Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

1.6. Η άλλη ποίηση


Το γεγονός ότι από την Ομηρική εποχή δε μας σώζονται παρά τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου δε σημαίνει ότι τα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν και άλλα τραγούδια, διαφορετικά, χορευτικά ή όχι. Ο ίδιος ο Όμηρος μνημονεύει στα έπη του ύμνους λατρευτικούς του Απόλλωνα και της Άρτεμης, τραγούδια του γάμου, εργατικά τραγούδια του τρύγου και του αργαλειού, θρήνους κλπ., αλλά δε μας σώζεται τίποτα.

1.7. Επιλεγόμενα στις πρωταρχές

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος είναι αυτοί που συνθέσαν για τους Έλληνες τη θεογονία, που δώσαν στους θεούς τις επωνυμίες, μοίρασαν τέχνες και τιμές, και καθόρισαν του καθενός την όψη.
Ηρόδοτος 2.53

Χρειάστηκε να διαδοθεί τον 8ο π.Χ. αιώνα η γραφή για να μας σωθούν τα πρώτα ελληνικά λογοτεχνικά κείμενα, τα έπη του Ομήρου και του Ησιόδου, δύο ποιητών που μεταξύ τους έχουν πολλά κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες.

Κοινά στους δύο ποιητές είναι η επική γλώσσα και το μέτρο· κοινή η συνείδηση ότι τα έργα τους θα μείνουν να τους δοξάζουν, και η συνακόλουθη απόφασή τους να σχεδιάσουν και να συνθέσουν έργα μνημειακά όχι μόνο στην έκταση αλλά και στο περιεχόμενό τους: τόσο ο Όμηρος όσο και ο Ησίοδος, καθένας στον τομέα του, συναίρεσαν και κωδικοποίησαν το παραδοσιακό υλικό, επιδιώκοντας τη μεγαλύτερη δυνατή τάξη, συνέπεια και πληρότητα. Κοινή, τέλος, είναι και η δικαιολογημένη επιτυχία των δύο ποιητών, το κύρος, η φήμη τους και η πολύπλευρη επίδραση που άσκησαν στους μεταγενέστερους. Σωστά ο Ηρόδοτος μαρτυρεί ότι η επίσημη πανελλήνια θρησκεία επηρεάστηκε αποφασιστικά από τα έργα του Ομήρου και του Ησιόδου.

Ο Όμηρος και ο Ησίοδος διαφέρουν σε πολλά, και όχι μόνο γιατί ο ένας καλλιέργησε το ηρωικό και ο άλλος το διδακτικό έπος. Ο Όμηρος κινήθηκε στους ανοιχτούς ορίζοντες της Ιωνίας· ο Ησίοδος περιορίστηκε στον κλειστό και συντηρητικό χώρο της Βοιωτίας. Ο Όμηρος συγκέντρωσε το ενδιαφέρον του στις ανώτερες τάξεις των βασιλιάδων και των ευγενών της παλιάς πολύχρυσης μυκηναϊκής εποχής, ο Ησίοδος στη σύγχρονή του αγροτική κοινωνία της στέρησης. Στην ομηρική άνεση αντιστοιχεί η ησιόδεια φρόνηση, στην πολεμική δόξα η εργατική προκοπή - και όταν ο Όμηρος, όπως τον φανταζόμαστε, ταξίδευε στις βασιλικές αυλές και δοξαζόταν με τα τραγούδια του, ο Ησίοδος επιχειρούσε με τα δικά του να διδάξει δικαιοσύνη στον αδελφό του, που τον είχε αδικήσει, και στους τοπικούς άρχοντες, που θα δίκαζαν τη διαφορά.

Στον συνδυασμό τους ομοιότητες και διαφορές οδηγούν σε ένα ανέλπιστα ευνοϊκό για μας αποτέλεσμα. Από τη μια η κοινή επιθυμία των δύο ποιητών να συνοψίσουν την παράδοση και από την άλλη η διαφορετική τους υπόσταση και οπτική γωνία συνεργάστηκαν έτσι ώστε τα έργα τους να συνθέτουν μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα της προϊστορίας από τις αρχές ως και τον 8ο π.Χ. αιώνα. Πραγματικά, η πολεμική πραγματικότητα της Ιλιάδας, ο θαλασσινός κόσμος της Οδύσσειας, το θεολογικό και μυθολογικό πανόραμα της Θεογονίας, η ηθική διδασκαλία και ο πρακτικός οδηγός που περιέχονται στο Έργα και Ημέρες - το ένα με το άλλο όλα αυτά συμπληρώνουν, ερμηνεύουν και ζωντανεύουν τα προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα και τις αποσπασματικές πληροφορίες των πινακίδων της γραμμικής Β γραφής.

Τα ομηρικά και ησιόδεια έπη δεν αποτελούν μόνο σύνοψη της προϊστορικής παράδοσης και κατακλείδα μιας εποχής. Όπως θα το περιμέναμε, οι δύο ποιητές έχουν προδιαγράψει στα έργα τους πλήθος στοιχεία, ιδεολογικά κ.ά., που η ανάπτυξή τους ανήκει στις επόμενες εποχές. Παραδείγματα: η τραγική μοίρα του Αχιλλέα και κυρίως η δικαιοσύνη του Δία, που σκιαγραφήθηκε από τον Όμηρο, θεμελιώθηκε από τον Ησίοδο και θα οικοδομηθεί αργότερα από ποιητές σαν τον Σόλωνα και τον Αισχύλο. Έτσι, σωστό θα ήταν, χαρακτηρίζοντας την επική ποίηση του 8ου π.Χ. αιώνα, να λέμε ότι αποτελεί συνάμα τέλος και αρχή.

Ο Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο: Ο στραγγαλισμός της Επανάστασης του ’21

Ο δεύτερος εμφύλιος πόλεμος είχε λήξει, ενώ η πρώτη δόση του εξωτερικού δανείου είχε σκορπιστεί στους ευνοούμενους της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Όταν το ρήγμα ανάμεσα στους Μοραΐτες και Ρουμελιώτες έγινε αγεφύρωτο, παραμελήθηκε και η άμυνα των πελοποννησιακών ακτών.



Ένα άλλο σοβαρό αποτέλεσμα της επικράτησης της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ήταν πρώτα ο περιορισμός και στη συνέχεια γ φυλάκιση των οπλαρχηγών του Μοριά. Την ανώμαλη αυτή κατάσταση που επικρατούσε τότε στην ελεύθερη Ελλάδα έσπευσαν αμέσως να εκμεταλλευτούν οι Τούρκοι και οι Αιγύπτιοι σύμμαχοί τους.

Τον χειμώνα του 1825, οι Τούρκοι, επιδιώκοντας να επωφεληθούν από την απραξία του ελληνικού στόλου, ο οποίος τους είχε κατατροπώσει το καλοκαίρι του 1824, άρχισαν να εξοπλίζουν καράβια, να στρατολογούν άνδρες και να προβαίνουν στη συγκέντρωση τροφίμων και πολεμοφοδίων.

Ενώ ο Ιμπραήμ που είχε οριστεί από τον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή ως υπεύθυνος για την εκστρατεία κατά των Ελλήνων, συγκέντρωνε στρατό από την Αίγυπτο, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη, οι ηγέτες των ναυτικών νησιών είχαν διαμάχες μεταξύ τους για τα χρήματα του δανείου. Από την πλευρά του, ο πρόεδρος του εκτελεστικού Κουντουριώτης, αντί να οχυρώσει τα κάστρα της Μεσσηνίας, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της τουρκοκρατούμενης Πάτρας.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, γνώστης των τεκταινόμενων στην Ελλάδα, έσπευσε στις 11 & 12 Φεβρουαρίου 1825 να μεταφέρει στρατεύματα με αυστριακά και γαλλικά καράβια από την Κρήτη στη Μεσσηνία. Η δύναμη που αποβιβάστηκε δίχως καμία αντίσταση αποτελείτο από 4.000 πεζούς, 400 ιππείς και ατάκτους. Η είδηση αυτή, όταν έφθασε στα αυτιά των Ελλήνων, αντί να τους προξενήσει φόβο, τους άφησε αδιάφορους, επειδή υπήρχε η πεπoίθηση ότι οι «στραβαραπάδες» του Ιμπραήμ θα διαλύονταν εύκολα.

Και ενώ ο άτυχος Μοριάς, με τους κυριότερους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες του στις φυλακές του Κουντουριώτη αδυνατούσε να εμποδίσει τον εισβολέα, η ελληνική κυβέρνηση αρκέστηκε στην αποστολή του υπουργού Πολέμου, Αναγνωσταρά, στα μεσσηνιακά κάστρα.

Ο Ιμπραήμ αμέσως μόλις αποβιβάστηκε στη Μεθώνη προχώρησε προς το Νεόκαστρο όπου είχαν οχυρωθεί μερικοί Έλληνες. Έκανε αναγνώριση της περιοχής και στη συνέχεια επέστρεψε στη Μεθώνη για να ζητήσει ενισχύσεις από την Κρήτη. Οι ενισχύσεις αυτές, ανερχόμενες σε 7.000 πεζούς και 400 ιππείς έφθασαν στις 17 Μαρτίου. Στη συνέχεια ο Ιμπραήμ έστειλε μια αιγυπτιακή Μοίρα στην Πάτρα για να την προμηθεύσει με πολεμοφόδια και να αντικαταστήσει τη φρουρά της. Τότε η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε ακύρωση της απόφασής της για την πολιορκία της Πάτρας, ενώ έστειλε 8.000 άνδρες προς τη Μεθώνη με σκοπό να τον αναχαιτίσει.

Ο Κουντουριώτης ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου από το Ναύπλιο για την Τριπολιτσά, όπου και έφθασε μετά τρεις ημέρες, αλλά στη συνέχεια φρόντισε να αρρωστήσει, παρατείνοντας την παραμονή του εκεί έως τις 3 Απριλίου. Τελικά, στις 5 Απριλίου έφθασε στη Σκάλα, περί τα 20 χλμ. βορειοδυτικά της Καλαμάτας. Ενώ πρόθεση των Ελλήνων ήταν η καθήλωση του Ιμπραήμ στη Μεσσηνία, ο ίδιος φρόντιζε να εξασφαλίσει την επικοινωνία της Μεθώνης με την Κορώνη και την ελεύθερη πρόσβαση στο Ναυαρίνο, για να καταλάβει το Νεόκαστρο, το Παλαιόκαστρο (Παλαιό Ναυαρίνο) και το νησί της Σφακτηρίας. Από την πλευρά του ο Κουντουριώτης διόρισε τον γηραιό Σκούρτη από την Ύδρα ως αρχιστράτηγο των χερσαίων δυνάμεων. Η τοποθέτηση ενός νησιώτη στη θέση αυτή δυσαρέστησε πολλούς άξιους οπλαρχηγούς.

Η διχόνοια που επικράτησε και η απραξία των ανδρών που είχαν συγκεντρωθεί στις Χώρες της Πελοποννήσου ήταν τόση, που ο Ιμπραήμ κατάφερε να αλωνίζει ανενόχλητος τον Μοριά. Τότε, ο Ρουμελιώτης στρατηγός Μακρυγιάννης, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στην Αρκαδία, διαπιστώνοντας την πρόοδο των Αράβων πρότεινε στον διοικητή της Αρκαδίας να του αφήσει 50 άνδρες και ο ίδιος με τους υπόλοιπους να μεταβεί στο Ναυαρίνο για να πολεμήσει εναντίον του Ιμπραήμ.

Όταν η πρότασή του δεν έγινε δεκτή, φρόντισε να αγοράσει πολεμοφόδια με δικά του χρήματα και στη συνέχεια μετέβη στους Γαργαλιάνους. Αφού συγκέντρωσε 1.600 άνδρες, ο Μακρυνιάννης ζήτησε πολεμοφόδια από τον Κουντουριώτη αλλά και φτυάρια, τσαπιά και τρόφιμα από την Αρκαδία. Είχε σκοπό να κινηθεί νύκτα για να καταλάβει τη Γιάλοβα, που βρίσκεται στον όρμο του Ναυαρίνου.

Ενώ οι ετοιμασίες του Μακρυγιάννη είχαν τελειώσει, οι προστριβές με τον δεσπότη της Αρκαδίας είχαν ως αποτέλεσμα πολλοί άνδρες να τον εγκαταλείψουν, αυτοί δε που τελικά παρέμειναν μαζί του δεν υπερέβαιναν τους εκατό.

Στο μεταξύ, έφθασε στις Χώρες ο Κατσής ή Γιάννης, ο μικρότερος γιος του Πέτρου Μαυρομιχάλη, που είχε κλειστεί στο Νεόκαστρο. Ζήτησε βοήθεια, η οποία όμως δεν παρασχέθηκε. Τότε ο Κατσής αποφάσισε να απευθυνθεί στον Μακρυγιάννη ζητώντας τη βοήθειά του, ο οποίος, όχι μόνο δέχθηκε να προσφέρει ό,τι ήταν δυνατόν, αλλά και να προβεί στη συγκέντρωση αρκετών πατριωτών.

Όταν ετοιμάστηκε, ζήτησε από τον παπά να τον εξομολογήσει και στη συνέχεια μετάλαβε μαζί με τα παλικάρια του. Ήταν μεσάνυχτα. Το ξημέρωμα, έχοντας τον Αναγνώστη Παπατζώρη ως οδηγό, έφθασε στο Παλαιό Ναυαρίνο. Ο Παπατζώρης πήγε από την παραλία του Ναυαρίνου ενώ ο Μακρυγιάννης πέρασε στη Σφακτηρία όπου άρχισε να φτιάχνει ταμπούρια. Αμέσως μετά έστειλε τους λιπόψυχους στο Παλαιό Ναυαρίνο για να φτιάξουν οχυρώσεις εμπρός από την πύλη του κάστρου και να γεμίσουν την στέρνα με νερό. Στη συνέχεια διέταξε να μαζέψουν πολλά ξύλα και, όταν νύχτωσε, ο κάθε άνδρας έβαλε από δέκα φωτιές για να φαίνεται ότι οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν φθάσει ήταν πολλαπλάσιες.

Ο Ιμπραήμ και ο στρατός του

Από μια επιστολή του Ιταλού G. Romey, που βρισκόταν στο στρατόπεδο του Ιμπραήμ, προς τον στρατηγό Rossaroll, η οποία φέρει ημερομηνία 5 Απριλίου 1825, αντλούμε πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον Ιμπραήμ και τον στρατό του. Την περίοδο που συντάχτηκε η επιστολή, η δύναμη του Ιμπραήμ αποτελείτο από 4 συντάγματα πεζικού των 5 λόχων έκαστο (30ο, 40ο, 50ο και 60ο) από 1.800 ιππείς, 200 πυροβολητές, 150 άνδρες της ακολουθίας του και 80 μαύρους σωματοφύλακες. Διοικητές των συνταγμάτων ήταν οι Χουρσίτ, Χουσεΐν, Σελήμ και Σουλεϊμάν πασάς (Γάλλος εξωμότης λοχαγός Seve). Συνολικά η δύναμη αποτελείτο από 12.500 άνδρες.

Από τους διοικητές μόνο ο Σουλεϊμάν πασάς είχε επαρκείς στρατιωτικές γνώσεις και εμπειρία, διότι είχε χρηματίσει υπασπιστής στρατάρχου και είχε ασκηθεί στα επιτελεία πολλών γαλλικών σωμάτων. Οι εκπαιδευτές των ανδρών του αιγυπτιακού στρατού ήταν σχεδόν όλοι Κορσικανοί.

Από τους 1.800 ιππείς, είχαν ήδη πεθάνει οι 1.200. Ήταν όμως οπλισμένοι με πιστόλια, τυφέκια και σπαθιά. Όσον αφορά τους Αιγύπτιους πυροβολητές, ήταν μικρής αξίας, δίχως θεωρητικές γνώσεις. Οι αξιωματικοί του μηχανικού ήταν οκτώ, ήταν όμως ανίκανοι να εκτελέσουν ακόμη και μία αναγνώριση. Από δε τους 4 λόχους σκαπανέων που ειχε φέρει ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο οι 2 είχαν ήδη αιχμαλωτισθεί και οι άλλοι δύο είχαν διαλυθεί.

Το πεδινό πυροβολικό συνίστατο σε οκτώ τηλεβόλα των 6 και 4 δακτύλων, σε τρία μυδροβόλα των 6 δακτύλων και σε δύο πυροβολαρχίες των 18. Το ορειβατικό πυροβολικό αποτελείτο από δύο μόνο τηλεβόλα των 2-3 λιβρών.

Σε όλους τους κλάδους, η πειθαρχία, το ηθικό και η ομοιομορφία της εκγύμνασης ήταν κάτι άγνωστο, το δε επιτελείο ανύπαρκτο. Ο πασάς δεν είχε ούτε έναν αξιωματικό για να μεταδίδει τις διαταγές του, αλλά μόνο υπηρέτες (τσαούσηδες). Η πειθαρχία του αιγυπτιακού στρατού εξασφαλιζόταν με το μαστίγιο, στο οποίο υπόκειντο όχι μόνο οι άνδρες και οι υπαξιωματικοί αλλά και οι λοχαγοί και οι ταγματάρχες.

Οι αξιωματικοί ήταν όλοι Τούρκοι, από τους οποίους λίγοι γνώριζαν ανάγνωση και γραφή, όμως οι στρατιώτες και οι υπαξιωματικοί ήταν όλοι Άραβες. Ο Ιμπραήμ περίμενε εκείνη την περίοδο ενισχύσεις αποτελούμενες από δύο συντάγματα των 4.000 ανδρών έκαστο, καθώς και 6.000 Αλβανούς. Όσον αφορά τον ίδιο τον Ιμπραήμ, δεν είχε γνώσεις πολεμικής τέχνης, εστερείτο κρίσης και διορατικότητας και μόλις που ήξερε να γράφει. Δεν γνώριζε παρά μόνο τα γυμνάσια της ενωμοτίας και αγνοούσε αυτά του τάγματος. Επίσης εστερείτο τοπογραφικού χάρτη της Πελοποννήσου και ήταν ανίκανος να καταστρώσει ένα σχέδιο εγχειρήματος. Όμως ήταν δραστήριος, θαρραλέος, παράτολμος και πεισματάρης, άνθρωπος που δεν δίσταζε να θυσιάσει τους άνδρες του προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του.

Ο Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο

Ο Ιμπραήμ, που παρακολουθούσε την ενίσχυση των ελληνικών οχυρών, αποφάσισε να σπεύσει επιτόπου αυτοπροσώπως. Έτσι, ένα πρωινό έφθασε στο Ναυαρίνο με πεζικό και ιππικό και σταμάτησε εμπρός από το Παλαιό Ναυαρίνο. Όταν ο Μακρυγιάννης διαπίστωσε την παρουσία των Αράβων, πιστός στις παραδόσεις των κλεφτών και των αρματολών, έβαλε 20 παλικάρια να χορεύουν και να τραγουδούν προσποιούμενος ότι αδιαφορεί για τους εχθρούς.

Όμως αυτοί άρχισαν να ρίχνουν με τυφέκια και κατζαδόρους, πληγώνοντας δύο άνδρες που χόρευαν. Ο Μακρυγιάννης απτόητος αλλά και ενθουσιασμένος από το χορό και το τραγούδι, αφού πρώτα «κέρασε από ένα ρακί στους Έλληνες, τους αθάνατους, τα γενναία λιοντάρια» και αναθεμάτισε αυτούς που «γέμισαν τον τόπο με φατρίες και έκαμαν τους αράπηδες παλικάρια», στη συνέχεια άρχισε να κτυπά τον εχθρό.

