Καθένας και η τύχη του είναι σ’ αυτή τη ζωή.
Άλλοι ζουν μέσα στα πλούτη από τη γέννηση τους και κάποιοι άλλοι στερούνται τα πάντα μέχρι το θάνατο τους.
Μια τεράστια αδικία παρατηρούμε να υπάρχει ανάμεσα στα κοινωνικά σύνολα. Στην ίδια κοινωνία βλέπουμε ανθρώπους να ζουν μια εξαθλιωμένη ζωή μέσα στα κουρέλια, χωρίς να ξέρουν αν θα βρουν φαγητό την επόμενη μέρα και κάποιοι άλλοι να μη γνωρίζουν τι θα κάνουν τα πλούτη τους. Μια κοινωνική αδικία που ξεκινάει από τις ανισότητες που υπάρχουν στην κατανομή των πόρων, των προνομίων, του κύρους και του πλούτου γενικότερα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κατατάσσονται τα μέλη της κοινωνίας σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα τα οποία προσδιορίζουν τις κοινωνικές τάξεις. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες ο Μάρξ θεωρούσε ότι η διαστρωμάτωση αυτή διαμορφώνεται με βάση τη σύγκρουση των αντικρουόμενων συμφερόντων ανάμεσα στους κατόχους των μέσων παραγωγής και σε αυτούς που επιβιώνουν με την εργασία τους. Εκτός όμως απ’ αυτές τις δυο κοινωνικές τάξεις, υπάρχουν σύμφωνα με τη συμπληρωματική θεωρία του Βέμπερ και άλλες διαιρέσεις στις κοινωνίες οι οποίες προσδιορίζονται με βάση την οικονομική τους επιφάνεια και το κοινωνικό τους κύρος. Έτσι λοιπόν έχουμε μια κοινωνική διαφοροποίηση που πολλές φορές οδηγεί στο διαχωρισμό των ανθρώπων σε ανθρώπους ανώτερης και ανθρώπους κατώτερης ποιότητας και αξίας όπως πιστεύουν ορισμένοι.
Όλοι όμως είναι άνθρωποι, όλοι είναι δημιουργήματα του ίδιου Θεού και ως προς την ανθρώπινη ύπαρξη τους δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά. Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους είναι ως προς άλλους παράγοντες οι οποίοι, όπως αναφέραμε ήδη, είναι ο πλούτος, το κύρος και τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα που κληρονομούν από τις οικογένειες τους. Έτσι λοιπόν έχουμε ανθρώπους που προέρχονται από οικογένειες υψηλού κοινωνικού κύρους, πλημυρισμένοι στα πλούτη χωρίς να τους λείπει απολύτως τίποτα και οποιαδήποτε ανάγκη τους μπορούν άμεσα να την καλύψουν. Έχουμε όμως και κάποιους άλλους που στερούνται ακόμα και τα αναγκαία για τη στοιχειώδη επιβίωση τους. Από τη γέννηση τους ήταν άτυχοι, προερχόμενοι από οικογένειες που ζουν στην εξαθλίωση και με χίλιες δυο στερήσεις κατάφεραν να μεγαλώσουν χωρίς να γνωρίζουν αν θα ζουν τις επόμενες μέρες. Αφού ακόμα και το φαγητό για τους περισσότερους απ’ αυτούς δεν είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο.
Πόσο μεγάλη αδικία είναι τελικά; Να βλέπουμε παιδιά να λιποθυμούν στα σχολεία από την πείνα και σε κάποια άλλα σχολεία πλουσίων να τα βλέπουμε να πετάνε φαγητό στα σκουπίδια. Άλλα πηγαίνουν στο σχολείο τους με παλιά ρούχα γιατί δεν έχουν χρήματα να τα αντικαταστήσουν και κάποια άλλα φοράνε κάθε εβδομάδα καινούρια. Η αδικία αυτή συνήθως διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Βλέπουμε λοιπόν νέους ανθρώπους από πλούσιες οικογένειες οι οποίοι αφού τελειώσουν το λύκειο συνεχίζουν τις σπουδές τους σε ακριβά κολέγια και μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού για να γίνουν στη συνέχεια στελέχη στις επιχειρήσεις τους.
