ΜΕΝΕΛΑΟΣ
ἥκω λαβὼν σὸν παῖδ᾽, ὃν εἰς ἄλλους δόμους
310 λάθρᾳ θυγατρὸς τῆς ἐμῆς ὑπεξέθου.
σὲ μὲν γὰρ ηὔχεις θεᾶς βρέτας σώσειν τόδε,
τοῦτον δὲ τοὺς κρύψαντας· ἀλλ᾽ ἐφηυρέθης
ἧσσον φρονοῦσα τοῦδε Μενέλεω, γύναι.
κεἰ μὴ τόδ᾽ ἐκλιποῦσ᾽ ἐρημώσεις πέδον,
315 ὅδ᾽ ἀντὶ τοῦ σοῦ σώματος σφαγήσεται.
ταῦτ᾽ οὖν λογίζου, πότερα κατθανεῖν θέλεις
ἢ τόνδ᾽ ὀλέσθαι σῆς ἁμαρτίας ὕπερ,
ἣν εἰς ἔμ᾽ ἔς τε παῖδ᾽ ἐμὴν ἁμαρτάνεις.
ΑΝ. ὦ δόξα δόξα, μυρίοισι δὴ βροτῶν
320 οὐδὲν γεγῶσι βίοτον ὤγκωσας μέγαν.
εὔκλεια δ᾽ οἷς μέν ἐστ᾽ ἀληθείας ὕπο
εὐδαιμονίζω· τοὺς δ᾽ ὑπὸ ψευδῶν, ἔχειν
οὐκ ἀξιώσω πλὴν τύχῃ φρονεῖν δοκεῖν.
σὺ δὴ στρατηγῶν λογάσιν Ἑλλήνων ποτὲ
325 Τροίαν ἀφείλου Πρίαμον, ὧδε φαῦλος ὤν;
ὅστις θυγατρὸς ἀντίπαιδος ἐκ λόγων
τοσόνδ᾽ ἔπνευσας, καὶ γυναικὶ δυστυχεῖ
δούλῃ κατέστης εἰς ἀγῶν᾽· οὐκ ἀξιῶ
οὔτ᾽ οὖν σὲ Τροίας οὔτε σοῦ Τροίαν ἔτι.
330 ἔξωθέν εἰσιν οἱ δοκοῦντες εὖ φρονεῖν
λαμπροί, τὰ δ᾽ ἔνδον πᾶσιν ἀνθρώποις ἴσοι,
πλὴν εἴ τι πλούτῳ· τοῦτο δ᾽ ἰσχύει μέγα.
Μενέλαε, φέρε δὴ διαπεράνωμεν λόγους·
τέθνηκα τῇ σῇ θυγατρὶ καί μ᾽ ἀπώλεσεν·
335 μιαιφόνον μὲν οὐκέτ᾽ ἂν φύγοι μύσος.
ἐν τοῖς δὲ πολλοῖς καὶ σὺ τόνδ᾽ ἀγωνιῇ
φόνον· τὸ συνδρῶν γάρ σ᾽ ἀναγκάσει χρέος.
ἢν δ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω,
τὸν παῖδά μου κτενεῖτε; κᾆτα πῶς πατὴρ
340 τέκνου θανόντος ῥᾳδίως ἀνέξεται;
οὐχ ὧδ᾽ ἄνανδρον αὐτὸν ἡ Τροία καλεῖ·
ἀλλ᾽ εἶσιν οἷ χρή —Πηλέως γὰρ ἄξια
πατρός τ᾽ Ἀχιλλέως ἔργα δρῶν φανήσεται—
ὤσει δὲ σὴν παῖδ᾽ ἐκ δόμων· σὺ δ᾽ ἐκδιδοὺς
345 ἄλλῳ τί λέξεις; πότερον ὡς κακὸν πόσιν
φεύγει τὸ ταύτης σῶφρον; ἀλλὰ πεύσεται.
γαμεῖ δὲ τίς νιν; ἤ σφ᾽ ἄνανδρον ἐν δόμοις
χήραν καθέξεις πολιόν; ὦ τλήμων ἄνερ,
κακῶν τοσούτων οὐχ ὁρᾷς ἐπιρροάς;
350 πόσας ἂν εὐνὰς θυγατέρ᾽ ἠδικημένην
βούλοι᾽ ἂν εὑρεῖν ἢ παθεῖν ἁγὼ λέγω;
οὐ χρὴ ᾽πὶ μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ
οὐδ᾽, εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν,
ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν.
