«Λυκόφως των ειδώλων»
Παρατηρήστε τα συμπτώματα αυτών των κοινωνικών περιστάσεων, πού είναι απαραίτητα κάπου – κάπου και πού τα ονομάζουν «διαφθορά».
Από τη στιγμή πού εισχωρεί κάπου ή διαφθορά, βλέπεις να βασιλεύει μια πολλαπλή δεισιδαιμονία πού απέναντι της ή πίστη πού έχει υιοθετήσει γενικά ο λαός, εξασθενίζει και γίνεται ανίκανη, γιατί
ή δεισιδαιμονία είναι ένας ελεύθερος στοχασμός δεύτερης τάξεως, Όποιος τού παραδίνεται διαλέγει ορισμένα σχήματα, ορισμένες φόρμουλες πού του αρέσουν. Δίνει στον εαυτό τον το δικαίωμα να διαλέγει. O προληπτικός έχει κάτι το πιο «προσωπικό» από τον πιστό. Προληπτική κοινωνία θα είναι εκείνη όπου θα βρίσκουμε κιόλας πολλά άτομα και πολλή ευχαρίστηση για κάθε τι το ατομικό. Απ’ αυτή την άποψη ή δεισιδαιμονία δείχνει πάντα μια πρόοδο απέναντι στην πίστη, εκδηλώνει πώς ή νόηση απελευθερώνεται και απαιτεί τα δικαιώματά της.
Τότε οι οπαδοί της παλιάς θρησκείας και της παλιάς θρησκευτικότητας παραπονιούνται ότι υπάρχει διαφθορά — μα αυτοί ακριβώς προσδιόριζαν ως τα τώρα τη χρήση της στον τρόπο πού εκφράζονται και πού έδωσαν στη δεισιδαιμονία την κακή της φήμη, ακόμα και στους κύκλους, των πιο ελεύθερων πνευμάτων.
Ας μάθουμε, λοιπόν, πώς ή δεισιδαιμονία είναι σύμπτωμα της χειραφέτησης.
Ακόμα κατηγορούν για χαλάρωση την κοινωνία εκείνη όπου εγκατασταίνεται ή διαφθορά: πραγματικά, το γόητρο τού πολέμου και τού πολεμικού ενθουσιασμού παθαίνουν φανερή πτώση», στην κοινωνία αυτή, ποθούν τις διασκεδάσεις της ζωής με το ίδιο πάθος πού επιδίωκαν άλλοτε τις στρατιωτικές ή τις γυμναστικές τιμές· Αλλά οι παρατηρητές αμελούν γενικά να παρατηρήσουν πώς εκείνη, ή παλιά δραστηριότητα, εκείνο το παλιό πάθος του έθνους πού φανέρωναν με τόσο πομπόίδικο τρόπου, μεταμορφώθηκε ·σε άπειρα ιδιωτικά πάθη και απ’ αυτό δεν έκανε άλλο παρά να γίνει λιγότερο φανερό.
