[27] ἀντικατηγορῆσαι δέ σου πολλὰ καὶ μεγάλα καὶ παλαιὰ καὶ νέα πράσσοντος δυνάμενος οὐ βούλομαι· ‹βούλομαι› γὰρ οὐ τοῖς σοῖς κακοῖς ἀλλὰ τοῖς ἐμοῖς ἀγαθοῖς ἀποφεύγειν τὴν αἰτίαν ταύτην. πρὸς μὲν οὖν σὲ ταῦτα.
[28] πρὸς δ᾽ ὑμᾶς ὦ ἄνδρες κριταὶ περὶ ἐμοῦ βούλομαι εἰπεῖν ἐπίφθονον μὲν ἀληθὲς δέ, ‹μὴ› κατηγορημένῳ μὲν οὐκ ἀνεκτά, κατηγορουμένῳ δὲ προσήκοντα. νῦν γὰρ ἐν ὑμῖν εὐθύνας καὶ λόγον ὑπέχω τοῦ παροιχομένου βίου. δέομαι οὖν ὑμῶν, ἂν ὑμᾶς ὑπομνήσω τῶν τι ἐμοὶ πεπραγμένων καλῶν, μηδένα φθονῆσαι τοῖς λεγομένοις, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖον ἡγήσασθαι κατηγορημένον δεινὰ καὶ ψευδῆ καί τι τῶν ἀληθῶν ἀγαθῶν εἰπεῖν ἐν εἰδόσιν ὑμῖν· ὅπερ ἥδιστόν μοι.
[29] πρῶτον μὲν οὖν καὶ δεύτερον καὶ μέγιστον, διὰ παντὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς τέλος ἀναμάρτητος ὁ παροιχόμενος βίος ἐστί μοι, καθαρὸς πάσης αἰτίας· οὐδεὶς γὰρ ἂν οὐδεμίαν αἰτίαν κακότητος ἀληθῆ πρὸς ὑμᾶς περὶ ἐμοῦ εἰπεῖν ἔχοι. καὶ γὰρ οὐδ᾽ αὐτὸς ὁ κατήγορος οὐδεμίαν ἀπόδειξιν εἴρηκεν ὧν εἴρηκεν· οὕτως λοιδορίαν οὐκ ἔχουσαν ἔλεγχον ὁ λόγος αὐτῷ δύναται.
[30] φήσαιμι δ᾽ ἄν, καὶ φήσας οὐκ ἂν ψευσαίμην οὐδ᾽ ἂν ἐλεγχθείην, οὐ μόνον ἀναμάρτητος ἀλλὰ καὶ μέγας εὐεργέτης ὑμῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν ἁπάντων ἀνθρώπων, οὐ μόνον τῶν νῦν ὄντων ἀλλὰ ‹καὶ› τῶν μελλόντων, εἶναι. τίς γὰρ ἂν ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου καὶ κεκοσμημένον ἐξ ἀκόσμου, τάξεις τε πολεμικὰς εὑρὼν μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα, νόμους τε γραπτοὺς φύλακας [τε] τοῦ δικαίου, γράμματά τε μνήμης ὄργανον, μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς, ἀριθμόν τε χρημάτων φύλακα, πυρσούς τε κρατίστους καὶ ταχίστους ἀγγέλους, πεσσούς τε σχολῆς ἄλυπον διατριβήν; τίνος οὖν ἕνεκα ταῦθ᾽ ὑμᾶς ὑπέμνησα;