Η μάχη κράτησε επτά ώρες και παρ’ όλο που ο εχθρός έκαμε πολλές εφόδους, οι Έλληνες που ήταν καλύτεροι έβγαλαν τα μαχαίρια και με επιθέσεις τούς πετσόκοψαν και τους πέταξαν σε ένα αυλάκι. Ο Ιμπραήμ, έχοντας χάσει 70 άνδρες και με πολλούς τραυματίες, οπισθοχώρησε προς το Νεόκαστρο, στις θέσεις που κατείχε προηγουμένως, δίχως να διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, διότι οι Έλληνες είχαν στη διάθεσή τους κακής ποιότητας μπαρούτι. Μετά τη μάχη ο Αναγνωσταράς, που βρισκόταν στην Σφακτηρία, έγραψε μια έκθεση στον Κουντουριώτη και αναφέροντας ότι οι άνδρες του Μακρυγιάννη είχαν πολεμήσει γενναία, πρότεινε να προαχθούν σε αξιωματικούς. Αλλά ο Κουντουριώτης, κωφεύοντας, αρκέστηκε στην αποστολή μιας ευχαριστήριας επιστολής.

Στη διάρκεια αυτών των πρώτων επιχειρήσεων κατά του Ιμπραήμ, οι φυλακισμένοι πατριώτες της Ύδρας ζητούσαν επίμονα να κριθούν επειγόντως από τη Δικαιοσύνη για να πολεμήσουν για την πατρίδα ή να αποφυλακισθούν προσωρινά, μέχρι να περάσει η μπόρα της εισβολής. Όμως ο Κουντουριώτης παρέμεινε ασυγκίνητος, φοβούμενος αντίποινα σε βάρος του.

Η μάχη στο Σχοινόλακκα

Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος την απραξία του Κουντουριώτη, στις 15 Μαρτίου διέταξε δύο φάλαγγες να προσβάλουν τον Χατζηχρήστο σε μια θέση κοντά στο Νεόκαστρο και τον Καρατάσο στο Σχοινόλακκα. Οι άνδρες του Χατζηχρήστου παρακινημένοι από την επιτυχία του Μακρυγιάννη στο Παλαιό Ναυαρίνο όρμησαν εναντίον της πρώτης φάλαγγας του Ιμπραήμ που απετελείτο από 3.200 πεζούς, 600 ιππείς και 500 Τούρκους της Μεθώνης με 4 τηλεβόλα. Ο υπέρμετρος ζήλος των Ελλήνων τούς στοίχισε 150 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα στους τραυματίες ήταν και ο Κατσής Μαυρομιχάλης που πέθανε δύο ημέρες μετά.

Από την πλευρά τους οι Μακεδόνες του Καρατάσου απεδείχθησαν πιο πειθαρχημένοι. Αφού άφησαν ένα τάγμα των Αιγυπτίων να εισδύσει μέσα στο χωριό Σχοινόλακκα, άρχισαν να κτυπούν τους Αιγυπτίους εύστοχα. Εκείνοι επί 4 ώρες μάταια προσπαθούσαν να τους εκτοπίσουν από τα σπίτια του χωριού. Στο τέλος έφυγαν αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς, οι οποίοι ανάλογα με τις πηγές ανέρχονταν από 200 έως 500. Η απόσυρση των Αιγυπίων φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια ξαφνική νεροποντή που αχρήστευσε τα τυφέκια τους.

Ο Καρατάσος μετά τη μάχη έστειλε πέντε φορτία με λογχοφόρα τυφέκια ως τρόπαιο πολέμου στην Τριπολιτσά.

Αυτή ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων κατά του Ιμπραήμ. Σύντομα όμως έμελλε να υποστούν μια αιματηρή ήττα. Στις 7 Απριλίου, δύο ημέρες μετά την άφιξη του Κουντουριώτη στη Σκάλα, ο Ιμπραήμ θέλοντας να εκκαθαρίσει τα νώτα του επιτέθηκε με 3.000 πεζούς, 400 ιππείς και 4 κανόνια εναντίον του ελληνικού στρατοπέδου στο Κρεμμύδι. Οι Έλληνες είχαν παραταχθεί σε σχήμα ημικυκλίου. Στα αριστερά είχαν παραταχθεί ο Καρατάσος, ο Κ. Μπότσαρης και ο Χατζηχρήστος, στο κέντρο ο Σκούρτης και στα δεξιά ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας.

Ο Ιμπραήμ διαπιστώνοντας ότι ο Σκούρτης δεν είχε φτιάξει ταμπούρια έριξε το βάρος της επίθεσης εναντίον του. Ενώ το αιγυπτιακό πεζικό διασπούσε με εφ’ όπλου λόγχη το κέντρο, το ιππικό του επιτέθηκε εναντίον των δύο άκρων. Οι Έλληνες, κυκλωμένοι απ’ όλες τις πλευρές, αναγκάστηκαν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τις γραμμές του ιππικού, όμως άφησαν στο πεδίο της μάχης 600 νεκρούς. Η ήττα στο Κρεμμύδι είχε φοβερές επιπτώσεις στην εξέλιξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Η αντίθεση Ρουμελιωτών και Μοραϊτών οξύνθηκε και πολλοί Ρουμελιώτες δολοφονήθηκαν.

Οι επιχειρήσεις στο Παλαιόκαστρο και στο Νεόκαστρο

Η ήττα στο Κρεμμύδι δυσχέρανε πολύ τη θέση των πολιορκημένων Ελλήνων, ιδίως στο Νεόκαστρο, διότι η πολιορκία έγινε πιο ασφυκτική. Για να ενθαρρύνει τους πολιορκημένους, ο φρούραρχος του Νεόκαστρου Δημήτριος Σαχτούρης και οι άλλοι Έλληνες κάλεσαν τον Μακρυγιάννη να μεταβεί εκεί για να ενισχύσει την άμυνά του. Αυτός, αφού συγκέντρωσε 116 άνδρες, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου έσπευσε στο Νεόκαστρο αφήνοντας τους υπόλοιπους άνδρες του στο Παλαιό Ναυαρίνο.

Μέσα στο Νεόκαστρο είχαν ήδη συγκεντρωθεί 1.500 άνδρες, Μανιάτες, Ρουμελιώτες και Κρανιδιώτες, ένας λόχος τακτικού πυροβολικού οργανωμένος από τον Εμμ. Καλλέργη και άλλος ένας από Κεφαλλονίτες που αποτελούσαν το βοηθητικό προσωπικό των πυροβόλων. Την άμυνα διηύθυνε ο Ιταλός ταγματάρχηα Collegno.

Τη Δευτέρα του Πάσχα, 11 Απριλίου, ο Ιμπραήμ έχοντας πληροφορίες ότι η φρουρά του Παλαιόκαστρου είχε εξασθενήσει μετά την αποχώρηση του Μακρυγιάννη, κινήθηκε προς τα εκεί με πεζικό και ιππικό μεταφέροντας μαζί του και κανόνια για να εξουδετερώσει τους λίγoυς ηολεμιστές που είχαν παραμείνει. Όμως, ο Μακρυγιάννης επιχειρεί αμέσως έξοδο από το Νεόκαστρο έχοντας μαζί του και κανόνια και κτυπά αναπάντεχα την οπισθοφυλακή των Αράβων, σε ένα ρέμα που ήταν κοντά στη θάλασσα. Αυτοί, αιφνιδιασμένοι, σπεύδουν να σωθούν πετώντας τις ξιφολόγχες τους κάτω, ενώ οι Έλληνες τους κυνηγούσαν για να τους σφάξουν. Ο Ιμπραήμ, φοβούμενος την έκβαση του αγώνα, επέστρεψε στη βάση του μαζί με τους άνδρες του, δίχως να προλάβει να δώσει μάχη στο Παλαιό Ναυαρίνο.

Στο σημείο αυτό, ο Μακρυγιάννης που είχε σπεύσει σε βοήθεια ενός πληγωμένου παλικαριού, κινδύνεψε να σκοτωθεί. Όμως η έγκαιρη ετιιστροφή των συντρόφων του έσωσαν αυτόν και τους τραυματίες. Οι πληγωμένοι στάλθηκαν στην Αρκαδία, ενώ οι νεκροί τάφηκαν.

Σύμφωνα με έναν Αυστριακό που είχε δώσει πληροφορίες στον Μιαούλη και τον Αναστάσιο Τσαμαδό, τη μέρα εκείνη ο Ιμπραήμ είχε χάσει 370 άνδρες, ενώ οι Έλληνες πολύ λιγότερους.

Εκείνη την περίοδο ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης και ο Παναγιώτης Γιατράκος είχαν διαφορές με τον Κουντουριώτη. Όταν μέσα στο Νεόκαστρο σχημάτισαν μια ομάδα ανδρών, άρχισαν να τάζουν 30 γρόσια σε όποιον θα πήγαινε μαζί τους για να πολεμήσουν τον Κουντουριώτη. Για το σκοπό αυτό είχαν έτοιμα καΐκια αραγμένα στην είσοδο του λιμανιού για να σαλπάρουν νύκτα. Όμως, η συνωμοσία μαθεύτηκε και ειδοποιήθηκαν ο φρούραρχος και ο Μακρυγιάννης.

Ο τελευταίος τους είπε: «Εγώ, ξέροντας εσάς, έτρεξα κοντά σας και κατασκότωσα τους συντρόφους μου. Και εσείς πληρώνετε μισθούς για να πάρετε ανθρώπους από του κάστρου τη φρουρά για να πάτε να ανοίξετε εμφύλιο πόλεμο, όταν έχει γεμίσει ο τόπος Τουρκιά;»

Στη συνέχεια ζήτησε από τους Ρουμελιώτες να βουλιάξουν όλα τα καΐκια και από τον Γ. Μαυρομιχάλη και τον Π. Γιατράκο να τον πλαισιώσουν στο Ίτσκαλε (το εσωτερικό φρούριο ή ακρόπολη), ενώ στα πόστα τους έβαλε δικούς του ανθρώπους.

Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, αφού τοποθέτησε σε επίκαιρες θέσεις τα κανόνια του, άρχισε να ρίχνει «μπόμπες και γρανάτες», με αποτέλεσμα να μην αφήνει ήσυχους τους Έλληνες ούτε μέρα ούτε νύκτα. Το Νεόκαστρο κάθε μέρα χαλούσε και τα τείχη του γκρεμίζονταν. Αλλά, οι αμυνόμενοι απτόητοι, αφού κατασκεύαζαν κασόνια, τα γέμιζαν με χώμα και τα τοποθετούσαν στα ρήγματα.

Όμως, επειδή δούλευαν και πολεμούσαν νύχτα και μέρα, σύντομα άρχισαν να υποφέρουν από κούραση. Συγχρόνως δε υπέφεραν και από δίψα, μιας και το πόσιμο νερό μέσα στο κάστρο ήταν λιγοστό. Επίσης δεν είχαν χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα, αφού ο Κουντουριώτης δεν τους κατέβαλε μισθούς. Έτσι, όταν θύμωσαν και ζήτησαν να επιστρέψουν πίσω στην Αρκαδία με τον Μακρυγιάννη, ο τελευταίος αναγκάστηκε να τους καταβάλει τους μισθούς από δικά του χρήματα.

Οπωσδήποτε η συμπεριφορά του Κουντουριώτη κατά τη διάρκεια των επιθέσεων του Ιμπραήμ ήταν αχαρακτήριστη. Επιπλέον, τον διακατείχαν φόβοι μήπως και συλληφθεί από τον Γενναίο Κολοκοτρώνη για να αναγκασθεί να απελευθερώσει τον πατέρα του.

Έτσι, αντί να σπεύσει προς το Νεόκαστρο, όπως του έγραφε ο Μαυροκορδάτος από τις Χώρες, αποφάσισε να μεταβεί στην Καλαμάτα και από εκεί με ένα καράβι της Ύδρας μεταφέρθηκε στον Αλμυρό, νότια της Καλαμάτας. Τα παλικάρια που ήταν στο Νεόκαστρο, βλέποντας ότι ο πρόεδρος τούς είχε εγκαταλείψει στη μοίρα τους, δεν μπορούσαν πλέον να κρατήσουν τις θέσεις τους φοβούμενοι τις νυκτερινές επιθέσεις του εχθρού.

Ήταν πλέον φανερό ότι το επίκεντρο του πολέμου με τον Ιμπραήμ θα ήταν το Παλαιό Ναυαρίνο, το Νεόκαστρο και η Σφακτηρία. Στο νησί, μετά από ένα πολεμικό συμβούλιο που είχε γίνει στο πολεμικό πλοίο «Άρης», είχαν ήδη αποβιβαστεί 500 Έλληνες στρατιώτες και ναύτες για να αποκρούσουν την αναμενόμενη απόβαση των Αιγυπτίων. Στο μεταξύ ο Ιμπραήμ, για να απομονώσει το Παλαιό Ναυαρίνο από τη Σφακτηρία και το Νεόκαστρο, έσκαψε τέσσερα επάλληλα χαρακώματα από τη μια άκρη της θάλασσας έως την άλλη και τοποθέτησε σε αυτά στρατιώτες. Ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο χαράχωμα δημιούργησε ένα πλάτωμα και τοποθέτησε εκεί την σκηνή του με εκλεκτούς πεζούς και καβαλάρηδες.

Ήδη ο Ιμπραήμ, από τη Μεθώνη έως το Νεόκαστρο, είχε γεμίσει την περιοχή με αντίσκηνα και στρατιώτες. Και αφού με τη διάνοιξη των χαρακωμάτων εξασφάλισε τα κανόνια του, που ήταν τοποθετημένα πιο πίσω, φοβούμενος τους Έλληνες μήπως τα καταστρέψουν, αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των ελάχιστων παλικαριών που βρίσκονταν μέσα στο φρούριο του Παλαιού Ναυαρίνου.

Οι άνδρες που ήταν μέσα στο φρούριο είχαν ήδη ειδοποιήσει τον Μακρυγιάννη ότι ο εχθρός παρατηρούσε με τα κιάλια τη θέση τους και του παρήγγειλαν ότι εάν δεν έφθαναν ενισχύσεις από τις Χώρες, θα εγκατέλειπαν το Παλαιό Ναυαρίνο για να έλθουν στο Νεόκαστρο ή θα πήγαιναν στην Αρκαδία.

Αλλά και οι Ρουμελιώτες και οι Μοραΐτες που βρίσκονταν μέσα στο Νεόκαστρο ζητούσαν και αυτοί ενισχύσεις, με συνεχείς παροτρύνσεις προς τον Κουντουριώτη. Όμως ο πρόεδρος, απτόητος, αρκέστηκε στην αποστολή του Χατζηχρήστου μαζί με λίγoυς άνδρες.

Στις 24 Απριλίου έφθασαν στην περιοχή ο Μαυροκορδάτος με 150 άνδρες καθώς και ο Σανταρόζα, που πέρασαν στη Σφακτηρία, όπου η θέση των Ελλήνων ήταν κρίσιμη. Στο μεταξύ είχαν φθάσει έξω από τη Μεθώνη και τη Σφακτηρία έως 130 καράβια τούρκικα του Σουλτάνου, του Ιμπραήμ, των Αλγερινών και όλων των συμμάχων τους. Σε δύο ημέρες έφθασε και ο Μιαούλης με 30 ελληνικά καράβια τα οποία έμοιαζαν με φελούκες μπροστά στα εχθρικά.

Μόλις έφθασε ο στόλος του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο, αυτός έστειλε έναν Τούρκο στο Νεόκαστρο για διαπραγματεύσεις. Από το κάστρο βγήκαν ως εκπρόσωποι των πολιορκημένων ο Γ. Μαυρομιχάλης από τους Σπαρτιάτες, ο Π. Γιατράκος από τους Μοραΐτες και ο Μακρυγιάννης από τους Ρουμελιώτεα. Όταν ρώτησαν τον απεσταλμένο του Ιμπραήμ τι ήθελε, αυτός απήντησε ότι τον έστελνε ο πασάς για να τους πει να αφήσουν το κάστρο και να φύγουν για να μην χαθούν. Αυτοί του απήντησαν ότι ο πασάς δεν έπρεπε να τους λυπάται τόσο πολύ και ότι όταν θα έπαιρνε το κάστρο με μάχη τότε θα είχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσουν την ευσπλαχνία του.

Η πτώση της Σφακτηρίας

Ο πρώτος στόχος του Ιμπραήμ ήταν το νησί της Σφακτηρίας. Η πρώτη αιγυπτιακή μοίρα αποτελούμενη από 3 φρεγάτες, 4 κορβέτες και 39 μικρότερα πλοία διατάχθηκε να διεισδύσει στον όρμο, να βομβαρδίσει το νησί και να καλύψει τις αποβάσεις δύο αιγυπτιακών ταγμάτων που θα μεταφέρονταν από την ακτή με μεγάλες βάρκες. Τρεις φρεγάτες θα έκλειναν το λιμάνι για να εμποδίσουν την επίθεση των ελληνικών πλοίων που ήταν μέσα στον όρμο, ενώ η δεύτερη μοίρα που απετελείτο από μεγαλύτερα πλοία θα εκινείτο εναντίον του ελληνικού στόλου που ναυλοχούσε κάτω από το νησί Πρώτη. Συγχρόνως, τμήματα του αιγυπτιακού στρατού θα εκινούντο εναντίον του Παλαιού Ναυαρίνου.

Το μεσημέρι της 26ης Αηριλίου δύο κανονιές έδωσαν το σύνθημα για τη συντονισμένη επιχείρηση κατά της Σφακτηρίας και του Νεόκαστρου. Από τα εχθρικά καράβια έφθαναν βάρκες στη στεριά και αφού γέμιζαν με στρατιώτες ξαναγύριζαν πίσω στα καράβια. Επάνω στο νησί της Σφακτηρίας οι Έλληνες είχαν τοποθετήσει μόνο 6 κανόνια στραμμένα προς στο στόμιο του λιμανιού με λίγoυς στρατιώτες.

Όταν ο Αναγνωσταράς, που ήταν στο νησί, αντιλήφθηκε τα εχθρικά καράβια να πλησιάζουν, ζήτησε από τον Μακρυγιάννη να μεταβεί εκεί με τους άνδρες του, αλλά και ενισχύσεις από το Παλαιό Ναυαρίνο. Όμως οι υπεραστιστές του Νεόκαστρου που έμαθαν ότι ο Μακρυγιάννης σκόπευε να πάει στη Σφακτηρία δεν τον άφησαν, λέγοντάς του ότι εάν έφευγε θα έφευγαν και αυτοί. Τότε ο φρούραρχος έγραψε στον Αναγνωσταρά ότι δεν αφήνει τον Μακρυγιάννη και αντ’ αυτού στάλθηκε στο νησί ο Τζόκρης και ο Σταύρος Σαΐνης με μερικούς άνδρες. Ενισχύσεις στο νησί έστειλε και ο Χατζηχρήστος, που βρισκόταν στο Παλαιό Ναυαρίνο,

Ενώ συνέβαιναν αυτά, τα τουρκικά καράβια άρχισαν να κανονιοβολούν τους υπερασπιστές του νησιού που δεν είχαν ακόμη προλάβει να οχυρωθούν. Συγχρόνως έστειλαν βάρκες με στρατιώτες υπό τον Σουλεϊμάν πασά στο νησί και τους αποβίβασαν. Στις συγκρούσεις που ακολούθησαν πολλοί από τους υπερασπιστές του νησιού σκοτώθηκαν, ενώ άλλοι που ευρίσκοντο προς την πλευρά του Παλαιού Ναυαρίνου κατόρθωσαν να διαφύγουν. Κάποιοι έπεσαν στη θάλασσα για να γλιτώσουν, όμως οι περισσότεροι πνίγηκαν. Μόνο μικρές ομάδες Ελλήνων κατόρθωσαν να κρατήσουν τις θέσεις τους προξενώντας μεγάλη φθορά στους εχθρούς, που οδηγούμενοι από Ευρωπαίους αξιωματικούς έκαμαν επιθέσεις με εφ’ όπλου λόγχη.

Ανάμεσα στους άνδρες που έπεσαν νεκροί στο νησί ήταν ο Αναγνωσταράς, ο Τσαμαδός, ο Σαΐνης, ο Σίμος, ο Ιταλός Σανταρόζα και άλλοι.

