Την πόλη περιβάλλουν πυργωμένα τείχη
Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη των Φαιάκων στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού· πλησιέστερα στο φανταστικό. Την αποκαλεί Σχερία, παρόλο που προτιμά να κάνει λόγο για τους κατοίκους της ή για τον δήμο των Φαιάκων. Εξηγεί ότι οι Φαίακες κατοικούσαν κάποτε κοντά στους Κύκλωπες, αλλά επειδή, ισχυρότεροι εκείνοι, τους έβλαπταν συχνά, ξεσπιτώθηκαν και αναζήτησαν νέο τόπο, παράμερα από τους άλλους, στο έσχατο όριο του πολυκύμαντου πελάγους.
Η Σχερία περιλάμβανε το άστυ και την ύπαιθρο χώρα. Διάσπαρτοι, δέσποζαν ναοί των θεών. Το άστυ βρισκόταν σε ύψωμα, κυκλωμένο από μακρύ και ψηλό τείχος. Εκεί κατοικούσαν οι άρχοντες, αλλά και οι περισσότεροι απλοί κάτοικοι. Κάπου στο κέντρο του, πλάι στον ναό του Ποσειδώνα, ήταν η πλακόστρωτη αγορά. Από τις δυο πλευρές του σχηματίζονταν λιμάνια, όπου άραζαν τα καράβια, ανάλογα με τον καιρό. Ένας δρόμος οδηγούσε έξω από το τείχος. Πρώτο διακρινόταν το άλσος της Αθηνάς, με την κρήνη του και ολόγυρα λιβάδι. Παραδίπλα το τέμενος του βασιλιά Αλκίνοου: ένα καταπράσινο περιβόλι. Η ύπαιθρος χώρα ήταν μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες, με χωράφια και καλλιεργημένα κτήματα. Τα βοσκοτόπια παρέμεναν μάλλον κοινόχρηστα. Ένας ποταμός πότιζε τη γη και χυνόταν στη θάλασσα.
Την εξουσία στην πόλη κατείχε ο Αλκίνοος με αξίωμα κληρονομικό. Το αρχοντικό του ήταν λαμπρό, γειτόνευε ωστόσο με τις οικίες άλλων επιφανών ανδρών. Όλοι μαζί οι Φαίακες αποτελούσαν τον δήμο. Ξεχώριζαν οι αριστοκράτες ή ευγενείς - ο ποιητής τούς αποκαλεί βασιλῆας, δηλαδή «βασιλιάδες». Συμμετείχαν στη βουλή και συσκέπτονταν με τον Αλκίνοο για τα σοβαρά θέματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ασχολούνταν με τα καθημερινά τους έργα. Όσοι δεν καλλιεργούσαν τη γη ήταν ναυτικοί. Αν χρειαζόταν θα έπαιρναν τα όπλα. Στο νοικοκυριό του Αλκίνοου (ασφαλώς και σε άλλα αρχοντικά) υπήρχαν αρκετοί δούλοι (ο ποιητής τούς αποκαλεί δμῶας) και δούλες (δμωαί αλλά και ἀμφίπολοι). Ακόμη και στην απομονωμένη Σχερία κατέφθαναν κάποτε περαστικοί ξένοι. Ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας, επειδή είχαν χάσει τον δρόμο τους· άλλοι για να εμπορευτούν. Στις κοινωνίες της εποχής πλέον ευπρόσδεκτοι ήταν αυτοί που γνώριζαν χρήσιμες τέχνες: ο μάντης, ο γιατρός, ο μαραγκός αλλά και ο αοιδός (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.2-11.3 [σ. 174-182]).
Οι φανταστικές διηγήσεις κρύβουν συχνά απλές και μεγάλες αλήθειες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ανύπαρκτης Σχερίας. Σε ολόκληρη σχεδόν την αρχαιότητα οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις που της έμοιαζαν. Πόλεις για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρώτα απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα οι πολίτες. Οι πάντες γνώριζαν ποια ήταν και πού βρισκόταν η Αθήνα ή η Σπάρτη, αλλά προτιμούσαν να μιλούν για τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους ή τους Σπαρτιάτες. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλό σχήμα λόγου.
Παρά την αγάπη που είχαν για τη γη τους και παρά τον σεβασμό που έτρεφαν για τους τάφους των προγόνων και τα ιερά τους, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευδαιμονία των πολιτών. Αν η ανάγκη το έφερνε, ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν ασφαλέστερη περιοχή. Δύο φορές στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και βρήκαν αλλού προσωρινό καταφύγιο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να επιλέξουν και έναν μόνιμο νέο τόπο κατοικίας. Όπως το διατύπωσε ο στρατηγός τους Θεμιστοκλής πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στην Ιταλία. Με μετεγκατάσταση αντέδρασαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί άλλοι Έλληνες.
Οι ελληνικές πόλεις είχαν συνήθως ένα άστυ, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες κατοικίες, και μια ύπαιθρο χώρα, από την οποία τρέφονταν. Ορισμένες είχαν αντί για άστυ μόνο μια ακρόπολη ή ένα σύνολο χωριών. Οι γνωστότερες, και πάντως οι σημαντικότερες, αν δεν ήταν κτισμένες πάνω στη θάλασσα, είχαν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Παρά τους κινδύνους της, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οχύρωση και εξασφάλιζε την ταχύτερη δυνατή επικοινωνία. Σε καιρό πολέμου αποτελούσε την ασφαλέστερη οδό ανεφοδιασμού και διαφυγής. Στον πλατωνικό Φαίδωνα ο Σωκράτης φαντάζεται τον κόσμο των Ελλήνων να κατοικεί γύρω από τη θάλασσα, όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από έναν βάλτο. Η θάλασσα ένωνε τους Έλληνες περισσότερο από ό,τι οι οροσειρές και τα ψηλά βουνά.
Ως προς το μέγεθός τους οι ελληνικές πόλεις είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές κατοικούνταν από λίγες χιλιάδες ανθρώπους. Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πάνω από 200.000. Αρκετές γύρω στις 20.000. Ο αριθμός αυτός ήταν συνήθως επαρκής για τις ανάγκες τους και κατάλληλος για την εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλές πόλεις πάντως είχαν πολύ λιγότερους κατοίκους, χωρισμένους πάντα σε κατηγορίες. Οι πολῖται, που κατείχαν τη γη, είχαν πολιτικά δικαιώματα· οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι είχαν δικαίωμα στην εργασία και μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια, αλλά δεν συμμετείχαν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ούτε κατείχαν καλλιεργήσιμα κτήματα. Σε πολλές πόλεις, όπως στην Αθήνα, αποκαλούνταν μέτοικοι. Όταν το καλούσε η ανάγκη, πολίτες και μέτοικοι στρατεύονταν και πολεμούσαν τους κοινούς εχθρούς της πόλης. Μοιρασμένοι στα νοικοκυριά βρίσκονταν πάντα και αρκετοί δούλοι. Από τον 6ο αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ. Οι περαστικοί ξένοι ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι στις πόλεις, με εξαίρεση τη Σπάρτη.
Όλες οι πόλεις χρειάζονταν οχύρωση (και πάλι εκτός από τη Σπάρτη) και, όταν βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, λιμάνια, δηλαδή φυσικούς όρμους για να αράζουν τα πλοία. Οι ναοί που ήταν κτισμένοι μέσα στο άστυ ξεχώριζαν συνήθως για τη λαμπρότητά τους. Για την οικοδόμησή τους καταβάλλονταν μεγάλα έξοδα και προσλαμβάνονταν οι ικανότεροι τεχνίτες. Η λατρεία των θεών ήταν υπόθεση όλης της πόλης. Οι εορτές έδιναν στη ζωή νόημα και ρυθμό. Τα ναΰδρια έξω από το άστυ μπορούσαν κάποτε να έχουν επίσης μεγάλη αξία. Συχνά όριζαν την επικράτεια και την κυριαρχία της πόλης. Φροντίζοντας και προστατεύοντας τους αγροτικούς ναούς, μια πόλη φρόντιζε και προστάτευε τη γη της. Η αγορά ήταν τόπος εργασίας, εμπορίου, συναθροίσεων και συζητήσεων.
Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού κόσμου οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ενότητες, που αποκαλούνταν ἔθνη. Συνεκτικό τους στοιχείο ήταν η συνείδηση μιας κοινής καταγωγής και η διαφύλαξη μιας κοινής λατρείας. Στα έθνη αυτά οι πόλεις (όσες υπήρχαν) και οι διακριτοί οικισμοί δεν διέθεταν πολιτική αυτονομία, αλλά συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αρκαδίας, της Αχαΐας, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Έως τον 4ο αιώνα, τα έθνη δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά αμέσως μετά ορισμένα από αυτά διευρύνθηκαν, δυνάμωσαν και επισκίασαν τις παλαιές πόλεις.
Η φανταστική Σχερία υπενθυμίζει ότι η πλήρης περιγραφή μιας πόλης περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ακόμη συστατικά στοιχεία: νερό, γη, μουλάρια ή βόδια και γάμους. Κανένας Έλληνας δεν ήταν τόσο αστόχαστος να θεμελιώσει πόλη σε περιοχή που δεν διέθετε ποταμό και άφθονα νερά - μολονότι από τις βροχοπτώσεις ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Πολλές μικρές πόλεις εκμεταλλεύονταν τα βουνά, τους λόφους και τα υψώματα. Εκτός από προστασία, οι ορεινοί όγκοι παρείχαν ξυλεία και προσφέρονταν για τη διαμόρφωση μικρών ιδιοκτησιών: περιβόλια και καλλιεργήσιμες πεζούλες - αἱμασιάς τις αποκαλούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες. Επιπλέον, και ίσως σημαντικότερο, στους πρόποδες των βουνών μπορούσαν να ζήσουν εύκολα τα κατοικίδια ζώα και να βρεθεί κατάλληλο κυνήγι.
Οι κάμποι ήταν συνήθως ευφορότεροι, αλλά απαιτούσαν καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη προστασία. Επιπλέον, ευνοούσαν τη διαμόρφωση μεγάλων ιδιοκτησιών και άφηναν άκληρους τους φτωχότερους πολίτες. Για την καλλιέργεια της γης, και μάλιστα για το όργωμα, ήταν απαραίτητα τα μουλάρια και τα βόδια. Όταν δεν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες, μπορούσαν να σύρουν τις άμαξες. Πολυτιμότερα ήταν τα βόδια, που προσφέρονταν και για τροφή. Η θυσία τους στους θεούς ήταν πάντα η επιφανέστερη. Πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, οι Έλληνες μετρούσαν με αυτά τις μεγάλες αξίες. Για την ξακουστή οικονόμο Ευρύκλεια (ταμίην και τροφόν την ονομάζει ο ποιητής) ο πατέρας του Οδυσσέα είχε πληρώσει είκοσι βόδια. Διαφορετικά, τις περιουσίες των αρχόντων τις μετρούσαν σε κοπάδια ζώων ή σε ετήσια παραγωγή δημητριακών.
Πόλεις δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς γάμους. Η αναπαραγωγή των κατοίκων, και μάλιστα των πολιτών, ήταν διαρκές μέλημα και έγνοια κάθε οργανωμένης κοινότητας. Τα συχνά γαμήλια γλέντια επιβεβαίωναν ότι μια πόλη είχε μέλλον.
Ιδανικό κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια και η πολιτική αυτονομία. Μια πόλη, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να παράγει όλα όσα είχε ανάγκη για την επιβίωση της και για την ευτυχία των κατοίκων της. Η πλήρης αυτάρκεια ήταν φυσικά μια ουτοπία που καμία ελληνική πόλη δεν μπόρεσε να επιτύχει. Κάθε τόπος είχε τους περιορισμούς του, ενώ οι επιθυμίες των ανθρώπων ούτε γνώριζαν ούτε γνωρίζουν όρια. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για την πολιτική αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τη φιλοδοξία να καθορίζει μόνη της την πολιτική της, να επιλέγει τους φίλους της και τους εχθρούς της. Αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο άλλων ελληνικών πόλεων, φανερά ή συγκαλυμμένα. Πολλούς αιώνες αργότερα όλες οι ελληνικές πόλεις βρέθηκαν ενωμένες κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι περισσότερες διατήρησαν ωστόσο τους βασικούς θεσμούς διοίκησης για τις εσωτερικές τους υποθέσεις καθώς και ένα αίσθημα διακριτής ταυτότητας και αυτόνομης ιστορικής διαδρομής.
Οι ελληνικές πόλεις είχαν διάφορα πολιτεύματα. Από τον 7ο αιώνα και ύστερα, ελάχιστες εξακολουθούσαν να διοικούνται από κληρονομικό άρχοντα. Ο θεσμός της βασιλείας ανήκε στο παρελθόν και επιβίωνε σε απόμακρες περιοχές, στη Σπάρτη και στον μύθο. Τα γνωστότερα πολιτεύματα ήταν η αριστοκρατία, όπου κυβερνούσαν οι ευγενείς (ἄριστοι), η τυραννία, όπου κυβερνούσε ένας άρχοντας (τύραννος) χωρίς κληρονομικά δικαιώματα στην εξουσία, η ολιγαρχία, όπου κυβερνούσαν λίγοι, εύποροι πολίτες, και η δημοκρατία, όπου κυβερνούσαν όλοι οι πολίτες (δῆμος).
Πολλούς αιώνες μετά την εποχή της μυθικής Σχερίας, ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τι δεν θα έπρεπε να λείπει από μια ελληνική πόλη: τα δημόσια κτίρια (ἀρχεῖα), ένας τόπος άθλησης και παιδείας (γυμνάσιον), το θέατρο, η αγορά, το νερό που διοχετεύεται σε κρήνη και σπίτια καλύτερα από απλές καλύβες με στρογγυλές στέγες. Ακόμη και αν δεν τα διέθετε αυτά, μια πόλη έπρεπε να έχει τουλάχιστον σύνορα (ὅρους), που περιέκλειαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια. Από τη σκοπιά του Παυσανία, η Σχερία ίσως να μην ήταν μια κανονική πόλη, καθώς από την περιγραφή της απουσιάζουν σημαντικά δημόσια κτίρια. Αλλά οι απαιτήσεις άλλαζαν μέσα στον χρόνο και μαζί τους άλλαζε κάπως η εικόνα μιας ολοκληρωμένης πόλης.
Περιγράφοντας τη Σχερία, ο ποιητής φρόντισε να τονίσει ότι τα πάντα ήταν ωραία και καλοφτιαγμένα: το λιμάνι, ο ναός, η αγορά, το σπίτι του βασιλιά. Επρόκειτο ασφαλώς για τόπο φανταστικό, όπου όλα ήταν τέλεια. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Σχερία ήταν επίσης αυτάρκης και αυτόνομη, τότε ασφαλώς πλησίαζε το ελληνικό ιδανικό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη - και ας μην είχε γυμνάσιο ή θέατρο.
Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα
Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 2.1-2.2 [σ. 31-42]). Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου.
Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.
Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.
Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.10, 11.11, 11.12 [σ. 213-228]). Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους.
Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης.
Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη.
Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του.
Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί.
Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.
Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού.
Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\
Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία.
Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 12 [σ. 245-277]). Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία.
Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου.
Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών.
Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό.
Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας (Χριστίδης κεφ. 3.4.6 [σ. 57-63], κεφ. 5 [σ. 91-107]). Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα.
Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού.
Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 1.4 [σ. 17-18]). Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.
Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.
Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και πολιτική ανεξαρτησία, οι διάλεκτοι της ελληνικής υπέστησαν περαιτέρω τοπικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο.
Στην Ιλιάδα οι κάτοικοι της Ελλάδας -ο ποιητής δεν τους αποκαλεί Έλληνες αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.
Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός
Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης. Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται (Κακριδής κεφ. 1.5 [σ. 36-39]).
Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ.
Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα.
Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό.
Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι.
Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί.
Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος.
Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος.
Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες.
Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους και τους πρόποδες των βουνών. Ο Ησίοδος αποκαλεί την Άσκρα, όπου κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες.
Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του.
Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν.
Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει. Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα.
Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.
Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο
Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση των θεών. Αναφέρει περιστασιακά τον Ωκεανό και την Τηθύν ως το θεϊκό ζεύγος από το οποίο εκβλάστησαν οι υπόλοιποι θεοί και υπαινίσσεται ότι η Νύκτα υπήρξε ίσως η σκοτεινή μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ολύμπια τάξη. Με το ερώτημα της αρχής του κόσμου και των θεών ασχολήθηκε πρώτος ο Ησίοδος. Στη Θεογονία έθεσε στον εαυτό του το εξαιρετικά δύσκολο έργο να απαριθμήσει όλες τις γενιές των θεών, ξεκινώντας από την πρώτιστη αρχή. Με τη συνδρομή των Μουσών, που τον ενέπνευσαν, τα κατάφερε περίφημα. Μέσα σε 1.000 περίπου στίχους ξετύλιξε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό πάνθεο, οργανώνοντάς το σε ένα πολυσχιδές γενεαλογικό δέντρο που εκτεινόταν σε τρεις γενιές: τη γενιά του Ουρανού και της Γαίας, τη γενιά του Κρόνου και της Ρέας και, τέλος, την κυρίαρχη γενιά του Δία και των υπόλοιπων ολύμπιων θεών που διοικούσαν το σύμπαν στο παρόν.
Ο μύθος διαδοχής, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της ησιόδειας Θεογονίας, προέρχεται από την Ανατολή. Πολλούς αιώνες πριν από την ανάδυση της θεογονικής ποίησης στην Ελλάδα, διάφοροι λαοί στην Εγγύς Ανατολή (Βαβυλώνιοι, Χετταίοι και άλλοι) είχαν δημιουργήσει και αναπτύξει επικές θεογονίες, των οποίων οι ομοιότητες με αυτή του Ησιόδου αποκλείεται να οφείλονται στην τύχη. Πώς ακριβώς τα ανατολικά έπη μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, τι είδους μεταφράσεις υπέστησαν και με ποιον τρόπο εμβολιάστηκαν στον κορμό των αυτόχθονων μύθων της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πάντοτε σαφές. Η περιοχή της Συρίας, πάντως, είναι ο πιθανότερος χώρος από τον οποίο, μέσω της Κύπρου και στη συνέχεια της Εύβοιας, έφτασαν οι ανατολικές επιρροές σε ελληνικό έδαφος.
Η ανατολική επίδραση φαίνεται επίσης στα έργα του υλικού πολιτισμού, κατά τον 8ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Ελεφαντοστό, πολύτιμοι λίθοι και σκαλισμένοι σφραγιδόλιθοι έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα θυμιάματα που άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία ήταν ανατολικής προέλευσης και συνέχισαν να εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο (κυρίως) έως το τέλος της αρχαιότητας. Χάλκινα και ασημένια αγγεία που προέρχονταν από εργαστήρια ανατολικών λαών, κάποια μάλιστα και με αραμαϊκές-φοινικικές επιγραφές, αφιερώνονταν σε ελληνικά ιερά. Λατρευτικά προσωπεία, που βρέθηκαν στη Σάμο και τη Σπάρτη, φέρουν αδιάψευστη τη σφραγίδα της Ανατολής. Ακόμη και οι πολύ γνωστές παραστάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, που κρατούν τον κεραυνό ή την τρίαινα στο δεξί χέρι, έχουν τις απαρχές τους σε ανατολικά πρότυπα.
Η επίδραση της Ανατολής υπήρξε εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Οι μεγάλοι κτιστοί βωμοί για μεγαλοπρεπείς θυσίες αντλούσαν από ανατολικά πρότυπα, και ο χαρακτηριστικός τύπος του ελληνικού ναού που πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο -το ιερό κτίριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού και αποτελούσε, με μια έννοια, την κατοικία του- έχει επίσης ανατολική προέλευση.
Για να δηλωθεί η σημασία του ανατολικού στοιχείου στην αναγέννηση της ελληνικής τέχνης και τεχνικής, η περίοδος του 8ου και του 7ου αιώνα ονομάζεται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς της τέχνης «ανατολίζουσα». Αλλά και ο πρώτος χάρτης της οικουμένης που σχεδιάστηκε στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα αποτελεί μετεξέλιξη ενός πολύ παλαιότερου βαβυλωνιακού προτύπου. Η επίδραση της Ανατολής δεν περιορίστηκε στην τέχνη.
Ο Ησίοδος αποτελεί ένα εξαίρετο πρώτο δείγμα της τάσης για γενίκευση, αφαίρεση και αναγωγή στο καθολικό, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη σχεδόν στο σύνολό της. Στον μύθο διαδοχής, τον οποίο ο ποιητής δανείστηκε από την Ανατολή, προστέθηκαν αφηρημένες θεότητες ως αρχέγονες δυνάμεις. Πρώτες και καλύτερες ήταν το Χάος και ο Έρως. Οι προσθήκες αυτές δείχνουν διάθεση φιλοσοφικής κατανόησης μέσα στην ίδια την παραδοσιακή ποίηση.
Χάος ήταν η πρώτιστη και αδιαμόρφωτη σκοτεινή άβυσσος πριν από κάθε διαφοροποίηση, και Έρως η κύρια δύναμη εξέλιξης του σύμπαντος, η ορμή που φέρνει στο φως κάθε τι νέο. Κατά τον Ησίοδο, το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, και αυτά γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αιθέρας ήταν η λαμπρή όψη του χώρου, δηλαδή το φωτεινό στερέωμα του μεσημεριανού ουρανού, και Ημέρα η λαμπρή φάση του χρόνου. Το φως, συνεπώς, αποτελούσε γέννημα του σκότους, και η γέννηση ήταν μια φανέρωση που παράγεται από τη σκοτεινή αφάνεια των πραγμάτων.
Με την εισαγωγή αυτών των απρόσωπων και αμυθολόγητων θεοτήτων ο Ησίοδος έθετε το ερώτημα της αρχής του σύμπαντος με τρόπο που έβγαινε έξω από τα στενά όρια της μυθολογίας. Η γενιά του Χάους, για παράδειγμα, στην οποία κυριαρχούν -θα λέγαμε σήμερα- οι απειλητικές και ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου, παρουσιάστηκε ως ένα γενεαλογικό δέντρο το οποίο δεν ενώνεται πουθενά με το κυρίαρχο γενεαλογικό δέντρο της Γαίας. Το χάος, κατά κάποιον τρόπο, περιβάλλει την τάξη του κόσμου και την απειλεί. Ο Έρως πάλι, που εμφανίστηκε στην αρχή της Θεογονίας, δεν είχε κανέναν εμφανή ρόλο να παίξει στη μεταγενέστερη αφήγηση. Η δράση του μπορούσε μόνο να υπονοηθεί μέσα από τις διαρκείς γεννήσεις και τις έριδες των θεών. Όταν ο Ησίοδος συνένωνε δικές του πρωτότυπες συλλήψεις με υλικό προερχόμενο από την Ανατολή, ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω από τον πέπλο των παραδοσιακών μύθων. Η διάθεσή του φαίνεται να αποσκοπούσε στον περιορισμό της εικονοποιίας, που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μυθολογίας, προς χάριν της ίδιας της αλήθειας. Έτσι θα ξεκινούσε αργότερα η φιλοσοφία.
Η σημασία των αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, και ειδικά της Αιγύπτου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα ταξίδια. Στους επόμενους δύο αιώνες όμως σημαντικοί άνδρες ταξίδεψαν πολύ, από περιέργεια και διάθεση γνώσης. Κάποιοι, όπως ο Σόλων και ο Πυθαγόρας, λέγεται ότι επισκέφθηκαν την Αίγυπτο και εντυπωσιάστηκαν από τον πολιτισμό της. Η χώρα αυτή είχε ήδη γεμίσει δέος και σεβασμό τις καρδιές εμπόρων και μισθοφόρων στρατιωτών, οι οποίοι για πρακτικότερους λόγους βρέθηκαν στην επικράτειά της. Τα εκπληκτικά αγάλματα των θεών, οι επιβλητικοί ναοί και οι πυραμίδες -όλα δημιουργήματα μιας εποχής πολύ προγενέστερης από οτιδήποτε ελληνικό- μαζί με τους θρύλους, τους μύθους και τις δοξασίες που διηγούνταν οι ιερείς των Αιγυπτίων για τους θεούς, τη ζωή και τον θάνατο προκάλεσαν τέτοιο πηγαίο σεβασμό στους Έλληνες ταξιδευτές ώστε πολλοί θεώρησαν τελικά ότι τα ελληνικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα παιχνίδια αν συγκριθούν με τα έργα του πολιτισμού αυτού. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πιστέψουν ότι ακόμη και τους θεούς τους οι Έλληνες τους είχαν δανειστεί από εκεί. Ο Ηρόδοτος, τον 5ο αιώνα, ήταν ένας από αυτούς.
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν ησιόδειο μύθο στον οποίο πέντε γένη ανθρώπων αντικαθιστούν διαδοχικά το ένα το άλλο, η ιστορική εξέλιξη στις ανθρώπινες κοινωνίες θεωρείται ως μια προοδευτική απομάκρυνση από τον κόσμο των απαρχών, έναν κόσμο εμβαπτισμένο στη μακαριότητα. Αυτό τον τέλειο κόσμο των απαρχών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη σε αγαστή συνεννόηση με τους θεούς, έτεινε να εγκαταστήσει στο παρόν κάθε γνήσια τελετουργία που ακολουθούσε τα πατρώα ήθη και συνοδευόταν από σχετική μυθική διήγηση. Οι συμμετέχοντες μεταφέρονταν έτσι στη μυθική εποχή ενός φανταστικού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που οι Έλληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν καίρια από αυτούς στον δρόμο που θα οδηγούσε στη δική τους πολιτιστική έκφραση. Οι ανατολικοί πολιτισμοί, και ιδίως αυτός της Αιγύπτου, βρίσκονταν εγγύτερα στις απαρχές.
Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία
Μερικές δεκαετίες μετά τον Ησίοδο, γύρω στο 630, μια αντιπροσωπεία κατέφθασε στους Δελφούς. Υπήρχε εκεί από παλιά ένα ιερό μαντείο που έδινε απαντήσεις (χρησμούς) στις ερωτήσεις των επισκεπτών του. Ο άρχοντας της Θήρας (που διατηρούσε τον τίτλο του βασιλιά), προσφέροντας πλούσια θυσία εκατό βοδιών (ἑκατόμβην), ζητούσε να λάβει διάφορες συμβουλές, προφανώς για το καλό του τόπου του. Τον συνόδευαν πολλοί συμπολίτες του και ανάμεσά τους ένας ευγενής που λεγόταν Βάττος. Αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έγιναν, η ιέρεια του μαντείου που ονομαζόταν Πυθία, από το στόμα της οποίας ακουγόταν η βούληση και η κρίση του Απόλλωνα, έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια ἀποικία, δηλαδή μια νέα πόλη, στη Λιβύη. Γέρος και δυσκίνητος καθώς ήταν ο βασιλιάς, παρέπεμψε την υπόθεση στον Βάττο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Θήρας δεν ήξεραν ούτε καν πού βρίσκεται η Λιβύη· προτίμησαν λοιπόν να αγνοήσουν τη θεϊκή εντολή. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σημειώνει και μια δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Βάττος είχε πάει από μόνος του στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για τη φωνή του, επειδή ήταν τραυλός. Πήρε πάντως τον ίδιο χρησμό. Μια άλλη, μεταγενέστερη πηγή ισχυρίζεται ότι ο Βάττος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θήρα μετά την ήττα του σε πολιτικές διαμάχες.
Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της Θήρας υποχρεώθηκαν από μια παρατεταμένη ανομβρία να υπακούσουν στον χρησμό. Ζήτησαν τη συνδρομή ενός ψαρά από την Κρήτη και, νησιώτες καθώς ήταν, έκαναν μια απόπειρα να εγκατασταθούν σε ένα νησί της Λιβύης. Ο ψαράς, που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μόνος στο νησί να το φυλάει, δέχτηκε τη βοήθεια ενός εμπορευόμενου καραβοκύρη από τη Σάμο. Στη συνέχεια έφτασαν και οι πρώτοι άποικοι, που δεν ήταν πολλοί. Χωρούσαν όλοι σε δύο πενηντάκωπα καράβια. Είχαν επιλεγεί με κλήρο, ένας γιος από κάθε οικογένεια, αντιπροσωπεύοντας όλα τα τμήματα του νησιού. Για γυναίκες δεν γίνεται λόγος. Η ελπίδα ήταν, προφανώς, ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες στον τόπο εγκατάστασης. Μη βλέποντας προκοπή, οι άποικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα, αλλά δεν έγιναν δεκτοί και αναγκάστηκαν με τη βία να πάρουν και πάλι τον δρόμο του ξενιτεμού. Στο τέλος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του μαντείου, εγκαταστάθηκαν στην ακτή της κτηνοτρόφου Λιβύης, όπως τη χαρακτήριζε ο χρησμός, σε μια τοποθεσία με δύο όμορφα λιβάδια που τα διέσχιζε ένας ποταμός.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλήθηκαν από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους. (Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν δώσει σημασία.) Τους υπέδειξαν λοιπόν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. (Δεν είχαν άλλωστε ούτε διάθεση ούτε δυνάμεις για να φέρουν αντίρρηση.) Η πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη.
Το μαντείο δεν τους λησμόνησε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδας να αναζητήσει εκεί μια καλύτερη ζωή. Στους νέους κατοίκους μοιράστηκαν κλῆροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι αισθάνθηκαν πια πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό.
Ο ποιητής Πίνδαρος, ήδη πριν από τον Ηρόδοτο, ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει επίσης τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οἰκιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό: σαν ήρωα.
Οι κάτοικοι της Κυρήνης διατήρησαν, καθώς φαίνεται, καλές σχέσεις με τον αρχικό τους τόπο, τη Θήρα. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από την ίδρυση της αποικίας, όταν αντιπρόσωποι από τη μητρόπολη τούς επισκέφθηκαν για να συσφίξουν τους δεσμούς. Όσα συμφωνήθηκαν χαράχτηκαν σε πέτρα, που τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα. Στην επιγραφή αυτή, που η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσυρε από τη λήθη, οι Θηραίοι υπενθύμιζαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αρχική επιλογή των αποίκων ήταν υποχρεωτική και ότι όποιος επιχειρούσε να διαφύγει καταδικαζόταν σε θάνατο. Εάν μέσα σε πέντε χρόνια δεν έβλεπαν προκοπή, τότε μόνο μπορούσαν να επιστρέψουν. Επίσης, ότι οι συγγενείς των πρώτων αποίκων που ζούσαν στη Θήρα είχαν δικαίωμα, εφόσον το επιθυμούσαν, να αποκτήσουν και αυτοί αδιάθετη γη στην Κυρήνη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει επίσης στο φως υπολείμματα του ωραίου πλακοστρωμένου δρόμου, από όπου διέρχονταν οι θρησκευτικές πομπές.
