Στον Κύκλωπα (πιθανώς λίγο μετά το 411 π.Χ.), το μόνο σατυρικό δράμα που σώζεται ακέραιο, ο Ευριπίδης μεταγράφει σε σατυρικό πλαίσιο τη γνωστή από την ένατη ραψωδία της Οδύσσειας (ι) περιπέτεια του Οδυσσέα με τον μονόφθαλμο Πολύφημο, η οποία οδήγησε στην τύφλωση του Κύκλωπα. Στην ευριπίδεια εκδοχή διαπιστώνονται ενδιαφέρουσες αποκλίσεις από το ομηρικό πρότυπο. Οι αποκλίσεις αυτές συνδέονται κυρίως με τη μετάβαση σε άλλο είδος, τη μετατροπή της επικής αφήγησης σε δραματική παράσταση, με τις ειδικότερες συμβάσεις του συγκεκριμένου δραματικού είδους -το σατυρικό δράμα απαιτεί υποχρεωτικά χορό σατύρων, οι οποίοι εδώ παρουσιάζονται ως δούλοι του Κύκλωπα- και με το πνευματικό κλίμα του τέλους του πέμπτου αιώνα -φαίνεται ότι ο Ευριπίδης παρωδεί, μεταξύ άλλων, τις απόψεις του Καλλικλή για το κατὰ φύσιν ζῆν και την περιφρόνησή του προς τους νόμους.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Οδυσσέας, λίγο πριν από την κρίσιμη στιγμή, ζητάει από τους σατύρους να βοηθήσουν στην τύφλωση του Κύκλωπα. Οι σάτυροι, των οποίων η δειλία είναι παροιμιώδης, βρίσκουν προφάσεις και αρνούνται.
Κύκλωψ 590-664
ἔνδον μὲν ἁνήρ· τῷ δ᾽ ὕπνῳ παρειμένος
τάχ᾽ ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα.
δαλὸς δ᾽ ἔσωθεν αὐλίων πνέων καπνὸν
παρευτρέπισται, κοὐδὲν ἄλλο πλὴν πυροῦν
595 Κύκλωπος ὄψιν· ἀλλ᾽ ὅπως ἀνὴρ ἔσῃ.
χώρει δ᾽ ἐς οἴκους πρίν τι τὸν πατέρα παθεῖν
ἀπάλαμνον· ὥς σοι τἀνθάδ᾽ ἐστὶν εὐτρεπῆ.
600 λαμπρὸν πυρώσας ὄμμ᾽ ἀπαλλάχθηθ᾽ ἅπαξ,
σύ τ᾽, ὦ μελαίνης Νυκτὸς ἐκπαίδευμ᾽, Ὕπνε,
ἄκρατος ἐλθὲ θηρὶ τῷ θεοστυγεῖ,
καὶ μὴ ᾽πὶ καλλίστοισι Τρωϊκοῖς πόνοις
αὐτόν τε ναύτας τ᾽ ἀπολέσητ᾽ Ὀδυσσέα
605 ὑπ᾽ ἀνδρὸς ᾧ θεῶν οὐδὲν ἢ βροτῶν μέλει.
ἢ τὴν τύχην μὲν δαίμον᾽ ἡγεῖσθαι χρεών,
τὰ δαιμόνων δὲ τῆς τύχης ἐλάσσονα.
ἐντόνως ὁ καρκίνος
610 τοῦ ξενοδαιτυμόνος· πυρὶ γὰρ τάχα
φωσφόρους ὀλεῖ κόρας.
ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος
615 κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον
ἔρνος. ἀλλ᾽ ἴτω Μάρων, πρασσέτω,
μαινομένου ᾽ξελέτω βλέφαρον
Κύκλωπος, ὡς πίῃ κακῶς.
620 κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον
ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω,
Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν·
ἆρ᾽ ἐς τοσόνδ᾽ ἀφίξομαι;
625 συνθέντες ἄρθρα στόματος· οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,
οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα,
ὡς μὴ ᾽ξεγερθῇ τὸ κακόν, ἔστ᾽ ἂν ὄμματος
ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί.
ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκαίειν τὸ φῶς
Κύκλωπος, ὡς ἂν τῆς τύχης κοινώμεθα;
ἑστῶτες ὠθεῖν ἐς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πῦρ.
ἑστῶτες ἐσπάσθημεν οὐκ οἶδ᾽ ἐξ ὅτου.
μέστ᾽ ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν.
καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν οὐ βούλομαι
τυπτόμενος, αὕτη γίγνεται πονηρία;
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐπῳδὴν Ὀρφέως ἀγαθὴν πάνυ,
ὥστ᾽ αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον
στείχονθ᾽ ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς.
650 νῦν δ᾽ οἶδ᾽ ἄμεινον. τοῖσι δ᾽ οἰκείοις φίλοις
χρῆσθαί μ᾽ ἀνάγκη. χειρὶ δ᾽ εἰ μηδὲν σθένεις,
ἀλλ᾽ οὖν ἐπεγκέλευέ γ᾽, ὡς εὐψυχίαν
φίλων κελευσμοῖς τοῖσι σοῖς κτησώμεθα.
655 κελευσμάτων δ᾽ ἕκατι τυφέσθω Κύκλωψ.
ἰὼ ἰώ· γενναιότατ᾽ ὠ-
θεῖτε σπεύδετ᾽, ἐκκαίετε τὰν ὀφρὺν
θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα.
τύφετ᾽ ὦ, καίετ᾽ ὦ
660 τὸν Αἴτνας μηλονόμον.
τόρνευ᾽ ἕλκε, μή σ᾽ ἐξοδυνηθεὶς
δράσῃ τι μάταιον.
***
Μέσα είναι του λόγου του. Σε λίγο,
όταν θα έχει βυθιστεί στον ύπνο,
από το αναίσχυντο λαρύγγι του θα ξεράσει τις σάρκες.
Μέσα στη σπηλιά ο δαυλός καπνίζει πανέτοιμος·
δεν μένει παρά να κάνουμε κάρβουνο το μάτι του Κύκλωπα.
Κοίταξε μόνο να φανείς άντρας.595
Έμπα όμως μέσα προτού ο πατέρας2 πάθει τίποτα
που δεν το κάνουν με το χέρι.
Τα εδώ σου τα έχουμε όλα έτοιμα.
και απαλλάξου μια κι έξω από τον κακό γείτονα.600
Και εσύ, βλαστάρι της σκοτεινής Νύχτας, Ύπνε,4
έλα βαθύς και τύλιξε το θεομίσητο θηρίο,
και μην αφήστε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του
μετά τους ωραίους αγώνες της Τροίας,
να αφανιστούν από κάποιον που δε σκοτίζεται605
για θεούς ή ανθρώπους.
Ειδάλλως, πρέπει να θεωρούμε την τύχη θεό
και τους θεούς κατώτερους από την τύχη.
τί σφιχτά η τανάλια
τώρα θα του πιάσει,
και τις φωτοφόρες610
του ματιού του κόρες
η φωτιά ταχιά θα του χαλάσει.
Καψαλίστηκε ο δαυλός
μες στη χόβολη χωμένος
δρένιος κλώνος615
τρομερός -
Μ᾽ ας αρχίσει ο Μάρωνας,5 τη δουλειά ας αρχίσει,
και του Κύκλωπα το μάτι
του ξεφρενιασμένου
να του χύσει,
σε κακό του το πιοτό να του γυρίσει·
κι έτσι και τον φιλοκισσοφόρο620
τον αγαπημένο Βάκχο
να τον ξαναδώ
και του Κύκλωπα ν᾽ αφήσω
την ερημιά... Τάχα
θα τ᾽ αξιωθώ;
μείνετε ακίνητοι, ράψτε το· μην ανασαίνετε,625
μην παίξει το μάτι σας, μη βήξει κανείς,
να μην ξυπνήσει το κακό προτού το μάτι του Κύκλωπα
αναμετρηθεί με τη φωτιά.
και αδράξτε με τα δυό σας χέρια το δαυλό·
έχει πυρώσει για τα καλά.
