ΠΑ. καὶ μήν σ᾽ ἐλέγξαι βούλομαι τεκμηρίῳ,
εἴ τι ξυνοίσεις τοῦ θεοῦ τοῖς θεσφάτοις.
καί σου τοσοῦτο πρῶτον ἐκπειράσομαι·
1235 παῖς ὢν ἐφοίτας εἰς τίνος διδασκάλου;
ΑΛ. ἐν ταῖσιν εὔστραις κονδύλοις ἡρμοττόμην.
ΠΑ. πῶς εἶπας; ὥς μοὐ χρησμὸς ἅπτεται φρενῶν. εἶἑν.
ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες;
ΑΛ. κλέπτων ἐπιορκεῖν καὶ βλέπειν ἐναντίον.
1240 ΠΑ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον Λύκιε, τί ποτέ μ᾽ ἐργάσει;
τέχνην δὲ τίνα ποτ᾽ εἶχες ἐξανδρούμενος;
ΑΛ. ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην.
ΠΑ. οἴμοι κακοδαίμων· οὐκέτ᾽ οὐδέν εἰμ᾽ ἐγώ.
λεπτή τις ἐλπίς ἐστ᾽ ἐφ᾽ ἧς ὀχούμεθα.
1245 καί μοι τοσοῦτον εἰπέ· πότερον ἐν ἀγορᾷ
ἠλλαντοπώλεις ἐτεὸν ἢ ᾽πὶ ταῖς πύλαις;
ΑΛ. ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον.
ΠΑ. οἴμοι, πέπρακται τοῦ θεοῦ τὸ θέσφατον.
κυλίνδετ᾽ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα.
1250 ὦ στέφανε, χαίρων ἄπιθι, καί σ᾽ ἄκων ἐγὼ
λείπω· σὲ δ᾽ ἄλλος τις λαβὼν κεκτήσεται,
κλέπτης μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον, εὐτυχὴς δ᾽ ἴσως.
ΑΛ. Ἑλλάνιε Ζεῦ, σὸν τὸ νικητήριον.
ΟΙ. Α’ ὦ χαῖρε καλλίνικε· καὶ μέμνησ᾽ ὅτι
1255 ἀνὴρ γεγένησαι δι᾽ ἐμέ· καί σ᾽ αἰτῶ βραχύ,
ὅπως ἔσομαί σοι Φανὸς ὑπογραφεὺς δικῶν.
ΔΗ. ἐμοὶ δέ γ᾽ ὅ τι σοι τοὔνομ᾽ εἴπ᾽. ΑΛ. Ἀγοράκριτος·
ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην.
ΔΗ. Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω
1260 καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί.
ΑΛ. καὶ μὴν ἐγώ σ᾽, ὦ Δῆμε, θεραπεύσω καλῶς,
ὥσθ᾽ ὁμολογεῖν σε μηδέν᾽ ἀνθρώπων ἐμοῦ
ἰδεῖν ἀμείνω τῇ Κεχηναίων πόλει.
***
ΠΑΦ. Τότε θέλω να σε στριμώξω μ᾽ ένα αποδεικτικό στοιχείο, αν κάπως οι χρησμοί του Απόλλωνα έχουν να κάνουν με την αφεντιά σου. Και πρώτα πρώτα μια ανακρισούλα, έτσι για δοκιμή· σε ποιό δάσκαλο πήγαινες στα παιδικά σου χρόνια;
ΑΛΛ. Πού καψαλίζουν τα σφαγμένα γουρούνια; Εκεί έπαιρνα μόρφωση με μπουνιές.
ΠΑΦ. (Αρχίζει να τα χάνει:) Τί είπες; (Μονολογεί:) Πώς ο χρησμός αυτός τη σκέψη μου ταράζει! (Συνέρχεται:) Πάει καλά. Στον παιδοτρίβη της παλαίστρας τί λογής πάλη έμαθες;
ΑΛΛ. Να παίρνω ψεύτικο όρκο την ώρα που κλέβω και να καρφώνω το μάτι μου κατάφατσα.
ΠΑΦ. (Μονολογεί:)
[1240] Απόλλωνά μου, Φοίβε Λύκιε, τί πας να μου σκαρώσεις! (Στον Αλλαντοπώλη:) Κι όταν πήρες ν᾽ αντρώνεσαι, με ποιό επάγγελμα καταπιάστηκες;
ΑΛΛ. Εμπόριο λουκάνικων και πού και πού πορνεία.
ΠΑΦ. (Μονολογεί:) Αλί μου, αλί μου ο δύστυχος! Σβήστε μ᾽ απ᾽ τον χάρτη!
