Η γυναίκα του Κανδαύλη
Στο προοίμιο των Ἱστοριών του ο Ηρόδοτος αναγγέλλει ότι στο έργο του "εκθέτει τις έρευνές του" (ἱστορίης ἀπόδεξις) για έργα "μεγάλα και θαυμαστά" που έγιναν άλλα από Έλληνες και άλλα από βαρβάρους, και ιδιαίτερα την αιτία για την οποία πολέμησαν μεταξύ τους. Τη σύγκρουση αυτή κάποιοι τη συνέδεαν με μυθικά γεγονότα, ο Ηρόδοτος ωστόσο διαχωρίζει τη θέση του και δηλώνει ότι θα περιοριστεί σε πράγματα που ο ίδιος γνωρίζει: αιτία της σύγκρουσης Ελλήνων και βαρβάρων υπήρξε η άδικη πράξη του βασιλιά των Λυδών Κροίσου (περ. 560-546 π.Χ.) να καθυποτάξει τις ιωνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Με την αφορμή αυτή γίνεται αναφορά στους βασιλιάδες που προηγήθηκαν του Κροίσου, και στο πλαίσιο αυτό παρεμβάλλεται η διήγηση η σχετική με τη γυναίκα του Κανδαύλη (τελευταίου βασιλιά του γένους των Ηρακλειδών) και τον Γύγη (πρώτο βασιλιά του γένους των Μερμναδών, στο οποίο ανήκει ο Κροίσος). Από τους σύγχρονους μελετητές η διήγηση χαρακτηρίζεται νουβέλα (σύντομη δηλαδή αυτοτελής διήγηση στο πλαίσιο ενός ευρύτερου έργου, η οποία έχει ως θέμα ένα παράξενο αλλά πραγματικό ή τουλάχιστον πιθανοφανές γεγονός, που περιλαμβάνει μια βασική δραματική σύγκρουση). Ο χαρακτήρας της νουβέλας είναι αιτιολογικός: η εμπλοκή του Γύγη στον φόνο του Κανδαύλη εξηγεί την ενοχή που βαραίνει τον Κροίσο και προοιωνίζεται το τέλος του.
Ἱστορίαι 1, 7-13
[1.7.1] ἡ δὲ ἡγεμονίη οὕτω περιῆλθε, ἐοῦσα Ἡρακλειδέων, ἐς τὸ γένος τὸ Κροίσου, καλεομένους δὲ Μερμνάδας. [1.7.2] ἦν Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων, ἀπόγονος δὲ Ἀλκαίου τοῦ Ἡρακλέος. Ἄγρων μὲν γὰρ ὁ Νίνου τοῦ Βήλου τοῦ Ἀλκαίου πρῶτος Ἡρακλειδέων βασιλεὺς ἐγένετο Σαρδίων, [1.7.3] Κανδαύλης δὲ ὁ Μύρσου ὕστατος. οἱ δὲ πρότερον Ἄγρωνος βασιλεύσαντες ταύτης τῆς χώρης ἦσαν ἀπόγονοι Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος, ἀπ᾽ ὅτευ ὁ δῆμος Λύδιος ἐκλήθη ὁ πᾶς οὗτος, πρότερον Μηίων καλεόμενος. [1.7.4] παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχὴν ἐκ θεοπροπίου, ἐκ δούλης τε τῆς Ἰαρδάνου γεγονότες καὶ Ἡρακλέος, ἄρξαντες {μὲν} ἐπὶ δύο τε καὶ εἴκοσι γενεὰς ἀνδρῶν, ἔτεα πέντε τε καὶ πεντακόσια, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, μέχρι Κανδαύλεω τοῦ Μύρσου.