Είναι πιθανό, μάλιστα, πώς, στην κατάσταση της «διαφθοράς», το έθνος στο έξης ξοδεύει μια δύναμη, μια βιαιότητα ενέργειας πολύ μεγαλύτερη από κάθε άλλη φορά, και πώς το άτομο ξοδιάζει αυτή; την ενέργεια πολύ πιο σπάταλα απ’ όσο μπορούσε πρωτύτερα, τότε πού ακόμα δεν ήταν αρκετά πλούσιο! Στις εποχές, λοιπόν, ακριβώς τής «χαλάρωσης», τρέχει ή τραγωδία στους δρόμους και στα σπίτια, και βλέπουμε να γεννιέται ο μεγάλος έρωτας, το μεγάλο μίσος, και ή φλόγα τής γνώσης αναπηδάει πυρωμένη προς τον ουρανό·
Τρίτο: Ισχυρίζονται πώς, επειδή, με κάποιο τρόπο συμψηφίζουν την κατηγορία της δεισιδαιμονίας και της χαλάρωσης πού μπορούν να προκαλέσουν στις εποχές της διαφθοράς, τα ήθη, γίνονται ηπιότερα σ’ αυτές τις περιόδους, πώς ή σκληρότητα ελαττώνεται σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες εποχές, πού είχαν πιότερη πίστη, και δύναμη. Δεν θα μπορούσα να υπογράψω σ’ αυτό το εγκώμιο, όπως δεν υπέγραψα και στην προηγούμενη μομφή, το μόνο πού παραδέχομαι, είναι πώς
ή σκληρότητα σταθεροποιείται και πώς το καινούργιο γούστο απεχθάνεται τις παλιές της μορφές, αλλά, από την άλλη μεριά, ή τέχνη του να πληγώνουμε, να βασανίζουμε με το λόγο ή με τη ματιά, φθάνουν, στις εποχές της διαφθοράς, στην υπέρτατη τελειοποίησή τους, τότε μονάχα γεννιούνται ή πονηριά και ή ευχαρίστηση τού να είμαστε κακοί.
Οι άνθρωποι των διεφθαρμένων εποχών είναι πνευματώδεις, συκοφάντες και ξέρουν, ακόμα, πώς γίνεται πιστευτό ο τι είναι καλά ειπωμένο.
Τέταρτο, όταν
«διαφθείρονται τα ήθη», είναι ή στιγμή όπου ξεπετιούνται εκείνα τα όντα πού ονομάζονται «τύραννοι» είναι οι προάγγελοι, είναι, ας πούμε, οι πρώιμοι προπομποί τού ατόμου· Άλλη μια στιγμή υπομονή, κι’ αυτό το φρούτο θα κρεμαστεί επιτέλους, ώριμο και χρυσωπό, στο δέντρο ενός λαού μόνο γι’ αυτόν υπάρχει αυτό το δέντρο! Σαν φτάνει στο απόγειο ή αποσύνθεση, όπως κι ο αγώνας των κάθε λογής τυράννων, βλέπουμε πάντα να ‘ρχεται
ο Καίσαρας, ο οριστικός τύραννος πού καταφέρνει τη χαριστική βολή στον εξασθενισμένο αγώνα αυτών πού ανταγωνίζονται για την υπεροχή βάζοντας την κόπωση να δουλέψει για λογαριασμό του.
Και σαν έρχεται, το άτομο, γενικά, βρίσκεται στη στιγμή τής τέλειας ωριμότητάς του κι ο «πολιτισμός», κατά συνέπεια, στο ζενίθ της γονιμότητας του, μα αυτό δε γίνεται χάρη σ’ αυτόν, από το γεγονός δηλαδή τού τυράννου, μ’ όλο πού τούς πολύ καλλιεργημένους ανθρώπους αρέσει να κολακεύουν τον Καίσαρα λέγοντας πώς είναι έργο του.
Ή αλήθεια είναι πώς χρειάζονται εξωτερική γαλήνη γιατί έχουν μέσα τους την ανησυχία τους, γιατί ή δουλειά τους είναι εσωτερικό πράγμα.
Είναι η μεγάλη στιγμή της προδοσίας, του ευδιάφθορου
Γιατί, ή αγάπη για το φρεσκοανακαλυπτόμενο εγώ είναι τότε πολύ πιο ισχυρή από την αγάπη για την «πατρίδα», πού είναι παλιά και φθαρμένη έννοια, θαμμένη κάτω από λεξιλογικές υπερβολές, και ή ανάγκη να εξασφαλιστούν απέναντι στις φοβερές ιδιοτροπίες της τύχης, ανοίγει ακόμα και τα πιο ευγενικά χέρια από τη στιγμή πού βρίσκεται ένας πλούσιος και ισχυρός άνθρωπος έτοιμος να ρίξει μέσα χρυσάφι.
