Μυκηναϊκά Κέντρα: Ο πολιτισμός των Αχαιών
Ο πολιτισμός των Ελληνικών φύλων της ηπειρωτικής Ελλάδας κατά τη 2η χιλιετία ήρθε στο φως το 1874 χάρη στον θαυμαστή του Ομήρου Ερρίκο Σλήμαν ενώ το έργο του συνέχισαν άλλοι μεγάλοι αρχαιολόγοι όπως: ο Τσούντας, ο Wace και ο Μυλωνάς.
Ονομάστηκε «μυκηναϊκός» συμβατικά, από το όνομα της πλουσιότερης πόλης της Πελοποννήσου, των Μυκηνών (την ίδρυσε ο Περσέας), η οποία μνημονεύεται στα ομηρικά έπη, ως η σημαντικότερη πόλη των Αχαιών και ως η έδρα του πλουσιότερου αχαϊκού βασιλείου, με διοικητή τον Αγαμέμνονα.
Ο άγνωστος και ξεχασμένος μέχρι τότε πολιτισμός, απέκτησε ταυτότητα αφού ένα πλήθος ευρημάτων «μίλησε» για την ύπαρξή του: Οχυρές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, επιβλητικά ανάκτορα με τοιχογραφίες, αντικείμενα λεπτής τέχνης (χρυσά, ασημένια), πλούσιοι τάφοι, κτερίσματα, κείμενα σε πήλινες πινακίδες, όλα μαζί απεκάλυψαν πως οι Έλληνες της 2ης χιλιετίας έφτασαν σε υψηλό επίπεδο ακμής.
Θεωρείται βέβαιο ότι ο μυκηναϊκός πολιτισμός εξαπλώθηκε γεωγραφικά, στην Ηπειρωτική Ελλάδα, το Αιγαίο, την Κρήτη, την Κύπρο και σε πάρα πολλές μακρινές περιοχές που ήρθαν σε εμπορική επαφή μαζί τους.
Το χρονικό της ανακάλυψης των μυκηναϊκών κέντρων αρχίζει το 1874 όταν ο Σλήμαν αρχίζει ανασκαφές στις Μυκήνες.
Εκεί η κύρια ανασκαφή στράφηκε προς τον εσωτερικό χώρο της Πύλης των Λεόντων και το 1876 ανακαλύφθηκε ένα νεκροταφείο των Μυκηναίων, ο «Ταφικός Κύκλος Α΄»1.
Ο «Ταφικός περίβολος Α΄» είναι ένας κυκλικός χώρος και περιελάμβανε έξι λακοειδείς οικογενειακούς - βασλικούς τάφους, μέσα στους οποίους βρέθηκαν 19 ταφές (σκελετοί) και όπως φαινόταν, μερικοί τάφοι είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί, ο ένας περιελάμβανε 5 ταφές.
Η υπόθεση ότι αποτελούν τάφους βασιλέων μαζί με τις βασίλισσές τους οφείλεται στον εκπληκτικό τους πλούτο, ο οποίος απαρτιζόταν από κτερίσματα πολύτιμων υλών (χρυσάφι), ενώ στις ταφές υπήρχε μεγάλη αφθονία όπλων.
Στον πιο πλούσιο βρέθηκαν 2 χρυσά στέμματα, 8 χρυσά διαδήματα, 5 χρυσά ποτήρια, ένα εκ των οποίων έχει επάνω στις λαβές του δύο πουλιά που θυμίζουν έντονα την περιγραφή του Ομήρου για το κύπελλο του Νέστορα, ενώ στον IV και στον V τάφο, μόνο για πέντε ταφές υπήρχαν 50 όπλα.
Οι τάφοι της Περιβόλου Α΄ χρονολογήθηκαν κατά τον 16ο αι, ενώ η τάξη των νεκρών και το γεγονός ότι περιβάλλονταν από κυκλικό τοίχο δείχνει ότι για 200 χρόνια απολάμβαναν τιμές και σεβασμό.
Το υπόλοιπο τμήμα του νεκροταφείου γνωστό ως «Ταφικός Περίβολος Β΄» για να διακρίνεται από το προηγούμενο κύκλο, περιλαμβάνει 14 λακοειδείς τάφους που εικάζεται ότι ήταν τάφοι ευγενών και δείχνουν να είναι «φτωχότεροι» παρ' ότι έχουν και αυτοί κτερίσματα, προσωπεία, σφραγίδες, όπλα, σκεύη, ενώ κάποιοι τάφοι είναι παλιότεροι από τους άλλους (1650-1550π.Χ).
«Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η Ταφική Περίβολος Α΄ παρέμεινε σεβαστή και ανακαινίστηκε σαν δημόσιο μνημείο, όταν κατά τον 13ο συμπεριλήφθηκε σε μια προέκταση των τειχών της ακροπόλεως, ο Περίβολος Β΄ παραμελήθηκε και μέρος του τάφηκε από τον χωμάτινο όγκο ενός μεταγενέστερου τάφου» παρατηρούν οι Burry & Meiggs2.
Οι μεταγενέστεροι τάφοι είναι διαφορετικοί, λαξευτοί σε βράχο (βρέθηκαν αρκετοί) και θολωτοί που απετέλεσαν μεγαλεπήβολες κατασκευές για βασιλικές ταφές, αφού είναι κτιστοί, με διάδρομο, πύλη, (ανα)κουφιστικό τρίγωνο και επιβλητικό θόλο, ενώ σκεπάζονταν με χώμα δημιουργώντας ένα είδος τύμβου.
Αυτοί αντιπροσωπεύονται με 9 δείγματα τα οποία έχουν συμβατικές ονομασίες «Τάφος του Ατρέα», «Του Αιγίσθου» «Της Κλυταιμνήστρας»….
Έτσι το 1885 – 1887 ο Χρήστος Τσούντας ανακάλυψε στην κορυφή του λόφου των Μυκηνών το ανάκτορο του «Ατρέα» και του «Αγαμέμνονα» και τις έρευνές του συνέχισαν ο Wace, ο Μυλωνάς, ο Shear και ο Ιακωβίδης.
Το ανάκτορο έχει οικοδομηθεί στα μέσα του 13ου αι, στην θέση όπου υπήρχε παλαιότερο ανάκτορο (1350π.Χ) και αποτελεί ένα σύνθετο οικοδόμημα, μια λειτουργική μονάδα.
Ο υπόλοιπος μυκηναϊκός κόσμος.