[1.8.1] οὗτος δὴ ὦν ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός, ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλὸν πασέων καλλίστην. ὥστε δὲ ταῦτα νομίζων, ἦν γάρ οἱ τῶν αἰχμοφόρων Γύγης ὁ Δασκύλου ἀρεσκόμενος μάλιστα, τούτῳ τῷ Γύγῃ καὶ τὰ σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων ὑπερετίθετο ὁ Κανδαύλης καὶ δὴ καὶ τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων. [1.8.2] χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος, χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς, ἔλεγε πρὸς τὸν Γύγην τοιάδε· «Γύγη, οὐ γάρ σε δοκέω πείθεσθαί μοι λέγοντι περὶ τοῦ εἴδεος τῆς γυναικός (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν), ποίει ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν.» ὁ δὲ μέγα ἀμβώσας εἶπε· [1.8.3] «δέσποτα, τίνα λέγεις λόγον οὐκ ὑγιέα, κελεύων με δέσποιναν τὴν ἐμὴν θεήσασθαι γυμνήν; ἅμα δὲ κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή. [1.8.4] πάλαι δὲ τὰ καλὰ ἀνθρώποισι ἐξεύρηται, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ· ἐν τοῖσι ἓν τόδε ἐστί, σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ. ἐγὼ δὲ πείθομαι ἐκείνην εἶναι πασέων γυναικῶν καλλίστην, καί σεο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων.» [1.9.1] ὁ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετο, ἀρρωδέων μή τί οἱ ἐξ αὐτῶν γένηται κακόν. ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε· «θάρσει, Γύγη, καὶ μὴ φοβεῦ μήτε ἐμέ, ὥς σεο πειρώμενος λέγω λόγον τόνδε, μήτε γυναῖκα τὴν ἐμήν, μή τί τοι ἐξ αὐτῆς γένηται βλάβος· ἀρχὴν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι οὕτω ὥστε μηδὲ μαθεῖν μιν ὀφθεῖσαν ὑπὸ σεῦ. [1.9.2] ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα ἐν τῷ κοιμώμεθα ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης στήσω· μετὰ δ᾽ ἐμὲ ἐσελθόντα παρέσται καὶ ἡ γυνὴ ἡ ἐμὴ ἐς κοῖτον. κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι. [1.9.3] ἐπεὰν δὲ ἀπὸ τοῦ θρόνου στίχῃ ἐπὶ τὴν εὐνὴν κατὰ νώτου τε αὐτῆς γένῃ, σοὶ μελέτω τὸ ἐνθεῦτεν ὅκως μή σε ὄψεται ἰόντα διὰ θυρέων.» [1.10.1] ὁ μὲν δή ὡς οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖν, ἦν ἕτοιμος· ὁ δὲ Κανδαύλης, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, ἤγαγε τὸν Γύγεα ἐς τὸ οἴκημα, καὶ μετὰ ταῦτα αὐτίκα παρῆν καὶ ἡ γυνή· [1.10.2] ἐσελθοῦσαν δὲ καὶ τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο ὁ Γύγης. ὡς δὲ κατὰ νώτου ἐγένετο ἰούσης τῆς γυναικὸς ἐς τὴν κοίτην, ὑπεκδὺς ἐχώρεε ἔξω. καὶ ἡ γυνὴ ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα. μαθοῦσα δὲ τὸ ποιηθὲν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς οὔτε ἀνέβωσε αἰσχυνθεῖσα οὔτε ἔδοξε μαθεῖν, ἐν νόῳ ἔχουσα τείσασθαι τὸν Κανδαύλεα· [1.10.3] παρὰ γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι, καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνὸν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει. [1.11.1] τότε μὲν δὴ οὕτως οὐδὲν δηλώσασα ἡσυχίην εἶχε· ὡς δὲ ἡμέρη τάχιστα ἐγεγόνεε, τῶν οἰκετέων τοὺς μάλιστα ὥρα πιστοὺς ἐόντας ἑωυτῇ, ἑτοίμους ποιησαμένη ἐκάλεε τὸν Γύγεα. ὁ δὲ οὐδὲν δοκέων αὐτὴν τῶν πρηχθέντων ἐπίστασθαι ἦλθε καλεόμενος· [1.11.2] ἐώθεε γὰρ καὶ πρόσθε, ὅκως ἡ βασίλεια καλέοι, φοιτᾶν. ὡς δὲ ὁ Γύγης ἀπίκετο, ἔλεγε ἡ γυνὴ τάδε· "νῦν τοι δυῶν ὁδῶν παρεουσέων, Γύγη, δίδωμι αἵρεσιν, ὁκοτέρην βούλεαι τραπέσθαι· ἢ γὰρ Κανδαύλεα ἀποκτείνας ἐμέ τε καὶ τὴν βασιληίην ἔχε τὴν Λυδῶν, ἢ αὐτόν σε αὐτίκα οὕτω ἀποθνῄσκειν δεῖ, ὡς ἂν μὴ πάντα πειθόμενος Κανδαύλῃ τοῦ λοιποῦ ἴδῃς τὰ μή σε δεῖ. [1.11.3] ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνόν γε τὸν ταῦτα βουλεύσαντα δεῖ ἀπόλλυσθαι ἢ σὲ τὸν ἐμὲ γυμνὴν θεησάμενον καὶ ποιήσαντα οὐ νομιζόμενα." ὁ δὲ Γύγης τέως μὲν ἀπεθώμαζε τὰ λεγόμενα, [1.11.4] μετὰ δὲ ἱκέτευε μή μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσιν. οὐκ ὦν δὴ ἔπειθε, ἀλλ᾽ ὥρα ἀναγκαίην ἀληθέως προκειμένην ἢ τὸν δεσπότεα ἀπολλύναι ἢ αὐτὸν ὑπ᾽ ἄλλων ἀπόλλυσθαι· αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι. ἐπειρώτα δὴ λέγων τάδε· «ἐπεί με ἀναγκάζεις δεσπότεα τὸν ἐμὸν κτείνειν οὐκ ἐθέλοντα, φέρε ἀκούσω, τέῳ καὶ τρόπῳ ἐπιχειρήσομεν αὐτῷ.» [1.11.5] ἡ δὲ ὑπολαβοῦσα ἔφη· «ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲν χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται ὅθεν περ καὶ ἐκεῖνος ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν, ὑπνωμένῳ δὲ ἡ ἐπιχείρησις ἔσται.» [1.12.1] ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε ἢ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον τῇ γυναικί. καί μιν ἐκείνη ἐγχειρίδιον δοῦσα κατακρύπτει ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην. [1.12.2] καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης, τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος ὁ Πάριος, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος, ἐν ἰάμβῳ τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη. [1.13.1] ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου. ὡς γὰρ δὴ οἱ Λυδοὶ δεινὸν ἐποιεῦντο τὸ Κανδαύλεω πάθος καὶ ἐν ὅπλοισι ἦσαν, συνέβησαν ἐς τὠυτὸ οἵ τε τοῦ Γύγεω στασιῶται καὶ οἱ λοιποὶ Λυδοί, ἢν μὲν {δὴ} τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Λυδῶν, τὸν δὲ βασιλεύειν, ἢν δὲ μή, ἀποδοῦναι ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν. [1.13.2] ἀνεῖλέ τε δὴ τὸ χρηστήριον καὶ ἐβασίλευσε οὕτω Γύγης. τοσόνδε μέντοι εἶπε ἡ Πυθίη, ὡς Ἡρακλείδῃσι τίσις ἥξει ἐς τὸν πέμπτον ἀπόγονον Γύγεω. τούτου τοῦ ἔπεος Λυδοί τε καὶ οἱ βασιλέες αὐτῶν λόγον οὐδένα ἐποιεῦντο, πρὶν δὴ ἐπετελέσθη.