Παράλληλα όμως βλέπουμε και κάποιους άλλους νέους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν και μόλις τελειώσουν το σχολείο τους, το γυμνάσιο, το λύκειο ή κάτι αντίστοιχο του λυκείου και τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις με αρκετές στερήσεις, βγαίνουν στην αγορά εργασίας για να μπουν στον αγώνα του μεροκάματου πολλές φορές κάτω από άθλιες συνθήκες. Στην εποχή μας βέβαια ακόμα κι αυτό δεν είναι βέβαιον ότι θα το εξασφαλίσουν γιατί για τους περισσότερους νέους η εργασία είναι είδος πολυτελείας. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν την όρεξη και τη διάθεση να προχωρήσουν στα γράμματα και να συνεχίσουν τις σπουδές τους αλλά δυστυχώς η οικονομική ανέχεια των γονέων τους δεν το επέτρεπε με αποτέλεσμα να μη μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό αφού οι γονείς τους με δυσκολία κατάφεραν να τους εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη ήταν αναμενόμενο να αφήσουν τη μόρφωση τους σε δεύτερη μοίρα.
Στις μέρες μας η αδικία αυτή έχει γίνει πολύ πιο έντονη με ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Κάθε μέρα και νέοι άνεργοι, κάθε μέρα όλο και περισσότεροι να περιμένουν φαγητό από τα συσσίτια, κάθε μέρα περισσότεροι άρρωστοι να μην μπορούν να πάρουν τα φάρμακα τους, οικονομικά εξαθλιωμένοι με πενιχρούς μισθούς που δεν μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους και άστεγοι στους δρόμους που δεν ξέρουν αν θα ζουν την επόμενη μέρα. Αυτή είναι η μια όψη της κοινωνίας μας. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη στην οποία βλέπουμε ανθρώπους που αναζητούν τρόπους για να επενδύσουν τα πλούτη τους με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος. Ανθρώπους που μεγαλώνουν τα παιδιά τους εξασφαλίζοντας τους κάθε πολυτέλεια την οποία θεωρούν δεδομένη. Ανθρώπους που για την υγεία τους έχουν πρόσβαση στα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου χωρίς να υπολογίζουν έξοδα και ανθρώπους που ζουν σε πολυτελέστατες βίλες με προσωπικό όλων των ειδικοτήτων στη διάθεση τους.
Όλοι αυτοί βέβαια αποτελούν πληθυσμιακά το μικρότερο μέρος του κοινωνικού συνόλου στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πλούτου. Ενώ αντίθετα στο μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου βρίσκονται όσοι είναι κοντά στο όριο της φτώχειας και κάτω απ’ αυτό. Σ’ αυτούς βρίσκεται συγκεντρωμένο το μικρότερο ποσοστό του συνολικού πλούτου. Θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με δύο πυραμίδες όπου η δεύτερη είναι γυρισμένη ανάποδα. Η μια περιλαμβάνει το πλήθος των εισοδηματικών τάξεων και η άλλη τον πλούτο τους. Έτσι λοιπόν στην κορυφή της πρώτης που υπάρχουν οι πλουσιότεροι του συνόλου αντιστοιχεί η βάση της δεύτερης στην οποία υπάρχει ο πλούτος τους. Καθώς κατεβαίνουμε προς τα κάτω ισχύει αυτή η αντίστροφη αναλογία.
Σχεδόν κανένας όμως απ’ όλους αυτούς τους βαθύπλουτους δε νοιάζεται για την κατάσταση των εξαθλιωμένων συνανθρώπων του.
Ενώ θα μπορούσαν με μια μικρή γι’ αυτούς οικονομική θυσία να βοηθήσουν για την επιβίωση τους, δεν το κάνουν.
Δεν είναι λίγα τα περιστατικά που βλέπουμε γύρω μας. Αδιαφορούν και πολλές φορές ορισμένοι απ’ αυτούς πατάνε πάνω στα πτώματα τους για να ανέβουν ακόμα πιο ψηλά. Αγνοούν όμως ότι η πτώση από ψηλά είναι πιο οδυνηρή αλλά δεν μπορούν να το καταλάβουν καθώς αγναντεύουν από κει πάνω. Όπως επίσης δεν καταλαβαίνουν ότι το χρήμα δε φέρνει την πραγματική ευτυχία στη ζωή. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι οι πλούσιοι είναι πολλές φορές λιγότερο ευτυχισμένοι από τους φτωχούς. Στη ζωή τους έχει επέλθει ένας κορεσμός σχεδόν σε κάθε είδος απολαύσεων. Έτσι λοιπόν ένα ταξίδι αναψυχής για κάποιον πλούσιο μπορεί να μη σημαίνει και πολλά πράγματα ενώ για κάποιον φτωχό είναι κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, μια απίστευτη πολυτέλεια που δεν θα τη ζητούσε ποτέ. Για τους φτωχούς κάποια πράγματα έχουν ιδιαίτερη αξία σε αντίθεση με τους πλούσιους που τα θεωρούν ανούσια.
