Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (124-152)

(ΠΥ.) οὐκ ἴστε τὸ κακὸν οἷόν ἐστι. κατέδεται
125 ἡμᾶς. ΧΑΙ. τυχὸν ἴσως ‹ὅδ᾽› ὀδυνώμενός τι νῦν
τετύχηκε· διόπερ ἀναβαλέσθαι μοι δοκεῖ
αὐτῷ προσελθεῖν, Σώστρατ᾽· εὖ τοῦτ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι
πρὸς πάντα πράγματ᾽ ἐστὶ πρακτικώτερον
εὐκαιρία. ΠΥ. νοῦν ἔχετε. (ΧΑΙ.) ὑπέρπικρον δέ τι
130 ἐστὶν πένης γεωργός, οὐχ οὗτος μόνος,
σχεδὸν δ᾽ ἅπαντες. ἀλλ᾽ ἕωθεν αὔριον
ἐγὼ πρόσειμ᾽ αὐτῷ μόνος, τὴν οἰκίαν
ἐπείπερ οἶδα. νῦν δ᾽ ἀπελθὼν οἴκαδε
καὶ σὺ διάτριβε· τοῦτο δ᾽ ἕξει κατὰ τρόπον.
135 (ΠΥ.) πράττωμεν οὕτως. ΣΩ. πρόφασιν οὗτος ἄσμενος
εἴληφεν· εὐθὺς φανερὸς ἦν οὐχ ἡδέως
μετ᾽ ἐμοῦ βαδίζων οὐδὲ δοκιμάζων πάνυ
τὴν ἐπιβολ]ὴν τὴν τοῦ γάμου. κακὸν δὲ σὲ
κακῶς ἅπ]αντες ἀπολέσειαν οἱ θεοί,
140 μαστιγία. [ΠΥ.] τί δ᾽] ἠδίκηκα, Σώστρατε;
(ΣΩ.) κακῶς ἐπό]εις τὸ χωρίον τι δηλαδή.
[ΠΥ.] οὐ μὰ Δί᾽] ἔκλεπτον. (ΣΩ.) ἀλλ᾽ ἐμαστίγου σέ τις
οὐδὲν ἀδικοῦντα; (ΠΥ.) καὶ πάρεστί γ᾽ οὑτοσί.
‹ΣΩ.› αὐτός; ‹ΠΥ.› ὑπάγω. ‹ΣΩ.› βέλτιστε, σὺ δὲ τούτῳ λάλει.
145 (ΧΑΙ.) οὐκ ἂν δυναίμην· ἀπίθανός τις εἴμ᾽ ἀεὶ
ἐν τῷ λαλεῖν. ποῖον λέγει[ . . . ]νι;
‹ΣΩ.› οὐ πάνυ φιλάνθρωπον β[λέπειν μ]οι φαίνεται,
μὰ τὸν Δί᾽· ὡς δ᾽ ἐσπούδακ᾽. ἐ[πανάξ]ω βραχὺ
ἀπὸ τῆς θύρας. βέλτιον. ἀλλὰ κ̣[αὶ β]οᾷ
150 μόνος βαδίζων. οὐχ ὑγιαίνειν μοι δοκεῖ.
δέδοικα μέντοι, μὰ τὸν Ἀπόλλω καὶ θεούς,
αὐτόν. τί γὰρ ἄν τις μὴ οὐχὶ τἀληθῆ λέγοι;

***
ΠΥΡ. Δεν ξέρετε, καλέ, τί τέρας είναι·
θα μας κάνει κομμάτια, θα μας φάει.
ΧΑΙΡ. Τώρα μπορεί και να ᾽ταν στις κακές του·
για αργότερα ν᾽ αφήσουμε, εγώ λέω,
Σώστρατε, τη συνάντηση μαζί του.
Σε κάθε πράμα, ξέρεις, πετυχαίνεις
μόνο αν διαλέξεις την κατάλληλη ώρα.
ΠΥΡ. Φρόνιμος λόγος. ΧΑΙΡ. Οι φτωχοί ξωμάχοι
130 είναι σωστό φαρμάκι· αυτός μονάχα;
Όλοι σχεδόν έτσι είναι. Εγώ όμως αύριο,
πρωί πρωί, μια κι έμαθα το σπίτι,
μονάχος θά ᾽ρθω και θα πάω κοντά του.
Σύρε κι εσύ στο σπίτι σου πια τώρα
και περίμεν᾽ εκεί· η δουλειά θα πάει
καλά κι έτσι όπως θέλεις. ΠΥΡ. Έτσι ας γίνει.
ΣΩΣ. (μέσα του) Ζητούσε ο φίλος αφορμή, κι αμέσως
αρπάχτηκε απ᾽ αυτή· με τί χαρά!
Ήρθε μαζί μου δίχως να του αρέσει,
αυτό είναι φανερό, κι ούτε που εγκρίνει
το γάμο μου μ᾽ αυτή την κοπελίτσα.
Στον Πυρρία.
Εσέ οι θεοί να σε παιδέψουν όπως
140 σου αξίζει. ΠΥΡ. Τί κακό έχω κάμει, αφέντη;
ΣΩΣ. Θα ᾽κλεψες κάτι μπαίνοντας στο χτήμα.
ΠΥΡ. Έκλεψα εγώ; ΣΩΣ. Μα τί; Χωρίς να φταίξεις
σ᾽ έδειραν; ΠΥΡ. Βέβαια. — Νά, σιμώνει. ΣΩΣ. Ο ίδιος;
ΠΥΡ. Πάω.
Αποτραβιέται στην είσοδο του ιερού.
ΣΩΣ. (στο Χαιρέα) Μίλησέ του εσύ, καλέ μου φίλε.
ΧΑΙΡ. Δεν το μπορώ · το χάρισμα δεν έχω
να πείθω με το λόγο· κοίταξέ τον·
σαν τί άνθρωπος σου φαίνεται πως είναι;
Αποτραβιέται.
ΣΩΣ. Ήμερου ανθρώπου η όψη του δε μοιάζει·
μά το θεό. Και κοίτα τί βιασύνη!
Ας κάμω λίγο πέρα από την πόρτα·
καλύτερα έτσι. Περπατά και σκούζει
150 μονάχος του· δεν είναι στα καλά του.
Α, μά όλους τους θεούς και μά το Φοίβο,
τον σκιάζομαι· να λέμε την αλήθεια.
Έρχεται ο Κνήμωνας· μονολογεί.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η συνάντηση της αρχαίας Ελληνικής με άλλες γλώσσες

9.5 Οι γλώσσες δεν χαλούν - αλλάζουν. Όμως μπορεί να χαθούν

Ήδη μιλήσαμε γι' αυτό το ζήτημα στο πρώτο κεφάλαιο. Αλλά είναι η ώρα να ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, γιατί συνδέεται με το θέμα που συζητούμε εδώ, τη συνάντηση των γλωσσών.

Οι γλώσσες μπορεί να χαθούν, όπως λέγαμε, αν χάσουν τους ομιλητές τους. Και μπορεί να χάσουν τους ομιλητές τους, αν αυτοί μετακινηθούν προς μια άλλη γλώσσα. Το πιο απλό παράδειγμα (γιατί μπορούμε και σήμερα να το παρατηρήσουμε) είναι η εγκατάλειψη των διαλέκτων από τους ομιλητές τους: χάνονται οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής γιατί οι ομιλητές τους μετακινούνται προς την κοινή νέα ελληνική. Και μετακινούνται προς την κοινή νέα ελληνική, γιατί αυτή η μορφή της νέας ελληνικής διαθέτει κύρος και κοινωνική δύναμη. Είναι η γλώσσα του σχολείου, της διοίκησης, των εφημερίδων. Χωρίς τη γνώση της κοινής νέας ελληνικής ο ομιλητής βρίσκεται σε μειονεκτική, κοινωνικά, θέση.

Με τον ίδιο τρόπο χάνονται οι γλώσσες των Ινδιάνων της Αμερικής. Οι ομιλητές τους τις εγκαταλείπουν, γιατί η γλώσσα που εξασφαλίζει την κοινωνική άνοδο είναι η αγγλική. Με ανάλογο τρόπο, όπως θα δούμε, πολλές γλώσσες της αρχαιότητας έχασαν, εν μέρει ή και συνολικά, τους ομιλητές τους, όταν ήρθαν σε επαφή με τη μεγάλη γλώσσα της αρχαιότητας, την αρχαία ελληνική, η οποία με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έγινε, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας. Το κύρος, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, που απέκτησε η αρχαία ελληνική στην κοινή μορφή της με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και τη δημιουργία από τους διαδόχους του των ελληνικών βασιλείων της Ανατολής (Αίγυπτος, Συρία, μέχρι την Ινδία), οδήγησε, όπως θα δούμε, πολλούς αλλόγλωσσους πληθυσμούς στην εγκατάλειψη της μητρικής τους γλώσσας.

Γιατί η μουσική σού προκαλεί ρίγος;

Είμαι σίγουρος πως έχεις αναρωτηθεί πολλές φορές πώς γίνεται μερικές αισθητηριακές εμπειρίες να σχετίζονται με συγκεκριμένα ερεθίσματα. Πώς γίνεται κάποιες φορές ο εγκέφαλος να σου δίνει την αίσθηση ενός οργασμού -περίπου όμοιου μ’ εκείνον τον ερωτικό- μ’ ένα ταυτόχρονο μυρμήγκιασμα του κεφαλιού; Κι αν σκέφτεσαι ότι μερικά πράγματα δε συγκρίνονται μεταξύ τους, έχεις τα δίκια σου. Αλλά σκέψου τη διαφορά στο ν’ ακούς χαλαρωτική ή την αγαπημένη σου μουσική και στο να’ χεις αγκαλιά τον αγαπημένο σου.

Εμπειρία ή μία στιγμή μ’ ένα αίσθημα υπέρτατης χαλάρωσης του κεφαλιού και του λαιμού που μερικές φορές φτάνει μέχρι τη σπονδυλική στήλη, τα άκρα σου ή άλλα μέρη του σώματός σου. Αίσθηση, η οποία εξαρτάται απ’ την ένταση της στιγμής. Αίσθηση που σε κάνει να νιώθεις έντονο ρίγος ή ανατριχίλα. Κι αν το ρίγος είναι μία αντίδραση που απαντάει στο κρύο, κάτι πιο ζεστό συμβαίνει στο μυαλό σου όταν ακούς την αγαπημένη σου μουσική κι αυτό κάνει και τον εγκέφαλό σου ξεχωριστό.

Κάθεσαι αναπαυτικά στον καναπέ ή στο κρεβάτι σου κι έχεις τ’ ακουστικά στ’ αφτιά σου. Πιάνεις τον εαυτό σου να χάνεται στους στίχους και τη μελωδία ενός τραγουδιού και την ίδια στιγμή νιώθεις τις τρίχες των ποδιών ή των χεριών σου να σηκώνονται. Μη σου κάνει εντύπωση. Βιώνεις κάτι σπάνιο και μοναδικό. Και σύμφωνα μ’ έρευνες ανήκεις σ’ εκείνο το 55% των ανθρώπων που βιώνουν ένα ευχάριστο ρίγος τη στιγμή που απολαμβάνουν τη μουσική τους.

Δεν είναι όμως πραγματικά περίεργο; Γιατί σου συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ψάξαμε μία απάντηση και βρεθήκαμε μπροστά σε μια πρόσφατη μελέτη, η οποία έδειξε πως η η μουσική ενεργοποιεί τα κέντρα ευχαρίστησης και ανταμοιβής του εγκεφάλου. Και συνεχίσαμε τα βήματά μας στην νευροεπιστήμη και την εξέλιξη μ’ ένα “Bonjour” από νευροεπιστήμονες της Γαλλίας που αναφέρονται σε αρχέγονα κυκλώματα του εγκεφάλου που είναι απαραίτητα για την επιβίωσή σου. Κυκλώματα που εμπλέκονται σε παρακινητικές συμπεριφορές, όπως ο έρωτας, η τροφή, τα χρήματα και φυσικά η επεξεργασία της μουσικής απόλαυσης. Για να φτάσουμε μπροστά στην οξυτοκίνη που εκκρίνει ο εγκέφαλός σου τη στιγμή που απολαμβάνει τη μουσική που ακούει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά και σε συντονισμένα κύματα εδαφικής άμυνας, γιατί η μουσική δημιουργήθηκε για να ενώσει και να προωθήσει την επιβίωση σύμφωνα με την μελέτη Thibault Chabin.

Κι αυτό σκέψου είναι μία αρχή για να μπορέσει να ξεκλειδώσει η μαγεία της βιολογίας πίσω απ’ όλο αυτό. Φαντάσου τι μπορεί να γίνεται σε μία συναυλία μεταξύ των συμμετεχόντων. Εννοούμε τον συναισθηματικό συγχρονισμό και τα μουσικά συναισθήματα που μπορεί να μεταδίδονται. Γιατί αυτό είναι ένα παζλ της μουσικής στη ζωή σου, στη ζωή μας και ένα συγχρονισμένο ρίγος που προσπαθεί να εξηγηθεί.

Όμως σύμφωνα με το Sachs αυτό είναι ένα φαινόμενο που δύσκολα μπορεί να μελετηθεί με ακρίβεια. Αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο και το ρίγος που αισθάνεται σε συγκεκριμένα τραγούδια που πιθανόν είναι συνδεδεμένα με μνήμες και γεγονότα. Η ουσία όμως είναι μία. Η χαλάρωση και η απόλαυση που σου δημιουργείται. Αυτό το συναίσθημα που μπορεί μεν να παγώνει ελαφρώς το κορμί σου αλλά μ’ ένα μοναδικό τρόπο ζεσταίνει την καρδιά σου.

Το μικρομέγαλο

Αλήθεια, τι θεωρούμε σήμερα μεγάλο τι μικρό, όταν σκεφτόμαστε, όταν πράττουμε, όταν εκτιμούμε καταστάσεις, όταν χαρακτηρίζουμε ανθρώπους, όταν στιγματίζουμε υποστάσεις, προσδιορίζουμε τον εαυτό μας και διαχειριζόμαστε έτσι ό,τι συμβαίνει στη ζωή μας;

Πόση αξία δίνουμε στην υποκειμενική αντίληψη των όσων ζούμε διαστρεβλώνοντας θετικά ή αρνητικά την υπόστασή τους και το μέγεθός τους;

Η ερμηνεία που δίνουμε στα γεγονότα

Ο προσδιορισμός που δίνουμε στα γεγονότα τα καθιστά ικανά να προκαταλαμβάνουν επόμενες πράξεις, οι οποίες μας οδηγούν αντί να χάνονται στην πάροδο του χρόνου.

Γίνονται σημεία αναφοράς που καθορίζουν τις επόμενες κινήσεις μας.

Πόσες φορές έχουμε διαπιστώσει ότι υπερεκτιμήσαμε ένα γεγονός και με το πέρασμα του χρόνου, το είδαμε, ως ασήμαντο, ενώ πρώτα, το θεωρήσαμε σημαντικό και αντιθέτως μετανοιώσαμε για κάτι που επιπόλαια κάποτε αφήσαμε ενώ θέλαμε πολύ;

Τα συναισθήματα συνεπικουρούν στο να μεγιστοποιούμε ή να μικραίνουμε τις καταστάσεις μέσα στο μυαλό μας με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να μετατρέπουν άθελά τους τα πράγματα σε μικρά ή μεγάλα μέσα από μια υποκειμενικότητα που όμως τους οδηγεί στη ζωή, για την ακρίβεια τους παρασέρνει σε μια προκαθορισμένη μοιραία αλληλουχία, φυλακίζοντας την ανάπτυξη της ψυχικής τους ύπαρξης, η οποία έχει την ανάγκη να εξελιχθεί.

Αυτό όμως, το να παρασύρεται κάποιος σε μια πορεία που «αποφασίστηκε» από έναν στρεβλά προκατελειμένο νου αντιτίθεται στις συνειδητοποιημένες αποφάσεις που απορρέουν από τη λογική ενός ισορροπημένου πνεύματος και επεμβαίνει βίαια στην ψυχοσύνθεσή του, με τις ανάλογες συνέπειες γι'αυτόν.

Καθήλωση

Στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχει μια σειρά ενεργειών που οι σκέψεις ή το θέλω του από δυνατότητες γίνονται πράξεις, ανάλογα, σημαντικές ή ασήμαντες και επηρεάζουν καθοριστικά ή έντονα την ύπαρξη του, με ανάλογες συνέπειες για την επιτυχία ή αποτυχία του. Γεγονότα που το μέγεθος τους, κυριολεκτικά, έπαιξε κυρίως τον σημαντικότερο ρόλο στις πράξεις και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του περιορίζοντάς την στις συνέπειες μιας μικρής χρονικής στιγμής εξαναγκάζοντας την ψυχή σε μια καθήλωση!

Φυλακές ψυχών μέσα στα σώματα ανθρώπων κρύβονται πίσω από τις βιτρίνες ατόμων και συνόλων στη σημερινή κοινωνία μας όπως προβάλλεται από τα ΜΜΕ και τα διαδραστικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ενσυνείδητες πράξεις

Ζούμε με πρότυπα μοντέλα, που το μέγεθός τους παίρνει διάσταση στη ζωή μας δημιουργώντας ανταγωνισμούς από τη δική μας συμμετοχή σε ένα κόσμο έκδηλο επιφανειακά όταν μέσα του υπάρχει το άγνωστο της ψυχής που τον συντρίβει. Καθώς, τη στιγμή που πράττουμε έχουμε ήδη καθορίσει αν αυτό που θα κάνουμε είναι μεγάλης ή μικρής σημασίας, δημιουργούμε μέσα στη ροή μας προσανατολισμένες βαρυτικά κινήσεις δίνοντάς τους το μέγεθος μικρό ή μεγάλο.

Όταν όλη αυτή η δίνη του μικρού μεγάλου γίνεται ασυνείδητα, η διάθεσή μας ορίζει αν αυτό που κάνουμε εκείνη τη στιγμή είναι μεγάλο ή μικρό. Αντίθετα, όταν είμαστε συνειδητοί επειδή κατανοούμε τι θέλουμε καθορίζουμε εμείς τι επιλέγουμε να κάνουμε σημαντικό και μεγάλο και τι μικρό και ασήμαντο.

Το μικρομέγαλο στις κοινωνικές διαστάσεις του σήμερα

Η υπόσταση του «μικρομεγάλου» στην καθημερινότητά μας έχει πολλές διαστάσεις. Πολλές φορές ακούμε για ανθρώπους που πέτυχαν αξιοθαύμαστα πράγματα προερχόμενοι από έναν χώρο που δεν περίμενε κανείς να φέρουν τέτοιο αποτέλεσμα, όπως επίσης παρατηρείται και η τέλεση άσχημων πράξεων, που δεν περίμενε κανείς να γίνουν, απο άτομα «υπεράνω υποψίας» που λέμε.

Πολλά τα παραδείγματα, όλοι το γνωρίζουμε...

Οι παραολυμπιακοί αγώνες, ο αθλητισμός, η ενασχόληση με τις τέχνες ατόμων με ειδικές ανάγκες, όπως και άλλες δραστηριότητες ατόμων που έχουν περιθωριοποιηθεί μέσα από την ιδιαιτερότητά τους είναι ένα καλό παράδειγμα θετικής επίδρασης του μικρομεγάλου.

Επίδραση των γεγονότων στη ζωή ενός ανθρώπου

Αυτό, όμως, που δεν υπολογίζουμε αρκετά είναι ότι τα γεγονότα αυτά, δυνητικά, έχουν το περιθώριο να καθορίσουν την πορεία ενός ανθρώπου μέσα απο ένα απίθανο συσχετισμό εντάσεων, μεγεθών και διαστάσεων των σκέψεων και πράξεων, ικανών να του φτιάξουν ή να του καταστρέψουν τη ζωή, καθορίζοντας την υπόσταση της ψυχικής του ισορροπίας, ασχέτως του οικονομικού, κοινωνικού ή οικογενειακού περιβάλλοντός του.

Γεγονότα στοιχειώνουν την ύπαρξη του ατόμου και τον οδηγούν σε μια ανάλογη αντιμετώπιση των καταστάσεων, κάτω από το ίδιο πρίσμα που του προσέδωσε το γεγονός, δημιουργώντας του ψυχοπαθολογίες... Μια περίεργη συσχέτιση του μικρού και του μεγάλου, όπου ο άνθρωπος, συνήθως, παγιδεύεται απο τα μεγέθη και καθοδηγείται σε ανάλογες ενέργειες καθώς και σε λάθος αντίληψη των δυνατοτήτων και της πορείας του...

Η αλληλουχία αυτή αφορά τα πάντα στον κόσμο που ζούμε, αλλά, η διάσταση που παίρνουν τα γεγονότα, με την μετατροπή τους σε μικρά ή μεγάλα, γίνεται ικανή να δρομολογεί την κανονικότητα που αποκτά το άτομο. Γίνεται μια μεγάλη δύναμη, αυτή η διπλή υπόσταση του γεγονότος, που πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος από την ψυχανάλυση και την επιστήμη της ψυχολογίας για τις διαστάσεις που μπορεί να δώσει στην αλλοίωση της ψυχικής εξέλιξης, όπως και στη θεραπεία και επαναφορά της ψυχής στη φυσική της κατάσταση.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό να αναφέρουμε τις περιπτώσεις ιατρικών περιστατικών όπου ασθενείς που διαγνώστηκαν με θανατηφόρες ασθένειες αν και ακολουθούσαν αγωγή θεραπείας δεν τα κατάφεραν όταν άλλοι ασθενείς με ίδιες ασθένειες με τη δύναμη της ψυχής τους θεραπεύτηκαν.

Η θετική αντιμετώπιση των καταστάσεων έπαιξε όπως καταλαβαίνουμε όλοι τον μεγαλύτερο ρόλο.

Η επιρροή μιας πράξης ανάλογα με τη νοηματοδότησή της

Το μέγεθος μια ασήμαντης πράξης αποκλείει ενδεχόμενη επιρροή ενώ μια μεγάλη πράξη με τις συνέπειες της, μπορεί να καθορίσει το μέλλον ενός ανθρώπου, χωρίς βέβαια να αποκλείουμε το ενδεχόμενο μια μικρή πράξη, να πυροδοτήσει μια μεγάλη ακόλουθη ενέργεια, πάλι όμως, μέσα από αυτή τη μαγική σχέση του μικρού με το μεγάλο όπου ο άνθρωπος θα δώσει ο ίδιος διάσταση στο γεγονός από ασήμαντο κάνοντάς το σημαντικό για αυτόν επηρεάζοντας θετικά ή αρνητικά την πορεία του.

Ένα παράδειγμα που έχουμε δει συχνά στα ΜΜΕ, είναι περιπτώσεις ανηλίκων που εγκληματούν, κλείνονται στις φυλακές κι όμως, σπουδάζουν, γίνονται επιστήμονες και βγαίνοντας απο την φυλακή, γίνονται ικανότατα μέλη της κοινωνίας. Μια «ασήμαντη» πράξη, η κλοπή, το έγκλημα, ο εγκλεισμός, φέρνουν την δύναμη στον νέο, να μετατρέψει το λάθος του σε σωστό που θα επηρεάσει θετικότατα το μέλλον του και την θέση του στην κοινωνία... Ένα πολύ άσχημο γεγονός έγινε μικρό και έγινε μεγάλο το αδύνατο.

Κοινωνική σύγκριση

Ένα άλλο παράδειγμα, που όλοι γνωρίζουμε, είναι ότι στη σημερινή κοινωνία, με το άγχος και το στρες που ζούμε πολλοί άνθρωποι διαλέγουν τον φόβο και την αρνητική άμιλλα να φωλιάσει μέσα τους και δυναμώνουν την ένταση στη ζωή τους, χάνοντας την εκτίμηση στην αξία όσων έχουν και μπορούν να χαίρονται προτιμώντας να θέλουν άλλα που έχουν άλλοι, την οικονομική κατάσταση, την επαγγελματική θέση, τη ζωή του άλλου την ίδια.

Κοινωνική σύγκριση, επαγγελματικός ανταγωνισμός, προσωπικές αντιπαλότητες είναι οι συνέπειες τέτοιων αντιδράσεων. Κι εδώ, το δικό μας γίνεται μικρό και αυτό που έχει ο άλλος γίνεται μεγάλο και το επιθυμούμε.

