Η ωμότητα των δούλων είναι ανταπόδοση αδικημάτων
Ο Άτταλος Γ' (139-133), γιος του Ευμένη, έγινε βασιλιάς του Περγάμου το 139, αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με τα γράμματα παρά με τη διακυβέρνηση του βασιλείου - τον ενδιέφεραν η ιατρική και η βοτανική. Για αυτόν κυκλοφόρησε η φήμη ότι, φοβούμενος για την εξουσία του, ξεπέρασε τους άλλους βασιλείς σε σκληρότητα και ωμότητα. Ορισμένοι εκτίμησαν ότι οι υπήκοοί του και οι γειτονικοί λαοί ήταν έτοιμοι για εξέγερση (καινοτομίαν). Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν πάντως η διαθήκη του. Πεθαίνοντας το 133, κληροδότησε το Πέργαμο στη Ρώμη. Η απόφασή του αυτή μπορεί να ήταν εκκεντρικότητα ενός μονάρχη που έμεινε χωρίς διάδοχο και δεν αισθανόταν ευτυχής με το περιβάλλον του, αλλά μπορεί να ήταν απλώς πολιτικός ρεαλισμός. Έτσι κι αλλιώς όλες οι σημαντικές αποφάσεις στο βασίλειό του λαμβάνονταν ή επικυρώνονταν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Υπήρχε άλλωστε προηγούμενο, εφόσον και το κυρηναϊκό βασίλειο είχε κληροδοτηθεί στους Ρωμαίους από τον ηγεμόνα τους, που έμελλε να κερδίσει την Αίγυπτο ως Πτολεμαίος Η' Ευεργέτης Β'. Είναι πάντως πιθανό ότι ο Άτταλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την κοινωνική ευταξία σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή.
Καθώς η Ρώμη έσπευδε να αποδεχθεί την κληρονομιά, ο Αριστόνικος (που ισχυριζόταν ότι καταγόταν και αυτός από τον Ευμένη) εξεγέρθηκε. Υποσχέθηκε ελευθερία στις ελληνικές πόλεις της περιοχής και, συναθροίζοντας απόρους και δούλους, προσπάθησε να ιδρύσει μια πολιτεία απελευθερωμένη τόσο από τους Ρωμαίους όσο και από κοινωνικούς δυνάστες. Την ονόμασε Ηλιόπολη και τους κατοίκους της Ηλιοπολίτες, πρεσβεύοντας ισότητα και ελευθερία. Στην πρώτη επέμβαση της Ρώμης αντιστάθηκε με επιτυχία, αλλά το 129 ηττήθηκε και κατέληξε αιχμάλωτος στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Για την εξέγερση δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες - ούτε προκύπτει με σαφήνεια το πρόγραμμα του ηγέτη της. Όσα συνέβησαν πάντως δεν ήταν ένα μοναχικό σύμπτωμα. Η δουλεία είχε προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις και απρόβλεπτες τροπές. Οι κάτοικοι της Ελλάδας και των βασιλείων υποδουλώνονταν συχνά κατά χιλιάδες και μυριάδες, χωρίς προοπτικές απελευθέρωσης με λύτρα, όπως γινόταν συχνά σε παλαιότερες εποχές. Οι περισσότεροι κατέληγαν στην Ιταλία για να εργαστούν σε σκληρές συνθήκες. Στις αποσπασματικές πηγές της περιόδου γίνεται λόγος για μαζικές αυτοκτονίες, αλλά και για ακόμη μαζικότερες εξεγέρσεις. Ανάμεσα στο 140 και το 70, για πρώτη και μοναδική φορά στην αρχαιότητα (αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των ειλώτων), η αντίσταση πολλών δούλων στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εκμετάλλευσης προσέλαβε τον χαρακτήρα ανοιχτού πολέμου.
Από τις πληρέστερες αναφορές είναι όσες συγκέντρωσε (και όσες από αυτές σώζονται) ο Διόδωρος για τη γενέτειρά του Σικελία. Οι δούλοι, όπως εξηγεί, στιγματίζονταν και περιφέρονταν σχεδόν γυμνοί. Εργάζονταν συχνά αλυσοδεμένοι με ελάχιστη τροφή. Για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε ληστείες και αρπαγές. Την οργάνωση και τον συντονισμό τους ανέλαβε ένας Σύρος, που χαρακτηριζόταν μάγος και τερατουργός. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του αυτόκλητου ηγέτη ήταν ότι οι θεοί δεν είχαν εγκαταλείψει τελείως τους εξαθλιωμένους δούλους. Μια Σύρια θεά συνομιλούσε μαζί του και του επέτρεπε να προβλέπει τα μελλούμενα, συνήθως μέσα από όνειρα. Φαντάστηκε έτσι ένα βασίλειο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Οι δούλοι θα έπαιρναν τη θέση των δεσποτών και οι δεσπότες τη θέση των δούλων - μόνο που τη συμπεριφορά των νέων αρχόντων θα χαρακτήριζε η μετριοπάθεια. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και φόρεσε διάδημα.
Ο στρατός που συγκέντρωσε μεγάλωσε με ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, έφτασε τις 200.000, χωρίς να έχει επεκταθεί η εξέγερση σε όλη τη Σικελία. (Πιο μετρημένα ο Λίβιος κάνει λόγο για 70.000. Αλλά ποιος μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια σε εκείνες τις συνθήκες;) Όπως αποδείχθηκε, μέσα στην ορμή τους οι δούλοι δεν φέρθηκαν με μετριοπάθεια, αλλά εκτρέπονταν σε πράξεις ακραίες και μοχθηρές, όσο τουλάχιστον διαρκούσε ο ξεσηκωμός. Ο Διόδωρος διέθετε στοιχεία που τον βεβαίωναν ότι η ωμότητα δεν οφειλόταν στη φύση των δούλων αλλά στο μέγεθος της αδικίας που είχαν υποστεί. Η είδηση για τις ήττες των Ρωμαίων στρατηγών διαδόθηκε γρήγορα. Μέσα στην ίδια τη Ρώμη ξεσηκώθηκαν 150 δούλοι. Στην Αττική κινήθηκαν περισσότεροι από 1.000, και άγνωστος αριθμός στη Δήλο, που ήταν το μεγάλο κέντρο δουλεμπορίου. Παρόμοιες ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλους τόπους. Παντού χρειάστηκαν μεγάλες δυνάμεις για να τεθεί σε έλεγχο η κατάσταση.
Μία γενεά αργότερα ξέσπασαν νέοι μεγάλοι πόλεμοι δούλων στη Σικελία. Οι αρχηγοί τους είχαν επίσης ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς: ένας θεωρούνταν έμπειρος στις ιεροσκοπίες, ο άλλος στην αστρομαντική. Φόρεσαν διαδήματα και έθεσαν την κοινωνική και πολιτική τάξη σε μεγάλη δοκιμασία. Εκτός από δούλους, στον στρατό τους συνέρρεαν και ελεύθεροι άποροι. Την επόμενη πάλι γενεά πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία η μεγαλύτερη εξέγερση δούλων με αρχηγό τον μονομάχο Σπάρτακο. Συγκροτώντας έναν αυτοσχέδιο στρατό 120.000 ανδρών, έφτασε το 72 να απειλήσει την ίδια τη Ρώμη. Είχε λάβει και αυτός θεϊκούς οιωνούς, αλλά βασιζόταν κυρίως στην προσωπική του ανδρεία και το στρατηγικό του ταλέντο. Αρχική του επιδίωξη ήταν να οδηγήσει τους ξεσηκωμένους δούλους πίσω στις πατρίδες τους, τη Γαλατία και τη Θράκη. Αλλά οι μεγάλες του επιτυχίες κράτησαν τους περισσότερους άνδρες κοντά του και έτσι οι αναμετρήσεις παρατάθηκαν. Οι Ρωμαίοι χρειάστηκε να κινητοποιήσουν τεράστιες δυνάμεις, να απολέσουν πλήθος άνδρες και να ταπεινωθούν πολλές φορές, έως ότου καταφέρουν να καταστείλουν την εξέγερση, κινητοποιώντας 10 λεγεώνες. Κατά μήκος μιας οδού έξω από τη Ρώμη σταυρώθηκαν 6.000 εξεγερμένοι.
Οι πόλεμοι των δούλων δεν ήταν η μοναδική απειλή για την κοινωνική τάξη. Σε ολόκληρη την Ελλάδα εκδηλώνονταν διαμαρτυρίες για τη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων και για τα χρέη που συσσωρεύονταν για τους πολλούς. Τα παλαιά πολιτικά συστήματα, οι δημοκρατίες, ακόμη και οι ολιγαρχίες, που εξασφάλιζαν σε διάφορους βαθμούς τις τάξεις των πολιτών, είχαν καταρρεύσει. Με την επικράτηση της Ρώμης δεν υπήρχε ανάγκη ισχυρού και πολυάριθμου σώματος πολιτών, ικανού να στρατεύεται και να μάχεται για το καλό της πόλεως ή του ἔθνους. Η ίδια η έννοια του πολίτη έχανε το νόημα και την αξία της. Εγγυητής της τάξης ήταν πλέον ο ρωμαϊκός στρατός και προς αυτόν στρέφονταν όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση.
Οι διαθήκες συνεχίζονταν. Ο Απίων, γιος του Πτολεμαίου Η', παρέδωσε το 96 τις βασιλικές του κτήσεις στους Ρωμαίους. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα ολόκληρη η Κυρηναϊκή με τις πόλεις της οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία. Το 74 ο Νικομήδης κληροδότησε στη Ρώμη τη Βιθυνία.
Οι Αθηναίοι, έπειτα από πολλά χρόνια συμμαχίας με τους Ρωμαίους, δηλαδή απόλυτης υποταγής στη βούληση και τα συμφέροντά τους, πραγματοποίησαν το 88 μια εντυπωσιακή στροφή. Αποφάσισαν να ταχθούν με το μέρος του Μιθριδάτη ΣΤ' Ευπάτορος (121-63), που βρισκόταν ήδη σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρώμη.
Ο Μιθριδάτης ήταν γόνος μιας δυναστικής οικογένειας που βασίλευε στον Πόντο για δυο περίπου αιώνες. Η καταγωγή του ήταν περσική (σύμφωνα με τον ιστορικό Αππιανό, ήταν δέκατος έκτος απόγονος του Δαρείου) αλλά, όπως οι πρόγονοί του, είχε ελληνική παιδεία. Με τους Έλληνες συνομιλούσε ως Έλληνας και με τους Ασιάτες ως Ασιάτης. Σύμφωνα με μια παράδοση, γνώριζε και τις 22 γλώσσες των εθνών στα οποία βασίλευε. Με τις ικανότητές του επέκτεινε πολύ τα όρια του βασιλείου και της επιρροής του. Κάποια στιγμή έφτασε να διεκδικεί περιοχές που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων. Του έδιναν θάρρος οι εμφύλιες διαμάχες στην Ιταλία. Ορισμένοι μάλιστα τον προσκαλούσαν να οδηγήσει τις δυνάμεις του εναντίον της ίδιας της Ρώμης, καθώς οι Ιταλοί σύμμαχοι είχαν ξεσηκωθεί διεκδικώντας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη. Επιπλέον, ανέμενε ενίσχυση από πολλές ελληνικές πόλεις. Έχοντας πια κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, δεχόταν συνεχώς πρεσβευτές που επικαλούνταν την προστασία του, αποκαλώντας τον «θεό και σωτήρα». Η εντολή του να εξοντωθούν ταυτοχρόνως όλοι οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στην περιοχή του -λέγεται ότι σφαγιάστηκαν 80.000 άνδρες και γυναικόπαιδα- όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες, αλλά τους γέμιζε προσδοκίες. Ένας βασιλιάς περσικής καταγωγής γινόταν η τελευταία μεγάλη ελπίδα πολλών Ελλήνων για να ανακτήσουν την ελευθερία τους από τους Ρωμαίους.
Με τη φιλορωμαϊκή τους πολιτική οι Αθηναίοι είχαν εξασφαλίσει την ειρήνη για πολλά χρόνια. Διαπίστωναν ωστόσο ότι η ειρήνη είχε μεγάλο κόστος. Οι παρεμβάσεις των Ρωμαίων στις εσωτερικές τους υποθέσεις ήταν διαρκείς, προκαλώντας σοβαρές δυσλειτουργίες στο πολίτευμά τους. Επιπλέον, τα οικονομικά της πόλης αλλά και πολλών ιδιωτών ήταν σε άθλια κατάσταση. Όπως το διατύπωσε ένας ρήτορας της εποχής, τα ιερά παρέμεναν κλειστά, τα γυμνάσια άδεια, το θέατρο χωρίς κοινό, τα δικαστήρια και οι φιλοσοφικές σχολές χωρίς φωνή, ενώ η Πνύκα δεν εξουσιαζόταν πλέον από τον δήμο. Δύο ήταν τα αιτήματα που κυριαρχούσαν στη σκέψη πολλών: να απαλλαγούν από τα βαριά τους χρέη (τα περισσότερα προφανώς προς τους Ρωμαίους) και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία τους. Η ραγδαία πορεία του Μιθριδάτη τούς έδινε την εντύπωση ότι η ηγεμονία των Ρωμαίων μπορούσε να καταλυθεί. Ο Αθηνίων, ένας περιπατητικός φιλόσοφος, στάλθηκε στον Πόντο ως πρεσβευτής και επιστρέφοντας εκλέχθηκε στρατηγός. Η παλαιά συνήθεια που ήθελε τους φιλοσόφους ικανούς όχι μόνο στη θεωρία αλλά και σε πρακτικά θέματα ίσχυε ακόμη. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο τον υποδέχθηκαν οι Αθηναίοι έδειχνε καθαρά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει το μίσος τους εναντίον των Ρωμαίων. Ακόμη και οι διονυσιακοὶ τεχνῖται, οι άνθρωποι του θεάτρου, ξεσηκώνονταν με προθυμία. Ο Μιθριδάτης ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως Νέος Διόνυσος.
Ένας ισχυρός στρατός του Μιθριδάτη κινήθηκε προς την Ελλάδα, υποτάσσοντας πολλά νησιά του Αιγαίου. Περνώντας από τη Δήλο, έσφαξε το πλήθος των Ρωμαίων που βρίσκονταν στο νησί και έστειλε τον θησαυρό του ναού στην Αθήνα. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, μεγάλος μέρος της Ελλάδας πέρασε στον έλεγχο του βασιλιά. Για μια στιγμή η ιστορία της Αθηναϊκής Συμμαχίας έδειχνε να επαναλαμβάνεται.
Μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου τα ρωμαϊκά συμφέροντα στην Ανατολή ανέλαβε να τα υπερασπιστεί ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας. Στο πρόσφατο παρελθόν είχε καταλάβει με τον στρατό του την ίδια τη Ρώμη για να θέσει υπό τον έλεγχό του την πολιτική κατάσταση. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ελλάδα βασιζόμενος στους θησαυρούς της Ολυμπίας και των Δελφών. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας σφοδρής αναμέτρησης. Το άστυ και ο Πειραιάς πολιορκήθηκαν χωριστά, αφού τα Μακρά Τείχη είχαν από καιρό καταρρεύσει. Για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών αποψιλώθηκαν από τους Ρωμαίους τα ιερά άλση, η Ακαδημία, όπου είχε διδάξει ο Πλάτων, και το Λύκειο, όπου είχε διδάξει ο Αριστοτέλης. Η ήττα της Αθήνας ήρθε το 86 μετά τον λιμό που προκάλεσε η πολιορκία ενός περίπου χρόνου. Ακολούθησε ανελέητη σφαγή και μια καταστροφή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πόλη από την εποχή του Ξέρξη. Πάρα πολλά δημόσια κτίρια πυρπολήθηκαν και οι θησαυροί της Ακρόπολης λεηλατήθηκαν. Ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε γνωστός και ίσως να μην υπολογίστηκε ποτέ. Ο Σύλλας έγινε ο μοναδικός στρατηγός, όπως ειπώθηκε, που κατέκτησε με στρατό τόσο τη Ρώμη όσο και την Αθήνα. Τις λεπτομέρειες διέσωσε ο Πλούταρχος, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί υπομνήματα του ίδιου του Σύλλα, αλλά και να ακούσει προφορικές παραδόσεις που οι γεροντότεροι αφηγούνταν ακόμη στην εποχή του.
Όταν πια ήταν πολύ αργά για τους Αθηναίους, έφτασε και άλλος στρατός του Μιθριδάτη με 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 90 δρεπανηφόρα άρματα. Στον στρατό πολεμούσαν και 15.000 δούλοι, που είχαν απελευθερωθεί με απόφαση του βασιλιά. Αλλά οι ρωμαϊκές λεγεώνες έδειξαν για μία ακόμη φορά την υπεροχή τους απέναντι σε φάλαγγες που παρέμεναν εξοπλισμένες με σάρισες. Στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό, όπου δόθηκαν οι καθοριστικές μάχες, ο στρατός του Μιθριδάτη υπέστη συντριπτική ήττα και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τους Έλληνες στο έλεος των Ρωμαίων. Όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, διακόσια χρόνια αργότερα μπορούσε ακόμη να δει κανείς πολλά τόξα, κράνη, κομμάτια από σιδερένιους θώρακες και μαχαίρια βυθισμένα στα έλη.
Ο Σύλλας έκρινε χρήσιμο, πριν επιστρέψει θριαμβευτής στη Ρώμη, να μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια που υπόσχονταν μετά θάνατον ευτυχία. Από το πλήθος των λαφύρων, διάλεξε επίσης για τον εαυτό του τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, που βρισκόταν σε χέρια ιδιωτών και δεν ήταν ευρύτερα γνωστή ούτε καν στους μαθητές της σχολής. (Στη Ρώμη, πάντως, η αξία της βιβλιοθήκης εκτιμήθηκε και, μετά την ταξινόμησή της, έγινε ευρύτερα προσιτή - όπως ισχυριζόταν μια μεταγενέστερη παράδοση.) Ο Σύλλας αποχώρησε χωρίς να ολοκληρώσει την αναμέτρηση της Ρώμης με τον Μιθριδάτη. Οι συνεχιζόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι τον υποχρέωσαν να συνάψει μια ευνοϊκή ειρήνη για να ασχοληθεί με επείγουσες υποθέσεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας.
Η κατάκτηση του Πόντου έγινε το 70 και ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Γναίο Πομπήιο, έναν από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους στρατηγούς. Ο Πομπήιος είχε ήδη θριαμβεύσει στην Αφρική και την Ισπανία, είχε συμβάλει στην καταστολή της εξέγερσης του Σπάρτακου και εκείνη την εποχή εκκαθάριζε αποφασιστικά τη Μεσόγειο από τους πειρατές που τη λυμαίνονταν. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα που ωφέλησε Ρωμαίους και Έλληνες. Όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, οι πειρατές δεν λεηλατούσαν μόνο νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις, αλλά συλούσαν επίσης πλήθος ιερά που παρέμεναν έως τότε απάτητα. Ανάμεσά τους το Κλάριο στην Ιωνία, το Διδυμαίο στη Μίλητο, το Σαμοθράκιο στο ομώνυμο νησί, το Ασκληπιείο στην Επίδαυρο, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και το Ταίναρο, του Απόλλωνα στο Άκτιο και τη Λευκάδα, και της Ήρας στη Σάμο και το Άργος. Με τις πράξεις τους αυτές ήθελαν να δείξουν την περιφρόνησή τους προς τον πολιτισμό των Ρωμαίων (και των Ελλήνων υπηκόων τους). Άλλωστε, πολλοί από αυτούς λάτρευαν τον ιρανικό θεό Μίθρα, καθιστώντας τον ίσως γνωστό για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο.
Ο Πομπήιος οδήγησε τον Μιθριδάτη στην αυτοκτονία και κατέστησε τη Βιθυνία και τον Πόντο ρωμαϊκές επαρχίες. Μετά τη νίκη του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Αθηναίους: επισκέφθηκε την Αθήνα, συνομίλησε με φιλοσόφους και έδωσε χρήματα για την επισκευή της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 64, κατέλυσε το αδύναμο πια βασίλειο των Σελευκιδών και επέκτεινε τη ρωμαϊκή εξουσία έως τη Μεσοποταμία. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές αντιθέσεις του μικρού ιουδαϊκού βασιλείου, εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και εισήλθε στον Ναό. Η Ιουδαία έγινε και αυτή μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Έχοντας σύνορο τον Ευφράτη ποταμό, η αυτοκρατορία γειτόνευε πλέον με το βασίλειο των Πάρθων.
Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Το πολίτευμά της επέτρεπε τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, περιορίζοντας τις δολοφονίες πολιτικών ηγετών και τους εμφύλιους πολέμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι στρατηγοί που κατακτούσαν τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο εκλέγονταν για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως έναν χρόνο, και στη συνέχεια παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλους - ακόμη και για την ίδια στρατιωτική επιχείρηση. Στο μέσον του 1ου αιώνα, ωστόσο, τα δεδομένα είχαν αλλάξει πολύ. Η επικράτεια είχε μεγαλώσει υπερβολικά και για να διοικηθεί χρειαζόταν νέες, πιο συγκεντρωτικές μεθόδους. Οι στρατηγοί όλο και περισσότερο έπαιρναν πρωτοβουλίες για τις ανάγκες των πολέμων τους χωρίς εξουσιοδότηση από τη Ρώμη. Άλλωστε, πολλοί είχαν αποκτήσει τεράστιες προσωπικές περιουσίες, απομυζώντας τις επαρχίες και εκμεταλλευόμενοι τις νίκες τους, και με την επιρροή που ασκούσαν διεκδικούσαν μονιμότερο ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι παλαιοί θεσμοί και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της Ρώμης κλονίζονταν ήδη ανεπανόρθωτα. Το 59 τρεις ισχυροί άνδρες αποφάσισαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους και να εξασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση: ο Πομπήιος Μάγνος (όπως επιθυμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν), ο Κράσσος (που είχε καταστείλει την εξέγερση του Σπάρτακου) και ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Καίσαρας, που θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών -ο Πλούταρχος τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο-, καταγόταν από την αρχαιότερη και επιφανέστερη οικογένεια Ρωμαίων αριστοκρατών. Είχε ανέλθει γρήγορα τις βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας και είχε πολιτευτεί με αποφασιστικότητα στις συνθήκες των εμφύλιων πολέμων. Μετά τη συμφωνία που πέτυχε με τον Πομπήιο και τον Κράσσο, ανέλαβε να εδραιώσει και να επεκτείνει τη ρωμαϊκή επικράτεια στη Γαλατία. Μέσα σε λίγα χρόνια προσάρτησε τεράστιες εκτάσεις, από τα Πυρηναία έως τον Ρήνο, και έφτασε έως τη Βρετανία - χωρίς ωστόσο να την κατακτήσει. Σύμφωνα με τα υπομνήματά του, που τα επεξεργάστηκε για δημόσια χρήση, είχε επιτύχει τον στόχο του σκοτώνοντας 1.192.000 άνδρες. (Προφανώς δεν μπήκε στον κόπο να καταγράψει τις απώλειες αμάχων, μολονότι γνώριζε ότι, για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, μαζί με τους άνδρες τον είχαν πολεμήσει γυναίκες και παιδιά.) Ανυπολόγιστος ήταν ο αριθμός των δούλων και η ποσότητα χρυσού που εισέρρευσαν στη Ρώμη.
Την εποχή που ο Καίσαρας πολεμούσε ακόμη στη Γαλατία, ο Πομπήιος διοικούσε την Ισπανία. Ο Κράσσος πάλι ανέλαβε να διοικήσει τη Συρία, αλλά εισβάλλοντας στη Μεσοποταμία για να πολεμήσει εναντίον των Πάρθων κατατροπώθηκε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του -οι μισοί άνδρες του σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι υποδουλώθηκαν- αλλά και την ίδια του τη ζωή στο πεδίο της μάχης.
