ὀρθοὶ δ᾽ ἀνῆιξαν πάντες, οἱ μὲν ἐν χεροῖν
κορμοὺς ἔχοντες ναυτικούς, οἱ δὲ ξίφη·
φόνωι δὲ ναῦς ἐρρεῖτο. παρακέλευσμα δ᾽ ἦν
πρύμνηθεν Ἑλένης· Ποῦ τὸ Τρωϊκὸν κλέος;
δείξατε πρὸς ἄνδρας βαρβάρους. σπουδῆς δ᾽ ὕπο
1605 ἔπιπτον, οἱ δ᾽ ὠρθοῦντο, τοὺς δὲ κειμένους
νεκροὺς ἂν εἶδες. Μενέλεως δ᾽ ἔχων ὅπλα,
ὅπηι νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν,
ταύτηι προσῆγε χειρὶ δεξιᾶι ξίφος,
ὥστ᾽ ἐκκολυμβᾶν ναός, ἠρήμωσε δὲ
1610 σῶν ναυβατῶν ἐρέτμ᾽· ἐπ᾽ οἰάκων δὲ βὰς
ἄνακτ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽ εἶπεν εὐθύνειν δόρυ.
οἱ δ᾽ ἱστὸν ἦραν, οὔριαι δ᾽ ἧκον πνοαί·
βεβᾶσι δ᾽ ἐκ γῆς. διαφυγὼν δ᾽ ἐγὼ φόνον
καθῆκ᾽ ἐμαυτὸν εἰς ἅλ᾽ ἄγκυραν πάρα·
1615 ἤδη δὲ κάμνονθ᾽ ὁρμιατόνων μέ τις
ἀνείλετ᾽, ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι
τάδ᾽ ἀγγελοῦντα. σώφρονος δ᾽ ἀπιστίας
οὐκ ἔστιν οὐδὲν χρησιμώτερον βροτοῖς.
ΧΟ. οὐκ ἄν ποτ᾽ ηὔχουν οὔτε σ᾽ οὔθ᾽ ἡμᾶς λαθεῖν
1620 Μενέλαον, ὦναξ, ὡς ἐλάνθανεν παρών.
ΘΕ. ὦ γυναικείαις τέχναισιν αἱρεθεὶς ἐγὼ τάλας·
ἐκπεφεύγασιν γάμοι με. κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος
ναῦς διώγμασιν, πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους·
νῦν δὲ τὴν προδοῦσαν ἡμᾶς τεισόμεσθα σύγγονον,
1625 ἥτις ἐν δόμοις ὁρῶσα Μενέλεων οὐκ εἶπέ μοι.
τοιγὰρ οὔποτ᾽ ἄλλον ἄνδρα ψεύσεται μαντεύμασιν.
ΘΕΡΑΠΩΝ
οὗτος, ὦ, ποῖ σὸν πόδ᾽ αἴρεις, δέσποτ᾽, ἐς ποῖον φόνον;
ΘΕ. οἷπερ ἡ δίκη κελεύει μ᾽· ἀλλ᾽ ἀφίστασ᾽ ἐκποδών.
ΘΕΡ. οὐκ ἀφήσομαι πέπλων σῶν· μεγάλα ‹γὰρ› σπεύδεις κακά.
1630 ΘΕ. ἀλλὰ δεσποτῶν κρατήσεις δοῦλος ὤν; ΘΕΡ. φρονῶ γὰρ εὖ.
ΘΕ. οὐκ ἔμοιγ᾽, εἰ μή μ᾽ ἐάσεις ... ΘΕΡ. οὐ μὲν οὖν σ᾽ ἐάσομεν.
ΘΕ. σύγγονον κτανεῖν κακίστην ... ΘΕΡ. εὐσεβεστάτην μὲν οὖν.
ΘΕ. ἥ με προύδωκεν ... ΘΕΡ. καλήν γε προδοσίαν, δίκαια δρᾶν.