Η διαχείριση του μικρομεγάλου

Η διαχείριση του μικρομεγάλου πρέπει να αποτελέσει πεδίο έρευνας στην ψυχολογία ειδικά στην εποχή μας με τις νέες δυνατότητες και τους νέους ορίζοντες που παρουσιάζονται. Πρέπει να πέσει άπλετο φως στην πραγματική υπόσταση των γεγονότων όχι μόνο αυτών που δείχνουν μεγάλα και καθορίζονται εξ εαυτού αλλά τα άλλα που αν και μικρά δύναται να επιδράσουν θετικά ή αρνητικά στην υπόσταση και εξέλιξη του ανθρώπου.

Να απομυθοποιηθεί η υπερβολή και η ένταση της αξίας των γεγονότων που τον εξοστρατίζει από την πορεία του, να επέλθει η ισορροπία ώστε να μπορεί να υπάρχει όχι μόνο λογική συνέχεια αλλά και εξέλιξη προσωπική στη ροή της ζωής του. Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος καθορίζει ο ίδιος τις πράξεις, την αξία τους και το μέλλον του.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.2. Τρεις εθνικές ομάδες κατοικούν στην πόλη αυτή

Η προσπάθεια των Θηβαίων να ενοποιήσουν τεχνητά τις αρκαδικές κώμες δεν είχε μακρά ζωή. Μέσα σε πενήντα χρόνια από την ίδρυσή της η Μεγαλόπολη ήταν μεγάλη κυρίως στο όνομα. Αιώνες μετά, κάποιος μπορούσε να τη διακωμωδεί ως μεγάλην ἐρημίαν. Ακόμη και υπό μακεδονική ή, αργότερα, ρωμαϊκή επικυριαρχία, η αυτονομία των τοπικών κοινωνιών εξακολουθούσε να υφίσταται - τουλάχιστον ως ιδανικό. Οι πολιτειακοί θεσμοί της κλασικής εποχής επιβίωναν, ουσιαστικά ή ονομαστικά. Πολυανθρωπία, πάντως, και τα προβλήματα που δημιουργεί η μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού δεν εμφανίστηκαν πουθενά.

Στα νέα εδάφη υπήρχαν άλλες δυνατότητες. Πολλές από τις πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι Διάδοχοι αυξήθηκαν με ταχείς ρυθμούς και ξεπέρασαν σε πληθυσμό κάθε προηγούμενο. Η Αντιόχεια, η Σελεύκεια, η Λαοδίκεια και η Απάμεια στο βασίλειο των Σελευκιδών, το Πέργαμον στο μικρό βασίλειο των Ατταλιδών και κυρίως η Αλεξάνδρεια στο βασίλειο των Πτολεμαίων αριθμούσαν, κατά τον 2ο αιώνα, εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Ενώ η πόλις των Θηβών ή της Σπάρτης στην κλασική εποχή περιλάμβανε όλους τους κατοίκους της αντίστοιχης επικράτειας και όχι μόνο τις λίγες χιλιάδες ανθρώπους που ήταν εγκατεστημένοι στο άστυ, οι νέες πόλεις ήταν αυστηρώς αστικά κέντρα.

Κανένα άστυ της κλασικής εποχής δεν μπορούσε να αυξηθεί δημογραφικά πέρα από κάποιο όριο. Η γεωφυσική δομή της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας ευνοούσε τις περιορισμένες ενότητες και τον κατακερματισμό. Αντίθετα, στα εκτενή ελληνιστικά βασίλεια τέτοια όρια δεν υπήρχαν. Ο συγκεντρωτισμός της εξουσίας στο παλάτι δημιούργησε την ανάγκη ενός διευρυμένου δικτύου διοίκησης και αντίστοιχης γραφειοκρατίας. Στο βασίλειο των Σελευκιδών η αστυφιλία ενθαρρύνθηκε ιδεολογικά και πρακτικά. Το αντίθετο συνέβη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Η εύφορη γη, που θεωρητικά ήταν όλη βασιλική, έπρεπε να καλλιεργείται συστηματικά. Αν ενθαρρυνόταν η αστυφιλία, υπήρχε κίνδυνος ερήμωσης της υπαίθρου με τρομακτικές συνέπειες στην οικονομία. Η έλλειψη μεγάλων πόλεων στην Αίγυπτο αποτελεί τη βασική αιτία υπερδιόγκωσης της Αλεξάνδρειας.

Η ανάπτυξη των πόλεων στα ελληνιστικά βασίλεια σήμαινε τη δημιουργία διοικητικών και εμπορικών κέντρων που υποβοηθούσαν την ενοποίηση του χώρου. Η άρχουσα τάξη των κατακτητών προσπάθησε -και πέτυχε- να συνεργαστεί με τους γηγενείς πληθυσμούς, διατηρώντας τις παραδοσιακές δομές διοίκησης. Στον χώρο της κρατικής οικονομίας κύρια μέριμνα ήταν η είσπραξη φόρων - η βασική πηγή εσόδων στα ελληνιστικά βασίλεια. Το εμπόριο ήταν γενικά ελεύθερο, αν και ορισμένα είδη αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο. Παράλληλα με τα νέα επαγγέλματα, όπως ήταν αυτά των εγγράμματων δημόσιων λειτουργών, δημιουργήθηκαν νέοι τρόποι αστικής ζωής, νέες υλικές ανάγκες και νέες πνευματικές αναζητήσεις.

Η χλιδή των ανακτόρων αποτελούσε ανέκαθεν σύμβολο της βασιλικής δύναμης. Στα ελληνιστικά χρόνια η πολυτέλεια εξακτινώθηκε στα ανώτερα στρώματα. Ο πλουτισμός έγινε σκοπός της ζωής πολλών ανθρώπων και οι σωματικές απολαύσεις ένδειξη της κοινωνικής επιτυχίας τους. Στην παλαιά διάκριση ελεύθερων πολιτών και κατοίκων χωρίς πολιτικά δικαιώματα αντιτάχθηκε εκ νέου ο διαχωρισμός πλουσίων και φτωχών.

Ο θεσμός της δουλείας διατηρήθηκε απαράλλακτος. Μάλιστα, ο συνολικός αριθμός των δούλων αυξήθηκε κατακόρυφα εξαιτίας των συνεχών πολέμων, αλλά το ποσοστό εκείνων που εργάζονταν στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή μάλλον μειώθηκε. Οι περισσότεροι δορίκτητοι δούλοι προορίζονταν πλέον για την εύρυθμη λειτουργία του οίκου.

Ισονομία μεταξύ των φύλων στον αρχαίο κόσμο δεν επιτεύχθηκε ποτέ. Κάποιες νέες τάξης εξίσωσης έκαναν ωστόσο την εμφάνισή τους. Στον γάμο οι περιπτώσεις συζύγων που ομολογούσαν αμοιβαία αγάπη αυξήθηκαν. Η κυρίαρχη ιδεολογία των προηγούμενων αιώνων θεωρούσε ότι ο έρωτας δεν σχετίζεται με τον θεσμό του γάμου, που είχε ως κύριο στόχο τη δημιουργία νόμιμων απογόνων και κληρονόμων της πατρικής περιουσίας. Τώρα όμως στη συνείδηση πολλών ανθρώπων, ο έρωτας έπαυε να είναι ασύμμετρος με την οικογενειακή ζωή. Με τον τρόπο αυτό άνοιξε εκ νέου η συζήτηση για τις σχέσεις ανάμεσα στη (φυσική) ερωτική επιθυμία και την (κοινωνικά αποδεκτή) τεκνοποιία. Σε κάποιους ηθικολόγους συγγραφείς της ρωμαϊκής περιόδου ο γάμος θεωρήθηκε ακόμη και προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ερωτικής ολοκλήρωσης που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από τα ζώα. Από τη σταδιακή αυτή αλλαγή της αντίληψης των ανδρών για τις συζύγους τους η θέση της γυναίκας ελαφρώς βελτιώθηκε. Οι περιπτώσεις διαζυγίων επίσης αυξήθηκαν.

Ο ιδιωτικός και ο δημόσιος βίος ακολούθησαν αποκλίνουσες πορείες. Οι άνθρωποι άρχισαν να φορούν προσωπεία για να αντεπεξέλθουν στους διακριτούς κοινωνικούς ρόλους τους. Η διαφάνεια της προηγούμενης εποχής ευνοούσε την αυτογνωσία μέσα από το βλέμμα και τη συμπεριφορά των συμπολιτών με τους οποίους ο καθένας μοιραζόταν την ίδια αντίληψη για την αρετή και το νόημα του βίου. Τώρα το μέσα και το έξω, το ψυχικό βίωμα και η κοινωνική συμπεριφορά, έτειναν να διαχωριστούν.

Η κοινωνική περιωπή των πλουσίων αυξανόταν όταν αναλάμβαναν δημόσιες δαπάνες ή δώριζαν μεγάλα ποσά για την κατασκευή κτιρίων. Η πρακτική αυτή ονομάζεται σήμερα «ευεργετισμός» και αποτέλεσε μια σημαντική συνιστώσα της πολιτικής οικονομίας των ελληνιστικών βασιλείων. Οι ευεργέτες αποκτούσαν κύρος και μπορούσαν να απαιτήσουν προνόμια από τους βασιλείς - πρακτική συνηθισμένη και διόλου αξιόμεμπτη στις ιεραρχικές κοινωνίες. Δίπλα στη δημόσια ωφέλεια, οι ευεργεσίες των πλουσίων υπογράμμιζαν έμπρακτα αρετές του χαρακτήρα γνωστές από τα προηγούμενα χρόνια. Η μεγαλοπρέπεια και η μεγαλοψυχία, τις οποίες ο Αριστοτέλης είχε συμπεριλάβει στον κατάλογο των σημαντικών ηθικών αρετών, έπαιρναν νέες διαστάσεις.

Από την άλλη μεριά, στους συνεχείς πολέμους της ελληνιστικής περιόδου μετείχαν όλο και μεγαλύτερα σώματα μισθοφόρων. Το γεγονός αυτό καθιστούσε πλέον την πολεμική δραστηριότητα όχι υποχρέωση και δικαίωμα του πολίτη προς την πόλη του, αλλά επαγγελματική ιδιότητα ειδικά εξασκημένων ανδρών. Η ανδρεία δεν έπαψε ποτέ να θεωρείται μία από τις βασικότερες αρετές του χαρακτήρα. Ωστόσο, έξω από τα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, οι περιστάσεις πολεμικής φανέρωσής της σταδιακά περιορίζονταν.

Ο παλαιός ελληνισμός εξακολουθούσε να παρέχει το πολιτιστικό στίγμα και την κυρίαρχη ιδεολογία της νέας κατάστασης πραγμάτων. Τα παραγόμενα αγαθά όμως ήταν τώρα προϊόντα συγκερασμού με τις αντιλήψεις και τη νοοτροπία των κατακτημένων πληθυσμών. Αυτή η εξέλιξη υπήρξε εξαρχής εμφανέστερη στο επίπεδο της ίδιας της γλώσσας.

Επίσημη γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων και ταυτόχρονα κοινός κώδικας επικοινωνίας των ετερόφωνων πληθυσμών της ανατολικής Μεσογείου ήταν από την αρχή η ελληνική. Αλλά στην τεράστια και ξαφνική διεύρυνση του αριθμού των ανθρώπων που τη χρησιμοποιούσαν, τα ομιλούμενα και γραφόμενα ελληνικά υπέστησαν σημαντικές αλλαγές. Οι παλαιές διάλεκτοι διατηρήθηκαν εκεί που εκτεινόταν πολιτικά η παλαιά Ελλάδα - από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία μέχρι τα μικρασιατικά παράλια, και από την Κύπρο και την Κρήτη μέχρι την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Δεν βρήκαν όμως διάδοση στα νέα εδάφη. Η κοινή γλώσσα των ελληνιστικών βασιλείων ήταν μια εκδοχή της αττικής διαλέκτου απλουστευμένη τόσο στο επίπεδο των γραμματικοσυντακτικών δομών όσο και στη φωνολογία. Η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων σταδιακά χάθηκε, οι παλαιές δίφθογγοι άρχισαν να προφέρονται ενιαία, λέξεις στενά συνυφασμένες με την πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα της αρχαϊκής εποχής άλλαξαν νόημα ή αχρηστεύτηκαν εντελώς, καινούριοι όροι δημιουργήθηκαν για να εκφράσουν νέους θεσμούς, ξένες λέξεις προσαρμόστηκαν στο ελληνικό κλιτικό σύστημα και άλλες εντάχθηκαν άκλιτες, σημασίες μετατοπίστηκαν, νέες συντακτικές δομές δημιουργήθηκαν, σπάνιοι γραμματικοί τύποι εξαφανίστηκαν και άλλοι υποχώρησαν σημαντικά. Γενικά, η τάση ήταν προς την κατεύθυνση της εξομάλυνσης και της απλούστευσης.

Οι μητρικές γλώσσες των ανθρώπων που μετακομίζουν σε νέα περιβάλλοντα εξασθενούν και μέσα σε λίγες γενιές διατρέχουν τον κίνδυνο του αφανισμού, αν δεν υπάρχει ένα εθνικό κέντρο για τη συντήρησή τους. Αυτό συνέβη σταδιακά με την εβραϊκή. Μετά την περσική κατάκτηση, οι Εβραίοι άρχισαν να περιορίζουν τη χρήση της εβραϊκής προς όφελος της αραμαϊκής, που ήταν η κοινή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η γλώσσα της Πεντατεύχου (Τορά) τελικά νεκρώθηκε. Ίσως ήδη κατά τον 3ο, αλλά οπωσδήποτε κατά τον 2ο και 1ο αιώνα, οι περισσότεροι Ιουδαίοι δεν είχαν πλέον άμεση πρόσβαση στις ιερές γραφές τους. Ειδικά στην Αλεξάνδρεια οι πολυάριθμοι Εβραίοι ήταν πλήρως εξελληνισμένοι.

Σύμφωνα με μια παράδοση, που είναι προφανώς αβάσιμη ιστορικά αλλά παραμένει σημαντική στο επίπεδο του θρησκευτικού συμβολισμού, ο Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος διέταξε, με προτροπή του Δημητρίου Φαληρέα, τη μετάφραση των εβραϊκών γραφών στα ελληνικά για να περιληφθούν στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Εβδομήντα δύο ελληνομαθείς Εβραίοι, έξι από κάθε φυλή του Ισραήλ, κλείστηκαν σε ξεχωριστά δωμάτια και, χωρίς να έχουν την παραμικρή δυνατότητα επικοινωνίας, παρέδωσαν μέσα σε εβδομήντα δύο μέρες μεταφράσεις που, όπως αποδείχθηκε, ήταν πανομοιότυπες και στα εβδομήντα δύο αντίγραφα. Στην πραγματικότητα, η ελληνική μετάφραση της Πεντατεύχου και άλλων ιερών κειμένων του ιουδαϊσμού (γνωστή ως Μετάφραση των Εβδομήκοντα ή Ο') συντελέσθηκε στη διάρκεια αρκετών δεκαετιών και είναι έργο ανθρώπων που δεν είχαν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Επειδή δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της εβραϊκής διασποράς, έγινε το επίσημο κείμενο αναφοράς του ύστερου ιουδαϊσμού και θεωρήθηκε, ορισμένες φορές, ως ανώτερη ακόμη και από το εβραϊκό πρωτότυπο.

Παράλληλα με τη διευκόλυνση που παρείχε στους Ιουδαίους κατά την τέλεση των θρησκευτικών τους νομίμων, η μετάφραση των ιουδαϊκών γραφών έφερε τους ενδιαφερόμενους ελληνόφωνους λογίους σε άμεση επαφή με τα καταστατικά θρησκευτικά κείμενα ενός ξένου λαού. Από την εποχή του Εκαταίου και του Ηροδότου μέχρι τις απαρχές της ελληνιστικής περιόδου, η γνώση που διέθεταν οι Έλληνες για τα ήθη, τα έθιμα και τη θρησκεία των ξένων λαών προερχόταν από προφορικές συζητήσεις και διηγήσεις (είτε μέσω διερμηνέων είτε επειδή οι ξένοι πληροφοριοδότες γνώριζαν ελληνικά) και από όσα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει παρακολουθώντας τις τελετουργίες και παρατηρώντας τα αγάλματα, τα σύμβολα, τους τάφους και τους ναούς. Με τις νέες μεταφράσεις δινόταν η ευκαιρία να διαβάσει κάποιος τα ιερά κείμενα ενός ξένου πολιτισμού και να αναλογιστεί τη σημασία τους.

Την εποχή που έγραφε ο Πολύβιος, στην Αλεξάνδρεια κατοικούσαν τρία διακριτά γένη, το καθένα με ιδιαίτερα γνωρίσματα: οι ντόπιοι Αιγύπτιοι, που ήταν ατίθασοι αλλά πολιτισμένοι, οι μισθοφόροι, που ήταν άξεστοι και ακαλλιέργητοι αλλά εκμεταλλεύονταν με τη δύναμη των όπλων τα κενά της κεντρικής εξουσίας, και τέλος οι Αλεξανδρινοί, που, αν και μιγάδες, κρατούσαν σε κάποιο βαθμό τις συνήθειες των πολιτισμένων Ελλήνων προγόνων τους. Είναι ενδιαφέρον ότι στην έκθεση του Πολύβιου απουσιάζουν οι Ιουδαίοι, οι οποίοι μάλλον εντάσσονταν στους Αλεξανδρινούς. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι στην ιεράρχησή του ο Πολύβιος δίνει την πρωτοκαθεδρία στους γηγενείς της Αιγύπτου. Κατά τη γνώμη του, το πολιτικόν, μια χαρακτηριστικά ελληνική αρετή που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «πολιτισμένες ανθρώπινες σχέσεις», το διέθεταν οι Αιγύπτιοι σε βαθμό μεγαλύτερο από τους ξένους μισθοφόρους και τους επήλυδες, Έλληνες ή μη.

Παρά τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων ακολούθων του, η θεοποίηση του Αλεξάνδρου ήταν γεγονός. Λίγο αργότερα οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν με θεϊκές τιμές τον Δημήτριο Πολιορκητή και του παραχώρησαν ως κατοικία τον οπισθόδομο του Παρθενώνα. Έχει μάλιστα διασωθεί επίγραμμα που αναφέρει τα εξής:

«Παιδί του ισχυρότατου θεού, του Ποσειδώνα,
και της Αφροδίτης απ᾽ την άλλη, χαίρε.
Οι υπόλοιποι θεοί είτε βρίσκονται πολύ μακριά,
είτε δεν διαθέτουν αφτιά,
ή και δεν υπάρχουν, ή δεν μας δίνουν σημασία καμιά.
Εσένα, ωστόσο, σε βλέπουμε μπροστά μας ζωντανό,
όχι από ξύλο φτιαγμένο, ούτε από πέτρα, αλλ᾽ αληθινό.
Σ᾽ εσένα λοιπόν προσευχόμαστε
».

Οι μονάρχες των ελληνιστικών βασιλείων έσπευσαν να θεμελιώσουν την εξουσία τους ανάγοντας τις απαρχές της οικογένειάς τους σε κάποιον θεό. Οι Πτολεμαίοι γενεαλογήθηκαν από τον Διόνυσο, οι Σελευκίδες από τον Απόλλωνα. Ιδίως στην Αίγυπτο οι βασιλείς, ακολουθώντας την παράδοση των φαραώ, έγιναν αντικείμενα θρησκευτικής λατρείας ως ζωντανοί θεοί.

Μια τέτοια πολιτική και θρησκευτική στάση ήταν γενικά αδιανόητη κατά τους προηγούμενους αιώνες. Τα αντιπαραδείγματα ήταν μεμονωμένα και αυστηρά τοπικής εμβέλειας. Ένας θεός μπορούσε φυσικά να πάρει ανθρώπινη μορφή -για να εξαπατήσει, να συμβουλέψει ή να ξελογιάσει, και ένας μαχόμενος ήρωας ή μια θεσπέσια κόρη να παρομοιαστεί με θεότητα σε κάποια στιγμή ιδιαίτερης λάμψης. Δεν επιτρεπόταν όμως να τιμάται θνητός με τελετουργίες και προσευχές κατά τη διάρκεια του βίου του. Το περισσότερο που θα μπορούσε να ελπίζει κανείς, αν είχε προσφέρει πολλά στην πόλη του, ήταν η μεταθανάτια ηρωοποίησή του. Αντίθετα, οι ηγεμόνες της ελληνιστικής εποχής άλλοτε εισέπρατταν αυθόρμητα και άλλοτε απαιτούσαν θεϊκές τιμές και λατρεία. Η θεοποίησή τους συνέβαλε στην εδραίωση των νέων βασιλείων και οπωσδήποτε ενθαρρύνθηκε για καθαρά πολιτικούς λόγους. Η τάση φάνηκε εντονότερα στην Αίγυπτο.

Αν και η διάκριση ανάμεσα στους άλλους θεούς και τον θεό-ηγεμόνα ήταν στην πράξη σαφής, η θεοποίηση ενός πολιτικά ισχυρού ανθρώπου έδειχνε το έλλειμμα που άφηνε πλέον η παραδοσιακή θρησκευτικότητα. Η προσπάθεια ηθικής εξύψωσης των θεών, που είχε ξεκινήσει κατά τον 5ο αιώνα, είχε ως επακόλουθο την αυξανόμενη απομάκρυνση των θεών από τον κόσμο της ανθρώπινης δράσης. Αργότερα, ο πλατωνισμός, για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής σκέψης, μίλησε για άυλες οντότητες (ιδέες, ουσίες και ψυχές). Το σώμα και η ύλη έγιναν έτσι απλοί υποδοχείς και εκφραστές ασώματων μορφών και ενεργειών. Η αντίρροπη τάση, αυτή που τόνιζε το ζωντανό σώμα και την υλική ρίζα των πραγμάτων, άρχισε να εκδηλώνεται σε διάφορους τομείς. Το τιμητικό επίγραμμα των Αθηναίων αποτελεί μία από τις πολλές εκφάνσεις της.

Ο Αλέξανδρος δεν έγινε θεός μόνο λατρευτικά. Έγινε θεός και στη συλλογική φαντασία της αρχαιότητας. Το πέρασμά του στον θρύλο συνέβη ταχύτατα. Μια γραπτή διήγηση του βίου και των έργων του, που αποδόθηκε ψευδεπίγραφα στον Καλλισθένη και σώζεται σε διάφορες μορφές και γλώσσες, έχει τις λογοτεχνικές απαρχές της στον 3ο αιώνα, αλλά αντλεί από προφορικό υλικό που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των κατορθωμάτων του ή αμέσως μετά. Αυτή η φανταστική ιστορία, γνωστή ως Διήγησις Ἀλεξάνδρου, εντυπωσιακή για την άγνοια της εθνολογίας και της γεωγραφίας που διακρίνει τον λαϊκό συνθέτη της, διαθέτει το είδος αλήθειας που χαρακτηρίζει τον μύθο.

Πραγματικός πατέρας του Αλεξάνδρου παρουσιάζεται ο τελευταίος φαραώ της Αιγύπτου, που υποτίθεται ότι σκοτώθηκε στη Μακεδονία από τον δωδεκαετή γιο του, πολύ πριν ξεκινήσει η εκστρατεία κατά των Περσών. Ο Αλέξανδρος σκιαγραφείται ως ένας πραγματικός μάγος που αποστόμωσε τους σοφούς βραχμάνους της Ινδίας. Όταν τον ρώτησαν γιατί πολεμάει, παρουσίασε τον εαυτό του ως εργάτη της θείας πρόνοιας και ισχυρίστηκε ότι οι εκστρατείες του ήταν αναγκαίες για την προώθηση της κίνησης στον κόσμο. Η στάση θα σήμαινε θάνατο, υπαινισσόταν, ενώ ο πόλεμος είναι σύμφυτος με την αληθινή ζωή. Πολλά από τα στοιχεία αυτής της φανταστικής διήγησης μας φέρνουν αντιμέτωπους με το πνεύμα που διακατείχε τον Αλέξανδρο περισσότερο από τις νηφάλιες ιστοριογραφικές αφηγήσεις των πραγματικών γεγονότων της ζωής του.

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: ΑΥΤΟ Υπάρχει! ΑΥΤΟ Δεν Υπάρχει!