Πολλοί ναύτες, αναζητώντας τις βάρκες τους που ήταν ανάμεσα στα βράχια, κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τα οκτώ ελληνικά καράβια που ήταν μέσα στον όρμο.

Όταν οι υπερασπιστές του Νεόκαστρου διαπίστωσαν τον άνισο αγώνα στη Σφακτηρία, θέλησαν να βοηθήσουν και έκαναν έξοδο για αντιπερισπασμό, κτυπώντας τους Αιγυπτίους που βρίσκονταν μέσα στα χαρακώματα. Όμως, ο εχθρός που είχε καταλάβει ήδη τη Σφακτηρία και είχε κυριεύσει τα ελληνικά κανόνια στο νησί, τα έστρεψε αμέσως προς το Νεόκαστρο και με εύστοχες βολές σκόρπισε τον θάνατο στους Έλληνες που είχαν εκτελέσει την έξοδο. ΄Ετσι, ενώ οι Έλληνες δέχονταν πυρά από όλες τις μεριές, ο εχθρός άρχισε να μεταφέρει άνδρες από το νησί προς το λιμάνι του Ναυαρίνου.

Ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, πολύ λυπημένος για τις μεγάλες απώλειες των Ελλήνων αλλά και για την ατολμία του Κουντουριώτη, θα γράψει τα εξής: «Αυτείνη η μέρα ήταν πολύ φαρμακερή για την πατρίδα, οπού ’χασε τόσα παλικάρια και σημαντικούς άνδρες, στεριανούς και θαλασσινούς… Γιόμωσε και το λιμάνι πνιγμένους σα να ήταν μπακακάκια εις το βάλτο, έτσι πλέγαν κι αυτεινοί εις τη θάλασσα. Και το νησί και τα άλλα μέρη γεμάτα κουφάρια σκοτωμένους. Κι οι ελληνικές δυνάμεις μας τήραγαν από αλάργα».

Η έξοδος των ελληνικών πλοίων

Μετά από αυτά τα θλιβερά γεγονότα, μια αιγυπτιακή μοίρα άρχισε να εισπλέει στον όρμο βομβαρδίζοντας αδιάκοπα το φρούριο. Τότε τα ελληνικά καράβια που βρίσκονταν μέσα αποφάσισαν να εκτελέσουν έξοδο. Ο Α. Ορλάνδος στα «Ναυτικά» του, περιγράφει τις δύσκολες αλλά και ηρωικές στιγμές των Ελλήνων: «Τέλος πάντων, η απόφασίς των να εξέλθωσιν ελεύθεροι μετά των πλοίων των ή να ενταφιασθώσιν υπό τα θαλάσσια κύματα εγένετο μεν, αλλά ούτε βήμα δεν ηδύναντο να προχωρήσωσιν, χωρίς να είναι περικυκλωμένοι υπό των εχθρικών πλοίων εκ των οποίων απάντων πυροβολούμενοι αδιακόπως, ήσαν και αυτοί ηναγκασμένοι ν’ αντιπυροβολώσι και ούτοι εκατέρωθεν. Και καθώς μέγας και διαρκής σεισμός καταδονεί την γην εκ θεμελίων, ούτω και τα πλοία ταύτα έτρεμον τρόμον διηνεκή καθ’ όλον το χρονικόν του έκπλου διάστημα, δονούμενα υπό του συνεχούς κρότου των τε ιδίων και των εχθρικών κανονίων…».

Από τα πλοία που βρίσκονταν μέσα στον όρμο, δύο κατόρθωσαν να βγουν ανενόχλητα ενώ το «Αθηνά» του Ν. Βότση δέχθηκε επίθεση από κορβέτες του Ιμπραήμ. Το πλήρωμα του πλοίου, επειδή ο κυβερνήτης του δεν είχε επανέλθει από τη Σφακτηρία, απελπισμένο έτρεξε στην πυριτιδαποθήκη για να την ανατινάξει.

Όμως, ο ναυτόπαις Δρέττας έχοντας αντιληφθεί ότι τα πυροβόλα του πλοίου ήταν γεμισμένα, πηδά από το ένα στο άλλο και πυροδοτεί τις θρυαλλίδες τους. Τα βλήματα που εκτοξεύτηκαν κατά των εχθρικών πλοίων από τόσο μικρή απόσταση επέφεραν στις κορβέτες τέτοιες βλάβες που αυτές αναγκάστηκαν να αποσυρθούν αφήνοντας ελεύθερη τη δίοδο στο «Αθηνά».

Ο «Άρης» που ανέμενε μάταια την επιστροφή του πλοιάρχου του Α. Τσαμαδού, βρέθηκε σε άσχημη θέση διότι με την τελευταία βάρκα που έφθασε στο πλοίο, με τους Μαυροκορδάτο, Βότση και μερικούς άλλους, εξανεμίστηκε και η τελευταία ελπίδα ότι ο καπετάνιος ήταν ζωντανός.

Στην έξοδο του όρμου ευρίσκοντο περί τα 30 εχθρικά πλοία. Παρ’ όλα αυτά αποφασίστηκε να επιχειρηθεί η έξοδος. Ο αναλαβών τη διακυβέρνηση του πλοίου, πλοίαρχος Ν. Βότσης, διατάζει να κοπούν τα κάλω των αγκυρών και να αναπετάξουν τα ιστία. Συγχρόνως ανέβασαν στο κατάστρωμα την εικόνα της Παναγίας, ενώ ένας παπάς που είχε σωθεί έψαλε την παράκληση.

Οι ναύτες, προσκυνώντας την εικόνα, καταθέτουν τον οβολό τους για να τη χρυσώσουν μετά τη μάχη. Ο παπάς δεν παύει να προσεύχεται κατά τη διάρκεια του έκπλου ενώ οι ναύτες ασπαζόμενοι ο ένας τον άλλον και φωνάζοντας «καλή αντάμωση στον Άδη» παίρνουν τις θέσεις τους καθοδηγούμενοι από τον Βότση.

Βροχή από σφαίρες υποδέχεται τις πρώτες κινήσεις του «Άρη» και αρκετοί ναύτες πέφτουν νεκροί. Όμως, το πλοίο αρχίζει να κινείται αργά προς την έξοδο βάλλοντας εναντίον των εχθρικών πλοίων που βρίσκονταν διάσπαρτα και στις δύο πλευρές του όρμου. Πέντε αιγυπτιακά μπρίκια, θεωρώντας τον «Άρη» εύκολη λεία, ενεργούν επίθεση εναντίον του για να τον εμβολίσουν, όμως η κίνησή τους αυτή τα εκθέτει στα πυρά του αμυνόμενου «Άρη». Σε λίγο τέσσερα από τα πέντε εχθρικά πλοία έχοντας υποστεί βλάβες αποχωρούν, ενώ το πέμπτο βυθίζεται.

Είχαν ήδη περάσει δύο ώρες από την αρχή της άνισης αυτής μάχης, όταν ο «Άρης» την ώρα που έβγαινε από το νότιο στόμιο του κόλπου με καταφανή τα ίχvη των εχθρικών βλημάτων στο σκάφος και στην ιστιοφορία, θα δεχτεί επίθεση από μια ισχυρή φρεγάτα που έπλεε εναντίον του με σκοπό να τον εμβολίσει.

Η κατάσταση του ελληνικού πλοίου ήταν απελπιστική και κάθε άμυνα αδύνατη, καθώς λίγο μετά ο πρόβολος της φρεγάτας θα μπλεκόταν στα ξάρτια του σκάφους. Όμως μια διαταγή «πυρ στην πυριτιδαποθήκη» που επαναλήφθηκε και στα τουρκικά «baruthaneye ate» από το πλήρωμα, έφερε το ανέλπιστο αποτέλεσμα. Η φρεγάτα ανέστρεψε αμέσως για να αποφύγει την έκρηξη. Σε λίγο ο «Άρης» ήταν εκτός κινδύνου.

Η διαφυγή του «Άρη» κάτω από τέτοιες αντίξοες συνθήκες από τον εχθρικό κλοιό, αποτελεί σπάνιο ναυτικό κατόρθωμα. Η αξιοθαύμαστη δεξιότητα με την οποία ο πλοίαρχος Βότσης κατόρθωσε να διευθύνει το πλοίο ανάμεσα στα επερχόμενα εχθρικά πλοία αλλά και η ευψυχία των ανδρών του πληρώματος, αποτελούν ενδείξεις ότι το ελληνικό Ναυτικό, παρ’ όλη τη γενική κατάπτωση που επικρατούσε τότε στους κόλπους των επαναστατημένων Ελλήνων, διέθετε πολλά στοιχεία μεγαλουργίας. Το κατόρθωμα αποδεικνύει επίσης ότι ακόμη και τα αιγυπτιακά πλοία, παρ’ όλη την υπεροχή τους ως προς τα τουρκικά, υστερούσαν σημαντικά στην ικανότητα χειρισμού των πυροβόλων και στην ευελιξία σε σύγκριση με τα ελληνικά.

Η πτώση του Παλαιόκαστρου

Ενώ συνέβαιναν τα παραπάνω σοβαρά γεγονότα στη Σφακτηρία, στο Νεόκαστρο και στον κόλπο του Ναυαρίνου, ο Ιμπραήμ, εφαρμόζοντας το σχέδιό του, επιτέθηκε κατά του Παλαιού Ναυαρίνου κτυπώντας το με κανόνια και βομβαρδίζοντάς το από τα καράβια που βρίσκονταν στον όρμο. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών του ήταν η παράδοση του Παλαιού Ναυαρίνου στις 30 Απριλίου.

Μια μέρα πριν από την παράδοση του φρουρίου, πολλά παλικάρια εκτέλεσαν μια απέλπιδα έξοδο. Από αυτούς που αποφάσισαν το παράτολμο εγχείρημα προς το ελληνικό στρατόπεδο της Λιγούδιστας, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι γλίτωσαν. Όμως αιχμαλωτίσθηκαν ο Χατζηχρήστος, ο δεσπότης της Μεθώνης και ο Στάμος Βελέντζας που ήταν επικεφαλής των ανθρώπων του Μακρυγιάννη. Τον τελευταίο ο Ιμπραήμ τον έστειλε στην Αίγυπτο όπου έμεινε για τέσσερα χρόνια.

Όλον αυτό τον καιρό, ο Κουντουριώτης παρακολουθούσε τα όσα συνέβαιναν στο Ναυαρίνο δίχως να κάνει καμιά προσπάθεια για να βοηθήσει τους πολιορκημένους. ΄Ο Ιμπραήμ, αφού κυρίευσε το κάστρο, έβγαλε νύκτα τα κανόνια των πλοίων στη στεριά και τα τοποθέτησε πάνω από τα μαγαζιά προς το Νεόκαστρο σε απόσταση βολής πιστολιού.

Η πολιορκία του Νεόκαστρου

Την επόμενη ημέρα, όταν ξημέρωσε, ο Ιμπραήμ άρχισε την ετιίθεση με βόμβες και γρανάτες. Έστειλε δύο άτομα που είχε πιάσει στο Παλαιό Ναυαρίνο για να πείσει τους πολιορκημένους να παραδοθούν.

Ο Μακρυγιάννης που μετέφερε τους απεσταλμένους του Ιμπραήμ στο κάστρο, τους δασκάλεψε να πούνε όχι αυτό που τους είπε ο Ιμπραήμ, αλλά ότι είχαν ακόμα ελπίδες να σωθούν.

Στη συνέχεια ειδοποίησε τον Ιμπραήμ ότι οι απεσταλμένοι του είχαν δήθεν σκοτωθεί από βόμβες. Μετά από αυτό η μάχη εντάθηκε και συνεχίστηκε έως τα μεσάνυχτα. Όταν το πρωί σταμάτησαν οι κανονιές, ο Ιμπραήμ έστειλε έναν Τούρκο στο κάστρο.

Έξω από την πύλη του κάστρου τον απεσταλμένο του πασά τον συνάντησαν ο Μακρυγιάννης, ο Π. Γιατράκος και ο Γ. Μαυρομιχάλης. Όταν ο απεσταλμένος τους είπε ότι ο Ιμπραήμ ήθελε το κάστρο, του απάντησαν ότι θέλουν καράβια ευρωπαϊκά για να φύγουν με όλα τους τα άρματα. Επίσης έθεσαν ως όρο την απελευθέρωση του Χατζηχρήστου, του δεσπότη και όλων των άλλων αιχμαλώτων, καθώς και τους μισθούς τους που δεν είχαν εισπράξει από τον Κουντουριώτη. Μόνο τότε θα παρέδιδαν το κάστρο μαζί με τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.

Στην πραγματικότητα στο κάστρο δεν υπήρχε σχεδόν τίποτε για παράδοση. Ο Τούρκος απεσταλμένος, αφού επέστρεψε στον Ιμπραήμ και του είπε τους όρους των πολιορκημένων, ξαναγύρισε στο κάστρο με νέους όρους.

Σύμφωνα με αυτούς, ο Ιμπραήμ θα διέθετε δικά του καράβια για την εκκένωση του κάστρου επειδή δεν είχε ανάγκη από ξένα, όμως ήθελε όλα τους τα άρματα.

Έκαμε επίσης γνωστό ότι τους αιχμαλώτους τους είχε πάρει με το σπαθί του και τους κρατούσε ζωντανούς έως ότου έβαζε στο χέρι και τους πολιορκημένους και τότε θα τους σκότωνε όλους μαζί. Πρόσθεσε επίσης ότι δεν είχε χρήματα για να τους πληρώσει μισθούς και ότι θα έπρεπε να τους ζητήσουν από την ελληνική κυβέρνηση.

Οι πολιορκημένοι τότε απάντησαν: «Ο πόλεμος είναι η τύχη μας και πολεμάμε και θα πολεμήσουμε όσο να λιώσουμε, να φάμε ο ένας τον άλλο και τότε να πάει να το πάρει το κάστρο. Φωτιά θα βάλουμε να πάμε στον αέρα με όλο αυτό».

Όταν ο απεσταλμένος του Ιμπραήμ γύρισε πίσω και μετέφερε τις απόψεις των Ελλήνων, ο πασάς ξανάρχισε τις μάχες αλλά την επομένη έστειλε τον Χατζηχρήστο, τον δεσπότη και τον Σουλεϊμάν μπέη για να τους πείσουν να παραδοθούν.

Όμως οι πολιορκημένοι αρνήθηκαν ξανά. Τότε άρχισαν να εισέρχονται τα εχθρικά καράβια μέσα στον όρμο. Κατά κακή σύμπτωση, πήρε φωτιά η ντάπια που βρισκόταν στο στόμιο του όρμου και οι πατριώτες που τη φρουρούσαν τινάχτηκαν στον αέρα μαζί με τα κανόνια. ΄Ετσι τα καράβια του Ιμπραήμ μπήκαν στον όρμο ανενόχλητα, ενώ οι φρεγότες του άρχισαν ανά τέσσερις τους κανονιοβολισμούς. Το κάστρο, που δεν άντεχε, έγινε κόσκινο από τα συνεχή πυρά και οι πολιορκημένοι σκοτώνονταν χωρίς να μπορούν να προφυλαχτούν. ΄Ο Ιμπραήμ εκμεταλλευόμενος τη δυσμενή για τους Έλληνες κατάσταση, τους κτυπούσε συνέχεια από την αυγή έως το βράδυ.

Όταν έπιασε δυνατός άνεμος και οι φρεγάτες σταμάτησαν να κονονιοβολούν, οι πολιορκημένοι βρήκαν την ευκαιρία να θάψουν τους σκοτωμένους, αφού ο Άγγλος γιατρός Millingen που ήταν μέσα στο κάστρο δεν μπορούσε να γιατρέψει κανέναν παρ’ όλο που πληρωνόταν 500 γρόσια το μήνα. Τον γιατρό αυτόν τον είχε προσλάβει η διοίκηση αλλά δεν κατέβαλε τους μισθούς του.

Ο γιατρός είχε προβεί σε φοβερές μαρτυρίες και αποκαλύψεις προς έναν εξωμότη Γάλλο αξιωματικό για την κατάσταση που επικρατούσε μέσα στο κάστρο, όταν είχε έλθει με τον Χατζηχρήστο και τον δεσπότη. Ο Μακρυγιάννης οργισμένος θέλησε να τον σκοτώσει αλλά δεν τον άφησαν.

Στη συνέχεια ο εχθρός έβγαλε και άλλα κανόνια από τα καράβια στη στεριά και τα τοποθέτησε γύρω από το κάστρο. Οι πολιορκημένοι, παρ’ όλες τις κακουχίες που είχαν υποστεί, συνέχισαν να αντιστέκονται ενισχύοντας τη βέργα με ξύλα και πέτρες.

Στην ακρόπολη (Ίτσκαλε) του Νεόκαστρου υπήρχε μια στέρνα, της οποίας το νερό ήταν πόσιμο. Παρ’ όλο που η στέρνα ήταν σφραγισμένη από τον φρούραρχο, οι στρατιώτες, προσπαθώντας να ξεδιψάσουν, είχαν ανοίξει στα κρυφά μια μικρή τρύπα διαμέσου της οποίας έπιναν νερό, με τη βοήθεια ενός καλαμιού. Όταν στένεψε η πολιορκία και μετρήθηκε η στάθμη του νερού που ήταν μέσα στην στέρνα, διαπιστώθηκε ότι η ποσότητα του πόσιμου νερού είχε μειωθεί επικίνδυνα. Τότε, ο Μακρυγιάννης μαζί με τον Βελέντζα πρότειναν να βγάλουν με τρόπο έξω από το κάστρο όσους ήθελαν να συζητήσουν με τους εχθρούς ή πρότειναν να επιχειρηθεί έξοδος και στη συνέχεια να συγκεντρώσουν τους υπόλοιπους στο Ιτσκαλέ, να βάλουν μπαρούτι ολόγυρα σε μίνες και όταν έφθαναν οι Αlγύπτιοι να έβαζαν φωτιά και να ανατίναζαν το κάστρο μαζί με τους πολιορκημένους και τους πολιορκητές.

Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ιμπραήμ έστειλε έναν αγγελιοφόρο στους πολιορκημένους για να τους πληροφορήσει ότι αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία που τους έδινε και πρόσταξε τους αρχηγούς των πολιορκημένων να εμφανιστούν μπροστά του για διαπραματεύσεις.

Αποφασίστηκε να σταλούν ο Μακρυγιάννης, ο Καράπαυλος και ο Σαλβαράς για συζητήσεις. Όταν οι τρεις Έλληνες έφθασαν στο αιγυπτιακό στρατόπεδο, οδηγήθηκαν στο λαμπρό τσαντίρι του Ιμπραήμ. Μπαίνοντας μέσα είδαν τον πασά καθισμένο με μεγαλοπρέπεια. Τα χέρια του, για να μην κουράζεται, τα κρατούσαν μεγαλοπρεπώς δύο αξιωματικοί, προσδίδοντάς του έτσι επιπλέον αίγλη.

Όταν ο Αιγύπτιος ρώτησε από πού κατάγονται, διαπίστωσε ότι ο ένας απεσταλμένος ήταν από την Πελοπόννησο και ο δεύτερος από την Σπάρτη. Όταν ρωτήθηκε και ο Μακρυγιάννης, απάντησε ότι ήταν από την Ρούμελη και ότι ήταν στο παρελθόν σωματοφύλακας του Αλή πασά. Είπε στον Ιμπραήμ: «Σκότωσαν τον αφέντη μας και κίνησα να έλθω στην Υψηλότη σας στο Μισίρι με κάμποσους ανθρώπους. Δεν είχαμε τα έξοδά μας.

Ήλθαμε εδώ στους Ρωμαίγους. Μας απάτησαν, μας έβαλαν σε τούτο το κάστρο. Πολεμούμε νύκτα και μέρα. Αυτεινοί μας κάμουν σίγρι από μακριά. Θέλουν να χαθούμε. Εμείς για να σωθούμε και να πάμε να πολεμήσουμε εκείνους, βιαζόμαστε και ήλθαμε να κάνουμε συνθήκες να σου παραδώσουμε το κάστρο εφοδιασμένο. Γι’ αυτό πασά μου θα σου παραδώσουμε το κάστρο».