Όσα αγαθά κι αν έχουν δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα και αδυνατούν να καταλάβουν που μπορούν να αποκτήσουν την πραγματική ευτυχία αφού το χρήμα δε μπορεί να τους την προσφέρει. Εκτός όμως από την ευτυχία τους, στερούνται και κάποιες άλλες ανθρώπινες αξίες. Πρόκειται για αξίες ανώτερες του χρήματος τις οποίες αγνοούν γιατί ενδεχομένως να μην έχουν ακούσει ποτέ γι’ αυτές. Η αξία του χρήματος σταματάει στην επίγεια ζωή γιατί όταν φεύγουμε δεν το παίρνουμε μαζί μας στον τάφο μας, το αφήνουμε εδώ. Οι ανώτερες όμως αξίες μένουν παντοτινά και μας ακολουθούν ακόμα και μετά θάνατον. Η σημαντικότερη απ’ αυτές είναι η ανθρωπιά η οποία προσδιορίζεται από την αγάπη του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο του. Εκφράζεται με χειρονομίες αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων παρέχοντας στήριξη ο ένας στον άλλον όχι μόνον οικονομική, με χρήματα ή με διάφορα άλλα υλικά αγαθά, αλλά και ηθική. Η συνύπαρξη ηθικής στήριξη μαζί με την οικονομική είναι αυτό που ολοκληρώνει την έννοια της ανθρωπιάς. Οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη μόνο τα υλικά αγαθά για την καθημερινή επιβίωση τους αλλά επιθυμούν να ακούσουν και μια ανθρώπινη κουβέντα, κάτι που θα τους παρηγορήσει και θα τους δώσει κουράγιο για να συνεχίσουν τον ανηφορικό δρόμο που βαδίζουν.
Να μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτάζει τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί, όπως λέει και ο Gabriel Garcia Marquez στην αποχαιρετιστήρια επιστολή.
Αν όλοι αυτοί οι βαθύπλουτοι του κόσμου το έπρατταν και διέθεταν ένα μικρό μέρος του πλούτου τους για να βοηθήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους που υποφέρουν, τότε θα αποκτούσαν άλλη αξία. Οι πράξεις τους θα ήταν πράξεις ανθρωπιάς και θα έμεναν στην ιστορία για να τους ακολουθούν σε βάθος χρόνου. Αν όλοι όσοι έχουν τα παιδιά τους και κοιμούνται σε πανάκριβα κρεβατάκια φορώντας ακριβά ρουχαλάκια βοηθούσαν λίγο να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και οι υπόλοιποι που τα έχουν ξαπλωμένα πάνω σε παλιά στρώματα ντυμένα μέσα σε κουρέλια και νηστικά, θα ήταν ευεργέτες για την ανθρωπότητα αφού θα κρατούσαν ψηλά την αξία του ανθρώπου.