***
[7] Η ηγεμονία των Ηρακλειδών1 πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, ως εξής. [2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λένε Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων2 και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου3 γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· [3] ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος. Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομα του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. [4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που η γενιά τους κρατούσε από μια δούλη του Ιαρδάνου4 και από τον Ηρακλή, και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια -κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[8] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη -γιατί ένας από τους δορυφόρους του ήταν ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του- σ᾽ αυτόν λοιπόν τον Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις πιο σπουδαίες υποθέσεις του, παινώντας ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. [2] Δεν πέρασε πολύς καιρός -γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει- κι έλεγε μια μέρα του Γύγη: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι στα μάτια τους), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή». Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: [3] «Κύριε μου, τι λόγο αρρωστημένο μου λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. [4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη, και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[9] Έτσι μιλώντας δοκίμαζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Εκείνος όμως πήρε ξανά το λόγο κι είπε: «Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε και τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό. Γιατί εγώ έτσι καλά θα στήσω τη μηχανή από την αρχή, ώστε εκείνη να μην πάρει είδηση ότι εσύ την είδες. [2] Μόνος μου θα σε στήσω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έλθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει και θα μπορέσεις έτσι με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. [3] Όταν προχωρήσει από το θρονί προς το κρεβάτι, και βρεθείς πίσω από την πλάτη της, μόνος σου κοίτα από κει και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα».
[10] Λοιπόν ο Γύγης, μια και δε γινόταν να ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε τον Γύγη στο δωμάτιο, και αμέσως ύστερα παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. [2] Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη της, καθώς η γυναίκα προχωρούσε στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Όμως το μάτι της γυναίκας τον έπιασε την ώρα που εκείνος ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τι της είχε κάνει ο άντρας της, εντούτοις ούτε φώναξε, παρ᾽ όλη την ντροπή της, ούτε και έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. [3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι ντροπή μεγάλη ακόμη και έναν άντρα να τον δουν γυμνό.
[11] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την ψυχραιμία της. Αλλά μόλις ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι απόλυτα έμπιστοι, και έστειλε να φωνάξουν τον Γύγη. Και αυτός, δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει το πράγμα, ήλθε στην πρόσκλησή της. [2] Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. Μόλις έφτασε ο Γύγης, του μίλησε η γυναίκα και είπε: «Τώρα δύο δρόμοι σού ανοίγονται, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη βλέπεις στο εξής, με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη, όσα δε σου επιτρέπεται. [3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή, κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, [4] ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή. Παρ᾽ όλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι -διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: «Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιο τρόπο θα του επιτεθούμε». [5] Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[12] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, και είχε για καλά νυχτώσει (γιατί δεν είχε τρόπο πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε και υπήρχε λύση να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα που του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο εκείνο θυρόφυλλο. [2] Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, πετάχτηκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε -έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε τον Γύγη και ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο.
[13] Κέρδισε έτσι ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί καθώς οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. [2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνον όταν εκπληρώθηκε.
----------------
Ἱστορίαι 1, 7-13
[1.7.1] ἡ δὲ ἡγεμονίη οὕτω περιῆλθε, ἐοῦσα Ἡρακλειδέων, ἐς τὸ γένος τὸ Κροίσου, καλεομένους δὲ Μερμνάδας. [1.7.2] ἦν Κανδαύλης, τὸν οἱ Ἕλληνες Μυρσίλον ὀνομάζουσι, τύραννος Σαρδίων, ἀπόγονος δὲ Ἀλκαίου τοῦ Ἡρακλέος. Ἄγρων μὲν γὰρ ὁ Νίνου τοῦ Βήλου τοῦ Ἀλκαίου πρῶτος Ἡρακλειδέων βασιλεὺς ἐγένετο Σαρδίων, [1.7.3] Κανδαύλης δὲ ὁ Μύρσου ὕστατος. οἱ δὲ πρότερον Ἄγρωνος βασιλεύσαντες ταύτης τῆς χώρης ἦσαν ἀπόγονοι Λυδοῦ τοῦ Ἄτυος, ἀπ᾽ ὅτευ ὁ δῆμος Λύδιος ἐκλήθη ὁ πᾶς οὗτος, πρότερον Μηίων καλεόμενος. [1.7.4] παρὰ τούτων Ἡρακλεῖδαι ἐπιτραφθέντες ἔσχον τὴν ἀρχὴν ἐκ θεοπροπίου, ἐκ δούλης τε τῆς Ἰαρδάνου γεγονότες καὶ Ἡρακλέος, ἄρξαντες {μὲν} ἐπὶ δύο τε καὶ εἴκοσι γενεὰς ἀνδρῶν, ἔτεα πέντε τε καὶ πεντακόσια, παῖς παρὰ πατρὸς ἐκδεκόμενος τὴν ἀρχήν, μέχρι Κανδαύλεω τοῦ Μύρσου.