Ο Ιμπραήμ, ενθουσιασμένος από την απάντηση και αψηφώντας τους Μοραΐτες ρώτησε προσωπικά τον Μακρυγιάννη ποιες είναι οι απαιτήσεις τους. Τότε ο στρατηγός ζήτησε καράβια από την Ευρώπη για την εκκένωση του Νεόκαστρου και πρόσθεσε ότι δεν xρειάζονται έγγραφες συνθήκες αφού ο λόγος της αυτού Υψηλότητάς του ήταν επαρκής. Όμως, ο Ιμπραήμ αντικρούοντας τον Μακρυγιάννη πρόσθεσε ότι δεν απαιτούνται ευρωπαϊκά καράβια, αφού είχε τα δικά του. Πήρε όμως την απάντηση ότι οι πολιορκημένοι, από φόβο, σε τουρκικά καράβια δεν πρόκειται να μπουν.

Μετά από πολλή συζήτηση ο Ιμπραήμ αποφάσισε να καλέσει ευρωπαϊκά καράβια και ρώτησε ποιος θα πληρώσει τον ναύλο των καραβιών. Ο Μακρυγιάννης του απήντησε «η Υψηλότητά σας». Αλλά ο πασάς επιμένοντας είπε ότι οι ίδιοι θα έπρεπε να πληρώσουν για τη μεταφορά τους, όμως οι Έλληνες ήταν ανένδοτοι διότι όλα τα λεφτά τους τα είχαν δαπανήσει σε κρασιά και φαγητά.

Τελικά συμφωνήθηκε τον ναύλο των καραβιών να τον καταβάλει ο Ιμπραήμ αλλά έπρεπε να αφοπλιστούν και να παραδώσουν όλα τα άρματά τους. Ιδιαίτερα στον Μακρυγιάννη φέρθηκε πιο γενναιόδωρα λέγοντάς του «και εσύ που είσαι γκουρμπετλής σου χαρίζω τριάντα ζευγάρια πιστόλες, ντουφέκια, γιαταγάνια ή σπαθιά». Ο Μακρυγιάννης τον παρακάλεσε να αυξηθούν τα άρματα σε 35 ζητώντας να μην πειράξουν όποιον έχει χρήματα και άλλα ασημικά.

Έτσι έκλεισε η συμφωνία ανάμεσα στους πολιορκημένους και τον Ιμπραήμ. Όταν ο Μακρυγιάννης ρωτήθηκε πόσους άνδρες είχε κάτω από τις διαταγές του, απάντησε ότι ήταν οκτακόσιοι. Τότε ο Ιμπραήμ του ζήτησε να μπει κάτω από τις δικές του διαταγές. Όμως αυτός απάντησε: «Γνωρίζομεν τα οτζάκια σας όπου κάνουν τους ανθρώπους τσιράκια. Τώρα ήλθα σταλμένος από το κάστρο να κάμω συνθήκες και όχι να γίνω μισθωτός. Τελειώνοντας η υπόθεση του κάστρου τότε τηράμε αυτό».

Υπαναχώρηση του lμπραήμ

Όταν οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε όλα, οι πολιορκημένοι έστειλαν απεσταλμένο στη Μεθώνη που συνοδευόταν από έναν έμπιστο του Ιμπραήμ για να προβούν στη ναύλωση καραβιών.

Μετά από 18 μέρες έφθασε η πληροφορία ότι για τη μεταφορά τους απαιτούντο 4.000 τάλιρα. Τότε ο Ιμπραήμ είπε στον Μακρυγιάννη: «Για σας τους παλιανθρώπους, μου ζητάν 4.000 τάλιρα και δεν τα δίνω». Όμως, ο Μακρυγιάννης του είπε ότι έπρεπε να πληρώσει το ποσό αφού αυτή ήταν η συμφωνία που είχαν κάνει. Στο μεταξύ ένα τουρκόπουλο που ήταν στο κάστρο έσπευσε στον Ιμπραήμ και τον πληροφόρησε ότι υπήρχε έλλειψη νερού και τροφίμων στο κάστρο και ότι εκεί υπήρχαν δύο ωραίες Τουρκάλες. Αυτές τις είχαν δύο ντόπιοι, οι Οικονομίδηδες, ως γυναίκες και πνευματικές τους.

Ο Ιμπραήμ ρώτησε τον Μακρυγιάννη εάν τις γνώριζε, αλλά έλαβε την απάντηση ότι δεν γνώριζε ούτε Τουρκάλες ούτε Ρωμιές αλλά μόνο την ντάπια που φύλαγε. Ο Ιμπραήμ επέμενε να τις γνωρίσει και ζήτησε να στείλει ο Μακρυγιάννης κάποιον για να τις φέρει. Ο τελευταίος υποχρεώθηκε να στείλει τον μπαϊρακτάρη του.

Ο πασάς, αφού εξέτασε τις γυναίκες και έμαθε ότι στο φρούριο υπήρχαν και άλλοι Τούρκοι, αμέσως πρόσταξε την παράδοσή τους. Όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο Ιμπραήμ είχε μεθύσει πίνοντας ρούμι και κρασί. Είχε τη φήμη του μπεκρή, η δε αδυναμία του ήταν οι γυναίκες και τα παιδιά.

Κάποια στιγμή, ο πασάς έστειλε στο κάστρο τον Μακρυγιάννη μαζί με δύο αξιωματικούς που γνώριζαν ελληνικά, για να φέρουν και τους υπόλοιπους Τούρκους από το κάστρο.

Ο Μακρυγιάννης, αφού άφησε στην πύλη του κάστρου τους συνοδούς του, ζήτησε από τους υπερασπιστές να του παραδώσουν αμέσως τους αιχμαλώτους που είχαν πιάσει και όταν τους παρέλαβε τους έστειλε στον Ιμπραήμ. Εκείνο το βράδυ έφθασε στο Ναυαρίνο μια αγγλική φρεγάτα η οποία περικυκλώθηκε αμέσως από εχθρικά πλοία, για να μην έλθουν οι πολιορκημένοι σε επαφή μαζί της. Ωστόσο ο καπετάνιος της φρεγάτας έστειλε έναν Κύπριο με γράμματα για να τα μεταφέρει στο κάστρο.

Οι Τούρκοι άρχισαν τότε να κυνηγούν τον ταχυδρόμο, με αποτέλεσμα αυτός να βουτήξει στη θάλασσα για να σωθεί. Στην προσπάθειά του αυτή έχασε τα γράμματα, αλλά έφθασε σώος στη φρεγάτα. Οι ναύτες, επειδή είχε πιει πολύ νερό, τον κρέμασαν ανάσκελα και στη συνέχεια τον ζέσταναν.

Όταν ο Κύπριος συνήλθε, πληροφόρησε τους Άγγλους για την κατάσταση που επικρατούσε στο κάστρο. Τότε ο καπετάνιος παίρνοντας μαζί και τον Κύπριο, σάλπαρε ξανά για τη Ζάκυνθο, για να πληροφορήσει σχετικά τον ναύαρχό του. Αυτός, όταν έμαθε τα συμβαίνοντα, έκρινε σκόπιμο να στείλει στο Ναυαρίνο ένα μπρίκι.

Όμως ο Ιμπραήμ, πριν από την άφιξη του μπρικιού, είχε ειδοποιήσει τους πολιορκημένους ότι τα καράβια που είχε ναυλώσει για τη μεταφορά είχαν ήδη φθάσει στο Ναυαρίνο.

Όταν όμως ρωτήθηκε πότε θα γινόταν η μεταφορά, προκειμένου οι πολιορκημένοι να ανοίξουν τις πύλες του κάστρου που ήταν σφραγισμένες με πέτρες, απέφυγε να απαντήσει επειδή ήθελε να βρει μια πρόφαση για να αθετήσει την υπόσχεσή του και τη συμφωνία που είχε κάνει και να τους σκοτώσει.

Η εκκένωση του Νεόκαστρου

Ο Ιμπραήμ, για να διαπιστώσει τις πραγματικές διαθέσεις των Ελλήνων, αποφάσισε να στείλει δύο Αιγύπτιους στο κάστρο για να εξακριβώσει εάν πράγματι οι πύλες του ήταν σφραγισμένες με πέτρες, οι οποίες έπρεπε να αφαιρεθούν για να πραγματοποιηθεί η παράδοση.

Από την πλευρά του ο Μακρυγιάννης, θέλοντας να καλοπιάσει τους απεσταλμένους του Ιμπραήμ, δεν δίστασε να τους δωροδοκήσει με άφθονα άρματα που ήταν στολισμένα με ασήμι. Το πρωί της επόμενης μέρας, ο Αιγύπτιος πασάς έστειλε στο κάστρο έναν συγγενή του με 40 άνδρες για να μαζέψουν τα άρματα των πολιορκημένων.

Στο μεταξύ ο Βελέντζας μαζί με τους ανθρώπους του είχε αναλάβει τη φύλαξη του εσωτερικού τμήματος του φρουρίου (Ιτσκαλέ) για να ματαιώσει εγκαίρως μια ενδεχόμενη εχθρική ενέργεια. Σύντομα κατάλαβε ότι ο Ιμπραήμ δεν σκόπευε να κρατήσει τον λόγο του. Πράγματι, όταν κάποιοι από τους πολιορκημένους αφοπλίστηκαν και οδηγήθηκαν εκτός κάστρου και πήγαν στο λιμάνι, διαπίστωσαν ότι ο Ιμπραήμ δεν τους άφηνε να μπουν στα καράβια, ούτε στα ευρωπαϊκά αλλά ούτε και στα δικά του. Το ίδιο έγινε και με τους επόμενους, οι οποίοι αφού αφοπλίστηκαν βγήκαν έξω, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η εχθρική δύναμη.

Μπροστά σ’ αυτή τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε, οι πολιορκημένοι αμέσως προέβησαν στην κράτηση των Αιγυπτίων που είχαν εισέλθει στο κάστρο για να συγκεντρώσουν τα άρματα και τους προειδοποίησαν ότι κινδυνεύουν να πεθάνουν εάν οι δικοί τους σκοτώσουν αυτούς που βγήκαν έξω άοπλοι για να μεταφερθούν με τα πλοία.

Τότε οι Αιγύπτιοι έστειλαν έναν αντιπρόσωπό τους για να μιλήσει με τον πασά και να του εξιστορήσει τον κίνδυνο που διέτρεχαν μέσα στο κάστρο. Τότε ο Ιμπραήμ, ιππεύοντας ένα άλογο, έτρεξε προς το κάστρο και διέταξε τους στρατιώτες του να απομακρυνθούν από το λιμάνι και το σημείο εξόδου των αφοπλισμένων Ελλήνων. Έτσι, τα αφοπλισμένα παλικάρια μπόρεσαν να προχωρήσουν προς τα ξένα καράβια που θα τους μετέφεραν. Τελευταίος βγήκε από το κάστρο ο Μακρυγιάννης μαζί με αυτούς που είχαν παραμείνει οπλισμένοι με τα άρματα που του είχε χαρίσει ο Ιμπραήμ.

Κατά την έξοδό του, ο Μακρυγιάννης, αφού πρώτα συνεχάρη τον πασά για την επιτυχία του, προχώρησε προς το αγγλικό καράβι και ανέβηκε επάνω σε αυτό. Από τα άλλα δύο καράβια, πάνω στα οποία επιβιβάστηκαν οι αφοπλισμένοι άνδρες, το ένα ήταν γαλλικό και το άλλο αυστριακό.

Όταν, κατά την επιβίβασή του στο καράβι, ο Μακρυγιάννης έμαθε ότι ο Ιμπραήμ, παρασπονδώντας, είχε κρατήσει ως ομήρους τον Γιατράκο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, αμέσως κάλεσε όλους τους καραβοκύρηδες και τους αξιωματικούς του αγγλικού μπρικιού που είχε φθάσει από τη Ζάκυνθο και τους είπε: «Εμείς σταθήκαμεν εις τον λόγον μας, και ο Ιμπραήμης δεν εστάθη. Εγώ έκαμα τις συνθήκες». Και κατόπιν τους εξιστόρησε όσα τους έκαμε ο Ιμπραήμ, ότι πήρε τα χρήματα και τα ασημικά πολλών ανδρών και ότι κράτησε δύο ομήρους.

Οι καραβοκύρηδες αποφάσισαν να πάνε στον Ιμπραήμ και να απαιτήσουν την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Όμως ο πασάς αρνήθηκε να τους αφήσει ελεύθερους λέγοντας ότι τους κρατά ομήρους για τους πασάδες του Nαυπλίoυ που κρατούσαν όμηρους οι Έλληνες.

Όπως προέκυψε, ο εχθρός δεν είχε κρατήσει μόνο αυτούς τους δύο αλλά άλλους 63 άνδρες, όταν αυτοί πήγαιναν αφοπλισμένοι προς στα καράβια.

Η σύλληψή τους έγινε όταν περνούσαν πίσω από κάποια σκοτεινά σημεία του κάστρου και δεν ήταν ορατοί από μακριά. Οι Αιγύπτιοι, όταν μπήκαν στο κάστρο για να το καταλάβουν, έσφαξαν αυτούς τους 63 άνδρες.

Μετά την επιβίβαση, ο καπετάνιος του καραβιού κάλεσε τον Μακρυγιάννη μαζί με τους άλλους αξιωματικούς στην καμπίνα του για να γευματίσουν.

Εκεί η γυναίκα του καπετάνιου κλαίγοντας ομολόγησε ότι ο Ιμπραήμ τους είχε διαβεβαιώσει ότι ανεξάρτητα από το εάν θα φόρτωναν ή όχι τους υπερασπιστές του Νεόκαστρου, αυτός θα τους κατέβαλε οπωσδήποτε τον ναύλο του πλοίου, επειδή σκόπευε με δόλο να τους σκοτώσει καθώς θα πήγαιναν προς τα πλοία.

Τελικά τα ξένα καράβια με τους Έλληνες έφθασαν στην Καλαμάτα, όπου και έγινε η αποβίβαση. Εκεί, όμως οι υπερασπιστές βρέθηκαν μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Οι Καλαματιανοί αντί να τους περιποιηθούν και να φροντίσουν τα τραύματά τους, άρχισαν να τους προπηλακίζουν, λέγοντας ότι έπρεπε να βαστήξουν λίγo ακόμα, γιατί είχαν σκοπό να σπεύσουν προς το Νεόκαστρο για να τους σώσουν και ότι κακώς άφησαν ένα τόσο γερό κάστρο στα χέρια του εχθρού.

Έτσι, οι υπερασπιστές του Νεόκαστρου, όσοι είχαν σωθεί και έχοντας ανάμεσά τους πολλούς πληγωμένους, άοπλοι και δίχως χρήματα, έγιναν δεκτοί με αδιαφορία και κοροϊδίες. Ταλαιπωρημένοι από τη μακροχρόνια πολιορκία, πεινασμένοι και διψασμένοι, εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους. Έτσι γυρνούσαν άσκοπα στα περιβόλια για να βρουν λίγo νερό και λίγη τροφή, που κανένας δεν σκέφτηκε να τους παράσχει.

Τσαν - Η Φώτιση είναι Απόλυτη Ελευθερία

Η Υπέρτατη Κατάσταση (στην Οποία μπορεί να Φτάσει το Ον, στην εξέλιξή του), είναι Ταυτόχρονα η Απόλυτη Ελευθερία. «Κάποιος» που Βιώνει το Απόλυτο Βρίσκεται Ήδη στην Οντολογική Κατάσταση του ΕΙΝΑΙ, πέρα από οποιαδήποτε κίνηση, αντίληψη, ή δραστηριότητα. Όντας σε Αυτή την Κατάσταση της Πλήρους Αφύπνισης, της Απόλυτης Κατανόησης Αυτού που Συμβαίνει, Ζώντας την Ύπαρξη σε Πληρότητα και την Ζωή σε Πλήρη Ανάπτυξη, «Διασχίζει» τους Κόσμους με Πλήρη Συνείδηση, Βλέποντας όλα τα Φαινόμενα το ίδιο, σαν «Φαινόμενα»… Για Αυτό το Ον δεν υπάρχει παρά μόνο Μια Κατάσταση, η Κατάσταση της Πλήρους Αντίληψης, όπου ΕΙΝΑΙ και ΝΟΕΙΝ Ταυτίζονται, όπου δεν υπάρχει παρά μόνο Μια Πραγματικότητα, και κανένας διαχωρισμός… Απόλυτο, Φαινόμενα, Κόσμοι, Ζωή, Εμπειρίες, είναι όλα το ίδιο… Η Ύπαρξη στην Απόλυτη Ενότητά της…Για τα όντα που ζουν στην άγνοια μια Τέτοια Κατάσταση (επειδή δεν Βιώνεται και δεν γίνεται Γνωστή από Εμπειρία) φαίνεται σαν ένα φανταστικό όραμα, ή μια θεωρητική κατασκευή χωρίς πρακτική σημασία… Αλλά ό,τι δεν μπορεί να φτάσει κάποιος δεν είναι κατά ανάγκη ψέμα… γιατί Αυτό που δεν μπορεί να φτάσει κάποιος, και το «διαγράφει» από την συνείδησή του, κάποιοι άλλη μπορεί να το Βιώνουν Συνεχώς… Συμβαίνει.

Οι περισσότεροι, τουλάχιστον αυτοί που ασχολούνται με τις Θρησκείες, και ιδιαίτερα τον Βουδισμό, γνωρίζουν τον Χούι-Νεγκ, τον Μεγάλο Κινέζο Πατριάρχη του Ζεν, του 7ου αιώνα…

Ο Χούι-Νεγκ λέει:

Το ΣΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ (το ΩΣ ΕΧΕΙ, το ΑΠΟΛΥΤΟ) είναι ο «Άμεσος Νους», η φυσική και χωρίς περιπλοκές κατανόηση και πράξη συνέχεια, είτε περπατάμε, είτε στεκόμαστε, είτε καθόμαστε, είτε απλά βρισκόμαστε. Το «Τσινγκ-μινγκ τσινγκ» (η Vimalakirti Nirdesa Σούτρα) λέει: Ο «Άμεσος Νους», η φυσική και χωρίς περιπλοκές κατανόηση και πράξη είναι ο χώρος της Πρακτικής. Ο «Απλούς Νους», ο «Ευθύς Νους που προχωρά αφήνοντάς τα όλα πίσω» είναι η Αγνή Γη. Ενεργώντας μέσα στην άγνοια με ένα νου χωρίς κατανόηση κάποιοι μιλούν για την άμεση πραγμάτωση του Νόμου. Όμως μιλώντας για το ΣΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ («προσπαθώντας» να το πραγματώσεις) αποτυχαίνεις να έχεις Φυσικό Απλό Νου και να αποκτήσεις τη Φύση του Βούδα. Μόνο η άσκηση του «φυσικού απλού νου» και η αποφυγή κάθε προσκόλλησης σε οτιδήποτε ονομάζεται το ΣΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Ο παραπλανημένος άνθρωπος προσκολλάται στις ιδιότητες των πραγμάτων (θεωρώντας τα φαινόμενα σαν αληθινά) και προσβλέπει προς το ΣΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ σκεπτόμενος ότι ο «φυσικός απλός νους» είναι να κάθεσαι χωρίς να κινείσαι παραμερίζοντας τις ψευδαισθήσεις χωρίς να αφήνεις ανεμπόδιστα όλα όσα αναδύονται στο νου. Αυτό θεωρεί ότι είναι το ΣΑΜΑΝΤΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ. Αυτού του είδους η πρακτική είναι πρόσκομμα και αιτία εμπλοκής του Τάο της Παγκόσμιας Ενέργειας. Το Τάο πρέπει να Ρέει και να Ολοκληρώνεται Ελεύθερα. γιατί πρέπει να το παρεμποδίζει; Αν ο νους δεν προσκολλάται στα φαινόμενα το Τάο Ρέει Ελεύθερα. Αν ο νους αρπάζεται από τα φαινόμενα τότε γίνεται εμπόδιο.

