Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (9.606-9.655)

Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Φοῖνιξ, ἄττα γεραιέ, διοτρεφές, οὔ τί με ταύτης
χρεὼ τιμῆς· φρονέω δὲ τετιμῆσθαι Διὸς αἴσῃ,
ἥ μ᾽ ἕξει παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν, εἰς ὅ κ᾽ ἀϋτμὴ
610 ἐν στήθεσσι μένῃ καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων,
Ἀτρεΐδῃ ἥρωϊ φέρων χάριν· οὐδέ τί σε χρὴ
τὸν φιλέειν, ἵνα μή μοι ἀπέχθηαι φιλέοντι.
615 καλόν τοι σὺν ἐμοὶ τὸν κήδειν ὅς κ᾽ ἐμὲ κήδῃ·
ἶσον ἐμοὶ βασίλευε καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς.
οὗτοι δ᾽ ἀγγελέουσι, σὺ δ᾽ αὐτόθι λέξεο μίμνων
εὐνῇ ἔνι μαλακῇ· ἅμα δ᾽ ἠοῖ φαινομένηφι
φρασσόμεθ᾽ ἤ κε νεώμεθ᾽ ἐφ᾽ ἡμέτερ᾽ ἦ κε μένωμεν.»
620 Ἦ, καὶ Πατρόκλῳ ὅ γ᾽ ἐπ᾽ ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ
Φοίνικι στορέσαι πυκινὸν λέχος, ὄφρα τάχιστα
ἐκ κλισίης νόστοιο μεδοίατο· τοῖσι δ᾽ ἄρ᾽ Αἴας
ἀντίθεος Τελαμωνιάδης μετὰ μῦθον ἔειπε·
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
625 ἴομεν· οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ
τῇδέ γ᾽ ὁδῷ κρανέεσθαι· ἀπαγγεῖλαι δὲ τάχιστα
χρὴ μῦθον Δαναοῖσι καὶ οὐκ ἀγαθόν περ ἐόντα,
οἵ που νῦν ἕαται ποτιδέγμενοι. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμόν,
630 σχέτλιος, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων
τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον ἄλλων,
νηλής· καὶ μέν τίς τε κασιγνήτοιο φονῆος
ποινὴν ἢ οὗ παιδὸς ἐδέξατο τεθνηῶτος·
καί ῥ᾽ ὁ μὲν ἐν δήμῳ μένει αὐτοῦ πόλλ᾽ ἀποτείσας,
635 τοῦ δέ τ᾽ ἐρητύεται κραδίη καὶ θυμὸς ἀγήνωρ
ποινὴν δεξαμένῳ· σοὶ δ᾽ ἄληκτόν τε κακόν τε
θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι θεοὶ θέσαν εἵνεκα κούρης
οἴης· νῦν δέ τοι ἑπτὰ παρίσχομεν ἔξοχ᾽ ἀρίστας,
ἄλλα τε πόλλ᾽ ἐπὶ τῇσι· σὺ δ᾽ ἵλαον ἔνθεο θυμόν,
640αἴδεσσαι δὲ μέλαθρον· ὑπωρόφιοι δέ τοί εἰμεν
πληθύος ἐκ Δαναῶν, μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων
κήδιστοί τ᾽ ἔμεναι καὶ φίλτατοι, ὅσσοι Ἀχαιοί.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
«Αἶαν διογενὲς Τελαμώνιε, κοίρανε λαῶν,
645 πάντά τί μοι κατὰ θυμὸν ἐείσαο μυθήσασθαι·
ἀλλά μοι οἰδάνεται κραδίη χόλῳ, ὁππότε κείνων
μνήσομαι, ὥς μ᾽ ἀσύφηλον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν
Ἀτρεΐδης, ὡς εἴ τιν᾽ ἀτίμητον μετανάστην.
ἀλλ᾽ ὑμεῖς ἔρχεσθε καὶ ἀγγελίην ἀπόφασθε·
650 οὐ γὰρ πρὶν πολέμοιο μεδήσομαι αἱματόεντος,
πρίν γ᾽ υἱὸν Πριάμοιο δαΐφρονος, Ἕκτορα δῖον,
Μυρμιδόνων ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθαι
κτείνοντ᾽ Ἀργείους, κατά τε σμῦξαι πυρὶ νῆας.
ἀμφὶ δέ τοι τῇ ἐμῇ κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
655 Ἕκτορα καὶ μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω.»

***
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ᾽ εκείνον αποκρίθη:
«Ω γέροντά μου, της τιμής αυτής δεν έχω ανάγκην.
Αρκεί με ότι του Διός μ᾽ έχει τιμήσ᾽ η μοίρα,
που στα κυρτά καράβια μου σ᾽ εμέ θα παραστέκει
610 όσο αναπνέω και γερά κινώ τα γόνατά μου.
Κι έν᾽ άλλο πράγμα θα σου ειπώ και ας το φυλάξει ο νους σου·
μη μου ταράζεις την ψυχήν με δάκρυα, με θρήνους,
χάριν στον Αγαμέμνονα να κάμεις, και αν δεν θέλεις
να σε μισήσ᾽ ως σ᾽ αγαπώ, μη κείνον αγαπήσεις·
615 τον άνθρωπον που με λυπεί συ να λυπήσεις πρέπει.
Της βασιλείας μέτοχον σε θέλω και της δόξης.
Και αυτοί παίρνουν την είδησιν, και συ στ᾽ απαλό στρώμα
εδώ κοιμήσου, και πρωί θέλει σκεφθούμε αν πρέπει
να μείνομε ή να κάμομε πανιά δια την πατρίδα».
620 Και με το νεύμα επρόσταξε τον Πάτροκλον να στρώσει
κλίνην καλήν του Φοίνικος, ώστε να μην αργήσουν
οι άλλοι ν᾽ αφήσουν την σκηνήν. Και τότε ανάμεσόν τους
ο ισόθεος ομίλησεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
625 πηγαίνομε, ότι ο λόγος μας σ᾽ αυτό καν το ταξίδι,
θαρρώ, δεν κατορθώνεται. Κι ευθύς την αγγελίαν
να φέρομε στους Δαναούς, αν και καλή δεν είναι,
που ανήσυχοι μας καρτερούν· αλλ᾽ όμως ο Αχιλλέας
την μεγαλόκαρδην ψυχήν αγρίωσε στα στήθη.
630 Λησμόνησεν ο άπονος τους φίλους που με τόσην
αγάπην τον δοξάζαμεν ως έξοχον των άλλων·
και όμως πατέρας ή αδελφός στέργει από τον φονέα
του αδελφού του ή του παιδιού το πρόστιμον να λάβει·
κι εκείνος, αφού πλέρωσε πολλά, στον τόπον μένει
635 και ο άλλος με την ξαγοράν που επήρε την ψυχήν του
δαμάζει. Αλλ᾽ άσπονδην, κακήν στα στήθη την καρδίαν
σου έκαμαν οι αθάνατοι, εξ αφορμής μιας κόρης
μόνης· κι επτά σου δίδομεν ασύγκριτες στο κάλλος
και άλλα πολλά· και δέξου συ το έλεος εις τα στήθη,
640 σέβου την κατοικίαν σου· στην στέγην σου μας έχεις
απ᾽ τον λαόν των Δαναών, κι εμείς θαρρούμε απ᾽ όλους
τους Αχαιούς πως είμασθεν οι φίλοι της καρδιάς σου».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ᾽ εκείνον αποκρίθη:
«Ω Αίας διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
645με την καρδιά μου φαίνεται που ο λόγος σου ταιριάζει·
πλην βράζω απ᾽ αγανάκτησιν όταν θυμούμαι πόσον
ο Ατρείδης μ᾽ εξουθένωσεν εμπρός εις τους Αργείους,
ως ξένον, όπ᾽ οι εγκάτοικοι πολίτες ατιμάζουν.
Πηγαίνετε και φανερά κηρύξετ᾽ ό,τι λέγω·
650 ότι απ᾽ το έργον φονικόν θ᾽ απέχω του πολέμου,
ώσπου τον θείον Έκτορα να ιδώ τον Πριαμίδην
στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εμπρός και στα καράβια
φονεύοντας τους Αχαιούς και καίοντας τα πλοία.
Κι εμπρός εις το καράβι μου, θαρρώ, και στην σκηνήν μου
655 ο Έκτωρ αν και πρόθυμος θα παύσει από την μάχην».

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 5. Μια μέρα στον ιππόδρομο

5.3. Ένα στάδιο για όλες τις δουλειές


Αλλά ένα στάδιο, όπως ο Circus Maximus με τις 200.000 θέσεις του, χρησιμεύει και για άλλα πράγματα, που μπορεί να μην έχουν άμεση σχέση με τον αθλητισμό. Οι Ρωμαίοι, κυρίως αυτοί που ανήκουν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα και δεν συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στο σύστημα της πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας, έχουν εδώ μια μοναδική ευκαιρία να νιώσουν περήφανοι πολίτες μιας μεγάλης αυτοκρατορικής δύναμης η οποία, αφού κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του γνωστού κόσμου, φρόντισε να κοσμήσει την πρωτεύουσά της με κολοσσιαίες αρχιτεκτονικές κατασκευές και περίτεχνα μνημεία. Η παρουσία των πολιτικών ηγεμόνων, και κυρίως του αυτοκράτορα με όλη τη συνοδευτική πομπή του, στο θεωρείο και οι διάφορες τελετές που γίνονται πριν από την επίσημη έναρξη των αγώνων προβάλλουν μια μεγιστοποιημένη, πανηγυρική εικόνα πολιτικής ομόνοιας και συνοχής. Μέσα σ᾽ αυτή την ατμόσφαιρα εορτασμού και επίδειξης, οι ισχυροί του πρώτου διαζώματος με τα μαρμάρινα καθίσματα μοιάζει να βεβαιώνονται για τα προνόμιά τους· και ο απλός λαός που συνωθείται στις θέσεις ορθίων του πάνω διαζώματος μοιάζει να αντλεί, έστω για μερικές ώρες, κύρος καθώς βλέπει τον πλανητάρχη να τον χαιρετά όρθιος από το θεωρείο του. Αυτές οι 200.000 ψυχές που βρίσκονται εδώ ανανεώνουν κάθε φορά ένα συμβόλαιο ισχύος, που είναι εν μέρει πραγματικότητα και εν μέρει ψευδαίσθηση. Ηγεμόνες και υπήκοοι, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι, υπήρξαν πάντα επιρρεπείς στην αυθυποβολή. Όποια και αν είναι η ατομική μοίρα του καθενός ξεχωριστά, το πλήθος των 200.000 Ρωμαίων αποκτά μέσα στο στάδιο μια συλλογική αίσθηση ισχύος· και το στάδιο γίνεται έτσι ένα από τα σύμβολα της ρωμαϊκής υπερδύναμης.

Πολλούς αιώνες αργότερα, τις μέρες του ιταλικού φασισμού, ο Μπενίτο Μουσολίνι θυμήθηκε την ιστορία του Circus Maximus και προσπάθησε να ξαναζωντανέψει τους συμβολισμούς του χώρου. Έβλεπε, προφανώς, τον εαυτό του ως θεματοφύλακα και αναβιωτή του ρωμαϊκού imperium («εξουσία, ισχύς»)· και οι Ιταλοί που τον πίστεψαν συγκεντρώνονταν στον χώρο όπου κάποτε υψωνόταν το τεράστιο αυτό οικοδόμημα για να τον επευφημήσουν. Την ιστορία συχνά τη γράφουν οι ψευδαισθήσεις· αλλά τις ψευδαισθήσεις τις συνειδητοποιούμε μόνο όταν γίνονται ιστορία.

Σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύει αυτός ο Circus Maximus; Ο Κικέρων δήλωσε κάποτε: «Σε τρεις περιπτώσεις ο λαός εκφράζει τη βούληση του: στις πολιτικές συγκεντρώσεις, στις εκλογές, και στα στάδια.» Αλλά ο Κικέρων έχει στο μυαλό του την περίοδο της Δημοκρατίας, όταν υπήρχαν αρκετές πολιτικές ελευθερίες. Καθώς περνούν τα χρόνια και οι αυτοκράτορες συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερες εξουσίες στα χέρια τους, τα στάδια, με πρώτο τον Circus Maximus, γίνονται ο πιο σημαντικός δημόσιος χώρος πολιτικής έκφρασης του λαού. Μυριάδες λαού βρίσκουν εδώ την ευκαιρία να απευθύνουν εν χορώ αιτήματα προς τον ηγέτη τους. Δεν είναι ίσως δύσκολο να απορρίψεις τα αιτήματα μιας αντιπροσωπείας που σε επισκέπτεται· είναι όμως πολύ δύσκολο να κωφεύσεις στο βροντώδες «απαιτούμε» 200.000 ανθρώπων, όταν βρίσκεσαι ανάμεσα τους. Πολλά τέτοια αιτήματα για φορολογικές ελαφρύνσεις ή απαλλαγές ή για κάθε είδους παροχές ακούστηκαν και ικανοποιήθηκαν επιτόπου - μέσα στο στάδιο. Πολλοί αυτοκράτορες χρησιμοποιούν αυτές τις ευκαιρίες για να κάνουν «λαϊκίστικη πολιτική υποσχέσεων» και να ενισχύσουν την πολιτική τους θέση· αλλά δεν είναι όλοι τους αρκετά προσεκτικοί. Ένας από αυτούς, πριν από τους αγώνες και ενθουσιασμένος από τις επευφημίες του πλήθους, γύρισε στον υπουργό οικονομικών και του είπε: «Δώσ᾽ τα όλα» · αλλά στη συνέχεια το μετάνιωσε και απέφευγε να πηγαίνει στο στάδιο για να έχει το κεφάλι του πιο ήσυχο. Αυτό ήταν το δεύτερο λάθος: γιατί έχασε την εκτίμηση του λαού ακριβώς επειδή δεν πήγαινε στο στάδιο. Το λάθος, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν επικοινωνιακό.

Ορισμένοι, όμως, από τους Ρωμαίους ηγέτες είναι χαρισματικοί από επικοινωνιακή άποψη και τα καταφέρνουν θαυμάσια από το θεωρείο (το «μπαλκόνι», ας πούμε) του σταδίου, πιάνοντας κουβέντα με το πλήθος είτε διαμέσου κηρύκων είτε γραπτώς: δηλαδή, ακούν τα συνθήματα του κόσμου και στη συνέχεια υπαγορεύουν την απάντησή τους σε κάποιον που την αναγράφει σε μεγάλα «πλακάτ», ώστε να μπορεί να διαβαστεί από μεγάλη απόσταση - και ούτω καθεξής. Σε άλλες περιπτώσεις ο ηγέτης επικοινωνεί με χειρονομίες, σαν ηθοποιός στη σκηνή. Φυσικά, οι Ρωμαίοι έχουν αδυναμία στους ηθοποιούς που διαθέτουν εκφραστική κίνηση. Έτσι, το ρωμαϊκό στάδιο, εκτός από αθλητικό κέντρο, είναι και καζίνο και ένα είδος ανοιχτής βουλής και χώρος πολιτικών διαδηλώσεων: σπορ, χρήμα, πολιτική. Τι λείπει από την εικόνα;

Η Αληθινή Βιωματική Θεολογία

Το εσωτερικό Βίωμα, η Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, είναι άμεση, χωρίς «διαδικασία», αντίληψη του πραγματικού και σαν εμπειρία αποτελεί την ουσία και το περιεχόμενο κάθε μυστικής αντίληψης της ύπαρξης. Αποτελεί την Βάση της Μυστικής Θεολογίας, δηλαδή της εκ των υστέρων επεξεργασίας της Εμπειρίας και της μεταφοράς του σε κατώτερα αντιληπτικά επίπεδα, όπως αυτό της διανόησης και της εξωτερικής θρησκευτικής συμπεριφοράς.

Όλοι οι Γνήσιοι Μυστικοί δεν «ξεχνούν» και διαρκώς «τονίζουν» ότι η Βίωση της Πραγματικότητας είναι μια Πραγματική Επαφή με την Ζωντανή Πραγματικότητα, με την Ουσία της Ύπαρξης, με το Αληθινό και σαν Πραγματική Βιωματική Εμπειρία είναι κάτι που πρέπει να ζήσει κάποιος. Μπορεί να υποδειχτεί έμμεσα αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει κάποιος να το βιώσει. Πολύ περισσότερο η «μεταφορά» της ζωντανής εμπειρίας σε διανοητικό επίπεδο, στο επίπεδο της «περιγραφής», της πληροφορίας, υποβιβάζει το πραγματικό βίωμα σε ένα διανόημα, σε ένα σύμβολο. Είναι ολοφάνερο ότι το σύμβολο, η λέξη συνήθως, δεν είναι το πραγματικό. Παρόλα αυτά γίνεται κατανοητό ότι για να «μιλήσεις» για το βίωμα θα πρέπει ή να καθοδηγήσεις «άμεσα» κάποιον, σε πραγματικό χρόνο, να δει, να βιώσει, την Πραγματικότητα, ή αλλιώς να του δώσεις πληροφορίες, ένα διανοητικό χάρτη. Αλλά ποτέ ο χάρτης δεν είναι το έδαφος.

‘Όλα τα Γνήσια Θρησκευτικά Κινήματα που ξεκίνησαν από την Βιωματική Εμπειρία του Απολύτου που Πραγματοποίησε Κάποιος (σαν Υπέρβαση της προσωπικής ύπαρξης και «διάλυσης» στο Αληθινό), ο Ορφέας, ο Λάο Τσε, ο Βούδας, ο Κρισναμούρτι, κι άλλοι, κι έγιναν μετά Βιοθεωρία, Οδός προς την Αλήθεια, χρησιμοποίησαν την «περιγραφή», την κοσμοθεωρία, την εξήγηση, σαν βοηθητικό μέσο προς το Πραγματικό, προς την Πραγματοποίηση της Αλήθειας κι όχι σαν απόλυτη αλήθεια. Απόλυτη Αλήθεια είναι η Ζωντανή Εμπειρία κι όχι η «περιγραφή» της. Η διανοητική περιγραφή δεν μπορεί ποτέ να ξεπεράσει το επίπεδό της (της περιγραφής). Το Ζωντανό Βίωμα είναι άμεση επαφή με το πραγματικό, δηλαδή κάτι διαφορετικό.

Παρόλα αυτά πολλοί άνθρωποι νομίζουν ότι Εσωτερική Γνώση, Φιλοσοφία, Θεολογία, είναι η διανοητική εξήγηση της πραγματικότητας. Αυτό δεν είναι ούτε θρησκεία, ούτε ζωή, είναι μονάχα διανόηση. Η Ζωή είναι κάτι άλλο. Συχνά διαπιστώνει ο σοβαρός μελετητής ότι η θεωρία δεν μπορεί καν να εφαρμοσθεί. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τελείως την διανόηση για να Βιώσουμε την Αλήθεια. Η Ζωή είναι πέραν της διανόησης, είναι άμεση επαφή με το πραγματικό. Έτσι Αυτός που θα Πραγματοποιήσει την Βίωση του Απολύτου εγκαταλείπει τελείως την προσπάθεια να αντιληφθεί, να κατανοήσει, να αναλύσει, να περιγράψει, εγκαταλείπει τελείως κάθε εξωτερική δραστηριότητα και βυθίζεται στο Είναι, στην Ουσία της Ύπαρξης. Εγκαταλείπει τελείως το διανοητικό επίπεδο, τις θεωρίες, τις θρησκείες, τα ιερά κείμενα, την παράδοση, τον ανθρώπινο πολιτισμό, όλα. Έξω από την διανόηση, στον Χώρο της Αληθινής Ζωής, του Πραγματικού, όλα αυτά είναι άχρηστα. Το μόνο που ισχύει είναι η Άμεση Αντίληψη της Πραγματικότητας, η Ροή με την ζωή, η Ελευθερία από όλους τους περιορισμούς, η Αιωνιότητα.

Η Ουσία του Εσωτερικού Βιώματος, η Άμεση Επαφή με την Πραγματικότητα, με το ξεπέρασμα της διανόησης, του εγώ, της δυαδικής αντίληψης, Αποκαλύπτεται, σε Όσους έχουν Εμπειρία, σαν Απελευθέρωση από τους περιορισμούς στην Απεραντοσύνη της Ύπαρξης, σαν Ελευθερία, σαν Αιωνιότητα, πέρα από τα φαινόμενα και τον χρόνο. Βιώνεται Άμεσα η Ενότητα της Ύπαρξης. Όλα Είναι Ένα. Κι επειδή δεν υπάρχει το απατηλό κέντρο αντίληψης, το εγώ, δεν υπάρχει καμία δυαδική αντίληψη. Η Συνείδηση Αγκαλιάζει τα Πάντα. Αυτή η Αίσθηση της Ενότητας είναι η Απόλυτη Ουσία της Αγάπης. Από Εδώ Πηγάζουν όλες οι Βιωματικές Αντιλήψεις της Αληθινής Θρησκείας του Βιώματος. Όλα Είναι Ένα. Όλα Είναι Θεός. Ο Θεός Είναι Αγάπη. Η Αγάπη Είναι η Ουσία της Ύπαρξης.

Αυτός που Ανυψώνεται Ως την Βίωση της Πραγματικότητας (πέρα από την διανόηση, το εγώ, την δυαδικότητα) Βιώνει Μια Κατάσταση Ύπαρξης (Αντιλαμβάνεται την Ύπαρξη) σαν Μια Άυλη Ενέργεια, σαν Μια Άυλη Παρουσία, σαν Μια Άυλη Συμνειδητότητα, που δεν εξαρτάται από εξωτερικά φαινόμενα, ούτε από το υλικό σώμα.

Αλλά όταν κάποιος δεν βιώνει την Βαθύτερη Ουσία της Ύπαρξης, την Ενότητα του Είναι, το Παγκόσμιο Είναι, την Ενότητα με Όλα, την Απόλυτη Αγάπη προς όλα (την «ουσία» τους κι όχι τους εξωτερικούς επιφανειακούς περιορισμούς τους) κι είναι εγκλωβισμένος σε ένα περιορισμένο κέντρο αντίληψης, σε ένα εγώ κι αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα μέσα από το εγώ, σαν μια δυαδική πραγματικότητα, είναι δύσκολο να κατανοήσει πως όλα αυτά Είναι Ένα (αφού αυτός αισθάνεται «διαχωρισμένος»). Όσο κι αν προσπαθεί ο εγωιστής να συλλάβει τον Θεό θα Τον βλέπει πάντα σαν Κάτι ξεχωριστό, σαν ένα αντικείμενο απέναντί του. Αλλά αυτό που αντιλαμβάνεται δεν είναι το Ζωντανό Όλον που τα Αγκαλιάζει Όλα, πέρα από τους περιορισμούς, πέρα από «εγώ», είναι απλά μια ιδέα του εγωιστή νου, ένα «είδωλο» του Θεού, όπως αντικαθρεφτίζεται μέσα στην «διανόηση», μέσα στην σκέψη. Η Βίωση της Παρουσίας του Θεού, του Όλου που τα Αγκαλιάζει Όλα, η Βίωση της Ενότητας του Είναι μπορεί να συμβεί μόνο με την διάλυση της εγωιστικής διανόησης.

Αυτοί που στο Όνομα του Θεού κηρύσσουν μια Θρησκευτική Διδασκαλία, μια Θεολογία, στους Ναούς και στα Πανεπιστήμια, όπου ο Θεός είναι Κάτι ξεχωριστό από όλα, από εμάς, από τον καθένα, απλά διατυπώνουν μια δική τους θεωρία, του εγωιστή νου τους, δεν περιγράφουν την Πραγματικότητα. Ο Θεός Δεν Είναι Διαφορετικός από την Ουσία μας αλλά από τους επιφανειακούς περιορισμούς μας (που εμείς, μέσα στην άγνοια δημιουργούμε με την σκέψη). Κι αυτό είναι τελείως διαφορετικό.

Η Γνήσια Θεολογία είναι η Θεολογία της Ενότητας του Είναι, της Θεϊκής Ουσίας των Πάντων, της Απόλυτης Αγάπης που τα Αγκαλιάζει Όλα. Κάθε διαχωρισμός, κάθε δυαδικότητα, δεν πηγάζει Εκ Θεού, πηγάζει εκ του Πονηρού, από τον εγωιστή νου, που διαστρέφει τα πάντα.

Στο Άγνωστο

Αν μπορούσα μόνο να ήξερα…!

Όλοι θα ήθελαν να μάθουν… Τρέχουν σε αστρολόγους, μέντιουμ και ό,τι άλλο. Καίγονται να ξέρουν!

Ποτέ δεν με ενδιέφερε. Ποτέ δεν κυνήγησα το μέλλον ή τη γνώση με αυτόν τον τρόπο.