Οι ανακαλύψεις για τους μυκηναίους δεν περιορίστηκαν στο χώρο των Μυκηνών αφού ανασκαφές διενεργήθηκαν και σ’ όλα τα γνωστά μυκηναϊκά κέντρα όπως μνημονεύονται στον Όμηρο ή στους μύθους.
Στην Τύρινθα όντας φημιστή για τα τείχη της, τα οποία έκτισαν οι Κύκλωπες που ήρθαν από την Λυκία, για χάρη του Προίτου, έκαναν ανασκαφές ο Σλήμαν και ο Dorpfeld 3, το Άργος ανέσκαψε ο Ολλανδός αρχαιολόγος W. Vollgraf 4, την Πύλο ο Blegen, που αποκάλυψε τα θεαματικά ερείπια ενός ανακτόρου με πολλές ομοιότητες με των Μυκηνών και της Τύρινθας,5 στην Λακωνία στο Βαφειό ανασκάφηκε το 1888 ένας θολωτός τάφος, που έφερε στο φως μια πολύ πλούσια συλλογή κτερισμάτων6, στην Αθήνα, στην Ακρόπολη βρέθηκαν ίχνη από μυκηναϊκό ανάκτορο7, στην Θήβα οι ανασκαφές έγιναν από τον Κεραμόπουλο και κατόπιν τον Ν. Πλάτων (1964), ενώ εντόπισαν ίχνη από δύο ανάκτορα και στο δεύτερο βρέθηκαν πήλινες πινακίδες σε Γραμμική Β΄, χάντρες από χρυσό και όνυχα και αυτό που απετέλεσε την πιο μεγάλη έκπληξη ήταν η εύρεση μιας συλλογής 36 κυλινδρικών σφραγίδων με ανατολική προέλευση, που χρονολογούνται από την 3η χιλιετία π.Χ έως το 14ο αι π.Χ και προέρχονται από την Βαβυλώνα, το Σουμέρ, τους Μιττάνι και την Ανατολία!
Ανασκάφηκαν επίσης ο Ορχομενός, από τον Σλήμαν8, η Ιωλκός που βρέθηκε ανάκτορο και θολωτός τάφος και πλήθος άλλοι χώροι σ’ όλη την νότια Ελλάδα, την Κρήτη και την Κύπρο.
Τα ευρήματα επιβεβαίωσαν ένα υψηλό πολιτισμό που είχε όχι μόνο δυναμική έκφραση αλλά κυρίως ενότητα, που σημαίνει ότι τον διαχειρίστηκε η ίδια Ελληνική φυλετική ομάδα (ή πολύ συγγενικά φύλα).
Οι επιστήμονες αξιολογώντας τα ευρήματα τοποθέτησαν χρονικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό στην Τρίτη Φάση της Εποχής του Χαλκού 9 για την Ελλάδα (Υστεροελλαδική περίοδος) που εκτείνεται από το 1580 -1100 π.Χ.
Το διάστημα αυτό διαιρέθηκε σε τρεις φάσεις:
α) 1580 - 1500 π.Χ
β) 1500 - 1425 π.Χ
γ) 1425 - 1100 π.Χ
Είναι πολύ χρήσιμο να δούμε πως η αρχαιολογία ανασυστήνει τον μυκηναϊκό κόσμο δίνοντάς μας πληροφορίες για τον τρόπο ζωής, την κοινωνική οργάνωση, την τέχνη, την πνευματική έκφραση των Αχαιών, για να μπορέσουμε στην συνέχεια να μιλήσουμε για την ίδια εποχή και τους πολιτισμούς στην Μικρά Ασία.
Παρακολουθώντας πιο αναλυτικά τον μυκηναϊκό πολιτισμό για ν’ αποκτήσουμε μια ευκρινέστερη εικόνα για τους Έλληνες αυτής της εποχής, θα πρέπει να πούμε ότι οι δύο πρώτες φάσεις αποτελούν μια πορεία προς την ακμή την οποία κατακτούν από το 1425 π.Χ. και μετά, πρώτα λοιπόν θα δούμε συνοπτικά τις δύο φάσεις και στην συνέχεια την τρίτη φάση, την περίοδο που επιχειρεί ν’ αναπλάσει ο ποιητής Όμηρος.
Η πρώτη φάση (1580-1500), του μυκηναϊκού πολιτισμού αποτελεί μια πρώιμη περίοδο και είναι εμφανής η μινωική επίδραση.
Όπως εικάζεται, οι μυκηναίοι ήδη από τον 17ο αι, ήρθαν σ’ επαφή με την Κρήτη και την ανατολική Μεσόγειο, εισάγοντας σταδιακά πολιτιστικό πλούτο και ιδέες, ενώ δέχτηκαν και την ευεργετική επίδραση τους.
Η τέχνη των αντικειμένων που βρέθηκαν στις ταφές, έχει σαφώς μινωική εμφάνιση, όμως η επαφή με τους πιο πολιτισμένους λαούς, με την ιδιότητα του επιδρομέα ή του μισθοφόρου (Αίγυπτος – Υξώς;) επέφερε πλούτο, δύναμη και παρήγαγε μια γόνιμη επίδραση.
Η δεύτερη φάση (1500-1425), αποτελεί περίοδο ισχυροποίησης και ανάπτυξης των Μυκηναίων.
Την εποχή η επίδραση των μινωιτών σε πολλούς τομείς είναι δεδομένη.
Από τα ευρήματα των σφραγίδων προκύπτει ότι οι μικρογραφικές παραστάσεις εκεί μιμούνται μινωικά πρότυπα (φορέματα, οπλα, κοσμήματα), ενώ ανάλογη είναι και η εικόνα από τα ταφικά ευρήματα (στους βασιλικούς τάφους) αφού οι άνδρες φορούσαν το κρητικό ζώμα και οι γυναίκες φορέματα «μινωικών συρμών», επίσης κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, οπού μιμούνται τα παιγνίδια, την διασκέδαση, τις χορευτικές επιδείξεις των μινωιτών10. Αυτή η τέχνη θ’ αποκτήσει σταδιακά ένα δικό της, «μυκηναϊκό χαρακτήρα», αφήνοντας πίσω την μινωική επίδραση.
Βέβαια είναι διαπιστωμένο ότι πολλά ξένα προϊόντα που εμφανίζονταν στην Ελλάδα από την προηγούμενη φάση, ακόμη και από πιο παλιά, από τον 17ο αι, τα οποία ήταν κυρίως κρητικά, σταδιακά υποχωρούν όταν οι Μυκηναίοι ενισχύουν την παρουσία τους και σταδιακά κατακλύζουν αυτοί τις αγορές.