τον πυρωμένο λοστό
και να κάψουν το φως του Κύκλωπα,
ώστε να συμμετέχουμε και εμείς σε ό,τι φέρει η τύχη.
ΧΟΡΟΣ α6
Εμείς, εδώ έξω από την πύλη635
είμαστε αρκετά μακριά,
για να σπρώξουμε τη φωτιά στο μάτι.
ΧΟΡΟΣ β
Εμείς πάλι αυτή τη στιγμή κουτσαθήκαμε.
ΧΟΡΟΣ α
Πάθατε δηλαδή ό,τι κι εγώ· γιατί εδώ που στεκόμαστε
πιάστηκαν -κι εγώ δεν ξέρω πώς- τα πόδια μας.
ΧΟΡΟΣ α
Και τα μάτια μας δυστυχώς
έχουν γεμίσει σκόνη ή στάχτη.
και δεν θέλω να χάσω τα δόντια μου γρονθοκοπούμενος,
αυτό εσύ το λες δειλία;645
Ξέρω πάντως μια εκπληκτική γητειά του Ορφέα,7
ώστε να πάει μόνος του ο δαυλός στο κούτελο
και να πυρπολήσει τον μονόφθαλμο γιο της γης.8
να φέρεσαι όπως φέρεσαι,
τώρα όμως το γνωρίζω ακόμα καλύτερα.650
Θέλω δεν θέλω πρέπει να στηριχτώ στους συντρόφους μου.
Ωστόσο, αν δεν έχεις δύναμη στα χέρια σου,
τουλάχιστον φώναζε,
για να εμψυχώσουν οι φωνές τους φίλους.
Αν είναι μόνο να φωνάζω,655
ας γίνει παρανάλωμα του πυρός ο Κύκλωπας.
Χο, ο, οπ, παληκαρίσια
σπρώξτε το γοργά-γοργά,
κάψτε, κάψτε του το μάτι
του θεριού, τ᾽ ανθρωποφάη,
βάλτε του φωτιά,
κάψτε τον τόν προβατάρη
που την Αίτνα10 κατοικεί -660
γύρνα, γύρνα το ροκάνι -
τράβα γλήγορα αποκεί,
μήπως από τον πολύ τον πόνο
σε χτυπήσει και σε βρει.
---------------
Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Οδυσσέας, λίγο πριν από την κρίσιμη στιγμή, ζητάει από τους σατύρους να βοηθήσουν στην τύφλωση του Κύκλωπα. Οι σάτυροι, των οποίων η δειλία είναι παροιμιώδης, βρίσκουν προφάσεις και αρνούνται.
Κύκλωψ 590-664
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
590 ἄγε δή, Διονύσου παῖδες, εὐγενῆ τέκνα,ἔνδον μὲν ἁνήρ· τῷ δ᾽ ὕπνῳ παρειμένος
τάχ᾽ ἐξ ἀναιδοῦς φάρυγος ὠθήσει κρέα.
δαλὸς δ᾽ ἔσωθεν αὐλίων πνέων καπνὸν
παρευτρέπισται, κοὐδὲν ἄλλο πλὴν πυροῦν
595 Κύκλωπος ὄψιν· ἀλλ᾽ ὅπως ἀνὴρ ἔσῃ.
ΧΟΡΟΣ
πέτρας τὸ λῆμα κἀδάμαντος ἕξομεν.χώρει δ᾽ ἐς οἴκους πρίν τι τὸν πατέρα παθεῖν
ἀπάλαμνον· ὥς σοι τἀνθάδ᾽ ἐστὶν εὐτρεπῆ.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Ἥφαιστ᾽, ἄναξ Αἰτναῖε, γείτονος κακοῦ600 λαμπρὸν πυρώσας ὄμμ᾽ ἀπαλλάχθηθ᾽ ἅπαξ,
σύ τ᾽, ὦ μελαίνης Νυκτὸς ἐκπαίδευμ᾽, Ὕπνε,
ἄκρατος ἐλθὲ θηρὶ τῷ θεοστυγεῖ,
καὶ μὴ ᾽πὶ καλλίστοισι Τρωϊκοῖς πόνοις
αὐτόν τε ναύτας τ᾽ ἀπολέσητ᾽ Ὀδυσσέα
605 ὑπ᾽ ἀνδρὸς ᾧ θεῶν οὐδὲν ἢ βροτῶν μέλει.