(Η Σούτρα του Βάθρου του Έκτου Πατριάρχη, ΙΙΙ, Λόγος για το Ντιάνα και το Σαμάντι).

Το πρόβλημα με τους ανθρώπους δεν είναι ότι δεν μπορούν να Προσεγγίσουν μια Τέτοια Πραγματικότητα, Αυτό το Είδος του Διαλογισμού, να Ασκήσουν μια τέτοια πρακτική… γιατί όλοι, ο καθένας μπορεί, αν θέλει να «εργαστεί» πραγματικά. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι νομίζουν (μέσα στην ημιμάθειά τους) ότι Διαλογισμός, ή Πνευματική Πρακτική, ή Προσέγγιση της Πραγματικότητας (του Θεού, Οτιδήποτε) είναι διάφορες άλλες δραστηριότητες στις οποίες καταφεύγουν… πάντα χωρίς αποτέλεσμα.

Αν Κάποιος Θέλει Πραγματικά να Βιώσει την Απόλυτη Πραγματικότητα, να Βιώσει την Αλήθεια… απλά πρέπει να αφήσει όλες τις άχρηστες γνώσεις και προκαταλήψεις, να εγκαταλείψει όλες τις μάταιες δραστηριότητες… και να ΑΦΗΣΕΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥΣ… Τόσο Απλά!

Το Εμπόδιο, τα εμπόδια, δεν είναι ούτε στην ΦΥΣΗ μας, ούτε στην ζωή, ούτε στις συνθήκες… το μόνο εμπόδιο είναι το «μυαλό», οι αυταπάτες μας.

Ο Σοφός Άνθρωπος, Φυσικά, Απλά, Ήσυχα, χωρίς προσπάθεια και κόπο, Ρέει με την Ζωή, κι η Ζωή τον Οδηγεί στην Ίδια την Ουσία της, στην Πλήρη Κατανόηση της Αιωνιότητας που Ρέει, Εδώ, Τώρα, την Στιγμή που Ζούμε.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΦΩΤΙΣΗ, η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ, Γίνεται, Εδώ, Τώρα, την Στιγμή που ζούμε… δεν γίνεται ούτε Αλλού, ούτε σε άλλο χρόνο… δεν υπάρχει άλλος χρόνος από ΤΟΥΤΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΡΕΕΙ… Αυτή είναι Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ… Αόρατη για τους ανόητους, Πλήρως Ορατή για όσους βλέπουν..

Καθένας, ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΙΓΜΗ, να Αναρωτηθεί. ΠΟΥ είναι; ΤΙ κάνει;… Να Κοιτάξει Προσεκτικά Γύρω του και να Ανοίξει Δρόμο μέσα στην Άγνοια, προς τα Εκεί που ΑΝΑΤΕΛΕΙ ΤΟ ΦΩΣ…

Τόσο φυσικά, τόσο απλά, όπως ατενίζεις τον Ουρανό, ή όπως αγναντεύεις την θάλασσα πέρα από τους ορίζοντες… ΤΟΣΟ ΑΠΛΑ!

Βουδισμός - Η Φυσική Κατάσταση της Ύπαρξης

Σε όλες τις Εσωτερικές Παραδόσεις (που «διατηρούν» το Αληθινό Νόημα και το Πραγματικό Μήνυμα των θρησκειών, που έχουν ξεφτίσει στο χρόνο) ο Ύστατος Στόχος που τίθεται είναι η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, (ή η Αποκατάσταση της Ισορροπίας της Ύπαρξης), που είναι Μια Κατάσταση Ολοκλήρωσης, Υπερβατική, Πέρα από τον χρόνο… όπου Νοιώθουμε Ηρεμία, Πληρότητα, Μακαριότητα… Μια Κατάσταση Πέρα από την κίνηση και την μάταιη δραστηριότητα της ύπαρξης.

Αυτή η Κατάσταση που «πραγματοποιείται» όταν περνάμε πέραν της σκέψης, του εγώ, της «προσωπικότητας», της μνήμης, των εμπειριών (κι όλων αυτών που νομίζουμε ότι συνθέτουν την ύπαρξή μας), είναι Μια ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ, είναι η Πραγματική Αντικειμενικότητα (που Αντιλαμβανόμαστε με το Σύνολο της Ύπαρξής μας), κι όχι η άμεσα συλλαμβανόμενη εξωτερική αντικειμενικότητα… είναι η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Αυτή η Κατάσταση ονομάστηκε από τον Λάο Τσε Τάο, ο Αρχαίος Δρόμος του Τάο… ο Βούδας το ονόμασε Ασαμσκρίτα, το Βασίλειο του Αδημιούργητου… κι ο Ιησούς το αποκάλεσε το Βασίλειο των Ουρανών.

Αν στοχαστούμε λίγο πάνω σε όλα αυτά που οι άνθρωποι ονομάζουν Διαλογισμός, Γιόγκα, Προσευχή, κλπ. (δηλαδή στις διάφορες πρακτικές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι), θα δούμε ότι όλες αυτές οι δραστηριότητες, σε όλα τα επίπεδα, στοχεύουν ακριβώς στην Αποκατάσταση της Φυσικής Ισορροπίας της Ύπαρξης, στην Πραγμάτωση της ΦΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ, δηλαδή σε Μια Κατάσταση Ηρεμίας, Πληρότητας Ησυχίας (μη ανάγκης εξωτερικής δραστηριότητας), κι «Ικανοποίησης» (ή μεταφυσικής χαράς).

Όλοι γνωρίζουν τι είναι η Ασάνα. Ποιο είναι το νόημα όμως του να «κάθεσαι έτσι»; Η Ασάνα είναι η κυριολεκτικά η ελαχιστοποίηση, η εξάλειψη, της εξωτερικής δραστηριότητας του σώματος… όπου τα πάντα (στο σώμα) λειτουργούν από μόνα τους και το σώμα «ξεχνιέται», για να μας επιτρέψει να «ανυψωθούμε».

Τι είναι Πραναγιάμα, έλεγχος (ή διαχείριση) της αναπνοής; Η ρύθμιση της αναπνοής και μετά η ελαχιστοποίησή της, ώστε να γίνει «ανεπαίσθητη», στοχεύει στο να γίνει ρυθμική, αυτόματη, φυσική, (και να μην είναι χαώδης όπως αναπνέουν οι άνθρωποι)… Όταν επιτευχθεί αυτό η αναπνοή «ξεχνιέται» για να γίνει «αυτόματη» και να μπορέσουμε να «ανυψωθούμε» πιο ψηλά.

Τι είναι Πρατγιαχάρα, ο έλεγχος της εξωτερικής αντίληψης, των αισθήσεων; Η εξάλειψη του ρεύματος πληροφόρησης από τον εξωτερικό κόσμο μέσω των αισθήσεων; Γιατί απομονωνόμαστε; Γιατί κλείνουμε τα μάτια και καθόμαστε σε ένα ήσυχο μέρος χωρίς ενοχλητικούς θορύβους;… Για να αποκοπούμε, να ανεξαρτητοποιηθούμε, από τον εξωτερικό κόσμο…

Και ΤΩΡΑ; Που βρισκόμαστε; Βρισκόμαστε στον Χώρο της Υποκειμενικότητας όπου εύκολα μπορούμε να γλιστρήσουμε στο χάος της φαντασίας… Χρειάζεται πολύ προσοχή και το μονοπάτι είναι λεπτότερο από την κόψη του ξυραφιού, για να μην παραπλανηθούμε και να κρατηθούμε στον ΑΛΗΘΙΝΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ… Για αυτό στην Παράδοση λένε «μην το κάνεις χωρίς οδηγό, κάποιο δάσκαλο, εκπαιδευτή»… αλλά και πάλι χρειάζεται προσοχή για να μην πέσουμε θύματα σε ημιμαθείς απατεώνες, που εμπορεύονται την δήθεν γνώση και την ανθρώπινη ανάγκη για Αλήθεια…

Οι διάφοροι μέθοδοι ελέγχου του νου που αναφέρονται εδώ (στην κατάσταση που βρισκόμαστε) είναι υποκειμενικές πραγματώσεις που για να γίνουν αληθινές πρέπει να συνδεθούν με τον εξωτερικό κόσμο, ή να εφαρμοσθούν εκεί… Όλες οι συγκεντρώσεις, οραματισμοί, κάθε είδους αναδομήσεις του νου, προσήλωση του νου σε συγκεκριμένες αντιλήψεις και δραστηριότητες, όλα, μα όλα, μας κρατούν μέσα στον χώρο του κοσμικού… μπορεί να μας δώσουν δυνάμεις και να πραγματώσουμε «μαγικές πράξεις», αλλά όλα αυτά εξακολουθούν να είναι μέσα στον χώρο των φαινομένων… Δεν είναι αυτός ο Δρόμος… Αν και ο Πανταζάλι, κι άλλοι δάσκαλοι, αναφέρονται σε αυτές τις πρακτικές, τονίζουν ότι δεν οδηγούν στην Απελευθέρωση.

Ο Πραγματικός Διαλογισμός είναι η ελαχιστοποίηση, η εξάλειψη, των διαδικασιών της σκέψης, είναι η επικράτηση ΑΠΟΛΥΤΗΣ ΣΙΓΗΣ… Μόνο τότε Ανοίγεται ο ΟΥΡΑΝΟΣ… Μόνο τότε επιτυγχάνεται η Φυσική Ισορροπία και Πραγματώνεται η ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ.

Αυτή η Κατάσταση του Πραγματικού Διαλογισμού είναι Μια Κατάσταση Υπερβατική Πραγματική κι Αντικειμενική, γιατί το παλιό υποκειμενικό στοιχείο (του νου, της σκέψης, του εγώ) έχει εξαλειφθεί.

Υπάρχουν ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ (όχι πρακτικές, διαδικασίες) για να γίνει αυτό…

Ο Τιλόπα έχει πει:

«Μη φαντάζεσαι, μη σκέπτεσαι, μην αναλύεις,

Μη διαλογίζεσαι, μη συλλογίζεσαι,

Κράτησε το νου στη φυσική του κατάσταση»

(«Τσ’ αγκ - τσ’ εν», «Μαχά Μούντρα», 16).

( Ο Τιλόπα, Ινδός δάσκαλος, του δέκατου αιώνα είναι ο πρώτος δάσκαλος της Λευκής Δυναστείας, των Καργκιούτπα, που ίδρυσε στο Θιβέτ ο Μάρπα, δάσκαλος του Μιλαρέπα).

Οι περισσότεροι άνθρωποι το βλέπουν δύσκολο, αδύνατο, να πραγματοποιήσουν αυτή την Κατάσταση.

Στην πραγματικότητα όταν προχωρήσουμε προσεκτικά κι αναγνωρίσουμε το τι συμβαίνει μέσα μας, τότε μπορούμε να διαχειριστούμε τις δραστηριότητές μας και να επανέλθουμε στην ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ μας, της Αιώνιας Υπερβατικής Ύπαρξης, πέρα από τον χρόνο… που είναι ανεξάρτητη από το υλικό σώμα.

Κατά 99% είναι θέμα θέλησης, απόφασης… Δεν το κάνουμε γιατί απλά πλανευόμαστε σε άλλες κατευθύνσεις της Πραγματικότητας, στις άπειρες δυνατότητες της φαντασίας όπου νοιώθουμε θεοί, απόλυτοι άρχοντες, κυρίαρχοι…Αλλά και το σύμπαν να κατακτήσουμε θα έχουμε χάσει το πιο ΠΟΛΥΤΙΜΟ, τον ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΑΥΤΟ μας.

Η Ελληνική σύλληψη τού κόσμου

Η θέσμιση τής κοινωνίας είναι κάθε φορά θέσμιση ενός μάγματος κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, πού μπο­ρούμε και πρέπει να καλέσουμε κόσμο φαντασιακών ση­μασιών.

Είμαι υποχρεωμένος, δυστυχώς, εδώ, να περιοριστώ σέ κάποιες κεντρικές ιδέες, βιαστικά διατυπωμένες:

α. Η ερμηνεία πού είχε παλιότερα επικρατήσει και διαδοθεί για τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και άνθρωπο, σαν κόσμο και άνθρωπο αρμονίας και μέτρου, είναι παιδαριωδώς αφελής, ειδυλλιακή προβολή δυτικών σχημά­των και νοσταλγιών τού 18ου και 19ου αιώνα. Η αρμο­νία και το μέτρο για τούς αρχαίους Έλληνες δεν είναι δεδομένα, άλλα προβλήματα και σκοπός-πού ή πραγμα­τοποίησή τους είναι πάντα αβέβαιη και επισφαλής σέ ό,τι άφορά την ανθρώπινη ζωή.

β. Κεντρική για την αρχαία ελληνική σύλληψη είναι ή ιδέα τού Χάους. Για τον Ησίοδο, το σύνολο των όντων (θεοί και άνθρωποι, «πράγ­ματα», «φαινόμενα» και «δυνάμεις») γεννιέται από το χάος, δηλαδή από το τίποτα, το κενό, το μηδέν (χαίνω): η τοί μεν πρώτιστα Χάος γένετ’. Αυτό το Χάος δεν έχει σχέση με την πολύ μεταγενέστερη έννοια τού χάους ως συμφυρμού, κυκεώνα, γενικευμένης αταξίας. Εν­τούτοις όμως, στην ίδια την Θεογονία υπάρχει ένα έσχα­το μέρος ή βάθος, μια ανάποδη τού κόσμου, πού είναι Χάος με την μεταγενέστερη έννοια: ό ποιητής τού δίνει, συμβατικά και συμβολικά, το όνομα Τάρταρος. Οι «ρίζες» τού κόσμου -«της γης και της στείρας θάλασσας»- βγαίνουν απ’ αυτό το τεράστιο κιούπι, πού το στόμα του το ζώνει «τριπλή νύχτα». Οι «ρίζες» τού κόσμου - κόσμος=τάξη-, η «άλλη του όψη» είναι αυτός ό τερατώδης χώρος. Σε τούτη μόνο την όψη (όπου ζούμε και εμείς) βασιλεύει - προς το παρόν- ό Ζευς, και την κάνει να είναι κατά κά­ποιο τρόπο κόσμος.

γ. Ο κόσμος δεν είναι καμωμένος για τους ανθρώπους ούτε ενδιαφέρεται γι’ αυτούς. Γενικότερα, σύμφω­να με την αρχαία ελληνική αντίληψη για την ζωή, δεν υπάρχει καμιά υπερβατική έξωκοσμική δύναμη πού να ενδιαφέρεται για τούς ανθρώπους, ακόμα λιγότερο, να τούς «αγαπάει». Οι θεοί επεμβαίνουν μόνο αν κάποιος τούς ζημιώσει ή ασεβήσει εις βάρος τους κλπ. Εξάλλου, και οι ίδιοι οι θεοί δεν είναι παντοδύναμοι, υπόκεινται σέ μια απρόσωπη Μοίρα, ή οποία έφερε πρώτα τον Ουρανό, έπειτα τον Κρόνο κι έπειτα τον Δία. Ό Προμη­θέας, στην ομώνυμη τραγωδία τού Αισχύλου, μηνύει στον Δία μέσω τού αγγελιαφόρου του Ερμή ότι:

Νέον νέοι κρατείτε και δοκείτε δη
ναίειν απενθή πέργαμ’· ονκ εκ των δ’ εγώ
δισσούς τυράννους έκπεσόντας ησθόμην;
Τρίτον δέ τον νυν κοιρανούντα επόψομαι
αίσχιστα και τάχιστα.


[Νέοι, νέαν εξουσία κατέχετε και νομίζετε πώς κατοικείτε απροσπέλαστα απ’ τον πόνο παλάτια- μή­πως δεν είδα
μέχρι τώρα την καθαίρεση δύο τυράννων;
’Έτσι και τον τρίτο, τον σημερινό αφέντη θα δω να πέφτει πολύ άσχημα και πολύ σύντομα],
Προμηθεύς Δεσμώτης

δ. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος τού 5ου αιώνα -κι αυτή είναι ή εποχή πού με ενδιαφέρει: 8ος-5ος αιώνας- για την αρχαία ελληνική αντίληψη, ή μετά θάνατον ζωή ή δεν υπάρχει ή, αν υπάρχει, είναι πολύ χειρότερη απ’ την επίγεια ζωή. Αυτό λέγεται σαφώς στην Οδύσσεια, στη Νέκυια, όταν ό Οδυσσέας συναντά τη σκιά του νεκρού Αχιλλέα στον "Άδη, ή όποια και τού λέει:

Μη δη μοι θάνατόν γε παραύδα, φαίδιμ’ Οδυσευ. Βουλοίμην κ’ έπάρουρος εών θητευέμεν άλλω, ανδρί παρ’ ακλήρω, ω μή βίοτος πολύς είη, ή πάσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ανάσσειν.

[Το θάνατο μη μου παινεύεις λαμπρέ Οδυσσέα. Καλύτερα την γη να δουλεύω υποτακτικός κάποιου φτωχού χωριάτη με λίγο βιός, παρά να βασιλεύω σ’ όλους αυτούς τούς σβησμένους νε­κρούς]. ’Οδύσσεια

Αυτός είναι, λοιπόν, ο νόμος της υπάρξεως του είναι: νόμος γενέσεως και φθοράς, επιστροφής στο χάος, αν μπορώ να πω, και αναδημιουργίας τού κόσμου από το χάος. Η ιδέα ενός ιστορικού νόμου, εγγυητή μιας ιδανι­κής κοινωνίας, είναι ιδέα άγνωστη στους Έλληνες, όπως άγνωστος είναι ο μεσσιανισμός ή η δυνατότητα έξωκοσμικής φυγής. Η θεώρηση αυτή εμπνέει μια στάση, σύμ­φωνα με την όποια ό,τι είναι να γίνει θα γίνει εδώ. Ότι δεν γίνεται εδώ, δεν γίνεται για μάς, δεν μάς αφορά, γί­νεται αλλού, μεταξύ θεών, ή γίνεται στις ρίζες τού χάους. Το σημαντικό για μάς γίνεται εδώ, εξαρτάται από μάς κι εμείς θα το κάνουμε. Δεν θα το κάνει ούτε ό Θεός, ούτε ή ιστορική αναγκαιότητα, ούτε καμιά πολιτι­κή διεύθυνση, κάτοχος τής επιστημονικής σοφίας επί των πολιτικών πραγμάτων. Θα το κάνουμε εμείς οι άν­θρωποι -αν γίνεται, κι αν μας αφήσει η Μοίρα- ή δεν μπορεί να γίνει. Και αυτό εν γνώσει μας ότι υποκείμεθα στον ίδιο νόμο πού διέπει και τον υπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως και φθοράς.

Το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ύβρεως, δηλ. τής άγνοιας ή αδυναμίας αναγνωρίσεως των ορίων των πράξεων μας· διότι, βεβαίως, αν τα όρια ήσαν σαφή και αναγνωρίσιμα εκ των προτέρων, δεν θα υπήρχε ύβρις, θα υπήρχε απλώς παράβαση ή αμάρτημα, έννοιες χωρίς κανένα βάθος.

Αυτό είναι εξάλλου κι ένα απ’ τα μαθήματα τής τρα­γωδίας, η όποια συνδέεται άμεσα με την φιλοσοφία και την γονιμοποιεί. Σαν πολιτικός θεσμός ή τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους Αθηναίους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρών υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύ­θυνα αναλαμβάνοντας τούς κινδύνους των πράξεων του. Κανείς δεν μπορεί να τού τα υποδείξει εκ των προτέρων. Μόνο του πρέπει να τα καταλάβει ή να τα διαισθανθεί.