Σ᾽ ελπίδα τόση δα φτενή πλέω πάν᾽ απ᾽ το κύμα.
(Στον Αλλαντοπώλη:) Μόνο μια μικρή ερώτηση ακόμα: πού πουλούσες, στ᾽ αλήθεια, τα λουκάνικα; Στην αγορά ή μπροστά στις πύλες της πόλης;
ΑΛΛ. Στις πύλες, εκεί που πουλάνε τα παστά.
ΠΑΦ. Αλίμονο, τετέλεσται ο χρησμός του Απόλλωνα! Ετούτονε τον δύστυχο κουβαλητό σύρτε τον μέσα. (Αποθέτει το στεφάνι του:)
[1250] Άι στο καλό, στεφάνι μου· αθέλητα σ᾽ αφήνω.
Σ᾽ άλλον περνάς, και κτήμα του θα σ᾽ έχει ακριβό του·
(Το δίνει στον Δήμο, που το φορά στον Αλλαντοπώλη:)
δεν με περνάει στην κλεψιά — μπορεί στην ευτυχία.
ΑΛΛ. Δία των Ελλήνων, σε σέ τα νικητήρια!
ΠΡ. Δ. Χαρά σε σένα, καλλίνικε! Και μη ξεχνάς ότι εγώ σ᾽ έκανα άνθρωπο — λοιπόν σου ζητώ ένα μικρό ρουσφέτι: διόρισε με στη θέση του Συκο-Φάνη, του δικολάβου του Κλέωνα.
ΔΗΜ. Πες μου τώρα ποιό είναι τ᾽ όνομα σου.
ΑΛΛ. Αγοράκριτος· γιατί πέρασα απ᾽ την κρησάρα της Αγοράς που ᾽ταν και βοσκοτόπι μου.
ΔΗΜ. Λοιπόν ορίζω κηδεμόνα μου τον Αγοράκριτο
[1260] και στη δούλεψή του παραδίνω τούτον εδώ τον Παφλαγόνα.
ΑΛΛ. Κι εγώ λοιπόν, Δήμε, θα σε υπηρετήσω καλά, έτσι που να παραδεχτείς ότι στην πόλη των Χαχαναίων δεν αντίκρισες άνθρωπο καλύτερο από μένα.
(Μπαίνουν και οι δυο στο σπίτι του Δήμου).
εἴ τι ξυνοίσεις τοῦ θεοῦ τοῖς θεσφάτοις.
καί σου τοσοῦτο πρῶτον ἐκπειράσομαι·
1235 παῖς ὢν ἐφοίτας εἰς τίνος διδασκάλου;
ΑΛ. ἐν ταῖσιν εὔστραις κονδύλοις ἡρμοττόμην.
ΠΑ. πῶς εἶπας; ὥς μοὐ χρησμὸς ἅπτεται φρενῶν. εἶἑν.
ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες;
ΑΛ. κλέπτων ἐπιορκεῖν καὶ βλέπειν ἐναντίον.
1240 ΠΑ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον Λύκιε, τί ποτέ μ᾽ ἐργάσει;
τέχνην δὲ τίνα ποτ᾽ εἶχες ἐξανδρούμενος;
ΑΛ. ἠλλαντοπώλουν καί τι καὶ βινεσκόμην.
ΠΑ. οἴμοι κακοδαίμων· οὐκέτ᾽ οὐδέν εἰμ᾽ ἐγώ.
λεπτή τις ἐλπίς ἐστ᾽ ἐφ᾽ ἧς ὀχούμεθα.
1245 καί μοι τοσοῦτον εἰπέ· πότερον ἐν ἀγορᾷ
ἠλλαντοπώλεις ἐτεὸν ἢ ᾽πὶ ταῖς πύλαις;
ΑΛ. ἐπὶ ταῖς πύλαισιν, οὗ τὸ τάριχος ὤνιον.
ΠΑ. οἴμοι, πέπρακται τοῦ θεοῦ τὸ θέσφατον.
κυλίνδετ᾽ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα.
1250 ὦ στέφανε, χαίρων ἄπιθι, καί σ᾽ ἄκων ἐγὼ
λείπω· σὲ δ᾽ ἄλλος τις λαβὼν κεκτήσεται,
κλέπτης μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον, εὐτυχὴς δ᾽ ἴσως.
ΑΛ. Ἑλλάνιε Ζεῦ, σὸν τὸ νικητήριον.
ΟΙ. Α’ ὦ χαῖρε καλλίνικε· καὶ μέμνησ᾽ ὅτι
1255 ἀνὴρ γεγένησαι δι᾽ ἐμέ· καί σ᾽ αἰτῶ βραχύ,
ὅπως ἔσομαί σοι Φανὸς ὑπογραφεὺς δικῶν.