Κοιτάζοντας πίσω τώρα… Αν ήξερα θα το ‘κανα; Θα περπατούσα αυτήν την πορεία; Θα είχε νόημα; Θα το πίστευα; Ποιες αοριστολογίες θα μπορούσαν να με εκτροχιάσουν από την τόσο πεισματική πορεία μου;

Μια πορεία απρόβλεπτη, ανηφορική μα και με πολλές υπέροχες βουνοκορφές, που τίποτα εκτός από τη βιωματική αίσθησή τους, δεν θα ήταν αρκετό.

Ευγνωμονώ….

Τις άπειρες φορές που έπεσα, ακόμα κι αν πίστευα ή φαινόταν πως δεν θα ξανασηκωνόμουνα.

Το πείσμα, την αυτό-πειθαρχία, την αφοσίωση στη δουλειά, που συχνά ξανάρχιζε από την αρχή.

Το σκοτάδι που έκρυβε απειλητικά το φως που λαχταρούσα να δω.

Τη δύναμη της ψυχής μου που άνοιγε σε καίριες στιγμές κάποιο παράθυρο για ν’ αναπνεύσω.

Το αλύγιστο πνεύμα μου που με οδηγούσε πάντα σαν τυφλή στην άβυσσο του νου μου.

Την πίστη μου που πετάει ελεύθερα και δε δεσμεύεται από το ψέμα.

Την αθωότητα που μου επιτρέπει να είμαι παιδί.

Τον έρωτα που με εμπνέει και με ολοκληρώνει.

Τη φιλία που οι αδελφές ψυχές μου ξέρουν πως είναι ανεκτίμητη.

Την ειλικρίνεια και τη φανέρωση, ακόμα κι όταν έμενα μόνη.

Το χρόνο που με έμαθε πως υπάρχω πέρα από αυτόν.

Και όλ’ αυτά, που συνεχίζουν να υπάρχουν, να καλλιεργούνται και να καθοδηγούν την πορεία μου... Μού χαρίζουν τα δώρα της επιμονής, της υπομονής, του θάρρους, που δεν μετριούνται με γήινους αριθμούς.

Σαν παιδί, μαθαίνω, ανοίγοντας νέους ορίζοντες.

Σαν έφηβος παθιάζομαι, ερωτεύομαι, πεισμώνω.

Σαν ενήλικας συνεχίζω να ζω, μια ζωή με νόημα, πάθος, δημιουργία, και απερίγραπτες στιγμές αλήθειας, μαγείας, έκστασης, ευτυχίας.

Οι ρόλοι δεν με ορίζουν μα λατρεύω να παίζω όσους επέλεξα συνειδητά, προσφέροντας με μεράκι, σοβαρότητα και αθωότητα ό,τι πιο αληθινό εντοπίζω μέσα μου.

Και αύριο, είναι μια καινούργια μέρα… σε αρμονία και με πίστη στη ροή της ζωής, όπου/όπως κι αν βρίσκομαι!

Διασχίζοντας το Όνειρο

Η ελευθερία έρχεται με κόστος. Κανένας δεν θέλει να πληρώσει το τίμημα με συνειδητή βούληση και ευθύνη, κι έτσι το πληρώνουν ανάποδα: για να παραμένουν σκλαβωμένοι.

Η απαλλαγή από το τίμημα δεν είναι επιλογή, κανείς δεν εξαιρείται. Ούτε να κρυφτούμε μπορούμε από τη Δικαιοσύνη που διέπει τους κόσμους και εμείς ακόμα ανακαλύπτουμε, κατανοώντας τις παρανοήσεις μας (που είναι πάρα πολλές).

Μπορεί να κολυμπάμε στις ψευδαισθήσεις προσωρινά, μπορεί να βαυκαλιζόμαστε είτε για την κουτοπονηριά μας είτε για την υποτιθέμενη αρετή στον συμβιβασμό των κοινωνικών προσταγών μας, όμως ο χρόνος κάνει κύκλους και δεν αντιλαμβανόμαστε πως περνάμε από τα ίδια σημεία.

Γιατί όλα είναι αλληλένδετα, κι ας χάσαμε την ικανότητα να συνδέουμε. Ας εμπιστευτήκαμε να διχάζουμε, να απομονώνουμε, να κομματιάζουμε τον εαυτό μας. Οι δικές μας αντιλήψεις του κόσμου, αποτελούν ζωντανά ονειρέματα, πολύ πειστικά για την ακεραιότητα και την αλήθεια τους. Ταυτισμένοι και εξαρτημένοι, αδυνατούμε να αντιληφθούμε οτιδήποτε πέρα από ό,τι έχουμε ήδη καταχωρήσει, πιστέψει, υιοθετήσει...είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, δεν έχει σημασία.

Η ζωή μας όλη, πόνοι και χαρές είναι αφορμές για να βοηθήσουν στις διασυνδέσεις: να καταλάβουμε, ν' αποδεσμεύσουμε, να ενώσουμε, να κάνουμε πιο ανάλαφρο το πέρασμά μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ουσίας μας: της σημαντικότητας ΚΑΙ ασημαντότητάς μας.

Τίποτα απ' όλα αυτά όμως δεν βγάζει νόημα, ενόσω εξακολουθούμε να πορευόμαστε με τον υφιστάμενο προγραμματισμό μας, όποιος κι αν είμαστε, ό,τι άλλο κι αν έχουμε καταφέρει. Τα βάρη που μας κρατάνε εξαρτημένους από τον υλικό κόσμο είναι πολλά, τα περισσότερα από αυτά αόρατα κι ας θεριεύουν οι προσπάθειες "αποκάλυψής" τους.

Γιατί δεν αποκαλύπτονται απ' έξω, από άλλους, ούτε από οποιαδήποτε ποσότητα πληροφοριών κι αν συλλέξουμε. Θα εξακολουθήσει να είναι αόρατο το κελί της φυλακής μας, γιατί απλούστατα ΕΜΕΙΣ το κρατάμε κρυφό από τη συνείδησή μας, συνεχίζοντας την πλάνη μας.

Η σοφία είναι αυτή που βλέπει καθαρά, όλα τα δυαδικά και αντίθετα, χωρίς φόβο, χωρίς απειλή, χωρίς την ανάγκη να κοιτάξει αλλού, να πείσει, να πολεμήσει με συνηθισμένους τρόπους που ουσιαστικά ενισχύουν ό,τι οι ίδιοι διαχωρίζουμε.

Η σοφία είναι πέρα από κάθε περιγραφή, πέρα από κάθε ομολογία, πέρα από κάθε αποσπασματική λεκτικοποίηση, κάποιου τμήματος της αλήθειας που είναι αδύνατον να χωρέσει στην περιοριστική αντίληψή μας. Κατανοεί και συμπονεί, μα συμμετέχει επιλεκτικά και μόνο εφόσον υπάρχει Λόγος καθαρός.

Η ενασχόληση με τον καθένα, το κάθε Άτομο/Άνθρωπο που επιλέγει να συνειδητοποιήσει βιωματικά την πλάνη, που αναλαμβάνει το κόστος της ελευθερίας του, αξίζει και είναι έργο...δεν μπορεί να ορίζεται από επιφανειακές ανάγκες απαλλαγής από τον πόνο, θεραπείας κάποιας αρρώστιας κλπ, αν και αυτά αποτελούν τις αφορμές που έχουμε ακόμα ανάγκη για να εστιάσουμε την προσοχή μας. Όμως οι συνδέσεις είναι βαθύτερες και τις επιλέγουμε σε επίπεδο Εαυτού.

Και η κοινωνία, η "κατάντια του κόσμου", η αδικία που μαστίζει όλους τους τομείς της ζωής μας είναι έργο δικό μας, θετικό ή αν θέλεις, επιλεγμένο, για να αναλάβουμε κάποια στιγμή την ευθύνη μας...τη ΔΙΚΗ ΜΑΣ ευθύνη, ατομικά, συνειδητά, με θάρρος και πειθαρχία στο ξύπνημά μας, αλλάζοντας μια μια τις επιλογές μας!

Τομ Ρόμπινς: Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΩΝ ΑΙΔΟΙΩΝ

– ...η πράξη της ανάγνωσης είναι συχνά εξίσου βαθιά και έντονη μ’ έναν ακραίο σεξουαλικό εναγκαλισμό. Πρέπει να λάβετε μέτρα για να διασφαλίσετε τον ιδιωτικό σας χώρο.

-…να αγκαλιάσουμε και την ίδια την αναζήτηση και όχι μόνο στο στόχο της. Αν το ταξίδι μας στην καρδιά (ή το αιδοίο) του νοήματος της ζωής μοιάζει σε αισθητό βαθμό με την τελευταία μας επίσκεψη στο εμπορικό κέντρο, κατά πάσα πιθανότητα κάτι κάνουμε λάθος.

-…για τους πιστούς της τάντρα το αιδοίο λατρεύεται ως όργανο παραγωγής του κόσμου και του χρόνου.

-…η φυσική ομορφιά παλεύει να αντισταθεί στην ύπουλη ομοιομορφία την οποία γεννοβολά η απληστία και ο φόβος των ανθρώπων.

ΔΥΟ ΣΤΗΝ ΖΟΥΓΚΛΑ

-…εκείνο το σκοτεινό στοιχείο του κινδύνου χωρίς το οποίο ο ρομαντισμός δεν είναι παρά η ανόητη πλευρά της λαγνείας.

ΤΟ ΟΚΤΑΩΡΟ ΦΙΛΙ

–Το ροζ είναι η όψη που παίρνει το κόκκινο όταν βγάζει τα παπούτσια του και λύνει τα μαλιά του.

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΝΙΒΑΛΩΝ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΜΑΜ ΤΟΥ

-… πιστεύεται ότι δεν έχουν φάει κολλητούς τους τις τελευταίες τέσσερις γενιές. Πολλοί είναι χριστιανοί (πράγμα που μ έκανε να αναρωτηθώ μήπως τους αρέσει ιδιαίτερα η Θεία Κοινωνία, κάτι σαν «φάε τον αρχηγό»)

-…αρχαία και παραδοσιακή βρισιά των Κάρο Μπατάκ: «Καθαρίζω τα δόντια μου από τη σάρκα των συγγενών σου».

ΤΟ ΦΙΛΙ

-Το φιλί δεν μιμήθηκε την φύση αλλά την αναδόμησε.

-Η παράδοση μας πληροφορεί ότι το φιλί όπως το γνωρίζουμε επινοήθηκε από τους ιππότες του μεσαίωνα για έναν πρακτικό σκοπό: για να εξακριβώνουν αν οι γυναίκες τους είχαν βάλει χέρι στο βαρέλι με το υδρόμελι όσο εκείνοι έλειπαν στις Σταυροφορίες.

-Το φιλί είναι το υπέρτατο επίτευγμα του δυτικού κόσμου.

–Το φιλί είναι το άνθος του πολιτισμένου κόσμου.

-Και ας το παραδεχτούμε το πεταχτό φιλί δεν είναι παρά ένας τετράγωνος τροχός, στείρο και ελαφρά δυσοίωνο. Με τι άλλο πρόδωσε ο Ιούδας τον Μεγάλο αν όχι μ΄ ένα πεταχτό φιλί, ξέρω, χωρίς σάλιο και γλώσσα;

-…καλά φιλιά επίσης. Ηχούν μέσα στο όζον...

-Τα καλύτερα φιλιά, όμως, είναι τα φιλιά ανάμεσα σε ερωτευμένους, επειδή είναι σημαντικά, είναι επικίνδυνα, είναι μετασχηματιστηκά, είναι τα φιλιά που καλούν τις νύμφες και τους σάτυρους πίσω στη ζωή...

-Καμιά άλλη σάρκα σαν τη σάρκα των χειλιών! Κανένα άλλο κρέας σαν το κρέας του στόματος! Τα μουσικά κλικ δοντιού πάνω σε δόντι! Η υπέροχη περιέργεια των γλωσσών!

-…όποιος λέει «ναι» στη ζωή, αυτόματα θα πει «όχι» σ΄ εκείνες τις δυνάμεις της πολιτικής που καταστρέφουν τη ζωή, την περιορίζουν, την κάνουν βαρετή ή δυστυχισμένη.

-…η κοινωνική δράση στο πολιτικοοικονομικό επίπεδο είναι ψιλοπράγματα. Η μεγάλη ανθρώπινη περιπέτεια είναι η εξέλιξη της συνειδητότητας. Είμαστε σε αυτήν τη ζωή για να φωτίσουμε τον εγκέφαλο.

–Με τη φαντασία και το παιχνίδι με τις λέξεις μπορείς να βγεις από οποιοδήποτε αδιέξοδο. Αυτό φυσικά προϋποθέτει να έχεις ταλέντο.

-Και η τέχνη όπως ο έρωτας, είναι αυτή που κάνει τον κόσμο πάντα αρεστό και καινούργιο. Όμως αυτή η αναζωογόνηση δεν μπορεί να θεωρηθεί σκοπός της τέχνης. Η τέχνη αναζωογονεί ακριβώς επειδή δεν έχει κανένα σκοπό παρά μόνο να απασχολήσει τις αισθήσεις μας. Το απελευθερωτικό σοκ της εμπνευσμένης μη χρησιμότητας.

-Όποιος μεταδίδει στους εν δυστυχία αδελφούς του την κρυφή λαμπρότητα των ονείρων του, επενεργεί πάνω στην κοινωνία γύρω του σαν διαλυτικό, και κάνει όλoυς εκείνους που τον καταλαβαίνουν συχνά χωρίς να το συνειδητοποιούν, παράνομους και αντάρτες.

Έρμαν Έσσε: Δεν θέλω να ζω μόνο για χάρη της ζωής, δεν θέλω να αγαπώ μόνο χάρη στη γυναίκα

Δεν θέλω να ζω μόνο για χάρη της ζωής, δεν θέλω να αγαπώ μόνο χάρη στη γυναίκα.

Χρειάζομαι τη μοναχική απόλαυση του καλλιτέχνη.

Μόνο έτσι μπορώ να χαρώ τη ζωή, να την υποφέρω.

Ξέρω ότι αυτή είναι μια αμφίβολη, διόλου υποδειγματική φιλοσοφία ζωής, αλλά αυτός είναι ο δικός μου δρόμος...

Όταν ο Χρυσόστομος ξαναγυρίζει στις γυναίκες, συμβαίνει για μένα κάτι ανάλογο μ' αυτό που γίνεται με τις μέλισσες: επιστρέφουν διαρκώς στα λουλούδια ακολουθώντας την ίδια σκοτεινή παρόρμηση, να πάρουν μια σταγόνα χυμό.

Ποτέ δεν εμβαθύνουν, δεν εξιδανικεύουν τη σχέση με τα λουλούδια.

Γρήγορα τα λησμονούν και βιάζονται να επιστρέψουν στο σπίτι για να ετοιμάσουν το μέλι τους...

HESSE HERMANN, ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Κάνοντας ανθρωπολογία με τους αρχαίους Έλληνες

Σε ΧΡΟΝΟΥΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ, πολύ πριν εμφανιστεί ο έναρθρος λόγος, το ανθρώπινο είδος ανακάλυψε ότι είχε τη δύνα­μη να αντιληφθεί τον εαυτό του διαφορετικό από ό,τι ήταν. Για να αρχίσει να βρίσκεται έξω από αυτόν, για να μετα­φερθεί σε έναν άλλο κόσμο, αρκούσε μια ισχυρή οσμή ή μια ηχητική εικόνα που και ένα μόνο ον σε κατάσταση μέθης μπο­ρούσε να συλλάβει. Το να αρχίσει να φαντάζεται ότι υπάρχει πολιτισμική ποικιλία στους τόπους που «αποικίστηκαν» από το ανθρώπινο είδος φαίνεται ότι απαιτούσε πολύ περισσότε­ρα. Όχι μόνο τον πλήρη έλεγχο ενός πλούσιου και πολύπλο­κου λόγου, αλλά μακροχρόνιες σωρευτικές και τεκμηριωμένες παρατηρήσεις σε τόπους κατάλληλους για την εξεύρεση ση­μαντικών διαφορών. Η Αμερική, που εδώ και μερικούς αιώ­νες βαπτίστηκε Νέος Κόσμος, μας προσφέρει «το εκπληκτικό θέαμα πολύ σημαντικών γειτονικών πολιτισμών με πολύ χα­μηλό τεχνικό και οικονομικό επίπεδο. Αυτοί οι πανάρχαιοι πολιτισμοί, επιπλέον, υπήρξαν πάντα εφήμεροι: γεννήθηκαν, άνθησαν και χάθηκαν μέσα σε λίγους αιώνες».[1] Ίσως ένας άνθρωπος, ποιητής και σοφός, να βρέθηκε, πριν από τον Κολόμβο, στον υψηλότερο θάλαμο μιας πυραμίδας, για να δια­πιστώσει ότι και οι πολιτισμοί επίσης είναι θνητοί και ότι άλ­λοι, που παράγονται από την ίδια ύπαρξη, γεννιούνται και ξαναγεννιούνται μέσα από τις δικές τους πολιτισμικές παραγω­γές. Σήμερα, οι Σοφοί των Ηνωμένων Εθνών συμφωνούν στην ιδέα ότι η ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους διέρχεται από την «πολιτισμική ελευθερία», το δικαίωμα επιλογής του πολιτι­σμού ή των πολιτισμών του σε έναν κόσμο όλο και πιο ενο­ποιημένο, ο οποίος αναγνωρίζει τη θεμελιώδη διαφορά του.

Συγκριτική ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάδας: ίσως πρέπει να αρχίσουμε εξηγώντας τι θα πει «ανθρωπολογία» και στη συνέχεια τι θα πει «συγκριτική», τόσο για την ανθρωπολογία όσο και για την αρχαία Ελλάδα. Το γεγονός ότι η λέξη «αν­θρωπολογία» προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά δε σημαί­νει ότι υπήρχε στην αρχαιότητα μια «επιστήμη» ή ένας λόγος σχετικά με το ανθρώπινο είδος γενικά, με το οποίο ασχολού­νταν οι «ανθρωπολόγοι», όπως υπάρχουν, παραδείγματος χάριν, θεολόγοι, οι οποίοι αποκαλούνται έτσι επειδή τους αρέ­σει να γράφουν για τους θεούς της υπαίθρου όπου ζουν ή της γειτονικής πόλης.[2] Τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Αριστοτέλης μαρτυρεί ότι «ανθρωπολόγος» είναι το όνομα που δίνεται στο φλύαρο, υποδηλώνει κάποιον πολυλογά και κάτι περισσότερο.[3] Καλή αρχή. Πρέπει να περιμένουμε μέχρι το 18ο αιώνα, στην Ευ­ρώπη, για να εντοπίσουμε τα πρώτα σκιαγραφήματα μιας «επιστήμης» με τα χαρακτηριστικά της ανθρωπολογίας, λίγο πριν από τον Emmanuel Kant, στη συνέχεια από τον ίδιο τον Kant το 1788, αλλά, κυρίως, για να δούμε να εμφανίζονται εταιρείες λογίων, όπως εκείνη των «Παρατηρητών του αν­θρώπου» (Observateurs de l’homme, 1799), του ανθρώπου μέ­σα στην ποικιλομορφία του, στην εκπληκτική ποικιλία των «καλών τρόπων» του ή, θα λέγαμε, του πολιτισμού του. Πο­λιτισμού υπό την έννοια του τεχνικού όρου όπως θα χρησιμο­ποιηθεί από τον Edward Β. Tylor, έναν από τους μεγάλους Άγγλους ιδρυτές της ανθρωπολογίας-επιστήμης: δηλαδή των δοξασιών, των πρακτικών, των τεχνικών, όλων όσα περιλαμ­βάνουν για εμάς η ηθική, το δίκαιο ή η τέχνη, των ηθών, των εθίμων, όλων όσα ο άνθρωπος που ανήκει σε μια κοινωνία προσλαμβάνει και μεταφέρει μεταμορφώνοντάς τα ανάλογα με τη δημιουργικότητά του και τις επιλογές του στο βαθμό που αυτές γίνονται κοινωνικά αποδεκτές.[4]

«Συγκριτική ανθρωπολογία»: η «επιστήμη» της πολιτισμι­κής διαφορετικότητας στην ιστορία του είδους μας οφείλει αναγκαστικά να θέτει αντιμέτωπες μεταξύ τους τόσο πολλές παράξενες πολιτισμικές παραγωγές. Η ανθρωπολογία είναι συγκριτική από τη φύση της. Βεβαίως δεν είναι ούτε η πρώτη «επιστήμη», ούτε η μόνη, που καταφεύγει στη σύγκριση. Στη διάρκεια του 16ου αιώνα ελεύθερα πνεύματα της Ευρώπης παίρνουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν αντικρουόμενες θρη­σκείες: καταγράφουν ομοιότητες, επισημαίνουν διαφορές και τολμούν να θέσουν καίρια ερωτήματα για κοινές προφανείς αλήθειες και δοξασίες που θεωρούνται ότι προήλθαν εξ αποκαλύψεως σε περισσότερες από μία θρησκευτικές κοινότητες.[5]

Επιχείρηση ανατρεπτική και πολύ επικίνδυνη για εκείνους που παραδίδονται στο λιοπύρι του απολυταρχισμού, τόσο του πνευ­ματικού όσο και του κοσμικού. Φωτίζοντας, έστω και με ένα μόνο κερί, τους διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης ενός βιβλίου εξ αποκαλύψεως προερχόμενου, εξουδετερώνοντας την παράδοση ή χρησιμοποιώντας την ερμηνεία, όλα αυτά υποδηλώνουν την επινόηση μιας πρώτης συγκριτικής ιστορίας των θρησκειών. Η θαυμαστή εκκόλαψη των «αιρέσεων», των ιδιαίτερων επιλογών κατά τη διάρκεια της άνοιξης της Μεταρρύθμισης, οδηγεί σε αυ­τό χωρίς ωστόσο να αμφισβητεί το κύρος του βιβλίου που ονο­μάζεται Βίβλος και των πολλαπλών κλήρων του.

Το 16ο αιώνα επίσης το ανθρώπινο ζώο αρχίζει να πειρα­ματίζεται με τον εαυτό του. «Ιστορικοί» πάντοτε νέοι, ο Henri de la Popeliniere και o Jean Bodin, εμφανίζονται για να συγκρίνουν πυρετωδώς τα ήθη και τα έθιμα των αρχαίων και της «Γαλατικής Πολιτείας» με εκείνα του Νέου Κόσμου. Σε μια εποχή που ο ιστορικός δεν είναι ακόμη επαγγελματίας, οι περισσότερο οραματιστές ονειρεύονται να περάσουν τη θά­λασσα για να ανακαλύψουν και να γνωρίσουν διαφορετικούς και πολύ γοητευτικούς πολιτισμούς. Θα εμφανιστούν άλλες συγκριτικές προσεγγίσεις, όπως εκείνη της «ανοικοδόμησης» στο πρώτο τέταρτο του 18ου αιώνα, τόσο για να εγκαταστή­σουν μια γενεαλογία του πνεύματος, όσο και για να τοποθε­τήσουν τους αναγνωρισμένους πολιτισμούς στην κλίμακα μιας εξέλιξης. Οι πρώτες απόπειρες παλαιοντολογίας, γεωλογίας, αρχαιολογίας και βιολογίας εφαρμόζουν όλες τις συγκριτικές προσεγγίσεις που επιτρέπουν να γίνει ορατό το βάθος της ιστορίας του ανθρώπινου είδους και διακριτός ο τεράστιος πλούτος των πολιτισμικών εμπειριών σε παγκόσμια κλίμακα.[6]

Από τη στιγμή που η ανθρωπολογία επιβάλλεται ως επι­στήμη -ο Tylor την είχε αποκαλέσει «επιστήμη του πολιτι­σμού»-, επιλέγει να θέσει γενικά ερωτήματα: κανόνες συγ­γένειας, μορφές κοινωνικής οργάνωσης και συστήματα ανα­παραστάσεων. Ανάμεσα στο 1860 και το 1880 η ανθρωπολο­γία επιλέγει να εξετάσει τόσο τους «πρωτόγονους» πολιτι­σμούς όλων των ηπείρων όσο και τις αρχαίες κοινωνίες, το ευ­ρωπαϊκό μεσαιωνικό παρελθόν και ένα μέρος από τα σύγ­χρονα ήθη και έθιμά μας. Ο πρώτος κάτοχος μιας έδρας Κοι­νοτικής Ανθρωπολογίας στην Ευρώπη και στον κόσμο θα εί­ναι ο συγγραφέας του Χρυσού Κλώνου James George Frazer* ελληνιστής, επιμελητής και λόγιος υπομνηματιστής της Ελλάδος Περιηγήσεως που συνέγραψε ο Παυσανίας, ο ταξιδιώτης που ξεκίνησε την εποχή του Αδριανού για να ανακαλύψει τις λατρείες και τις παραδόσεις των Ελλήνων του παλιού καιρού.[7]

Ήδη όμως ο ουρανός σκοτεινιάζει, όταν εμφανίζονται ανά­μεσα στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Αγγλία τα πρώτα «με­γάλα έθνη» και, συμπτωματικά, θεσμοθετείται και αποκτά θέ­ση μια ιστορία που αυτοεπιβεβαιώνεται με τον πομπώδη τίτ­λο «ιστορική επιστήμη». Μόλις εγκατασταθεί, θα ασχοληθεί με ένα προνομιούχο αντικείμενο: το «εθνικό», το οποίο δέχτηκε t α πρώτα του στοιχεία πολιτικής και νομικής ταυτότητας από τη δεκαετία του 1850. Στους ιστορικούς, κατόχους εδρών και αμειβόμενους από το Πανεπιστήμιο, ανήκει το καθήκον να υποκαταστήσουν «επιστημονικά» πώς ένα μεγάλο έθνος δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνο στη δική του γένεση.[8] Ο κοινωνιολόγος Emile Durkheim έλεγε το 1905, με ένα μορφασμό αηδίας, ότι δεν ήταν δυνατό να αναλυθεί επιστημονικά η «σκοτεινή μυστική ιδέα» που ονομάζεται «έθνος».[9] Με τη διο­ρατικότητα που διέθετε πριν από το 1914 -αργότερα έγινε ο ηθικός παιδαγωγός της πατρίδας-, ο ίδιος επιστήμονας πρό­βαλε την ιδέα ότι το «έθνος» αποτελεί ένα εντελώς ακατάλ­ληλο αντικείμενο για τον κοινωνιολόγο: μέσα από τη «μοναδικότητά» του απέκλειε τη σύγκριση, την εποικοδομητική σύ­γκριση, εκείνη που, σύμφωνα με τον Durkheim, οφείλει να εφαρμοστεί σε κοινωνικούς τύπους, να ανασύρει από αυτούς τους κοινούς χαρακτήρες και να αντιπαραβάλει τα συστήμα­τα και τα περιβάλλοντα προκειμένου να παρατηρήσει και να αναλύσει τα στοιχεία που παραμένουν αμετάβλητα μέσα από τις διακυμάνσεις.[10] Η «ιστορική επιστήμη» γύρω στο 1870 σφυ­ρηλατεί μια εθνική και αποκλειστική ιστορία, εγκωμιάζοντας τον ασύγκριτο χαρακτήρα της, με τη διπλή της έννοια: ανώτε­ρη από κάθε άλλη και αδύνατον να τεθεί σε προοπτική. Αρκεί να θυμίσουμε τη Γαλλία και τη Γερμανία, οι οποίες συγκρού­ονται από τη μια και την άλλη πλευρά του Ρήνου. Ένας τέ­τοιος προσανατολισμός δεν ήταν δυνατό παρά να υπογραμμί­σει την απόσταση με την επιστήμη της ανθρωπολογίας, αφοσιωμένης εξολοκλήρου στη μελέτη μέσω της σύγκρισης.