[31] δηλῶν ‹μὲν› ὅτι τοῖς τοιούτοις τὸν νοῦν προσέχω, σημεῖον δὲ ποιούμενος ὅτι τῶν αἰσχρῶν καὶ τῶν κακῶν ἔργων ἀπέχομαι· τὸν γὰρ ἐκείνοις τὸν νοῦν προσέχοντα τοῖς τοιούτοις προσέχειν ἀδύνατον. ἀξιῶ δέ, εἰ μηδὲν αὐτὸς ὑμᾶς ἀδικῶ, μηδὲ αὐτὸς ὑφ᾽ ὑμῶν ἀδικηθῆναι. [32] καὶ γὰρ οὐδὲ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων οὕνεκα ἄξιός εἰμι κακῶς πάσχειν, οὔθ᾽ ὑπὸ νεωτέρων οὔθ᾽ ὑπὸ πρεσβυτέρων. τοῖς μὲν γὰρ πρεσβυτέροις ἄλυπός εἰμι, τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀνωφελής, τοῖς εὐτυχοῦσιν οὐ φθονερός, τῶν δυστυχούντων οἰκτίρμων· οὔτε πενίας ὑπερορῶν, οὐδὲ πλοῦτον ἀρετῆς ἀλλ᾽ ἀρετὴν πλούτου προτιμῶν· οὔτε ἐν βουλαῖς ἄχρηστος οὔτε ἐν μάχαις ἀργός, ποιῶν τὸ τασσόμενον, πειθόμενος τοῖς ἄρχουσιν. ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐμὸν ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν· ὁ δὲ παρὼν καιρὸς ἠνάγκασε, καὶ ταῦτα κατηγορημένον, πάντως ἀπολογήσασθαι.
[33] λοιπὸν δὲ περὶ ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐστί μοι λόγος, ὃν εἰπὼν παύσομαι τῆς ἀπολογίας. οἶκτος μὲν οὖν καὶ λιταὶ καὶ φίλων παραίτησις ἐν ὄχλῳ μὲν οὔσης τῆς κρίσεως χρήσιμα· παρὰ δ᾽ ὑμῖν τοῖς πρώτοις οὖσι τῶν Ἑλλήνων καὶ δοκοῦσιν, οὐ φίλων βοηθείαις οὐδὲ λιταῖς οὐδὲ οἴκτοις δεῖ πείθειν ὑμᾶς, ἀλλὰ τῷ σαφεστάτῳ δικαίῳ, διδάξαντα τἀληθές, οὐκ ἀπατήσαντά με δεῖ διαφυγεῖν τὴν αἰτίαν ταύτην.
[34] ὑμᾶς δὲ χρὴ μὴ τοῖς λόγοις μᾶλλον ἢ τοῖς ἔργοις προσέχειν τὸν νοῦν, μηδὲ τὰς αἰτίας τῶν ἐλέγχων προκρίνειν, μηδὲ τὸν ὀλίγον χρόνον τοῦ πολλοῦ σοφώτερον ἡγεῖσθαι κριτήν, μηδὲ τὴν διαβολὴν τῆς πείρας πιστοτέραν νομίζειν. ἅπαντα γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἀνδράσι μεγάλης εὐλαβείας ἁμαρτάνειν, τὰ δὲ ἀνήκεστα τῶν ἀκεστῶν ἔτι μᾶλλον· ταῦτα γὰρ προνοήσασι μὲν δυνατά, μετανοήσασι δὲ ἀνίατα. τῶν δὲ τοιούτων ἐστίν, ὅταν ἄνδρες ἄνδρα περὶ θανάτου κρίνωσιν· ὅπερ ἐστὶ νῦν παρ᾽ ὑμῖν.
***
[27] Δεν θέλω, ενώ μπορώ, να σε κατηγορήσω και εγώ με τη σειρά μου για πολλές και σημαντικές, παλαιές και πρόσφατες πράξεις σου· γιατί θέλω να απαλλαγώ από την κατηγορία αυτή όχι χάρη στη δική σου κακία αλλά χάρη στη δική μου αρετή. Αυτά λοιπόν για σένα.