(Ο Κύκλος της Δημιουργίας)

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, που Στηρίζεται στον Εαυτό Του, που Είναι Αδημιούργητο, Είναι το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ, το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ. Ένα Ανεξάντλητο Απόθεμα Δύναμης που Υπάρχει Ανεκδήλωτο, κι έτσι δεν «Εμφανίζεται» (με Καμία Δραστηριότητα), και συνεπώς «Δεν Υπάρχει». Σε ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ, το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, δεν υπάρχει ούτε Αντίληψη, ούτε Μη-Αντίληψη (δεν υπάρχει δραστηριότητα, δεν υπάρχει τίποτα, αλλά όλα μπορούν να υπάρξουν, Αυτή Είναι η Δύναμή Του). ΑΥΤΟ ΥΠΑΡΧΕΙ! ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ! ΕΔΩ Ξεκινούν Όλα. ΕΔΩ Τελειώνουν Όλα…

Σε ΑΥΤΟ το Μυστηριώδες Στηρίζεται Κάθε Δραστηριότητα: Πηγάζει από ΑΥΤΟ, Εδράζεται σε ΑΥΤΟ, και τελικά Αφομοιώνεται σε ΑΥΤΟ. Από ΑΥΤΟ Πηγάζει η Αντίληψη (σαν Δραστηριότητα) που συλλαμβάνει, ανιχνεύει κι έχει επίγνωση ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ. Η Αντίληψη ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ είναι Δραστηριότητα, κάτι «διαφορετικό» από ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ (που Υπάρχει Αντικειμενικά, που έχει Υπαρκτική Ουσία). Είναι η Αντίληψη που θα Δημιουργήσει όλες τις ποικιλίες, τους διαφορετικούς τρόπους, αντίληψης… που θα δημιουργήσει το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ και τις Εμπειρίες του, και μετά τον διαχωρισμό, την εμπειρία της ζωής. Όλη η Δημιουργία είναι «νοητικής υφής», νοητικές δραστηριότητες, που συμπυκνώνονται σε ενέργεια-δυναμισμό και τελικά εμφανίζονται σαν «υλικά φαινόμενα».

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Είναι το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ. Από το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ Δημιουργείται το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ (σαν Δραστηριότητα Αντίληψης). Πάντα Προηγείται το Αντικειμενικό του Υποκειμενικού. Αυτό που Συλλαμβάνει (σαν Αντίληψη) το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ είναι πάντα μια «Υποκειμενική Άποψη του Αντικειμενικού». Αυτό είναι το άμεσα αντικειμενικό, το απέναντι από το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ αντικειμενικό, που είναι όμως μια νοητική σύλληψη, κι όχι ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ. Αυτό το άμεσα αντικειμενικό που συλλαμβάνει το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ είναι μια κατασκευή του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, κι όχι το ΑΛΗΘΙΝΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ… Το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, Είναι Αυτό που Είναι Πέραν ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ και άμεσα αντικειμενικού. Είναι το ΠΕΡΙΕΧΟΝ (της δυαδικότητας ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ-αντικείμενο). Μονάχα με την Υπέρβαση της δυαδικότητας (ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ-αντικείμενο), με την Υπέρβαση του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, της Δραστηριότητας του, της Δραστηριότητας της Αντίληψης, μπορούμε να Αναδυθούμε στο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ.

Όταν το ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ συλλαμβάνει την Πραγματικότητα Άμεσα, Συνεχώς, Χωρίς Διακοπή, καθώς εξελίσσεται, στο Αιώνιο Παρόν που Ρέει, τότε έχουμε Καθαρή Αντίληψη (αφού δε μεσολαβεί καμιά άλλη δραστηριότητα). Αυτή η Καθαρή Αντίληψη (επειδή πραγματοποιείται χωρίς δραστηριότητα, χωρίς παρέμβαση του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ) μπορεί να χαρακτηριστεί σαν Αντικειμενική. Είναι το Φως της Πραγματικότητας που την Φωτίζει.

Όταν Αυτή η Δραστηριότητα της Αντίληψης (ή η μη-δραστηριότητα) εγκαταλείπεται και η Αντίληψη «δραστηριοποιείται» (με ένα διαφορετικό από την άμεση σύλληψη τρόπο) για να συλλάβει, να αναλύσει, να επεξεργαστεί, να διασώσει σαν μνήμη, εμπειρία, γνώση (για να τα χρησιμοποιήσει στην διαδικασία της σύλληψης της πραγματικότητας), τότε έχουμε μία άλλου είδους δραστηριότητα. Η Αντίληψη γίνεται νόηση, σκέψη, παρεμβαίνει και κατασκευάζει μια εικόνα της πραγματικότητας. Ολοφάνερα πρόκειται για μια λίγο-πολύ αυθαίρετη, ανεπαρκή, ελλιπή κατασκευή, που πάντως δεν είναι η Πραγματικότητα (και μάταια προσπαθούμε να την προβάλουμε στην Ρέουσα Πραγματικότητα.

Είναι ακριβώς αυτή η Διαφοροποιημένη Αντίληψη, η Σκέψη, που δημιουργεί την εικόνα ενός υποκειμένου-εγώ, ενός ξεχωριστού εαυτού που είναι απέναντι στον υπόλοιπο κόσμο. Κι είναι ακριβώς αυτός ο νοητικός πυρήνας που ενδυναμώνεται στον ενδιάμεσο δυναμικό κόσμο της ψυχής και τελικά ενσαρκώνεται στον κόσμο των υλικών φαινομένων.

Στην πραγματικότητα η Εντός του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ Υπέρβαση, της ίδιας της δραστηριότητας του ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, της σκέψης, οδηγεί στην διάλυση του υποκειμένου-εγώ. Το υποκείμενο-εγώ είναι δημιούργημα της σκέψης, είναι σκέψη. Με την εγκατάλειψη της σκέψης Εισερχόμαστε στην Άμεση Αντίληψη του Παρόντος (αυτού που συμβαίνει εδώ, τώρα).

Η Ανάδυση στην Αληθινή Όραση της Πραγματικότητας, στην Άμεση Αντίληψη, στην Καθαρή Αντίληψη είναι Ανάδυση στην Επίγνωση της Ίδιας της Ουσίας της Αντίληψης, σαν μιας Δραστηριότητας που αποκαλύπτει την ίδια την φύση της, δηλαδή της διαδικασίας της σύλληψης της Πραγματικότητας. Αλλά αυτή η δραστηριότητα, η διαδικασία σύλληψης ΑΥΤΟΥ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ παραμένει πάντα μια δραστηριότητα ξεχωριστής φύσης από το ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ (που Έχει Υπαρκτική Ουσία). Όταν Εγκαταλείπεται Κάθε Δραστηριότητα Απομένει Απλά ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ, το ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟ, που Υπάρχει αλλά δεν μπορεί να συλληφθεί, επειδή κάθε δραστηριότητα γνώσης – σαν δραστηριότητα, διαδικασία - θα είναι διαφορετική από ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΑΠΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ.

Ένας από τους ουσιαστικούς παράγοντες που διατηρούν έναν άνθρωπο νέο είναι το να διαθέτει μυαλό δραστήριο

Υπάρχει πολλή σοφία στο κλασικό ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιεί»: μας υπενθυμίζει ότι τόσο το μυαλό όσο και το σώμα είναι σημαντικά και η υγεία του ενός εξαρτάται από την υγεία του άλλου. Έχει ευρέως αποδειχτεί ότι ένας από τους ουσιαστικούς παράγοντες που διατηρούν έναν άνθρωπο νέο είναι και το να διαθέτει μυαλό δραστήριο, ευέλικτο και ικανό να συνεχίσει να μαθαίνει.

Το νεανικό μυαλό ωθεί τον άνθρωπο να αναζητήσει έναν υγιεινό τρόπο ζωής που θα καθυστερήσει
τη γήρανση.

Όπως η έλλειψη φυσικής άσκησης εξασθενεί το σώμα και επηρεάζει τη διάθεση, έτσι και η έλλειψη νοητικής άσκησης επηρεάζει αρνητικά τον άνθρωπο, αφού προκαλεί απώλεια νευρώνων και νευρωνικών συνάψεων και ως εκ τούτου τη μείωση της ικανότητας αντίδρασης.

Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντική η γυμναστική για τον εγκέφαλο.

Ένας πρωτοπόρος υπέρμαχος της νοητικής άσκησης είναι ο νευροεπιστήμονας Σλόμο Μπρέζνιτζ, ο οποίος υποστηρίζει πως ο εγκέφαλος έχει ανάγκη από πολλά ερεθίσματα για να διατηρείται σε φόρμα:

«Υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα σε αυτό που είναι καλό για τον άνθρωπο και σε εκείνο που του αρέσει να κάνει. Γιατί στους ανθρώπους, προπαντός στους ηλικιωμένους, τους αρέσει να κάνουν τα πράγματα όπως τα έκαναν πάντα. Το πρόβλημα είναι πως, όταν ο εγκέφαλος διεκπεραιώνει πολύ ισχυρές συνήθειες, δε χρειάζεται πια να σκεφτεί. Όλα γίνονται αυτόματα, με μεγάλη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, ακόμα και με τρόπο πιο επωφελή. Γιατί ο εγκέφαλος έχει την τάση να γαντζώνεται στις συνήθειες και ο μόνος τρόπος για να βγαίνει από αυτές είναι να έρχεται αντιμέτωπος με την καινούρια πληροφορία» διαβεβαίωνε ο Μπρέζνιτζ σε μια συνέντευξή του στην εκπομπή Ρέδες του Εδουάρ Πουνσέτ.

Έτσι, εισάγοντας καινούριες πληροφορίες, ο εγκέφαλος δημιουργεί νέες συνάψεις και αναζωογονείται. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να εκτίθεται κανείς στην αλλαγή, ακόμα κι αν αυξάνει το επίπεδο άγχους του, βγαίνοντας από την περιοχή άνεσής του.

Τα αποτελέσματα της νοητικής εκγύμνασης είναι επιστημονικά αποδεδειγμένα. Ο Μπρέζνιτζ τα θεωρεί ευεργετικά σε διάφορα επίπεδα: «Αρχίζεις να γυμνάζεις το μυαλό και το κάνεις μέσω μιας ασχολίας με την οποία έρχεσαι αντιμέτωπος για πρώτη φορά. Και σου φαίνεται πολύ δύσκολη, αλλά καθώς τώρα τη μαθαίνεις, η εκγύμναση λειτουργεί. Και τη δεύτερη φορά αντιλαμβάνεσαι ότι σου βγαίνει πιο εύκολα, ποτέ πιο δύσκολα, γιατί την κάνεις κάθε φορά και καλύτερα. Ο αντίκτυπος που έχει στην ψυχική κατάσταση του ατόμου είναι αφάνταστος. Πρόκειται για μια μεταμόρφωση που δεν έχει να κάνει μόνο με τα αποτελέσματα που πετυχαίνει κανείς, αλλά και με την αντίληψη που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του».

Η προαναφερθείσα «νοητική εκγύμναση» του Μπρέζνιτζ μπορεί να ακούγεται κάπως περίπλοκη, όμως, απλώς αλληλεπιδρώντας κοινωνικά με άλλα ενήλικα άτομα, για παράδειγμα μέσα από κάποιο παιχνίδι, αποφεύγουμε την κατάθλιψη στην οποία μπορεί να μας οδηγήσει η μοναξιά και μας προμηθεύει καινούρια ερεθίσματα.

Από τα είκοσι και μετά οι νευρώνες αρχίζουν να γερνούν, αλλά η διαδικασία αυτή επιβραδύνεται με την πνευματική εργασία, την περιέργεια και την όρεξη για μάθηση. Το να έρχεται κανείς αντιμέτωπος με νέες καταστάσεις, να μαθαίνει κάτι καινούριο κάθε μέρα, να παίζει και να αλληλεπιδρά με άλλα πρόσωπα φαίνεται ότι είναι ζωτικής σημασίας για τη νοητική αντιγήρανση. Όσο θετικότερη είναι η στάση μας σε αυτό, τόσο μεγαλύτερα θα είναι τα οφέλη για το μυαλό μας.

Το μυαλό έχει αποφασιστική επιρροή πάνω στο σώμα, όπως και στην ταχύτητα γήρανσής του. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι γιατροί συγκλίνουν στο ότι το μυστικό της νεότητας του σώματος βρίσκεται στη διατήρηση του μυαλού νεανικού και δραστήριου, όπως κάνουν οι αιωνόβιοι Ιάπωνες, και σε μια μαχητική στάση απέναντι στις δυσκολίες που μπορεί να συναντήσουμε στην πορεία της ζωής μας.

Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Γεσίβα κατέληξε ότι οι μακρόβιοι άνθρωποι επιδεικνύουν δύο κοινές και καθοριστικές στάσεις ζωής: τον θετικισμό και μια υψηλή συναισθηματική εκφραστικότητα. Συνεπώς, όσοι δέχονται τις προκλήσεις κρατώντας καλή στάση και μπορούν να διαχειρίζονται τα συναισθήματα τους, έχουν κερδίσει κατά πολύ το πέρασμα στη μακροζωία.

Μια στωική στάση —η ηρεμία απέναντι στις δυσκολίες— επίσης ενισχύει την επιμήκυνση της νεότητας, μια και μειώνει τα επίπεδα άγχους και στρες και σταθεροποιεί τη διάθεση. Αυτό αντικατοπτρίζεται στο μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής που έχουν κάποιοι λαοί, οι οποίοι ακολουθούν έναν οργανωμένο και μετρημένο τρόπο ζωής.

Άλλη στάση ζωής εξαιρετικά αντιγηραντική είναι μακριά από τον ηδονισμό και την ικανοποίηση των καπρίτσιων και των παρορμήσεων της στιγμής.

Η υποχώρηση σε πειρασμούς, ιδιαίτερα σε διατροφικούς, οδηγεί σε κακή σίτιση η οποία εξασθενεί τον οργανισμό.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των μακρόβιοι, πολύ διαδεδομένο μεταξύ τους, είναι η υγιεινή και μετρημένη διατροφή, όπως θα δούμε ξαναγυρνώντας στην Οκινάουα, καθώς και η αποφυγή των βλαβερών για τον οργανισμό ουσιών.

Τα άτομα που έχουν διατηρηθεί δραστήρια τόσο σωματικά όσο και πνευματικά κατά την ωριμότητά τους, φτάνουν συνήθως σε πιο ήπια και ευχάριστα γηρατειά, με τον οργανισμό τους καλύτερα προετοιμασμένο να παλέψει με τις αδιαθεσίες και τις ασθένειες.

Γι’ αυτό, όταν μιλάμε για αιωνόβιους ή υπεραιωνόβιους —για ανθρώπους 110 ετών ή και παραπάνω—, βλέπουμε συχνά ένα κοινό χαρακτηριστικό: άντρες και γυναίκες με μια ζωή γεμάτη, αλλά και σκληρή σε πολλές περιπτώσεις, που όμως ξέρουν να αντιμετωπίζουν με μια θετική στάση τα εμπόδια και να μην αφήνονται να νικηθούν από αυτά.

Ο Αλεξάντερ Ίμιτς, ο οποίος έφτασε να είναι ο γηραιότερος άντρας στον κόσμο σε ηλικία 111 ετών, πίστευε ξεκάθαρα πως είχε καλά γονίδια, αλλά και υπήρχαν και άλλα σημαντικά πράγματα για να ζήσει πολύ: «Το είδος ζωής που ζει χάνεις είναι το ίδιο ή και περισσότερο σημαντικό για τη μακροβιότητα» δήλωσε σε κάποια συνέντευξη μετά την εγγραφή του στο Βιβλίο Γκίνες 2014.

Ένα ποίημα για να ζούμε πολύ

Ο καθηγητής Ρομπέρτο Αμπάδιε Σοριάνο αφιέρωσε τα χρόνια του στη διδασκαλία παιδιών και στη σύνταξη των επίσημων αναγνωστικών της Ουρουγουάης. Στα 92 του, όταν ζούσε στο Σανατόριο Ιμπάσα στο Μοντεβιδέο, έγραψε ένα ποίημα που συνοψίζει τα μυστικά για τη μακροζωία.

Ο γιατρός Χόρχε δε Πάουλα, ο οποίος κούραρε τον καθηγητή κατά την εκεί παραμονή του, το δημοσιοποίησε λίγο καιρό μετά: 

«Οργανωμένη, υγιεινή ζωή
και πάντα μετρημένο το φαΐ
στα γιατρικά να μην το παρακάνεις
μ ’ όλα τα μέσα αυτό που θες να ψάχνεις
να μην ταράζεσαι για τίποτα
άσκηση και διασκέδαση μετά
ποτέ σου μη σε πιάσουνε για κάτι
περιορισμός λίγος, συναναστροφή
πολλή, και ασχολία διαρκή
».

Μαθαίνοντας αυτό το ποίημα και εφαρμόζοντας το στον δικό μας τρόπο ζωής, μπορούμε να γίνουμε ένας από αυτούς τους μακρόβιους ανθρώπους που απολαμβάνουν μια ζωή πλήρη και μακροχρόνια.

Όταν σου λέω πως το κάνω για σένα

Μερικές φορές νιώθω πως με ευχαριστεί να σου δίνω χαρά, και τότε έτσι και κάνω. Όταν σου λέω πως το κάνω για σένα, σου λέω ψέματα. Θα ήταν καλό, νομίζω, να εξαιρέσουμε άπαξ διά παντός από τα λεξικά την έκφραση: «το έκανα για σένα». Όταν κάποιος μου λέει πως κάνει ό,τι κάνει ή παύει να κάνει κάτι «για μένα», εγώ αισθάνομαι πως με χρεώνει. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν λέω στον άλλον ότι κάνω κάτι γι’ αυτόν, τον χρεώνω, τον δεσμεύω, τον φυλακίζω. Και το χειρότερο είναι πως δεν είναι καν αλήθεια!

Στην πραγματικότητα, όλα γίνονται για μένα. Εμένα τον ίδιο βολεύει η επιλογή να παραιτηθώ απ’ αυτό που θέλω για να σ’ το δώσω. Τι εγωιστικό…!

Ναι.

Στο κάτω κάτω, όταν κάποιος με αποκαλεί «εγωιστή!», τι μου λέει; Μου λέει: «Μη σκέφτεσαι τον εαυτό σου, σκέψου εμένα».

Ποιος είναι ο εγωιστής;

Εδώ και τρεις-τέσσερις χιλιάδες χρόνια, οι Βέδες  λένε:

«Αν δεν σκεφτώ εγώ τον εαυτό μου, τότε ποιος;
Και αν σκέφτομαι μόνο τον εαυτό μου, ποιος είμαι;
Και αν όχι τώρα, πότε

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες ανθρώπων:

Στην πρώτη, αυτός που όταν κρυώνει χαρίζει όλα του τα ζεστά ρούχα. Στη δεύτερη, αυτός που όταν κρυώνει φοράει όλα του τα ζεστά ρούχα. Και μια τρίτη, όπου αυτός που κρυώνει ανάβει μια φωτιά για να ζεσταθεί κι αυτός κι όλοι όσοι θέλουν να χαρούν τη ζέστη.

Ο πρώτος άνθρωπος έχει αυτοκτονικές τάσεις: θα πεθάνει από το κρύο.

Ο δεύτερος είναι μίζερος και θα πεθάνει μόνος.

Ο τρίτος είναι ένα φυσιολογικό ανθρώπινο πλάσμα, ώριμο και εγωιστικό (όντως, αν ανάβει φωτιά είναι γιατί κρυώνει ο ίδιος).

Εγώ θα ήθελα να είμαι κάποιος που ανάβει χιλιάδες φωτιές και, ακόμα περισσότερο, θέλω να είμαι αυτός που μαθαίνει σε χιλιάδες ανθρώπους πώς να ανάβουν φωτιές.

Το δίχως άλλο, δεν είμαι ταπεινός.

Πορεία στη μαγεία

Είναι κύκλοι, είναι μοτίβα, είναι γεωμετρία, είναι χρώμα η πορεία μας στο χρόνο και στο χώρο. Πολλές φορές θα ήθελα να μπορώ να την περιγράψω με λόγια, μα δεν υπάρχουν.

Ποτέ δεν το βλέπεις όλο αυτό από την αρχή. Δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος, το βάθος, την απεραντοσύνη, που κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως δεν έχει τέλος, δεν έχει τελικό προορισμό. Έχει μόνο αναχωρήσεις, αφίξεις, στάσεις, και όλα όσα μπορούν να χρωματίσουν το καθένα με τη σκοτεινή ή τη φωτεινή πλευρά της ζωής.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε. Και έτσι είναι! Μόνο που είναι δύσκολο να καθορίσεις ακόμα και αυτήν την "αρχή", που αποφασίζεις, συνειδητά, πως είναι το μοναδικό πράγμα που οφείλεις να κάνεις: να τιμήσεις την ύπαρξή σου στο χρόνο, που δεν έχεις ιδέα πόσος θα είναι. Ξέρεις μόνο πως θέλεις και οφείλεις, με το ίδιο πάθος, την ίδια πειθαρχία και αφοσίωση ΚΑΙ στο καθήκον σου ΚΑΙ στην επιθυμία σου, να υπηρετήσεις.

Και ξεκινάς. Δύσκολα στην αρχή, όσο κι αν διαρκέσει αυτή η αρχή. Γιατί σ' αυτό το δρόμο που έχεις διαλέξει, δεν μετράει ο χρόνος ή οτιδήποτε άλλο με συνηθισμένους όρους.

Η πλάνη των προγραμμάτων που διαμορφώνουν τη θέασή σου φαίνονται αδιαπέραστα και τόσο πραγματικά που θεωρείς πως τίποτα δεν μπορεί να τα διασπάσει. Ένα βήμα μπρος και τρία πίσω. Πόνος, αδιέξοδα, καθώς ο νους κλονίζεται, μπερδεύεται, προσπαθεί με κάθε τρόπο να δραπετεύσει, να αποδείξει πως κυνηγάς χωρίς πυξίδα, πως προχωράς σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Οι περισσότεροι κάπου εδώ τα παρατάνε. Σε όλα τα στάδια, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους υπάρχουν άπειροι, αόρατοι πειρασμοί για να μας πείσουν είτε για την οπισθοχώρηση είτε για να ρίξουμε άγκυρα και να νομίζουμε πως έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Το να επιστρέψουμε στον κόσμο που ξέραμε, σ' αυτό το στάδιο, μοιάζει σωτήριο και η μοναδική επιλογή. Και έτσι πρέπει να είναι!

Αντέχεις όμως. Μια αόρατη δύναμη μέσα σου σε κρατάει σ' αυτό που φωνάζει μέσα σου ν' αναδυθεί. Πέφτεις, σηκώνεσαι, αναρωτιέσαι αν ο πόνος έχει πάτο κι αν τον έχεις φτάσει.

Και βγαίνει ο ήλιος, αυτός ο μαγικός ζωοδότης, που μεταμορφώνει τα πάντα στη λάμψη του. Κοιτάς πίσω σου όλα όσα πέρασες και αισθάνεσαι πως επιτέλους έπιασες στεριά. Μπορείς να σταματήσεις να κουνιέσαι, να ζαλίζεσαι και να αμφιβάλλεις. Όμως ο ήλιος θα ξαναδύσει, πολλές φορές. Κάθε αυγή θα μοιάζει ακόμα πιο όμορφη και κάθε νύχτα θα είναι λιγότερο σκοτεινή.

Μα η ψυχή σου είναι πολύ μεγαλύτερη από το μπόι σου και ο νους πολύ πιο βαθύς απ' ότ,ι φαντάζεσαι πως μπορείς να ελέγξεις. Τη μεγαλύτερη καταιγίδα της ζωής σου δεν την περιμένεις ποτέ, δεν έχεις τρόπο να προετοιμαστείς γι' αυτήν λογικά, ούτε να την αποτρέψεις. Άλλωστε, τη ζήτησες! Επέλεξες το ύψιστο καθήκον και την βαθύτερη επιθυμία που μπορεί να αγγίξει ανθρώπου καρδιά.

Και δεν υπάρχει τρόπος να επιζήσεις. Πεθαίνεις! Και πρέπει να αναδυθείς από τις στάχτες σου, αν θέλεις να ζήσεις. Χωρίς τίποτα: χωρίς εγγυήσεις, χωρίς δεκανίκια, χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις, χωρίς κανένα προσωρινό απόκτημα, ούτε καν τη γνώση που κοπίασες για να κατακτήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα. Μόνος, γυμνός, ευάλωτος, κανένας...τίποτα!

Μα οι κύκλοι, τα μοτίβα, η γεωμετρία, το χρώμα, όλα αλλάζουν καθώς αναδημιουργούνται από την αρχή. Μια αρχή που κάνει όλες τις προηγούμενες να μοιάζουν προθέρμανση, άσκηση, για να φτάσεις σε αυτό εδώ το σημείο "μηδέν". Και δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει αμνησία. Δεν υπάρχει προσποίηση, φόβος, δειλία, αλαζονεία, έπαρση, εγωισμός.

