ΗΛ. ἔχει μὲν ἤδη γαπότους χοὰς πατήρ·
νέου δὲ μύθου τοῦδε κοινωνήσατε.
ΧΟ. λέγοις ἄν· ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ·
ΗΛ. ὁρῶ τομαῖον τόνδε βόστρυχον τάφῳ.
ΧΟ. τίνος ποτ᾽ ἀνδρὸς ἢ βαθυζώνου κόρης;
170 ΗΛ. εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι.
ΧΟ. πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτέρας μάθω;
ΗΛ. οὐκ ἔστιν ὅστις πλὴν ἐμοῦ κείραιτό νιν.
ΧΟ. ἐχθροὶ γὰρ οἷς προσῆκε πενθῆσαι τριχί.
ΗΛ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἐστὶ κάρτ᾽ ἰδεῖν ὁμόπτερος—
175 ΧΟ. ποίαις ἐθείραις; τοῦτο γὰρ θέλω μαθεῖν.
ΗΛ. αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν.
ΧΟ. μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε;
ΗΛ. μάλιστ᾽ ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται.
ΧΟ. καὶ πῶς ἐκεῖνος δεῦρ᾽ ἐτόλμησεν μολεῖν;
180 ΗΛ. ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός.
ΧΟ. οὐχ ἧσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε,
εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί.
ΗΛ. κἀμοὶ προσέστη καρδίᾳ κλυδώνιον
χολῆς, ἐπαίθην δ᾽ ὡς διανταίῳ βέλει·
185 ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι
σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος,
πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε· πῶς γὰρ ἐλπίσω
ἀστῶν τιν᾽ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης;
ἀλλ᾽ οὐδὲ μήν νιν ἡ κτανοῦσ᾽ ἐκείρατο,
190 ἐμὴ δὲ μήτηρ, οὐδαμῶς ἐπώνυμον
φρόνημα παισὶ δύσθεον πεπαμένη.
ἐγὼ δ᾽ ὅπως μὲν ἄντικρυς τάδ᾽ αἰνέσω,
εἶναι τόδ᾽ ἀγλάισμά μοι τοῦ φιλτάτου
βροτῶν Ὀρέστου—σαίνομαι δ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδος.
φεῦ.
195 εἴθ᾽ εἶχε φωνὴν ἔμφρον᾽ ἀγγέλου δίκην,
ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ ᾽κινυσσόμην,
ἀλλ᾽ ἢ σάφ᾽ ᾔνει τόνδ᾽ ἀποπτύσαι πλόκον,
εἴπερ γ᾽ ἀπ᾽ ἐχθροῦ κρατὸς ἦν τετμημένος,
ἢ ξυγγενὴς ὢν εἶχε συμπενθεῖν ἐμοί,
200 ἄγαλμα τύμβου τοῦδε καὶ τιμὴν πατρός.
ἀλλ᾽ εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα,
οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην
στροβούμεθ᾽· εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας,
σμικροῦ γένοιτ᾽ ἂν σπέρματος μέγας πυθμήν.
205καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τεκμήριον,
ποδῶν ὅμοιοι τοῖς τ᾽ ἐμοῖσιν ἐμφερεῖς.
καὶ γὰρ δύ᾽ ἐστὸν τώδε περιγραφὰ ποδοῖν,
αὐτοῦ τ᾽ ἐκείνου καὶ συνεμπόρου τινός.
πτέρναι τενόντων θ᾽ ὑπογραφαὶ μετρούμεναι
210 εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις.
πάρεστι δ᾽ ὠδὶς καὶ φρενῶν καταφθορά.
***
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ήπιεν η γη, κι έχει ο πατέρας τις χοές μας·
μα κι ένα νέο παράξενο ν᾽ ακούστε τώρα.
ΧΟΡΟΣ
Λέγε μας· κι απ᾽ το φόβο μου πηδά η καρδιά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα —
ΧΟΡΟΣ
Σαν τίνος, άντρα λες, ή βαθύζωνης κόρης;
ΗΛΕΚΤΡΑ
170 Εύκολα να το φανταστεί μπορεί ο καθένας.
ΧΟΡΟΣ
Δε με διδάσκεις, αν κι είσαι πιο νέα, να μάθω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άλλος δεν είναι, εκτός εγώ, να την προσφέρει;
ΧΟΡΟΣ
Εχθροί ᾽ναι κείνοι, που είχαν χρέος να τον πενθήσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι όμως στο χρώμα πολύ μοιάζει αυτή η πλεξίδα —
ΧΟΡΟΣ
Με ποιά μαλλιά; αυτό ᾽ναι που ήθελα να μάθω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τα δικά μου πάρα φέρνουνε στο χρώμα.
ΧΟΡΟΣ
Μη να είναι τάχα, λες, δώρο κρυφό του Ορέστη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τις δικές μου ολότελα πλεξίδες μοιάζει.
ΧΟΡΟΣ
Και πώς εκείνος τόλμησε να ᾽ρθει εδώ πέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
180 Το ᾽στειλε τάμα στου πατέρα μας τον τάφο.