Περισσότερα όμως στοιχεία για την κοινωνική οργάνωση αυτής της περιόδου δεν έχουμε, διότι οι πήλινες πινακίδες και τα αρχεία που βρέθηκαν στις ανασκαφές αφορούν την Τρίτη φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Η Τρίτη φάση (1425- 1100π.Χ) είναι η σπουδαιότερη φάση του μυκηναϊκού πολιτισμού και εκτείνεται στο διάστημα από τον 15ο αι μέχρι τον 11ο («Κάθοδο των Δωριέων»).
Σ’ αυτούς τους αιώνες συντελείται η πιο μεγάλη ακτινοβολία του μυκηναϊκού πολιτισμού και πραγματοποιείται η απόλυτη επικράτηση των μυκηναίων στον χώρο της κεντρικής και της νότιας Ελλάδας.
Η ακμή της δύναμής τους και η αναμφίβολη οικονομική τους κυριαρχία οφείλεται σε κάποια εξακριβωμένα δεδομένα, όπως είναι η αύξηση του πληθυσμού τους, η οργάνωση της διοίκησης, η ανάπτυξη μεγαλυτέρων οικισμών, ο έλεγχος του εμπορίου, η κυριαρχία στην θάλασσα…
Οφείλεται όμως και σε κάποια τυχαία γεγονότα, όπως ήταν η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, η οποία τους επέτρεψε να εξαπλωθούν ανεμπόδιστα, όχι μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου αντικατέστησαν τους μινωίτες, αλλά και στην ίδια την Κρήτη, η οποία σταδιακά γίνεται μέρος του μυκηναϊκού κόσμου.
Ενιαίο μυκηναϊκό κράτος δεν υπήρξε, παρά μόνο ισχυροί βασιλείς που έδρευαν σε διάφορες περιοχές: στις Μυκήνες, στις Θήβες, στην Τύρινθα, την Αθήνα, την Πύλο, τον Ορχομενό, την Ιωλκό.
Αυτά τα κρατίδια δεν αναπτύχτηκαν εντελώς μεμονωμένα, δρώντας σ’ ένα τοπικό περιβάλλον αυτοδύναμο, οικονομικά – πολιτιστικά και διοικητικά, αλλά μεταξύ τους υπήρχε επικοινωνία, με πυκνό οδικό δίκτυο.
Οι έδρες λοιπόν των βασιλείων χαρακτηρίζονταν από μεγάλο πλούτο, ο οποίος αντανακλάται στα ευρήματα των βασιλικών τάφων και στα μεγαλόπρεπα κτίρια, που απετέλεσαν τις κατοικίες των βασιλέων.
Βέβαια τ’ ανάκτορα που ανακαλύφτηκαν από τους αρχαιολόγους χρονολογούνται περίπου τον 13ο αι π.Χ.
Τα μυκηναϊκά βασίλεια διέθεταν στρατιωτική δύναμη, αγροτο – κτηνοτροφική οικονομική οργάνωση, ανεπτυγμένη βιοτεχνία, μεταλλοτεχνία, εμπόριο και τέχνες.
Φυσικά όλα ελέγχονταν από τους ηγεμόνες, διότι αυτοί ήταν οι γαιοκτήμονες, οι έμποροι, οι επιχειρηματίες.
Ο απλός λαός χωριζόταν σε ελεύθερους γεωργούς, ποιμένες, τεχνίτες αλλά και δούλους, που ήταν ξένοι.
Τα επαγγέλματά τους, έχουν αρκετή εξειδίκευση (κεραμείς, κναφείς, χρυσουργοί) ενώ οι εξειδικευμένοι τεχνίτες εργάζονται για λογαριασμό του ανακτόρου που τους έδινε τις πρώτες ύλες και τους πλήρωνε με τρόφιμα και γη.
Η νομή της γης ακολουθούσε την εξής κατανομή: τα μεγάλα τμήματα ανήκαν στον Άνακτα και στον Λααγέτη, ενώ τα μικρότερα τμήματα ανήκαν σε άτομα και ιερά, τα «κτίμενα», υπήρχαν επίσης κομμάτια που ανήκαν σε δήμους («κεκείμενα») καθώς επίσης και ενοικιαζόμενες εκτάσεις.
Για την καθημερινή τροφή τους είχαν δημητριακά, ελιές, σύκα, φρούτα, κρέας, γάλα, τυρί, θαλασσινά, ενώ χρησιμοποιούσαν αρκετά μυρωδικά και καρυκεύματα.
Η σχέση των μυκηναίων με τον πόλεμο είναι δεδομένη και πιστοποιείται από τα πολλά όπλα που συνόδευαν τις ταφές.
Τα όπλα τους ήταν χάλκινα και διακρίνονταν σε επιθετικά: το ξίφος, τα εγχειρίδια, το τόξο, το δόρυ, ο πέλεκυς και σε αμυντικά: θώρακας, κνημίδες, περιχερίδες, ασπίδες, κράνος (χαλκός, δέρμα, ύφασμα, ή δόντια χοίρου συντεριασμένα).
Οι ασπίδες ήταν αρχικά μεγάλες, οκτώσχημες ή ημικυλιννδρικές, αργότερα είχαν μικρές κυκλικές, χρησιμοποιούσαν επίσης πανοπλίες που ήταν χάλκινες.
Ως οχήματα είχαν τα δίτροχα άρματα (για πόλεμο και για κυνήγι), ενώ για υποζύγια είχαν βόδια και γαϊδούρια.
Στην θάλασσα χρησιμοποιούσαν μεγάλα κωπήλατα πλοία που κινούνται με κουπιά και με πανιά.
Η εξουσία εκφράζονταν μέσα από ένα αυστηρά ιεραρχημένο σύστημα αξιωμάτων και καθηκόντων, το οποίο, όπως προκύπτει από τις πινακίδες, ήταν το ακόλουθο:
Η ανώτατη αρχή ασκείται από τον «Άνακτα» (συγκεντρώνει όλες οι εξουσίες εκτός του αρχιερέα).
Υπήρχαν δύο «Λααγέτες» που ήταν επικεφαλείς των ενόπλων δυνάμεων.
Αναφέρονται οι «Επέτες» που ήταν ακόλουθοι του άνακτα, δηλαδή ανώτατοι αξιωματούχοι.