[28] Θέλω τώρα να απευθυνθώ σε σας, κύριοι δικαστές, και να πω για τον εαυτό μου κάτι που προκαλεί το φθόνο, είναι όμως αλήθεια, πράγμα που δεν είναι ανεκτό από κάποιον που δεν κατηγορείται, είναι σωστό όμως για ένα κατηγορούμενο. Γιατί τώρα κάνω απολογισμό και δίνω λόγο για τον πρότερό μου βίο. Σας παρακαλώ λοιπόν, αν σας υπενθυμίσω ορισμένα από τα καλά που έχω κάνει, κανένας σας να μη δυσανασχετήσει με όσα θα πω, αλλά να κατανοήσει ότι είναι αναγκαίο, εφόσον κατηγορούμαι για πράγματα φοβερά και ψευδή, να πω κάτι και για αληθινά καλά, παρόλο που εσείς τα γνωρίζετε — γεγονός που μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση.
[29] Πρώτον, λοιπόν, και δεύτερο και σπουδαιότερο, η περασμένη μου ζωή είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος της, απολύτως ανεπίληπτη, καθαρή από κάθε κατηγορία· γιατί κανένας δεν μπορεί να σας πει για μένα ούτε μιαν αληθινή κατηγορία για κακία. Και ούτε ο ίδιος ο κατήγορος ανέφερε καμίαν απόδειξη για όσα είπε· έτσι ο λόγος του έχει την ισχύ μιας ανεξέλεγκτης συκοφαντίας.
[30] Θα μπορούσα επίσης να ισχυριστώ, και αν το ισχυριζόμουν δεν θα έλεγα ψέματα, ούτε θα μπορούσε κανείς να με αντικρούσει, ότι είμαι όχι μόνον ανεπίληπτος, αλλά κα μεγάλος ευεργέτης, δικός σας και όλων των Ελλήνων και του συνόλου των ανθρώπων, όχι μόνο των τωρινών αλλά και των μελλοντικών. Γιατί ποιός κατέστησε την ανθρώπινη ζωή από στερημένη εύπορη και από άκοσμη καλλιεργημένη, έχοντας εφεύρει τις πολεμικές τακτικές, το πιο μεγάλο πλεονέκτημα, και τους γραπτούς νόμους, φύλακες του δικαίου, τα γράμματα, εργαλείο της μνήμης, τα μέτρα και τα σταθμά, επινοήσεις για τη συνεννόηση στις συναλλαγές, τον αριθμό, φύλακα της περιουσίας, τους πυρσούς, τους ικανότερους και πιο ταχείς αγγελιαφόρους, τους πεσσούς, την ευχάριστη διασκέδαση στη σχόλη; Γιατί λοιπόν σας θύμισα αυτά;
[31] Για να δείξω ότι με τέτοια πράγματα ασχολούμαι και να επισημάνω ότι βρίσκομαι μακριά από άσχημες και κακές ασχολίες· γιατί είναι αδύνατον αυτός που ασχολείται με τα πρώτα να ασχολείται με τα δεύτερα. Και θεωρώ σωστό, εφόσον δεν σας έχω κάνει κακό, να μην υποστώ και κανένα κακό από σας.
[32] Ούτε και για τις άλλες ασχολίες μου δεν μου αξίζει να πάθω κακό, ούτε από τους νεότερους ούτε από τους μεγαλύτερούς μου. Αφού στους μεγαλύτερους δεν προκαλώ κακό, ενώ τους νεότερους τους ωφελώ· χωρίς φθόνο για τους ευτυχισμένους, είμαι πονετικός για τους δυστυχισμένους· δεν περιφρονώ τη φτώχεια, ούτε προτιμώ τον πλούτο από την αρετή, αλλά την αρετή από τον πλούτο· δεν είμαι άχρηστος στη λήψη αποφάσεων, ούτε νωθρός στις μάχες, και κάνω το καθήκον μου πειθαρχώντας στους αρχηγούς. Βέβαια δεν πρέπει εγώ να επαινέσω τον εαυτό μου· αλλά αναγκάστηκα να το κάνω κάτω από τις παρούσες συνθήκες και, εφόσον κατηγορήθηκα γι᾽ αυτά που κατηγορήθηκα, έπρεπε να υπερασπίσω τον εαυτό μου με κάθε τρόπο.