ΧΟΡΟΣ
Όχι πιο λίγα αυτά που λες δάκρυα μου φέρνουν,
αν είναι να μη βάλει εδώ ποτέ πια πόδι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και μένα στην καρδιά μου ανέβηκ᾽ ένα κύμα
χολής, σα να με πέρασε σπαθί για πέρα,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες,
αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
ότ᾽ είδα την πλεξίδ᾽ αυτή· γιατί ποιανού άλλου
να φανταστώ πως ημπορεί να ᾽ν᾽ αυτή η κόμη;
και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,
190 η μάνα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη
μ᾽ αυτό η κακούργα τ᾽ όνομα για τα παιδιά της.
Μα και πώς πάλι να παραδεχτώ πως είναι
του Ορέστη δώρο τ᾽ ακριβό στολίδι τούτο,
του φίλτατού μας; κι αχ πώς με χαϊδεύ᾽ η ελπίδα!
Αλίμονο,
δεν ήταν να ᾽χε μίλημα και κρίση ανθρώπου,
να μη δερνόμουν δίγωμη μες σε ναι κι όχι,
μα ή την πετούσα αδίσταχτα μακριά με φρίκη,
αν από εχθρού μας κεφαλή θα ᾽ταν κομμένη,
ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίει μαζί μου,
200 στόλισμα και τιμή σ᾽ αυτόν τον τάφο επάνω.
Μα εσείς, θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες είστε
μέσα σε ποιούς χειμώνες σα θαλασσομάχοι
παραδέρνομ᾽ εμείς· μ᾽ αν είναι να σωθούμε,
δέντρο τρανό κι από μικρό φουντώνει σπόρο.
Μα νά και πατησιές — δεύτερο αυτό σημάδι,
όμοιες και παραλλάζουνε με τις δικές μου.
κι είναι τα χνάρια δυο ποδιώ στη γης γραμμένα,
του ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,
φτέρνες και γύροι των ποδιών να μετρηθούνε,
210 με τα σημάδια συμφωνούν των εδικών μου.
Ω πόνος που με παίρνει και το νου μου χάνω!
νέου δὲ μύθου τοῦδε κοινωνήσατε.
ΧΟ. λέγοις ἄν· ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ·
ΗΛ. ὁρῶ τομαῖον τόνδε βόστρυχον τάφῳ.
ΧΟ. τίνος ποτ᾽ ἀνδρὸς ἢ βαθυζώνου κόρης;
170 ΗΛ. εὐξύμβολον τόδ᾽ ἐστὶ παντὶ δοξάσαι.
ΧΟ. πῶς οὖν παλαιὰ παρὰ νεωτέρας μάθω;
ΗΛ. οὐκ ἔστιν ὅστις πλὴν ἐμοῦ κείραιτό νιν.
ΧΟ. ἐχθροὶ γὰρ οἷς προσῆκε πενθῆσαι τριχί.
ΗΛ. καὶ μὴν ὅδ᾽ ἐστὶ κάρτ᾽ ἰδεῖν ὁμόπτερος—
175 ΧΟ. ποίαις ἐθείραις; τοῦτο γὰρ θέλω μαθεῖν.
ΗΛ. αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν.
ΧΟ. μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε;
ΗΛ. μάλιστ᾽ ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται.
ΧΟ. καὶ πῶς ἐκεῖνος δεῦρ᾽ ἐτόλμησεν μολεῖν;
180 ΗΛ. ἔπεμψε χαίτην κουρίμην χάριν πατρός.
ΧΟ. οὐχ ἧσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε,
εἰ τῆσδε χώρας μήποτε ψαύσει ποδί.
ΗΛ. κἀμοὶ προσέστη καρδίᾳ κλυδώνιον
χολῆς, ἐπαίθην δ᾽ ὡς διανταίῳ βέλει·
185 ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι
σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος,
πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε· πῶς γὰρ ἐλπίσω
ἀστῶν τιν᾽ ἄλλον τῆσδε δεσπόζειν φόβης;
ἀλλ᾽ οὐδὲ μήν νιν ἡ κτανοῦσ᾽ ἐκείρατο,
190 ἐμὴ δὲ μήτηρ, οὐδαμῶς ἐπώνυμον
φρόνημα παισὶ δύσθεον πεπαμένη.
ἐγὼ δ᾽ ὅπως μὲν ἄντικρυς τάδ᾽ αἰνέσω,
εἶναι τόδ᾽ ἀγλάισμά μοι τοῦ φιλτάτου
βροτῶν Ὀρέστου—σαίνομαι δ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδος.
φεῦ.
195 εἴθ᾽ εἶχε φωνὴν ἔμφρον᾽ ἀγγέλου δίκην,
ὅπως δίφροντις οὖσα μὴ ᾽κινυσσόμην,
ἀλλ᾽ ἢ σάφ᾽ ᾔνει τόνδ᾽ ἀποπτύσαι πλόκον,
εἴπερ γ᾽ ἀπ᾽ ἐχθροῦ κρατὸς ἦν τετμημένος,
ἢ ξυγγενὴς ὢν εἶχε συμπενθεῖν ἐμοί,
200 ἄγαλμα τύμβου τοῦδε καὶ τιμὴν πατρός.
ἀλλ᾽ εἰδότας μὲν τοὺς θεοὺς καλούμεθα,
οἵοισιν ἐν χειμῶσι ναυτίλων δίκην
στροβούμεθ᾽· εἰ δὲ χρὴ τυχεῖν σωτηρίας,
σμικροῦ γένοιτ᾽ ἂν σπέρματος μέγας πυθμήν.
205καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τεκμήριον,
ποδῶν ὅμοιοι τοῖς τ᾽ ἐμοῖσιν ἐμφερεῖς.
καὶ γὰρ δύ᾽ ἐστὸν τώδε περιγραφὰ ποδοῖν,
αὐτοῦ τ᾽ ἐκείνου καὶ συνεμπόρου τινός.
πτέρναι τενόντων θ᾽ ὑπογραφαὶ μετρούμεναι
210 εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις.
πάρεστι δ᾽ ὠδὶς καὶ φρενῶν καταφθορά.
***
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ήπιεν η γη, κι έχει ο πατέρας τις χοές μας·
μα κι ένα νέο παράξενο ν᾽ ακούστε τώρα.
ΧΟΡΟΣ
Λέγε μας· κι απ᾽ το φόβο μου πηδά η καρδιά μου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Βλέπω στον τάφο την κομμένη αυτή πλεξίδα —
ΧΟΡΟΣ
Σαν τίνος, άντρα λες, ή βαθύζωνης κόρης;
ΗΛΕΚΤΡΑ
170 Εύκολα να το φανταστεί μπορεί ο καθένας.
ΧΟΡΟΣ
Δε με διδάσκεις, αν κι είσαι πιο νέα, να μάθω;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Άλλος δεν είναι, εκτός εγώ, να την προσφέρει;
ΧΟΡΟΣ
Εχθροί ᾽ναι κείνοι, που είχαν χρέος να τον πενθήσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Κι όμως στο χρώμα πολύ μοιάζει αυτή η πλεξίδα —
ΧΟΡΟΣ
Με ποιά μαλλιά; αυτό ᾽ναι που ήθελα να μάθω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τα δικά μου πάρα φέρνουνε στο χρώμα.
ΧΟΡΟΣ
Μη να είναι τάχα, λες, δώρο κρυφό του Ορέστη;
ΗΛΕΚΤΡΑ
Με τις δικές μου ολότελα πλεξίδες μοιάζει.
ΧΟΡΟΣ
Και πώς εκείνος τόλμησε να ᾽ρθει εδώ πέρα;
ΗΛΕΚΤΡΑ
180 Το ᾽στειλε τάμα στου πατέρα μας τον τάφο.
ΧΟΡΟΣ
Όχι πιο λίγα αυτά που λες δάκρυα μου φέρνουν,
αν είναι να μη βάλει εδώ ποτέ πια πόδι.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και μένα στην καρδιά μου ανέβηκ᾽ ένα κύμα
χολής, σα να με πέρασε σπαθί για πέρα,
κι από τα μάτια μου καυτές μου πέφτουν στάλες,
αβάσταγες, σα χειμωνιάτικης πλημμύρας,
ότ᾽ είδα την πλεξίδ᾽ αυτή· γιατί ποιανού άλλου
να φανταστώ πως ημπορεί να ᾽ν᾽ αυτή η κόμη;
και βέβαια δεν την έκοψεν η φόνισσά του,
190 η μάνα μας! που ταιριαστή δεν έχει γνώμη
μ᾽ αυτό η κακούργα τ᾽ όνομα για τα παιδιά της.
Μα και πώς πάλι να παραδεχτώ πως είναι
του Ορέστη δώρο τ᾽ ακριβό στολίδι τούτο,
του φίλτατού μας; κι αχ πώς με χαϊδεύ᾽ η ελπίδα!
Αλίμονο,
δεν ήταν να ᾽χε μίλημα και κρίση ανθρώπου,
να μη δερνόμουν δίγωμη μες σε ναι κι όχι,
μα ή την πετούσα αδίσταχτα μακριά με φρίκη,
αν από εχθρού μας κεφαλή θα ᾽ταν κομμένη,
ή αν ήταν πάλι από δικό, να κλαίει μαζί μου,
200 στόλισμα και τιμή σ᾽ αυτόν τον τάφο επάνω.
Μα εσείς, θεοί, που ξέρετε, μάρτυρες είστε
μέσα σε ποιούς χειμώνες σα θαλασσομάχοι
παραδέρνομ᾽ εμείς· μ᾽ αν είναι να σωθούμε,
δέντρο τρανό κι από μικρό φουντώνει σπόρο.
Μα νά και πατησιές — δεύτερο αυτό σημάδι,
όμοιες και παραλλάζουνε με τις δικές μου.
κι είναι τα χνάρια δυο ποδιώ στη γης γραμμένα,
του ίδιου εκείνου αυτά και κάποιου σύντροφού του,
φτέρνες και γύροι των ποδιών να μετρηθούνε,
210 με τα σημάδια συμφωνούν των εδικών μου.
Ω πόνος που με παίρνει και το νου μου χάνω!