[1.8.1] οὗτος δὴ ὦν ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός, ἐρασθεὶς δὲ ἐνόμιζέ οἱ εἶναι γυναῖκα πολλὸν πασέων καλλίστην. ὥστε δὲ ταῦτα νομίζων, ἦν γάρ οἱ τῶν αἰχμοφόρων Γύγης ὁ Δασκύλου ἀρεσκόμενος μάλιστα, τούτῳ τῷ Γύγῃ καὶ τὰ σπουδαιέστερα τῶν πρηγμάτων ὑπερετίθετο ὁ Κανδαύλης καὶ δὴ καὶ τὸ εἶδος τῆς γυναικὸς ὑπερεπαινέων. [1.8.2] χρόνου δὲ οὐ πολλοῦ διελθόντος, χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς, ἔλεγε πρὸς τὸν Γύγην τοιάδε· «Γύγη, οὐ γάρ σε δοκέω πείθεσθαί μοι λέγοντι περὶ τοῦ εἴδεος τῆς γυναικός (ὦτα γὰρ τυγχάνει ἀνθρώποισι ἐόντα ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν), ποίει ὅκως ἐκείνην θεήσεαι γυμνήν.» ὁ δὲ μέγα ἀμβώσας εἶπε· [1.8.3] «δέσποτα, τίνα λέγεις λόγον οὐκ ὑγιέα, κελεύων με δέσποιναν τὴν ἐμὴν θεήσασθαι γυμνήν; ἅμα δὲ κιθῶνι ἐκδυομένῳ συνεκδύεται καὶ τὴν αἰδῶ γυνή. [1.8.4] πάλαι δὲ τὰ καλὰ ἀνθρώποισι ἐξεύρηται, ἐκ τῶν μανθάνειν δεῖ· ἐν τοῖσι ἓν τόδε ἐστί, σκοπέειν τινὰ τὰ ἑωυτοῦ. ἐγὼ δὲ πείθομαι ἐκείνην εἶναι πασέων γυναικῶν καλλίστην, καί σεο δέομαι μὴ δέεσθαι ἀνόμων.» [1.9.1] ὁ μὲν δὴ λέγων τοιαῦτα ἀπεμάχετο, ἀρρωδέων μή τί οἱ ἐξ αὐτῶν γένηται κακόν. ὁ δ᾽ ἀμείβετο τοισίδε· «θάρσει, Γύγη, καὶ μὴ φοβεῦ μήτε ἐμέ, ὥς σεο πειρώμενος λέγω λόγον τόνδε, μήτε γυναῖκα τὴν ἐμήν, μή τί τοι ἐξ αὐτῆς γένηται βλάβος· ἀρχὴν γὰρ ἐγὼ μηχανήσομαι οὕτω ὥστε μηδὲ μαθεῖν μιν ὀφθεῖσαν ὑπὸ σεῦ. [1.9.2] ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα ἐν τῷ κοιμώμεθα ὄπισθε τῆς ἀνοιγομένης θύρης στήσω· μετὰ δ᾽ ἐμὲ ἐσελθόντα παρέσται καὶ ἡ γυνὴ ἡ ἐμὴ ἐς κοῖτον. κεῖται δὲ ἀγχοῦ τῆς ἐσόδου θρόνος· ἐπὶ τοῦτον τῶν ἱματίων κατὰ ἓν