ΧΟ. νῦν ἢ πάροιθε μᾶλλον, Ἠλέκτρα, χαρᾶι
θερμαινόμεσθα καρδίαν· ἴσως γὰρ ἂν
μόλις προβαίνουσ᾽ ἡ τύχη σταίη καλῶς.
ΗΛ. ὦ τλῆμον, εἰδὼς δωμάτων χρείαν σέθεν
405 τί τούσδ᾽ ἐδέξω μείζονας σαυτοῦ ξένους;
ΑΥ. τί δ᾽; εἴπερ εἰσὶν ὡς δοκοῦσιν εὐγενεῖς,
οὐκ ἔν τε μικροῖς ἔν τε μὴ στέρξουσ᾽ ὁμῶς;
ΗΛ. ἐπεί νυν ἐξήμαρτες ἐν σμικροῖσιν ὤν,
ἔλθ᾽ ὡς παλαιὸν τροφέ᾽ ἐμοῦ φίλον πατρός,
410 ὃς ἀμφὶ ποταμὸν Τάναον Ἀργείας ὅρους
τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς
ποίμναις ὁμαρτεῖ πόλεος ἐκβεβλημένος·
κέλευε δ᾽ †αὐτὸν τόνδ᾽ ἐς δόμους ἀφιγμένον†
ἐλθεῖν ξένιά τ᾽ ἐς δαῖτα πορσῦναί τινα.
415 ἡσθήσεταί τοι καὶ προσεύξεται θεοῖς,
ζῶντ᾽ εἰσακούσας παῖδ᾽ ὃν ἐκσώιζει ποτέ.
οὐ γὰρ πατρώιων ἐκ δόμων μητρὸς πάρα
λάβοιμεν ἄν τι· πικρὰ δ᾽ ἀγγείλαιμεν ἄν,
εἰ ζῶντ᾽ Ὀρέστην ἡ τάλαιν᾽ αἴσθοιτ᾽ ἔτι.
420 ΑΥ. ἀλλ᾽, εἰ δοκεῖ σοι, τούσδ᾽ ἀπαγγελῶ λόγους
γέροντι· χώρει δ᾽ ἐς δόμους ὅσον τάχος
καὶ τἄνδον ἐξάρτυε. πολλά τοι γυνὴ
χρήιζουσ᾽ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα.
ἔστιν δὲ δὴ τοσαῦτά γ᾽ ἐν δόμοις ἔτι
425 ὥσθ᾽ ἕν γ᾽ ἐπ᾽ ἦμαρ τούσδε πληρῶσαι βορᾶς.
ἐν τοῖς τοιούτοις δ᾽ ἡνίκ᾽ ἂν γνώμη πέσηι,
σκοπῶ τὰ χρήμαθ᾽ ὡς ἔχει μέγα σθένος
ξένοις τε δοῦναι σῶμά τ᾽ ἐς νόσους πεσὸν
δαπάναισι σῶσαι· τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς
430 ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ
ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει.
***
ΧΟΡ. Ηλέκτρα, τώρα περσότερο από πριν
απ᾽ τη χαρά φλογίζεται η καρδιά μας·
γιατί ίσως πιο καλά μπορεί να πάει
για σένα η τύχη που ᾽χε πια στομώσει.
ΗΛΕ. Δύστυχε, μια και γνώριζες τη φτώχεια
του σπιτικού σου, πώς τους ξένους τούτους
δέχτηκες, που ᾽ναι πιο τρανοί από σένα;
ΓΕΩ. Και τί μ᾽ αυτό; Άμα είναι, καθώς δείχνουν,
από καλή γενιά, δεν θα χαρούνε
με τα πολλά το ίδιο ή με τα λίγα;
ΗΛΕ. Αφού έκαμες, παρ᾽ όλη σου τη φτώχεια,
το σφάλμα, πήγαινε γοργά στον γέρο
τροφό του αγαπημένου μου πατέρα,
που μακριά διωγμένος απ᾽ την πόλη
410 κοπάδια βόσκει γύρω στο ποτάμι
του Τάναου, το σύνορο της Σπάρτης
και του Άργους· πες του να ᾽ρθει και να φέρει,
μια κι έχει φτάσει αυτός εδώ στο σπίτι,
τρόφιμα να τους στρώσουμε τραπέζι.
