Πέμπτη 10 Αυγούστου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

γ) Τα ρήματα σε -ίζειν


(μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των ρημάτων σε -ιάζειν)

§ 252. Η πλειονότητα των ρημάτων σε -ιάζειν είναι μόνον ένα παρακλάδι των ρημάτων σε -ίζειν. Με την προσθήκη του -ίζειν στα πολυάριθμα θέματα σε -ιο- προέκυψε η φθογγική ακολουθία -ιίζειν· επειδή, όμως, αυτή δεν ακουγόταν καλά στο αφτί των Ελλήνων,[1] την αντικαθιστούσε συνήθως το -ιάζειν (εξαίρεση δες § 271). Την ίδια παρουσία ανομοίωσης συναντούμε επίσης στο -ιάς αντί για το -ιίς, στο -ιακός αντί για το -ιικός, στο -ιάδης αντί για το -ιίδης. Πάντως δεν πρόκειται για μια καθαρά φθογγολογική διαδικασία, παρά μάλλον για την αποφυγή ενός άβολου σχηματισμού και τον εκτοπισμό του από έναν κατά το δυνατό ισοδύναμό του και ηχητικά άψογο: Κοντά στο -ιος υπάρχει πολύ συχνά ένα ουσιαστικοποιημένο -ία· από αυτό μπόρεσε να παραχθεί σύμφωνα με την § 237 το -ιάζειν, και με την παράκαμψη του ενδιάμεσου μέλους -ία προέκυψε μερικές φορές η άμεση σύνδεση -ιος - -ιάζειν, και μάλιστα ακριβώς κατά την περίοδο που χρειαζόταν ένα υποκατάστατο για το -ιίζειν. Τα ιστορικά δεδομένα εναρμονίζονται με αυτή την εξέλιξη: Ο Όμηρος δεν γνωρίζει ακόμη κανένα -ιάζειν από το -ιος [2], αλλά αρκετά από το -ία· απ' την άλλη μεριά το -ίζειν από το -ος είναι ήδη πολύ συνηθισμένο στον Όμηρο· ώστε το -ιάζειν προβάλλει από το -ιος μόνον αφού πρώτα πολιτογραφήθηκαν το -ίζειν από το -ος και το -ιάζειν από το -ία.

§ 253. Οι απαρχές του τύπου σε -ίζειν ακολουθούν σε μεγάλο βαθμό παράλληλη πορεία με τον τύπο σε -άζειν: Ο βασικός τύπος, δηλαδή η παραγωγή του -ίζειν από θέματα σε ιδ, διατηρείται ακόμη σε σημαντικό αριθμό παραδειγμάτων:

ἔρις - ἐρίζειν (Όμ.)·

φροντίς 'φροντίδα, συλλογισμός' - φροντίζειν 'συλλογίζομαι' (από τη Σαπφώ και εξής)·

ἐλπίς- ἐλπίζειν (αττ.), κτλ.

Όσο ευκολότερα όμως το -ίς,-ίδος προσκολλάται σε ονοματικά θέματα, τόσο περισσότερο αυξάνεται η πιθανότητα το -ίζειν να εμφανίστηκε χωρίς τη μεσολάβηση ενός τυχαία επίσης παραδεδομένου συναφούς θέματος σε ιδ· έτσι π.χ. το ἁλμυρίζειν 'έχω αλμυρή γεύση' (Αριστοτ. στον Αθήναιο) μπορεί κάλλιστα να παραχθεί (το -ίζειν σύμφωνα με την § 271) άμεσα από το ἁλμυρός 'αλμυρός' (Όμ.) με παράκαμψη του ἁλμυρίς 'αλμυρό νερό' (Θεόφραστος). Παρ' όλα αυτά ακόμη και στα μεταγενέστερα χρόνια, οπότε η δημιουργία του -ίζειν από το -ιδ- ι̯ - δεν μπορούσε να είναι πια συνειδητή,[3] παρέμεινε ζωντανός ο συσχετισμός -ις - -ίζειν· π.χ. για το λαμπυρίζειν 'λάμπω σαν πυγολαμπίδα (λαμπυρίς)' (Θεόφραστος) δεν υπάρχει διαθέσιμη καμιά άλλη βάση εκτός ακριβώς από το λαμπυρίς· και όμως πρόκειται ασφαλώς για το αναλογικό -ίζειν της § 271 .

§ 254. Ακριβώς όπως στην περίπτωση του -άζειν συνδέθηκαν με τα θέματα σε -αδ- και τα θέματα σε -ατ-, και ύστερα διάφορα ονόματα με -α- στην τελευταία συλλαβή τους (§ 237), έτσι και στην περίπτωση του -ίζειν στα θέματα σε -ιδ- συνδέθηκαν τα θέματα σε -ιτ-, και επιπλέον τα θέματα σε ι (που βέβαια στην κλίση τους ανακατεύονται εν μέρει με τα οδοντικόληκτα θέματα: ἔριν πλάι στο ἔριδα κατά το πόλιν), και επιρρήματα με -ι- στην τελική συλλαβή:

χαρίζεσθαι 'κάνω μια χάρη' (Όμ.) από το χαριτ- 'χάρη'·

νεμεσίζεσθαι 'δυσανασχετώ' (Όμ.) από το νέμεσι-ς 'ψόγος'·

σπανίζειν 'σπανίζω· στερούμαι' (από τον Πίνδαρο και εξής) από το σπάνι-ς 'έλλειψη'·

σιναπίζειν 'βάζω έμπλαστρο σιναπιού, ξινίζω τα μούτρα' (Ξέναρχ. κωμ. στον Αθήναιο· ιατροί) από το σίναπι 'σινάπι'·

χωρίζειν (κλασ.) από το επιρ. χωρίς 'χωριστά'·

νοσφίζειν 'υπεξαιρώ' (από τον Πίνδαρο και εξής· αποθετ. 'αποχωρώ' στον Όμηρο) από το νόσφι(ν) 'χωριστά, μακριά'.

§ 255. Η διερεύνηση της αναλογικής εξέλιξης του -ίζειν προσκρούει σε διάφορες δυσκολίες. Κατ' αρχήν το -ίζειν ήδη στα παλιότερα γλωσσικά μνημεία και σε όλες τις διαλέκτους δεν συνδέεται πια καθόλου με τα θέματα σε -ιδ-, έτσι που δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις διαδικασίες μετάβασης. Ύστερα η ευκολία με την οποία προστίθεται το επίθημα -ίς κάνει πολύ δύσκολη τη διάκριση των περιπτώσεων όπου το -ίζειν όντως παράγεται ακόμη από το -ίς από εκείνες όπου τα -ίς και -ίζειν είναι από κοινού προελαύνοντα παράλληλα επιθήματα (§ 16). Ούτε η σημασία του αναλογικού -ίζειν προσφέρει κάποιο οδηγό για τη μελέτη των παλιότερων σταδίων της εξάπλωσης· διότι σχεδόν σε όλες τις γλωσσικές περιόδους το -ίζειν φαίνεται να είναι το πιο κοινό μετονοματικό επίθημα και έτσι να έχει αναλάβει το ρόλο του προελληνικού -i̯o-(§ 167)· σημασιολογικές ομάδες με στενότερα όρια αυτονομήθηκαν ως επί το πλείστον μόλις στα μεταγενέστερα χρόνια (δες παρακάτω § 260 κεξξ.).

Μορφολογικές πληροφορίες για την αναλογική παραγωγή με το -ίζειν

§ 256. Φυσικά δεν παρουσιάζονται όλα τα θέματα με την ίδια συχνότητα ως βάσεις μετονοματικών σε -ίζειν. Γενικά όμως η διαφορά έγκειται μόνο στη διαφορετική συχνότητα εμφάνισης των θεμάτων: επειδή τα θέματα σε ο (ουσ. και επίθ.) είναι τα πιο συνηθισμένα, τα παράγωγα σε -ίζειν από θέματα σε ο αποτελούν επίσης την πλειονότητα, και μάλιστα σε όλες τις γλωσσικές περιόδους. Από την άλλη μεριά ήδη στον Όμηρο σχεδόν όλα τα είδη θεμάτων συμμετέχουν στο σχηματισμό του -ίζειν. Μόνο τα θέματα σε ᾱ μάλλον υπολείπονται σε σχέση με το ποσοστό που αναλογεί στη σχετική συχνότητά τους: Για τα θέματα σε ᾱ ήταν ήδη διαθέσιμα τα -ᾶν και -άζειν (πρβ. § 237 κεξ.), και για το -ίζειν από θέματα σε ᾱ καθοριστική στάθηκε η στενότερη σύνδεσή τους με στενότερες σημασιολογικές ομάδες του -ίζειν. Στα θέματα σε u λειτούργησε ανταγωνιστικά με επιτυχία το φωνητικά κοντινότερο -ύνειν[4] (§ 224).

§ 257. Πρότυπα παραδείγματα για την αναλογική προσθήκη του -ίζειν σε διάφορα θέματα:

δειπνίζειν 'φιλεύω' (Όμ.) από το δεῖπνον 'γεύμα',

καναχίζειν 'κροτώ' (Όμ.) από το καναχή 'κρότος' (πρβ. -ίζειν για ήχους § 266 κεξξ.),

περσίζειν 'μιλάω ή σκέφτομαι περσικά' (κλασ.) από το Πέρσης, πρβ. § 272 ·

πελεκίζειν 'αποκεφαλίζω με τσεκούρι' (ελληνιστ.) από το πέλεκυς 'τσεκούρι' (πρβ. αὐχενίζειν 'κόβω το λαιμό' (Σοφ.) από το αὐχήν· ῥαχίζειν 'κομματιάζω [τη σπονδυλική στήλη (ῥάχις)]' (κλασ.)· τυμπανίζειν 'χτυπώ με ρόπαλο (τύμπανον)' (ελληνιστ.) κτλ.),

ὑΐζειν 'γρυλίζω' (Πολυδεύκης) από το ὗς 'γουρούνι',

πρωτεΐζειν 'μιμούμαι τον Πρωτέα (Πρωτεύς)' (Ευστάθ.),

γραΐζειν 'αφαιρώ το δέρμα (γραῦς), γδέρνω' (Αριστοφάνης),

ἁπλοΐζεσθαι 'είμαι απλός, ειλικρινής' (Ξεν.) από το ἁπλόος ἁπλοῦς 'απλός' (πρβ. ἁπλοΐς χλαῖνα 'απλό μάλλινο κάλυμμα' Όμ.),

ἀφ-ηρωΐζειν 'κάνω ήρωα (ἥρωα)' (επιγραφ.).

Από συμφωνόληκτα θέματα:

κτεατίζειν 'προσπορίζομαι' (Όμ.) από το κτέατα 'περιουσία',

κερματίζειν 'κομματιάζω' (κλασ.) από το κέρμα 'νόμισμα μικρής αξίας' (και εξαιρετικά συχνά -ματίζειν από ουδέτερα σε -μα· δες επίσης § 274),

ἀκοντίζειν 'χτυπώ με το ακόντιο (ἄκων ἄκοντος)' (Όμ.),

θωρακίζειν 'εξοπλίζω με θώρακα (θώραξ)' (κλασ.), μακαρίζειν 'μακαρίζω (μάκαρ)' (Όμ.),

χαρακτηρίζειν 'βάζω σφραγίδα (χαρακτήρ)' (ελληνιστ.),

ἐαρίζειν 'φέρνω την άνοιξη (ἔαρ)' (κλασ.),

ἀνδρίζεσθαι 'αποδεικνύομαι άντρας (ἀνδρ-)' (κλασ.),

λακωνίζειν 'φέρομαι σα Λάκωνας (Λάκων)' (κλασ.).

§ 258. Από τα θέματα ουσιαστικών σε sπαρήχθη αρχικά το -εΐζειν, όταν τα ἄνθεος ἄνθεϊ ἄνθεα ἀνθέων ήταν ακόμη ασυναίρετα (πρβ. μενεαίνειν από το μένος § 221 υποσημ.)· δίπλα σε αυτά ήδη ο Όμηρος γνωρίζει το σκέτο -ίζειν (στην ονομαστ.-αιτ. -ος όπως το -ος των θεμάτων σε ο), και μετά την επικράτηση της συναίρεσης αυτός ο τρόπος έγινε κανόνας:

δι-α(ν)θεΐζειν 'κοσμώ με άνθη' (κυπριακή επιγραφή του 6ου αι. π.Χ.) και ἀνθίζειν (ἀπ-, ἐπ- κλασ.) από το ἄνθος 'λουλούδι',

κτερεΐζειν (με μη ιωνικό υπερωικό χαρακτήρα: κτερεΐξαι) και κτερίζειν 'θάβω' (με οδοντικό χαρακτήρα), και τα δύο στον Όμηρο, από το κτέρας κτέρεα 'τα υπάρχοντα',

μελεΐζειν 'τεμαχίζω' (μελεϊστί 'τμηματικά' Όμ.) και μελίζειν 'τραγουδώ· τεμαχίζω' (από τον Πίνδαρο και εξής) από το μέλος 'μέλος του σώματος, μουσικό κομμάτι'.

Τα επιθετικά θέματα σε sπαρουσιάζουν πάντα λόγω της υπεροχής των επιθέτων σε ο το νεότερο τρόπο σχηματισμού με σκέτο το -ίζειν (ακριβώς έτσι πάντα -αίνειν, δες § 221):

ἀεικίζειν 'κακομεταχειρίζομαι' (Όμ.· κλασ. αἰκίζειν) από το ἀεικής (αἰκής) 'απρεπής',

εὐκλεΐζειν 'εξυμνώ, εγκωμιάζω' (παλιοί λυρικοί) από το εὐκλεής 'φημισμένος',

ἀφανίζειν 'κάνω άφαντο (ἀφανής)' (κλασ.).

§ 259. Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στην § 252 για το -ιάζειν στη θέση του -ιίζειν, νιώθει κανείς τον πειρασμό να περιμένει τα -αιάζειν, -ειάζειν ως παράγωγα επιθέτων σε -αῖος -εῖος· υπάρχει όμως -ᾱΐζειν -εΐζειν (παρόμοια - ά̄ ϊνος, -ᾱΐς, -ᾱϊκός, -αΐσκος).

ἰουδαΐζειν 'σκέφτομαι, ζω σαν Ιουδαίος' (ελληνιστ.) από το Ἰουδαῖος,

ἀστεΐζεσθαι 'φέρομαι με κομψότητα όπως ένας αστός (ἀστεῖος)' (Πλούταρχος).

Το -ᾱϊ- συναιρείται στην αττική σε ᾳ:

ματᾴζειν 'είμαι ανόητος' (τραγικοί) από το μάταιος 'ανόητος', πρβ. ἀποματαΐζειν 'φέρομαι αναξιοπρεπώς' (Ηρόδοτος).

Μεμονωμένες σημασιολογικές ομάδες

§ 260. Στα ρήματα σε -ίζειν οι ονοματοποιίες είναι πολλές, όπως ακριβώς σε όλα τα ρήματα σε -ζειν (πρβ. § 234). Η ακριβής ιστορία τους βρίσκεται στο σκοτάδι, αφού ήδη ο Όμηρος μπορεί να κολλά αυτό το -ίζειν ακόμη και σε θέματα σε ᾱ (καναχίζειν 'ηχώ' από το καναχή). Και η ιστορία του θεματικού χαρακτήρα δεν είναι πολύ ξεκαθαρισμένη: αρχικά πάντως επικρατούσε ο υπερωικός χαρακτήρας (πρβ. § 234)· αρκεί να παραβάλουμε πρωτογενή ρήματα όπως τρίζειν 'τερετίζω, σφυρίζω' (με τα τετρίγει Όμ., τριγμός Αριστοτ., αλλά τρισμός Ιπποκρ. και Πλούταρχος), κρίζειν 'τσιρίζω' (Μένανδρος, κεκριγότας Αριστοφ., κρίξασαν Αιλιανός, κριγμός Επίχαρμος, πρβ. επίσης κρίκε αόρ. Όμ.) και μετονοματικά όπως σαλπίζειν 'σαλπίζω' (Όμ. ) από το σάλπιγξ 'σάλπιγγα', φορμίζειν 'παίζω άρπα (φόρμιγξ)' (Όμ.). Αργότερα όμως παρεισφρέει όλο και περισσότερο ο οδοντικός χαρακτήρας: το παλιό συρίζω - συρίξω (κλασ.) εξισώθηκε μόνο στα κλασικά αττικά με το συρίττω - συρίξω - συριγμός, ενώ αργότερα με το συρίζω - συρίσω (ή συριῶ) - συρισμός.

§ 261. Στην επική και ελεγειακή ποίηση συντρέχουν επίσης μετρικοί λόγοι. Έτσι δεν μπορεί να είναι σύμπτωση το γεγονός ότι ο Όμηρος δίπλα στα κονάβησε 'αντιβούιξε',κονάβησαν χρησιμοποιεί τον παρατατικό κονάβιζε(ν), καθώς και το κανάχιζε 'αντηχούσε' πλάι στο κανάχησε, και ύστερα ο Ησίοδος το ἐσμαράγιζεν 'βροντούσε' πλάι στο σμαράγησεν, και ο ποιητής του έργου Ἀσπίς Ἡρακλέους το ἀμφαράβιζον 'αντηχούσαν' πλάι στο ομηρικό ἀμφαράβησε.[5] Οι ασυναίρετες απολήξεις των ενεστώτων σε -εῖν ήταν εξάλλου πίσω από δύο βραχέα άβολες για το μέτρο και γι' αυτό αντικαταστάθηκαν από τους τύπος του -ίζειν. Τέλος εμπλέκονται επίσης και τα μεταρηματικά (§ 276). Εδώ λοιπόν μπορούμε μόνο να καταγράψουμε τις διάφορες αποχρώσεις των ηχομιμητικών ρημάτων σε -ίζειν.

§ 262. Η βάση μπορεί να είναι ηχομιμητικό όνομα. Έτσι π.χ.

κοναβίζειν 'αντηχώ, βροντώ' (Όμ.) από το κόναβος 'κρότος',

κροταλίζειν (Όμ.) από το κρόταλον·

τραυλίζειν (κλασ.) από το τραυλός.

Από ένα ονοματοποιητικό επιφώνημα παράγεται το

κοΐζειν 'κοάζω' (Αριστοφ.) από το κοΐ· πρβ. § 234 .

Αν η βάση είναι όνομα ζώου, το παράγωγο σημαίνει 'βγάζω φωνή παρόμοια με αυτού του ζώου' (πρβ. § 271)· παραδείγματα (για πρώτη φορά στην κλασική εποχή):

ἱερακίζειν 'κραυγάζω σα γεράκι (ἱέραξ)' (Θεόφραστος, Αιλιανός),

κακκαβίζειν 'κακαρίζω σαν πέρδικα (κακκάβη)' (ελληνιστ.).

Το συνδετικό κρίκο με την προηγούμενη υποκατηγορία συνιστά το πιπ(π)ίζειν 'τιτιβίζω' (Αριστοφ.), που η βάση του πίπ(π)ος 'πουλί που τιτιβίζει' είναι τόσο είδος πουλιού όσο και ονοματοποιία.

§ 263. 'Παίζω ένα όργανο'. Εκτός από τα σαλπίζειν και φορμίζειν (§ 260) και τη σύνδεση με την ομάδα 'βγάζω ήχο', για τη δημιουργία αυτής της ομάδας πρέπει επίσης να παρθούν υπόψη:

κιθαρίζειν 'παίζω το όργανο κίθαρις ' (Όμ.· αττ. κιθάρα!),[6]

μαγαδίζειν 'παίζω το όργανο μάγαδις ' (ελληνιστ.), επιπλέον

βλιτυρίζεσθαι 'βγάζω τον ήχο χορδής (βλίτυρι = χορδῆς μίμημα λεξικογράφοι)' (Γαληνός), και τα τρία σχηματίστηκαν σύμφωνα με την § 254 · σχετικά με το βλιτυρίζεσθαι πρβ. επίσης κοΐζειν § 262 .

Αναλογικά παραδείγματα:

τυμπανίζειν 'χτυπώ το τύμπανον ' (Εύπολης και ελληνιστ.),

λυρίζειν 'παίζω τη λύρα ' (Ανακρεόντεια, Πλούταρχος).

§ 264. 'Προφέρω μια λέξη' (πρβ. οἴζειν, φεύζειν κ.ο.κ. § 234):

τίζειν 'ρωτάω διαρκώς τί ' (Αριστοφ.),

ἐλελίζειν 'φωνάζω ἐλελεῦ [κραυγή πόνου]' (κλασ.),

σκορακίζειν 'λέω ἐς κόρακας ['να πας να πνιγείς']' (Δημοσθ. και αργότερα),

χελιδονίζειν 'λέω τα κάλαντα (ἦλθ' ἦλθε χελιδών) και με αυτόν τον τρόπο μαζεύω λεφτά' (Αθήναιος), και ύστερα κορωνίζειν 'με μια κουρούνα (κορώνη) στο χέρι τραγουδώ ζητιανεύοντας' (Αθήναιος).