Υπάρχει ο άγρυπνος παρατηρητής που σε συντροφεύει πάντα και παρακολουθεί/καταγράφει την κάθε σου κίνηση για να σου προσφέρει τη σοφή του επίγνωση. Υπάρχει η αλάνθαστη διάκριση που σε καθοδηγεί και σε κρατάει σε ισορροπία. Υπάρχει η καρδιά που τίποτα πια δεν την τρομάζει, δεν την κλείνει, δεν την παρασύρει. Υπάρχουν οι άλλοι που δεν είναι πλέον απέναντι, εχθροί, ξένοι, μα κομμάτια του Είναι σου, εκφράσεις τις καρδιάς σου, συμμέτοχοι στον κόσμο σου.

Το ξέρεις πλέον πως έχεις πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου. Έχεις όμως αλλάξει τους κανόνες του χρόνου. Δεν δεσμεύεσαι πια ούτε δειλιάζεις να κοιτάξεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ισότιμα και με σταθερή ταπεινότητα, ορίζοντας τη βούλησή σου.

Και η μαγεία δεν περιγράφεται! Οι στιγμές μέσα στην απλότητα, όπου ο χρόνος ενώνεται και σταματά, βρίσκονται έξω από τα πεδία που πριν αντιλαμβανόσουν και κανένας δεν μπορούσε να σου εξηγήσει. Μόνο δέος, ευγνωμοσύνη, ακούραστη διάθεση να μάθεις, να διεισδύσεις και να πετάξεις πέρα από τα όρια του γνωστού κόσμου. Με αθωότητα και πάθος μαζί, που τώρα όμως χρωματίζονται με συνείδηση.

Ζεις! Μοναδικά, αυθεντικά, με συμπόνια μα και σοφία τη ζωή σου, κι ας φαίνονται όλα όσα είσαι απατηλά, ίδια, συνηθισμένα, στους πολλούς. Δεν ανήκετε όμως στον ίδιο κόσμο, και δεν το μαρτυρά η όψη σου. Το μεταφέρει όμως η ενέργειά σου, σε πεδία που δεν γίνονται αντιληπτά, μα εσύ βλέπεις την επίδρασή τους.

Τώρα, δεν έχει σημασία αν θα συνεχίσεις να ζεις. Γιατί ζεις, το κάθε μοναδικό λεπτό, με απόλυτη αφοσίωση, με όλες σου τις αισθήσεις, έχοντας δαμάσει και επανεκπαιδεύσει το νου σου να σε υπηρετεί. Και κάθε ηλιοβασίλεμα σημαίνει τον επικείμενο γαλήνιο θάνατό σου και κάθε δύση φανερώνει μια νέα μεγαλόπρεπη αρχή...

Φτάνει κανείς στην αρετή. Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα

Εμείς δημιουργούμε την κοινωνία και η κοινωνία μάς διαμορφώνει. Ο νους μας βασανίζεται και διαμορφώνεται βαθιά από μια ηθική που δεν είναι ηθική. Η ηθική της κοινωνίας είναι ανηθικότητα, γιατί η κοινωνία δέχεται κι ενθαρρύνει τη βία, την απληστία, τον ανταγωνισμό, τη φιλοδοξία, κ.ο.κ., πράγματα που είναι ουσιαστικά ανήθικα. Δεν υπάρχει αγάπη, εκτίμηση, στοργή, τρυφερότητα, και η «ηθική υπευθυνότητα» της κοινωνίας είναι εντελώς χαοτική. Ένας νους που γυμνάστηκε χιλιάδες χρόνια ν’ αποδέχεται, να υπακούει και να συμμορφώνεται, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι υπερευαίσθητος και συνεπώς εξαιρετικά ενάρετος. Έχουμε πιαστεί σ’ αυτή την παγίδα. Τι είναι λοιπόν αρετή; Πρέπει να το δούμε επειδή η αρετή είναι απαραίτητη.

Χωρίς σωστές βάσεις ένας μαθηματικός δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου κανείς να καταλάβει και να πάει πιο πέρα, σε κάτι που είναι μιας εντελώς διαφορετικής διάστασης, πρέπει να έχει σωστές οάσεις και η σωστή βάση είναι η αρετή, που είναι τάξη -όχι η τάξη της κοινωνίας, που είναι αταξία. Χωρίς τάξη πώς μπορεί ο νους να είναι ευαίσθητος, ζωντανός, ελεύθερος;

Προφανώς, αρετή δεν είναι η γεμάτη επαναλήψεις συμπεριφορά της συμμόρφωσης σ’ ένα πρότυπο που έχει γίνει σεβαστό σ’ ένα πρότυπο που το κατεστημένο, σ’ αυτή τη χωρά ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, δέχεται σαν Ηθική. Πρέπει κανείς να είναι ξεκάθαρος σχετικά με το τι είναι αρετή. Φτάνει κανείς στην αρετή: Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα. Φτάνει κανείς σ’ αυτήν -στη φύση της αρετής, στην ομορφιά της, στην τάξη της- όταν ξέρει τι δεν είναι αρετή· μέσα από την άρνηση βρίσκει κανείς το θετικό. Δεν έρχεται κανείς στην αρετή ορίζοντας το θετικό και προσπαθώντας στη συνέχεια να το μιμηθεί -αυτό δεν είναι καθόλου αρετή. Δεν έχει κανένα νόημα να καλλιεργείς διάφορες μορφές «εκείνου που θα έπρεπε να είσαι», μορφές που ονομάζονται αρετή -όπως μη βία- ασκώντας τις καθημερινά μέχρι να γίνουν μηχανικές.

Ασφαλώς η αρετή υπάρχει κάθε στιγμή, όπως η ομορφιά, όπως η αγάπη -δεν είναι κάτι που το έχετε συσσωρεύσει και μέσα απ’ αυτό δράτε. Αυτό δεν είναι μια απλή λεκτική διαπίστωση που είτε τη δέχεσαι είτε όχι. Υπάρχει αταξία -όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και μέσα μας, πλήρης αταξία- αλλά δεν είναι ότι κάπου μέσα μας υπάρχει τάξη και το υπόλοιπο πεδίο είναι σε αταξία: αυτός είναι ένας ακόμα δυϊσμός και συνεπώς αντίφαση, μπέρδεμα και πάλη. Όπου υπάρχει αταξία πρέπει να υπάρχει επιλογή και σύγκρουση. Μόνον ο μπερδεμένος νους επιλέγει. Για το νου που βλέπει τα πάντα ολοκάθαρα, δεν υπάρχει επιλογή. Αν είμαι μπερδεμένος, οι πράξεις μου θα ‘ναι κι αυτές μπερδεμένες.

Ένας νους που βλέπει τα πράγματα πολύ καθαρά, χωρίς διαστρέβλωση, χωρίς προσωπική προκατάληψη, που έχει καταλάβει την αταξία και είναι ελεύθερος απ’ αυτήν ένας τέτοιος νους είναι ενάρετος, είναι σε τάξη, όχι σε τάξη σύμφωνα με τους άλλους, αλλά σε τάξη επειδή έχει καταλάβει όλο το μέγεθος της αταξίας μέσα του. Η τάξη, εσωτερικά, είναι παρόμοια με την απόλυτη τάξη των μαθηματικών. Εσωτερικά η ύψιστη τάξη είναι κάτι απόλυτο και δεν μπορεί να βγει μέσα από την καλλιέργεια, ούτε μέσα από την άσκηση, την καταπίεση, τον έλεγχο, την υπακοή και τη συμμόρφωση. Μόνον ένας νους που έχει εξαιρετική τάξη μπορεί να είναι ευαίσθητος, νοήμων.

Πρέπει κανείς να έχει επίγνωση της αταξίας μέσα του, επίγνωση των αντιφάσεων, της δυϊστικής διαμάχης των αντίθετων επιθυμιών, να έχει επίγνωση των ιδεολογικών κυνηγητών και του εξωπραγματικού χαρακτήρα τους. Πρέπει να παρατηρεί «αυτό που είναι» χωρίς καταδίκη, χωρίς κριτική, χωρίς κανένα ζύγισμα. Βλέπω το μικρόφωνο σαν μικρόφωνο -όχι σαν κάτι που μου αρέσει ή δε μου αρέσει, θεωρώντας το καλό ή κακό-το βλέπω όπως είναι. Με τον ίδιον τρόπο, πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του όπως είναι, χωρίς αυτό που βλέπει να το ονομάζει «κακό» ή «καλό» -χωρίς να υπολογίζετε τίποτα (πράγμα που δεν σημαίνει να κάνει ο καθένας ό,τι του αρέσει). Η αρετή είναι τάξη. Δεν μπορείς να έχεις το αντίγραφό της. Αν έχεις το αντίγραφο της αρετής και το ακολουθείς, έχεις γίνει ανήθικος, είσαι σε αταξία.

ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Η ιστορία της κινεζικής φιλοσοφίας χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την κλασική, που διήρκησε από τον 6ο μέχρι το 2ο αιώνα π.Χ. (τους τέσσερις τελευταίους αιώνες της δυναστείας των Ζου), τη μεσαιωνική, η οποία κράτησε μέχρι τον 110 αιώνα μ.Χ. (καλύπτοντας τη δυναστεία των Τσιν και των Χαν, την περίοδο των έξι δυναστειών, τις δυναστείες των Σούι και των Τάνγκ, την περίοδο των πέντε δυναστειών και τις αρχές της δυναστείας των Σονγκ), και τη σύγχρονη περίοδο (η οποία καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της δυναστείας των Σονγκ, τις δυναστείες των Γιουάν, των Μινγκ και των Μαντσού, καθώς και τη σύγχρονη περίοδο, κατά την οποία δεν υπάρχουν δυναστείες).

Η κλασική εποχή ήταν μια περίοδος ταραχών και αναστατώσεων, καθώς η δυναστεία των Ζου είχε εισέλθει σε μια βασανιστικά αργή, επίπονη και συχνά βίαιη διαδικασία αποσύνθεσης. Την εποχή αυτή έζησαν ο Κομφούκιος, ο Μο-τσι, ο Μέγκιος, ο Χον Φέι-τσι και ο Λάο-τσε. Τα τέσσερα μεγάλα συστήματα της κινεζικής σκέψης έχουν την καταγωγή τους στην περίοδο αυτή. Ο Κομφούκιος έθεσε τις βάσεις ενός ηθικού και πολιτικού συστήματος, του κομφουκιανισμού, το οποίο περίπου διακόσια χρόνια αργότερα ο Μέγκιος το ανέπτυξε ακόμα περισσότερο, προσπαθώντας ολόκληρη τη ζωή του να εισαγάγει τη θεωρία του Κομφούκιου στην καρδιά της κινεζικής κυβέρνησης. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκε ένα ακόμα πιο μυστικιστικό σύστημα (αν και εξίσου φυσιοκρατικό), το σύστημα του νταοϊσμού ή ταοϊσμού, το οποίο αποδίδεται στο μυστικιστή φιλόσοσφο Λάο-τσε. Πάντως, το βιβλίο που φέρει το όνομά του δεν γράφτηκε πριν το 300 π.Χ.. Το θεωρητικό αυτό σύστημα αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο από τον Ζουάνγκ-τσι, του οποίου το ομώνυμο βιβλίο παρέχει ένα μείγμα επιχειρημάτων και ανεκδότων σε μια προσπάθεια να υπερασπιστεί τη βασική θέση του ταοϊσμού σύμφωνα με την οποία ό,τι είναι φυσικό είναι καλό και όσο μικρότερη κυβέρνηση έχουμε τόσο το καλύτερο. Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει τον Κομφούκιο ως ταοϊστή. Ο Μο-τσι ανέπτυξε την έννοια του οικουμενικού έρωτα και την άποψη ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξελιχτεί και να προοδεύσει μια κοινωνία είναι η εξασφάλιση του συμφέροντος του συνόλου. Ίδρυσε μάλιστα μια κοινότητα η οποία ακολουθώντας τις βασικές γραμμές της θεωρίας του, έγινε οικονομικά και στρατιωτικά ανεξάρτητη.

Τελικά στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. έκανε την εμφάνισή του ένα καινούριο σύστημα σκέψης, το οποίο απέρριπτε την αφελή και υπεραισιόδοξη αντίληψη για την ανθρώπινη φύση που χαρακτήριζε τις υπόλοιπες σχολές. Η θεωρία αυτή ονομάστηκε λεγκαλισμός και ο κυριότερος εκπρόσωπός του ήταν ένας φιλόσοφος που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. και λεγόταν Χαν Φέι-τσι. Σύμφωνα με τον λεγκαλισμό οι άνθρωποι είναι κατά βάση κακοί και για να πειθαρχήσουν πρέπει να υπάρχει ένα σύστημα αυστηρών νόμων και ποινών. Συνέπεια της φιλοσοφίας αυτής είναι μια πολιτική θεωρία που συγγενεύει με τον ολοκληρωτισμό και άσκησε μεγάλη επίδραση στην κινεζική πολιτική για αιώνες.

ΑΡΕΤΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΝΟΜΟΥ

Μιλώντας πολύ απλά, θα λέγαμε ότι ο κομφουκιανισμός και ο μοϊσμός υποστηρίζουν την άποψη ότι ο νόμος πρέπει να στηρίζεται στην αρετή (η ανθρώπινη φύση είναι ουσιαστικά καλή) ο λεγκαλισμός θεωρεί ότι ο νόμος πρέπει να είναι αυστηρός και να επιβάλλονται σκληρές ποινές, ενώ ο ταοϊσμός δεν ενδιαφέρεται τόσο για τα ζητήματα αυτά και, ενίοτε, υποστηρίζει τον μοναχισμό και την απόσυρση από την κοινωνία.

Εκ πρώτης όψεως, η κινεζική φιλοσοφία εμφανίζεται να ασχολείται κυρίως με κοινωνικά, ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Ωστόσο, υπήρξαν πολλοί στοχαστές που ασχολήθηκαν με τα ζητήματα της λογικής (οι Μοϊστές ιδιαίτερα καλλιέργησαν πολύ τη λογική, αν και το έργο τους δεν εκτιμήθηκε τόσο από τους άλλους φιλοσόφους) και της μεταφυσικής (παρ’ ότι οι θέσεις τους είχαν δεχτεί έντονες επιρροές από μυστικιστικές και θρησκευτικές τάσεις ανάλογες εκείνων του Πυθαγόρα του Σάμιου).

Δύο ακόμα σχολές πρέπει να αναφερθούν εδώ, οι οποίες αν και θεωρούνται ελάσσονος σημασίας, παρουσιάζουν σχετικό ενδιαφέρον. Η Σχολή Γιν-Γιανγκ διαμόρφωσε μια κοσμολογική θεωρία και μια φιλοσοφία της ιστορίας, οι οποίες θεμελιώθηκαν πάνω στο θεωρητικό σχήμα των Πέντε Δυνάμεων που αντιστοιχούσαν στα πέντε βασικά «στοιχεία», το νερό, τη φωτιά, το ξύλο, το μέταλλο και τη γη. Παράλληλα με τη σχολή αυτή, αναπτύχθηκε και εκείνη του Γι Τζινγκ ή Σχολή των Ονομάτων. Η σχολή αυτή επικέντρωσε το ενδιαφέρον της σε γλωσσολογικά κυρίως ζητήματα. Δυστυχώς, ελάχιστα γραπτά των διαφόρων εκπροσώπων της έχουν διασωθεί, ενώ γενικά οι υπόλοιποι φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα μαζί της.

Η ιστορία της φιλοσοφίας στην Κίνα μετά την κλασική εποχή είναι περισσότερο μια προσπάθεια αφενός παγίωσης και σχολιασμού των μεγάλων συστημάτων του παρελθόντος (ιδιαίτερα του κομφουκιανισμού) και αφετέρου εισαγωγής ξένων θεωριών και αντιλήψεων παρά προσπάθεια δημιουργίας πρωτότυπης και αυθεντικής θεωρητικής σκέψης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν παράγονται σημαντικά και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά έργα- όπως για παράδειγμα το έργο του μεσαιωνικού φιλοσόφου Γουάνγκ Τσονγκ καθώς και αυτά των σύγχρονων φιλοσόφων Τζου Σι και Γουάνγκ φου-τσι.

Ο Πλάτων και το Ελληνικό φως

Η επενέργεια της πλατωνικής σκέψης δε χρειάζεται να διαπιστωθεί ιδιαίτερα. Ο Πλάτων πέθανε το 347 π.Χ. Έκτοτε η πολιτισμική παράδοση δεν έπαψε να αναφέρεται σ’ αυτόν, για να αντλήσει εμπνεύσεις, για να τον υποβάλει σε κριτική, για να προσπαθήσει να τον ξεπεράσει. Το έργο του, τόσο στο μακρινό και στο πρόσφατο παρελθόν όσο και σήμερα, ξεπροβάλλει αναπόδραστα στον ορίζοντα κάθε θεωρητικής έρευνας. Η τέχνη κι η λογοτεχνία, που τροφοδοτήθηκαν από αυτό το έργο, δεν μπορούν να το αγνοήσουν, τόσο χτες όσο και σήμερα. Από όλους τους στοχαστές οπωσδήποτε ήταν εκείνος που η επίδραση του υπήρξε η πιο πλατειά, η πιο βαθειά, η πιο διαρκής. Πού οφείλεται μια τέτοια επιτυχία; Ποια είναι η αιτία αυτής της διαιώνισης του πλατωνισμού, ο όποιος αντιστάθηκε, επαναλήφθηκε, παραμορφώθηκε, δοξάστηκε μέσα σε όλες τις φουσκοθαλασσιές που γνώρισε η δυτική πολιτισμική παράδοση, από τη διδασκαλία του Χριστού ως τις χρησιμοθηρικές ρήσεις του βιομηχανικού πολιτισμού; Και τέλος, γιατί αυτό το έργο, πού 'ναι τόσο μακρινό, ώστε φαίνεται σάμπως να βρίσκεται εκτός χρόνου, συγκεντρώνει ακόμη και σήμερα γύρω του τα θετικά ή αρνητικά πάθη όλων των εραστών της σκέψης; Σε αυτές τις ερωτήσεις δεν μπορεί να δοθεί τυπική απάντηση. Αρκεί να αναφερθούμε στην πραγματική κατάσταση και στις αντίστοιχες ιδεολογίες, τις όποιες έπρεπε να αντιμετωπίσει ο Πλάτων, και να αναλύσουμε τη σημασία της απόφασης που πήρε τότε, για να καταλάβουμε γιατί το κείμενο του παραμένει ως πρότυπο και ως παρακίνηση να το μιμηθείς και συνάμα να το ξεπεράσεις. Οι πλατωνικοί διάλογοι δεν θα μπορούσαν να αποσπαστούν από την εποχή που τους γέννησε· η ιστορική συγκυρία είναι καθοριστική γι’ αυτούς. Κάθε προσπάθεια να τους απομακρύνουμε από αυτό το αυστηρά συγκεκριμένο πλαίσιο για να τους θεωρήσουμε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις του αιωνίου πνεύματος, ουσιαστικά μας καταδικάζει να μην κατανοούμε τίποτα από την πρωτοτυπία τους και από αύτη τη μορφή που τους επέτρεψε να διασχίσουν την ιστορία. 

Ο Πλάτων είναι ένας Αθηναίος του τέταρτου αιώνα, απογοητευμένος από την Πόλη του. Αυτή ακριβώς η απογοήτευση και το θεωρητικό σχέδιο, που αυτή γέννησε, βρίσκονται στην απαρχή της διάρκειας του πλατωνισμού. Πώς είναι δυνατό αυτό; Πώς να συλλάβουμε το γεγονός ότι ένα έργο τόσο ισχυρά σφραγισμένο από τις περιστάσεις μπορεί να είναι για μας σε τέτοιο βαθμό σύγχρονο; Γιατί ο κλασικός Έλληνας Πλάτων θέτει ακόμα και σήμερα προβλήματα που είναι και δικά μας; Όταν ανακαλούμε τα θεμελιώδη θέματα της πλατωνικής σκέψης και δείχνουμε πως αρθρώνονται, ουσιαστικά επιχειρούμε να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις. Για ποιo λόγο είμαστε -είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε αυτό μας εξοργίζει είτε μας χαροποιεί- ακόμα και σήμερα μαθητές του Πλάτωνα; Τι μας κάνει μαθητές του; Πως συμβαίνει και αυτός ο συγγραφέας, που μιλούσε εδώ και εικοσιτέσσερις αιώνες, μιλά και για μας, και μάλιστα τόσο καλά;

Ο Πλάτων ως σύγχρονος. Το πολιτικό πρόβλημα.

Όταν πεθαίνει ο Πλάτων η Πόλις ασθενεί. Το 338, στην πεδιάδα της Χαιρώνειας, ο στρατός του Φιλίππου του Μακεδόνα θα συντρίψει τα ελληνικά στρατεύματα, που μια ύστατη αναλαμπή ενεργητικότητας τα είχε συνασπίσει. Έτσι δεν θα ξαναεμφανιστεί αυτή η πολιτική μορφή που έκτοτε έπαιξε τόσο μεγάλο ρόλο στη φαντασία όσων ανθρώπων αναζητούσαν το τέλειο Κράτος. Ο Φίλιππος, κυρίαρχος των Ελλήνων, θα εξασφαλίσει με τη δύναμη την ενότητα και την εσωτερική ειρήνη που ποθούσαν τα τέκνα της Ελένης τουλάχιστον από το τέλος των μηδικών πολέμων. Στο έξης η Πόλις ναρκώνεται κάτω από τον ήλιο, μέσα στη βοή της φλυαρίας του δήμου· δεν θα αφυπνιστεί παρά με τη συντριβή των Αυτοκρατοριών. Εντούτοις, επί εκατόν πενήντα χρόνια, η μοίρα της ήταν παραδειγματική. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα σχετικά μικρό, ενώ πολύ λίγοι άνθρωποι ενδιαφέρονταν για το στοχασμό και τη δημιουργία, παρήγαγε πολιτισμικά έργα, ιδεολογίες, θεωρίες, που η σπουδαιότητα και η σημασία τους είναι τόσο μεγάλη ώστε σφράγισαν ανεξίτηλα το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας.