Επειδή επιθυμώ να εκθέσω με τον απλούστερο τρόπο το σχέ­διο μιας συγκριτικής ανθρωπολογίας της αρχαίας Ελλάδας, εί­ναι καιρός να αναρωτηθούμε τι γίνονται οι αρχαίοι Έλληνες με­τά τον Frazer και τους συνεργάτες του στο Κέμπριτζ, οι οποίοι μπερδεύουν την ανθρωπολογία με την μελέτη του ελληνισμού.[11]

Ποιοι είναι αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες; Ποια θέση κατέχουν; Για να προσδιορίσουμε τις θέσεις που θα παραχωρηθούν στους αρχαίους Έλληνες στο πεδίο που σηματοδοτείται από την ένταση μεταξύ μιας, σε μεγάλο βαθμό, εθνικής «ιστορικής επιστήμης» και μιας ανθρωπολογίας με συγκριτική ειδίκευση, πρέπει να διευκρινίσουμε το ουσιώδες σημείο στην απόσταση που θα δημιουργηθεί μεταξύ των δύο επιστημών. Στην ίδια δεκαετία του 19ου αιώνα εμφανίζεται ο παραπλανητικός, αλ­λά στη συνέχεια ξεκάθαρος, διαχωρισμός των κοινωνιών που αποκαλούνται «χωρίς γραφή» από τη μια και, από την άλλη, εκείνων που προικίζονται και σύντομα εξιδανικεύονται δια­μέσου της γραφής, χωρίς την οποία δε θα υπήρχε «πολιτι­σμός».[12]

Οι πολιτισμοί που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα ομαδοποιήθηκαν κάτω από διάφο­ρα ονόματα: πρωτόγονες κοινωνίες, άγριες ή, ακόμα, μη πο­λιτισμένες. Στη Γαλλία, όταν δημιουργείται το 1868, στο πε­ριθώριο του Πανεπιστημίου, η σχολή Les Hautes Etudes, ένα τμήμα της συγκεντρώνει σε κοσμικό χώρο το σύνολο των γνωστών θρησκειών, προκειμένου να τις αναλύει ως διαφορετικές περιπτώσεις ενός και του αυτού είδους. Το 1888, δημιουργείται μία έδρα των «θρησκειών των μη πολιτισμένων λαών», δί­πλα στην έδρα των «μεγάλων θρησκειών», από τις οποίες πρώτη θα παραμείνει ως τις μέρες μας ο χριστιανισμός και ο σκληρός του πυρήνας: ο καθολικισμός. Για να αναγνωριστεί στο σύνολο των λαών που στερούνται πολιτισμού το δικαίω­μα στη «θρησκεία» χρειάστηκαν μακρόχρονοι και σκληροί αγώνες. Αυτή την έδρα -επιμένω σε αυτό- ο Marcel Mauss, πριν από τον Maurice Leenhardt, θα την κάνει ένα ζωντανό χώρο για την ανθρωπολογική σκέψη μαζί με τους αφρικανιστές, ινδιανιστές και ωκεανιστές μαθητές του. Ο Claude Levi- Strauss που διαδέχεται τον Leenhardt διηγήθηκε πώς, σύμφω­να με την παράκληση των ακροατών του που προέρχονταν από τα υπερπόντια εδάφη, όπως περιέργως αποκαλούνται στη Γαλλία, είχε τροποποιήσει το 1951 τον τίτλο της έδρας του σε «θρησκείες των λαών χωρίς γραφή». Το «χωρίς γρα­φή» μπορούσε λοιπόν να εμφανιστεί ως μια απλή διαπίστω­ση για την ανθρωπολογία, εύκολα πιστευτή στην Ευρώπη, που ενδιαφερόταν ουσιαστικά για κοινωνίες οι οποίες διέπονται από μια, πολύ συχνά, προφορική παράδοση και σε με­γάλο βαθμό αδιάφορη για το γραπτό λόγο και τα άλλα ση­μεία γραφής.[13]

Για το 18ο και κατά μείζονα λόγο για τον επόμενο αιώνα, ο πολιτισμός που μεταδίδεται στους λαούς της φύσης δεν μπορεί να διαδοθεί μεταξύ αναλφάβητων: η γραφή τού είναι απαραίτητη. Ο γραπτός λόγος είναι το συστατικό γνώρισμα των ιστορικών κοινωνιών, εκείνων που δημιουργούν την ιστο­ρία και την οποία οφείλουν να συγγράψουν οι ιστορικοί, κυ­ρίως από τη στιγμή που αυτοί γίνονται οι επαγγελματίες μιας αληθινής «επιστήμης». «Χωρίς γραφή», οι μη πολιτισμένοι λαοί έπρεπε να αναγνωριστούν πως ήταν «χωρίς ιστορία», ο Διαφωτισμός το είχε ανακαλύψει, ο 19ος αιώνας θα το επι­βεβαίωνε. Η «ιστορική επιστήμη», η οποία μόλις είχε γεννη­θεί, δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ότι το ιδιαίτερο αντικείμε­νό της ήταν η ανάλυση των γραπτών στοιχείων, αρχείων και μαρτυριών που μεταδόθηκαν με τη γραφή. Η ιστορία είχε ως έργο της τη μελέτη και τη γνώση των πολιτισμένων κοινωνιών, των οποίων οι αρχαίες μορφές αναγνωρίζονταν από τα γρα­πτά τους σημεία. Σήμερα ακόμη, στα εκπαιδευτικά τμήματα εθνών που έγιναν απλές επαρχίες της ομόσπονδης Ευρώπης, υπάρχουν κοινωνίες «για εθνολόγους» και άλλες «για ιστο­ρικούς», οι οποίοι είναι πάντοτε δέκα ή δεκαπέντε φορές πε­ρισσότεροι και ισχυρότεροι από ό,τι οι ανθρωπολόγοι, στους οποίους τα υπουργεία της λεγάμενης Εθνικής Παιδείας πα­ραχωρούν γενναιόδωρα την πνευματική διαχείριση κάπου έξι χιλιάδων πολιτισμών επί των έξι χιλιάδων πεντακοσίων γνω­στών.

Ποια ήταν και είναι η θέση των αρχαίων Ελλήνων ανάμε­σα στην ιστορία και την ανθρωπολογία; Αποτελούν τμήμα των αρχαίων λαών, αλλά και των λεγάμενων αρχαϊκών κοι­νωνιών, από την εποχή του Lewis Morgan, ο οποίος συνέκρινε τις «μορφές της οικογένειας» μεταξύ των ινδικών και αρ­χαιοελληνικών φυλών ή των γερμανικών και πολυνησιακών.[14] Η ταξινόμηση των αρχαίων Ελλήνων του Ομήρου και του Πλάτωνα μεταξύ των «μη πολιτισμένων λαών» γρήγορα θα απέβαινε σκανδαλώδης, για να μην πούμε αδιανόητη. Μεταξύ του Winckelmann, που ανακάλυψε εκ νέου τους αρχαίους στο τέλος του 18ου αιώνα, και των ρομαντικών Γερμανών, η αρχαιοελληνική λογοτεχνία και φιλοσοφία βρέθηκαν στο κέ­ντρο αυτού που σημαίνει πολιτισμός. Πώς λοιπόν να φαντα­στούμε ένα σχέδιο με τον τίτλο «συγκριτική ανθρωπολογία της αρχαίας Ελλάδας»; Αγγίζουμε το πιο ουσιαστικό σημείο μιας συγκριτικής προσέγγισης. Με την εμφάνιση ιστορικών της Γαλλίας «πριν» από τη Γαλλία ή της Γερμανίας «πριν» από τη Γερμανία, το βάρος του εθνικού στοιχείου κυριαρχεί στον προσανατολισμό της πρώτης ιστορικής επιστήμης. Σήμε­ρα, έπειτα από περισσότερο από έναν αιώνα «δημοτικού σχολείου», η ιστορία που μάθαμε με τις λέξεις της μητρικής γλώσσας παραμένει βασικά εθνική. Μετά τον πόλεμο του ’14, ακόμα και ο Durkheim αποδεχόταν ότι η «ιστορία μας» (εκείνη της Γαλλίας) είχε οικουμενικό προσανατολισμό. Στη δεκαετία του 1980 ο Fernand Braudel, ιστορικός των απαρ­χών, έλαβε τη σκυτάλη από τον Ernest Lavisse και τον Maurice Barres. Αλλά ο Lavisse είναι εκείνος που κατανόησε πρώτος τη σπουδαιότητα μιας μυθολογίας της καταγωγής για να θεμελιώσει μια ιστορία του έθνους.

Ότι «η ιστορία μας αρχίζει με τους αρχαίους Έλληνες», ιδού, έγραφε ο Lavisse στις Instructions (Οδηγίες) του, τι πρέ­πει να μάθουμε στους μαθητές των σχολείων της δευτερο­βάθμιας εκπαίδευσης, και μάλιστα χωρίς να το αντιληφθούν.[15] Η ιστορία μας αρχίζει με τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι επινόησαν την ελευθερία και τη δημοκρατία και μας πρόσφε- ραν το Ωραίο και την κλίση προς το Οικουμενικό. Είμαστε οι κληρονόμοι του μοναδικού πολιτισμού που πρόσφερε στον κόσμο «την τέλεια και τόσο ιδανική έκφραση της δικαιοσύνης και της ελευθερίας».[16] Να γιατί η ιστορία μας πρέπει να αρ­χίζει με τους αρχαίους Έλληνες. Στην πρώτη αυτή πεποίθηση ήρθε να προστεθεί μια άλλη, το ίδιο ισχυρή με την πρώτη: «Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είναι σαν τους άλλους».[17] Πώς άλλωστε θα μπορούσαν από τη στιγμή που βρίσκονται στην αρχή της Ιστορίας μας; Δυο ουσιαστικές προτάσεις για μια εθνική μυ­θολογία, η οποία απασχολεί τους περισσότερους από τους παραδοσιακούς ουμανιστές και τους ιστορικούς που έχουν πάθος με το έθνος. Τα μεγάλα έθνη της Ευρώπης, το καθένα με τον τρόπο του, δεν αμφιβάλλουν ότι η ιστορία τους προ­σανατολίζεται εξίσου και για το καλύτερο στις αξίες της αρ­χαίας Ελλάδας και ότι οι Έλληνές τους είναι φυσικά ασύ­γκριτοι. Οι ελληνιστές ανθρωπολόγοι που είχαν το θάρρος να συγκρίνουν τη μυθολογία και τη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων με τις άσεμνες διηγήσεις των αγρίων της Αμερικής και της Πολυνησίας[18] γρήγορα περιθωριοποιούνται, αν, ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν αφορίζονται. Σήμερα, και αναμφίβολα και αύριο, αποτελεί κοινή αίσθηση στο περιβάλλον των ελληνιστών και όσων ασχολούνται με την αρχαιότητα, στην Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, ότι η αρχαία Ελλάδα παραμένει η γενέ­θλια γη της Δύσης και των αξιών που υπερασπίζονται με το ίδιο σθένος οι συντηρητικοί ολόκληρου του κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες, άλλοτε διασκορπισμένοι, σε φυλές, σε χιλιάδες πο­λύμορφες πόλεις, έγιναν οι Έλληνές μας. σε αυτούς οφείλεται το ότι θεμελιώθηκε και ρίζωσε η δυτική αυτοχθονία μας.

Οι εθνικοί ιστορικοί της Δύσης, οικειοποιούμενοι τους αρ­χαίους Έλληνες, φαίνεται ότι αφαίρεσαν οριστικά τις αρχαίες κοινωνίες της Ελλάδας από το γνωστικό πεδίο των ανθρωπολόγων, οι οποίοι είναι τόσο λίγοι στην Ευρώτα) και τόσο άσχη­μα πληροφορημένοι για το τι διακυβεύεται στο Νέο Κόσμο.[19] Γιατί, πράγματι, διακυβεύονται σημαντικά πράγματα για τη συγκριτική κατανόηση σε έναν πολυπολιτισμικό κόσμο και για την ανθρωπολογική γνώση που απορρίπτει την κατάργη­ση της σύγκρισης όσο και τη δηλωμένη εξαίρεση της Δύσης από τις καθαρά αρχαιοελληνικές αξίες της.

Παραδόξως, το συναίσθημα που μπορεί να έχουν κάποιοι από τους «φιλολόγους» μας, ότι δηλαδή οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι κοντινότεροι συγγενείς μας, στηρίζεται στις ολοφάνε­ρα κοινές προβληματικές και κατηγορίες, οι οποίες είναι ακριβώς εκείνες που η πρώτη συγκριτική ανθρωπολογία επέλεξε να θέσει στο κέντρο της συλλογιστικής της. Οι ιδρυτές της ανθρωπολογίας, όπως προανέφερα, παρόλο που είχαν χριστεί με την καλύτερη αγγλικότητα, καθιερώνουν την «επι­στήμη του πολιτισμού» μεταβαίνοντας από τις περιγραφές των αυτόχθονων Αυστραλών στις πραγματείες του Πλουτάρ­χου και από τη μυθολογία των Ιροκέζων στις σκέψεις του Ξενοφάνη, του Κολοφώνιου φιλοσόφου, για το μύθο. Από αυτόν το διάλογο μεταξύ αρχαίων Ελλήνων και πρωτόγονων λαών που διεξάχθηκε με τη βοήθεια των νέων ανθρωπολόγων του τέλους του 19ου αιώνα προήλθαν κάποιες σοβαρές προβλη­ματικές της νέας επιστήμης και κάποια εξαιρετικά ερωτήμα­τα για να κάνουμε σήμερα, όπως ελπίζω να το αποδείξω, συ­γκριτική ανθρωπολογία με τους Έλληνες, και ίσως σύμφωνα με μια διαφορετική μέθοδο.

Ξεκινώντας, θα αρκεστώ να καταγράψω κάποιες από αυ­τές τις προβληματικές, υποδεικνύοντας με συντομία την επικαιρότητά τους. Υπάρχει αρχικά ο μύθος, με τη μυθολογία και τη «μυθική σκέψη». Στη συνέχεια, οι ανταλλαγές μεταξύ της προφορικότητας και της γραφής. Έρχονται μετά οι σχέσεις φι­λοσοφίας και σοφίας και το ζήτημα της αλήθειας. Τέλος, η κα­ταγωγή του πολιτικού και η επινόηση «της» δημοκρατίας.

Μια πρώτη σκέψη σχετικά με τη φύση των μύθων και τη σημασία τους στην ιστορία της ανθρωπότητας αναπτύσσεται γύρω από το «μύθο» στους αρχαίους Έλληνες και τους Αμε­ρικανούς με τον Fontenelle και τον Lafitau στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Σήμερα, όπως και στο παρελθόν, οι συζητήσεις για την «άγρια σκέψη» ή για μια «μυθική σκέψη» είναι αδια­χώριστες από τη θέση της μυθολογίας που αναγνωρίζεται στους αρχαίους Έλληνες.[20] Είτε εμφανίζονται ως μεταρρυθμι­στές είτε ως μεσολαβητές, οι Έλληνες της αρχαιότητας φαίνε­ται ότι προσφέρουν στον πολιτισμό τους, αυτόν που έχει τα χρώματα του Ομήρου και του 8ου αιώνα π.Χ., μια ενδιάμεση πολιτισμική κατάσταση μεταξύ των μορφών προφορικότητας και των ήδη διαφοροποιημένων πρακτικών του γραπτού λό­γου. Μήπως πρέπει να ταξινομήσουμε τους πρώτους Έλληνες στην κατηγορία των κοινωνιών «με» γραφή ή «χωρίς» γρα­φή; Το θέμα έχει σημασία για την ιστορική επιστήμη και τη φυλή των ιστορικών. Μια πολύ αποτελεσματική έρευνα επεν­δύθηκε στη σύγκριση διαφορετικών μορφών προφορικής ποίη­σης και πρακτικών προφορικότητας, ενώ ανθρωπολόγοι συνεργαζόμενοι με ελληνιστές, δίχως φόβο και κίνδυνο να κατηγορηθούν, εξερεύνησαν με επιτυχία τα συγκριτικά αποτε­λέσματα από την εμφάνιση του γραπτού λόγου, διαμέσου διαφορετικών κοινωνικών μορφών, όπου μπορούμε να διαπι­στώσουμε την ανάδειξη νέων πνευματικών έργων.[21] Στη χώρα του Πυθαγόρα και του Παρμενίδη, φιλοσοφία και σοφία δεν παύουν να είναι καταρχήν αυτόχθονες. Η απόλυτη επινόηση της φιλοσοφίας διεκδικείται έντονα από την αρχαϊκή Ελλάδα, ενώ η αρχαία Κίνα φαίνεται να εμπιστεύεται στο εξής το βα­σίλειο της σοφίας. Προφανώς δε ζητήθηκε η γνώμη των Επτά Σοφών, και κάποιες συγκριτικές προσεγγίσεις θα έπρεπε να μειώσουν τον κατηγορηματικό τόνο ενός τόσο απλοϊκού δια­χωρισμού, πολλαπλασιάζοντας τις αναλύσεις των μικροσχηματισμών, όπως είναι οι «τόποι και τα ονόματα της αλήθειας», νόσο στη «φιλοσοφία» όσο και στις διάφορες μορφές γνώσης.[22]

Υπάρχει, τέλος, το πολιτικό ή η πολιτική που επιβάλλεται ως μια αποκλειστικά αρχαιοελληνική, αν όχι αθηναϊκή, επι­νόηση, απαραίτητη, όπως φαίνεται, στην εξέταση των κοινω­νικών συστημάτων της Αφρικής ή της Ινδίας, καθώς και στην ανάλυση των διαφόρων μορφών εξουσίας που καταγράφονται από τον Αριστοτέλη και από τους καλύτερους παρατηρητές του ανθρώπου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως και στην Ευρώπη, όλοι προχωρούν επαναλαμβάνοντας ότι η δημοκρατία έπεσε από τον ουρανό στην αρχαία Ελλάδα. Ημι­μαθείς και αποδεδειγμένοι επιστήμονες αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τι μπορεί να μας μάθει μια συγκριτική προσέγγιση των πρακτικών που παράγουν «κάτι σαν το πολιτικό», μεταξύ των εκατοντάδων μικρών κοινωνιών -κοινοτήτων, πόλεων, πε­ριφερειών, εθνών, φυλών- που είναι κατανεμημένες σε ολό­κληρο τον κόσμο.[23]

Στις θεματικές αυτές θα ήταν εύκολο να προσθέσουμε κι άλλες. Την ιστορία, παραδείγματος χάριν, με την αρχαιοελλη­νική έννοια του Ηροδότου, ως παραγωγική «έρευνα» ιστορι­κότητας και των πολλαπλών της ιστοριογραφικών συστημά­των. Υπάρχει εδώ ένα πεδίο στρατηγικής έρευνας για μια αν­θρωπολογία με τους αρχαίους Έλληνες, που οφείλει να αμφι­σβητήσει τις προϋποθέσεις μιας ιστοριογραφίας, η οποία εί­ναι αιχμάλωτη στη δική της Δύση, όπως και στο εθνικό πλαί­σιο των αρχών της «ιστορικής επιστήμης».[24] Όχι πολύ μακριά από τη θεματική της ιστορίας, υπάρχει και η θεματική της «αυτοχθονίας», εξίσου πολύ αρχαιοελληνική, αλλά ακόμη ελάχιστα εξερευνημένη, παρόλο που οδηγεί κατευθείαν, όπως θα δούμε παρακάτω[25], προς τους τρόπους «ορισμού της επι­κράτειας», ένας από τους οποίους, πολύ γνωστός στους συγ­χρόνους μας, αποκαλείται «εθνική ταυτότητα». Η συγκριτική ανθρωπολογία, όπως διαπιστώνουμε μέσα από τον κατάλογο «υτών των θεμάτων, ευνοεί τις προβληματικές, δυσπιστεί με ας διαισθητικές προσεγγίσεις, τις ιμπρεσιονιστικές συγκρίσεις και απορρίπτει τις γενικευτικές κοινοτοπίες. Πρέπει λοιπόν να προσδιορίσουμε το δρόμο που θα πάρουμε, τη μέθοδο, όπως Λέγεται, αφού προσπαθήσουμε να χαράξουμε μια πορεία.