Από εκεί μια ελαφρά απόκλιση οδηγεί στο ἀδελφίζειν "λέω 'αδελφός' > αποκαλώ αδελφό" (κλασ.)· έτσι επίσης

πατερίζειν 'αποκαλώ πατέρα' (Αριστοφ.· μάλλον από την κλητική πάτερ, αλλά πατρίζειν 'μοιάζω στον πατέρα' (μεταγενέστερο) από το πατρ-),[7]

θυγατρίζειν 'αποκαλώ κόρη' (Φώτιος).

Εδώ θα μπορούσε να συναφθεί επίσης το 'χαρακτηρίζω (δυσ-)ευτυχισμένο', μολονότι μπορούμε να βασιστούμε και στη γενική σημασία 'καθιστώ (δυσ-)ευτυχισμένο'. Παραδείγματα:

μακαρίζειν 'εξυμνώ ως καλότυχο (μάκαρ)' (Όμ.),

κακοδαιμονίζειν 'χαρακτηρίζω κακότυχο (κακοδαίμων)' (Στράβωνας, κακοδαιμονιστής Λυσίας),

ὀλβίζειν 'εξυμνώ ως ευτυχισμένο' (κλασικοί ποιητές) από το ὄλβιος κατά το μακαρίζειν από το μακάριος (για το κανονικό ὀλβιάζειν δεν υπάρχουν ασφαλείς μαρτυρίες).

§ 265. Η πολύ συχνή επιτελεστική και οργανική σημασία του -ίζειν ανταγωνίζεται το -οῦν, και πολύ συχνά μαρτυρούνται και τα δύο παράγωγα της ίδιας λέξης, π.χ.

δροσίζειν (κλασ.) και δροσοῦν (Ανακρεόντεια) 'καλύπτω με δροσιά' από το δρόσος 'δροσιά',

σοφίζειν (κλασ.) και σοφοῦν (Εβδομήκοντα) 'κάνω σοφό (σοφός)'·

ασφαλώς εξίσου συχνά έχουν διαφορετική έννοια διπλοί σχηματισμοί σε -ίζειν και -οῦν:

χρυσοῦν 'επιχρυσώνω' (κλασ.) - χρυσίζειν 'μοιάζω με χρυσό' (ελληνιστ.) από το χρυσός 'χρυσάφι',

πυρροῦν 'κάνω κόκκινο σαν τη φωτιά (πυρρός)' - πυρρίζειν 'έχω το κόκκινο χρώμα της φωτιάς' (και τα δύο στους Εβδομήκοντα).

§ 266. Στην επίσης διαδεδομένη καταστασιακή σημασία (και σε άλλες περιπτώσεις) το -ίζειν ταυτίζεται μερικές φορές με το -εῖν:

ἀτρεμεῖν (από τον Ησίοδο και εξής) και ἀτρεμίζειν (από το Θέογνη και εξής) 'φέρομαι με ηρεμία (ἀτρεμής)',

ὑστερεῖν και ὑστερίζειν (και τα δύο κλασ.) 'είμαι αργοπορημένος (ὕστερος)',

πολεμεῖν (κλασ.) και πολεμίζειν (Όμ.) 'διεξάγω πόλεμο',

καναχεῖν - καναχίζειν κτλ. δες § 261 .

Φυσικά υπάρχουν επίσης εννοιολογικές διαφορές μεταξύ -εῖν και -ίζειν:

δειπνεῖν 'γευματίζω' - δειπνίζειν 'φιλεύω' (και τα δύο στον Όμ.) από το δεῖπνον 'γεύμα'.

§ 267. Παρόμοια, δεν είναι καθόλου παράξενο, αν για ένα ρήμα σε -ίζειν μας παραδίδονται και οι δύο χρήσεις, η επιτελεστική-οργανική και η καταστασιακή:

κουρίζειν 'είμαι νέος (Όμ.), εκπαιδεύω κάποιον να γίνει ενήλικος (Ησίοδος)' από το κοῦρος 'νεαρός',

ἑλληνίζειν 'φέρομαι σαν Έλληνας' (κλασ.), 'εξελληνίζω' (Θουκ. και ελληνιστ.) από το Ἕλλην.

§ 268. Στην οργανική χρήση εντάσσεται και η "αφαιρετική" (πρβ. -οῦν § 200):

κοκκίζειν 'αφαιρώ τον πυρήνα (κόκκος)' (Αριστοφ.),

ὀπίζειν 'αντλώ το χυμό (ὀπός)' (ελληνιστ.),

πρεμνίζειν 'ξεριζώνω κορμό (πρέμνον) και στέλεχος' (Πολυδεύκης· ἐκπρεμνίζειν κλασ.).

§ 269. Η ομάδα 'γιορτάζω μια γιορτή' βασίζεται σε παραδείγματα όπως

πανηγυρίζειν 'κάνω μια γιορταστική συγκέντρωση (πανήγυρις)' (Ηρόδοτος και αργότερα),

παννυχίζειν 'κάνω μια νυκτερινή γιορτή (παννυχίς)' (κλασ.),

καρυατίζειν 'γιορτάζω τη γιορτή της Αρτέμιδας Καρυατίδος (Λουκιανός και Πολυδεύκης).

Αναλογικοί σχηματισμοί είναι π.χ. οι

σαββατίζειν 'γιορτάζω το σάββατον ' (Εβδομήκοντα),

λαμπαδίζειν 'κάνω λαμπαδηδρομία (λαμπάς 'πυρσός')' (σχόλια στον Αριστοφ.), ίσως και

γαμίζειν 'γιορτάζω το γάμο (γάμος) > παντρεύω', μεσ. 'γιορτάζεται ο γάμος μου > παντρεύομαι' (Καινή Διαθήκη).

Αντί για -ιίζειν εμφανίζεται σύμφωνα με την § 252 το -ιάζειν (πρβ. -άζειν § 246):

ὀργιάζειν 'γιορτάζω τα μυστήρια (ὄργια)' (κλασ.),

συμποσιάζειν 'κάνω συμπόσιον ' (ελληνιστ.),

συνεδριάζειν 'κάνω συμβούλιο (συνέδριον)' (Εβδομήκοντα).

§ 270. Σε τέτοια ρήματα πρέπει να αναχθούν αρχικά οι ονομασίες συνδέσμων σε -ισταί και -(ι)ασταί, που ήταν πολύ δημοφιλείς τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες (μαρτυρούνται σχεδόν αποκλειστικά σε επιγραφές): Παναθηναϊσταί, Ἡρακλεϊσταί, Ἀπολλωνιασταί, Ἡρῳασταί. Δεν πρέπει να παραχθούν απευθείας από τα ονόματα των θεών (άρα δεν πρέπει να ταυτίζονται με τον τύπο της § 273) αλλά από τις ονομασίες των γιορτών Παναθήναια, Ἡράκλεια, Ἀπολλώνια, Ἡρῷα. Πρβ. θεσμοφοριάζειν 'γιορτάζω τα Θεσμοφόρια, τη γιορτή προς τιμή της Δήμητρας θεσμοφόρου ' (Ξεν., Αριστοφ.).

§ 271. Τα καταστασιακά ρήματα έβγαλαν κατά την κλασική περίοδο μια παραφυάδα: τα "μιμητικά" (τραγίζειν 'είμαι τράγος > είμαι σαν τράγος, μοιάζω με τράγο')· από αυτήν αναφύεται στην μετακλασική περίοδο ένα φουντωτό δέντρο με πολλά κλαδιά. Και μάλιστα το -ίζειν έγινε τόσο χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας, ώστε όχι μόνο να μην αποτελεί εμπόδιο μια βάση με θέμα σε ᾱ αλλά ν' αποκλειστεί ακόμη και το -ιάζειν· έτσι από το ἰός 'δηλητήριο, σκουριά' προκύπτει το μοναδικό ρήμα σε -ιίζειν: ἰΐζειν 'μοιάζω με σκουριά' (Διοσκορίδης). Οι σημασιολογικές παραλλαγές προκλήθηκαν από την ανομοιότητα των βάσεων και την ομοιότητα των παραστάσεων· η βάση είναι πολύ συχνά μια λέξη για ζώο (πρβ. § 262), φυτό ή ορυκτό, και το -ίζειν δηλώνει την ομοιότητα ως προς την κίνηση, την οσμή, τη γεύση, το χρώμα, τη σκληράδα κτλ. Παραδείγματα:

λαμπυρίζειν 'λάμπω σαν πυγολαμπίδα (λαμπυρίς)' (Θεόφραστος· πρβ. § 253),

πυξίζειν 'είμαι κίτρινος σαν το ξύλο του πυξαριού (πύξος)' (ελληνιστ. και αργότερα),

τραγίζειν 'μοιάζω με τράγο στη λαγνεία (Ιπποκρ., Αριστοτ.) ή στην οσμή (Διοσκορ.)',

χρυσίζειν 'μοιάζω με χρυσάφι' (ελληνιστ.) από το χρυσός,

δελφινίζειν 'βουτώ σα δελφίνι' (Λουκιανός),

ὀξίζειν 'έχω τη γεύση του ξιδιού (ὄξος, ουδ.)' (Διοσκορ., που γενικά λατρεύει αυτή την ομάδα),

θαλασσίζειν 'έχω τη γεύση του θαλασσινού νερού (θάλασσα)' (Αθήναιος),

πισσίζειν 'έχω τη μυρωδιά της πίσσας ' (Διοσκορ.).

§ 272. Συγγενική ομάδα σχηματίζουν τα παράγωγα κύριων ονομάτων. Και εδώ είναι κατανοητές οι σημασιολογικές εξελίξεις: λακωνίζειν 'είμαι Λάκωνας > 1. μιμούμαι τους Λάκωνες, ιδίως α) στον τρόπο ζωής, β) στη γλώσσα, 2. είμαι οπαδός της φιλολακωνικής παράταξης'. Παρ' όλα αυτά εδώ συνηθίζεται το -ιάζειν αντί για το *-ιίζειν. Αλλά παράλληλα με αυτή την ετυμολόγηση τη στηριγμένη στη γενική καταστασιακή έννοια του -ίζειν, ετυμολόγηση με την οποία θα εναρμονιζόταν η απουσία προκλασικών παραδειγμάτων, προβάλλει ακόμη μία ειδικότερη: τα ἀργολίζειν (Ξεν.), βασιλίζειν (ελληνιστ.), δωρίζειν (Θεόκριτος, δωριστί Πλάτωνας) έχουν το μοναδικό ή τον καλύτερο συσχετισμό με τα Ἀργολίς, βασιλίς, Δωρίς (με -ι- και τα Ἀργολικός, βασιλικός, Δωρικός), όπως και το ἰάζειν (ἰαστί κλασ.) μόνο με το Ἰάς. Ίσως η σχέση με το -ίς μπορεί να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι οι εξαρχής πολύ δημοφιλείς σχηματισμοί σε -ιστί 'στην τάδε ή τάδε γλώσσα' (ἀργολιστί, ἀττικιστί, ἰαστί, αἰγυπτιαστί κτλ.) μπορούν να συσχετιστούν ετυμολογικά ή εννοιολογικά με εκφράσεις όπως Αἰθιοπὶς γλῶσσα.

Τυπικά παραδείγματα από την κλασική περίοδο:

μηδίζειν από το Μῆδος, περσίζειν από το Πέρσης (σχετικά με το -ι- πρβ. Περσίς, Περσικός),

ἑλληνίζειν 'μιλώ ελληνικά' από το Ἕλλην, φιλιππίζειν 'είμαι οπαδός του Φιλίππου' από το Φίλιππος, πυθαγορίζειν από το Πυθαγόρας, αἰγυπτιάζειν από το Αἰγύπτιος, γοργιάζειν (Φιλόστρατος) από τοΓοργίας.

§ 273. Δίπλα στο -ιστί εμφανίζονται από την κλασική εποχή αρκετά ανεξάρτητα και τα ρηματικά ονόματα σε -ισμός και -ιστής (λακωνισμός 'λακωνικό φρόνημα', λακωνιστής 'οπαδός της φιλολακωνικής παράταξης'). Οι Χριστιανοί τα χρησιμοποιούν για χαρακτηρισμό αιρέσεων και αιρετικών (από εκεί προέρχονται τα δικά μας "- isten" '-ιστές ' και "- ismen" '-ισμοί '), και οι Βυζαντινοί προσθέτουν μάλιστα τα επιθήματα ακόμη και σε αρχικά λατινικές ονομασίες αιρέσεων σε -ιανοί: Χριστιανοί - Χριστιανισμός, Εὐτυχιανοί - Εὐτυχιανισταί.

§ 274. Ως δείγμα μιας ιδιότυπης μικρής ομάδας προσθέτω τα παράγωγα από ονόματα γραμμάτων του αλφαβήτου: Από το σῖγμα, που στην ιωνική και στα μεταγενέστερα ελληνικά σε συνάρτηση με τα ουδέτερα σε -μα σχηματίζει τις πτώσεις του από το θέμα σιγματ-, παράγεται το σιγματίζειν 'γράφω με σίγμα' (Ευστάθιος) (σχετικά με το κερματίζειν πρβ. § 257). Σύμφωνα με αυτό το παράδειγμα θα έπρεπε να περιμένουμε τα ἰωτατίζειν και λα(μ)βδατίζειν από τα ἰῶτα και λά(μ)βδα· συναντούμε όμως μόνο τα ἰωτακισμός και λα(μ)βδακισμός 'σφαλερή προφορά των i , l ' (Κοϊντιλιανός και ρωμαίοι γραμματικοί), προφανώς λόγω ανομοίωσης των τ-τ, δ-τ > τ-κ, δ-κ. Στα άκρα αυτής της εξέλιξης φτάνουμε με τα ῥωτακίζειν (τῷ ρ̄ στοιχείῳ συνεχῶς χρῆσθαι Σουίδας) και mytacismus 'σφαλερή χρήση του m' (ρωμ. γραμματικοί): στα ῥῶ και μῦ προσκολλήθηκε ολόκληρο το -τακίζειν.

Σχετικά με την υποστασιοποίηση με το -ίζειν δες § 149 .

§ 275. Όπως με το -άζειν (§ 250 κεξ.) έτσι και με το -ίζειν υπάρχει ένας αριθμός μεταρηματικών (με επιτατική ή θαμιστική έννοια).

Ο συνηθέστερος τύπος είναι σε -τίζειν, που συναρτάται φυσικά κατά κάποιο τρόπο με τα ρηματικά επίθετα σε -τός και τα nomina agentis σε -της· πρβ. -τάζειν § 250 . Παρ' όλα αυτά δεν πρέπει να τα θεωρήσουμε συνηθισμένα μετονοματικά από το -τός· διότι στον Όμηρο περιορίζονται στο ενεστωτικό θέμα, παραβάλλονται δηλαδή με ενεστωτικά επιθήματα όπως το -σκειν (§ 172). Παραδείγματα:

ἐρατίζειν 'ποθώ' (Όμ.) από το ἔρασθαι ἐρατός,

πληκτίζεσθαι 'χτυπιέμαι > καβγαδίζω' (Όμ.) από το πλήσσειν (πλήκτης 'καβγατζής' μόλις ελληνιστ.),

βαπτίζειν 'βυθίζω' (κλασ.) από το βάπτειν βαπτός,

ἀπο- (ἐκ-)πυτίζειν 'φτύνω' (κλασ.) από το πτυτ- από το πτύειν (αλλά ἀπόπτυστος!),

ἀπο-πρατίζεσθαι 'πουλώ' (Εβδομήκοντα) από το πι-πρά-σκειν 'πουλώ' πρατός 'που είναι για πούλημα',

ῥαντίζειν(ελληνιστ.) από το ῥαίνειν, ῥαντός.

§ 276. Ένας άλλος τύπος προέρχεται από το ρηματικό θέμα:

ἀλεγίζειν (Όμ.) = ἀλέγειν 'φροντίζω για',

ἐρεθίζειν (Όμ.) = ἐρέθειν 'ερεθίζω' (και τα τέσσερα ρήματα μόνο στο ενεστωτικό θέμα),

ἀσπαρίζειν (Αριστοτ.) = ἀσπαίρειν 'σπαρταρώ',

πνιγίζειν (Παλ. Ανθολ.) = πνίγειν 'στραγγαλίζω'.

Εδώ τα συνδετικά νήματα που οδηγούν στα μετονοματικά φαίνονται καθαρότερα: το μινυρίζειν 'κλαψουρίζω' έχει δίπλα του τα μινυρός 'κλαψιάρης' και μινύρεσθαι 'κλαψουρίζω' (και τα δύο κλασ.), και συνδέεται επίσης με την ομάδα 'βγάζω έναν ήχο' (§ 260 κεξξ.)· άλλα, όπως τα πλοκίζειν (Ιπποκρ.) = πλέκειν, φλογίζειν (κλασ.) = φλέγειν 'καψαλίζω' βρίσκονται μάλλον πιο κοντά στα ουσιαστικά πλοκή, πλόκος, φλόξ.

§ 277. Εντελώς διαφορετικά πρέπει να κρίνουμε το μικρό τύπο -αλίζειν. Από το στροφαλίζειν 'στροβιλίζω' (Όμ.) πλάι στο στροφάλιγγι 'σε στρόβιλο' (Όμ.· πρβ. ἐστροφάλιξε στην Παλ. Ανθολ.) είναι προφανής η προέλευση του τύπου, ενώ τα εννοιολογικά συγγενή ἐν-(μετα-)τροπαλίζεσθαι 'μεταστρέφομαι' (Όμ.) και τροχαλίζειν 'τυλίγω, κυλώ' (Φερεκύδης· τροχαλός 'τρεχάτος, γρήγορος' κλασ.) είναι μάλλον αναλογικοί σχηματισμοί· πρβ. επίσης δνοπαλίζειν 'σείω' (Όμ., υπερωικόληκτο) χωρίς μορφολογική βάση.
--------------------------
[1] Η κρίση σχετικά με το ευχάριστο ή δυσάρεστο άκουσμα γίνεται σε αναφορά προς τους αρχαίους Έλληνες. Οι σημερινοί, εξαιτίας καθαρευουσιάνικης επίδρασης, δέχονται ακόμη και ακολουθίες όπως οι ιοί: προφ.!

[2] Το αὐτοσχεδιάζειν, το μοναδικό παράδειγμα που παρουσιάζει από τον Όμηρο ο von der Pfordten (σ. 94), ανήκει μόλις στην κλασική περίοδο· μόνον η βάση αὐτοσχέδιος 'σώμα με σώμα' απαντά στον Όμηρο.

[3] Η δημιουργία δεν μπορεί να είναι πια συνειδητή: Το σύμπλεγμα [zd] ([dz]) τράπηκε αργότερα σε σκέτο [z], οπότε δεν ήτανε πια διαφανής η σχέση προς το θέμα του ουσιαστικού, που είχε παλιά το φθόγγο [d], φθόγγο που επίσης εξελίχτηκε αργότερα, αλλά σε [ð], όπως παραμένει μέχρι σήμερα.

[4] Υπόμνηση: Δες στην § 234 σχετικά με το u .

[5] Στα παραδείγματα, ο αόριστος έχει μακρό φωνήεν, όπως φαίνεται από τη γραφή με η, ενώ το αντίστοιχο φωνήεν του παρατατικού, γραμμένο με ι, είναι βραχύ.

[6] κίθαρις, κιθάρα: μικρή άρπα με ξύλινο ηχείο. Το όργανο και η λέξη πέρασαν διαδοχικά στα αραβικά και στα ιταλικά και "επιστρέψανε" τροποποιημένα στην Ελλάδα. μάγαδις: όργανο με είκοσι χορδές διαρθρωμένες σε οκτάβες. λύρα: έγχορδο όργανο με ηχείο καμωμένο από όστρακο χελώνας, τότε ακόμη χωρίς δοξάρι. (Δες και τις ετυμολογίες των λέξεων κιθάρα, λύρα στο ΛΚΝ.)

[7] πατερίζειν· σύγκρ. στα νέα ελλ. ο πάτερ, 'ο παπάς', από την κλητική πάτερ.