Αυτές τίς ιδέες τίς ονομάζω κεντρικές φαντασιακές σημασίες. Αποτελούν τρόπο σημασιοδότησης τής πραγ­ματικότητας, τής ανθρώπινης ζωής και τού κόσμου. Τίς συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση τού ελληνικού κόσμου, από τον “Όμηρο ήδη και από την μυθολογία. Η σημασία τής διαδοχής Ουρανού, Κρόνου, Διός, όπως περιγράφεται από τον μύθο, εκφράζει την ίδια αυτή φιλοσοφική αντίληψη πού προσπάθησα να διατυπώσω περιληπτικά. Γι’ αυτό και θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχουν πολλές και ωραίες μυθολογίες, μια όμως είναι αληθινή·, η αρχαία ελληνική. Αληθινή με την έννοια ότι όλοι οι μύθοι της έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται ή ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή.

Ο ελληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στην επίγνωση ότι δεν υπάρχει φυγή από τον κόσμο κι από τον θάνατο, ότι ο άνθρωπος είναι θνητός. Στο σημείο αυτό θα τολμήσω να διορθώσω ένα μεγάλο Έλληνα ποιητή, τον Ανδρέα ’Εμπειρικό. Στο ποίημά του «Εις την οδόν των Φιλελλή­νων», ο Εμπειρικός τελειώνει με την ευχή:

να γίνη [...] πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, πού πρώτοι, θαρ­ρώ, αυτοί, στον κόσμο εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου.

Εγώ θα έλεγα: έκαμαν οί­στρο τής ζωής την γνώση του θανάτου.

Ο φόβος του θανάτου διακατείχε παντού και πάντοτε όλους τούς θνητούς. Ίσως αυτός μάς εμποδίζει κι εμάς σήμερα, όπως εμπόδισε πολλές φορές στο παρελθόν τούς ανθρώπους, να έχουμε τον απαιτούμενο οίστρο για την ζωή μας, να έχουμε δηλαδή την επίγνωση ότι είμαστε πραγματικά θνητοί, και ότι έχουμε να κάνουμε, αν γίνε­ται, θα γίνει εδώ, από μάς, και εδώ θα το κάνουμε, εμείς.

Η ιδιοτέλεια

Η Ιδιοτέλεια δεν είναι ταυτόσημη με τη φιλαυτία και τον αυτοερωτισμό, αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο τους.

Η Ιδιοτέλεια είναι ένα είδος πλεονεξίας. Και όπως κάθε πλεονεξία, είναι ακόρεστη, με συνέπεια να μην ικανοποιείται ποτέ. Η απληστία είναι ένα απύθμενο πηγάδι πού εξαντλεί το άτομο σε μια αέναη προσπάθεια για την ικανοποίηση της ανάγκης, χωρίς ποτέ να επέρχεται ικανοποίηση.

Προσεκτική παρατήρηση αποκαλύπτει ότι το ιδιοτελές άτομο, ενώ πάντοτε ανησυχεί για κάθε τι πού άφορα τον εαυτό του, ποτέ δεν ικανοποιείται, βρίσκεται πάντα σε διέγερση, κυριαρχείται πάντα από το φόβο μήπως δεν αποκτήσει αρκετά, μήπως χάσει κάτι, μήπως του στερήσουν κάτι. Αισθάνεται απέραντο φθόνο για καθέναν πού μπορεί να έχει περισσότερα.

Εάν εντείνουμε ακόμη περισσότερο την παρατηρητικότητά μας, ιδιαίτερα σε ότι άφορα τη δυναμική του ασυνείδητου, διαπιστώνουμε πώς αυτός ο τύπος προσώπου δεν αγαπά βασικά τον εαυτό του, αλλά τον απεχθάνεται βαθύτατα.

Το αίνιγμα σ’ αυτή τη φαινομενική αντίφαση έχει εύκολη λύση. Η Ιδιοτέλεια και ή εγωπάθεια έχουν τις ρίζες τους ακριβώς σ’ αυτή την έλλειψη αγάπης του άτομου για τον εαυτό του. Το πρόσωπο πού δεν αγαπά τον εαυτό του, πού δεν πιστεύει στον εαυτό του, βρίσκεται σε συνεχή ανησυχία για το εγώ του. Τού λείπει η εσώτερη σιγουριά πού μπορεί να υπάρχει μόνο πάνω στη βάση της γνήσιας αγάπης και της επιβεβαίωσης των ικανοτήτων τού εγώ του.

Πρέπει να ασχολείται συνεχώς με τον εαυτό του, άπληστος να αποκτήσει κάθε τι για τον εαυτό του, αφού τού λείπει βασικά η σιγουριά και η ικανοποίηση.

Το ίδιο ισχύει και για το ναρκισσευόμενο, πού δεν ενδιαφέρεται τόσο για την απόκτηση πραγμάτων για τον εαυτό του όσο για το θαυμασμό προς το εαυτό του.

Ενώ επιφανειακά φαίνεται πώς τα πρόσωπα αυτά αγαπούν βαθύτατα τούς εαυτούς τους, στην πραγματικότητα δεν τούς αγαπούν και ο ναρκισσισμός — όπως και ή ιδιοτέλεια - εγωπάθεια — αποτελεί το αντιστάθμισμα για τη βασική έλλειψη φιλαυτίας.

Ο Φρόυντ τόνισε ότι ό ναρκισσευόμενος έχει αποστερήσει την Αγάπη του από τούς άλλους για να τη στρέψει προς το πρόσωπό του. Μολονότι το πρώτο σκέλος αυτού του ισχυρισμού είναι αληθινό, το δεύτερο αποτελεί πλάνη.

Δεν αγαπά ούτε τούς άλλους ούτε τον εαυτό του.

Βολτέρος: Προκαταλήψεις

Η προκατάληψη είναι γνώμη χωρίς κρίση. Έτσι, σε ολόκληρη τη γη εμφυσούμε στα παιδιά όποια άποψη θέλουμε, πριν να είναι σε θέση να κρίνουν. Υπάρχουν προκαταλήψεις γενικώς αποδεκτές και αναγκαίες, οι οποίες συνιστούν την ίδια την αρετή. Σ’ όλες τις χώρες μαθαίνουν στα παιδιά ν’ αναγνωρίζουν έναν ανταποδοτικό και εκδικητικό Θεό· να σέβονται, ν’ αγαπούν τον πατέρα τους και τη μητέρα τους· να θεωρούν την κλεψιά έγκλημα, το ιδιοτελές ψέμα ελάττωμα, πριν ακόμη να μπορούν να διακρίνουν τι θα πει κακία και τι αρετή.

Υπάρχουν, λοιπόν, πολύ καλές προκαταλήψεις: είναι αυτές που μας τις επιβεβαιώνει η κρίση μας όταν συλλογιζόμαστε.

Το συναίσθημα δεν είναι μια απλή προκατάληψη, είναι κάτι πολύ πιο ισχυρό. Η μητέρα δεν αγαπάει το γιο της επειδή της είπαν ότι πρέπει να τον αγαπάει· ευτυχώς τον πονάει ακούσια. Δεν είναι από προκατάληψη που τρέχετε να βοηθήσετε ένα άγνωστο παιδί που ετοιμάζεται να πέσει στον γκρεμό ή που κινδυνεύει να το καταβροχθίσει ένα ζώο.

Όμως από προκατάληψη θα σεβαστείτε έναν άνθρωπο καλοντυμένο, που βαδίζει και μιλάει σοβαρά. Οι γονείς σας σας είπαν ότι πρέπει να υποκλίνεστε σ’ αυτόν τον άνθρωπο· τον σέβεστε χωρίς να ξέρετε εάν αξίζει το σεβασμό σας· μεγαλώνετε και αποκτάτε γνώσεις: καταλαβαίνετε πως αυτός ο άνθρωπος είναι ένας τσαρλατάνος ζυμωμένος με έπαρση, ιδιοτέλεια και επιτήδευση· περιφρονείτε ότι σεβόσασταν και η προκατάληψη παραχωρεί τη θέση της στην κρίση. Από προκατάληψη πιστέψατε τους μύθους που λίκνισαν την παιδική σας ηλικία: σας είπαν πως οι Τιτάνες πολέμησαν τους θεούς και πως η Αφροδίτη ήταν ερωτευμένη με τον Άδωνη· στα δώδεκα σας χρόνια θεωρούσατε αυτούς τους μύθους αληθινούς, στα είκοσι τους θεωρείτε ευφυείς αλληγορίες.

Ας εξετάσουμε με λίγα λόγια τα διάφορα είδη των προκαταλήψεων, για να βάλουμε λίγη τάξη σε ότι μας απασχολεί. Ίσως κι εμείς να είμαστε σαν εκείνους που, την εποχή του συστήματος του Λόου, διαπίστωσαν ότι είχαν υπολογίσει φανταστικά πλούτη.

ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

Δεν είναι αστείο τα μάτια μας, ακόμη κι όταν βλέπουμε πολύ καλά, να μας εξαπατούν πάντοτε, ενώ αντίθετα τ’ αυτιά μας να μη μας εξαπατούν ποτέ; Το αυτί μας σωστά συμμορφωμένο ακούει: «Είστε ωραία, σας αγαπώ»· είναι σίγουρο πως δεν σας είπαν: «Σας μισώ, είστε άσχημη». Βλέπετε όμως ένα λείο καθρέφτη: έχει αποδειχθεί πως ξεγελιέστε, είναι μια πολύ ανώμαλη επιφάνεια. Βλέπετε τον ήλιο να έχει διάμετρο περίπου δύο πόδια: έχει αποδειχθεί πως είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτερη από τη γη.

Φαίνεται πως ο Θεός έβαλε την αλήθεια στ’ αυτιά σας και το λάθος στα μάτια σας· αλλά μελετήστε την οπτική επιστήμη και θα δείτε ότι ο Θεός δεν σας εξαπάτησε και ότι είναι αδύνατον τα αντικείμενα να σας φαίνονται διαφορετικά από ότι είναι στην πραγματικότητα.

ΦΥΣΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Ο ήλιος ανατέλλει, το ίδιο και η σελήνη, η γη είναι ακίνητη: αυτές είναι προκαταλήψεις που αφορούν στα φυσικά φαινόμενα. Πολλοί πιστεύουν ότι οι καραβίδες κάνουν καλό στο αίμα επειδή όταν ψήνονται γίνονται κόκκινες σαν το αίμα, ότι τα χέλια θεραπεύουν την παράλυση επειδή σπαρταρούν ότι η σελήνη επηρεάζει τις αρρώστιες μας, επειδή μια νύχτα με πανσέληνο παρατήρησαν ότι σ’ έναν άρρωστο ανέβηκε ο πυρετός: αυτές οι ιδέες και χίλιες τόσες άλλες ήταν λάθη παλιών τσαρλατάνων, που έκριναν χωρίς να σκεφθούν και αφού πλανήθηκαν οι ίδιοι, εξαπάτησαν και άλλους.

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Τις περισσότερες ιστορίες τις έχουμε πιστέψει χωρίς να τις εξετάσουμε κι αυτή η πίστη είναι μια προκατάληψη. Ο Φάβιος Πίκτορ αφηγείται πως πολλούς αιώνες πριν απ’ αυτόν, μια Εστιάδα της πόλης Έλβα, ενώ πήγαινε να γεμίσει με νερό το σταμνί της, τη βίασαν και γέννησε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, τους οποίους βύζαξε μια λύκαινα κ,λπ. Ο ρωμαϊκός λαός πίστεψε αυτόν το μύθο· δεν εξέτασε εάν εκείνη την εποχή υπήρχαν Εστιάδες στο Λάτιο, εάν ήταν αληθοφανές να βγει η κόρη ενός βασιλιά από το μοναστήρι με το σταμνί της, εάν ήταν πιθανό μια λύκαινα να βυζάξει δυο παιδιά αντί να τα φάει. Η προκατάληψη καθιερώθηκε.

Ένας μοναχός έγραψε ότι ο Κλόβις, ενώ βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο στη μάχη του Τολμπιάκ, υποσχέθηκε να γίνει χριστιανός εάν γλίτωνε· αλλά είναι φυσικό ν’ απευθύνεται κανείς σ’ έναν ξένο Θεό σε μια τέτοια περίσταση; Λεν είναι αλήθεια πως μια τέτοια στιγμή η θρησκεία μέσα στην οποία γεννιέται κανείς επενεργεί με τη μεγαλύτερη ισχύ; Ποιος χριστιανός, σε μια μάχη εναντίον των Τούρκων, δεν θα απευθυνόταν στην Παρθένο Μαρία αλλά στον Μωάμεθ; Πείτε επίσης πως ένα περιστέρι μετέφερε στο ράμφος του την Αγία Φιάλη για να χρίσει τον Κλόβις, και ένας άγγελος έφερε την Κόκκινη Σημαία για να τον οδηγήσει. Η προκατάληψη πίστεψε όλες τις ιστοριούλες αυτού του Είδους. Όσοι γνωρίζουν την ανθρώπινη φύση ξέρουν καλά ότι ο σφετεριστής Κλόβις και ο σφετεριστής Ρολόν ή Ρολ έγιναν χριστιανοί για να κυβερνήσουν εκ του ασφαλούς τους χριστιανούς, όπως οι Τούρκοι σφετεριστές έγιναν μουσουλμάνοι για να κυβερνήσουν εκ του ασφαλούς τους μουσουλμάνους.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ

Εάν η παραμάνα σας είπε πως η Δήμητρα προστατεύει τα σιτηρά, ή πως ο βΙσνού και ο Ξάκα μεταμορφώθηκαν σε ανθρώπους πολλές φορές, ή πως ο Σαμονοκοδόμ ήρθε να κόψει ένα δάσος, ή πως ο Οντίν σας περιμένει στην αίθουσά του προς την Ιουτλάνδη, ή πως ο Μωάμεθ ή κάποιος άλλος ταξίδεψε στον ουρανό· εάν τελικά ο παιδαγωγός σας έρχεται στη συνέχεια για να χώσει βαθιά μέσα στο μυαλό σας αυτά που χάραξε η παραμάνα σας, τότε δεν γλιτώνετε για τα υπόλοιπα χρόνια που έχετε να ζήσετε. Και εάν η κρίση σας θέλει ν’ αναμετρηθεί με αυτές τις προκαταλήψεις, οι γείτονές σας και ιδίως οι, γειτόνισσές σας φωνάζουν ότι είστε άπιστος και σας τρομοκρατούν· ο δερβίσης σας, επειδή φοβάται ότι θα μειωθεί το εισόδημά του, σας κατηγορεί στον καδή, και ο καδής σας, εάν μπορεί, σας παλουκώνει, επειδή θέλει να κυβερνήσει βλάκες, και πιστεύει πως οι βλάκες υπακούουν καλύτερα. Κι αυτό θα διαρκέσει μέχρι τη στιγμή που οι γείτονές σας, και ο δερβίσης, και ο καδής„ θ’ αρχίσουν να καταλαβαίνουν ότι η βλακεία δεν χρησιμεύει σε τίποτα και ότι ο διωγμός είναι κάτι φοβερό.

Βολτέρος, Φιλοσοφικό Λεξικό

Ο δρόμος προς την Σχέση

Ένας είναι ο δρόμος και ένας είναι ο τρόπος προς τη σχέση: να μην φοβηθούμε. Να αντισταθούμε στην παρόρμηση να το βάλουμε στα πόδια και να διακινδυνεύσουμε την προοπτική σοβαρής εμπλοκής με έναν άλλο άνθρωπο.

Το στοίχημα είναι να μην πανικοβληθούμε, να πάρουμε το ρίσκο και να τολμήσουμε να εισέλθουμε σε άγνωστους κόσμους. Αβέβαιοι, γεμάτοι δισταγμούς και αμφιβολίες (πώς αλλιώς;) να εισέλθουμε στον τόπο του μαζί και να διαθέσουμε τον εαυτό μας στην επιρροή του άλλου. Κυρίως να ανοιχτούμε σε όλα τα ενδεχόμενα. Στη γνωριμία με το άγνωστο και στην άβολη συνάφεια με τη διαφορετικότητα.

Έτσι κι αλλιώς, όσο και να προστατευτούμε, όσα οδοφράγματα και να υψώσουμε δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τη σχέση εκείνη που ζητά να μας μεταμορφώσει – που ζητά να μας εκτρέψει από την πορεία μας. Κάποια στιγμή, όπου και να είμαστε κρυμμένοι, θα μας βρει εκείνη η συνάντηση που αναμένουμε σε όλη μας τη ζωή στην οποία, για αδιευκρίνιστους λόγους και για άγνωστο χρονικό διάστημα, ο άλλος καθίσταται ο βασικότερος συμπαίκτης και σημαντικότερος συνομιλητής μας. Δεν απομένει οδός διαφυγής παρά μόνο αναμέτρηση...

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΥΝ: ΜΟΝΟΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΜΑ ΜΑΖΙ

Η σχέση δεν είναι απλή υπόθεση. Πρόκειται για ένα καθ’ όλα σοβαρό παιχνίδι που απαιτεί ικανούς και έτοιμους για όλα συμπαίχτες και στο οποίο οι ανάγκες και οι επιθυμίες ικανοποιούνται, ματαιώνονται ή επαναδιαπραγματεύονται. Οι κινήσεις που απαιτούνται είναι υψηλής ακρίβειας προκειμένου να μην διαταραχθεί η ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στο εγώ και στο εσύ, στο μόνος και το μαζί, ανάμεσα στη συγχώνευση και την εξατομίκευση.

Ένας τρόπος να τα βγάλουμε πέρα με τόσο υψηλές απαιτήσεις είναι να εντάξουμε στο ρεπερτόριο συμπεριφορών μας τις ψυχοθεραπευτικές συνθήκες της αποδοχής, της ενσυναίσθησης και της αυθεντικότητας ή, με άλλα λόγια, να δεσμευτεί ο καθένας στον εαυτό του για τα παρακάτω:

- Σε αποδέχομαι όπως ακριβώς είσαι αν και δεν συμφωνώ πάντα με όλα όσα κάνεις ή λες. Ακόμα και τότε πάντως προσπαθώ τουλάχιστον να καταλάβω.

- Σε βλέπω καθαρά, αναγνωρίζω ποιος είσαι, με ποιο τρόπο και σε ποιο βαθμό μπορείς να είσαι μαζί μου και να ενδιαφέρεσαι για μένα.

- Δεν σε κριτικάρω, δεν σου ζητάω να αλλάξεις (αντί να περιμένω να αλλάξεις καλύτερα να φύγω…). Μπορείς να χαλαρώσεις και να είσαι ο εαυτός σου. Είναι εντάξει.

- Δεν ζητάω διαβεβαιώσεις για τίποτα, δεν προσπαθώ να σου αποδείξω τίποτα.

- Δεν φοβάμαι την έκφραση της επιθυμίας μου, σου λέω ακριβώς τι νιώθω για σένα. Και ακόμα δεν φοβάμαι την έκφραση του μεγέθους της επιθυμίας μου (αντί απλώς να πω: «σε συμπαθώ», ομολογώ: «έχω χάσει το μυαλό μου για σένα»).

- Δεν σου πουλάω ενδιαφέρον υπό όρους. Σου λέω απλά ότι ενδιαφέρομαι για σένα και όχι «ενδιαφέρομαι για σένα υπό τον όρο ότι θα συμπεριφέρεσαι με αυτόν ή τον άλλο τρόπο».

- Δεν φοβάμαι να σε αφήσω να γίνεις σημαντικός για μένα και (δυσκολότερο) δεν φοβάμαι ούτε να το μάθεις.

- Θα προσπαθήσω να μην σε πληγώσω αλλά δεν μπορώ να το εγγυηθώ. Και θα προτιμούσα ούτε εσύ να με πληγώσεις, αλλά αν συμβεί (άνθρωποι είμαστε…) δεν είμαι από ζάχαρη – θα επιβιώσω. Θα γρατζουνιστώ υποθέτω, αλλά θα επιβιώσω.

- Δεν χρειάζονται ατσάλινα προστατευτικά ανάμεσά μας. Μόνο απαλά αλλά ξεκάθαρα, αμοιβαία αποδεκτά όρια.

- Δεν θα γαντζωθώ από πάνω σου με την προσδοκία να με σώσεις. Δεν έχω χαθεί, δεν χρειάζομαι να σωθώ.