Οι αρχαίοι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Άλλοτε μεμονωμένα άτομα, άλλοτε οικογένειες και άλλοτε μεγάλες ομάδες ή ολόκληρες πόλεις εγκατέλειπαν με σχετική ευκολία τον τόπο τους για να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να βρίσκονται πολύ μακριά από την κοιτίδα τους. Εκεί έκτιζαν μια αποικία, δηλαδή μια νέα πόλη που διατηρούσε, όσο ήταν εφικτό, καλές σχέσεις με τη μητρόπολη. Τις δύο πόλεις ένωναν δεσμοί αίματος, κοινές παραδόσεις και θρησκευτικές συνήθειες. Όμως, η αποικία ήταν από την πρώτη στιγμή μια ανεξάρτητη κοινότητα. Εάν το έφερνε η ανάγκη, δεν δίσταζε να αναμετρηθεί πολεμικά με τη μητρόπολη, όπως αναμετρήθηκε κάποια στιγμή η Κέρκυρα με την Κόρινθο. Συνέβαινε συχνά μια αποικία να ιδρύσει αργότερα νέες, δικές της αποικίες. Οι κάτοικοι της Θήρας, που ίδρυσαν την Κυρήνη, προέρχονταν από τη Σπάρτη, ενώ κάτοικοι της Κυρήνης ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλες αποικίες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
Οι αιτίες για τις συχνές μετακινήσεις θα πρέπει να ήταν πολλές. Ορισμένοι Έλληνες, όπως ο πατέρας του Ησιόδου, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια. Άλλοι, όπως οι μυθικοί Φαίακες ή οι πραγματικοί Φωκαείς στην Ιωνία, ήθελαν να γλιτώσουν από επικίνδυνους γείτονες. Οι κάτοικοι της Θήρας πιέστηκαν, καθώς φαίνεται, από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από το πλεόνασμα του πληθυσμού, αυτό που δεν μπορούσαν να θρέψουν. Η συρρικνωμένη παραγωγή ενδέχεται μάλιστα να οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις, που επιβάρυναν το κλίμα περισσότερο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετακινήσεις έγιναν και για εμπορικούς λόγους. Αναζητώντας αγορές για τα προϊόντα τους και, κυρίως, πρώτες ύλες για την αναγκαία μεταλλοτεχνία τους, Έλληνες ναυτικοί έκτιζαν κάποτε σταθμούς σε κεντρικά περάσματα. Ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένες πόλεις.
Από το μέσον του 8ου έως το μέσον του 6ου αιώνα, το φαινόμενο των μόνιμων και μαζικών μετεγκαταστάσεων πήρε μαζικές διαστάσεις. Τόσο πολλές ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Εύξεινο Πόντο έως τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα στενά του Γιβραλτάρ, που άλλαξε η όψη της Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι ακτές γέμισαν με ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ᾽ όλα ιδρύονταν όχι με ατομικές πρωτοβουλίες αλλά με απόφαση των μητροπόλεων, που κάποτε συνεργάζονταν μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Δεύτερον, είχαν ως κύριο στόχο την εξεύρεση και εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, όχι τη διεξαγωγή εμπορίου. Τρίτον, έλυναν τα προβλήματα των μητροπόλεων απαλλάσσοντάς τες από πληθυσμιακό πλεόνασμα και όχι παρέχοντάς τους εμπορική, στρατιωτική ή πολιτική στήριξη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ελληνικός αποικισμός.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την κοινωνική σύνθεση των παλαιών πόλεων. Όλες είχαν πρωτίστως αγροτικό προσανατολισμό και, στις περισσότερες από αυτές, τις καλύτερες και ευφορότερες εκτάσεις γης τις κατείχαν λίγοι άνθρωποι, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Το κοινά αποδεκτό έθιμο διαμοιρασμού της κτηματικής περιουσίας σε όλους τους γιους οδηγούσε στον γρήγορο κατακερματισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών. Τις κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές που προκλήθηκαν επιδείνωνε ασφαλώς η αύξηση του πληθυσμού. Η απλούστερη λύση ήταν να απαλλαγούν οι πόλεις από τους κατοίκους που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με την επάρκεια την οποία απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.
Η ίδρυση νέων πόλεων δεν είναι σε όλες τις εποχές εφικτή λύση. Για την ακρίβεια, σπάνια είναι εφικτή σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως αυτός που διαπιστώθηκε τη συγκεκριμένη εποχή. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε καμιά άλλη ισχυρή εξουσία στη Μεσόγειο ικανή να ανακόψει την εξάπλωση των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Καρχηδόνας είχαν κυρίως εμπορικά συμφέροντα, ενώ οι Ετρούσκοι δεν είχαν ξεκινήσει την επέκτασή τους. Στην Ασία, οι Φρύγες, οι Λυδοί, οι (νεο-)Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι πολεμούσαν μεταξύ τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τη θάλασσα. Οι ακτές ήταν ελεύθερες για δράση στους Έλληνες, αρκεί να υπήρχε αποφασιστικότητα και μικρή στρατιωτική ισχύς. Όπου έβρισκαν έστω και στοιχειώδη αντίσταση, οι Έλληνες άποικοι συμβιβάζονταν, όπως στην περίπτωση της Κυρήνης, έως ότου γίνονταν επαρκώς δυνατοί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, απωθούσαν με τη βία τους παλαιούς κατοίκους, όπως έγινε στην περίπτωση των Συρακουσών, τις οποίες έκτισαν οι Κορίνθιοι. Η καλύτερη λύση ήταν πάντως να γίνεται η εγκατάσταση σε μέρος που δεν το διεκδικούσε κανείς.
Οι αποικίες με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα ήταν ελάχιστες και μπορούν να θεωρηθούν εξαιρέσεις. Πιο φημισμένη ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε ως κοινοπραξία διαφόρων Ελλήνων, με συγκατάθεση και εποπτεία από τις αιγυπτιακές αρχές. Επίσης η Κύμη, η παλαιότερη αποικία στην Ιταλία, από την οποία γινόταν, καθώς φαίνεται, εμπόριο μετάλλων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει μια ακόμη εγκατάσταση στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, γνωστή μόνο με τη σημερινή της ονομασία Αλ Μίνα, που αποτελούσε σταθμό για εμπορικές συναλλαγές με τους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας.
Πόσο πεινασμένοι ήταν κάποτε οι υποψήφιοι άποικοι το δείχνει ωραία μια αφήγηση. Ένας από αυτούς που ταξίδευαν για να εγκατασταθούν στη Σικελία πούλησε στη διάρκεια του ταξιδιού το κομμάτι γης (κλῆρον) που έμελλε να αποκτήσει με λαχνό (κλῆρον) για μια πίτα από μέλι.
Ο Ηρόδοτος αφηγείται και άλλη μια ωραία ιστορία, που την τοποθετεί γύρω στο μέσον του 6ου αιώνα. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινές εξορμήσεις και ανακάλυψαν την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Μια από τις πλέον φημισμένες αποικίες τους ήταν η Μασσαλία. Στην Ταρτησσό (έξω από τις στήλες του Ηρακλή) κέρδισαν τη φιλία του τοπικού βασιλιά σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους προσφέρθηκε νέος τόπος μόνιμης εγκατάστασης. Οι Φωκαείς προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους, μολονότι αντιμετώπιζαν ήδη την πίεση των Περσών. Δέχτηκαν πάντως άφθονα χρήματα από τον ξένο βασιλιά, για να οικοδομήσουν ισχυρό προστατευτικό τείχος.
Έφτασε ωστόσο η μέρα (γύρω στο 540) που δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην περσική πολιορκία. Αποφάσισαν λοιπόν με όρκους που έδιναν μεταξύ τους να ξενιτευτούν σε μια παλαιά τους αποικία στην Κύρνο, δηλαδή την Κορσική. Έβαλαν τα παιδιά, τις γυναίκες τους καθώς και όλη την κινητή τους περιουσία στα καράβια, μαζί με τα αγάλματα από τους ναούς και τα αναθήματα, και εγκατέλειψαν την πόλη τους στο έλεος των κατακτητών. (Τελικά το ταξίδι της μετεγκατάστασης το πραγματοποίησαν περίπου οι μισοί, αφού οι υπόλοιποι επέλεξαν τη σκλαβιά και επέστρεψαν.)
Στην Κορσική οι Φωκαείς, μαζί με τους παλαιούς αποίκους, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι Τυρρηνοί, δηλαδή οι Ετρούσκοι, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν την ανεξέλεγκτη δράση των Ελλήνων. Εξίσου ενοχλημένοι εμφανίστηκαν οι Καρχηδόνιοι.
Συνασπισμένοι οι δυο τους πολέμησαν (γύρω στο 535) εναντίον των Φωκαέων σε μια πολύνεκρη ναυμαχία με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Με κατεστραμμένα τα πλοία και πεσμένο το ηθικό, οι Φωκαείς μετακινήθηκαν οικογενειακώς για μία ακόμη φορά. Ως νέο τόπο εγκατάστασης επέλεξαν το Ρήγιο και από εκεί την Ελέα στην Κάτω Ιταλία.
Τα παθήματα των Φωκαέων δείχνουν πολύ παραστατικά τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Οι συνθήκες που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να ιδρύουν αποικίες σχεδόν όπου ήθελαν, από το ένα άκρο της Μεσογείου στο άλλο και ακόμη πιο πέρα, δεν ίσχυαν πια. Στην Ανατολή ο βασιλιάς των Περσών Κύρος κατάφερε να ιδρύσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε. Φτάνοντας στο Αιγαίο, άρχισε να καταλαμβάνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Στη Δύση πάλι, δύο μεγάλες δυνάμεις συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες: οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Καρχηδόνιοι στην Αφρική. Μετά τη σύγκρουσή τους με τους Φωκαείς, οι Ετρούσκοι συγκρούστηκαν με την ιταλική Κύμη (γύρω στο 525). Οι Κυμαίοι βγήκαν νικητές, αλλά ήταν πια φανερό ότι η περιοχή δεν τους χωρούσε όλους. Ο ελληνικός αποικισμός είχε φτάσει στα όριά του.
Οι ελληνικές πόλεις δεν συμμετείχαν όλες με τον ίδιο τρόπο στην ίδρυση αποικιών. Αρκετές δεν ίδρυσαν καμία, άλλες λιγοστές και άλλες πολλές - υπερβολικά πολλές για τον πληθυσμό τους. Η εικόνα αυτή είναι πάντως αρκετά απατηλή. Ο αποικισμός ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια κοινή ελληνική υπόθεση. Συνέβαινε κάποτε να συνεργαστούν δύο πόλεις από την αρχή. Σχεδόν πάντα υπήρχε θέση σε μια αποστολή και για κατοίκους από άλλες περιοχές. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κυρήνης, η προσέλευση νέων αποίκων ήταν συχνά αναγκαία για να αναπτυχθεί επαρκώς η νέα πόλη.
Δύο τουλάχιστον πόλεις φαίνεται ότι απείχαν συνειδητά από την ίδρυση αποικιών. Από την πολυπληθή Σπάρτη είχαν φύγει κάτοικοι μόνο για τη Θήρα και για τον Τάραντα στην Ιταλία, και αυτό έγινε κάτω από πολύ ειδικές πολιτικές συνθήκες. Από την Αθήνα πάλι, που ήταν επίσης μια πολυπληθής πόλη, δεν ιδρύθηκε καμία αποικία στο δυναμικό ξεκίνημα του αποικιστικού ρεύματος. Η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και δεν είχαν την πολυτέλεια να στερηθούν τις στρατιωτικές υπηρεσίες των πολιτών τους. Επέλεξαν έτσι διαφορετικές λύσεις στο δημογραφικό και κοινωνικό τους πρόβλημα.
Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή
Ο ποιητής Αρχίλοχος δεν φαίνεται να στενοχωρήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του δίπλα σε έναν θάμνο. Ίσως και να διασκέδαζε με τη σκέψη ότι τη βρήκε και τη χαιρόταν ένας Θράκας. «Εγώ πάντως σώθηκα», κομπάζει σε ένα του ποίημα. «Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί. Θα αποκτήσω άλλη διόλου χειρότερη.» Τα λόγια αυτά, όπως ήξερε καλά ο ποιητής, ηχούσαν προκλητικά στα αφτιά των ακροατών του. Η ποίησή του όμως ήταν σκόπιμα σκωπτική.
Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα - σε μια εποχή που ο Ησίοδος ενδέχεται να ήταν ακόμη ζωντανός (Κακριδής κεφ. 2.4.Β.ii.α [σ. 61-62]). Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά η μητέρα του ήταν δούλη. Αναζήτησε την τύχη του στη Θάσο ως άποικος και στη συνέχεια πρόσφερε με αμοιβή τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε διάφορα μέρη. Ταυτοχρόνως ήταν και ποιητής. Στην ποίησή του ανέδειξε θέματα της καθημερινής ζωής, όπως ο έρωτας ή το ναυάγιο, αλλά και θέματα παραδοξότερα, όπως τα αμύθητα πλούτη του βασιλιά της Λυδίας και η πλήρης έκλειψη ηλίου (του έτους 648). Τα παρουσίασε όλα με αμεσότητα, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό.
Ένας πολεμιστής θα πρέπει να είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να υμνήσει την άδοξη φυγή του από μια μάχη. Σύμφωνα με τα ιδανικά της εποχής, η προσωπική διάσωση δεν ήταν αρετή αλλά ανανδρία, ενδεχομένως ατιμία. Για να σκανδαλίσει περισσότερο, ο Αρχίλοχος ισχυρίστηκε ότι πέταξε το πολυτιμότερό του όπλο, την ασπίδα, που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ὅπλον. Τη θεωρούσαν τόσο σημαντική, ώστε οι πολεμιστές που την κρατούσαν ονομάζονταν ὁπλίτες και ο πόλεμος που διεξήγαν ὁπλομαχία.
Η ασπίδα (σάκος) που κρεμούσαν οι περισσότεροι ομηρικοί πολεμιστές στον ώμο τους με μια μακριά λουρίδα (τελαμῶνα) ήταν όσο γινόταν ελαφριά, για να τη γυρίζουν στην πλάτη και να προστατεύονται, όταν το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος και οι οπλίτες κρατούσαν μια στρογγυλή, βαριά και δυσκίνητη ασπίδα, κατασκευασμένη από ξύλο και κάποτε με μια λεπτή στρώση από ορείχαλκο στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ελληνική επινόηση ή, το πιθανότερο, για ελληνική τελειοποίηση. (Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι πρώτοι τη χρησιμοποίησαν οι Κάρες.) Ο πολεμιστής τη βαστούσε σταθερά, περνώντας τον αριστερό του βραχίονα μέσα από μια κεντρική λαβή, που λεγόταν ὀχάνη και πόρπαξ. Με την παλάμη του κρατούσε την ἀντιλαβήν, που βρισκόταν κοντά στην περίμετρο. Με κέντρο τη λαβή, η ασπίδα είχε έτσι ακτίνα λίγο μεγαλύτερη από το μήκος ενός ανθρώπινου βραχίονα. Πίσω της ο πολεμιστής μπορούσε να κρύψει μεγάλο μέρος του σώματος του, από τον λαιμό έως τα γόνατα. Στο κεφάλι φορούσε κράνος, που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια και το στόμα· στον κορμό, θώρακα και στις κνήμες περικνημίδες, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. Τον επιθετικό οπλισμό αποτελούσαν δόρυ με σιδερένια αιχμή και σιδερένιο ξίφος.
Με τον βαρύ αυτό οπλισμό, που ήταν πρωτίστως αμυντικός, ο πολεμιστής δεν είχε πολλά περιθώρια να επιδείξει τις δεξιότητές του και την ατομική του ανδρεία, όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ο μοναδικός ίσως τρόπος με τον οποίο μπορούσε να πολεμήσει ήταν σχηματίζοντας μαζί με τους συμπολεμιστές του μια συνεχή, σφιχτοδεμένη γραμμή. Πίσω της μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη γραμμή, όσο έφτανε το δόρυ του τελευταίου πολεμιστή να προβάλλει μπροστά από τον πρώτο.
Όλο αυτό το σώμα μαζί ονομαζόταν φάλαγξ ὁπλιτῶν. Βάδιζε εναντίον του εχθρού και έπεφτε επάνω του με ορμή. Με το δόρυ, και πολύ λιγότερο με το ξίφος, οι πολεμιστές προσπαθούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν κάποιους αντιπάλους, ώστε να διασπάσουν τις γραμμές τους. Περισσότερο όμως βασίζονταν στη συνολική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν. Οι μάχες αυτές, σε αντίθεση και πάλι με τις ομηρικές, δεν κρατούσαν πολλή ώρα και, έως τον 4ο αιώνα, σπάνια ήταν πολύνεκρες. Πολλά εξαρτόνταν από το πρώτο, αποφασιστικό χτύπημα. Όσο η φάλαγγα διατηρούσε τη συνοχή της δεν κινδύνευε. Όταν όμως ο εχθρός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές της, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν βέβαιο. Κυκλωμένη ή σε αταξία, δεν είχε πολλές δυνατότητες ανασύνταξης, αναγνώριζε την ήττα της και εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης στους νικητές. Αυτοί έστηναν τρόπαιο νίκης.
Η δύναμη της φάλαγγας των οπλιτών βασιζόταν ασφαλώς στη δύναμή τους και, ακόμη περισσότερο, στη συνοχή και την αλληλεγγύη τους. Ο πολεμιστής όφειλε από τη μια να υπακούει στον αρχηγό και από την άλλη να μην κάνει τίποτε ξεχωριστά από τους άλλους. Αυτό το δεύτερο μπορεί να ήταν σημαντικότερο από το πρώτο. Άλλωστε, στη διάταξη της φάλαγγας ο οπλίτης βρισκόταν συνήθως δίπλα σε έναν γνωστό του, έναν φίλο ή έναν γείτονα, με τον οποίο είχε ισχυρούς δεσμούς.
Την αυτενέργεια του οπλίτη απέτρεπε ένας σοβαρός λόγος. Η ασπίδα, με τον τρόπο που την κρατούσε, άφηνε ακάλυπτο τον δεξιό του ώμο. Για να τον προστατέψει, ήταν υποχρεωμένος να στέκεται κοντά στον δεξιό συμπολεμιστή του και να εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αριστερή πλευρά μιας ξένης ασπίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε οπλίτης πίεζε προς τα δεξιά και, όπως παρατήρησε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ανάγκαζε ολόκληρη την παράταξη να έχει πάντα μια δεξιά απόκλιση.
Ο ποιητής της Ιλιάδας περιγράφει συνήθως άλλου είδους μάχες. Οι αντίπαλοι στρατοί είναι πολυπληθείς, αλλά όταν φτάνει η ώρα της σύγκρουσης έχουν λίγα να προσφέρουν, πέρα από επευφημίες και αποδοκιμασίες. Το βάρος πέφτει σχεδόν πάντα στους ηρωικούς αρχηγούς, που συχνά περιφέρονται με άρματα. Η ομηρική μάχη είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια αναμέτρηση ευγενών πολεμιστών. Σε λιγοστές ωστόσο περιπτώσεις ο ποιητής φαίνεται να απομακρύνεται από την παράδοση και τη συνθετική του φαντασία. Αφήνει τότε να διαφανούν εικόνες της δικής του εποχής, όταν η νέα πολεμική τεχνική άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σε μια από τις σπάνιες περιγραφές αυτού του είδους εξηγεί ότι επιλέγονταν οι γενναιότεροι πολεμιστές και ότι στέκονταν ακλόνητοι μπροστά στον εχθρό. «Το δόρυ του ενός έσμιγε με του άλλου, η ασπίδα με την ασπίδα και το κράνος με το κράνος.» Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τι άλλα όπλα φορούσαν και τι κρατούσαν. Η νέα τεχνική ενδέχεται να δοκιμάστηκε στην αρχή με τον παραδοσιακό οπλισμό. Αλλά όταν κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ο καινούριος, κανείς δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει με τον παλαιό τρόπο. Το απαγόρευε πρώτη και καλύτερη η βαριά ασπίδα.
Η μετάβαση στο νέο είδος πολέμου δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης. Ολοκληρωμένη απαιτούσε οπλισμό με τεχνολογικές απαιτήσεις και πολεμιστές με συνοχή και υψηλό φρόνημα. Οι οπλίτες δεν ήταν ευγενείς ούτε επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν οι εύποροι αγρότες που είχε υμνήσει ο Ησίοδος και, ολοένα και περισσότερο, αγρότες από λιγότερο εύπορα νοικοκυριά. Τέτοιοι άνδρες υπήρχαν πολλοί. Ανάλογα με την πόλη και την περίσταση, αριθμούσαν από λίγες έως πολλές χιλιάδες. Για να στρατευτούν στις φάλαγγες χρειάζονταν δύο πράγματα: επαρκές εισόδημα, ώστε να προμηθευτούν τα ακριβά όπλα, και κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν.
Το ισχυρότερο κίνητρο για να εξοπλιστούν με δικά τους έξοδα και να πολεμήσουν ήταν η διασφάλιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Στη φάλαγγα των οπλιτών δεν πολεμούσαν ήρωες για τη δόξα και την τιμή τους, όπως ο Αχιλλέας, αλλά αγρότες για τη γη τους - και τη γη που ήλπιζαν να αποκτήσουν. Οι περισσότερες και συνηθέστερες συγκρούσεις της εποχής ήταν μεταξύ γειτονικών πόλεων για τη διεκδίκηση μιας σπιθαμής γης - περὶ γῆς ὅρων, όπως θα το διατύπωνε αργότερα ο Θουκυδίδης. Στην υπόθεση αυτή στρατεύτηκαν τόσο οι αγρότες των παλαιών πόλεων όσο και των αποικιών. Οι ανάγκες τους και οι αγώνες τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όταν τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κοντά σε αυτούς στρατεύονταν, σε ξεχωριστά σώματα, και οι φτωχότεροι πολίτες. Οι οικονομικές τους δυνατότητες επέτρεπαν μόνο έναν ελαφρύ οπλισμό, από τον οποίο έπαιρναν την ονομασία ψιλοί. Συνηθέστερα έριχναν ακόντια ή πετούσαν πέτρες.
Μετά την οπλιτική επανάσταση οι ευγενείς εξακολουθούσαν να φτάνουν στα πεδία των μαχών έφιπποι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης πολεμούσαν και αυτοί πεζοί. Το ιππικό άργησε να αξιοποιηθεί στις ελληνικές μάχες και μόνο σταδιακά ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις του πεζικού. Ακόμη και τον 5ο αιώνα, οι ιππείς έπαιζαν βοηθητικό ρόλο. Κινούνταν με ευελιξία, όπου υπήρχε ανάγκη, και καταδίωκαν τους ηττημένους. Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα όλες οι ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις μονάδες του ιππικού σε συνδυασμό με τις φάλαγγες των οπλιτών και τη δράση των ψιλῶν.
Ο ποιητής Τυρταίος ήταν λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο (Κακριδής 2.4.Β.iii.α [σ. 69]). Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του, προς το τέλος του 7ου αιώνα, οι κατακτημένοι από τους Σπαρτιάτες Μεσσήνιοι διεκδικούσαν την ελευθερία τους και απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της σπαρτιατικής πολιτείας. Ο Τυρταίος ανέλαβε να εμψυχώσει τους αποκαρδιωμένους Σπαρτιάτες. Σύμφωνα με την παράδοση, το πέτυχε με το παραπάνω. Με τα ποιήματα που έγραψε δοξάστηκε και ο ίδιος, κατακτώντας σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε ένα από αυτά δίνει άριστα το πολεμικό κλίμα της εποχής και αναδεικνύει τις αξίες του οπλίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθαίνει πέφτοντας στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για την πατρίδα του. Αντίθετα, είναι ντροπή να βρεθεί σκοτωμένος ο πιο ηλικιωμένος μπροστά από τους νέους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Εάν βρεθεί στην πρώτη γραμμή νεκρός ένας γεροντότερος, αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι, που όφειλαν να βρίσκονται μπροστά, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους.
Γίνεται έτσι φανερός ο σαρκασμός του Αρχίλοχου. Για να ξεφύγει από τη μάχη και να τρέξει μακριά, ο οπλίτης έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να ξεφορτωθεί τη βαριά του ασπίδα. Στον κόσμο των οπλιτών, η εγκατάλειψη της ασπίδας τα έλεγε όλα. Ῥίψασπις ήταν στη Σπάρτη ο λιποτάκτης, αυτός που διέπραττε τη μεγαλύτερη ατιμία. Ο Αρχίλοχος, πάντως, δεν ήθελε να παραστήσει τον δειλό ούτε τον αδιάφορο. Επέλεξε τον δικό του, αμφιλεγόμενο τρόπο να δοξάσει και αυτός τον ικανό πολεμιστή. Με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο που αναφέρθηκε στον εαυτό του, περιέγραψε και τον στρατηγό της αρεσκείας του: Δεν χρειαζόταν να είναι σωματώδης ή κορδωμένος και να καμαρώνει για τις πλεξούδες και το ξυρισμένο γένι του· μπορούσε να είναι μικροκαμωμένος και στραβοπόδης, αρκεί να πατάνε σταθερά τα πόδια του και να έχει ψυχή.
Ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι στη ζωή του. Έφτασε έως τη Χαλκίδα και πήρε μέρος στους αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αμφιδάμαντα. Κέρδισε ως έπαθλο τον τρίποδα και τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο Αμφιδάμας, όπως λεγόταν, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο που διεξήγαγε η πατρίδα του Χαλκίδα εναντίον της γειτονικής Ερέτριας και κηδεύτηκε ως ήρωας. Μολονότι νικητής στον ποιητικό αγώνα, ο Ησίοδος δεν θέλησε, όσο φανερώνουν τα γνωστά του ποιήματα, να αναφερθεί στα πολεμικά εκείνα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης, πάντως, πληροφορεί ότι η σύγκρουση δεν ήταν συνηθισμένη. Ενώ έως εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολεμούσαν μόνο εναντίον των γειτόνων τους για μια σπιθαμή γης, πρώτη φορά συνεργάστηκαν μεταξύ τους πολλές πόλεις, ακόμη και μακρινές. Στο πλευρό των Χαλκιδέων τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Σάμιοι, ενώ στο πλευρό των Ερετριέων οι Μιλήσιοι.
Αφορμή για τον πόλεμο ήταν και πάλι η καλλιεργήσιμη γη που χώριζε τις δύο πόλεις της Εύβοιας και ονομαζόταν Ληλάντιο Πεδίο· η γενίκευσή του όμως δείχνει ότι διακυβεύονταν πολλά άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας στο Αιγαίο και τη Δύση. Η αναμέτρηση αυτή έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων ως ένα πολεμικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Ο Ησίοδος είχε αρνηθεί να υμνήσει τον πόλεμο αλλά, θέλοντας και μη, ύμνησε έναν μεγάλο πολεμικό ήρωα.
Με το γλυκό τους χάρισμα με προίκισαν οι Μούσες
Στον κόσμο του Ομήρου οι ποιητές και οι μάντεις ήταν κοινωνικά προβεβλημένοι. Οι δύο διακριτές λειτουργίες τους αποτελούν πιθανότατα ιστορικό επιμερισμό μιας ενιαίας αρχικά φύσης: του χαρισματικού προφήτη, που προλέγει το μέλλον και μαντεύει το χαμένο μέσα στην αχλύ της λήθης παρελθόν. Η ενότητα αυτή έχει διατηρηθεί σε λογοτυπικές εκφράσεις που δηλώνουν ότι, με τη βοήθεια της Μούσας, ο ποιητής γνωρίζει και ανακοινώνει στο ακροατήριό του όχι μόνο τα παρελθόντα και τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα γεγονότα.
Οι δύο συναρτώμενοι κοινωνικοί σκοποί που αποδίδονται στους αοιδούς, η τέρψη και η διδαχή, αποτελούν μια παρακαταθήκη του Ομήρου η οποία διαχέεται στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστορίας. Οι ποιητές θεωρούνταν δάσκαλοι, ακόμη και παιδαγωγοί, και η διδασκαλία που παρείχαν αναγνωριζόταν ως ευχάριστη και τερπνή, όχι επίπονη όπως των άλλων επιμέρους δασκάλων μιας πρακτικής τέχνης. Παράλληλα, οι ποιητές, με τα λόγια που έρεαν από το στόμα τους γλυκά σαν το μέλι, έκαναν τους ανθρώπους να ξεχνούν τις μέριμνες του καθημερινού βίου και ανακούφιζαν τις έγνοιες τους.
Με την ανάδυση της λυρικής ποίησης και την απελευθέρωση του ρυθμού από τη μεγαλοπρεπή μονοτονία του δακτυλικού εξαμέτρου, οι ποιητές, τους δύο επόμενους αιώνες, άρχισαν να μιλούν όλο και περισσότερο για θέματα του παρόντος και για προσωπικές εμπειρίες. Συχνότατα εμβολίαζαν και λάμπρυναν το παρόν, το συγκεκριμένο και το προσωπικό, με καθολικότερα και αρχετυπικότερα στοιχεία καθώς και με πρότυπα του μυθικού παρελθόντος.
Το νέο πλαίσιο που δεξιώθηκε πολλά από τα καινούργια ποιητικά είδη ήταν το συμπόσιον των αριστοκρατών και άλλες, παρόμοιες με αυτό, συνάξεις της άρχουσας τάξης, όπως ο κύκλος της Σαπφώς και των μαθητριών της στη Λέσβο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-65]). (Η ίδια η λέξη συμπόσιον δείχνει τη σημασία που απέδιδαν οι αρχαίοι στο «κοινό ποτό» ως μέσο ενδυνάμωσης των κοινωνικών και των φιλικών σχέσεων.)
Μέσα στα συμπόσια η ποίηση της αρχαϊκής εποχής βρήκε νέες εκφραστικές και θεματικές φόρμες. Από την άλλη, οι θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις παρείχαν μονίμως αφορμή για δημόσιες ποιητικές παραστάσεις, συχνότατα με συνοδεία κύκλιου χορού. Οι τρεις ακόλουθες περιπτώσεις είναι ενδεικτικές της θεματικής πολυμορφίας των τραγουδιών στην αρχαϊκή εποχή.
Σπάρτη, δεύτερο μισό του 7ου αιώνα
Μια ποιητική σύνθεση του Αλκμάνα αποτελεί καλό δείγμα της ευρείας απήχησης που είχε η ποίηση στην κοινωνία (Κακριδής 2.4.Β.i [σ. 56-57]). Ένας πολυμελής χορός παρθένων τραγουδούσε και χόρευε. Το άσμα ονομαζόταν παρθένειον. Η ομορφιά των δύο πρώτων κοριτσιών του χορού, της Αγιδώς και της Αγησιχόρας, παρομοιαζόταν με το φως των ουράνιων σωμάτων και με τα υπερήφανα άλογα των αγώνων, που ήταν τα σύμβολα του πλούτου της αριστοκρατίας. Η εκδήλωση λάμβανε χώρα στο πλαίσιο ενός νυκτερινού εορτασμού προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας:
Ευτυχισμένος όποιος με ωραία διάθεση περνά τη μέρα στη χαρά.