Θ᾽ αναγαλλιάσει από χαρά μεγάλη
και τους θεούς μ᾽ ευχές θα ευχαριστήσει,
μόλις ακούσει ότι ᾽ναι ζωντανό
το τέκνο που ᾽χε αυτός κάποτε σώσει.
Γιατί απ᾽ το πατρικό μου το παλάτι
δεν θα μας δώσει τίποτα η μητέρα·
πικρά μαντάτα στη δυστυχισμένη
θα φέρναμε, αν εμάθαινε πως είναι
ακόμα ζωντανός ο Ορέστης.
420 ΓΕΩ. Καλά, θα πω τα λόγια σου στον γέρο,
αφού το θέλεις· πήγαινε στο σπίτι
κι ετοίμαζε τραπέζι, μην αργήσεις.
Μπορεί, σαν είναι ανάγκη, μια γυναίκα
φαγώσιμα πολλά να οικονομήσει.
Έχουμε ακόμη τόσα μες στο σπίτι,
που οι ξένοι θα χορτάσουν για μια μέρα.
Σαν φέρνω αυτά στον νου μου, τότε βλέπω
τί δύναμη μεγάλη έχει το χρήμα!
Και βοηθάς τους φίλους σου με τούτο,
κι εσύ από την αρρώστια που θα σ᾽ εύρει
γιατρεύεσαι, όταν έχεις και πληρώνεις.
Για το φαγί της κάθε μέρας είναι
430 το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας,
και πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει,
την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
(Η Ηλέκτρα μπαίνει στο καλύβι και ο γεωργός φεύγει.)
θερμαινόμεσθα καρδίαν· ἴσως γὰρ ἂν
μόλις προβαίνουσ᾽ ἡ τύχη σταίη καλῶς.
ΗΛ. ὦ τλῆμον, εἰδὼς δωμάτων χρείαν σέθεν
405 τί τούσδ᾽ ἐδέξω μείζονας σαυτοῦ ξένους;
ΑΥ. τί δ᾽; εἴπερ εἰσὶν ὡς δοκοῦσιν εὐγενεῖς,
οὐκ ἔν τε μικροῖς ἔν τε μὴ στέρξουσ᾽ ὁμῶς;
ΗΛ. ἐπεί νυν ἐξήμαρτες ἐν σμικροῖσιν ὤν,
ἔλθ᾽ ὡς παλαιὸν τροφέ᾽ ἐμοῦ φίλον πατρός,
410 ὃς ἀμφὶ ποταμὸν Τάναον Ἀργείας ὅρους
τέμνοντα γαίας Σπαρτιάτιδός τε γῆς
ποίμναις ὁμαρτεῖ πόλεος ἐκβεβλημένος·
κέλευε δ᾽ †αὐτὸν τόνδ᾽ ἐς δόμους ἀφιγμένον†
ἐλθεῖν ξένιά τ᾽ ἐς δαῖτα πορσῦναί τινα.
415 ἡσθήσεταί τοι καὶ προσεύξεται θεοῖς,
ζῶντ᾽ εἰσακούσας παῖδ᾽ ὃν ἐκσώιζει ποτέ.
οὐ γὰρ πατρώιων ἐκ δόμων μητρὸς πάρα
λάβοιμεν ἄν τι· πικρὰ δ᾽ ἀγγείλαιμεν ἄν,
εἰ ζῶντ᾽ Ὀρέστην ἡ τάλαιν᾽ αἴσθοιτ᾽ ἔτι.
420 ΑΥ. ἀλλ᾽, εἰ δοκεῖ σοι, τούσδ᾽ ἀπαγγελῶ λόγους
γέροντι· χώρει δ᾽ ἐς δόμους ὅσον τάχος
καὶ τἄνδον ἐξάρτυε. πολλά τοι γυνὴ
χρήιζουσ᾽ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα.