Με τον θάνατο του Κράσσου ο Καίσαρας αποξενώθηκε από τον Πομπήιο και σύντομα βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Καθώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρώμη, επέλεξε την οδό του εμφύλιου πολέμου, διάβηκε τον ποταμό Ρουβίκωνα στη βόρεια Ιταλία, ο οποίος όριζε την επικράτεια που διοικούσε, και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Με τις υπέρτερες δυνάμεις του και την αποφασιστικότητά του υποχρέωσε τον Πομπήιο να καταφύγει στην Ελλάδα. Δεν διέθετε ωστόσο στόλο για να τον καταδιώξει και του έδωσε έτσι την ευκαιρία να συγκεντρώσει νέο στρατό. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, πάντως, κυριάρχησε στην Ισπανία, εκδιώκοντας τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ήταν σε θέση να βαδίσει εναντίον του Πομπήιου.
Η αναμέτρηση κρίθηκε το 48 στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας, όπου ο Καίσαρας νίκησε τον νόμιμο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ πολλές ελληνικές πόλεις είχαν υποχρεωθεί να πάρουν θέση σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο που δεν τις αφορούσε καθόλου. Η Αθήνα είχε την ατυχία να ταχθεί με το μέρος του Πομπήιου. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Καίσαρας προτίμησε να δείξει επιείκεια, όπως το συνήθιζε συχνά (και ειδικώς στους Αθηναίους, για χάρη, όπως είπε, των προγόνων τους). Άφησε επίσης ελεύθερο το έθνος των Θεσσαλών - όποιο και αν ήταν το ακριβές νόημα της ελευθερίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πόλεις που ευνοήθηκαν περισσότερο, εφόσον ανοικοδομήθηκε και ανέκτησε τη θέση που είχε ως σταθμός επικοινωνίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Την ίδια χρονιά ανοικοδομήθηκε άλλωστε και η Καρχηδόνα, που είχε καταστραφεί μαζί της.
Ηττημένος ο Πομπήιος κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, χωρίς στρατό και προσωπικούς υπηρέτες. Είχε την πρόθεση να ζητήσει προστασία από τον ανήλικο βασιλιά Πτολεμαίο ΙΓ', τον οποίο είχε άλλοτε ευεργετήσει. Στο πλοίο που τον μετέφερε ετοίμαζε μάλιστα και ελληνικό λόγο που θα εκφωνούσε για την περίσταση. Αλλά πριν ταπεινωθεί μπροστά σε έναν έτσι και αλλιώς ανίσχυρο ηγεμόνα, δολοφονήθηκε από τους βασιλικούς συμβούλους. Στη μεγαλύτερή του ακμή ορισμένοι τον παρομοίαζαν με τον Αλέξανδρο, καθώς 45 ετών είχε αξιωθεί τρεις θριάμβους στη Ρώμη. (Οι φίλοι του έκρυβαν την ηλικία του για να κάνουν τη σύγκριση πειστικότερη.)
Ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε αναμεμειγμένος στις δυναστικές έριδες, καθώς ο Πτολεμαίος ΙΓ' Θεός Φιλοπάτωρ (51-47) βρισκόταν σε πόλεμο με την αδελφή και σύζυγό του Κλεοπάτρα Ζ' (51-30). Για να σωθεί, έβαλε φωτιά στα πλοία που τον πολιορκούσαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν και αποθήκες, όπου φυλαγόταν μεγάλος όγκος βιβλίων - ορισμένοι πίστεψαν ότι έτσι καταστράφηκε η ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης. Επιπλέον, ερωτεύτηκε την Κλεοπάτρα, την οποία εδραίωσε στον θρόνο.
Η Κλεοπάτρα, καθώς λεγόταν, ήταν το πρώτο μέλος του οίκου των Πτολεμαίων που έμαθε αιγυπτιακά. Μετά από τον θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ', παντρεύτηκε τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' (47-44), τον οποίο ωστόσο δολοφόνησε για να παραμείνει μόνη της στην εξουσία. Με τον Καίσαρα απέκτησε έναν γιο. Τον ονόμασε Καισαρίωνα.
Υποτάσσοντας μέσα σε λίγες ώρες τον στρατό του Φαρνάκη στην Κριμαία, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Ποντιακό βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη, ο Καίσαρας επέστρεψε στην Ιταλία, καταργώντας ουσιαστικά το παραδοσιακό πολίτευμα. Του απέμεναν ωστόσο λίγες ακόμη μάχες στην Αφρική και την Ισπανία έως ότου το 44 αναγορεύτηκε ισόβιος δικτάτορας. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή των αριστοκρατών, που επιθυμούσαν την επάνοδο στην παλαιά Δημοκρατία. Εναντίον του συνωμότησαν 60 άνδρες και τον δολοφόνησαν μπροστά στο άγαλμα του Πομπήιου με 23 μαχαιριές. Ήταν 56 ετών και θα πρέπει να πίστευε πια ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα σε ηλικία, είχε συναγωνιστεί επάξια τον Αλέξανδρο που θαύμαζε.
Η δολοφονία του Καίσαρα οδήγησε σε νέα περίοδο αστάθειας και εμφύλιων πολέμων. Ορισμένοι επιχείρησαν να επαναφέρουν την παραδοσιακή Δημοκρατία, αλλά τρεις ισχυροί άνδρες κατάφεραν να συνεργαστούν μεταξύ τους διεκδικώντας την κληρονομιά του Καίσαρα. Ο ένας ήταν ο δεκαεννιάχρονος εγγονός της αδελφής του και θετός γιος του, ο Γάιος Οκτάβιος, που μετά την υιοθεσία πήρε το όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (αλλά έμεινε γνωστός με τον τίτλο του Αυγούστου)· ο δεύτερος, ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος· και ο τρίτος, ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της τριανδρίας ήταν η εξόντωση των δολοφόνων του Καίσαρα, που ήταν όλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η απόλυτη επικράτησή τους επιτεύχθηκε με στρατιωτική νίκη το 42 στους Φιλίππους της Μακεδονίας - σε μία ακόμη περιοχή που δεν είχε καμία ανάμειξη στη ρωμαϊκή αναμέτρηση και κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμά της. Μετά τη νίκη οι ανταγωνισμοί του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου έγιναν έντονοι. Συμφωνήθηκε έτσι να αναλάβει ο πρώτος το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο δεύτερος το ανατολικό. Ο Λέπιδος αρκέστηκε στην Αφρική, αλλά σε λίγα χρόνια εκτοπίστηκε τελείως.
Ο Αντώνιος εδραίωσε τη ρωμαϊκή εξουσία πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και εκθρονίζοντας τον υποτελή βασιλιά της Αρμενίας. Την επαρχία της Ιουδαίας την παραχώρησε στον Ηρώδη, τον επονομαζόμενο Μέγα, που ανέλαβε να τη διοικήσει ως υποτελής βασιλιάς. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Κλεοπάτρα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ευνοώντας υπερβολικά για τα ρωμαϊκά δεδομένα το πτολεμαϊκό βασίλειο, μοίρασε τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας, ενώ ο ίδιος αναδεικνυόταν σε ένα είδος ηγεμόνα της Ανατολής. Η συμπεριφορά του έδωσε τη δικαιολογία στον Οκταβιανό να του κηρύξει πόλεμο, που για μία ακόμη φορά διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος. Το 31, με μια συντριπτική ναυτική νίκη στο Άκτιο, ο Οκταβιανός υποχρέωσε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Έναν χρόνο αργότερα τους καταδίωξε και τους οδήγησε σε αυτοκτονία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να σκοτώσει τον γιο της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. «Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες», τον συμβούλεψε ένας Έλληνας φιλόσοφος, παραφράζοντας γνωστό ομηρικό στίχο (Οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη/πολυκοιρανίη). Καθώς η Αίγυπτος, το τελευταίο μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο που παρέμενε τυπικά ανεξάρτητο, έγινε κτήμα του ρωμαϊκού λαού, ο Οκταβιανός απέμεινε κυρίαρχος όλης της αυτοκρατορίας, με αδιαφιλονίκητο κύρος και ασυναγώνιστη εξουσία. Στο εξής τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμελλε να διοικήσουν ως διάδοχοί του αυτοκράτορες, με μικρή μόνο συμβολή της Συγκλήτου.
Από το 27 η Ελλάδα οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα και έδρα την Κόρινθο. Στην επαρχία αυτή περιλαμβάνονταν οι περιοχές της Ηπείρου, τα νησιά του Ιονίου και οι Κυκλάδες. Μια νέα πόλη ιδρύθηκε, η Νικόπολη, με κατοίκους από την Ακαρνανία και την Αιτωλία, για να τιμηθεί η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, ενώ η Πάτρα αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι, στο οποίο υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί πληθυσμός από την Αχαΐα. Ευνοημένη βρέθηκε και η Σπάρτη, ενώ η Αθήνα μπορούσε μόνο να υπερηφανεύεται ότι ακόμη και ο Οκταβιανός μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τους προηγούμενους αιώνες περιέπεσαν σε οικονομική παρακμή.
Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πολιτική επικράτεια. Με τη βία αλλά και με τη διπλωματία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τούς ένωσε με τρόπο που ουδέποτε είχαν διανοηθεί από μόνοι τους. Ακόμη και ο Αλέξανδρος στη μεγαλύτερη ακμή του δεν είχε θεωρήσει ότι όλες οι ελληνικές πόλεις που κατακτούσε γίνονταν τμήματα του βασιλείου του. Άλλωστε, δεν είχε ποτέ πλησιάσει όσες βρίσκονταν στη Δύση. Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων σταμάτησαν και οι διαφορές επιλύονταν κατά κανόνα με διαιτησία. Η προστασία, όση υπήρχε, από επιδρομές βαρβάρων και πειρατές ήταν πρωτίστως υπόθεση των Ρωμαίων κατακτητών.
Η συνένωση των Ελλήνων είχε γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι νεκροί των πολέμων και η συνακόλουθη εξόντωση άμαχου πληθυσμού στις αναμετρήσεις με τους Ρωμαίους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι καταστροφές και οι υλικές φθορές των πόλεων και του πολιτισμού τους ήταν ανυπολόγιστες. Οι θησαυροί και τα έργα τέχνης, ακόμη και των ναών ή των ιερών, λεηλατήθηκαν. Ύστερα από κάθε μεγάλη ήττα, οι Έλληνες καλούνταν να καταβάλουν υπέρογκες αποζημιώσεις και στη συνέχεια φόρους. Οδυνηρότερη ήταν πάντως η αυθαίρετη αφαίμαξη των Ελλήνων από τους Ρωμαίους στρατηγούς και διοικητές. Πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να πλουτίζουν μέσα σε σύντομα διαστήματα και να αποζημιώνουν τους στρατιώτες τους με τρόπους που θεωρούνταν παράνομοι και καταχρηστικοί ακόμη και με τα ρωμαϊκά μέτρα.
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια έχασαν πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου τους. Επιπλέον, στερήθηκαν τη δυνατότητα να τον ξαναδημιουργήσουν. Οι μεγάλες μάζες των αγροτών, όσες ζούσαν από αιώνες στα όρια της επιβίωσης, κατέβαλλαν κυρίως ως φόρο το αίμα τους και το αίμα των παιδιών τους. Η υλική φθορά αφορούσε πρωτίστως τις ανώτερες τάξεις, όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν και να εξαγοράζουν.
Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι Έλληνες που ευνοήθηκαν από τη νέα τάξη. Οι Ρωμαίοι κατήργησαν όλους τους πολιτικούς μηχανισμούς άμυνας της μεγάλης μάζας των πολιτών: των φτωχών και αυτών με μεσαία εισοδήματα· δηλαδή τα πολιτεύματα που επιτύγχαναν ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και εξασφάλιζαν ευημερία στις πόλεις. Έτσι, στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς οξύνθηκαν. Αλλά οι ρωμαϊκές αρχές έρχονταν πάντα αρωγοί των πλουσιοτέρων, καταπνίγοντας κάθε κίνηση εξέγερσης. Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με ορισμένους Έλληνες που συνεργάστηκαν πρόθυμα ή πρόσφεραν υπηρεσίες στους κατακτητές, παρέχοντας επιλεκτικώς ακόμη και το πολύτιμο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ορισμένοι άνδρες οι οποίοι, χωρίς να χάνουν τα δικαιώματά τους στις πόλεις καταγωγής τους, ήταν ταυτοχρόνως και πολίτες της Ρώμης. Το μεγαλύτερο προνόμιό τους ήταν μια διακριτή και ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση. Κανένας δεν είχε την άδεια να τους υποβάλει σε βασανιστήρια, ενώ τη θανατική τους καταδίκη μπορούσε να επιβάλει μόνο ο αυτοκράτορας - και πάντα με το σπαθί, όχι με τους ατιμωτικούς τρόπους που γίνονταν πλέον συνήθεις.
Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της
Οι παλαιότεροι Ρωμαίοι δεν διέθεταν υψηλή λογοτεχνία. Άνθρωποι πρακτικοί και ακαλλιέργητοι αρχικά, είδαν την ιστορική μοίρα να τους προορίζει για κατακτήσεις που θα έφερναν τελικά «ειρήνη και ασφάλεια» (όπως επαναλάμβανε το ρωμαϊκό σύνθημα ο απόστολος Παύλος). Ο πόλεμος τους ήταν προσφιλής και η αποτελεσματική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της κυριαρχίας. Στη δημιουργία κανόνων για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην απονομή της δικαιοσύνης οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα. (Ακόμη και σήμερα η ρωμαϊκή νομοθεσία αποτελεί πρότυπο πρακτικού δικαίου.) Στα γράμματα και τις τέχνες, όμως, χρειάστηκε να δοθεί ένα έναυσμα από αλλού για να μπορέσει η ρωμαϊκή κοινωνία να υπερβεί το όριο των αγροτικών ασμάτων και της λαϊκής τέχνης. Το έναυσμα δόθηκε από την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό - της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας αρχικά, της κυρίως Ελλάδας και των ελληνιστικών βασιλείων στη συνέχεια.
Ο πρώτος άνδρας που έφερε, καθώς λεγόταν, σε επαφή τη Ρώμη με τον ποιητικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένας απελεύθερος από τον Τάραντα, που ονομαζόταν Λίβιος Ανδρόνικος. Ο άνθρωπος αυτός, ελληνικής καταγωγής τουλάχιστον κατά το ήμισυ, παρουσίασε γύρω στο μέσον του 3ου αιώνα μια διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας στα λατινικά και δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών, τους οποίους άρχισε να μυεί στην ποιητική παραγωγή των Ελλήνων. Ο Ανδρόνικος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή μεταφορά του ελληνικού έπους στη λατινική και αναζήτησε αρχαϊκές εκφράσεις και ομόλογους θεούς των Ρωμαίων για να αποδώσει τους λεκτικούς αρχαϊσμούς και το πάνθεο του Ομήρου. Επίσης, παρουσίασε μια τραγωδία και μια κωμωδία, γραμμένες σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, σε μια μεγάλη γιορτή της Ρώμης όπου η παντομίμα και ο χορός είχαν μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία. Στις επόμενες δεκαετίες ο εκρωμαϊσμός της ελληνικής τραγωδίας θα ολοκληρωνόταν με τους πρώτους αμιγώς Λατίνους ποιητές.
Ωστόσο, το πλέον κατάλληλο μέσο για την έκφραση της δικής τους ιδιαίτερης φωνής στον χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι το βρήκαν στην κωμωδία. Ο Πλαύτος (περ. 250-184) και ο Τερέντιος (περ. 190-159) ακολούθησαν βασικά τη γραμμή που είχε χαράξει ο Μένανδρος με τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία, αλλά εμπλούτισαν τόσο τη θεματολογία όσο και τη μορφή της. Τα έργα τους είναι τα αρχαιότερα αρτίως σωζόμενα δείγματα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.
Η γενέθλια πράξη για την ανάπτυξη υψηλής λογοτεχνίας στον λατινόφωνο κόσμο προήλθε από έναν πρώην δούλο. Δύο αιώνες αργότερα, η λατινική ποίηση θα βρισκόταν σε τέτοια ακμή, ώστε οι θεράποντές της να συναναστρέφονται τους ανθρώπους της πολιτικής δράσης στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας (Παπαγγελής κεφ. 4.4 [σ. 61-68]). Στον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» των λατινικών γραμμάτων, η ποίηση βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πραγματικότητα.
Η επικράτηση του Αυγούστου, η μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή λίμνη -«η θάλασσά μας», όπως έλεγαν με υπερηφάνεια οι Ρωμαίοι- και η προσδοκία μιας γενικής ειρήνης στη ρωμαϊκή οικουμένη δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη των γραμμάτων: αφενός ελεύθερο χρόνο και αφετέρου ανάγκη εξύμνησης της νέας τάξης πραγμάτων που εκπροσωπούσε ο ισόθεος αυτοκράτορας. Το έργο ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Βιργίλιος (70-19), αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ελληνική μυθολογία είχε ήδη εμπνεύσει τους Ρωμαίους και διαποτίσει τη θρησκεία τους. Η εξύμνηση του Αυγούστου και της ενωμένης αυτοκρατορίας του έπρεπε να περάσει μέσα από ένα ηρωικό παρελθόν -σκέφτηκε ο Βιργίλιος-, όπως ο θρυλικός πόλεμος της Τροίας και οι αντίστοιχες ηρωικές περιπλανήσεις του Αινεία.
Χρονολογικά ο Βιργίλιος δεν ήταν ο πρώτος επικός ποιητής της Ρώμης. Το λατινικό έπος είχε ανθίσει νωρίτερα, αν και βρισκόταν σε φανερή παρακμή στην εποχή του. Ο Βιργίλιος όμως έγινε, από την άποψη της αξίας, ο πρώτος επικός ποιητής στη λατινική λογοτεχνία, διότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο μύθο για την αιώνια πόλη και την ιδέα της αυτοκρατορίας. Η μίμηση του Ομήρου προχώρησε πολύ πέρα από την απομίμηση ενός προτύπου. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα γραμματειακά είδη. Όλοι οι Ρωμαίοι ποιητές και πεζογράφοι είχαν έναν προγενέστερο Έλληνα για πρότυπό τους, συχνά και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα. Άλλοτε ο Αλκαίος και η Σαπφώ, άλλοτε ο Πίνδαρος, άλλοτε ο Θεόκριτος, κάποτε μάλιστα και ο Καλλίμαχος, λειτούργησαν ως σημεία αναφοράς για τη λατινική λυρική, επική και βουκολική ποίηση. Η Αινειάδα του Βιργιλίου, πάντως, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα στην ποιητική παραγωγή των Ρωμαίων.
Ο Πολύβιος αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο των Λατίνων ιστορικών, οι οποίοι διακρίθηκαν για την πραγματιστική αντίληψη των ιστορικών συμβάντων. Κάποιοι, όπως χαρακτηριστικά ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ήταν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης και ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι. Πολλοί ήταν συγκλητικοί. Ιστοριογραφία για αρκετούς Ρωμαίους ιστορικούς σήμαινε κυρίως χρονογραφία και ηθικοπολιτική διαπαιδαγώγηση.
Απέναντι στους προγενέστερους χρονικογράφους, πρώτος ο Σαλλούστιος (86-34) είδε την εσωτερική συνοχή και το νόημα των γεγονότων. Πρότυπό του υπήρξε ο Θουκυδίδης, τον οποίο μιμήθηκε τόσο με την εισαγωγή δημηγοριών στην ιστορική αφήγηση όσο και με τον φιλοσοφικό και συχνά αρχαΐζοντα τρόπο γραφής. Ο νεότερος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), που συνέθεσε ένα τεράστιο έργο Από ιδρύσεως Ρώμης, βασίστηκε περισσότερο σε προγενέστερους ιστορικούς (και στον Πολύβιο) παρά στον έλεγχο των αρχείων και την τοπογραφική έρευνα, αλλά το επιμελημένο ύφος του προδίδει σχέση τόσο με την ποίηση όσο και με τη ρητορεία της εποχής του. Ο λίγο προγενέστερος Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.), αντίθετα, είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, γνώριζε λατινικά και αφιέρωσε, κατά δική του μαρτυρία, τριάντα χρόνια της ζωής του στη συγγραφή μιας οικουμενικής ιστορίας σε σαράντα βιβλία, που κάλυπτε όλο το διάστημα από τις απαρχές της μυθολογίας μέχρι τη σύγχρονή του εποχή. Το έργο, γραμμένο στα ελληνικά, επιγράφεται Βιβλιοθήκη και μεγάλο τμήμα του σώζεται μέχρι σήμερα.
Κατά τον Διόδωρο, το προτέρημα της ιστορίας είναι ότι μπορεί να διδάξει χωρίς να εμπλέκει τον αναγνώστη στους κινδύνους και τους πόνους που έχει η πραγματική ζωή. Ο Διόδωρος ήταν θαυμαστής του Πολύβιου. Όσοι συνέγραψαν οικουμενικές ιστορίες -ισχυρίζεται- ενοποίησαν σαν σε μια τράπεζα (χρηματιστήριον) όλη την πολιτική οικονομία των λαών και όπως η θεία πρόνοια δημιουργεί κυκλικά επανερχόμενες αναλογίες ανάμεσα στην τάξη των άστρων και τις φύσεις των ανθρώπων (σχέσεις που μελετά η αστρολογία), έτσι και αυτοί έδωσαν νόημα στο φαινομενικά άρρυθμο και τυχαίο.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (περ. 56-120), πιο πολύπλοκος τόσο στη σκέψη όσο και στο εξεζητημένο ύφος από τον Λίβιο, ασχολήθηκε επίσης με την εθνογραφία και περιέγραψε τα γερμανικά φύλα απέναντι στους Ρωμαίους, με τρόπο που θυμίζει την αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων στο έργο του Ηροδότου. Αντιλαμβανόμενος τη διάσταση ανάμεσα στις εξαγγελίες των ανθρώπων και τις κρυμμένες προθέσεις των έργων τους, ο Τάκιτος παρουσίασε μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης που ρέπει προς την απαισιοδοξία - όπως συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη. Στην καταγραφή των συμβάντων του 1ου αιώνα μ.Χ., πάντως, ο Τάκιτος δεν έχανε ευκαιρία να δηλώσει ότι η μοναρχία αποτελεί προϋπόθεση της οικουμενικής ειρήνης.
Ο Κικέρων (106-43) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των λατινικών γραμμάτων. Δεν συνδύαζε μόνο τον άνθρωπο της δράσης με τον λόγιο διανοούμενο, δεν δημιούργησε μόνο, με πρότυπο τον Δημοσθένη, ένα σχεδόν ανυπέρβλητο ύφος στον λατινικό πεζό λόγο, αλλά υπήρξε επίσης ο πρωτεργάτης για την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη. Για ένα μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης παράδοσης η κατανόηση των ελληνικών ρητορικών και φιλοσοφικών ιδεών ήταν διαμεσολαβημένη από σχέσεις, έννοιες και όρους που εισήγαγε αυτός στα λόγια λατινικά.
Ιδανικό του Κικέρωνα υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας που διαθέτει εκτενέστατη παιδεία. Η καθαρότητα της σκέψης του ίδιου αποτυπώθηκε περισσότερο στους πολιτικούς λόγους, τις επιστολές και τις θεωρητικές περί ρητορικής πραγματείες παρά στα φιλοσοφικά του συγγράμματα. Ως φιλόσοφος, ο Κικέρων υπήρξε εκλεκτικός. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, αλλά η θεατρικότητα της σκηνοθεσίας και η ηθογράφηση των προσώπων δεν φτάνει στο επίπεδο των πλατωνικών προτύπων.