Εγώ όμως τραγουδώ της Αγιδώς το φως. Τη βλέπω σαν τον ήλιο
που αυτή για μας πιστοποιεί ότι όντως λάμπει.
Ωστόσο, ούτε να την επαινώ, μα ούτε και να την ψέγω
μου επιτρέπει η ξακουσμένη πρώτη του χορού, έτσι που υπερέχει:
σαν ίππος πλάι σε πρόβατα -στιβαρός, νικηφόρος, με οπλές θορυβώδεις-
δοσμένος σε όνειρο μεσημεριανό κάτω από βράχο.
[…]
Αυτή ᾽ν᾽ η Αγησιχόρα.
Και η επόμενη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
θα παραβγεί στο τρέξιμο μ᾽ αυτές σαν άλογο Σκυθών δίπλα σε κελτικό.
Σε σύγκριση με μας που φέρνουμε τον πέπλο της Ορθίας μέσα σε θεία νύκτα,
αυτές είναι οι Πλειάδες: δείτε πώς λάμπουν
σβήνοντας και τον Σείριο καθώς μεσουρανούν!
Η ομορφιά των νεαρών κοριτσιών ήταν το αντίστοιχο της ανδρείας του πολεμιστή. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σάμο, υπήρχαν θεσμοθετημένα καλλιστεία για την ανάδειξη της ωραιότερης κόρης. Με τον ίδιο τρόπο που οι πολεμιστές έριζαν στη μάχη για να αναδείξουν την αρετή τους, τα κορίτσια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φανούν θελκτικότερα. Στο παρθένειο του Αλκμάνα περιγράφονται να φορούν χρυσά κοσμήματα, σπάνια πορφυρά ρούχα, εξαρτήματα της κόμης φερμένα από την Ανατολή. Όλες βέβαια αναγνώριζαν την έκπαγλη ομορφιά της Αγησιχόρας. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να υμνήσουν υπερβολικά τη γοητευτικότατη Αγιδώ.
Η λάμψη της αντικειμενικής ομορφιάς προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό, αλλά γεννούσε επίσης ζήλια. Στην πραγματική ζωή της Σπάρτης κάποια κορίτσια οπωσδήποτε θα είχαν σκεφτεί να πετύχουν με ξόρκια την πρόωρη γήρανση, την απόσυρση μέσω του γάμου ή ακόμη και τον αφανισμό της Αγησιχόρας. Η σκοτεινή αυτή πλευρά του ανταγωνισμού δεν βρήκε βέβαια χώρο έκφρασης στην υμνητική ποίηση της αρχαϊκής εποχής.
Μέγαρα, πρώιμος 6ος αιώνας
Σε συμπόσιο αριστοκρατών ο ποιητής Θέογνις απήγγειλε μια ελεγεία, με την οποία φαινομενικά τιμούσε τον φίλο του Κύρνο, ενώ στην ουσία εγκωμίαζε την τέχνη του λόγου (Κακριδής 2.4.Β.iii.ε [σ. 72]). Η δύναμη της ποίησης να παράσχει την αθανασία βρήκε στην ελεγεία αυτή την αποκορύφωσή της:
Κύρνε, σου χάρισα φτερά ανάλαφρα
να σε σηκώσουν πάνω από την απέραντη θάλασσα και ολάκερη την οικουμένη.
Παντού σε όλα τα συμπόσια και τις γιορτές θα βρίσκεσαι και συ,
όλοι τους θα ᾽χουνε για σε να λένε.
[…] Και όταν στα σπλάχνα
της μαύρης γης θα κατεβείς,
όταν θα φτάσεις στο πολυστέναχτο παλάτι του Άδη,
ούτε και τότε, αν και νεκρός, θα ξεχαστείς.
Όλοι θα σε θυμούνται,
αθάνατο θα ᾽ναι στους ανθρώπους το όνομά σου.
Πόσο έντονα πρέπει να αισθάνονταν οι αρχαίοι την υμνητική δύναμη της ποίησης· πόσο μεγάλη πρέπει να ήταν η επιθυμία τους για αθανασία· και πόσο ισχυρή η πεποίθησή τους ότι άλλη ζωή, εκτός από την παρούσα, δεν υπάρχει, για να καταφεύγουν με τόσο πάθος στη μνήμη των μεταγενέστερων γενεών προκειμένου να διατηρήσουν, ως μοναδικό αντίβαρο στον θάνατο, την αιώνια διατήρηση του ονόματός τους!
Κολοφών της Ιωνίας ή Ελέα της Κάτω Ιταλίας, ύστερος 6ος αιώνας
Ο Ξενοφάνης απήγγειλε μια ελεγεία που αναφερόταν στην ίδια τη συμποτική πράξη και τις συνθήκες της (Κακριδής 2.4.Α [σ. 50-51]). Το ποίημα αποτελεί την πρωιμότερη διαθέσιμη πηγή για την οργάνωση των αριστοκρατικών συμποσίων:
Τώρα το δάπεδο είναι καθαρό κι όλων τα χέρια επίσης - ομοίως οι κύλικες.
Ένας κοσμεί αρμονικά τα κεφάλια μας με πλεγμένα στεφάνια
και άλλος εύοσμο μύρο από φιάλη μάς προσφέρει.
Ο κρατήρας στέκεται γεμάτος τη χαρά μας.
Κι άλλο κρασί είναι έτοιμο -ποτέ δεν θα μας λείψει-
κρασί γλυκό σε πήλινα αγγειά και που μοσχομυρίζει άνθη.
Το λιβάνι, στο κέντρο, αναδίδει αγνή μυρωδιά
και το νερό είναι ψυχρό κι ευχάριστο και καθαρό.
Δίπλα μας βρίσκονται καρβέλια ξανθά και πλούσιο τραπέζι
που βαραίνει απ᾽ το τυρί και το παχύ το μέλι.
Στη μέση ο βωμός με άνθη στολισμένος.
Τραγούδι διαχέεται σ᾽ ολόκληρο το σπίτι - καθώς επίσης και χορός.
Συμπόσια διεξάγονταν στην Ελλάδα από την αρχαϊκή εποχή έως το τέλος της αρχαιότητας και αποτελούσαν δείγματα του ελληνικού τρόπου διασκέδασης. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα ήταν φανερή σε όλες τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης. Οι συμπότες, ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, στεφανωμένοι με άνθη και αρωματισμένοι, όριζαν έναν κύκλο γύρω από τον στολισμένο βωμό στο κέντρο της συνεστίασης. Λιβάνι έκαιγε στον φρεσκοπλυμένο χώρο. Κοντά στον βωμό έστεκε ο μεγάλος κρατήρας, όπου οι δούλοι αραίωναν τη μεθυστική δύναμη του κρασιού με τέσσερα μέρη δροσερού νερού και κατόπιν κερνούσαν τους συνδαιτυμόνες. Άκρατον οίνο έπιναν μόνο οι θεοί. Σε αυτούς προσφέρονταν οι προκαταρκτικές σπονδές πριν από την έναρξη της οινοποσίας των θνητών. Τα εδέσματα, άλλοτε τόσο απλά όπως ρεβίθια ή ξερά σύκα και άλλοτε πιο πλουσιοπάροχα, ήταν τοποθετημένα σε χαμηλά τραπεζάκια για εύκολη πρόσβαση. Με τον αριστερό αγκώνα ακουμπισμένο στο ανάκλιντρο, οι συμπότες είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν το ελεύθερο δεξί τους χέρι για φαγητό, ποτό και εκφραστικές χειρονομίες. Οι πάντες μπορούσαν να παρατηρούν και να σχολιάζουν τους πάντες. Στα πλούσια συμπόσια αυλητρίδες έπαιζαν μουσική, ορχηστρίδες χόρευαν και τραγουδούσαν, εταίρες παρείχαν τα ερωτικά θέλγητρά τους. Αυτές ήταν οι μόνες γυναικείες παρουσίες. Ελεύθερες γυναίκες δεν συμμετείχαν. Τα συμπόσια ήταν υπόθεση ανδρών - και μάλιστα πλουσίων, που είχαν τον χρόνο και την οικονομική δυνατότητα για διασκεδάσεις.
Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί…
Ο Πυθαγόρας παρομοίασε την ανθρώπινη ζωή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Άλλοι έρχονται για ν᾽ αγωνιστούν», είπε, «άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα.» Να είναι κάποιος θεατής του κόσμου ήταν για τον Πυθαγόρα το σπουδαιότερο επίτευγμα. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι παλαιότερα. Δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του, το 776, όταν καταγράφηκαν οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τη ζωή ως αγώνα και έδιναν προβάδισμα στην πράξη και τη νίκη, όχι στη θεωρία και τη νόηση.
Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων ως ενιαίου λαού. Από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Πλήρης συμφωνία δεν επιτεύχθηκε βέβαια ποτέ ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Η καθεμία είχε το δικό της σύστημα μέτρησης του χρόνου, βασισμένο στη μυθολογία και την ιστορία της. Ωστόσο, οι αγώνες της Ολυμπίας έγιναν σταδιακά κοινό ορόσημο.
Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων. Η θρησκευτική σημασία του τόπου όμως έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. (Τη μυστηριώδη γαλήνη του τόπου μπορεί και σήμερα να διαισθανθεί ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.) Αρχικά η Ολυμπία, όπως και οι Δελφοί, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκε στη δικαιοδοσία καμίας πόλης. Αργότερα την προστασία της ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου. Στους αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο για μια πανήγυριν. Ομαδικά αθλήματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας αγωνιζόταν για τον εαυτό του και τη δική του δόξα - και φυσικά η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι και βεβαίως η πόλη δοξάζονταν αντανακλαστικά από κάθε ατομική νίκη. Όπως στον Όμηρο ο πολεμιστής, έτσι και εκεί ο αθλητής ήταν μόνος εναντίον όλων - ή μόνος προς μόνο. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος, έκριναν τους νικητές και παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα μόνο άνδρες. Οι γυναίκες αποκλείονταν.
Κατά τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος. Οι περισσότεροι όμως έρχονταν για να δουν. Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι, οι κριτές ονομάζονταν χαρακτηριστικά ἑλλανοδίκαι και οι εμπόλεμες πόλεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη μετάβαση και παραμονή αθλητών και θεατών στην Ολυμπία υποχρεώνονταν να συνάψουν εκεχειρία. Ο πραγματικός πόλεμος σταματούσε για να ξεκινήσει ο συμβολικός πόλεμος αυτών που αγωνίζονταν.
Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί - απ᾽ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Η αγωνιστική γυμνότητα ήταν ελληνική επινόηση παντελώς άσχετη προς τον φυσικό πρωτογονισμό. Μάλιστα, από τις αρχές του 6ου αιώνα γυμνάσια (δηλαδή γυμναστήρια) άρχισαν να οικοδομούνται στις περισσότερες πόλεις, για να διευκολυνθεί η προετοιμασία - κυρίως για τους αγώνες, δευτερευόντως για τον πόλεμο.
Από τα αθλήματα οι δρόμοι, τα ιππικά και τα πολεμικά αγωνίσματα ήταν αυτοτελή. Τα υπόλοιπα τρία αγωνίσματα -δίσκος, άλμα, ακόντιο- ήταν μέρη του πεντάθλου, μαζί με την πάλη και το στάδιον. Αυτό το τελευταίο, αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα. Το 724 εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. (Μαραθώνιος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ.) Στο τέλος του αιώνα εγκαινιάστηκε το πένταθλο και η πάλη.
Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην ὁπλιτοδρομίαν - έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το ὅπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα.
Η επιτυχία των πρώτων πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο μεγάλο πανελλήνιο κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582). Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις βασικοί πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη.
Ο αθλητισμός που αναπτύχθηκε τόσο οργανωμένα στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν συνέπεια του αγωνιστικού ήθους. Από τη μια, βίαιες συγκρούσεις και έριδες θεών, πόλεμοι και θανατώσεις ανθρώπων· από την άλλη, τάση υπεροχής, ανταγωνισμός και άμιλλα των ομοτέχνων: αυτός ήταν ο αρχαϊκός κόσμος. Εκτός από μέσο βελτίωσης της σωματικής ρώμης που ήταν απαραίτητη στον πόλεμο, οι αγώνες λειτουργούσαν επίσης και ως δίοδοι ειρηνικής εκτόνωσης της επιθετικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μια φυσική ροπή υπεροχής και επικράτησης με δυνητικά ολέθριες συνέπειες μετατράπηκε σε πολιτιστικό αγαθό με το μικρότερο δυνατό κόστος σε απώλεια ανθρώπινων ζωών. Διότι βέβαια δεν είναι λίγες οι μαρτυρημένες περιπτώσεις αθλητών που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο από τα βίαια αθλήματα - «τόσο ήταν το πάθος τους για τη νίκη», δήλωναν με υπερηφάνεια οι θλιμμένοι συγγενείς και φίλοι.
Η προπόνηση, η γυμνή άθληση και η παρακολούθηση των αγώνων συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης του ωραίου σώματος ως εστιακού σημείου φανέρωσης της ομορφιάς. Τα πρώτα αγάλματα γυμνών νέων, γνωστά ως κοῦροι, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα. Ακολούθησαν αγάλματα πεπλοφόρων νεανίδων, γνωστά ως κόραι. Η παραγωγή εντάθηκε κατά τον επόμενο αιώνα. Οι κούροι και οι κόρες, με αυτό το αινιγματικό και γεμάτο βαθύτητα για την ανθρώπινη κατάσταση μειδίαμα, εικονίζουν είτε θνητούς στο απόγειο του νεανικού σφρίγους είτε τους αιώνιους θεούς. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη τα δύο αυτά διακριτά πεδία συγχέονταν εύκολα, γιατί η ομορφιά των θεών και των ανθρώπων ήταν μία.
Παράλληλα με την ανάδειξη της αριστείας σε δύναμη και κάλλος, οι πανελλήνιοι αγώνες δεξιώθηκαν και άλλες μορφές ανταγωνισμού. Οι ιπποδρομίες και ακόμη περισσότερο οι αρματοδρομίες με τέσσερα άλογα (τέθριππον) ήταν το πεδίο επίδειξης των πλούσιων γαιοκτημόνων, διότι η ιδιαίτερα δαπανηρή συντήρηση αλόγων υπήρξε σύμβολο της αριστοκρατίας. Στις πανελλήνιες αγωνιστικές συνάξεις δινόταν επίσης η δυνατότητα σε ποιητές και μουσικούς να κάνουν επίδειξη της τέχνης τους. Αγώνες οργανικής μουσικής και, κυρίως, τραγουδιού συνοδευόμενου από λύρα καθώς και αγώνες ρυθμικής απαγγελίας παλαιών και νέων επών εντάχθηκαν, μαζί με τα κυρίως γυμνικά αθλήματα, στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Από τον 4ο αιώνα, ακόμη και κήρυκες και σαλπιγκτές ανταγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νίκη στην ένταση της φωνής ή της σάλπιγγας.
Οι ποιητικοί αγώνες ήταν γνωστοί από παλιά. Το πρώτο βραβείο που κέρδισε ο Ησίοδος ήταν ένας πολύτιμος τρίποδας. Η νίκη είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αξία του επάθλου, το οποίο ο ποιητής αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά κυρίως για τη δόξα της πρωτιάς. Στην αρχαϊκή εποχή δύσκολα θα βρούμε τομέα της ανθρώπινης ζωής που να μη διαποτίστηκε από το αγωνιστικό ιδανικό. Η επική ποίηση είχε και πάλι δείξει τον δρόμο. Ο Οδυσσέας σκότωσε τους επίδοξους μνηστήρες της συζύγου του στο πλαίσιο ενός αγώνα δεξιοτεχνίας και δύναμης στον χειρισμό άκαμπτου τόξου. Ο ίδιος είχε νωρίτερα προκαλέσει σε αγώνα θερισμού τον μνηστήρα που αμφισβήτησε τις γεωργικές ικανότητές του. Ακόμη πιο πριν, στο νησί των Φαιάκων, ο Αλκίνοος, για να τιμήσει την αναχώρηση του ξένου του, διέταξε αγώνες χορού, μουσικής και ρίψεων. Εκεί ο Οδυσσέας απάντησε εμπράκτως σε όσους τον αμφισβητούσαν, ρίχνοντας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τον δίσκο μακρύτερα από όλους. Είχε κατηγορηθεί ότι είναι έμπορος και, συνεπώς, άπειρος στα αθλητικά. Σε παρόμοιο ανταγωνισμό βρίσκονταν οι όμορφες κοπέλες του χορού στη Σπάρτη του Αλκμάνα, καθώς και ο Θέογνις που διατεινόταν ότι δοξάζει τον φίλο του καλύτερα από κάθε άλλο ποιητή.
Οι αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών Αγώνων. Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά:
Εφήμεροι οι άνθρωποι· τι είναι ζωντανός; και τι νεκρός;
Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος.
Ωστόσο, συνέχισε:
Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί,
φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή.
Η λάμψη για την οποία μιλούσε ο Πίνδαρος ήταν η δόξα της νίκης. Η μάταιη και άφεγγη ζωή γινόταν υποφερτή εξαιτίας αυτής της θεόσδοτης αίγλης. Η ιστορία όμως είχε και τη σκοτεινή της όψη, την πλευρά των ηττημένων. Αυτοί, μας λέει ο Θηβαίος λυρικός,
όταν ήρθαν πίσω στις μανάδες τους,
δεν σηκώθηκε ολούθε η γλυκιά χαρά του γέλιου,
αλλά μακριά από τους εχθρούς τους κρύβονταν στα σοκάκια,
ντροπιασμένοι απ᾽ το δάγκωμα της ήττας.
Πάντα πλήρη θεῶν
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν λέξη για τη θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν οι θρησκευτικές πρακτικές συνυφασμένες με άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης που δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν τη θρησκευτικότητα. Οι Έλληνες, επίσης, δεν είχαν ιερά βιβλία (όπως είναι η Βίβλος ή το Κοράνι) ούτε ξεχωριστή τάξη ιερέων, όπως υπήρχε σε πολλά μέρη της Εγγύς Ανατολής. Τη θρησκεία τους τη μάθαιναν στην πράξη, μέσα από συμμετοχή σε ιερές τελετουργίες και εορτές. Τις περισσότερες φορές ιερείς ήταν αξιοσέβαστοι πολίτες που επιλέγονταν με συγκεκριμένη θητεία - όπως και οι άλλοι αξιωματούχοι της πόλης. Κάθε ιερέας ή ιέρεια είχε τη φροντίδα ενός συγκεκριμένου ναού ή λατρείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός από εκείνους που εκλέγονταν διά βίου (όπως η Πυθία στους Δελφούς) ή προέρχονταν από τις ελάχιστες ιερατικές οικογένειες της Ελλάδας (όπως ήταν οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην Ελευσίνα).
Όσον αφορά τη γέννηση και τη δράση των θεών, υπήρχαν πάντοτε οι ποιητές για να υμνούν τους θεούς και να διδάσκουν συγχρόνους και μεταγενέστερους. Τόση ήταν μάλιστα η αίγλη των ποιητών σε θέματα θεολογικά, ώστε ο Ηρόδοτος θεώρησε ότι τη μυθολογία των Ελλήνων τη δημιούργησαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος.
Ο Ηρόδοτος είχε και δίκιο και άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν ανακάλυψαν τους μύθους των θεών. Οι μύθοι υπήρχαν από πολύ παλιά και μετασχηματίζονταν με την προφορική μετάδοση στο μήκος πολλών γενεών. Οι ποιητές αυτοί όμως, και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ένδοξοι, πήραν τις λαϊκές διηγήσεις, τις αφηγήθηκαν ξανά και ξανά και τις συστηματοποίησαν τόσο υποδειγματικά, ώστε οι Έλληνες κατέφευγαν τελικά σε αυτούς για να μάθουν τι έκανε σε μια δεδομένη περίσταση η Ήρα ή ο Απόλλων.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ζήτημα προσωπικών πεποιθήσεων και πίστης. Ήταν πρωτίστως λατρεία, δηλαδή ενεργητική συμμετοχή σε εορτές και πανηγύρεις, πομπές και τελετουργίες. Οι λατρευτικές αυτές πρακτικές διάνοιγαν ή ανανέωναν τους διαύλους επικοινωνίας των ανθρώπων με την αθάνατη φύση. Η κατεξοχήν και σχεδόν πανταχού παρούσα πράξη λατρευτικής επαφής με τους θεούς ήταν η θυσία.
Θυσία είναι γενικά μια αποστέρηση αγαθών και η προσφορά τους στους θεούς, δηλαδή η αφ-ιέρωση. Οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν πολύτιμο για τη ζωή τους, από τα πρώτα δείγματα σοδειάς του χωραφιού τους (ἀπαρχάς) έως και τον έφηβο γιο ή τη μονάκριβη κόρη τους, μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο θυσίας, πραγματικής ή φαντασιακής. Στην αρχαία Ελλάδα οι ανθρωποθυσίες, τις οποίες γνωρίζει ο Όμηρος, περιορίστηκαν στον μύθο και αντικαταστάθηκαν στην πραγματική λατρεία από συμβολικές θανατώσεις ανθρώπων - μάλλον επειδή θεωρήθηκαν ιδιαίτερα βάρβαρες για μια πολιτισμένη κοινωνία. Το αίμα από τις θυσίες των ζώων, όμως, έρεε άφθονο σε κάθε εκδήλωση θρησκευτικότητας.
Το πιο αγαπημένο θύμα ήταν το βόδι, λόγω της μεγάλης αξίας του και του εντυπωσιακού του όγκου. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο ζώο - ακόμη και το άλογο ή ο σκύλος, κάποτε μάλιστα και άγρια ζώα πιασμένα ειδικά για την περίσταση. Πριν από την έναρξη της μάχης και για να ευοδωθεί η έκβασή της, θυσιάζονταν κατσίκες στην Άρτεμη. Οι Έλληνες, και κυρίως οι ιδιαίτερα θεοφοβούμενοι Σπαρτιάτες, μετέφεραν στις εκστρατείες τους ολόκληρα κοπάδια ζώων για τις απαραίτητες θυσίες.
Η επιλογή του θύματος σχετιζόταν με τη θεότητα στην οποία απευθυνόταν η προσφορά και καθοριζόταν, συχνά με εξονυχιστική ακρίβεια, από απαράβατους ιερούς νόμους. (Ορισμένοι σώζονται σε επιγραφές.) Γενικά, για τις σκοτεινές και επικίνδυνες θεότητες της γης θυσιάζονταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ζώα μαύρου χρώματος, τα οποία καίγονταν ολόκληρα στην πυρά ενός σκάμματος πάνω στο χώμα (βόθρου ή ἐσχάρας), αφού πρώτα το αίμα τους είχε ποτίσει τη γη. Αυτά ήταν τα ὁλοκαυτώματα και συνέβαιναν σπανιότερα. Η συνηθέστερη θυσία αφορούσε τους μεγάλους ολύμπιους θεούς και γινόταν στο άπλετο φως της ημέρας. Σε αυτές τις πολύ συχνότερες περιπτώσεις οι παρευρισκόμενοι συμμετείχαν μαζί με τους θεούς σε μια συμβολική ευωχία, κατά την οποία οι αιθέριοι θεοί απολάμβαναν τις οσμές του καμένου λίπους και οι θνητοί τρέφονταν, λίγο πιο υλικά, με τα εντόσθια και το κρέας.
Η τελετουργική θανάτωση ενός ζωντανού γέμιζε τους συμμετέχοντες με ιερό δέος για τη σχέση ζωής και θανάτου. Σε αυτό αποσκοπούσε η απαραίτητη δραματοποίηση, που ήταν μέρος κάθε θυσίας ζώου. Ο Όμηρος, η εικονογραφία και άλλες μεταγενέστερες πηγές φανερώνουν τις λεπτομέρειες, καθώς το τελετουργικό της θυσίας διατηρήθηκε αναλλοίωτο για αιώνες.
Οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν τη θυσία όρθιοι, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από το κέντρο που σηματοδοτούσε ο βωμός με την αναμμένη πυρά. Ένας ταύρος με χρυσωμένα τα κέρατα οδηγούνταν στον βωμό. Ο ιερέας ράντιζε αρχικά το κεφάλι του ζώου με νερό. Το ανάγκαζε έτσι να κατανεύσει συμβολικά στη θανάτωσή του. Η φωτιά τονωνόταν με σπονδές άκρατου οίνου. Μετά ο ιερέας έκοβε λίγες τρίχες από το μέτωπο του ζώου και τις πετούσε στη φωτιά ως απαρχή της προσφοράς που θα ακολουθούσε. Από ένα καλάθι με κριθάρι, όπου ήταν κρυμμένο το μαχαίρι της σφαγής, ο ιερέας έριχνε λίγους σπόρους πάνω στον ταύρο και έβγαζε το φονικό όπλο. Όλα ήταν έτοιμα για τη φοβερή κορύφωση της τελετής. Με ένα απότομο και επιδέξιο χτύπημα ο ιερέας ανάγκαζε τον ταύρο να αναπηδήσει και κατόπιν να σωριαστεί στο έδαφος. Μετά έκοβε τη βασική αιμοφόρο αρτηρία του λαιμού. Το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας. Οι παρευρισκόμενοι, και ιδίως οι γυναίκες που ως τότε παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, έβγαζαν τώρα σπαρακτικές κραυγές (ὀλολυγάς). Η θανάσιμη και χαίνουσα πληγή του ταύρου στρεφόταν προς τον βωμό για να τον ραντίσει με αίμα. Ακολουθούσε η εκδορά του ζώου και ο τεμαχισμός του σώματος με βάση τις αρθρώσεις. Τα οστά καλύπτονταν με λίπος και τοποθετούνταν στην πυρά για τους θεούς. Τα βρώσιμα μέρη ψήνονταν για να αναλωθούν επιτόπου μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα γλεντιού μαζί με κρασί. Η ιερή πράξη τελέστηκε με επιτυχία. Οι θεοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Το ίδιο και οι θνητοί.
Θυσία ήταν η τελετουργική πράξη που καθαγίαζε τη θανάτωση έμψυχων ζώων και εξάγνιζε την κοινωνία. Οι μοναδικοί τρόποι αφαίρεσης ζωής με τους οποίους μπορούσε να φαγωθεί νόμιμα κρέας στην αρχαία Ελλάδα ήταν δύο: η θυσία και το κυνήγι - ένα είδος άγριας θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης. Κάθε άλλη θανάτωση ζωντανού έμοιαζε με ανόσιο φόνο.
Θηριόμορφες και τερατόμορφες θεότητες εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, οι κατεξοχήν ελληνικοί θεοί παρουσιάστηκαν στην ποίηση και την τέχνη, δηλαδή στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων, με ανθρώπινη μορφή. Ήταν βέβαια πιο λαμπροί, πιο ωραίοι και πιο δυνατοί από τους ανθρώπους και επίσης αθάνατοι. Στα ανάγλυφα και την αγγειογραφία παρουσιάζονται πάντοτε ψηλότεροι από τους θνητούς. Στον ανθρωπομορφισμό των θεών αντιστοιχούσε ο δυνητικός θεομορφισμός των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι θεοί ήταν κοινοί για όλους. Κάθε περιοχή όμως ή πόλη προσηλωνόταν σε ορισμένες θεότητες με μεγαλύτερη αφοσίωση και τους χάριζε ειδικά λατρευτικά επίθετα - περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με τους αγίους και την Παναγία. Η πόλις είχε τον προστάτη της ήρωα ή θεό, τις δικές της γιορτές και τους δικούς της ιερούς κανόνες. Το Άργος λάτρευε πρωτίστως την Ήρα, η Κόρινθος τον Απόλλωνα, η Αθήνα την Αθηνά. Η Αθηνά Χαλκίοικος, ο Απόλλων Κάρνειος και η Άρτεμις Ορθία ήταν οι τρεις βασικές θεότητες της Σπάρτης. Τα Θεσμοφόρια, μια γυναικεία γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα όπου απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών, μαρτυρούνται σε πολλές πόλεις, αλλά όχι σε όλες. Η λατρεία του Ήλιου, αντίθετα, ήταν το ιδιάζον χαρακτηριστικό της δωρικής Ρόδου. Άλλα νησιά του Αιγαίου τιμούσαν το ηλιακό φως με τη μορφή του Απόλλωνα. Η πολυμορφία χαρακτήριζε τη θρησκεία, όπως και τόσους άλλους τομείς.
Η λατρεία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπόθεση κοινωνική, μολονότι υπήρχαν και τελετές καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αν και δεν εξαφανίστηκαν οι πατροπαράδοτες λατρείες που αποτελούσαν προνόμιο κάποιων ισχυρών οικογενειών, το μεγαλύτερο μέρος των ιερατικών καθηκόντων των παλαιών γενών μεταβιβάστηκε σταδιακά στο σώμα των πολιτών. Η πόλη στο σύνολό της ήταν πλέον υπεύθυνη για τη δημόσια λατρεία, για τις θυσίες, τις πομπές, τους ναούς - και τις αναγκαίες δαπάνες. Οι πολυτελείς ναοί, το κορυφαίο επίτευγμα της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής, ήταν δική της υπόθεση.
Οι σεληνιακοί μήνες του πολιτικού ημερολογίου έπαιρναν το όνομα τους από τη βασική εορτή ή θεότητα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Φυσικά ούτε στο θέμα αυτό υπήρξε ομοφωνία, αφού οι εορτές διέφεραν από τόπο σε τόπο. Διαφαίνεται ωστόσο μια γενική ανταπόκριση ανάμεσα στις ιερές τελετές και τον ετήσιο κύκλο των εποχών και της βλάστησης. Με τον τρόπο αυτό η πολιτική θρησκεία, προϊόν πολιτισμού η ίδια, ήταν στενά δεμένη με τη φύση - ή μάλλον συντονισμένη στους ρυθμούς της.
Κάθε επισφαλής τομέας της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση, η ενηλικίωση, ο γάμος, ο πόλεμος και ο θάνατος, είχε τον δικό του έφορο θεό - όχι τον ίδιο παντού και πάντοτε. Κάποτε μάλιστα συνεργάζονταν πολλές θεότητες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον τοκετό, για παράδειγμα, τον προστάτευαν τουλάχιστον τρεις γυναικείες θεότητες: η Ειλείθυια, η Ήρα Τελεία και η Άρτεμις Λοχία. Αφηρημένες έννοιες, όπως η Νίκη, ο Ίμερος (ερωτικός πόθος), η Ειρήνη, η Φήμη και το Γέλιο, μπορούσαν επίσης να προσλάβουν θεϊκές τιμές και να γίνουν το αντικείμενο δημόσιας λατρείας.