Ο συγκριτισμός, τον οποίο υποστηρίζω και εύχομαι να παρουσιάσω στο βιβλίο αυτό, εφαρμόζεται βασικά από εθνολό­γους και ιστορικούς. Πρόκειται για έναν πειραματικό και δημιουργικό συγκριτισμό[26]. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες εκ­παιδευτικές περιχαρακώσεις, ανθρωπολόγοι και ιστορικοί απέκτησαν τη συνήθεια να ζουν και να σκέφτονται σε χωρί­ο ιούς κόσμους. Χωριστούς λόγω τόσο ασήμαντων προκατα­λήψεων, σαν το διαχωρισμό που κληρονομήσαμε από το 19ο αιώνα μεταξύ των κοινωνιών χωρίς ιστορία και των κοινωνιών «με» ιστορία. Τίποτε, εκτός από την πνευματική οκνηρία, δεν εμποδίζει τη συγκριτική προσέγγιση από ιστορικούς και ανθρωπολόγους. Δεν επιβαρύνονται και οι μεν και οι δε με τη γνώση όλων των ανθρώπινων κοινωνιών, όλων των πολιτισμών οι ολόκληρη τη γη, στο χρόνο όπως και στο χώρο;

Μιλώντας για μέθοδο, θα ήθελα να πω πόσο οφείλει ο συγκριτιστής να είναι συγχρόνως ένας και πολλοί. Για ποιον συγκριτιστή όμως πρόκειται; Για εκείνον που αποκτά μορφή μέ­σα από το διανοητικό δίκτυο που υφαίνεται από κάποιους εθνολόγους ιστορικούς και από ιστορικούς εθνολόγους. Η επι­χείρηση, και πράγματι πρόκειται για τέτοια, μπορεί να αρχί­σει με δύο συνενόχους, τον έναν ιστορικό, τον άλλον ανθρω­πολόγο, στο βαθμό που ο καθένας συμμερίζεται την πνευμα­τική περιέργεια και την ικανότητα του άλλου. Επομένως, ερ­γασία με πολλούς, ανά δύο ή τέσσερις, αλλά που θα είναι πε­πεισμένοι ότι για τον καθένα είναι πολύ σπουδαίο να τραφεί με τη γνώση και τα ερωτήματα των άλλων, παρά να είναι ο σε βάθος αναλυτής της κοινωνίας, της οποίας ο καθένας τους επέλεξε αρχικά να είναι ο «επαγγελματίας» ερμηνευτής. Εί­ναι βέβαιο ότι η παρακολούθηση τακτικών σεμιναρίων επι­τρέπει να σκεφτόμαστε από κοινού και με δυνατή φωνή. Εργασία με πολλούς, εθνολόγους και ιστορικούς, πού είναι η καινοτομία θα έλεγε κανείς;

Πάει πολύς καιρός που εθνολόγοι και ιστορικοί γνωρίστη­καν και ταξιδεύουν μαζί. Πράγματι, ταξιδεύουν διατηρώντας οπτική επαφή, όπως σημαίνει η λέξη «συμβαδίζω». Παρατη­ρούνται, αγγίζονται, αλληλοδανείζονται καμιά φορά, εδώ ένα αντικείμενο, που αμέσως αποκαλείται «νέο αντικείμενο», εκεί μια έκφραση που δίνει την ευχάριστη ανατριχίλα της δια­φορετικής σκέψης. Το ωραίο «απομακρυσμένο βλέμμα» της ανθρωπολογίας αναστατώνει, γοητεύει την ιστορία, κυρίως αν, κατά τύχη, ένα ωραίο πρωινό αυτή αντικρίσει στον κα­θρέφτη της μια άσχημη όψη, κάπως λιγότερο όμορφη, κάπως περισσότερο παχιά. Πρόκειται πάρα πολύ συχνά για ένα φλερτ μεταξύ των δύο γνωστικών πεδίων, σπάνια για μία σχέση. Οι σοβαρότεροι επιστρέφουν ήδη στις υποθέσεις τους. Οι ιστορικοί επωφελούνται για να επαναλάβουν ότι προτι­μούν να αντλούν τα προς σύγκριση αντικείμενά τους, βεβαίως, μεταξύ κοντινών γειτόνων και γνωστών από παλιά. Οι σοφό­τεροι ομολογούν ήδη μια αδυναμία για τις ωραίες ομοιότητες και τις αναλογίες. Δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε: ο θεσμός, ο κλήρος, οι ακαδημίες, όλα όσα υπολογίζονται στον κόσμο αποτρέπουν έντονα την ιστορία να συζεί με την εθνολογία. Η οποία είναι βεβαίως προκλητική, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ανήκει στο ίδιο περιβάλλον. Εξάλλου θεωρούν ότι δεν έχει σπουδαίο μέλλον. Σήμερα άνεργη· αύριο, ποιος ξέρει; «χωρίς χαρτιά». Οι μεγαλύτεροι μας έχουν προειδοποιήσει: δεν είναι αυτός ο τρόπος που κάνει κάποιον να ελπίζει ότι θα τελειώ­σει τη ζωή του σε μια πολυθρόνα στην Ακαδημία.

Επιμένω: επάγγελμα; Συγκριτιστής, βεβαίως, και μάλιστα πειραματικός και δημιουργικός. Πρώτα, πειραματικός. Με ποια έννοια; Ιστορικοί και εθνολόγοι μαζί, έχουμε τον πλού­το της γνώσης εκατοντάδων, χιλιάδων πολιτισμών και διαφο­ρετικών κοινωνιών, στο χρόνο και στο χώρο.[27] Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι το κοινό μας έργο συνίσταται στην ανάλυση των ανθρώπινων κοινωνιών, στην κατανόηση όσο γίνεται πε­ρισσότερων από τα έργα της πνευματικής τους παραγωγής. Γιατί να μην «πειραματιστούμε», ξεκινώντας από τις «ήδη υπάρχουσες εμπειρίες», όταν αυτό είναι δυνατό και, επιπλέον, εξαιρετικό για την πνευματική δραστηριότητα και των δύο πλευρών; Αυτό προϋποθέτει εργασία από κοινού, ελεύθερα, για χρόνια, πηγαίνοντας από τη μια κοινωνία στην άλλη, με τη συντροφιά -απαραίτητη η τελευταία- των ανθρώπων του τομέα, των εμπειρογνωμόνων, των ειδικών. Χωρίς την πραγ­ματική επιθυμία μιας σύνδεσης, χωρίς το μικρό πλανόδιο ερ­γαστήριο εθνολόγων και ιστορικών, που λίγο πολύ ανανεώνε­ι in, κάθε φορά, δεν μπορούμε να έχουμε πειραματικό και δη­μιουργικό συγκριτισμό.

Μου φαίνεται μάταιος ο καβγάς για το αν είναι προτιμότερη η σύγκριση «με το πιο κοντινό» ή με «το πιο μακρινό»[28]. Το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Πιστεύω, άλλωστε, ότι ο συγκριτισμός είναι πιο ζωντανός, πιο ερεθιστικός, αν εθνολόγοι και ιστορικοί γνωρίζουν να αφουγκράζονται τις παραφωνίες και να εντάσσουν στο οπτικό τους πεδίο αυτό που στην αρχή φαίνεται «μη συγκρίσιμο». Παραφωνία, για παράδειγμα, όταν μια κοινωνία φαίνεται να μην παραχωρεί καμιά θέση σε ένα θεσμό ή ένα σχηματισμό που η κοινή αίσθηση θεωρεί κανονι­κό και φυσικό, ή όταν ένα σύστημα σκέψης που συναντάται αλλού φαίνεται να μην εντάσσεται σε μια προφανή κατηγορία.

Αν ένας ιστορικός ή ένας εθνολόγος που αποφασίζει να εργαστεί πάνω σε ένα θέμα τοπικό και συγκεκριμένο αντι­λαμβάνεται ότι η αναπαράστασή μας σχετικά με το τι είναι ένα «άτομο» αποτελεί μια αρκετά εξειδικευμένη ιδέα στο σύνολο των πολιτισμών του κόσμου, τότε αρχίζει να κάνει αν­θρωπολογία.[29] Τουλάχιστον, ένα πρώτο βήμα. Το δεύτερο θα μπορούσε να είναι η ανακάλυψη ότι «για να αναλύσουμε κα­λύτερα τις συμβολικές μορφές ενός ξένου πολιτισμού, θα πρέπει να ψάξουμε στην ευφυΐα ενός άλλου λαού»[30].

Ιδού λοιπόν που είμαστε έτοιμοι για δουλειά. Για να πειρα­ματιστούμε και, στη συνέχεια, για να κατασκευάσουμε αυτό που εθνολόγοι και ιστορικοί θα «συγκρίνουν» μαζί, πρέπει να επιλέξουμε μια έννοια ή μια κατηγορία. Αυτή δεν πρέπει να έχει υπερβολικά τοπικό χαρακτήρα, ούτε υπερβολικά εξειδικευμένο, αλλά ούτε και υπερβολικά γενικό ή ευρύ. Ένα παρά­δειγμα, στο οποίο θα επανέλθω πολλές φορές, θα δείξει τι εν­νοώ με τα «πειραματίζομαι» και «κατασκευάζω». Σε μία έρευ­να που διεξάγουμε εδώ και είκοσι περίπου χρόνια ελληνιστές και αφρικανιστές, αναρωτηθήκαμε πώς να αναλύσουμε συγκριτικά μια πράξη τόσο κοινή και ενδιαφέρουσα σαν την «ίδρυση».[31] Μια πρώτη φάση πειραματισμού συνίσταται στην ανακά­λυψη των κοινωνιών και των πολιτισμικών συνόλων που προ­σφέρουν πρότυπα, τύπους ή πρακτικές «ίδρυσης». Πώς «ιδρύουν» ο τη βεδική Ινδία, στις κοινωνίες της Δυτικής Αφρικής; Προφα­νώς σύμφωνα με διαφορετικούς και αντιτιθέμενους τρόπους. Κάθε μέλος της μικρής ομάδας παίρνει λοιπόν την ελευθερία να αφήσει εδώ τους πιο κοντινούς στον τομέα επιλογής του συγ­γενείς και να στραφεί στην ανακάλυψη πολιτισμών και κοινω­νιών που κανονικά δεν αγγίζει ένας ιστορικός που σέβεται τον ι αυτό του, ή ένας εθνολόγος που τηρεί αυστηρά τους κανόνες ><(tι είναι αποφασισμένος να μην απομακρυνθεί από τον πολιτι­σμικό του τομέα ούτε από το χωριό που υιοθέτησε.

Αυτή είναι η πρώτη προσέγγιση. Η δεύτερη έρχεται αρκετά γρήγορα, όταν οι μεν και οι δε μετακινούνται και αρχίζουν να ταξιδεύουν σε πολιτισμούς που συχνά είναι πολύ απομα­κρυσμένοι ο ένας από τον άλλον. Αυτός είναι ο πιο βέβαιος τρόπος για την ανακάλυψη μιας κοινωνίας όπου τίποτε δε φαίνεται να αντιστοιχεί στους όρους «ιδρύω» ή «ίδρυση». Οι τοπικοί εμπειρογνώμονες είναι κατηγορηματικοί: στην κοινω­νία όπου ανήκουν οι ιστορικοί ή οι εθνολόγοι «δεν ιδρύουν»: επισκευάζουν, δεν παύουν μάλιστα να επισκευάζουν. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια τέλεια παραφωνία: μια κατηγορία που φαινόταν λογική λίγο πολύ για όλους αρχίζει να ταλαντεύεσαι και πολύ γρήγορα καταρρέει. Ο πολλαπλός συγκριτιστής, θα αναρωτηθεί μεμιάς: Τι περιλαμβάνουμε στον όρο «ιδρύω που θα μπορούσε να δώσει μια πολύ ιδιαίτερη σημασία, όπως «ορίζω την επικράτεια», και όχι «κατοικώ» ούτε «βρίσκομαι στο χώρο»; Η έκφραση «ορίζω την επικράτεια» μπορεί ν< συμπεριλάβει μορφές αυτοχθονίας, από γηγενείς και ιθαγενείς, και τρόπους κατοίκησης σε έναν τόπο όταν κάποιος έρχεται, για παράδειγμα, από το εξωτερικό ή από αλλού.

«Ιδρύω» δεν ήταν μια κακή αρχή. «Ορίζω την επικράτεια θα ήταν καλύτερη και κυρίως προκειμένου να κατασκευάσουμε συγκρίσιμα. Πράγματι, τι περιλαμβάνουμε στον όρ «ιδρύω» και στον όρο «είμαι αυτόχθονας» ή «ιθαγενής»; Τι να αρχίσουμε να αναλύουμε τους αντιτιθέμενους σε μεγάλο βαθμό τρόπους «ορισμού της επικράτειας», σημαίνει να αρχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα που πολύ γρήγορα θα προσανατολιστούν σε δύο κύριες κατευθύνσεις: από τη μια πλευρά, τι θα πει αρχίζω, εγκαινιάζω, «ιστορικίζω», «ιστοριογραφώ»; Από την άλλη, τι σημαίνει γεννιέμαι από έναν τόπο, τ θα πει είμαι γηγενής, αποκαλούμαι αυτόχθονας, έχω ή όχι ρίζες; Ναι, τι είναι τόπος; τι είναι τοποθεσία; Ο πολλαπλός συγκριτιστής, κινούμενος από την παραφωνία ή τις παραφωνίες αναλαμβάνει να ρευστοποιήσει μια κατηγορία ή κάποιες έννοιες: μετακινείται συνεχώς μεταξύ των πολιτισμών και των κοινωνιών που μπορεί να έχουν ενδιαφέρον στο να επιτρέψουν την κατεργασία των εννοιολογικών στοιχείων που εντοπίζονται κατά την αποσυναρμολόγηση· επιζητεί να δει πώς αντιδρούν γνωστά πολιτισμικά σύνολα όχι μόνο στην αρχική κατηγορία που επιλέχθηκε ως λυδία λίθος, αλλά τόσο στη σειρά των θεμάτων που αναπτύσσονται όσο και στα εννοιολογικά στοιχεία που ανακαλύφθηκαν προοδευτικά.

Όχι, «η ιστορία μας» δεν αρχίζει με τους αρχαίους Έλλη­νες. Είναι απείρως ευρύτερη από το «εξάγωνο» της Γαλλίας και την πίστη του κλήρου της. Κάνοντας ανθρωπολογία μί τους αρχαίους Έλληνες, αυτή είναι η πρόσκληση στο ταξίδι ενός βιβλίου που θα επιθυμούσε να ανακαλύψει ορισμένες όψεις της τέχνης κατασκευής συγκρίσιμων.
--------------------------
[1] Didier ERIBON, Claude LEVI -STRAUSS, De pres et de loin, Odile Jacob, Παρίσι, 1984, σ. 84. [Στα ελληνικά: Μνήμες μακρινές και πρόσφα­τες, μτφρ. Κατρίν Κολλέ, Ολκός/Μικρή άρκτος, Αθήνα, 1998, σ. 92.]

[2] Πβ. Jean Pepin, ldees grecques sur I’ homme et sur dieu, Παρίσι, 1971, σ. 1-51. Για τη «θεολογία» ή την έννοια του θεολόγος, θα συμ­βουλευτούμε το Victor GOLDSCHMIDT, Questions platoniciennes, Παρίσι, 1970, σ. 141-172· επίσης, με μια άλλη προσέγγιση, Richard BodeOs, Aristote et la theologie des vivants immortels, Bellarmix-Les Belles Lettres, Παρίσι, 1992, σ. 301-335 («Theologie et fa?ons de parler»).

[3] ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ηθικά Νικομάχεια, 4, 8, 1125 a 5.

[4] Σημεία αναφοράς στο Jean COPANS, Introduction a l’ethnologie et i) I'unthropologie, Nathan. Παρίσι, 1996. Άλλα, συχνά, πολύ υποβλητικά, στο Michel IZARD και Pierre ΒΟΝΤΕ (επιμ.), Dictionnaire de l’ ethnologie ft de I’ anthropologie, PUF, Παρίσι, 1991.

[5] Π.χ. Henri PlNARD DE LA BOULLAYE, L’Etude comparee des religions, Beauchesne. Παρίσι, 1925, σ. 151-175' Philippe BORGEAUD, Aux origines de l’ histoire des religions, Le Seuil, Παρίσι, 2004.

[6] Ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο Comparer l’ incomparable, Le Seuil, Παρίσι, 2000, σ. 17-39 («Si d’aventure un anthropologue ren­contre un historien», πάντοτε επίκαιρο). [Στα ελληνικά: Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2000 («Αν παρ’ ελπίδα ο ανθρωπολόγος συναντηθεί με τον ιστορικό», σ. 19-44).]

* J. G. Frazer, Ο χρυσός κλώνος, μτφρ. Μπονίτα Μπικάκη, Εκάτη, Αθήνα, 1990-1998, 5 τόμοι.

[7] Πβ. Robert ACKERMAN, J.G. Frazer: His Life and Work, Cambridge University Press, 1987.

[8] Πβ. Marcel DETIENNE, Comment etre autocthone, Le Seuil, Παρίσι, 2003, rj. 123-149 («Grandeur du Frar^ais racine»). [Στα ελληνικά: Ποιοι i (mi αιπόχθονες; μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2000 («Το μεγαλείο του ριζωμένου στη γη του Γάλλου», σ. 107-133).]

[9] Emile Durkheim, Textes, επιμ. V. Karady, III, Παρίσι, 1975, σ. 160-163· 178-224.

[10] Πβ. Emile DURKHEIM, Les Regies de la methode sociologique, PUF, Παρίσι, 1937 (επανέκδοση, 2002), σ. 124-138. [Στα ελληνικά: Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, μτφρ.-επιμ. Λ.Μ. Μουσούρου, Gutemberg. Αθήνα, 1994.]

[11] Σχετικά με τις συνενοχές, τις συγκρούσεις και τις αποστάσεις μεταξύ «ελληνιστών» και ανθρωπολογίας, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω σε μια πρώτη προσπάθεια: «Rentrer au village: un tropisme de l’ hellenisme?», L’Homme, 157, 2001, σ. 137-150.

[12] Πβ. Marcel DETIENNE, «Avec ou sans ecriture?», εισαγωγή στη μίλέτη «Les ecritures», Sciences de I’ Homme et de la Societe, Lettre du Departement, ap. 60, Δεκέμβριος 2000, σ. 3-6. Για μια συλλογιστική σχε- ιικά με «ιστορικό λόγο/εθνολογικό λόγο», θα συμβουλευτούμε ιο Μ ichele DUCHET, Le Partage des savoirs, Editions La Decouverte, Πα- ()(rn, 1985. Για «ανθρωπολογία και ιστορία» (χθες και σήμερα στη Γαλ­λία), Οα διαβάσουμε κυρίως τον Gerard Lenclud, στο Ethnologies en miroir, επιμ. I. CHIVA και V. JEGGLE, Maison des Sciences de l’ Homme, Παρίσι, 1987, σ. 35-65.

[13] Claude Lfivi-Strauss, «Religions comparees des peuples sans ecritures», στο Problemes et Methodes d’histoire des religions, PUF, Πα­ρίσι, 1968, a. 1-4.

[14] Lewis MORGAN, Ancient Society, 1877, μτφρ. στα γαλλικά Η. |ιι<|ΐιί(1ιι\ με τον τίτλο: La Societe archa'ique, Anthropos, Παρίσι, 1976. I >; t (X ελληνικά: Η αρχαία κοινωνία, Αυγουστίδης, Αθήνα, χ.χ.]

[15] Ernest LAVISSE, Instructions de 1890, που παρατίθεται στο Francois Furet, L’Atelier de I’ histoire, Flammarion, Παρίσι, 1982, σ. 119-120.

[16] Γραμμένο με όμοιο τρόπο σε άπειρες περιπτώσεις. Μια από τις πλέον πρόσφατες: Jacqueline DE ROMILLY και Jean-Pierre VERNANT, Pour l’amour du grec, Bayard, Παρίσι, 2000, σ. 5-28. [Στα ελληνικά: Αγαπά­με τα αρχαία ελληνικά, επιμ. J.-P. VERNANT και Α. Στέφος, μτφρ. Αλέ­ξανδρος Κόντος, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα, 2002.]

[17] Marcel DETIENNE, «Les Grecs ne sont pas comme les autres», Critique, αρ. 332, 1975, σ. 3-24· Dionysos mis a mort, Gallimard, Παρίσι. σειρά «Tel», 1999.

[18] Πβ. Marcel DETIENNE, «La mythologie scandaleuse», Traverses, VI l!)78. σ. 3-19.

[19] To επιβεβαιώνει, παρά τη φιλοσοφική του ευφυΐα του «πολυπολιτισμικού», ο Charles TAYLOR, Multiculturalism and «the Politics of Recognition», Princeton University Press, 1992.

[20] Είναι το αντικείμενο του 2ου κεφαλαίου, σ. 31.

[21] Σε αυτό αφιερώνεται το 3ο κεφάλαιο, σ. 67.

[22] Επανέρχομαι στο κεφάλαιο «Το ορθάνοιχτο στόμα της αλήθειας», σ. 95.

[23] Πβ. το κεφάλαιο «Η βούληση του συνέρχεσθαι και οι μορφές του πολιτικού», σ. 165.

[24] Για μια πρώτη προσέγγιση, ας μου επιτραπεί να παραπέμψω στο Comparer l’ incomparable, ό.π., σ. 61-80 («Mettre en perspective les regimes d’ historicite»). [Στα ελληνικά: Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, ό.π. («Συνεξετάζοντας τα συστήματα οργάνωσης της ιστορικότητας», σ. 67-87).]

[25] Σελ. 129-136.

[26] Μετά το «Construire des comparables» (στο Comparer l’incomparable, ό.π., σ. 41-59 [στα ελληνικά: Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, Γι ιι(, ο. 45-66], επανήλθα στο «L’art de construire des comparables. Entre In lindens et anthropologues», Critique Internationale, τ. 14, 2002, σ. 68-78, ελπίζοντας να προσελκύσω την προσοχή, αν όχι ορισμένων ιστορι­κών. τουλάχιστον κάποιων ανθρωπολόγων. Πβ. επίσης, για τους Αγγλοσάξονες αναγνώστες, «Murderous Identity. Anthropology, History and On Ail of Constructing Comparables», Common Knowledge, 2002, 8(1), «ι 178-187.

[27] Ο συγκριτισμός που υποστηρίζω διακρίνεται από εκείνον που φορμόζουν ο Georges Dumezil και ο Claude Levi-Strauss. Και οι δυο τους συμφωνούν λέγοντας ότι δεν πρέπει να συγκρίνουμε τίποτε που δε θεωρείται ότι ανάγεται σε μια κοινή ιστορία, για τον πρώτο, τον ορίζοντα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, για τον δεύτερο, την ιστορική και γεωγραφική ενότητα της Αμερικής.

[28] «L’exercice de la comparaison, au plus proche, a distance»: συνέδριο που οργανώθηκε από τη Lucette Valensi στην EHESS και δημοσιεύθηκε υπό τη διεύθυνση της στο περιοδικό Armales HSS, 2002, 57(1), σ. 27-144.

[29] Εμπνέομαι εδώ από ένα παράδειγμα που επέλεξε ο Clifford Geertz, Savoir local, savoir global, γαλλική μτφρ. Denise Paulme, PUF, Παρίσι, 1983, σ. 75-76, με ακόμη μεγαλύτερη ευκολία, αφού από αυτή την πλευρά του Ατλαντικού το «άτομο» ήταν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ένας προνομιούχος χώρος για τη συγκριτική προσέγγιση, γεγο­νός που οι Αμερικανοί ανθρωπολόγοι εξακολουθούν να αγνοούν. Πβ. π.χ. Ignace MEYERSON, Problemes de la persorme, Mouton, Παρίσι, 1973.

[30] Clifford GEERTZ, Savoir local, savoir global, ό.π., σ. 75-76.

[31] Πρόκειται για το πιο ξεκάθαρο παράδειγμα που έδωσα στο Comparer l’ incomparable, ό.π., σ. 44-56 (Στα ελληνικά: Συγχρίνοντας τα μη συγκρίσιμα, ό.π., σ. 49-61), αρχίζοντας από τον τόμο: Marcel DETIENNE (επιμ.), Traces de fondation, Παρίσι-Λουβέν, 1990.

Να πούμε στα παιδιά την αλήθεια για τον Άγιο Βασίλη;

Το θέμα με τον Άγιο Βασίλη είναι πολύπλευρο. Μια πρώτη ανάγνωση του ζητήματος είναι ότι μπορεί να συμβάλλει στη συντήρηση «της μαγικής σκέψης» που είναι σοβαρή γνωστική διαστρέβλωση, υπεύθυνη για την πίστη στη μαγεία, σε κάθε είδους μαντικές ικανότητες, στις προλήψεις και σε κάθε λογής παράλογης σκέψης που βρίσκεται στον πυρήνα της ιδεοψυχαναγκαστικής νεύρωσης και σχετίζεται και με την ψύχωση. (Δεν ισχυρίζομαι σε καμία περίπτωση ότι η μαγική σκέψη προκαλεί ψυχιατρικές ασθένειες, αλλά ότι αποτελεί σύμπτωμα ή και μέρος των χαρακτηριστικών κάποιων από αυτές).

Αν οι μορφωμένοι, λογικοί και προσγειωμένοι ενήλικες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός παχουλού, χαρούμενου γέροντα με λευκά γένια που ζει στο Βόρειο Πόλο με τη σύζυγό του και πολλά σκληρά εργαζόμενα ξωτικά που τον βοηθούν να ετοιμάσει τα παιχνίδια που θα μοιράσει μόνο στα «καλά» παιδάκια πάνω σε ένα έλκηθρο που κινείται με τη βοήθεια ταράνδων που αψηφούν τη βαρύτητα, αυτό δεν είναι πίστη σε κάτι μάλλον απίθανο, μαγικό;

Αν ο Άγιος Βασίλης είναι αληθινός όπως επιβεβαιώνουν στα παιδιά επανειλημμένως καλοπροαίρετοι ενήλικες, τότε γιατί να μην υπάρχει και ο μπαμπούλας και κάθε άλλο τέρας που μπορεί να κρύβεται κάτω από το κρεβάτι ή μέσα στη ντουλάπα;

ΟΙ ΕΝΗΛΙΚΕΣ ΔΙΑΡΚΩΣ ΑΡΝΟΥΝΤΑΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ ΕΝΩ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΟΥΝ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΟΥ ΜΑΓΙΚΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΗ.