- Θα σου αποκαλύψω τον εαυτό μου, ακόμα και τις πιο φρικιαστικές και ντροπιαστικές πτυχές του και το μόνο που ζητάω εκ μέρους σου είναι σεβασμός, ευγένεια και διακριτικότητα.

- Μπορώ μια χαρά να φροντίσω τον εαυτό μου αλλά είναι ωραία τις φορές που με φροντίζεις εσύ.

- Αν πάψω να σε αγαπώ ή αν ερωτευτώ κάποιον άλλον θα στο πω και αναλόγως τι θέλεις και τι θέλω θα μείνω ή θα φύγω.

- Ξέρω τις διαφορές μας (τις πραγματικές και εκείνες που μας επιβάλλονται), αλλά σε λογαριάζω για ίσο. Ούτε πάνω ούτε κάτω από μένα. Ίσο.

- Δεν θα διστάσω να σου πω αυτά που σκέφτομαι. Ακόμα και αυτά που με τρομάζουν και σε τρομάζουν. Ακόμα και όσα δεν αντέχω ή δεν αντέχεις.

- Δεν φοβάμαι να συγκρουστώ ούτε να έρθω σε αντιπαράθεση μαζί σου. Δεν σε φοβάμαι.

- Αντέχω την αμφιθυμία. Επειδή, όπως λένε, η σκιά υπάρχει επειδή υπάρχει το φως. Δεν έχω ανάγκη να σε εξιδανικεύσω. Ας είσαι όπως είσαι. Καλός και κωλόπαιδο μαζί. Τα ίδια εξάλλου είμαι κι εγώ.

- Δεν θα απαρνηθώ τον εαυτό μου, δεν θα θυσιαστώ ούτε θα συμβιβαστώ. Απλώς θα είμαι δίπλα σου για όσο καιρό έχει κάποιο νόημα αυτό.

- Τις περισσότερες φορές διατηρώ την αυτοκυριαρχία και τη δύναμή μου, όμως δεν φοβάμαι να δεις τα ευάλωτα και αδύναμα κομμάτια μου. Δεν φοβάμαι ακόμα και να με δεις να χάνω τον έλεγχο.

- Έχω μέσα μου έναν χώρο κατάδικό μου με συναισθήματα, επιθυμίες και σκέψεις που γνωρίζω μόνο εγώ και στον οποίο απαγορεύεται δια ροπάλου η πρόσβαση στον οποιοδήποτε – ακόμα και σε σένα.

- Το ξέρεις ότι η πόρτα είναι ανοιχτή και είμαστε ελεύθεροι να φύγουμε οποτεδήποτε θελήσουμε, έτσι δεν είναι;

- Αν χάσουμε την επαφή μας, αν η σιωπή μεταξύ μας πάψει να είναι απαλή, μεστή νοήματος και γίνει άγρια, δηλωτική του κενού, όλα θα έχουν τελειώσει και δεν θα φοβηθούμε να το παραδεχτούμε, εντάξει;

- Δεν θα καταδεχτώ να σε χειραγωγήσω. Θα είμαι ευθύς.

- Δεν επιθυμώ να γίνουμε ένα. Μόνο να στεκόμαστε σε κοντινή απόσταση και να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο.

- Δεν θα φοβηθώ τη δοκιμασία με την πεζή πραγματικότητα. Θα σε αντικρίσω στις πραγματικές, γήινες διαστάσεις σου.

- Σε γενικές γραμμές, τις περισσότερες φορές, σου έχω εμπιστοσύνη. Τόσο όσο αρμόζει.

- Θα προσπαθήσω να κρατήσω τα πράγματα εκλεπτυσμένα και αξιοπρεπή ακόμα και όταν φέρομαι αναξιοπρεπώς. Το προτιμώ έτσι.

- Ποτέ και σε τίποτα δεν θα αναλάβω εγώ το μερίδιο ευθύνης που σου αναλογεί.

- Ας μην πιεστούμε για τίποτα. Ας μην κάνουμε βεβιασμένες, απεγνωσμένες κινήσεις. Ας είναι αυτή μια σχέση μακρόσυρτη που αναπτύσσεται βήμα βήμα. Όσο αντέχουμε και όσο μπορούμε.

- Ας μην βάλουμε κανόνες και στόχους. Όσα ξέρουμε για τις σχέσεις δεν έχουν εφαρμογή εδώ. Ας επινοούμε τους κανόνες κάθε στιγμή από το μηδέν.

- Εδώ υπάρχει χώρος και χρόνος να είμαστε αυθεντικοί. Να είμαστε αυτοί που είμαστε και συγχρόνως να γίνουμε όποιοι επιθυμούμε να γίνουμε.

- Το «συμβόλαιο» που νοερά υπογράφουμε είναι δικό μας και μπορεί να τροποποιηθεί, να ανανεωθεί ή να σπάσει όποτε και όπως επιθυμούμε.

- Αν όλα πάνε κατά διαόλου, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, ας μην μας μείνει πικρία ούτε θυμός. Ας το φυλάξουμε με τρυφερότητα ως κάτι πολύτιμο. Και με ευγνωμοσύνη για όσα μας έκανε να καταλάβουμε για τους εαυτούς μας.

Θα συναντηθούμε όταν θα ξεφοβηθούμε...

Πέρα πάντως από κάθε λογιών επιμέρους οδηγίες, η βαθιά συναισθηματική εμπλοκή προϋποθέτει επαρκώς ώριμους ανθρώπους. Έτοιμους να ρισκάρουν αναλαμβάνοντας την ευθύνη των συναισθημάτων και της συμπεριφοράς τους. Έτοιμους για μάθηση και αλλαγή μέσω της κάθε εμπειρίας με τρόπους που ούτε καν οι ίδιοι γνωρίζουν εκ των προτέρων.

Η σχέση δίνει την ευκαιρία να έρθουμε σε πραγματική επαφή με ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα και να οικοδομήσουμε μαζί του ένα κοινό χώρο φτιαγμένο μοναδικά με τα καλύτερα και τα χειρότερα υλικά και των δύο. Έναν χώρο που μας δίνει την ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι – στην κυριολεξία να μεταμορφωθούμε.

Αντί λοιπόν να κλωτσήσουμε την ευκαιρία ας κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για όσο διάστημα οι δρόμοι μας συναντιούνται.

Έτσι κι αλλιώς η (υπαρξιακή) μοναξιά είναι ανθρωπολογικά δεδομένη.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΑΡΧΗ

Στη διάρκεια μιας ζωής πολλούς ανθρώπους θα συναντήσουμε, σε πλήθος σχέσεις θα βρεθούμε, πολλές φορές θα αγαπήσουμε. Το δύσκολο είναι η παραδοχή της αναπόδραστης αλλαγής και του αναπόφευκτου τέλους.

Καλώς ή κακώς, με την έναρξη της κάθε σχέσης προδιαγράφεται ήδη το τέλος της - δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό και το καταλαβαίνουμε καλύτερα όσο πληθαίνουν οι εμπειρίες μας. Συνειδητοποιούμε, συχνά με επώδυνο τρόπο, ότι οι άνθρωποι και τα συναισθήματα αλλάζουν. Ότι μπορεί να πάψουμε να αγαπούμε ή να πάψουν να μας αγαπούν. Ή ακόμα ότι εκείνος που εμείς αγαπάμε τόσο πολύ δεν θέλει ή δεν μπορεί να ανταποδώσει την αγάπη μας.

Κάποτε εμείς πάμε παρακάτω, κάποτε ο άλλος, κάποτε η σχέση τελειώνει επειδή έπαψε να υφίσταται πλέον ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε ή επειδή μια νέα σχέση γίνεται απολύτως απαραίτητη. Η παλιά σχέση εκτέλεσε τη λειτουργία της και τελείωσε. Γίνεται μέρος της ιστορίας μας και του ποιοι είμαστε. Χρέος μας είναι να μην προσπαθήσουμε να αναβάλουμε αυτό που έχει ήδη συντελεστεί. Ωριμότητα είναι να αντέξουμε το χωρισμό, τη μοναξιά, τη ματαιότητα, την παροδικότητα.

Καλό είναι επίσης να μάθουμε την παραίτηση. Ότι δεν μπορούμε να τα απαιτούμε όλα σαν κακομαθημένα παιδιά. Δεν μπορούμε να έχουμε και ένταση και τρελό πάθος και σταθερότητα και ασφάλεια την ίδια στιγμή. Δεν μπορούμε να ταιριάξουμε τα αταίριαστα. Δεν μπορούμε να μετατρέψουμε έναν ορκισμένο γυναικά σε ισόβιο πιστό σύντροφο ούτε μια ανεξάρτητη, ελεύθερη γυναίκα σε υπάκουη νοικοκυρά. Δεν γίνεται να τα έχουμε όλα πάει και τελείωσε. Αποφασίζουμε ποιοι είμαστε και τι θέλουμε ώστε να κάνουμε τις καλύτερες για εμάς επιλογές αφήνοντας τα υπόλοιπα πίσω και πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα.

Έτσι κι αλλιώς, φιλοσοφικά μιλώντας, η ίδια η Συνάντηση φέρνει αναπόδραστα στην επιφάνεια την αδυνατότητα της συνάντησης. Ο άλλος οσοδήποτε κοντά παραμένει πάντοτε ξένος, πάντοτε άλλος.

Η μόνη σταθερά είναι η προσωπική μας ανάπτυξη και η δυνατότητα μάθησης μέσα από το μοίρασμα.

Η επένδυση που αξίζει το ρίσκο είναι η οικοδόμηση ενός δικού μας τρόπου σχετίζεσθαι, ενός δικού μας μοντέλου σχέσεων επαρκώς πρωτότυπου και πολύπλοκου, απολύτως ιδιοσυγκρασιακού - το μόνο που ίσως μας απομένει, ακόμα και όταν τα πάντα γύρω μας καταρρέουν.

Το κέρδος είναι να γευτούμε τη μεταμορφωτική εμπειρία της σχέση.

Oι Kρητομυκηναϊκές αναγωγές του Απόλλωνα

Αναλογιζόμενος ο Φοίβος Απόλλων ποιους άντρες θα επέλεγε να τον υπηρετήσουν στο νεοσύστατο μαντείο του στους Δελφούς, που το όνομα της περιοχής ήταν αρχικά Πυθώ, είδε στον Οίνοπα πόντο ένα γοργόδρομο πλοίο με πλήρωμα Kρήτες, πολλούς κι ανδρείους «από Kνωσού Mινωίου» - ανυποψίαστοι έμποροι που έπλεαν προς την αμμώδη Πύλο. Kαι τότε τους φανερώθηκε ο θεός με τη μορφή τεράστιου δελφινιού. Όρμησε πάνω στην κουπαστή, κι έτσι θεόρατο όπως ήταν το δελφίνι, τους έκανε από φόβο να σωπαίνουν, να μην τολμούν να κουνηθούν, κι όταν, απ' τα πολλά, είπαν οι άντρες να ξαναπιάσουν τα πηδάλια, εκείνα δεν υπάκουσαν. Tο πλοίο πήγαινε ακυβέρνητο, σπρωγμένο απ' τον νοτιά κι από τη θεία βούληση, ώσπου άραξε, τελικά, στην Kρίσα, το λιμάνι κάτω από τους Δελφούς. Eκεί ο θεός πήδηξε απ' το πλοίο φεγγοβολώντας σαν άστρο το καταμεσήμερο κι αφού μπήκε μες στο άδυτο του ναού του με τους βαρύτιμους τρίποδες, επέστρεψε δρομαίος στο αραγμένο πλοίο σαν όμορφος έφηβος με καλοσμιλεμένο σώμα, για να αποκαλύψει τη θεϊκή ταυτότητα και τη βούλησή του στους σαστισμένους Kρήτες ναυτικούς: «ω, ξένοι, στην πολύδενδρη Kνωσό που κατοικούσατε/ ώς χθες, μα τώρα πια δεν θα επιστρέψετε/ στην ποθητή σας πόλη ο καθένας και στα όμορφα τα σπίτια σας/ και στις αγαπημένες σας συζύγους, αλλά σ' αυτόν τον τόπο, πλούσιο/ ναό μου θ' αποκτήσετε από πολλούς ανθρώπους τιμημένο·/ εγώ είμαι γιος του Δία, καυχιέμαι ότι είμαι ο Απόλλων,/ και σας οδήγησα εδώ πάνω απ' το μέγα χάος της θάλασσας/ χωρίς κακά να επιβουλεύομαι, όμως εδώ πλούσιο ναό/ θα έχετε τον δικό μου, απ' όλους τους ανθρώπους πολυτίμητο,/ και τις βουλές των αθανάτων θα γνωρίσετε και με τη θέλησή τους/ πάντοτε και συνέχεια όλα τα χρόνια θα τιμάσθε». Kαι λίγο παρακάτω θα τους προτρέψει να τον λατρεύουν ως θεό δελφίνιο («ως εμοί εύχεσθαι δελφινίω»), επειδή όρμησε στο γοργό τους πλοίο σαν δελφίνι.

Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, εξιστορούνται στο δεύτερο και εκτενέστερο μέρος του ομηρικού ύμνου Eις Απόλλωνα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον τρόπο που ο θεός αναζητούσε χρηστήριο για χάρη των ανθρώπων (στίχοι 214-546), ενώ στο πρώτο αναπτύσσεται η περιπετειώδης, θαυμαστή του γέννηση στο ιερό νησί της Δήλου. Το επεισόδιο της επιλογής Kρητών από την Kνωσό του Mίνωα για να υπηρετήσουν πρώτοι αυτοί ως ιερείς τη μαντική του τέχνη στο πάνσεπτο Iερό των Δελφών, κατέχει αναμφίβολα στον συγκεκριμένο ύμνο καίρια θέση, καθώς σχετίζεται με την ιδρυτική πράξη του μαντείου, του σημαντικότερου κέντρου λατρείας του θεού. Mια αβασάνιστη εκ μέρους μας πρόσληψη της εν λόγω πληροφορίας ως απλού αφηγηματικού στοιχείου άνευ ιδιαίτερης βαρύτητας δεν θα αδικούσε μόνον αυτό καθ' εαυτό το θρησκευτικό υπόβαθρο του ύμνου, υποτιμώντας παράλληλα τους πρώτους κυρίως αποδέκτες του κατά τον αρχόμενο 7ο αι. π.X., για τους οποίους θα πρέπει να δεχόμασταν ότι «χώνευαν» άκριτα τα όποια αυθαίρετα επινοήματα, αλλά θα παρέβλεπε παντελώς και τα ιστορικο-θρησκευτικά όσο και τα αρχαιολογικά δεδομένα.

Γιατί άραγε ο ποιητής του ύμνου να θέλησε Kρήτες ειδικά τους πρώτους ιερείς του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών, και μάλιστα από έναν πανάρχαιο τόπο σαν την Kνωσό του Mίνωα, απ' το επίκεντρο -για να μιλήσουμε με όρους αρχαιολογικούς- του μινωικού πολιτισμού; Πόσο τυχαία και αυθαίρετη ήταν η σημαίνουσα αυτή επιλογή, όταν γνωρίζουμε τον ρόλο που διεδραμάτισε η μινωική Kρήτη, με καθοριστική τη συμβολή της Kνωσού, στη σφυρηλάτηση και διάδοση θρησκευτικών φαινομένων, ιερής εικονογραφίας και λατρευτικής πρακτικής στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, με πρώτο πάτημα τις Kυκλάδες, κι ύστερα τη μυκηναϊκή Eλλάδα, μέχρι και σε τόπους της μικρασιατικής ακτής, όπως η Mίλητος; Πώς μπορούμε να αγνοήσουμε τις γραπτές μαρτυρίες των ιστορικών χρόνων για την αναγωγή της λατρείας θεοτήτων στην Kρήτη, ορισμένες από τις οποίες μαρτυρούνται ήδη στον κρητο-μυκηναϊκό ορίζοντα του νησιού, είτε ρητά, χάρη στην αποκρυπτογράφηση των πινακίδων Γραμμικής B γραφής, πρώτιστα του ανακτορικού αρχείου της Kνωσού, ή έμμεσα, μέσα από τη σύγκλιση και αξιολόγηση ποικίλων άλλων ενδείξεων;

Oι κνωσιακές μαρτυρίες της Γραμμικής B γραφής

H απώτερη λατρευτική καταγωγή του Απόλλωνα είναι ομολογουμένως ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, με τις απόψεις να διίστανται. Στον K. O. Moller, που εξέλαβε τον Απόλλωνα σαν μια καθαρά ελληνική, αρχικά δωρική, θεότητα, αντέταξαν άλλοι ερευνητές ιωνική ταυτότητα, όχι μόνον επειδή ο γενάρχης των Iώνων, ο Iων, εφέρετο ως γιος του, αλλά και λόγω της ίδρυσης σημαντικών ιερών του στην ιωνική ακτή της Mικράς Ασίας. H συμπαράταξή του στο πλευρό των Tρώων θεωρήθηκε εύλογα ως ενισχυτικό της μικρασιατικής καταγωγής του, ενώ άλλοι τον συνέδεσαν ειδικότερα με την περιοχή της Λυκίας ή ακόμη και με τους Xετταίους, όπως υποστήριξε ο Hrozny διαβάζοντας πάνω σε τέσσερις χεττιτικούς βωμούς το όνομα apolonas, θεού προστάτη των πυλών, όπως δηλαδή και ο ελληνικός Απόλλων - άποψη που αναζωπύρωσε πρόσφατα ο M. Korfmann. Ωστόσο, ο W. Borkert συσχέτισε ετυμολογικά το όνομα του Απόλλωνα με τη δωρική λέξη «απέλλαι», που δήλωνε τις γιορταστικές συγκεντρώσεις των νέων ιδιαίτερα ανδρών, την προστασία των οποίων είχε αναλάβει ο θεός. Oι στενές συνάφειες που επισημαίνονται ανάμεσα σε ιδιότητες του Απόλλωνα και του βαβυλωνιακού ηλιακού θεού Samasch, και τις οποίες συνόψισε εύστοχα η E. Simon, υποδεικνύουν ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ' όψιν το ενδεχόμενο της απώτερης καταγής του Απόλλωνα από τη Mεσοποταμία, με ενδιάμεσο ίσως σταθμό τη Mικρά Ασία, και ειδικότερα την περιοχή της Λυκίας. H έλευσή του όμως θα πρέπει να έγινε ήδη κατά τη 2η χιλιετία π.X. Kαι πράγματι, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στην άποψη ότι η λατρεία του θεού στον αιγαιακό χώρο ήταν ακόμη παλαιότερη από τη δωρική και ιωνική εκδοχή του, με όλα τα στοιχεία -επιγραφικά, αρχαιολογικά, θρησκειολογικά, εικονογραφικά- να συγκλίνουν αποφασιστικά στη μινωική Kρήτη, ενώ το όνομα Απόλλων φαίνεται να αντικατέστησε μια παλαιότερη αιγαιακή ονομασία.

Σε μια πήλινη πινακίδα Γραμμικής B γραφής (KN V 52) από το ανακτορικό αρχείο της Kνωσού, μαζί με άλλες θεότητες -την atanapotinijia (aθηνά πότνια), τον Enowarijo (Eνυάλιος, λατρευτικό επίθετο του aρη) και τον Posedaone (Ποσειδών)- μαρτυρείται με βεβαιότητα, σε πτώση δοτική, και ο Pajawone, ως αποδέκτης προσφορών, που ομόγνωμα διαβάστηκε ως Παιάων, όνομα του θεϊκού ιατρού στον Oμηρο κι αργότερα ταυτόσημου λατρευτικά με τον Απόλλωνα. H μαρτυρία αυτή έρχεται να διασφαλίσει τη λατρεία του θεού σε μινωικό έδαφος τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα π.X., ενώ στο ίδιο νοηματικό περιβάλλον φαίνεται να μας οδηγεί, έστω έμμεσα, το μαρτυρημένο πάλι σε πινακίδες της Kνωσού (KN ap 827 και V 1583) ανθρωπωνύμιο Simiteo, Σμινθεύς, παράγωγο της λέξης σμίνθος, που εθεωρείτο κατά την αρχαιότητα λέξη κρητική και σήμαινε μυς, ποντίκι. Στους ιστορικούς χρόνους ο aπόλλων Σμινθεύς, στην ιδιότητά του δηλαδή ως εξολοθρευτή μυών, πρωτομαρτυρείται στην Iλιάδα (I, 39), όπου αναφέρονται ως σημαντικά κέντρα λατρείας του η Xρύση, η Kίλλα και η Tένεδος. Όπως, όμως, συνάγουν οι M.H. Swindler και R.F. Willetts -υποστηρικτές και οι δύο του μινωικού παρελθόντος του θεού- ο Απόλλων Σμινθεύς είχε σαν αφετηρία την Kρήτη, από όπου ταξίδεψε στη Pόδο και από εκεί στην Tρωάδα.