[33] Απομένει, πριν σταματήσω την υπεράσπισή μου, να μιλήσω σε σας για σας. Οίκτος, ικεσίες και παρακλήσεις φίλων είναι χρήσιμα όταν η απόφαση εξαρτάται από έναν όχλο· μ᾽ εσάς όμως, που θεωρείστε και είστε οι πρώτοι από τους Έλληνες και δεν πρέπει να σας πείσουν η υποστήριξη των φίλων, ούτε οι ικεσίες, ούτε ο οίκτος, αλλά η καθαρή δικαιοσύνη, πρέπει εγώ, εκθέτοντας την αλήθεια και όχι με απάτη, να αποφύγω την κατηγορία αυτή.
[34] Και σεις πρέπει να στρέψετε την προσοχή σας όχι στα λόγια αλλά στα γεγονότα, να μη βιαστείτε να προτιμήσετε τις κατηγορίες από τις αντικρούσεις τους, ούτε να θεωρήσετε ότι ο λίγος χρόνος είναι πιο σοφός κριτής από τον πολύν, ούτε να νομίσετε ότι η διαβολή είναι πιο πειστική από την εμπειρία. Γιατί οι αγαθοί άντρες δίνουν μεγάλη προσοχή μήπως σφάλουν, και περισσότερο σε ζητήματα όπου μπορεί να προκύψει ανεπανόρθωτη βλάβη, παρά όταν η βλάβη επανορθώνεται· επειδή αυτά μπορούν να γίνουν σωστά με την προνοητικότητα, δεν επανορθώνονται όμως με τη μετάνοια. Και σ᾽ αυτή την κατηγορία ανήκει η περίπτωση όταν άνθρωποι κρίνουν έναν άνθρωπο για ζήτημα ζωής ή θανάτου· πράγμα που συμβαίνει με σας τώρα.
[28] πρὸς δ᾽ ὑμᾶς ὦ ἄνδρες κριταὶ περὶ ἐμοῦ βούλομαι εἰπεῖν ἐπίφθονον μὲν ἀληθὲς δέ, ‹μὴ› κατηγορημένῳ μὲν οὐκ ἀνεκτά, κατηγορουμένῳ δὲ προσήκοντα. νῦν γὰρ ἐν ὑμῖν εὐθύνας καὶ λόγον ὑπέχω τοῦ παροιχομένου βίου. δέομαι οὖν ὑμῶν, ἂν ὑμᾶς ὑπομνήσω τῶν τι ἐμοὶ πεπραγμένων καλῶν, μηδένα φθονῆσαι τοῖς λεγομένοις, ἀλλ᾽ ἀναγκαῖον ἡγήσασθαι κατηγορημένον δεινὰ καὶ ψευδῆ καί τι τῶν ἀληθῶν ἀγαθῶν εἰπεῖν ἐν εἰδόσιν ὑμῖν· ὅπερ ἥδιστόν μοι.
[29] πρῶτον μὲν οὖν καὶ δεύτερον καὶ μέγιστον, διὰ παντὸς ἀπ᾽ ἀρχῆς εἰς τέλος ἀναμάρτητος ὁ παροιχόμενος βίος ἐστί μοι, καθαρὸς πάσης αἰτίας· οὐδεὶς γὰρ ἂν οὐδεμίαν αἰτίαν κακότητος ἀληθῆ πρὸς ὑμᾶς περὶ ἐμοῦ εἰπεῖν ἔχοι. καὶ γὰρ οὐδ᾽ αὐτὸς ὁ κατήγορος οὐδεμίαν ἀπόδειξιν εἴρηκεν ὧν εἴρηκεν· οὕτως λοιδορίαν οὐκ ἔχουσαν ἔλεγχον ὁ λόγος αὐτῷ δύναται.