Είτε επρόκειτο για μια ιερή πομπή που κόμιζε στην τιμώμενη θεότητα ένα νέο ένδυμα, όπως στα Παναθήναια, είτε για θυσία, είτε για οποιοδήποτε άλλη τελετή, ανοιχτή σε όλους ή περιορισμένη σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, η αρχαιοελληνική λατρεία ήταν κάτι που συνέβαινε στο ύπαιθρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, τη σελήνη, τα σύννεφα ή τη βροχή. Ο ναός δεν ήταν παρά το περικαλλές οίκημα του αγάλματος του θεού. Ελάχιστα πράγματα, πλην προσφορών και προσκύνησης, συνέβαιναν στο εσωτερικό του. Εξαίρεση αποτελούν τα μυστήρια, τελετουργίες μύησης που συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες μυστικότητας και τελούνταν σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Τις περισσότερες φορές οι τελετουργίες είχαν τοπική μόνο εμβέλεια. Ωστόσο, δύο περιοχές απέκτησαν γρήγορα υπερτόπια αίγλη. Οι Δελφοί και η Ολυμπία μετατράπηκαν από επιχώριοι τόποι λατρείας σε πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα.
Οι Δελφοί ήταν το κατεξοχήν μαντείο της αρχαίας Ελλάδας (όπως η Ολυμπία ο κατεξοχήν τόπος αγώνων), αλλά δεν ήταν το μόνο. Το απομακρυσμένο ιερό του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου ήταν ένας επίσης ονομαστός, αν και λιγότερο πλούσιος, τόπος πρόγνωσης του μέλλοντος. Οι τρόποι μαντείας δεν ήταν παντού οι ίδιοι. Στη Δωδώνη η ἱερὰ φηγός, μια τεράστια βαλανιδιά αφιερωμένη στον Δία, έδινε, με το θρόισμα των φύλλων της και τις κινήσεις των πουλιών που φώλιαζαν πάνω της, κρυπτικά σημάδια, τα οποία τρεις ιέρειες, που ενδεικτικά ονομάζονταν πελεῖαι («περιστερές»), αποκρυπτογραφούσαν για τους πελάτες τους.
Στους Δελφούς ακολουθούσαν άλλη μέθοδο. Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς συνέβη κατά τον ύστερο 9ο ή πρώιμο 8ο αιώνα. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, το μαντείο είχε ήδη αποκτήσει πανελλήνια φήμη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αποικισμό. Κατά τον 6ο αιώνα η αίγλη του ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Το συμβουλεύονταν πλέον τόσο ιδιώτες όσο και πόλεις, τόσο απλοί άνθρωποι για τα καθημερινά προβλήματα του βίου όσο και μέγιστοι άρχοντες και βασιλείς, όπως ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, και ο Φίλιππος Β' των Μακεδόνων, για πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικούς σχεδιασμούς.
Για τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι χρησμοί στους ενδιαφερόμενους διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, κυρίως από ύστερους συγγραφείς (τον Πλούταρχο, τον Παυσανία και άλλους). Αρχικά έπρεπε ο θεός να συναινέσει. Την έβδομη μέρα κάθε μήνα, τότε που εορτάζονταν τα γενέθλια του Απόλλωνα, η θέληση του θεού «διαβαζόταν» στην αντίδραση μιας γίδας που ράντιζαν με νερό: αν το δέρμα του ζώου έτρεμε, αυτό σήμαινε ότι ο θεός ήταν σύμφωνος· αν το ζώο δεν αντιδρούσε, έπρεπε να περιμένουν. Στη χρησμοδοσία βασική ήταν η μορφή της Πυθίας, μιας γυναίκας άνω των πενήντα ετών από την τοπική κοινωνία, η οποία υπηρετούσε τον Απόλλωνα διά βίου και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει αγνή. Ύστερα από τελετουργικό καθαρμό στην Κασταλία πηγή έκαιγε φύλλα δάφνης και κριθάρι στην εστία του ναού, και κατόπιν καθόταν, στεφανωμένη με δάφνη, πάνω στον ιερό τρίποδα του Απόλλωνα μέσα στο άδυτο του ναού. Από το σημείο αυτό, σε κατάσταση ενθουσιαστικής μανίας, προέφερε τους χρησμούς. Δύο ἱερεῖς και πέντε ὅσιοι ήταν υπεύθυνοι για όλες τις συναλλαγές με τους πελάτες του μαντείου, τις θυσίες και την εν γένει τήρηση της τάξης. Πιθανόν ένας από τους ιερείς (ο προφήτης) ήταν υπεύθυνος για την καταγραφή των χρησμών ή την έμμετρη μεταγραφή τους.
Υπήρξε διαβόητη, ήδη από την αρχαιότητα, η αμφισημία αρκετών (πραγματικών ή επινοημένων) χρησμών. Για να αυξήσει το κόρος του, το μαντείο των Δελφών κατασκεύαζε κάποτε χρησμούς για γεγονότα που δεν είχε αρχικά προβλέψει ή τροποποιούσε αποτυχημένες προρρήσεις εκ των υστέρων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι περισσότεροι χρησμοί δεν επιδέχονταν πολλαπλές ερμηνείες. Ο οικονομικότερος μάλιστα τρόπος μαντείας, ειδικά για τους ιδιώτες, ήταν να ζητηθεί μονολεκτική απάντηση του τύπου «ναι» ή «όχι», σε ένα κατάλληλα διατυπωμένο ερώτημα. Το μαντείο τότε περισσότερο συμβούλευε παρά δεσμευόταν για την έκβαση του μέλλοντος. Οι περισσότερες απαντήσεις του ήταν καταφατικές, γεγονός που δηλώνει ότι ο θεός έδινε την έγκριση του στις ιδιωτικές ή δημόσιες επιθυμίες. Σημαντικός και κάποτε καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του μαντείου σε θέματα ειρήνης και πολέμου, επίλυσης των εσωτερικών κρίσεων που μάστιζαν τις αρχαϊκές πόλεις και θεσμοθέτησης νέων νόμων. Πιθανότατα το μαντείο διέθετε εκτεταμένο σύστημα συγκέντρωσης γεωπολιτικών πληροφοριών και, με το θεοπρόβλητο κύρος του, μπορούσε έμμεσα να ασκεί πολιτική στις διακρατικές σχέσεις των ελληνικών πόλεων και στις διεθνείς σχέσεις τους με τους αλλοεθνείς πληθυσμούς των συνόρων.
Ο Όμηρος περιγράφει την πόλη των Φαιάκων στο όριο του πραγματικού και του φανταστικού· πλησιέστερα στο φανταστικό. Την αποκαλεί Σχερία, παρόλο που προτιμά να κάνει λόγο για τους κατοίκους της ή για τον δήμο των Φαιάκων. Εξηγεί ότι οι Φαίακες κατοικούσαν κάποτε κοντά στους Κύκλωπες, αλλά επειδή, ισχυρότεροι εκείνοι, τους έβλαπταν συχνά, ξεσπιτώθηκαν και αναζήτησαν νέο τόπο, παράμερα από τους άλλους, στο έσχατο όριο του πολυκύμαντου πελάγους.
Η Σχερία περιλάμβανε το άστυ και την ύπαιθρο χώρα. Διάσπαρτοι, δέσποζαν ναοί των θεών. Το άστυ βρισκόταν σε ύψωμα, κυκλωμένο από μακρύ και ψηλό τείχος. Εκεί κατοικούσαν οι άρχοντες, αλλά και οι περισσότεροι απλοί κάτοικοι. Κάπου στο κέντρο του, πλάι στον ναό του Ποσειδώνα, ήταν η πλακόστρωτη αγορά. Από τις δυο πλευρές του σχηματίζονταν λιμάνια, όπου άραζαν τα καράβια, ανάλογα με τον καιρό. Ένας δρόμος οδηγούσε έξω από το τείχος. Πρώτο διακρινόταν το άλσος της Αθηνάς, με την κρήνη του και ολόγυρα λιβάδι. Παραδίπλα το τέμενος του βασιλιά Αλκίνοου: ένα καταπράσινο περιβόλι. Η ύπαιθρος χώρα ήταν μοιρασμένη σε ιδιοκτησίες, με χωράφια και καλλιεργημένα κτήματα. Τα βοσκοτόπια παρέμεναν μάλλον κοινόχρηστα. Ένας ποταμός πότιζε τη γη και χυνόταν στη θάλασσα.
Την εξουσία στην πόλη κατείχε ο Αλκίνοος με αξίωμα κληρονομικό. Το αρχοντικό του ήταν λαμπρό, γειτόνευε ωστόσο με τις οικίες άλλων επιφανών ανδρών. Όλοι μαζί οι Φαίακες αποτελούσαν τον δήμο. Ξεχώριζαν οι αριστοκράτες ή ευγενείς - ο ποιητής τούς αποκαλεί βασιλῆας, δηλαδή «βασιλιάδες». Συμμετείχαν στη βουλή και συσκέπτονταν με τον Αλκίνοο για τα σοβαρά θέματα. Οι υπόλοιποι κάτοικοι ασχολούνταν με τα καθημερινά τους έργα. Όσοι δεν καλλιεργούσαν τη γη ήταν ναυτικοί. Αν χρειαζόταν θα έπαιρναν τα όπλα. Στο νοικοκυριό του Αλκίνοου (ασφαλώς και σε άλλα αρχοντικά) υπήρχαν αρκετοί δούλοι (ο ποιητής τούς αποκαλεί δμῶας) και δούλες (δμωαί αλλά και ἀμφίπολοι). Ακόμη και στην απομονωμένη Σχερία κατέφθαναν κάποτε περαστικοί ξένοι. Ορισμένοι, όπως ο Οδυσσέας, επειδή είχαν χάσει τον δρόμο τους· άλλοι για να εμπορευτούν. Στις κοινωνίες της εποχής πλέον ευπρόσδεκτοι ήταν αυτοί που γνώριζαν χρήσιμες τέχνες: ο μάντης, ο γιατρός, ο μαραγκός αλλά και ο αοιδός (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.2-11.3 [σ. 174-182]).
Οι φανταστικές διηγήσεις κρύβουν συχνά απλές και μεγάλες αλήθειες. Τέτοια είναι η περίπτωση της ανύπαρκτης Σχερίας. Σε ολόκληρη σχεδόν την αρχαιότητα οι Έλληνες κατοικούσαν σε πόλεις που της έμοιαζαν. Πόλεις για τους αρχαίους Έλληνες ήταν πρώτα απ᾽ όλα και πάνω απ᾽ όλα οι πολίτες. Οι πάντες γνώριζαν ποια ήταν και πού βρισκόταν η Αθήνα ή η Σπάρτη, αλλά προτιμούσαν να μιλούν για τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμόνιους ή τους Σπαρτιάτες. Αυτό ήταν κάτι περισσότερο από απλό σχήμα λόγου.
Παρά την αγάπη που είχαν για τη γη τους και παρά τον σεβασμό που έτρεφαν για τους τάφους των προγόνων και τα ιερά τους, οι αρχαίοι Έλληνες έδιναν προτεραιότητα στην ασφάλεια και την ευδαιμονία των πολιτών. Αν η ανάγκη το έφερνε, ήταν αποφασισμένοι να αναζητήσουν ασφαλέστερη περιοχή. Δύο φορές στη διάρκεια των Περσικών Πολέμων οι Αθηναίοι εγκατέλειψαν την πόλη τους και βρήκαν αλλού προσωρινό καταφύγιο. Ήταν μάλιστα έτοιμοι να επιλέξουν και έναν μόνιμο νέο τόπο κατοικίας. Όπως το διατύπωσε ο στρατηγός τους Θεμιστοκλής πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, μπορούσαν να πάρουν τις οικογένειές τους και να εγκατασταθούν στην Ιταλία. Με μετεγκατάσταση αντέδρασαν, σε παρόμοιες περιπτώσεις, πολλοί άλλοι Έλληνες.
Οι ελληνικές πόλεις είχαν συνήθως ένα άστυ, όπου ήταν συγκεντρωμένες οι περισσότερες κατοικίες, και μια ύπαιθρο χώρα, από την οποία τρέφονταν. Ορισμένες είχαν αντί για άστυ μόνο μια ακρόπολη ή ένα σύνολο χωριών. Οι γνωστότερες, και πάντως οι σημαντικότερες, αν δεν ήταν κτισμένες πάνω στη θάλασσα, είχαν εύκολη πρόσβαση σε αυτήν. Παρά τους κινδύνους της, η θάλασσα ήταν η καλύτερη οχύρωση και εξασφάλιζε την ταχύτερη δυνατή επικοινωνία. Σε καιρό πολέμου αποτελούσε την ασφαλέστερη οδό ανεφοδιασμού και διαφυγής. Στον πλατωνικό Φαίδωνα ο Σωκράτης φαντάζεται τον κόσμο των Ελλήνων να κατοικεί γύρω από τη θάλασσα, όπως τα μυρμήγκια ή οι βάτραχοι γύρω από έναν βάλτο. Η θάλασσα ένωνε τους Έλληνες περισσότερο από ό,τι οι οροσειρές και τα ψηλά βουνά.
Ως προς το μέγεθός τους οι ελληνικές πόλεις είχαν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλές κατοικούνταν από λίγες χιλιάδες ανθρώπους. Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν πάνω από 200.000. Αρκετές γύρω στις 20.000. Ο αριθμός αυτός ήταν συνήθως επαρκής για τις ανάγκες τους και κατάλληλος για την εύρυθμη λειτουργία τους. Πολλές πόλεις πάντως είχαν πολύ λιγότερους κατοίκους, χωρισμένους πάντα σε κατηγορίες. Οι πολῖται, που κατείχαν τη γη, είχαν πολιτικά δικαιώματα· οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι είχαν δικαίωμα στην εργασία και μπορούσαν να αγοράσουν σπίτια, αλλά δεν συμμετείχαν στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ούτε κατείχαν καλλιεργήσιμα κτήματα. Σε πολλές πόλεις, όπως στην Αθήνα, αποκαλούνταν μέτοικοι. Όταν το καλούσε η ανάγκη, πολίτες και μέτοικοι στρατεύονταν και πολεμούσαν τους κοινούς εχθρούς της πόλης. Μοιρασμένοι στα νοικοκυριά βρίσκονταν πάντα και αρκετοί δούλοι. Από τον 6ο αιώνα ο αριθμός τους αυξήθηκε πολύ. Οι περαστικοί ξένοι ήταν γενικά ευπρόσδεκτοι στις πόλεις, με εξαίρεση τη Σπάρτη.
Όλες οι πόλεις χρειάζονταν οχύρωση (και πάλι εκτός από τη Σπάρτη) και, όταν βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, λιμάνια, δηλαδή φυσικούς όρμους για να αράζουν τα πλοία. Οι ναοί που ήταν κτισμένοι μέσα στο άστυ ξεχώριζαν συνήθως για τη λαμπρότητά τους. Για την οικοδόμησή τους καταβάλλονταν μεγάλα έξοδα και προσλαμβάνονταν οι ικανότεροι τεχνίτες. Η λατρεία των θεών ήταν υπόθεση όλης της πόλης. Οι εορτές έδιναν στη ζωή νόημα και ρυθμό. Τα ναΰδρια έξω από το άστυ μπορούσαν κάποτε να έχουν επίσης μεγάλη αξία. Συχνά όριζαν την επικράτεια και την κυριαρχία της πόλης. Φροντίζοντας και προστατεύοντας τους αγροτικούς ναούς, μια πόλη φρόντιζε και προστάτευε τη γη της. Η αγορά ήταν τόπος εργασίας, εμπορίου, συναθροίσεων και συζητήσεων.
Σε ορισμένες περιοχές του ελληνικού κόσμου οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε ευρύτερες ενότητες, που αποκαλούνταν ἔθνη. Συνεκτικό τους στοιχείο ήταν η συνείδηση μιας κοινής καταγωγής και η διαφύλαξη μιας κοινής λατρείας. Στα έθνη αυτά οι πόλεις (όσες υπήρχαν) και οι διακριτοί οικισμοί δεν διέθεταν πολιτική αυτονομία, αλλά συνεργάζονταν μεταξύ τους στενά, κυρίως στον στρατιωτικό τομέα. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Αρκαδίας, της Αχαΐας, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Έως τον 4ο αιώνα, τα έθνη δεν έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις υποθέσεις των Ελλήνων, αλλά αμέσως μετά ορισμένα από αυτά διευρύνθηκαν, δυνάμωσαν και επισκίασαν τις παλαιές πόλεις.
Η φανταστική Σχερία υπενθυμίζει ότι η πλήρης περιγραφή μιας πόλης περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ακόμη συστατικά στοιχεία: νερό, γη, μουλάρια ή βόδια και γάμους. Κανένας Έλληνας δεν ήταν τόσο αστόχαστος να θεμελιώσει πόλη σε περιοχή που δεν διέθετε ποταμό και άφθονα νερά - μολονότι από τις βροχοπτώσεις ήταν δυνατόν να συγκεντρωθεί ένα απαραίτητο συμπλήρωμα. Πολλές μικρές πόλεις εκμεταλλεύονταν τα βουνά, τους λόφους και τα υψώματα. Εκτός από προστασία, οι ορεινοί όγκοι παρείχαν ξυλεία και προσφέρονταν για τη διαμόρφωση μικρών ιδιοκτησιών: περιβόλια και καλλιεργήσιμες πεζούλες - αἱμασιάς τις αποκαλούσαν συχνά οι αρχαίοι Έλληνες. Επιπλέον, και ίσως σημαντικότερο, στους πρόποδες των βουνών μπορούσαν να ζήσουν εύκολα τα κατοικίδια ζώα και να βρεθεί κατάλληλο κυνήγι.
Οι κάμποι ήταν συνήθως ευφορότεροι, αλλά απαιτούσαν καλύτερη οργάνωση και μεγαλύτερη προστασία. Επιπλέον, ευνοούσαν τη διαμόρφωση μεγάλων ιδιοκτησιών και άφηναν άκληρους τους φτωχότερους πολίτες. Για την καλλιέργεια της γης, και μάλιστα για το όργωμα, ήταν απαραίτητα τα μουλάρια και τα βόδια. Όταν δεν απασχολούνταν στις αγροτικές εργασίες, μπορούσαν να σύρουν τις άμαξες. Πολυτιμότερα ήταν τα βόδια, που προσφέρονταν και για τροφή. Η θυσία τους στους θεούς ήταν πάντα η επιφανέστερη. Πριν από την εισαγωγή του νομίσματος, οι Έλληνες μετρούσαν με αυτά τις μεγάλες αξίες. Για την ξακουστή οικονόμο Ευρύκλεια (ταμίην και τροφόν την ονομάζει ο ποιητής) ο πατέρας του Οδυσσέα είχε πληρώσει είκοσι βόδια. Διαφορετικά, τις περιουσίες των αρχόντων τις μετρούσαν σε κοπάδια ζώων ή σε ετήσια παραγωγή δημητριακών.
Πόλεις δεν μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς γάμους. Η αναπαραγωγή των κατοίκων, και μάλιστα των πολιτών, ήταν διαρκές μέλημα και έγνοια κάθε οργανωμένης κοινότητας. Τα συχνά γαμήλια γλέντια επιβεβαίωναν ότι μια πόλη είχε μέλλον.
Ιδανικό κάθε πόλης ήταν η αυτάρκεια και η πολιτική αυτονομία. Μια πόλη, αν ήταν δυνατόν, θα έπρεπε να παράγει όλα όσα είχε ανάγκη για την επιβίωση της και για την ευτυχία των κατοίκων της. Η πλήρης αυτάρκεια ήταν φυσικά μια ουτοπία που καμία ελληνική πόλη δεν μπόρεσε να επιτύχει. Κάθε τόπος είχε τους περιορισμούς του, ενώ οι επιθυμίες των ανθρώπων ούτε γνώριζαν ούτε γνωρίζουν όρια. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για την πολιτική αυτονομία. Κάθε πόλη είχε τη φιλοδοξία να καθορίζει μόνη της την πολιτική της, να επιλέγει τους φίλους της και τους εχθρούς της. Αλλά οι περισσότερες βρίσκονταν συνήθως κάτω από τον έλεγχο άλλων ελληνικών πόλεων, φανερά ή συγκαλυμμένα. Πολλούς αιώνες αργότερα όλες οι ελληνικές πόλεις βρέθηκαν ενωμένες κάτω από ξένη κυριαρχία. Οι περισσότερες διατήρησαν ωστόσο τους βασικούς θεσμούς διοίκησης για τις εσωτερικές τους υποθέσεις καθώς και ένα αίσθημα διακριτής ταυτότητας και αυτόνομης ιστορικής διαδρομής.
Οι ελληνικές πόλεις είχαν διάφορα πολιτεύματα. Από τον 7ο αιώνα και ύστερα, ελάχιστες εξακολουθούσαν να διοικούνται από κληρονομικό άρχοντα. Ο θεσμός της βασιλείας ανήκε στο παρελθόν και επιβίωνε σε απόμακρες περιοχές, στη Σπάρτη και στον μύθο. Τα γνωστότερα πολιτεύματα ήταν η αριστοκρατία, όπου κυβερνούσαν οι ευγενείς (ἄριστοι), η τυραννία, όπου κυβερνούσε ένας άρχοντας (τύραννος) χωρίς κληρονομικά δικαιώματα στην εξουσία, η ολιγαρχία, όπου κυβερνούσαν λίγοι, εύποροι πολίτες, και η δημοκρατία, όπου κυβερνούσαν όλοι οι πολίτες (δῆμος).
Πολλούς αιώνες μετά την εποχή της μυθικής Σχερίας, ο περιηγητής Παυσανίας βρήκε την ευκαιρία να καταγράψει τι δεν θα έπρεπε να λείπει από μια ελληνική πόλη: τα δημόσια κτίρια (ἀρχεῖα), ένας τόπος άθλησης και παιδείας (γυμνάσιον), το θέατρο, η αγορά, το νερό που διοχετεύεται σε κρήνη και σπίτια καλύτερα από απλές καλύβες με στρογγυλές στέγες. Ακόμη και αν δεν τα διέθετε αυτά, μια πόλη έπρεπε να έχει τουλάχιστον σύνορα (ὅρους), που περιέκλειαν τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τα βοσκοτόπια. Από τη σκοπιά του Παυσανία, η Σχερία ίσως να μην ήταν μια κανονική πόλη, καθώς από την περιγραφή της απουσιάζουν σημαντικά δημόσια κτίρια. Αλλά οι απαιτήσεις άλλαζαν μέσα στον χρόνο και μαζί τους άλλαζε κάπως η εικόνα μιας ολοκληρωμένης πόλης.
Περιγράφοντας τη Σχερία, ο ποιητής φρόντισε να τονίσει ότι τα πάντα ήταν ωραία και καλοφτιαγμένα: το λιμάνι, ο ναός, η αγορά, το σπίτι του βασιλιά. Επρόκειτο ασφαλώς για τόπο φανταστικό, όπου όλα ήταν τέλεια. Αν λάβουμε υπόψη ότι η Σχερία ήταν επίσης αυτάρκης και αυτόνομη, τότε ασφαλώς πλησίαζε το ελληνικό ιδανικό περισσότερο από κάθε άλλη πόλη - και ας μην είχε γυμνάσιο ή θέατρο.
Την οργή ψάλλε, θεά, του Αχιλλέα
Η ελληνική ιστορία και ο ελληνικός πολιτισμός ξεκινούν ποιητικά. Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, δημιουργίες της πρώιμης αρχαϊκής εποχής, είναι οι αρχαιότερες ολοκληρωμένες μαρτυρίες που διαθέτουμε για τον ελληνικό πολιτισμό. Σαν την Αθηνά που γεννήθηκε οπλισμένη από το κεφάλι του Δία, ο δομημένος κόσμος του Ομήρου αναδύεται στα μάτια μας ώριμος. Τα δύο αυτά έπη που η αρχαιότητα απέδωσε στον ίδιο ποιητή, τον θρυλικό Όμηρο, κατορθώνουν μέσα από χιλιάδες στίχους να διατηρήσουν μια αξιοθαύμαστη ενότητα αφηγηματικής πλοκής (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 2.1-2.2 [σ. 31-42]). Τέσσερις αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης, στο πρώτο θεωρητικό σύγγραμμα περί ποιητικής τέχνης που μας διέσωσε η αρχαιότητα, θα μνημονεύσει πολλές φορές τα δύο έπη ως αξεπέραστα πρότυπα. Είχαν επιτύχει την ύψιστη αρετή κάθε καλλιτεχνικού έργου: την ενότητα του μύθου.
Με τον πρώτο στίχο της αρχαιοπρεπέστερης Ιλιάδας ο ποιητής ζητούσε από τη Μούσα να υμνήσει την οργή (μῆνιν) του Αχιλλέα. Ο ελληνικός λόγος, στην πρώτη του εμφάνιση, δόξαζε τον δίκαιο θυμό του ἀρίστου. Ξεκινώντας ποιητικά, ο ελληνικός πολιτισμός εκκινούσε με έναν ύμνο στον πόλεμο και την αριστεία.
Ο Όμηρος είχε στραμμένο το βλέμμα του στο παρελθόν. Στα δύο έπη βρίσκονται αναμεμειγμένα στοιχεία από τη μυκηναϊκή εποχή, από τους σκοτεινούς αιώνες που τη διαδέχθηκαν και από την περίοδο της τελικής σύνθεσης των δύο επών τον 8ο αιώνα. Σε αυτά αποτυπώνονται όμως επίσης -και μάλιστα με ιδιαίτερη ευκρίνεια- ιδέες, αντιλήψεις και νοοτροπίες που θα σφράγιζαν την αρχαία ελληνική ιστορία στο σύνολό της. Σε θέματα όπως είναι η σχέση των ανθρώπων με τους θεούς, η σημασία της αριστείας, το επισφαλές και απρόβλεπτο της ανθρώπινης ζωής και ο ρόλος της ποίησης στην κοινωνία, το ομηρικό κοσμοείδωλο διατήρησε την αξία του για αιώνες.
Ο Όμηρος ήταν κοινό κτήμα για όλους τους Έλληνες, και ο ιδεατός κόσμος του ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την ταυτότητά τους. Μέσω αυτού οι νέοι διδάσκονταν γραφή και ανάγνωση έως το τέλος της αρχαιότητας. Αυτόν επικαλούνταν φιλόσοφοι, σοφιστές, πολιτικοί και ρήτορες προκειμένου να περιβάλουν μια θέση τους με το κύρος της παράδοσης και την αίγλη του κοινά αποδεκτού. Ποτέ δεν έπαψαν, μάλιστα, να ερίζουν οι πόλεις που θεωρούσαν τον Όμηρο δικό τους γέννημα και θρέμμα. Ιδιοποίηση του Ομήρου σήμαινε ιδιοποίηση του καθολικότερου στοιχείου του ελληνισμού.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος ποιητής της Ελλάδας έβλεπε τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο εντοπίζεται στη σχέση της θνητής με την αθάνατη φύση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 11.10, 11.11, 11.12 [σ. 213-228]). Οι άνθρωποι παρουσιάζονται να θαυμάζουν, να σέβονται και να φοβούνται τους θεούς. Τους λατρεύουν με θυσίες και κάθε λογής προσφορές, τους υπενθυμίζουν σε δύσκολες στιγμές την έμπρακτη ευσέβεια που τους έχουν δείξει στο παρελθόν και τους ζητούν, με προσευχές και ικεσίες, την ευόδωση των νέων τους σχεδίων. Οι θεοί άλλοτε συναινούσαν και άλλοτε έδειχναν να αδιαφορούν. Ούτως ή άλλως η δική τους μακάρια κατάσταση δεν μπορούσε να απειληθεί από την επιτυχία ή την αποτυχία των ανθρώπινων προσπαθειών. Αν το ήθελαν, μπορούσαν επίσης να επέμβουν οικειοθελώς για να σώσουν έναν αγαπημένο τους άνδρα ή για να πλήξουν κάποιον μισητό εχθρό. Γενικά στον ομηρικό κόσμο πίσω από οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια κρυβόταν η επέμβαση, θετική ή αρνητική, μιας θεότητας ή η υπεροπτική αδιαφορία των θεών στο σύνολό τους.
Οι άνθρωποι επέρριπταν συχνά στους θεούς την ευθύνη για τις αντιξοότητες που συναντούσαν. Δεν ήταν όμως άγνωστη στον Όμηρο η ηθική υπαιτιότητα του ατόμου. Η συμφορά που έπληττε έναν θνητό λογιζόταν ως συνέπεια τόσο των δικών του επιλογών, για τις οποίες ήταν πλήρως υπεύθυνος, όσο και της θείας δράσης. Η θεϊκή και η ανθρώπινη γραμμή αιτιότητας έβαιναν παράλληλα και αποσκοπούσαν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα της ζωής με τρόπο που να μην υποτιμά ούτε την αυτεξουσιότητα των ανθρώπων ούτε την υπεροχή των θεών. Με τον τρόπο αυτό ο ατομικός ανθρώπινος βίος εγγραφόταν σε ένα ευρύτερο σχέδιο θεϊκής και κοσμικής τάξης.
Στον ομηρικό κόσμο ἄριστος ήταν εκείνος που έπραττε σωστά και μιλούσε όμορφα. Λόγος και πράξη αποτελούσαν τους δύο στυλοβάτες της ομηρικής αρετής. Η εναρμόνιση λόγων και έργων ήταν «η μόνη αληθινά ελληνική μουσική», θα έγραφε πολύ αργότερα ο Πλάτων. Στην όμορφη ομιλία περιλαμβάνονταν τόσο η δύναμη νοητικής ανάλυσης των περιστάσεων με στόχο την εύρεση καίριας λύσης όσο και η ικανότητα να παρουσιαστεί η λύση με τρόπο κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δηλαδή πειστικά. Η ορθή πράξη, από την άλλη μεριά, σήμαινε τη δύναμη να τεθεί η λύση που βρέθηκε σε πρακτική εφαρμογή. Στον πολεμικό κόσμο της Ιλιάδας σπουδαιότερη από όλες τις πράξεις ήταν η νίκη σε μια μονομαχία και σπουδαιότερη από όλες τις αρετές η ανδρεία. Ἄριστος ήταν, κατά κύριο λόγο, ο θαρραλέος και ισχυρός στη μάχη.
Ο Όμηρος παρουσίαζε ως ιδανικό τον τύπο ανθρώπου στον οποίο σκέψη, απόφαση, λόγος και πράξη αποτελούν διακριτές στιγμές σε ένα συνεχές φάσμα, που ορίζεται στο ένα άκρο του από τις εσωτερικές, ψυχικές διεργασίες και στο άλλο από τις εξωτερικές, φανερές ενέργειες. Οι φάσεις αυτού του συνεχούς αποσκοπούσαν στην επιτυχία και τη διάκριση. Η ομηρική επιταγή αφορούσε την πρωτιά: «να είσαι ο πρώτος και ο καλύτερος από όλους τους άλλους» (αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων), συμβούλευε τον Αχιλλέα ο δάσκαλός του.
Υπήρχαν ωστόσο όρια. Το αξεπέραστο όριο της ανθρώπινης δράσης ήταν βεβαίως το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου. Οι ήρωες του Ομήρου επιδίωκαν την υπεροχή και την επιτυχία, γνώριζαν όμως ότι δεν ήταν θεοί.