Το Μονοπάτι: Κατανόηση της Τομής της Ενότητας, της Αρετής και της Γνώσης

Το ταξίδι της ζωής, που συχνά αναφέρεται ως «Το μονοπάτι», είναι ένα σύνθετο πλέγμα ενότητας, αρετής και γνώσης. Αυτή η περίπλοκη ταπετσαρία είναι πλεγμένη με τα νήματα των εμπειριών μας, των στιγμών κατανόησης και των αναλαμπές της διορατικότητας. Σε αυτό το ταξίδι βρίσκουμε την ουσία της πραγματικότητας και τη δυνατότητα να διακρίνουμε την ύπαρξη μιας ανώτερης δύναμης.

Ενότητα στην Διαφορετικότητα: Η Βάση της Πραγματικότητας

Μία από τις θεμελιώδεις αλήθειες της ύπαρξης είναι η έννοια της ενότητας στην διαφορετικότητα. Αυτή η αρχή υποδηλώνει ότι κάτω από την επιφάνεια της φαινομενικής διαφορετικότητας υπάρχει μια βαθιά ενότητα. Πράγματι, η πολλαπλότητα των μορφών, των χρωμάτων και των δομών του σύμπαντος δεν είναι αντίθετη με την ιδέα της ενότητας, αλλά μάλλον είναι η ίδια η εκδήλωσή της.

Ως άνθρωποι, συχνά αγωνιζόμαστε να αντιληφθούμε αυτή την ενότητα λόγω των περιορισμένων προοπτικών μας. Είμαστε σαν τους τυφλούς στη λαϊκή παραβολή, που ο καθένας αγγίζει ένα διαφορετικό μέρος ενός ελέφαντα και το διακηρύσσει ως το σύνολο. Ωστόσο, μόνο και μόνο επειδή αδυνατούμε να αντιληφθούμε τον ελέφαντα στο σύνολό του δεν σημαίνει ότι παύει να υπάρχει ως ενοποιημένη οντότητα.

Ο Δρόμος της Αρετής

Η πλοήγηση στο μονοπάτι της ζωής συνεπάγεται τη διέλευση διαφορετικών εδαφών: ανηφόρες και κατηφόρες, στροφές και ευθεία μονοπάτια. Μέσα σε αυτήν την πολυπλοκότητα, ο δρόμος της αρετής παραμένει πάντα συνεπής και ευθύς. Η αρετή δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες. Παραμένει σταθερό, χρησιμεύοντας ως κατευθυντήρια αρχή στην οποία μπορούμε να προσκολληθούμε εν μέσω της αναταραχής της ζωής.

Μέσα από αρετές όπως η ειλικρίνεια, η καλοσύνη, η υπομονή και η επιμονή, βρίσκουμε σταθερότητα και κατεύθυνση. Αυτές οι αρετές χρησιμεύουν ως η πυξίδα που μας βοηθά να παραμείνουμε πιστοί στο μονοπάτι μας, διασφαλίζοντας ότι δεν θα χάσουμε το δρόμο μας στον λαβύρινθο των προκλήσεων και των αβεβαιοτήτων της ζωής.

Το Μονοπάτι της Αληθινής Γνώσης

Ο δρόμος της αληθινής γνώσης, από την άλλη, δεν είναι εύκολος. Ξεπερνά τα τυπικά όρια του καλού και του κακού, προκαλώντας μας να κοιτάξουμε πέρα από αυτές τις δυαδότητες για να αποκαλύψουμε την αλήθεια. Αυτός ο δρόμος απαιτεί θάρρος, γιατί απαιτεί να αντιμετωπίσουμε το άγνωστο και το άβολο.

Η αληθινή γνώση δεν αφορά τη συσσώρευση γεγονότων ή πληροφοριών. Μάλλον, πρόκειται για την επίτευξη βαθιάς κατανόησης της πραγματικότητας, της ζωής και του εαυτού μας. Πρόκειται για το να δούμε πέρα από το επιφανειακό και το φαινομενικό, και να διακρίνουμε τις βασικές αρχές που διέπουν το σύμπαν.

Πραγματικότητα και το Θείο: Αυτονόητη και Αυτοεπιβαλλόμενη

Η πραγματικότητα είναι αυτονόητη και αυτοεπιβαλλόμενη. Υπάρχει ανεξάρτητα από την αντίληψη ή την κατανόησή μας για αυτό. Δεν απαιτεί άμυνα, ούτε απειλείται από άρνηση. Απλώς είναι. Αυτή η κατανόηση μας φέρνει στην έννοια του Θείου.

Η ύπαρξη του Θείου, όπως και η πραγματικότητα, δεν εξαρτάται από την αντίληψή μας. Είτε αντιλαμβανόμαστε το Θείο είτε όχι, είτε πιστεύουμε είτε δεν πιστεύουμε, δεν αλλάζει την πραγματικότητα της ύπαρξης του Θείου. Το Θείο παραμένει πάντα παρών, πάντα σταθερός, με μια πραγματικότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη κατανόηση και αντίληψη.

Συμπέρασμα

Το μονοπάτι της ζωής είναι ένα ταξίδι μέσα από τα βασίλεια της ενότητας, της αρετής και της γνώσης. Είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης, εξερεύνησης και κατανόησης. Είναι ένα ταξίδι που τελικά μας οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αυτονόητης και αυτοεπιβαλλόμενης πραγματικότητας της ύπαρξης, και της αμετάβλητης πραγματικότητας του Θείου. Σε αυτό το μονοπάτι βρίσκουμε την αληθινή ουσία της ύπαρξής μας και τη βαθιά σοφία που βρίσκεται στην καρδιά της ίδιας της ζωής.

Ακολουθούν μερικές συμβουλές που σχετίζονται με την πνευματική πορεία:

- Μείνετε συγκεντρωμένοι στην παρούσα στιγμή. Το παρελθόν έχει φύγει και το μέλλον δεν είναι ακόμα εδώ. Αυτή η στιγμή είναι το μόνο που έχουμε ποτέ.

- Αφήστε την προσκόλληση και την επιθυμία. Η προσκόλληση σε πράγματα και το να θέλεις περισσότερα οδηγεί σε βάσανα. Αποδεχτείτε αυτό που είναι.

- Εξασκηθείτε στη συγχώρεση. Η συγκράτηση του θυμού και της αγανάκτησης μπλοκάρει την εσωτερική γαλήνη. Συγχωρήστε τους άλλους και τον εαυτό σας.

- Καλλιεργήστε τη συμπόνια. Ευχηθείτε σε όλα τα όντα να είναι ευτυχισμένα και απαλλαγμένα από βάσανα. Το να βοηθάς τους άλλους βοηθάει τον εαυτό σου.

- Αναπτύξτε την ηρεμία. Αντιμετωπίστε όλες τις εμπειρίες με ομοιόμορφο μυαλό - χαρά και λύπη, επαίνους και κατηγορίες. Παραμείνετε ισορροπημένοι.

- Να έχετε πίστη στη δική σας εσωτερική σοφία. Εμπιστευτείτε τη διαίσθησή σας. Θα σας καθοδηγήσει αν το ακούσετε.

- Να είστε υπομονετικοί και επίμονοι. Η πνευματική ανάπτυξη απαιτεί χρόνο. Η πρόοδος μπορεί να φαίνεται αργή, αλλά κάθε βήμα προς τα εμπρός αξίζει τον κόπο.

- Βρείτε έναν πνευματικό δάσκαλο ή κοινότητα. Η σοφία και η υποστήριξή τους μπορούν να βοηθήσουν το ταξίδι σας. Αλλά θυμηθείτε να σκεφτείτε μόνοι σας.

- Ζήστε ηθικά και Ορθά. Οι επιβλαβείς ενέργειες δημιουργούν διαταραχές στο μυαλό. Η σωστή συμπεριφορά οδηγεί σε ηρεμία.

- Να στοχάζεστε και να διαλογίζεστε τακτικά. Βρείτε χρόνο για να μπείτε μέσα. Αυτό εμβαθύνει την αυτογνωσία και φέρνει διορατικότητα.

Το μονοπάτι απαιτεί προσπάθεια αλλά φέρνει διαρκή εκπλήρωση. Ακολουθήστε το με ειλικρίνεια αλλά με ανάλαφρη καρδιά. Ο προορισμός είναι μέσα σας.

Ό,τι δίνεις παίρνεις και ό,τι πράξεις θα εισπράξεις

Πολλοί άνθρωποι έχουν την τάση να εκδικούνται για συμπεριφορές που εισέπραξαν όπως είναι η προδοσία και η αχαριστία.

Κάτι το οποίο είναι μεγάλο λάθος γιατί επιτρέπουμε σε αρνητικά συναισθήματα να εισχωρήσουν στην ψυχή μας και να μας κρατάνε δέσμιους σε μια κατάσταση η οποία μας εμποδίζει να προχωρήσουμε παρακάτω και να εμπιστευτούμε άλλους ανθρώπους.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να συγχωρήσουμε για εμάς τους ίδιους. Δεν αξίζει να υπάρχει το μίσος ριζωμένο στην ψυχή σου. Χάρισέ του το δώρο της αγαλλίασης. ‘Άφησε τον εαυτό σου να κάνει λάθη, να πληγωθεί. Σίγουρα δεν θα βγει αλώβητος μα θα γίνει πιο σοφός. Και να θυμάσαι ότι τη μεγαλύτερη εκδίκηση τη δίνει η ίδια η ζωή. Διότι ο,τι δίνεις παίρνεις σε αυτή και ο,τι πράξεις θα εισπράξεις.

Δε γίνεται να πληγώσεις, χωρίς να πληγωθείς
Να προδώσεις, χωρίς να προδοθείς
Να μισήσεις , χωρίς να γίνεις μισητός κι εσύ ο ίδιος.
Να φερθείς με αγένεια , χωρίς λάβεις αγενείς συμπεριφορές.

Γι’αυτό να συγχωρείς πάντα, να φέρεσαι με καλοσύνη και ευγένεια και άσε την ίδια την ζωή να κάνει τον λογαριασμό. Εκείνη γνωρίζει το πώς.

Νοημοσύνη στο παιδί

Όλοι οι γονείς τείνουν να βλέπουν με μια θετική ματιά τα παιδιά τους – για κάθε γονιό το παιδί του είναι το ‘εξυπνότερο’. Ταυτόχρονα, όλοι μπορούμε να παρατηρήσουμε πως κάποια παιδιά είναι ιδιαίτερα ‘ξύπνια’. Πότε μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ένα παιδί ως ‘έξυπνο’; Γιατί κάτι τέτοιο είναι ιδιαίτερης σημασίας;

Αρχικά η εξυπνάδα χαρακτηρίζεται ανάλογα με την ηλικία και τις προσδοκίες της εκάστοτε φάσης ζωής. Συχνά όμως τείνουμε να μπερδεύουμε την εξυπνάδα με την νοημοσύνη. Η νοημοσύνη, ή αλλιώς το γνωστό σε όλους μας IQ, είναι η λεκτική ή μαθηματική δεξιότητα. Όταν ένα παιδί επιδεικνύει έντονη ανάπτυξη και κατανόηση γλωσσικά ή αριθμητικά χαρακτηρίζεται ως ‘έξυπνο’ ή ως παιδί με υψηλό δείκτη IQ.

Εάν ένα παιδί όμως δεν τα πηγαίνει καλά στην έκφραση ή την αριθμητική, είναι ‘ανόητο’; Παρότι κάτι τέτοιο μπορεί με μια πρώτη ματιά να τρομάξει τους γονείς ή τους εκπαιδευτικούς, η αλήθεια είναι πως δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.

Η ‘ΕΞΥΠΝΑΔΑ’ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙ ΜΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΤΡΟΠΟΥΣ.

Παρότι η νοημοσύνη οριζόταν ως το IQ, πλέον αναγνωρίζεται πως υπάρχουν πολλά είδη νοημοσύνης. Κατά τον Gardner, υπάρχουν εννέα διαφορετικές κατηγορίες νοημοσύνης. Συμπεριλαμβάνει τις τυπικές κατηγορίες, όπως λογικομαθηματική νοημοσύνη, και γλωσσική, προσθέτει όμως και νέες, όπως χωροταξική, κιναισθητική, μουσική/ ρυθμική, διαπροσωπική, ενδοπροσωπική, υπαρξιακή και νατουραλιστική. Ένα παιδί δηλαδή, μπορεί να έχει αναπτυγμένη μία κατηγορία νοημοσύνης από τις προαναφερθείσες, και να διαπρέπει σε κάποιον από τους τομείς.

Πιο συγκεκριμένα: η λογικομαθηματική κατηγορία αναφέρεται στις μαθηματικές και αριθμητικές δεξιότητες, η γλωσσική στις λεκτικές, η χωροταξική στην ικανότητα αντίληψης του χώρου σε τρισδιάστατο επίπεδο, η κιναισθητική αναφέρεται στην ικανότητα αντίληψης και παραγωγής κινήσεων (ιδιαίτερα συστηματοποιημένων), η μουσική είναι η δεξιότητα αντίληψης του ρυθμού και η εσωτερική μουσικότητα, η διαπροσωπική αναφέρεται στην δεξιότητα κατανόησης και αλληλεπίδρασης των άλλων, η ενδοπροσωπική στην δεξιότητα κατανόησης και διαχείρισης του εαυτού, η υπαρξιακή στην αντίληψη υπαρξιακών εννοιών σε βαθύτερο επίπεδο, και η νατουραλιστική στην ικανότητα αντίληψης των ‘νόμων’ που διέπουν την φυσική πραγματικότητα.

Οι κατηγορίες της νοημοσύνης δείχνουν πως η πνευματική ανάπτυξη δεν περιορίζεται στην μαθηματική ή γλωσσική ικανότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωριστεί τόσο από γονείς όσο και από εκπαιδευτικούς. Εάν ένα παιδί δεν επιδεικνύει το τυπικό IQ, δεν σημαίνει πως δεν είναι ‘έξυπνο’ – ίσως σημαίνει ότι δεν έχει ανακαλύψει ακόμα τον τομέα νοημοσύνης στον οποίο διαπρέπει. Η αναγνώριση των διαφορετικών τομέων νοημοσύνης επιτρέπουν στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς να μην ‘χαρακτηρίζουν’ τα παιδιά, και να μην ‘βιάζονται να εγκαταλείψουν’ αυτά.

Τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί θα μπορούσαν να διερευνούν περισσότερο τις πολύπλευρες ικανότητες κάθε παιδιού, ώστε να αναδείξουν τα ισχυρά του σημεία, και να μην το περιορίζουν.

Κάθε είδος νοημοσύνης είναι εξίσου σημαντικό, και πρακτικό, και μπορεί να χαρακτηρίσει ένα παιδί ως ‘έξυπνο’. Καταληκτικά, η νοημοσύνη, ή η ‘εξυπνάδα’ είναι η ανεπτυγμένη δεξιότητα αντίληψης κάποιας πτυχής του κόσμου. Οι πολλές κατηγορίες αυτής αντικατοπτρίζουν την πολύπλευρη φύση του ανθρώπου, και τις διαφορετικές μα εξίσου σημαντικές δεξιότητες που το άτομο μπορεί να αναπτύξει.

Είτε είμαστε γονείς, είτε εκπαιδευτικοί, είτε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ας μην ξεχνούμε πως το κάθε παιδί είναι μοναδικό, και πως κάθε ένα έχει το δικό του ‘προτέρημα’. Ας μην βιαζόμαστε να χαρακτηρίσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε – αντ’ αυτού ας εξερευνήσουμε πολύπλευρα τις ικανότητες κάθε παιδιού, χαρίζοντάς του την δυνατότητα να τις ανακαλύψει και να τις εξελίξει.

Γιατί είμαστε τόσο σκληροί με τον εαυτό μας και όχι με τους άλλους

Πώς μπορούμε να αρχίσουμε να συμπεριφερόμαστε στους εαυτούς μας όπως συμπεριφερόμαστε στους φίλους μας.

Κύρια σημεία του άρθρου:
  • Οι σκέψεις που κάνουμε αυτόματα, μας "επικρίνουν" για να μας κρατήσουν ασφαλείς.
  • Όταν κατανοήσουμε την προέλευση του αρνητικού εσωτερικού διαλόγου, μπορούμε να τον απορρίψουμε και να συμπεριφερθούμε στον εαυτό μας όπως συμπεριφερόμαστε στους φίλους μας.

Έχεις παρατηρήσει ποτέ πόσο πιο καλός είσαι με τους φίλους σου παρά με τον εαυτό σου;

Παρηγορούμε τους φίλους μας και ζητωκραυγάζουμε όταν πετυχαίνουν τους στόχους τους, αλλά τον εαυτό μας τον επικρίνουμε συνεχώς. Επαναλαμβάνουμε κάθε λάθος.

Συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους άλλους. Δεν αισθανόμαστε ότι είμαστε αρκετά καλοί ή άξιοι για να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας. Είναι κάτι που δεν σταματάει ποτέ.

Ο αρνητικός εσωτερικός διάλογος, εξυπηρετούσε έναν σημαντικό εξελικτικό σκοπό. Προέρχεται από το "δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας", ένα κύκλωμα εγκεφάλου που βοήθησε τους ανθρώπους να επιβιώσουν ευθυγραμμίζοντας τα ενδιαφέροντά τους με τα πρότυπα των φυλών.

Ακολουθήστε τα πρότυπα της ομάδας και παραμείνετε ασφαλείς. Βγείτε έξω από τα όρια και διακινδυνεύστε να εξοστρακιστείτε ή και να πεθάνετε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προεπιλεγμένη λειτουργία είναι αυτοκατευθυνόμενη και σημαντική - προσπαθεί να σας κρατήσει ζωντανούς.

Παραδόξως, καθώς η προεπιλεγμένη λειτουργία μας επιπλήττει με αυτό που κάναμε λάθος, ανταποκρίνεται με ενσυναίσθηση και υποστήριξη για τους φίλους μας. Ενδιαφέρεται να βοηθά τους άλλους.

Πώς μπορούμε λοιπόν να αντιστρέψουμε το σενάριο και να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε τον εαυτό μας με τη φροντίδα που δίνουμε στους φίλους μας;

Ξεκινάμε κατανοώντας πώς λειτουργεί η αυτοκριτική:
  • Συμβαίνει αυτόματα. Όταν δεν εστιάζετε ενεργά σε κάτι, εκτελείται η προεπιλεγμένη λειτουργία του εγκεφάλου. Ακούμε παθητικά αυτές τις σκέψεις. Συχνά τις αισθάνομαστε πιο πραγματικές κι από την ίδια τη ζωή, διαταράσσοντας τις σχέσεις μας, την ικανότητα μας για συγκέντρωση και ύπνο.
  • Το πιστεύουμε. Το να ακούμε την αυτοκριτική δημιουργεί βαθιά σκέψη. Για παράδειγμα, κάποιος που θρηνεί την απώλεια ενός αγαπημένου του προσώπου μπορεί να σκεφτεί: «Είμαι τόσο κουρασμένος και πεσμένος σήμερα» και, στη συνέχεια, να σκεφτεί: «Τι έχω πάθει»; Εξακολουθώ να μην μπορώ να το ξεπεράσω» και, στη συνέχεια, «Ίσως δεν μπορώ να διαχειριστώ τίποτα». Όταν προσπαθούμε να βγάλουμε νόημα από τις σκέψεις μας, βυθιζόμαστε.
  • Διαμορφώνουμε τη ζωή μας με βάση αυτές. Η προεπιλεγμένη λειτουργία είναι η φωνή που σε κάνει να νιώθεις ότι δεν είσαι αρκετός: δεν είσαι αρκετά καλός, αρκετά άξιος, αρκετά αξιαγάπητος, αρκετά επιτυχημένος. Σας πείθει ότι θα είστε ευτυχισμένοι και ασφαλείς όταν επιτύχετε όποια και αν είναι η αντίληψή σας για την επιτυχία, είτε πρόκειται για την απώλεια βάρους είτε για τη ζωή σε ένα μεγάλο σπίτι. Ωστόσο, όταν φτάσετε εκεί, μετακινεί τον τελικό στόχο, επειδή το προεπιλεγμένο δίκτυο λειτουργίας είναι ένα σύστημα επαγρύπνησης. Νοιάζεται μόνο για τις παρούσες απειλές, οπότε θα βρει κάποια νέα ανασφάλεια. Τίποτα δεν θα είναι ποτέ αρκετό.
Όταν σταματήσουμε να ακούμε το δίκτυο της προεπιλεγμένης λειτουργίας, αρχίζουμε να ακούμε την αληθινή μας φωνή. Αφήνουμε τις προσδοκίες των άλλων και την επιθυμία να «συμβαδίσουμε με τους γύρω μας». Βρίσκουμε πιο ολοκληρωμένα τον εαυτό μας.