ΘΕ. τἀμὰ λέκτρ᾽ ἄλλωι διδοῦσα. ΘΕΡ. τοῖς γε κυριωτέροις.
1635 ΘΕ. κύριος δὲ τῶν ἐμῶν τίς; ΘΕΡ. ὃς ἔλαβεν πατρὸς πάρα.
ΘΕ. ἀλλ᾽ ἔδωκεν ἡ τύχη μοι. ΘΕΡ. τὸ δὲ χρεὼν ἀφείλετο.
ΘΕ. οὐ σὲ τἀμὰ χρὴ δικάζειν. ΘΕΡ. ἤν γε βελτίω λέγω.
ΘΕ. ἀρχόμεσθ᾽ ἄρ᾽, οὐ κρατοῦμεν. ΘΕΡ. ὅσια δρᾶν, τὰ δ᾽ ἔκδικ᾽ οὔ.
ΘΕ. κατθανεῖν ἐρᾶν ἔοικας. ΘΕΡ. κτεῖνε· σύγγονον δὲ σὴν
1640 οὐ κτενεῖς ἡμῶν ἑκόντων ἀλλ᾽ ἔμ᾽· ὡς πρὸ δεσποτῶν
τοῖσι γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν.
***
Όλοι πετάχτηκαν ορθοί, βαστώντας
σπαθιά απ᾽ τη μεριά, ξύλα απ᾽ την άλλη·
το πλοίο γέμισε αίμα κι η Ελένη
τους κέντριζε απ᾽ την πρύμνα: «Πού είναι η δόξα
της Τροίας; Ελάτε, δείξτε στους βαρβάρους
τη δύναμή σας». Στην ορμή του αγώνα
σωριάζονται, ξανά σηκώνονται άλλοι
κι άλλους βλέπεις νεκρούς. Αρματωμένος
εκοίταζε ο Μενέλαος ολούθε
κι όπου έβλεπε να σπάζουν οι δικοί του,
έτρεχε εκεί βαστώντας το σπαθί του
και μας ανάγκαζε έτσι να πηδάμε
στο πέλαγο, ώσπου τέλος το καράβι
άδειασε από τους ναύτες σου. Κατόπι
1610 στον τιμονιέρη πάει και τον προστάζει
να βάλει πλώρη ολόισια στην Ελλάδα.
Σηκώσαν τα πανιά κι αγέρας πρίμος
φύσηξε αμέσως. Φύγαν απ᾽ τη χώρα.
Γλίτωσα εγώ τον θάνατο, κρυμμένος
δίπλα στην άγκυρα βουτάω στο κύμα·
με βρήκε ένας ψαράς εξαντλημένο
και μ᾽ έβγαλε στ᾽ ακρόγιαλο, έτσι φέρνω
σε σένα το μαντάτο ετούτο. Αν δείχνεις
μια δυσπιστία στα πάντα μυαλωμένη,
για τους θνητούς είναι αρετή μεγάλη.
(Ο αγγελιαφόρος αποσύρεται.)
ΧΟΡ. Δεν θα το πίστευα ποτέ, μπροστά μας
1620 να ᾽ναι ο Μενέλαος και να μας ξεφύγει.
ΘΕΟ. Αχ! ο δυστυχισμένος, μιας γυναίκας
οι πονηριές να με γελάσουν· πάει ο γάμος.
Το πλοίο αν θα μπορούσα να προφτάσω,
γοργά τους ξένους θα ᾽πιανα· όμως τώρα
θα εκδικηθώ σκληρά τη Θεονόη,
που ενώ έβλεπε η προδότρα στο παλάτι
τον Μενέλαο, δεν μου το ᾽πε. Άλλον κανένα
δεν θα γελάσει πια με τους χρησμούς της.
(Τρέχει στην πόρτα της Θεονόης. Ένας υπηρέτης της την ανοίγει και τον σταματά.)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αφέντη μου, πού πας; Ποιόν θα σκοτώσεις;
ΘΕΟ. Όπου το δίκιο θέλει· εσύ τραβήξου.