ἕκαστον ἐκδύνουσα θήσει καὶ κατ᾽ ἡσυχίην πολλὴν παρέξει τοι θεήσασθαι. [1.9.3] ἐπεὰν δὲ ἀπὸ τοῦ θρόνου στίχῃ ἐπὶ τὴν εὐνὴν κατὰ νώτου τε αὐτῆς γένῃ, σοὶ μελέτω τὸ ἐνθεῦτεν ὅκως μή σε ὄψεται ἰόντα διὰ θυρέων.» [1.10.1] ὁ μὲν δή ὡς οὐκ ἐδύνατο διαφυγεῖν, ἦν ἕτοιμος· ὁ δὲ Κανδαύλης, ἐπεὶ ἐδόκεε ὥρη τῆς κοίτης εἶναι, ἤγαγε τὸν Γύγεα ἐς τὸ οἴκημα, καὶ μετὰ ταῦτα αὐτίκα παρῆν καὶ ἡ γυνή· [1.10.2] ἐσελθοῦσαν δὲ καὶ τιθεῖσαν τὰ εἵματα ἐθηεῖτο ὁ Γύγης. ὡς δὲ κατὰ νώτου ἐγένετο ἰούσης τῆς γυναικὸς ἐς τὴν κοίτην, ὑπεκδὺς ἐχώρεε ἔξω. καὶ ἡ γυνὴ ἐπορᾷ μιν ἐξιόντα. μαθοῦσα δὲ τὸ ποιηθὲν ἐκ τοῦ ἀνδρὸς οὔτε ἀνέβωσε αἰσχυνθεῖσα οὔτε ἔδοξε μαθεῖν, ἐν νόῳ ἔχουσα τείσασθαι τὸν Κανδαύλεα· [1.10.3] παρὰ γὰρ τοῖσι Λυδοῖσι, σχεδὸν δὲ καὶ παρὰ τοῖσι ἄλλοισι βαρβάροισι, καὶ ἄνδρα ὀφθῆναι γυμνὸν ἐς αἰσχύνην μεγάλην φέρει. [1.11.1] τότε μὲν δὴ οὕτως οὐδὲν δηλώσασα ἡσυχίην εἶχε· ὡς δὲ ἡμέρη τάχιστα ἐγεγόνεε, τῶν οἰκετέων τοὺς μάλιστα ὥρα πιστοὺς ἐόντας ἑωυτῇ, ἑτοίμους ποιησαμένη ἐκάλεε τὸν Γύγεα. ὁ δὲ οὐδὲν δοκέων αὐτὴν τῶν πρηχθέντων ἐπίστασθαι ἦλθε καλεόμενος· [1.11.2] ἐώθεε γὰρ καὶ πρόσθε, ὅκως ἡ βασίλεια καλέοι, φοιτᾶν. ὡς δὲ ὁ Γύγης ἀπίκετο, ἔλεγε ἡ γυνὴ τάδε· "νῦν τοι δυῶν ὁδῶν παρεουσέων, Γύγη, δίδωμι αἵρεσιν, ὁκοτέρην βούλεαι τραπέσθαι· ἢ γὰρ Κανδαύλεα ἀποκτείνας ἐμέ τε καὶ τὴν βασιληίην ἔχε τὴν Λυδῶν, ἢ αὐτόν σε αὐτίκα οὕτω ἀποθνῄσκειν δεῖ, ὡς ἂν μὴ πάντα πειθόμενος Κανδαύλῃ τοῦ λοιποῦ ἴδῃς τὰ μή σε δεῖ. [1.11.3] ἀλλ᾽ ἤτοι κεῖνόν γε τὸν ταῦτα βουλεύσαντα δεῖ ἀπόλλυσθαι ἢ σὲ τὸν ἐμὲ γυμνὴν θεησάμενον καὶ ποιήσαντα οὐ νομιζόμενα." ὁ δὲ Γύγης τέως μὲν ἀπεθώμαζε τὰ λεγόμενα, [1.11.4] μετὰ δὲ ἱκέτευε μή