Στη συνέχεια, μεταβείτε στη διάθεση που έχετε προς τους φίλους σας. Όταν οι σκέψεις σας βγάζουν το καλύτερο από εσάς, σκεφτείτε τι θα λέγατε αν ένας φίλος μοιράζονταν αυτά τα πράγματα. Καταγράψτε τις απαντήσεις σας. Όταν εστιάζουμε ενεργά την προσοχή μας στο να απαντάμε γράφωντας, μας βγάζει από τον αρνητικό εσωτερικό διάλογο που μας κάνει να αναμασάμε τις ίδιες σκέψεις ξανά και ξανά και μας επιτρέπει να έχουμε πρόσβαση στη φροντίδα και την υποστηρικτική πλευρά μας.

Μπορείτε να προχωρήσετε ένα βήμα παραπέρα φανταζόμενοι τον ανώτερο εαυτό σας ως αυτός που δίνει φροντίδα.

Μπορείτε να οραματιστείτε να σκαρφαλώνετε στην αγκαλιά του ανώτερου εαυτού σας και να ηρεμείτε. Πάρτε βαθιές αναπνοές και νιώστε την αγκαλιά.

Αυτή η απεικόνιση σας δίνει μια εμπειρία στοργικής καλοσύνης που τόσο συχνά στερούμε από τον εαυτό μας.

Να έχετε ανοσία στις γνώμες και στις πράξεις των άλλων

Τίποτα από όσα κάνουν οι άλλοι δεν γίνεται εξαιτίας σας. Ό,τι οι άλλοι λένε και κάνουν είναι προβολές του δικού τους ονείρου. Όταν έχετε ανοσία στις γνώμες και στις πράξεις των άλλων, δεν είστε πια θύμα ενός αιώνιου βασανιστηρίου.

Ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω σας, δεν πρέπει να το παίρνετε προσωπικά. Για παράδειγμα, αν σας συναντήσω στον δρόμο και σας πω ότι είστε βλάκας, χωρίς να σας γνωρίζω, το πρόβλημα δεν το έχετε εσείς, αλλά εγώ. Αν το πάρετε προσωπικά, τότε ίσως πιστέψετε ότι είστε βλάκας.

«Πώς το ξέρει;» θα σκεφτείτε. «Έχει μαντικές ικανότητες ή είναι τόσο ολοφάνερο ότι είμαι βλάκας;»

Το πρόβλημα της προσωπικής σπουδαιότητας

Το παίρνετε προσωπικά επειδή συμφωνείτε με ό,τι ακούσατε. Από τη στιγμή που συμφωνείτε με ό,τι ακούσατε, από τη στιγμή που συμφωνείτε το δηλητήριο σας διαποτίζει και βρίσκεστε παγιδευμένοι στο όνειρο της κόλασης. Εκείνο που σας παγιδεύει είνα αυτό που εγώ αποκαλώ προσωπική σπουδαιότητα.

Η προσωπική σπουδαιότητα, το να παίρνουμε δηλαδή τα πράγματα προσωπικά, είναι η μέγιστη εκδήλωση εγωισμού, επειδή υποθέτουμε ότι τα πάντα στρέφονται γύρω από εμάς.

Μαθαίνουμε να τα παίρνουμε όλα προσωπικά κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης ή της «εξημέρωσής» μας. Πιστεύουμε ότι είμαστε υπεύθυνοι για τα πάντα. Το εγώ μας κυριαρχεί.

Οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα εξαιτίας σας

Όμως, οι άλλοι δεν κάνουν τίποτα εξαιτίας σας. Το κάνουν για δικούς τους λόγους. Όλοι οι άνθρωποι ζουν στο δικό τους όνειρο, εγκλωβισμένοι στον δικό τους νου: Βρίσκονται σ΄έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο απ΄αυτόν που ζούμε εμείς. Όταν παίρνουμε κάτι προσωπικά, είναι σαν να υποθέτουμε ότι οι άλλοι γωνρίζουν από τι αποτελείται ο κόσμος μας και προσπαθούμε να επιβάλουμε αυτόν τον κόσμο στον δικό τους.

Ακόμα κι όταν μια κατάσταση φαίνεται απόλυτα προσωπική, όταν για παράδειγμα κάποιοι σας προσβάλλουν άμεσα, πάλι η προσβολή δεν έχει καμία σχέση μ΄εσάς. Ό,τι κι αν κάνουν, ό,τι κι αν πουν, όποια άποψη κι αν εκφράσουν, θα είναι με γνώμονα τις παραδοχές που έχουν στο δικό τους μυαλό.

Αν κάποιος εκφράσει τη γνώμη του και σας πει, «Είσαι πολύ χοντρός/ή», εσείς μην το πάρετε προσωπικά, επειδή η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αντιμέτωπος με τα δικά του συναισθήματα και τις δικές του πεποιθήσεις. Ο άνθρωπος αυτός επιχείρησε να σας δηλητηριάσει και, αν το πάρετε προσωπικά, τότε οικειοποιείστε το δικό του δηλητήριο.

Με το να παίρνετε κάτι προσωπικά, γίνεστε εύκολη λεία για τους κυνηγούς. Μπορούν να αιχμαλωτίσουν την προσοχή σας με μία μόνο άποψη και να ενσταλάξουν μέσα σας όσο δηλητήριο επιθυμούν, ακριβώς επειδή εσείς πήρατε προσωπικά αυτό που σας είπαν.

Φορτώνεστε, έτσι, όλα τα συναισθηματικά τους σκουπίδια. Αν, όμως, δεν παίρνατε τίποτα προσωπικά, θα ήσαστε προστατευμένοι κι ας βρισκόσαστε στη μέση της κόλασης.

Οι πεποιθήσεις μας αφορούν εμάς

Όταν παίρνετε κάτι προσωπικά, τότε νιώθετε προσβεβλημένοι και η αντίδρασή σας είναι να υπερασπιστείτε τις πεποιθήσεις σας δημιουργώντας έτσι εντάσεις. Μεγαλοποιείτε κάτι ασήμαντο, επειδή νιώθετε την ανάγκη να έχετε εσείς δίκιο κι όλοι οι άλλοι άδικο. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, τους μεταφέρετε τις δικές σας απόψεις. Με τον ίδιο τρόπο, ό,τι νιώθετε ή κάνετε δεν είναι παρά μια προβολή του προσωπικού σας ονείρου, μια αντανάκλαση των δικών σας παραδοχών.

Ό,τι λέτε, ό,τι πράττε, ότι πιστεύετε βασίζονται στις παραδοχές που έχετε κάνει- συνεπώς, οι απόψεις σας δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εμένα!

Εγώ δε δίνω σημασία στη γνώμη που έχετε για το άτομό μου και δεν παίρνω προσωπικά την άποψή σας. Δεν το παίρνω προσωπικά, όταν κάποιοι μου λένε: «Μ, είσαι ο καλύτερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει», όπως δεν το παίρνω προσωπικά, όταν κάποιοι μου λένε το αντίθετο. Ξέρω πολύ καλά πως όταν κάποιος είναι ευτυχισμένος, θα μου πει: «Μ, είσαι υπέροχος άνθρωπος», ενώ όταν ο ίδιος αυτός άνθρωπος θυμώσει μαζί μου, θα μου πει «Μ, είσαι ανυπόφορος! Πώς τολμάς να λες τέτοια πράγματα;»

Εγώ δεν επηρεάζομαι σε καμία από τις δύο περιπτώσεις, γιατί γνωρίζω τι είμαι. Δεν αισθάνομαι την ανάγκη της αποδοχής. Δεν αποζητώ την καλή γνώμη κάποιου ούτε με φοβίζει η κακή του γνώμη.

Αν οι άλλοι σας πουν πόσο καταπληκτικοί είστε, δεν το λένε για εσάς. Εσείς ξέρετε πόσο καταπληκτικοί είστε. Δεν χρειάζεται να πιστέψετε άλλους που σας λένε πως είστε καταπληκτικοί.

Μην παίρνετε προσωπικά τις απόψεις σας για εσάς

Ούτε οι απόψεις που οι ίδιοι έχετε για τον εαυτό σας είναι απαραίτητα αληθινές -δεν υπάρχει λόγος να παίρνετε προσωπικά ο,τιδήποτε ακούτε να σας λέει ο νους σας. Ένα μέρος του νου φέρνει αντιρρήσεις σε κάποιες σκέψεις ή πράξεις, ενώ κάποιο άλλο τις υποστηρίζει.

Όλα, λοιπόν, αυτά τα μικρά όντα δημιουργούν μια εσωτερική σύγκρουση, επειδή είναι ζωντανά κι έχουν το καθένα τη φωνή του. Μονάχα αν κάνουμε μια απογραφή των συμφωνιών μας θα μπορέσουμε να ξεσκεπάσουμε όλες τις συγκρούσεις του νου και να μετατρέψουμε το χάος σε τάξη.

Ο εθισμός στα προβλήματα

Οι άνθρωποι είναι εθισμένοι στην οδύνη σε διαφορετικά επίπεδα και σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, αλλά υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον, ώστε να διατηρηθεί αυτός ο εθισμός.

Οι άνθρωποι συμφωνούν να βοηθούν ο ένας τον άλλον να υποφέρει. Αν έχετε την ανάγκη να σας κακομεταχειρίζονται, θα βρεθούν πολλοί πρόθυμοι να το κάνουν.

Από την άλλη, αν είστε κοντά σε ανθρώπους που έχουν την ίδια ανάγκη, κάτι μέσα σας θα σας σπρώξει να τους φερθείτε άσχημα. Είναι σαν να έχουν μια ταμπέλα κρεμασμένη στην πλάτη, που να γράφει «Σε παρακαλώ, χτύπησέ με».

Ο εθισμός τους σε αυτά τα βάσανα δεν είναι παρά μια σύμβαση την οποία ενισχύουν καθημερινά.

Αναγνωρίστε τα ψέματα

Όπου κι αν πάτε, θα βρείτε ανθρώπους που ψεύδονται και, καθώς αναπτύσσεται η αυτογνωσία σας, θα διαπιστώσετε ότι κι εσείς λέτε ψέματα στον εαυτό σας. Μην περιμένετε οι άλλοι να σας πουν την αλήθεια, γιατί κι εκείνοι λένε ψέματα στον εαυτό τους. Πρέπει να έχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας και να επιλέγετε αν θα πιστέψετε ή όχι κάτι που σας λένε.

Όταν βλέπουμε τους άλλους όπως στ’ αλήθεια είναι χωρίς να το παίρνουμε προσωπικά, ποτέ δεν πρόκειται να πληγωθούμε από κάτι που θα πουν ή θα κάνουν. Ακόμα κι όταν κάποιος σας λέει ψέματα, δεν πειράζει. Καταφεύγει στο ψέμα, επειδή φοβάται. Φοβάται ότι θα ανακαλύψετε πως δεν είναι τέλειος. Είναι επώδυνη η αφαίρεση αυτής της κοινωνικής μάσκας.

Αν ένας άνθρωπος λέει κάτι και κάνει κάτι άλλο, τότε εσείς λέτε ψέματα στον εαυτό σας αν δεν «ακούτε» τις πράξεις του. Αν, όμως, είστε ειλικρινής με τον εαυτό σας, θα τον απαλλάξετε από πολύ συναισθηματικό πόνο.

Αφήστε τους κύκλους να κλείσουν

Αν κάποιος δεν συμπεριφέρεται με αγάπη και σεβασμό, τότε θα πρέπει να είστε ευγνώμονες αν τον δείτε να απομακρύνεται από κοντά σας. Αν δεν το κάνει, είστε καδικασμένοι να υποφέρετε πολλά χρόνια εξαιτίας αυτού του ατόμου.

Ο χωρισμός από ένα τέτοιο άτομο μπορεί να είναι προσωρινά επώδυνος, αλλά τελικά η καρδιά σας θα θεραπευτεί. Τότε μόνο θα επιλέξετε τι πραγματικά θέλετε. Τότε θα ανακαλύψετε ότι οι σωστές επιλογές δεν εξαρτώνται από την εμπιστοσύνη που τρέφετε στους άλλους, αλλά από το πόσο εμπιστεύεστε τον εαυτό σας.

Να θυμάστε πως ποτέ δεν είστε υπεύθυνοι για τις πράξεις των άλλων – ευθύνη έχετε μόνο για τις δικές σας πράξεις. Όταν το κατανοήσετε πραγματικά αυτό και πάψετε να παίρνετε τα πάντα προσωπικά, τότε δύσκολα θα μπορούν να σας πληγώσουν τα λόγια ή οι πράξεις των άλλων.

Πως να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας κατά πρόσωπο

Ο φόβος είναι μακράν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στη ζωή μας. Ως ενσωματωμένη μέθοδο προστασίας για την επιβίωση, ο φόβος μπορεί να βοηθήσει σε ορισμένες περιπτώσεις, αλλά πολλές φορές μπορεί να μας βγάλει από την επαφή με την πραγματικότητα, πνίγοντας με αυτό τον τρόπο την προσωπική δημιουργικότητά μας.

Τι θα συνέβαινε αν μπορούσαμε να μάθουμε διαφορετικούς τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας;

Αν το κάναμε, τι θα σήμαινε αυτό για την ποιότητα της ζωής μας, και πόσο θα μπορούσε να ωφελήσει τον δημιουργικό εαυτό μας;

Η σκέψη και μόνο είναι κάτι το πολύ απελευθερωτικό. Ενώ η βιολογική λειτουργία μας καθιστά απίθανο τοπ να απαλλαχτούμε πλήρως από τους φόβους μας, μπορούμε τουλάχιστον να μάθουν τον καλύτερο τρόπο για να τους υποτάξουμε και να τους αντιμετωπίζουμε όταν προκύπτουν – με αυτό τον τρόπο ανακαλύπτουμε την πορεία τους και μπορούμε να τους ελέγχουμε.

Εδώ είναι πέντε τρόποι για την αντιμετώπιση του φόβου, και την εκμάθηση του πώς να διαλυθούν οι φοβίες που επιφέρουν παράλυση στην συμπεριφορά, έτσι ώστε να μπορείτε να πάρετε στις δραστηριότητες της ζωή σας το μέγιστο των δυνατοτήτων σας.

1. Άμεση ανάκτηση της προοπτικής

Από τη στιγμή που ο φόβος εγκαθίσταται μέσα μας, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να θυμηθούμε το πόσες άπειρες δυνατότητες έχουμε στην πραγματικότητα. Η πλειοψηφία των φόβων δημιουργείται όταν το μυαλό κλειδώνει σε ένα μόνο δυνατό ενδεχόμενο για το μέλλον. Η αλήθεια είναι ότι τα πάντα είναι δυνατό να ισχύσουν, και υπάρχουν πολλές άλλες πιθανές εκβάσεις που μπορεί να ξεδιπλωθούν αρκεί το μυαλό να μην μείνει στην πιο κακή που συχνά βρίσκεται και πιο κοντά από όλες τις άλλες. Το μυαλό έχει την τάση να πηγαίνει στο χειρότερο σενάριο όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Όταν συμβαίνει αυτό, εστιάστε αμέσως τις σκέψεις σας σχετικά με άλλες πιθανές εκβάσεις. Θυμηθείτε, έχετε πάντα τον έλεγχο πάνω στο τι θα επικεντρωθεί το μυαλό σας.

2. Αντιμετωπίστε τη σκέψη κατά πρόσωπο

Μία σκέψη ή εμπειρία για να έχει αντίκτυπο σε σας πρέπει να προβάλει αντίσταση σε κάποιο επίπεδο του μυαλού σας. Με το να το επικαλύπτετε και να αποδέχεστε όλα όσα αφορά και εγείρει, αυτό που ουσιαστικά καταφέρνετε είναι να οικειοποιήστε την αρνητικότητα της σκέψης και της εμπειρίας. Η αποδοχή είναι ένα ισχυρό όπλο ενάντια στο φόβο. Ο φόβος δεν έχει καμία επίδραση πάνω σας αν επιτρέψετε στον εαυτό σας να τον παρακολουθήσει. Με την αντιμετώπιση και το αγκάλιασμα του φανταστικού δράκου των φόβων σας αυτές οι σκέψεις και ο αντίκτυπος τους στον ψυχισμό σας θα αρχίσει να διαλύεται μπροστά στα μάτια σας.

3. Σηκωθείτε και κινηθείτε.

Μένοντας σε ένα σημείο και σκεπτόμενοι συνεχώς το φόβο σας δημιουργείτε μια καθοδική δίνη. Αλλάξτε τη νοοτροπία σας ώστε να διεγείρετε τις αισθήσεις σας αλλάζοντας έτσι θέση απέναντι στο πρόβλημα. Βάλτε το σώμα σας σε κίνηση. Το νερό που παραμένει στάσιμο γίνεται ένα γόνιμο έδαφος για τα βακτηρίδια και μολύνσεις. Όταν το νερό ρέει σταθερά, παραμένει φρέσκο, καθαρό, και διατηρεί μέσα του τη ζωή. Σηκωθείτε, κάνετε το αίμα σας να ρέει και αλλάξετε το περιβάλλον σας. Πάρτε λίγο καθαρό αέρα ή να πάτε για τρέξιμο, τζόκινγκ ή περπάτημα.

4. Μάθετε τι μπορείτε να κάνετε

Η πίστη στον εαυτό σας είναι η πιο ισχυρή πεποίθηση που μπορείτε να έχετε. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από το να θυμάστε ότι είστε ικανοί να ανταπεξέλθετε σε οτιδήποτε σας παρουσιαστεί όταν ακόμη και ο φόβος είναι παρών. Βοηθά πολύ το να θυμάστε θετικά αποτελέσματα στο παρελθόν, ή κάποιες δύσκολες συνθήκες που καταφέρατε να αντιμετωπίσετε. Η εμπιστοσύνη, η αγάπη και η πίστη είναι αυτά που θα σας βοηθήσουν να ξεπεράσετε το φόβο και τις καταστροφικές συνέπειές του. Να ξέρετε πως τίποτα δεν μπορεί να σας σταματήσει να βελτιώσετε τη ζωή σας, γιατί το αξίζετε, γιατί μπορείτε να το καταφέρετε.

5. Δημιουργική δραστηριότητα

Ο φόβος τείνει να προκαλέσει μια δημιουργική παράλυση. Σε περιόδους όπως αυτή, πιέζοντας τον εαυτό σας να κάνει κάτι νέο και δημιουργικό που θα κινείται προς την κατεύθυνση της αλλαγής μπορεί να σας κάνει να αισθανθείτε αμέσως καλύτερα. Η αλλαγή είναι ένα αναπόφευκτο μέρος της ζωής. Γι’ αυτό και στον πυρήνα της φύσης της ζωής τα πάντα σχετίζονται με τη νέα δημιουργικότητα. Ο κύκλος της ζωής είναι η ατελείωτη συνέχιση της γέννησης, της δημιουργικότητας, του θανάτου, της αναγέννησης και ούτω καθεξής. Όταν μία εμπειρία έρχεται στο τέλος, μία άλλη γεννιέται. Δεν έχει σημασία τι είναι αυτό που πρέπει να αντιμετωπίσετε, ή τι προκαλεί τους φόβους σας. Εμπιστευτείτε τη ζωή και να είστε σίγουροι ότι κάτι νέο και πολύ σημαντικό θα γεννηθεί από την αλλαγή που βιώνετε.

Ο φόβος είναι απλά και αναπόφευκτα ένα μέρος της ζωής. Ωστόσο, το να έχετε μία κάποια προοπτική για το φόβο και να γνωρίζετε πώς να ασχοληθείτε με αυτόν είναι ένα τεράστιο βήμα για να τον κατανοήσετε και να τον καταπολεμήσετε. Όσο πιο γρήγορα μπορείτε να μειώσετε το φόβο, τόσο πιο γρήγορα μπορείτε να ενεργοποιήσετε μια δημιουργική νοοτροπία που θα σας βοηθήσει να ξανακερδίσετε την αρμονία στη ζωή σας. Το κλειδί είναι να συνειδητοποιήσετε ότι τελικά αυτό είστε εσείς, δεν είναι ο φόβος που έχει τον έλεγχο των σκέψεών σας, την ποιότητα της ζωής σας και τον τρόπο που το βιώνετε. Μην αφήσετε τίποτα να σταματήσει το ταξίδι σας στις απεριόριστες δυνατότητες που διαθέτετε.

Παραλογισμός

Στη φιλοσοφία το «παράλογο», αναφέρεται στη σύγκρουση μεταξύ της ανθρώπινης τάσης για την αναζήτηση εγγενούς αξίας και νόηματος στη ζωή απο την μία πλευρά και την ανθρώπινη αδυναμία να τα βρουν από την άλλη. Σε αυτό το πλαίσιο παράλογο δεν σημαίνει «λογικά αδύνατο», αλλά μάλλον «ανθρωπίνως αδύνατο». Το σύμπαν και το ανθρώπινο μυαλό, το καθένα ξεχωριστά, δεν δημιουργούν το Παράλογο, αλλά μάλλον, το Παράλογο προκύπτει από την αντιφατική φύση του γεγονότος ότι και τα δύο υπάρχουν ταυτόχρονα.