ΥΠΗ. Τρανό κακό λογιάζεις· δεν σ᾽ αφήνω.
ΘΕΟ. Προστάζεις τον αφέντη εσύ, ένας σκλάβος;
1630 ΥΠΗ. Ναι, γιατί σκέψη έχω σωστή.
ΘΕΟ. Σωστή δεν είναι, αν δεν μ᾽ αφήσεις…
ΥΠΗ. Δεν θα σ᾽ αφήσω.
ΘΕΟ. Να θανατώσω μια αδερφή κακούργα.
ΥΠΗ. Μεγάλη η ευσέβειά της.
ΘΕΟ. Με πρόδωσε.
ΥΠΗ. Για το καλό σου, δίκαια έχει πράξει.
ΘΕΟ. Το ταίρι μου να δώσει σ᾽ άλλον άντρα;
ΥΠΗ. Σ᾽ εκείνον που του ανήκει.
ΘΕΟ. Δικαίωμα στη γυναίκα μου ποιός έχει;
ΥΠΗ. Αυτός που την επήρε απ᾽ τον γονιό της.
ΘΕΟ. Μα εμένα μου τη χάρισεν η τύχη.
ΥΠΗ. Η δικαιοσύνη ωστόσο σου την πήρε.
ΘΕΟ. Δικός μου δικαστής εσύ θα γίνεις;
ΥΠΗ. Αν όμως σου μιλάω μυαλωμένα;
ΘΕΟ. Λοιπόν θα με προστάζουν, δεν προστάζω;
ΥΠΗ. Για τ᾽ άδικο όχι, μόνο για το δίκιο.
ΘΕΟ. Φαίνεται θέλεις να πεθάνεις.
ΥΠΗ. Ναι, σκότωσέ με, αλλά την αδελφή σου
1640 δεν θα σ᾽ αφήσω να τη σφάξεις. Είναι
για τον καλό τον σκλάβο η πιο μεγάλη
δόξα να τον σκοτώσουν οι αφέντες.
κορμοὺς ἔχοντες ναυτικούς, οἱ δὲ ξίφη·
φόνωι δὲ ναῦς ἐρρεῖτο. παρακέλευσμα δ᾽ ἦν
πρύμνηθεν Ἑλένης· Ποῦ τὸ Τρωϊκὸν κλέος;
δείξατε πρὸς ἄνδρας βαρβάρους. σπουδῆς δ᾽ ὕπο
1605 ἔπιπτον, οἱ δ᾽ ὠρθοῦντο, τοὺς δὲ κειμένους
νεκροὺς ἂν εἶδες. Μενέλεως δ᾽ ἔχων ὅπλα,
ὅπηι νοσοῖεν ξύμμαχοι κατασκοπῶν,
ταύτηι προσῆγε χειρὶ δεξιᾶι ξίφος,
ὥστ᾽ ἐκκολυμβᾶν ναός, ἠρήμωσε δὲ
1610 σῶν ναυβατῶν ἐρέτμ᾽· ἐπ᾽ οἰάκων δὲ βὰς
ἄνακτ᾽ ἐς Ἑλλάδ᾽ εἶπεν εὐθύνειν δόρυ.
οἱ δ᾽ ἱστὸν ἦραν, οὔριαι δ᾽ ἧκον πνοαί·
βεβᾶσι δ᾽ ἐκ γῆς. διαφυγὼν δ᾽ ἐγὼ φόνον
καθῆκ᾽ ἐμαυτὸν εἰς ἅλ᾽ ἄγκυραν πάρα·
1615 ἤδη δὲ κάμνονθ᾽ ὁρμιατόνων μέ τις
ἀνείλετ᾽, ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι
τάδ᾽ ἀγγελοῦντα. σώφρονος δ᾽ ἀπιστίας
οὐκ ἔστιν οὐδὲν χρησιμώτερον βροτοῖς.
ΧΟ. οὐκ ἄν ποτ᾽ ηὔχουν οὔτε σ᾽ οὔθ᾽ ἡμᾶς λαθεῖν
1620 Μενέλαον, ὦναξ, ὡς ἐλάνθανεν παρών.