Το μέλλον είναι τόσο αβέβαιο πού οι άνθρωποι ζούνε μέρα με τη μέρα, κι’ αυτή ή ψυχική κατάστασή, δίνει θαυμάσιες ευκαιρίες στους κάθε λογής πειρατές. Γιατί, κι’ όταν αποπλανιόμαστε και διαφθειρόμαστε, τo κάνουμε μόνο «για μια μέρα», και
φυλάμε την αρετή για το μέλλον. Ξέρουμε πώς το άτομο, αυτός ο πραγματικός «καθαυτό» άνθρωπος, σκέφτεται πολύ περισσότερο τα πράγματα της στιγμής από τον αντίποδα του, τον άνθρωπο της αγέλης, γιατί δεν πιστεύει πώς μπορεί να βασίζεται στον εαυτό του περισσότερο απ’ όσο βασίζεται στο μέλλον.
Όμοια,
προσηλώνεται στους τυράννους, γιατί πιστεύει πώς είναι ικανός για πράξεις και για έρευνες, πού δεν μπορούν να υπολογίζουν ούτε στην νοημοσύνη, ούτε στη συγγνώμη του πλήθους ενώ ο τύραννος ή ο Καίσαρας καταλαβαίνει το ατομικό δίκαιο, ακόμα κι’ ως τις φρικαλεότητες του, γιατί αυτός, έχει συμφέρον να επιτρέπει μια τολμηρότερη προσωπική ηθική, και μάλιστα να της δίνει και το χέρι του.
Γιατί για τον εαυτό του πιστεύει, και θέλει να πιστεύουν και οι άλλοι, εκείνο πού είχε εκφράσει μια μέρα ο Ναπολέοντας μ’ εκείνη την κλασσική έκφραση πού του ήταν χαρακτηριστική: «Έχω το δικαίωμα ν’ απαντήσω σ’ όλα σας τα παράπονα: μ’ ενα αιώνιο εγώ.
Είμαι ξέχωρος απ’ όλο τον κόσμο και δε δέχομαι τούς όρους κανενός. Πρέπει να υποταχθεί τε σε όλες μου τις ιδιοτροπίες και να το βρίσκετε απλό το ότι διασκεδάζω μ’ αυτό το τρόπο». Αυτά είπε στην σύζυγό του μια μέρα πού εκείνη είχε λόγους να αμφιβάλλει για την πίστη του.
Εποχές διαφθοράς είναι εκείνες πού τα μήλα πέφτουνε από τα δένδρα: δηλαδή, τα άτομα, εκείνα, πού φέρουν μέσα τους το σπέρμα του μέλλοντος, οι πρωτεργάτες του πνευματικοί αποικισμού, εκείνοι πού θέλουν ν’ αλλάξουν τούς δεσμούς του Κράτους και της Κοινωνίας.
Ή λέξη διαφθορά δεν είναι άλλο παρά ένας υβριστικός όρος των φθινοπώρων ενός λαού.
Μεγάλα λάθη που κάνουν οι άνθρωποι
*Το λάθος της σύγχυσης αιτίας και αποτελέσματος. Δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος από το
μπέρδεμα της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το ονομάζω πραγματική
διαφθορά του λογικού. Κι όμως τούτο το λάθος εντάσσεται στις αρχαιότερες και στις νεότερες συνήθειες της ανθρωπότητας: είναι καθαγιασμένο και φέρει το όνομα της «θρησκείας» ή της «ηθικής». Οποια πρόταση διατυπωθεί από τη θρησκεία και την ηθική το περιέχει. Οι ιερείς και οι νομοθέτες ηθικών κανόνων είναι οι γεννήτορες τούτης της διαφθοράς του λογικού.