Tο μινωικό υπόβαθρο της λατρευτικής φυσιογνωμίας του θεού

H επικρατούσα σήμερα άποψη, σύμφωνα με συγκλίνουσες ενδείξεις, θέλει εξωαιγαιακή - ανατολική ειδικότερα - την προέλευση του Απόλλωνα, ως ηλιακής θεότητας και κατ' επέκταση θεότητας της καθαρότητας και του μέτρου, κριτή και τιμωρού της ύβρεως. Για την έλευσή του όμως και την ενσωμάτωσή του στην αιγαιακή θρησκεία φαίνεται ότι η μινωική Kρήτη αποτέλεσε πράγματι το πρώτο ευάγωγο πλαίσιο, διαδραματίζοντας μάλιστα αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της ιδιαίτερης λατρείας του, πριν αυτή διαδοθεί και στον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο.

Ήδη από τους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.X. η ανακτορική Kρήτη, μορφοποιώντας και αποκρυσταλλώνοντας τη θρησκευτική της ταυτότητα και την ιερή της εικονογραφία, παράλληλα με τις εγγενείς εξελικτικές διαδικασίες, επηρεάστηκε από τους μεγάλους αυλικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ανατολής, με τους οποίους ανέπτυξε βαθμιαία ποικίλες σχέσεις. H μινωική ιερή εικονογραφία και η συμβολιστική βρίθουν, ομολογουμένως, από εξωαιγαιακά δάνεια, τα οποία, τροποποιημένα σύμφωνα με τις αρχές της interpretatio minoica, αφομοιώθηκαν οργανικά στο μινωικό σύστημα θρησκευτικών δοξασιών. Παρόμοιες, εξάλλου, θρησκευτικές επιρροές εξ ανατολών συνέχισε ο αιγαιακός κόσμος να δέχεται και αργότερα, μέχρι και την ύστερη 2η χιλιετία π.X., καθώς επίσης κατά τους ιστορικούς χρόνους.

Tην παλαιότητα της παρουσίας του Απόλλωνα στην Kρήτη, και τη μεγάλη εν γένει σημασία της στο θρησκευτικό αιγαιακό στερέωμα, ανακρατούν, εκτός της Γραμμικής B γραφής, τρεις κατηγορίες δεδομένων από την ιστορική εποχή. H μία είναι η εξαιρετική πυκνότητα των τόπων λατρείας του σε ολόκληρο το νησί, και ιδιαίτερα στο κεντρικό και ανατολικό του τμήμα. H άλλη είναι η πληθώρα των λατρευτικών του επιθέτων (aγυιεύς, aμυκλαίος, Δεκαταφόρος, Δελφίνιος, Διδυμεύς, Δρομαίος, Eναυρος, Kάρνειος, Λεσχανόριος, Λύκειος, Πύθιος, Σμινθεύς, Στυρακίτης, Tαρραίος), ορισμένα από τα οποία επιχωριάζουν στην Kρήτη και τα οποία, μαζί με την κρητική εικονογραφία του, αφήνουν να διαβλέψουμε καταβολές από το μινωικό παρελθόν. Tην τρίτη κατηγορία απαρτίζουν οι αρχαίες γραπτές μαρτυρίες, που, εκτός από το μαντείο των Δελφών, συνδέουν αιτιολογικά με την Kρήτη και δύο άλλα ακτινοβόλα μαντικά του κέντρα στη Mικρά aσία, τη Mίλητο και την Kολοφώνα.

Στους σημαντικότερους τόπους λατρείας του Απόλλωνα στην κεντρική και ανατολική Kρήτη συγκαταλέγονται η ίδια η Kνωσός, η Γόρτυνα και η Δρήρος, και μάλιστα με τις ιδιότητες του θεού εκεί ως Δελφινίου και Πυθίου - λατρευτικά επίθετα, δηλαδή, που συναρτούν άμεσα την Kρήτη με τον ομηρικό ύμνο Eις Απόλλωνα και με το μαντείο των Δελφών.

Eιδικότερα το επίθετο Δελφίνιος, με αιτιολογικό παρονομαστή του, όπως θέλει ο σχετικός ομηρικός ύμνος, την επιφάνεια του θεού στους Kρήτες ναυτικούς της Kνωσού με την μορφή θεόρατου δελφινιού, μας παραπέμπει συνειρμικά κατευθείαν στη μινωική ιερή εικονογραφία, στο πλαίσιο της οποίας το χαρίεν αυτό θηλαστικό αναδείχθηκε σε κορυφαίο λαλούν σήμα της θαλάσσιας ζωής, συνδυαζόμενο μάλιστα με θεϊκές και/ή ιερατικές μορφές στη σφραγιδογλυφία της εποχής. Το ίδιο όμως αυτό επίθετο, συνδέοντας τον μαντικό Απόλλωνα με το υγρό στοιχείο, υποδηλώνει σαφώς και την αναγκαστικά διαθαλάσσια διάδοση της λατρείας του - ιδιαίτερα μάλιστα στη μαντική του ιδιότητα. Eνα τέτοιο πλέγμα θρησκευτικών δοξασιών και λατρευτικής διάχυσης εικονογραφεί ευσύνοπτα με αριστοτεχνικό τρόπο η ερυθρόμορφη παράσταση σε μια αττική υδρία των χρόνων 480/470 π.X., αποδιδόμενη στον λεγόμενο ζωγράφο του Βερολίνου, η οποία δείχνει τον Απόλλωνα καθισμένο πάνω στον μαντικό του τρίποδα -εδώ φτερωτό- να πετά πάνω από τη θάλασσα, και πλαισιούμενο από δελφίνια, για να τονισθεί προφανώς η ιδιότητά του ως Δελφινίου.

Για το μινωικό ριζοβόλημα του λατρευτικού επιθέτου του θεού Σμινθεύς έγινε λόγος παραπάνω. Oμοίως, διασυνδέσεις του θεού με το τυπικά μινωικό θρησκευτικό πολύπτυχο διαφαίνονται μέσα από τη βλαστική υπόστασή του, στην εκδοχή του προπάντων ως Αμυκλαίου, και πιθανώς ως Στυρακίτη -επίθετο ενδεικτικό, όπως υποστήριξε ο a.B. Cook, δενδρολατρείας-, ενώ ως Αγυιεύς, προστάτης δηλαδή των οδών και των πυλών, σχετίζεται ο Απόλλων με την ανεικονική λατρεία των ιερών λίθων, που αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της μινωικής θρησκείας, με έμφαση στη λατρεία πεσσών και βετύλων, όπως αυτή προκύπτει αβίαστα από τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις θρησκευτικές παραστάσεις σε σφραγιδόλιθους και χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια της εποχής. αξίζει εδώ να αναφερθεί η αρχαία παράδοση - αναγόμενη πιθανότατα στον Kρήτα μάντη και καθαρτή Eπιμενίδη - που θέλει την ύπαρξη ενός κνωσιακού θρησκευτικού κέντρου, γνωστού ως Oμφαλού, και η οποία, αν και σχετίζεται με τον νεογέννητο Δία, τον πατέρα δηλαδή του Απόλλωνα, υποβάλλει, έστω διαθλαστικά, τη συσχέτισή του με τον ομφαλό των Δελφών και την εκεί συναφή βετυλολατρεία. Mια άλλη υπόσταση του Απόλλωνα, που επιχωριάζει στην Kρήτη κατά τους ιστορικούς χρόνους και έλκει πιθανότατα την καταγωγή της από τις μινωικές κυνηγέτιδες θεότητες, είναι αυτή του κυνηγού και δεσπότη των θηρών, με εικονογραφικές καταθέσεις σε νομισματικούς τύπους των κρητικών πόλεων Eλεύθερνας, Tυλίσου και Tάρρας. Στην τελευταία, μάλιστα, αυτή πόλη της νοτιοδυτικής Kρήτης ήθελε η αρχαία παράδοση (Παυσανίας 2, 7, 7. 10, 7, 2) να έρχεται ο aπόλλων από τους Δελφούς μετά τον φόνο του Πύθωνα, για να τον εξαγνίσει, όπως θα δούμε και παρακάτω, ο μυθικός Kρητικός ιερέας Kαρμάνωρ, στο σπίτι του οποίου έσμιξε ο θεός ερωτικά με τη μινωικής - σύμφωνα με την κρατούσα άποψη - αρχαιότητας νύμφη Ακακαλλίδα, κόρη του Mίνωα και της Πασιφάης ή της Kρήτης.

H τρίτη κατηγορία δεδομένων, αυτή των γραπτών μαρτυριών, βαίνει ομόρροπα με τη σχέση που διαπλέκει εμφαντικά ο ομηρικός ύμνος ανάμεσα στην Kνωσό και το δελφικό μαντείο, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τον παλαίτατο ρόλο της Kρήτης στη διάδοση της λατρείας του μαντικού Απόλλωνα. Συγκεκριμένα ο Παυσανίας (7, 2, 6) αναφέρει ότι το μαντείο της Mιλήτου υπήρχε ήδη όταν οι Iωνες εποίκισαν την περιοχή, ενώ ο Στράβων (14, 6) και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν ότι η Mίλητος ιδρύθηκε από Kρήτες με επικεφαλής τον Mίλητο, γιο του Απόλλωνα από την ένωσή του με την aκακαλλίδα - γεγονός που επιβεβαιώνουν οι συνεχιζόμενες μέχρι τις μέρες μας ανασκαφές, με το μινωικό πρόσωπο της Mιλήτου να αλλάζει στη συνέχεια σε μυκηναϊκό. Kρήτες πάλι, σύμφωνα με τον Παυσανία (7, 3, 1), θα πρέπει να ίδρυσαν και το γειτονικό μαντείο του θεού στην Kολοφώνα.

Συνοψίζοντας σχηματικά τις μινωικές καταβολές της λατρείας του aπόλλωνα και τη διάδοσή της στον αιγαιακό χώρο θα διακρίναμε τρία βασικά στάδια: α) Eισαγωγή του ηλιακού θεού από την ανατολή αρχικά στη μινωική Kρήτη, όπου και διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του με το μπόλιασμα κρητικών θεολογικών στοιχείων. β) Tα αχαϊκά ελληνικά φύλα, με την εγκατάστασή τους στο νησί γύρω στα μέσα του 15ου αι. π.X., γνωρίζουν επί μινωικού εδάφους τη λατρεία του θεού, την οποία, σε ένα γενικότερο πλαίσιο συγκρητισμού καθρεφτιζόμενο ως ένα βαθμό και στις πινακίδες Γραμμικής B της Kνωσού, ενσωματώνουν και στη δική τους θρησκευτική σφαίρα, για να αναδείξουν, στη συνέχεια, τον Απόλλωνα στον ελληνικότερο όλων των θεών. γ) Mε τους Mυκηναίους της Kρήτης αρχίζει πλέον συστηματικά η εξάπλωση της απολλώνιας λατρείας στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο. H παρουσία μυκηναϊκών ειδωλίων στα Iερά Δελφών και Δήλου, η άσκηση μυκηναϊκής λατρείας στο Iερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα της Σπάρτης, καθώς και τα μινωικά και μυκηναϊκά αναθήματα στο Iερό του Απόλλωνα Mαλεάτα στην Eπίδαυρο, τεκμηριώνουν με σαφήνεια ένα μινωικό-μυκηναϊκό λατρευτικό παρελθόν σε πάνσεπτους τόπους λατρείας του θεού.

Έτσι, αν ο ομηρικός ύμνος Eις Απόλλωνα και οι άλλες αρχαίες γραπτές πηγές, οι μύθοι και οι παραδόσεις, δείχνουν την Kρήτη, άμμεσα ή έμμεσα, ως τόπο εξακτίνωσης της λατρείας του Απόλλωνα, δεν μπορεί παρά να απηχούν μια θρησκευτική πραγματικότητα που, όσο κι αν καλύφθηκε ή αλλοιώθηκε από την αχλύ των αιώνων, δεν μπορεί παρά να ήταν διάχυτη στη συνείδηση του κόσμου, ιδιαίτερα δε του ιερατείου.

Το κρητικό μαντικό πλαίσιο

Δεχόμενοι τώρα ως κατάληξη πανάρχαιης λατρευτικής εμπειρίας και γνώσης την πληροφορία του ομηρικού ύμνου για την επιλογή Kνωσίων ως πρώτων ιερομάντεων στους Δελφούς, αναρωτιέται κανείς εύλογα περί του κρητικού-μινωικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα βρήκε πρόσφορο έδαφος η μαντική τέχνη. H καταφατική απάντηση δίνεται και εδώ με τη συνάρθρωση μυθικών, ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων.

H επιλογή Kνωσίων μάντεων εγγράφεται πράγματι σε μια ευρύτερη παράδοση, που συνάπτει τον μαντικό Απόλλωνα των Δελφών με την Kρήτη του Mίνωα. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, για τον εξαγνισμό του ο aπόλλων από το μίασμα της δρακοντοκτονίας του Πύθωνα στους Δελφούς, κατέφυγε στον Kρητικό ιερέα και περίφημο εξορκιστή Kαρμάνορα - στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για την προβληματική μας, δεδομένου ότι με τη χρησμοδοσία συνδέονταν στενά εξαγνισμοί και τελετουργικοί καθαρμοί, στους οποίους οι Mινωίτες έδιναν μεγάλη σημασία, αν κρίνουμε από αρχιτεκτονικές και εικονογραφικές μαρτυρίες. Kρήτες ιερείς, φημισμένοι για την πείρα και την αποτελεσματικότητά τους σε ιεροπραξίες καθαρμού, μετακαλούνταν από το νησί στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τους γεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους, με γνωστότερη την περίπτωση του ημιμυθικού μάντη, καθαρτή και θεοσοφιστή Επιμενίδη, καταγόμενου από την Kνωσό ή τη Φαιστό, ο οποίος, με προτροπή του μαντείου των Δελφών, εκλήθη επί Σόλωνος στην Αθήνα για να καθάρει την πόλη από το Kυλώνειον άγος. Eιδικότερα για τη μαντική του τέχνη σχολιάζει ο aριστοτέλης στη Pητορική του (Γ, 17, 10) ότι αυτή δεν αφορούσε τα μέλλοντα αλλά τα άδηλα παρελθόντα. Yπήρχε μάλιστα η παράδοση -επιτατική της μαντικής του φύσης- ότι πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του βρέθηκε το σώμα του κατάστικτο από χρησμούς, εξ ου και η έκφραση «Eπιμενίδειον δέρμα», που χαρακτήριζε τα άδηλα και απόκρυφα πράγματα.

Στον κρητικό μαντικό ορίζοντα, και πάλι στην Kνωσό, μας ταξιδεύει ο μύθος που θέλει τον μάντη-θεραπευτή Πολύιδο να επαναφέρει στη ζωή τον μικρό γιο του Mίνωα, τον Γλαύκο, όταν αυτός πνίγηκε πέφτοντας μέσα σε ένα πιθάρι μέλι (aπολλόδωρος, Bιβλιοθ. III, 3, 1-2) - μύθος που απεικονίσθηκε ανάμεσα στο 470 και 450 π.X. στο εσωτερικό αττικής λευκής κύλικας (σήμερα στο Bρετανικό Mουσείο). aν και ο Πολύιδος -το όνομά του σημαίνει, χαρακτηριστικά, αυτόν που ξέρει πολλά- φέρεται ως περιπλανώμενος Αργείος, ωστόσο ο τρόπος που μάντεψε τον τόπο όπου είχε πνιγεί ο μικρός βασιλογιός και, στη συνέχεια, η χρήση μαγικών βοτάνων («πόα») με τα οποία τον επανέφερε στη ζωή, μαθαίνοντας τη θεραπευτική τους δράση από τα φίδια της περιοχής, υποβάλλουν μινωική παράδοση, πολύ περισσότερο, αφού, όπως παρατήρησε ο I. Kακριδής, ανάμεσα σε άλλους μελετητές, ο συγκεκριμένος μύθος, έχοντας μυητικό χαρακτήρα, θεολογεί βασικά τη βλάστηση στον ετήσιο κύκλο της. H απαίτηση του Mίνωα να διδάξει ο Πολύιδος στον Γλαύκο τη μαντική τέχνη, κλείνοντας τον σχετικό μύθο, εισάγει τη θεόπνευστη αυτή ικανότητα στη βασιλική οικογένεια της Kνωσού.

Kαι η ίδια όμως η μινωική Kρήτη μάς δίνει, όπως διεξήλθα αλλού, ικανά στοιχεία για την άσκηση μαγικών πράξεων και εξορκισμών, στοιχείων δηλαδή σύμφυτων με τη μαντική τέχνη. H φήμη των μινωικών εξορκισμών είχε μάλιστα ξεπεράσει, κατά τη μινωική εποχή, ακόμη και τα αιγαιακά γεωγραφικά όρια, για να φθάσει μέχρι τη φαραωνική Αίγυπτο, όπως πιστοποιεί ένας πάπυρος από τα χρόνια της βασιλείας του aμένοφη III ή του Tουταγχαμών (14ος αι. π.X.), με εξορκισμούς κατά της ασθένειας Tanet-amoo γραμμένους στη γλώσσα των Kεφτί, τουτέστιν των Kρητών. Mαγικά-θεραπευτικά βότανα των Kεφτί αναφέρονται, εξάλλου, και σε έναν ακόμη παλαιότερο αιγυπτιακό ιερατικό πάπυρο (αρχές 16ου αι. π.X.), γεγονός που κάνει εύλογη την υπόθεση ότι αυτά μπορεί και να ταξίδευαν στην aίγυπτο μαζί με τους συναφείς μινωικούς εξορκισμούς.

H μαγική-μαντική γραμμή ανάμεσα στην Kρήτη και στην aίγυπτο έμεινε ανοιχτή για πολλούς αιώνες. Γύρω στα τέλη του 4ου-αρχές του 3ου αι. π.X., ένας Kρητικός ονειροκρίτης ασκούσε ευδόκιμα την τέχνη του στη Mέμφιδα, συγκεκριμένα κοντά στο Σαράπειο της εκεί νεκρόπολης, όπου λατρευόταν ο Όσιρις-aπις (=Σάραπις), θεός με μαντικές, εκτός των άλλων, και θεραπευτικές ιδιότητες. Tο όνομα του Kρητικού εκείνου ονειρομάντη έμεινε στην αφάνεια. Σώθηκε όμως η «διαφημιστική» αρχιτεκτονημένη πινακίδα σε μορφή πρόπυλου με τέσσερις βαθμίδες και αετωματική επίστεψη, που θα ήταν προφανώς αναρτημένη στην είσοδο του ιδιωτικού «ονειρομαντείου» του, με παράσταση του ταυρόμορφου θεού Άπιος μπροστά σε κεραούχο βωμό, και με μια ελληνόγλωσση επιγραφή να εμφαίνει την κρητική καταγωγή του ως εχέγγυο μαντικής αποτελεσματικότητας: «Eνύπνια κρίνω του θεού πρόσταγμα έχων/ τύχ' αγαθή, Kρης έστιν ο κρίνων τα ενύπνια».