Στη σημερινή εποχή που η κρίση μαστίζει τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, οι κινήσεις αλληλεγγύης από ανθρώπους με οικονομικές δυνατότητες θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Άνθρωπος, με όλη τη σημασία της λέξεως, χαρακτηρίζεται αυτός που θα βοηθήσει κάποιο συνάνθρωπο του που δεν έχει πλέον στον ήλιο μοίρα γιατί κάποιοι κυβερνώντες του τα στέρησαν όλα. Μια τέτοια χειρονομία ανθρωπιάς θα μπορούσε να χαρίσει ακόμα και τη ζωή σε κάποιον άνθρωπο όπως για παράδειγμα όταν καταφέρει κάποιος να αποτρέψει το διπλανό του από την αυτοκτονία. Μπορεί να μοιάζει υπερβολή αλλά δεν είναι, γιατί οι αυτοκτονίες στην εποχή μας έχει καταντήσει να είναι ένα συνηθισμένο γεγονός. Άνθρωποι που έχασαν μέχρι τώρα τα πάντα, προκειμένου να χάσουν και την αξιοπρέπεια τους οδηγούνται σ’ αυτή την απόφαση εξαιτίας της απόγνωσης και του αδιεξόδου αφού δε βλέπουν άλλο δρόμο μπροστά τους. Πόσο σημαντικό θα ήταν να βρεθεί εκείνη τη στιγμή ένα χέρι να τους αποτρέψει;
Δυστυχώς όμως στην εποχή που ζούμε η ανθρωπιά εκλείπει απ’ τη ζωή μας. Η έννοια της παραμένει άγνωστη σε πολλούς αλλά κυρίως στον κόσμο της πλουτοκρατίας μαζί με αυτούς που την υπηρετούν. Δεν ενδιαφέρονται για την κατάσταση των διπλανών τους και των συνανθρώπων τους γενικότερα. Ούτε αισθάνονται τύψεις στην περίπτωση που έχουν ευθύνη γι’ αυτό. Για να έχει κάποιος τύψεις θα πρέπει πρώτα να έχει μέσα του κάποια ίχνη ανθρωπιάς. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι όχι μόνο δεν πρόκειται να δώσουν το χέρι τους στο διπλανό τους για να τον βοηθήσουν να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του αλλά μπορεί να τον σπρώξουν να πάει ακόμα πιο κάτω. Θεωρούν ότι η ύπαρξη του δεν έχει καμία αξία γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να το κάνουν, είναι περιττός. Έτσι λοιπόν, όχι μόνο δε βοηθούν τους συνανθρώπους τους να ζήσουν τα παιδιά τους που πεινάνε, αλλά τους κατηγορούν κι από πάνω κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να τα φέρουν στον κόσμο αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα ζήσουν. Όσο για τις αυτοκτονίες, δε δείχνουν την παραμικρή συγκίνηση γιατί δεν είναι σε θέση να τους καταλάβουν και θεωρούν ότι ήταν παράφρονες γι’ αυτό το έκαναν.
Κανένας από την πλουτοκρατία δε μπορεί να καταλάβει τον εξαθλιωμένο κόσμο. Κανένας απ’ αυτούς δε γνωρίζει τι σημαίνει φτώχεια, τι σημαίνει ανεργία, τι σημαίνει να είσαι άρρωστος και να μην έχεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τι σημαίνει να είσαι άστεγος κα γενικά τι σημαίνει να βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα αδιέξοδο εξαιτίας της οικονομικής εξαθλίωσης στην οποία σε οδήγησαν. Αδυνατούν να τους καταλάβουν όλους αυτούς γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρονται. Αυτό που τους νοιάζει είναι να μη χαθεί τίποτα από τα πλούτη τους και αγωνίζονται για να τα κάμουν όσο μπορούν περισσότερα. Δεν έχουν καταλάβει ότι δεν θα τα πάρουν μαζί τους όταν φύγουν αλλά θα τα αφήσουν εδώ για να τα παραλάβουν οι επόμενοι και οι επόμενοι στους μεθεπόμενους και πάει λέγοντας.
Μόνο όσοι δεν είναι πλούσιοι και δεν διαθέτουν χρήμα που να τους περισσεύει μπορούν να καταλάβουν ορισμένα πράγματα. Δεν υπολογίζουν τόσο στην αξία του χρήματος και βάζουν υπεράνω αυτού τις ανθρώπινες αξίες που οι περισσότεροι πλούσιοι αγνοούν. Γι’ αυτό ακριβώς και οι περισσότερες κινήσεις αλληλεγγύης ξεκινούν από τέτοιους ανθρώπους. Η αλληλεγγύη υπάρχει συνήθως μεταξύ αυτών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Μόνο ο φτωχός κόσμος μπορεί να καταλάβει από φτώχεια γι’ αυτό και είναι οι μόνοι που θα τρέξουν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Δεν έχουν το χρήμα σε αφθονία για να διαβρώσει την ανθρωπιά τους με αποτέλεσμα να τη διατηρούν και να παραμένουν άνθρωποι κρατώντας ψηλά την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί, έστω κι αν είναι λίγοι,
οι χειρονομίες τους ξεχωρίζουν και οι αξίες τους θα τους ακολουθούν παντοτινά.
Μαρία Ιωσηφίδου
Άλλοι ζουν μέσα στα πλούτη από τη γέννηση τους και κάποιοι άλλοι στερούνται τα πάντα μέχρι το θάνατο τους.