Επίσης το κάθε βασίλειο, σ’ όλη την επικράτειά του, ήταν χωρισμένο σε μικρότερες περιοχές διοίκησης που διοικούνταν από τους «Κορέτες» (χωρητές - κοιρητήρ) και τους «Προκορέτες».
Σημαντική θέση στην διοίκηση είχαν οι «Μόροπες», οι «Τελεστές» και οι «Δαμοκόροι», ενώ ανάμεσα στα υπόλοιπα αξιώματα αναφέρεται και το αξίωμα του «Βασιλέα» καθώς και τα συμβούλια των προκρίτων (γερουσίες).
Ίσως η οργάνωση της εξουσίας ν’ απαιτούσε, για λειτουργικούς σκοπούς, τα οικοδομήματα της διοίκησης να είχαν σύνθετη μορφή (κτηριακή κατασκευή), πιθανόν όμως η μορφή των ανακτόρων να σχετίζεται με τον αυξανόμενο πλούτο, τη δύναμη και το κύρος των μυκηναίων βασιλέων.
Από όσες αρχιτεκτονικές κατασκευές ανασκάφτηκαν η πιο σύνθετη κτιριακή δόμηση είναι το μέγαρο.
Οι μυκηναϊκές ακροπόλεις άλλοτε ήταν οχυρωμένες και άλλοτε ανοχύρωτες.
Τα τείχη κτίζονται κατά το κυκλώπειο σύστημα που θυμίζει χιτιτικά πρότυπα με τεράστιους ογκόλιθους ενώ οι πύλες τους έφεραν προμαχώνες.
Κατά τον 12ο αι και μετά οι οχυρές αυτές ακροπόλεις απέκτησαν υδραγωγεία προσιτά από μέσα. Το νερό ταξίδευε μερικές φορές υπογείως από μακριά για να φτάνει στις ακροπόλεις και να τις τροφοδοτεί μόνιμα με νερό, χρήσιμο ειδικά σε περιόδους πολιορκίας.
Το μέγαρο, ένας τετράπλευρος δόμος με εστία στην μέση, τοιχογραφίες που έβλεπε σε αυλή, με προθάλαμο και ανοιχτή στοά στην πρόσοψη, ήταν η κατοικία του βασιλιά και της βασίλισσας, ενώ παράλληλα αποτελούσε το σπουδαιότερο διοικητικό κέντρο το οποίο είχε την γνωστή από τα ομηρικά έπη διάταξη:
- Μεγάλη αυλή και κτίριο – μέγαρο που το συνθέτουν τρία μέρη η αίθουσα (η «λάμπουσα» του ομηρικού έπους), ο «πρόδομος» και ο «δόμος».
- Οι στέγες του ήταν οριζόντιες, ή επικλινείς με κεραμίδια.
- Οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι από πέτρα (ξυλοδεσιές και πλίνθους) και στο εσωτερικό διέθετε μεγάλη, κτιστή, κεντρική εστία με πήλινη καπνοδόχο στην οροφή.
- Περιβαλλόταν από διαδρόμους με πολλά δωμάτια και σκάλες που οδηγούσαν στον δεύτερο όροφο.
- Υπήρχαν ακόμη και άλλα δωμάτια με ποικίλη χρήση, όπως: ξενώνες, λουτρά, αρχεία, αποθήκες, εργαστήρια.
Στους τοίχους του μεγάρου χρησιμοποιείται κονίαμα (άσβεστοκονίαμα) και συχνά ήταν στολισμένοι με πολύχρωμες τοιχογραφίες.
Η τεχνική αυτών των τοιχογραφιών αλλά και γενικότερα οι συμβατικοί κανόνες στη μυκηναϊκή ζωγραφική προέρχονται από την Κρήτη.
Οι άντρες ζωγραφίζονται καστανοκόκκινοι, οι γυναίκες άσπρες, ενώ τα πρόσωπα παριστάνονται σε κατατομή (προφίλ). Η προοπτική είναι άγνωστη, ενώ το σχέδιο, που παρουσιάζεται χωρίς λεπτομέρειες, έχει ζωντάνια και φυσικότητα.
Τα θέματα της ζωγραφικής όπως και της αγγειογραφίας είναι στερεότυπα: το κυνήγι, ο πόλεμος, οι τελετές, οι θρησκευτικές πομπές.
Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικά από την πραγματικότητα και τα σχέδια δείχνουν κάπως «αφηρημένα».
Μερικές τοιχογραφίες έχουν φυσικό μέγεθος ειδικά αυτές που παριστάνουν πομπές (π.χ. των γυναικών). Η σύγκριση τοιχογραφιών διαφορετικής προέλευσης και χρονολογίας αποδεικνύει πως υπάρχουν τόσες ομοιότητες αναμεταξύ τους που μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως χρησιμοποιούσαν έτοιμα σχέδια (όπως γίνεται στις αγιογραφίες)11.
Από τις τοιχογραφίες συμπεραίνουμε ότι στον καθημερινό βίο η ενδυμασία των ανθρώπων μοιάζει με ιερατική στολή. Οι άνδρες φορούν χιτώνα (κοντύτερο από των γυναικών) με περίζωμα και μανίκια, φέρουν επίσης υψηλά υποδήματα και έχουν μαλλιά κοντά. Οι γυναίκες φορούσαν μακρύ άζωτο χιτώνα.12.
Οι μυκηναίοι καλλιέργησαν την τέχνη σ’ όλους τους τομείς.
Στην αρχή του μυκηναϊκού πολιτισμού δημιουργούνται κάποια ανάγλυφα, που είναι άτεχνα και πρωτόγονα13, παρ’ ότι σπουδαία ανάγλυφα συναντάμε στους σφραγιδόλιθους τους οποίους βρίσκουμε παρόντες από παλιά (από τον 16ο και 15ο αι π.Χ.),14 βέβαια δεν σώθηκαν πολλά δείγματα, αν και οι θολωτοί τάφοι έφεραν στα εξωτερικά μέρη γλυπτό διάκοσμο, χαρακτηριστικό δείγμα γλυπτικής αποτελεί το γιγαντιαίο ανάγλυφο από τα δύο όρθια λιοντάρια της πύλης των Μηκηνών (κατά το Εραλδικό πρότυπο).
Εξ’ ίσου σημαντική είναι και η τέχνη των μυκηναϊκών κοσμημάτων, η οποία συναγωνίζεται σε ποιότητα την μινωική τέχνη και την τέχνη της Ανατολής15.