*Το λάθος της ψευδούς αιτιότητας. Οι άνθρωποι πάντα πίστευαν ότι γνωρίζουν τί είναι μια αιτία: από που παίρναμε όμως τη γνώση μας – ή ακριβέστερα, την πίστη μας ότι είχαμε αυτήν τη γνώση; Από τη σφαίρα των περίφημων «εσωτερικών γεγονότων», από τα οποία κανένα δεν αποδείχτηκε μέχρι σήμερα πως είναι όντως γεγονός. Πιστεύαμε ότι είμασταν αιτιώδεις στην πράξη της θέλησης: νομίζαμε πως τουλάχιστον εδώ συλλαμβάναμε την αιτιότητα επί το έργον. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία πως όλα τα προηγούμενα μιας πράξης, οι αιτίες της, έπρεπε να αναζητηθούν στη συνείδηση, και πως θα βρίσκονταν εκεί αν πράγματι αναζητούνταν – με τη μορφή «κινήτρων»: αλλιώς κανείς δεν θά ‘ταν ελεύθερος και υπεύθυνος για την πράξη αυτή. Τέλος, ποιος θα αρνιόταν ότι μια σκέψη προκαλείται από μια αιτία; Ότι το εγώ γίνεται αίτιο της σκέψης;
*Το λάθος των φανταστικών αιτιών. Για να αρχίσουμε με τα όνειρα: κατόπιν εορτής, μια αιτία τοποθετείται λαθραία κάτω από μια αίσθηση (λόγου χάρη, την αίσθηση που δημιουργείται από το μακρινό πυροβολισμό ενός κανονιού) – συχνά η αιτία αυτή είναι ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα όπου κεντρικό πρόσωπο είναι ακριβώς αυτός που ονειρεύεται. Η αίσθηση διαρκεί στο μεταξύ, μ’ ένα είδος αντήχησης: περιμένει, ώσπου να της επιτρέψει το αιτιώδες ένστικτο νά ‘ρθει στην πρώτη σειρά, όχι πια σαν τυχαίο συμβάν, αλλά σαν «νόημα». Ο πυροβολισμός του κανονιού παρουσιάζεται μ’ έναν αιτιώδη τρόπο, μέσα σε μια φαινομενική αντιστροφή του χρόνου. Αυτό που είναι πραγματικά τελευταίο, το κίνητρο, βιώνεται πρώτο -συχνά με εκατοντάδες λεπτομέρειες που περνούν σαν αστραπή – και ο πυροβολισμός ακολουθεί. Τι συνέβη; Οι παραστάσεις που δημιουργήθηκαν από μια ορισμένη κατάσταση θεωρήθηκαν λανθασμένα αιτίες της.
Το λάθος της ελεύθερης θέλησης. Σήμερα δε νιώθουμε καμιά λύπηση για την έννοια της «ελεύθερης θέλησης» ξέρουμε πολύ καλά τι είναι – το πιο ολοκληρωμένο κατασκεύασμα των θεολόγων που θέλει να κάνει «υπεύθυνη» την ανθρωπότητα με τη δική τους έννοια, δηλαδή να την κάνει να εξαρτάται απ’ αυτούς. Δίνω εδώ μόνο την ψυχολογία κάθε «απόπειρας υπευθυνοποίησης».
Παντού όπου αναζητούνται ευθύνες, εκείνο που λειτουργεί συνήθως είναι το ένστικτο της επιθυμίας για κρίση και για τιμωρία. Το γίγνεσθαι χάνει την αθωότητά του όταν οποιοσδήποτε συγκεκριμένος τρόπος ύπαρξης αποδίδεται στη θέληση, σε σκοπούς, σε υπεύθυνες πράξεις:
η θεωρία της θέλησης επινοήθηκε ουσιαστικά για το σκοπό της τιμωρίας, δηλαδή της επιθυμίας για εύρεση ενόχων. Ολόκληρη η παλιά ψυχολογία, η ψυχολογία της θέλησης, καθορίστηκε από το γεγονός ότι οι προπάτορές της, οι ιερείς που ήταν επικεφαλής των παλιών κοινοτήτων, ήθελαν να δημιουργήσουν για τους εαυτούς τους το δικαίωμα να τιμωρούν – ή ήθελαν νά δημιουργήσουν τούτο, το δικαίωμα για το Θεό. Οι άνθρωποι θεωρούνταν «ελεύθεροι» ώστε να μπορούν να κρίνονται και να τιμωρούνται – ώστε να μπορούν να γίνονται ένοχοι, κατά συνέπεια, κάθε πράξη έπρεπε να θεωρηθεί ηθελημένη και η καταγωγή κάθε πράξης έπρεπε να θεωρηθεί πως βρισκόταν μέσα στη συνείδηση.