Κατά συνέπεια, παραλογισμός είναι μια φιλοσοφική σχολή σκέψης η οποία δηλώνει ότι οι προσπάθειες της ανθρωπότητας να βρει εγγενή έννοια τελικά θα αποτύχουν (και ως εκ τούτου είναι παράλογες), διότι ο τεράστιος όγκος πληροφοριών καθώς κι η ευρεία σφαίρα του αγνώστου καθιστούν την απόλυτη πεποίθηση αδύνατη. Ως φιλοσοφικό ρεύμα, ο παραλογισμός διερευνά επιπλέον τη θεμελιώδη φύση του Παραλόγου και το πώς τα άτομα, όταν συνειδητοποιήσουν το Παράλογο, θα πρέπει να ανταποκριθούν. Ο παραλογιστής φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ δήλωσε ότι τα άτομα θα πρέπει να αποδεχτούν την παράλογη ιδιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, επίσης, να συνεχίσουν αγέρωχα να αναζητούν νόημα και να συνεχίσουν να εξερευνούν.

Ο παραλογισμός μοιράζεται ορισμένες έννοιες, και ένα κοινό θεωρητικό πρότυπο με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό. Έχει τις ρίζες του στο έργο του Δανού φιλοσόφου του 19ου αιώνα, Σαίρεν Κίρκεγκωρ, ο οποίος επέλεξε να αντιμετωπίσει την κρίση που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν με το Παράλογο, αναπτύσσοντας τη δική του υπαρξιακή φιλοσοφία. Ο παραλογισμός ως ένα σύστημα πεποιθήσεων γεννήθηκε από το ευρωπαϊκό υπαρξιακό κίνημα που ακολούθησε, ειδικά όταν ο Γαλλο-Αλγερινός φιλόσοφος και συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ απέρριψε ορισμένες πτυχές της φιλοσοφικής σκέψης και δημοσίευσε το δοκίμιο Ο Μύθος του Σίσυφου. Τον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρείχε το κοινωνικό περιβάλλον που επέτρεπαν την ανάπτυξη παραλογιστικών απόψεων και επέτρεπε τη λαϊκή τους ανάπτυξη, ειδικά στην κατακρεουργημένη χώρα της Γαλλίας.

Επισκόπηση

Στην παραλογιστική φιλοσοφία, το Παράλογο προκύπτει από τη θεμελιώδη δυσαρμονία μεταξύ της ατομικής αναζήτησης για το νόημα και την έλλειψη νοήματος του σύμπαντος. Ως όντα που ψάχνουν για νόημα σε ένα κόσμο χωρίς νόημα, οι άνθρωποι έχουν τρεις τρόπους για να επιλύσουν το δίλημμα. Ο Κίρκεγκωρ και ο Καμύ περιγράφουν τις λύσεις στα έργα τους, Ασθένεια μέχρι το Θάνατο (1849) και Ο Μύθος του Σίσυφου (1942), αντίστοιχα:

Αυτοκτονία (ή, “απόδραση από την ύπαρξη”): μια λύση κατά την οποία ένα άτομο τελειώνει την ίδια του τη ζωή. Τόσο ο Κίρκεγκωρ όσο και ο Καμύ απορρίπτουν την βιωσιμότητα αυτής της επιλογής. Ο Καμύ δηλώνει ότι δεν επιλύει το Παράλογο. Αντίθετα, το γεγονός ότι κάποιος διάλεξε να τερματίσει τη ζωή του περιπλέκει περισσότερο την κατάσταση.

Θρησκευτική, πνευματική, ή αφηρημένη πίστη σε ένα υπερβατικό βασίλειο, ον ή ιδέα: μια λύση στην οποία κάποιος πιστεύει στην ύπαρξη μιας πραγματικότητας που είναι πέρα από το Παράλογο, και έτσι έχει νόημα. Ο Κίρκεγκωρ δήλωσε ότι η πίστη σε κάτι πέρα από το Παράλογο απαιτεί μια παράλογη, αλλά ίσως αναγκαία θρησκευτική αποδοχή σε κάτι άυλο και σε κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί εμπειρικά (συνήθως αναφέρεται ως ένα «άλμα πίστης»). Ωστόσο, ο Καμύ και άλλοι θεώρησαν αυτή τη λύση ως «φιλοσοφική αυτοκτονία».

Η αποδοχή του Παραλόγου: μια λύση στην οποία κάποιος δέχεται το Παράλογο και συνεχίζει να ζει ανεξάρτητα από αυτό. Ο Καμύ ενέκρινε τη λύση αυτή, πιστεύοντας ότι με την αποδοχή του Παραλόγου, μπορεί κανείς να επιτύχει την απόλυτη ελευθερία, και χωρίς να αναγνωρίζει κανένα θρησκευτικό ή ηθικό περιορισμό. Επαναστατώντας ενάντια στο Παράλογο, ενώ ταυτόχρονα αποδεχόμενος το γεγονός ότι είναι αιώνιο, θα μπορούσε κανείς ενδεχομένως να είναι ευχαριστημένος από το προσωπικό νόημα που αποκόμισε στη πορεία. Ο Κίρκεγκωρ, από την άλλη πλευρά, θεωρούσε αυτή τη λύση ως “δαιμονική τρέλα”: “Αυτός μαίνεται κυρίως με τη σκέψη ότι η αιωνιότητα μπορεί να μπει μέσα στο κεφάλι του για να πάρει τη μιζέρια απ ‘ αυτόν!”

Σχέση με τον υπαρξισμό και τον μηδενισμό

Ο Παραλογισμός προήλθε από τη συνέχιση των κινημάτων του υπαρξισμού και του μηδενισμού στον 20ο αιώνα. Μοιράζεται μαζί τους κάποια εμφανή βασικά σημεία, αλλά επίσης φθάνει σε συμπεράσματα που είναι μοναδικά. Και οι τρεις σχολές προέκυψαν από την ανθρώπινη εμπειρία της αγωνίας και της σύγχυσης που απορρέει από το Παράλογο: τη φαινομενική έλλειψη νοήματος σε ένα κόσμο που οι άνθρωποι, παρ ‘ όλα αυτά, είναι υποχρεωμένοι να βρουν ή να δημιουργήσουν το δικό τους νόημα. Από εκεί και πέρα, οι τρεις σχολές σκέψης αποκλίνουν. Ο Υπαρξισμός γενικά υποστήριξε την κατασκευή νοήματος της ζωής από το κάθε άτομο ξεχωριστά καθώς και την ελεύθερη βούληση του ατόμου. Ο Μηδενισμός, αντίθετα, υποστηρίζει ότι “είναι μάταιο να αναζητάμε ή να δηλώνουμε ότι υπάρχει νόημα εκεί που δεν μπορεί να βρεθεί.” Ο Παραλογισμός, όπως σχηματίστηκε από τον Καμύ, αποδέχεται, αν και διστακτικά, την πιθανότητα ύπαρξης νόηματος ή αξίας στη ζωή. Διστάζει όμως να αποδεχτεί τόσο την αξία του προσωπικά κατασκευασμένου νοήματος που διδάσκει ο Υπαρξισμός όσο και την ολοκληρωτική αδυναμία εύρεσης νοήματος που υποστηρίζει ο Μηδενισμός. Ο Παραλογισμός του Καμύ επίσης, απαξιώνει ή κατάφορα απορρίπτει την ελεύθερη βούληση, ενθαρρύνοντας απλώς το άτομο να ζει επαναστατικά και αυθεντικά , παρά την ψυχολογική ένταση του Παραλόγου.

Ο Καμύ ο ίδιος με πάθος εργαζόταν για την αντιμετώπιση του μηδενισμού, όπως εξήγησε στο δοκίμιό του “Ο Επαναστάτης”, ενώ, επίσης, απέρριψε κατηγορηματικά την ετικέτα του “υπαρξιστικός” στο δοκίμιό του “το Αίνιγμα” και στη συλλογή Το Λυρικό και κριτικά Δοκίμια του Αλμπέρ Καμύ, αν και ήταν, και ακόμα χαρακτηρίζεται από μερικούς ως υπαρξιστής.Τόσο ο υπαρξισμός και ο παραλογισμός ασχολούνται με τις πρακτικές εφαρμογές της συνειδητοποίησης της αλήθειας του υπαρξιακού μηδενισμού: δηλαδή, πώς κάποιος ενθουσιώδης αναζητητής θα πρέπει να ενεργεί όταν ξαφνικά βρεθεί αντιμέτωπος με την φαινομενική απόκρυψη, ή παντελή απουσία νοήματος στο σύμπαν. Η αντίληψη του Καμύ για τον κόσμο (π. χ., η αδιαφορία στο διήγημα Ο Ξένος), και κάθε όραμα που είχε για την πρόοδό του, ωστόσο, τον θέτει εκτός από το ρεύμα του υπαρξισμού.

Το νόημα της ζωής

Σύμφωνα με τον παραλογισμό, οι άνθρωποι προσπαθούσαν ιστορικά να βρουν το νόημα της ζωής. Παραδοσιακά, η διαδικασία αυτή οδηγούσε σε ένα από τα εξής δύο συμπεράσματα: είτε ότι η ζωή δεν έχει νόημα ή ότι η ζωή έχει νόημα, όπως αυτή ορίζεται από μία ανώτερη δύναμη – πίστη στον Θεό ή αφοσίωση σε κάποια θρησκεία η άλλη αφηρημένη έννοια.

Προσωπικό νόημα

Για τον Καμύ, η ομορφιά που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη ζωή είναι αυτή που την κάνει να αξίζει να την ζούμε. Οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργήσουν νόημα στη δική τους ζωή, το οποίο μπορεί να μην είναι το αντικειμενικό νόημα της ζωής (εάν υπάρχει) αλλά μπορεί να παρέχει κάτι για να μοχθήσει κανείς. Ωστόσο, επέμεινε ότι κάποιος θα πρέπει πάντα να κρατάει μια ειρωνική απόσταση μεταξύ αυτού του τεχνητού νοήματος και της γνώσης του παραλόγου, μήπως το τεχνητό νόημα πάρει τη θέση του παραλόγου.

Ελευθερία

Η ελευθερία δεν μπορεί να επιτευχθεί πέρα από αυτό που επιτρέπει ο παραλογισμός της ύπαρξης, ωστόσο, το πιο κοντινό που μπορεί κανείς να έρθει στην απόλυτη ελευθερία είναι μέσω της αποδοχής του Παραλόγου. Ο Καμύ εισήγαγε την ιδέα της “αποδοχή χωρίς παραίτηση”, ως έναν τρόπο που ασχολείται με την αναγνώριση του παραλογισμού, ρωτώντας η αν ο άνθρωπος μπορεί να “ζήσει χωρίς έφεση”, καθορίζοντας μια “συνειδητή εξέγερση” κατά της αποφυγής του παραλογισμού του κόσμου. Σε έναν κόσμο που στερείται υψηλότερο νόημα ή μετά θάνατον ζωή στην οποία όλα κρίνονται, η ανθρώπινη φύση γίνεται όσο πιο κοντά στη απόλυτη ελευθερία όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό.

Ελπίδα

Η απόρριψη της ελπίδας, στον Παραλογισμό, δηλώνει την άρνησή κάποιου να πιστέψει σε κάτι περισσότερο από αυτό που του παρέχει η παράλογη ζωή του. Ο Καμύ τονίζει, ωστόσο, ότι η ελπίδα δεν έχει τίποτα να κάνει με την απελπισία (που σημαίνει ότι οι δύο όροι δεν είναι αντίθετοι). Μπορεί κανείς να εξακολουθεί να ζει πλήρως, ενώ απορρίπτει την ελπίδα, και, στην πραγματικότητα, μπορεί αυτό να το πράξει χωρίς ελπίδα. Η ελπίδα γίνεται αντιληπτή από τους παραλογιστές ως μια άλλη δόλια μέθοδος για να αποφύγει το Παράλογο, και μη έχοντας ελπίδα, έχει κανείς κίνητρο να ζει την κάθε στιγμή στο έπακρο. Σύμφωνα με τα λόγια στο επιτύμβιο του Νίκου Καζαντζάκη: “Δεν ελπίζω τίποτα. Δεν φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος”.

Ακεραιότητα

Οι παραλογιστές δεν καθοδηγούνται από την ηθική, αλλά μάλλον, από τη δική τους ακεραιότητα. Ο παραλογιστής είναι στην πραγματικότητα ανήθικος (με την έννοια ότι του λείπει η αίσθηση της ηθικής) αλλά όχι απαραίτητα έκλυτος (με την έννοια της ακολασίας, της λαγνείας). Η Παράλογη άποψη της ηθικής συνεπάγεται μια ακλόνητη αίσθηση σιγουριάς του απόλυτου σωστού και λάθους σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ η ακεραιότητα υποννοεί ειλικρίνεια με τον εαυτό κάποιου και συνοχή στις πράξεις και της αποφάσεις κάποιου.

Αλλά τους είναι δύσκολο να παραδεχθούν τη δεινή θέση στην οποία έχουν οδηγηθεί

Στις κοινωνίες μας, οι άνθρωποι όχι μόνο σπάνια αντιλαμβάνονται την αιτία της δεινής τους θέσης, αλλά τους είναι δύσκολο ακόμα και να παραδεχθούν συνειδητά τη δεινή θέση στην οποία έχουν οδηγηθεί. Το φαινόμενο αυτό είναι η κυριότερη συνέπεια της μεγαλύτερης πηγής δυστυχίας που χαρακτηρίζει την εποχή μας – της προόδου, η οποία εκδηλώνεται μ’ έναν πυρετώδη αναβρασμό, με μια άμετρη σπουδή, με την εντατικοποίηση της εργασίας, που ωστόσο διοχετεύεται σε τελείως ανώφελες ή και καταφανώς επιβλαβείς δράσεις, με μια μόνιμη μέθη για διαρκώς νέα κι ολοένα πιο πολύπλοκα εγχειρήματα, που απορροφούν όλο μας το χρόνο, και – το σημαντικότερο – με μια άκρα αυταρέσκεια.

Έτσι, σήμερα έχουμε ζέπελιν, υποβρύχια, ντρέντνοτ, ασύρματους τηλέγραφους, πενταώροφους ουρανοξύστες, θέατρα, κοινοβούλια, συνδιασκέψεις ειρήνης αλλά και πολυπληθέστατους στρατούς και στόλους, διάφορες σχολές με τους καθηγητές τους κι ένα αμέτρητο πλήθος από βιβλία, εφημερίδες, θεωρίες, έρευνες, αγορεύσεις και διαλέξεις. Και οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια πυρετώδη υπερένταση, σε μια συνεχή βιασύνη και ανησυχία, καταβάλλουν ολοένα μεγαλύτερο μόχθο προκειμένου πάντα να πετύχουν στόχους μάταιους ή και ολοφάνερα επιζήμιους, και παράλληλα τους διακρίνει ένας ακλόνητος ναρκισσισμός ώστε όχι μόνο δεν βλέπουν, δεν θέλουν και δεν μπορούν να δουν την τρέλα τους, αλλά είναι και περήφανοι γι’ αυτήν, προσδοκούν από τούτο τον παραλογισμό να τους προσφέρει κάθε λογής σπουδαία αγαθά, και με τις προσδοκίες τους αυτές μεθούν όλο και πιο πολύ και καταπιάνονται με καινούργια και συνθετότερα εγχειρήματα αποβλέποντας σ’ έναν και μοναδικό σκοπό: ν’ αποξεχαστούν.

Το αποτέλεσμα είναι να εγκλωβίζονται ολοένα περισσότερο σ’ ένα αδιέξοδο ασυμφιλίωτων αντιφάσεων – είτε αυτές αφορούν την πολιτική είτε την οικονομία, την επιστήμη, την αισθητική, την ηθική.

Έτσι δομήσαμε ή μάλλον αποδομήσαμε τη ζωή μας και τώρα μας έχει γίνει απαραίτητη τούτη η πληθώρα παράξενων κι άχρηστων πραγμάτων, ενώ δεν έχει μείνει χώρος γι’ αυτό που είναι αναγκαίο, που δεν μπορεί να μην είναι αναγκαίο σε κάθε άνθρωπο.

ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΪ, ΠΕΡΙ ΤΡΕΛΑΣ

Λουκρήτιος: Πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μας μαλώνει



Και τέλος, πες πως η ίδια η φύση ξάφνου παίρνει το λόγο και μαλώνει έναν από μας:

Γιατί, θνητέ, αφήνεσαι να βυθιστείς σ’ ένα τόσο αρρωστημένο πένθος;
Τι κλαίγεσαι κι αναστενάζεις για το θάνατο; Αν ήταν ευχάριστη η ζωή σου που πέρασε και πάει, κι αν όλες οι χάρες της δεν πήγαν χαμένες σαν να χύθηκαν μέσα από ένα τρύπιο πιθάρι, τότε γιατί δεν αποσύρεσαι σαν χορτάτος συνδαιτυμόνας από το συμπόσιο της ζωής και δεν προτιμάς, ανόητε, μια γαλήνη δίχως έγνοιες; Μα αν όσα αποκόμισες σκόρπισαν και χάθηκαν και σου είναι βάρος η ζωή, τι γυρεύεις να της προσθέσεις κι άλλα, για να χαθούν κι αυτά κι όλα άχαρα να σβήσουν; Δεν είναι καλύτερα, να δώσεις ένα τέλος στη ζωή και στα βάσανα;

Γιατί εγώ δεν μπορώ να μηχανευτώ και να επινοήσω τίποτα πια που να σ’ ευχαριστήσει.
Όλα τα πράγματα είναι όπως ήταν πάντα. Και ίδια θα παραμένουν, ακόμα κι αν το σώμα σου δεν έχει κιόλας μαραθεί απ’ τα χρόνια και τα μέλη σου δεν έχουν λιώσει ακόμα κι αν ζήσεις τόσο που να ξεπεράσεις όλες τις γενιές, ακόμα κι αν ποτέ σου δεν πεθάνεις.

Τι θ’ απαντήσουμε, αν όχι ότι η φύση δίκαια μας δικάζει κι ότι είναι αληθινή η κατηγορία που απαγγέλλει; Κι αν πάλι κάποιος γέρος με χρόνια στην πλάτη, παραπονεθεί παραπάνω απ’ το κανονικό και κλαφτεί που θα πεθάνει, δεν θα ‘χει δίκιο η φύση να υψώσει τη φωνή και να τον μαλώσει ακόμα πιο σκληρά;

Σκούπισε τα δάκρυα σου, ανάξιε, και σταμάτα τις κλάψες. Τώρα μαραίνεσαι, αφού πρώτα γεύτηκες όλα τα δώρα της ζωής. Μα επειδή πάντα ποθείς αυτό που δεν έχεις και περιφρονείς αυτά που έχεις, κύλησε η ζωή σου λειψή κι αχάριστη και ξάφνου στέκει πλάι στο προσκέφαλο σου ο θάνατος, και συ δεν έχεις τη δύναμη, χορτασμένος και ικανοποιημένος απ’ όλα, ν’ αποσυρθείς.

Όμως τώρα παράτα τα όλα τούτα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία σου, κι άντε, με ήσυχη την ψυχή, κάνε τόπο και σε άλλους- έτσι πρέπει.

Λουκρήτιος

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΓΟΝΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΦΗΒΕΙΑ

Η προσπάθεια του εφήβου για αυτονομία και ανεξαρτητοποίηση διαταράσσει την ηρεμία και τη σταθερότητα που υπήρχε στις οικογενειακές σχέσεις και τη λανθάνουσα περίοδο της εξέλιξης του παιδιού.