Η τέχνη λοιπόν της χρυσοχοΐας είναι κομμάτι της ανεπτυγμένης μεταλλοτεχνίας που έδωσε καταπληκτικά δείγματα σε σφυρήλατα ή έκκρουστα αντικείμενα (αγγεία, κύπελλα και σκεύη) (π.χ. το κύπελλο του Βαφειού).
Σπουδαία επίσης υπήρξε η τεχνική της εμπίεστης διακόσμησης των όπλων και των αγγείων με μορφές και σχήματα κομμένα σε ελάσματα (χρυσά - αργυρά) και κολλημένα σε φόντο νιέλου, δηλαδή τοποθετημένα σ’ ένα κράμα αργύρου, χαλκού, μολύβδου, θείου και βόρακα, με χρώμα μολύβδου. Μ' αυτόν τον τρόπο αποδόθηκαν ζωντανές κάποιες σκηνές, πάνω σε εγχειρίδια που βρέθηκαν στο Βαφειό, στην Πρόσυμνα, στις Μυκήνες.
Οι Μυκηναίοι όμως υπήρξαν και θαυμάσιοι κατασκευαστές τεχνικών έργων, που οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν στις ανασκαφές.
Δημιούργησαν λοιπόν, μεγάλους και αξιοθαύμαστους δρόμους (κυριολεκτικά ένα σπουδαίο δίκτυο), οδογέφυρες, φράγματα για την εκτροπή χειμάρων, σήραγγες για αποξηράνσεις, καταπληκτικά τείχη με μεγάλους πέτρινους όγκους, τους οποίους στις εισόδους ελάφρυναν με κουφιστικά τρίγωνα (πύλη λεόντων), κατασκεύαζαν επίσης υπόγειους διαδρόμους, οι οποίοι στις ακροπόλεις οδηγούσαν εκτός των τειχών όταν η πολιορκία το απαιτούσε.
Επίσης υπήρξαν δραστήριοι στο εμπόριο αφού τα προϊόντα τους (αγγεία, υφάσματα, κοσμήματα) εντοπίζονται τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο (Ουγκαρίτ, Βύβλος, Παλαιστήνη, Ιορδανία), όσο και στην Αίγυπτο, ή στη Δύση (Λιπάρες νήσοι, Σικελία), αλλά και στην κεντρική Ευρώπη, απ’ όπου εισήγαγαν μέταλλα (πολύτιμα, χαλκό) και δούλους.
Η πνευματική εικόνα του μυκηναϊκού πολιτισμού η οποία μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα λόγω των ομηρικών κειμένων αποτυπώνεται στους μύθους, στην θρησκεία, την μουσική, την ποίηση, στην χρήση της γραφής.
Η καλλιέργεια της μουσικής συνδέθηκε με την ποίηση (έμμετρη απαγγελία, με την συνοδεία μουσικής) ενώ χρησιμοποιείται η λύρα (πεντάχορδη ή οκτάχορδη με στοιχειώδες ηχείο) η οποία μοιάζει με την μεταγενέστερη φόρμιγγα.
Η ποίηση καλλιεργήθηκε, παρ’ ότι στις χιλιάδες πήλινες πινακίδες, τις γραμμένες στην γραφή των Μυκηναίων (την Γραμμική Β΄), δεν σώθηκαν λογοτεχνικά κείμενα παρά «λογιστικά κείμενα» της διοίκησης.
Είναι όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική ποίηση του έπους ξεκίνησε αυτή την εποχή και οι σπουδαίες επικές μορφές της Ελληνικής μυθολογικής παράδοσης τραγουδήθηκαν τότε, ενώ τότε διαμορφώθηκαν και κάποιοι μύθοι της ελληνικής μυθολογίας, όπως υποστήριξε εύστοχα ο Nilson16, αφού ο πυρήνας της Ελληνικής μυθολογίας είναι μυκηναϊκός.
Οι θεοί των Μυκηναίων, ήταν ανθρωπόμορφοι, εκτός μερικών που ήταν ζωόμορφοι και κάποιων που παριστάνονταν ως τερατόμορφοι δαίμονες.
Στις πήλινες πινακίδες ανιχνεύουμε τα ονόματά τους.
Θεές: Ήρα, Αθηνά, Ποσειδάεια, Άρτεμη, Ιφιμέδεια, Ερινύς, Πότνια (;)
Θεοί: Ζευς, Ποσειδών, Ήφαιστος, Άρης – Ενυάλιος, Παιάων, Ερμής, Διόνυσος και ο Δεσπότης (;).
Οι θεοί απεικονίζονται συνήθως στις τοιχογραφίες αλλά και στα ειδώλια, ενώ η λατρεία τους γίνεται τόσο στα ανάκτορα, όσο και στα σπήλαια και περιλαμβάνει σπονδές, αιματηρές θυσίες και αναίμακτες.
Δεν υπήρχε λατρεία των νεκρών, όμως πίστευαν στην μεταθανάτια ζωή.
Οι νεκροί ενταφιάζονταν απευθείας στο χώμα, χρησιμοποιώντας ξύλινα φέρετρα, ή πήλινες λάρνακες.
Τους συνόδευαν με αντικείμενα π.χ. αγγεία, σκεύη, όπλα, κοσμήματα και τρόφιμα. Μερικές φορές τον νεκρό συνόδευαν και τα προσφιλή ζώα τους (σκυλιά, άλογα) π.χ. ο τάφος του Μαραθώνα.
Μετά την αποσάρκωση του νεκρού τα οστά πετιούνταν έξω και τα κτερίσματα ανήκαν στους συγγενείς, μάλιστα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν.
Στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής καθιερώνεται σποραδικά και η καύση των νεκρών.
Συναντώνται τριών ειδών τάφοι: οι Λακοειδείς (παλαιότεροι τάφοι), οι Θαλαμοειδείς και οι Θολωτοί (τάφοι ανάκτων) που ήταν στρογγυλοί θάλαμοι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, με ογκόλιθους σε σχήμα οξυκόρυφο με κυκλικό θόλο17.
Η γλώσσα.
Το μυστικό της μυκηναϊκής γλώσσας απεκάλυψαν οι χιλιάδες πινακίδες που βρέθηκαν στην Κνωσό, στην Πύλο και στην Θήβα, οι οποίες αποκρυπτογραφήθηκαν από τον Βέντρις.