Τι μπορεί νά ‘ναι η θεωρία μας; Η θεωρία μας είναι ότι κανείς δεν απονέμει στον άνθρωπο τις ιδιότητες του – ούτε ο Θεός, ούτε η κοινωνία, ούτε οι γονείς και οι πρόγονοί του, ούτε ο εαυτός του. Η ανοησία της τελευταίας ιδέας διδάχτηκε ως «νοητή ελευθερία» από τον Καντ ή ίσως κι από τον Πλάτωνα. Κανείς δεν είναι λοιπόν υπεύθυνος για το ότι είναι έτσι, για το ότι είναι φτιαγμένος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ή για το ότι βρίσκεται σ’ αυτές τις συνθήκες ή σ’ αυτό το περιβάλλον. Η αδυσώπητη μοίρα της ουσίας του δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την αδυσώπητη μοίρα αυτού που υπήρξε και αυτού που θα υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας ειδικής επιδίωξης, μιας θέλησης, ενός σκοπού, ούτε είναι το αντικείμενο μιας απόπειρας προσέγγισης ενός «ιδανικού ανθρώπου» ή μιας «ιδανικής ευτυχίας» ή μιας «ιδανικής ηθικής». Είναι παράλογο να θέλουμε να αναθέσουμε την ουσία κάποιου στον ένα ή στον άλλο σκοπό. Επινοήσαμε την έννοια του «σκοπού»:
στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σκοπός.
Η θεωρία του Σκοπού της Ζωής
Κάθε άνθρωπος με το να κάνει το καλό ή το κακό, εξασκεί τη δύναμή του σε άλλους και δεν ζητά τίποτε περισσότερο. Κάνοντας το κακό, εξασκείς τη δύναμή σου σ’ όλους εκείνους που είσαι αναγκασμένος να τους κάνεις να τη νιώσουν, να την αισθανθούν, γιατί το κακό, ο πόνος δηλαδή, για τον σκοπό αυτό είναι ένα μέσο περισσότερο αισθητό από την ηδονή. Ο πόνος πάντοτε ζητά να μάθει την αιτία του, ενώ η ηδονή έχει την τάση να κλείνεται στον εαυτό της και να μη γυρίζει να κοιτάξει προς τα πίσω.
Κάνοντας το καλό, ή με το να επιθυμούμε το καλό των άλλων, εξασκούμε τη δύναμή μας σε όλους εκείνους που, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, εξαρτώνται κιόλας από μας (δηλ. που έχουν συνηθίσει να μας σκέπτονται σαν αιτία τους). Προσπαθούμε να αυξήσουμε την δύναμή τους γιατί έτσι μεγαλώνουμε και τη δική μας δύναμη, ή θέλουμε να τους αποδείξουμε πόσο κερδισμένοι είναι που βρίσκονται στην εξουσία μας. Έτσι θα τους ικανοποεί περισσότερο η κατάστασή τους, θα κάνουν εχθρούς, τους εχθρούς της δικής μας δύναμης και θα είναι περισσότερο έτοιμοι να τους πολεμήσουν.
Το γεγονός ότι κάνουμε θυσίες για το καλό ή το κακό, ακόμα κι αν παίζουμε κορώνα-γράμματα τη ζωή μας, όπως ο μάρτυρας κάνει θυσία για το πιστεύω του, για την εκκλησία του, και τότε πάλι κάνουμε θυσίες για την ανάγκη μας για δύναμη, ή για να διατηρήσουμε το συναίσθημα της δύναμής μας. Αν συλλαμβάναμε σε όλη του την έκταση το «κατέχω την αλήθεια», πόσα και πόσα αγαθά δεν θα αφήναμε στην άκρη, για να διατηρήσουμε το συναίσθημα αυτό!