355 ἡμεῖς γὰρ εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν
καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν, ὡς αὐτὴ λέγει,
ἑκόντες οὐκ ἄκοντες, οὐδὲ βώμιοι
πίτνοντες, αὐτοὶ τὴν δίκην ὑφέξομεν
ἐν σοῖσι γαμβροῖς, οἷσιν οὐκ ἐλάσσονα
360 βλάβην ὀφείλω προστιθεῖσ᾽ ἀπαιδίαν.
ἡμεῖς μὲν οὖν τοιοίδε· τῆς δὲ σῆς φρενός,
ἕν σου δέδοικα· διὰ γυναικείαν ἔριν
καὶ τὴν τάλαιναν ὤλεσας Φρυγῶν πόλιν.
ΧΟ. ἄγαν ἔλεξας ὡς γυνὴ πρὸς ἄρσενας
365 καί σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός.
***
Έρχεται ο Μενέλαος με την ακολουθία του. Μαζί του φέρνει το παιδί της Ανδρομάχης.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Έρχομαι αφού βρήκα το παιδί σου
που κρυφά από την κόρη μου είχες φυγαδέψει
310 σε ξένο σπίτι. Πίστευες
πως το άγαλμα της θεάς θα σε γλιτώσει
και πως ο γιος σου θα σωθεί από κείνους
που τον εκρύψανε. Τώρα, το βλέπεις, κυρά μου,
πως ο Μενέλαος έχει πιο πολύ μυαλό από σένα.
Λοιπόν, αν δεν αδειάσεις τούτο δω τον τόπο,
ο γιος σου θα σφαχτεί αντίς για σένα.
Σκέψου, λοιπόν, ποιό προτιμάς από τα δυο
για το κακό που μου ᾽καμες, εμένα και της κόρης μου:
να πεθάνεις εσύ, ή να πεθάνει ο γιος σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω φήμη, φήμη, σε χιλιάδες θνητούς
320 έδωσες όνομα μεγάλο δίχως να το αξίζουν.
Όμως εγώ μονάχα εκείνους μακαρίζω
που έχουνε φήμη βασισμένη στην αλήθεια.
Μα όσους απόχτησαν τη δόξα με τα ψέματα,
λέω πως στην τύχη μόνο το χρωστούνε.
Εσύ ᾽σαι ο στρατηγός των διαλεχτών Ελλήνων,
που πήραν κάποτε την Τροία από τον Πρίαμο,
εσύ, ένας άνανδρος. Έχεις φουντώσει απ᾽ τα λόγια
μιας κοπέλας ανήλικης και τώρα πολεμάς
μια σκλάβα δύστυχη. Ούτε άξιος για την Τροία,
ούτε κι η Τροία για σένα.
Όσοι μάς φαίνονται σπουδαίοι στο μυαλό
330 είναι μονάχα απ᾽ έξω· αν τους κοιτάξεις μέσα,
είναι όμοιοι μ᾽ όλους τους ανθρώπους και μονάχα
στα πλούτη ξεχωρίζουνε κι αυτή ᾽ναι η δύναμή τους.
Μενέλαε, να τελειώνουμε με τις κουβέντες.
Με σκότωσε, λοιπόν, η κόρη σου και χάθηκα·
μα την κατακραυγή γι᾽ αυτόν τον φόνο πώς θα τη γλιτώσει;
Όμως κι εσύ θα δώσεις λόγο στους ανθρώπους,
που θα σε κρίνουνε συνένοχο του φόνου.
Κι αν, επιτέλους, εγώ ξεφύγω τον θάνατο,
θα σκοτώσετε, λοιπόν, το παιδί μου;
340 Και πώς θα το δεχτεί κάτι τέτοιο ο πατέρας του;
Τόσο άνανδρος δεν φάνηκε στην Τροία.
Αλλά θα πράξει, αν πρέπει, έργο αντάξιο
και του πατέρα του Αχιλλέα και του Πηλέα,
και θα διώξει την κόρη σου απ᾽ το σπίτι του.