Δεν υπάρχει ελληνικό θαύμα· υπάρχει ένα ελληνικό φως που αποτελεί στοιχείο βασικό για ό,τι σήμερα αποκαλούμε πνευματικό πολιτισμό. Ο πέμπτος αιώνας, που βλέπει να γεννιέται ο Πλάτων και να ολοκληρώνεται η τραγική διαδικασία που οδηγεί στο θάνατο του Σωκράτη, αν δεν επινόησε, τουλάχιστον οδήγησε ως την ουσιώδη τους καθαρότητα τύπους πρακτικής και πολιτισμικά είδη που ακόμα και σήμερα ασκούν επάνω μας καθοριστική επίδραση. Η Αθήνα, για παράδειγμα, επινοεί τη δημοκρατία. Η δημοκρατία, ετυμολογικά, είναι η εξουσία του αφανούς λαού, του δήμου, που απηυδησμένος από την υποτέλεια όπου τον κρατούν οι γαιοκτήμονες, οι Άριστοι, οι «ευγενείς», εξεγείρεται και δημεύει τα αγαθά των νικημένων. Μέσα στην προοπτική της δικαιοσύνης, όπως την είχαν καθορίσει ο Δράκων και ο Σόλων, ο Κλεισθένης, ο Εφιάλτης κι ο Περικλής αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία διαφορετικά. Γι’ αυτούς δεν είναι η ισχύς του λαού, είναι η επέκταση του δικαιώματος του πολίτη σε κάθε ελεύθερο άνθρωπο, η ισότητα όλων ως πολιτών, όποιο κι αν είναι το εισόδημα και η καταγωγή τους (όσο για το νόημα αυτής της τελευταίας, ας μην γελιόμαστε: η κλασική Αθήνα, που αριθμεί μισό εκατομμύριο κατοίκους, περιλαμβάνει τουλάχιστον τρακόσιες χιλιάδες σκλάβους και πενήντα χιλιάδες μέτοικους -προστατευόμενους ξένους- που δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα· αν λογαριάσουμε επιπλέον τις γυναίκες και τα παιδιά, τότε μόνο περίπου δέκα τοις εκατό του κοινωνικού σώματος έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν για όλους). Η δημοκρατία, έτσι όπως την ορίζει η Αθήνα, έχει το προνόμιο να μην υπεξαιρεί πια την εξουσία, παρά να την εκθέτει σε «μέση αγορά», δηλαδή να εξασφαλίζει την ενεργητική συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας σε όποιο άτομο έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα να φέρει τα όπλα για την υπεράσπιση της «πατρίδας». Οι δημοτικές συνελεύσεις, η Πνύκα, όπου συνέρχεται η λαϊκή συνέλευση, οι αγορές, όπου ο καθένας συζητάει ελεύθερα για ό,τι του φαίνεται καλό, τα δικαστήρια αποτελούν νέους τόπους, όπου ο φτωχός πολίτης, υπό την αιγίδα του νόμου, μπορεί να επιτεθεί στον πλούσιο ή στον ευγενή, όχι για να τον αμαυρώσει, αλλά για να απαιτήσει απ’ αυτόν να μοιραστεί μαζί του τα προνόμια του για το μεγαλύτερο καλό όλων…

Αφού πια εγκαθιδρυθεί θεσμικά, η δημοκρατία της Αθήνας κατακτά και τα ήθη. Επεκτείνεται στη θεωρητική και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Οι θεωρήσεις των γιατρών και των φυσικών απελευθερώνονται από τις απαγορεύσεις της θρησκείας και γίνονται τώρα αποδεχτές· οι ιερατικές ερμηνείες αντικαθίστανται από θύραθεν εξηγήσεις. Η Αθήνα υποδέχεται όσες ανακαλύψεις γίνονται στις αποικιακές Πόλεις, οι όποιες ήδη έχουν απελευθερωθεί από τις αρχαίες υποθήκες, και μάλιστα εξαιτίας μιας κατάστασης που τις ωθεί στις εφευρέσεις. Βέβαια, τον πέμπτο αιώνα ο τσαρλατανισμός των «φυσικών» γνωρίζει μεγάλη άνθηση και τα ιατρικά εγχειρίδια δεν μας καθησυχάζουν καθόλου σχετικά με τη θεραπεία που επιβάλλουν στους ασθενείς. Από την άλλη πλευρά είναι ωστόσο βέβαιο ότι αυτές οι αναζητήσεις αποκαλύπτουν ένα νέο πεδίο στοχασμού. Παράλληλα αναπτύσσεται και η ανάλυση του θεωρητικού ύφους: ενάντια στις κοσμογονίες και στις θεογονίες κυριαρχούν έρευνες που αποσκοπούν να ανακαλύψουν «ρεαλιστικές» αρχές εξήγησης και δεν δανείζονται πια τίποτα από τις παραδοσιακές θρησκευτικές ερμηνείες. «Η λογική της επιχειρηματολογίας αρχίζει κιόλας να υπερτερεί απέναντι στη συμβολική της επίκλησης…

Οι θεοί εξανθρωπίζονται και, βγαίνοντας από τις κρύπτες όπου τους κρατούσαν οι εντεταλμένοι της λατρείας, παρουσιάζονται στις ακτίνες του ήλιου και στα μάτια του λαού. Το γαλήνιο χαμόγελο τους αναγγέλλει ότι το αίνιγμα της ύπαρξης τους δεν επιδέχεται παρά μιαν απάντηση: τον άνθρωπο.Ο Απόλλων, θεός του φωτός, είναι ο υπέρτατος· στην Αθήνα, η Παλλάδα, θεά της σοφίας, υπερτερεί απέναντι στις περιπετειώδεις υπερβολές του Διόνυσου και του Ποσειδώνα. Το θέατρο, σαν πράξη συλλογικής περισυλλογής, μεταμορφώνεται βαθύτατα. Γίνεται η κατ’ εξοχήν πράξη του πολίτη, η στιγμή, σχεδόν με τη φυσική σημασία του όρου, όπου η συλλογικότητα των πολιτών αναμετρά τη σχέση της δύναμης της με τις κηδεμονικές θεότητες. Εκείνο που τεκταίνεται στη σκηνή της τραγωδίας -και που αντανακλάται στην κωμωδία μ’ ένα μυκτηρισμό ίσως ακόμα αποκαλυπτικότερο- είναι η στάση του ανθρώπου που γνωρίζει ότι απελευθερώθηκε από τη Μοίρα, αλλά που ταυτόχρονα νιώθει να βρίσκεται υπό το κράτος σκοτεινών δυνάμεων, των οποίων ο έλεγχος του διαφεύγει μόνιμα. Ο θύραθεν κόσμος των κοινωνικών ενεργειών συστοιχεί τώρα με το σύμπαν των ιερών δυνάμεων. Η θεατρική τελετουργία παρεκκλίνει από τον αρχικό της σκοπό: στο έξης, άνθρωποι και θεοί έρχονται αντιμέτωποι, αλλά όπως ο παλιός άνθρωπος ενάντια στο νέο άνθρωπο…

Την πιο καθαρή απόδειξη αυτής της πολιτισμικής μετατροπής την προσφέρει η επινόηση της ιστορικής αφήγησης. Ήδη στο δεύτερο μισό του έκτου αιώνα οι λογογράφοι -οι αρχειοφύλακες των πιο προηγμένων Πολιτειών- και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος είχαν δείξει ενδιαφέρον για τα θύραθεν συμβάντα που ρυθμίζουν τη ζωή των κρατών. Ο Ηρόδοτος, ο ιστορικός των μηδικών πολέμων, πηγαίνει πολύ μακρύτερα. Τελικά, βέβαια, δέχεται την παραδοσιακή θρησκευτική εξήγηση. Το «ρεπορτάζ» του, κάτω από την προσποιητή του αφέλεια, αποκόβεται ωστόσο εξίσου από τη νοοτροπία της εποχής. Καταγίνεται στην λεπτομερειακή ανάλυση των ηθών των λαών που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με τη σύγκρουση· περιγράφει με ακρίβεια τοπία και τεχνικές· και προπάντων παρακολουθεί τα γεγονότα προσπαθώντας να τα συνδέσει μεταξύ τους με σχέσεις αιτιότητας. Τονίζει ιδιαίτερα την ποικιλία των πολιτισμών και των θεσμών, τη σπουδαιότητα των χειροπιαστών και θύραθεν ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτό το έναυσμα μιας «λαϊκής» θέασης των πραγμάτων θα το αναπτύξει ο Θουκυδίδης. Η Ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου εισάγει μιαν αντίληψη των ανθρώπινων συμπεριφορών ολότελα ορθολογιστική· αποκλείει κάθε υπερβατικό στοιχείο και αναζητεί την εξήγηση των γεγονότων μόνο μέσα στην ανθρώπινη φύση.

Παράλληλα με αυτή την μετατροπή της «επιστήμης», της δραματικής τέχνης και της ιστορικής αφήγησης, επιτελείται μια εξίσου σημαντική μετατροπή στο καθαυτό θεωρητικό πεδίο. Μέσα στο έργο του Ηράκλειτου και του Παρμενίδη, ο λόγος, αυτός που συνάγει και αποκαλύπτει, αναρωτιέται ως προς τις καταστατικές του αρχές. Ενάντια στις έρευνες των φυσικών, ο Αναξαγόρας αποκαλύπτει τον νου ως αρχή. Και σε λίγο στις πλατείες της Αθήνας θα εγκατασταθούν οι άνθρωποι με την ηχηρή γλώσσα, που ισχυρίζονται ότι διδάσκουν στον καθένα την τέχνη του λόγου και της έριδας…

Ο πέμπτος αιώνας, ο αιώνας του Περικλή, είναι για την Ελλάδα η εποχή του Διαφωτισμού. Μέσα στην αταξία και στη βία εγκαθιδρύεται μια νέα τάξη όπου ο υπολογιστής άνθρωπος θα ήθελε να είναι ανεξάρτητος, μετρημένος, καλός και ενάρετος, στη σωστή του θέση ανάμεσα στους θεούς και στα ζώα. Ωστόσο αυτός ο πολιτισμός, που γέννα αριστουργήματα, στρέφεται εντέλει ενάντια στους ανθρώπους. Στα τέλη του αιώνα, αυτή η αποτυχία εκδηλώνεται με την ήττα της Αθήνας, τη θανατική καταδίκη του Σωκράτη, τους πολέμους που σε λίγο ξαναρχίζουν, τη γενική ηθική κατάπτωση που κυριαρχεί στις Πόλεις. Το πλατωνικό έργο είναι αρχικά ένας στοχασμός πάνω σ’ αυτή την αποτυχία. Επίσης συγκροτείται θέτοντας υπό συζήτηση όχι μόνο τη δημοκρατία και, πιο γενικά, την πολιτική ύπαρξη, αλλά ακόμα και αυτή τη νέα μορφή πολιτισμού που ρίχνεται ανυπόμονη στην κατάκτηση γνώσεων, στην αναζήτηση ηδονών, στη θέληση της δύναμης. Όντας τέτοιο, το πλατωνικό έργο μας άφορα, γιατί αυτό το πρόβλημα, αν κι έχει ηλικία δύο χιλιάδων τετρακοσίων χρόνων, τίθεται ακόμα σε μας.

Ο Θαλής έκρινε πως το σωστό ήταν να απαντήσει στα προσβλητικά λόγια, αλλά, με το δικό του τρόπο

Κι αλήθεια, ποτέ του δε θα μπορούσε ο Μέλισσος να λησμονήσει το Θαλή. Να τι είχε συμβεί πριν από χρόνια:

Ο Θαλής, απασχολημένος καθώς ήταν συνεχώς με την επιστημονική του έρευνα, δεν είχε φροντίσει να αποκτήσει χρήματα. Η απόκτηση χρημάτων δεν τον ενδιέφερε άλλωστε και ιδιαίτερα, αφού πίστευε ότι η πιο πολύτιμη αλλά και η πιο σταθερή περιουσία που μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος στη ζωή του είναι η γνώση. «Ο πλούτος είναι κάτι το αβέβαιο», συνήθιζε να λέει ο Θαλής, όπως και όλοι οι σοφοί άνθρωποι του καιρού του, «όμως η γνώση, από τη στιγμή που την αποκτάς, είναι για πάντα δική σου και κανείς ποτέ δεν μπορεί να σου τη στερήσει».

Ο Μέλισσος, πολύ νέος τότε, άκουγε συνεχώς να παινεύουν το Θαλή για τη σοφία του και ζήλεψε τον έπαινο του δήμου. Πώς είναι δυνατόν, σκεφτόταν, να θαυμάζουν έναν άνθρωπο σχεδόν φτωχό μόνο και μόνο επειδή ξέρει τις αποστάσεις μεταξύ των αστεριών ή επειδή μπορεί να μετρήσει το ύψος των πυραμίδων της Αίγυπτου; Δε θα ήταν πιο λογικό να θαυμάζουν εκείνον, τον ίδιο το Μέλισσο, που είχε γεννηθεί σε οικογένεια με πολλά χρήματα και που ήταν ήδη ένας ικανός έμπορος, κι ας ήταν τόσο νέος;

Έτσι, ένα πρωί που συνάντησε το Θαλή στην αγορά της Μιλήτου, ο Μέλισσος τον χλεύασε μπροστά σε όλο τον κόσμο:

«Να, λοιπόν, και ο περίφημος Θαλής, που όλη του η γνώση και η σοφία δεν είναι αρκετές για να του φέρουν λίγα, έστω, χρήματα! Σπουδαία γνώση, μα την αλήθεια!»

Ο Θαλής δε μίλησε. Τα λόγια του ανόητου εκείνου νεαρού εμπόρου τον είχαν αφήσει αδιάφορο. Το ίδιο βράδυ όμως στο σπίτι του σκέφτηκε πως είχε ευθύνη απέναντι σε όσους είχαν ακούσει τα λόγια του Μέλισσου. Αρχικά, του είχε φανεί ότι δεν υπήρχε λόγος να του απαντήσει, καθώς τα προσβλητικά λόγια ενός ξιπασμένου νεαρού δεν μπορούσαν καν να τον αγγίξουν. Οι άλλοι όμως τι είχαν άραγε καταλάβει από αυτό το περιστατικό; Ο Θαλής συνειδητοποίησε πως όσοι είχαν ακούσει στην αγορά τα λόγια του Μέλισσου, και κυρίως οι πιο νέοι ανάμεσά τους, διέτρεχαν τώρα έναν κίνδυνο: τον κίνδυνο να πιστέψουν ότι ο ίδιος δεν είχε απαντήσει επειδή αναγνώριζε ότι τα
λόγια του Μέλισσου ήταν σωστά. Γεννημένος δάσκαλος καθώς ήταν, ο Θαλής ένιωσε να βαραίνει στους ώμους του αυτή η ευθύνη. Κι έτσι, έκρινε πως το σωστό ήταν να απαντήσει στα προσβλητικά λόγια του Μέλισσου, αλλά με το δικό του τρόπο.

Συνεχίζοντας τις αστρονομικές του παρατηρήσεις ο Θαλής κατέληξε σε κάποια μετεωρολογικά συμπεράσματα.

Συμπέρανε δηλαδή ότι οι καιρικές συνθήκες θα ευνοούσαν εκείνη τη χρονιά τη σοδειά της ελιάς. Έτσι, φρόντισε από πολύ νωρίς να διαθέσει τις λιγοστές του οικονομίες για να νοικιάσει όλα τα ελαιοτριβεία του τόπου. Τα νοίκιασε, βέβαια, σε πολύ χαμηλή τιμή, καθώς ήταν ακόμη η εποχή που κανείς άλλος δεν ασχολούτανε με τις ελιές.

Έφτασε όμως και ο καιρός της συγκομιδής της ελιάς και η σοδειά ήταν τόσο πλούσια που υπήρχε πολύ μεγάλη ζήτηση για ελαιοτριβεία.

Κι αφού τα ελαιοτριβεία τα είχε όλα νοικιάσει ο Θαλής, κέρδισε πολλά χρήματα εκείνη τη χρονιά παραχωρώντας τα στους ενδιαφερομένους έναντι αμοιβής.

Πήγε τότε ο Θαλής και βρήκε το Μέλισσο.

«Όπως βλέπεις», του είπε, «αν το θελήσω, μπορώ να γίνω πλούσιος χάρη στις γνώσεις μου, και μάλιστα πολύ πιο πλούσιος από σένα».

Ο Μέλισσος ντράπηκε ακόμα και vα σηκώσει το βλέμμα του για να αντικρίσει αυτό του Θαλή. Καθώς όμως ήταν τίμιος νέος, αναγνώρισε το λάθος του. Από τότε μάλιστα άρχισε να αποζητά τη συντροφιά του Θαλή κι έγιναν, τελικά, φίλοι οι δυο τους.

Ο Μέλισσος εν άφησε το εμπόριο, καθώς αυτή ήταν η εργασία του και την έκανε καλά, άρχισε όμως να σκέφτεται. Άρχισε να θέτει ερωτήματα, πρώτα στον εαυτό του και μετά στους άλλους. Έμαθε να μη θεωρεί τίποτα δεδομένο. Έμαθε ακόμα, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό, να μην περιγελά όσους δεν του έμοιαζαν. Και, παρ’ όλο που ποτέ του δεν έγινε αληθινός σοφός, σαν το Θαλή, κατόρθωσε όμως κι εκείνος να αξιωθεί έναν κλήρο γνώσης.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟ

Ο Πλούταρχος διηγείται μια ιστορία στην οποία γίνεται πολύ συχνά αναφορά. Κάποτε στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια μιας ψηφοφορίας για οστρακισμό ένας αγράμματος αγρότης πλησίασε έναν άνθρωπο και του ζήτησε να γράψει στο όστρακο που κρατούσε το όνομα Αριστείδης. Όταν ο άλλος τον ρώτησε τι κακό του είχε κάνει ο Αριστείδης, ο αγρότης απάντησε: «Κανένα απολύτως. Δεν τον γνωρίζω καν, αλλά βαρέθηκα πια να ακούω να τον αποκαλούν παντού ο Δίκαιος». Οπότε ο Αριστείδης, γιατί αυτός ήταν φυσικά ο άλλος άνθρωπος, έγραψε χωρίς καμιά διαμαρτυρία το όνομά του στο όστρακο, όπως του είχε ζητήσει ο αγρότης (Αριστείδης 7.6.). Όντως διδακτική η ιστορία, αλλά εκείνο που μου κινεί πιο πολύ το ενδιαφέρον είναι η προθυμία των ιστορικών να την πιστέψουν και να βγάλουν απ' αυτή γενικά συμπεράσματα για τον Αριστείδη, τον οστρακισμό και την Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μερικοί είχαν κάποιες αμφιβολίες για την εικόνα αυτή των Αθηναίων πολιτικών ως καθώς πρέπει κυρίων που δεν θα δέχονταν ποτέ να κηλιδώσουν το όνομά τους με ποταπές ενέργειες, όπως η εξαγορά των ψήφων αγροτών και εμπόρων (είναι περιττό να προσθέσω ότι εδώ πρόκειται για τους καλούς πολιτικούς ηγέτες, και όχι τους δημαγωγούς σαν τον Κλέωνα). Τώρα όμως οι σκεπτικιστές μπορούν να απολαύσουν έναν απροσδόκητο θρίαμβο. Σε ανασκαφές που έγιναν μεταπολεμικά αποκαλύφτηκαν, κυρίως στον Κεραμεικό, περισσότερα από έντεκα χιλιάδες όστρακα χαραγμένα με ονόματα.[1] Τα περισσότερα είχαν πεταχτεί σε μεγάλες ποσότητες μετά από κάποιο οστρακισμό. Όμως 190 όστρακα που βρέθηκαν στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης, είχαν όλα το όνομα του Θεμιστοκλή, χαραγμένο από λίγα μόνο χέρια. Άρα τα όστρακα αυτά είχαν γραφτεί από πριν για να διανεμηθούν σε πιθανούς ψηφοφόρους, αλλά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν. Δεν μπορούμε κατά κανένα τρόπο να υπολογίσουμε πόσα από τα έντεκα χιλιάδες όστρακα είχαν γραφτεί από πριν για τον ίδιο λόγο. Ούτε μπορούμε να αποδείξουμε εάν η ιστορία του Πλούταρχου για τον Αριστείδη ήταν αληθινή. Βέβαια, πολλές από τις ιστορίες του είναι ηθοπλαστικές φανταστικές διηγήσεις, και δεν είναι δυνατό να δεχτούμε ότι η ομάδα των οστράκων με το όνομα του Θεμιστοκλή, που τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν, αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία του οστρακισμού. Η τελική μας απόφαση θα στηρίζεται σε πιθανότητες, και ο Πλούταρχος δεν με πείθει ότι οι Αθηναίοι πολιτικοί διέθεταν άμεμπτο ήθος, πράγμα που θα αποτελούσε μοναδική εξαίρεση στα χρονικά των πολιτικών κοινωνιών.[2]

Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα για τους μελετητές της αρχαίας Ρώμης, επειδή έχουν στη διάθεσή τους μία συλλογή κειμένων μοναδική για την αρχαιότητα, τις επιστολές του Κικέρωνα. Εκεί μπορεί να διαβάσει κανείς αποσπάσματα σαν αυτό που ακολουθεί (1.2.1) από μία επιστολή που έστειλε στον έμπιστο φίλο του τον Αττικό τον Ιούλιο του 65 π.Χ.: «Αυτή τη στιγμή έχω υποβάλει πρόταση να υπερασπιστώ τον συνυποψήφιο μου Κατιλίνα [για το αξίωμα του υπάτου]. Έχουμε τους δικαστές που θέλουμε, και πολύ καλή συνεργασία με τον κατήγορο. Εάν αθωωθεί, ελπίζω ότι θα έχει πιο πολλή διάθεση να συνεργαστεί στην εκλογική εκστρατεία».[3] Ο Κατιλίνας δικαζόταν για εκβιασμούς που είχε κάνει όταν ήταν έπαρχος στην Αφρική. Εν τέλει αθωώθηκε χωρίς τη βοήθεια του Κικέρωνα, που τελικά δεν ανέλαβε την υπόθεση για λόγους που μας διαφεύγουν. Δύο χρόνια αργότερα ο Κικέρωνας ήταν ο πρωτεργάτης κατά της συνωμοσίας του Κατιλίνα. Κι αυτό επίσης είναι ενδιαφέρον. Όμως τέτοια κείμενα και τέτοιες καταστάσεις δεν δικαιολογούν όσους βιαστικά χρησιμοποιών ως καταφύγιο την επικεφαλίδα “διαφθορά”. Η ψηφοθηρία, η πειθώ, η ανταλλαγή υπηρεσιών, οι αποζημιώσεις και τα κέρδη, οι συμμαχίες και οι συμφωνίες αποτελούν τις βασικές τεχνικές της καθημερινής πολιτικής σε κάθε γνωστό πολιτικό σύστημα. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ διαφθοράς και ηθικής όχι μόνο είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτη, αλλά και μετατοπίζεται ανάλογα με το σύστημα αξιών του παρατηρητή. Δεν είναι όλοι σύμφωνοι με τις ιδέες του Πλάτωνα.

Με τη λέξη “πολιτική” εννοώ κάτι συγκεκριμένο και πολύ πιο περιορισμένο απ’ ό,τι, λόγου χάριν, ο Michael Oakeshott που λέει ότι πολιτική είναι «η δραστηριότητα συμμετοχής στις γενικές διοργανώσεις μίας ομάδας ανθρώπων που τους συνένωσε η τύχη ή η επιλογή».[4] Ο ορισμός αυτός, που είναι γενικά αποδεκτός, περιλαμβάνει οποιαδήποτε ομάδα μπορεί να σκεφτεί κανείς, από την οικογένεια ή λέσχη ή χαλαρή φυλετική ομάδα μέχρι την πλέον ισχυρή και αυταρχική μοναρχία ή τυραννίδα, και τον βρίσκω εντελώς ακατάλληλο για αναλυτική ή οποιαδήποτε άλλη χρήση. Κατά τη γνώμη μου είναι αναγκαίες τρεις διακρίσεις. Η πρώτη είναι μεταξύ των κρατών και των πολύμορφων ομάδων -κοινωνικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών, κλπ.~ που περιέχονται σε ένα κράτος. Δεν με ενδιαφέρουν εδώ μεταφορικές χρήσεις του τύπου “ενδοπανεπιστημιακή πολιτική". Μία δεύτερη διάκριση πρέπει να γίνει μεταξύ των κρατών στα οποία οι αποφάσεις είναι δεσμευτικές και επιβλητές και των προκρατικών δομών όπου κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η τρίτη διάκριση είναι μεταξύ κρατών όπου ένας άνθρωπος ή μία δικτατορία ελέγχει απόλυτα τη λήψη αποφάσεων, ανεξάρτητα αν έχει προηγηθεί κάποια διαβουλευτική διαδικασία, και κρατών στα οποία δεσμευτικές αποφάσεις λαμβάνονται τελικά με ψηφοφορία μετά από σχετική επιχειρηματολογία και συζήτηση. Η ανταλλαγή απόψεων πιθανόν περιορίζεται σε ένα μόνο τμήμα της κοινότητας, όπως συμβαίνει π.χ. στα ολιγαρχικά συστήματα -ο ορισμός μου δεν περιλαμβάνει μόνο τις δημοκρατικές πόλεις- ή τις πιο πολλές φορές σε εκλεγμένους αντιπροσώπους, ενώ άλλοτε οι συζητήσεις καλύπτουν ορισμένα μόνο θέματα· πάντως, αυτό που έχει θεμελιακή σημασία είναι οι αποφάσεις να μην έχουν μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα. Με αυτούς τους όρους θέτω και τα χρονολογικά όρια της ανάλυσης και κατ’ ακολουθίαν αποκλείω τη Ρώμη της αυτοκρατορικής εποχής. Όπου ισχύει η αρχή «Quod principi placuit legis habet vigorem» (Ό, τι αποφασίζει ο ηγεμών έχει ισχύν νόμου), έστω και μόνο θεωρητικά, η διακυβέρνηση γίνεται παρασκηνιακά και όχι με διαβουλευτικές διαδικασίες, άρα απομακρυνόμαστε από τον δικό μου ορισμό της πολιτικής. Διότι, αν και κατά την εποχή της Ηγεμονίας γινόταν συζήτηση πριν από κάθε απόφαση, η τελική και ήταν στα χέρια ενός, και όχι στούς ψηφοφόρους (ούτε καν στους εκατοντάδες συγκλητικούς).