Η διαφορά ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους υπήρξε, στην ελληνική νοοτροπία, καθοριστική και αγεφύρωτη. Η θνητότητα των ανθρώπων δεν σήμαινε μόνο το αναγκαστικό πέρας του βίου τους. Σήμαινε επίσης ότι η ζωή τους ήταν γεμάτη κόπους, φροντίδες και μέριμνες, σε αντίθεση με την ξένοιαστη ύπαρξη των αθανάτων. Σήμαινε ακόμη ότι ο γνωστικός τους ορίζοντας ήταν περιορισμένος. Συχνά οι θνητοί κατανοούσαν το νόημα γεγονότων που είχαν ήδη ζήσει ύστερα από την παρέλευση πολλών ετών. Δεμένοι στο εδώ και στο τώρα, και αγκιστρωμένοι στα συμφέροντα της δικής τους περιορισμένης ζωής, δεν μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα τον ευρύτερο ορίζοντα των θεών.
Οι θεοί του Ομήρου, που ήταν σε μεγάλο βαθμό οι θεοί ολόκληρης της αρχαίας Ελλάδας, δεν ήταν ούτε παντοδύναμοι ούτε παντογνώστες. Έβλεπαν τα πράγματα ο καθένας από τη δική του σκοπιά, είχαν τα δικά τους ενδιαφέροντα και τους δικούς τους περιορισμούς - και δρούσαν ανάλογα. Έτσι προέκυπτε και μεταξύ τους ο πόλεμος. Πάνω από το γήινο πεδίο της Τροίας, καθώς παρακολουθούσαν τη σύγκρουση των θνητών, οι ίδιοι οι θεοί πάλευαν, κάποτε σώμα με σώμα. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων η ανθρώπινη ύπαρξη γινόταν ακόμη πιο επισφαλής. Δεν μπορούσε ποτέ να είναι κανείς βέβαιος ότι με τη συμπεριφορά και με τις επιλογές του δεν είχε προκαλέσει, άθελά του ίσως, την οργή ή τον φθόνο κάποιου θεού.
Παρ᾽ όλα αυτά, ο Όμηρος δεν οδηγήθηκε στο συμπέρασμα της ματαιότητας των πάντων. Αντίθετα, θεώρησε την ανθρώπινη ύπαρξη ως μια παροδική λάμψη, που δεν χάνει καθόλου το μεγαλείο της επειδή συμβαίνει να μην είναι αιώνια. Το ζήτημα ήταν η ποιότητα και η ένταση της λάμψης.\
Όταν ο Αχιλλέας, ο κατεξοχήν ήρωας της Ιλιάδας, αντιμετώπισε το δίλημμα μιας πολύχρονης αλλά άσημης ζωής ή ενός τιμημένου και ένδοξου θανάτου σε νεαρή ηλικία, μπορούσε κάλλιστα να επιλέξει την πρώτη εκδοχή. Κανένας επίσημος νόμος δεν του επέβαλλε να εκδικηθεί τον θάνατο του Πατρόκλου και κανένα δικαστήριο δεν θα τον έκρινε ένοχο αν αντιδρούσε με ρεαλιστική μετριοπάθεια. Στην ομηρική κοινωνία δεν υπήρχαν ηθικά καθήκοντα. Η επαινετή συμπεριφορά βασιζόταν σε έναν κοινά αποδεκτό κώδικα τιμής. Όποιος αποδεικνυόταν κατώτερος των περιστάσεων ήταν ένας ατιμασμένος δειλός (κακός), όχι ένας ένοχος που είχε παραβεί τον νόμο. Δεν θα μπορούσε πλέον να αντικρίζει στα μάτια συγγενείς και φίλους. Οι συμπατριώτες θα τον έψεγαν σε κάθε ευκαιρία, και θα ήταν αναγκασμένος να περπατά με σκυμμένο το κεφάλι. Μάλιστα, η αἰδώς για μια επαίσχυντη πράξη ήταν ευθέως ανάλογη με την αξία του πράττοντα και τη θέση του στην κοινωνική ιεραρχία. Επιλέγοντας την οδό του ένδοξου θανάτου, ο Αχιλλέας φανέρωνε έμπρακτα την υπεροχή του. Το αντίθετο θα τον έκανε να ντρέπεται και να νιώθει μικροπρεπής, όχι να έχει τύψεις συνείδησης ή ενοχές. Η ζωή αποκτούσε νόημα μόνο για εκείνους που μπορούσαν να τη θυσιάσουν εκούσια, χωρίς να ελπίζουν σε μεταθανάτια ευδαιμονία.
Το πολιτικό ήθος που εξυμνούσε ο Όμηρος προϋπέθετε τον πόλεμο, αφού εκεί αναδεικνυόταν ο άριστος. Πολεμώντας εναντίον των αντιπάλων του, ο ομηρικός ήρωας πολεμούσε πρωτίστως για τη δική του δόξα, για το κλέος του (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 12 [σ. 245-277]). Χρέος του ήταν λιγότερο να υπερασπιστεί κάποια επαπειλούμενα αγαθά και περισσότερο να φανεί σε όλους άξιος - και συνεπώς αντάξιος των περιστάσεων στις οποίες, τυχαία ή μοιραία, βρέθηκε. Δίπλα στη βίαιη σύγκρουση των εχθρών, βλάσταινε έτσι ο ανταγωνισμός των συμπολεμιστών για την κατεξοχήν πολεμική αρετή: την ανδρεία.
Για να αναδείξει την αμφίθυμη στάση των ανθρώπων απέναντι στο επώδυνο γεγονός του πολέμου, ο Ησίοδος, ο δεύτερος ποιητής της αρχαίας Ελλάδας, διέκρινε, στο ειρηνικό και διδακτικό έπος Έργα και ημέρες, την αγαθή από την κακή έριδα. Η πρώτη έκανε τους ανθρώπους να προοδεύουν αμιλλώμενοι, η άλλη τούς έριχνε στα χειρότερα δεινά. Ο Ησίοδος γνώριζε καλά ότι η διάκριση αυτή ισχύει μόνο στην πολιτισμένη ανθρώπινη κοινωνία σε ειρηνικές περιόδους. Εκεί μόνο επικρατεί η δικαιοσύνη (δίκη), το μεγάλο και τελικό δώρο του Δία στους θνητούς. Στη φύση που δεν γνωρίζει πολιτισμό εξακολουθούσε, κατά τη γνώμη του, να ισχύει άκρατος και αδυσώπητος ο νόμος του ισχυρότερου, όπως ακριβώς ίσχυε και μεταξύ των θεών στα πρώτα στάδια εξέλιξης του κόσμου.
Την έριδα που ο Ησίοδος με αναλυτικό πνεύμα διχοτόμησε στο ποίημα για την ειρηνική ανθρώπινη ζωή, την είχε παρουσιάσει προηγουμένως ως ενιαία. Στη Θεογονία του ο πόλεμος των γενεών θεωρήθηκε παράγοντας καθοριστικός και, τελικά, αγαθοποιός για την εξέλιξη του σύμπαντος. Η τάξη του κόσμου και των ολύμπιων θεών προήλθε, κατά τη γνώμη του ποιητή, από μια βίαιη ρήξη με το άγριο παρελθόν των άθεσμων και άτακτων απαρχών.
Η πρόοδος και η ευημερία πληρώνονταν με αίμα - και όχι μόνο στην ποίηση. Οι ελληνικές πόλεις θεώρησαν υποχρέωσή τους να συνάπτουν συνθήκες ειρήνης για διάστημα που να μην ξεπερνά τα 30 χρόνια - αν και σχεδόν ποτέ δεν τηρήθηκε πραγματική εκεχειρία για τόσο πολύ χρόνο. Φαίνεται να πίστευαν ότι κάθε γενιά έπρεπε να έχει τον δικό της πόλεμο. Μια ολόκληρη ζωή δίχως την απειλή πολέμου θα μείωνε το σθένος και το φρόνημα των πολιτών και θα προκαλούσε γενική ύφεση, ακόμη και στη δημιουργία πολιτιστικών αγαθών. Ο πόλεμος, είτε ως βίαιη σύρραξη με έναν εξωτερικό εχθρό είτε ως ειρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ των πολιτών, έτρεφε την πολιτική και τον πολιτισμό.
Η μεγαλύτερη εφεύρεση του 8ου αιώνα ήταν η δημιουργία του πρώτου συστήματος φωνητικής γραφής. Η εφεύρεση αυτή προϋπέθετε μεγάλη αφαιρετική ικανότητα και υψηλό βαθμό νοητικής ανάλυσης, γιατί η φωνητική γραφή, αντίθετα από τα προγενέστερα συλλαβικά συστήματα, κατέγραψε όλους τους φθόγγους μιας γλώσσας (Χριστίδης κεφ. 3.4.6 [σ. 57-63], κεφ. 5 [σ. 91-107]). Υιοθετώντας το φοινικικό αλφάβητο, οι Έλληνες τροποποίησαν τις φωνητικές αξίες των συμβόλων του, πρόσθεσαν ορισμένα νέα γράμματα και, το σημαντικότερο, έδωσαν γραπτή μορφή στα φωνήεντα.
Δεν είναι γνωστό ποιοι λόγοι ώθησαν στη δημιουργία του ελληνικού αλφαβήτου. Η διευκόλυνση του εμπορίου με τη δημιουργία λογιστικών πινάκων είναι μια εύλογη υπόθεση, αλλά δεν επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η δημιουργία του αλφαβήτου δεν ήταν άσχετη με τις μεγάλες ομηρικές συνθέσεις. Οι επικοί ποιητές χρησιμοποίησαν πιθανότατα τη νέα τεχνολογία της γραφής για να οργανώσουν αφηγηματικά ένα πολυσχιδές και ετερογενές υλικό προφορικής (αλλά όχι λαϊκής ή λαϊκότροπης) ποίησης. Το πρώτο φωνητικό αλφάβητο ενδέχεται να δημιουργήθηκε για να εξυπηρετήσει όχι τις καθημερινές και πρακτικές ανάγκες των εμπόρων αλλά τις απαιτήσεις ενός υψηλού πολιτισμού.
Η γλώσσα στην οποία είναι συντεθειμένα τα δύο έπη δεν μιλήθηκε ποτέ από τα μέλη κάποιας ελληνικής κοινότητας. Η ομηρική διάλεκτος είναι γλώσσα τεχνητή, φτιαγμένη για την ποίηση (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 1.4 [σ. 17-18]). Μέσα της συμφύρονται στοιχεία από τις σπουδαιότερες διαλέκτους της ελληνικής γλώσσας. Στο Αιγαίο, τη θάλασσα που συνδέει την Ευρώπη με την Ανατολή, η ιωνική και η αιολική ενώθηκαν με άλλες μικρότερης εμβέλειας διαλέκτους και έδωσαν το πρώτο γνωστό δείγμα λόγου του ελληνικού πολιτισμού.
Οι Έλληνες ήταν διαχωρισμένοι σε φυλές. Οι γνωστότερες από αυτές ήταν οι Ίωνες (στην Αττική, την Εύβοια, την κεντρική Μικρά Ασία και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου), οι Αιολείς (στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, τη Λέσβο και τα απέναντι μικρασιατικά παράλια) και οι Δωριείς (στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, εκτός από την Αρκαδία και το βορειοδυτικό άκρο, στην Κρήτη, τη Μήλο, τη Θήρα, τα Δωδεκάνησα και την περιοχή της Αλικαρνασσού). Υπήρχαν βέβαια και άλλες μικρότερης εμβέλειας ή επιρροής φυλετικές ομάδες (για παράδειγμα, στην Αρκαδία, την Αχαΐα, τη δυτική Στερεά και την Κύπρο) που χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερο συντηρητισμό και μικρή σχετικά πρόοδο στα πολιτιστικά έργα. Από τις εστίες τους οι τρεις βασικές φυλές των Ελλήνων εξαπλώθηκαν στη Δύση. Κάθε φυλή μιλούσε τη δική της διάλεκτο, που ήταν μια συγκεκριμένη εκδοχή της ελληνικής γλώσσας.
Επειδή οι Έλληνες ήταν οργανωμένοι σε αυτόνομες κρατικές οντότητες με σχετική αυτάρκεια και πολιτική ανεξαρτησία, οι διάλεκτοι της ελληνικής υπέστησαν περαιτέρω τοπικές διαφοροποιήσεις. Έτσι, τα δωρικά που μιλούσαν στη Λακωνία ήταν διαφορετικά από αυτά των Μεγάρων ή της Κορίνθου, και η αιολική της Λέσβου είχε σημαντικές αποκλίσεις από τις αιολικές διαλέκτους της Θεσσαλίας. Αυτή η ενότητα μέσα στη διαφορά που ανιχνεύεται στη γλώσσα αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο χαρακτηριστικό του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού με πάμπολλες εφαρμογές: από την πολιτική έως τη θρησκευτική ζωή και από τις καθημερινές πράξεις των απλών ανθρώπων έως τις βαθύτερες σκέψεις των φιλοσόφων, κάθε πράγμα φαίνεται να μοιάζει με τα άλλα και ωστόσο είναι διαφορετικό. Οι Έλληνες ενθάρρυναν τη διαφοροποίηση μέσα σε κάθε δεδομένο κοινό πλαίσιο.
Στην Ιλιάδα οι κάτοικοι της Ελλάδας -ο ποιητής δεν τους αποκαλεί Έλληνες αλλά Δαναούς, Ἀχαιούς ή Ἀργείους- εμφανίζονται συνασπισμένοι σε μια κοινή εκστρατεία εναντίον των Τρώων και των συμμάχων τους. Η φυλετική ενότητα που αισθάνονταν, παρά τον πολιτικό κατακερματισμό, είναι εμφανής. Και οι αντίπαλοί τους όμως ήταν, σε μεγάλο βαθμό, όμοιοι με αυτούς. Οι Τρώες λάτρευαν τους ίδιους θεούς, είχαν τον ίδιο κώδικα τιμής, ακολουθούσαν τις ίδιες αξίες, διέθεταν τα ίδια ήθη και έθιμα (ταφικά και άλλα), μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Στο πρώτο σωζόμενο ελληνικό έπος οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι σε όλα όμοιοι με τους αντιπάλους τους που κατοικούσαν στη Μικρά Ασία. Ο κόσμος του Αιγαίου και της ανατολικής Μεσογείου που περιγράφει ο Όμηρος ήταν σχετικά ενιαίος και αδιαίρετος.
Όταν οι Πλειάδες ανατέλλουν, αρχίζει ο θερισμός
Ο Ησίοδος δεν ήταν ευτυχισμένος με το χωριό όπου ζούσε, τη βοιωτική Άσκρα στην πλαγιά του Ελικώνα. Το θεωρούσε κακό τον χειμώνα και μίζερο το καλοκαίρι· ποτέ δεν το έβρισκε ευχάριστο. Η οικογένεια του καταγόταν από την αιολική Κύμη, στα παράλια της Μικράς Ασίας, αλλά εκεί τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Καθώς ο πατέρας του ήταν άτυχος, αναγκάστηκε να παρατήσει τις θαλάσσιες εμπορικές επιχειρήσεις και να εγκατασταθεί στη Βοιωτία. Ο Ησίοδος εργάστηκε ως κτηνοτρόφος και αγρότης. Μια μέρα, καθώς έβοσκε πρόβατα, δέχτηκε το κάλεσμα των Μουσών και αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και την αλήθεια. Προφανώς διέθετε καλή παιδεία και είχε μεγάλη εξοικείωση με την Ιλιάδα - ίσως και με την Οδύσσεια. Σε αντίθεση με τον λίγο παλαιότερό του Όμηρο, που δεν δηλώνει ποτέ το όνομά του, αυτός συστήνεται με υπερηφάνεια και, ως έναν βαθμό, αυτοβιογραφείται (Κακριδής κεφ. 1.5 [σ. 36-39]).
Το θέμα που επέλεξε στο ποίημα του Έργα και ημέρες είναι παράδοξο με βάση τα ομηρικά κριτήρια. Απευθυνόμενος ευθέως στον αδελφό του Πέρση, τον κατηγορεί ότι, παρόλο που είχε ιδιοποιηθεί με άδικο τρόπο μεγαλύτερο μέρος από όσο του αναλογούσε στην πατρική κληρονομιά, με την αστόχαστη συμπεριφορά του βρέθηκε πάλι σε ανάγκη. Του δίνει λοιπόν πρακτικές οδηγίες για τις καθημερινές ασχολίες ενός αγρότη. Συμβουλεύοντας τον αδελφό του, βρίσκει την ευκαιρία να απευθυνθεί σε ένα πολύ ευρύτερο ακροατήριο. Όσα διδάσκει είχαν, κατά τη γνώμη του, γενική ισχύ.
Τόσο γενική ισχύ είχαν οι συμβουλές του Ησιόδου, ώστε μοιάζουν αυτονόητες. Δεν χρειαζόταν να καταφύγει στο διδακτικό του έπος ένας αγρότης για να πληροφορηθεί πότε αρχίζει το όργωμα και πότε ο θερισμός. Ακόμη και ο Πέρσης θα πρέπει να ήξερε καλά τους ρυθμούς της αγροτικής ζωής. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ίσως οι ηθικές παραινέσεις. Ο πλουτισμός που γίνεται αυτοσκοπός θεωρείται καταδικαστέος, ενώ επαινείται η σύνεση και το μέτρο, το δίκαιο και προπαντός η ευσέβεια. Τα πάντα έπρεπε, σύμφωνα με τον ποιητή, να αρχίζουν και να τελειώνουν με μια προσευχή. Αλλά και οι ηθικές αυτές παραινέσεις ηχούν αρκετά κοινότοπες. Η εναλλαγή των εποχών και οι απρόοπτες μεταβολές της φύσης έφερναν πάντα τον άνθρωπο πλησιέστερα στον θεό. Ο θεός έστελνε τη βροχή, αλλά ευθυνόταν και για την ανομβρία. Ο θεός έστελνε τον κεραυνό και έκανε τη γη να σείεται. Την εύνοια των θεών όφειλαν να την εξασφαλίζουν οι αγρότες με τη χρηστή τους διαγωγή. Μολονότι ο Ησίοδος έζησε γύρω στο 700, η καλλιέργεια της γης, όπως την περιγράφει, γινόταν με τον ίδιο τρόπο σε όλη σχεδόν την αρχαιότητα.
Η πραγματική αξία του ποιήματος ενδέχεται να βρισκόταν στην ίδια την επιλογή του θέματος. Σε μια εποχή που τα ομηρικά έπη υμνούσαν λαμπρά πολεμικά κατορθώματα, ο Ησίοδος στράφηκε στην αγροτική παραγωγή. Γι᾽ αυτόν ήρωας δεν ήταν ο ευγενής πολεμιστής που θυσίαζε τη ζωή του για την τιμή του, αλλά ο αγρότης που αφιέρωνε τη ζωή του στην παραγωγή και την οργάνωση του νοικοκυριού. Στον κόσμο του Ησιόδου ο πόλεμος ήταν μαζί με τη σιτοδεία (λιμόν) και τις επιδημίες (λοιμόν) οι μεγαλύτερες συμφορές. Και η γυναίκα, από γοητευτικό αντικείμενο επιθυμίας για το οποίο άξιζε να πεθάνει ή να οργώνει τις θάλασσες ένας ήρωας, έγινε στην καλύτερη περίπτωση ένας βοηθός στην εργασία· στη χειρότερη, ένας άχρηστος καταναλωτής ή μια επικίνδυνη ξελογιάστρα. Η εξύμνηση του αγρότη ενδέχεται να ήταν επιλογή επαναστατική. Μια μεγάλη και σημαντική κοινωνική τάξη διεκδικούσε με τον Ησίοδο θέση στην ποίηση και τον υψηλό πολιτισμό.
Βάση για να ξεκινήσουν όλα, σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν τρία πράγματα: ένας οἶκος, μια γυναίκα και ένα βόδι. Ο οίκος, δηλαδή το νοικοκυριό, περιλάμβανε τα κτήματα και το σπίτι (οἰκίαν), τόπο διαμονής και ασφαλούς αποθήκευσης. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη βοηθός σε όλες τις δουλειές, ακόμη και τις εξωτερικές ή τις καθαρά αγροτικές. Στην αρχή ο αγρότης έπρεπε να αρκεστεί σε μια αγορασμένη γυναίκα, δηλαδή μια δούλη - η ώρα για την κανονική σύζυγο θα έπρεπε να έρθει όταν όλα ήταν τακτοποιημένα και η ηλικία κατάλληλη. Το βόδι χρειαζόταν για το όργωμα, τις μεταφορές αλλά και για πλήθος άλλες εργασίες. Μαζί με το βόδι ή στη θέση του ήταν χρήσιμο και το μουλάρι.
Από τα συμφραζόμενα μπορούμε να φανταστούμε τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών. Ένα νοικοκυριό με πολύ μικρή έκταση γης δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια και ανάγκαζε τον νοικοκύρη να αναζητήσει συμπληρωματικό εισόδημα. Συνηθέστερη λύση ήταν η προσφορά μισθωτής εργασίας. Ένα μεσαίο νοικοκυριό τα έφερνε ίσως βόλτα, αν ήταν καλά οργανωμένο και κατανάλωνε με οικονομία. Η οικογένεια εκτελούσε όλες σχεδόν τις αναγκαίες εργασίες με μικρή μόνο εποχική βοήθεια. Τρίτο ήταν το εύπορο νοικοκυριό, που παρήγε πλεόνασμα. Ένα μέρος του πλεονάσματος αποθηκευόταν για ασφάλεια και ένα άλλο κυκλοφορούσε ως εμπόρευμα. Για τη φροντίδα του εύπορου νοικοκυριού χρειάζονταν αρκετά πρόσθετα χέρια. Πλάι στο μόνιμο προσωπικό καλούνταν, σε εποχές αιχμής, να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και μισθωτοί.
Ο Ησίοδος ασχολείται με αυτό το τρίτο, το εύπορο νοικοκυριό. Ο αγρότης τον οποίο αποφάσισε να υμνήσει ήταν ιδιοκτήτης μιας αρκετά μεγάλης έκτασης γης, με επιλογές στον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του. Εκτός από καλλιεργήσιμη γη, κατείχε αμπέλια, πρόβατα, κατσίκια, μελίσσια και ό,τι άλλο μπορούσε να εξασφαλίσει ευμάρεια - ασφαλώς και ελαιόδενδρα, μολονότι ο Ησίοδος δεν τα μνημονεύει. Αυτός ο συγκεκριμένος τύπος αγρότη διεκδικούσε τη θέση του στη δημόσια σφαίρα - και στο δημοφιλές έπος.
Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα θαλασσινά ταξίδια. Αντιλαμβανόταν ωστόσο ότι ήταν μια προσοδοφόρος λύση για τη διοχέτευση του αγροτικού πλεονάσματος. Αφήνει να εννοηθεί ότι ο εύπορος αγρότης κατείχε συχνά το δικό του μικρό ή μεγάλο πλοίο, με το οποίο μπορούσε να διακινήσει τα αγαθά του. Αν όλα πήγαιναν καλά, το κέρδος ήταν γρήγορο και αξιόλογο. Ο προορισμός του κέρδους ήταν πάντως να επενδυθεί και πάλι σε γη. Μόνο αυτή πρόσφερε ασφάλεια και κύρος.
Εκτός από τις τρεις μεγάλες κατηγορίες αγροτών, στον κόσμο του Ησιόδου υπήρχαν και άλλες κοινωνικές ομάδες. Στο ένα άκρο ήταν οι επαίτες, οι εργάτες (θῆτες), οι δούλοι (δμῶες) και οι τεχνίτες, στους οποίους περιλαμβάνονταν επίσης οι αοιδοί - κάποιος έπρεπε να τραγουδά τα ηρωικά αλλά και τα διδακτικά έπη. Στο ίδιο άκρο βρίσκονταν ακόμη οι κλέφτες, όπως επίσης οι περαστικοί ξένοι. Στο άλλο άκρο οι άρχοντες, με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλη έκταση γης και εξουσία, πολιτική και δικαστική. Ο Ησίοδος τους αποκαλεί βασιλῆας και τους φαντάζεται να ασκούν μια εξουσία συλλογική. Στο άλλο του ποίημα, τη Θεογονία, επαινεί όσους από αυτούς ήταν ἐχέφρονες και δίκαιοι στις κρίσεις τους, αλλά στα Έργα και ημέρες τους χαρακτηρίζει συλλήβδην δωροφάγους. Είχε πικρή πείρα από τον τρόπο με τον οποίο ο αδελφός του τους εξαγόρασε με δώρα για να τον αδικήσει στην κληρονομιά. Τα κρίματά τους τα πλήρωνε συχνά ολόκληρος ο δήμος. Οι αριστοκράτες ασφαλώς παινεύονταν για την πολεμική τους ανδρεία, αλλά ο Ησίοδος προτίμησε να αποσιωπήσει τελείως το θέμα αυτό. Έτσι κι αλλιώς ο αγροτικός του κόσμος δεν επικοινωνούσε με αυτόν της αριστοκρατίας, που έχει τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες.
Ο κόσμος του Ησιόδου ήταν οργανωμένος σε πόλεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι κατοικούσαν μέσα στα τείχη για προστασία, αλλά είχαν τα κτήματα τους στους γειτονικούς κάμπους και τους πρόποδες των βουνών. Ο Ησίοδος αποκαλεί την Άσκρα, όπου κατοικούσε, κώμην, χωριό, επειδή ήταν μικρή αλλά και επειδή ήθελε να τη μειώσει. Ήταν όμως και αυτή μια ολοκληρωμένη πολιτεία με την αγορά της. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει περιστασιακά, γιατί ήθελε να απομακρυνθεί γρήγορα από το κέντρο για να περιγράψει το αγροτικό νοικοκυριό. Ωστόσο, από τους υπαινιγμούς του γίνεται σαφές ότι στην αγορά συνέβαιναν σημαντικά πράγματα. Εκεί συγκεντρώνονταν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, προφανώς για εργασία και εμπορικές ανταλλαγές. Εκεί διεξάγονταν οι δίκες - και… οι κακοδικίες.
Στα ομηρικά έπη οι ήρωες απέδιδαν μεγάλη σημασία στους συντρόφους τους, τους ἑταίρους. Πήγαιναν στον πόλεμο μαζί, αγωνίζονταν πλάι πλάι και, όταν έφτανε η ώρα, προσπαθούσαν να επιστρέψουν πάλι μαζί. Στον αγροτικό κόσμο του Ησιόδου σημασία είχαν οι γείτονες. Ο καλός γείτονας ήταν μεγάλος θησαυρός. Αποτελούσε το καθημερινό στήριγμα, τον συνεργάτη και τον βοηθό. Δάνειζε και δανειζόταν. Σε ώρα ανάγκης οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο χωρίς χρονοτριβή. Στο εσωτερικό του νοικοκυριού, πάντως, ο εύπορος αγρότης του Ησιόδου βασιζόταν κυρίως στους δούλους του.
Οι δμῶες ήταν μια αυτοαναπαραγόμενη κοινωνική ομάδα: τα παιδιά τους γίνονταν και αυτά δμῶες. Για την προέλευσή τους ο Ησίοδος δεν ανέφερε τίποτε. Πιθανότατα ούτε και γνώριζε. Στην εποχή του ο θεσμός που τους κρατούσε υπόδουλους ήταν καλά εδραιωμένος. Δεν πληροφορούμαστε επίσης αν κάποιος δμώς μπορούσε ποτέ να κερδίσει την ελευθερία του ή αν κάποιος ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να υποδουλωθεί. Στην κοινωνία του Ησιόδου υπήρχαν πιθανότατα και δούλοι αγορασμένοι από ξένο τόπο, θύματα πειρατείας ή πολέμου (όπως εξηγούν τα ομηρικά έπη). Αλλά αυτοί δεν μπορεί να ήταν πολλοί. Γίνεται λόγος για μία μόνο αγορασμένη γυναίκα σε κάθε εύπορο νοικοκυριό. Το καλοκαίρι οι δμῶες κοιμούνταν στο ύπαιθρο και για τον χειμώνα έχτιζαν οι ίδιοι ξύλινα καλύβια. Μια φορά τον μήνα γινόταν επιθεώρηση εργασίας και έπαιρναν την αμοιβή που τους αναλογούσε για να συντηρηθούν.
Για τον θεσμό της οικογένειας ο Ησίοδος είχε να πει αρκετά. Τον απασχολούσε η σωστή επιλογή της συζύγου, που θα έπρεπε να είναι παρθένος και, όσο γινόταν, από το κοντινό περιβάλλον - κανείς δεν μπορούσε να γνωρίζει τι λογής ήταν μια εντελώς ξένη γυναίκα, όπως λέει. Για να τα οργανώσει όλα σωστά, ο σύζυγος χρειαζόταν να φτάσει τα τριάντα χρόνια και, για να παραμένει επαρκώς ενάρετη, η σύζυγος θα έπρεπε να είναι κάτω από τα δεκαεπτά. Η απιστία ήταν μια μόνιμη έγνοια. Οι κίνδυνοι ελλόχευαν τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω. Το ζήτημα είχε μια ηθική, μια ψυχολογική αλλά και μια πρακτική πλευρά. Υπέρτατη αξία, αυτή που εξασφάλιζε στον άνθρωπο ένα είδος αθανασίας, ήταν τα γνήσια τέκνα - και τα γνήσια τέκνα των τέκνων. Η μοιχεία διέκοπτε αυτή την πολύτιμη αλυσίδα.
Η γη και η ακίνητη περιουσία μοιράζονταν ισότιμα σε όλα τα αρσενικά παιδιά. Τα κορίτσια έπαιρναν μάλλον κινητά αγαθά. Όσο ευπορότερος ήταν ο αγρότης τόσο λιγότερα αγόρια επιθυμούσε να αποκτήσει. Προφανώς η διανομή της περιουσίας και ο κατακερματισμός της γης δεν επέτρεπαν στα πολλά παιδιά να διατηρήσουν την οικονομική και κοινωνική θέση του πατέρα τους. Διαφορετικά, η πολύτεκνη οικογένεια μπορούσε να αξιοποιήσει τα πολλά χέρια για να αυξήσει την περιουσία της. Ο Ησίοδος θεωρούσε δεδομένο ότι υπήρχε πάντα διαθέσιμη γη για αγορά. Όταν ο ένας αγρότης ευημερούσε, ο άλλος αστοχούσε.
Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο
Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση των θεών. Αναφέρει περιστασιακά τον Ωκεανό και την Τηθύν ως το θεϊκό ζεύγος από το οποίο εκβλάστησαν οι υπόλοιποι θεοί και υπαινίσσεται ότι η Νύκτα υπήρξε ίσως η σκοτεινή μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ολύμπια τάξη. Με το ερώτημα της αρχής του κόσμου και των θεών ασχολήθηκε πρώτος ο Ησίοδος. Στη Θεογονία έθεσε στον εαυτό του το εξαιρετικά δύσκολο έργο να απαριθμήσει όλες τις γενιές των θεών, ξεκινώντας από την πρώτιστη αρχή. Με τη συνδρομή των Μουσών, που τον ενέπνευσαν, τα κατάφερε περίφημα. Μέσα σε 1.000 περίπου στίχους ξετύλιξε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό πάνθεο, οργανώνοντάς το σε ένα πολυσχιδές γενεαλογικό δέντρο που εκτεινόταν σε τρεις γενιές: τη γενιά του Ουρανού και της Γαίας, τη γενιά του Κρόνου και της Ρέας και, τέλος, την κυρίαρχη γενιά του Δία και των υπόλοιπων ολύμπιων θεών που διοικούσαν το σύμπαν στο παρόν.
Ο μύθος διαδοχής, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της ησιόδειας Θεογονίας, προέρχεται από την Ανατολή. Πολλούς αιώνες πριν από την ανάδυση της θεογονικής ποίησης στην Ελλάδα, διάφοροι λαοί στην Εγγύς Ανατολή (Βαβυλώνιοι, Χετταίοι και άλλοι) είχαν δημιουργήσει και αναπτύξει επικές θεογονίες, των οποίων οι ομοιότητες με αυτή του Ησιόδου αποκλείεται να οφείλονται στην τύχη. Πώς ακριβώς τα ανατολικά έπη μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, τι είδους μεταφράσεις υπέστησαν και με ποιον τρόπο εμβολιάστηκαν στον κορμό των αυτόχθονων μύθων της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πάντοτε σαφές. Η περιοχή της Συρίας, πάντως, είναι ο πιθανότερος χώρος από τον οποίο, μέσω της Κύπρου και στη συνέχεια της Εύβοιας, έφτασαν οι ανατολικές επιρροές σε ελληνικό έδαφος.
Η ανατολική επίδραση φαίνεται επίσης στα έργα του υλικού πολιτισμού, κατά τον 8ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Ελεφαντοστό, πολύτιμοι λίθοι και σκαλισμένοι σφραγιδόλιθοι έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα θυμιάματα που άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία ήταν ανατολικής προέλευσης και συνέχισαν να εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο (κυρίως) έως το τέλος της αρχαιότητας. Χάλκινα και ασημένια αγγεία που προέρχονταν από εργαστήρια ανατολικών λαών, κάποια μάλιστα και με αραμαϊκές-φοινικικές επιγραφές, αφιερώνονταν σε ελληνικά ιερά. Λατρευτικά προσωπεία, που βρέθηκαν στη Σάμο και τη Σπάρτη, φέρουν αδιάψευστη τη σφραγίδα της Ανατολής. Ακόμη και οι πολύ γνωστές παραστάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, που κρατούν τον κεραυνό ή την τρίαινα στο δεξί χέρι, έχουν τις απαρχές τους σε ανατολικά πρότυπα.
Η επίδραση της Ανατολής υπήρξε εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Οι μεγάλοι κτιστοί βωμοί για μεγαλοπρεπείς θυσίες αντλούσαν από ανατολικά πρότυπα, και ο χαρακτηριστικός τύπος του ελληνικού ναού που πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο -το ιερό κτίριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού και αποτελούσε, με μια έννοια, την κατοικία του- έχει επίσης ανατολική προέλευση.
Για να δηλωθεί η σημασία του ανατολικού στοιχείου στην αναγέννηση της ελληνικής τέχνης και τεχνικής, η περίοδος του 8ου και του 7ου αιώνα ονομάζεται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς της τέχνης «ανατολίζουσα». Αλλά και ο πρώτος χάρτης της οικουμένης που σχεδιάστηκε στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα αποτελεί μετεξέλιξη ενός πολύ παλαιότερου βαβυλωνιακού προτύπου. Η επίδραση της Ανατολής δεν περιορίστηκε στην τέχνη.
Ο Ησίοδος αποτελεί ένα εξαίρετο πρώτο δείγμα της τάσης για γενίκευση, αφαίρεση και αναγωγή στο καθολικό, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη σχεδόν στο σύνολό της. Στον μύθο διαδοχής, τον οποίο ο ποιητής δανείστηκε από την Ανατολή, προστέθηκαν αφηρημένες θεότητες ως αρχέγονες δυνάμεις. Πρώτες και καλύτερες ήταν το Χάος και ο Έρως. Οι προσθήκες αυτές δείχνουν διάθεση φιλοσοφικής κατανόησης μέσα στην ίδια την παραδοσιακή ποίηση.
Χάος ήταν η πρώτιστη και αδιαμόρφωτη σκοτεινή άβυσσος πριν από κάθε διαφοροποίηση, και Έρως η κύρια δύναμη εξέλιξης του σύμπαντος, η ορμή που φέρνει στο φως κάθε τι νέο. Κατά τον Ησίοδο, το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, και αυτά γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αιθέρας ήταν η λαμπρή όψη του χώρου, δηλαδή το φωτεινό στερέωμα του μεσημεριανού ουρανού, και Ημέρα η λαμπρή φάση του χρόνου. Το φως, συνεπώς, αποτελούσε γέννημα του σκότους, και η γέννηση ήταν μια φανέρωση που παράγεται από τη σκοτεινή αφάνεια των πραγμάτων.
Με την εισαγωγή αυτών των απρόσωπων και αμυθολόγητων θεοτήτων ο Ησίοδος έθετε το ερώτημα της αρχής του σύμπαντος με τρόπο που έβγαινε έξω από τα στενά όρια της μυθολογίας. Η γενιά του Χάους, για παράδειγμα, στην οποία κυριαρχούν -θα λέγαμε σήμερα- οι απειλητικές και ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου, παρουσιάστηκε ως ένα γενεαλογικό δέντρο το οποίο δεν ενώνεται πουθενά με το κυρίαρχο γενεαλογικό δέντρο της Γαίας. Το χάος, κατά κάποιον τρόπο, περιβάλλει την τάξη του κόσμου και την απειλεί. Ο Έρως πάλι, που εμφανίστηκε στην αρχή της Θεογονίας, δεν είχε κανέναν εμφανή ρόλο να παίξει στη μεταγενέστερη αφήγηση. Η δράση του μπορούσε μόνο να υπονοηθεί μέσα από τις διαρκείς γεννήσεις και τις έριδες των θεών. Όταν ο Ησίοδος συνένωνε δικές του πρωτότυπες συλλήψεις με υλικό προερχόμενο από την Ανατολή, ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω από τον πέπλο των παραδοσιακών μύθων. Η διάθεσή του φαίνεται να αποσκοπούσε στον περιορισμό της εικονοποιίας, που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μυθολογίας, προς χάριν της ίδιας της αλήθειας. Έτσι θα ξεκινούσε αργότερα η φιλοσοφία.
Η σημασία των αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, και ειδικά της Αιγύπτου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα ταξίδια. Στους επόμενους δύο αιώνες όμως σημαντικοί άνδρες ταξίδεψαν πολύ, από περιέργεια και διάθεση γνώσης. Κάποιοι, όπως ο Σόλων και ο Πυθαγόρας, λέγεται ότι επισκέφθηκαν την Αίγυπτο και εντυπωσιάστηκαν από τον πολιτισμό της. Η χώρα αυτή είχε ήδη γεμίσει δέος και σεβασμό τις καρδιές εμπόρων και μισθοφόρων στρατιωτών, οι οποίοι για πρακτικότερους λόγους βρέθηκαν στην επικράτειά της. Τα εκπληκτικά αγάλματα των θεών, οι επιβλητικοί ναοί και οι πυραμίδες -όλα δημιουργήματα μιας εποχής πολύ προγενέστερης από οτιδήποτε ελληνικό- μαζί με τους θρύλους, τους μύθους και τις δοξασίες που διηγούνταν οι ιερείς των Αιγυπτίων για τους θεούς, τη ζωή και τον θάνατο προκάλεσαν τέτοιο πηγαίο σεβασμό στους Έλληνες ταξιδευτές ώστε πολλοί θεώρησαν τελικά ότι τα ελληνικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα παιχνίδια αν συγκριθούν με τα έργα του πολιτισμού αυτού. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πιστέψουν ότι ακόμη και τους θεούς τους οι Έλληνες τους είχαν δανειστεί από εκεί. Ο Ηρόδοτος, τον 5ο αιώνα, ήταν ένας από αυτούς.
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν ησιόδειο μύθο στον οποίο πέντε γένη ανθρώπων αντικαθιστούν διαδοχικά το ένα το άλλο, η ιστορική εξέλιξη στις ανθρώπινες κοινωνίες θεωρείται ως μια προοδευτική απομάκρυνση από τον κόσμο των απαρχών, έναν κόσμο εμβαπτισμένο στη μακαριότητα. Αυτό τον τέλειο κόσμο των απαρχών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη σε αγαστή συνεννόηση με τους θεούς, έτεινε να εγκαταστήσει στο παρόν κάθε γνήσια τελετουργία που ακολουθούσε τα πατρώα ήθη και συνοδευόταν από σχετική μυθική διήγηση. Οι συμμετέχοντες μεταφέρονταν έτσι στη μυθική εποχή ενός φανταστικού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που οι Έλληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν καίρια από αυτούς στον δρόμο που θα οδηγούσε στη δική τους πολιτιστική έκφραση. Οι ανατολικοί πολιτισμοί, και ιδίως αυτός της Αιγύπτου, βρίσκονταν εγγύτερα στις απαρχές.
Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία
Μερικές δεκαετίες μετά τον Ησίοδο, γύρω στο 630, μια αντιπροσωπεία κατέφθασε στους Δελφούς. Υπήρχε εκεί από παλιά ένα ιερό μαντείο που έδινε απαντήσεις (χρησμούς) στις ερωτήσεις των επισκεπτών του. Ο άρχοντας της Θήρας (που διατηρούσε τον τίτλο του βασιλιά), προσφέροντας πλούσια θυσία εκατό βοδιών (ἑκατόμβην), ζητούσε να λάβει διάφορες συμβουλές, προφανώς για το καλό του τόπου του. Τον συνόδευαν πολλοί συμπολίτες του και ανάμεσά τους ένας ευγενής που λεγόταν Βάττος. Αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έγιναν, η ιέρεια του μαντείου που ονομαζόταν Πυθία, από το στόμα της οποίας ακουγόταν η βούληση και η κρίση του Απόλλωνα, έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια ἀποικία, δηλαδή μια νέα πόλη, στη Λιβύη. Γέρος και δυσκίνητος καθώς ήταν ο βασιλιάς, παρέπεμψε την υπόθεση στον Βάττο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Θήρας δεν ήξεραν ούτε καν πού βρίσκεται η Λιβύη· προτίμησαν λοιπόν να αγνοήσουν τη θεϊκή εντολή. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σημειώνει και μια δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Βάττος είχε πάει από μόνος του στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για τη φωνή του, επειδή ήταν τραυλός. Πήρε πάντως τον ίδιο χρησμό. Μια άλλη, μεταγενέστερη πηγή ισχυρίζεται ότι ο Βάττος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θήρα μετά την ήττα του σε πολιτικές διαμάχες.
Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της Θήρας υποχρεώθηκαν από μια παρατεταμένη ανομβρία να υπακούσουν στον χρησμό. Ζήτησαν τη συνδρομή ενός ψαρά από την Κρήτη και, νησιώτες καθώς ήταν, έκαναν μια απόπειρα να εγκατασταθούν σε ένα νησί της Λιβύης. Ο ψαράς, που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μόνος στο νησί να το φυλάει, δέχτηκε τη βοήθεια ενός εμπορευόμενου καραβοκύρη από τη Σάμο. Στη συνέχεια έφτασαν και οι πρώτοι άποικοι, που δεν ήταν πολλοί. Χωρούσαν όλοι σε δύο πενηντάκωπα καράβια. Είχαν επιλεγεί με κλήρο, ένας γιος από κάθε οικογένεια, αντιπροσωπεύοντας όλα τα τμήματα του νησιού. Για γυναίκες δεν γίνεται λόγος. Η ελπίδα ήταν, προφανώς, ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες στον τόπο εγκατάστασης. Μη βλέποντας προκοπή, οι άποικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα, αλλά δεν έγιναν δεκτοί και αναγκάστηκαν με τη βία να πάρουν και πάλι τον δρόμο του ξενιτεμού. Στο τέλος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του μαντείου, εγκαταστάθηκαν στην ακτή της κτηνοτρόφου Λιβύης, όπως τη χαρακτήριζε ο χρησμός, σε μια τοποθεσία με δύο όμορφα λιβάδια που τα διέσχιζε ένας ποταμός.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλήθηκαν από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους. (Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν δώσει σημασία.) Τους υπέδειξαν λοιπόν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. (Δεν είχαν άλλωστε ούτε διάθεση ούτε δυνάμεις για να φέρουν αντίρρηση.) Η πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη.
Το μαντείο δεν τους λησμόνησε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδας να αναζητήσει εκεί μια καλύτερη ζωή. Στους νέους κατοίκους μοιράστηκαν κλῆροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι αισθάνθηκαν πια πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό.
Ο ποιητής Πίνδαρος, ήδη πριν από τον Ηρόδοτο, ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει επίσης τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οἰκιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό: σαν ήρωα.
Οι κάτοικοι της Κυρήνης διατήρησαν, καθώς φαίνεται, καλές σχέσεις με τον αρχικό τους τόπο, τη Θήρα. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από την ίδρυση της αποικίας, όταν αντιπρόσωποι από τη μητρόπολη τούς επισκέφθηκαν για να συσφίξουν τους δεσμούς. Όσα συμφωνήθηκαν χαράχτηκαν σε πέτρα, που τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα. Στην επιγραφή αυτή, που η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσυρε από τη λήθη, οι Θηραίοι υπενθύμιζαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αρχική επιλογή των αποίκων ήταν υποχρεωτική και ότι όποιος επιχειρούσε να διαφύγει καταδικαζόταν σε θάνατο. Εάν μέσα σε πέντε χρόνια δεν έβλεπαν προκοπή, τότε μόνο μπορούσαν να επιστρέψουν. Επίσης, ότι οι συγγενείς των πρώτων αποίκων που ζούσαν στη Θήρα είχαν δικαίωμα, εφόσον το επιθυμούσαν, να αποκτήσουν και αυτοί αδιάθετη γη στην Κυρήνη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει επίσης στο φως υπολείμματα του ωραίου πλακοστρωμένου δρόμου, από όπου διέρχονταν οι θρησκευτικές πομπές.
Οι αρχαίοι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Άλλοτε μεμονωμένα άτομα, άλλοτε οικογένειες και άλλοτε μεγάλες ομάδες ή ολόκληρες πόλεις εγκατέλειπαν με σχετική ευκολία τον τόπο τους για να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να βρίσκονται πολύ μακριά από την κοιτίδα τους. Εκεί έκτιζαν μια αποικία, δηλαδή μια νέα πόλη που διατηρούσε, όσο ήταν εφικτό, καλές σχέσεις με τη μητρόπολη. Τις δύο πόλεις ένωναν δεσμοί αίματος, κοινές παραδόσεις και θρησκευτικές συνήθειες. Όμως, η αποικία ήταν από την πρώτη στιγμή μια ανεξάρτητη κοινότητα. Εάν το έφερνε η ανάγκη, δεν δίσταζε να αναμετρηθεί πολεμικά με τη μητρόπολη, όπως αναμετρήθηκε κάποια στιγμή η Κέρκυρα με την Κόρινθο. Συνέβαινε συχνά μια αποικία να ιδρύσει αργότερα νέες, δικές της αποικίες. Οι κάτοικοι της Θήρας, που ίδρυσαν την Κυρήνη, προέρχονταν από τη Σπάρτη, ενώ κάτοικοι της Κυρήνης ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλες αποικίες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
Οι αιτίες για τις συχνές μετακινήσεις θα πρέπει να ήταν πολλές. Ορισμένοι Έλληνες, όπως ο πατέρας του Ησιόδου, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια. Άλλοι, όπως οι μυθικοί Φαίακες ή οι πραγματικοί Φωκαείς στην Ιωνία, ήθελαν να γλιτώσουν από επικίνδυνους γείτονες. Οι κάτοικοι της Θήρας πιέστηκαν, καθώς φαίνεται, από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από το πλεόνασμα του πληθυσμού, αυτό που δεν μπορούσαν να θρέψουν. Η συρρικνωμένη παραγωγή ενδέχεται μάλιστα να οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις, που επιβάρυναν το κλίμα περισσότερο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετακινήσεις έγιναν και για εμπορικούς λόγους. Αναζητώντας αγορές για τα προϊόντα τους και, κυρίως, πρώτες ύλες για την αναγκαία μεταλλοτεχνία τους, Έλληνες ναυτικοί έκτιζαν κάποτε σταθμούς σε κεντρικά περάσματα. Ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένες πόλεις.
Από το μέσον του 8ου έως το μέσον του 6ου αιώνα, το φαινόμενο των μόνιμων και μαζικών μετεγκαταστάσεων πήρε μαζικές διαστάσεις. Τόσο πολλές ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Εύξεινο Πόντο έως τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα στενά του Γιβραλτάρ, που άλλαξε η όψη της Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι ακτές γέμισαν με ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ᾽ όλα ιδρύονταν όχι με ατομικές πρωτοβουλίες αλλά με απόφαση των μητροπόλεων, που κάποτε συνεργάζονταν μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Δεύτερον, είχαν ως κύριο στόχο την εξεύρεση και εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, όχι τη διεξαγωγή εμπορίου. Τρίτον, έλυναν τα προβλήματα των μητροπόλεων απαλλάσσοντάς τες από πληθυσμιακό πλεόνασμα και όχι παρέχοντάς τους εμπορική, στρατιωτική ή πολιτική στήριξη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ελληνικός αποικισμός.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την κοινωνική σύνθεση των παλαιών πόλεων. Όλες είχαν πρωτίστως αγροτικό προσανατολισμό και, στις περισσότερες από αυτές, τις καλύτερες και ευφορότερες εκτάσεις γης τις κατείχαν λίγοι άνθρωποι, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Το κοινά αποδεκτό έθιμο διαμοιρασμού της κτηματικής περιουσίας σε όλους τους γιους οδηγούσε στον γρήγορο κατακερματισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών. Τις κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές που προκλήθηκαν επιδείνωνε ασφαλώς η αύξηση του πληθυσμού. Η απλούστερη λύση ήταν να απαλλαγούν οι πόλεις από τους κατοίκους που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με την επάρκεια την οποία απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.
Η ίδρυση νέων πόλεων δεν είναι σε όλες τις εποχές εφικτή λύση. Για την ακρίβεια, σπάνια είναι εφικτή σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως αυτός που διαπιστώθηκε τη συγκεκριμένη εποχή. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε καμιά άλλη ισχυρή εξουσία στη Μεσόγειο ικανή να ανακόψει την εξάπλωση των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Καρχηδόνας είχαν κυρίως εμπορικά συμφέροντα, ενώ οι Ετρούσκοι δεν είχαν ξεκινήσει την επέκτασή τους. Στην Ασία, οι Φρύγες, οι Λυδοί, οι (νεο-)Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι πολεμούσαν μεταξύ τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τη θάλασσα. Οι ακτές ήταν ελεύθερες για δράση στους Έλληνες, αρκεί να υπήρχε αποφασιστικότητα και μικρή στρατιωτική ισχύς. Όπου έβρισκαν έστω και στοιχειώδη αντίσταση, οι Έλληνες άποικοι συμβιβάζονταν, όπως στην περίπτωση της Κυρήνης, έως ότου γίνονταν επαρκώς δυνατοί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, απωθούσαν με τη βία τους παλαιούς κατοίκους, όπως έγινε στην περίπτωση των Συρακουσών, τις οποίες έκτισαν οι Κορίνθιοι. Η καλύτερη λύση ήταν πάντως να γίνεται η εγκατάσταση σε μέρος που δεν το διεκδικούσε κανείς.
Οι αποικίες με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα ήταν ελάχιστες και μπορούν να θεωρηθούν εξαιρέσεις. Πιο φημισμένη ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε ως κοινοπραξία διαφόρων Ελλήνων, με συγκατάθεση και εποπτεία από τις αιγυπτιακές αρχές. Επίσης η Κύμη, η παλαιότερη αποικία στην Ιταλία, από την οποία γινόταν, καθώς φαίνεται, εμπόριο μετάλλων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει μια ακόμη εγκατάσταση στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, γνωστή μόνο με τη σημερινή της ονομασία Αλ Μίνα, που αποτελούσε σταθμό για εμπορικές συναλλαγές με τους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας.
Πόσο πεινασμένοι ήταν κάποτε οι υποψήφιοι άποικοι το δείχνει ωραία μια αφήγηση. Ένας από αυτούς που ταξίδευαν για να εγκατασταθούν στη Σικελία πούλησε στη διάρκεια του ταξιδιού το κομμάτι γης (κλῆρον) που έμελλε να αποκτήσει με λαχνό (κλῆρον) για μια πίτα από μέλι.
Ο Ηρόδοτος αφηγείται και άλλη μια ωραία ιστορία, που την τοποθετεί γύρω στο μέσον του 6ου αιώνα. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινές εξορμήσεις και ανακάλυψαν την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Μια από τις πλέον φημισμένες αποικίες τους ήταν η Μασσαλία. Στην Ταρτησσό (έξω από τις στήλες του Ηρακλή) κέρδισαν τη φιλία του τοπικού βασιλιά σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους προσφέρθηκε νέος τόπος μόνιμης εγκατάστασης. Οι Φωκαείς προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους, μολονότι αντιμετώπιζαν ήδη την πίεση των Περσών. Δέχτηκαν πάντως άφθονα χρήματα από τον ξένο βασιλιά, για να οικοδομήσουν ισχυρό προστατευτικό τείχος.
Έφτασε ωστόσο η μέρα (γύρω στο 540) που δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην περσική πολιορκία. Αποφάσισαν λοιπόν με όρκους που έδιναν μεταξύ τους να ξενιτευτούν σε μια παλαιά τους αποικία στην Κύρνο, δηλαδή την Κορσική. Έβαλαν τα παιδιά, τις γυναίκες τους καθώς και όλη την κινητή τους περιουσία στα καράβια, μαζί με τα αγάλματα από τους ναούς και τα αναθήματα, και εγκατέλειψαν την πόλη τους στο έλεος των κατακτητών. (Τελικά το ταξίδι της μετεγκατάστασης το πραγματοποίησαν περίπου οι μισοί, αφού οι υπόλοιποι επέλεξαν τη σκλαβιά και επέστρεψαν.)
Στην Κορσική οι Φωκαείς, μαζί με τους παλαιούς αποίκους, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι Τυρρηνοί, δηλαδή οι Ετρούσκοι, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν την ανεξέλεγκτη δράση των Ελλήνων. Εξίσου ενοχλημένοι εμφανίστηκαν οι Καρχηδόνιοι.
Συνασπισμένοι οι δυο τους πολέμησαν (γύρω στο 535) εναντίον των Φωκαέων σε μια πολύνεκρη ναυμαχία με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Με κατεστραμμένα τα πλοία και πεσμένο το ηθικό, οι Φωκαείς μετακινήθηκαν οικογενειακώς για μία ακόμη φορά. Ως νέο τόπο εγκατάστασης επέλεξαν το Ρήγιο και από εκεί την Ελέα στην Κάτω Ιταλία.
Τα παθήματα των Φωκαέων δείχνουν πολύ παραστατικά τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Οι συνθήκες που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να ιδρύουν αποικίες σχεδόν όπου ήθελαν, από το ένα άκρο της Μεσογείου στο άλλο και ακόμη πιο πέρα, δεν ίσχυαν πια. Στην Ανατολή ο βασιλιάς των Περσών Κύρος κατάφερε να ιδρύσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε. Φτάνοντας στο Αιγαίο, άρχισε να καταλαμβάνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Στη Δύση πάλι, δύο μεγάλες δυνάμεις συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες: οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Καρχηδόνιοι στην Αφρική. Μετά τη σύγκρουσή τους με τους Φωκαείς, οι Ετρούσκοι συγκρούστηκαν με την ιταλική Κύμη (γύρω στο 525). Οι Κυμαίοι βγήκαν νικητές, αλλά ήταν πια φανερό ότι η περιοχή δεν τους χωρούσε όλους. Ο ελληνικός αποικισμός είχε φτάσει στα όριά του.
Οι ελληνικές πόλεις δεν συμμετείχαν όλες με τον ίδιο τρόπο στην ίδρυση αποικιών. Αρκετές δεν ίδρυσαν καμία, άλλες λιγοστές και άλλες πολλές - υπερβολικά πολλές για τον πληθυσμό τους. Η εικόνα αυτή είναι πάντως αρκετά απατηλή. Ο αποικισμός ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια κοινή ελληνική υπόθεση. Συνέβαινε κάποτε να συνεργαστούν δύο πόλεις από την αρχή. Σχεδόν πάντα υπήρχε θέση σε μια αποστολή και για κατοίκους από άλλες περιοχές. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κυρήνης, η προσέλευση νέων αποίκων ήταν συχνά αναγκαία για να αναπτυχθεί επαρκώς η νέα πόλη.
Δύο τουλάχιστον πόλεις φαίνεται ότι απείχαν συνειδητά από την ίδρυση αποικιών. Από την πολυπληθή Σπάρτη είχαν φύγει κάτοικοι μόνο για τη Θήρα και για τον Τάραντα στην Ιταλία, και αυτό έγινε κάτω από πολύ ειδικές πολιτικές συνθήκες. Από την Αθήνα πάλι, που ήταν επίσης μια πολυπληθής πόλη, δεν ιδρύθηκε καμία αποικία στο δυναμικό ξεκίνημα του αποικιστικού ρεύματος. Η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και δεν είχαν την πολυτέλεια να στερηθούν τις στρατιωτικές υπηρεσίες των πολιτών τους. Επέλεξαν έτσι διαφορετικές λύσεις στο δημογραφικό και κοινωνικό τους πρόβλημα.
Είναι ωραίο να πεθαίνει ο γενναίος άνδρας πέφτοντας στην πρώτη γραμμή
Ο ποιητής Αρχίλοχος δεν φαίνεται να στενοχωρήθηκε πολύ που αναγκάστηκε να πετάξει την ασπίδα του δίπλα σε έναν θάμνο. Ίσως και να διασκέδαζε με τη σκέψη ότι τη βρήκε και τη χαιρόταν ένας Θράκας. «Εγώ πάντως σώθηκα», κομπάζει σε ένα του ποίημα. «Τι με μέλει η ασπίδα εκείνη; Ας χαθεί. Θα αποκτήσω άλλη διόλου χειρότερη.» Τα λόγια αυτά, όπως ήξερε καλά ο ποιητής, ηχούσαν προκλητικά στα αφτιά των ακροατών του. Η ποίησή του όμως ήταν σκόπιμα σκωπτική.
Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα - σε μια εποχή που ο Ησίοδος ενδέχεται να ήταν ακόμη ζωντανός (Κακριδής κεφ. 2.4.Β.ii.α [σ. 61-62]). Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά η μητέρα του ήταν δούλη. Αναζήτησε την τύχη του στη Θάσο ως άποικος και στη συνέχεια πρόσφερε με αμοιβή τις στρατιωτικές του υπηρεσίες σε διάφορα μέρη. Ταυτοχρόνως ήταν και ποιητής. Στην ποίησή του ανέδειξε θέματα της καθημερινής ζωής, όπως ο έρωτας ή το ναυάγιο, αλλά και θέματα παραδοξότερα, όπως τα αμύθητα πλούτη του βασιλιά της Λυδίας και η πλήρης έκλειψη ηλίου (του έτους 648). Τα παρουσίασε όλα με αμεσότητα, ειρωνεία αλλά και αυτοσαρκασμό.
Ένας πολεμιστής θα πρέπει να είχε πολύ μεγάλη αυτοπεποίθηση για να υμνήσει την άδοξη φυγή του από μια μάχη. Σύμφωνα με τα ιδανικά της εποχής, η προσωπική διάσωση δεν ήταν αρετή αλλά ανανδρία, ενδεχομένως ατιμία. Για να σκανδαλίσει περισσότερο, ο Αρχίλοχος ισχυρίστηκε ότι πέταξε το πολυτιμότερό του όπλο, την ασπίδα, που οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν ὅπλον. Τη θεωρούσαν τόσο σημαντική, ώστε οι πολεμιστές που την κρατούσαν ονομάζονταν ὁπλίτες και ο πόλεμος που διεξήγαν ὁπλομαχία.
Η ασπίδα (σάκος) που κρεμούσαν οι περισσότεροι ομηρικοί πολεμιστές στον ώμο τους με μια μακριά λουρίδα (τελαμῶνα) ήταν όσο γινόταν ελαφριά, για να τη γυρίζουν στην πλάτη και να προστατεύονται, όταν το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα, ο Αρχίλοχος και οι οπλίτες κρατούσαν μια στρογγυλή, βαριά και δυσκίνητη ασπίδα, κατασκευασμένη από ξύλο και κάποτε με μια λεπτή στρώση από ορείχαλκο στο εξωτερικό. Επρόκειτο για ελληνική επινόηση ή, το πιθανότερο, για ελληνική τελειοποίηση. (Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται ότι πρώτοι τη χρησιμοποίησαν οι Κάρες.) Ο πολεμιστής τη βαστούσε σταθερά, περνώντας τον αριστερό του βραχίονα μέσα από μια κεντρική λαβή, που λεγόταν ὀχάνη και πόρπαξ. Με την παλάμη του κρατούσε την ἀντιλαβήν, που βρισκόταν κοντά στην περίμετρο. Με κέντρο τη λαβή, η ασπίδα είχε έτσι ακτίνα λίγο μεγαλύτερη από το μήκος ενός ανθρώπινου βραχίονα. Πίσω της ο πολεμιστής μπορούσε να κρύψει μεγάλο μέρος του σώματος του, από τον λαιμό έως τα γόνατα. Στο κεφάλι φορούσε κράνος, που άφηνε ελεύθερα μόνο τα μάτια και το στόμα· στον κορμό, θώρακα και στις κνήμες περικνημίδες, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. Τον επιθετικό οπλισμό αποτελούσαν δόρυ με σιδερένια αιχμή και σιδερένιο ξίφος.
Με τον βαρύ αυτό οπλισμό, που ήταν πρωτίστως αμυντικός, ο πολεμιστής δεν είχε πολλά περιθώρια να επιδείξει τις δεξιότητές του και την ατομική του ανδρεία, όπως οι ομηρικοί ήρωες. Ο μοναδικός ίσως τρόπος με τον οποίο μπορούσε να πολεμήσει ήταν σχηματίζοντας μαζί με τους συμπολεμιστές του μια συνεχή, σφιχτοδεμένη γραμμή. Πίσω της μια δεύτερη, μια τρίτη και μια τέταρτη γραμμή, όσο έφτανε το δόρυ του τελευταίου πολεμιστή να προβάλλει μπροστά από τον πρώτο.