Πόσα και πόσα πράγματα δεν θα ρίχναμε στο «ποτάμι», για να μπορέσουμε να σταθούμε στην επιφάνεια, να σταθούμε δηλαδή πάνω απ’ όλους εκείνους που στερούνται την αλήθεια. Βέβαια, είναι πολύ σπάνιο, η κακή πράξη να είναι το ίδιο ευχάριστη με κείνη την πράξη του καλού. Αυτό είναι ένα δείγμα που φανερώνει πως μας λείπει ακόμα δύναμη ή που εκδηλώνει το πείσμα μας γι’ αυτή τη φτώχεια. Είναι ο προάγγελος για νέους κινδύνους ή για νέες αβεβαιότητες στο κεφάλαιο της δύναμης που διαθέτουμε. Είναι ο προάγγελος του ορίζοντά μας που τον σκεπάζουν προοπτικές εκδίκησης, τιμωρίας, αποτυχίας, εμπαιγμού. Μονάχα οι πιο ευέξαπτοι άνθρωποι, οι πιο άπληστοι για το αίσθημα της δύναμης, μπορούν να νιώσουν κάποια ευχαρίστηση, όταν αποτυπώνουν τη σφραγίδα της κυριαρχίας τους σ’ έναν δύστροπο άνθρωπο. Το ίδιο συμβαίνει και με κείνους που βλέπουν μόνο ανία και βάρος στο αντίκρισμα ενός πλάσματος που έχει πλέον υποδουλωθεί, που έγινε, δηλαδή, αντικείμενο καλοσύνης.
Πρέπει να ξέρουμε τι «καρυκεύματα» μας αρέσει να βάζουμε στη ζωή μας; Πρέπει να ξέρουμε, αν θέλουμε το αργό ή το απότομο μεγάλωμα της δύναμής μας; Το σίγουρο, ή το επικίνδυνο και παράτολμο; Είναι πλέον ζήτημα γούστου. Γυρεύουμε το ένα ή το άλλο καρύκευμα, ανάλογα με την κλίση της ιδιοσυγκρασίας μας. Για τις αγέρωχες φύσεις, η εύκολη λεία είναι κάτι το ευκολοκαταφρόνητο. Μονάχα στο αντίκρισμα ολοκληρωμένων ανθρώπων που θα μπορούσαν να γίνουν εχθροί τους, νιώθουν ένα αίσθημα ευεξίας, καθώς επίσης και στο αντίκρισμα απρόσιτων αποκτημάτων.
Πολλές φορές, είναι σκληροί για όποιον υποφέρει, γιατί δεν τον θεωρούν άξιο για την προσπάθεια και την περηφάνια τους, ενώ δείχνουν ευγένεια στους όμοιούς τους, που μ’ αυτούς η πάλη θα ήταν σίγουρα τιμητική αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Κάτω από την εντύπωση του συναισθήματος της ευεξίας που τους δίνει την προοπτική, οι άνθρωποι της ιπποτικής κάστας έχουν συνηθίσει να συμπεριφέρονται ο ένας στον άλλο με πολύ λεπτή ευγένεια.
Ο οίκτος είναι το πιο ευχάριστο συναίσθημα σε κείνους που δεν είναι αρκετά υπερήφανοι και που δεν έχουν πιθανότητες να κάνουν μεγάλες κατακτήσεις. Η εύκολη λεία -και κάθε άνθρωπος που υποφέρει είναι εύκολη λεία- είναι ένα πράγμα που τους χαροποιεί. Επαινούν τον οίκτο σαν αρετή των πρόστυχων γυναικών.