Υπήρχαν βέβαια πολλές αβέβαιες περιπτώσεις που δύσκολα κατατάσσονται, όπως, λ.χ., τα κράτη των Σελευκιδών ή οι πόλεις στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία που διέθεταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε στενά καθορισμένα τοπικά όρια. Αποκλείω και αυτές τις περιπτώσεις από τη συζήτηση εδώ, επειδή η πολιτική τους παρουσιάζει ενδιαφέρον για όσους ασχολούνται με την κοινωνική ψυχολογία μίας επίλεκτης τάξης (ελίτ) υπό τον έλεγχο μίας ευρύτερης συγκεντρωτικής εξουσίας, όχι όμως όσους ασχολούνται με τη μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς. Μπορούμε να συγκρίνουμε δύο κείμενα - δεν μας ενδιαφέρει εάν πρόκειται για καθαρά λογοτεχνικές δημιουργίες ή όχι: τον σύντομο διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον νεαρό Γλαύκωνα στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα (3.6) και ένα μεγάλο δοκίμιο με τίτλο Πολιτικά Παραγγέλματα που έγραψε ο Πλούταρχος πιθανόν γύρω στο 100 μ.Χ. Η εμφανής πρόθεση και των δύο είναι να παρέχουν συμβουλές σε γόνους της ανώτερης τάξης που έτρεφαν πολιτικές φιλοδοξίες. Ενώ ο Σωκράτης τονίζει κυρίως τη σημασία των λεπτομερειακών γνώσεων -για τα δημόσια οικονομικά, τις στρατιωτικές δυνάμεις, την άμυνα, το ορυχεία αργύρου, την προμήθεια τροφίμων[5] -, ο Πλούταρχος γράφει σελίδες επί σελίδων με ηθικές παραινέσεις, αποσπάσματα από Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς και πολλές ιστορίες, όλες με θέμα την κόσμια συμπεριφορά, την τιμιότητα, τον απλό τρόπο ζωής, την επιλογή των κατάλληλων φίλων και πατρώνων, και κυρίως τη σημασία της ρητορικής. Το δοκίμιο του Πλούταρχου περιέχει ελάχιστες πληροφορίες για ουσιώδη ζητήματα του παρελθόντος και ούτε ένα στοιχείο που να ρίχνει κάποιο φως στα θέματα της πολιτικής, είτε του παρόντος είτε του παρελθόντος. Όti η διαφορά μεταξύ των δύο κειμένων δεν αντανακλά απλώς τη διαφορά μεταξύ δύο διαφορετικοί προσωπικοτήτων ή χαρακτήρων, αλλά και δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις επισημαίνεται από τον ίδιο τον Πλούταρχο κάπου στη μέση του κειμένου του, όταν γράφει (Ηθικά 813D-E): «Όταν αναλαμβάνεις οποιοδήποτε αξίωμα δεν πρέπει μόνο να λαμβάνεις υπόψη σου την υπόμνηση του Περικλή: “Πρόσεχε. Περικλή, κυβερνάς ελεύθερους ανθρώπους, κυβερνάς Έλληνες, Αθηναίους πολίτες”' πρέπει επίσης να λες στον εαυτό σου: “Εσύ που κατέχεις ένα αξίωμα είσαι υπήκοος μίας πόλης που ελέγχεται από τους ανθύπατους, τους επίτροπους του Καίσαρα”».

Η πολιτική με την έννοια που της δίνουμε εδώ συγκαταλέγεται στις πιο σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες στον πριν από τον σύγχρονο κόσμο. Αποτελεί όντως εφεύρεση των Ελλήνων, ή μάλλον πιο σωστά, ανεξάρτητη και παράλληλη επινόηση των Ελλήνων και των Ετρού- σκων ή/και των Ρωμαίων. Πιθανόν υπήρχαν κι άλλες πρώιμες πολιτικές κοινότητες στην Εγγύς Ανατολή, τουλάχιστον στους Φοίνικες, που αργότερα μετέφεραν τους θεσμούς τους στην Καρχηδόνα στη Δύση. Η μόνη μη ελληνική πόλη-κράτος που περιλαμβάνει ο Αριστοτέλης στις 158 μονογραφίες του για μεμονωμένες “πολιτείες” είναι η Καρχηδόνα. Το έργο αυτό έχει χαθεί, αν και κάποιες πληροφορίες διασώζονται στα Πολίτικά (κυρίως 1272b24-73b26). Δεν βρίσκω γιατί θα πρέπει να υποθέσουμε ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο η επιρροή των Φοινίκων στους Έλληνες και τους Ετρούσκους (οι οποίοι, πιστεύω, έθεσαν τα θεμέλια όπου στηρίχτηκαν και αναπτύχτηκαν oι ρωμαϊκοί πολιτικοί θεσμοί). Ποια ήταν η επίδραση των πρώτων ελληνικών κοινοτήτων της Σικελίας και Ιταλίας στους Ετρούσκους και τους Ρωμαίους, όταν διένυαν τα πρώτα στάδια της εξέλιξής τους, είναι ένα ερώτημα που έχει συζητηθεί κατά κόρον, δεν πρόκειται να διαλευκανθεί ποτέ, και τελικά είναι άνευ ουσίας - καμία απάντηση δεν θα εξηγήσει τις διαφορετικές κατευθύνσεις προς τις οποίες αναπτύχτηκαν η πολιτική και οι πολιτικοί θεσμοί στον ελληνικό και τον ρωμαϊκό χώρο.

Τονίζω τον πρωτότυπο χαρακτήρα της επινόησης αυτής κυρίως λό­γω των συνεπειών της: και οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν υποχρεωμένοι να εφευρίσκουν συνεχώς νέες λύσεις για νέα και απροσδόκητα προβλήματα και δυσκολίες που έπρεπε να επιλυθούν χωρίς τη βοήθεια προηγούμενων προτύπων. Εδώ οφείλεται και η γνωστή πληθώρα “περίεργων” μεθόδων και θεσμών -π.χ. οι φυλές του Κλεισθένη, ο οστρακισμός και η γραφή παρανόμων (στην τελευταία θα επανέλθουμε) στην Αθήνα, το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) των δημάρχων και κυρίως η ιδιότυπη διαδικασία της ψηφοφορίας στη ρωμαϊκή λοχίτιδα εκκλησία, για την οποία ο Badian έχει πει πολύ σωστά ότι «όποιος έχει μελετήσει την αναθεωρημένη λοχίτιδα εκκλησία δεν θα θεωρήσει τίποτα πλέον αδύνατο».[6] Ο David Hume ένιωσε αμηχανία για τη «μοναδική στην ιστορία και φαινομενικά παράλογη» γραφή παρανόμων, ένα θεσμό που εισήχθηκε στην Αθήνα στη διάρκεια του πέμπτου αιώνα και επέτρεπε σε οποιονδήποτε πολίτη να ασκήσει δίωξη εναντίον κάποιου άλλου που είχε κάνει μία «παράνομη πρόταση» στην Εκκλησία, ακόμη και όταν η κυρίαρχη Εκκλησία την είχε εγκρίνει.[7] Τέτοια μέτρα έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο ως μέτρα, ως παραδείγματα της ανεξάντλητης ανθρώπινης ευρηματικότητας στο πολιτικό πεδίο, αλλά επίσης (ή κυρίως) για την εξέλιξη και πορεία τους, ως δείγματα των τρόπων με τους οποίους οι θεσμοί είναι δυνατό, από τη στιγμή που θα έχουν αποτελέσει τμήμα του πολιτικού εξοπλισμού, να αποκλίνουν και να παραμορφωθούν, κάποτε σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αναγνωρίζονται. Ας μην τα προσεγγίζουμε όλα αυτά μόνο ως επεισόδια δημαγωγίας και λαϊκής διαφθοράς ή ως ιστορίες παρακμής και διάλυσης, αυτό το τονίζω για άλλη μια φορά, κι αυτό γιατί είναι το λάθος που βρίσκουμε ως κεντρικό νήμα στην ιστορία της αρχαίας πολιτικής, ενώ σαφή, αλλά σπανιότερα τόσο γραφικά, παράλληλα βρίσκουμε και στην ιστορία της σύγχρονής μας πολιτικής.

Οι πηγές δεν μας βοηθούν και πολύ. Oι Έλληνες και οι Ρωμαίοι επινόησαν την πολιτική και, όπως γνωρίζουμε όλοι, επινόησαν και την πολιτική ιστορία, ή μάλλον την ιστορία ως περιγραφή των πολέμων και της πολιτικής. Όμως αυτό που όλοι γνωρίζουμε δεν είναι πολύ σαφές: οι ιστορικοί της αρχαιότητας έγραψαν την ιστορία πολιτικών προγραμμάτων, που δεν είναι όμως το ίδιο πράγμα με την πολιτική. Έγραψαν κυρίως για την εξωτερική πολιτική, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (με εξαίρεση τις αγορεύσεις στη Σύγκλητο ή στην Εκκλησία) παρά μόνο σε στιγμές οξύτατων ανταγωνισμών που εξελίσσονταν σε εμφύλιο πόλεμο. Παράδειγμα, ο Θουκυδίδης. Εάν αφαιρέσουμε το κλασικό κομμάτι για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα και άλλες σύντομες περιγραφές εμφύλιων συγκρούσεων, τις αγορεύσεις ιδεατού τύπου και την περιγραφή στο τελευταίο του, ατελές, βιβλίο για το ολιγαρχικό κίνημα του 411 π.Χ., μας μένουν μόνον περιστασιακές παρατηρήσεις για την πολιτική, που ο ιστορικός κάνει κυρίως όταν θέλει να διατυπώσει μία ηθική κρίση (και με το κατάλληλο λεξιλόγιο): λόγου χάριν, μία τυχαία παρατήρηση (8.73.3) ότι κάποιος Υπέρβολος «είχε οστρακιστεί όχι επειδή η δύναμή του και το γόητρό του προκαλούσαν φόβο, αλλά γιατί ήταν απατεώνας και προκαλούσε όνειδος στην πόλη». Η ερμηνεία του είναι παράλογη· δεν λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο οι πολιτικοί θεσμοί. Ο Πλούταρχος - μάλιστα, ο Πλούταρχος - μας δίνει την ορθή εξήγηση: στη διήγησή του (Νικίας 11) μας πληροφορεί ότι πιθανόν το 416 π.Χ., όταν η σύγκρουση μεταξύ Νικία και Αλκιβιάδη είχε φτάσει πια σε τέτοια ένταση ώστε ήταν πλέον πολύ πιθανό ο ένας από τους δύο να οστρακιστεί, οι δυο τους συνένωσαν τις δυνάμεις τους και έπεισαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν να οστρακιστεί ο Υπέρβολος. Η ιστορία αυτή είναι αληθοφανής, σε αντίθεση με τη διήγηση για τον Αριστείδη τον Δίκαιο. Εάν οι ιστορικοί την είχαν πάρει πιο σοβαρά και δεν την είχαν επανειλημμένα απορρίψει ως ένα ακόμα δείγμα της διαφθοράς του πλήθους, μία «άθλια πλεκτάνη»,[8] τα προκατασκευασμένα όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή δεν θα είχαν πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία.

Δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα μυστηριώδες ή πολύπλοκο στην ιστορία του οστρακισμού, εκτός από τα προβλήματα της χρονολόγησής του, που απασχολούν το μεγαλύτερο τμήμα της ογκώδους σύγχρονης βιβλιογραφίας για το θέμα. Εισήχθηκε όταν οι Αθηναίοι εγκαθίδρυσαν το δημοκρατικό σύστημα, μετά τις δεκαετίες της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών. Με χαρακτηριστική και αναπόφευκτη ευρηματικότητα, αποφασίστηκε ότι ο κίνδυνος άλλης τυραννίδας μπορούσε να αποφευχθεί εξορίζοντας έναν υπερβολικά επιτυχημένο και δημοφιλή ηγέτη για δέκα χρόνια, εάν η πρόταση συγκέντρωνε σε μία επίσημη διαδικασία τουλάχιστον 6.000 ψήφους. Πολύ σύντομα οι πολιτικοί ανακάλυψαν ότι ο οστρακισμός μπορούσε να γίνει χρήσιμο όπλο για να αποκεφαλιστεί η αντίπαλη παράταξη -και αυτό αποτελεί ένα πετυχημένο παράδειγμα για μια από τις επιπτώσεις του προφορικού πολιτισμού: εάν απομακρυνθεί κάποιος από το άστυ, δεν έχει καμία δυνατότητα επαφής με το σώμα των πολιτών. Αλλά επρόκειτο για όπλο με διπλή και επικίνδυνη κόψη και γι’ αυτόν τον λόγο χρησιμοποιήθηκε σπάνια - δεν υπάρχει καμία επιβεβαιωμένη περίπτωση μεταξύ του 443 π.Χ. και του οστρακισμού του Υπέρβολου το 416 - και μετά το 416 σιγά-σιγά περιέπεσε σε αχρηστία. Αντίθετα, η γραφή παρανόμων, ενώ είχε εισαχθεί αρχικά για να προσφέρει τη δυνατότητα στους Αθηναίους να αναθεωρήσουν μία πιθανόν βεβιασμένη απόφαση της Εκκλησίας, αποδείχτηκε χρήσιμο όπλο στις διαμάχες ανάμεσα στις ομάδες που διεκδικούσαν την εξουσία, και χρησιμοποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου αρκετά συχνά.[9]

Η φράση “άθλια πλεκτάνη”, αν δεν θεωρηθεί απλώς δείγμα της κλασικής περιφρόνησης και αδιαφορίας των ερευνητών για την πολιτική (τη σύγχρονη και την αρχαία), είναι ενδεικτική για την κακή συνήθεια των ιστορικών να παρασύρονται από τις πηγές. Είναι πασίγνωστο ότι πολλοί από τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς -τους ιστορικούς, τους φιλόσοφους, τους φυλλαδιογράφους- διαφωνούσαν μι- τις πολιτικές πρακτικές της εποχής τους και εξέφραζαν τη διαφωνία τους αυτή με ηθικές παραινέσεις. Δεν χρειάζεται να παραθέσω άπειρα παραδείγματα - δεν θα ενίσχυε αυτό την έκκλησή μου να αφήνουμε στην άκρη τις ηθικολογίες όταν διερευνούμε την πολιτική πραγματικότητα. Δεν χρειάζεται, ελπίζω, να επαναλάβω τα ίδια επιχειρήματα για τη Ρώμη. Παρ’ όλες τις διαφορές -κυρίως το γεγονός ότι οι ρωμαϊκοί θεσμοί, που μεροληπτούσαν σαφώς υπέρ των πλουσίων και των ολίγων, δεν δέχτηκαν τα πυρά των Ρωμαίων συγγραφέων ή των Ελλήνων σχολιαστών - η λατινική γραμματεία επιδεικνύει την ίδια ρητορική εμμονή, την ίδια έλλειψη σταθερού ενδιαφέροντος για την πολιτική (με εξαίρεση πάντα τις επιστολές του Κικέρωνα, που πρέπει να αντιπαρατεθούν ως προς αυτό το σημείο με τα θεωρητικά του κείμενα ή τις ιστορικές του αναφορές). Η έντονη συζήτηση πριν από την απόφαση για την καταστροφή της Καρχηδόνας στον λεγόμενο Τρίτο Καρχηδονιακό πόλεμο (149-146 π.Χ.) αποτελεί καλό παράδειγμα: παρ' όλο που οι διαφωνίες εντός της ρωμαϊκής ηγεσίας «πρέπει να έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Ρώμης.... λίγα ίχνη τους μπορούμε να διακρίνουμε».[10]

Και νομίζω ότι δεν πρέπει να σπαταλήσω πολύ χρόνο στη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ συνταγματικού δικαίου και πολιτικής. Οι σύγχρονοί μας ιστορικοί της αρχαίας Ρώμης πέφτουν ίσως πιο συχνά στην παγίδα του συνταγματικού δικαίου λόγω του τεράστιου αριθμού των νομικών λατινικών κειμένων και κυρίως λόγιο του απαράβλητου αυτού κολοσσού, του έργου του Mommsen Romisches Staatsrecht. Αποτέλεσμα είναι μια ατελείωτη συζήτηση για τη φύση και τα όρια της εξουσίας που ασκούσε η Σύγκλητος στους αξιωματούχους, λες και δεν επρόκειτο ουσιαστικά για τους ίδιους ανθρώπους, που προέρχονταν όλοι από τον ίδιο στενό κύκλο των ευγενών, της nohilitas, και λες και δεν αντάλλασσαν απόψεις προτού λάβουν επίσημες αποφάσεις ή πρωτοβουλίες.[11] Η ιστορία της αρχαίας Ελλάδας δεν έχει διαφύγει τον κίνδυνο: μία πρόσφατη μακροσκελής μελέτη για τον ρόλο της Βουλής και της Εκκλησίας του Δήμου στην αθηναϊκή νομοθεσία αναλαμβάνει να εντοπίσει τη «διαδικασία θέσπισης νόμων ή λήψης αποφάσεων» και υποστηρίζει ότι το πέτυχε με μία καθαρά φορμαλιστική (και εσφαλμένη) ανάλυση αποκλειστικά και μόνο του “κοινοβουλευτικού” μηχανισμού.[12]

Φυσικά, το σύνταγμα, γραπτό ή όχι, παρείχε το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαγράφονταν οι πολιτικές δραστηριότητες -αυτό πια είναι τόσο οφθαλμοφανές που δεν χρειάζεται να το λέμε. Για το αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό σύνταγμα και την ιστορία τους έχουν γραφτεί τόσα πολλά όσο για κανένα άλλο θέμα. Οι λεπτομέρειες δίνονται στα βασικά συγγράμματα, τα εγχειρίδια και τις ειδικές μελέτες, και δεν πρόκειται να τις επαναλάβω εδώ. Ωστόσο, ορισμένα γενικά θέματα έχουν ιδιαίτερη σημασία και δεν μπορούμε να τα αγνοήσουμε (κάποια ειδικά θέματα θα εξεταστούν στο επόμενο κεφάλαιο).

Ας αρχίσουμε με μία γενίκευση: σε κάθε πόλη-κράτος τα κύρια κυβερνητικά όργανα ήταν τουλάχιστον μία (και συνήθως μόνο μία) πολυμελής συνέλευση, ένα ή περισσότερα μικρότερα βουλευτικά σώματα, και μία ομάδα αξιωματούχων, που αναδεικνύονταν εκ περιτροπής, και συνήθως για ένα μόνο χρόνο, μεταξύ των εκλέξιμων ανδρών. Η σύνθεση αυτών των σωμάτων, οι μέθοδοι εκλογής τους. η εξουσία τους, οι ονομασίες τους διέφεραν πολύ κατά πόλεις και κατά περιόδους, όμως το τριμερές σχήμα ήταν τόσο διαδεδομένο ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο με τη διακυβέρνηση της πόλης-κράτους. Οι προδότες πληροφορίες προέρχονται από διάφορα, άσχετα μεταξύ τους και απομακρυσμένα σημεία της Ελλάδας: από τη Δρήρο της Κρήτης και τη Σπάρτη πριν από το 600 π.Χ., την Αθήνα πιθανόν λίγο αργότερα, τη Χίο στα μέσα του έκτου αιώνα, και γύρω στο 500 π.Χ. από μία καθυστερημένη περιοχή, τη Λοκρίδα. αλλά και από τη Ρώμη. Δεν μπορούμε να βγάλουμε κανένα συμπέρασμα από τον κατάλογο αυτό που είναι εντελώς τυχαίος: γνωρίζουμε για τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Ρώμη επειδή πρόκειται για τη Σπάρτη, την Αθήνα και τη Ρώμη και επειδή η παράδοσή τους κυριαρχεί στην αρχαία γραμματεία- πληροφορούμαστε για τη Δρήρο, τη Χίο και τη Λοκρίδα χάρη στη συμπτωματική διάσωση σύντομων λίθινων ή χάλκινων επιγραφών που αναφέρουν απλώς και μόνο την ύπαρξη της εκκλησίας του δήμου, της βουλής και των αξίωματούχων.[13] Πότε ακριβούς εγκαθιδρύθηκε το σύστημα στην κάθε κοινότητα, σε ποια χρονολογία πριν από την καταγραφή του στα πρώτα αυτά κείμενα που σώθηκαν είναι άγνωστο - και για τον στόχο μας άνευ σημασίας. Αδιάφορο είναι επίσης αν θα αποδεχτούμε ή όχι την παράδοση ότι ο Σόλωνας πρώτος ίδρυσε τη βουλή στην Αθήνα.

Οι παραλλαγές στις διάφορες λεπτομέρειες είχαν συχνά σοβαρές συνέπειες, άλλες εσκεμμένες και άλλες όχι. Η συγκριτική μελέτη αμέσως αναδεικνύει μία θεμελιώδη διαφορά μεταξύ Ρώμης και Αθήνας. Στην Αθήνα η θητεία στα περισσότερα αξιώματα διαρκούσε μόνο ένα χρόνο και δεν υπήρχε δυνατότητα ανανέωσης της θητείας (στη Βουλή επιτρεπόταν να εκλεγεί κανείς δυο φορές). Σημαντική εξαίρεση αποτελούσε το αξίωμα του στρατηγοί', από τις αρχές του πέμπτου αιώνα ουσιαστικά το αξίωμα με το μεγαλύτερο γόητρο, στο οποίο εκλεγόταν κανείς με ψηφοφορία, όχι με κλήρο, καί χωρίς κανένα περιορισμό επανεκλογής. Αντίθετα, στη Ρώμη η θητεία για όλα τα αξιώματα διαρκούσε κανονικά μόνο ένα χρόνο και δεν υπήρχε περίπτωση ανανέωσης (στην πράξη γίνονταν παραβάσεις, αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό πριν από τον τελευταίο αιώνα της Δημοκρατίας), ενώ η βουλή, η Σύγκλητος, ήταν ένα μόνιμο σώμα με ισόβια μέλη. Άρα ένας Αθηναίος με πολιτικές φιλοδοξίες μπορούσε επανειλημμένα να θέσει υποψηφιότητα για τη στρατηγία, που αποτελούσε σπουδαία, αλλά όχι απαραίτητη βάση για την ανάπτυξη πολιτικής δράσης, ενώ, αντίθετα, ένας Ρωμαίος δεν μπορούσε να κάνει κάτι ανάλογο. Από τη στιγμή που εκλεγόταν ύπατος μπορούσε να ασκήσει πολιτική επιρροή μόνο μέσω της Συγκλήτου ή χρησιμοποιώντας ανεπίσημες διόδους.

Η τριμερής πολιτειακή δομή ανταποκρινόταν στην ανάγκη για αποτελεσματικότητα, ή τουλάχιστον για ένα λειτουργικό μηχανισμό. Η εγκαθίδρυσή της δεν ξεκινούσε από την ιδέα της διάκρισης εξουσιών όπως την εννοούσε ο Μοντεσκιέ (αν και ορισμένοι θεωρητικοί όπως ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1297b35-15) προοιώνισαν την ιδέα). Ούτε υπήρχε η σύγχρονη διάκριση εξουσιών στον χώρο της δικαιοσύνης· φυσικά υπήρχε ένας δικαστικός μηχανισμός, αλλά επικαλυπτόταν με τους υπόλοιπους, ως προς το δικαίωμα της βουλής ή και της εκκλησίας του δήμου να αναλαμβάνουν ρόλο δικαστηρίου σε πολύ σημαντικές υποθέσεις, ή, στο άλλο άκρο του φάσματος, ως προς την απεριόριστη εξουσία των αξιωματούχων να επιβάλλουν ποινές σε παραβάτες ορισμένων κατηγοριών.[14]

Κατά κανόνα δεν υπήρχε επίσης διαχωρισμός μεταξύ του πολιτικού και του στρατιωτικού τομέα της διακυβέρνησης. Όχι μόνο ο στρατός ήταν ουσιαστικά μία πολιτοφυλακή (όμως συνήθως δεν ίσχυε το ίδιο και για τον στόλο), αλλά και οι στρατιωτικοί ηγέτες κατείχαν πολιτικά αξιώματα. Η ιδιαιτερότητα της Σπάρτης, μοναδική σ' αυτόν τον τομέα, συνίστατο και μόνο στο γεγονός ότι εκεί ένας καθολικός θεσμός των πόλεων-κρατών διευρύνθηκε ως το πέρας των λογικών του ορίων. Οι δέκα Αθηναίοι στρατηγοί εκλέγονταν κάθε χρόνο και ο κατάλογός τους τον πέμπτο αιώνα περιλαμβάνει τους πιο γνωστούς πολιτικούς ηγέτες της εποχής, που είχαν εκλεγεί στο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα λόγω της πολιτικής τους επιρροής, και όχι αντίστροφα. Στη Ρώμη, μας πληροφορεί ο Πολύβιος (6.19.4), κανείς δεν μπορούσε να κατέχει πολιτικό αξίωμα εάν δεν είχε υπηρετήσει σε δέκα ετήσιες στρατιωτικές εκστρατείες. Αυτή η απλή δήλωση έχει ξεσηκώσει μία επιστημονική διαμάχη με πολλά εύστοχα επιχειρήματα, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι είναι βασικά ορθή, κυρίως σε ό, τι αφορά την υποχρέωση των υπάτων να ηγούνται του στρατού στις πολεμικές επιχειρήσεις. Αν λάβουμε υπόψη τη συχνότητα των πολέμων στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η στρατιωτική ηγεσία αποτελούσε μέρος των καθηκόντων κάθε υπάτου.[15]

Αυτή η ταύτιση των πολιτικών και στρατιωτικών αξιωμάτων, όπως είπα, ίσχυε ως αρχή, και σημασία δεν έχει ότι γίνονταν σπουδαίες παρεκτροπές στην πράξη, αλλά ότι η αρχή διατηρήθηκε με τόση επιμονή. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σπάρτη αναγκάστηκε να παραβεί τον κανόνα να είναι οι δύο βασιλείς αρχηγοί των εκστρατευτικών σωμάτων για τον απλό λόγο ότι τύχαινε να εκστρατεύουν πάνω από δύο στρατιές συγχρόνως - ο κανόνας όμως δεν εγκαταλείφτηκε. Στον τέταρτο π.Χ. αιώνα οι πόλεις-κράτη αύξησαν τη χρήση επαγγελματιών στρατιωτικών αρχηγών και μισθοφόρων, αλλά οι πολίτες παρέμειναν το κύριο σώμα του στρατού. Σημειωτέον, ωστόσο, ότι πολιτικοί ηγέτες της Αθήνας όπως ο Εύβουλος και ο Δημοσθένης[16] δεν θεωρούσαν πλέον απαραίτητο για το πολιτικό τους γόητρο να είναι αρχηγοί στρατού, πράγμα που θα ήταν αδιανόητο στον προηγούμενο αιώνα για τον Περικλή και τον Κλέωνα. Όσο για τη Ρώμη. είναι ευρύτατα γνωστή η βαθιά αλλαγή της παραδοσιακής πολιτοφυλακής, η οποία υπό την ηγεσία ανδρών όπως ο Μάριος, ο Σύλλας, ο Πομπήιος και ο Καίσαρας απέκτησε χαρακτήρα σχεδόν (όχι όμως απόλυτα) ιδιωτικού στρατού, και δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε εδώ περισσότερο. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η Ρώμη είχε ήδη κατακτήσει την Ιταλία, την Καρχηδόνα και τμήματα της Ισπανίας πριν συντελεστεί αυτή η μεταβολή, δηλαδή πριν από το τέλος του δεύτερου αιώνα π.Χ.