[30] φήσαιμι δ᾽ ἄν, καὶ φήσας οὐκ ἂν ψευσαίμην οὐδ᾽ ἂν ἐλεγχθείην, οὐ μόνον ἀναμάρτητος ἀλλὰ καὶ μέγας εὐεργέτης ὑμῶν καὶ τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν ἁπάντων ἀνθρώπων, οὐ μόνον τῶν νῦν ὄντων ἀλλὰ ‹καὶ› τῶν μελλόντων, εἶναι. τίς γὰρ ἂν ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου καὶ κεκοσμημένον ἐξ ἀκόσμου, τάξεις τε πολεμικὰς εὑρὼν μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα, νόμους τε γραπτοὺς φύλακας [τε] τοῦ δικαίου, γράμματά τε μνήμης ὄργανον, μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς, ἀριθμόν τε χρημάτων φύλακα, πυρσούς τε κρατίστους καὶ ταχίστους ἀγγέλους, πεσσούς τε σχολῆς ἄλυπον διατριβήν; τίνος οὖν ἕνεκα ταῦθ᾽ ὑμᾶς ὑπέμνησα;
[31] δηλῶν ‹μὲν› ὅτι τοῖς τοιούτοις τὸν νοῦν προσέχω, σημεῖον δὲ ποιούμενος ὅτι τῶν αἰσχρῶν καὶ τῶν κακῶν ἔργων ἀπέχομαι· τὸν γὰρ ἐκείνοις τὸν νοῦν προσέχοντα τοῖς τοιούτοις προσέχειν ἀδύνατον. ἀξιῶ δέ, εἰ μηδὲν αὐτὸς ὑμᾶς ἀδικῶ, μηδὲ αὐτὸς ὑφ᾽ ὑμῶν ἀδικηθῆναι. [32] καὶ γὰρ οὐδὲ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων οὕνεκα ἄξιός εἰμι κακῶς πάσχειν, οὔθ᾽ ὑπὸ νεωτέρων οὔθ᾽ ὑπὸ πρεσβυτέρων. τοῖς μὲν γὰρ πρεσβυτέροις ἄλυπός εἰμι, τοῖς δὲ νεωτέροις οὐκ ἀνωφελής, τοῖς εὐτυχοῦσιν οὐ φθονερός, τῶν δυστυχούντων οἰκτίρμων· οὔτε πενίας ὑπερορῶν, οὐδὲ πλοῦτον ἀρετῆς ἀλλ᾽ ἀρετὴν πλούτου προτιμῶν· οὔτε ἐν βουλαῖς ἄχρηστος οὔτε ἐν μάχαις ἀργός, ποιῶν τὸ τασσόμενον, πειθόμενος τοῖς ἄρχουσιν. ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐμὸν ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν· ὁ δὲ παρὼν καιρὸς ἠνάγκασε, καὶ ταῦτα κατηγορημένον, πάντως ἀπολογήσασθαι.
[33] λοιπὸν δὲ περὶ ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐστί μοι λόγος, ὃν εἰπὼν παύσομαι τῆς ἀπολογίας. οἶκτος μὲν οὖν καὶ λιταὶ καὶ φίλων παραίτησις ἐν ὄχλῳ μὲν οὔσης τῆς κρίσεως χρήσιμα· παρὰ δ᾽ ὑμῖν τοῖς πρώτοις οὖσι τῶν Ἑλλήνων καὶ δοκοῦσιν, οὐ φίλων βοηθείαις οὐδὲ λιταῖς οὐδὲ οἴκτοις δεῖ πείθειν ὑμᾶς, ἀλλὰ τῷ σαφεστάτῳ δικαίῳ, διδάξαντα τἀληθές, οὐκ ἀπατήσαντά με δεῖ διαφυγεῖν τὴν αἰτίαν ταύτην.