Μια τεράστια αδικία παρατηρούμε να υπάρχει ανάμεσα στα κοινωνικά σύνολα. Στην ίδια κοινωνία βλέπουμε ανθρώπους να ζουν μια εξαθλιωμένη ζωή μέσα στα κουρέλια, χωρίς να ξέρουν αν θα βρουν φαγητό την επόμενη μέρα και κάποιοι άλλοι να μη γνωρίζουν τι θα κάνουν τα πλούτη τους. Μια κοινωνική αδικία που ξεκινάει από τις ανισότητες που υπάρχουν στην κατανομή των πόρων, των προνομίων, του κύρους και του πλούτου γενικότερα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να κατατάσσονται τα μέλη της κοινωνίας σε διαφορετικά κοινωνικά στρώματα τα οποία προσδιορίζουν τις κοινωνικές τάξεις. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες ο Μάρξ θεωρούσε ότι η διαστρωμάτωση αυτή διαμορφώνεται με βάση τη σύγκρουση των αντικρουόμενων συμφερόντων ανάμεσα στους κατόχους των μέσων παραγωγής και σε αυτούς που επιβιώνουν με την εργασία τους. Εκτός όμως απ’ αυτές τις δυο κοινωνικές τάξεις, υπάρχουν σύμφωνα με τη συμπληρωματική θεωρία του Βέμπερ και άλλες διαιρέσεις στις κοινωνίες οι οποίες προσδιορίζονται με βάση την οικονομική τους επιφάνεια και το κοινωνικό τους κύρος. Έτσι λοιπόν έχουμε μια κοινωνική διαφοροποίηση που πολλές φορές οδηγεί στο διαχωρισμό των ανθρώπων σε ανθρώπους ανώτερης και ανθρώπους κατώτερης ποιότητας και αξίας όπως πιστεύουν ορισμένοι.
Όλοι όμως είναι άνθρωποι, όλοι είναι δημιουργήματα του ίδιου Θεού και ως προς την ανθρώπινη ύπαρξη τους δεν έχουν καμία ουσιαστική διαφορά. Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους είναι ως προς άλλους παράγοντες οι οποίοι, όπως αναφέραμε ήδη, είναι ο πλούτος, το κύρος και τα διάφορα κοινωνικά υποκείμενα που κληρονομούν από τις οικογένειες τους. Έτσι λοιπόν έχουμε ανθρώπους που προέρχονται από οικογένειες υψηλού κοινωνικού κύρους, πλημυρισμένοι στα πλούτη χωρίς να τους λείπει απολύτως τίποτα και οποιαδήποτε ανάγκη τους μπορούν άμεσα να την καλύψουν. Έχουμε όμως και κάποιους άλλους που στερούνται ακόμα και τα αναγκαία για τη στοιχειώδη επιβίωση τους. Από τη γέννηση τους ήταν άτυχοι, προερχόμενοι από οικογένειες που ζουν στην εξαθλίωση και με χίλιες δυο στερήσεις κατάφεραν να μεγαλώσουν χωρίς να γνωρίζουν αν θα ζουν τις επόμενες μέρες. Αφού ακόμα και το φαγητό για τους περισσότερους απ’ αυτούς δεν είναι κάτι δεδομένο και αυτονόητο.
Πόσο μεγάλη αδικία είναι τελικά; Να βλέπουμε παιδιά να λιποθυμούν στα σχολεία από την πείνα και σε κάποια άλλα σχολεία πλουσίων να τα βλέπουμε να πετάνε φαγητό στα σκουπίδια. Άλλα πηγαίνουν στο σχολείο τους με παλιά ρούχα γιατί δεν έχουν χρήματα να τα αντικαταστήσουν και κάποια άλλα φοράνε κάθε εβδομάδα καινούρια. Η αδικία αυτή συνήθως διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων. Βλέπουμε λοιπόν νέους ανθρώπους από πλούσιες οικογένειες οι οποίοι αφού τελειώσουν το λύκειο συνεχίζουν τις σπουδές τους σε ακριβά κολέγια και μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού για να γίνουν στη συνέχεια στελέχη στις επιχειρήσεις τους.