Βεβαίως, οι μεταβολές είναι το κύριο αντικείμενο της ιστορίας της πολιτικής· σε τελική ανάλυση, οι μεταβολές ήταν και ο σκοπός και η συνέπεια πολιτικών διαφωνιών και συγκρούσεων. Επομένως πρέπει να εγκαταλείπουμε τις γενικές περιγραφές του πολιτεύματος και να εξετάσουμε τις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτη από αυτές τις παραμέτρους είναι το μέγεθος. Σε ένα μεγάλο αριθμό ελληνικών πόλεων-κρατών ο αριθμός των ενήλικων ανδρών πολιτών δεν ξεπερνούσε τις 10.000 και σε πολλές ούτε καν τις 5.000. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινότητες στην Ιταλία τις οποίες κατέκτησε η Ρώμη στη διάρκεια δύο ή τριών αιώνων. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε κοινότητες τόσο μικρές όπου ολόκληρο το σώμα των πολιτών μπορούσε να συγκεντρωθεί σε μία συνέλευση, η πολιτική ζωή είχε διαφορετικό ύφος και χαρακτήρα απ’ ό, τι στην Αθήνα, όπου οι πολίτες έφταναν τους τριάντα πέντε έως σαράντα χιλιάδες, και τη Ρώμη, όπου ο πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος. Δυστυχώς αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να επαληθευτεί: το μόνο μικρότερο κράτος για το οποίο διαθέτουμε χρήσιμες πληροφορίες είναι η Σπάρτη, που όμως δεν αποτελεί τυπική περίπτωση, και άρα θα ήταν παράλογο με βάση το σπαρτιατικό σύστημα να βγάλουμε συμπεράσματα για τη Μυτιλήνη, τη Σικυώνα ή την Καπύη.

Δεν πρέπει βεβαίως να ξεχνάμε τις αναλογίες με τα σύγχρονα μας μεγέθη. Μία πιθανή υπόθεση είναι ότι ο πληθυσμός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην ακμή της, στην αρχή της χριστιανικής περιόδου. ήταν περίπου ίσος με αυτόν της Μεγάλης Βρετανίας σήμερα. Την εποχή εκείνη η διαδικασία της αστικοποίησης έφτασε την κορύφωσή της, όμως μόλις πέντε-έξι πόλεις ήταν μεγαλύτερες από το Μπέλφαστ ή το Μαϊάμι, ενώ ούτε μία πόλη (με μόνη εξαίρεση τη Ρώμη) είχε πληθυσμό ίσο με του Ληντς ή του Μιλγουόκι. Όμως δεν θα μας απασχολήσουν εδώ απόλυτα μεγέθη ή συγκρίσεις με σύγχρονες καταστάσεις, αλλά η σχετική ικανότητα της αρχαίας πόλης να ικανοποιεί τις προσδοκίες των ανθρώπων της εποχής. Σε έναν κόσμο με στοιχειώδη τεχνολογία, με κατεξοχήν μικρούς κλήρους γης, με κοινωνικά διαφοροποιημένη δομή και ασίγαστη διάθεση για τοπικές εχθροπραξίες και συρράξεις, οι αυτόνομες κοινότητες που είχαν πληθυσμό λιγότερο από δέκα χιλιάδες πολίτες έπασχαν από χρόνια αστάθεια. Τους έλειπαν τα μέσα και τα εργατικά χέρια που θα τους εξασφάλιζαν προστασία από τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες των φυσικών καταστροφών - π.χ. ενός μακροχρόνιου λιμού- και των συνεχών εχθροπραξιών. Εκεί οφείλεται και η συχνή κατάρρευση της πολιτικής προς όφελος της ανοιχτής εμφύλιας σύρραξης (αυτή είναι ομολογουμένως μόνο μία εντύπωση, διότι οι πληροφορίες είναι ανεπαρκείς) που συχνά κατέληγε στο να παραδοθεί με προδοσία η πόλη σε κάποια άλλη ισχυρότερη δύναμη.[17] Αυτό ήταν το αντίτιμο για την ενσωμάτωση των κατώτερων τάξεων στην πολιτική κοινότητα. Μόνο τα μεγαλύτερα κράτη ήταν σε θέση να διαφύγουν έναν τέτοιο κίνδυνο όχι μόνο με τη χρήση βίας έξω από τα σύνορα, αλλά και, με την ικανότητά τους να εξασφαλίζουν πολύ μεγαλύτερες προσόδους με “ειρηνικές μεθόδους", π.χ. με τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων. Δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερο παράδειγμα για τη στενή σχέση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικοί υποθέσεων στη διαμόρφωση της πολιτικής ενός κράτους.[18]

Δεν μπορούμε να τονίσουμε αρκετά τη σημασία του πολέμου για την πολιτική στον αρχαίο κόσμο. Οι ασύγκριτες επιδόσεις των Ρωμαίων στον πόλεμο και τις κατακτήσεις δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε ότι και στην ιστορία των περισσότερων ελληνικών πόλεων-κρατών (και κυρίως της Σπάρτης και της Αθήνας) υπήρξαν ελάχιστες χρονιές -και σχεδόν ποτέ στη σειρά- χωρίς κάποια πολεμική δραστηριότητα. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο βάρος του πολέμου το σήκωναν οι ίδιοι οι πολίτες, κι επίσης ότι σε πολλά ελληνικά κράτη (συμπεριλαμβανομένης και της Αθήνας και της Σπάρτης) και στις πρώιμες φάσεις της Ρώμης, οι ενήλικοι άνδρες που αποφάσιζαν να κηρυχτεί ο πόλεμος ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι που πήγαιναν κατευθείαν στη μάχη, και αυτό ίσχυε για τις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας, από τους ηγέτες μέχρι τους άνδρες με κάποια περιουσία που αποτελούσαν το βαρύ πεζικό, και κάποτε μέχρι και τους φτωχούς που επάνδρωναν τον πολεμικό στόλο.

Οι παράμετροι αρχίζουν αμέσως να πολλαπλασιάζονται. Μία πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει μεταξύ επεκτατικών κρατών, που έθεσαν υπό την κυριαρχία τους εκτεταμένα εδάφη ή ένα σχετικά μεγάλο αριθμό κοινοτήτων καταλύοντας την αυτονομία τους, και των άλλων κρατών, που δεν έκαναν τίποτα απ’ όλα αυτά. Μία άμεση συνέπεια ήταν η αλλαγή, η παραμόρφωση και κάποτε η διάλυση του συστήματος διακυβέρνησης και της πολιτικής ζωής των υπηκόων κοινοτήτων. Σχηματοποιώντας κάπως την κατάσταση, θα λέγαμε ότι τα επεκτατικά κράτη ευνοούσαν, και κάποτε επέβαλλαν με στρατιωτική ή πολιτική επέμβαση, συγκεκριμένα πολιτειακά συστήματα για τους υπηκόους τους: επιβαλλόταν τυραννίδα όταν οι κατακτητές ήταν τύραννοι, όπως στην περίπτωση της Σικελίας· δημοκρατία στη σφαίρα επιρροής της Αθήνας· ολιγαρχία στα μέρη όπου κυριάρχησε η Ρώμη ή η Σπάρτη.[19] Από την άλλη πλευρά, στις υπήκοες πόλεις οι διάφορες φατρίες με προθυμία χαλούσαν εξωτερική ενίσχυση, όχι μόνο σε διαμάχες για τη μορφή της διακυβέρνησης -εάν δηλαδή το πολίτευμα θα ήταν ολιγαρχικό ή δημοκρατικό -, αλλά ακόμη και στην πάλη για εξουσία μέσα στην ίδια την ολιγαρχική μερίδα.[20] Ως συνήθως, οι πηγές μας απογοητεύουν καθώς ασχολούνται κυρίως με την πλευρά του καταχτητή, περιέχουν σπάνια κάτι παραπάνω από μία απλή νύξη για την πολιτική ζωή στις υπόδουλες κοινότητες που υπόκεινταν σε εξωτερικές πιέσεις και απαιτήσεις.[21] Για να είμαστε πιο ακριβείς, οι αρχαίοι συγγραφείς περιορίζονταν σε πολιτειακά θέματα και περιέγραψαν μόνο τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις δημεύσεις περιουσιών. Η κλασική δήλωση είναι αυτή του Θουκυδίδη (3.82.1) στο πολύ σημαντικό χωρίο για τον εμφύλιο πόλεμο στην Κέρκυρα το 427 π.Χ.: «στη διάρκεια του πολέμου, όταν κάθε πλευρά μπορούσε να στηρίζεται σε συμμαχίες που θα έβλαπταν την αντίπαλη παράταξη και θα αμελούσαν την ίδια, ήταν πολύ εύκολο για εκείνους που επιθυμούσαν μία μεταβολή να καλέσουν εξωτερική βοήθεια».

Στην περίοδο που καλύπτουμε αφθονούν τα παραδείγματα που απεικονίζουν τη γενίκευση του Θουκυδίδη, αλλά τα παραδείγματα αυτά παρουσιάζονται με ένα μονότονο παρόμοιο τρόπο, χωρίς ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τους πολιτικούς ελιγμούς. Μόνο η πολιτική ανάδραση στα πιο ισχυρά, στα επεκτατικά κράτη μπορεί να ανιχνευτεί στις πηγές, και η ιστορία αυτή κάθε άλλο παρά ομοιόμορφη ή μονότονη είναι. Η περίπτωση της Σπάρτης φυσικά είναι μοναδική: ένα σύνολο πολιτών που ήταν συγχρόνως στρατιώτες με πλήρη απασχόληση υπό τις διαταγές κληρονομικών βασιλέων και που συντηρούνταν χάρη στην εργασία των πολυάριθμων ειλώτων ήταν σε μια κατάσταση εντελώς διαφορετική από το σώμα των πολιτών σε οποιαδήποτε άλλη πόλη. Και είναι πάρα πολλά όσα δεν γνωρίζουμε. Λ.χ., δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικά αυτά που αναφέρει χωρίς λεπτομερειακές επεξηγήσεις ο Αριστοτέλης, ότι οι βασιλείς ήταν αναγκασμένοι να επιδιώκουν την εύνοια των εφόρων (δημαγωγεῖν), ότι οι έφοροι εκλέγονταν για ένα χρόνο με μία «παιδαριώδη» διαδικασία, ότι τα ισόβια μέλη της Γερουσίας εκλέγονταν με πολιτικούς χειρισμούς και ελιγμούς.[22]Κανένας αρχαίος συγγραφέας δεν εξετάζει την ψυχολογία αυτών των στρατιωτών, οι οποίοι, εξασκημένοι στην υπακοή από την παιδική του; ηλικία, καλούνταν να αποφασίσουν ως συνέλευση μεταξύ των διαφορετικών προτάσεων των βασιλέων και των εφόρων. Μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι οι πιέσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες που ασκούνταν σε μία αθηναϊκή (ή κάποια άλλη) συνέλευση, αλλά αυτό είναι όλο κι όλο. Γνωρίζουμε όμως ότι κατά καιρούς αναφύονταν έντονες διαφωνίες για τις πολιτικές επιλογές, διαφωνίες που έπρεπε να επιλυθούν με πολιτικό τρόπο.[23] Ως συνήθως, οι πηγές περιορίζονται μόνο στις στρατιωτικές δραστηριότητες και εξωτερικές υποθέσεις, αλλά το αποτυχημένο κίνημα του Κινάδωνα το 397 π.Χ. αποκαλύπτει μία μακροχρόνια εσωτερική κρίση. Καθώς η ιδιοκτησία, της γης με την πάροδο του χρόνου συγκεντρωνόταν στα χέρια λίγων γαιοκτημόνων, όλο και περισσότεροι Σπαρτιάτες έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα, πράγμα που είχε καταστροφικές συνέπειες για το στράτευμα. Μέσα σε δύο γενιές μετά την τελική της νίκη στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την ήττα των Αθηναίων, η Σπάρτη είχε καταντήσει μία σχετικά ασήμαντη πόλη-κράτος. Υπάρχουν ενδείξεις για μια τάση προς οιονεί-ιδιωτικά στρατεύματα και στρατιωτική μοναρχία, αλλά οι εδαφικές και δημογραφικές δυνατότητες ήταν πολύ περιορισμένες.

Η Ρώμη αποτελούσε μοναδική περίπτωση για άλλους λόγους, επειδή υπήρξε ένα άκαμπτο επεκτατικό κράτος από την αρχή της ιστορίας της. Ο συνδυασμός, αφενός, των εδαφικών κατακτήσεων και της συνεχούς εγκατάστασης αγροτών-πολιτών στα υπό κατοχήν εδάφη και. αφετέρου, της διατήρησης της δομής μίας πόλης-κράτους και, ως ένα βαθμό, της λαϊκής συμμετοχής στη διακυβέρνηση σφράγισε κάθε πλευρά της ιστορίας, της κοινωνίας και της πολιτικής και τους έδωσε τον ιδιαίτερα ρωμαϊκό τους χαρακτήρα.[24] Η επικράτεια της Αθήνας στην αρχή ήταν μεγαλύτερη -η συνένωση ολόκληρης της Αττικής σε μία πόλη-κράτος αποτελεί άλυτο μυστήριο της πρώιμης ιστορίας της Αθήνας- αλλά στην περίοδο της αυτοκρατορίας, στον πέμπτο αιώνα π.Χ., επέβαλε φορολογία σε μία ευρύτατη περιοχή χωρίς να προσαρτήσει τα εδάφη αυτά (ορισμένα μόνο κατασχέθηκαν και κατοικήθηκαν από Αθηναίους πολίτες). Η διαφορά αυτή είχε σοβαρές επιπτώσεις στο μέγεθος των δύο πόλεων: η Αθήνα έφτασε στο ανώτατο σημείο όσον αφο­ρά την έκταση τη; επικράτεια; και τον πληθυσμό στα μέσα του πέμπτου αιώνα, η Ρώμη όμως ήδη στο τέλος του τρίτου αιώνα π.Χ. είχε επικράτεια δέκα φορές και πληθυσμό ίσως οκτώ φορές μεγαλύτερο. Και η έκταση και ο πληθυσμός της Ρώμης συνέχισαν αργότερα να αυξάνουν σταθερά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η τεράστια διαφορά σε μέγεθος δεν μπορούσε παρά να έχει συνέπειες στην πολιτική. Όντως, οι κατακτήσεις έπαιξαν έναν πρωταρχικό ρόλο στη ρωμαϊκή ιστορία και θα αναφερθούμε πολλές φορές στη σημασία τους. Εμφανέστερες ίσως υπήρξαν οι συνέπειες στη σύνθεση και λειτουργία της πολιτικής ελίτ. στην επιλογή και τη συμπεριφορά των πολιτικών ηγετών. Στο θέμα αυτό δεν θεωρώ ιδιαίτερα χρήσιμες ούτε τις συμβατικές ονομασίες, δημοκρατία και ολιγαρχία, ούτε τις εκλεπτύνσεις που προτιμούν οι σύγχρονοί μας ιστορικοί, “μετριοπαθής” και “ριζοσπαστική” δημοκρατία. Η πολιτική είναι από τη φύση της ανταγωνιστική, άρα η πρώτη διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στις κοινότητες στις οποίες ο ανταγωνισμός είναι αποκλειστικό προνόμιο των πολιτών που έχουν περιουσία -δηλαδή τις ολιγαρχίες με τη στενή έννοια της λέξης- και τις κοινότητες στις οποίες οι φτωχότερες τάξεις έχουν κάποιο δικαίωμα συμμετοχής. Δυστυχώς, οι ελλιπείς πληροφορίες δεν μας επιτρέπουν μία σε βάθος ανάλυση της πολιτικής στις ολιγαρχικές πόλεις-κράτη της Ελλάδας και της Ιταλίας. Μερικά σημεία στα Πολίτικά του Αριστοτέλη ή στους αρχαίους ιστορικούς υποδηλώνουν ότι η πολιτική τους ήταν μερικές φορές άγρια και βρώμικη, αλλά δεν μας λένε τίποτα παραπάνω. Μόνο η Ρώμη και η Αθήνα προσφέρονται για ανάλυση και παρ' όλες τις διαφορές τους είχαν ένα κοινό σημείο: τη συμμετοχή του λαού στα πολιτικά πράγματα. Γι’ αυτόν τον λόγο όποιοι κι αν ήταν οι πολιτικοί τους ηγέτες και με όποιον τρόπο κι αν είχαν κατακτήσει αυτή τη θέση, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν ελιγμούς όχι μόνο μέσα στους κύκλους τους. αλλά και προς τον λαό, για να εξασφαλίζουν την υποστήριξή του σε διάφορα ζητήματα. Αυτή είναι η ουσία της πολιτικής, και οι ιστορικοί, με την τάση τους να τονίζουν την έλλειψη πρωτοβουλίας του πλήθους των πολιτών και να καταλήγουν μετά ότι αυτός ήταν ο λόγος που “στην πραγματικότητα” έπαιζε ασήμαντο ρόλο, παρακάμπτουν όλα τα ερωτήματα που θα έπρεπε να θέτουν.

Αποτελεί γεγονός εξακριβωμένο ότι σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας των πόλεων-κρατών οι πλουσιότεροι πολίτες μονοπωλούσαν την πολιτική ηγεσία, και εν μέρει έχουμε ήδη προτείνει την ερμηνεία αυτού του φαινομένου. Υπήρχαν ψυχολογικά αίτια που απέρρεαν από μία κατά παράδοσιν ιεραρχική κοινωνία με τη βαθιά ριζωμένη ιδεολογία του νόμου και του mos maiorum. του προγονικού ήθους. Υπήρχαν επίσης ισχυροί οικονομικοί λόγοι: οι πλουσιότερες τάξεις είχαν επωμιστεί τα οικονομικά βάρη της διακυβέρνησης και του πολέμου, τουλάχιστον όσα δεν ήταν δυνατό να μεταφερθούν στους ώμους των υποταγμένων λαών και των υπηκόων η γενναιοδωρία, ιδιωτική και δημόσια, έγινε συγχρόνως υποχρέωση και εργαλείο για τους άνδρες με πολιτικές φιλοδοξίες· μάλιστα στη Ρώμη το επίπεδο των δαπανών αυξανόταν με όλο και ταχύτερο ρυθμό. Ο ελεύθερος χρόνος ήταν απαραίτητος όχι μόνο για την ίδια την πολιτική δραστηριότητα, αλλά και για την καλλιέργεια των απαραίτητων προσόντων, κυρίως της ρητορικής δεινότητας, και για την απόκτηση ειδικών γνώσεων (σ’ έναν κόσμο που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στην προφορική επικοινωνία και δεν διέθετε γραφειοκρατικό μηχανισμό).

Με δυο λόγια, η άσκηση της πολιτικής στο επίπεδο της ηγεσίας ήταν πλήρης απασχόληση, ή μάλλον ήταν τρόπος ζωής. Και για τον λόγο αυτό η παρατήρηση ότι υπήρχαν «οικογένειες με παράδοση ανάμειξης στα δημόσια πράγματα, οι οποίες περίμεναν ότι οι βλαστοί τους θα είχαν ενεργή ανάμειξη στην πολιτική και τους ενθάρρυναν προς αυτή την κατεύθυνση»[25] είναι σωστή, αλλά μόνο εν μέρει. Ο κάθε πολίτης έπρεπε να επιλέξει εάν θα αφιερωθεί ή όχι στην πολιτική και μετά έπρεπε ο ίδιος να χαράξει τον δρόμο του· η οικογένειά του παρείχε ένα πλεονέκτημα στην εκκίνηση και μια συνεχή υποστήριξη, αλλά έπρεπε να λάβει μέρος σε έναν αγώνα μετ’ εμποδίων που θα διαρκούσε όσο και η πολιτική του σταδιοδρομία. Τα εμπόδια τα τοποθετούσαν στην πορεία οι πολιτικοί αντίπαλοι και ανταγωνιστές στην πάλη για την ηγεσία, και σοβαροί κίνδυνοι ελλόχευαν σε κάθε βήμα. Πολλοί βλαστοί οικογενειών με πολιτική παράδοση είτε δεν ενδιαφέρθηκαν για την πολιτική είτε απέτυχαν στη σταδιοδρομία τους. Στην Αθήνα αυτό εκδηλώνεται με τη μετατόπιση της εξουσίας μετά τον θάνατο του Περικλή από τους παραδοσιακούς “αριστοκρατικούς” οίκους στους “νέους πολιτικούς”, όπως τους αποκαλούν οι νεότεροι ιστορικοί κατά μάλλον ατυχή αναλογία με τους Ρωμαίους “νέους άνδρες” (homines novi).

Εν τέλει δεν είμαστε σε θέση να μιλήσουμε με αριθμούς. Ελάχιστες πολιτικές φυσιογνωμίες επέζησαν στις πηγές: ορισμένοι από τους άνδρες που τα ονόματα τους αναφέρονται συχνά στα όστρακα (βλ. παραπάνω) είναι κατά τα άλλα άγνωστοι, ενώ ο αριθμός των οστράκων με το όνομά τους είναι πολύ μεγάλος για να τους θεωρήσουμε πρόσωπα πλασματικά, σαν αυτά που συχνά αναγράφουν οι ψηφοφόροι σε ψηφοδέλτια στις μέρες μας. Υπάρχει ο Μένωνας, ο γιος του Μενεκλείδη, με περίπου 700 όστρακα, ή ο Καλλίξενος. ο γιος του Αριστωνύμου, με περισσότερα από 250.[26] Οι προσωπογραφικές πηγές για την αρχαία Ρώμη είναι κατά πολύ πληρέστερες και. υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας πιο κλειστής ολιγαρχίας. Αρκεί να παραθέσω ορισμένους πολύ γνωστούς αριθμούς: μεταξύ του 232 και του 133 π.Χ. οι 200 ύπατοι προέρχονταν από 58 αριστοκρατικά γένη (gentes)· απ' αυτούς, 159 προέρχονταν από 26 γένη, 99 από μόνο δέκα.[27] Όμως ακόμη και σ’ αυτά τα εκατό χρόνια υπήρχαν γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών που απέτυχαν να γίνουν ύπατοι, υπήρχαν "νέοι άνδρες” που εισήλθαν στον κύκλο των εκλεκτών και, το πιο σημαντικό, μόνο λίγοι ύπατοι ήταν όντως πολιτικοί ηγέτες.