Τα παιδιά έχουν ενεργητική και γόνιμη φαντασία. Δε χρειάζονται τον Άγιο Βασίλη, τις νεράιδες, τα ξωτικά και τις μάγισσες για να κεντρίσουν τη δημιουργικότητά τους παίζοντας κάποιο ρόλο στη γνωστική τους ανάπτυξη. Σχεδόν κάθε παιδί μπορεί να μετατρέψει με τη φαντασία του ένα απλό χαρτόκουτο σε διαστημόπλοιο, οχυρό, αγωνιστικό αυτοκίνητο και να διασκεδάσει τον εαυτό του και τους φανταστικούς του φίλους κερνώντας τους φανταστικά φαγητά και ποτά.

Επιπλέον, είναι πολύ πιθανό ότι έχει ήδη εδραιωθεί στα αρχικά στάδια της ζωής ενός παιδιού μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας, όπως και άλλες περίπλοκες κοινωνικές, συναισθηματικές και γνωστικές δεξιότητες. Είναι προφανές ότι κανείς δε θα δίδασκε σε ένα παιδί να γράφει ή να διαβάζει με λάθος τρόπο και δεν θα του αποκάλυπτε αργότερα στη ζωή του την απάτη, ώστε στη συνέχεια να του παρέχει τη σωστή πληροφόρηση.

Πράγματι, είναι σήμερα ευρέως γνωστό ότι η γνωστική ανάπτυξη των παιδιών είναι αρκετά πιο πολύπλοκη από ότι γνωρίζαμε αρχικά και πως ξεκινάει πολύ νωρίτερα από όσο νομίζαμε αρχικά. Έτσι, η εξοικείωση με την ανάγνωση και την αριθμητική ξεκινά σήμερα νωρίτερα από ότι συνέβαινε στο παρελθόν γιατί σήμερα γνωρίζουμε ότι το να περιμένει κανείς ένα παιδί να φτάσει την ηλικία των πέντε ή έξι ετών για να ξεκινήσει να το διδάσκει είναι μάλλον μια κακή ιδέα. Παρομοίως, είναι πιθανόν ότι και η συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη ξεκινάει επίσης πολύ νωρίς. Γι’ αυτό το λόγο, το να εκθέτει κάποιος ένα παιδί συστηματικά σε παράλογες ιδέες και ψευδαισθήσεις μέχρι να μεγαλώσουν «αρκετά» μπορεί να επηρεάσει την ψυχολογική τους ανάπτυξη με τρόπους που δε γνωρίζουμε ακόμα, αλλά πιθανώς επιζήμιους. Ίσως είναι σκόπιμο να εισάγουμε σταδιακά και ανάλογα με την ηλικία στην οποία βρίσκονται τα παιδιά στις αλήθειες της καθημερινότητας της ζωής.

Υπάρχει άλλωστε και το θέμα της εμπιστοσύνης. Θέλουμε αλήθεια να υπονομεύσουμε την ακλόνητη –συνήθως- εμπιστοσύνη των παιδιών στους γονείς τους και γενικά στους ενήλικες, αφήνοντάς τα να πιστεύουν σε μια ψευδαίσθηση που συντηρείται μεταμφιεσμένη σε αθώα παιδική διασκέδαση;

Μήπως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων των παιδιών, τα οποία, αφού ήταν «καλά παιδιά» όλο το χρόνο, συνάντησαν τον Άγιο Βασίλη σε κάποιο εμπορικό κέντρο και του είπαν αυτοπροσώπως τι θα ήθελαν να λάβουν ως δώρο, αλλά τελικά δεν πήραν εκείνο που ήθελαν; Αυτή η θλιβερή «παρενέργεια» του μύθου του Αγίου Βασίλη μπορεί να εξηγηθεί μόνο με ακόμα περισσότερη παραπλάνηση από τους ενήλικες προκειμένου να μην πιστέψουν τα παιδιά ότι δεν αξίζουν εκείνο που επιθυμούν περισσότερο να λάβουν για τις γιορτές.

Ίσως είναι λοιπόν καιρός, να το παραδεχτούμε μια για πάντα πως «Όχι, δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης! Τα Χριστούγεννα και όλες οι γιορτές είναι ακόμα μια εποχή αγάπης, διασκέδασης, πίστης, φιλικότητας, ανταλλαγής δώρων, φιλανθρωπίας και χαράς». Πιθανόν να μπορούμε να ξεκινήσουμε μια νέα παράδοση που θα διδάσκει όσο το δυνατόν νωρίτερα στα παιδιά το μηχανισμό της αντίληψη του πραγματικού και της λογικής σκέψης. Ποιος ξέρει, μπορεί να αποκομίσουμε κάτι καλό από αυτό…

Περί Αφροδισίων κι ένα αίνιγμα διττότητας

Τον είχε για εύκολο η ρητορεία τον έπαινο της αρετής. Ένοιωθε πως σ’ αυτόν είχε εξαντλήσει όλα της τα αποθέματα κοινοτοπίας. Όμως, εκεί που η τέχνη έδειχνε πραγματικά τα γράδα της ήταν όταν επιχειρούσε ακροβασίες για να δοξάσει φέρσιμο αλλόκοτο, πρόσωπο διαβόητο, λίγο ώς πολύ στιγματισμένο στο κοινωνικό το θυμικό. Κι έτσι, καθώς πλέον ο 5ος π.Χ. αιώνας έφθινε –πλήρης πολιτικών και λοιπών αδιεξόδων–, για το ρεύμα της σοφιστικής τα κατατόπια τα κακόφημα έγιναν πεδίο προνομιακό στην άσκηση των λόγων των δισσών: σε αμφισβητούμενες δηλαδή, θολές και σκοτεινές υποθέσεις.

Ένα γνωστό παράδειγμα αφορούσε στη διασημότερη μοιχό του μύθου, στο Εγκώμιον που της έπλεξε ο Γοργίας. Σε μια περίφημη αποστροφή του (10), υποστήριξε την υπακοή της Ελένης στη δύναμη των κελευσμάτων του παράνομου έρωτα μ’ αυτά τα επιχειρήματα:

“Οι ένθεοι επωδοί με λόγια είναι αγωγοί της ηδονής και ξόρκια για τη λύπη· σε ό,τι η ψυχή πιστεύει συνταιριάζοντας, θέλγει η ισχύς της επωδού και πείθει και μεταστρέφει με γοητεία. Τέχνες μαγείας και γοητείας αμφιλεγόμενες· φέρνουν σε λάθη την ψυχή κι εξαπατούν τη γνώμη.”

[αἱ γὰρ ἔνθεοι διὰ λόγων ἐπῳδαὶ ἐπαγωγοὶ ἡδονῆς, ἀπαγωγοὶ λύπης γίνονται· συγγινομένη γὰρ τῇ δόξῃ τῆς ψυχῆς ἡ δύναμις τῆς ἐπῳδῆς ἔθελξε καὶ ἔπεισε καὶ μετέστησεν αὐτὴν γοητείᾳ. γοητείας δὲ καὶ μαγείας δισσαὶ τέχναι εὕρηνται, αἵ εἰσι ψυχῆς ἁμαρτήματα καὶ δόξης ἀπατήματα.]

Κι η δοκιμή του Γοργία κατέληγε:

“Ο λόγος μου εξάλειψε την κακή φήμη της γυναίκας κι έμεινα πιστός στις αρχές που έθετα όταν τον ξεκινούσα· προσπάθησα να διαλύσω την αδικία της μομφής και την αμάθεια των εντυπώσεων· και λόγο θέλησα να γράψω, εγκώμιο της Ελένης, δικό μου όμως παιχνίδι.”

Λιγότερο γνωστό σ’ εμάς σήμερα είναι το παίγνιον με το οποίο, κατά τα φαινόμενα, καταπιάστηκε ο σοφιστής Πολυκράτης –εν γένει αντιπαθής στην υστερότερη αρχαιότητα καθώς, μεταξύ άλλων, είχε συγγράψει και κατηγορητήριο εις βάρος του Σωκράτη λίγα χρόνια μετά την καταδίκη του από το αθηναϊκό δικαστήριο. Στον Πολυκράτη απέδωσαν πολλοί μεταγενέστεροι φυλλάδα που καταπιανόταν με την τέχνη του έρωτα, για την ακρίβεια manual του σεξ, που πρωτοκυκλοφόρησε υπό τον τίτλο Περὶ Ἀφροδισίων.

Δεν ήταν μόνο η ακολασία του περιεχομένου που, για τα δεδομένα της εποχής, έφερνε το έργο στην αιχμή της σκανδαλολογίας. Ήταν κι η πλαστοπροσωπία στην υπογραφή του. Φερόταν να το έχει γράψει η Φιλαινίς, εταίρα από τη Σάμο, ασφαλώς για να προκαλείται η εντύπωση γνώσης από τα μέσα και καταστάλαγμα εμπειρίας μιας αυθεντίας πραγματικής. Αντλούμε την πληροφορία από τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου που καταγράφουν τη φυλλάδα ως των ουκ άνευ για τις συμποτικές πρακτικές, μαζί με τον οδηγό γαστρονομίας του Αρχεστράτου –ήταν κυριολεκτικά απ’ αυτά τα πράγματα που έπρεπε κανείς να αποστηθίζει ώστε να μπορεί να τα μιμείται στα συμπόσια. Λέει, λοιπόν, ο Αθήναιος ότι ο ποιητής Αισχρίων από τη Σάμο αποκατέστησε τη φήμη της Φιλαινίδος, στο επιτύμβιο επίγραμμα που συνέθεσε γι’ αυτήν, κατηγορώντας τον σοφιστή Πολυκράτη της Αθήνας ότι διέβαλε γυναίκα που είχε υπάρξει εξαιρετικά συνετή (ἐπὶ διαβολῇ τῆς ἀνθρώπου σωφρονεστάτης γενομένης, VIII 335a) –στο ίδιο πνεύμα κινείτο και το επιτύμβιο επίγραμμα που σώζεται για την Φιλαινίδα και στην Παλατινή Ανθολογία (7. 450, Διοσκορίδης).

Πάπυρος Οξυρρύγχου (39.2891), του 2ου αιώνα μ.Χ., περιέχει σπαράγματα απ’ το πρωτότυπο κείμενο. Ξεκινά με το όνομα της συντάκτριας, κόρης του Ωκυμένους, με καταγωγή από τη Σάμο, η οποία φέρεται να γράφει “για χάρη αυτών που επιθυμούν να περάσουν τη ζωή τους με μελετημένη ηδονή κι έχουν κοπιάσει για τις τέτοιου είδους απολαύσεις.”

[Τάδε συνέγραψε Φιλαινίς Ὠκυμένους Σαμία τοῖς βουλομένοις μεθ’ ἡδονῆς τὸν βίον διεξαιρεῖσθαι μὴ παρέργως καὶ τοιαῦτα πονεσαμένοις.]

Στη συνέχεια, σώζονται αποσπασματικοί τίτλοι υποενοτήτων με συμβουλές που έχουν συχνά χαριτωμένο ύφος:

Περὶ πειρασμῶν –με οδηγίες προς τους άνδρες να πηγαίνουν στα συμπόσια ακαλλώπιστοι κι αχτένιστοι, γιατί στις γυναίκες δεν αρέσει η εξεζητημένη (ἔπεργος) εμφάνιση.

Περὶ κολακείας –πώς να θέλγουν ευφυώς, αποκαλώντας την κοντή γυναίκα ισόθεη, ή προσφωνώντας την ασχημούλα ως επαφρόδιτη, ή τη μεγαλύτερη σε ηλικία ως θεά με ροδόχροη επιδερμίδα.

Περὶ φιλημάτων.

Αυτά είναι τα αποσπάσματα του αυθεντικού έργου που εμείς σήμερα διαθέτουμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι θα περιείχε κι άλλες λεπτομέρειες που έχουν για εμάς χαθεί. Σίγουρα ενέπνευσαν την Ars Amatoria του Οβιδίου. Αποπνέονται επίσης στον Μαρτιάλη. Αυτός συνδέει το όνομα της Φιλαινίδος με την πεμπτουσία της ερωτικής μαγείας σε επίγραμμα, όπου η εταίρα κατεβάζει το φεγγάρι με χρήση ρόμβου θεσσαλικού (Thessalico lunam deducere rhombo, 29. 9).

Σε υστερότερη περίοδο του αρχαίου κόσμου, το έργο μάλλον κυκλοφορούσε εικονογραφημένο κι ήτανε πλέον γνωστό ως Περὶ Σχημάτων Συνουσίας. Η έμφαση του τίτλου τώρα έπεφτε στις σεξουαλικές στάσεις. Η δημόσια έκθεσή τους κι η αναπαραγωγή τους σε πίνακες, που ενέπνεαν ως άλλοι άθλοι του Ηρακλέους τις δουλειές της κρεβατοκάμαρας, εξόργιζε τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (Προτρεπτικός 4. 61.3):

ἤδη δὲ ἀναφανδὸν τῆς ἀκολασίας ὅλης τὰ σχήματα ἀνάγραπτα πανδημεὶ θεώμενοι οὐκ αἰσχύνεσθε, φυλάττετε δὲ ἔτι μᾶλλον ἀνακείμενα, ὥσπερ ἀμέλει τῶν θεῶν ὑμῶν τὰς εἰκόνας, στήλας ἀναισχυντίας καθιερώσαντες οἴκοι, ἐπ’ ἴσης ἐγγραφόμενοι τὰ Φιλαινίδος σχήματα ὡς τὰ Ἡρακλέους ἀθλήματα.

Αν λοιπόν ο Γοργίας, με τα δια λόγου παιχνίδια του, είχε ανορθώσει τη φήμη της Ελένης, το έργο του Πολυκράτη έκανε εντέλει το ανάποδο; Δυσφήμισε και παραμόρφωσε;

Το παίγνιον του σοφίσματός του Πολυκράτη απαθανάτισε την υποτιθέμενη συντάκτρια του έργου. Φιλαινίς ήταν εκείνη που αγαπούσε τους επαίνους –πράγμα που ταίριαζε σε φημισμένη εταίρα. Σε άλλη ετυμολογική ανάγνωση, ωστόσο, μια Φιλαινίς εξίσου αγάπαγε τα αινίγματα, τους γρίφους· την παιδιάστικη ποικιλία του αστείου και του χαρίεντος που συνηθίζονταν κατά την άσκηση της συμποτικής γοητείας –συνήθεια που φανερώνεται σε κείμενα πολλά, από την Απολογία του Πλάτωνα (ἔοικεν γὰρ ὥσπερ αἴνιγµα συντιθέντι διαπειρωµένῳ… φηµί σε αἰνίττεσθαι καὶ χαριεντίζεσθαι, 27a–d) μέχρι τα Ερωτήματα του Πλουτάρχου (µετὰ τὸ δεῖπνον ἐφ’ ἡδονὰς ἑτέρας τοῦ σώµατος ἀπωτάτω τὴν διάνοιαν ἀπαίρουσιν, αἰνίγµατα καὶ γρίφους και θέσεις ὀνοµάτων προβάλλοντες, 673a).

Πώς αλλιώς παρά με την περσόνα μιας Φιλαινίδος στην προμετωπίδα θα έκαναν πλήρη επίδειξη της δύναμής τους οι λόγοι οι δισσοί;

ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ: Η ΓΙΓΑΝΤΟΜΑΧΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Τη συμβολή των αρχαίων Ελλήνων στη σύγχρονη οικονομική σκέψη και πολιτική τεκμηριώνει η ακολουθούσα παράθεση της αρχαιοελληνικής οικονομικής εργογραφίας. Η παράθεση των έργων γίνεται κατά συγγραφέα και κατά σχολή, εφ’ όσον βέβαια τα σχετικά έργα είναι προϊόντα του πνεύματος κάποιας σχολής.

Στην έκθεση περιλαμβάνονται μονογραφίες ή γενικές μελέτες στις οποίες διατυπώνονται συστηματικά ή αποσπασματικά οικονομικές σκέψεις. Προσπάθεια καταβάλλεται, εφ’ όσον πρόκειται περί αποσπασματικών σκέψεων, να ενταχθούν οι σκέψεις αυτές στο οικείο έργο, πράγμα το οποίο δεν είναι πάντοτε ευχερές. Αυτονόητο είναι ότι αναφέρονται και απολεσθέντα έργα, από τον τίτλο των οποίων ή από τα ενδιαφέροντα του συγγραφέα εικάζεται ότι είχε οικονομικό περιεχόμενο.

Σε κάθε παρατιθέμενο έργο αναλύονται συνοπτικά οι περιεχόμενες σ’ αυτό οικονομικές ιδέες. Γενικότερου ενδιαφέροντος σκέψεις ενός ή περισσοτέρων συγγραφέων αναλύονται στο πλαίσιο του θεματικού αντικειμένου της ανά χείρας μελέτης.

ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ

Ευρύς κύκλος προσώπων και δοξασιών εντάσσεται στην καλούμενη προσωκρατική φιλοσοφία, η δραστηριότητα της οποίας αρχίζει από τις αρχές του 6ου αιώνα και τερματίζεται περί τα μέσα του 5ου αιώνα. Στην κατηγορία αυτή ανήκει η ομάδα των τριών Μιλησίων (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), οι Πυθαγόρειοι (Πυθαγόρας και μαθητές), οι Ελεάτες (Ξενοφάνης, Παρμενίδης, Ζήνων, Μέλισσος), ο Ηράκλειτος, οι ατομικοί (Λεύκιππος και Δημόκριτος), ο Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας καθώς και οι σοφιστές. Οι φιλόσοφοι των πιο πάνω σχολών, χειραφετημένοι από τις μυθολογικές ή θεολογικές ερμηνείες του κόσμου και υπερβαίνοντας την πρακτική παράδοση των αφορισμών των καλουμένων επτά σοφών, επιδίδονται σε μια αυτόνομη οικοδόμηση φιλοσοφικών ή επιστημονικών σκέψεων. Η πορεία αυτή αρχίζει στις πόλεις της Ιωνίας, όπου υπήρχε ανεπτυγμένη οικονομική και κοινωνική ζωή, ευρεία αγορά και συνθήκες πολιτικής ελευθερίας, για να καταλήξει στην ελεατική σχολή και στους σοφιστές.

Είναι γεγονός ότι κεντρικό θέμα της προσωκρατικής φιλοσοφίας ήταν η έρευνα της αρχής των όντων, της ουσίας των όντων και του γίγνεσθαι σε γενικότερη κοσμολογική βάση. Παρ’ όλα αυτά πολλοί φιλόσοφοι των σχολών αυτών διερευνούσαν και τις γνωστικές ικανότητες του ανθρώπου, την ανθρώπινη φύση, το νου, αλλά και την κοινωνική ζωή, το δημόσιο βίο και τις πολιτικές συνθήκες στην ανθρώπινη συμβίωση. Από πλευράς οικονομικής επιστήμης, η κύρια εισφορά των προσωκρατικών συνίσταται στην απαλλαγή του ανθρώπου από το μύθο, στην ανακάλυψη του ορθολογισμού και στην επισήμανση της αξίας της έρευνας, συνεπώς της νόησης, με την οποία έγινε από τη σχολή αυτή η γιγαντομαχία περί της ουσίας, όπως λέγει ο Πλάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί από τους προσωκρατικούς έλαβαν μέρος στην πολιτική ζωή και ασχολήθηκαν πρακτικά με τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα της περιοχής τους, όπως ο Θαλής, ο Δημόκριτος, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας κ.λπ.

Δυστυχώς δεν διασώθηκαν πολλά κείμενα των προσωκρατικών. Η αναπαραγωγή των ιδεών τους γίνεται διά μέσου παραπομπών από άλλους συγγραφείς, όπως από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τους δοξογράφους ή από κείμενα όπως οι πάπυροι της Αιγύπτου. Για τα διασωθέντα αποσπάσματα κύρια συλλογή είναι το έργο των Η. Diels και W. Kranz: Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann 1954, Dublin-Zurich, 1966[1].

Θαλή Εξαμίου Μιλησίου (624-546): Ο ορθολογισμός και η θεωρία

Ο Θαλής φαίνεται να μην άφησε έργο. (Κατ’ άλλους ίσως το «Περί ηλιοστασίου» και «Περί τροπής και ισημερίας»), Η «Ναυτική αστρολογία» λέγεται ότι είναι έργο του Σαμίου. Αντιθέτως κατά Λόβωνα τον Αργείον, τον οποίον αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος, «τά γεγραμμένα παρ’ αὐτοῦ εἰς ἔπη τείνειν διακόσια».

Ο πρώτος αρχηγός της ιωνικής φιλοσοφίας που εγκαταλείπει τις μυθικές αιτιολογίες των φαινομένων, ένας από τους επτά σοφούς, επιδιώκει να ανακαλύψει τη βάση των φαινομένων με το συλλογισμό και την παρατήρηση[2]. Με βάση τη μέθοδο αυτή ενέργειας, αναφέρεται ότι ήταν ικανός να κάνει προβλέψεις, όχι μόνο για την αστρονομική κίνηση, αλλά και για την πολιτική και οικονομική ζωή, υπερβαίνοντας τον εμπειρισμό και καταλήγοντας στη θεωρητική γνώση. Όπως αναφέρεται από τον Ιερώνυμο τον Ρόδιο «ἐν τῷ δευτέρῳ ταῶν σποράδην ὑπομνημάτων», «βουλόμενος δεῖξαι ράδιον εἶναι πλουτεῖν, φοράς μελλούσης ἐλαιῶν ἔσεσθαι, προνοήσας ἐμισθώσατο τά ἐλαιουργεῖα καί πάμπλειστα συνεῖλε χρήματα»[3]. Το γεγονός αυτό αποτελεί σαφή μαρτυρία, όπως ειπώθηκε και σε άλλο μέρος του παρόντος, ότι η οικονομική σκέψη δεν ήταν άγνωστη στην εποχή του Θαλή, ιδιαίτερα προκειμένου περί αντλήσεως κερδών από επιχείρηση οικονομικών πράξεων[4]. Στο Θεαίτητο ο Πλάτων[5] τον παρουσιάζει ως το πρότυπο του θεωρητικού ανθρώπου, ο οποίος επιδιδόταν σ’ αυτήν χωρίς να αποβλέπει στην πρακτική ωφελιμότητα. Αναζητώντας την αιτιολόγηση των φαινομένων, και ξεπερνώντας τον εμπειρισμό με τη θεωρητική γνώση, ο Μιλήσιος φιλόσοφος θεωρείται εύλογα ως ο θεμελιωτής της ευρωπαϊκής επιστήμης.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι ο Θαλής μετείχε στην πολιτική ζωή της πόλης του και συνιστούσε την πολιτική ένωση των Ιωνικών πόλεων με σκοπό τη διαμόρφωση ομοσπονδίας με κοινό βουλευτήριο στην Τέω. Έργο του βουλευτηρίου αυτού θα ήταν να αποφασίζει για τις κοινές υποθέσεις των πόλεων, μια επιδίωξη που εμφανίζεται ως προδρομική σύλληψη θεσμών ως η Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Πυθαγόρου Μνησάρχου Σαμίου (582-500)

«Έργον παιδευτικόν, πολιτικόν, φυσικόν»: Από τον ορφισμό στην επιστήμη

Οι περισσότεροι από τους βιογράφους και δοξογράφους συμφωνούν στο ότι ο Πυθαγόρας, ο αυτοκληθείς πρώτος φιλόσοφος, από δε τον Ηρόδοτο «τῶν Ἑλλήνων οὐκ ἀσθενέστατος σοφιστής», δεν άφησε γραπτά κείμενα(1).

Παρά ταύτα ο Ηράκλειτος ο Δασικός υποστήριζε ότι ο Σάμιος σοφός συνέγραψε έργο «παιδευτικόν, πολιτικόν, φυσικόν», το οποίο μάλιστα ο Πλάτων ενδιαφέρθηκε να το προμηθευθεί, αποστέλλοντας τον Δίωνα στην Ιταλία. Κατά τη διατύπωση μάλιστα του Ηρακλείτου, ο Πυθαγόρας με τις συγγραφές του «ἐποιήσατο σοφίην, πολυμαθείην, κακοτεχνίην».

Ορθότερη φαίνεται ωστόσο η άποψη ότι ο Πυθαγόρας δεν έγραψε έργο, όπως λέγει ο Διογένης Λαέρτιος: «ἔνιοι Πυθαγόραν μηδέ ἕν καταλιπεῖν σύγγραμμα»(2), πράγμα που συμφωνεί με τον κανόνα της μυστικό­τητας, ο οποίος διείπε τη σχολή του.