Κι όταν θελήσεις εσύ να τη δώσεις
σ᾽ άλλον άντρα, τί τάχα θα του πεις;
Πως είναι γνωστικιά, γι᾽ αυτό παράτησε
τον τιποτένιο σύζυγο; Έννοια σου,
πάντα μαθεύεται η αλήθεια. Και ποιός άντρας
θα τηνε πάρει; Ανύπαντρη χήρα
θα την κρατάς στο σπίτι σου, με άσπρα μαλλιά.
Δυστυχισμένε μου άνθρωπε, δεν βλέπεις
τις συμφορές που θα σε βρουν; Και δεν θα προτιμούσες
350 ν᾽ απατηθεί χίλιες φορές η κόρη σου,
παρά να πάθει
όσα σου λέω εγώ; Δεν πρέπει
για μικροπράματα να προκαλεί κανείς
μεγάλες δυστυχίες, κι ούτε είναι σωστό,
αν εμείς οι γυναίκες είμαστε
πλάσματα τόσο κακά,
οι άντρες να μας μοιάζουνε στον χαρακτήρα.
Αν εγώ, καθώς λέει, κάνω μάγια της κόρης σου
και ρίχνει τα παιδιά της, τότε, βέβαια,
χωρίς καθόλου να διστάσω,
και τους βωμούς αφήνοντας, θα δώσω λόγο
στον γαμπρό σου· γιατί αυτόν
δεν τον βλάφτω λιγότερο, αν εγώ είμαι η αιτία
360 που δεν μπορεί ν᾽ αποχτήσει παιδιά.
Αυτά έχω να σου πω· μα ένα φοβάμαι,
το μυαλό σου· για χάρη μιας γυναίκας,
αφάνισες και τη δυστυχισμένη πόλη των Φρυγών.
ΧΟΡΟΣ
Είπες πολλά για μια γυναίκα που μιλάει σε άντρα
κι η φρόνησή σου ξεπέρασε τον στόχο της.
ἥκω λαβὼν σὸν παῖδ᾽, ὃν εἰς ἄλλους δόμους
310 λάθρᾳ θυγατρὸς τῆς ἐμῆς ὑπεξέθου.
σὲ μὲν γὰρ ηὔχεις θεᾶς βρέτας σώσειν τόδε,
τοῦτον δὲ τοὺς κρύψαντας· ἀλλ᾽ ἐφηυρέθης
ἧσσον φρονοῦσα τοῦδε Μενέλεω, γύναι.
κεἰ μὴ τόδ᾽ ἐκλιποῦσ᾽ ἐρημώσεις πέδον,
315 ὅδ᾽ ἀντὶ τοῦ σοῦ σώματος σφαγήσεται.
ταῦτ᾽ οὖν λογίζου, πότερα κατθανεῖν θέλεις
ἢ τόνδ᾽ ὀλέσθαι σῆς ἁμαρτίας ὕπερ,
ἣν εἰς ἔμ᾽ ἔς τε παῖδ᾽ ἐμὴν ἁμαρτάνεις.
ΑΝ. ὦ δόξα δόξα, μυρίοισι δὴ βροτῶν
320 οὐδὲν γεγῶσι βίοτον ὤγκωσας μέγαν.
εὔκλεια δ᾽ οἷς μέν ἐστ᾽ ἀληθείας ὕπο
εὐδαιμονίζω· τοὺς δ᾽ ὑπὸ ψευδῶν, ἔχειν
οὐκ ἀξιώσω πλὴν τύχῃ φρονεῖν δοκεῖν.
σὺ δὴ στρατηγῶν λογάσιν Ἑλλήνων ποτὲ
325 Τροίαν ἀφείλου Πρίαμον, ὧδε φαῦλος ὤν;
ὅστις θυγατρὸς ἀντίπαιδος ἐκ λόγων
τοσόνδ᾽ ἔπνευσας, καὶ γυναικὶ δυστυχεῖ
δούλῃ κατέστης εἰς ἀγῶν᾽· οὐκ ἀξιῶ
οὔτ᾽ οὖν σὲ Τροίας οὔτε σοῦ Τροίαν ἔτι.