Οι γονείς δεν είναι πλέον σε θέση να κάνουν σχέδια για το παιδί τους και να ασκούν την ίδια επιρροή επάνω του Αισθάνονται ότι “χάνουν” το παιδί τους καθώς αυτό αποκηρύσσει την κυριαρχία τους και αναζητά καταφύγιο στις παρέες των συνομηλίκων, χωρίς να τους επιτρέπει πλέον να παρεμβαίνουν στην προσωπική του ζωή. Καθώς απο ιδανικοποιούνται από τους εφήβους, πενθούν για την απώλεια του γονεικού ρόλου και των ικανοποιήσεων που τους πρόσφερε η εξάρτηση των παιδιών από το πρόσωπό τους. Όσο μεγαλύτερη είναι η δυσκολία των γονέων να δεχτούν το γεγονός ότι από ιδανικοποιούνται από τους εφήβους, τόσο πιο επώδυνη και χρονοβόρα θα είναι για τους τελευταίους η διεργασία της ατομικοποίησης και της αυτονομίας. Στις έφηβες κοπέλες, η αντιδραστικότητα προς τους γονείς είναι συνήθως λιγότερο έντονη. Ο Winnicott θεωρεί ότι με την αντιδραστικότητα αυτή οι έφηβοι δηλώνουν με ένα ιδιότυπο τρόπο ότι έχουν απόλυτη ανάγκη από τη συμπαράσταση και τη βοήθεια των γονέων. Τους είναι απαραίτητο να μεγαλώνουν σε ένα σταθερό πλαίσιο που να μην καταλύεται από την επιθετικότητά τους. Οι γονείς μπορεί να αντιδράσουν με επιβολή αυστηρού ελέγχου και απαγορεύσεων για να διατηρήσουν την εξάρτηση του παιδιού προς αυτούς Αυτή η αντίδραση είναι πιθανό να οδηγήσει τον έφηβο σε έντονες εκδραματίσεις αναζήτηση διεγέρσεων μέσα από τη χρήση ουσιών, σεξουαλική ελευθεριότητα, παραπτωματική συμπεριφορά, φυγή από το σπίτι και άλλα. Σε άλλες περιπτώσεις είναι πιθανό ο έφηβος να παλινδρομήσει και να προσκολληθεί ακόμα περισσότερο στους γονείς.

Στη σύγχρονη κοινωνία, που έχει αποκηρύξει τις παιδαγωγικές πρακτικές του παρελθόντος, πολλοί γονείς, για να αντιδράσουν στην καταπίεση που είχαν υποστεί από τους δικούς τους γονείς, προσπαθούν να μάθουν στα παιδιά να είναι αυτόνομα και ανεξάρτητα. Στην πραγματικότητα, επιτυγχάνεται το ακριβώς αντίθετο καθώς τα παιδια μεγαλώνουν σε ένα ακαθόριστο πλαίσιο, χωρίς σαφή όρια και την αναγκαία καθοδήγηση των ενηλίκων. Κατά την περίοδο της εφηβείας, θεωρούν δεδομένη την επιθυμία του να ανεξαρτητοποιηθεί από αυτούς και τον προτρέπουν να εμπλέκεται σε καταστάσεις τις οποίες δεν είναι ακόμα έτοιμος να αντιμετωπίσει με φυσική συνέπεια την αποτυχία. Έτσι, μειώνεται η αυτοεκτίμησή του, η πραγματικότητα γίνεται τραυματική και ευνοείται η παλινδρόμηση σε προγεννητικά στάδια και η καταφυγή σε φαντασιώσεις παντοδυναμίας. Η διαφοροποίηση εαυτού και αντικειμένου είναι ατελής και αποδυναμώνεται το Υπερεγώ, καθώς οι γονείς δεν θέτουν σαφή όρια στα παιδια τους (Laufer & Laufer). Οι γονείς πρέπει να είναι συναισθηματικά κοντά στους εφήβους, να έχουν την ικανότητητα να αντέξουν και να “σηκώσουν” την επιθετικότητα και όλα τα αρνητικά συναισθήματα που προβάλλουν επάνω τους. Να είναι δυνατοί και σταθεροί, ώστε να επιτρέψουν στα παιδιά τους να τους απομυθοποιήσουν αλλά και να τα βοηθήσουν να αποκαταστήσουν την συναισθηματική τους ισορροπία. Παράδοξο είναι το γεγονός ότι ένας έφηβος μπορεί να από-ιδανικοποιήσει μόνο τους γονείς που δεν φοβάται ότι θα καταρρεύσουν αν τους ανταγωνιστεί ή θα χαθούν αν δεν ασχολείται πια μαζί τους. Η αδυναμία των γονέων δεν του επιτρέπει να αντλήσει την αναγκαία δύναμη για τη συγκρότηση του εαυτού. Ο Konut θεωρεί πως ένας αποτυχημένος και ευνουχισμένος πατέρας δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί γιατί δεν είναι ικανός να γίνει ο καθρέπτης πάνω στον οποίο ο έφηβος αντανακλά τις επιθυμίες του για δύναμη, δημιουργικότητα και πρωτοβουλία. Οι γονείς φυσιολογικά αναζητούν τη στήριξη ο ένας από τον άλλον, για να αντι μετωπίσουν τις δυσκολίες από τη μεταλλαγή της σχέσης με το παιδί τους. Αυτή η δυνατότητα ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτή και αποκαλύπτονται παλιές απωθημένες συγκρούσεις και προκαλούνται καταθλιπτικά συναισθήματα ή αναζητείται ικανοποίηση σε σχέσεις έξω από το γάμο.

Στη σύγχρονη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο εύστοχος όρος “σύνδρομο της κενής φωλιάς” (empty nest syndrome) για να περιγράψει τις δυσκολίες των γονέων να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται μετά την ανεξαρτητοποίηση των παιδιών Επιπλέον, οι γονείς έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορες προκλήσεις σε ότι αφορά και την προσωπική τους εξέλιξη. Η κρίση της εφηβείας συνήθως συμπίπτει χρονικά με την κρίση της μέσης ηλικίας στους γονείς. Κάνουν έναν απολογισμό για όσες από τις φαντασιώσεις του Ιδεώδους του Εγώ κατόρθωσαν να επιτύχουν ή για όσες έμειναν ανικανοποίητες. Ξεκινά για αυτούς η περίοδος της βιολογικής κάμψης, τη στιγμή που το σώμα του εφήβου βρίσκεται σε πλήρη άνθηση. Από το πόσο ικανοποιημένοι είναι οι γονείς από τη ζωή τους μέχρι σήμερα, θα κριθεί και η αντίδραση τους στην αναστάτωση που προκαλεί η εφηβεία. Ωστόσο, είναι δύσκολο να αποφευχθεί η σύγκριση σε τομείς όπως η δύναμη και η σωματική εμφάνιση. Ο διαχωρισμός των ρόλων δεν είναι πλέον σαφής, καθώς ο έφηβος έχει πλέον τη δύναμη να συγκρουστεί με τον πατέρα αλλά και την ικανότητα για ολοκληρωμένη σεξουαλική δραστηριότητα. Οι γονείς επιδίδονται συχνά σε έναν ναρκισσιστικό ανταγωνισμό με τα παιδιά τους, προσπαθώντας να τα μιμηθούν, ή τα πιέζουν να ενηλικιωθούν όσο το δυνατόν ταχύτερα γιατί έτσι δεν θα απειλούνται από τη δύναμη της νεότητάς τους. Οι γονείς που είναι ναρκισσιστικά ευάλωτου έχουν προβλήματα σε όλες τις φάσεις εξέλιξης των παιδιών τους. Ο Freud ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τις παθολογικές πλευρές του γονείκου ναρκισσιμού και αναφερόταν στην γονεική αγάπη σαν προβολή του παιδικού αυτοερωτισμού στη ναρκισσιστική του προέκταση, δηλαδή το παιδί του. Ανάμεσα στην μητέρα και την έφηβη κόρη αναπτύσσονται σε πολλές περιπτώσεις σχέσεις που σχετίζονται με την αρχή και το τέλος της έμμηνης ρύσης. Η κόρη αποκτά την ικανότητα για σύναψη σεξουαλικών σχέσεων και τεκνοποίηση, ενώ για τη μητέρα η σεξουαλικότητα και η θηλυκότητα υποχωρούν. Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως μπορεί να φθονεί την κόρη για τις νέες ιδιότητες της, ενώ ταυτόχρονα η ίδια αισθάνεται λύπη και απόγνωση για τη σταδιακή απώλεια αυτών των ιδιοτήτων. Πάντως φαίνεται πως οι μητέρες που είχαν μία ικανοποιητική ερωτική ζωή μεταδίδουν και στις κόρες μία ηρεμία σχετικά με τη σεξουαλικότητα, χωρίς να τις φορτώνουν με άγχος και ενοχές. Η αναβίωση του οιδιποδείου και των πρώιμων διεργασιών της σεξουαλικότητας δε συμβαίνει μόνο στους εφήβους αλλά και στους γονείς τους. Οι συγκρούσεις της παιδικής ηλικίας έρχονται πάλι στην επιφάνεια, ιδιαιτέρως αν δεν έχουν επιλυθεί κατά τη δική τους εφηβεία. Οι γονείς εκδηλώνουν και αυτοί, σε ασυνείδητο επίπεδο. αιμομεικτικές τάσεις απέναντι στα παιδιά τους οι οποίες προκαλούν άγχος και ενοχές. Οι τάσεις αυτές μπορεί να εκδηλωθούν με ζήλια του γονέα προς το παιδί του αντίθετου φύλου ή να εκδραματιστούν με τη σύναψη μίας ετερόφυλης σχέσης με ένα αρκετά νεότερο άτομο. Μπορεί ακόμα να ζηλεύουν τα παιδιά τους γιατί οι ίδιοι είχαν πιο αυστηρούς και απαγορευτικούς γονείς και δεν τους επιτρεπόταν να ζήσουν όλα αυτά που συμβαίνουν στα δικά τους παιδιά.

Οι γονείς γίνονται συχνά αυταρχικοί προς τα παιδιά τους, απαγορεύοντας τη διασκέδαση, τις γνωριμίες με εφήβους του άλλου φύλου, για να αναστείλουν την έκφραση της δικής τους σεξουαλικότητας, την οποία προβάλλουν στα παιδιά τους (Benedek970). Αυτή η στάση εκλογικεύεται συνήθως (για παράδειγμα ο πατέρας λέει στον έφηβο ότι είναι επικίνδυνο να γυρνάς τη νύχτα στους δρόμους) και προκαλεί θυμά και αντίδραση από τον έφηβο. Επιπλέον, η αυταρχικότητα των γονιών δημιουργεί συνήθως πολύ αυστηρό Υπερεγώ, το οποίο είναι τιμωρητικό και άτεγκτο, χωρίς να προστατεύει τον ψυχισμό από τις εντάσεις (Winnicott). Σε άλλες περιπτώσεις οι γονείς δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τη συμβολική απώλεια του παιδιού τους από τον κόλπο της οικογένειας, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουν και την πραγματική απώλεια των δικων τους γονέων που φεύγουν από τη ζωή Γίνονται και οι ίδιοι “παιδιά χωρίς γονείς” και κατακλύζονται από συναισθήματα μοναξιας. Όλες αυτές οι διεργασίες είναι πολύ επώδυνες και οι γονείς οφείλουν να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα και να βρουν νέους τρόπους ικανοποίησης.

Τέλος, ο J. Anthony περιέγραψε τις κυριότερες στερεότυπες αντιδράσεις των ενηλίκων απέναντι στο φαινόμενο της εφηβείας. Οι γονείς που ενστερνίζονται αυτές τις αντιδράσεις αισθάνονται συνήθως απειλημένοι από τον έφηβο. Τα “στερεότυπα” για την εφηβεία, σύμφωνα με τον Anthony είναι τα εξής:

α) ο έφηβος καταλαμβάνεται από ακατάσχετη σεξουαλική μανία και γίνεται επικίνδυνος ενώ ταυτόχρονα χρειάζεται καθοδήγηση και ενθάρρυνση γιατί είναι ακόμα ανεπαρκής,

β) είναι έρμαιο των επιθυμιών του, αποκόπτεται από τους δεσμούς με την οικογένεια χωρίς την ικανότητα να επιβληθεί στα συναισθήματά του. αδυνατεί να προσαρμοστεί σε ένα ενήλικο περιβάλλον ενώ την ίδια στιγμή με την περίεργη συμπεριφορά του κάνει μία απελπισμένη έκκληση για βοήθεια,

γ) είναι αδίστακτος εκμεταλλευτής και σαδιστής για τους γονείς ενώ για άλλους είναι ένα αγνό και ανυπεράσπιστο θύμα για εκμετάλλευση, δ) είναι αντικείμενο φθόνου καθώς κατέχει όλα τα προσόντα και τις ικανότητες που σταδιακά χάνει ο ενήλικας Ταυτόχρονα είναι αυτός που μπορεί να ικανοποιήσει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των γονέων και πρέπει να προστατευθεί και να ενθαρρυνθεί και να είναι ένα μέλος της οικογένειας που διαταράσσει τις ευαίσθητες ισορροπίες και πρέπει να εκδιωχθεί αλλά και ένα αγαπημένο αντικείμενο που χάθηκε και για το οποίο η οικογένεια πρέπει να πενθήσει. Είναι εύκολο να διαπιστωθεί η αντιφατικότητα της καθεμιάς από αυτές τις στερεότυπες πεποιθήσεις. Ο γονείς οφείλουν λοιπόν να επιδεικνύουν μία σταθερή αλλά και ευέλικτη στάση απέναντι στους εφήβους, χωρίς να θεωρούν πως έχουν αποτύχει σαν γονείς, βλέποντας τα παιδιά τους να μεταμορφώνονται από την φυσιολογική εξελικτική κρίση της εφηβείας.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ: Ξαναγίνε πάλι κόπανος”, ο κόπανος δεν υπάκουσε στα μαγικά μου λόγια

Όταν ανεβαίναμε τον Νείλο έτυχε να ταξιδεύει μαζί μας ο Παγκράτης, ένας ιερογραμματέας από τη Μέμφιδα με θαυμαστή σοφία και γνώστης της αιγυπτιακής παιδείας στο σύνολό της. Λεγόταν γι’αυτόν ότι για είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια έζησε κάτω από τη γη μέσα σε άδυτα, εκπαιδευόμενος από την Ίσιδα στη μαγεία.

Στην αρχή δεν γνώριζα ποιος ήταν. Βλέποντάς τον όμως, κάθε φορά που πιάναμε λιμάνι, και πολλά παράδοξα πράγματα να κάνει και μάλιστα να ανεβαίνει επάνω σε κροκόδειλους και να κολυμπά μαζί με τα θηρία, ενώ εκείνα ζάρωναν μπροστά του από φόβο και κουνούσαν τις ουρές τους, κατάλαβα ότι επρόκειτο για άγιο άνθρωπο. Σταδιακά και κάνοντάς του φιλοφρονήσεις έγινα, χωρίς να το καταλάβει κανείς, φίλος και οικείος του, με αποτέλεσμα να μοιράζεται μαζί μου όλα τα απόρρητα. Στο τέλος μ’έπεισε ν’αφήσω όλους τους δούλους μου στη Μέμφιδα και να τον ακολουθήσω μόνος μου, γιατί δεν επρόκειτο (όπως είπε) να μας λείψουν οι υπηρέτες. Και στο εξής ζούσαμε με τον ακόλουθο τρόπο. Κάθε φορά που φτάναμε σε κάποιο πανδοχείο, παίρνοντας το μοχλό της πόρτας ή τη σκούπα ή και τον κόπανο, τα έντυνε με ρούχα. Και λέγοντας μια μαγική ρήση τα έκανε να βαδίζουν και γενικά σε όλα να μοιάζουν με άνθρωπο. Κι εκείνα πήγαιναν και αντλούσαν νερό, ψώνιζαν φαγητά και τα ετοίμαζαν και γενικώς μας υπηρετούσαν και μας διακονούσαν σ’όλα με επιδεξιότητα. Κατόπιν, όταν μας είχαν εξυπηρετήσει αρκετά, έκανε ξανά σκούπα τη σκούπα ή κόπανο τον κόπανο λέγοντας μια άλλη μαγική ρήση.

Αυτό το μαγικό τέχνασμα, αν και προσπάθησα πολύ, δεν τον κατάφερα να μου το διδάξει. Ήταν επιφυλακτικός ως προς αυτό, αν και για όλα τα άλλα έδειχνε εξαιρετική προθυμία. Μια μέρα όμως άκουσα απαρατήρητος τη μαγική ρήση – ήταν τρισύλλαβη – έχοντας στήσει καρτέρι κοντά του στα σκοτεινά. Ο Παγκράτης έφυγε για την αγορά, αφού έδωσε οδηγίες στον κόπανο για όσα έπρεπε να κάνει.

Κι εγώ την επόμενη μέρα, κι ενώ εκείνος έλειπε για δουλειές στην αγορά, πήρα τον κόπανο, τον διευθέτησα, είπα τις μαγικές συλλαβές και τον πρόσταξα να μου φέρει νερό. Αφού γέμισε τον αμφορέα και μου τον έφερε, του είπα: «Σταμάτα, και μη μου φέρνεις άλλο νερό, αλλά γίνε πάλι κόπανος». Κι εκείνος δεν ήθελε πια να με υπακούει, αλλά συνέχιζε να φέρνει νερό, μέχρις ότου γέμισε νερό το σπίτι μας. Εγώ, μην ξέροντας τι να κάνω σ’αυτή την περίσταση – γιατί φοβόμουν μήπως ο Παγκράτης γυρίζοντας αγανακτήσει, πράγμα που έγινε –πήρα την αξίνα και έσπασα τον κόπανο στα δύο. Όμως και τα δυο κομμάτια, παίρνοντας αμφορείς, μου φέρνανε νερό, κι έτσι αντί για έναν, είχα τώρα δύο νεροκουβαλητές.

Στο μεταξύ ο Παγκράτης ήρθε. Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, εκείνα τα ξανάκανε ξύλα, όπως ήταν και πριν τη μαγική ρήση, ενώ ο ίδιος με άφησε κρυφά και δεν ξέρω που εξαφανίστηκε φεύγοντας.

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ, ΦΙΛΟΨΕΥΔΗΣ Ή ΑΠΙΣΤΩΝ 34-36

Χιροσίμα @ Γκοτζίλα

Η Χιροσίμα, το Ναγκασάκι, η λογοκρισία και ο Γκοτζίλα

Το πιο διάσημο τέρας του κινηματογράφου, γέννημα και αυτό των δύο ατομικών βομβών που έπεσαν στην Ιαπωνία, υπήρξε αποτέλεσμα αλλά και θύμα λογοκρισίας, για πολιτικούς λόγους. Γι’ αυτό και η Ιαπωνική εκδοχή δεν είχε καμία σχέση με αυτή που προβλήθηκε στις ΗΠΑ.

«Το Daikaijueiga, το είδος του Ιαπωνικού σινεμά των τεράτων, έχει επηρεαστεί από τη δυτική κουλτούρα και, επίσης, έχει καθορίσει το μεταπολεμικό κινηματογράφο της Ιαπωνίας. Κλάδος των ταινιών gendai-geki (ταινίες που η υπόθεσή τους αφορά τη σύγχρονη εποχή), αποτελούν αντίδραση στον τρόμο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μαζικοί θάνατοι και η καταστροφή, δεν ήταν τα μόνα που σημάδεψαν την Ιαπωνία. Ήταν και η δια της βίας ένταξη σε μια κουλτούρα που δεν είχε καμία σχέση με τη δική της. Η αναζήτηση εθνικής ταυτότητας είναι συχνή σε αυτές τις ταινίες, αντιπροσωπεύεται από τον αγώνα ανάμεσα στο “τεχνητό/ ξένο” που επιτίθεται για να καταστρέψει το “φυσικό/οικείο”.

Η ταινία Γκοτζίλα του Χόντα, το 1954, υιοθέτησε αφηγηματικά και μορφολογικά στοιχεία του χολυγουντιανού στυλ, μιμούμενη τις ταινίες με τέρατα του Χόλιγουντ της εποχής. Ωστόσο, τα θέματα του Γκοτζίλα είναι αφιερωμένα πλήρως στους αγώνες του μεταπολεμικού ιαπωνικού λαού. Τα θέματα της εναντίωσης στον πόλεμο και της αμερικανικής κατοχής είναι παρόντα στη δημιουργία του τέρατος, αφού ο Γκοτζίλα δημιουργείται από μια πυρηνική έκρηξη, προϊόν της αμερικανικής επιστήμης, και ο κόσμος σώζεται χρησιμοποιώντας την ιαπωνική επιστήμη, προσωποποιημένη από τον ανθρωπιστή Ιάπωνα επιστήμονα, του οποίου η αυτοκτονία είναι μοχλός για την καταστροφή του Γκοτζίλα. Θέματα σύγκρουσης μεταξύ μοντέρνου και παραδοσιακού εμφανίζονται, επίσης, καθώς ο Γκοτζίλα, το τέρας που έφτιαξε η σύγχρονη επιστήμη, καταστρέφει μια παγόδα, από τους κλιμακωτούς πύργους λατρείας που αντιπροσωπεύουν την παράδοση και το ιερό». Νταν Γκέρυ, Cinesthesia

Την 1η Μαρτίου του 1954 οι ΗΠΑ πραγματοποίησαν δοκιμή της βόμβας υδρογόνου, κοντά στην ατόλη των νήσων Μπικίνι. Ένα μανιτάρι, που άνοιγε σε πολλαπλές μικρότερες εκδόσεις του, σκέπασε τον ουρανό, κύματα στο ύψος τυφώνων σηκώθηκαν στη θάλασσα. Κάπου ογδόντα ναυτικά μίλια από την έκρηξη, κοντά στα νησιά Μάρσαλ, οι ναυτικοί στο ιαπωνικό ψαράδικο Λάκυ Ντράγκον 5, είδαν το πλοίο τους να σκεπάζεται από λευκή στάχτη. Δύο άρχισαν κατευθείαν να φτύνουν αίμα. Έπιασαν λιμάνι στην Ιαπωνία δύο εβδομάδες μετά και μπήκαν στο νοσοκομείο κατευθείαν. Δεν υπήρχε φάρμακο. Η αιτία θανάτου όσων χάθηκαν, καταγράφηκε ως δηλητηρίαση από ακτινοβολία.