Η επίδραση των δοξασιών του Πυθαγόρα στον ορθό προσανατολισμό από τον ορφισμό στον ορθολογισμό υπήρξε μεγάλη, την πολύπλευρη δε προσωπικότητά του εξήραν όχι μόνο ο Ηράκλειτος(3), αλλά και ο Εμπεδοκλής που τον αποκαλεί άνθρωπο σπάνιας γνώσης(4), αλλά και ο Ηρόδοτος και ο Πλάτων και ο Ισοκράτης(5), ο οποίος γράφει γι’ αυτόν: «ὅς ἀφικόμενος εἰς Αἴγυπτον τήν τα’ ἄλλην φιλοσοφίαν πρῶτος εἰς τούς Ἕλληνας ἐκόμισε». Οι απόψεις του Πυθαγόρα, και των δύο σχολών του, είναι αξιόλογες για τη διαμόρφωση της οικονομικής σκέψης, δεδομένου ότι αποτελούσαν μετάβαση από τη θεοκρατική στην ορθολογική ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως βεβαιώνεται και από τον Ιάμβλιχο (300 μ.Χ.) και τον Πορφύριο (270 μ.Χ.), καθώς και από τον Αρχύτα και τον Διογένη Λαέρτιο. Στον Κρότωνα οι οπαδοί της σχολής αυτής «ὠκονόμουν ἄριστα τά πολιτικά, ὥστε σχεδόν ἀριστοκρατίαν εἶναι τήν πολιτείαν»(6), δηλαδή πολιτεία στην οποία προείχε η αξιοκρατία.

Αντικείμενο της πυθαγορικής φιλοσοφίας, που ουσιαστικά συγχωνεύει τις ηθικές και πολιτικές αξίες είναι η «πόλις», που πρέπει να θεωρηθεί ως η υποψήφια προς μεταμόρφωση. Η πολιτική κάθαρση πρέπει να γίνει αντικείμενο μύησης και να προαχθεί με το σχεδίασμά, την ελεύθερη επιλογή και την κοινωνική δράση. Η αδελφοσύνη που χαρακτηρίζει την πυθαγορική ομάδα έχει ως σκοπό να προωθήσει τις ιδιότητες που προάγουν τη διαπροσωπική σχέση και την αρμονία, έτσι ώστε η διαδικασία να οδηγεί από τη διαφορά στην ομοιότητα και από τα άτομα στο σύμπαν. Ιδεώδες της πυθαγορικής κοινότητας είναι το ορθολογικό αυτό όραμα. Η ομοιοποιητική αυτή διαδικασία πραγματοποιείται με την εκπαίδευση και την επέκταση της γνώσης. Η αρμονία διά της παιδείας, που οδηγεί το άτομο στην κάθαρση, ιδιαίτερα με τα μαθηματικά του, αποτελεί φιλοσοφική επιδίωξη που αρχίζει από τον Πυθαγόρα και επεκτείνεται στην πλατωνική πολιτεία.

Με βάση τις σκέψεις αυτές, αποκαλύπτεται ευχερέστερα ότι η πυ­θαγορική κοινότητα αποτελεί κοινωνικο-πολιτική οργάνωση, σκοπός της οποίας είναι η εκπαίδευση των πολιτών προς μια νέα κοινωνία, στην οποία αντί του μύθου θα επικρατεί η επιστήμη και η ενότητα, η δικαιοσύνη, η ελευθερία και η ελεύθερη κυκλοφορία των ιδεών. Η μυστικότητα, που από πολλούς θεωρήθηκε κύριο γνώρισμα της διδασκαλίας του Σαμίου σοφού, δεν ήταν παρά αμυντική μορφή προστασίας της κοινότητας από το περιβάλλον, τόσο στη Σάμο όσο και στην Ιταλία. Ουσιαστικά η πυθαγορική κοινότητα ήταν κλειστή σε σχέση με την κοινωνία του περιβάλλοντος που ήταν ανοιχτή, για να αναφερθούμε στον Κ. Popper(7), που χαρακτήριζε ως κλειστό το πρότυπο των πλατωνικών ιδεών και ως εκ τούτου και της πυθαγόρειας κοινότητας.

Η εσωτερική διαφοροποίηση των μελών της κοινότητας ήταν, κατά τον Πορφύριο και Ιάμβλιχο, οι μαθηματικοί και οι ακουσματικοί. Οι πρώτοι ήσαν οι εσωτερικοί, που ασχολούνταν με επιστημονικά θέματα, και οι εξωτερικοί, που ασχολούνταν με τα καθημερινά προβλήματα και ήσαν οι πολιτικοί. Κατά τον Ιάμβλιχο(8) πέραν των πολιτικών υπήρχαν οι νομοθέτες και οι οικονομολόγοι και εκείνοι που ασχολούνταν με τις υποθέσεις του κοινού οίκου.

Έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο Πυθαγόρας είχε ταχθεί υπέρ της κοινοκτημοσύνης. Δεν φαίνεται να είναι βάσιμη απολύτως η άποψη. Ο όρος «κοινά τά των φίλων» εσήμαινε ίσως τον ύψιστο βαθμό μύησης, στα δόγματα της οποίας μόνον οι καθαροί φίλοι θα εδικαιούντο να μετάσχουν. Εξ ου και η «συμφρόνηση των διχοφρονούντων» του Φιλολάου. Οπωσδήποτε, και αν υποτεθεί ότι η κοινοκτημοσύνη δεν αφορούσε τη συνιδιοκτησία, η μεγίστη έκταση εφαρμογής μιας τέτοιας αρχής θα αφορούσε την πυθαγόρεια εταιρία, όχι την ίδια την κοινωνία προς την οποία απευθύνεται η σχολή, όπως προκύπτει και από τον Τίμαιο «καί αὐτοῦ τάς οὐσίας οἱ μαθηταί κατετίθεντο εἰς ἕν»(9).

Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο της πυθαγόρειας διδασκαλίας ήταν η συγκρότηση της κοινωνίας από τρεις τάξεις: από τους πολίτες με τις απασχολήσεις στη βιοσυντήρηση (αγοραπωλησίες), από τους αγωνιζόμενους και από τους θεωρητικούς, τους παρατηρητές της ζωής, οι οποίοι λύουν τον εαυτό τους από τα δεσμά της «ανάγκης και της γέννησης».

Περαιτέρω από οικονομική άποψη σημασία έχει η επιδίωξη της γνώσης, είτε με αυτογνωσία ή ενόραση (intuition) είτε με τη γενικότερη αναζήτηση και έρευνα, πράγμα το οποίο θεμελιώνει έκτοτε το ρόλο της έρευνας και της αυτοέρευνας, όπως διατυπώνει την άποψη ο Αρχύτας ο Ταραντίνος.

Ας σημειωθεί ακόμη ότι η πυθαγόρεια κοινωνία στηριζόταν στην αξιοκρατία, ο Πυθαγόρας υπήρξε ο πρόδρομος της θεωρίας της «κυκλοφορίας των εκλεκτών» του Pareto, είχε αναγνωρίσει την ισοτιμία των γυναικών και ακολουθούσε ως παράγοντα προόδου την καινοτομία: «τάς λεωφόρους μή βαδίζειν», πράγμα το οποίο θεωρείται σήμερα, ιδιαίτερα από τον Schumpeter, ως αποφασιστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη.

Η πυθαγόρεια ρήση αφορά βέβαια και τη ρηξικέλευθη πορεία προς την κατεύθυνση της εφεύρεσης, αλλά και την εφαρμογή της εφεύρεσης, που αποκαλείται καινοτομία και είναι έργο των επιχειρηματιών. Με το ίδιο πνεύμα ο Rostow διακρίνει σήμερα μεταξύ της ροπής προς ανάπτυξη καθαρής επιστήμης και της ροπής προς εφαρμογή της επιστήμης στην παραγωγή για την αγορά(10).

Τέλος, βασική επίδραση στην επιστήμη και στην οικονομική σκέψη άσκησε η περί αριθμών θεωρία του Σαμίου φιλοσόφου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Πυθαγόρειοι, δοξάζοντες ότι η εσωτερική ουσία των όντων είναι οι αριθμοί, έδωσαν την αφορμή να σχηματισθεί η ιδέα ότι με τη μελέτη των αριθμών είναι δυνατόν να ανακαλύψομε τη σύσταση του κόσμου, αλλά και τις σχέσεις των όντων μεταξύ τους. Από την άποψη αυτή είναι σαφές ότι οι αριθμοί βοήθησαν στη διαμόρφωση της αφηρημένης σκέψης, για δε την οικονομική επιστήμη η συμβολή τους υπήρξε αποφασιστική ιδιαίτερα με τη μαθηματική σχολή της Λωζάννης.

Όσον αφορά την έννοια της δικαιοσύνης και της ισότητας, που αποτελούν ουσιώδη στοιχεία της πυθαγόρειας φιλοσοφίας, παρατηρούνται τα εξής:

Οι έννοιες της αναλογίας και της δικαιοσύνης του Πυθαγόρα επηρέασαν τις απόψεις του Πλάτωνα περί δικαιοσύνης(11).

Ο Ε. L. Minar (Jr)(12) υποστηρίζει ότι το αιώνιο γεγονός της αναπόφευκτης ανισότητας υπόκειται σε κάθε πράγμα και είναι η βάση για τους κοινωνικούς θεσμούς. Η κοινωνία απαρτίζεται από άτομα διαφέροντα κατά την αρετή και κατά άλλες ιδιότητες, μερικά από τα οποία είναι φυσικοί άρχοντες, άλλοι φυσικοί αρχόμενοι... Το τέλεια αρμονικό και αληθινά καλώς διατεταγμένο κράτος επιτυγχάνεται με τη συνεργασία και των δύο τάξεων (άρχοντες-αρχόμενοι), καθεμιάς μέσα στη δική της σφαίρα... Στην αριστοκρατική κοινωνία επικρατεί η ισότητα. Είναι η καλούμενη γεωμετρική ισότητα(13). Οι Πυθαγόρειοι προφανώς πίστευαν ότι και η διορθωτική και η διανεμητική δικαιοσύνη συνίστατο στο να λαμβάνει κάθε άνθρωπος ό, τι του οφείλεται(14). Ο Αριστοτέλης εδώ απορρίπτει την πυθαγορική άποψη ότι η αρχή της αμοιβαιότητας εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις στο χώρο της διορθωτικής δικαιοσύνης(15).

Αρχύτα Μνησαγόρου Ταραντίνου (4ος αιώνας)

«Αρμονικός», «Διατριβαί», «Υπομνήματα»: Έρευνα και ενόραση

Από την παλαιά πυθαγορική σχολή ιδιαίτερη μνεία επιβάλλεται να γίνει περί του Αρχύτα, του οποίου οι απόψεις για την έρευνα είναι εκπληκτικά σύγχρονες. Από την έρευνα στο περιβάλλον ή από την αυτοανακάλυψη, δηλαδή την ενόραση (intuition), θα προέλθει η ακριβής γνώση.

Για την οικονομική σκέψη ιδιαίτερη σημασία έχει η περί γνώσης, αναζήτησης της αλήθειας και έρευνας θεωρία των Πυθαγορείων, την οποία εκφράζει σαφέστερα ο Αρχύτας ο Ταραντίνος (περίπου σύγχρονος του Πλάτωνα), που επέδειξε δραστηριότητα όχι μόνο ως φιλόσοφος, αλλά και ως πολιτικός και ως στρατηγός. Κατά τον Αρχύτα:

«Δεῖ γάρ ἤ μαθόντα παρ ’ ἄλλῳ ἤ αὐτόν ἐφευρόντα ὧν ἀνεπιστάμων ἦσθα, ἐπιστάμονα γενέσθαι. Τό μέν ὧν μαθέν παρ’ ἄλλῳ καί ἀλλοτρία, τό δέ ἐφευρέν δι’ αὐτοῦτον καί ἰδία ἐξευρεῖν δέ μή ζατοῦντα ἄπορον καί σπάνιον, ζατοῦντα δ’ εὔπορον καί ράδιον, μή ἐπιστάμενον δέ ζητεῖν ἀδύνατον».

Ο μαθηματικός και φίλος του Πλάτωνα Αρχύτας εκφράζει την πυθαγορική έννοια της αναλογικής δικαιοσύνης σαφέστερα:

«Ο ορθός λογαριασμός, όταν αποκαλυφθεί, ελέγχει τη διαμάχη μεταξύ των πολιτών και αυξάνει την ομόνοια γιατί όπου έχει επιτευχθεί δεν μπορεί να υπάρχει υπέρβαση κέρδους και η ισότητα βασιλεύει. Μας φέρνει σε όρους επί επιχειρηματικών συμβάσεων και δι’ αυτού οι πτωχοί παίρνουν από τους ανθρώπους που έχουν τα μέσα και ο πλούτος δίνει στον ενδεή, μια και οι δυο εμπιστεύονται ότι δι’ αυτού (δίκαιου λ/σμού) θα τύχουν έντιμης μεταχείρισης...»(16).

Για τον Αρχύτα ο Διογένης Λαέρτιος λέγει ότι ο Αριστοτέλης έγραψε ένα βιβλίο.

Φιλολάου Κροτωνιάτου Πυθαγορικού (τέλος 5ου αιώνα).

«Περί Φύσεως», A, Β, Γ: Ιδέες στατιστικής και οικονομετρίας

Κατά το μαθητή του Πυθαγόρα Φιλόλαο, στο σύγγραμμά του «Περί φύσεως» Α, Β, Γ, από το οποίο σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, το κατ ’ εξοχήν όργανο της γνώσης είναι ο αριθμός «καί πάντα τά μέν τά γιγνωσκόμενα ἀριθμόν έχοντι οὐ γάρ οἷόν τε οὐδέν οὔτε νοηθῆμεν οὔτε γνωσθῆμεν ἄνευ τούτου». Εξυμνεί δε τη γνωστική δύναμη των αριθμών: «Γνωμικά γάρ ἅ φύσις τῶ ἀριθμῶ καί ἡγεμονικά καί διδασκαλικά ταῳ ἀπορουμένω παντός καί ἀγνοουμένω παντί... νῦν δέ οὗτος καττάν ψυχάν ἁρμόδων αἰσθήσει πάντα γνωστά καί ποτάγορα ἀλάλοις κατά γνώμονος φύσιν ἀπεργάζεται, σωμάτων καί σχίζων τούς λόγους χωρίς ἑκάστους τῶν πραγμάτων τῶν τε ἀπείρων καί ταῶν περαινόντων». Στην ουσία ο αριθμός καθιστά τα πράγματα δεκτικά γνώσης και συσχέτισης. Η προδρομική αυτή διαπίστωση αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης στατιστικής και οικονομομετρίας.

Κατά τον J. Barnes «όλες οι αλήθειες των επιστημών είναι σε τε­λευταία ανάλυση αλήθειες της αριθμητικής και όλες οι επιστημονικές οντότητες είναι τελικά αριθμητικές».

Ξενοφάνους Δεξίου Κολοφωνίου (570-478)

«Περί φύσεως»: Η έρευνα ως προϋπόθεση της προόδου. «Σίλλοι».

Πέραν των διαφόρων ποιημάτων σε διάφορες μετρικές μορφές, ο Κολοφώνιος φιλόσοφος φαίνεται ότι συνέγραψε το διδακτικό έπος «Περί φύσεως», από το οποίο σώζονται ελάχιστοι στίχοι, σε εξάμετρα, αναφερόμενοι στη φύση. Κατά την πρώτη φάση της φιλοσοφικής του ενασχόλησης επεδόθη (όπως άλλωστε και ο Πρωταγόρας) στην καλούμενη καταστρεπτική θεολογία, όπου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Σέξτου Εμπειρικού, χωρίς να δεσμεύεται μέσα σε δογματικές αρχές, εστράφη κατά του ανθρωπομορφισμού των θεών και της ηρωικής μυθολογίας του Ομήρου, κατά της αποδιδόμενης στους θεούς ανηθικότητας και για το λόγο αυτόν θεωρήθηκε ως ο πρώτος οπαδός του αρχαίου διαφωτισμού:

«πάντα θεοῖς ἀνέθηκαν ( Όμηρος θ΄ Ησίοδος τε)

ὅσα παρ’ ἀνθρώποισιν ὀνείδια καί ψόγος ἐστίν,

κλέπτειν, μοιχεύειν καί ἀλλήλους ἀπατεύειν».

Από οικονομική άποψη η συμβολή του έγκειται κυρίως στη διδασκαλία περί της μεθόδου έρευνας και του ρόλου της εμπειρικής παρατήρησης. Η σύλληψη της πραγματικότητας επιτυγχάνεται με τον έλεγχο ορισμένων δοξασιών, που τίθενται εκ των προτέρων ως εικασίες και ελέγχονται με τη συστηματική παρατήρηση της πραγματικότητας, από την οποία η αρχική θέση θα εμπεδωθεί ή θα ανατραπεί με εικασίες ή αναιρέσεις. Στις εικασίες αντιπαρατίθενται οι αναιρέσεις, αυτό που θα ονομαζόταν absurdum. Ο Karl Popper υποστήριζε ότι ο Ξενοφάνης χαράσσει τον ορθό τρόπο επιστημονικής έρευνας(1).

Ιδιάζουσα σημασία στο έργο του Ξενοφάνη έχει η περί προόδου αντίληψή του. Η έρευνα, για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω, είναι προϋπόθεση της προόδου, καρπός των προσπαθειών των πραγματικών επιστημόνων και σοφών και όχι των διαφόρων αθλητών, που εμπορευματοποιούν τη μυϊκή τους δύναμη χωρίς να προσφέρουν τίποτε στη ζωή της πολιτείας(2).

Στο απόσπασμα 18 εξαίρεται η σημασία της πολύχρονης έρευνας ως μεθόδου για την ανεύρεση του καλύτερου για τον άνθρωπο κάθε φορά:

«Οι θεοί βεβαίως δεν φανερώνουν τα πάντα εξ αρχής στους θνητούς αλλά (οι άνθρωποι) ανακαλύπτουν ό, τι είναι καλύτερο γι’ αυτούς με τη μακροχρόνια ζήτηση».

Η διατύπωση αυτή του Ξενοφάνη θέτει το ζήτημα της από μέρους των αρχαίων Ελλήνων αντίληψής των περί προόδου(3). Υποστηρίζεται από πολλούς ότι η έννοια της προόδου απουσίαζε από την αρχαιοελληνική λογική και οπωσδήποτε ότι δεν απασχολούσε τη λογική αυτή η πορεία των πραγμάτων στο μέλλον. Η πιο πάνω όμως παρατήρηση του Ξενοφάνη διαψεύδει τον ισχυρισμό αυτό των Austin, Vidal-Naquet (op. cit. σελ. 18).

Κατά τον ίδιο τρόπο χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του Θουκυδίδη, ο οποίος αναφερόμενος στο Θεμιστοκλή (I, 138) λέγει: «καί τῶν μελ­λόντων ἐπί πλεῖστον γενησομένων ἄριστος εἰκαστής». Σχετικά με την αντίληψη των αρχαίων περί προόδου: Θουκυδίδης, I, 5-6, 2, III 94, 3-5, I, 10, 21, Δημοσθένης, Γ΄ Φιλιππικός 47-50)(4). (Περισσότερα στο 2ο τόμο, στο κεφάλαιο: «Απόψεις των Ελλήνων για την ανάπτυξη»).

Ο Ξενοφάνης εξ άλλου όπως ο Ηράκλειτος επιτίθεται κατά της τριφηλότητος των συμπολιτών του και των πολυτελών δαπανών, αποδίδοντας τον τρόπο αυτό ζωής στους Λυδούς:

«Ἀβροφροσύνας δέ μαθόντες ἀνωφελέας παρά Λυδῶν

ὄφρα τυραννίης ἦσαν ἄνευ στυγερής,

ἤιεσαν ἐς ἀγοράν παναλουργέα φαρ’ ἔχοντες

οὐ μείους ὥσπερ χίλιοι εἰς ἐπίπαν

αὐχαλέοι χαίτησιν ἀγαλλόμενοι εὐτρεπέσι

ἀσκητοίσ’ ὀδμή χρίμασι δευόμενοι» (απόσπασμα από «Σίλλους»).

Ηρακλείτου Βλόσωνος Εφεσίου [(504-475) ή 544]

«Περί πολιτείας»: Η ελευθερία της βούλησης και ο φιλελευθερισμός

Συνήθως αναφέρεται ως έργο του Ηρακλείτου το «Περί φύσεως». Ο Διόδοτος ο Γραμματικός υποστηρίζει ωστόσο ότι κύριο περιεχόμενο του βιβλίου του Ηρακλείτου δεν ήταν η φύση, αλλά θέματα της πολιτείας(1).

Το περί φύσεως «παραδείγματος ἔδει κεῖσθαι»(2). «Οὐ φησί περί φύσεως εἶναι τό σύγγραμμα, ἀλλά περί πολιτείας»(3). Από το βιβλίο αυτό σώζονται συνολικά 129 αποσπάσματα. Το αφοριστικό ύφος του Ηρακλείτου εξαίρετοι ιδιαίτερα από τον Nietzsche, μολονότι ο Εφέσιος φιλόσοφος χαρακτηρίζεται αινιγματώδης («αινεκτής»).

Για τη συμβολή στην υποδομή της οικονομικής σκέψης του Ηρακλείτου ουσιώδες στοιχείο είναι ο διαχωρισμός των ανθρώπων σ’ αυτούς που ζουν στον ιδιωτικό τους κόσμο, έχοντας μόνο μερική άποψη της πραγματικότητας, και σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να συλλάβουν την πραγματικότητα. Οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να συλλάβουν με τις αισθήσεις αυτή την πραγματικότητα. Αν η ψυχή, μέσα στην οποία υπάρχει ένας μεταβαλλόμενος μικρόκοσμος με συγκρούσεις, πάθη, επιθυμίες, αισθήματα κ.λπ. δεν αντιλαμβάνεται τη γλώσσα της επικοινωνίας, αυτή η γλώσσα είναι ο κοινός λόγος (ξυνός λόγος), ο καθολικός λόγος, ο οποίος ενώνει άνθρωπο και κόσμο, είναι η ενότητα των όντων. Ο κοινός λόγος είναι το ενοποιητικό στοιχείο στην πολιτεία, η έκφραση του οποίου είναι ο νόμος (το ξυνόν εσθλόν) που εξασφαλίζει κοινή συμμετοχή και δίκαιη μερίδα στον κοινό πλούτο. Γι ’ αυτό και ο λαός πρέπει να μάχεται για το νόμο:

«Μάχεσθαι χρή τόν δῆμον ὑπέρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος» (απ. 44)(4).

Στον Ηράκλειτο, κατά τον οποίο προέχει το ανθρώπινο ήθος, η ατομική ευθύνη και αυτοβουλία (ἦθος ἀνθρώπω δαίμων, αποσπ. 119), γίνεται έκδηλη η ατομιστική αρχή. Έτσι η ευδοκίμηση του ανθρώπου, άρα και η οικονομική του επιτυχία, πραγματοποιείται με τη συμμόρφωσή του στον κοινό λόγο, τη φυσική ίσως λογική, που ενοποιεί την πολιτεία και τους πολίτες. Ο εθισμός των πολλών στον καθολικό ορθολογισμό, στην έλλογη συνεργασία όλων και στο ξεπέρασμα των αντιθέσεων ανάμεσα στην ατομική συμπεριφορά και στην κοινή λογική (concidentia opposi torum), στο είναι και στο δέον, είναι ουσιαστικά και υποδομή της οικονομικής σκέψης. Αυτή η λογική εναρμόνιση του ατομικού και του κοινού είναι η βάση του φιλελευθερισμού στον οικονομικό τομέα και συνιστά την αργότερα συμβολικά προβληθείσα «αόρατο χείρα» του Adam Smith. «Ξυνόν ἐστι πᾶσι τό φρονέειν» (113). Έτσι άλλωστε συμπίπτει η αφανής και φανερή αρμονία, όπου «ἁρμονία ἀφανής, φανερῆς κρείττων» (54). Ο «δέον λόγος» θα εξασφαλίζει την σύμπτωση και αλληλοσυμπλήρωση των οικονομικών ενεργειών, εφ ’ όσον ακολουθείται ο κοινός: «δεῖ ἕπεσθαι τῶ ξυνῶ».

Ο Ηράκλειτος, ζώντας μέσα στην «κοινωνία της αφθονίας» της Εφέ­σου, την οποία ακόμη και ο Ξενοφάνης επικρίνει για τη μαλθακότητά της, που υπήρξε αποτέλεσμα της οικονομικής προόδου, αλλά και της διδασκαλίας από τους Λυδούς, «ἁβροσύνας ἀνωφελέας» (Diels 13, 3), ενδιαφέρεται περισσότερο όχι για την «προκατεστημένην αρμονίαν», δηλαδή για τη φυσική νομοτέλεια όπως την αποκαλεί ο Leibniz, αλλά για την εναρμόνιση της γενικής θέλησης των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Έτσι εγκαταλείποντας τη φύση, ασχολείται με το ανθρώπινο ήθος, δηλαδή με το είναι του ανθρώπου καθώς θέλει ο Αξελός(5), και από το ατομικό ήθος στην ενοποιητική διάσταση του κοινού λόγου, δηλαδή αναζητεί την υπέρβαση της ιδίας φρόνησης προς τον κοινό λόγο. Πρόκειται, όπως ορθά ειπώθηκε(6), «για ένα σχέδιο αγωγής του ανθρώπου-πολίτη, κοσμοπολίτη, που να τον χαρακτηρίζει η λογικά ελεγχόμενη προσωπική του στάση στη ροή των κοινωνικών γεγονότων». «Ἦθος ἀνθρώπω δαίμων» (Diels, IB, 119). Το ήθος, υποσημαίνει την ανθρώπινη ευθύνη και τον αποκλεισμό του θείου στις ανθρώπινες πράξεις, όπως και της ειμαρμένης «μηδέν τῶν γιγνομένων γίνεσθαι καθ’ εἱμαρμένην» (Αναξαγόρας, Diels II A 66).