ΔΗ. ἐμοὶ δέ γ᾽ ὅ τι σοι τοὔνομ᾽ εἴπ᾽. ΑΛ. Ἀγοράκριτος·
ἐν τἀγορᾷ γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην.
ΔΗ. Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω
1260 καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί.
ΑΛ. καὶ μὴν ἐγώ σ᾽, ὦ Δῆμε, θεραπεύσω καλῶς,
ὥσθ᾽ ὁμολογεῖν σε μηδέν᾽ ἀνθρώπων ἐμοῦ
ἰδεῖν ἀμείνω τῇ Κεχηναίων πόλει.
***
ΠΑΦ. Τότε θέλω να σε στριμώξω μ᾽ ένα αποδεικτικό στοιχείο, αν κάπως οι χρησμοί του Απόλλωνα έχουν να κάνουν με την αφεντιά σου. Και πρώτα πρώτα μια ανακρισούλα, έτσι για δοκιμή· σε ποιό δάσκαλο πήγαινες στα παιδικά σου χρόνια;
ΑΛΛ. Πού καψαλίζουν τα σφαγμένα γουρούνια; Εκεί έπαιρνα μόρφωση με μπουνιές.
ΠΑΦ. (Αρχίζει να τα χάνει:) Τί είπες; (Μονολογεί:) Πώς ο χρησμός αυτός τη σκέψη μου ταράζει! (Συνέρχεται:) Πάει καλά. Στον παιδοτρίβη της παλαίστρας τί λογής πάλη έμαθες;
ΑΛΛ. Να παίρνω ψεύτικο όρκο την ώρα που κλέβω και να καρφώνω το μάτι μου κατάφατσα.
ΠΑΦ. (Μονολογεί:)
[1240] Απόλλωνά μου, Φοίβε Λύκιε, τί πας να μου σκαρώσεις! (Στον Αλλαντοπώλη:) Κι όταν πήρες ν᾽ αντρώνεσαι, με ποιό επάγγελμα καταπιάστηκες;
ΑΛΛ. Εμπόριο λουκάνικων και πού και πού πορνεία.
ΠΑΦ. (Μονολογεί:) Αλί μου, αλί μου ο δύστυχος! Σβήστε μ᾽ απ᾽ τον χάρτη!
Σ᾽ ελπίδα τόση δα φτενή πλέω πάν᾽ απ᾽ το κύμα.
(Στον Αλλαντοπώλη:) Μόνο μια μικρή ερώτηση ακόμα: πού πουλούσες, στ᾽ αλήθεια, τα λουκάνικα; Στην αγορά ή μπροστά στις πύλες της πόλης;
ΑΛΛ. Στις πύλες, εκεί που πουλάνε τα παστά.
ΠΑΦ. Αλίμονο, τετέλεσται ο χρησμός του Απόλλωνα! Ετούτονε τον δύστυχο κουβαλητό σύρτε τον μέσα. (Αποθέτει το στεφάνι του:)
[1250] Άι στο καλό, στεφάνι μου· αθέλητα σ᾽ αφήνω.
Σ᾽ άλλον περνάς, και κτήμα του θα σ᾽ έχει ακριβό του·
(Το δίνει στον Δήμο, που το φορά στον Αλλαντοπώλη:)
δεν με περνάει στην κλεψιά — μπορεί στην ευτυχία.
ΑΛΛ. Δία των Ελλήνων, σε σέ τα νικητήρια!
ΠΡ. Δ. Χαρά σε σένα, καλλίνικε! Και μη ξεχνάς ότι εγώ σ᾽ έκανα άνθρωπο — λοιπόν σου ζητώ ένα μικρό ρουσφέτι: διόρισε με στη θέση του Συκο-Φάνη, του δικολάβου του Κλέωνα.
ΔΗΜ. Πες μου τώρα ποιό είναι τ᾽ όνομα σου.
ΑΛΛ. Αγοράκριτος· γιατί πέρασα απ᾽ την κρησάρα της Αγοράς που ᾽ταν και βοσκοτόπι μου.
ΔΗΜ. Λοιπόν ορίζω κηδεμόνα μου τον Αγοράκριτο
[1260] και στη δούλεψή του παραδίνω τούτον εδώ τον Παφλαγόνα.
ΑΛΛ. Κι εγώ λοιπόν, Δήμε, θα σε υπηρετήσω καλά, έτσι που να παραδεχτείς ότι στην πόλη των Χαχαναίων δεν αντίκρισες άνθρωπο καλύτερο από μένα.
(Μπαίνουν και οι δυο στο σπίτι του Δήμου).