Αν και ο Κικέρων μετέφρασε στα λατινικά τον Τίμαιο, τον βασικό κοσμολογικό διάλογο του ύστερου Πλάτωνα, οι οντολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις των Ελλήνων φιλοσόφων δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στους πρακτικούς ορίζοντες του ρωμαϊκού νου. Όπως ακριβώς ο Σωκράτης είχε κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό των κοσμολογικών ενοράσεων της Ιωνίας στην εύφορη γη των καθημερινών ασχολιών της Αττικής -άποψη κικερώνεια αυτή-, έτσι και ο ίδιος ο Κικέρων θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο θεωρημένο ως μέρος της κοσμικής πραγματικότητας -άποψη κοινή στις ελληνιστικές σχολές- στον αυτόνομο δημιουργό κοινωνικών κανόνων και πολιτικών θεσμών. Ακόμη και στην πραγματεία Περί της φύσης των θεών ο Κικέρων δεν χάνει την επαφή με τη γήινη πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τον Λουκρήτιο, έναν Επικούρειο που έζησε την ίδια εποχή, η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε με ζητήματα κοσμολογικά ούτε με ερωτήματα που αφορούν τη μεταφυσική δομή του κόσμου. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης ζωής σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι αισθάνονταν έλξη προς τον στωικισμό.
Τα ελληνικά γράμματα συνέχιζαν τη δική τους πορεία, ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον λατινόφωνο κόσμο. Οι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τους και για να μορφωθούν. Οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Ασίας δεν ενδιαφέρονταν για τη λατινική γλώσσα, με εξαίρεση όσους είχαν άμεση σχέση με τη διοίκηση. Η ελληνιστική εξακολουθούσε να είναι η κοινή γλώσσα των λαών της ανατολικής Μεσογείου και παράλληλα η γλώσσα ενός κυρίαρχου και ενιαίου πολιτισμού - παρά τις έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις.
Στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης η ελληνική ποίηση έχανε εμφανώς έδαφος έναντι της ιστοριογραφίας και της ρητορείας. Με εξαίρεση τα ολιγόστιχα επιγράμματα και ορισμένα είδη θρησκευτικής ποίησης, κατά κύριο λόγο υμνητικής, τον έμμετρο λόγο υποκαθιστούσε ο έντεχνος πεζός. Η αυθεντική ποίηση, σε αντιδιαστολή προς τη λόγια, προϋποθέτει άφεση στον κόσμο των ενορμήσεων και του ονείρου: αποτελεί ένα είδος θεόσταλτης μανίας, που είναι δυσεύρετη σε περιόδους πνευματικής κόπωσης ή αγωνίας. Ενώ λοιπόν οι Ρωμαίοι με την ειρήνη χαλάρωναν τον δεσμό της ανάγκης και του χρέους που δημιουργούσαν παλαιότερα οι συνεχείς πολεμικές διενέξεις, κατακτητικές και εμφύλιες, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολής ένιωθαν μια αυξανόμενη τάση λύτρωσης έξω από τον παρόντα κόσμο. Η τάση αυτή θα έβρισκε έκφραση είτε στη φιλοσοφία είτε στη θρησκεία, είτε στη νέα ένωση που προήλθε από την κοινή ανάγκη για αποκάλυψη και γνώση.
Ο Επίκτητος (περ. 55-135) ήταν ένας δούλος από τη Φρυγία που βρέθηκε στο σπίτι ενός πλούσιου απελεύθερου στη Ρώμη. Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Επίκτητος σημαίνει «αποκτημένος» - προσωνύμιο ταιριαστό σε σκλάβο. Αν και χωλός από παιδί, διέθετε μεγάλη διορατικότητα και έμφυτη τάση σοφίας. Κάποια στιγμή ο δεσπότης του αποφάσισε να του χαρίσει την ελευθερία. Ο Επίκτητος παρακολούθησε τα μαθήματα που έδινε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος και έγινε ο πιο διάσημος μαθητής του.
Ο Μουσώνιος Ρούφος ήταν ένας στωικός που δίδασκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή θεωρητική ενασχόληση, αλλά η ίδια η τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς παιδεία και άσκηση κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες, δούλους και βασιλείς. Λέγεται ότι ο Μουσώνιος Ρούφος αλληλογραφούσε με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, έναν άνδρα από την Καππαδοκία που είχε ασκητικές τάσεις, ταξίδεψε ως την Ινδία, συμβούλεψε ελληνικές πόλεις, αναμετρήθηκε με αυτοκράτορες και τελικά, σύμφωνα με τον θρύλο, αναλήφθηκε στους ουρανούς (Κακριδής 5.5.Ζ [σ. 278]). Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Μουσώνιος Ρούφος και ο Απολλώνιος ήταν οι δύο σοφότεροι άνδρες του αιώνα τους. Σε εποχή που είχε πλέον επιβληθεί ο χριστιανισμός, ένας φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια συνέκρινε τον Απολλώνιο με τον Ιησού.
Όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81-96) εκδίωξε όλους τους φιλόσοφους και αστρονόμους από τη Ρώμη, ο Επίκτητος αναχώρησε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Η πόλη είχε ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωής και αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους. Εκεί ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας και άρχισε να διδάσκει. Η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα στενά όρια της Ηπείρου και της ρωμαϊκής Αχαΐας. Οι μαθητές του κατάγονταν από διάφορους τόπους της Μεσογείου.
Αν και Ρωμαίος, ο Μουσώνιος Ρούφος δίδασκε στα ελληνικά. Ο Επίκτητος τον ακολούθησε σε πολλά σημεία: έμεινε πιστός στις βασικές θέσεις της στωικής ηθικής, πίστευε στη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, δίδασκε στα ελληνικά. Όπως παλαιότερα ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων και ο κυνικός Διογένης, έτσι και ο Επίκτητος θεώρησε ότι έργο του φιλοσόφου δεν είναι η καταγραφή θεωριών αλλά η προσωπική επαφή και η ανθρώπινη σχέση με όσους επιθυμούν να μάθουν και να βελτιωθούν. Την προφορική διδασκαλία του διέσωσε ο Αρριανός, στον οποίο χρωστούμε επίσης την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου (Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις). Ο Αρριανός, που καταγόταν από τη Βιθυνία και ήρθε στη Νικόπολη για να μαθητεύσει, εντυπωσιάστηκε από τον Επίκτητο και κατέγραψε τα λόγια του σε οκτώ βιβλία (Διατριβαί), από τα οποία σώζονται τα μισά. Αργότερα έκανε μια επιτομή του έργου (Ἐγχειρίδιον) για τη διευκόλυνση των αναγνωστών (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 266-267]).
Ο Επίκτητος δεν διέθετε εκτενή παιδεία. Γνώριζε βεβαίως τον Όμηρο και κάποιους τραγικούς ποιητές, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα -αυτοί εξάλλου παρουσίαζαν τη μορφή του αγαπημένου του Σωκράτη- και φυσικά τους στωικούς, ιδίως τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο. Αλλά μέριμνά του δεν ήταν η εξήγηση των προγενεστέρων. Ήταν η ίδια η ζωή και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ζει κανείς ανεπηρέαστος από τις μεταπτώσεις της τύχης, ελεύθερος και ευτυχισμένος.
Ο Επίκτητος προειδοποιούσε τους μαθητές του για τους κινδύνους της λογιότητας, ρωτώντας ρητορικά τον εαυτό του:
Αν θαυμάζω την ίδια την ικανότητα της ερμηνείας αυτή καθαυτή, δεν έχω γίνει, αντί για φιλόσοφος, φιλόλογος, με τη διαφορά ότι αντί για τον Όμηρο εγώ εξηγώ τον Χρύσιππο;
Ταυτόχρονα ο πρώην δούλος προέτρεπε τους πολιτικά ελεύθερους μαθητές στην ουσιαστική ελευθερία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 13.3 [σ. 229-230):
Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, ας μην επιθυμεί και ας μην αποφεύγει πράγματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων. Αλλιώς θα είναι δούλος εκείνων.
Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή
Ο αυτοκράτορας Νέρων (54-68) ήταν θαυμαστής των ελληνικών τεχνών. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις σχέσεις των Ελλήνων με τη Ρώμη αλλά και να δοξαστεί ο ίδιος, επισκέφθηκε την Αχαΐα, την επαρχία που περιλάμβανε και την Αθήνα. Μια από τις σημαντικότερες εντολές του ήταν να διορυχθεί ο Ισθμός της Κορίνθου: πρώτος αυτός έσκαψε τη γη με αξίνα και μετέφερε στους ώμους του ένα κοφίνι με χώμα. Στη διάρκεια της παραμονής του πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες. Για να το πετύχει, διέταξε να πραγματοποιηθούν την ίδια χρονιά ακόμη και αυτοί που τελούνταν σε διαφορετικά έτη και καθιέρωσε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ολυμπία. Τραγούδησε επίσης σε παραστάσεις τραγωδίας. Σε πολλά μέρη εμφανίστηκε ως ηνίοχος. Σε όλες τις περιπτώσεις αναδείχθηκε νικητής. Αναχωρώντας, για να εκφράσει την ικανοποίησή του, απέδωσε σε όλη την επαρχία την ελευθερία της, αναγγέλλοντας ο ίδιος την ευεργεσία του στην εορτή των Ισθμίων. (Επρόκειτο ασφαλώς για μια συμβολική διακήρυξη, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.) Μόνο στα Ελευσίνια μυστήρια δεν τόλμησε να προσέλθει, καθώς αποκλείονταν οι ανθρωποκτόνοι και αυτός είχε δολοφονήσει, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του. Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, που κατέγραψε με βαθιά περιφρόνηση τις λεπτομέρειες, σημειώνει πάντως ότι ο αυτοκράτορας είχε και τους θαυμαστές του. Υπήρχαν άνθρωποι που μετά τον θάνατό του στόλιζαν τον τάφο του με λουλούδια για πολύ καιρό. Μολονότι οι συγκλητικοί τον απεχθάνονταν, ορισμένες επαρχίες κράτησαν από αυτόν μια καλή ανάμνηση. Ορισμένοι τον περίμεναν να ξαναζωντανέψει και να επιστρέψει (Παπαγγελής κεφ. 10.5 [σ. 156-159]).
Λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Νέρων, είχε φτάσει στην Αθήνα ένας εξελληνισμένος Ιουδαίος που τον έλεγαν Παύλο. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, βρήκε την πόλη γεμάτη με αγάλματα θεών και την αγορά πρόθυμη για συζητήσεις. Έτσι, δεν παρέμεινε μόνο στη συναγωγή όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι, αλλά συνομίλησε με επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι μιλούσε για ξένα δαιμόνια, και αυτό προκάλεσε ενδιαφέρον. Οι Αθηναίοι έδιναν την εντύπωση ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν καιρό για τίποτε άλλο όσο για συζητήσεις γύρω από καινούριες ιδέες. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο και άρχισε να διδάσκει για έναν Θεό δημιουργό του κόσμου και για έναν Κριτή της οικουμένης.
Ο Παύλος είχε φτάσει στην Αθήνα από τη Μακεδονία, διασχίζοντας τη Μικρά Ασία και περνώντας από τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, αλλά μόνο στην Κόρινθο φαίνεται ότι σημείωσε κάποια επιτυχία. Η πόλη είχε ανοικοδομηθεί μόλις εκατό χρόνια νωρίτερα, και η πλειονότητα των κατοίκων της είχαν έρθει από διάφορα άλλα μέρη. Πολλοί ήταν εξελληνισμένοι Ρωμαίοι. Στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο Κριτής για τον οποίο μιλούσε ο Παύλος αποκαλείται ἄμπελος ἀληθινή και έτσι όλοι οι Έλληνες θα κατανοούσαν ότι επρόκειτο για έναν νέο Διόνυσο, μυστηριακό και απελευθερωτικό. Αλλά ο Παύλος προτίμησε να κηρύξει το ευαγγέλιο του Ιησού με λόγια που γνώριζε ότι θα ήταν σκάνδαλον για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες: επέμενε έτσι να διδάσκει για ἐσταυρωμένον Χριστόν, δηλαδή Μεσσία, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι Αθηναίοι έφυγαν γρήγορα, οι περισσότεροι χλευάζοντας.
Οι χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν αυτοί που αποδέχθηκαν τη διδασκαλία, δεν είχαν διάθεση να συγκρουστούν με τις αρχές, τοπικές ή ρωμαϊκές. Ήταν ωστόσο βέβαιοι ότι η επερχόμενη κρίση θα έθετε τέρμα όχι μόνο στην εξουσία των Ρωμαίων αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Ορισμένοι, όπως ο Ιωάννης που έγραψε την Αποκάλυψη, οραματίστηκαν τους βασιλείς της γης (προφανώς και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα) να κλαίνε και να θρηνούν. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα, δηλαδή η Ρώμη, θα χανόταν σύντομα, διότι οι έμποροί της ήταν μεγιστάνες της γης και διότι τα μάγια της είχαν πλανέψει όλα τα έθνη. Υπήρχε ωστόσο χρόνος για μεταμέλεια και σωτηρία.
Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκαν μικρές ομάδες πιστών σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας. Μια από τις δυναμικότερες βρισκόταν στην ίδια τη Ρώμη, όπου συνέρρεαν όλα τα «φοβερά» και «επαίσχυντα» και γίνονταν του συρμού, όπως παρατηρεί ο Τάκιτος. Η χριστιανική κοινότητα περιλάμβανε μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, δούλους και απελεύθερους του αυτοκράτορα, επίσης τεχνίτες και ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, πένητες και ευπόρους. Μόνο η υψηλή αριστοκρατία παρέμενε παντελώς ασυγκίνητη, όπως επίσης ασυγκίνητοι παρέμειναν και οι ταπεινοί δούλοι, που δεν έβλεπαν στη νέα θρησκεία μια απελευθερωτική δύναμη.
Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν συχνά εχθρικές προς τη νέα διδαχή. Ο χριστιανισμός δεν ήταν μια ακόμη λατρεία που μπορούσε να προστεθεί στο πολυθεϊστικό και ανεκτικό θρησκευτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Πρέσβευε έναν αδιάλλακτο μονοθεϊσμό και απέκλειε κάθε άλλη μορφή λατρείας. Με πείσμα και πάθος καταδίκαζε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών ως ειδωλολατρία και δεισιδαιμονία. Δεν επέτρεπε στους πιστούς να συμμετέχουν στις εορτές και τις καθιερωμένες θυσίες, να στεφανώνουν με άνθη τα αγάλματα των θεών ή να στεφανώνονται οι ίδιοι, όπως συνηθιζόταν.
Όταν το 64 ξέσπασε στη Ρώμη μια μεγάλη και καταστρεπτική πυρκαγιά. Όπως εξηγεί ο Τάκιτος, οι χριστιανοί ήταν ήδη μισητοί για τις αχρειότητές τους. Πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, όχι απλώς για την πυρκαγιά, αλλά και για «το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος». Ο ιστορικός εννοούσε, προφανώς, το μίσος τους για τις κοινές δοξασίες των πολλών. Ως Ρωμαίος πολίτης, ο ίδιος ο Παύλος είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να δικαστεί, επειδή με τη διδασκαλία του δίχαζε τον ιουδαϊκό λαό και διατάρασσε την κοινωνική τάξη.
Το 66 ξέσπασε στην Ιουδαία μια τρομερή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων και έγινε φανερό τι φοβούνταν οι ιουδαϊκές αρχές που είχαν παραδώσει τον Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο, τον τοπικό έπαρχο. Ο πόλεμος που ακολούθησε ήταν τόσο σφοδρός και διεξήχθη με τέτοιο πείσμα, ώστε χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να κατασταλεί, και άλλα τρία για να εξαλειφθεί τελείως. Ο στρατηγός Βεσπασιανός, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας (69-79), κινητοποίησε 60.000 άνδρες, και ο γιος του Τίτος, που έγινε επίσης αυτοκράτορας (79-81), ακόμη περισσότερους. Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που αφηγήθηκε στα ελληνικά την ιστορία του πολέμου όταν πια είχε καταστεί Ρωμαίος πολίτης, ισχυρίζεται, ασφαλώς με κάποια υπερβολή, ότι ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων που πιάστηκαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έφτασε τις 97.000 και όσων αφανίστηκαν, μόνο κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, το 1.100.000. Πολλοί από τους αιχμαλώτους στάλθηκαν στον Ισθμό για να εργαστούν στη διώρυγα.
Η συντριβή του παλαιστινιακού ιουδαϊσμού έδωσε νέα ορμή στις χριστιανικές κοινότητες. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πυρπόληση και κατεδάφιση του Ναού ως θεοδικία για τη σταύρωση και την άρνηση των Ιουδαίων να δεχτούν τον απεσταλμένο του Θεού. Στράφηκαν έτσι συστηματικότερα προς τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι περισσότεροι άλλωστε μιλούσαν ελληνικά και εργάζονταν για τη θεμελίωση μιας νέας θρησκείας.
Ο Δίων από την Προύσα, γνωστός ως Χρυσόστομος, Έλληνας ρήτορας και στοχαστής, πέρασε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του ταξιδεύοντας (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 255-256]). Παρά τις καλές του σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, δυσαρέστησε τον αυτοκράτορα Δομιτιανό και εξορίστηκε, όχι μόνο από την Ιταλία αλλά και από τον τόπο καταγωγής του, τη Βιθυνία. Περιπλανώμενος σε μέρη που δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής του, διδάχτηκε από βαρβάρους και αγρότες. Έμαθε τον κόσμο καλά και ακόνισε την κριτική του σκέψη. Προβληματίστηκε πάνω στην κοινωνική τάξη και την κοινωνική ιεραρχία και αμφισβήτησε πολλές από τις πολιτισμικές αξίες που άλλοι θεωρούσαν δεδομένες. Η ριζοσπαστική του προδιάθεση τον οδήγησε σε στάσεις ζωής αρκετά ακραίες και κάποτε ανατρεπτικές. Ένα από τα ταξίδια του τον κατηύθυνε στο κέντρο της Ελλάδας, όπως του φάνηκε. Από τον τόπο όπου βρέθηκε είδε ολόκληρο τον κόσμο, όπως κοιτά κανείς μια πλούσια θέα μέσα από μικρό παράθυρο. Για να καταγράψει τις σκέψεις του συνέθεσε ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο.
Με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο, διάφοροι μορφωμένοι άνδρες επισκέπτονταν την Αθήνα, που παρέμενε για την Ελλάδα κέντρο γεωγραφικό και συνάμα μορφωτικό. Ανατρεπτικός καθώς ήταν, ο Δίων χαρακτήρισε κέντρο ένα ξεχασμένο νησί που δεν διέθετε φιλοσοφικές σχολές. Άλλωστε, στα Κοίλα της νότιας Εύβοιας, στα στενά του Καφηρέα, όπου τον έριξε η μοίρα, σπάνια μετέβαινε κάποιος οικειοθελώς. Ο Δίων έφτασε ως ναυαγός.
Τύχη αγαθή διασταύρωσε τα βήματά του με τα βήματα ενός κυνηγού. Στο σπίτι του βρήκε καταφύγιο, όσο χρειαζόταν για να συνέλθει. Ανηφορίζοντας με τον ξεναγό του από την παραλία στο ύψωμα, όπου βρίσκονταν οι καλύβες της φιλοξενίας, πρόλαβε να συζητήσει και να προβληματιστεί.
Τα ελληνικά νησιά είναι κάποτε ένας ολόκληρος κόσμος. Αποκομμένα από τις άλλες στεριές, αναπαράγουν σε μικρογραφία όλες τις βασικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Όπως στους άλλους τόπους όπου κατοικούσαν Έλληνες και Ρωμαίοι, στη νότια Εύβοια μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ξεχώριζε τους κατοίκους της πόλης από τους κατοίκους των χωριών. Η πόλη ήταν το κέντρο της διοίκησης και του πολιτισμού. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι, γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Μια αξιοπρεπής πόλη προστατευόταν από γερό τείχος και πύργους. Μέσα στο τείχος ήταν συγκεντρωμένα πολλά και μεγάλα σπίτια. Καθώς ήταν συχνά παραλιακή, μια πόλη διέθετε λιμάνι για τα πλοία. Στην αγορά συγκεντρωνόταν το πλήθος για το καθημερινό εμπόριο και την ανταλλαγή πληροφοριών. Το θέατρο ήταν τόπος διασκέδασης αλλά και συνεδρίασης. Συναθροισμένοι εκεί οι πολίτες άκουγαν τους ρήτορες και ψήφιζαν για τα τοπικά ζητήματα που τους αφορούσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς διέθεταν γη, άλλοι κοντά και άλλοι μακριά από την πόλη. Βασική τους μέριμνα ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων και η εκτροφή ζώων. Αρκετοί ήταν τεχνίτες και έμποροι.
Το χωριό ήταν μια παραγωγική μονάδα. Τα σπίτια ήταν μικρά, το εμπόριο περιορισμένο. Από το χωριό όμως αγόραζε η πόλη τα βασικά είδη διατροφής. Μέρος των κερδών επέστρεφε στην πόλη με τη μορφή ενοικίων και φόρων. Χωριό και πόλη διατηρούσαν την επαφή τους κυρίως με την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό που τα χώριζε ήταν πρωτίστως ο πολιτισμός.
Ο κυνηγός που φιλοξένησε τον Δίωνα ήταν και αυτός ένα είδος ναυαγού, αλλά της στεριάς. Ο πατέρας του έβοσκε τα βόδια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Όταν ο γαιοκτήμονας πέθανε και η περιουσία του δημεύτηκε -οι φήμες έλεγαν ότι τον ξέκανε ο αυτοκράτορας για να την ιδιοποιηθεί-, δύο οικογένειες εργατών βρέθηκαν απλήρωτοι και άνεργοι. Αντί να συνωστιστούν στην αφιλόξενη πόλη ή να εγκατασταθούν άκληροι στο χωριό, επέλεξαν να παραμείνουν με τα παιδιά τους στα βουνά και τους λόγγους, εκεί όπου άλλοτε φρόντιζαν τα ξένα κοπάδια. Έκτισαν καλύβες, καλλιέργησαν ένα μικρό κομμάτι γης και εξέθρεψαν λίγα δικά τους ζωντανά. Με την επιλογή τους εκείνη βρέθηκαν έξω από τις οργανωμένες κοινότητες: ξωμάχοι και ερημίτες.
Αλλά το χρήμα είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη. Οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν την ύπαρξη των ερημιτών, αναζητώντας τους διαφεύγοντες φόρους. Δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν τη δωρεάν εκμετάλλευση δημόσιας γης. Για να υπερασπιστεί τη θέση του, ο κυνηγός αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην πόλη ως υπόδικος. Η επίσκεψη ήταν απρόσμενη, βίαιη και διδακτική.
Ο κυνηγός βρέθηκε στην πόλη ως απόλυτα ξένος. Δεν ήξερε τίποτε από τείχη, δημόσια κτίρια, ψηλά σπίτια ή ανθρώπινο συνωστισμό. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει δίκη - μολονότι μπορούσε να υποπτευτεί τι σημαίνει καταδίκη. Δικαζόμενος, βίωσε την παρουσία του στο θέατρο της πόλης ως θέαμα. Βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπως ο ηθοποιός. Οι δικαστές τριγύρω του ωρύονταν ως ανικανοποίητοι θεατές που διψούσαν περισσότερο για αίμα παρά για απονομή δικαιοσύνης. Για καλή του τύχη, βρήκε πειστικούς προστάτες - ανάμεσά τους έναν άνθρωπο τον οποίο είχε άλλοτε περιθάλψει με καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Έτσι διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο, ξέφυγε από τον πολιτισμό και επέστρεψε στις καλύβες του. Από τα πολλά που είχε μάθει, ένα συγκράτησε περισσότερο: προτιμούσε τη ζωή του ερημίτη. Ο πολιτισμός της πόλης δεν τον είχε κερδίσει.