μιν ἀναγκαίῃ ἐνδέειν διακρῖναι τοιαύτην αἵρεσιν. οὐκ ὦν δὴ ἔπειθε, ἀλλ᾽ ὥρα ἀναγκαίην ἀληθέως προκειμένην ἢ τὸν δεσπότεα ἀπολλύναι ἢ αὐτὸν ὑπ᾽ ἄλλων ἀπόλλυσθαι· αἱρέεται αὐτὸς περιεῖναι. ἐπειρώτα δὴ λέγων τάδε· «ἐπεί με ἀναγκάζεις δεσπότεα τὸν ἐμὸν κτείνειν οὐκ ἐθέλοντα, φέρε ἀκούσω, τέῳ καὶ τρόπῳ ἐπιχειρήσομεν αὐτῷ.» [1.11.5] ἡ δὲ ὑπολαβοῦσα ἔφη· «ἐκ τοῦ αὐτοῦ μὲν χωρίου ἡ ὁρμὴ ἔσται ὅθεν περ καὶ ἐκεῖνος ἐμὲ ἐπεδέξατο γυμνήν, ὑπνωμένῳ δὲ ἡ ἐπιχείρησις ἔσται.» [1.12.1] ὡς δὲ ἤρτυσαν τὴν ἐπιβουλήν, νυκτὸς γενομένης (οὐ γὰρ ἐμετίετο ὁ Γύγης, οὐδέ οἱ ἦν ἀπαλλαγὴ οὐδεμία, ἀλλ᾽ ἔδεε ἢ αὐτὸν ἀπολωλέναι ἢ Κανδαύλεα) εἵπετο ἐς τὸν θάλαμον τῇ γυναικί. καί μιν ἐκείνη ἐγχειρίδιον δοῦσα κατακρύπτει ὑπὸ τὴν αὐτὴν θύρην. [1.12.2] καὶ μετὰ ταῦτα ἀναπαυομένου Κανδαύλεω ὑπεκδύς τε καὶ ἀποκτείνας αὐτὸν ἔσχε καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὴν βασιληίην Γύγης, τοῦ καὶ Ἀρχίλοχος ὁ Πάριος, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον γενόμενος, ἐν ἰάμβῳ τριμέτρῳ ἐπεμνήσθη. [1.13.1] ἔσχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη ἐκ τοῦ ἐν Δελφοῖσι χρηστηρίου. ὡς γὰρ δὴ οἱ Λυδοὶ δεινὸν ἐποιεῦντο τὸ Κανδαύλεω πάθος καὶ ἐν ὅπλοισι ἦσαν, συνέβησαν ἐς τὠυτὸ οἵ τε τοῦ Γύγεω στασιῶται καὶ οἱ λοιποὶ Λυδοί, ἢν μὲν {δὴ} τὸ χρηστήριον ἀνέλῃ μιν βασιλέα εἶναι Λυδῶν, τὸν δὲ βασιλεύειν, ἢν δὲ μή, ἀποδοῦναι ὀπίσω ἐς Ἡρακλείδας τὴν ἀρχήν. [1.13.2] ἀνεῖλέ τε δὴ τὸ χρηστήριον καὶ ἐβασίλευσε οὕτω Γύγης. τοσόνδε μέντοι εἶπε ἡ Πυθίη, ὡς Ἡρακλείδῃσι τίσις ἥξει ἐς τὸν πέμπτον ἀπόγονον Γύγεω. τούτου τοῦ ἔπεος Λυδοί τε καὶ οἱ βασιλέες αὐτῶν λόγον οὐδένα ἐποιεῦντο, πρὶν δὴ ἐπετελέσθη.