Αυτή την ανεξάρτητη ανθρώπινη συμπεριφορά ο Ηράκλειτος προσπάθησε να την συνδέσει με το Λόγο, την κοινή λογική, που αποτελεί μέσο συνεννόησης και εκλογίκευσης με κατεύθυνση το κοινό συμφέρον. Οι πολίτες «ιδίαν έχοντες φρόνησιν» πρέπει να ακολουθήσουν τον «ξυνόν λόγον». Μπορεί να είναι δύσκολη η τιθάσευση των ατομικών αντιδράσεων, «θυμῶ μάχεσθαι χαλεπόν» (IB 85), αλλά τελικά η λογική μπορεί να πρυτανεύσει. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης(7) «τό ἐπιθυμητικόν καί ὅλως ὀ­ρεκτικόν μετέχει πως, ἤ κατήκοον ἐστιν αὐτοῦ καί πειθαρχικόν» (Ηθ. Νικομ. Α, 13 (1102β, 28-31). Στην ουσία ο Λόγος είναι ο Νόμος (ὅκωσπερ νόμω πόλις, ἡ κοινή βούληση)(8).

Το νόμο εκφράζουν οι πολλοί, που συνήθως δεν συμμορφώνονται προς τον κοινό λόγο. Γι’ αυτό ο Ηράκλειτος επικρίνει τη στάση τους, χαρακτηρισθείς «οχλολοίδορος» (Διογ. Λαέρτιος IX, 46).

Η ουσία της διδασκαλίας του Ηρακλείτου συνίσταται στην προβολή της ελευθερίας της βούλησης και στην υποταγή της, όχι σε φυσική ή εξωτερική εξουσία, αλλά στην εκούσια συμμόρφωσή της στο «λόγο».

Είναι γνωστή η διαλεκτική σκέψη του Ηρακλείτου. Αυτή δεν αφορά μόνο τη διαλεκτική ως επιδίωξη άρσης των αντιθέσεων μέσα στην πολιτεία, αλλά και τη διαλεκτική ως κίνηση εναρμόνισης των αντιμαχομένων στοιχείων, την οποία χρησιμοποίησαν οι Marx και Engels στη θεμελίωση της ιστορικοϋλιστικής θεωρίας τους. Είναι η «παλίντροπος αρμονία» (51), την οποία ο Leibniz αποκαλεί «προκατεστημένη αρμονία». Ο κόσμος είναι ενότητα των υφισταμένων διαφορών. Επιφανειακή και πραγματική ενότητα. «Διά τῆς ἐναντιοδρομίας ἡρμόσθαι, τά ὄντα γίγνεσθαι τά πάντα κατά ἐναντιότητα καί ρεῖν τά πάντα ποταμοῦ δίκη». Στο πλαίσιο της δυναμικής αυτής εναρμόνισης, όπως συμβαίνει στο τόξο και στη λύρα, στη φυσική και πολιτική τάξη των αντιθέτων, πραγματοποιείται και στον οικονομικό τομέα η αριστοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος: «τό ἀντίξοον συμφέρον ἐκ τῶν διαφερόντων καλλίστην ἁρμονίαν καί πάντα κατ’ ἔριν γίνεσθαι». «Διαφερόμενον γάρ ἀεί ξυμφέρεται». Για τον Ηράκλειτο (8, 10, 53, 80), οι αντιθέσεις, η διαμάχη, ο ανταγωνισμός είναι η πρωταρχική κοινωνική διαδικασία, από την οποία προκύπτει ισορροπία. Γι ’ αυτό και αποκλήθηκε ο πρώτος εκπρόσωπος της κοινωνικής δυναμικής. Η κλασσική οικονομική θεωρία ανακάλυψε, πολλές εκατοντάδες χρόνια αργότερα, τη θεωρία αυτή της ισορρόπησης των συμφερόντων, με το περίφημο έργο του Bastiat “Les harmonies economiques”. Ουσιαστικά έτσι οδηγούμαστε στην ομοιομορφοποίηση φύσης, κοινωνίας και πολιτείας από άποψη κανόνων συμπεριφοράς, όπως θα έλεγε ο Σέξτος ο Εμπειρικός, που αξιοποίησε η κλασσική οικονομική θεωρία, από τον Smith ως τον Marx. Κατά τον Ηράκλειτο τα πάντα γίνονται από την αντιμαχία και την ανάγκη, αρχή που ισχύει βασικά στην οικονομική δραστηριότητα.

[Για τη θεωρία της εντροπίας και ανακύκλωσης του Ηρακλείτου βλέπε: Αθ. Κανελλόπουλος, Οικολογία και οικονομική του περιβάλλοντος (στους αρχαίους Έλληνες), Καραμπερόπουλος, Αθήνα, 1985, σελ. 87-91. Επίσης: Ν. Gecorgescu-Roegen, The entropy law and economic progress, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1971],

Σε σχέση προς τις ηθικές απόψεις του Ηρακλείτου στον οικονομικό τομέα είναι ανάγκη να εξαρθεί ιδιαίτερα η εμμονή του στο μέτρο και στη δικαιοσύνη, αλλά και η αποδοκιμασία της αφροσύνης των μαζών και ιδιαίτερα της οικονομικής elite, να επιδιώκουν αλόγιστα τον υλικό πλούτο και τις υλικές απολαύσεις («Οἱ δέ πολλοί κεκόρυνται ὅκωσπερ κτήνεα»(9). Ο Αναξίμανδρος και ο Ηράκλειτος έδωσαν έκφραση σε μια θεωρία κοσμολογικής δικαιοσύνης αναφερόμενοι στην επέμβαση των «αντιθέτων» και στις συνέπειες αυτής της επέμβασης(10). Κατά τον Joseph Spengler(11) αυτή η θεωρία θα μπορούσε να είχε μεταφρασθεί σε όρους φυσικής ισορροπίας ή, κατ’ αναλογία, κοινωνικής ισορροπίας. Μερικές παρατηρήσεις του Ηρακλείτου για τη διαμάχη και τις συγκρούσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν με χεγκελιανούς όρους. Ιδιαίτερη αντίθεση υπήρχε προς τις πολυτελείς δαπάνες, για τις οποίες μίλησε αργότερα και ο Επίκουρος και ο Marcuse. Ο ίδιος τονίζει: «Μή ἐκλίποι ὑμᾶς πλοῦτος, Ἐφέσιοι, ἵν’ ἐξελέγχοισθε πονηρευόμενοι»(12). Εναντίον της υπέρμετρης ευμάρειας, που γίνεται πρόκληση: «Ὕβριν χρῆ σβεννύναι ἤ πυρκαϊήν»(13).

Ο Πλούταρχος αναφέρει την έναντι της πολυτελούς δαπάνης στάση του Ηρακλείτου, που αντιμετώπισε ως εξής τη ροπή των Εφεσίων προς τις πολυτελείς δαπάνες:

«ἀναβάς ἐπί τό βῆμα καί λαβών ψυχρόν κύλικα καί τῶν ἀλφίτων ἐπιπάσας καί τῶ γληχίνω κινήσας ἑκωτήν ἀπῆλθεν, ἐνδειξάμενος αὐτοῖς (τοῖς Ἐφεσίοις) ὅτι τό τοῖς τυχοῦσι ἀρκεῖσθαι καί μή δεῖσθαι των πολυτελῶν»(14).

Στον Ηράκλειτο ακόμη οφείλεται η διάκριση ανάμεσα στην υλική και πνευματική επένδυση (περιλαμβανομένης και της τεχνικής) που σήμερα αντιμετωπίζεται ως η σπουδαιότερη και αποδοτικότερη επένδυση.

Τέλος, είναι άξιο σημείωσης ότι ο Ηράκλειτος είχε παρατηρήσει την ανταλλακτική σχέση χρυσού και χρήματος:

«πυρός ἀνταμείβεται πάντα καί πῦρ ἁπάντων, ὥσπερ

χρυσοῦ χρήματα καί χρημάτων χρυσός» (αποσπ. 90)(15).

Η σπάνις του χρυσού είναι παράγων της ανταλλακτικής του αξίας:

«χρυσόν γάρ οἱ διζήμενοι γῆν πολλήν ὀρύσσουσι καί εὑρίσκουσιν

ὀλίγον» (22)(16).

Δημοκρίτου Ηγησιστράτου Αβδηρίτου (460-370)

Γενικά: Η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας

Πολλοί φιλόλογοι όπως ο Καλλίμαχος, ο Ηγησιάναξ (πίναξ των Δημοκρίτου γλωσσών και συγγραμμάτων) επελήφθησαν κατά το παρελθόν της κατατάξεως των αποσπασμάτων των βιβλίων του Δημοκρίτου, καθώς και του διαχωρισμού των γνησίων και μη γνησίων έργων (Ψευδοδημοκρίτεια). Την ταξινόμηση και εκκαθάριση φαίνεται να επεχείρησε κατά τον πιο έγκυρο τρόπο ο Πυθαγόρειος Θράσυλλος, τον 1ο μ.Χ. αιώνα επί Τιβερίου. Ο Θράσυλλος διαίρεσε τα έργα του μεγάλου Αβδηρίτου σε 13 τετραλογίες (52 έργα). Με βάση το διαχωρισμό αυτό επιχειρείται πιο κάτω η πιθανολόγηση του περιεχομένου των ασχολούμενων και με οικονομικά θέματα έργων.

Είναι ανάγκη να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι ο Δημόκριτος, που αποκλήθηκε και Γελεσίνος, «διά τό γελᾶν πρός τό κενόσπουδον ταῶν ἀνθρώπων», υπήρξε ο φιλόσοφος της συμμετρίας και της ισορροπίας στο δημόσιο βίο, φιλελεύθερος και οπαδός του αποκεντρωτικού συστήματος αποφάσεων, διατύπωσε βασικές απόψεις για την οργάνωση της οικονομίας και την κατανομή των πόρων και την ιδέα της δραστηριότητας, απέδωσε δε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση, της οποίας υπήρξε επί μακρόν λειτουργός. Οι απόψεις αυτές συνιστούν κατ’ αρχήν και τη συμβολή του στην οικονομική σκέψη(1).

1. Του ιδίου

«Περί γεωργίας ή γεωμετρικός» (από τα «τεχνικά»): Παράγοντες κόστους στη γεωργία

Για το έργο κάνει λόγο ο Διογένης Λαέρτιος(2), ο Varro(3), ο Columella(4). Η εργασία φαίνεται να ήταν περισσότερο γεωπονικής φύσης, παρά το γεγονός ότι ο Columella δέχεται όχι μόνο την τεχνική τελειότητα του Δημοκρίτου στα γεωργικά θέματα, αλλά “et enim in universa rerum natura sagacitatem” (Praef. 32).

Είναι άξιο παρατήρησης ότι και στο βιβλίο αυτό γίνεται λόγος για κόστος που προκαλείται από άσκοπες δαπάνες. Πρόκειται για δαπάνες ανέγερσης τοίχων, που ανεβάζουν το κόστος χωρίς τελική προστασία(5).

2. Του ιδίου

«Περί ευθυμίης»: Ο φιλελεύθερος ατομισμός

Στο Περί ευθυμίης αναπτύσσεται, όπως προκύπτει από αποσπάσματα, η ατομικιστική του αντίληψη για την κοινωνία και το φιλελευθερισμό. Υποστηρίζεται ωστόσο ότι οι πολίτες πρέπει να συμβάλλουν θετικά στην κοινωνία τους, που απαιτεί ένα νομικό σύστημα για τη διασφάλισή της.

Η θέση του Δημοκρίτου έναντι του οικονομικού πράττειν είναι φυσική συνέπεια της θέσης του για τη γένεση και λειτουργία της κοινωνίας. Η κοινωνία, κατ ’ αυτόν είναι προϊόν σύμβασης (το κοινωνικό συμβόλαιο του Rousseau) και συνδυασμός ανάγκης και λόγου. Τη συνοχή της κοινωνίας επιτυγχάνει η ομόνοια και η φιλία, ελατήριο των οποίων είναι το συμφέρον και η ομοφροσύνη (Diels-Kranz, αποσπ. 107, 186).

Ως συμφέρον νοεί ο Αβδηρίτης σοφός το κοινωνικό όφελος, που απορρέει από την επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος. Η σκέψη αυτή είναι ουσιαστικά προτύπωση της βάσης του φιλελευθερισμού, όπως αναπτύσσεται στον Adam Smith. Προωθώντας το ατομικό συμφέρον προάγεις το κοινό. Αυτήν την αιτιολογία έχει και η ρήση του «αἰσχρόν τά ὀθνεῖα πολυπραγμονεύοντα, ἀγνοεῖν τά οἰκήϊα».

Κατά τον Wim Klever, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Rotterdam, στην ομιλία του στο συμπόσιο των Δελφών (22-26 Σεπτ. 1994) με τον τίτλο: «Η ταυτότητα οικονομικής και πολιτικής επιστήμης κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη», ο Δημόκριτος, ως φυσικός, βλέπει την οικονομία, ριζωμένη στους φυσικούς και ψυχολογικούς νόμους, να δεσπόζει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Τα περί οικονομίας αποσπάσματα του δεν πρέπει να θεωρηθούν «υποκειμενιστικά», όπως επιχειρείται από τον Gordon και τον Spiegel. Τα φυσικά είδη έχουν όρια, τα οποία δεν μπορεί να υπερπηδηθούν χωρίς σοβαρές επιπτώσεις. Η ικανοποίηση είναι ένα πράγμα. Η άμετρη φιλαργυρία και ο άμετρος πλούτος πάνω από ένα ανθρώπινο όριο είναι άλλο πράγμα. Μολονότι, τονίζει ο Klever, είναι δύσκολο να προσδιορίσομε το όριο, το «πέρας», τούτο δεν είναι άγνωστο ούτε στον ιδιώτη ούτε στην κοινωνία. «Το όριο μεταξύ του επωφελούς και του μειονεκτήματος είναι ευχαρίστηση και απογοήτευση. Αν το μέτρο, «το μέτριον» είναι υπερβατικό, κάθε τι καταπίπτει (233). Το μέτρο εξαρτάται από δύο παράγοντες, το πράγμα που επηρεάζεται και το πράγμα που επηρεάζει. Κατά συνέπεια το οικονομικό αγαθό είναι απείρως μεταβλητό «για τον ένα αυτό για τον άλλον εκείνο» (69). Το μεγαλύτερο μέρος του μέτρου είναι προσηλωμένο στην πολιτική κοινωνία.

Βάση του διαγραφομένου στη δημοκρίτεια φιλοσοφία φιλελεύθερου κοινωνικοοικονομικού συστήματος είναι η ατομική ιδιοκτησία. Στο απόσπασμα 279 περιγράφει την ατομική ιδιοκτησία ως περισσότερο συντελεστική στην επιμελή εργασία και στη φειδώ, από την κοινοκτημοσύνη, παρά το γεγονός ότι το σύστημα αυτό είναι δυνατόν να οδηγήσει σε αντιθέσεις, που εγκυμονεί κοινωνικούς κινδύνους («φθόνος στάσιος ἀρχήν ἀπεργάζεται» (απ. 245)), γι ’ αυτό είναι αναγκαία η πολιτική άμβλυνσης των αντιθέσεων αυτών. Η άμβλυνση των αντιθέσεων πραγματοποιείται με τον κριτικό έλεγχο, με το διάλογο. Ουσιώδης προϋπόθεση του διαλόγου και κατά συνέπεια της επίτευξης της ευημερίας, της ευδαιμονίας (ευεστώ), είναι η αίσθηση του μέτρου, η προσαρμογή της ζήτησης στους υφιστάμενους πόρους και στη δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών, η αυτάρκεια αλλά και προ παντός η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας. Η κοινωνική πρόοδος επιτυγχάνεται με το διάλογο στη βάση αυτή και όχι με το «μή ἐθέλειν ἀκούειν» (81) των τυραννικών κα­θεστώτων. Προς την ίδια κατεύθυνση απαιτείται βελτίωση της σχέσης των κοινωνικών τάξεων, αλληλεγγύη: «Τό οἰκτείρειν ἔνεστι και μή ἐρήμους εἶναι καί τό ἑταίρους γίγνεσθαι καί τούς πολίτας ὁμονόους εἶναι». Η ελευθερία της ατομικής πρωτοβουλίας μάλιστα δεν είναι μόνο το μέσο για την επίτευξη των οικονομικών (και πολιτικών) σκοπών, αλλά παράλληλα και αγαθό, το οποίο εκτιμάται στην ιεραρχική κλίμακα των αγαθών ως το πρώτο:

«ἡ ἐν δημοκρατίᾳ πενίη τῆς παρά τοῖς δυνάστησι καλεσμένης εὐδαιμονίης τοσοῦτον ἐστί αἱρετώτερη, ὁκόσον ἐλευθερίη δουλείης» (251).

Η τελευταία αυτή παρατήρηση του Δημοκρίτου δίνει τη σύγχρονη αντίληψη περί κόστους, που δεν είναι μόνο η θυσία υλικών αγαθών, αλλά και αγαθών μη αποτιμητών σε χρήμα, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, ο χρόνος, η υγεία, το περιβάλλον κ.λπ.

Σύγχρονες απόψεις επίσης περί αναγκών, δαπανών και πλούτου αναπτύσσει ο Αβδηρίτης φιλόσοφος στο «περί ευθυμίης». Η έκταση της πενίας ή του πλούτου είναι συνάρτηση της αίσθησης των αναγκών. «Πενίη καί πλοῦτος ὀνόματα ἐνδείης καί κόρου οὔτε οὖν πλούσιος ὁ ἐνδέων οὔτε ὁ πένης ὁ μή ἐνδέων» (Diels, 283). Και «Ἦν μή πολλῶν ἐπιθυμέης, τά ὀλίγα τοι πολλά δόξει· σμικρά γάρ ὄρεξις πενίην ἰσοσθενέα πλούτω, ποιέει» (284). Επίσης «Εὐτυχής ὁ ἐπί μετρίοισι χρήμασι εὐθυμεόμενος, δυστυχής δέ ὁ ἐπί πολλοίσι δυσθυμεόμενος» (286). Κατά τον Δημόκριτο «είναι τυχερός όποιος είναι ευτυχής με μετριοπαθή μέσα» και υποστηρίζει ότι η φιλία, η γενναιοφροσύνη και η αμοιβαία βοήθεια οδηγούν στην αρμονία, στην ευημερία και στη δικαιοσύνη. Δεν ορίζει την έννοια της δικαιοσύνης, απλώς τονίζει ότι αυτή συνίσταται σ’ «αυτό που πρέπει να γίνει». Ενώ παρατηρεί ότι ο συμβιβασμός προς τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης παρήγε ικανοποιητική κατάσταση του νου, υπεδείκνυε ότι ο νόμος ήταν ουσιώδης για την πρόληψη της αδικίας και τη βελτίωση του ανθρώπου (Freeman, Ancilla, αποσπ. 174, 215, 245, 248, 252, 256-58, 261-62, 282, 287). Επίσης, ενώ δίνει έμφαση στην αμοιβή ανάλογα με την αξία, λέγοντας ότι «αυτός έχει τη μεγαλύτερη μερίδα δικαιοσύνης, αυτός που αποδίδει τις μεγαλύτερες τιμές σ’ αυτούς που το αξίζουν περισσότερο, δεν ορίζει τη δικαιοσύνη σε σχέση προς τη διανομή ή την ανταλλαγή(6). Την άποψη αυτή διατυπώνει μετά ταύτα ο Ξενοφών: «Τά μέν γάρ ἐμά ἔφη, ἱκανά ἐστιν ἐμοί παρέχειν τά ἐμοί ἀρκοῦντα, εἰς δέ τό σόν σχῆμα, ὁ σύ περιβέβλησαι καί τήν σήν δόξαν, οὐδ ’ εἰ τρίς ὅσα νῦν κέκτησαι προσγένοιτό σοι, οὐδ ’ ὡ ἄ ἱανά μοι δοκεῖ εἶναι σοι»(7). Τις ίδιες απόψεις εξέφραζαν οι πατέρες της Εκκλησίας: «Πένης μέν γάρ ἐστί ὁ πολλῶν ἐνδεής. Πολλῶν δ ’ ἡμᾶς ἐνδεεῖς ποιεῖ τό ταῆς ἐπιθυμίας ἀκόρεστον»(8) Και «οὐκ ἐστιν πένης ὁ μηδέν ἔχων, ἀλλ’ ὁ μηδενός δεό­μενος»(9).

Η διαπίστωση ωστόσο αυτή, που συνάδει με την όλη θεωρία του περί του «μέτρου», δεν υποδηλώνει σύσταση αποθάρρυνσης της ζήτησης του πλούτου. Βεβαίως κατά τη σύγχρονη θεωρία η περιορισμένη αίσθηση αναγκών και η προτίμηση της σχόλης αντί της εργασίας οδηγεί στην καλούμενη ανάστροφο καμπύλη προσφοράς υπηρεσιών και ανάληψης κινδύνων. Μια αύξηση π.χ. της αμοιβής της εργασίας έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης ή σε περιορισμό του χρόνου εργασίας(10), παρά σε αύξηση της προσφοράς εργασίας.

Κατά το Δημόκριτο όμως η ζήτηση χρημάτων είναι αναγκαία και προάγει την οικονομία. Η υπέρβαση του κόρου δημιουργεί «μείζονας ἐνδείας». «Χρημάτων χρῆσις ξύν νόω μέν χρήσιμον εἰς τό ἐλευθέριον εἶναι καί δημοφιλέα, ξύν ἀνοίη δέ χορηγίη ξυνή»(11). Προτιμά μια ισόρροπη κτήση πλούτου σε σχέση προς τις ανάγκες. «Ἡ γάρ εὐογκίη ἀσφαλέστερον τῆς μεγαλογκίης» και αυτό για την αποφυγή καταχρήσεων και υπερβολών και του μέτρου που δημιουργούν ηθικά προβλήματα. Στους αρχαίους κατά κανόνα, από ηθική άποψη, η όλη οικονομική συμπεριφορά συνίσταται στην αύξηση της ζήτησης πλούτου αλλά παράλληλα σ’ ένα εύλογο αυτοπεριορισμό του ακορέστου των αναγκών. Η στάση αυτή εξασφαλίζει την ευθυμία, δηλ. την ευημερία ή «ευεστώ». «Τήν δ’ εὐδαι­μονίαν καί εὐθυμίαν καί εύεστώ καί ἁρμονίαν καί ἀταραξίαν καλεῖ»(12).

3. Του ιδίου

«Γνῶμαι»; Κατανομή πόρων και ανταγωνισμός

Στο «Γνῶμαι» εκτίθενται οι απόψεις του για τον πλούτο και την ευδαιμονία, την καλούμενη αταραξία, ή «ευεστώ», δηλαδή την κατάσταση, κατά την οποία «γαληνῶς καί εὐσταθῶς ἡ ψυχή διάγει, ὑπό μηδενός ταραττομένη φόβου ἤ δεισιδαιμονίας ἤ άλλου τινός πάθους»(13).

Στα δύο αυτά έργα προβάλλεται κατ’ εξοχήν ο ρόλος της ατομικής ιδιοκτησίας, και του ανταγωνισμού που θεωρείται το ισχυρότερο κίνητρο για την παραγωγική δραστηριότητα. «Το εισόδημα από την κοινή ιδιοκτησία» δίνει κατ ’ αυτόν λιγώτερη χαρά και η δαπάνη λιγώτερο πόνο. Οι ιδιωτικοί πόροι χρησιμοποιούνται με μεγαλύτερη επιμέλεια και φειδώ. Μιλώντας για τον εθισμό των παιδιών στην οικονομική πρακτική τονίζει: «ἅμα μέν γάρ φειδότεροι γίγνονται ἐς τά χρήματα, καί προθυμότεροι κτᾶσθαι καί ἀγωνίζονται ἀλλήλοισι»(14).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον δείχνει ο Αβδηρίτης για την οργάνωση της κατανομής των πόρων και της εργασίας για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της οικονομίας: «χρημάτων χρῆσις ξύν νόω μέν χρήσιμον εἰς τό ἐλευθέριον εἶναι καί δημοφιλέα, ξύν ἀνοίη δέ χορηγίη ξυνή» (Στοβαίος). Ο Barry Gordon(15) τονίζει ότι αυτό «είναι το μείζον θέμα του μηνύματος των αρχαίων Ελλήνων στα οικονομικά».