Παράλληλα όμως βλέπουμε και κάποιους άλλους νέους που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσουν και μόλις τελειώσουν το σχολείο τους, το γυμνάσιο, το λύκειο ή κάτι αντίστοιχο του λυκείου και τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις με αρκετές στερήσεις, βγαίνουν στην αγορά εργασίας για να μπουν στον αγώνα του μεροκάματου πολλές φορές κάτω από άθλιες συνθήκες. Στην εποχή μας βέβαια ακόμα κι αυτό δεν είναι βέβαιον ότι θα το εξασφαλίσουν γιατί για τους περισσότερους νέους η εργασία είναι είδος πολυτελείας. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν την όρεξη και τη διάθεση να προχωρήσουν στα γράμματα και να συνεχίσουν τις σπουδές τους αλλά δυστυχώς η οικονομική ανέχεια των γονέων τους δεν το επέτρεπε με αποτέλεσμα να μη μπορέσουν να πραγματοποιήσουν το όνειρο τους. Αυτό βέβαια θα μπορούσε να θεωρηθεί λογικό αφού οι γονείς τους με δυσκολία κατάφεραν να τους εξασφαλίσουν τα στοιχειώδη ήταν αναμενόμενο να αφήσουν τη μόρφωση τους σε δεύτερη μοίρα.
Στις μέρες μας η αδικία αυτή έχει γίνει πολύ πιο έντονη με ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Κάθε μέρα και νέοι άνεργοι, κάθε μέρα όλο και περισσότεροι να περιμένουν φαγητό από τα συσσίτια, κάθε μέρα περισσότεροι άρρωστοι να μην μπορούν να πάρουν τα φάρμακα τους, οικονομικά εξαθλιωμένοι με πενιχρούς μισθούς που δεν μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους και άστεγοι στους δρόμους που δεν ξέρουν αν θα ζουν την επόμενη μέρα. Αυτή είναι η μια όψη της κοινωνίας μας. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη στην οποία βλέπουμε ανθρώπους που αναζητούν τρόπους για να επενδύσουν τα πλούτη τους με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος. Ανθρώπους που μεγαλώνουν τα παιδιά τους εξασφαλίζοντας τους κάθε πολυτέλεια την οποία θεωρούν δεδομένη. Ανθρώπους που για την υγεία τους έχουν πρόσβαση στα καλύτερα νοσοκομεία του κόσμου χωρίς να υπολογίζουν έξοδα και ανθρώπους που ζουν σε πολυτελέστατες βίλες με προσωπικό όλων των ειδικοτήτων στη διάθεση τους.
Όλοι αυτοί βέβαια αποτελούν πληθυσμιακά το μικρότερο μέρος του κοινωνικού συνόλου στο οποίο βρίσκεται συγκεντρωμένο το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού πλούτου. Ενώ αντίθετα στο μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού συνόλου βρίσκονται όσοι είναι κοντά στο όριο της φτώχειας και κάτω απ’ αυτό. Σ’ αυτούς βρίσκεται συγκεντρωμένο το μικρότερο ποσοστό του συνολικού πλούτου. Θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε με δύο πυραμίδες όπου η δεύτερη είναι γυρισμένη ανάποδα. Η μια περιλαμβάνει το πλήθος των εισοδηματικών τάξεων και η άλλη τον πλούτο τους. Έτσι λοιπόν στην κορυφή της πρώτης που υπάρχουν οι πλουσιότεροι του συνόλου αντιστοιχεί η βάση της δεύτερης στην οποία υπάρχει ο πλούτος τους. Καθώς κατεβαίνουμε προς τα κάτω ισχύει αυτή η αντίστροφη αναλογία.
Σχεδόν κανένας όμως απ’ όλους αυτούς τους βαθύπλουτους δε νοιάζεται για την κατάσταση των εξαθλιωμένων συνανθρώπων του.
Ενώ θα μπορούσαν με μια μικρή γι’ αυτούς οικονομική θυσία να βοηθήσουν για την επιβίωση τους, δεν το κάνουν.
Δεν είναι λίγα τα περιστατικά που βλέπουμε γύρω μας. Αδιαφορούν και πολλές φορές ορισμένοι απ’ αυτούς πατάνε πάνω στα πτώματα τους για να ανέβουν ακόμα πιο ψηλά. Αγνοούν όμως ότι η πτώση από ψηλά είναι πιο οδυνηρή αλλά δεν μπορούν να το καταλάβουν καθώς αγναντεύουν από κει πάνω. Όπως επίσης δεν καταλαβαίνουν ότι το χρήμα δε φέρνει την πραγματική ευτυχία στη ζωή. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι οι πλούσιοι είναι πολλές φορές λιγότερο ευτυχισμένοι από τους φτωχούς. Στη ζωή τους έχει επέλθει ένας κορεσμός σχεδόν σε κάθε είδος απολαύσεων. Έτσι λοιπόν ένα ταξίδι αναψυχής για κάποιον πλούσιο μπορεί να μη σημαίνει και πολλά πράγματα ενώ για κάποιον φτωχό είναι κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, μια απίστευτη πολυτέλεια που δεν θα τη ζητούσε ποτέ. Για τους φτωχούς κάποια πράγματα έχουν ιδιαίτερη αξία σε αντίθεση με τους πλούσιους που τα θεωρούν ανούσια.