Οι Μυκηναίοι λοιπόν μιλούσαν Ελληνικά και ανήκουν σ’ εκείνα τα φύλα που αυτή την περίοδο κυριάρχησαν στην κεντρική και νότια Ελλάδα (Αχαιοί…).
Η μορφή της γλώσσας τους είναι κοντινή στην Αρκαδική διάλεκτο, αλλά δεν μπορούμε με ακρίβεια να την ανασυνθέσουμε, γιατί στην καταγραφή της χρησιμοποιήθηκε μια συλλαβογραφία, που ήδη χρησιμοποιούνταν για κάποια άλλη γλώσσα, η οποία είχε τους δικούς της φωνητικούς κανόνες (Γραμμική Α΄).
Δηλαδή τα σύμβολά της Γραμμικής Β΄ είναι συλλαβογράμματα που αποδίδουν αλλού περισσότερους και αλλού λιγότερους φθόγγους, απ’ όσους είχαν οι λέξεις ώστε αυτές να «παραμορφώνονται».
Μάλιστα επειδή οι πινακίδες, καταγράφουν λογιστικά, τυποποιημένα, κείμενα, που είναι βραχυγραφημένα, σύμφωνα με κάποια σταθερά πρότυπα, που ακολουθούσαν οι γραφείς, τους λείπει και η «γραμματική ποικιλία» αλλά και η «συντακτική συνοχή» που χαρακτηρίζει ένα οποιοδήποτε άλλο συνεχές κείμενο.
Η γραφή
Η γραφή των Μυκηναίων ονομάστηκε Γραμμική Β΄ και αποτελεί την μετεξέλιξη της μινωικής γραφής που ο Έβανς ονόμασε «Γραμμική Α΄», η οποία όμως είναι προσαρμοσμένη στην Ελληνική γλώσσα.
Τα κείμενά της γραφόνταν σε οριζόντιους στίχους από αριστερά προς τα δεξιά και χωρίζονταν αναμεταξύ τους με γραμμές.
Η γραφή αυτή (Γραμμική Β΄) αποτελείται από 87 σύμβολα, τα οποία αποδίδουν συλλαβές αποτελούμενες από σύμφωνα με φωνήεντα, αλλά και πέντε φωνήεντα (α,ε,ι,ο,ου). Μερικά από αυτά τα σύμβολα αντιστοιχούν σε διφθόγους, κάποια άλλα σε συλλαβές με δύο σύμφωνα και φωνήεν (πτε ..), ενώ κάποια άλλα είναι ιδεογράμματα και αποδίδουν «βραχυγραφικά» κάποιες έννοιες όπως: άνδρας, άλογο, πρόβατο. (εικόνα με τα σύμβολα)
Υπάρχουν βέβαια και τα αριθμητικά σύμβολα που διασώζονται σ' αυτές (για τις μονάδες, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες), ενώ χρησιμοποιούνται επίσης μονάδες όγκου και βάρους.
Οι πινακίδες που μας διέσωσαν αυτήν την γραφή είναι πήλινες, αρχικά χαράχτηκαν σε νωπό πηλό, ο οποίος κατά την καταστροφή των ανακτόρων ψήθηκε από την πυρκαγιά και έτσι συμπτωματικά διατηρήθηκαν.
Το γεγονός αυτό, ότι ο άψητος πηλός χρησιμοποιούνταν ως υλικό γραφής, σημαίνει ότι πιθανόν να αξιοποιήθηκαν και κάποια άλλα πιο εύχρηστα υλικά γραφής π.χ. ξύλο, ή δέρμα…, έτσι κάποια άλλα κείμενα που πιθανόν να υπήρχαν εκεί (στα ανάκτορα) και να συντηρούνταν γραμμένα πάνω σε ξύλο, ή σε δέρμα, όπως φαίνεται καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Αυτή λοιπόν είναι μια τεκμηριωμένη, αρχαιολογικά, «ανάπλαση» της οικονομικής, κοινωνικής και της πνευματικής ζωής των Αχαιών του Ομήρου, με βάση την ερμηνεία των ευρημάτων από τις ανασκαφές.
Τα ευρήματα που εντοπίζονται σε πολύ μακρινά σημεία της Μεσογείου, όπως στην Κύπρο, στην Ουγκαρίτ, στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, στην Σικελία… αποδεικνύουν την δυναμική παρουσία των μυκηναίων στην νότια Βαλκανική.
Οι επιστήμονες μελετώντας τα ευρήματα διαπιστώνουν ότι οι μυκηναίοι ταξίδεψαν στην νότια Ιταλία, στην Σικελία, στην Σαρδηνία, στην Ισπανία και πιθανόν μέχρι την Βρετανία.
Εμπορικές επαφές διατηρούσαν με την Αδριατική αλλά και πιο μακρινές ακόμη, με περιοχές του Ευξείνου Πόντου, τα Βαλκάνια, τις περιοχές του Δούναβη και την Βαλτική!
Τα τόσο μακρινά ευρημάτα δεν προκαλούν έκπληξη, αλλά θυμίζουν εκείνο τον στίχο του Ομήρου (Λ-20) που αναφέρει ότι ο Αγαμέμνονας ότι ήταν «ξακουστός στην Κύπρο», και γι' αυτό τον λόγο ο βασιλιάς «Κινύρις» του κάνει δώρο ένα θώρακα, ενέργεια που είναι αρκετά δηλωτική για τις σχέσεις που ανέπτυξαν οι Αχαιοί με άλλες περιοχές.
Η «ανάπλαση» του μυκηναϊκού κόσμου με βάση τις αρχαιολογικές μας γνώσεις, αποκαλύπτει πολλά για την σχέση του Ομήρου με την εποχή που περιγράφει στα έπη του.
Ήδη σ’ άλλο κεφάλαιο (για τον αφηγητή Όμηρο), θ’ αναφέρουμε σε τι επίπεδο τεκμηριώνεται αυτή η σχέση (γνώση), Ομήρου – μυκηναϊκής εποχής, αλλά και η σημαντική του απόκλιση («άγνοια»), από βασικά δεδομένα της, η οποία μας προβληματίζει.