ἔστιν δὲ δὴ τοσαῦτά γ᾽ ἐν δόμοις ἔτι
425 ὥσθ᾽ ἕν γ᾽ ἐπ᾽ ἦμαρ τούσδε πληρῶσαι βορᾶς.
ἐν τοῖς τοιούτοις δ᾽ ἡνίκ᾽ ἂν γνώμη πέσηι,
σκοπῶ τὰ χρήμαθ᾽ ὡς ἔχει μέγα σθένος
ξένοις τε δοῦναι σῶμά τ᾽ ἐς νόσους πεσὸν
δαπάναισι σῶσαι· τῆς δ᾽ ἐφ᾽ ἡμέραν βορᾶς
430 ἐς σμικρὸν ἥκει· πᾶς γὰρ ἐμπλησθεὶς ἀνὴρ
ὁ πλούσιός τε χὠ πένης ἴσον φέρει.
***
ΧΟΡ. Ηλέκτρα, τώρα περσότερο από πριν
απ᾽ τη χαρά φλογίζεται η καρδιά μας·
γιατί ίσως πιο καλά μπορεί να πάει
για σένα η τύχη που ᾽χε πια στομώσει.
ΗΛΕ. Δύστυχε, μια και γνώριζες τη φτώχεια
του σπιτικού σου, πώς τους ξένους τούτους
δέχτηκες, που ᾽ναι πιο τρανοί από σένα;
ΓΕΩ. Και τί μ᾽ αυτό; Άμα είναι, καθώς δείχνουν,
από καλή γενιά, δεν θα χαρούνε
με τα πολλά το ίδιο ή με τα λίγα;
ΗΛΕ. Αφού έκαμες, παρ᾽ όλη σου τη φτώχεια,
το σφάλμα, πήγαινε γοργά στον γέρο
τροφό του αγαπημένου μου πατέρα,
που μακριά διωγμένος απ᾽ την πόλη
410 κοπάδια βόσκει γύρω στο ποτάμι
του Τάναου, το σύνορο της Σπάρτης
και του Άργους· πες του να ᾽ρθει και να φέρει,
μια κι έχει φτάσει αυτός εδώ στο σπίτι,
τρόφιμα να τους στρώσουμε τραπέζι.
Θ᾽ αναγαλλιάσει από χαρά μεγάλη
και τους θεούς μ᾽ ευχές θα ευχαριστήσει,
μόλις ακούσει ότι ᾽ναι ζωντανό
το τέκνο που ᾽χε αυτός κάποτε σώσει.
Γιατί απ᾽ το πατρικό μου το παλάτι
δεν θα μας δώσει τίποτα η μητέρα·
πικρά μαντάτα στη δυστυχισμένη
θα φέρναμε, αν εμάθαινε πως είναι
ακόμα ζωντανός ο Ορέστης.
420 ΓΕΩ. Καλά, θα πω τα λόγια σου στον γέρο,
αφού το θέλεις· πήγαινε στο σπίτι
κι ετοίμαζε τραπέζι, μην αργήσεις.
Μπορεί, σαν είναι ανάγκη, μια γυναίκα
φαγώσιμα πολλά να οικονομήσει.
Έχουμε ακόμη τόσα μες στο σπίτι,
που οι ξένοι θα χορτάσουν για μια μέρα.
Σαν φέρνω αυτά στον νου μου, τότε βλέπω
τί δύναμη μεγάλη έχει το χρήμα!
Και βοηθάς τους φίλους σου με τούτο,
κι εσύ από την αρρώστια που θα σ᾽ εύρει
γιατρεύεσαι, όταν έχεις και πληρώνεις.
Για το φαγί της κάθε μέρας είναι
430 το έξοδο μικρό· γιατί ο καθένας,
και πλούσιος και φτωχός, άμα χορτάσει,
την ίδιαν ευχαρίστηση θα νιώθει.
(Η Ηλέκτρα μπαίνει στο καλύβι και ο γεωργός φεύγει.)