Όσα αγαθά κι αν έχουν δεν είναι ευχαριστημένοι με τίποτα και αδυνατούν να καταλάβουν που μπορούν να αποκτήσουν την πραγματική ευτυχία αφού το χρήμα δε μπορεί να τους την προσφέρει. Εκτός όμως από την ευτυχία τους, στερούνται και κάποιες άλλες ανθρώπινες αξίες. Πρόκειται για αξίες ανώτερες του χρήματος τις οποίες αγνοούν γιατί ενδεχομένως να μην έχουν ακούσει ποτέ γι’ αυτές. Η αξία του χρήματος σταματάει στην επίγεια ζωή γιατί όταν φεύγουμε δεν το παίρνουμε μαζί μας στον τάφο μας, το αφήνουμε εδώ. Οι ανώτερες όμως αξίες μένουν παντοτινά και μας ακολουθούν ακόμα και μετά θάνατον. Η σημαντικότερη απ’ αυτές είναι η ανθρωπιά η οποία προσδιορίζεται από την αγάπη του ανθρώπου προς το συνάνθρωπο του. Εκφράζεται με χειρονομίες αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων παρέχοντας στήριξη ο ένας στον άλλον όχι μόνον οικονομική, με χρήματα ή με διάφορα άλλα υλικά αγαθά, αλλά και ηθική. Η συνύπαρξη ηθικής στήριξη μαζί με την οικονομική είναι αυτό που ολοκληρώνει την έννοια της ανθρωπιάς. Οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη μόνο τα υλικά αγαθά για την καθημερινή επιβίωση τους αλλά επιθυμούν να ακούσουν και μια ανθρώπινη κουβέντα, κάτι που θα τους παρηγορήσει και θα τους δώσει κουράγιο για να συνεχίσουν τον ανηφορικό δρόμο που βαδίζουν.
Να μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτάζει τον άλλο από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί, όπως λέει και ο Gabriel Garcia Marquez στην αποχαιρετιστήρια επιστολή.
Αν όλοι αυτοί οι βαθύπλουτοι του κόσμου το έπρατταν και διέθεταν ένα μικρό μέρος του πλούτου τους για να βοηθήσουν τους υπόλοιπους ανθρώπους που υποφέρουν, τότε θα αποκτούσαν άλλη αξία. Οι πράξεις τους θα ήταν πράξεις ανθρωπιάς και θα έμεναν στην ιστορία για να τους ακολουθούν σε βάθος χρόνου. Αν όλοι όσοι έχουν τα παιδιά τους και κοιμούνται σε πανάκριβα κρεβατάκια φορώντας ακριβά ρουχαλάκια βοηθούσαν λίγο να μεγαλώσουν τα παιδιά τους και οι υπόλοιποι που τα έχουν ξαπλωμένα πάνω σε παλιά στρώματα ντυμένα μέσα σε κουρέλια και νηστικά, θα ήταν ευεργέτες για την ανθρωπότητα αφού θα κρατούσαν ψηλά την αξία του ανθρώπου.