[34] ὑμᾶς δὲ χρὴ μὴ τοῖς λόγοις μᾶλλον ἢ τοῖς ἔργοις προσέχειν τὸν νοῦν, μηδὲ τὰς αἰτίας τῶν ἐλέγχων προκρίνειν, μηδὲ τὸν ὀλίγον χρόνον τοῦ πολλοῦ σοφώτερον ἡγεῖσθαι κριτήν, μηδὲ τὴν διαβολὴν τῆς πείρας πιστοτέραν νομίζειν. ἅπαντα γὰρ τοῖς ἀγαθοῖς ἀνδράσι μεγάλης εὐλαβείας ἁμαρτάνειν, τὰ δὲ ἀνήκεστα τῶν ἀκεστῶν ἔτι μᾶλλον· ταῦτα γὰρ προνοήσασι μὲν δυνατά, μετανοήσασι δὲ ἀνίατα. τῶν δὲ τοιούτων ἐστίν, ὅταν ἄνδρες ἄνδρα περὶ θανάτου κρίνωσιν· ὅπερ ἐστὶ νῦν παρ᾽ ὑμῖν.
***
[27] Δεν θέλω, ενώ μπορώ, να σε κατηγορήσω και εγώ με τη σειρά μου για πολλές και σημαντικές, παλαιές και πρόσφατες πράξεις σου· γιατί θέλω να απαλλαγώ από την κατηγορία αυτή όχι χάρη στη δική σου κακία αλλά χάρη στη δική μου αρετή. Αυτά λοιπόν για σένα.
[28] Θέλω τώρα να απευθυνθώ σε σας, κύριοι δικαστές, και να πω για τον εαυτό μου κάτι που προκαλεί το φθόνο, είναι όμως αλήθεια, πράγμα που δεν είναι ανεκτό από κάποιον που δεν κατηγορείται, είναι σωστό όμως για ένα κατηγορούμενο. Γιατί τώρα κάνω απολογισμό και δίνω λόγο για τον πρότερό μου βίο. Σας παρακαλώ λοιπόν, αν σας υπενθυμίσω ορισμένα από τα καλά που έχω κάνει, κανένας σας να μη δυσανασχετήσει με όσα θα πω, αλλά να κατανοήσει ότι είναι αναγκαίο, εφόσον κατηγορούμαι για πράγματα φοβερά και ψευδή, να πω κάτι και για αληθινά καλά, παρόλο που εσείς τα γνωρίζετε — γεγονός που μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση.
[29] Πρώτον, λοιπόν, και δεύτερο και σπουδαιότερο, η περασμένη μου ζωή είναι, από την αρχή μέχρι το τέλος της, απολύτως ανεπίληπτη, καθαρή από κάθε κατηγορία· γιατί κανένας δεν μπορεί να σας πει για μένα ούτε μιαν αληθινή κατηγορία για κακία. Και ούτε ο ίδιος ο κατήγορος ανέφερε καμίαν απόδειξη για όσα είπε· έτσι ο λόγος του έχει την ισχύ μιας ανεξέλεγκτης συκοφαντίας.