Να μην σκέφτεσαι πια τον εαυτό σου
Θα έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά: γιατί πηδούμε στο νερό για να ανασύρουμε κάποιον που βλέπουμε να πνίγεται, ενώ δεν τρέφουμε καμιά συμπάθεια γι’ αυτόν; Από έλεος, εδώ δεν σκέφτεσαι πια παρά τον πλησίον σου, απαντά ο παραλογισμός. Η αλήθεια είναι ότι στον οίκτο -εννοώ σ’ αυτό που συνήθως αποκαλούμε εσφαλμένα οίκτο – δεν σκεπτόμαστε πια τον εαυτό μας συνειδητά, αλλά τον σκεφτόμαστε πολύ έντονα με ασυνείδητο τρόπο, όπως όταν το πόδι μας γλιστρά και κάνουμε ασυνείδητα τις αντίθετες κινήσεις που αποκαθιστούν την ισορροπία μας, χρησιμοποιώντας καταφανώς όλη μας τη λογική.
Το ατύχημα ενός άλλου προσώπου μας προσβάλλει γιατί μας κάνει να νιώσουμε την αδυναμία μας, ίσως και τη δειλία μας, αν δεν τον βοηθήσουμε. Ή μάλλον αυτό προκαλεί ήδη από μόνο του μείωση της τιμής μας μπροστά στους άλλους ή και στον ίδιο τον εαυτό μας. Ακόμη περισσότερο βρίσκουμε στο ατύχημα και στον πόνο
ένα σήμα κινδύνου που παραμονεύει για μας. Και ήδη αυτές οι ενδείξεις της ανθρώπινης αβεβαιότητας και αδυναμίας μπορούν να μας προκαλέσουν οδυνηρές συνέπειες. Απωθούμε αυτό το είδος αθλιότητας και προσβολής και απαντούμε σ’ αυτό με μια πράξη συμπόνιας που μπορεί να κρύβει μια λεπτή άμυνα και ακόμη μια εκδίκηση.
Μαντεύει κανείς ότι
στο βάθος σκεφτόμαστε πολύ τον εαυτό μας, όταν βλέπει την απόφαση που παίρνουμε σε όλες τις περιπτώσεις όπου μπορούμε να αποφύγουμε το θέαμα του άλλου που πάσχει, που στερείται, που οδύρεται: αποφασίζουμε να μην το αποφύγουμε όταν μπορούμε να το πλησιάζουμε ως άνθρωποι δυνατοί και συμπονετικοί, σίγουροι για την επιδοκιμασία, θέλοντας να νιώσουμε την αντίθεση της δικής μας ευτυχίας, ή καλύτερα ελπίζοντας να διασκεδάσουμε την πλήξη μας.
Οδηγούμε στην παραπλάνηση όταν αποκαλούμε οίκτο (Mitleid) την οδύνη (Leid) που μας προκαλεί ένα τέτοιο θέαμα και που μπορεί να είναι πολύ ποικιλόμορφο, επειδή σε κάθε περίπτωση, είναι μια οδύνη από την οποία λυτρώνεται αυτός που υποφέρει μπροστά μας: αυτό είναι δικό μας, όπως εκείνου είναι δικός του ο πόνος του. Όταν λοιπόν επιδιδόμαστε σε συμπονετικές πράξεις, απαλλασσόμαστε μόνο από τον προσωπικό πόνο. Ωστόσο, δεν ενεργούμε ποτέ έτσι από ένα μόνο κίνητρο: όπως είναι βέβαιο ότι θέλουμε να λυτρωθούμε από ένα πόνο, το ίδιο βέβαιο είναι ότι, για την ενέργεια, υποχωρούμε σε μια παρόρμηση ευχαρίστησης – και η ευχαρίστηση προκαλείται από το θέαμα μιας κατάστασης αντίθετης με τη δική μας, επειδή η σκέψη της δύναμης να βοηθούμε μόνο αν θέλουμε, αποσκοπεί σε επαίνους και σε αναγνώριση στην περίπτωση που θα βοηθούσαμε, με την πράξη της ίδιας της βοήθειας, εφόσον η πράξη πετυχαίνει (και όπως πετυχαίνει προοδευτικά, προκαλεί από μόνη της χαρά στον εκτελεστή της), αλλά κυρίως από το αίσθημα ότι η παρέμβασή μας θέτει ένα όρο σε μια εξοργιστική αδικία (η εκτόνωση της οργής αρκεί ήδη για να ανακουφίσει).