***
[7] Η ηγεμονία των Ηρακλειδών1 πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, ως εξής. [2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λένε Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων2 και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου3 γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων· [3] ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος. Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομα του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων. [4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που η γενιά τους κρατούσε από μια δούλη του Ιαρδάνου4 και από τον Ηρακλή, και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια -κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[8] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη -γιατί ένας από τους δορυφόρους του ήταν ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του- σ᾽ αυτόν λοιπόν τον Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις πιο σπουδαίες υποθέσεις του, παινώντας ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του. [2] Δεν πέρασε πολύς καιρός -γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει- κι έλεγε μια μέρα του Γύγη: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ᾽ ό,τι στα μάτια τους), δέξου να την δεις εκείνη γυμνή». Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: [3] «Κύριε μου, τι λόγο αρρωστημένο μου λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της. [4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν· μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη, και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[9] Έτσι μιλώντας δοκίμαζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Εκείνος όμως πήρε ξανά το λόγο κι είπε: «Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε εμένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε και τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό. Γιατί εγώ έτσι καλά θα στήσω τη μηχανή από την αρχή, ώστε εκείνη να μην πάρει είδηση ότι εσύ την είδες. [2] Μόνος μου θα σε στήσω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο· αμέσως μετά από μένα θα έλθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Κοντά στην είσοδο βρίσκεται ένα θρονί· πάνω σ᾽ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει και θα μπορέσεις έτσι με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. [3] Όταν προχωρήσει από το θρονί προς το κρεβάτι, και βρεθείς πίσω από την πλάτη της, μόνος σου κοίτα από κει και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από την πόρτα».
[10] Λοιπόν ο Γύγης, μια και δε γινόταν να ξεφύγει, δέχτηκε. Και ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε τον Γύγη στο δωμάτιο, και αμέσως ύστερα παρουσιάστηκε και η γυναίκα του. [2] Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης. Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από την πλάτη της, καθώς η γυναίκα προχωρούσε στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Όμως το μάτι της γυναίκας τον έπιασε την ώρα που εκείνος ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τι της είχε κάνει ο άντρας της, εντούτοις ούτε φώναξε, παρ᾽ όλη την ντροπή της, ούτε και έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη. [3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι ντροπή μεγάλη ακόμη και έναν άντρα να τον δουν γυμνό.
[11] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε την ψυχραιμία της. Αλλά μόλις ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση εκείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι απόλυτα έμπιστοι, και έστειλε να φωνάξουν τον Γύγη. Και αυτός, δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει το πράγμα, ήλθε στην πρόσκλησή της. [2] Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της. Μόλις έφτασε ο Γύγης, του μίλησε η γυναίκα και είπε: «Τώρα δύο δρόμοι σού ανοίγονται, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη βλέπεις στο εξής, με την τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη, όσα δε σου επιτρέπεται. [3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή, κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, [4] ύστερα την παρακαλούσε να μην τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή. Παρ᾽ όλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι -διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: «Αφού με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιο τρόπο θα του επιτεθούμε». [5] Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ᾽ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή· πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[12] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, και είχε για καλά νυχτώσει (γιατί δεν είχε τρόπο πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε και υπήρχε λύση να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα που του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο εκείνο θυρόφυλλο. [2] Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, πετάχτηκε πίσω από την πόρτα και τον σκότωσε -έτσι πήρε και τη γυναίκα του και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε τον Γύγη και ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σε ένα του στίχο.
[13] Κέρδισε έτσι ο Γύγης τη βασιλεία και έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί καθώς οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή. [2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία· ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνον όταν εκπληρώθηκε.
----------------
1 Oι βασιλείς της δυναστείας αυτής ανήγαν την καταγωγή τους στον ηλιακό θεό, τον οποίο οι "Λυδοί" αποκαλούσαν Σάνδωνα, οι Ασσύριοι Βήλο ενώ οι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον Ηρακλή.
2 Των Λυδών.
3 Εθεωρείτο ιδρυτής του Ασσυριακού βασιλείου.
4 Εννοεί την Ομφιάλη, η οποία, σύμφωνα με άλλες πηγές, ήταν κόρη του Ιαρδάνου, που το όνομά του είναι ίσως σημιτικό. Κατά την επικρατέστερη παράδοση, ο Ηρακλής, όταν σκότωσε τον Ίφιτο πουλήθηκε στην Ομφιάλη ως δούλος από τον Ερμή.