Και οι υπόλοιποι ύπατοι όμως, όσο ανίκανοι ή αδιάφοροι κι αν ήταν, κατείχαν στη διάρκεια του αξιώματός τους imperium. όπως άλλωστε και οι πραίτορες. Όταν στην αρχή του τρίτου βιβλίου του Περί των νόμων (De legibus) ο Κικέρωνας τόνιζε ότι το imperium ήταν εκ φύσεως απαραίτητο για τη διασφάλιση της δικαιοσύνης και της τάξης, απλώς διατύπωνε ένα ήδη από καιρό αποδεκτό ρωμαϊκό δόγμα. «Μπορούμε να πούμε», συνεχίζει, «ότι ο άρχων είναι ομιλών νόμος {lex loquens) και ο νόμος σιωπηλός άρχων». Άρα η υπακοή στους άρχοντες είναι μία απαραίτητη προϋπόθεση μίας δίκαιης κοινωνίας: η ετυμολογική σημα­σία του imperium είναι “τάξη”, “διαταγή” και έχει καθαρά στρατιωτικούς συνειρμούς. Επίσης, οι “εκατονταρχίες” της λοχίτιδας εκκλησίας ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες. Αυτές και το imperium μας οδηγούν πίσω στις πρωιμότερες φάσεις της Δημοκρατίας, στο επεκτατικό κρά­τος και το αδιαίρετο της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας. Το ορατό σύμβολο του imperium ήταν ον fasces (ράβδοι και πελέκεις δεμένοι με κόκκινους ιμάντες) των ραβδούχων (lictores), οι οποίοι συνόδευαν πάντα τους υπάτους και τους πραίτορες, διαρκής υπόμνηση της στρατιωτικής προέλευσης της πολιτικής εξουσίας προς τους Ρωμαίους πολίτες, που δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη μόρφωση για να αντιληφτούν τη σχέση.[28]

Δεν υπήρχε τίποτε ανάλογο στις ελληνικές πόλεις-κράτη (με την πιθανή, και στην καλύτερη περίπτωση μερική, εξαίρεση των δύο κληρονομικών βασιλέων στη Σπάρτη). Ούτε ανέπτυξαν οι Έλληνες ένα θεσμό σαν τον επίσημο θρίαμβο, το βραβείο που κατά τον Λίβιο (30.15.12) ήταν «η πλέον μεγαλοπρεπής διάκριση» που μπορούσε να απονεμηθεί σε Ρωμαίο πολίτη. Ο θρίαμβος δεν παραχωρούνταν εύκολα· η επιτυχία μίας αίτησης εξαρτιόταν από πολιτικούς ελιγμούς και συχνά προκαλούσε τριβές μέσα και κάποτε έξω από τη Σύγκλητο.[29] Ακριβώς όπως και το imperium, ο θρίαμβος είχε σαφώς ιερό χαρακτήρα,[30] και γι’ αυτό επιβάλλει τη διερεύνηση του ρόλου όχι μόνο της στρατιωτικής δόξας αλλά και της θρησκείας στην πολιτική. Εν γένει, η θρησκεία παρείχε δυνατότητες για πολιτικούς χειρισμούς σ’ αυτούς που ήδη διέθεταν αυθεντία και η συζήτηση αυτή μπορεί να μετατεθεί. Όμως η στρατιωτική δόξα ήταν αναμφισβήτητα σημαντικός παράγοντας στην ανάδειξη των ηγετών και κατ’ ακολουθίαν μας ενδιαφέρει άμεσα.

Δεν είναι εύκολο να διαμορφώσουμε μία γνώμη. Το θέμα μας είναι οι στρατιωτικοί ηγέτες και όχι οι απλοί στρατιώτες ή οι κατώτεροι αξιωματικοί. Η διεκδίκηση θριάμβου από στρατηγούς ήταν ως γνωστόν ολισθηρό εγχείρημα, ακόμη και όταν στεφόταν τελικά από επιτυχία. Εξάλλου, οι πηγές είναι ακόμη λιγότερο αξιόπιστες απ’ ό, τι συνήθως: οι διηγήσεις για το παρελθόν των ένδοξων ανδρών τις περισσότερες φορές είναι εντελώς, ή σχεδόν εντελώς, αποκυήματα της φαντασίας, που κατασκευάζονταν εκ τον υστέρων, επειδή θεωρούνταν κατάλληλες για ένδοξους άνδρες. Παρ’ όλα αυτά οι φανταστικές διηγήσεις ως γενική κατηγορία είναι ενδεικτικές: τονίζουν ομόφωνα τη σημασία της καλής στρατιωτικής σταδιοδρομίας και, ει δυνατόν, της οικογενειακής παράδοσης πολεμικών ανδραγαθιών. Το παράδειγμα του Κάτωνα του Πρεσβύτερου είναι αρκετό.[31] Έχει ειπωθεί ότι «σε ολόκληρη τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων δεν υπήρξε κανένας στρατηγός που... να μη θεωρούσε απαραίτητο να επιδείξει. τουλάχιστον κατά διαστήματα, τα χαρίσματά του με μεγαλόπρεπες πράξεις».[32] Όπως και vet έχει το θέμα, ακόμη και ο πιο αυστηρός σκεπτικιστής πρέπει να παραδεχτεί ότι οι δομές εξουσίας στον ελληνικό και ρωμαϊκό στρατό ήταν μονοπώλιο των ανώτερων τάξεων, και ότι τα μέλη των ηγετικών οικογενειών δεν είχαν δικαίωμα επιλογής ως προς το θέμα αυτό· αντίθετα από την πολιτική, η ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας δεν ήταν δυνατό να αποφευχθεί (μέχρι τον πρώτο αιώνα π.Χ.), τουλάχιστον στο επίπεδο της “ταξιαρχίας”. Μόνο οι πιο φτωχοί πολίτες είχαν επιλογή: ο Σωκράτης πολέμησε ως οπλίτης τουλάχιστον σε δύο μάχες όταν ήταν ήδη περίπου σαράντα ετών.

Δεν υπάρχει τίποτα ανάλογο στη σύγχρονη εμπειρία. Στην αρχαιότητα ο πόλεμος ήταν μέρος της καθημερινής ζωής· δεν είχε βέβαια πάντα την ένταση των Περσικών πολέμων, του Πελοποννησιακού ή του πολέμου κατά του Αννίβα, αλλά είναι ζήτημα εάν πέρασε ένας χρόνος χωρίς επίσημη απόφαση για κήρυξη πολέμου, επιστράτευση και τις απαραίτητες προετοιμασίες, ή χωρίς να ξεσπάσει τελικά κάποια ένοπλη σύρραξη. Οι περισσότεροι από τους πολίτες που συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης είχαν ήδη προσωπική πολεμική εμπειρία και πιθανόν θα καλούνταν πάλι να πολεμήσουν. Ο στρατός ήταν ουσιαστικά πολιτοφυλακή· δεν υπήρχε τάξη στρατιωτικών, ούτε ιδιαίτερη κάστα αξιωματικών διακριτή από την κοινωνική ιεραρχία στον πολιτικό τομέα. Άρα η απαίτηση να έχουν επιδείξει, και να συνεχίζουν να επιδεικνύουν, στρατιωτικές ικανότητες και διακρίσεις οι στρατιωτικοί ηγέτες είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν κατανοητή.

Βεβαίως, οι λεπτές διαφοροποιήσεις στις μεμονωμένες περιπτώσεις μας διαφεύγουν. Δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν ο Αριστείδης, ο Περικλής ή ο Κάτωνας ο Πρεσβύτερος ήταν ικανοί ή εξαίρετοι στρατιωτικοί ηγέτες· δεν γνωρίζουμε για ποιο λόγο οι δύο πλέον ικανοί ηγέτες στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ο Λάμαχος και ο Δημοσθένης, δεν έδειξαν απ’ ό, τι φαίνεται ενδιαφέρον για την πολιτική· εάν ορισμένοι Ρωμαίοι με πολεμικές διακρίσεις επιζητούσαν την υπατεία μόνον ως τιμητικό αξίωμα χωρίς να έχουν στην πραγματικότητα πολιτικές φιλοδοξίες. Ούτε είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την περιφρόνηση και αποστροφή του Θουκυδίδη όταν διηγείται (4.27-37) λεπτομερούς πώς ο Κλέωνας το 425 π.Χ. κομπάζοντας υποσχέθηκε να πάρει πίσω την Πύλο σε είκοσι μέρες και μετά το πραγματοποίησε. Και όμως, ακόμη και αυτή η ιστορία, όποια κι αν είναι η αλήθεια για τις προσωπικές ή στρατιωτικές ικανότητες του Κλέωνα. είναι ενδεικτική για τη γενική τάση.

Και πάλι, πρέπει να σημειώσουμε κάποιες σημαντικές διαφορές μεταξύ της Ελλάδας -δηλαδή της Αθήνας - και της Ρώμης. Στην Αθήνα της κλασικής εποχής κανένα από τα παραδοσιακά αξιώματα (π.χ. των αρχόντων) δεν σχετιζόταν αυτομάτως με την ανώτατη στρατιωτική ηγεσία. Οι στρατηγοί δεν αποτελούσαν τυπική περίπτωση· εκλέγονταν με ψηφοφορία, και όχι με κλήρο, και μπορούσαν να επανεκλεγούν, προφανώς επειδή οι εξακριβωμένες πολεμικές ικανότητες θεωρούνταν αναγκαία προϋπόθεση. Όμως οι ελλιπείς πληροφορίες υποδηλώνουν ότι στην πραγματικότητα υπήρχαν τρεις εμφανώς διακριτοί τύποι: άνδρες σαν τον Κίμωνα ή τον Αλκιβιάδη, που διέθεταν πολεμικές ικανότητες και πολιτικές φιλοδοξίες, άνδρες σαν τον Λάμαχο και τον Δημοσθένη, που είχαν εκλεγεί κυρίως για τις γνωστές πολεμικές τους επιδόσεις, και τέλος άλλοι σαν τον Περικλή και τον Κλέωνα, που είχαν εκλεγεί επειδή ήταν ισχυροί πολιτικοί ηγέτες (αν και έπρεπε να είναι σε θέση να ηγηθούν του στρατού). Αντίθετα, στη δημοκρατική Ρο'ιμη, η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε καθήκον και προνόμιο των δύο υπάτων και ήταν συχνά ο μόνος λόγος που κάποιος επιζητούσε αυτό το αξίωμα. Η κατά γράμμα προσκόλληση στους τύπους είχε ως αποτέλεσμα την παράδοξη κατάσταση να πρέπει να υπομένει κατά καιρούς η Ρώμη, το κατ’ εξοχήν επεκτατικό κράτος, ανίκανους ηγέτες για όλη τη διάρκεια της θητείας τους. Μόνο όταν ήταν απαραίτητοι συγχρόνους παραπάνω από δύο στρατηγοί, η Ρώμη στρεφόταν σε άλλους , αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις έμενε πιστή στο αρχικό αξίωμα επιζητώντας τη βοήθεια πραιτόρων ή μετατρέποντας τους ύπατους και τους πραίτορες σε ανθύπατους και αντιστράτηγους για στρατιωτικούς σκοπούς.[33]

Φυσικά, η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των πολιτικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων επηρέαζε την πολιτική ζωή και με τη σειρά της επηρεαζόταν απ' αυτή. Όπως ανέφερα παραπάνω, στην Αθήνα του τέταρτου αιώνα σημειώθηκε μία σημαντική αλλαγή. Παρά τους συνεχείς πολέμους, ο διαχωρισμός της στρατιωτικής από την πολιτική ηγεσία γινόταν όλο και πιο έντονος. Σύγχρονοι συγγραφείς, και κυρίως επικριτές του συστήματος, παρατήρησαν και έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση σ’ αυτή την εξέλιξη. Και όμως φαίνεται να μη μείωσε το κύρος των πολιτικών ανδρών (που συνέχισαν να υπηρετούν ως οπλίτες ή, εφόσον διέθεταν τους απαραίτητους πόρους, ως τριήραρχοι στον στόλο). Η σημαντική αύξηση του επαγγελματισμού στον στρατιωτικό τομέα αναμφίβολα συνέβαλε στη διαδικασία αυτή· δεν πιστεύω όμως ότι αποτελεί επαρκή εξήγηση. Τα στρατεύματα της Ρώμης ήταν, αν μη τι άλλο, περισσότερο επαγγελματικά, αλλά εκεί δεν σημειώθηκαν ανάλογες μεταβολές. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στον τελευταίο αιώνα της Δημοκρατίας ήταν ριζικά διαφορετικές και επέφεραν τελικά την πλήρη ανατροπή του συστήματος. Ενώ το αθηναϊκό κράτος, δηλαδή ο δήμος, διατήρησε τους επαγγελματίες στρατηγούς υπό τον έλεγχό του, έτσι ώστε ούτε ο Κόνωνας ούτε ο Ιφικράτης μπόρεσαν να παίξουν σημαντικό πολιτικό ρόλο,[34] η Ρωμαϊκή Δημοκρατία τελικά καταστράφηκε από μία σειρά καθαρά πολιτικών ηγετών, από τον Μάριο μέχρι τον Ιούλιο Καίσαρα, που δεν υπόκεινταν σε ανάλογο λαϊκό έλεγχο.

Ήδη είχαν περάσει αρκετοί αιώνες, και κανένα από τα συστήματα συμπεριφοράς, καμία από τις εξελίξεις που σκιαγράφησα δεν γίνονται κατανοητές αν δεν λάβουμε υπόψη το πολιτικό πλαίσιο που τις περιέβαλλε. Ούτε τα μέλη της επίλεκτης τάξης, άλλοτε σύμμαχοι και άλλοτε ανταγωνιστές, ούτε το πλήθος παρέμειναν παθητικοί παρατηρητές. Έπρεπε να ανταποκριθούν σε εκκλήσεις, να ζητηθεί η γνώμη τους, να ασκηθεί πάνω τους επιρροή, να εμπλακούν ή να κρατηθούν μακριά από τους πολιτικούς ελιγμούς. Αυτό ήταν το αντίτιμο του συστήματος της πόλης-κράτους και της λαϊκής συμμετοχής στα κοινά.
--------------------------------------
[1] R. Thomsen. The Origin of Ostracism, (Κοπεγχάγη 1972). σ. 84-108.

[2] Ενδεικτικό του πόσο βαθιά έχει ριζώσει η παραδοσιακή άποψη είναι το σχόλιο του W. den Boer, Private Morality in Greece and Rome (Mnemosyne, Supp. 57, 1979) o. 184: «Έχει ειπωθεί ότι όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή είχαν διανεμηθεί πριν από την ψηφοφορία που καταδίκασε αυτόν και τις ενέργειές του. Αναμφισβήτητα περιπτώσεις νοθείας υπήρξαν, δεν μπορούν όμως να θεωρηθούν γενικό φαινόμενο». Η πρόσφατη έρευνα του A. Antlrewes «The Opposition to Perikles», Journal of Hellenic Studies 98 (1978) 1-8, αποδεικνύει ότι ο Πλούταρχος δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη πηγή πληροφοριών για την Αθήνα του 5ου αιώνα.

[3] Έχει υιοθετηθεί η μετάφραση του D.R. Shackleton Bailey

[4] M. Oakeshott, στον τόμο Laslett (1956) 2.

[5] Αριστοτέλης Ρητορική 1359b19-60a37.

[6] E. Badian, «Archons and Strategoi» Antichton 5 (1971) 1-34, στη σ.19

[7] «Hume’ s Early Memoranda, 1729-1740, επιμ. E. C. Mossner, Journal of the History of Ideas 9 (1948) 492-518 αρ. 237.

[8] Hignett (1952) 165. Για μία σωστή προσέγγιση στην υπόθεση του Υπέρβολου, βλέπε το σχόλιο του Andrewes στο χωρίο του Θουκυδίδη και Connor (1971) 79-84.

[9] Η εργασία του H.J. Wolff, Normenkontrolle und Gesetzesbegriff in der attischen Demokratie (Sitzungsberichte der Heidelberger Akad. d. Wiss.. Phil.-hist. Klasse 2. 1970) αντικαθιστά όλες τις προηγούμενες μελέτες για τη γραφή παρανόμων. Ο Μ.Η. Hansen, The Sovereignty of the People’s Court in Athens ... (Odense Univ. Classical Sludies 4, 1974), σ. 28-43, παρουσιάζει περιληπτικά τις 39 γνωστές περιπτώσεις (ορισμένες είναι αμφισβητήσιμες) από την περίοδο μεταξύ 415 και 322 π.Χ., από τις οποίες πιθανόν ol μισές κατέληξαν στην αθώωση του κατηγορουμένου.

[10] Astin (1967) 53.

[11] Για μια επισκόπηση της συζήτησης, βλέπε W. Kunkel. «Magistratische Gewalt und Senatsherrschaft», στο H. Temporini. Επιμ., Aufstieg mid Nieilergang tier riimisrhen Welt. I 2 (1972). σ. 3-22.

[12] R.A. DeI.aix, Proboitleuxis til Athens (Μ.τέοζ/α-ϊ. 1973). Για τις αδυναμίες της μελέτης, ακόμη και στο περιορισμένο πεδίο της, βλέπε τη βιβλιοκρισία του H.W. Pleket. Mnemosyne, 4η σειρά. 31 (1978) 328-33.

[13] Οι επιγραφές από τη Δρήρο, τη Χίο και τη Λοκρίδα είναι αντίστοιχα οι υπ' αριθ­μόν 2, 8 και 13 στο Meiggs/Lewis (1969).

[14] Η μελέτη του Nippel (1980) αντικαθιστά την προηγούμενη βιβλιογραφία επί του θέματος.

[15] Ο Harris (1979) 10-41 κάνει μία εξαίρετη και λεπτομερειακή παρουσίαση στην ενότητα με τίτλο «The Aristocracy and War».

[16] Ο ρήτορας και πολιτικός του τέταρτου αιώνα με το όνομα Δημοσθένης δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο στρατηγό του πέμπτου αιώνα, που θα αναφερθεί παρακάτω σ’ αυτό το κεφάλαιο.

[17] Για την αναπόφευκτη πολιτική «ταλάντευση» στις μικρές πόλεις-κράτη βλέπε Heuss (1973) 19-24.

[18] Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι οι σύγχρονοι ιστορικοί συνειδητοποίησαν αυτή τη διαλεκτική σχέση χάρη στον Otto Hintze: βλέπε κυρίως Hintze (1962) 34-40, 53-6. Η διαλεκτική αυτή σχέση είναι κεντρικό θέμα στον Heuss (1973)· πβ. Sculler (1979).

[19] Στην περίπτωση της Σπάρτης αναφέρομαι εδώ μόνο στα «συμμαχικά» κράτη της Πελοποννησιακής συμμαχίας, και όχι στους Μεσσήνιους που είχαν υποταγεί και μεταβληθεί σε είλωτες με αποφασιστικέ; συνέπειες για το σπαρτιατικό σύστημα, όπως εξέθεσα με συντομία στο κεφ. 1. Βλέπε Finley (1975) κεφ. 10· για την Πελοποννησιακή συμμαχία, de Sle Croix (1972) κε<(. 4.

[20] Ο I.A.F. Bruce, «The Democratic Revolution at Rhodes», Classical Quarterly, n.s. 11 (1961) 166-70, και «Inlernul Politics at the Outbreak of the Corinthian war». Emerita 28 (1960) 75-86, επισημαίνει ότι οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ολιγαρχικούς ήταν συχνά η αφορμή για εξωτερική επέμβαση.

[21] Βλέπε γενικά Finley (1978α) 11-14,(19786) 124-6.

[22] Πολιτικά 1270b14, b28. 1306a 18. αντιστοίχως.

[23] Ο A. Andrewes. «The Government of Classical Sparta», στο Badian (1966) I -20. παρουσιάζει όσα γνωρίζουμε· βλέπε επίσης D.M. Lewis, Sparta and Persia (Λέιντεν 1977) κεφ. 2.

[24] Βλέπε την εξαίρετη συνοπτική δήλωση του Brunt (1971α) κεφ. 1.

[25] Connor (1971) 10. Λιγότερο προσεκτικοί συγγραφείς προχωρούν ακόμη περισσότερο. Μία πρόσφατη μάλλον φαντασιόπληκτη αναπαράσταση της πολιτικής μεταξύ των πολιτικών φατριών της Αθήνας γύρω στο 480 π.Χ. στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι η καταγωγή από ηγετικό γένος αυτομάτως εξασφάλιζε de facto πολιτική αναγνώριση στους νεαρούς φιλόδοξους Αθηναίους πολιτικούς, δηλαδή πολύ πριν εξασφαλίσουν την είσοδο στην κατηγορία των αξιωματούχων: G.M.F. Williams. «The Kerameikos Ostraka», Zeitschrift fur Papyrologie und Epigraphik 31 (1980), σ. 106-7. Ως παράδειγμα αναφέρεται ο Κίμωνας, ο οποίος ήταν το πολύ 21 ετών το 489 π.Χ. όταν πέθανε ο πατέρας του. Η άποιμη αυτή στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στη συμβατική σύγχρονη (και όχι αρχαία) μυθολογία περί γένους και εύκολα ανασκευάζεται: βλέπε F. Bourriot, Recherches sur la nature du genus (2 τόμοι. Λίλη και Παρίσι 1976).

[26] Στον κατάλογο των πλούσιων οικογενειών που συνέταξε ο Davies (1971), ο Καλλίξενος είναι ο υπ' αριθμόν 9688 VII· ο Μένων δεν αναφέρεται επειδή το σχετικό υλικό δεν είχε «κόμη Βρεθεί. Ο Connor (1968) 124-7 είχε ήδη καταλήξει σ' αυτό το συμπέρασμα με βάση μόνο τα 1.500 όστρακα που ήταν γνωστά εκείνη την εποχή.

[27] Η.Η. Scullard. Roman Politics 220-150 B.C. (2η έκδ., Οξφόρδη 1973). σ. 11. Η λέξη «οικογένεια» που χρησιμοποιεί ο Scullard είναι, όπως παρατηρεί ο Brunt (υπό έκδοση), παραπλανητική: «δεν είναι βέβαιο εάν [τα μέλη ενός gens] είχαν ποτέ συγγένεια αίματος, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις είναι σαφές ότι ακόμη κι αν είχαν κοινούς προγόνους, η σχέση τους (εκτός κι αν είχε παγιωθεί με γάμο) είχε καταντήσει πολύ μακρινή». Η σύγκριση μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, διότι, πρώτον, οι ελληνικές οικογένειες ήταν περισσότερο πυρηνικές απ' ό, τι τα ρωμαϊκά gentes. δεύτερον, οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν πιο συχνά την υιοθεσία για πολιτικούς σκοπούς και. τρίτον, στην ελληνική πόλη δεν υπήρχε κανένα αξίωμα αντίστοιχης σημασίας προς το ετήσιο αξίωμα του ύπατου ή του πραίτορα.

[28] Βλέπε E.S. Staveley. «The Fasces and Imperium Mains», Ihsloria 12 (1963) 458-64· B. Gladigow, «Die sakralcn Funktionen des Liktoren», στο H. Temporini. επιμ., Aufstieg und Niedergung der rdmischen Well, I 2 (1972), u. 295-314· Mommsen (1887-8) I 373-93.

[29] Βλέπε J.S. Richardson, «The Triumph. Ihe Praetors and the Senate in the Early Second Century B.C.». Journal of Roman Studies 65 (1975) 50-63’ το άρθρο καλύπτει μεγαλύτερη χρονική περίοδο απ' ό,τι υπονοεί ο τίτλος.

[30] H.S. Versnel, Triumphus (Λέιντεν 1970).

[31] Astin (1978) κεφ. 1-2, ο οποίος με προθυμία πιστεύει όλους αυτούς τους ισχυρισμούς.

[32] Garlan (1975) 148· πβ. Harris (1979) 38-40.

[33] Η πολύ σύντομη αυτή παρουσίαση αναπόφευκτα υπεραπλουστεύει την κατάσταση. Για παράδειγμα, δεν ανέφερα τον δικτάτορα των πρώιμων ρωμαϊκών χρόνων στον οποίο δινόταν υπέρτατη εξουσία, κύριος στρατιωτική, σε κρίσιμες εποχές όχι όμως για περισσότερο από έξι μήνες.

[34] Pritchett (1971-9) 11 κεφ. 2-3.