Η αναχώρηση του Δίωνα ήταν τόσο βίαιη όσο και η άφιξή του. Ο κόσμος που τον ανέμενε παρέμενε περίπλοκος, απαιτητικός, μοχθηρός και υποκριτικός. Ο Δίων συλλογίστηκε τους γάμους στις πόλεις με τις προξενήτρες, τις έρευνες για την περιουσία και το γένος των μελλονύμφων, τις προίκες και τα έδνα, τις υποσχέσεις και τις απάτες, τα ομόλογα και τα συμφωνητικά, τις λοιδορίες και τις απέχθειες (ακόμη και την ώρα του γάμου).
Η ερωτική ζωή στις πόλεις ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χειρότερη. Ο Δίων συλλογίστηκε την πορνεία. Κανένας σοφός στην εποχή του δεν είχε βρει την ευκαιρία ή τη βούληση να ψέξει, όπως αυτός, όχι μόνο τον πορνοβοσκό αλλά και τον πελάτη του. Με λόγια απλά και κοφτά αυτός καυτηρίασε τους ανέραστους έρωτες, την αιχμαλωσία και το εμπόριο σωμάτων γυναικών και παιδιών, τα ρυπαρά οικήματα, την άσκοπη και άκαρπη συμπλοκή των σωμάτων που δεν οδηγεί στη γέννηση αλλά στη φθορά, την υποβολή ανθρώπων που αισχύνονται σε έργα αναίσχυντα, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι λυσσασμένοι και οι ακόλαστοι. Επρόκειτο για ένα ακόμη σύμπτωμα της μαζικής υποδούλωσης απροστάτευτων αμάχων.
Ο Δίων αναπόλησε τη μικρή κοινότητα των κυνηγών. Τι καλά που θα ήταν αν ο πολιτισμός των πόλεων μπορούσε να διδαχτεί κάτι από αυτή την απλότητα και αγνότητα της ζωής στην απόμερη γωνιά ενός μισοξεχασμένου νησιού!
Ο Πλίνιος ο νεότερος ήταν διοικητής στην επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117). Γύρω στο 112 ανέλαβε να δικάσει χριστιανούς της επαρχίας του. Επειδή δεν γνώριζε τις μεθόδους και τα όρια που έπρεπε να τηρήσει στην ανάκριση ή την τιμωρία τους, απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα. Αγνοούσε εάν όφειλε να καταδικάσει κάποιον μόνο για τη χριστιανική του ιδιότητα ή για εγκλήματα που ενδεχομένως είχε διαπράξει. Εκείνο που γνώριζε ήταν ότι πολλοί στην επαρχία του κατηγορούσαν τους χριστιανούς - κυκλοφορούσε μάλιστα ένα ανώνυμο φυλλάδιο με πολλά ονόματα. Από τις ανακρίσεις του είχε διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε έγκλημα παρά μόνο κοινή θρησκευτική λατρεία μια συγκεκριμένη ημέρα (προφανώς Κυριακή), πριν από το χάραμα, όπου οι συναθροισμένοι έψελναν ύμνους στον Χριστό «σαν να ήταν θεός». Μετά χωρίζονταν και ξαναβρίσκονταν αργότερα για να φάνε μαζί ένα απλό και λιτό γεύμα. Στη θρησκευτική αυτή κοινότητα συμμετείχαν, όπως διαπίστωσε, άτομα κάθε ηλικίας, τάξης και φύλου, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά. Από την άρνησή τους να πάρουν μέρος στις θυσίες, οι ναοί είχαν ερημώσει και οι εορτασμοί είχαν διακοπεί. Αλλά ο αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση επανέφερε τη θρησκευτική τάξη.
Ο Τραϊανός απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί γενικός νόμος σε τέτοιου είδους θέματα. Τους χριστιανούς δεν έπρεπε να τους αναζητούν οι αρχές, αλλά να τους δικάζουν και να τους τιμωρούν μόνο εάν προσάγονταν από ιδιώτες σε δίκη και κρίνονταν ένοχοι. Επίσης τα ανώνυμα φυλλάδια δεν έπρεπε να γίνονται αποδεκτά. Η δικαιοσύνη απαιτούσε μόνο επώνυμες καταγγελίες. Οι αυτοκρατορικές αρχές είχαν αρχίσει να παίρνουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα θρησκεία. Την έβλεπαν να αποκτά οπαδούς αλλά και να προκαλεί πολλές εχθρότητες. Δεν ήξεραν πώς ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αντιλαμβάνονταν ωστόσο ότι δεν μπορούσαν πλέον να αδιαφορούν.
Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138) ήταν μεγάλος φιλέλληνας, με φιλολογικές σπουδές στα λατινικά και τα ελληνικά. Είχε μάλιστα και τις προσωπικές του προτιμήσεις, εφόσον στη θέση του Ομήρου έβαζε τον ποιητή Αντίμαχο (τον οποίο πάντως ορισμένοι Αλεξανδρινοί γραμματικοί τοποθετούσαν δεύτερο μετά τον Όμηρο στην επική ποίηση). Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Αδριανός έγινε δεκτός στα μυστήρια. Σε άλλη του επίσκεψη διέταξε να ολοκληρωθεί ο ημιτελής ναός του Ολυμπίου Διός, στον οποίο τοποθέτησε και τον δικό του ανδριάντα. Προήδρευσε στον εορτασμό των Διονυσίων και έλαβε τον τίτλο του επώνυμου άρχοντα. Ευνόησε την Αθήνα με πολλούς τρόπους, εφόσον την προμήθευσε με σιτάρι και έθεσε όρια στη φορολογία που επιτρεπόταν να της επιβληθεί. Οι αναμνήσεις από τη ζωή του ήταν ακόμη ζωντανές όταν ένας Ρωμαίος αριστοκράτης από τη Βιθυνία με ελληνικές καταβολές, ο μεγάλος ιστορικός Δίων Κάσσιος, συνέταξε στα ελληνικά την ιστορία του (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 267]).
Στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει πλήρως τους Ιουδαίους, ο Αδριανός απαγόρευσε την περιτομή, μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και ανέγειρε στη θέση του πυρπολημένου Ναού ένα ιερό αφιερωμένο στον Δία. Προκάλεσε έτσι γύρω στο 132 μια νέα βίαιη εξέγερση, αυτή τη φορά όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε άλλες επαρχίες. Σε αυτή μάλιστα προσχώρησαν διάφορα άλλα έθνη που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Για την καταστολή της χρειάστηκε να σφαγιαστούν 580.000 άνθρωποι, πέρα από όσους πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις πυρκαγιές. Οι Ιουδαίοι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν τελείως από την κοιτίδα τους.
Ο Περεγρίνος καταγόταν από το Πάριο, ελληνική πόλη του Ελλησπόντου. Κατηγορήθηκε για πατροκτονία και εγκατέλειψε την πατρίδα του, αναζητώντας την τύχη του στην Παλαιστίνη. Εκεί προσχώρησε στον χριστιανισμό και αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Όταν φυλακίστηκε, η κοινότητα του συμπαραστάθηκε με κάθε δυνατό μέσο. Μετά την αποφυλάκισή του, πάντως, δεν έδειξε τον σεβασμό που όφειλε στα χριστιανικά ήθη (ίσως έφαγε από τα απαγορευμένα εἰδωλόθυτα, τα κρέατα που θυσιάζονταν στους θεούς) και αποβλήθηκε από την κοινότητα. Σπούδασε στην Αίγυπτο και πήγε στη Ρώμη, όπου άρχισε να καταφέρεται εναντίον των αρχών και ιδιαιτέρως εναντίον του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161). Στο τέλος εκδιώχθηκε και κατέφυγε στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τα αντιρωμαϊκά του κηρύγματα και προτρέποντας τους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στράφηκε με πάθος εναντίον του Ηρώδη του Αττικού, που διέθετε τεράστιο κύρος, και κινδύνεψε από το οργισμένο πλήθος. Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε στην Αθήνα, όπου απέκτησε αρκετούς μαθητές. Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες προανήγγειλε ότι θα πυρποληθεί για να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον φόβο του θανάτου. Πράγματι, το 161 ρίχτηκε στην πυρά, κρατώντας δάδα και επικαλούμενος τους μητρώους και πατρώους δαίμονες να τον δεχτούν ευμενώς. Τα πλήθη παρατηρούσαν εκστατικά.
Η περίεργη και ακατανόητη αυτή διαδρομή αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ούτε ο Λουκιανός, που αφηγήθηκε την ιστορία, κατάφερε να βγάλει πολύ νόημα. Θεώρησε ως κίνητρο τη φιλοχρηματία και τη ματαιοδοξία και ειρωνεύτηκε όλες τις πράξεις και τα λόγια του Περεγρίνου.
Αλλά ο Περεγρίνος ενδέχεται να αντιπροσωπεύει την εποχή του περισσότερο από όσο αφήνουν να διαφανεί οι επιθέσεις εναντίον του. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευκολία με την οποία μετακινήθηκε μεταξύ ακραίων εκδοχών θρησκείας και φιλοσοφίας. Στην ασκητική προδιάθεσή του ο Περεγρίνος προσέδωσε και μια έντονα αντιρωμαΐκή διάσταση. Την εποχή εκείνη άλλωστε ξέσπασε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας μια εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων, που σημαίνει ότι ο Περεγρίνος δεν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τα αισθήματα του ακροατηρίου του. Η εξέγερση πάντως εκείνη κατεστάλη εύκολα από τον Αντωνίνο.
Ας βρούμε τα σημάδια που αποκαλύπτουν κατάλληλα την ψυχή του καθενός
Στις ρητορικές σχολές της Ρόδου και της Μικράς Ασίας αναπτύχθηκε σταδιακά ένα εξεζητημένο ύφος γραφής, που βασιζόταν στην ελληνιστική κοινή αλλά τη διακοσμούσε με περίτεχνα σχήματα λόγου. Η σαφήνεια και η λιτότητα των Αττικών ρητόρων εγκαταλείφθηκε. Μακρές αλλά ισοζυγισμένες προτάσεις με ηθελημένες παρηχήσεις και περιττά επίθετα σχεδόν νανούριζαν τον ακροατή, προσφέροντας ηδυπαθή χαλάρωση. Η παλαιά ποικιλομορφία του τόνου χάθηκε προς όφελος ενός ρυθμικού συντονισμού με τη συγκίνηση. Το πάθος εξάρθηκε. Ένας κυματιζόμενος και ανθηρός λόγος, κατάλληλος για ανάγνωση ή αισθητική ακρόαση, πήρε τη θέση της λεκτικής αμεσότητας στο δικαστήριο ή την Εκκλησία του Δήμου.
Η αντίδραση προήλθε από κύκλους λογίων που ένιωσαν νοσταλγία για την αττική διάλεκτο και τον επιδέξιο χειρισμό της από τον Λυσία ή τον Δημοσθένη. Η νέα τάση επιστροφής στο παρελθόν ονομάστηκε Αττικισμός, και ο άλλοτε νωχελικός και άλλοτε εμφορούμενος από πάθος αντίπαλός της χαρακτηρίστηκε Ασιανισμός, αφού είχε αναπτυχθεί στην Ασία και ίσως ταίριαζε καλύτερα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Ανατολής.
Ο Αττικισμός χαρακτηρίζεται συχνά ως βίαιη προσπάθεια παρεμπόδισης της φυσικής εξέλιξης στη γλώσσα (Χριστίδης κεφ. 11.3 [σ. 191-192]). Ωστόσο, ήδη από τον Όμηρο, η αρχαιότητα διέθετε λογοτεχνικές διαλέκτους, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αποκομμένες από τη φυσική ομιλία. Οι διάλεκτοι αυτές συνόδευαν συγκεκριμένα γραμματειακά είδη και μετασχηματίζονταν με τρόπους διαφορετικούς από την αβίαστη εξέλιξη των φυσικών γλωσσών.
Ο Αττικισμός εμφανίστηκε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. ως φαινόμενο γλωσσικό και υφολογικό (Κακριδής 5.5.Α [σ. 248-250]). Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ένας ιστορικός και οξυδερκής κριτικός της λογοτεχνίας που έζησε την περίοδο του Αυγούστου, είναι ο παλαιότερος γνωστός εκφραστής αυτής της τάσης. Επειδή όμως η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη και τις αξιολογήσεις, από τα σπλάχνα του Αττικισμού γεννήθηκε ένα κίνημα εγγράμματης παιδείας που είχε ως πρότυπο την αθηναϊκή πεζογραφία του 5ου και του 4ου αιώνα, δηλαδή της εποχής που ονομάστηκε κλασική. Το κίνημα αυτό έμεινε γνωστό ως Δεύτερη Σοφιστική και είχε πολλούς και ποικίλους εκπροσώπους κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Η θεματολογία και τα ειδικά ενδιαφέροντα των ιδιαίτερα καλλιεργημένων αυτών ανθρώπων διέφεραν πολύ, και τα έργα τους κυμαίνονταν από τη φιλοσοφική εμβρίθεια έως την πλέον ασπόνδυλη ευρυμάθεια. Όλοι τους όμως συμμερίζονταν την αγάπη για την αρχαία γραμματεία και όλοι τους θαύμαζαν το ύφος του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Δημοσθένη. Άλλοι ήθελαν απλώς να διδαχτούν, άλλοι προσπαθούσαν επίσης να μιμηθούν. Ορισμένοι πέτυχαν την πρωτοτυπία που συνεπάγεται η επιρροή όταν συνδυάζεται με αυθεντική αίσθηση του παρόντος. Ο 2ος αιώνας μ.Χ. απείχε πολύ, και όχι μόνο χρονικά, από την κλασική εποχή. Εκτός από τις εξαιρετικά διαφορετικές πολιτικές συνθήκες (οικουμενική αυτοκρατορία έναντι αυτόνομης πόλης, σταθερή μοναρχία έναντι μεταβαλλόμενης δημοκρατίας), απουσίαζε πλέον και ο πόλεμος. Με λίγες αλλά σημαντικές εξαιρέσεις, η περίοδος στην οποία άνθισε η Δεύτερη Σοφιστική υπήρξε εποχή ειρήνης για αρκετές επαρχίες.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του 2ου αιώνα (Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος Ευσεβής, Μάρκος Αυρήλιος) υπήρξαν φιλέλληνες και καλλιεργημένοι. Ενθάρρυναν με τα λόγια και στήριξαν με τα έργα τους την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, ιδίως της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα κοσμήθηκε με πολυτελή οικοδομήματα που είχε να δει από την εποχή του Περικλή. Με απόφαση του Μάρκου Αυρήλιου, το 176 ιδρύθηκαν στην πόλη τέσσερις έδρες φιλοσοφίας για να εκπροσωπούνται επίσημα οι σπουδαιότερες τάσεις (πλατωνική, περιπατητική, επικούρεια και στωική). Το μέτρο αποσκοπούσε στην οικονομική ενίσχυση και θεσμική κατοχύρωση σχολών που λειτουργούσαν ήδη από αιώνες. Σχετική ειρήνη και πολιτική βούληση συνεργάστηκαν για την πολιτιστική παραγωγή του 2ου αιώνα.
Ο Πλούταρχος (περ. 50-120) γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (Κακριδής 5.5.Β [σ. 251-253]). Καταγόταν από εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια, σπούδασε στην πλατωνική Ακαδημία και ταξίδεψε μέχρι την Ασία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Κάποια διαστήματα μάλιστα διέμεινε στη Ρώμη, όπου και έδωσε διαλέξεις, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του υπήρξε ιερέας του μαντείου των Δελφών. Πάντοτε ήταν ευσεβής. Μεγάλες ψυχικές διακυμάνσεις, αμφιβολίες ή μεταστροφές δεν χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία του.
Ο Πλούταρχος αποτελεί υποδειγματική περίπτωση ευρυμαθούς και πολυγραφότατου άνδρα, που συνδυάζει τη ρητορική ευφράδεια με τη φιλοσοφική παιδεία, τις ιστορικές γνώσεις με την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και τις υψηλές γνωριμίες με την πολιτική δράση στον περιορισμένο ορίζοντα της πατρίδας του. Αν και θεωρούσε ότι οι Ρωμαίοι είχαν στερήσει την ελευθερία από τις ελληνικές πόλεις, είχε ωστόσο καλές σχέσεις με την εξουσία τους και μάλιστα συνέβαλε σημαντικά ώστε να φανούν οι γραμμές συνέχειας ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή αντίληψη του κόσμου. Του απονεμήθηκε άλλωστε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Κύριο μέλημά του στάθηκε η ηθική διαπαιδαγώγηση των συγχρόνων του.
Τα έργα του χωρίζονται σε πολυάριθμες φιλοσοφικοϊστορικές πραγματείες ή διάλογους (που αποκαλούνται Ηθικά) και σε βιογραφίες σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας και της Ρώμης. Κατά τη συγγραφή των βιογραφιών στόχος του δεν ήταν ούτε η πληρότητα στην παρουσίαση των δεδομένων ούτε η πλήρης ένταξη των προσώπων στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Όπως δηλώνει ο ίδιος, τον ενδιέφερε η ανάδειξη του ἤθους, της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας καθενός προσώπου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τον αναγνώστη. Ο Πλούταρχος προτιμούσε να αφηγηθεί εκτενώς ένα επουσιώδες συμβάν στη ζωή του ήρωά του, αν αυτό διέθετε συμβολική και ηθικοδιδακτική αξία, παρά να καταγράψει με αντικειμενική αμεροληψία όλες τις πράξεις του βίου του. Η μεγάλη πρωτοτυπία του όμως συνίσταται στην απόφασή του να παρουσιάσει τα ήθη των περισσότερων ηρώων του κατά ζεύγη, έτσι ώστε ένας Έλληνας να βρίσκει τον ομόλογό του σε έναν νεότερο Ρωμαίο. Με αυτή την ευφυή μέθοδο αντίστιξης ανέδειξε τον παραλληλισμό μεταξύ Ελλάδας και Ρώμης στις πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές και ιδίως στο πολιτικό ήθος. Ταυτόχρονα προώθησε τη λατρεία της σημαντικής προσωπικότητας που ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής.
Ο Πλούταρχος δεν είχε μιμητές στη συγγραφή παράλληλων βίων. Η βιογραφία όμως γνώρισε μεγάλη δόξα. Ο Φιλόστρατος (περ. 170-250), που πρώτος διέκρινε την Αρχαία από τη Δεύτερη Σοφιστική, παρουσίασε ένα έργο με βιογραφίες σημαντικών εκπροσώπων και των δύο τάσεων καθώς και έναν μυθιστορηματικό βίο του Απολλώνιου Τυανέα (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 261-262]). Αργότερα ο Διογένης Λαέρτιος (3ος-4ος αιώνας) και ο Ευνάπιος (4ος αιώνας) έκαναν το ίδιο με παλαιότερους και νεότερους σοφιστές και φιλοσόφους (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 275-276]). Συχνά το ενδιαφέρον τους, όπως και του Φιλόστρατου, είλκυαν περισσότερο οι πεποιθήσεις των βιογραφουμένων προσώπων παρά οι λεπτομέρειες του βίου τους. Η ζωή και οι σκέψεις ήταν αξεδιάλυτα δεμένες στα μάτια τους. Τα έργα τους είναι περισσότερο δοξογραφικά παρά αμιγώς βιογραφικά. Ακόμη και ιστορικοί, όπως ο Σουητώνιος και ο Ηρωδιανός, επέλεξαν να γράψουν ιστορία δίνοντάς της τη μορφή αυτοκρατορικών βιογραφιών.
Ο Ηρώδης ο Αττικός (περ. 101-177), Έλληνας ρήτορας και πολιτικός με υψηλές διασυνδέσεις, διέθετε τεράστιο πλούτο και ευρεία παιδεία (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257]). (Ο Φιλόστρατος υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του.) Καταγόταν από μια πολύ επιφανή οικογένεια της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος ελληνικής καταγωγής Ρωμαίος πολίτης που κατόρθωσε να αποκτήσει το αξίωμα του υπάτου. Ύπατος έγινε και ο ίδιος. Ο Ηρώδης έφτασε να διαθέτει τόσο μεγάλη πολιτική ισχύ στην Αθήνα, ώστε κατηγορήθηκε για τυραννία. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180), που συνδεόταν φιλικά μαζί του, προσπάθησε να διασκεδάσει τις κατηγορίες και να δώσει τέλος στην αντιπαράθεση. Αιτία της δεν ήταν μόνο ο φθόνος, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του Ηρώδη. Μεγάλος ευεργέτης, έχοντας δαπανήσει τεράστια ποσά για οικοδομικά έργα σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί με σπουδαία πρόσωπα. Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα της αντιπαράθεσής του με δύο αδελφούς που είχαν από κοινού διοριστεί κυβερνήτες της ρωμαϊκής Αχαΐας, αλλά η σύγκρουσή του με έναν διάσημο Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο πρέπει να οφειλόταν σε διάσταση ιδεών. Γνωστή ήταν άλλωστε και η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο Περεγρίνος. Από τη ρητορική παραγωγή του σώζεται μόνο ένας αμφισβητούμενος λόγος Περὶ πολιτείας. Μαθητής του λέγεται ότι υπήρξε ο Αίλιος Αριστείδης (117-189), μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία της εποχής.
Η παρατήρηση του ουρανού και η εμπειρία των ονείρων είναι οι δύο πιο σημαντικές πηγές της θρησκευτικότητας. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Αριστοτέλης. Και δεν εννοούσε μόνο το δέος του νυχτερινού θόλου, αλλά επίσης τις εναρμόνιες -ημερήσιες, μηνιαίες, ετήσιες- μετατοπίσεις του Ήλιου και τις αυξομειώσεις της Σελήνης. Ούτε αναφερόταν απλώς στα ενύπνια. Αυτό που μάλλον τον παρακίνησε να θεωρήσει τον ύπνο ως προνομιακή δίοδο επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο ήταν η συνταρακτική εμπειρία των ιδιαίτερα συμβολικών ονείρων.
Στην ελληνική παράδοση πολλά συνεργούσαν σε μια τέτοια αντίληψη. Ήδη στον Όμηρο υπάρχουν θεόσταλτα όνειρα (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 9.2 [σ. 119-121]). Οι επικοί και τραγικοί ποιητές είχαν εκμεταλλευτεί δεόντως την προφητική σημασία τους για τους σκοπούς της δράσης. Κάποιοι θρησκευτικοί συγγραφείς και αλληγοριστές (όπως ο άγνωστος συγγραφέας ενός πρόσφατα δημοσιευμένου παπύρου που βρέθηκε στο Δερβένι, έξω από τη Θεσσαλονίκη) είχαν θεωρήσει ότι από όλες τις καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης η ονειρική αποτελεί την πιο εύκολη και διαδεδομένη οδό γνώσης των θεϊκών βουλών. Στα ιερά του Ασκληπιού μια συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας ήταν η ἐγκοίμησις: ο ασθενής πλάγιαζε μέσα στον ιερό χώρο, και στον ύπνο ο θεός τού παρείχε ίαση - κυριολεκτικά ή συμβολικά. Η ερμηνεία των ονείρων απασχολούσε πολύ και τους Ρωμαίους.
Ενώ τα όνειρα εκείνα που κατακλύζουν τον κοιμώμενο με μια αύρα ιερότητας είχαν γίνει αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης από τους εντεταλμένους ερμηνευτές των θεών, κανένας, όσο γνωρίζουμε, δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει καθημερινό ημερολόγιο των ενυπνίων του. Αυτά μέχρι την εποχή του Αίλιου Αριστείδη (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257-258]).
Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Μικρά Ασία, ο Αίλιος Αριστείδης μελέτησε και ταξίδεψε πολύ. Οι ρητορικές του ικανότητες ήταν εκπληκτικές και από νεαρή ηλικία γνώρισε τον απροσποίητο θαυμασμό των συγχρόνων του. Στα είκοσί του χρόνια έφτασε στη Ρώμη, όχι ως κάποιος τυχαίος που ψάχνει τον δρόμο του, αλλά ως ένας ήδη φτασμένος ρήτορας. Η υγεία του όμως ήταν εξαιρετικά ασταθής. Υπέφερε από κάθε είδους νόσημα. Όλα τους είχαν ψυχοσωματική προέλευση.
Στην προσπάθειά του να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Αίλιος Αριστείδης άρχισε να καταγράφει τα όνειρά του. Το εκτενέστατο αυτό έργο ονομάστηκε Ἱεροί λόγοι, γιατί περιλάμβανε συμβολικά συμβάντα των οποίων η πηγή πιστευόταν ότι βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη ψυχή. Στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ψυχικό δράμα ενός ανθρώπου, στον οποίο η ακόρεστη φιλοδοξία συγκρούεται με ένα εξίσου αφόρητο αίσθημα προσωπικής ενοχής.
Τελικά ο Αίλιος Αριστείδης κατόρθωσε να γιατρευτεί μόνος του. Την αυτοΐασή του την απέδωσε, όπως θα έκαναν πολλοί την εποχή του, στην επιτυχή εξιλέωση δαιμονικών δυνάμεων και στη συνδρομή των θεών. Αν δεν ήταν η πολύ επιτυχημένη υπεράσπιση της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας που επιχείρησε ο Αριστείδης στο πλαίσιο μιας φανταστικής αντιπαράθεσης με τον Πλάτωνα, πιθανόν δεν θα γνωρίζαμε το προσωπικό δράμα ενός μεγάλου Αττικιστή. Τα κείμενά του θα είχαν περιπέσει στην αφάνεια και θα είχαν πιθανότατα χαθεί. Το προσωπικό και ονειρικό δράμα του διασώθηκε επειδή ήταν έξοχος ρήτορας.
Τα όνειρα έχουν ανάγκη αποκρυπτογράφησης. Πολύ σπάνια μιλούν με κυριολεξίες. Τις περισσότερες φορές είναι σύμβολα που λειτουργούν με βάση τις αρχές της αναλογίας, της υποκατάστασης και της μετωνυμίας. Τη συστηματική ερμηνεία τους ανέλαβε ο Αρτεμίδωρος από τη Δάλδη στο πρώτο σωζόμενο έργο αρχαίας ονειροκριτικής (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 274]). Ενώ η μέθοδος του Αρτεμίδωρου διαφέρει πολύ από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική τάση, η αρχαία και η νεότερη ερμηνευτική συμφωνούν στη διάκριση του φαινομενικού από το βαθύ περιεχόμενο των ονείρων και στον εγγενή δυναμισμό των ψυχικών παραστάσεων, που μετασχηματίζονται σαν τον Πρωτέα. Όπως όλα τα φαινόμενα της ζωής, δεν υπάρχουν ποτέ δύο πανομοιότυπα όνειρα. Η αναγνώριση της ομοιότητας ή και ταυτότητας μέσα στην ποικιλόμορφη διαφορά είναι ένδειξη πραγματικής τέχνης. Ο Αρτεμίδωρος, αν και ονειροκρίτης, ανήκει και αυτός στο αρχαιότροπο κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής.
Σύγχρονος του Αίλιου Αριστείδη και του Αρτεμίδωρου ήταν ο Γαληνός (129 - περ. 200), ο μεγαλύτερος γιατρός που γνώρισε η αρχαιότητα μετά τον Ιπποκράτη (Κακριδής 5.5.Η [σ. 290-291]). Γεννημένος στο Πέργαμο, ο Γαληνός έδειξε από νεαρή ηλικία ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη γνώση. Μελέτησε μόνος του αστρονομία, αρχιτεκτονική, βοτανική, φιλοσοφία και υπηρέτησε ως θεραπευτής στο Ασκληπιείο της πόλης του, πριν φύγει για σπουδές στη Σμύρνη, την Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Τελικά βρέθηκε στη Ρώμη να δίνει διαλέξεις στα ελληνικά και να υπηρετεί ως προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου.
Ο Γαληνός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ανατομές ζώων, από τις οποίες απέκτησε μια εξαιρετική κατ᾽ αναλογία γνώση της ανθρώπινης ανατομίας, και στη συνέχεια αποπειράθηκε να κάνει πρωτόγνωρες εγχειρήσεις στους ασθενείς του - κάποιοι ήταν τραυματισμένοι μονομάχοι του ιπποδρόμου. Οι επιτυχίες που είχε του προσέδωσαν τη φήμη μεγάλου θαυματουργού.
Ο Γαληνός αναγνώριζε, δίπλα στις καθαρά σωματικές ασθένειες, τις αρρώστιες της ψυχής - με ή χωρίς σωματικά συμπτώματα. Ταυτόχρονα υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, όχι μόνο στον ειδικό τομέα της ιατρικής (και ιδίως στα πεδία της φυσιολογίας και της ανατομίας), αλλά και σε κλάδους όπως η γνωσιοθεωρία, η μεθοδολογία της επιστήμης και η λογική. Προσπάθησε μάλιστα να εναρμονίσει σε μια ενιαία σύνθεση την αριστοτελική με τη στωική λογική. Τόσο πολυάριθμα ήταν τα συγγράμματά του, ώστε αναγκάστηκε ο ίδιος να συντάξει δύο ειδικούς καταλόγους των έργων του. Μεγάλος θαυμαστής του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, δεν δίσταζε να διαφωνεί μαζί τους όταν η προσωπική του πείρα είχε δείξει άλλο δρόμο για την επίλυση ενός ζητήματος. Μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης, οι γνώσεις ανατομίας που διέθεταν οι γιατροί προέρχονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τις δικές του ανακαλύψεις. Κατά τη γνώμη του, ο αληθινός γιατρός έπρεπε να είναι ταυτόχρονα γνώστης του κόσμου, ικανός χειρουργός και αγαθός άνθρωπος.
Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική περιλαμβάνει μια πληθώρα ετερόκλητων συγγραφέων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν επίσης ο Παυσανίας, που περιηγήθηκε τον ελλαδικό χώρο στο μέσον του 2ου αιώνα και ενδιαφέρθηκε να καταγράψει, με θρησκευτική ζέση, τα σημαντικά μνημεία και τους μύθους του παρελθόντος (σε ένα έργο που επιγράφεται Ἑλλάδος περιήγησις), και ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας, ο οποίος την ίδια εποχή έστρεφε το καυστικό πνεύμα του προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδίως τις θρησκοληπτικές, δίχως οίκτο για την ανθρώπινη αδυναμία και δίχως προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος ή σε μία και μόνο λογοτεχνική διάλεκτο (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 258-260], 5.5.ΣΤ [σ. 273-274]).
Μερικοί οπαδοί της Δεύτερης Σοφιστικής δημιούργησαν βοηθήματα για τη μελέτη της κλασικής γραμματείας. Ο Αρποκρατίων και ο Πολυδεύκης υπήρξαν λεξικογράφοι, ο Αθηναίος συλλέκτης ετερόκλητων πληροφοριών. Άλλοι αφιέρωσαν τον μόχθο τους στην επιστημονική μελέτη της ρητορικής. Ο Ερμογένης από την Ταρσό της Κιλικίας ενδιαφέρθηκε για την ταξινόμηση όλων των δυνατών βασικών θέσεων (στάσεων) που μπορεί ο ρήτορας να χρησιμοποιήσει σε έναν λόγο, ιδίως δικανικό, προκειμένου να ενισχύσει, όσο είναι εφικτό, την επιχειρηματολογία του (Κακριδής 5.5.Α [σ. 250-251], 5.5.Γ [σ. 262], 5.5.ΣΤ [σ. 275]).
Η Δεύτερη Σοφιστική ήταν τόσο πολύμορφη όσο και οι χαρακτήρες των εκπροσώπων της. Η πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση της ανατολικής Μεσογείου παρείχε τον κοινό χώρο δράσης, όχι ομοιόμορφη μονοτονία.
Ο Άτταλος Γ' (139-133), γιος του Ευμένη, έγινε βασιλιάς του Περγάμου το 139, αλλά ασχολήθηκε περισσότερο με τα γράμματα παρά με τη διακυβέρνηση του βασιλείου - τον ενδιέφεραν η ιατρική και η βοτανική. Για αυτόν κυκλοφόρησε η φήμη ότι, φοβούμενος για την εξουσία του, ξεπέρασε τους άλλους βασιλείς σε σκληρότητα και ωμότητα. Ορισμένοι εκτίμησαν ότι οι υπήκοοί του και οι γειτονικοί λαοί ήταν έτοιμοι για εξέγερση (καινοτομίαν). Το σημαντικότερο γεγονός της βασιλείας του ήταν πάντως η διαθήκη του. Πεθαίνοντας το 133, κληροδότησε το Πέργαμο στη Ρώμη. Η απόφασή του αυτή μπορεί να ήταν εκκεντρικότητα ενός μονάρχη που έμεινε χωρίς διάδοχο και δεν αισθανόταν ευτυχής με το περιβάλλον του, αλλά μπορεί να ήταν απλώς πολιτικός ρεαλισμός. Έτσι κι αλλιώς όλες οι σημαντικές αποφάσεις στο βασίλειό του λαμβάνονταν ή επικυρώνονταν από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Υπήρχε άλλωστε προηγούμενο, εφόσον και το κυρηναϊκό βασίλειο είχε κληροδοτηθεί στους Ρωμαίους από τον ηγεμόνα τους, που έμελλε να κερδίσει την Αίγυπτο ως Πτολεμαίος Η' Ευεργέτης Β'. Είναι πάντως πιθανό ότι ο Άτταλος προσπαθούσε να εξασφαλίσει την κοινωνική ευταξία σε μια ιδιαιτέρως ταραγμένη εποχή.
Καθώς η Ρώμη έσπευδε να αποδεχθεί την κληρονομιά, ο Αριστόνικος (που ισχυριζόταν ότι καταγόταν και αυτός από τον Ευμένη) εξεγέρθηκε. Υποσχέθηκε ελευθερία στις ελληνικές πόλεις της περιοχής και, συναθροίζοντας απόρους και δούλους, προσπάθησε να ιδρύσει μια πολιτεία απελευθερωμένη τόσο από τους Ρωμαίους όσο και από κοινωνικούς δυνάστες. Την ονόμασε Ηλιόπολη και τους κατοίκους της Ηλιοπολίτες, πρεσβεύοντας ισότητα και ελευθερία. Στην πρώτη επέμβαση της Ρώμης αντιστάθηκε με επιτυχία, αλλά το 129 ηττήθηκε και κατέληξε αιχμάλωτος στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα.
Για την εξέγερση δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες - ούτε προκύπτει με σαφήνεια το πρόγραμμα του ηγέτη της. Όσα συνέβησαν πάντως δεν ήταν ένα μοναχικό σύμπτωμα. Η δουλεία είχε προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις και απρόβλεπτες τροπές. Οι κάτοικοι της Ελλάδας και των βασιλείων υποδουλώνονταν συχνά κατά χιλιάδες και μυριάδες, χωρίς προοπτικές απελευθέρωσης με λύτρα, όπως γινόταν συχνά σε παλαιότερες εποχές. Οι περισσότεροι κατέληγαν στην Ιταλία για να εργαστούν σε σκληρές συνθήκες. Στις αποσπασματικές πηγές της περιόδου γίνεται λόγος για μαζικές αυτοκτονίες, αλλά και για ακόμη μαζικότερες εξεγέρσεις. Ανάμεσα στο 140 και το 70, για πρώτη και μοναδική φορά στην αρχαιότητα (αν εξαιρέσουμε την περίπτωση των ειλώτων), η αντίσταση πολλών δούλων στις σκληρές συνθήκες διαβίωσης και εκμετάλλευσης προσέλαβε τον χαρακτήρα ανοιχτού πολέμου.
Από τις πληρέστερες αναφορές είναι όσες συγκέντρωσε (και όσες από αυτές σώζονται) ο Διόδωρος για τη γενέτειρά του Σικελία. Οι δούλοι, όπως εξηγεί, στιγματίζονταν και περιφέρονταν σχεδόν γυμνοί. Εργάζονταν συχνά αλυσοδεμένοι με ελάχιστη τροφή. Για να επιβιώσουν κατέφευγαν σε ληστείες και αρπαγές. Την οργάνωση και τον συντονισμό τους ανέλαβε ένας Σύρος, που χαρακτηριζόταν μάγος και τερατουργός. Μια από τις βασικές διαπιστώσεις του αυτόκλητου ηγέτη ήταν ότι οι θεοί δεν είχαν εγκαταλείψει τελείως τους εξαθλιωμένους δούλους. Μια Σύρια θεά συνομιλούσε μαζί του και του επέτρεπε να προβλέπει τα μελλούμενα, συνήθως μέσα από όνειρα. Φαντάστηκε έτσι ένα βασίλειο σε όλες του τις λεπτομέρειες. Οι δούλοι θα έπαιρναν τη θέση των δεσποτών και οι δεσπότες τη θέση των δούλων - μόνο που τη συμπεριφορά των νέων αρχόντων θα χαρακτήριζε η μετριοπάθεια. Αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς και φόρεσε διάδημα.
Ο στρατός που συγκέντρωσε μεγάλωσε με ταχύτατους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον Διόδωρο, έφτασε τις 200.000, χωρίς να έχει επεκταθεί η εξέγερση σε όλη τη Σικελία. (Πιο μετρημένα ο Λίβιος κάνει λόγο για 70.000. Αλλά ποιος μπορούσε να μετρήσει με ακρίβεια σε εκείνες τις συνθήκες;) Όπως αποδείχθηκε, μέσα στην ορμή τους οι δούλοι δεν φέρθηκαν με μετριοπάθεια, αλλά εκτρέπονταν σε πράξεις ακραίες και μοχθηρές, όσο τουλάχιστον διαρκούσε ο ξεσηκωμός. Ο Διόδωρος διέθετε στοιχεία που τον βεβαίωναν ότι η ωμότητα δεν οφειλόταν στη φύση των δούλων αλλά στο μέγεθος της αδικίας που είχαν υποστεί. Η είδηση για τις ήττες των Ρωμαίων στρατηγών διαδόθηκε γρήγορα. Μέσα στην ίδια τη Ρώμη ξεσηκώθηκαν 150 δούλοι. Στην Αττική κινήθηκαν περισσότεροι από 1.000, και άγνωστος αριθμός στη Δήλο, που ήταν το μεγάλο κέντρο δουλεμπορίου. Παρόμοιες ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλους τόπους. Παντού χρειάστηκαν μεγάλες δυνάμεις για να τεθεί σε έλεγχο η κατάσταση.
Μία γενεά αργότερα ξέσπασαν νέοι μεγάλοι πόλεμοι δούλων στη Σικελία. Οι αρχηγοί τους είχαν επίσης ιδιαίτερη σχέση με τους θεούς: ένας θεωρούνταν έμπειρος στις ιεροσκοπίες, ο άλλος στην αστρομαντική. Φόρεσαν διαδήματα και έθεσαν την κοινωνική και πολιτική τάξη σε μεγάλη δοκιμασία. Εκτός από δούλους, στον στρατό τους συνέρρεαν και ελεύθεροι άποροι. Την επόμενη πάλι γενεά πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία η μεγαλύτερη εξέγερση δούλων με αρχηγό τον μονομάχο Σπάρτακο. Συγκροτώντας έναν αυτοσχέδιο στρατό 120.000 ανδρών, έφτασε το 72 να απειλήσει την ίδια τη Ρώμη. Είχε λάβει και αυτός θεϊκούς οιωνούς, αλλά βασιζόταν κυρίως στην προσωπική του ανδρεία και το στρατηγικό του ταλέντο. Αρχική του επιδίωξη ήταν να οδηγήσει τους ξεσηκωμένους δούλους πίσω στις πατρίδες τους, τη Γαλατία και τη Θράκη. Αλλά οι μεγάλες του επιτυχίες κράτησαν τους περισσότερους άνδρες κοντά του και έτσι οι αναμετρήσεις παρατάθηκαν. Οι Ρωμαίοι χρειάστηκε να κινητοποιήσουν τεράστιες δυνάμεις, να απολέσουν πλήθος άνδρες και να ταπεινωθούν πολλές φορές, έως ότου καταφέρουν να καταστείλουν την εξέγερση, κινητοποιώντας 10 λεγεώνες. Κατά μήκος μιας οδού έξω από τη Ρώμη σταυρώθηκαν 6.000 εξεγερμένοι.
Οι πόλεμοι των δούλων δεν ήταν η μοναδική απειλή για την κοινωνική τάξη. Σε ολόκληρη την Ελλάδα εκδηλώνονταν διαμαρτυρίες για τη συγκέντρωση της γης στα χέρια λίγων και για τα χρέη που συσσωρεύονταν για τους πολλούς. Τα παλαιά πολιτικά συστήματα, οι δημοκρατίες, ακόμη και οι ολιγαρχίες, που εξασφάλιζαν σε διάφορους βαθμούς τις τάξεις των πολιτών, είχαν καταρρεύσει. Με την επικράτηση της Ρώμης δεν υπήρχε ανάγκη ισχυρού και πολυάριθμου σώματος πολιτών, ικανού να στρατεύεται και να μάχεται για το καλό της πόλεως ή του ἔθνους. Η ίδια η έννοια του πολίτη έχανε το νόημα και την αξία της. Εγγυητής της τάξης ήταν πλέον ο ρωμαϊκός στρατός και προς αυτόν στρέφονταν όσοι ήθελαν να εξασφαλίσουν τον πλούτο και την κοινωνική τους θέση.
Οι διαθήκες συνεχίζονταν. Ο Απίων, γιος του Πτολεμαίου Η', παρέδωσε το 96 τις βασιλικές του κτήσεις στους Ρωμαίους. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα ολόκληρη η Κυρηναϊκή με τις πόλεις της οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία. Το 74 ο Νικομήδης κληροδότησε στη Ρώμη τη Βιθυνία.
Οι Αθηναίοι, έπειτα από πολλά χρόνια συμμαχίας με τους Ρωμαίους, δηλαδή απόλυτης υποταγής στη βούληση και τα συμφέροντά τους, πραγματοποίησαν το 88 μια εντυπωσιακή στροφή. Αποφάσισαν να ταχθούν με το μέρος του Μιθριδάτη ΣΤ' Ευπάτορος (121-63), που βρισκόταν ήδη σε ανοιχτή σύγκρουση με τη Ρώμη.
Ο Μιθριδάτης ήταν γόνος μιας δυναστικής οικογένειας που βασίλευε στον Πόντο για δυο περίπου αιώνες. Η καταγωγή του ήταν περσική (σύμφωνα με τον ιστορικό Αππιανό, ήταν δέκατος έκτος απόγονος του Δαρείου) αλλά, όπως οι πρόγονοί του, είχε ελληνική παιδεία. Με τους Έλληνες συνομιλούσε ως Έλληνας και με τους Ασιάτες ως Ασιάτης. Σύμφωνα με μια παράδοση, γνώριζε και τις 22 γλώσσες των εθνών στα οποία βασίλευε. Με τις ικανότητές του επέκτεινε πολύ τα όρια του βασιλείου και της επιρροής του. Κάποια στιγμή έφτασε να διεκδικεί περιοχές που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής των Ρωμαίων. Του έδιναν θάρρος οι εμφύλιες διαμάχες στην Ιταλία. Ορισμένοι μάλιστα τον προσκαλούσαν να οδηγήσει τις δυνάμεις του εναντίον της ίδιας της Ρώμης, καθώς οι Ιταλοί σύμμαχοι είχαν ξεσηκωθεί διεκδικώντας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη. Επιπλέον, ανέμενε ενίσχυση από πολλές ελληνικές πόλεις. Έχοντας πια κυριαρχήσει στη Μικρά Ασία, δεχόταν συνεχώς πρεσβευτές που επικαλούνταν την προστασία του, αποκαλώντας τον «θεό και σωτήρα». Η εντολή του να εξοντωθούν ταυτοχρόνως όλοι οι Ρωμαίοι που κατοικούσαν στην περιοχή του -λέγεται ότι σφαγιάστηκαν 80.000 άνδρες και γυναικόπαιδα- όχι μόνο δεν αποθάρρυνε τους περισσότερους Έλληνες, αλλά τους γέμιζε προσδοκίες. Ένας βασιλιάς περσικής καταγωγής γινόταν η τελευταία μεγάλη ελπίδα πολλών Ελλήνων για να ανακτήσουν την ελευθερία τους από τους Ρωμαίους.
Με τη φιλορωμαϊκή τους πολιτική οι Αθηναίοι είχαν εξασφαλίσει την ειρήνη για πολλά χρόνια. Διαπίστωναν ωστόσο ότι η ειρήνη είχε μεγάλο κόστος. Οι παρεμβάσεις των Ρωμαίων στις εσωτερικές τους υποθέσεις ήταν διαρκείς, προκαλώντας σοβαρές δυσλειτουργίες στο πολίτευμά τους. Επιπλέον, τα οικονομικά της πόλης αλλά και πολλών ιδιωτών ήταν σε άθλια κατάσταση. Όπως το διατύπωσε ένας ρήτορας της εποχής, τα ιερά παρέμεναν κλειστά, τα γυμνάσια άδεια, το θέατρο χωρίς κοινό, τα δικαστήρια και οι φιλοσοφικές σχολές χωρίς φωνή, ενώ η Πνύκα δεν εξουσιαζόταν πλέον από τον δήμο. Δύο ήταν τα αιτήματα που κυριαρχούσαν στη σκέψη πολλών: να απαλλαγούν από τα βαριά τους χρέη (τα περισσότερα προφανώς προς τους Ρωμαίους) και να αποκαταστήσουν τη δημοκρατία τους. Η ραγδαία πορεία του Μιθριδάτη τούς έδινε την εντύπωση ότι η ηγεμονία των Ρωμαίων μπορούσε να καταλυθεί. Ο Αθηνίων, ένας περιπατητικός φιλόσοφος, στάλθηκε στον Πόντο ως πρεσβευτής και επιστρέφοντας εκλέχθηκε στρατηγός. Η παλαιά συνήθεια που ήθελε τους φιλοσόφους ικανούς όχι μόνο στη θεωρία αλλά και σε πρακτικά θέματα ίσχυε ακόμη. Ο ενθουσιασμός με τον οποίο τον υποδέχθηκαν οι Αθηναίοι έδειχνε καθαρά σε ποιο βαθμό είχε φτάσει το μίσος τους εναντίον των Ρωμαίων. Ακόμη και οι διονυσιακοὶ τεχνῖται, οι άνθρωποι του θεάτρου, ξεσηκώνονταν με προθυμία. Ο Μιθριδάτης ήταν, άλλωστε, γνωστός και ως Νέος Διόνυσος.
Ένας ισχυρός στρατός του Μιθριδάτη κινήθηκε προς την Ελλάδα, υποτάσσοντας πολλά νησιά του Αιγαίου. Περνώντας από τη Δήλο, έσφαξε το πλήθος των Ρωμαίων που βρίσκονταν στο νησί και έστειλε τον θησαυρό του ναού στην Αθήνα. Με τη βοήθεια των Αθηναίων, μεγάλος μέρος της Ελλάδας πέρασε στον έλεγχο του βασιλιά. Για μια στιγμή η ιστορία της Αθηναϊκής Συμμαχίας έδειχνε να επαναλαμβάνεται.
Μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου τα ρωμαϊκά συμφέροντα στην Ανατολή ανέλαβε να τα υπερασπιστεί ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας. Στο πρόσφατο παρελθόν είχε καταλάβει με τον στρατό του την ίδια τη Ρώμη για να θέσει υπό τον έλεγχό του την πολιτική κατάσταση. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση, ξεκίνησε τον πόλεμο στην Ελλάδα βασιζόμενος στους θησαυρούς της Ολυμπίας και των Δελφών. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας σφοδρής αναμέτρησης. Το άστυ και ο Πειραιάς πολιορκήθηκαν χωριστά, αφού τα Μακρά Τείχη είχαν από καιρό καταρρεύσει. Για την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών αποψιλώθηκαν από τους Ρωμαίους τα ιερά άλση, η Ακαδημία, όπου είχε διδάξει ο Πλάτων, και το Λύκειο, όπου είχε διδάξει ο Αριστοτέλης. Η ήττα της Αθήνας ήρθε το 86 μετά τον λιμό που προκάλεσε η πολιορκία ενός περίπου χρόνου. Ακολούθησε ανελέητη σφαγή και μια καταστροφή που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει η πόλη από την εποχή του Ξέρξη. Πάρα πολλά δημόσια κτίρια πυρπολήθηκαν και οι θησαυροί της Ακρόπολης λεηλατήθηκαν. Ο αριθμός των νεκρών δεν έγινε γνωστός και ίσως να μην υπολογίστηκε ποτέ. Ο Σύλλας έγινε ο μοναδικός στρατηγός, όπως ειπώθηκε, που κατέκτησε με στρατό τόσο τη Ρώμη όσο και την Αθήνα. Τις λεπτομέρειες διέσωσε ο Πλούταρχος, ο οποίος είχε τη δυνατότητα να συμβουλευτεί υπομνήματα του ίδιου του Σύλλα, αλλά και να ακούσει προφορικές παραδόσεις που οι γεροντότεροι αφηγούνταν ακόμη στην εποχή του.
Όταν πια ήταν πολύ αργά για τους Αθηναίους, έφτασε και άλλος στρατός του Μιθριδάτη με 100.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 90 δρεπανηφόρα άρματα. Στον στρατό πολεμούσαν και 15.000 δούλοι, που είχαν απελευθερωθεί με απόφαση του βασιλιά. Αλλά οι ρωμαϊκές λεγεώνες έδειξαν για μία ακόμη φορά την υπεροχή τους απέναντι σε φάλαγγες που παρέμεναν εξοπλισμένες με σάρισες. Στη Χαιρώνεια και τον Ορχομενό, όπου δόθηκαν οι καθοριστικές μάχες, ο στρατός του Μιθριδάτη υπέστη συντριπτική ήττα και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τους Έλληνες στο έλεος των Ρωμαίων. Όπως αφηγείται ο Πλούταρχος, διακόσια χρόνια αργότερα μπορούσε ακόμη να δει κανείς πολλά τόξα, κράνη, κομμάτια από σιδερένιους θώρακες και μαχαίρια βυθισμένα στα έλη.
Ο Σύλλας έκρινε χρήσιμο, πριν επιστρέψει θριαμβευτής στη Ρώμη, να μυηθεί στα Ελευσίνια μυστήρια που υπόσχονταν μετά θάνατον ευτυχία. Από το πλήθος των λαφύρων, διάλεξε επίσης για τον εαυτό του τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου, που βρισκόταν σε χέρια ιδιωτών και δεν ήταν ευρύτερα γνωστή ούτε καν στους μαθητές της σχολής. (Στη Ρώμη, πάντως, η αξία της βιβλιοθήκης εκτιμήθηκε και, μετά την ταξινόμησή της, έγινε ευρύτερα προσιτή - όπως ισχυριζόταν μια μεταγενέστερη παράδοση.) Ο Σύλλας αποχώρησε χωρίς να ολοκληρώσει την αναμέτρηση της Ρώμης με τον Μιθριδάτη. Οι συνεχιζόμενοι εμφύλιοι πόλεμοι τον υποχρέωσαν να συνάψει μια ευνοϊκή ειρήνη για να ασχοληθεί με επείγουσες υποθέσεις της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας.
Η κατάκτηση του Πόντου έγινε το 70 και ολοκληρώθηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Γναίο Πομπήιο, έναν από τους μεγαλύτερους Ρωμαίους στρατηγούς. Ο Πομπήιος είχε ήδη θριαμβεύσει στην Αφρική και την Ισπανία, είχε συμβάλει στην καταστολή της εξέγερσης του Σπάρτακου και εκείνη την εποχή εκκαθάριζε αποφασιστικά τη Μεσόγειο από τους πειρατές που τη λυμαίνονταν. Αυτό ήταν ένα μεγάλο κατόρθωμα που ωφέλησε Ρωμαίους και Έλληνες. Όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, οι πειρατές δεν λεηλατούσαν μόνο νησιά και παραθαλάσσιες πόλεις, αλλά συλούσαν επίσης πλήθος ιερά που παρέμεναν έως τότε απάτητα. Ανάμεσά τους το Κλάριο στην Ιωνία, το Διδυμαίο στη Μίλητο, το Σαμοθράκιο στο ομώνυμο νησί, το Ασκληπιείο στην Επίδαυρο, του Ποσειδώνα στον Ισθμό και το Ταίναρο, του Απόλλωνα στο Άκτιο και τη Λευκάδα, και της Ήρας στη Σάμο και το Άργος. Με τις πράξεις τους αυτές ήθελαν να δείξουν την περιφρόνησή τους προς τον πολιτισμό των Ρωμαίων (και των Ελλήνων υπηκόων τους). Άλλωστε, πολλοί από αυτούς λάτρευαν τον ιρανικό θεό Μίθρα, καθιστώντας τον ίσως γνωστό για πρώτη φορά στον ελληνικό κόσμο.
Ο Πομπήιος οδήγησε τον Μιθριδάτη στην αυτοκτονία και κατέστησε τη Βιθυνία και τον Πόντο ρωμαϊκές επαρχίες. Μετά τη νίκη του προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Αθηναίους: επισκέφθηκε την Αθήνα, συνομίλησε με φιλοσόφους και έδωσε χρήματα για την επισκευή της πόλης. Λίγα χρόνια αργότερα, το 64, κατέλυσε το αδύναμο πια βασίλειο των Σελευκιδών και επέκτεινε τη ρωμαϊκή εξουσία έως τη Μεσοποταμία. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές αντιθέσεις του μικρού ιουδαϊκού βασιλείου, εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ και εισήλθε στον Ναό. Η Ιουδαία έγινε και αυτή μέρος της ρωμαϊκής επικράτειας. Έχοντας σύνορο τον Ευφράτη ποταμό, η αυτοκρατορία γειτόνευε πλέον με το βασίλειο των Πάρθων.
Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλαζε ραγδαία. Το πολίτευμά της επέτρεπε τη συνεχή εναλλαγή προσώπων στην εξουσία, περιορίζοντας τις δολοφονίες πολιτικών ηγετών και τους εμφύλιους πολέμους. Είναι απολύτως ενδεικτικό ότι οι στρατηγοί που κατακτούσαν τον ευρύτερο μεσογειακό κόσμο εκλέγονταν για περιορισμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως έναν χρόνο, και στη συνέχεια παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλους - ακόμη και για την ίδια στρατιωτική επιχείρηση. Στο μέσον του 1ου αιώνα, ωστόσο, τα δεδομένα είχαν αλλάξει πολύ. Η επικράτεια είχε μεγαλώσει υπερβολικά και για να διοικηθεί χρειαζόταν νέες, πιο συγκεντρωτικές μεθόδους. Οι στρατηγοί όλο και περισσότερο έπαιρναν πρωτοβουλίες για τις ανάγκες των πολέμων τους χωρίς εξουσιοδότηση από τη Ρώμη. Άλλωστε, πολλοί είχαν αποκτήσει τεράστιες προσωπικές περιουσίες, απομυζώντας τις επαρχίες και εκμεταλλευόμενοι τις νίκες τους, και με την επιρροή που ασκούσαν διεκδικούσαν μονιμότερο ρόλο στην πολιτική διακυβέρνηση. Οι παλαιοί θεσμοί και οι ισορροπίες ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες της Ρώμης κλονίζονταν ήδη ανεπανόρθωτα. Το 59 τρεις ισχυροί άνδρες αποφάσισαν να συνεργαστούν για να επιβάλουν τις απόψεις τους και να εξασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση: ο Πομπήιος Μάγνος (όπως επιθυμούσε ο ίδιος να τον αποκαλούν), ο Κράσσος (που είχε καταστείλει την εξέγερση του Σπάρτακου) και ο Ιούλιος Καίσαρας.
Ο Καίσαρας, που θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών -ο Πλούταρχος τον συγκρίνει με τον Αλέξανδρο-, καταγόταν από την αρχαιότερη και επιφανέστερη οικογένεια Ρωμαίων αριστοκρατών. Είχε ανέλθει γρήγορα τις βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας και είχε πολιτευτεί με αποφασιστικότητα στις συνθήκες των εμφύλιων πολέμων. Μετά τη συμφωνία που πέτυχε με τον Πομπήιο και τον Κράσσο, ανέλαβε να εδραιώσει και να επεκτείνει τη ρωμαϊκή επικράτεια στη Γαλατία. Μέσα σε λίγα χρόνια προσάρτησε τεράστιες εκτάσεις, από τα Πυρηναία έως τον Ρήνο, και έφτασε έως τη Βρετανία - χωρίς ωστόσο να την κατακτήσει. Σύμφωνα με τα υπομνήματά του, που τα επεξεργάστηκε για δημόσια χρήση, είχε επιτύχει τον στόχο του σκοτώνοντας 1.192.000 άνδρες. (Προφανώς δεν μπήκε στον κόπο να καταγράψει τις απώλειες αμάχων, μολονότι γνώριζε ότι, για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, μαζί με τους άνδρες τον είχαν πολεμήσει γυναίκες και παιδιά.) Ανυπολόγιστος ήταν ο αριθμός των δούλων και η ποσότητα χρυσού που εισέρρευσαν στη Ρώμη.
Την εποχή που ο Καίσαρας πολεμούσε ακόμη στη Γαλατία, ο Πομπήιος διοικούσε την Ισπανία. Ο Κράσσος πάλι ανέλαβε να διοικήσει τη Συρία, αλλά εισβάλλοντας στη Μεσοποταμία για να πολεμήσει εναντίον των Πάρθων κατατροπώθηκε, έχασε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του -οι μισοί άνδρες του σκοτώθηκαν και πολλοί άλλοι υποδουλώθηκαν- αλλά και την ίδια του τη ζωή στο πεδίο της μάχης.
Με τον θάνατο του Κράσσου ο Καίσαρας αποξενώθηκε από τον Πομπήιο και σύντομα βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Καθώς δεν μπορούσε να ελέγξει τις πολιτικές εξελίξεις στη Ρώμη, επέλεξε την οδό του εμφύλιου πολέμου, διάβηκε τον ποταμό Ρουβίκωνα στη βόρεια Ιταλία, ο οποίος όριζε την επικράτεια που διοικούσε, και κατευθύνθηκε προς την πρωτεύουσα. Με τις υπέρτερες δυνάμεις του και την αποφασιστικότητά του υποχρέωσε τον Πομπήιο να καταφύγει στην Ελλάδα. Δεν διέθετε ωστόσο στόλο για να τον καταδιώξει και του έδωσε έτσι την ευκαιρία να συγκεντρώσει νέο στρατό. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα, πάντως, κυριάρχησε στην Ισπανία, εκδιώκοντας τους αντιπάλους του. Τον επόμενο χρόνο ήταν σε θέση να βαδίσει εναντίον του Πομπήιου.
Η αναμέτρηση κρίθηκε το 48 στη Φάρσαλο της Θεσσαλίας, όπου ο Καίσαρας νίκησε τον νόμιμο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Στο μεταξύ πολλές ελληνικές πόλεις είχαν υποχρεωθεί να πάρουν θέση σε έναν ρωμαϊκό εμφύλιο πόλεμο που δεν τις αφορούσε καθόλου. Η Αθήνα είχε την ατυχία να ταχθεί με το μέρος του Πομπήιου. Το ευτύχημα ήταν ότι ο Καίσαρας προτίμησε να δείξει επιείκεια, όπως το συνήθιζε συχνά (και ειδικώς στους Αθηναίους, για χάρη, όπως είπε, των προγόνων τους). Άφησε επίσης ελεύθερο το έθνος των Θεσσαλών - όποιο και αν ήταν το ακριβές νόημα της ελευθερίας στις συγκεκριμένες συνθήκες. Η Κόρινθος ήταν μια από τις πόλεις που ευνοήθηκαν περισσότερο, εφόσον ανοικοδομήθηκε και ανέκτησε τη θέση που είχε ως σταθμός επικοινωνίας ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Την ίδια χρονιά ανοικοδομήθηκε άλλωστε και η Καρχηδόνα, που είχε καταστραφεί μαζί της.
Ηττημένος ο Πομπήιος κατέφυγε με την οικογένειά του στην Αίγυπτο, χωρίς στρατό και προσωπικούς υπηρέτες. Είχε την πρόθεση να ζητήσει προστασία από τον ανήλικο βασιλιά Πτολεμαίο ΙΓ', τον οποίο είχε άλλοτε ευεργετήσει. Στο πλοίο που τον μετέφερε ετοίμαζε μάλιστα και ελληνικό λόγο που θα εκφωνούσε για την περίσταση. Αλλά πριν ταπεινωθεί μπροστά σε έναν έτσι και αλλιώς ανίσχυρο ηγεμόνα, δολοφονήθηκε από τους βασιλικούς συμβούλους. Στη μεγαλύτερή του ακμή ορισμένοι τον παρομοίαζαν με τον Αλέξανδρο, καθώς 45 ετών είχε αξιωθεί τρεις θριάμβους στη Ρώμη. (Οι φίλοι του έκρυβαν την ηλικία του για να κάνουν τη σύγκριση πειστικότερη.)
Ο Καίσαρας έφτασε στην Αλεξάνδρεια, όπου βρέθηκε αναμεμειγμένος στις δυναστικές έριδες, καθώς ο Πτολεμαίος ΙΓ' Θεός Φιλοπάτωρ (51-47) βρισκόταν σε πόλεμο με την αδελφή και σύζυγό του Κλεοπάτρα Ζ' (51-30). Για να σωθεί, έβαλε φωτιά στα πλοία που τον πολιορκούσαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν και αποθήκες, όπου φυλαγόταν μεγάλος όγκος βιβλίων - ορισμένοι πίστεψαν ότι έτσι καταστράφηκε η ιστορική βιβλιοθήκη της πόλης. Επιπλέον, ερωτεύτηκε την Κλεοπάτρα, την οποία εδραίωσε στον θρόνο.
Η Κλεοπάτρα, καθώς λεγόταν, ήταν το πρώτο μέλος του οίκου των Πτολεμαίων που έμαθε αιγυπτιακά. Μετά από τον θάνατο του Πτολεμαίου ΙΓ', παντρεύτηκε τον μικρότερο αδελφό της Πτολεμαίο ΙΔ' (47-44), τον οποίο ωστόσο δολοφόνησε για να παραμείνει μόνη της στην εξουσία. Με τον Καίσαρα απέκτησε έναν γιο. Τον ονόμασε Καισαρίωνα.
Υποτάσσοντας μέσα σε λίγες ώρες τον στρατό του Φαρνάκη στην Κριμαία, που προσπαθούσε να ανασυστήσει το Ποντιακό βασίλειο του πατέρα του Μιθριδάτη, ο Καίσαρας επέστρεψε στην Ιταλία, καταργώντας ουσιαστικά το παραδοσιακό πολίτευμα. Του απέμεναν ωστόσο λίγες ακόμη μάχες στην Αφρική και την Ισπανία έως ότου το 44 αναγορεύτηκε ισόβιος δικτάτορας. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την οργή των αριστοκρατών, που επιθυμούσαν την επάνοδο στην παλαιά Δημοκρατία. Εναντίον του συνωμότησαν 60 άνδρες και τον δολοφόνησαν μπροστά στο άγαλμα του Πομπήιου με 23 μαχαιριές. Ήταν 56 ετών και θα πρέπει να πίστευε πια ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα σε ηλικία, είχε συναγωνιστεί επάξια τον Αλέξανδρο που θαύμαζε.
Η δολοφονία του Καίσαρα οδήγησε σε νέα περίοδο αστάθειας και εμφύλιων πολέμων. Ορισμένοι επιχείρησαν να επαναφέρουν την παραδοσιακή Δημοκρατία, αλλά τρεις ισχυροί άνδρες κατάφεραν να συνεργαστούν μεταξύ τους διεκδικώντας την κληρονομιά του Καίσαρα. Ο ένας ήταν ο δεκαεννιάχρονος εγγονός της αδελφής του και θετός γιος του, ο Γάιος Οκτάβιος, που μετά την υιοθεσία πήρε το όνομα Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός (αλλά έμεινε γνωστός με τον τίτλο του Αυγούστου)· ο δεύτερος, ο ύπατος Μάρκος Αντώνιος· και ο τρίτος, ο Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος. Μια από τις βασικές επιδιώξεις της τριανδρίας ήταν η εξόντωση των δολοφόνων του Καίσαρα, που ήταν όλοι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Η απόλυτη επικράτησή τους επιτεύχθηκε με στρατιωτική νίκη το 42 στους Φιλίππους της Μακεδονίας - σε μία ακόμη περιοχή που δεν είχε καμία ανάμειξη στη ρωμαϊκή αναμέτρηση και κανένα συμφέρον από το αποτέλεσμά της. Μετά τη νίκη οι ανταγωνισμοί του Οκταβιανού και του Μάρκου Αντώνιου έγιναν έντονοι. Συμφωνήθηκε έτσι να αναλάβει ο πρώτος το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας και ο δεύτερος το ανατολικό. Ο Λέπιδος αρκέστηκε στην Αφρική, αλλά σε λίγα χρόνια εκτοπίστηκε τελείως.
Ο Αντώνιος εδραίωσε τη ρωμαϊκή εξουσία πολεμώντας εναντίον των Πάρθων και εκθρονίζοντας τον υποτελή βασιλιά της Αρμενίας. Την επαρχία της Ιουδαίας την παραχώρησε στον Ηρώδη, τον επονομαζόμενο Μέγα, που ανέλαβε να τη διοικήσει ως υποτελής βασιλιάς. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου συνδέθηκε με την Κλεοπάτρα και απέκτησε μαζί της τρία παιδιά. Ευνοώντας υπερβολικά για τα ρωμαϊκά δεδομένα το πτολεμαϊκό βασίλειο, μοίρασε τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας, ενώ ο ίδιος αναδεικνυόταν σε ένα είδος ηγεμόνα της Ανατολής. Η συμπεριφορά του έδωσε τη δικαιολογία στον Οκταβιανό να του κηρύξει πόλεμο, που για μία ακόμη φορά διεξήχθη σε ελληνικό έδαφος. Το 31, με μια συντριπτική ναυτική νίκη στο Άκτιο, ο Οκταβιανός υποχρέωσε τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα να καταφύγουν στην Αίγυπτο. Έναν χρόνο αργότερα τους καταδίωξε και τους οδήγησε σε αυτοκτονία. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να σκοτώσει τον γιο της Κλεοπάτρας και του Καίσαρα. «Δεν είναι καλό να υπάρχουν πολλοί καίσαρες», τον συμβούλεψε ένας Έλληνας φιλόσοφος, παραφράζοντας γνωστό ομηρικό στίχο (Οὐκ ἀγαθὸν πολυκαισαρίη/πολυκοιρανίη). Καθώς η Αίγυπτος, το τελευταίο μεγάλο ελληνιστικό βασίλειο που παρέμενε τυπικά ανεξάρτητο, έγινε κτήμα του ρωμαϊκού λαού, ο Οκταβιανός απέμεινε κυρίαρχος όλης της αυτοκρατορίας, με αδιαφιλονίκητο κύρος και ασυναγώνιστη εξουσία. Στο εξής τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έμελλε να διοικήσουν ως διάδοχοί του αυτοκράτορες, με μικρή μόνο συμβολή της Συγκλήτου.
Από το 27 η Ελλάδα οργανώθηκε ως ρωμαϊκή επαρχία με την επωνυμία Αχαΐα και έδρα την Κόρινθο. Στην επαρχία αυτή περιλαμβάνονταν οι περιοχές της Ηπείρου, τα νησιά του Ιονίου και οι Κυκλάδες. Μια νέα πόλη ιδρύθηκε, η Νικόπολη, με κατοίκους από την Ακαρνανία και την Αιτωλία, για να τιμηθεί η νίκη του Οκταβιανού στο Άκτιο, ενώ η Πάτρα αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι, στο οποίο υποχρεώθηκε να συγκεντρωθεί πληθυσμός από την Αχαΐα. Ευνοημένη βρέθηκε και η Σπάρτη, ενώ η Αθήνα μπορούσε μόνο να υπερηφανεύεται ότι ακόμη και ο Οκταβιανός μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια. Οι υπόλοιπες ελληνικές πόλεις που είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο τους προηγούμενους αιώνες περιέπεσαν σε οικονομική παρακμή.
Για πρώτη φορά στην ιστορία τους, όλοι σχεδόν οι Έλληνες βρέθηκαν να κατοικούν στην ίδια πολιτική επικράτεια. Με τη βία αλλά και με τη διπλωματία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τούς ένωσε με τρόπο που ουδέποτε είχαν διανοηθεί από μόνοι τους. Ακόμη και ο Αλέξανδρος στη μεγαλύτερη ακμή του δεν είχε θεωρήσει ότι όλες οι ελληνικές πόλεις που κατακτούσε γίνονταν τμήματα του βασιλείου του. Άλλωστε, δεν είχε ποτέ πλησιάσει όσες βρίσκονταν στη Δύση. Με τη ρωμαϊκή κυριαρχία, οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων σταμάτησαν και οι διαφορές επιλύονταν κατά κανόνα με διαιτησία. Η προστασία, όση υπήρχε, από επιδρομές βαρβάρων και πειρατές ήταν πρωτίστως υπόθεση των Ρωμαίων κατακτητών.
Η συνένωση των Ελλήνων είχε γίνει με πολύ μεγάλο κόστος. Οι νεκροί των πολέμων και η συνακόλουθη εξόντωση άμαχου πληθυσμού στις αναμετρήσεις με τους Ρωμαίους ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι καταστροφές και οι υλικές φθορές των πόλεων και του πολιτισμού τους ήταν ανυπολόγιστες. Οι θησαυροί και τα έργα τέχνης, ακόμη και των ναών ή των ιερών, λεηλατήθηκαν. Ύστερα από κάθε μεγάλη ήττα, οι Έλληνες καλούνταν να καταβάλουν υπέρογκες αποζημιώσεις και στη συνέχεια φόρους. Οδυνηρότερη ήταν πάντως η αυθαίρετη αφαίμαξη των Ελλήνων από τους Ρωμαίους στρατηγούς και διοικητές. Πολλοί έβρισκαν την ευκαιρία να πλουτίζουν μέσα σε σύντομα διαστήματα και να αποζημιώνουν τους στρατιώτες τους με τρόπους που θεωρούνταν παράνομοι και καταχρηστικοί ακόμη και με τα ρωμαϊκά μέτρα.
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις και τα ελληνιστικά βασίλεια έχασαν πολύ μεγάλο μέρος του πλούτου τους. Επιπλέον, στερήθηκαν τη δυνατότητα να τον ξαναδημιουργήσουν. Οι μεγάλες μάζες των αγροτών, όσες ζούσαν από αιώνες στα όρια της επιβίωσης, κατέβαλλαν κυρίως ως φόρο το αίμα τους και το αίμα των παιδιών τους. Η υλική φθορά αφορούσε πρωτίστως τις ανώτερες τάξεις, όσες είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώνουν και να εξαγοράζουν.