ἢ τὴν τύχην μὲν δαίμον᾽ ἡγεῖσθαι χρεών,
τὰ δαιμόνων δὲ τῆς τύχης ἐλάσσονα.
ΧΟΡΟΣ
λήψεται τὸν τράχηλονἐντόνως ὁ καρκίνος
610 τοῦ ξενοδαιτυμόνος· πυρὶ γὰρ τάχα
φωσφόρους ὀλεῖ κόρας.
ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος
615 κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον
ἔρνος. ἀλλ᾽ ἴτω Μάρων, πρασσέτω,
μαινομένου ᾽ξελέτω βλέφαρον
Κύκλωπος, ὡς πίῃ κακῶς.
620 κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον
ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω,
Κύκλωπος λιπὼν ἐρημίαν·
ἆρ᾽ ἐς τοσόνδ᾽ ἀφίξομαι;
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες, ἡσυχάζετε,625 συνθέντες ἄρθρα στόματος· οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,
οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα,
ὡς μὴ ᾽ξεγερθῇ τὸ κακόν, ἔστ᾽ ἂν ὄμματος
ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῇ πυρί.
ΧΟΡΟΣ
σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
630 ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖνἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
ΧΟΡΟΣ
οὔκουν σὺ τάξεις οὕστινας πρώτους χρεὼνκαυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκαίειν τὸ φῶς
Κύκλωπος, ὡς ἂν τῆς τύχης κοινώμεθα;
ΧΟΡΟΣ α
635 ἡμεῖς μέν ἐσμεν μακροτέρω πρὸ τῶν θυρῶνἑστῶτες ὠθεῖν ἐς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πῦρ.
ΧΟΡΟΣ β
ἡμεῖς δὲ χωλοί γ᾽ ἀρτίως γεγενήμεθα.
ΧΟΡΟΣ α
ταὐτὸν πεπόνθατ᾽ ἆρ᾽ ἐμοί· τοὺς γὰρ πόδαςἑστῶτες ἐσπάσθημεν οὐκ οἶδ᾽ ἐξ ὅτου.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ἑστῶτες ἐσπάσθητε;
ΧΟΡΟΣ α
640 καὶ τά γ᾽ ὄμματαμέστ᾽ ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι.
ΧΟΡΟΣ
ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ᾽ οἰκτίρομενκαὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν οὐ βούλομαι
τυπτόμενος, αὕτη γίγνεται πονηρία;
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐπῳδὴν Ὀρφέως ἀγαθὴν πάνυ,
ὥστ᾽ αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον
στείχονθ᾽ ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
πάλαι μὲν ᾔδη σ᾽ ὄντα τοιοῦτον φύσει,650 νῦν δ᾽ οἶδ᾽ ἄμεινον. τοῖσι δ᾽ οἰκείοις φίλοις
χρῆσθαί μ᾽ ἀνάγκη. χειρὶ δ᾽ εἰ μηδὲν σθένεις,
ἀλλ᾽ οὖν ἐπεγκέλευέ γ᾽, ὡς εὐψυχίαν
φίλων κελευσμοῖς τοῖσι σοῖς κτησώμεθα.
ΧΟΡΟΣ
δράσω τάδ᾽· ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύσομεν.655 κελευσμάτων δ᾽ ἕκατι τυφέσθω Κύκλωψ.
ἰὼ ἰώ· γενναιότατ᾽ ὠ-
θεῖτε σπεύδετ᾽, ἐκκαίετε τὰν ὀφρὺν
θηρὸς τοῦ ξενοδαίτα.
τύφετ᾽ ὦ, καίετ᾽ ὦ
660 τὸν Αἴτνας μηλονόμον.
τόρνευ᾽ ἕλκε, μή σ᾽ ἐξοδυνηθεὶς
δράσῃ τι μάταιον.
ΚΥΚΛΩΨ
ὤμοι, κατηνθρακώμεθ᾽ ὀφθαλμοῦ σέλας.