ΘΕ. ὦ γυναικείαις τέχναισιν αἱρεθεὶς ἐγὼ τάλας·
ἐκπεφεύγασιν γάμοι με. κεἰ μὲν ἦν ἁλώσιμος
ναῦς διώγμασιν, πονήσας εἷλον ἂν τάχα ξένους·
νῦν δὲ τὴν προδοῦσαν ἡμᾶς τεισόμεσθα σύγγονον,
1625 ἥτις ἐν δόμοις ὁρῶσα Μενέλεων οὐκ εἶπέ μοι.
τοιγὰρ οὔποτ᾽ ἄλλον ἄνδρα ψεύσεται μαντεύμασιν.
ΘΕΡΑΠΩΝ
οὗτος, ὦ, ποῖ σὸν πόδ᾽ αἴρεις, δέσποτ᾽, ἐς ποῖον φόνον;
ΘΕ. οἷπερ ἡ δίκη κελεύει μ᾽· ἀλλ᾽ ἀφίστασ᾽ ἐκποδών.
ΘΕΡ. οὐκ ἀφήσομαι πέπλων σῶν· μεγάλα ‹γὰρ› σπεύδεις κακά.
1630 ΘΕ. ἀλλὰ δεσποτῶν κρατήσεις δοῦλος ὤν; ΘΕΡ. φρονῶ γὰρ εὖ.
ΘΕ. οὐκ ἔμοιγ᾽, εἰ μή μ᾽ ἐάσεις ... ΘΕΡ. οὐ μὲν οὖν σ᾽ ἐάσομεν.
ΘΕ. σύγγονον κτανεῖν κακίστην ... ΘΕΡ. εὐσεβεστάτην μὲν οὖν.
ΘΕ. ἥ με προύδωκεν ... ΘΕΡ. καλήν γε προδοσίαν, δίκαια δρᾶν.
ΘΕ. τἀμὰ λέκτρ᾽ ἄλλωι διδοῦσα. ΘΕΡ. τοῖς γε κυριωτέροις.
1635 ΘΕ. κύριος δὲ τῶν ἐμῶν τίς; ΘΕΡ. ὃς ἔλαβεν πατρὸς πάρα.
ΘΕ. ἀλλ᾽ ἔδωκεν ἡ τύχη μοι. ΘΕΡ. τὸ δὲ χρεὼν ἀφείλετο.
ΘΕ. οὐ σὲ τἀμὰ χρὴ δικάζειν. ΘΕΡ. ἤν γε βελτίω λέγω.
ΘΕ. ἀρχόμεσθ᾽ ἄρ᾽, οὐ κρατοῦμεν. ΘΕΡ. ὅσια δρᾶν, τὰ δ᾽ ἔκδικ᾽ οὔ.
ΘΕ. κατθανεῖν ἐρᾶν ἔοικας. ΘΕΡ. κτεῖνε· σύγγονον δὲ σὴν
1640 οὐ κτενεῖς ἡμῶν ἑκόντων ἀλλ᾽ ἔμ᾽· ὡς πρὸ δεσποτῶν
τοῖσι γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν.
***
Όλοι πετάχτηκαν ορθοί, βαστώντας
σπαθιά απ᾽ τη μεριά, ξύλα απ᾽ την άλλη·
το πλοίο γέμισε αίμα κι η Ελένη
τους κέντριζε απ᾽ την πρύμνα: «Πού είναι η δόξα
της Τροίας; Ελάτε, δείξτε στους βαρβάρους
τη δύναμή σας». Στην ορμή του αγώνα
σωριάζονται, ξανά σηκώνονται άλλοι
κι άλλους βλέπεις νεκρούς. Αρματωμένος
εκοίταζε ο Μενέλαος ολούθε
κι όπου έβλεπε να σπάζουν οι δικοί του,
έτρεχε εκεί βαστώντας το σπαθί του
και μας ανάγκαζε έτσι να πηδάμε
στο πέλαγο, ώσπου τέλος το καράβι
άδειασε από τους ναύτες σου. Κατόπι
1610 στον τιμονιέρη πάει και τον προστάζει
να βάλει πλώρη ολόισια στην Ελλάδα.