Όλα αυτά μαζί με πολλά ακόμη λεπτότερα στοιχεία, είναι «οίκτος» («Mitleid»): -πόσο αδέξια επιτίθεται η γλώσσα μας μ’ αυτή τη λέξη για ένα τόσο περίπλοκο οργανισμό! – Το ότι, αντίθετα, η συμπόνια είναι ταυτόσημη με την οδύνη που την προκαλεί η θέα της, ή το ότι έχει γι’ αυτό μια ιδιαίτερα διεισδυτική και ευαίσθητη κατανόηση – αυτά αντιτίθενται στην εμπειρία, κι εκείνος που έχει εγκωμιάσει τον οίκτο μ’ αυτές τις δύο σχέσεις, στερείται αρκετής πείρας στο ηθικό πεδίο.
Γι’ αυτό μου εγείρονται αμφιβολίες όταν διαβάζω τα απίστευτα πράγματα που αναφέρει ο Σοπενχάουερ για την ηθική: αυτός που θα ήθελε με όλα αυτά να μας πείσει να πιστέψουμε στην μεγάλη καινοτομία της εφεύρεσής του, ότι δηλαδή ο οίκτος – αυτός ο οίκτος που παρατηρεί τόσο επιπόλαια και που περιγράφει τόσο αδέξια – είναι η πηγή κάθε ηθικής πράξης για το παρόν και για το μέλλον – ακριβώς εξαιτίας των ικανοτήτων που αυτός πρώτος επινόησε γι’ αυτόν.
Στο κάτω- κάτω, τι ξεχωρίζει τα άτομα χωρίς έλεος από τα συμπονετικά άτομα;
Πριν απ’ όλα -για να δώσουμε ακόμη ένα σκίτσο με αδρές γραμμές- δεν έχουν την ευερέθιστη φαντασία που προκαλεί ο φόβος, ούτε την επιδεξιότητα να προαισθάνονται τον κίνδυνο. Έτσι, η ματαιοδοξία τους πληγώνεται πιο αργά αν γίνει κάτι που θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει (για να διαφυλαχτεί η περηφάνια τους, τους προστάζει να μην αναμιχτούν ανώφελα σε υποθέσεις των άλλων και μάλιστα, εφόσον ενεργούν έτσι, τους αρέσει να βοηθά ο καθένας τον εαυτό του και να παίζει με τα δικά του χαρτιά). Επιπλέον, έχουν συνηθίσει γενικά να υπομένουν περισσότερα βάσανα απ’ όσο οι συμπονετικοί άνθρωποι, και δεν τους φαίνεται άδικο να υποφέρουν οι άλλοι εφόσον έχουν υποφέρει κι αυτοί οι ίδιοι.
Στο κάτω-κάτω, το θέαμα των ευαίσθητων αισθημάτων τους προκαλεί τον ίδιο πόνο που προκαλεί το θέαμα της στωικής απάθειας στους συμπονετικούς ανθρώπους. Κι έχουν για τις ευαίσθητες καρδιές περιφρονητικά λόγια και φοβούνται ότι το αρρενωπό πνεύμα τους και η ψύχραιμη ανδρεία τους κινδυνεύουν: μπροστά στους άλλους κρύβουν τα δάκρυά τους και όταν είναι μόνοι τους τα σφουγγίζουν οργισμένοι με τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτοί ανήκουν σε ένα άλλο είδος εγωιστών από τους συμπονετικούς ανθρώπους. Αλλά με το να τους χαρακτηρίσουμε κακούς με διακριτική σημασία και να αποκαλέσουμε τα συμπονετικά άτομα καλούς, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από μια ηθική της μόδας: ακριβώς όπως είχε η αντίθετη μόδα στην εποχή της, μια πολύ μακρόχρονη εποχή!
Friedrich Nietzsche