ τῶν νεφελῶν καὶ τῶν μετεώρων χωρίων
χαῦνόν τι πάνυ. ΠΙ. βούλει Νεφελοκοκκυγίαν;
ΧΟ. ἰοῦ ἰοῦ·
820καλόν γ᾽ ἀτεχνῶς ‹σὺ› καὶ μέγ᾽ ηὗρες τοὔνομα.
ΕΥ. ἆρ᾽ ἐστὶν αὑτηγὶ Νεφελοκοκκυγία,
ἵνα καὶ τὰ Θεογένους τὰ πολλὰ χρήματα
τά τ᾽ Αἰσχίνου ᾽σθ᾽ ἅπαντα; ΠΙ. καὶ λῷστον μὲν οὖν
τὸ Φλέγρας πεδίον, ἵν᾽ οἱ θεοὶ τοὺς γηγενεῖς
825 ἀλαζονευόμενοι καθυπερηκόντισαν.
ΧΟ. λιπαρὸν τὸ χρῆμα τῆς πόλεως. τίς δαὶ θεὸς
πολιοῦχος ἔσται; τῷ ξανοῦμεν τὸν πέπλον;
ΕΥ. τί δ᾽ οὐκ Ἀθηναίαν ἐῶμεν πολιάδα;
ΠΙ. καὶ πῶς ἂν ἔτι γένοιτ᾽ ἂν εὔτακτος πόλις,
830 ὅπου θεὸς γυνὴ γεγονυῖα πανοπλίαν
ἕστηκ᾽ ἔχουσα, Κλεισθένης δὲ κερκίδα;
ΧΟ. τίς δαὶ καθέξει τῆς πόλεως τὸ Πελαργικόν;
ΠΙ. ὄρνις. ΧΟ. ἀφ᾽ ἡμῶν; τοῦ γένους; ΠΙ. τοῦ Περσικοῦ,
ὅσπερ λέγεται δεινότατος εἶναι πανταχοῦ,
835 Ἄρεως νεοττός. ΕΥ. ὦ νεοττὲ δέσποτα·
ὡς ὁ θεὸς ἐπιτήδειος οἰκεῖν ἐπὶ πετρῶν.
ΠΙ. ἄγε νυν σὺ μὲν βάδιζε πρὸς τὸν ἀέρα
καὶ τοῖσι τειχίζουσι παραδιακόνει,
χάλικας παραφόρει, πηλὸν ἀποδὺς ὄργασον,
840 λεκάνην ἀνένεγκε, κατάπεσ᾽ ἀπὸ τῆς κλίμακος,
φυλακὰς κατάστησαι, τὸ πῦρ ἔγκρυπτ᾽ ἀεί,
κωδωνοφορῶν περίτρεχε καὶ κάθευδ᾽ ἐκεῖ.
κήρυκα δὲ πέμψον τὸν μὲν εἰς θεοὺς ἄνω,
ἕτερον δ᾽ ἄνωθεν αὖ παρ᾽ ἀνθρώπους κάτω,
845 κἀκεῖθεν αὖθις παρ᾽ ἐμέ. ΕΥ. σὺ δέ γ᾽ αὐτοῦ μένων
οἴμωζε παρ᾽ ἔμ᾽. ΠΙ. ἴθ᾽, ὦγάθ᾽, οἷ πέμπω σ᾽ ἐγώ.
οὐδὲν γὰρ ἄνευ σοῦ τῶνδ᾽ ἃ λέγω πεπράξεται.
ἐγὼ δ᾽ ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς,
τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν καλῶ.
850παῖ παῖ, τὸ κανοῦν αἴρεσθε καὶ τὴν χέρνιβα.
ΧΟ. ὁμορροθῶ, συνθέλω, [στρ.]
συμπαραινέσας ἔχω
προσόδια μεγάλα σεμνὰ προσιέναι θεοῖ-
σιν, ἅμα δὲ προσέτι χάριτος ἕνε-
855 κα προβάτιόν τι θύειν.
ἴτω ἴτω ἴτω δὲ Πυθιὰς βοά,
συναυλείτω δὲ Χαῖρις ᾠδᾷ.
***
Ξαναγυρίζουν ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης, με φτερά στους ώμους· ακολουθούν οι δύο δούλοι.ΠΙΣ., καμαρώνοντας τα φτερά του.
Έτσι λοιπόν. ΕΥΕ. Ποτέ, μα την αλήθεια,
πράμα τόσο γελοίο εγώ δεν είδα.
ΠΙΣ. Για τί γελάς; ΕΥΕ. Για τα γοργόφτερά σου.
Έτσι που τα φοράς, ξέρεις πώς μοιάζεις;
ΠΙΣ. Εσύ σα ζωγραφιά πανάθλιας χήνας.