Όλο αυτό το σώμα μαζί ονομαζόταν φάλαγξ ὁπλιτῶν. Βάδιζε εναντίον του εχθρού και έπεφτε επάνω του με ορμή. Με το δόρυ, και πολύ λιγότερο με το ξίφος, οι πολεμιστές προσπαθούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν κάποιους αντιπάλους, ώστε να διασπάσουν τις γραμμές τους. Περισσότερο όμως βασίζονταν στη συνολική πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν. Οι μάχες αυτές, σε αντίθεση και πάλι με τις ομηρικές, δεν κρατούσαν πολλή ώρα και, έως τον 4ο αιώνα, σπάνια ήταν πολύνεκρες. Πολλά εξαρτόνταν από το πρώτο, αποφασιστικό χτύπημα. Όσο η φάλαγγα διατηρούσε τη συνοχή της δεν κινδύνευε. Όταν όμως ο εχθρός κατάφερνε να διασπάσει τις γραμμές της, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν βέβαιο. Κυκλωμένη ή σε αταξία, δεν είχε πολλές δυνατότητες ανασύνταξης, αναγνώριζε την ήττα της και εγκατέλειπε το πεδίο της μάχης στους νικητές. Αυτοί έστηναν τρόπαιο νίκης.
Η δύναμη της φάλαγγας των οπλιτών βασιζόταν ασφαλώς στη δύναμή τους και, ακόμη περισσότερο, στη συνοχή και την αλληλεγγύη τους. Ο πολεμιστής όφειλε από τη μια να υπακούει στον αρχηγό και από την άλλη να μην κάνει τίποτε ξεχωριστά από τους άλλους. Αυτό το δεύτερο μπορεί να ήταν σημαντικότερο από το πρώτο. Άλλωστε, στη διάταξη της φάλαγγας ο οπλίτης βρισκόταν συνήθως δίπλα σε έναν γνωστό του, έναν φίλο ή έναν γείτονα, με τον οποίο είχε ισχυρούς δεσμούς.
Την αυτενέργεια του οπλίτη απέτρεπε ένας σοβαρός λόγος. Η ασπίδα, με τον τρόπο που την κρατούσε, άφηνε ακάλυπτο τον δεξιό του ώμο. Για να τον προστατέψει, ήταν υποχρεωμένος να στέκεται κοντά στον δεξιό συμπολεμιστή του και να εκμεταλλεύεται την ελεύθερη αριστερή πλευρά μιας ξένης ασπίδας. Στην πραγματικότητα, κάθε οπλίτης πίεζε προς τα δεξιά και, όπως παρατήρησε ο ιστορικός Θουκυδίδης, ανάγκαζε ολόκληρη την παράταξη να έχει πάντα μια δεξιά απόκλιση.
Ο ποιητής της Ιλιάδας περιγράφει συνήθως άλλου είδους μάχες. Οι αντίπαλοι στρατοί είναι πολυπληθείς, αλλά όταν φτάνει η ώρα της σύγκρουσης έχουν λίγα να προσφέρουν, πέρα από επευφημίες και αποδοκιμασίες. Το βάρος πέφτει σχεδόν πάντα στους ηρωικούς αρχηγούς, που συχνά περιφέρονται με άρματα. Η ομηρική μάχη είναι, σε μεγάλο βαθμό, μια αναμέτρηση ευγενών πολεμιστών. Σε λιγοστές ωστόσο περιπτώσεις ο ποιητής φαίνεται να απομακρύνεται από την παράδοση και τη συνθετική του φαντασία. Αφήνει τότε να διαφανούν εικόνες της δικής του εποχής, όταν η νέα πολεμική τεχνική άρχισε να κάνει την εμφάνισή της. Σε μια από τις σπάνιες περιγραφές αυτού του είδους εξηγεί ότι επιλέγονταν οι γενναιότεροι πολεμιστές και ότι στέκονταν ακλόνητοι μπροστά στον εχθρό. «Το δόρυ του ενός έσμιγε με του άλλου, η ασπίδα με την ασπίδα και το κράνος με το κράνος.» Δεν είναι σαφές από την περιγραφή τι άλλα όπλα φορούσαν και τι κρατούσαν. Η νέα τεχνική ενδέχεται να δοκιμάστηκε στην αρχή με τον παραδοσιακό οπλισμό. Αλλά όταν κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε ο καινούριος, κανείς δεν μπορούσε πλέον να πολεμήσει με τον παλαιό τρόπο. Το απαγόρευε πρώτη και καλύτερη η βαριά ασπίδα.
Η μετάβαση στο νέο είδος πολέμου δίνει την εντύπωση μιας επανάστασης. Ολοκληρωμένη απαιτούσε οπλισμό με τεχνολογικές απαιτήσεις και πολεμιστές με συνοχή και υψηλό φρόνημα. Οι οπλίτες δεν ήταν ευγενείς ούτε επαγγελματίες στρατιώτες. Ήταν οι εύποροι αγρότες που είχε υμνήσει ο Ησίοδος και, ολοένα και περισσότερο, αγρότες από λιγότερο εύπορα νοικοκυριά. Τέτοιοι άνδρες υπήρχαν πολλοί. Ανάλογα με την πόλη και την περίσταση, αριθμούσαν από λίγες έως πολλές χιλιάδες. Για να στρατευτούν στις φάλαγγες χρειάζονταν δύο πράγματα: επαρκές εισόδημα, ώστε να προμηθευτούν τα ακριβά όπλα, και κίνητρα για να τα χρησιμοποιήσουν.
Το ισχυρότερο κίνητρο για να εξοπλιστούν με δικά τους έξοδα και να πολεμήσουν ήταν η διασφάλιση της ατομικής τους ιδιοκτησίας. Στη φάλαγγα των οπλιτών δεν πολεμούσαν ήρωες για τη δόξα και την τιμή τους, όπως ο Αχιλλέας, αλλά αγρότες για τη γη τους - και τη γη που ήλπιζαν να αποκτήσουν. Οι περισσότερες και συνηθέστερες συγκρούσεις της εποχής ήταν μεταξύ γειτονικών πόλεων για τη διεκδίκηση μιας σπιθαμής γης - περὶ γῆς ὅρων, όπως θα το διατύπωνε αργότερα ο Θουκυδίδης. Στην υπόθεση αυτή στρατεύτηκαν τόσο οι αγρότες των παλαιών πόλεων όσο και των αποικιών. Οι ανάγκες τους και οι αγώνες τους είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά. Όταν τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά, κοντά σε αυτούς στρατεύονταν, σε ξεχωριστά σώματα, και οι φτωχότεροι πολίτες. Οι οικονομικές τους δυνατότητες επέτρεπαν μόνο έναν ελαφρύ οπλισμό, από τον οποίο έπαιρναν την ονομασία ψιλοί. Συνηθέστερα έριχναν ακόντια ή πετούσαν πέτρες.
Μετά την οπλιτική επανάσταση οι ευγενείς εξακολουθούσαν να φτάνουν στα πεδία των μαχών έφιπποι, αλλά την ώρα της σύγκρουσης πολεμούσαν και αυτοί πεζοί. Το ιππικό άργησε να αξιοποιηθεί στις ελληνικές μάχες και μόνο σταδιακά ενσωματώθηκε στις επιχειρήσεις του πεζικού. Ακόμη και τον 5ο αιώνα, οι ιππείς έπαιζαν βοηθητικό ρόλο. Κινούνταν με ευελιξία, όπου υπήρχε ανάγκη, και καταδίωκαν τους ηττημένους. Ωστόσο, από τον 4ο αιώνα όλες οι ελληνικές πόλεις προσπαθούσαν να αξιοποιήσουν τις μονάδες του ιππικού σε συνδυασμό με τις φάλαγγες των οπλιτών και τη δράση των ψιλῶν.
Ο ποιητής Τυρταίος ήταν λίγο νεότερος από τον Αρχίλοχο (Κακριδής 2.4.Β.iii.α [σ. 69]). Την εποχή που βρισκόταν στην ακμή του, προς το τέλος του 7ου αιώνα, οι κατακτημένοι από τους Σπαρτιάτες Μεσσήνιοι διεκδικούσαν την ελευθερία τους και απειλούσαν την ίδια την υπόσταση της σπαρτιατικής πολιτείας. Ο Τυρταίος ανέλαβε να εμψυχώσει τους αποκαρδιωμένους Σπαρτιάτες. Σύμφωνα με την παράδοση, το πέτυχε με το παραπάνω. Με τα ποιήματα που έγραψε δοξάστηκε και ο ίδιος, κατακτώντας σημαντική θέση στα ελληνικά γράμματα. Σε ένα από αυτά δίνει άριστα το πολεμικό κλίμα της εποχής και αναδεικνύει τις αξίες του οπλίτη. Ισχυρίζεται ότι είναι ωραίο ο γενναίος άνδρας να πεθαίνει πέφτοντας στην πρώτη γραμμή, πολεμώντας για την πατρίδα του. Αντίθετα, είναι ντροπή να βρεθεί σκοτωμένος ο πιο ηλικιωμένος μπροστά από τους νέους. Ο υπαινιγμός είναι σαφής. Εάν βρεθεί στην πρώτη γραμμή νεκρός ένας γεροντότερος, αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι, που όφειλαν να βρίσκονται μπροστά, είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους.
Γίνεται έτσι φανερός ο σαρκασμός του Αρχίλοχου. Για να ξεφύγει από τη μάχη και να τρέξει μακριά, ο οπλίτης έπρεπε πρώτα απ᾽ όλα να ξεφορτωθεί τη βαριά του ασπίδα. Στον κόσμο των οπλιτών, η εγκατάλειψη της ασπίδας τα έλεγε όλα. Ῥίψασπις ήταν στη Σπάρτη ο λιποτάκτης, αυτός που διέπραττε τη μεγαλύτερη ατιμία. Ο Αρχίλοχος, πάντως, δεν ήθελε να παραστήσει τον δειλό ούτε τον αδιάφορο. Επέλεξε τον δικό του, αμφιλεγόμενο τρόπο να δοξάσει και αυτός τον ικανό πολεμιστή. Με τον ίδιο ειρωνικό τρόπο που αναφέρθηκε στον εαυτό του, περιέγραψε και τον στρατηγό της αρεσκείας του: Δεν χρειαζόταν να είναι σωματώδης ή κορδωμένος και να καμαρώνει για τις πλεξούδες και το ξυρισμένο γένι του· μπορούσε να είναι μικροκαμωμένος και στραβοπόδης, αρκεί να πατάνε σταθερά τα πόδια του και να έχει ψυχή.
Ο Ησίοδος ισχυρίστηκε ότι είχε κάνει ένα και μοναδικό θαλάσσιο ταξίδι στη ζωή του. Έφτασε έως τη Χαλκίδα και πήρε μέρος στους αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αμφιδάμαντα. Κέρδισε ως έπαθλο τον τρίποδα και τον αφιέρωσε στις Μούσες του Ελικώνα. Ο Αμφιδάμας, όπως λεγόταν, είχε σκοτωθεί στον πόλεμο που διεξήγαγε η πατρίδα του Χαλκίδα εναντίον της γειτονικής Ερέτριας και κηδεύτηκε ως ήρωας. Μολονότι νικητής στον ποιητικό αγώνα, ο Ησίοδος δεν θέλησε, όσο φανερώνουν τα γνωστά του ποιήματα, να αναφερθεί στα πολεμικά εκείνα γεγονότα. Ο Θουκυδίδης, πάντως, πληροφορεί ότι η σύγκρουση δεν ήταν συνηθισμένη. Ενώ έως εκείνη την εποχή οι Έλληνες πολεμούσαν μόνο εναντίον των γειτόνων τους για μια σπιθαμή γης, πρώτη φορά συνεργάστηκαν μεταξύ τους πολλές πόλεις, ακόμη και μακρινές. Στο πλευρό των Χαλκιδέων τάχθηκαν, μεταξύ άλλων, οι Σάμιοι, ενώ στο πλευρό των Ερετριέων οι Μιλήσιοι.
Αφορμή για τον πόλεμο ήταν και πάλι η καλλιεργήσιμη γη που χώριζε τις δύο πόλεις της Εύβοιας και ονομαζόταν Ληλάντιο Πεδίο· η γενίκευσή του όμως δείχνει ότι διακυβεύονταν πολλά άλλα θέματα στρατηγικής σημασίας στο Αιγαίο και τη Δύση. Η αναμέτρηση αυτή έμεινε στη μνήμη των Ελλήνων ως ένα πολεμικό γεγονός μεγάλης σημασίας. Ο Ησίοδος είχε αρνηθεί να υμνήσει τον πόλεμο αλλά, θέλοντας και μη, ύμνησε έναν μεγάλο πολεμικό ήρωα.
Με το γλυκό τους χάρισμα με προίκισαν οι Μούσες
Στον κόσμο του Ομήρου οι ποιητές και οι μάντεις ήταν κοινωνικά προβεβλημένοι. Οι δύο διακριτές λειτουργίες τους αποτελούν πιθανότατα ιστορικό επιμερισμό μιας ενιαίας αρχικά φύσης: του χαρισματικού προφήτη, που προλέγει το μέλλον και μαντεύει το χαμένο μέσα στην αχλύ της λήθης παρελθόν. Η ενότητα αυτή έχει διατηρηθεί σε λογοτυπικές εκφράσεις που δηλώνουν ότι, με τη βοήθεια της Μούσας, ο ποιητής γνωρίζει και ανακοινώνει στο ακροατήριό του όχι μόνο τα παρελθόντα και τα τωρινά αλλά και τα μελλούμενα γεγονότα.
Οι δύο συναρτώμενοι κοινωνικοί σκοποί που αποδίδονται στους αοιδούς, η τέρψη και η διδαχή, αποτελούν μια παρακαταθήκη του Ομήρου η οποία διαχέεται στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής ιστορίας. Οι ποιητές θεωρούνταν δάσκαλοι, ακόμη και παιδαγωγοί, και η διδασκαλία που παρείχαν αναγνωριζόταν ως ευχάριστη και τερπνή, όχι επίπονη όπως των άλλων επιμέρους δασκάλων μιας πρακτικής τέχνης. Παράλληλα, οι ποιητές, με τα λόγια που έρεαν από το στόμα τους γλυκά σαν το μέλι, έκαναν τους ανθρώπους να ξεχνούν τις μέριμνες του καθημερινού βίου και ανακούφιζαν τις έγνοιες τους.
Με την ανάδυση της λυρικής ποίησης και την απελευθέρωση του ρυθμού από τη μεγαλοπρεπή μονοτονία του δακτυλικού εξαμέτρου, οι ποιητές, τους δύο επόμενους αιώνες, άρχισαν να μιλούν όλο και περισσότερο για θέματα του παρόντος και για προσωπικές εμπειρίες. Συχνότατα εμβολίαζαν και λάμπρυναν το παρόν, το συγκεκριμένο και το προσωπικό, με καθολικότερα και αρχετυπικότερα στοιχεία καθώς και με πρότυπα του μυθικού παρελθόντος.
Το νέο πλαίσιο που δεξιώθηκε πολλά από τα καινούργια ποιητικά είδη ήταν το συμπόσιον των αριστοκρατών και άλλες, παρόμοιες με αυτό, συνάξεις της άρχουσας τάξης, όπως ο κύκλος της Σαπφώς και των μαθητριών της στη Λέσβο (Κακριδής 2.4.Β.ii.β [σ. 64-65]). (Η ίδια η λέξη συμπόσιον δείχνει τη σημασία που απέδιδαν οι αρχαίοι στο «κοινό ποτό» ως μέσο ενδυνάμωσης των κοινωνικών και των φιλικών σχέσεων.)
Μέσα στα συμπόσια η ποίηση της αρχαϊκής εποχής βρήκε νέες εκφραστικές και θεματικές φόρμες. Από την άλλη, οι θρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις παρείχαν μονίμως αφορμή για δημόσιες ποιητικές παραστάσεις, συχνότατα με συνοδεία κύκλιου χορού. Οι τρεις ακόλουθες περιπτώσεις είναι ενδεικτικές της θεματικής πολυμορφίας των τραγουδιών στην αρχαϊκή εποχή.
Σπάρτη, δεύτερο μισό του 7ου αιώνα
Μια ποιητική σύνθεση του Αλκμάνα αποτελεί καλό δείγμα της ευρείας απήχησης που είχε η ποίηση στην κοινωνία (Κακριδής 2.4.Β.i [σ. 56-57]). Ένας πολυμελής χορός παρθένων τραγουδούσε και χόρευε. Το άσμα ονομαζόταν παρθένειον. Η ομορφιά των δύο πρώτων κοριτσιών του χορού, της Αγιδώς και της Αγησιχόρας, παρομοιαζόταν με το φως των ουράνιων σωμάτων και με τα υπερήφανα άλογα των αγώνων, που ήταν τα σύμβολα του πλούτου της αριστοκρατίας. Η εκδήλωση λάμβανε χώρα στο πλαίσιο ενός νυκτερινού εορτασμού προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας:
Ευτυχισμένος όποιος με ωραία διάθεση περνά τη μέρα στη χαρά.
Εγώ όμως τραγουδώ της Αγιδώς το φως. Τη βλέπω σαν τον ήλιο
που αυτή για μας πιστοποιεί ότι όντως λάμπει.
Ωστόσο, ούτε να την επαινώ, μα ούτε και να την ψέγω
μου επιτρέπει η ξακουσμένη πρώτη του χορού, έτσι που υπερέχει:
σαν ίππος πλάι σε πρόβατα -στιβαρός, νικηφόρος, με οπλές θορυβώδεις-
δοσμένος σε όνειρο μεσημεριανό κάτω από βράχο.
[…]
Αυτή ᾽ν᾽ η Αγησιχόρα.
Και η επόμενη στην ομορφιά μετά την Αγιδώ
θα παραβγεί στο τρέξιμο μ᾽ αυτές σαν άλογο Σκυθών δίπλα σε κελτικό.
Σε σύγκριση με μας που φέρνουμε τον πέπλο της Ορθίας μέσα σε θεία νύκτα,
αυτές είναι οι Πλειάδες: δείτε πώς λάμπουν
σβήνοντας και τον Σείριο καθώς μεσουρανούν!
Η ομορφιά των νεαρών κοριτσιών ήταν το αντίστοιχο της ανδρείας του πολεμιστή. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στη Σάμο, υπήρχαν θεσμοθετημένα καλλιστεία για την ανάδειξη της ωραιότερης κόρης. Με τον ίδιο τρόπο που οι πολεμιστές έριζαν στη μάχη για να αναδείξουν την αρετή τους, τα κορίτσια έκαναν ό,τι μπορούσαν για να φανούν θελκτικότερα. Στο παρθένειο του Αλκμάνα περιγράφονται να φορούν χρυσά κοσμήματα, σπάνια πορφυρά ρούχα, εξαρτήματα της κόμης φερμένα από την Ανατολή. Όλες βέβαια αναγνώριζαν την έκπαγλη ομορφιά της Αγησιχόρας. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν μπορούσαν να υμνήσουν υπερβολικά τη γοητευτικότατη Αγιδώ.
Η λάμψη της αντικειμενικής ομορφιάς προκαλούσε τον γενικό θαυμασμό, αλλά γεννούσε επίσης ζήλια. Στην πραγματική ζωή της Σπάρτης κάποια κορίτσια οπωσδήποτε θα είχαν σκεφτεί να πετύχουν με ξόρκια την πρόωρη γήρανση, την απόσυρση μέσω του γάμου ή ακόμη και τον αφανισμό της Αγησιχόρας. Η σκοτεινή αυτή πλευρά του ανταγωνισμού δεν βρήκε βέβαια χώρο έκφρασης στην υμνητική ποίηση της αρχαϊκής εποχής.
Μέγαρα, πρώιμος 6ος αιώνας
Σε συμπόσιο αριστοκρατών ο ποιητής Θέογνις απήγγειλε μια ελεγεία, με την οποία φαινομενικά τιμούσε τον φίλο του Κύρνο, ενώ στην ουσία εγκωμίαζε την τέχνη του λόγου (Κακριδής 2.4.Β.iii.ε [σ. 72]). Η δύναμη της ποίησης να παράσχει την αθανασία βρήκε στην ελεγεία αυτή την αποκορύφωσή της:
Κύρνε, σου χάρισα φτερά ανάλαφρα
να σε σηκώσουν πάνω από την απέραντη θάλασσα και ολάκερη την οικουμένη.
Παντού σε όλα τα συμπόσια και τις γιορτές θα βρίσκεσαι και συ,
όλοι τους θα ᾽χουνε για σε να λένε.
[…] Και όταν στα σπλάχνα
της μαύρης γης θα κατεβείς,
όταν θα φτάσεις στο πολυστέναχτο παλάτι του Άδη,
ούτε και τότε, αν και νεκρός, θα ξεχαστείς.
Όλοι θα σε θυμούνται,
αθάνατο θα ᾽ναι στους ανθρώπους το όνομά σου.
Πόσο έντονα πρέπει να αισθάνονταν οι αρχαίοι την υμνητική δύναμη της ποίησης· πόσο μεγάλη πρέπει να ήταν η επιθυμία τους για αθανασία· και πόσο ισχυρή η πεποίθησή τους ότι άλλη ζωή, εκτός από την παρούσα, δεν υπάρχει, για να καταφεύγουν με τόσο πάθος στη μνήμη των μεταγενέστερων γενεών προκειμένου να διατηρήσουν, ως μοναδικό αντίβαρο στον θάνατο, την αιώνια διατήρηση του ονόματός τους!
Κολοφών της Ιωνίας ή Ελέα της Κάτω Ιταλίας, ύστερος 6ος αιώνας
Ο Ξενοφάνης απήγγειλε μια ελεγεία που αναφερόταν στην ίδια τη συμποτική πράξη και τις συνθήκες της (Κακριδής 2.4.Α [σ. 50-51]). Το ποίημα αποτελεί την πρωιμότερη διαθέσιμη πηγή για την οργάνωση των αριστοκρατικών συμποσίων:
Τώρα το δάπεδο είναι καθαρό κι όλων τα χέρια επίσης - ομοίως οι κύλικες.
Ένας κοσμεί αρμονικά τα κεφάλια μας με πλεγμένα στεφάνια
και άλλος εύοσμο μύρο από φιάλη μάς προσφέρει.
Ο κρατήρας στέκεται γεμάτος τη χαρά μας.
Κι άλλο κρασί είναι έτοιμο -ποτέ δεν θα μας λείψει-
κρασί γλυκό σε πήλινα αγγειά και που μοσχομυρίζει άνθη.
Το λιβάνι, στο κέντρο, αναδίδει αγνή μυρωδιά
και το νερό είναι ψυχρό κι ευχάριστο και καθαρό.
Δίπλα μας βρίσκονται καρβέλια ξανθά και πλούσιο τραπέζι
που βαραίνει απ᾽ το τυρί και το παχύ το μέλι.
Στη μέση ο βωμός με άνθη στολισμένος.
Τραγούδι διαχέεται σ᾽ ολόκληρο το σπίτι - καθώς επίσης και χορός.
Συμπόσια διεξάγονταν στην Ελλάδα από την αρχαϊκή εποχή έως το τέλος της αρχαιότητας και αποτελούσαν δείγματα του ελληνικού τρόπου διασκέδασης. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα ήταν φανερή σε όλες τις λεπτομέρειες της εκδήλωσης. Οι συμπότες, ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα, στεφανωμένοι με άνθη και αρωματισμένοι, όριζαν έναν κύκλο γύρω από τον στολισμένο βωμό στο κέντρο της συνεστίασης. Λιβάνι έκαιγε στον φρεσκοπλυμένο χώρο. Κοντά στον βωμό έστεκε ο μεγάλος κρατήρας, όπου οι δούλοι αραίωναν τη μεθυστική δύναμη του κρασιού με τέσσερα μέρη δροσερού νερού και κατόπιν κερνούσαν τους συνδαιτυμόνες. Άκρατον οίνο έπιναν μόνο οι θεοί. Σε αυτούς προσφέρονταν οι προκαταρκτικές σπονδές πριν από την έναρξη της οινοποσίας των θνητών. Τα εδέσματα, άλλοτε τόσο απλά όπως ρεβίθια ή ξερά σύκα και άλλοτε πιο πλουσιοπάροχα, ήταν τοποθετημένα σε χαμηλά τραπεζάκια για εύκολη πρόσβαση. Με τον αριστερό αγκώνα ακουμπισμένο στο ανάκλιντρο, οι συμπότες είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιούν το ελεύθερο δεξί τους χέρι για φαγητό, ποτό και εκφραστικές χειρονομίες. Οι πάντες μπορούσαν να παρατηρούν και να σχολιάζουν τους πάντες. Στα πλούσια συμπόσια αυλητρίδες έπαιζαν μουσική, ορχηστρίδες χόρευαν και τραγουδούσαν, εταίρες παρείχαν τα ερωτικά θέλγητρά τους. Αυτές ήταν οι μόνες γυναικείες παρουσίες. Ελεύθερες γυναίκες δεν συμμετείχαν. Τα συμπόσια ήταν υπόθεση ανδρών - και μάλιστα πλουσίων, που είχαν τον χρόνο και την οικονομική δυνατότητα για διασκεδάσεις.
Αλλά όταν λάμψη από τον Δία κατεβεί…
Ο Πυθαγόρας παρομοίασε την ανθρώπινη ζωή με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. «Άλλοι έρχονται για ν᾽ αγωνιστούν», είπε, «άλλοι για να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και άλλοι για να παρακολουθήσουν το ωραίο θέαμα.» Να είναι κάποιος θεατής του κόσμου ήταν για τον Πυθαγόρα το σπουδαιότερο επίτευγμα. Τα πράγματα δεν ήταν έτσι παλαιότερα. Δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του, το 776, όταν καταγράφηκαν οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τη ζωή ως αγώνα και έδιναν προβάδισμα στην πράξη και τη νίκη, όχι στη θεωρία και τη νόηση.
Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων σηματοδοτεί την έναρξη της αυτοσυνειδησίας των αρχαίων Ελλήνων ως ενιαίου λαού. Από εκεί θα αρχίσουν αργότερα να μετρούν τον κοινό ιστορικό χρόνο. Πλήρης συμφωνία δεν επιτεύχθηκε βέβαια ποτέ ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις. Η καθεμία είχε το δικό της σύστημα μέτρησης του χρόνου, βασισμένο στη μυθολογία και την ιστορία της. Ωστόσο, οι αγώνες της Ολυμπίας έγιναν σταδιακά κοινό ορόσημο.
Η θέση της Ολυμπίας στη δυτική και λιγότερο προηγμένη πλευρά της Πελοποννήσου, στην εύφορη κοιλάδα του Αλφειού, μακριά από τους οξείς εδαφικούς ανταγωνισμούς της ανατολικής Ελλάδας, αναμφίβολα βοήθησε στην πανελλήνια αναγνώριση των αγώνων. Η θρησκευτική σημασία του τόπου όμως έπαιξε επίσης σημαντικό ρόλο. (Τη μυστηριώδη γαλήνη του τόπου μπορεί και σήμερα να διαισθανθεί ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου.) Αρχικά η Ολυμπία, όπως και οι Δελφοί, ήταν ένα τέμενος της Γης που δεν ανήκε στη δικαιοδοσία καμίας πόλης. Αργότερα την προστασία της ανέλαβε ο Δίας, ο πατέρας των ολύμπιων θεών. Τότε άρχισαν και οι έριδες για την κυριαρχία της. Οι Ηλείοι ήταν οι επικρατέστεροι και αυτοί οργάνωσαν τις περισσότερες φορές τους αγώνες.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες εορτάζονταν κάθε τέσσερα έτη. Η τετραετής περιοδικότητά τους ονομαζόταν πεντετηρίς, γιατί οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν αμφότερα τα άκρα στη μέτρηση του χρόνου. Στους αγώνες μετείχαν όλες οι αναγνωρισμένες ελληνικές πόλεις. Επρόκειτο για μια πανήγυριν. Ομαδικά αθλήματα δεν υπήρχαν. Ο καθένας αγωνιζόταν για τον εαυτό του και τη δική του δόξα - και φυσικά η οικογένεια, οι συγγενείς, οι φίλοι και βεβαίως η πόλη δοξάζονταν αντανακλαστικά από κάθε ατομική νίκη. Όπως στον Όμηρο ο πολεμιστής, έτσι και εκεί ο αθλητής ήταν μόνος εναντίον όλων - ή μόνος προς μόνο. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος, έκριναν τους νικητές και παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα μόνο άνδρες. Οι γυναίκες αποκλείονταν.
Κατά τη δεύτερη πανσέληνο μετά το θερινό ηλιοστάσιο (τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου), τότε που οι μέρες μικραίνουν αλλά η δύναμη του ήλιου θεριεύει, θεατές από όλη την Ελλάδα μαζεύονταν στο ιερό του Δία για να επευφημήσουν και να δοξάσουν συμπατριώτες και ξένους. Το πλήθος που συσσωρευόταν μπορούσε να αγγίξει ακόμη και τις 40.000. Ανάμεσά τους πολλοί (έμποροι, μικροπωλητές, μάγειροι, προαγωγοί) αποσκοπούσαν στο κέρδος. Οι περισσότεροι όμως έρχονταν για να δουν. Οι αγώνες ήταν πανελλήνιοι, οι κριτές ονομάζονταν χαρακτηριστικά ἑλλανοδίκαι και οι εμπόλεμες πόλεις που θα μπορούσαν να παρακωλύσουν τη μετάβαση και παραμονή αθλητών και θεατών στην Ολυμπία υποχρεώνονταν να συνάψουν εκεχειρία. Ο πραγματικός πόλεμος σταματούσε για να ξεκινήσει ο συμβολικός πόλεμος αυτών που αγωνίζονταν.
Οι Έλληνες αρχικά αγωνίζονταν καλυμμένοι, φορώντας περιζώματα, όπως και οι Κρήτες της μινωικής εποχής. Όμως, πενήντα χρόνια μετά κάποιος πέταξε το περίζωμα, άλλοι τον ακολούθησαν και καθιερώθηκε ο θεσμός να αγωνίζονται όλοι γυμνοί. Οι αγώνες ονομάστηκαν τότε γυμνικοί - απ᾽ όπου προέρχεται και η σύγχρονη «γυμναστική». Η αγωνιστική γυμνότητα ήταν ελληνική επινόηση παντελώς άσχετη προς τον φυσικό πρωτογονισμό. Μάλιστα, από τις αρχές του 6ου αιώνα γυμνάσια (δηλαδή γυμναστήρια) άρχισαν να οικοδομούνται στις περισσότερες πόλεις, για να διευκολυνθεί η προετοιμασία - κυρίως για τους αγώνες, δευτερευόντως για τον πόλεμο.