Ενδεικτικά πρέπει να πούμε ότι η σχέση του ποιητή με τον μυκηναϊκό κόσμο ανιχνεύεται σε ζητήματα που δεν είναι τυχαία όπως π.χ. η προσφώνηση «άναξ» για τον ανώτατο άρχοντα και τους θεούς (όπως στις πινακίδες), οι περιγραφές των ανακτόρων και της δομής τους, οι αναφορές στην ανεπτυγμένη τέχνη και τα προϊόντα της (κοσμηματοποιία), οι πληροφορίες για την οπλοτεχνική («φάσγανον αργυρόηλον») και τα είδη των όπλων (ασπίδες, το κράνος από δόντια χοίρου…), τα πολεμικά άρματα και την χρήση τους, την μεταλλοτεχνία (τεχνικές κατεργασίας των ευγενών μετάλλων π.χ. του χρυσού), τα είδη των αντικειμένων καθημερινής χρήσης.
Τις μυκηναϊκές πινακίδες θυμίζουν επίσης, οι ομηρικές ονομασίες των θεοτήτων ή οι προσφωνήσεις τους («πότνια»), αλλά και τα πλούσια κτερίσματα των τάφων με τα πολλά όπλα που αντιστοιχούν κατά πολύ στους ομηρικούς χαρακτηρισμούς για «πολεμόχαρους» Αχαιούς (φιλοπόλεμη διάθεσή).
Ο Όμηρος λοιπόν, γνωρίζει στοιχεία της μυκηναϊκής εποχής και είναι βέβαιος για την ισχύ και τον πλούτο των Μυκηνών, ή για τα σπουδαιότερα μυκηναϊκά κέντρα, το Άργος, την Σπάρτη, την Πύλο, την Αθήνα, αγνοεί όμως βασικά στοιχεία όπως π.χ. την τέλεια γραφειοκρατική οργάνωση των ανακτόρων, τις τοιχογραφίες τους, τον καταμερισμό στην εργασία, την χαμηλή θέση του βασιλικού αξιώματος.
Η ομηρική «γνώση» όπως και η «άγνοια» του ποιητή είναι ένα σημαντικό θέμα που θα μας απασχολήσει αφού δεν περιορίζεται μόνο στα ήθη και στην ζωή των μυκηναίων αλλά απλώνεται και σ’ άλλα ζητήματα, εθνογεωγραφικά π.χ. την κατανομή λαών και φυλετικών ομάδων μέσα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου κάτι που αποτελεί μια ενδιαφέρουσα παράμετρο στο ζήτημα της ιστορικότητας της Ιλιάδας.
Στην περίπτωση των Ελληνων (Αχαιών) μας ενδιαφέρει η ομηρική κατανομή των επιμέρους φυλετικών ομάδων στον χώρο της νότιας Βαλκανικής, όμως ελέγχοντας και τους αντιπάλους τους, τους Τρώες οι οποίοι συγκροτούν και εκείνοι συμμαχία διαπιστώνουμε ότι έχουμε μια ευρύτατη απογραφή λαών, που απλώνεται από την Θράκη έως τα βάθη της Μικράς Ασίας.
ΔΕΣ:
----------------------
1. Αυτός αποτελεί ένα τμήμα του νεκροταφείου διότι τον 13ο αι κτίστηκε το δυτικό κυκλώπειο τείχος αποκόπτοντας το τμήμα του νεκροταφείου που εκτεινόταν έξω από τα τείχη.
2. J.Bury &R.Meiggs Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας 31σελ.
3. Οι ανασκαφές έδειξαν ότι κατοικήθηκε από πολύ παλιά από την Νεολιθική Εποχή, όμως άκμασε την Μυκηναϊκή περίοδο, (1600-1150). Κατά την αρχαιότερη ανακτορική περίοδο διακρίνεται ένα πρώτο ανακτορικό συγκρότημα με δύο κτίρια, μια κάτω Ακρόπολη και μια Άνω, τα οποία καταστρέφονται από σεισμό (Κάτω Ακρόπολη) 13ο αι και από πυρκαγιά της Άνω Ακροπόλεως, έτσι η περιοχή της ακρόπολης αναμορφώνεται τον 12ο αι .
Τα τείχη περιβάλλουν ολόκληρο τον λόφο δημιουργώντας ενιαία οχύρωση μιας περιοχής 20.000 τ.μ και το πλάτος του τείχους φτάνει μέχρι 8 μ ενώ το ύψος υπολογίζεται γύρω στα 13 μ, υπήρχαν δυο υπόγειες γαλαρίες που οδηγούν σε πηγές έξω από την ακρόπολη, ενώ στα νότια και τα αντολικά δύο μακρόστενοι διάδρομοι "σήραγγες" με τοξωτή αλλά οξυκόρυφη στέγη που την αποτελούν ογκόλιθοι οδηγούσαν σε τετράγωνα δωμάτια του τείχους.
4. Από τις ανασκαμμένες θέσεις υπολογίζεται ότι η πρώτη εγκατάσταση των Ελλήνων έγινε στις Ανατολικές παρυφές της Λάρισσας και στις πρόποδες του λόφου του λόφου του προφήτη Ηλία, όπου ανακαλύφτηκαν μεγάλης έκτασης θεμέλια μεγάλων ορθογώνιων και αψιδωτών κτιρίων σε κυκλική διάταξη και υποτίθεται πως έγινε οχύρωση ολοκλήρου του λόφου.
Ανακαλύφτηκε επίσης μυκηναϊκό κτίριο με τοιχογραφίες και στην ακρόπολη της Λάρισσας όπου βρέθηκε το ιερό του Δία και της Αθηνάς, εκεί στην βάση της οχύρωσης βρέθηκε παλιά κυκλώπεια οχύρωση ενσωματωμένη στις μεταγενέστερες οχυρώσεις, συνεπώς εκεί πιθανόν να βρισκόταν η ακρόπολη που χτίστηκε από τον Ακρίσιο .
5. Η κύρια είσοδος οδηγεί σε αυλή, στην συνέχεια ακολουθεί ο προθάλαμος που οδηγεί μέσα στο μέγαρο. Το κεντρικό δωμάτιο έχει διαστάσεις 12,90 Χ 11.00 και στο κέντρο του διαθέτει μεγάλη κυκλική εστία με τέσσερις κίονες, ενώ στο κέντρο του δεξιού τοίχου διακρίνονται τα ίχνη του θρόνου, (όπως και στην Τύρινθα), ενώ το πάτωμα ήταν στρωμένο με κονίαμα και χωρισμένο σε τετράγωνα με έγχρωμα γραμμικά σχέδια, ενώ οι τοίχοι έφεραν τοιχογραφίες.