ΕΥΕ. Κοτσύφι εσύ, άκρη άκρη κουρεμένο.
ΠΙΣ. Λοιπόν του Αισχύλου ο στίχος μάς ταιριάζει:
«Το ᾽βραμε απ᾽ τα φτερά μας, όχι απ᾽ άλλους.»
ΚΟΡ. Πες τώρα τί θα κάμουμε. ΠΙΣ. Το πρώτο,
ένα όνομα να δώσουμε στην πόλη
810 τρανό και ξακουστό, και μια θυσία
έπειτα στους θεούς. ΕΥΕ. Σύμφωνος είμαι.
ΚΟΡ. Λοιπόν πώς θα τη βγάλουμε την πόλη;
ΠΙΣ. Θέλετε να την πούμε Σπάρτη, που είναι
ένα όνομα σπουδαίο, λακωνικό;
ΕΥΕ. Τί; Σπάρτη εγώ την πόλη μου να βγάλω;
Σα να μου λες για στρώμα να έχω σπάρτα.
ΠΙΣ. Σαν τί όνομα λοιπόν; ΕΥΕ. Απ᾽ τους ουράνιους
τόπους παρμένο, απ᾽ τις νεφέλες τούτες·
ένα όνομα έτσι ανάλαφρο και κούφιο.
ΠΙΣ. Νεφελοκοκκυγία! Σ᾽ αρέσει; ΚΟΡ. Γεια σου!
820 Όνομα μεγαλείο κι ωραίο, αλήθεια.
ΕΥΕ. Νεφελοκοκκυγία! Σ᾽ αυτή την πόλη
θα χτίζουνε τους πύργους τους οι ψεύτες
κι οι φαντασμένοι. ΠΙΣ. Μάλλον θα ᾽ναι η χώρα
όπου οι θεοί θα λένε, κορδωμένοι,
πως νίκησαν τους Γίγαντες. ΚΟΡ. Τί πόλη
λαμπρή! Και πολιούχος της ποιός θα ᾽ναι;
Για ποιόν θεό οι γιορτές κι οι προσφορές μας;
ΕΥΕ. Την Αθηνά προτείνω την Πολιάδα.
ΠΙΣ. Τί προκοπή, μωρέ, θα δει μια χώρα
που αρματωσιά φορεί μια θεά, μια κόρη,
830 κι έχει άντρες που αργαλειού κρατούν σαΐτα;
ΚΟΡ. Ποιός θα ᾽ναι στην Ακρόπολη, στο κάστρο;
ΠΙΣ. Πουλί. ΚΟΡ. Τί σόι; ΠΙΣ. Κοκόρι κι όχι κόρη·
πουλί που κοκορεύεται και ξέρει
να πολεμά, ξεπεταρούδι του Άρη.
ΕΥΕ. Ω αφέντη κλωσσοπούλι! Του ταιριάζει
να ᾽ναι θεός στους βράχους θρονιασμένος.
ΠΙΣ. Μα τώρα τράβα εσύ προς τον αέρα
και βόηθα αυτούς που χτίζουνε το τείχος·
δίνε χαλίκι, ανέβαζε σκαφίδι,
840 γυμνός τη λάσπη δούλευε, γκρεμίσου
από τη σκάλα, βάλε βάρδιες, έχε
παραχωμένη τη φωτιά, τριγύρνα
με κουδούνι στο χέρι για να ελέγχεις
τις φρουρές μας, και πλάγιαζε εκεί χάμω.
Στείλε έναν κράχτη στους θεούς απάνω,
στείλε έναν άλλο στους ανθρώπους κάτω
και πες του νά ᾽ρθει εκείθε εδώ σ᾽ εμένα.
ΕΥΕ., δυσαρεστημένος.
Και κάθου εσύ και βόγκα, να σ᾽ ακούω.
ΠΙΣ. Γιά πήγαινε, καλέ μου, όπου σε στέλνω·
χωρίς εσένα δεν τελειώνει το έργο.
Ο Ευελπίδης φεύγει.
Στους νέους θεούς θυσία θα κάμω· νά ᾽ρθει
ιερέας εδώ, οδηγός της λιτανείας.
Στους δούλους.
850 Κάνιστρο κι αγιασμού νερό εσείς φέρτε.
Φεύγει, όπως και οι δούλοι.
ΧΟΡ. Συμφωνούμε και το θέλουμε κι εμείς,
ναι, το θέλει κι η καρδιά μας ν᾽ ακουστούνε
ύμνοι λιτανείας προς τους θεούς,
ύμνοι επίσημοι μεγάλοι·
αλλά θα ᾽ναι πιο καλόβουλοι οι θεοί,
κι ένα ζώο αν τους προσφέρουμε θυσία.
Δελφικό παιάνα ας ψάλουμε, κι ο αυλός
την ιερή να συνοδεύει μελωδία.