ΧΟΡΟΣ
καλός γ᾽ ὁ παιάν· μέλπε μοι τόνδ᾽ αὖ, Κύκλωψ.***
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εμπρός λοιπόν, γιοι του Διονύσου,1 γόνοι γενιάς αρχοντικής.590Μέσα είναι του λόγου του. Σε λίγο,
όταν θα έχει βυθιστεί στον ύπνο,
από το αναίσχυντο λαρύγγι του θα ξεράσει τις σάρκες.
Μέσα στη σπηλιά ο δαυλός καπνίζει πανέτοιμος·
δεν μένει παρά να κάνουμε κάρβουνο το μάτι του Κύκλωπα.
Κοίταξε μόνο να φανείς άντρας.595
ΧΟΡΟΣ
Θα κάνουμε την καρδιά μας βράχο και ατσάλι.Έμπα όμως μέσα προτού ο πατέρας2 πάθει τίποτα
που δεν το κάνουν με το χέρι.
Τα εδώ σου τα έχουμε όλα έτοιμα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ήφαιστε, άρχοντα της Αίτνας,3 κάψε το λαμπερό του μάτικαι απαλλάξου μια κι έξω από τον κακό γείτονα.600
Και εσύ, βλαστάρι της σκοτεινής Νύχτας, Ύπνε,4
έλα βαθύς και τύλιξε το θεομίσητο θηρίο,
και μην αφήστε τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του
μετά τους ωραίους αγώνες της Τροίας,
να αφανιστούν από κάποιον που δε σκοτίζεται605
για θεούς ή ανθρώπους.
Ειδάλλως, πρέπει να θεωρούμε την τύχη θεό
και τους θεούς κατώτερους από την τύχη.
ΧΟΡΟΣ
Το λαιμό του ανθρωποφάητί σφιχτά η τανάλια
τώρα θα του πιάσει,
και τις φωτοφόρες610
του ματιού του κόρες
η φωτιά ταχιά θα του χαλάσει.
Καψαλίστηκε ο δαυλός
μες στη χόβολη χωμένος
δρένιος κλώνος615
τρομερός -
Μ᾽ ας αρχίσει ο Μάρωνας,5 τη δουλειά ας αρχίσει,
και του Κύκλωπα το μάτι
του ξεφρενιασμένου
να του χύσει,
σε κακό του το πιοτό να του γυρίσει·
κι έτσι και τον φιλοκισσοφόρο620
τον αγαπημένο Βάκχο
να τον ξαναδώ
και του Κύκλωπα ν᾽ αφήσω
την ερημιά... Τάχα
θα τ᾽ αξιωθώ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σωπάστε για τ᾽ όνομα των θεών, ζωντόβολα,μείνετε ακίνητοι, ράψτε το· μην ανασαίνετε,625
μην παίξει το μάτι σας, μη βήξει κανείς,
να μην ξυπνήσει το κακό προτού το μάτι του Κύκλωπα
αναμετρηθεί με τη φωτιά.
ΧΟΡΟΣ
Σωπαίνουμε· κρατάμε την ανάσα μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εμπρός λοιπόν, μπείτε μέσα630και αδράξτε με τα δυό σας χέρια το δαυλό·
έχει πυρώσει για τα καλά.
ΧΟΡΟΣ
Δεν θα ορίσεις εσύ ποιοι να πιάσουν πρώτοιτον πυρωμένο λοστό
και να κάψουν το φως του Κύκλωπα,
ώστε να συμμετέχουμε και εμείς σε ό,τι φέρει η τύχη.
ΧΟΡΟΣ α6
Εμείς, εδώ έξω από την πύλη635
είμαστε αρκετά μακριά,
για να σπρώξουμε τη φωτιά στο μάτι.
ΧΟΡΟΣ β
Εμείς πάλι αυτή τη στιγμή κουτσαθήκαμε.