6. Από αγγεία αργυρά, χάλκινα, πήλινα, δαχτυλίδια χρυσά, μια συλλογή σφραγιδόλιθων και ανάμεσα στα υπόλοιπα δύο περίτεχνα χρυσά κύπελλα με ανάγλυφες παραστάσεις .
7. Και πολυγωνικά τείχη του 13ου αι, που μοιάζουν με τα τείχη της Τύρινθας, ενώ βρέθηκαν ακόμη και πλούσιοι τάφοι του 14ου ,13ου αι.
8. χωρίς θεαματικά αποτελέσματα, όμως εκεί υπάρχει ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους θολωτούς τάφους ο οποίος έχει καταπληκτική ομοιότητα με τον "Τάφο του Ατρέα" στις Μυκήνες. Στενή σχέση έχει και το οχυρό του Γλα με το διπλό του ανάκτορο και τα ισχυρά του τείχη κατά το πρότυπο της Αργολίδας ενώ αξιοθαύμαστο είναι το μεγάλο μυκηναϊκό έργο (14ος ή 13ος αι) της αποξήρανσης της λίμνης, το οποίο πραγματοποιήθηκε με κατάλληλους τάφρους, προχώματα και καταβόθρα ώστε να στραγγίζει τα νερά.
9. Οι αρχαιολόγοι για να μπορέσουν ν' ανασυνθέσουν πιο καθαρά την Εποχή του Χαλκού, την οποία καθόρισαν χρονικά από το 2800 π.Χ - 1100 π.Χ. συνδύασαν τα ευρήματα από τις ανεσκαμμένες θέσεις στην ηπειρωτική Ελλάδα, και απεφάνθησαν για τρεις περιόδους:
1. Πρωτοελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 2800 -2000 π.Χ.
2. Μεσοελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 2000 - 1580 π.Χ
3.Υστεροελλαδική περίοδος (Ι,ΙΙ,ΙΙΙ) 1580 - 1100 π.Χ
ΔΕΣ:
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ - ΠΡΩΤΟΪΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ
10. Και στην κεραμική που η μινωική μίμηση άλλοτε είναι πιστή και άλλοτε έχει έντεχνο χαρακτήρα, παράγοντας συνδυασμούς, έτσι και στην μεταλλοτεχνία η οι τρόποι (χρυσοκόλληση, έκκρουση, εσωτερική επένδυση, έλαση) και η τέχνη έχουν μινωική προέλευση, παράγοντας σκεύη που είναι πανομοιότυπα με τα μινωικά.
11. Στην αγγειογραφία οι μυκηναίοι μιμούνται τον μινωικό φυσιοκρατικό ρυθμό του 16ου αι γρήγορα, όμως οι παραστάσεις απλουστεύονται σε αφηρημένα εύκολα σχέδια και οι μορφές των ανθρώπων και των ζώων είναι απλά σκίτσα.
12. Τα υφάσματα ήταν μάλλινα - λινά, τα σκεύη τους ήταν πήλινα, μεταλλικά, ξύλινα, τα εργαλεία χάλικινα, λίθινα.
13. Προς το τέλος της ακμής ανήκουν τα χιλιάδες πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια, ένα ολόγλυφο κεφάλι και οι ταύροι από τον γλυπτό διάκοσμο του τάφου του Ατρέα.
Αξιόλογα ανάγλυφα έργα βρίσκουμε και στην ελεφαντουργία, ως διακοσμητικά όπλων, σκευών και επίπλων, όπου παριστάνουν ανθρώπους, ζώα, σφίγγες, των οποίων η τεχνοτροπία είναι επηρεασμένη ολοφάνερα από την Κρήτη και την Μέση Ανατολή.
14. Είναι γεγονός ότι υπάρχει Μινωική επιρροή. Οι τεχνίτες επιμένουν στην λεπτομέρεια των μορφών, ενώ από τον 14ο αι και μετά, οι όγκοι χάνουν την πλαστικότητά τους, τα σώματα κοιλαίνουν και τα σχήματα διαλύονται.
Λόγω της ατομικής χρήσης των σφραγίδων και της αναγκαίας διαφοροποίησής τους υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία σφραγιδολίθων και σχεδίων, αφού καμία δεν είναι όμοια με κάποια άλλη.
Τα θέματά τους είναι άνθρωποι, ζώα, φυτά, σκηνές κυνηγιού, μάχης, μυθικά όντα και αποτελούν ένα είδος μικρογλυπτικής σε πολύτιμους λίθους και σε χρυσό.
15. Δαχτυλίδια (απλά ή με σφενδόνη), περιδέραια με διάφορες χάντρες, βραχιόλια, καρφίτσες …όλα ήταν χρυσά, ή από πολύτιμους λίθους, αργότερα χρησιμοποιούν και το χρωματιστό γυαλί.
Κατασκευάζονται όμορφα έκκρουστα, κοκκιδωτά, συρμάτινα, ή σμαλτωμένα, κοσμήματα, ενώ τα γυάλινα χύνονται σε καλούπι (σε πολλά σχήματα: λουλούδια, σπόροι, φύλλα…).
16. Nilson «Η μυκηναϊκή προέλευση της Ελληνικής Μυθολογίας»
17. Οι Λακοειδείς ήταν παλιότεροι τάφοι που έμοιαζαν με τετράπλευρους λάκους που έφεραν στην οροφή δοκάρια που πάνω έβαζαν κλαδιά και χώμα ή σχιστόπλακες.
Οι Θαλαμοειδείς ήταν υπόγεια δωμάτια στα οποία οδηγούσε κατηφορικός τάφρος. Μετά την ταφή η θύρα έκλεινε με ξερολιθιά και ο δρόμος γέμιζε με χώμα που το αφαιρούσαν πλέον όταν θα έκαναν την επόμενη ταφή.
Οι Θολωτοί ήταν οι τάφοι των Ανάκτων. Ήταν στρογγυλοί θάλαμοι κτισμένοι κατά τον εκφορικό τρόπο, με ογκόλιθους σε σχήμα οξυκόρυφο με κυκλικό θόλο. Έφεραν θύρα στην οποία κατέληγε ένα μακρύς διάδρομος και στο υπέρθυρο αυτής της εισόδου υπήρχε το κουφιστικό τρίγωνο .
Αυτοί ως κτίσματα ήταν αρκετά προσεγμένοι με καλή λιθοδομή, θύρες και προσόψεις με γλυπτό διάκοσμο (π.χ. ο τάφος του Ατρέα).