Από τα αθλήματα οι δρόμοι, τα ιππικά και τα πολεμικά αγωνίσματα ήταν αυτοτελή. Τα υπόλοιπα τρία αγωνίσματα -δίσκος, άλμα, ακόντιο- ήταν μέρη του πεντάθλου, μαζί με την πάλη και το στάδιον. Αυτό το τελευταίο, αγώνας δρόμου ταχύτητας που κάλυπτε 185 μέτρα, ήταν το πρώτο (και αρχικά μοναδικό) άθλημα που θεσμοθετήθηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες και δικαιολογημένα υπήρξε πάντοτε ένα πολύ δημοφιλές θέαμα. Το 724 εισήχθη ο δίαυλος, διπλό στάδιο με επιστροφή στο σημείο εκκίνησης, και αμέσως μετά ο δόλιχος, ο μεγαλύτερος αγώνας δρόμου, που δεν ξεπερνούσε τα 4.800 μέτρα. (Μαραθώνιος, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ.) Στο τέλος του αιώνα εγκαινιάστηκε το πένταθλο και η πάλη.
Όλοι οι αγώνες σχετίζονταν με τον πόλεμο. Η σχέση όμως αυτή φαινόταν καθαρότερα στην ὁπλιτοδρομίαν - έναν αγώνα δρόμου που εγκαινιάστηκε σχετικά αργά, το 520. Αρχικά οι αθλητές φορούσαν ολόκληρη την οπλιτική εξάρτυση αλλά τελικά διατήρησαν μόνο το κράνος και την ασπίδα (το ὅπλον). Η σχέση με τον πόλεμο φαίνεται επίσης στην πάλη, την πυγμαχία και το παγκράτιον, ένα ιδιαίτερα σκληρό άθλημα, που επέτρεπε χτυπήματα και λαβές σε ολόκληρο σχεδόν το σώμα. Τα αθλήματα αυτά εγκαινιάστηκαν από το τέλος του 8ου έως το μέσον του 7ου αιώνα.
Η επιτυχία των πρώτων πανελλήνιων αγώνων στην Ολυμπία ήταν τόσο μεγάλη ώστε, διακόσια περίπου χρόνια μετά την ίδρυσή τους, εγκαινιάστηκαν νέοι πεντετηριακοί αγώνες στους Δελφούς, το άλλο μεγάλο πανελλήνιο κέντρο, προς τιμήν του Πύθιου Απόλλωνος (582). Μικρότερης αίγλης ήταν οι τριετηρίδες που πρωτοοργάνωσαν, την ίδια περίπου εποχή, η Νεμέα στην Αργολίδα προς τιμήν του Δία και η Κόρινθος στον Ισθμό προς τιμήν του Ποσειδώνα. Για να διατηρείται ετησίως ακμαίο το αγωνιστικό ήθος των αθλητών, οι τέσσερις βασικοί πανελλήνιοι αγώνες εναλλάσσονταν με τη μικρότερη δυνατή επικάλυψη.
Ο αθλητισμός που αναπτύχθηκε τόσο οργανωμένα στην αρχαϊκή Ελλάδα ήταν συνέπεια του αγωνιστικού ήθους. Από τη μια, βίαιες συγκρούσεις και έριδες θεών, πόλεμοι και θανατώσεις ανθρώπων· από την άλλη, τάση υπεροχής, ανταγωνισμός και άμιλλα των ομοτέχνων: αυτός ήταν ο αρχαϊκός κόσμος. Εκτός από μέσο βελτίωσης της σωματικής ρώμης που ήταν απαραίτητη στον πόλεμο, οι αγώνες λειτουργούσαν επίσης και ως δίοδοι ειρηνικής εκτόνωσης της επιθετικότητας. Με τον τρόπο αυτό, μια φυσική ροπή υπεροχής και επικράτησης με δυνητικά ολέθριες συνέπειες μετατράπηκε σε πολιτιστικό αγαθό με το μικρότερο δυνατό κόστος σε απώλεια ανθρώπινων ζωών. Διότι βέβαια δεν είναι λίγες οι μαρτυρημένες περιπτώσεις αθλητών που έχασαν τη ζωή τους σε κάποιο από τα βίαια αθλήματα - «τόσο ήταν το πάθος τους για τη νίκη», δήλωναν με υπερηφάνεια οι θλιμμένοι συγγενείς και φίλοι.
Η προπόνηση, η γυμνή άθληση και η παρακολούθηση των αγώνων συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία μιας γενικευμένης αίσθησης του ωραίου σώματος ως εστιακού σημείου φανέρωσης της ομορφιάς. Τα πρώτα αγάλματα γυμνών νέων, γνωστά ως κοῦροι, χρονολογούνται τον 7ο αιώνα. Ακολούθησαν αγάλματα πεπλοφόρων νεανίδων, γνωστά ως κόραι. Η παραγωγή εντάθηκε κατά τον επόμενο αιώνα. Οι κούροι και οι κόρες, με αυτό το αινιγματικό και γεμάτο βαθύτητα για την ανθρώπινη κατάσταση μειδίαμα, εικονίζουν είτε θνητούς στο απόγειο του νεανικού σφρίγους είτε τους αιώνιους θεούς. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη τα δύο αυτά διακριτά πεδία συγχέονταν εύκολα, γιατί η ομορφιά των θεών και των ανθρώπων ήταν μία.
Παράλληλα με την ανάδειξη της αριστείας σε δύναμη και κάλλος, οι πανελλήνιοι αγώνες δεξιώθηκαν και άλλες μορφές ανταγωνισμού. Οι ιπποδρομίες και ακόμη περισσότερο οι αρματοδρομίες με τέσσερα άλογα (τέθριππον) ήταν το πεδίο επίδειξης των πλούσιων γαιοκτημόνων, διότι η ιδιαίτερα δαπανηρή συντήρηση αλόγων υπήρξε σύμβολο της αριστοκρατίας. Στις πανελλήνιες αγωνιστικές συνάξεις δινόταν επίσης η δυνατότητα σε ποιητές και μουσικούς να κάνουν επίδειξη της τέχνης τους. Αγώνες οργανικής μουσικής και, κυρίως, τραγουδιού συνοδευόμενου από λύρα καθώς και αγώνες ρυθμικής απαγγελίας παλαιών και νέων επών εντάχθηκαν, μαζί με τα κυρίως γυμνικά αθλήματα, στο πρόγραμμα των εορταστικών εκδηλώσεων. Από τον 4ο αιώνα, ακόμη και κήρυκες και σαλπιγκτές ανταγωνίζονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες για νίκη στην ένταση της φωνής ή της σάλπιγγας.
Οι ποιητικοί αγώνες ήταν γνωστοί από παλιά. Το πρώτο βραβείο που κέρδισε ο Ησίοδος ήταν ένας πολύτιμος τρίποδας. Η νίκη είχε μεγάλη σημασία όχι μόνο για την αξία του επάθλου, το οποίο ο ποιητής αφιέρωσε στις Ελικωνιάδες Μούσες ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αλλά κυρίως για τη δόξα της πρωτιάς. Στην αρχαϊκή εποχή δύσκολα θα βρούμε τομέα της ανθρώπινης ζωής που να μη διαποτίστηκε από το αγωνιστικό ιδανικό. Η επική ποίηση είχε και πάλι δείξει τον δρόμο. Ο Οδυσσέας σκότωσε τους επίδοξους μνηστήρες της συζύγου του στο πλαίσιο ενός αγώνα δεξιοτεχνίας και δύναμης στον χειρισμό άκαμπτου τόξου. Ο ίδιος είχε νωρίτερα προκαλέσει σε αγώνα θερισμού τον μνηστήρα που αμφισβήτησε τις γεωργικές ικανότητές του. Ακόμη πιο πριν, στο νησί των Φαιάκων, ο Αλκίνοος, για να τιμήσει την αναχώρηση του ξένου του, διέταξε αγώνες χορού, μουσικής και ρίψεων. Εκεί ο Οδυσσέας απάντησε εμπράκτως σε όσους τον αμφισβητούσαν, ρίχνοντας, με τη βοήθεια της Αθηνάς, τον δίσκο μακρύτερα από όλους. Είχε κατηγορηθεί ότι είναι έμπορος και, συνεπώς, άπειρος στα αθλητικά. Σε παρόμοιο ανταγωνισμό βρίσκονταν οι όμορφες κοπέλες του χορού στη Σπάρτη του Αλκμάνα, καθώς και ο Θέογνις που διατεινόταν ότι δοξάζει τον φίλο του καλύτερα από κάθε άλλο ποιητή.
Οι αγώνες υμνήθηκαν πολύ στην ποίηση. Όλη η σωζόμενη ποιητική παραγωγή του Θηβαίου Πινδάρου (περ. 518-443) και μεγάλο μέρος αυτής του ανταγωνιστή του Κείου Βακχυλίδη (περ. 520-450) είναι αφιερωμένη σε νικητές των Ολυμπιακών, Πυθικών, Ισθμικών και Νεμεακών Αγώνων. Ο Πίνδαρος γνώριζε καλά πόσο μάταιη και εφήμερη είναι η ανθρώπινη ζωή, συγκρινόμενη με την αθάνατη νεότητα και την ομορφιά των θεών. Στην τελευταία σωζόμενη ωδή που συνέθεσε, γέροντας πια, για να υμνήσει τον νεαρό Αριστομένη από την Αίγινα, που πήρε το πρώτο βραβείο στην πάλη των παίδων στους Δελφούς (446), ο Θηβαίος ποιητής έγραψε χαρακτηριστικά:
Εφήμεροι οι άνθρωποι· τι είναι ζωντανός; και τι νεκρός;
Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος.
Ωστόσο, συνέχισε:
Αλλά όταν η λάμψη από τον Δία κατεβεί,
φωτοχυσία γίνεται και ευχάριστη η ζωή.
Η λάμψη για την οποία μιλούσε ο Πίνδαρος ήταν η δόξα της νίκης. Η μάταιη και άφεγγη ζωή γινόταν υποφερτή εξαιτίας αυτής της θεόσδοτης αίγλης. Η ιστορία όμως είχε και τη σκοτεινή της όψη, την πλευρά των ηττημένων. Αυτοί, μας λέει ο Θηβαίος λυρικός,
όταν ήρθαν πίσω στις μανάδες τους,
δεν σηκώθηκε ολούθε η γλυκιά χαρά του γέλιου,
αλλά μακριά από τους εχθρούς τους κρύβονταν στα σοκάκια,
ντροπιασμένοι απ᾽ το δάγκωμα της ήττας.
Πάντα πλήρη θεῶν
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν λέξη για τη θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν οι θρησκευτικές πρακτικές συνυφασμένες με άλλους τομείς της ανθρώπινης δράσης που δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν τη θρησκευτικότητα. Οι Έλληνες, επίσης, δεν είχαν ιερά βιβλία (όπως είναι η Βίβλος ή το Κοράνι) ούτε ξεχωριστή τάξη ιερέων, όπως υπήρχε σε πολλά μέρη της Εγγύς Ανατολής. Τη θρησκεία τους τη μάθαιναν στην πράξη, μέσα από συμμετοχή σε ιερές τελετουργίες και εορτές. Τις περισσότερες φορές ιερείς ήταν αξιοσέβαστοι πολίτες που επιλέγονταν με συγκεκριμένη θητεία - όπως και οι άλλοι αξιωματούχοι της πόλης. Κάθε ιερέας ή ιέρεια είχε τη φροντίδα ενός συγκεκριμένου ναού ή λατρείας για περιορισμένο χρονικό διάστημα, εκτός από εκείνους που εκλέγονταν διά βίου (όπως η Πυθία στους Δελφούς) ή προέρχονταν από τις ελάχιστες ιερατικές οικογένειες της Ελλάδας (όπως ήταν οι Ευμολπίδες και οι Κήρυκες στην Ελευσίνα).
Όσον αφορά τη γέννηση και τη δράση των θεών, υπήρχαν πάντοτε οι ποιητές για να υμνούν τους θεούς και να διδάσκουν συγχρόνους και μεταγενέστερους. Τόση ήταν μάλιστα η αίγλη των ποιητών σε θέματα θεολογικά, ώστε ο Ηρόδοτος θεώρησε ότι τη μυθολογία των Ελλήνων τη δημιούργησαν ο Όμηρος και ο Ησίοδος.
Ο Ηρόδοτος είχε και δίκιο και άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν ανακάλυψαν τους μύθους των θεών. Οι μύθοι υπήρχαν από πολύ παλιά και μετασχηματίζονταν με την προφορική μετάδοση στο μήκος πολλών γενεών. Οι ποιητές αυτοί όμως, και άλλοι λιγότερο ή περισσότερο ένδοξοι, πήραν τις λαϊκές διηγήσεις, τις αφηγήθηκαν ξανά και ξανά και τις συστηματοποίησαν τόσο υποδειγματικά, ώστε οι Έλληνες κατέφευγαν τελικά σε αυτούς για να μάθουν τι έκανε σε μια δεδομένη περίσταση η Ήρα ή ο Απόλλων.
Η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ζήτημα προσωπικών πεποιθήσεων και πίστης. Ήταν πρωτίστως λατρεία, δηλαδή ενεργητική συμμετοχή σε εορτές και πανηγύρεις, πομπές και τελετουργίες. Οι λατρευτικές αυτές πρακτικές διάνοιγαν ή ανανέωναν τους διαύλους επικοινωνίας των ανθρώπων με την αθάνατη φύση. Η κατεξοχήν και σχεδόν πανταχού παρούσα πράξη λατρευτικής επαφής με τους θεούς ήταν η θυσία.
Θυσία είναι γενικά μια αποστέρηση αγαθών και η προσφορά τους στους θεούς, δηλαδή η αφ-ιέρωση. Οτιδήποτε οι άνθρωποι θεωρούσαν πολύτιμο για τη ζωή τους, από τα πρώτα δείγματα σοδειάς του χωραφιού τους (ἀπαρχάς) έως και τον έφηβο γιο ή τη μονάκριβη κόρη τους, μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο θυσίας, πραγματικής ή φαντασιακής. Στην αρχαία Ελλάδα οι ανθρωποθυσίες, τις οποίες γνωρίζει ο Όμηρος, περιορίστηκαν στον μύθο και αντικαταστάθηκαν στην πραγματική λατρεία από συμβολικές θανατώσεις ανθρώπων - μάλλον επειδή θεωρήθηκαν ιδιαίτερα βάρβαρες για μια πολιτισμένη κοινωνία. Το αίμα από τις θυσίες των ζώων, όμως, έρεε άφθονο σε κάθε εκδήλωση θρησκευτικότητας.
Το πιο αγαπημένο θύμα ήταν το βόδι, λόγω της μεγάλης αξίας του και του εντυπωσιακού του όγκου. Μπορούσε όμως να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε άλλο κατοικίδιο ζώο - ακόμη και το άλογο ή ο σκύλος, κάποτε μάλιστα και άγρια ζώα πιασμένα ειδικά για την περίσταση. Πριν από την έναρξη της μάχης και για να ευοδωθεί η έκβασή της, θυσιάζονταν κατσίκες στην Άρτεμη. Οι Έλληνες, και κυρίως οι ιδιαίτερα θεοφοβούμενοι Σπαρτιάτες, μετέφεραν στις εκστρατείες τους ολόκληρα κοπάδια ζώων για τις απαραίτητες θυσίες.
Η επιλογή του θύματος σχετιζόταν με τη θεότητα στην οποία απευθυνόταν η προσφορά και καθοριζόταν, συχνά με εξονυχιστική ακρίβεια, από απαράβατους ιερούς νόμους. (Ορισμένοι σώζονται σε επιγραφές.) Γενικά, για τις σκοτεινές και επικίνδυνες θεότητες της γης θυσιάζονταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, ζώα μαύρου χρώματος, τα οποία καίγονταν ολόκληρα στην πυρά ενός σκάμματος πάνω στο χώμα (βόθρου ή ἐσχάρας), αφού πρώτα το αίμα τους είχε ποτίσει τη γη. Αυτά ήταν τα ὁλοκαυτώματα και συνέβαιναν σπανιότερα. Η συνηθέστερη θυσία αφορούσε τους μεγάλους ολύμπιους θεούς και γινόταν στο άπλετο φως της ημέρας. Σε αυτές τις πολύ συχνότερες περιπτώσεις οι παρευρισκόμενοι συμμετείχαν μαζί με τους θεούς σε μια συμβολική ευωχία, κατά την οποία οι αιθέριοι θεοί απολάμβαναν τις οσμές του καμένου λίπους και οι θνητοί τρέφονταν, λίγο πιο υλικά, με τα εντόσθια και το κρέας.
Η τελετουργική θανάτωση ενός ζωντανού γέμιζε τους συμμετέχοντες με ιερό δέος για τη σχέση ζωής και θανάτου. Σε αυτό αποσκοπούσε η απαραίτητη δραματοποίηση, που ήταν μέρος κάθε θυσίας ζώου. Ο Όμηρος, η εικονογραφία και άλλες μεταγενέστερες πηγές φανερώνουν τις λεπτομέρειες, καθώς το τελετουργικό της θυσίας διατηρήθηκε αναλλοίωτο για αιώνες.
Οι παρευρισκόμενοι παρακολουθούσαν τη θυσία όρθιοι, σχηματίζοντας κύκλο γύρω από το κέντρο που σηματοδοτούσε ο βωμός με την αναμμένη πυρά. Ένας ταύρος με χρυσωμένα τα κέρατα οδηγούνταν στον βωμό. Ο ιερέας ράντιζε αρχικά το κεφάλι του ζώου με νερό. Το ανάγκαζε έτσι να κατανεύσει συμβολικά στη θανάτωσή του. Η φωτιά τονωνόταν με σπονδές άκρατου οίνου. Μετά ο ιερέας έκοβε λίγες τρίχες από το μέτωπο του ζώου και τις πετούσε στη φωτιά ως απαρχή της προσφοράς που θα ακολουθούσε. Από ένα καλάθι με κριθάρι, όπου ήταν κρυμμένο το μαχαίρι της σφαγής, ο ιερέας έριχνε λίγους σπόρους πάνω στον ταύρο και έβγαζε το φονικό όπλο. Όλα ήταν έτοιμα για τη φοβερή κορύφωση της τελετής. Με ένα απότομο και επιδέξιο χτύπημα ο ιερέας ανάγκαζε τον ταύρο να αναπηδήσει και κατόπιν να σωριαστεί στο έδαφος. Μετά έκοβε τη βασική αιμοφόρο αρτηρία του λαιμού. Το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας. Οι παρευρισκόμενοι, και ιδίως οι γυναίκες που ως τότε παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, έβγαζαν τώρα σπαρακτικές κραυγές (ὀλολυγάς). Η θανάσιμη και χαίνουσα πληγή του ταύρου στρεφόταν προς τον βωμό για να τον ραντίσει με αίμα. Ακολουθούσε η εκδορά του ζώου και ο τεμαχισμός του σώματος με βάση τις αρθρώσεις. Τα οστά καλύπτονταν με λίπος και τοποθετούνταν στην πυρά για τους θεούς. Τα βρώσιμα μέρη ψήνονταν για να αναλωθούν επιτόπου μέσα σε εορταστική ατμόσφαιρα γλεντιού μαζί με κρασί. Η ιερή πράξη τελέστηκε με επιτυχία. Οι θεοί θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένοι. Το ίδιο και οι θνητοί.
Θυσία ήταν η τελετουργική πράξη που καθαγίαζε τη θανάτωση έμψυχων ζώων και εξάγνιζε την κοινωνία. Οι μοναδικοί τρόποι αφαίρεσης ζωής με τους οποίους μπορούσε να φαγωθεί νόμιμα κρέας στην αρχαία Ελλάδα ήταν δύο: η θυσία και το κυνήγι - ένα είδος άγριας θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης. Κάθε άλλη θανάτωση ζωντανού έμοιαζε με ανόσιο φόνο.
Θηριόμορφες και τερατόμορφες θεότητες εξακολούθησαν να λατρεύονται στην Ελλάδα μέχρι την ύστερη αρχαιότητα. Ωστόσο, οι κατεξοχήν ελληνικοί θεοί παρουσιάστηκαν στην ποίηση και την τέχνη, δηλαδή στο συλλογικό φαντασιακό των Ελλήνων, με ανθρώπινη μορφή. Ήταν βέβαια πιο λαμπροί, πιο ωραίοι και πιο δυνατοί από τους ανθρώπους και επίσης αθάνατοι. Στα ανάγλυφα και την αγγειογραφία παρουσιάζονται πάντοτε ψηλότεροι από τους θνητούς. Στον ανθρωπομορφισμό των θεών αντιστοιχούσε ο δυνητικός θεομορφισμός των ανθρώπων.
Οι περισσότεροι θεοί ήταν κοινοί για όλους. Κάθε περιοχή όμως ή πόλη προσηλωνόταν σε ορισμένες θεότητες με μεγαλύτερη αφοσίωση και τους χάριζε ειδικά λατρευτικά επίθετα - περίπου όπως συμβαίνει σήμερα με τους αγίους και την Παναγία. Η πόλις είχε τον προστάτη της ήρωα ή θεό, τις δικές της γιορτές και τους δικούς της ιερούς κανόνες. Το Άργος λάτρευε πρωτίστως την Ήρα, η Κόρινθος τον Απόλλωνα, η Αθήνα την Αθηνά. Η Αθηνά Χαλκίοικος, ο Απόλλων Κάρνειος και η Άρτεμις Ορθία ήταν οι τρεις βασικές θεότητες της Σπάρτης. Τα Θεσμοφόρια, μια γυναικεία γιορτή αφιερωμένη στη Δήμητρα όπου απαγορευόταν αυστηρά η συμμετοχή ανδρών, μαρτυρούνται σε πολλές πόλεις, αλλά όχι σε όλες. Η λατρεία του Ήλιου, αντίθετα, ήταν το ιδιάζον χαρακτηριστικό της δωρικής Ρόδου. Άλλα νησιά του Αιγαίου τιμούσαν το ηλιακό φως με τη μορφή του Απόλλωνα. Η πολυμορφία χαρακτήριζε τη θρησκεία, όπως και τόσους άλλους τομείς.
Η λατρεία ήταν σε μεγάλο βαθμό υπόθεση κοινωνική, μολονότι υπήρχαν και τελετές καθαρά ιδιωτικού χαρακτήρα. Αν και δεν εξαφανίστηκαν οι πατροπαράδοτες λατρείες που αποτελούσαν προνόμιο κάποιων ισχυρών οικογενειών, το μεγαλύτερο μέρος των ιερατικών καθηκόντων των παλαιών γενών μεταβιβάστηκε σταδιακά στο σώμα των πολιτών. Η πόλη στο σύνολό της ήταν πλέον υπεύθυνη για τη δημόσια λατρεία, για τις θυσίες, τις πομπές, τους ναούς - και τις αναγκαίες δαπάνες. Οι πολυτελείς ναοί, το κορυφαίο επίτευγμα της ελληνικής μνημειακής αρχιτεκτονικής, ήταν δική της υπόθεση.
Οι σεληνιακοί μήνες του πολιτικού ημερολογίου έπαιρναν το όνομα τους από τη βασική εορτή ή θεότητα του αντίστοιχου χρονικού διαστήματος. Φυσικά ούτε στο θέμα αυτό υπήρξε ομοφωνία, αφού οι εορτές διέφεραν από τόπο σε τόπο. Διαφαίνεται ωστόσο μια γενική ανταπόκριση ανάμεσα στις ιερές τελετές και τον ετήσιο κύκλο των εποχών και της βλάστησης. Με τον τρόπο αυτό η πολιτική θρησκεία, προϊόν πολιτισμού η ίδια, ήταν στενά δεμένη με τη φύση - ή μάλλον συντονισμένη στους ρυθμούς της.
Κάθε επισφαλής τομέας της ανθρώπινης ζωής, όπως η γέννηση, η ενηλικίωση, ο γάμος, ο πόλεμος και ο θάνατος, είχε τον δικό του έφορο θεό - όχι τον ίδιο παντού και πάντοτε. Κάποτε μάλιστα συνεργάζονταν πολλές θεότητες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Τον τοκετό, για παράδειγμα, τον προστάτευαν τουλάχιστον τρεις γυναικείες θεότητες: η Ειλείθυια, η Ήρα Τελεία και η Άρτεμις Λοχία. Αφηρημένες έννοιες, όπως η Νίκη, ο Ίμερος (ερωτικός πόθος), η Ειρήνη, η Φήμη και το Γέλιο, μπορούσαν επίσης να προσλάβουν θεϊκές τιμές και να γίνουν το αντικείμενο δημόσιας λατρείας.
Είτε επρόκειτο για μια ιερή πομπή που κόμιζε στην τιμώμενη θεότητα ένα νέο ένδυμα, όπως στα Παναθήναια, είτε για θυσία, είτε για οποιοδήποτε άλλη τελετή, ανοιχτή σε όλους ή περιορισμένη σε κάποιες ηλικιακές ομάδες, η αρχαιοελληνική λατρεία ήταν κάτι που συνέβαινε στο ύπαιθρο, κάτω από τον καυτό ήλιο, τη σελήνη, τα σύννεφα ή τη βροχή. Ο ναός δεν ήταν παρά το περικαλλές οίκημα του αγάλματος του θεού. Ελάχιστα πράγματα, πλην προσφορών και προσκύνησης, συνέβαιναν στο εσωτερικό του. Εξαίρεση αποτελούν τα μυστήρια, τελετουργίες μύησης που συνοδεύονταν από αυστηρούς κανόνες μυστικότητας και τελούνταν σε κλειστούς χώρους κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Τις περισσότερες φορές οι τελετουργίες είχαν τοπική μόνο εμβέλεια. Ωστόσο, δύο περιοχές απέκτησαν γρήγορα υπερτόπια αίγλη. Οι Δελφοί και η Ολυμπία μετατράπηκαν από επιχώριοι τόποι λατρείας σε πανελλήνια θρησκευτικά κέντρα.
Οι Δελφοί ήταν το κατεξοχήν μαντείο της αρχαίας Ελλάδας (όπως η Ολυμπία ο κατεξοχήν τόπος αγώνων), αλλά δεν ήταν το μόνο. Το απομακρυσμένο ιερό του Δία στη Δωδώνη της Ηπείρου ήταν ένας επίσης ονομαστός, αν και λιγότερο πλούσιος, τόπος πρόγνωσης του μέλλοντος. Οι τρόποι μαντείας δεν ήταν παντού οι ίδιοι. Στη Δωδώνη η ἱερὰ φηγός, μια τεράστια βαλανιδιά αφιερωμένη στον Δία, έδινε, με το θρόισμα των φύλλων της και τις κινήσεις των πουλιών που φώλιαζαν πάνω της, κρυπτικά σημάδια, τα οποία τρεις ιέρειες, που ενδεικτικά ονομάζονταν πελεῖαι («περιστερές»), αποκρυπτογραφούσαν για τους πελάτες τους.
Στους Δελφούς ακολουθούσαν άλλη μέθοδο. Η ίδρυση του μαντείου του Απόλλωνα στους Δελφούς συνέβη κατά τον ύστερο 9ο ή πρώιμο 8ο αιώνα. Από τις αρχές του 7ου αιώνα, το μαντείο είχε ήδη αποκτήσει πανελλήνια φήμη και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον ελληνικό αποικισμό. Κατά τον 6ο αιώνα η αίγλη του ξεπέρασε τα όρια της Ελλάδας. Το συμβουλεύονταν πλέον τόσο ιδιώτες όσο και πόλεις, τόσο απλοί άνθρωποι για τα καθημερινά προβλήματα του βίου όσο και μέγιστοι άρχοντες και βασιλείς, όπως ο βασιλιάς των Λυδών Κροίσος, και ο Φίλιππος Β' των Μακεδόνων, για πολεμικές επιχειρήσεις και πολιτικούς σχεδιασμούς.
Για τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι χρησμοί στους ενδιαφερόμενους διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες, κυρίως από ύστερους συγγραφείς (τον Πλούταρχο, τον Παυσανία και άλλους). Αρχικά έπρεπε ο θεός να συναινέσει. Την έβδομη μέρα κάθε μήνα, τότε που εορτάζονταν τα γενέθλια του Απόλλωνα, η θέληση του θεού «διαβαζόταν» στην αντίδραση μιας γίδας που ράντιζαν με νερό: αν το δέρμα του ζώου έτρεμε, αυτό σήμαινε ότι ο θεός ήταν σύμφωνος· αν το ζώο δεν αντιδρούσε, έπρεπε να περιμένουν. Στη χρησμοδοσία βασική ήταν η μορφή της Πυθίας, μιας γυναίκας άνω των πενήντα ετών από την τοπική κοινωνία, η οποία υπηρετούσε τον Απόλλωνα διά βίου και ήταν υποχρεωμένη να παραμένει αγνή. Ύστερα από τελετουργικό καθαρμό στην Κασταλία πηγή έκαιγε φύλλα δάφνης και κριθάρι στην εστία του ναού, και κατόπιν καθόταν, στεφανωμένη με δάφνη, πάνω στον ιερό τρίποδα του Απόλλωνα μέσα στο άδυτο του ναού. Από το σημείο αυτό, σε κατάσταση ενθουσιαστικής μανίας, προέφερε τους χρησμούς. Δύο ἱερεῖς και πέντε ὅσιοι ήταν υπεύθυνοι για όλες τις συναλλαγές με τους πελάτες του μαντείου, τις θυσίες και την εν γένει τήρηση της τάξης. Πιθανόν ένας από τους ιερείς (ο προφήτης) ήταν υπεύθυνος για την καταγραφή των χρησμών ή την έμμετρη μεταγραφή τους.
Υπήρξε διαβόητη, ήδη από την αρχαιότητα, η αμφισημία αρκετών (πραγματικών ή επινοημένων) χρησμών. Για να αυξήσει το κόρος του, το μαντείο των Δελφών κατασκεύαζε κάποτε χρησμούς για γεγονότα που δεν είχε αρχικά προβλέψει ή τροποποιούσε αποτυχημένες προρρήσεις εκ των υστέρων. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι οι περισσότεροι χρησμοί δεν επιδέχονταν πολλαπλές ερμηνείες. Ο οικονομικότερος μάλιστα τρόπος μαντείας, ειδικά για τους ιδιώτες, ήταν να ζητηθεί μονολεκτική απάντηση του τύπου «ναι» ή «όχι», σε ένα κατάλληλα διατυπωμένο ερώτημα. Το μαντείο τότε περισσότερο συμβούλευε παρά δεσμευόταν για την έκβαση του μέλλοντος. Οι περισσότερες απαντήσεις του ήταν καταφατικές, γεγονός που δηλώνει ότι ο θεός έδινε την έγκριση του στις ιδιωτικές ή δημόσιες επιθυμίες. Σημαντικός και κάποτε καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος του μαντείου σε θέματα ειρήνης και πολέμου, επίλυσης των εσωτερικών κρίσεων που μάστιζαν τις αρχαϊκές πόλεις και θεσμοθέτησης νέων νόμων. Πιθανότατα το μαντείο διέθετε εκτεταμένο σύστημα συγκέντρωσης γεωπολιτικών πληροφοριών και, με το θεοπρόβλητο κύρος του, μπορούσε έμμεσα να ασκεί πολιτική στις διακρατικές σχέσεις των ελληνικών πόλεων και στις διεθνείς σχέσεις τους με τους αλλοεθνείς πληθυσμούς των συνόρων.