Στη σημερινή εποχή που η κρίση μαστίζει τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, οι κινήσεις αλληλεγγύης από ανθρώπους με οικονομικές δυνατότητες θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικές. Άνθρωπος, με όλη τη σημασία της λέξεως, χαρακτηρίζεται αυτός που θα βοηθήσει κάποιο συνάνθρωπο του που δεν έχει πλέον στον ήλιο μοίρα γιατί κάποιοι κυβερνώντες του τα στέρησαν όλα. Μια τέτοια χειρονομία ανθρωπιάς θα μπορούσε να χαρίσει ακόμα και τη ζωή σε κάποιον άνθρωπο όπως για παράδειγμα όταν καταφέρει κάποιος να αποτρέψει το διπλανό του από την αυτοκτονία. Μπορεί να μοιάζει υπερβολή αλλά δεν είναι, γιατί οι αυτοκτονίες στην εποχή μας έχει καταντήσει να είναι ένα συνηθισμένο γεγονός. Άνθρωποι που έχασαν μέχρι τώρα τα πάντα, προκειμένου να χάσουν και την αξιοπρέπεια τους οδηγούνται σ’ αυτή την απόφαση εξαιτίας της απόγνωσης και του αδιεξόδου αφού δε βλέπουν άλλο δρόμο μπροστά τους. Πόσο σημαντικό θα ήταν να βρεθεί εκείνη τη στιγμή ένα χέρι να τους αποτρέψει;
Δυστυχώς όμως στην εποχή που ζούμε η ανθρωπιά εκλείπει απ’ τη ζωή μας. Η έννοια της παραμένει άγνωστη σε πολλούς αλλά κυρίως στον κόσμο της πλουτοκρατίας μαζί με αυτούς που την υπηρετούν. Δεν ενδιαφέρονται για την κατάσταση των διπλανών τους και των συνανθρώπων τους γενικότερα. Ούτε αισθάνονται τύψεις στην περίπτωση που έχουν ευθύνη γι’ αυτό. Για να έχει κάποιος τύψεις θα πρέπει πρώτα να έχει μέσα του κάποια ίχνη ανθρωπιάς. Οι συγκεκριμένοι άνθρωποι όχι μόνο δεν πρόκειται να δώσουν το χέρι τους στο διπλανό τους για να τον βοηθήσουν να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του αλλά μπορεί να τον σπρώξουν να πάει ακόμα πιο κάτω. Θεωρούν ότι η ύπαρξη του δεν έχει καμία αξία γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να το κάνουν, είναι περιττός. Έτσι λοιπόν, όχι μόνο δε βοηθούν τους συνανθρώπους τους να ζήσουν τα παιδιά τους που πεινάνε, αλλά τους κατηγορούν κι από πάνω κρίνοντας ότι δεν έπρεπε να τα φέρουν στον κόσμο αφού δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να τα ζήσουν. Όσο για τις αυτοκτονίες, δε δείχνουν την παραμικρή συγκίνηση γιατί δεν είναι σε θέση να τους καταλάβουν και θεωρούν ότι ήταν παράφρονες γι’ αυτό το έκαναν.
Κανένας από την πλουτοκρατία δε μπορεί να καταλάβει τον εξαθλιωμένο κόσμο. Κανένας απ’ αυτούς δε γνωρίζει τι σημαίνει φτώχεια, τι σημαίνει ανεργία, τι σημαίνει να είσαι άρρωστος και να μην έχεις ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, τι σημαίνει να είσαι άστεγος κα γενικά τι σημαίνει να βρίσκεσαι μπροστά σ’ ένα αδιέξοδο εξαιτίας της οικονομικής εξαθλίωσης στην οποία σε οδήγησαν. Αδυνατούν να τους καταλάβουν όλους αυτούς γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρονται. Αυτό που τους νοιάζει είναι να μη χαθεί τίποτα από τα πλούτη τους και αγωνίζονται για να τα κάμουν όσο μπορούν περισσότερα. Δεν έχουν καταλάβει ότι δεν θα τα πάρουν μαζί τους όταν φύγουν αλλά θα τα αφήσουν εδώ για να τα παραλάβουν οι επόμενοι και οι επόμενοι στους μεθεπόμενους και πάει λέγοντας.
Μόνο όσοι δεν είναι πλούσιοι και δεν διαθέτουν χρήμα που να τους περισσεύει μπορούν να καταλάβουν ορισμένα πράγματα. Δεν υπολογίζουν τόσο στην αξία του χρήματος και βάζουν υπεράνω αυτού τις ανθρώπινες αξίες που οι περισσότεροι πλούσιοι αγνοούν. Γι’ αυτό ακριβώς και οι περισσότερες κινήσεις αλληλεγγύης ξεκινούν από τέτοιους ανθρώπους. Η αλληλεγγύη υπάρχει συνήθως μεταξύ αυτών που ανήκουν στα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα. Μόνο ο φτωχός κόσμος μπορεί να καταλάβει από φτώχεια γι’ αυτό και είναι οι μόνοι που θα τρέξουν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους τους. Δεν έχουν το χρήμα σε αφθονία για να διαβρώσει την ανθρωπιά τους με αποτέλεσμα να τη διατηρούν και να παραμένουν άνθρωποι κρατώντας ψηλά την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί, έστω κι αν είναι λίγοι,
οι χειρονομίες τους ξεχωρίζουν και οι αξίες τους θα τους ακολουθούν παντοτινά.
Μαρία Ιωσηφίδου