Τις απόψεις αυτές επανέλαβαν αργότερα ο Αριστοτέλης, η μεσαιωνική οικονομική θεωρία και φυσικά οι Adam Smith και Ricardo.

Στο πλαίσιο των οικονομικών θεωριών του Δημοκρίτου πρέπει να περιληφθεί η υποκειμενική θεωρία περί αξίας και οι απόψεις του για την οριακή χρησιμότητα. «Το πιο ευχάριστο αγαθό γίνεται πιο δυσάρεστο, αν δεν ισχύσει μετριοπάθεια και αυτοσυγκράτηση στη χρησιμοποίησή του».

Η βαθύτερη συμβολή του Δημοκρίτου στην προαγωγή της οικονομικής επιστήμης συνίσταται στην προαγωγή των λογικών στοιχείων που δικαιώνουν το οικονομικώς πράττειν. Το διπολικό ζεύγος της δημοκρίτειας φιλοσοφίας «είναι-γίγνεσθαι» σημαίνει στην ουσία ότι η ηθική του Δημοκρίτου δεν είναι ηθική της απραξίας (αποσπ. Β, 119), αλλ’ η δραστηριότητα συνδυαζόμενη με τη φρόνηση και την οξυδέρκεια. Ορθώς παρατηρεί η Α. Κελεσίδου(16) ότι το γίγνεσθαι δομεί την ιδέα της δραστήριας παρουσίας στην ατομική και κοινωνική ζωή. Το γίγνεσθαι είναι η διαρκής κίνηση, που δίνει δεοντολογικό χαρακτήρα στην ανθρώπινη δράση, η οποία σταθεροποιείται με τη θέληση στα επιτεύγματα του είναι (240). «Πλείονες ἐξ ἀσκήσεως ἀγαθοί ἤ ἀπό φύσεως» (242). «Συνέσει τε καί ἐπιστήμη, ὀρθοπραγέων τίς ἀνδρεῖος καί εὐθύγνωμος γίνεται, εὐξύνετος ὀξυδερκείη καταθύνει καί νοῦς» (Β, 2, Β, 175). Το γίγνεσθαι μεταβάλλει το χαρακτήρα του ανθρώπου, όπως η «τοῦ ἤθεος εὐτροπίη» (Β 57). Δεν είναι η τύχη, αλλ’ η φρόνηση, ο λογισμός, η πράξη εκείνη που δίδει λύσεις: «ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσσαντο, πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης, βαιά γάρ φρονήσει τύχη μάχεται, τά δέ πλεῖστα ἐν βίω εὐξύνετος ὀξυ­δερκείη κατιθύνει καί νοῦς». Από την άποψη αυτή έχει γι’ αυτόν μεγάλη πρακτική σημασία η πολιτική (συνεπώς η έλλογη κατεύθυνση των ανθρωπίνων πράξεων στην ικανοποίηση αναγκών): «τήν πολιτικήν τέχνην μεγίστην οὖσαν ἐκδιδάσκεσθαι καί τούς πόνους διώκειν, ἀφ’ ὧν τά μεγάλα καί λαμπρά γίνονται τοῖς ἀνθρώποις» (157).

Στο πλαίσιο της ενεργού αυτής πολιτικής στάσης, η ανθρώπινη αυτοβουλία, η ελευθερία της βούλησης γίνεται το κίνητρο και ο άνθρωπος προωθεί την εξέλιξή του. «Ψυχή οἰκητήριον δαίμονος». Αυτήν την έννοια έχει η «αθαμβία», δηλαδή η ενεργός αντιμετώπιση των πραγμάτων με τη διδασκαλία του λόγου ως πειθούς και τη συνήθεια, που διαμορφώνει το ήθος(17). Προς το σκοπό αυτό η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να στρέφεται και στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα. «Εἰ ἀμελέοι τις τῶν δη­μοσίων, κακῶς ἀκούειν γίγνεται» (253).

Το όριο των επιδιώξεων, το μέτρο, συνίσταται στο ότι προς την κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνομε το πρέπον και το πρέπον αυτό είναι να μη προβαίνει η συνείδηση σε υπέρβαση των δυνατοτήτων της(18). Έτσι επιτυγχάνεται η ισορροπία. Άξιο σημείωσης είναι ακόμη ότι για την επίτευξη αυτή του μέτρου, το οποίο τελικά οδηγεί στην ευεστώ, στην ευθυμία, στην ευτυχία, είναι απαραίτητη η αίσθηση της φειδούς και της ανεπάρκειας αγαθών, και η πραγματοποίηση της δαπάνης στον εύλογο χρόνο καθώς και η επέμβαση για τις αποφάσεις αυτές του «αγαθού», εν προκειμένω του ικανού.

Είναι αξιόλογο ίσως ότι ο φιλόσοφος των Αβδήρων πέρασε τη φιλοσοφία από το «μακρό κόσμο» στο «μικρό κόσμο» και έτσι στον άνθρωπο και στη δυναμική ηθική ανθρωπολογία, δηλαδή στο δυναμικό ρόλο του ανθρώπου στη σχέση του με τα πράγματα με τη διδαχή ή τη συνήθεια ή τον ορθό χειρισμό τους για την πολιτική, ηθική και οικονομική βελτίωση της ζωής του. Για την άσκηση ορθής πολιτικής, συνεπώς και οικονομικής, γράφει:

«Πόλις εὖ ἀγομένη μεγίστη ὄρθωσίς ἐστι,

καί ἐν τούτω πάντα ἔνι,

καί τούτου σωιζομένου πάντα σωίζεται

καί τούτου διαφθειρομένου πάντα διαφθείρεται».

Διαπίστωσε ακόμη και τη μεταμόρφωση του κόσμου (τον ρυσμό) από την τεχνική(19). Για το ρόλο αυτόν της τεχνικής, τον οποίο ανήγαγαν εις πρώτο κινούν τον κόσμο παράγοντα ο Marx και ο Engels, ο Δημόκριτος γράφει (Β 172, Β 173): «ἀφ’ ὧν ἡμῖν τά ἀγαθά γίγνεται, ἀπό τῶν αὐτῶν τούτων καί τά κακά ἐπανευρισκοίμεθ’ ἄν, τῶν δέ κακῶν ἐκτός εἴημεν... ἀνθρώποισι κακά ἐξ ἀγαθῶν φύεται, ἐπήν τίς τ’ ἀγαθά μή πιστῆται ποδηγετείν, μηδέ ὀχεῖν εὐπόρως».

4. Του ιδίου

«Μικρός διάκοσμος»: Ιδέες για τα στάδια ανάπτυξης

Γράφηκε περί το 430 π.Χ.

Πρόκειται για την πορεία του ανθρώπου από την προανθρώπινη στην ανθρώπινη περίοδο και τον πολιτισμό.
-------------------------------------------
[1] Barnes, The presocratic philosophers, β' εκδ., Routledge and Kegan Paul, 1982.

D. J. Furley and R. E. Allen, (εκδ.), Studies in presocratic philosophy, v. I, 1970.

Κ. Βουδούρη, Προσωκρατική φιλοσοφία, Αθήνα, 1982.

J. Burnet, Early greek philosophy 4η εκδ., London, 1930.

H. Cherniss, Aristotle’s criticism of presocratic philosophy, Baltimore, 1935.

F. M. Cleve, The giants of presophistic greek philosophy, Martius Nijhoff, The Hague, 1965.

F. M. Cornford, Plato and Parmenides, London, 1939.

C. J. Emlyn-Jones, The Ionians and Hellenism, Routledge and Kegan Paul, Lon­don, 1980. Kurt von Fritz, “Nous, noein and their derivatives in presocratic philoso­phy”, στο A. P. D. Mourelatos (εκδ.), The presocratics, Doubleday, 1974, 78-80.

E. Hussey, The Presocratics, Duckworth, London, 1977.

W. Jaeger, The theology of early greek philosophers, B. Blackwell, Oxford, 1947.

G. S. Kirk, J. E. Raven, M. Schofield, The presocratic philosophers, β' εκδ.,

Cambridge Univ. Press. 1983; ελ. μτφ. Δημ. Κούρτοβικ, εκδ. Μορφ. Ιδρύματος

Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, 1988.

Ε. L. Minar, “Presocratic Studies, 1953-66”, Classical World, Go 1966-67, 157-59.

R. Mondolfo - E. Zeller, La filosofia dei Greci nel suo sviluppo storico, I, τόμ. 3, Eleati, εκδ. G. Reale (Firenze, 1967.

A. P. D. Mourelatos(tKh.), The presocratics, Doubleday, Garden City, New York, 1974.

M. Oakeshott, Rationalism in politics and other essays, Methnen, 1962.

Π. Παναγιώτου, Οι Ίωνες Προσωκρατικοί Στοχαστές, Νέα Σύνορα, Αθήνα, 1988.

Κ. Popper, “Back to Presocratics”, στο K. Popper, Conjectures and Refutations, Routledge and Kegan Paul, London, 1963, σελ. 136-65.

R. M. Cook, “Ionia and Greece in the eighth and seventh centuries B. C.”, Journal of Hellenic Studies 66, 1946.

Kathleen Freeman, Ancilla to the Pre-socratic philosophers, Cambridge, Mass., Harvard Univ. Press, 1948.

Της ιδίας, The presocratic philosophers, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1946.

F. M. Cornford, From religion to philosophy, New York, Harper, 1957.

Wim Klever, Archeologia van de economie. De economische theorie de Griekse oudheid, 1990.

[2] G.E.R. Lloyd, Early greek science, Thales to Aristotle, 1965. J. Barnes, Greek philosophy, Thales to Plato, London, Mac Millan.

U. Holscher, Anfangliche Fragen: Studien zur friihen griechischen Philosophic. 1968.

[3] Διογένης Λαέρτιος, I, 26.

[4] Βλέπε και Αριστοτέλης, Πολιτικά I, 1259α.

[5] Πλάτων, Θεαίτητος, 173β.

Αν. Πασπαλά, «Η ναυτική αστρολογία του Θαλή», Ελ. Φιλ. Επιθ. 2, 1985, σελ. 279-294.

(1) Περί Πυθαγόρα:

Ηράκλειτος (5) D.K. απ. 129.

Ηρόδοτος IV, 95 (D.K. 14, 2).

Εμπεδοκλής D.K. 31 Β 129.

Ξενοψάνης D.K. απ. 7.

Ίων ο Χίος (9) απ. 4.

J. P. Baron, “The sixth Century Tyranny at Samos”, Classical quarterly, 1964, σελ. 210-229.

C. 1. Emlyn-Jones, The Ionians and Hellenism, Routledge and Kegan Paul, Lon­don, 1980, σελ. 20, 93, 183.

E. R. Dodds, The Greeks and the irrational, Berkeley, Los Angeles, 1951, κεφ. II-V, ελ. μτφ. Γ. Γιατρομανωλάκη.

W. Barkert, Lore and Science in ancient Pythagorianism, Cambridge, Mass., 1972 (πρώτη γερμ. εκδ. 1962).

F. Μ. Cornford, “Mysticism and Science in Pythagorian tradition”, Mourelatos, op. cit., σελ. 135-159.

Διεθνές Κέντρον Ελληνικής Φιλοσοφίας και πολιτισμού, Πυθαγόρεια φιλοσο­φία, εκ.(;)

Κ. Βουδούρη, Αθήνα-Σάμος, 1992.

Αθ. Κανελλόπονλος, «Ο Πυθαγόρας ως πολιτικός», 1990, στο Πυθαγόρεια Φι­λοσοφία op. cit., σελ. 45 επ.

W. Burkert, “Das Proomium des Parmenides und die Katabasis des Pythagoras”, Phronesis, 1969.

W, K. S. Guthrie, The Pythagorean Sourcebook and Library, Phanes Press, 1987.

Ch., Kahn, “Pythagorean Philosophy before Plato”, στο A.P.D. Mourelatos (ed), The Pre-Socratics, Anchor Books, Garden City-New York, 1974, σελ. 161-185.

(2) Διογένης Λαέρτιος VIII, 6.

(3) Diels-Kranz, Β, 40 και 129.

(4) Diels-Kranz, Β 129.

(5) Ισοκράτης, Βούσιρις 28, ια΄.

(6) Διογένης Λαέρτιος III, 3.

(7) Κ. Popper, The open society, I, R.K.P. και P.A. Schip, The philosophy of Karl Popper, LLP III, 1974.

(8) Ιάμβλιχος, V.P. 72.

(9) Διογένης Λαέρτιος VIII, 10.

(10) J. A. Schumpeter, Theory of economic development, 1919 και Business cycles, 1939.

Y. Brozen, “Invention, innovation and imitation”. Am. Ec. Rev., Μάης 1951.

(11) J. Burnet, Greek philosophy, Thales to Plato, London, 4η εκδ. Black 1945, Greek philosophy, Cambridge, Mass., Harvard University Press, 1946, σελ. 48.

(12) E. L. Minar (Jr), Early pythagorean Politics, Baltimore, Waverly Press, 1942.

(13) Op. cit., 108-9, 110, 118.

(14) Αριστοτέλης, Ηθικά-Νικομάχεια 1132β.

(15) S. Todd Lowry, “Aristotle’s mathemathical analysis of exchange”, στο History of Political Economy, I, 1969, σελ. 64-66..

(16) Joseph Soudek, “Aristotle’s theory of exchange: An inquiry into the origin of economic analysis”, Proceedings of the American Philosophical Society, 96, 1952.

(1) Κ. Popper, “Back to the Presocratics”, στο D. Furley και R. E. Allen, Studies in presocratic philosophy, τόμ. 1, Routledge and Kegan Paul, London, 1970, σελ. 149-153. Του ιδίου, Conjuctures and Refutations, Routledge and Kegan Paul, Lon­don, 1963.

(2) Diels-Kranz, B. I. 24.

Αντ. Μάρκου, Η ιδέα της προόδου στον Ξενοφάνη, διατρ. επί διδακτ., Πάτρα, 1983. Του ιδίον, «Παρατηρήσεις πάνω στο στίχο Β 1,24 του Ξενοφάνη», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση, 2, 1985, 283-299. John Bury, The idea of progress, Lon­don Mac Millan, 1924, 1944.

G. H. Hildebrand and F. I. Teggart (εκδ.), The idea of progress, A collection of readings, Berkeley, Univ. of California Press, 1949.

(3) Μ. I. Finley, “Technical innovation and economic progress in the ancient world”. The Ec. History Review 18, 1965, σελ. 29-45. H. W. Plaket, "Technology and Society in the Graeco-Roman World”, Acta Historiae Neerlandica 2, 1967, σελ. 1-25.

J. de Romilly, “Thucydide et Γ idee du progres”, Annali della Scuola normale supperiore di Pisa, XXXV, 1966, σελ. 143-9. L. Adelstein, “The idea of Progress in classical Antiquity, Baltimore, 1968.

E. R. Dodds, The ancient concept of Progress and other essays in greek literature and belief, Oxford, 1972, σελ. 1-25.

W. Jaeger 1, 173-74, 289. Aristotle, 2η εκδ., Oxford, Clarendon Press, 1950.

Paideia, The ideas of greek culture, 2η εκδ., New York, Oxford University Press, 1945.

Kathleen Freeman, Ancilla to the Pre-socratic Philosophers, Cambridge, Mass. Harvard University Press, 1948, σελ. 20-21.

(4) A. Ν. Ζούμπου, «Η γνωσιολογία του Ξενοφάνους», Πλάτων Ζ (13) 1965, σελ. 158-164.

Η. Frankel, “Xenophanes empiricism and his critique of Knowledge”, στο Ale­xander P.D. Mourelatos (εκδ.), The Presocratics, Doubleday, Anchor Original, N. York, 1974, σελ. 118-131.

(1) Από την τεράστια βιβλιογραφία περί Ηρακλείτου, επιλέγεται εδώ η έχουσα σχέ­ση με τις οικονομικοπολιτικές απόψεις του Εφεσίου φιλοσόφου. Βλ.:

G. Kirk, The cosmic fragments, Cambridge, 1954.

C. Kahn, The act and thought of Heraclitus, Cambridge, 1979.

J. Barnes, The presocratic philosophers, Routledge and Kegan Paul, London, 1982.

G. Vlastos, “Equality and Justice in early greek cosmologies”.

Του ιδίου, “On Heraclitus”, στο D. J. Furley, R. E. Allen (εκδ.), Studies in presocratic philosophy, I, Routledge and Kegan Paul, London 1970.

H. Frankel, “A thought pattern of Heraclitus”, στο Alexander P. D. Mourelatos, The Presocratics, Garden City, New York, 1974.

A. Ζούμπος, Heracleitos von Ephessos als Staatsman und Gesetzgeber, Athen, 1956.

Ε. Hussey, “Epistemology and meaning in Heraclitus", στο M. Schofield και Martha Nussbaum, Language and Logos, Cambridge University Press, 1982.

Κ. Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, Εξάντας, Αθήνα, 1974' και γαλλική έκδοση Paris, 1968.

Γ. Φαράντου, Η πολιτική φιλοσοφία του Ηρακλείτου, Παρνασσός, 1982, σ.

94-111.

Του ιδίου, Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική φιλοσοφική σκέψη, Εκδόσεις Αιχμή, Αθήνα, 1984.

Σπ. Κυριαζόπουλου, Ηράκλειτος, Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών, Αθή­να 1973. Κ. Βουδούρη, «Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική αντίληψη για τον πολί­τη», Ελλην. Φιλοσοφ. Επιθεωρ. 4, 1987/255.275. Του ιδίου. «Η εγκυρότητα και τα όρια του διαλεκτικού λόγου», Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρία, Η διαλεκτική, Αθή­να, 1988, 11-26. Του ιδίου, «Ηράκλειτος και αυτογνωσία» (σε κορεατική γλώσσα), 1986.

A. Ν. Ζούμπον, «Βιβλιογραφία περί Ηρακλείτου», Πλάτων (017), 69-87.

Ο. Gigon, Untersuchungen zu Heraklit, Leipzig, 1935.

U. Holscher, “Paradox, Simile and Gnomic Utterance in Heraclitus”, στο A.P.D. Mourelatos (ed.), The Presocratics, Garden City, New York, 1974.

M. Marcovich, Heraclitus, Merida, 1967.

A. Menzel, “Heraclits Rechtsphilosophie”. Zeitschrift zum offentl. Recht (XII) 1932.

Ε. Ν. Ρούσσου, Ηράκλειτος, Τα αποσπάσματα, Αθήναι, 1971.

F.. Ν. Roussou, Heraklit-Bibliographie, Darmstadt, 1971.

Μ. Nussbaum, “Eleatic conventionalism and Philolaus on the conditions of tho­ught”, Harvard Studies in Classical Philology, 8, 1979.

K. Popper, The logic of scientific discovery, Hutchinson, London, 1959.

D. Wiggins, “Heraclitus conceptions of flux, fire and material persistence”, στο M. Schofield και Martha Nussbaum, Language and Logos, Cambridge University Press, 1982.

(2) Διογένης Λαέρτιος IX, 15.

(3) Διογένης Λαέρτιος IX, 15.

(4) Διογένης Λαέρτιος IX, 2.

(5) Κ. Αξελός, Heraclite et la philosophic, Paris, 1968, σελ. 192-3.

(6) Κ. Σούλη, Σ. Παπαδάτου, Μ. Χατζηγιακουμή, Το ανθρωπολογικό πρόβλημα του ήθους στον Ηράκλειτο, σελ. 165-182.

(7) Αριστοτέλης, Ηθ. Νικ. A, Β (1102β, 28-31) (Π02β, 28-31).

(8) Αριστοτέλης, Ηθ. Νικ. Β, 11,4.

(9) Diels-Kranz, F, 83, αποσπ. 25.

(10) John Barnes, Greek philosophy, I, 22-23, 61, 62, 106 και του ιδίου, Early greek philosophy, 144-45.

(11) Joseph Spengler, op. cit., σελ. 80.

(12) Επίκουρος, IB 125α

(13) Diels-Kranz, IB, 43.

(14) Πλούταρχος, «Περί αδολεσχίας», 17.

(15) Diels-Kranz, απόσπ. 90.

(16) Diels-Kranz, απόσπ. 22.

(1) J. Kautz, Die geschichtliche Entwicklung der Nationalokonomie und ihrer Literatur, Wien 1860, κεφ. XII, σελ. 58, κεφ. XVI, σελ. 69.

Pauly’s - Wissowa, Realencyclopaedie der Altertumswissenschaft, τόμ. 5ος, Stuttgart, 1905.

T. Cole, Demokritus and the greek sources of Anthropology, 2, 1967.

D.J. Furley, Two studies in the greek atomists, 1967.

F. Euriques, M. Mazzistiti, La dottrina de Democritus, Bologna, 1948.

E. Mesiano, La morale materialistica de Democritus, Firenze, 1951.

H. Lane, Die Ethik des Demokritus, 1923.

L. Marwan, Die Wiederaufnahme der gr. Atomistik durch Petrus Cassendi, 1935. M. Mazziotiti, La dottrina di Democritus Bologna, 1948.

S. Luria, Zur Frage der materialistischen Begriindung der Ethik bei Demokritus, 1964, Hermes 93, 1965.

L. Lowenstein, Die Wissenschaft des Democritus, 1914 (Hermes 53, 1915).

Ch. Kahn, “Demokritus and the origins of moral philosophy”, AJP, 106 (1985), 28-29.

(2) Διογένης Λαέρτιος IX, 34.

(3) Varro, De re rustica I, 1,8.

(4) Columella, De re rustica, praef. 32.

(5) Columella, De re rustica, XI, 3, 2.

(6) Joseph Spengler, Origins of economic thought and justice, Southern Illinois Univer­sity press, 1980, σελ. 83.

(7) Οικονομικός II, 4.

(8) Μ. Βασίλειος, Περί πλεονεξίας, Patrol. Graeca 92, σελ. 1, 101.

(9) Ιωάννης Χρυσόστομος, Υπόμνημα εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν, ομιλία β΄, κεφ. 5, Patrol. Graeca, 62, σ. 196.

Και Αθ. Κανελλόπουλ'ος, Οικονομική της αναπτύξεως, τόμ. 1, σελ. 96 επ. Του ιδίου, Διαλογισμοί για τον ελληνισμό και την ορθοδοξία, Αθήνα, 1977.

(10) W. Barber, “Economic rationality and behavior patterns in an underdeveloped area” (Econ. Dev. and Cult. Change). E. Berg, “Backward sloping labor supply functions in dual economies”, Quart. Dour. Eion., Αυγ. 1961).

(11) Στοβαίος, Ανθολ. 94, 24, Diels-Kranz 282.

(12) Στοβαίος, Ανθολ. II, 31.

(13) Διογ. Λαέρτιος IX, 7, 45.

(14) Diels-Kranz 279.

(15) Barry Gordon, Economic analysis before Adam Smith, Hesiod to Lessius, The MacMillan Press, 1975, σελ. 14.

(16) Άννα Κελεσίδου-Ταλανού, «Γίγνεσθαι και είναι στα δημοκρίτεια αποσπάσματα» και Κείμενα για το Δημόκριτο, σελ. 124, Διεθνές Δημοκρίτειο Ίδρυμα, Ξάνθη, 1984.

(17) Κ. Fritz, Philosophic und sprachlicher Ausdruck bei Demokrit, Plato und Aristoteles, Darmstadt, 1966, 32.

(18) M. Pohlenz, To πρέπον. Ein Beitrag zur Geschichte des griechischen Geistes, I, “Gottinger Nachrichten”, Phil. hist. Klasse, 1932, αναφ. υπό Μουτσοπούλου, «Εί­ναι η ηθική του Δημοκρίτου μια ηθική του καιρού;» 138-145.

(19) Άννα Κελεσίδου-Ταλανού, op. cit., σελ. 125.

Κ. Βουδούρη «Η αντίληψη του Δημόκριτου για τη γνώση σε συσχετισμό προς τις πολιτικές του αντιλήψεις», Πρακτικά του A' Διεθνούς Συνεδρίου για το Δημόκριτο, Ξάνθη, 1984, 291-305.

Η. J. Folse, “A Reinterpretation of Democritean Atomism”, Man and World 9 (1976), 410-411.

Ch. Kahn, “Democritus and the Origins of Moral Psychology”, AJP 106 (1985), 28-29.

C. C. W. Taylor, “Pleasure, Knowledge and Sensation in Democritus”, Phronesis 12 (1967), 6-27.

G. VJastos, “Ethics and Physics in Democritus”, στο D. Furley - R.E. Allen (ed.), Studies in Presocratic Philosophy, Vol. II, 381-408.