[30] Θα μπορούσα επίσης να ισχυριστώ, και αν το ισχυριζόμουν δεν θα έλεγα ψέματα, ούτε θα μπορούσε κανείς να με αντικρούσει, ότι είμαι όχι μόνον ανεπίληπτος, αλλά κα μεγάλος ευεργέτης, δικός σας και όλων των Ελλήνων και του συνόλου των ανθρώπων, όχι μόνο των τωρινών αλλά και των μελλοντικών. Γιατί ποιός κατέστησε την ανθρώπινη ζωή από στερημένη εύπορη και από άκοσμη καλλιεργημένη, έχοντας εφεύρει τις πολεμικές τακτικές, το πιο μεγάλο πλεονέκτημα, και τους γραπτούς νόμους, φύλακες του δικαίου, τα γράμματα, εργαλείο της μνήμης, τα μέτρα και τα σταθμά, επινοήσεις για τη συνεννόηση στις συναλλαγές, τον αριθμό, φύλακα της περιουσίας, τους πυρσούς, τους ικανότερους και πιο ταχείς αγγελιαφόρους, τους πεσσούς, την ευχάριστη διασκέδαση στη σχόλη; Γιατί λοιπόν σας θύμισα αυτά;
[31] Για να δείξω ότι με τέτοια πράγματα ασχολούμαι και να επισημάνω ότι βρίσκομαι μακριά από άσχημες και κακές ασχολίες· γιατί είναι αδύνατον αυτός που ασχολείται με τα πρώτα να ασχολείται με τα δεύτερα. Και θεωρώ σωστό, εφόσον δεν σας έχω κάνει κακό, να μην υποστώ και κανένα κακό από σας.
[32] Ούτε και για τις άλλες ασχολίες μου δεν μου αξίζει να πάθω κακό, ούτε από τους νεότερους ούτε από τους μεγαλύτερούς μου. Αφού στους μεγαλύτερους δεν προκαλώ κακό, ενώ τους νεότερους τους ωφελώ· χωρίς φθόνο για τους ευτυχισμένους, είμαι πονετικός για τους δυστυχισμένους· δεν περιφρονώ τη φτώχεια, ούτε προτιμώ τον πλούτο από την αρετή, αλλά την αρετή από τον πλούτο· δεν είμαι άχρηστος στη λήψη αποφάσεων, ούτε νωθρός στις μάχες, και κάνω το καθήκον μου πειθαρχώντας στους αρχηγούς. Βέβαια δεν πρέπει εγώ να επαινέσω τον εαυτό μου· αλλά αναγκάστηκα να το κάνω κάτω από τις παρούσες συνθήκες και, εφόσον κατηγορήθηκα γι᾽ αυτά που κατηγορήθηκα, έπρεπε να υπερασπίσω τον εαυτό μου με κάθε τρόπο.
[33] Απομένει, πριν σταματήσω την υπεράσπισή μου, να μιλήσω σε σας για σας. Οίκτος, ικεσίες και παρακλήσεις φίλων είναι χρήσιμα όταν η απόφαση εξαρτάται από έναν όχλο· μ᾽ εσάς όμως, που θεωρείστε και είστε οι πρώτοι από τους Έλληνες και δεν πρέπει να σας πείσουν η υποστήριξη των φίλων, ούτε οι ικεσίες, ούτε ο οίκτος, αλλά η καθαρή δικαιοσύνη, πρέπει εγώ, εκθέτοντας την αλήθεια και όχι με απάτη, να αποφύγω την κατηγορία αυτή.
[34] Και σεις πρέπει να στρέψετε την προσοχή σας όχι στα λόγια αλλά στα γεγονότα, να μη βιαστείτε να προτιμήσετε τις κατηγορίες από τις αντικρούσεις τους, ούτε να θεωρήσετε ότι ο λίγος χρόνος είναι πιο σοφός κριτής από τον πολύν, ούτε να νομίσετε ότι η διαβολή είναι πιο πειστική από την εμπειρία. Γιατί οι αγαθοί άντρες δίνουν μεγάλη προσοχή μήπως σφάλουν, και περισσότερο σε ζητήματα όπου μπορεί να προκύψει ανεπανόρθωτη βλάβη, παρά όταν η βλάβη επανορθώνεται· επειδή αυτά μπορούν να γίνουν σωστά με την προνοητικότητα, δεν επανορθώνονται όμως με τη μετάνοια. Και σ᾽ αυτή την κατηγορία ανήκει η περίπτωση όταν άνθρωποι κρίνουν έναν άνθρωπο για ζήτημα ζωής ή θανάτου· πράγμα που συμβαίνει με σας τώρα.