ΧΟΡΟΣ α
Πάθατε δηλαδή ό,τι κι εγώ· γιατί εδώ που στεκόμαστε
πιάστηκαν -κι εγώ δεν ξέρω πώς- τα πόδια μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πιαστήκατε εκεί που στεκόσταστε;640ΧΟΡΟΣ α
Και τα μάτια μας δυστυχώς
έχουν γεμίσει σκόνη ή στάχτη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αυτοί οι σύμμαχοι είναι δειλοί και ανύπαρκτοι.
ΧΟΡΟΣ
Επειδή λυπόμαστε την πλάτη μας και τα πλευρά μαςκαι δεν θέλω να χάσω τα δόντια μου γρονθοκοπούμενος,
αυτό εσύ το λες δειλία;645
Ξέρω πάντως μια εκπληκτική γητειά του Ορφέα,7
ώστε να πάει μόνος του ο δαυλός στο κούτελο
και να πυρπολήσει τον μονόφθαλμο γιο της γης.8
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ανέκαθεν γνώριζα ότι το έχεις στο αίμα σουνα φέρεσαι όπως φέρεσαι,
τώρα όμως το γνωρίζω ακόμα καλύτερα.650
Θέλω δεν θέλω πρέπει να στηριχτώ στους συντρόφους μου.
Ωστόσο, αν δεν έχεις δύναμη στα χέρια σου,
τουλάχιστον φώναζε,
για να εμψυχώσουν οι φωνές τους φίλους.
ΧΟΡΟΣ
Έγινε. Μήπως θα κινδυνεύσω εγώ;9Αν είναι μόνο να φωνάζω,655
ας γίνει παρανάλωμα του πυρός ο Κύκλωπας.
Χο, ο, οπ, παληκαρίσια
σπρώξτε το γοργά-γοργά,
κάψτε, κάψτε του το μάτι
του θεριού, τ᾽ ανθρωποφάη,
βάλτε του φωτιά,
κάψτε τον τόν προβατάρη
που την Αίτνα10 κατοικεί -660
γύρνα, γύρνα το ροκάνι -
τράβα γλήγορα αποκεί,
μήπως από τον πολύ τον πόνο
σε χτυπήσει και σε βρει.
ΚΥΚΛΩΠΑΣ
Ωχ! Έγινε κάρβουνο το φως του οφθαλμού μου.
ΧΟΡΟΣ
Υπέροχος ο παιάνας· τραγούδησέ μου τον ξανά, Κύκλωπα.---------------
1 Ποτέ άλλοτε οι σάτυροι δεν αναφέρονται ως γιοι του Διονύσου. Ίσως δεν έχουμε να κάνουμε με κυριολεξία.
2 Ο Σιληνός, ο οποίος αμέσως πριν απρόθυμα ακολούθησε τον Κύκλωπα στο εσωτερικό της σπηλιάς.
3 Ο Ήφαιστος συνδέεται ποικιλοτρόπως με την Αίτνα και τη Σικελία. Σύμφωνα με μια παράδοση φιλονίκησε με τη Δήμητρα για το ποιος θα πάρει τη Σικελία, ενώ σύμφωνα με άλλη το εργαστήριό του βρισκόταν κάτω από την Αίτνα.
4 Ο Ύπνος (όπως και ο Θάνατος) είναι γιοι της Νύχτας.
5 Εδώ το κρασί. Στον Όμηρο ο Μάρων (από τη φημισμένη για το κρασί της θρακική πόλη Ίσμαρο) είναι ιερέας του Απόλλωνα και δίνει στον Οδυσσέα το κρασί με το οποίο μέθυσε τον Πολύφημο.
6 Με τις ενδείξεις "χορός α" και "χορός β" δηλώνονται τμήματα του χορού.
7 Ο Ορφέας είχε τη δύναμη να μαγεύει με τη μουσική του τα έμψυχα και τα άψυχα.
8 Οι Κύκλωπες είναι γιοι του Ουρανού και της Γαίας.
9 Στο πρωτότυπο: ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύσομεν. Παροιμία που χρησιμοποιείται γι᾽ αυτούς που κάνουν κάτι χωρίς να κινδυνεύουν οι ίδιοι -οι Κάρες υπηρετούσαν ως μισθοφόροι.
10 Το έργο διαδραματίζεται στη Σικελία.