330 ἔξωθέν εἰσιν οἱ δοκοῦντες εὖ φρονεῖν
λαμπροί, τὰ δ᾽ ἔνδον πᾶσιν ἀνθρώποις ἴσοι,
πλὴν εἴ τι πλούτῳ· τοῦτο δ᾽ ἰσχύει μέγα.
Μενέλαε, φέρε δὴ διαπεράνωμεν λόγους·
τέθνηκα τῇ σῇ θυγατρὶ καί μ᾽ ἀπώλεσεν·
335 μιαιφόνον μὲν οὐκέτ᾽ ἂν φύγοι μύσος.
ἐν τοῖς δὲ πολλοῖς καὶ σὺ τόνδ᾽ ἀγωνιῇ
φόνον· τὸ συνδρῶν γάρ σ᾽ ἀναγκάσει χρέος.
ἢν δ᾽ οὖν ἐγὼ μὲν μὴ θανεῖν ὑπεκδράμω,
τὸν παῖδά μου κτενεῖτε; κᾆτα πῶς πατὴρ
340 τέκνου θανόντος ῥᾳδίως ἀνέξεται;
οὐχ ὧδ᾽ ἄνανδρον αὐτὸν ἡ Τροία καλεῖ·
ἀλλ᾽ εἶσιν οἷ χρή —Πηλέως γὰρ ἄξια
πατρός τ᾽ Ἀχιλλέως ἔργα δρῶν φανήσεται—
ὤσει δὲ σὴν παῖδ᾽ ἐκ δόμων· σὺ δ᾽ ἐκδιδοὺς
345 ἄλλῳ τί λέξεις; πότερον ὡς κακὸν πόσιν
φεύγει τὸ ταύτης σῶφρον; ἀλλὰ πεύσεται.
γαμεῖ δὲ τίς νιν; ἤ σφ᾽ ἄνανδρον ἐν δόμοις
χήραν καθέξεις πολιόν; ὦ τλήμων ἄνερ,
κακῶν τοσούτων οὐχ ὁρᾷς ἐπιρροάς;
350 πόσας ἂν εὐνὰς θυγατέρ᾽ ἠδικημένην
βούλοι᾽ ἂν εὑρεῖν ἢ παθεῖν ἁγὼ λέγω;
οὐ χρὴ ᾽πὶ μικροῖς μεγάλα πορσύνειν κακὰ
οὐδ᾽, εἰ γυναῖκές ἐσμεν ἀτηρὸν κακόν,
ἄνδρας γυναιξὶν ἐξομοιοῦσθαι φύσιν.
355 ἡμεῖς γὰρ εἰ σὴν παῖδα φαρμακεύομεν
καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῦμεν, ὡς αὐτὴ λέγει,
ἑκόντες οὐκ ἄκοντες, οὐδὲ βώμιοι
πίτνοντες, αὐτοὶ τὴν δίκην ὑφέξομεν
ἐν σοῖσι γαμβροῖς, οἷσιν οὐκ ἐλάσσονα
360 βλάβην ὀφείλω προστιθεῖσ᾽ ἀπαιδίαν.
ἡμεῖς μὲν οὖν τοιοίδε· τῆς δὲ σῆς φρενός,
ἕν σου δέδοικα· διὰ γυναικείαν ἔριν
καὶ τὴν τάλαιναν ὤλεσας Φρυγῶν πόλιν.
ΧΟ. ἄγαν ἔλεξας ὡς γυνὴ πρὸς ἄρσενας
365 καί σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός.
***
Έρχεται ο Μενέλαος με την ακολουθία του. Μαζί του φέρνει το παιδί της Ανδρομάχης.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Έρχομαι αφού βρήκα το παιδί σου
που κρυφά από την κόρη μου είχες φυγαδέψει
310 σε ξένο σπίτι. Πίστευες
πως το άγαλμα της θεάς θα σε γλιτώσει
και πως ο γιος σου θα σωθεί από κείνους
που τον εκρύψανε. Τώρα, το βλέπεις, κυρά μου,
πως ο Μενέλαος έχει πιο πολύ μυαλό από σένα.
Λοιπόν, αν δεν αδειάσεις τούτο δω τον τόπο,
ο γιος σου θα σφαχτεί αντίς για σένα.