Σηκώσαν τα πανιά κι αγέρας πρίμος
φύσηξε αμέσως. Φύγαν απ᾽ τη χώρα.
Γλίτωσα εγώ τον θάνατο, κρυμμένος
δίπλα στην άγκυρα βουτάω στο κύμα·
με βρήκε ένας ψαράς εξαντλημένο
και μ᾽ έβγαλε στ᾽ ακρόγιαλο, έτσι φέρνω
σε σένα το μαντάτο ετούτο. Αν δείχνεις
μια δυσπιστία στα πάντα μυαλωμένη,
για τους θνητούς είναι αρετή μεγάλη.
(Ο αγγελιαφόρος αποσύρεται.)
ΧΟΡ. Δεν θα το πίστευα ποτέ, μπροστά μας
1620 να ᾽ναι ο Μενέλαος και να μας ξεφύγει.
ΘΕΟ. Αχ! ο δυστυχισμένος, μιας γυναίκας
οι πονηριές να με γελάσουν· πάει ο γάμος.
Το πλοίο αν θα μπορούσα να προφτάσω,
γοργά τους ξένους θα ᾽πιανα· όμως τώρα
θα εκδικηθώ σκληρά τη Θεονόη,
που ενώ έβλεπε η προδότρα στο παλάτι
τον Μενέλαο, δεν μου το ᾽πε. Άλλον κανένα
δεν θα γελάσει πια με τους χρησμούς της.
(Τρέχει στην πόρτα της Θεονόης. Ένας υπηρέτης της την ανοίγει και τον σταματά.)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Αφέντη μου, πού πας; Ποιόν θα σκοτώσεις;
ΘΕΟ. Όπου το δίκιο θέλει· εσύ τραβήξου.
ΥΠΗ. Τρανό κακό λογιάζεις· δεν σ᾽ αφήνω.
ΘΕΟ. Προστάζεις τον αφέντη εσύ, ένας σκλάβος;
1630 ΥΠΗ. Ναι, γιατί σκέψη έχω σωστή.
ΘΕΟ. Σωστή δεν είναι, αν δεν μ᾽ αφήσεις…
ΥΠΗ. Δεν θα σ᾽ αφήσω.
ΘΕΟ. Να θανατώσω μια αδερφή κακούργα.
ΥΠΗ. Μεγάλη η ευσέβειά της.
ΘΕΟ. Με πρόδωσε.
ΥΠΗ. Για το καλό σου, δίκαια έχει πράξει.
ΘΕΟ. Το ταίρι μου να δώσει σ᾽ άλλον άντρα;
ΥΠΗ. Σ᾽ εκείνον που του ανήκει.
ΘΕΟ. Δικαίωμα στη γυναίκα μου ποιός έχει;
ΥΠΗ. Αυτός που την επήρε απ᾽ τον γονιό της.
ΘΕΟ. Μα εμένα μου τη χάρισεν η τύχη.
ΥΠΗ. Η δικαιοσύνη ωστόσο σου την πήρε.
ΘΕΟ. Δικός μου δικαστής εσύ θα γίνεις;
ΥΠΗ. Αν όμως σου μιλάω μυαλωμένα;
ΘΕΟ. Λοιπόν θα με προστάζουν, δεν προστάζω;
ΥΠΗ. Για τ᾽ άδικο όχι, μόνο για το δίκιο.
ΘΕΟ. Φαίνεται θέλεις να πεθάνεις.
ΥΠΗ. Ναι, σκότωσέ με, αλλά την αδελφή σου
1640 δεν θα σ᾽ αφήσω να τη σφάξεις. Είναι
για τον καλό τον σκλάβο η πιο μεγάλη
δόξα να τον σκοτώσουν οι αφέντες.