Ήταν αυτή η ακτινοβολία και αυτοί οι θάνατοι που επέτρεψαν στο ιαπωνικό σινεμά να μπορέσει να καταγράψει όσα έζησε ο ιαπωνικός λαός στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Γιατί, ακόμη δεν ήταν ελεύθερο. Είχε μόλις, άλλωστε, περάσει από την πλήρη λογοκρισία των αμερικάνικων “οδηγιών” την περίοδο της κατοχής στην, επίσης αυστηρή, ιαπωνική λογοκρισία μετά το τέλος της. Ήταν αυτό το έγκλημα που γέννησε το Γκοτζίρα, που στη δύση έγινε Γκοτζίλα. Και που δεν θα προβάλλονταν για δεκαετίες στην αυθεντική του μορφή εκτός Ιαπωνίας – η πρώτη προβολή της αυθεντικής ταινίας γίνεται το 2004…

Το τέρας που γύρισε από τον πόλεμο

Ο Γκοτζίλα ήταν μια ξεκάθαρη μεταφορά της καταστροφής και των συνεπειών των ατομικών βομβών. Στην Συλλογή της Criterion με τις ταινίες που πρωταγωνιστεί το πάλαι ποτέ αθώο τέρας, Godzilla: The Showa Era-Films, 1954-1975, υπάρχει και μια σειρά συνεντεύξεων με κάποιους από τους δημιουργούς, που δείχνει πόσο σημαντικό ήταν να δειχθεί αυτό που όλοι ήθελαν να αποσιωπήσουν.

Ο Ισίρο Χόντα, ο δημιουργός και σκηνοθέτης του πρώτου Γκοτζίλα, είχε υπηρετήσει, θυμάται εκεί, στον ιαπωνικό αυτοκρατορικό στρατό. «Για να αντέξω στα πεδία, σκεφτόμουν την ώρα που θα γύριζα και θα ξαναέκανα ταινίες». Όμως, καμία από εκείνες τις ιδέες δεν υλοποίησε. Η Ιαπωνία στην οποία γύρισε, δεν ήταν η Ιαπωνία που γνώριζε. «Ήμουν στρατιώτης, κι όταν γύρισα, μετά την τελική ήττα, πέρασα μέσα από τη Χιροσίμα. Τότε μας λέγανε πως στον τόπο αυτό δε θα φυτρώσει ούτε ένα φύλλο γρασίδι για τα επόμενα 72 χρόνια, κι αυτό μου εντυπώθηκε. Εκεί άρχισα να μισώ τα πυρηνικά όπλα. Είναι τρομακτικό να φτιάχνεις τέτοια όπλα και να τα χρησιμοποιείς σε μια πόλη, κι ύστερα σε δεύτερη. Κι ήταν αυτό που, ως σκηνοθέτη, με οδήγησε να μην διστάσω στάλα να ζωντανέψω τον Γκοτζίλα στην οθόνη».

Η ταινία σχεδιάστηκε σε συνωμοτική ατμόσφαιρα. Η «υπόθεση Λάκυ Ντράγκον» έγινε το άλλοθι, αλλά όλοι οι «συνωμότες» ξέραν τι ήθελαν να πουν με το «project G», όπως το ονόμαζαν μεταξύ τους: ο εκ των παραγωγών Μόρι Ιάουο έδωσε την οδηγία στον διευθυντή των ειδικών εφέ, Εϊτζι Τσουμπουράγια, «το δέρμα του Γκοτζίλα να το σχεδιάσει με βάση τις ουλές που δημιουργεί η ραδιενέργεια». Βασικό εργαλείο της υπενθύμισης έπρεπε να είναι ο τρόμος.

«Υπάρχει ένα πράγμα που ακόμα δεν έχω ξεχάσει», θα πει ο Χόντα. «Ο παραγωγός, ο Τανάκα και εγώ στεκόμαστε ακριβώς μέσα από την μπροστινή πύλη του στούντιο και συζητούσαμε για το πώς, όταν γυριζόταν η ταινία, το συνεργείο έπρεπε να μην έχει καμία αμφιβολία για το τι θέλαμε να κάναμε. Έπρεπε να αποδώσουμε πόσο τρομακτικό θα ήταν αν μας εμφανιζόταν κάτι τέτοιο· αυτή η αίσθηση του τρόμου ήταν κάτι που δεν έπρεπε ποτέ να ξεχάσει το συνεργείο. Έτσι οφείλαμε να το κάνουμε».

Η Λογοκρισία παντού, οι βόμβες πουθενά.

Την περίοδο της κατοχής της Ιαπωνίας, υπό τον Ανώτατο Διοικητή των Συμμαχικών Δυνάμεων (Supreme Commander of the Allied Powers, SCAP), στρατηγό Ντάγκλας ΜακΓκρέγκορ, ένας από τους στόχους ήταν η “αποστρατικοποίηση” και δεύτερος η καταστολή του “μιλιταριστικού εθνικισμού” των Ιαπώνων. Γι’ αυτό, οι Ιάπωνες στρατιώτες που γύριζαν από τα μέτωπα του Ειρηνικού, έφταναν στο λιμάνι του Ναγκασάκι ή περνούσαν από τη Χιροσίμα, υποχρεωτικά, περνούσαν μέσα από το θανατικό, την απόδειξη της ήττας, πριν επιστρέψουν σπίτι τους.

Οι οδηγίες του SCAP ήταν η κυβέρνηση της Ιαπωνίας. Μία από αυτές αφορούσε στην πλήρη και συνεχή λογοκρισία, σε όλα τα επίπεδα και μέσα, κάθε αναφοράς στη ρίψη και τις συνέπειες των ατομικών βομβών.

Πρώτα και κύρια, απαγορευόταν ο δημόσιος διάλογος για αυτό.

Ιστορικές εφημερίδες, σαν την Ασάχι Σιμπούν, περνούσαν κάθε γραμμή τους από τους λογοκρίτες, κι αν κάτι ξέφευγε, κι υπήρχε η πιο μικρή αναφορά, ήξεραν πως θα τις κλείσουν, αρχικά τιμωρητικά για μια δυο μέρες, μετά ολοσχερώς. Μία περίπτωση τέτοιου, διήμερου, κλεισίματος, ήταν άρθρο του (μετέπειτα πρωθυπουργού) Ιτσίρο Χατογιάμα στο οποίο υπήρχε η φράση «Όσο και αν οι ΗΠΑ στηρίζονται στο “δίκαιο είναι η ισχύς μου” δεν μπορούν να αρνηθούν πως η χρήση της ατομικής βόμβας και η δολοφονία των αθώων αποτελεί παραβίαση του διεθνούς δικαίου και έγκλημα πολέμου χειρότερο από την επίθεση σε νοσοκομείο ή τη χρήση δηλητηριωδών αερίων». Κόπηκε. Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι δεν ήταν εγκλήματα, ήταν «τραγωδίες» κι έτσι έπρεπε να περιγράφονται.

Η ίδια τακτική ακολουθούνταν και με τους ξένους δημοσιογράφους. Ο Ουίλφρεντ Μπάρτσετ, εργαζόμενος για την Ντέηλυ Εξπρες του Λονδίνου, έφτασε πρώτος από όλους τους ανταποκριτές στη Χιροσίμα, φωτογραφίζοντας, ηχογραφώντας και σημειώνοντας. Το άρθρο που κατάφερε να στείλει – με μορς στο Τόκυο κι από κει στην εφημερίδα – δημοσιεύτηκε με τίτλο «Η 30η μέρα στη Χιροσίμα», την 6η Σεπτέμβρη του 1945. Ως αποτέλεσμα, άλλο άρθρο δεν υπήρξε. Του αφαίρεσαν την διαπίστευση, κατάσχεσαν την φωτογραφική μηχανή του και όλα τα φιλμ που είχε χρησιμοποιήσει, τα οποία εξαφανίστηκαν και δεν έχουν ξαναβρεθεί ποτέ, διότι «διατάραξε την δημόσια ειρήνη»…

Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και οι επιστήμονες. Επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις των βομβαρδισμών και των επιζώντων τους αποκαλύφθηκαν δεκαετίες μετά: η SCAP περιόριζε σε συγκεκριμένα πρόσωπα και περιοχές τη διεξαγωγή ερευνών για τα αποτελέσματα, και την 30η Νοεμβρίου 1945 απαγορεύτηκε επισήμως, «η δημοσίευση δεδομένων για την A-bomb…». Μέχρι και το 1949, δημοσιεύτηκαν συνολικά μόλις εννέα άρθρα για τις επιπτώσεις των βομβών, σε ολόκληρη την Ιαπωνία.

Η αμερικάνικη κατοχή κράτησε ως το 1952. Ο Γκοτζίλα γεννήθηκε το 1954.

Ο τεράστιος διασκελισμός της Λογοκρισίας.

Όταν προβλήθηκε στην Ιαπωνία η ταινία, δεν ήταν καθόλου “διασκεδαστική” ή “κλασική b-movie” Για τους Ιάπωνες θεατές ήταν μία βαριά και αναγνωρίσιμη υπόμνηση της καταστροφής και του θανάτου που υπέστη η χώρα μόλις εννέα χρόνια πριν: οι περισσότεροι έβγαιναν από την αίθουσα με δάκρυα στα μάτια. «Οι Αμερικάνοι νόμιζαν ότι βγαίναν έτσι, γιατί είχαν γελάσει μέχρι δακρύων» θα πει στο NBC ο θεωρητικός του κινηματογράφου, Γουίλιαμ Τσουτσούι.

Για το κοινό των ΗΠΑ, άλλωστε, η ταινία, όπως την είδαν αλλαγμένη δύο χρόνια μετά, ήταν μόνο για γέλια. Κι αυτό γιατί, αν κατάφερε να περάσει από την ιαπωνική λογοκρισία, ο Γκοτζίλα δεν τα κατάφερε το ίδιο καλά με την αυτο-λογοκρισία του Χόλυγουντ. Οποιοδήποτε πολιτικό και αντιπολεμικό μήνυμα έφερε η ταινία «καθαρίστηκε» και σκηνές αλλοιώθηκαν, για να μην εμφανίζεται καμία κριτική στην αμερικάνικη απόφαση να πέσουν ατομικές βόμβες.

Στην ιαπωνική εκδοχή, το τέρας ζει ήσυχο στην θάλασσα, είναι αθώο πριν την δοκιμή της βόμβας υδρογόνου. Είναι αθώο, «σαν τα παιδιά στις παιδικές χαρές της Χιροσίμας», θα πει ο Τσουτσούι. Είναι η δοκιμή της βόμβας υδρογόνου που το πληγώνει, το θυμώνει και ανοίγει το δρόμο για την καταστροφή. «Διακατέχεται από το είδος της καταστροφικής οργής κάποιου, ουσιαστικά αθώου, που θυματοποιείται και πληγώνεται από αυτήν την εμπειρία».

Το Τόκυο καταστρέφεται από το τέρας που είναι η βόμβα σε μορφή δεινοσαύρου. Κι ο ήρωας της ταινίας, βιολόγος δρ. Γιαμανέ, λέει ξεκάθαρα πως, αν ξαναγίνει πυρηνική δοκιμή, κι άλλος Γκοτζίλα θα αναδυθεί από τις θάλασσες… Η πρώτη αυτή ταινία έχει ακόμη μια σημαντική διαφορά από όσες θα ακολουθούσαν στην ίδια την Ιαπωνία, τα, επίσης διάσημα, σήκουελς: το τέρας το πολεμούν μόνες τους οι ιαπωνικές δυνάμεις αυτοάμυνας, παρά την παρουσία δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών στη χώρα. Η διεθνής συνεργασία θα εμφανιζόταν χρόνια αργότερα.

Στην αμερικάνικη εκδοχή, που προβλήθηκε δύο χρόνια μετά την πρώτη ταινία, με τίτλο «Γκοτζίλα, ο βασιλιάς των τεράτων!», ο κεντρικός ήρωας ήταν πια λευκός, ο ηθοποιός Ρέημοντ Μπαρ, ήταν εξωτερικός παρατηρητής, δημοσιογράφος, και τα είκοσι λεπτά πολιτικού σχολιασμού του σεναρίου, είχαν εξαφανιστεί. Πρώτη και καλύτερη η σκηνή με την κριτική στις πυρηνικές δοκιμές…

«Οποιαδήποτε σκηνή θα μπορούσε με κάποιο τρόπο να θεωρηθεί ως κριτική στις ΗΠΑ ή στις ατομικές δοκιμές, εξαφανίστηκε, οπότε το βαθύ πολιτικό νόημα και η ουσία του πρωτότυπου Γκοτζίλα δεν έφτασε ποτέ στο αμερικάνικο κοινό», όπως και σε όλο τον κόσμο, αφού σε όλες τις υπόλοιπες χώρες, και στην Ελλάδα, προβλήθηκε η αμερικάνικη κόπια.

Όμως και δεκαετίες μετά, όταν ο Γκοτζίλα αμερικανοποιείται πλήρως, το ψέμα κυριαρχεί: στην αμερικάνικη εκδοχή του 1998, με πρωταγωνιστή τον Μάθιoυ Μπρόντερικ, στο ρόλο του, ελληνικής καταγωγής Δρ. Τατόπουλου, η πυρηνική δοκιμή είναι των Γάλλων (που έχουν κάνει ουκ ολίγες, επίσης) και οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούν ατομικές βόμβες μόνον εξ ανάγκης και για να μας σώσουν όλους από το τέρας που μας απειλεί… Ναι, υπάρχουν και καλές ατομικές βόμβες, και βρίσκονται στα σωστά χέρια, ήταν το μήνυμα, τόσες δεκαετίες μετά από την καταστροφή που έσπειραν οι ΗΠΑ στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Όπως θα πει ο Τσουτσούι, «δούλεψαν σκληρά» και στην πρώτη και στις μετέπειτα ταινίες, «να προστατέψουν το αμερικανικό κοινό από την αλήθεια»…

SENECA: ΝΑ ΦΕΓΓΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΦΩΣ

Επιστολές στον Λουκίλιο 21, 1-2

Σε αυτή την Επιστολή, ο Σενέκας απευθύνεται στον συνομιλητή και παραλήπτη της Λουκίλιο, σε απάντηση προηγούμενης επιστολής, θέλοντας να τον βοηθήσει να αντιληφθεί αυτό που τον εμποδίζει να είναι ευτυχισμένος.

Πιστεύεις ότι έχεις μπελάδες με αυτά τα άτομα για τα οποία μου έχεις γράψει; Στην πραγματικότητα, σε απασχολούν περισσότερο οι στεναχώριες που βρίσκεις από μόνος σου. Δεν έχεις ξεκάθαρο μέσα σου αυτό που θέλεις- βρίσκεις πιο εύκολο να επαινείς την αρετή παρά να την ακολουθείς- βλέπεις πού βρίσκεται η ευτυχία, αλλά δεν τολμάς να τη φτάσεις. Και καθώς δεν καταφέρνεις από μόνος σου να διακρίνεις αυτό που σε εμποδίζει να προχωρήσεις, θα σου το πω εγώ. Δίνεις υπερβολική σημασία σε αυτό που πρέπει να αφήσεις, και αφότου έχεις ονειρευθεί την ηρεμία που σκοπεύεις να αγγίξεις, δεν ξέρεις πώς να απομακρυνθείς από την ψευδή λάμψη της ζωής σου- λες και μετά θα πρέπει να πέσεις σε μια ζωή κατώτερη και σκοτεινή. 

Κάνεις λάθος, αγαπητέ Λουκίλιε: από την τωρινή σου ζωή για να φτάσεις στην άλλη πρέπει να ανέβεις. Ανάμεσα στις δύο συνθήκες ζωής υπάρχει η ίδια διαφορά που υπάρχει μεταξύ ενός πράγματος που λάμπει από αντανακλώμενο φως και από ένα άλλο που έχει μέσα του τη φωτεινή πηγή. Το πρώτο αντανακλά ένα φως που προέρχεται απέξω και αν κάποιος βρεθεί στη μέση, αμέσως θα ρίξει μια πηχτή σκιά- το δεύτερο φωτίζεται από το δικό του έντονο φως. Η αφοσίωση στη φιλοσοφία θα σε κάνει να φεγγοβολήσεις με αυτό το Ερεβοκτόνο φως.

Ο Αριστοτέλης, η αρετή του πολίτη και ο ελεύθερος άνθρωπος

Ο Αριστοτέλης, αφού ξεκαθαρίζει την έννοια του πολίτη στέκεται στον προβληματισμό της αρετής του πολίτη και συγκεκριμένα κατά πόσο η αρετή ενός ηθικού ανθρώπου είναι το ίδιο με την αρετή ενός σπουδαίου πολίτη. Φυσικά, προκειμένου να διευκρινιστεί αυτό πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε ποια είναι η αρετή του πολίτη: «Όπως ακριβώς ο ναυτικός αποτελεί μέλος του πληρώματος, το ίδιο ισχύει και για τον πολίτη. Αν και τα μέλη του πληρώματος δεν έχουν την ίδια αρμοδιότητα (ένας είναι κωπηλάτης, άλλος κυβερνήτης, άλλος τιμονιέρης και άλλος έχει άλλη ονομασία σύμφωνα με την αρμοδιότητά του), γίνεται φανερό ότι ο ακριβής χαρακτηρισμός του καθένα συμπίπτει με την ειδικότητά του, όλοι όμως διέπονται το ίδιο από ένα κοινό γνώρισμα. Γιατί η ασφαλής ναυτιλία εξαρτάται από όλους αυτούς και ο καθένας χωριστά αυτό επιθυμεί. Με τον ίδιο τρόπο η ασφαλής ύπαρξη της κοινωνίας εξαρτάται από τους πολίτες, παρά την ανομοιότητά τους». Το δεδομένο της ανομοιότητας των πολιτών, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη, δεν πρέπει να εκληφθεί τόσο σε σχέση με το επάγγελμα του καθενός ως πεδίο προσφοράς στην πόλη (κατ’ απόλυτη αναλογία με το πλήρωμα που η διαφορετικότητα εκλαμβάνεται ως εργασιακή ειδίκευση προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφαλής πλεύση), όσο ως διαφορά σε σχέση με το χαρακτήρα ή τον τρόπο που λειτουργεί κανείς μέσα στο πλαίσιο που ορίζεται από το ίδιο το πολίτευμα: «Εάν, λοιπόν, υπάρχουν περισσότερα είδη πολιτευμάτων, είναι φανερό ότι πιθανότατα η αρετή του σπουδαίου πολίτη δεν είναι μία και μοναδική, η τέλεια». Η ελευθερία, η ατομική πρόοδος σε όλα τα επίπεδα, η συμμετοχή στα κοινά, η προσωπική καλλιέργεια, η γνώση του εαυτού, με δυο λόγια οτιδήποτε χαρίζει στον άνθρωπο τη χαρά της ζωής – ακριβώς γιατί αρμόζει στην ανθρώπινη υπόστασή του – είναι αλληλένδετα με τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτει

Με άλλα λόγια ο άριστος πολίτης ορίζεται διαφορετικά από πολίτευμα σε πολίτευμα. Αν σ’ ένα δημοκρατικό πολίτευμα άριστος πολίτης είναι αυτός που ενημερώνεται, που έχει κριτική σκέψη, που ελέγχει την εξουσία κτλ, σ’ ένα ολιγαρχικό (πόσο μάλλον τυραννικό) πολίτευμα σωστός πολίτης είναι αυτός που ξέρει να εκτελεί τις εντολές των άλλων, που αποδέχεται την περιθωριοποίησή του από τους θεσμούς της εξουσίας, που υπακούει κτλ. Δεν υπάρχει τίποτε πιο προφανές από το γεγονός ότι το πολίτευμα, δηλαδή ο τρόπος που οργανώνεται το διοικητικό σύστημα της πολιτείας, καθορίζει ανάλογα και το ποια πρέπει να είναι και η στάση του πολίτη μέσα σ’ αυτό. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το ποιο είναι το σωστό πολίτευμα, άρα και η σωστή στάση του πολίτη. Εδώ καθίσταται σαφές, σε επίπεδο καθαρά εννοιολογικό, ότι ο καθορισμός της έννοιας του σωστού πολίτη δε θα μπορούσε να τεθεί ανεξάρτητα από το πολίτευμα που τον περιβάλλει. Με άλλα λόγια η έννοια του πολίτη είναι τόσο στενά συνυφασμένη με την έννοια του πολιτεύματος, ώστε να είναι αδύνατο να τεθεί οποιοσδήποτε ορισμός του σωστού ως κάτι ανεξάρτητο ή αυτόνομο. Κι αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που τελικά οι έννοιες σωστός πολίτης και σωστός άνθρωπος δε συμπίπτουν: «Αντίθετα ισχυριζόμαστε ότι ο ηθικός άνθρωπος είναι ηθικός με μία και μοναδική αρετή, την τέλεια. Συνεπώς ενδέχεται κάποιος, αν και σπουδαίος πολίτης, να μη διέπεται από την αρετή που διέπει το σπουδαίο άνθρωπο».

Ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται σωστά το εύκαμπτο της έννοιας του σωστού πολίτη ανάλογα με το πολίτευμα, αλλά δεν κάνει το ίδιο και με την έννοια της ηθικής που θεωρεί ότι είναι μία και μοναδική, δηλαδή τέλεια. Το ότι η ίδια η έννοια της ηθικής διαφοροποιείται από τόπο σε τόπο ή από εποχή σε εποχή ή ανάλογα με τις ιστορικές συγκυρίες δε φαίνεται να τον απασχολεί. Το προφανές της διαφοροποίησης της ηθικής σε καιρό ειρήνης ή σε καιρό πολέμου περνά απαρατήρητο. Από αυτή την άποψη το επιχείρημα της διαφοροποίησης της έννοιας του σωστού πολίτη από την έννοια του ηθικού ανθρώπου κρίνεται μάλλον ελεγχόμενο, αφού η έλλειψη ηθικής, που ερμηνεύεται φυσικά ως καταπάτηση των γραπτών και των άγραφων νόμων, αποτελεί ξεκάθαρα πολιτικό πρόβλημα, καθώς δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να δημιουργεί προβλήματα στην κοινωνία. Αν σωστή πολιτεία είναι αυτή που εξασφαλίζει την αρμονική συμβίωση, είναι αδύνατο να παραβλέψουμε ότι οτιδήποτε παρεμποδίζει τη συνύπαρξη αντίκειται στην έννοια της πολιτείας. Όμως και το επόμενο επιχείρημα του Αριστοτέλη σχετικά με το άριστο πολίτευμα δε φαίνεται ιδιαίτερα πειστικό: «Βέβαια, είναι δυνατόν να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα, διερευνώντας το ζήτημα και με άλλον τρόπο, με βάση το άριστο πολίτευμα. Γιατί, αν είναι αδύνατον μία πόλη να αποτελείται μόνο από έξοχους ανθρώπους, οφείλει ωστόσο ο καθένας να εκτελεί σωστά τις υποχρεώσεις που του αναλογούν, και αυτό σύμφωνα με την αρετή. Αλλά, επειδή είναι αδύνατον όλοι οι πολίτες να είναι όμοιοι, δεν μπορεί να συμπίπτει η αρετή του χρηστού πολίτη με την αρετή του ηθικού ανθρώπου. Διότι η αρετή του χρηστού πολίτη πρέπει να υπάρχει σε όλους (γιατί μόνο έτσι αναγκαστικά προκύπτει άριστη πόλη). Αντίθετα η αρετή του ηθικού ανθρώπου είναι αδύνατον να τους διέπει όλους, εκτός αν είναι απαραίτητο όλοι οι πολίτες στη σπουδαία πόλη να είναι ηθικοί άνθρωποι».

Το ότι «η αρετή του ηθικού ανθρώπου είναι αδύνατο να τους διέπει όλους» αποτελεί ακόμη μία προβληματική, αφού μιλάμε για την υπόθεση της τέλειας πόλης. Γιατί είναι αδύνατο να τους διέπει όλους; Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υποστηρίζει στα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι η ηθική αρετή δε δίνεται από τη φύση, αλλά είναι ζήτημα εθισμού, δηλαδή συνήθειας, δηλαδή παιδείας. Αν μιλάμε για την τέλεια πόλη, τότε πρέπει να μιλάμε και για την τέλεια παιδεία. Επομένως, έστω θεωρητικά, θα έπρεπε οι πολίτες της τέλειας πόλης να κατέχουν την ηθική αρετή. Το ότι κάτι τέτοιο θεωρείται αδύνατο κλίνει περισσότερο προς κάτι δοσμένο από τη φύση, που μοιραία δε θα πάρουν όλοι, παρά κάτι που αποκτιέται, το οποίο (θεωρητικά πάντα) θα μπορούσαν όλοι να αποκτήσουν. Το ότι (προφανώς) δεν υπήρξε κοινωνία χωρίς τον άδικο, είναι απόδειξη ότι δεν υπήρξε τέλεια κοινωνία. Εξάλλου, είναι πολλές οι παράμετροι που γεννούν τον άδικο, που ασφαλώς σχετίζονται με την παθογένεια της εκάστοτε κοινωνίας. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε τέλεια πόλη που να εκμηδενίσει τον άδικο, δε σημαίνει ότι δεν είναι αυτή η πρόθεση κάθε υγιούς κοινωνίας (ή τουλάχιστο θα έπρεπε να ήταν, αν θέλει να λέγεται υγιής). Κι αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει «εκτός αν είναι απαραίτητο όλοι οι πολίτες στη σπουδαία πόλη να είναι ηθικοί άνθρωποι», όπου προφανώς υπονοείται ότι αυτό ισχύει, ότι δηλαδή πράγματι στη σπουδαία πόλη οι πολίτες απαραίτητα είναι και ηθικοί άνθρωποι: «Ωστόσο ο ηθικά ακέραιος άνθρωπος και συγχρόνως εξαίρετος πολίτης δεν είναι ο τυχαίος άνθρωπος, αλλά μόνο ο πολιτικός, ο άνθρωπος δηλαδή εκείνος που κυβερνά ή έχει δυνάμει την ικανότητα να κυβερνά τα δημόσια πράγματα μόνος του ή με άλλους». Κατά συνέπεια σπουδαία πόλη είναι αυτή που έχει τέτοιους πολίτες οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα και τη γνώση και άρχουν και να άρχονται όποτε το απαιτήσουν οι περιστάσεις.

Κι εδώ βρίσκεται η αφετηρία του επόμενου προβληματισμού: «Αλλά μήπως είναι δυνατόν η ίδια αρετή να διέπει και το σπουδαίο πολίτη και το σπουδαίο άντρα;». Κι όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο σπουδαίο άντρα εννοεί αυτόν που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση: «Ο σπουδαίος άρχοντας, κατά τη γνώμη μας βέβαια, και ηθικός είναι και συνετός. Ο πολίτης όμως δεν είναι απαραίτητο να είναι συνετός». Και συμπληρώνει: «Ακόμη αν συμπίπτει η αρετή του καλού άρχοντα με του καλού ανθρώπου, και με δεδομένο ότι και ο αρχόμενος είναι πολίτης, συνάγεται ότι η αρετή ακριβώς ενός πολίτη δε μπορεί να συμπίπτει με την αρετή ενός ανθρώπου γενικά, αλλά μόνο ενός πολίτη ειδικά. Γιατί διαφοροποιείται η αρετή ενός άρχοντα από εκείνη ενός πολίτη και γι’ αυτό ίσως είπε ο Ιάσων ότι θα πεινούσε, αν έπαυε να είναι άρχοντας, διότι δε γνώριζε να ζει ως ιδιώτης». Είναι προφανές ότι για να γίνει κατανοητή αυτή η τοποθέτηση πρέπει πρώτα να αποσαφηνιστεί ποιο ακριβώς είναι το περιεχόμενο της λέξης αρετή με τον τρόπο που τίθεται. Γιατί αν την εκλάβουμε ως ηθική αρετή, μάλλον θα έρθουμε σε αδιέξοδο, αφού ο ίδιος ο Αριστοτέλης έχει ξεκαθαρίσει ότι η ηθική αρετή είναι μία και μοναδική και μάλιστα τέλεια. Η λέξη αρετή πρέπει να εκληφθεί περισσότερο ως προτέρημα, ως πλεονέκτημα ή ακόμη και ως καθήκον του καθενός, δηλαδή του άρχοντα και του αρχόμενου. Η αναφορά του τυράννου των Φερών στη Θεσσαλία Ιάσωνα καταδεικνύει ακριβώς αυτό. Ότι τα καθήκοντα του άρχοντα είναι τόσο διαφορετικά από αυτά του αρχόμενου, που ο ίδιος – ως άρχων – αγνοεί σε βάθος ακόμη και τον τρόπο του βιοπορισμού ενός ιδιώτη. Όμως αυτή η αντίληψη των εκ διαμέτρου διαφορετικών υποχρεώσεων και δεξιοτήτων (σε βαθμό πλήρους άγνοιας του ενός για τον άλλο) ανάμεσα στον άρχοντα και τον αρχόμενο υπάρχει κατά βάση στα συγκεντρωτικά πολιτεύματα: «Κατ’ αρχάς υπάρχει εξουσία δεσποτική». (Για τον Αριστοτέλη υπάρχουν τρία είδη εξουσίας: η δεσποτική, η βασιλική και η πολιτική). «Αυτή ως γνωστό εξυπηρετεί τις βασικές ανάγκες με εργασία που δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει να την εκτελεί ο ίδιος ο άρχοντας, αλλά να χρησιμοποιεί μάλλον άλλους γι’ αυτήν. Μάλιστα το πρώτο, η εκτέλεση δηλαδή υπηρετικών έργων, είναι γνώρισμα που ταιριάζει σε ανδράποδο».

Σε μια άλλη μορφή εξουσίας όμως, που στηρίζεται στην ισότητα και την ελευθερία, τα δεδομένα αλλάζουν: «Υπάρχει όμως και είδος εξουσίας το οποίο ασκείται σε ανθρώπους όμοιους στο γένος και ελεύθερους. Αυτό αποδίδουμε με τον όρο πολιτική εξουσία, την οποία ο υποψήφιος άρχοντας οφείλει να μάθει ως αρχόμενος. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι για να μάθει κάποιος να εξουσιάζει ιππικό σώμα, πρέπει πρώτα να υποστεί την εξουσία του ιππάρχου, για να γίνει στρατηγός, να υποστεί πρώτα ως στρατιώτης την εξουσία του στρατηγού και το ίδιο, για να γίνει ταξίαρχος και λοχαγός. Γι’ αυτό και ορθά λέγεται ότι δεν είναι δυνατόν να ασκεί κανείς σωστά την εξουσία, αν δεν την έχει υποστεί πρώτα». Το δεδομένο ότι ο τρόπος διαχείρισης της εξουσίας μαθαίνεται καλύτερα, αφού πρώτα την υποστεί κανείς, δεν αλλάζει στο ελάχιστο τη διαφοροποίηση των δύο ρόλων (άρχοντα και αρχόμενου) και κατ’ επέκταση τη διαφοροποίηση της αρετής που πρέπει να διέπει τον ένα και τον άλλο πρόσωπο: «Και μολονότι διαφοροποιείται η αρετή που απαιτούν οι δύο αυτοί ρόλοι, ο αγαθός πολίτης οφείλει να γνωρίζει και να είναι σε θέση να άρχεται και να άρχει. Ακριβώς αυτή είναι η αρετή του πολίτη, η γνώση δηλαδή και των δύο διαστάσεων της εξουσίας που αφορά ελεύθερους ανθρώπους. Και γνώρισμα οπωσδήποτε του αγαθού άντρα είναι η γνώση της διπλής αυτής διάστασης της εξουσίας, αν και η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη του άρχοντα διαφέρουν από εκείνες του αρχόμενου». Κι αυτή ακριβώς η γνώση και των δύο ρόλων είναι το μεγαλείο του πολίτη που στελεχώνει ενεργά το πολίτευμα που διέπεται από ελευθερία. Η βαθιά γνώση της διαχείρισης της εξουσίας και στις δύο της μορφές συνθέτουν την εικόνα του ολοκληρωμένου ανθρώπου που μπορεί να ανταπεξέλθει σε όλες τις ανάγκες της πόλης. Η τελική προσθήκη του Αριστοτέλη: «Μόνο η φρόνηση είναι ιδιαίτερη αρετή στον άρχοντα» δεν αλλάζει την ουσία, αφού αμέσως μετά συμπληρώνει: «Οι άλλες αρετές κατ’ ανάγκη είναι κοινές για τους αρχόμενους και τους άρχοντες». Υποθέτουμε ότι η φρόνηση πρέπει να θεωρείται ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του άρχοντα με την έννοια ότι οι ευθύνες και οι προκλήσεις της εξουσίας λειτουργούν καθοριστικά στην ωριμότητα του ανθρώπου προκειμένου να επιλέξει το σωστό. Ενδεχομένως γι’ αυτό να συνάγεται και το τελικό συμπέρασμα: «Με παράδειγμα μπορούμε να παραβάλουμε τον αρχόμενο με τον κατασκευαστή αυλών και τον άρχοντα με τον αυλητή που τους χρησιμοποιεί».

Όμως από τη στιγμή που όλα αυτά αφορούν τους ελεύθερους ανθρώπους δε μένει παρά να καθοριστούν και τα κριτήρια που τους ορίζουν. Κι εδώ βέβαια δε θα επαναλάβουμε τα κριτήρια που καθιστούν κάποιον πολίτη, όπως το να μην είναι μέτοικος, να μην είναι δούλος κτλ. Ούτε θα σταθούμε στην ιδιαιτερότητα των παιδιών και των ηλικιωμένων που είναι βέβαια πολίτες, αλλά (ο καθένας για τους λόγους του) ανενεργοί. Εδώ θα περάσουμε σε κάτι βαθύτερο και πιο καθοριστικό: «η άριστη πόλη δε θα καταστήσει πολίτη τον εργάτη. Αν καταστεί και αυτός πολίτης, τότε η αρετή του πολίτη, την οποία ήδη παρουσιάσαμε, πρέπει να αποδίδεται όχι σε κάθε πολίτη πια, ούτε στον ελεύθερο μόνο, αλλά σε όσους δεν είναι υποχρεωμένοι να εργάζονται για άμεσα βιοποριστικούς λόγους. Έτσι όσοι καταγίνονται με τέτοιες ασχολίες άμεσου βιοπορισμού, εφόσον εργάζονται για χάρη ενός μόνο προσώπου, είναι δούλοι. Εφόσον όμως παρέχουν στο σύνολο αυτού του είδους τις υπηρεσίες τους, είναι εργάτες και θήτες». Ο ίδιος ο Αριστοτέλης υποστηρίζει στα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι η ηθική αρετή δε δίνεται από τη φύση, αλλά είναι ζήτημα εθισμού, δηλαδή συνήθειας, δηλαδή παιδείας.

Κι εδώ βέβαια το ζήτημα δεν είναι η υποτίμηση του εργάτη, που η άριστη πόλη δεν πρέπει να τον θεωρεί πολίτη. Το ζήτημα είναι οι συνθήκες ζωής που δημιουργούνται από τη χειρωνακτική υπερεργασία για τα προς το ζην. Γιατί τελικά, αυτός που είναι αναγκασμένος να δουλεύει το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας δε μπορεί παρά να είναι δούλος είτε συγκαταλέγεται σ’ αυτή την κατηγορία είτε όχι. Αυτό που διαμορφώνει τον ελεύθερο άνθρωπο είναι ο ελεύθερος χρόνος που θα διαθέσει για την προσωπική του καλλιέργεια. Αυτός που στερείται το χρόνο αυτό προκειμένου να βιοποριστεί δε μπορεί να θεωρείται ελεύθερος. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να ονομάζεται και πολίτης, είτε συγκαταλέγεται σ’ αυτούς είτε όχι: «Ένα μέρος εργασιών εκτελούν οι χειρώνακτες. Αυτοί, όπως και το όνομα φανερώνει, ζουν από τα χέρια τους. Σε αυτούς συγκαταλέγεται κάθε ανειδίκευτος εργάτης. Για το λόγο αυτό, σε μερικές πόλεις, δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής στην εξουσία οι τεχνίτες παλιά, πριν εμφανιστεί δηλαδή το τελευταίο είδος δημοκρατίας». Όμως ακόμη και στην Αθήνα, όπου οι χειρώνακτες εργάτες και οι θήτες θεωρούνταν πολίτες θα λέγαμε ότι μάλλον απείχαν πολύ απ’ το να αποτελούν συνδιαμορφωτές του πολιτεύματος. «Οι συνθήκες όμως ζωής και εργασίας αυτών των τάξεων καθιστούσαν τυπική την ιδιότητα, καθώς η πολύωρη εργασία τους και η ανάγκη βιοπορισμού δεν τους επέτρεπαν να παρευρίσκονται στην εκκλησία του δήμου και να μετέχουν στη διοίκηση. Άλλωστε για τους ίδιους λόγους το μορφωτικό επίπεδό τους ήταν πολύ χαμηλό και δεν μπορούσαν να αναλάβουν πολιτικά αξιώματα».

Βρισκόμαστε μπροστά στην πιο κραυγαλέα καταγγελία της αλλοτρίωσης της εργασίας, που υποδουλώνει τον άνθρωπο καταδικάζοντάς τον σ’ αυτό που ο Αριστοτέλης θα αποκαλέσει βαναυσότητα. Η απελευθέρωση του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να ταυτιστεί με την απελευθέρωση από το ζυγό αυτού του είδους της απάνθρωπης εργασίας. Η ελευθερία, η ατομική πρόοδος σε όλα τα επίπεδα, η συμμετοχή στα κοινά, η προσωπική καλλιέργεια, η γνώση του εαυτού, με δυο λόγια οτιδήποτε χαρίζει στον άνθρωπο τη χαρά της ζωής – ακριβώς γιατί αρμόζει στην ανθρώπινη υπόστασή του – είναι αλληλένδετα με τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτει. Ο άνθρωπος που στερείται ελεύθερου χρόνου είναι ο δυστυχισμένος, ο ανελεύθερος άνθρωπος. Ο πολιτισμός που στερεί από τους ανθρώπους το χρόνο που πρέπει να διαθέσουν στον εαυτό τους είναι ο πολιτισμός που έχει αποτύχει. Η δημοκρατία που επιβάλλει στους πολίτες να δουλεύουν σαν σκλάβοι για την επιβίωση δεν είναι δημοκρατία: «Στη Θήβα εξάλλου νόμος απαγόρευε να μετέχει στην εξουσία όποιος δεν απείχε από τις βιοποριστικές του εργασίες την τελευταία δεκαετία». Κι αν αυτό που αναφέρει ο Αριστοτέλης για τη Θήβα το κρίνουμε υπερβολικό, ας αναρωτηθούμε τι θα σκεφτόταν ο Αριστοτέλης αν έβλεπε το σύγχρονο άνθρωπο, δεδομένου ότι από το πρώτο κιόλας βιβλίο των «Πολιτικών» του είχε ξεκαθαρίσει: «αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους». Είναι προφανές ότι με έκπληξη θα διαπίστωνε ότι έπεσε έξω. Η χρήση της μηχανής δεν απελευθέρωσε τον άνθρωπο. Με άλλα λόγια και οι σαΐτες δουλεύουν μόνες τους και οι χειρώνακτες παρέμειναν δούλοι, καθώς στερούνται όλο και περισσότερο τον ελεύθερό τους χρόνο. Κι αν αναλογιστούμε ότι τα απάνθρωπα εργασιακά ωράρια δεν αφορούν πλέον αποκλειστικά τη χειρωνακτική εργασία, αλλά διευρύνονται και σε κλάδους μη χειρωνακτικούς (που απαιτούν δηλαδή επιστημονική κατάρτιση, πανεπιστημιακό πτυχίο κλπ) θα λέγαμε ότι ο άνθρωπος, αριστοτελικά μιλώντας, όχι μόνο δεν απελευθερώθηκε, αλλά μάλλον υποδουλώθηκε περισσότερο.

Αριστοτέλης, Πολιτικά