Σκέψου, λοιπόν, ποιό προτιμάς από τα δυο
για το κακό που μου ᾽καμες, εμένα και της κόρης μου:
να πεθάνεις εσύ, ή να πεθάνει ο γιος σου.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω φήμη, φήμη, σε χιλιάδες θνητούς
320 έδωσες όνομα μεγάλο δίχως να το αξίζουν.
Όμως εγώ μονάχα εκείνους μακαρίζω
που έχουνε φήμη βασισμένη στην αλήθεια.
Μα όσους απόχτησαν τη δόξα με τα ψέματα,
λέω πως στην τύχη μόνο το χρωστούνε.
Εσύ ᾽σαι ο στρατηγός των διαλεχτών Ελλήνων,
που πήραν κάποτε την Τροία από τον Πρίαμο,
εσύ, ένας άνανδρος. Έχεις φουντώσει απ᾽ τα λόγια
μιας κοπέλας ανήλικης και τώρα πολεμάς
μια σκλάβα δύστυχη. Ούτε άξιος για την Τροία,
ούτε κι η Τροία για σένα.
Όσοι μάς φαίνονται σπουδαίοι στο μυαλό
330 είναι μονάχα απ᾽ έξω· αν τους κοιτάξεις μέσα,
είναι όμοιοι μ᾽ όλους τους ανθρώπους και μονάχα
στα πλούτη ξεχωρίζουνε κι αυτή ᾽ναι η δύναμή τους.
Μενέλαε, να τελειώνουμε με τις κουβέντες.
Με σκότωσε, λοιπόν, η κόρη σου και χάθηκα·
μα την κατακραυγή γι᾽ αυτόν τον φόνο πώς θα τη γλιτώσει;
Όμως κι εσύ θα δώσεις λόγο στους ανθρώπους,
που θα σε κρίνουνε συνένοχο του φόνου.
Κι αν, επιτέλους, εγώ ξεφύγω τον θάνατο,
θα σκοτώσετε, λοιπόν, το παιδί μου;
340 Και πώς θα το δεχτεί κάτι τέτοιο ο πατέρας του;
Τόσο άνανδρος δεν φάνηκε στην Τροία.
Αλλά θα πράξει, αν πρέπει, έργο αντάξιο
και του πατέρα του Αχιλλέα και του Πηλέα,
και θα διώξει την κόρη σου απ᾽ το σπίτι του.
Κι όταν θελήσεις εσύ να τη δώσεις
σ᾽ άλλον άντρα, τί τάχα θα του πεις;
Πως είναι γνωστικιά, γι᾽ αυτό παράτησε
τον τιποτένιο σύζυγο; Έννοια σου,
πάντα μαθεύεται η αλήθεια. Και ποιός άντρας
θα τηνε πάρει; Ανύπαντρη χήρα
θα την κρατάς στο σπίτι σου, με άσπρα μαλλιά.
Δυστυχισμένε μου άνθρωπε, δεν βλέπεις
τις συμφορές που θα σε βρουν; Και δεν θα προτιμούσες
350 ν᾽ απατηθεί χίλιες φορές η κόρη σου,
παρά να πάθει
όσα σου λέω εγώ; Δεν πρέπει
για μικροπράματα να προκαλεί κανείς
μεγάλες δυστυχίες, κι ούτε είναι σωστό,
αν εμείς οι γυναίκες είμαστε
πλάσματα τόσο κακά,
οι άντρες να μας μοιάζουνε στον χαρακτήρα.
Αν εγώ, καθώς λέει, κάνω μάγια της κόρης σου
και ρίχνει τα παιδιά της, τότε, βέβαια,
χωρίς καθόλου να διστάσω,
και τους βωμούς αφήνοντας, θα δώσω λόγο
στον γαμπρό σου· γιατί αυτόν
δεν τον βλάφτω λιγότερο, αν εγώ είμαι η αιτία
360 που δεν μπορεί ν᾽ αποχτήσει παιδιά.
Αυτά έχω να σου πω· μα ένα φοβάμαι,
το μυαλό σου· για χάρη μιας γυναίκας,
αφάνισες και τη δυστυχισμένη πόλη των Φρυγών.
ΧΟΡΟΣ
Είπες πολλά για μια γυναίκα που μιλάει σε άντρα
κι η φρόνησή σου ξεπέρασε τον στόχο της.