Υπήρχαν πάντως και ορισμένοι Έλληνες που ευνοήθηκαν από τη νέα τάξη. Οι Ρωμαίοι κατήργησαν όλους τους πολιτικούς μηχανισμούς άμυνας της μεγάλης μάζας των πολιτών: των φτωχών και αυτών με μεσαία εισοδήματα· δηλαδή τα πολιτεύματα που επιτύγχαναν ισορροπίες ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και εξασφάλιζαν ευημερία στις πόλεις. Έτσι, στο εσωτερικό του ελληνικού κόσμου οι κοινωνικές εντάσεις ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς οξύνθηκαν. Αλλά οι ρωμαϊκές αρχές έρχονταν πάντα αρωγοί των πλουσιοτέρων, καταπνίγοντας κάθε κίνηση εξέγερσης. Οι Ρωμαίοι, μάλιστα, ανέπτυξαν θερμές σχέσεις με ορισμένους Έλληνες που συνεργάστηκαν πρόθυμα ή πρόσφεραν υπηρεσίες στους κατακτητές, παρέχοντας επιλεκτικώς ακόμη και το πολύτιμο δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν ορισμένοι άνδρες οι οποίοι, χωρίς να χάνουν τα δικαιώματά τους στις πόλεις καταγωγής τους, ήταν ταυτοχρόνως και πολίτες της Ρώμης. Το μεγαλύτερο προνόμιό τους ήταν μια διακριτή και ευνοϊκή δικαστική μεταχείριση. Κανένας δεν είχε την άδεια να τους υποβάλει σε βασανιστήρια, ενώ τη θανατική τους καταδίκη μπορούσε να επιβάλει μόνο ο αυτοκράτορας - και πάντα με το σπαθί, όχι με τους ατιμωτικούς τρόπους που γίνονταν πλέον συνήθεις.
Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον άγριο νικητή της
Οι παλαιότεροι Ρωμαίοι δεν διέθεταν υψηλή λογοτεχνία. Άνθρωποι πρακτικοί και ακαλλιέργητοι αρχικά, είδαν την ιστορική μοίρα να τους προορίζει για κατακτήσεις που θα έφερναν τελικά «ειρήνη και ασφάλεια» (όπως επαναλάμβανε το ρωμαϊκό σύνθημα ο απόστολος Παύλος). Ο πόλεμος τους ήταν προσφιλής και η αποτελεσματική οργάνωση των κατακτημένων περιοχών αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της κυριαρχίας. Στη δημιουργία κανόνων για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας και στην απονομή της δικαιοσύνης οι Ρωμαίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα. (Ακόμη και σήμερα η ρωμαϊκή νομοθεσία αποτελεί πρότυπο πρακτικού δικαίου.) Στα γράμματα και τις τέχνες, όμως, χρειάστηκε να δοθεί ένα έναυσμα από αλλού για να μπορέσει η ρωμαϊκή κοινωνία να υπερβεί το όριο των αγροτικών ασμάτων και της λαϊκής τέχνης. Το έναυσμα δόθηκε από την επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό - της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας αρχικά, της κυρίως Ελλάδας και των ελληνιστικών βασιλείων στη συνέχεια.
Ο πρώτος άνδρας που έφερε, καθώς λεγόταν, σε επαφή τη Ρώμη με τον ποιητικό κόσμο της Ελλάδας ήταν ένας απελεύθερος από τον Τάραντα, που ονομαζόταν Λίβιος Ανδρόνικος. Ο άνθρωπος αυτός, ελληνικής καταγωγής τουλάχιστον κατά το ήμισυ, παρουσίασε γύρω στο μέσον του 3ου αιώνα μια διασκευή της ομηρικής Οδύσσειας στα λατινικά και δημιούργησε έναν κύκλο μαθητών, τους οποίους άρχισε να μυεί στην ποιητική παραγωγή των Ελλήνων. Ο Ανδρόνικος ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ορθή μεταφορά του ελληνικού έπους στη λατινική και αναζήτησε αρχαϊκές εκφράσεις και ομόλογους θεούς των Ρωμαίων για να αποδώσει τους λεκτικούς αρχαϊσμούς και το πάνθεο του Ομήρου. Επίσης, παρουσίασε μια τραγωδία και μια κωμωδία, γραμμένες σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα, σε μια μεγάλη γιορτή της Ρώμης όπου η παντομίμα και ο χορός είχαν μέχρι τότε την πρωτοκαθεδρία. Στις επόμενες δεκαετίες ο εκρωμαϊσμός της ελληνικής τραγωδίας θα ολοκληρωνόταν με τους πρώτους αμιγώς Λατίνους ποιητές.
Ωστόσο, το πλέον κατάλληλο μέσο για την έκφραση της δικής τους ιδιαίτερης φωνής στον χώρο του θεάτρου οι Ρωμαίοι το βρήκαν στην κωμωδία. Ο Πλαύτος (περ. 250-184) και ο Τερέντιος (περ. 190-159) ακολούθησαν βασικά τη γραμμή που είχε χαράξει ο Μένανδρος με τη λεγόμενη Νέα Κωμωδία, αλλά εμπλούτισαν τόσο τη θεματολογία όσο και τη μορφή της. Τα έργα τους είναι τα αρχαιότερα αρτίως σωζόμενα δείγματα της ρωμαϊκής λογοτεχνίας.
Η γενέθλια πράξη για την ανάπτυξη υψηλής λογοτεχνίας στον λατινόφωνο κόσμο προήλθε από έναν πρώην δούλο. Δύο αιώνες αργότερα, η λατινική ποίηση θα βρισκόταν σε τέτοια ακμή, ώστε οι θεράποντές της να συναναστρέφονται τους ανθρώπους της πολιτικής δράσης στα ανώτερα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας (Παπαγγελής κεφ. 4.4 [σ. 61-68]). Στον λεγόμενο «χρυσό αιώνα» των λατινικών γραμμάτων, η ποίηση βρέθηκε άμεσα συνδεδεμένη με την πολιτική πραγματικότητα.
Η επικράτηση του Αυγούστου, η μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή λίμνη -«η θάλασσά μας», όπως έλεγαν με υπερηφάνεια οι Ρωμαίοι- και η προσδοκία μιας γενικής ειρήνης στη ρωμαϊκή οικουμένη δημιούργησαν πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη των γραμμάτων: αφενός ελεύθερο χρόνο και αφετέρου ανάγκη εξύμνησης της νέας τάξης πραγμάτων που εκπροσωπούσε ο ισόθεος αυτοκράτορας. Το έργο ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο Βιργίλιος (70-19), αλλά δεν ήταν ο μόνος. Η ελληνική μυθολογία είχε ήδη εμπνεύσει τους Ρωμαίους και διαποτίσει τη θρησκεία τους. Η εξύμνηση του Αυγούστου και της ενωμένης αυτοκρατορίας του έπρεπε να περάσει μέσα από ένα ηρωικό παρελθόν -σκέφτηκε ο Βιργίλιος-, όπως ο θρυλικός πόλεμος της Τροίας και οι αντίστοιχες ηρωικές περιπλανήσεις του Αινεία.
Χρονολογικά ο Βιργίλιος δεν ήταν ο πρώτος επικός ποιητής της Ρώμης. Το λατινικό έπος είχε ανθίσει νωρίτερα, αν και βρισκόταν σε φανερή παρακμή στην εποχή του. Ο Βιργίλιος όμως έγινε, από την άποψη της αξίας, ο πρώτος επικός ποιητής στη λατινική λογοτεχνία, διότι κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αξεπέραστο μύθο για την αιώνια πόλη και την ιδέα της αυτοκρατορίας. Η μίμηση του Ομήρου προχώρησε πολύ πέρα από την απομίμηση ενός προτύπου. Το ίδιο συνέβη και στα άλλα γραμματειακά είδη. Όλοι οι Ρωμαίοι ποιητές και πεζογράφοι είχαν έναν προγενέστερο Έλληνα για πρότυπό τους, συχνά και περισσότερους του ενός ταυτόχρονα. Άλλοτε ο Αλκαίος και η Σαπφώ, άλλοτε ο Πίνδαρος, άλλοτε ο Θεόκριτος, κάποτε μάλιστα και ο Καλλίμαχος, λειτούργησαν ως σημεία αναφοράς για τη λατινική λυρική, επική και βουκολική ποίηση. Η Αινειάδα του Βιργιλίου, πάντως, αποτελεί το κορυφαίο επίτευγμα στην ποιητική παραγωγή των Ρωμαίων.
Ο Πολύβιος αποτέλεσε το μεγάλο πρότυπο των Λατίνων ιστορικών, οι οποίοι διακρίθηκαν για την πραγματιστική αντίληψη των ιστορικών συμβάντων. Κάποιοι, όπως χαρακτηριστικά ο Ιούλιος Καίσαρ και ο Οκταβιανός Αύγουστος, ήταν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης και ενδιαφέρθηκαν να καταγράψουν γεγονότα που έζησαν οι ίδιοι. Πολλοί ήταν συγκλητικοί. Ιστοριογραφία για αρκετούς Ρωμαίους ιστορικούς σήμαινε κυρίως χρονογραφία και ηθικοπολιτική διαπαιδαγώγηση.
Απέναντι στους προγενέστερους χρονικογράφους, πρώτος ο Σαλλούστιος (86-34) είδε την εσωτερική συνοχή και το νόημα των γεγονότων. Πρότυπό του υπήρξε ο Θουκυδίδης, τον οποίο μιμήθηκε τόσο με την εισαγωγή δημηγοριών στην ιστορική αφήγηση όσο και με τον φιλοσοφικό και συχνά αρχαΐζοντα τρόπο γραφής. Ο νεότερος Λίβιος (59 π.Χ. - 17 μ.Χ.), που συνέθεσε ένα τεράστιο έργο Από ιδρύσεως Ρώμης, βασίστηκε περισσότερο σε προγενέστερους ιστορικούς (και στον Πολύβιο) παρά στον έλεγχο των αρχείων και την τοπογραφική έρευνα, αλλά το επιμελημένο ύφος του προδίδει σχέση τόσο με την ποίηση όσο και με τη ρητορεία της εποχής του. Ο λίγο προγενέστερος Διόδωρος Σικελιώτης (1ος αιώνας π.Χ.), αντίθετα, είχε επισκεφθεί την Αίγυπτο, γνώριζε λατινικά και αφιέρωσε, κατά δική του μαρτυρία, τριάντα χρόνια της ζωής του στη συγγραφή μιας οικουμενικής ιστορίας σε σαράντα βιβλία, που κάλυπτε όλο το διάστημα από τις απαρχές της μυθολογίας μέχρι τη σύγχρονή του εποχή. Το έργο, γραμμένο στα ελληνικά, επιγράφεται Βιβλιοθήκη και μεγάλο τμήμα του σώζεται μέχρι σήμερα.
Κατά τον Διόδωρο, το προτέρημα της ιστορίας είναι ότι μπορεί να διδάξει χωρίς να εμπλέκει τον αναγνώστη στους κινδύνους και τους πόνους που έχει η πραγματική ζωή. Ο Διόδωρος ήταν θαυμαστής του Πολύβιου. Όσοι συνέγραψαν οικουμενικές ιστορίες -ισχυρίζεται- ενοποίησαν σαν σε μια τράπεζα (χρηματιστήριον) όλη την πολιτική οικονομία των λαών και όπως η θεία πρόνοια δημιουργεί κυκλικά επανερχόμενες αναλογίες ανάμεσα στην τάξη των άστρων και τις φύσεις των ανθρώπων (σχέσεις που μελετά η αστρολογία), έτσι και αυτοί έδωσαν νόημα στο φαινομενικά άρρυθμο και τυχαίο.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος (περ. 56-120), πιο πολύπλοκος τόσο στη σκέψη όσο και στο εξεζητημένο ύφος από τον Λίβιο, ασχολήθηκε επίσης με την εθνογραφία και περιέγραψε τα γερμανικά φύλα απέναντι στους Ρωμαίους, με τρόπο που θυμίζει την αντιπαράθεση Ελλήνων και βαρβάρων στο έργο του Ηροδότου. Αντιλαμβανόμενος τη διάσταση ανάμεσα στις εξαγγελίες των ανθρώπων και τις κρυμμένες προθέσεις των έργων τους, ο Τάκιτος παρουσίασε μια αντίληψη της ανθρώπινης φύσης που ρέπει προς την απαισιοδοξία - όπως συμβαίνει και με τον Θουκυδίδη. Στην καταγραφή των συμβάντων του 1ου αιώνα μ.Χ., πάντως, ο Τάκιτος δεν έχανε ευκαιρία να δηλώσει ότι η μοναρχία αποτελεί προϋπόθεση της οικουμενικής ειρήνης.
Ο Κικέρων (106-43) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή των λατινικών γραμμάτων. Δεν συνδύαζε μόνο τον άνθρωπο της δράσης με τον λόγιο διανοούμενο, δεν δημιούργησε μόνο, με πρότυπο τον Δημοσθένη, ένα σχεδόν ανυπέρβλητο ύφος στον λατινικό πεζό λόγο, αλλά υπήρξε επίσης ο πρωτεργάτης για την εισαγωγή της ελληνικής φιλοσοφίας στη Ρώμη. Για ένα μεγάλο μέρος της μεταγενέστερης παράδοσης η κατανόηση των ελληνικών ρητορικών και φιλοσοφικών ιδεών ήταν διαμεσολαβημένη από σχέσεις, έννοιες και όρους που εισήγαγε αυτός στα λόγια λατινικά.
Ιδανικό του Κικέρωνα υπήρξε ο πολιτικός ρήτορας που διαθέτει εκτενέστατη παιδεία. Η καθαρότητα της σκέψης του ίδιου αποτυπώθηκε περισσότερο στους πολιτικούς λόγους, τις επιστολές και τις θεωρητικές περί ρητορικής πραγματείες παρά στα φιλοσοφικά του συγγράμματα. Ως φιλόσοφος, ο Κικέρων υπήρξε εκλεκτικός. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή, αλλά η θεατρικότητα της σκηνοθεσίας και η ηθογράφηση των προσώπων δεν φτάνει στο επίπεδο των πλατωνικών προτύπων.
Αν και ο Κικέρων μετέφρασε στα λατινικά τον Τίμαιο, τον βασικό κοσμολογικό διάλογο του ύστερου Πλάτωνα, οι οντολογικές και μεταφυσικές θεωρήσεις των Ελλήνων φιλοσόφων δεν θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος στους πρακτικούς ορίζοντες του ρωμαϊκού νου. Όπως ακριβώς ο Σωκράτης είχε κατεβάσει τη φιλοσοφία από τον ουρανό των κοσμολογικών ενοράσεων της Ιωνίας στην εύφορη γη των καθημερινών ασχολιών της Αττικής -άποψη κικερώνεια αυτή-, έτσι και ο ίδιος ο Κικέρων θα συνέβαλλε αποφασιστικά στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον άνθρωπο θεωρημένο ως μέρος της κοσμικής πραγματικότητας -άποψη κοινή στις ελληνιστικές σχολές- στον αυτόνομο δημιουργό κοινωνικών κανόνων και πολιτικών θεσμών. Ακόμη και στην πραγματεία Περί της φύσης των θεών ο Κικέρων δεν χάνει την επαφή με τη γήινη πραγματικότητα. Αν εξαιρέσουμε τον Λουκρήτιο, έναν Επικούρειο που έζησε την ίδια εποχή, η ρωμαϊκή φιλοσοφία δεν ασχολήθηκε με ζητήματα κοσμολογικά ούτε με ερωτήματα που αφορούν τη μεταφυσική δομή του κόσμου. Η ηθική διάσταση της ανθρώπινης ζωής σχεδόν μονοπώλησε το ενδιαφέρον της. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι αισθάνονταν έλξη προς τον στωικισμό.
Τα ελληνικά γράμματα συνέχιζαν τη δική τους πορεία, ανεπηρέαστα από τις εξελίξεις στον λατινόφωνο κόσμο. Οι Ρωμαίοι μάθαιναν ελληνικά για να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας τους και για να μορφωθούν. Οι Έλληνες και οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Ασίας δεν ενδιαφέρονταν για τη λατινική γλώσσα, με εξαίρεση όσους είχαν άμεση σχέση με τη διοίκηση. Η ελληνιστική εξακολουθούσε να είναι η κοινή γλώσσα των λαών της ανατολικής Μεσογείου και παράλληλα η γλώσσα ενός κυρίαρχου και ενιαίου πολιτισμού - παρά τις έντονες τοπικές διαφοροποιήσεις.
Στους αιώνες της ρωμαϊκής κατάκτησης η ελληνική ποίηση έχανε εμφανώς έδαφος έναντι της ιστοριογραφίας και της ρητορείας. Με εξαίρεση τα ολιγόστιχα επιγράμματα και ορισμένα είδη θρησκευτικής ποίησης, κατά κύριο λόγο υμνητικής, τον έμμετρο λόγο υποκαθιστούσε ο έντεχνος πεζός. Η αυθεντική ποίηση, σε αντιδιαστολή προς τη λόγια, προϋποθέτει άφεση στον κόσμο των ενορμήσεων και του ονείρου: αποτελεί ένα είδος θεόσταλτης μανίας, που είναι δυσεύρετη σε περιόδους πνευματικής κόπωσης ή αγωνίας. Ενώ λοιπόν οι Ρωμαίοι με την ειρήνη χαλάρωναν τον δεσμό της ανάγκης και του χρέους που δημιουργούσαν παλαιότερα οι συνεχείς πολεμικές διενέξεις, κατακτητικές και εμφύλιες, οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Ανατολής ένιωθαν μια αυξανόμενη τάση λύτρωσης έξω από τον παρόντα κόσμο. Η τάση αυτή θα έβρισκε έκφραση είτε στη φιλοσοφία είτε στη θρησκεία, είτε στη νέα ένωση που προήλθε από την κοινή ανάγκη για αποκάλυψη και γνώση.
Ο Επίκτητος (περ. 55-135) ήταν ένας δούλος από τη Φρυγία που βρέθηκε στο σπίτι ενός πλούσιου απελεύθερου στη Ρώμη. Το πραγματικό του όνομα δεν είναι γνωστό. Επίκτητος σημαίνει «αποκτημένος» - προσωνύμιο ταιριαστό σε σκλάβο. Αν και χωλός από παιδί, διέθετε μεγάλη διορατικότητα και έμφυτη τάση σοφίας. Κάποια στιγμή ο δεσπότης του αποφάσισε να του χαρίσει την ελευθερία. Ο Επίκτητος παρακολούθησε τα μαθήματα που έδινε ο Ρωμαίος φιλόσοφος Μουσώνιος Ρούφος και έγινε ο πιο διάσημος μαθητής του.
Ο Μουσώνιος Ρούφος ήταν ένας στωικός που δίδασκε ότι η φιλοσοφία δεν είναι απλή θεωρητική ενασχόληση, αλλά η ίδια η τελειοποίηση της ανθρώπινης φύσης και συνεπώς παιδεία και άσκηση κατάλληλη για άνδρες και γυναίκες, δούλους και βασιλείς. Λέγεται ότι ο Μουσώνιος Ρούφος αλληλογραφούσε με τον Απολλώνιο τον Τυανέα, έναν άνδρα από την Καππαδοκία που είχε ασκητικές τάσεις, ταξίδεψε ως την Ινδία, συμβούλεψε ελληνικές πόλεις, αναμετρήθηκε με αυτοκράτορες και τελικά, σύμφωνα με τον θρύλο, αναλήφθηκε στους ουρανούς (Κακριδής 5.5.Ζ [σ. 278]). Κάποιοι θεώρησαν ότι ο Μουσώνιος Ρούφος και ο Απολλώνιος ήταν οι δύο σοφότεροι άνδρες του αιώνα τους. Σε εποχή που είχε πλέον επιβληθεί ο χριστιανισμός, ένας φιλόσοφος από την Αλεξάνδρεια συνέκρινε τον Απολλώνιο με τον Ιησού.
Όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός (81-96) εκδίωξε όλους τους φιλόσοφους και αστρονόμους από τη Ρώμη, ο Επίκτητος αναχώρησε για την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Νικόπολη. Η πόλη είχε ήδη πάνω από έναν αιώνα ζωής και αριθμούσε περίπου 30.000 κατοίκους. Εκεί ίδρυσε μια σχολή φιλοσοφίας και άρχισε να διδάσκει. Η φήμη του σύντομα ξεπέρασε τα στενά όρια της Ηπείρου και της ρωμαϊκής Αχαΐας. Οι μαθητές του κατάγονταν από διάφορους τόπους της Μεσογείου.
Αν και Ρωμαίος, ο Μουσώνιος Ρούφος δίδασκε στα ελληνικά. Ο Επίκτητος τον ακολούθησε σε πολλά σημεία: έμεινε πιστός στις βασικές θέσεις της στωικής ηθικής, πίστευε στη φιλοσοφία ως τρόπο ζωής, δίδασκε στα ελληνικά. Όπως παλαιότερα ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο σκεπτικός Πύρρων και ο κυνικός Διογένης, έτσι και ο Επίκτητος θεώρησε ότι έργο του φιλοσόφου δεν είναι η καταγραφή θεωριών αλλά η προσωπική επαφή και η ανθρώπινη σχέση με όσους επιθυμούν να μάθουν και να βελτιωθούν. Την προφορική διδασκαλία του διέσωσε ο Αρριανός, στον οποίο χρωστούμε επίσης την εξιστόρηση της εκστρατείας του Αλεξάνδρου (Ἀλεξάνδρου ἀνάβασις). Ο Αρριανός, που καταγόταν από τη Βιθυνία και ήρθε στη Νικόπολη για να μαθητεύσει, εντυπωσιάστηκε από τον Επίκτητο και κατέγραψε τα λόγια του σε οκτώ βιβλία (Διατριβαί), από τα οποία σώζονται τα μισά. Αργότερα έκανε μια επιτομή του έργου (Ἐγχειρίδιον) για τη διευκόλυνση των αναγνωστών (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 266-267]).
Ο Επίκτητος δεν διέθετε εκτενή παιδεία. Γνώριζε βεβαίως τον Όμηρο και κάποιους τραγικούς ποιητές, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα -αυτοί εξάλλου παρουσίαζαν τη μορφή του αγαπημένου του Σωκράτη- και φυσικά τους στωικούς, ιδίως τον Ζήνωνα και τον Χρύσιππο. Αλλά μέριμνά του δεν ήταν η εξήγηση των προγενεστέρων. Ήταν η ίδια η ζωή και οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να ζει κανείς ανεπηρέαστος από τις μεταπτώσεις της τύχης, ελεύθερος και ευτυχισμένος.
Ο Επίκτητος προειδοποιούσε τους μαθητές του για τους κινδύνους της λογιότητας, ρωτώντας ρητορικά τον εαυτό του:
Αν θαυμάζω την ίδια την ικανότητα της ερμηνείας αυτή καθαυτή, δεν έχω γίνει, αντί για φιλόσοφος, φιλόλογος, με τη διαφορά ότι αντί για τον Όμηρο εγώ εξηγώ τον Χρύσιππο;
Ταυτόχρονα ο πρώην δούλος προέτρεπε τους πολιτικά ελεύθερους μαθητές στην ουσιαστική ελευθερία (Κάλφας & Ζωγραφίδης κεφ. 13.3 [σ. 229-230):
Όποιος θέλει να είναι ελεύθερος, ας μην επιθυμεί και ας μην αποφεύγει πράγματα που ανήκουν στη δικαιοδοσία άλλων. Αλλιώς θα είναι δούλος εκείνων.
Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή
Ο αυτοκράτορας Νέρων (54-68) ήταν θαυμαστής των ελληνικών τεχνών. Σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις σχέσεις των Ελλήνων με τη Ρώμη αλλά και να δοξαστεί ο ίδιος, επισκέφθηκε την Αχαΐα, την επαρχία που περιλάμβανε και την Αθήνα. Μια από τις σημαντικότερες εντολές του ήταν να διορυχθεί ο Ισθμός της Κορίνθου: πρώτος αυτός έσκαψε τη γη με αξίνα και μετέφερε στους ώμους του ένα κοφίνι με χώμα. Στη διάρκεια της παραμονής του πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες. Για να το πετύχει, διέταξε να πραγματοποιηθούν την ίδια χρονιά ακόμη και αυτοί που τελούνταν σε διαφορετικά έτη και καθιέρωσε μουσικούς διαγωνισμούς στην Ολυμπία. Τραγούδησε επίσης σε παραστάσεις τραγωδίας. Σε πολλά μέρη εμφανίστηκε ως ηνίοχος. Σε όλες τις περιπτώσεις αναδείχθηκε νικητής. Αναχωρώντας, για να εκφράσει την ικανοποίησή του, απέδωσε σε όλη την επαρχία την ελευθερία της, αναγγέλλοντας ο ίδιος την ευεργεσία του στην εορτή των Ισθμίων. (Επρόκειτο ασφαλώς για μια συμβολική διακήρυξη, χωρίς πολιτικό περιεχόμενο.) Μόνο στα Ελευσίνια μυστήρια δεν τόλμησε να προσέλθει, καθώς αποκλείονταν οι ανθρωποκτόνοι και αυτός είχε δολοφονήσει, μεταξύ άλλων, τη μητέρα του. Ο Ρωμαίος ιστορικός Σουητώνιος, που κατέγραψε με βαθιά περιφρόνηση τις λεπτομέρειες, σημειώνει πάντως ότι ο αυτοκράτορας είχε και τους θαυμαστές του. Υπήρχαν άνθρωποι που μετά τον θάνατό του στόλιζαν τον τάφο του με λουλούδια για πολύ καιρό. Μολονότι οι συγκλητικοί τον απεχθάνονταν, ορισμένες επαρχίες κράτησαν από αυτόν μια καλή ανάμνηση. Ορισμένοι τον περίμεναν να ξαναζωντανέψει και να επιστρέψει (Παπαγγελής κεφ. 10.5 [σ. 156-159]).
Λίγο πριν πάρει την εξουσία ο Νέρων, είχε φτάσει στην Αθήνα ένας εξελληνισμένος Ιουδαίος που τον έλεγαν Παύλο. Σύμφωνα με τις Πράξεις των Αποστόλων, βρήκε την πόλη γεμάτη με αγάλματα θεών και την αγορά πρόθυμη για συζητήσεις. Έτσι, δεν παρέμεινε μόνο στη συναγωγή όπου συναθροίζονταν οι Ιουδαίοι, αλλά συνομίλησε με επικούρειους και στωικούς φιλοσόφους. Γρήγορα έγινε φανερό ότι μιλούσε για ξένα δαιμόνια, και αυτό προκάλεσε ενδιαφέρον. Οι Αθηναίοι έδιναν την εντύπωση ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν καιρό για τίποτε άλλο όσο για συζητήσεις γύρω από καινούριες ιδέες. Σύμφωνα με την αφήγηση, ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο και άρχισε να διδάσκει για έναν Θεό δημιουργό του κόσμου και για έναν Κριτή της οικουμένης.
Ο Παύλος είχε φτάσει στην Αθήνα από τη Μακεδονία, διασχίζοντας τη Μικρά Ασία και περνώντας από τους Φιλίππους, τη Θεσσαλονίκη και τη Βέροια, αλλά μόνο στην Κόρινθο φαίνεται ότι σημείωσε κάποια επιτυχία. Η πόλη είχε ανοικοδομηθεί μόλις εκατό χρόνια νωρίτερα, και η πλειονότητα των κατοίκων της είχαν έρθει από διάφορα άλλα μέρη. Πολλοί ήταν εξελληνισμένοι Ρωμαίοι. Στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο ο Κριτής για τον οποίο μιλούσε ο Παύλος αποκαλείται ἄμπελος ἀληθινή και έτσι όλοι οι Έλληνες θα κατανοούσαν ότι επρόκειτο για έναν νέο Διόνυσο, μυστηριακό και απελευθερωτικό. Αλλά ο Παύλος προτίμησε να κηρύξει το ευαγγέλιο του Ιησού με λόγια που γνώριζε ότι θα ήταν σκάνδαλον για τους Ιουδαίους και μωρία για τους Έλληνες: επέμενε έτσι να διδάσκει για ἐσταυρωμένον Χριστόν, δηλαδή Μεσσία, ο οποίος πέθανε και αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όταν το άκουσαν αυτό οι Αθηναίοι έφυγαν γρήγορα, οι περισσότεροι χλευάζοντας.
Οι χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν αυτοί που αποδέχθηκαν τη διδασκαλία, δεν είχαν διάθεση να συγκρουστούν με τις αρχές, τοπικές ή ρωμαϊκές. Ήταν ωστόσο βέβαιοι ότι η επερχόμενη κρίση θα έθετε τέρμα όχι μόνο στην εξουσία των Ρωμαίων αλλά και στον κόσμο ολόκληρο. Ορισμένοι, όπως ο Ιωάννης που έγραψε την Αποκάλυψη, οραματίστηκαν τους βασιλείς της γης (προφανώς και τον Ρωμαίο αυτοκράτορα) να κλαίνε και να θρηνούν. Η αμαρτωλή Βαβυλώνα, δηλαδή η Ρώμη, θα χανόταν σύντομα, διότι οι έμποροί της ήταν μεγιστάνες της γης και διότι τα μάγια της είχαν πλανέψει όλα τα έθνη. Υπήρχε ωστόσο χρόνος για μεταμέλεια και σωτηρία.
Πολύ γρήγορα διαμορφώθηκαν μικρές ομάδες πιστών σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας. Μια από τις δυναμικότερες βρισκόταν στην ίδια τη Ρώμη, όπου συνέρρεαν όλα τα «φοβερά» και «επαίσχυντα» και γίνονταν του συρμού, όπως παρατηρεί ο Τάκιτος. Η χριστιανική κοινότητα περιλάμβανε μέλη της αυτοκρατορικής αυλής, δούλους και απελεύθερους του αυτοκράτορα, επίσης τεχνίτες και ανθρώπους από κάθε κοινωνική τάξη, πένητες και ευπόρους. Μόνο η υψηλή αριστοκρατία παρέμενε παντελώς ασυγκίνητη, όπως επίσης ασυγκίνητοι παρέμειναν και οι ταπεινοί δούλοι, που δεν έβλεπαν στη νέα θρησκεία μια απελευθερωτική δύναμη.
Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού ήταν συχνά εχθρικές προς τη νέα διδαχή. Ο χριστιανισμός δεν ήταν μια ακόμη λατρεία που μπορούσε να προστεθεί στο πολυθεϊστικό και ανεκτικό θρησκευτικό σύστημα της αυτοκρατορίας. Πρέσβευε έναν αδιάλλακτο μονοθεϊσμό και απέκλειε κάθε άλλη μορφή λατρείας. Με πείσμα και πάθος καταδίκαζε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές παραδόσεις των λαών ως ειδωλολατρία και δεισιδαιμονία. Δεν επέτρεπε στους πιστούς να συμμετέχουν στις εορτές και τις καθιερωμένες θυσίες, να στεφανώνουν με άνθη τα αγάλματα των θεών ή να στεφανώνονται οι ίδιοι, όπως συνηθιζόταν.
Όταν το 64 ξέσπασε στη Ρώμη μια μεγάλη και καταστρεπτική πυρκαγιά. Όπως εξηγεί ο Τάκιτος, οι χριστιανοί ήταν ήδη μισητοί για τις αχρειότητές τους. Πολλοί βασανίστηκαν και θανατώθηκαν, όχι απλώς για την πυρκαγιά, αλλά και για «το μίσος τους προς το ανθρώπινο γένος». Ο ιστορικός εννοούσε, προφανώς, το μίσος τους για τις κοινές δοξασίες των πολλών. Ως Ρωμαίος πολίτης, ο ίδιος ο Παύλος είχε οδηγηθεί στη Ρώμη για να δικαστεί, επειδή με τη διδασκαλία του δίχαζε τον ιουδαϊκό λαό και διατάρασσε την κοινωνική τάξη.
Το 66 ξέσπασε στην Ιουδαία μια τρομερή εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων και έγινε φανερό τι φοβούνταν οι ιουδαϊκές αρχές που είχαν παραδώσει τον Ιησού στον Πόντιο Πιλάτο, τον τοπικό έπαρχο. Ο πόλεμος που ακολούθησε ήταν τόσο σφοδρός και διεξήχθη με τέτοιο πείσμα, ώστε χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να κατασταλεί, και άλλα τρία για να εξαλειφθεί τελείως. Ο στρατηγός Βεσπασιανός, που αργότερα έγινε αυτοκράτορας (69-79), κινητοποίησε 60.000 άνδρες, και ο γιος του Τίτος, που έγινε επίσης αυτοκράτορας (79-81), ακόμη περισσότερους. Ο Φλάβιος Ιώσηπος, που αφηγήθηκε στα ελληνικά την ιστορία του πολέμου όταν πια είχε καταστεί Ρωμαίος πολίτης, ισχυρίζεται, ασφαλώς με κάποια υπερβολή, ότι ο συνολικός αριθμός των αιχμαλώτων που πιάστηκαν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου έφτασε τις 97.000 και όσων αφανίστηκαν, μόνο κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, το 1.100.000. Πολλοί από τους αιχμαλώτους στάλθηκαν στον Ισθμό για να εργαστούν στη διώρυγα.
Η συντριβή του παλαιστινιακού ιουδαϊσμού έδωσε νέα ορμή στις χριστιανικές κοινότητες. Οι χριστιανοί εξέλαβαν την πυρπόληση και κατεδάφιση του Ναού ως θεοδικία για τη σταύρωση και την άρνηση των Ιουδαίων να δεχτούν τον απεσταλμένο του Θεού. Στράφηκαν έτσι συστηματικότερα προς τον ελληνικό και τον ρωμαϊκό κόσμο. Οι περισσότεροι άλλωστε μιλούσαν ελληνικά και εργάζονταν για τη θεμελίωση μιας νέας θρησκείας.
Ο Δίων από την Προύσα, γνωστός ως Χρυσόστομος, Έλληνας ρήτορας και στοχαστής, πέρασε μεγάλο μέρος της πολυτάραχης ζωής του ταξιδεύοντας (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 255-256]). Παρά τις καλές του σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή, δυσαρέστησε τον αυτοκράτορα Δομιτιανό και εξορίστηκε, όχι μόνο από την Ιταλία αλλά και από τον τόπο καταγωγής του, τη Βιθυνία. Περιπλανώμενος σε μέρη που δεν συνήθιζαν να πηγαίνουν οι μορφωμένοι άνδρες της εποχής του, διδάχτηκε από βαρβάρους και αγρότες. Έμαθε τον κόσμο καλά και ακόνισε την κριτική του σκέψη. Προβληματίστηκε πάνω στην κοινωνική τάξη και την κοινωνική ιεραρχία και αμφισβήτησε πολλές από τις πολιτισμικές αξίες που άλλοι θεωρούσαν δεδομένες. Η ριζοσπαστική του προδιάθεση τον οδήγησε σε στάσεις ζωής αρκετά ακραίες και κάποτε ανατρεπτικές. Ένα από τα ταξίδια του τον κατηύθυνε στο κέντρο της Ελλάδας, όπως του φάνηκε. Από τον τόπο όπου βρέθηκε είδε ολόκληρο τον κόσμο, όπως κοιτά κανείς μια πλούσια θέα μέσα από μικρό παράθυρο. Για να καταγράψει τις σκέψεις του συνέθεσε ένα μυθιστορηματικό δοκίμιο.
Με σκοπό να κατανοήσουν τον κόσμο, διάφοροι μορφωμένοι άνδρες επισκέπτονταν την Αθήνα, που παρέμενε για την Ελλάδα κέντρο γεωγραφικό και συνάμα μορφωτικό. Ανατρεπτικός καθώς ήταν, ο Δίων χαρακτήρισε κέντρο ένα ξεχασμένο νησί που δεν διέθετε φιλοσοφικές σχολές. Άλλωστε, στα Κοίλα της νότιας Εύβοιας, στα στενά του Καφηρέα, όπου τον έριξε η μοίρα, σπάνια μετέβαινε κάποιος οικειοθελώς. Ο Δίων έφτασε ως ναυαγός.
Τύχη αγαθή διασταύρωσε τα βήματά του με τα βήματα ενός κυνηγού. Στο σπίτι του βρήκε καταφύγιο, όσο χρειαζόταν για να συνέλθει. Ανηφορίζοντας με τον ξεναγό του από την παραλία στο ύψωμα, όπου βρίσκονταν οι καλύβες της φιλοξενίας, πρόλαβε να συζητήσει και να προβληματιστεί.
Τα ελληνικά νησιά είναι κάποτε ένας ολόκληρος κόσμος. Αποκομμένα από τις άλλες στεριές, αναπαράγουν σε μικρογραφία όλες τις βασικές παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις. Όπως στους άλλους τόπους όπου κατοικούσαν Έλληνες και Ρωμαίοι, στη νότια Εύβοια μια βαθιά διαχωριστική γραμμή ξεχώριζε τους κατοίκους της πόλης από τους κατοίκους των χωριών. Η πόλη ήταν το κέντρο της διοίκησης και του πολιτισμού. Εκεί συγκεντρώνονταν οι φόροι, γινόταν η απονομή της δικαιοσύνης και λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις. Μια αξιοπρεπής πόλη προστατευόταν από γερό τείχος και πύργους. Μέσα στο τείχος ήταν συγκεντρωμένα πολλά και μεγάλα σπίτια. Καθώς ήταν συχνά παραλιακή, μια πόλη διέθετε λιμάνι για τα πλοία. Στην αγορά συγκεντρωνόταν το πλήθος για το καθημερινό εμπόριο και την ανταλλαγή πληροφοριών. Το θέατρο ήταν τόπος διασκέδασης αλλά και συνεδρίασης. Συναθροισμένοι εκεί οι πολίτες άκουγαν τους ρήτορες και ψήφιζαν για τα τοπικά ζητήματα που τους αφορούσαν. Οι περισσότεροι από αυτούς διέθεταν γη, άλλοι κοντά και άλλοι μακριά από την πόλη. Βασική τους μέριμνα ήταν η καλλιέργεια των κτημάτων και η εκτροφή ζώων. Αρκετοί ήταν τεχνίτες και έμποροι.
Το χωριό ήταν μια παραγωγική μονάδα. Τα σπίτια ήταν μικρά, το εμπόριο περιορισμένο. Από το χωριό όμως αγόραζε η πόλη τα βασικά είδη διατροφής. Μέρος των κερδών επέστρεφε στην πόλη με τη μορφή ενοικίων και φόρων. Χωριό και πόλη διατηρούσαν την επαφή τους κυρίως με την κυκλοφορία του χρήματος. Αυτό που τα χώριζε ήταν πρωτίστως ο πολιτισμός.
Ο κυνηγός που φιλοξένησε τον Δίωνα ήταν και αυτός ένα είδος ναυαγού, αλλά της στεριάς. Ο πατέρας του έβοσκε τα βόδια ενός πλούσιου γαιοκτήμονα. Όταν ο γαιοκτήμονας πέθανε και η περιουσία του δημεύτηκε -οι φήμες έλεγαν ότι τον ξέκανε ο αυτοκράτορας για να την ιδιοποιηθεί-, δύο οικογένειες εργατών βρέθηκαν απλήρωτοι και άνεργοι. Αντί να συνωστιστούν στην αφιλόξενη πόλη ή να εγκατασταθούν άκληροι στο χωριό, επέλεξαν να παραμείνουν με τα παιδιά τους στα βουνά και τους λόγγους, εκεί όπου άλλοτε φρόντιζαν τα ξένα κοπάδια. Έκτισαν καλύβες, καλλιέργησαν ένα μικρό κομμάτι γης και εξέθρεψαν λίγα δικά τους ζωντανά. Με την επιλογή τους εκείνη βρέθηκαν έξω από τις οργανωμένες κοινότητες: ξωμάχοι και ερημίτες.
Αλλά το χρήμα είναι μεγάλη κινητήρια δύναμη. Οι άνθρωποι της πόλης ανακάλυψαν την ύπαρξη των ερημιτών, αναζητώντας τους διαφεύγοντες φόρους. Δεν είχαν σκοπό να επιτρέψουν τη δωρεάν εκμετάλλευση δημόσιας γης. Για να υπερασπιστεί τη θέση του, ο κυνηγός αναγκάστηκε να εμφανιστεί στην πόλη ως υπόδικος. Η επίσκεψη ήταν απρόσμενη, βίαιη και διδακτική.
Ο κυνηγός βρέθηκε στην πόλη ως απόλυτα ξένος. Δεν ήξερε τίποτε από τείχη, δημόσια κτίρια, ψηλά σπίτια ή ανθρώπινο συνωστισμό. Δεν είχε ιδέα τι σημαίνει δίκη - μολονότι μπορούσε να υποπτευτεί τι σημαίνει καταδίκη. Δικαζόμενος, βίωσε την παρουσία του στο θέατρο της πόλης ως θέαμα. Βρισκόταν στο κέντρο της ορχήστρας, όπως ο ηθοποιός. Οι δικαστές τριγύρω του ωρύονταν ως ανικανοποίητοι θεατές που διψούσαν περισσότερο για αίμα παρά για απονομή δικαιοσύνης. Για καλή του τύχη, βρήκε πειστικούς προστάτες - ανάμεσά τους έναν άνθρωπο τον οποίο είχε άλλοτε περιθάλψει με καλοσύνη και ανιδιοτέλεια. Έτσι διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο, ξέφυγε από τον πολιτισμό και επέστρεψε στις καλύβες του. Από τα πολλά που είχε μάθει, ένα συγκράτησε περισσότερο: προτιμούσε τη ζωή του ερημίτη. Ο πολιτισμός της πόλης δεν τον είχε κερδίσει.
Η αναχώρηση του Δίωνα ήταν τόσο βίαιη όσο και η άφιξή του. Ο κόσμος που τον ανέμενε παρέμενε περίπλοκος, απαιτητικός, μοχθηρός και υποκριτικός. Ο Δίων συλλογίστηκε τους γάμους στις πόλεις με τις προξενήτρες, τις έρευνες για την περιουσία και το γένος των μελλονύμφων, τις προίκες και τα έδνα, τις υποσχέσεις και τις απάτες, τα ομόλογα και τα συμφωνητικά, τις λοιδορίες και τις απέχθειες (ακόμη και την ώρα του γάμου).
Η ερωτική ζωή στις πόλεις ήταν, στην πραγματικότητα, πολύ χειρότερη. Ο Δίων συλλογίστηκε την πορνεία. Κανένας σοφός στην εποχή του δεν είχε βρει την ευκαιρία ή τη βούληση να ψέξει, όπως αυτός, όχι μόνο τον πορνοβοσκό αλλά και τον πελάτη του. Με λόγια απλά και κοφτά αυτός καυτηρίασε τους ανέραστους έρωτες, την αιχμαλωσία και το εμπόριο σωμάτων γυναικών και παιδιών, τα ρυπαρά οικήματα, την άσκοπη και άκαρπη συμπλοκή των σωμάτων που δεν οδηγεί στη γέννηση αλλά στη φθορά, την υποβολή ανθρώπων που αισχύνονται σε έργα αναίσχυντα, μόνο και μόνο για να ικανοποιηθούν οι λυσσασμένοι και οι ακόλαστοι. Επρόκειτο για ένα ακόμη σύμπτωμα της μαζικής υποδούλωσης απροστάτευτων αμάχων.
Ο Δίων αναπόλησε τη μικρή κοινότητα των κυνηγών. Τι καλά που θα ήταν αν ο πολιτισμός των πόλεων μπορούσε να διδαχτεί κάτι από αυτή την απλότητα και αγνότητα της ζωής στην απόμερη γωνιά ενός μισοξεχασμένου νησιού!
Ο Πλίνιος ο νεότερος ήταν διοικητής στην επαρχία της Βιθυνίας και του Πόντου, απεσταλμένος του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117). Γύρω στο 112 ανέλαβε να δικάσει χριστιανούς της επαρχίας του. Επειδή δεν γνώριζε τις μεθόδους και τα όρια που έπρεπε να τηρήσει στην ανάκριση ή την τιμωρία τους, απευθύνθηκε στον αυτοκράτορα. Αγνοούσε εάν όφειλε να καταδικάσει κάποιον μόνο για τη χριστιανική του ιδιότητα ή για εγκλήματα που ενδεχομένως είχε διαπράξει. Εκείνο που γνώριζε ήταν ότι πολλοί στην επαρχία του κατηγορούσαν τους χριστιανούς - κυκλοφορούσε μάλιστα ένα ανώνυμο φυλλάδιο με πολλά ονόματα. Από τις ανακρίσεις του είχε διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε έγκλημα παρά μόνο κοινή θρησκευτική λατρεία μια συγκεκριμένη ημέρα (προφανώς Κυριακή), πριν από το χάραμα, όπου οι συναθροισμένοι έψελναν ύμνους στον Χριστό «σαν να ήταν θεός». Μετά χωρίζονταν και ξαναβρίσκονταν αργότερα για να φάνε μαζί ένα απλό και λιτό γεύμα. Στη θρησκευτική αυτή κοινότητα συμμετείχαν, όπως διαπίστωσε, άτομα κάθε ηλικίας, τάξης και φύλου, όχι μόνο στις πόλεις αλλά και στα χωριά. Από την άρνησή τους να πάρουν μέρος στις θυσίες, οι ναοί είχαν ερημώσει και οι εορτασμοί είχαν διακοπεί. Αλλά ο αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την κατάσταση επανέφερε τη θρησκευτική τάξη.
Ο Τραϊανός απάντησε ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβληθεί γενικός νόμος σε τέτοιου είδους θέματα. Τους χριστιανούς δεν έπρεπε να τους αναζητούν οι αρχές, αλλά να τους δικάζουν και να τους τιμωρούν μόνο εάν προσάγονταν από ιδιώτες σε δίκη και κρίνονταν ένοχοι. Επίσης τα ανώνυμα φυλλάδια δεν έπρεπε να γίνονται αποδεκτά. Η δικαιοσύνη απαιτούσε μόνο επώνυμες καταγγελίες. Οι αυτοκρατορικές αρχές είχαν αρχίσει να παίρνουν σοβαρά υπόψη τους τη νέα θρησκεία. Την έβλεπαν να αποκτά οπαδούς αλλά και να προκαλεί πολλές εχθρότητες. Δεν ήξεραν πώς ακριβώς έπρεπε να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, αντιλαμβάνονταν ωστόσο ότι δεν μπορούσαν πλέον να αδιαφορούν.
Ο αυτοκράτορας Αδριανός (117-138) ήταν μεγάλος φιλέλληνας, με φιλολογικές σπουδές στα λατινικά και τα ελληνικά. Είχε μάλιστα και τις προσωπικές του προτιμήσεις, εφόσον στη θέση του Ομήρου έβαζε τον ποιητή Αντίμαχο (τον οποίο πάντως ορισμένοι Αλεξανδρινοί γραμματικοί τοποθετούσαν δεύτερο μετά τον Όμηρο στην επική ποίηση). Όταν έφτασε στην Αθήνα, ο Αδριανός έγινε δεκτός στα μυστήρια. Σε άλλη του επίσκεψη διέταξε να ολοκληρωθεί ο ημιτελής ναός του Ολυμπίου Διός, στον οποίο τοποθέτησε και τον δικό του ανδριάντα. Προήδρευσε στον εορτασμό των Διονυσίων και έλαβε τον τίτλο του επώνυμου άρχοντα. Ευνόησε την Αθήνα με πολλούς τρόπους, εφόσον την προμήθευσε με σιτάρι και έθεσε όρια στη φορολογία που επιτρεπόταν να της επιβληθεί. Οι αναμνήσεις από τη ζωή του ήταν ακόμη ζωντανές όταν ένας Ρωμαίος αριστοκράτης από τη Βιθυνία με ελληνικές καταβολές, ο μεγάλος ιστορικός Δίων Κάσσιος, συνέταξε στα ελληνικά την ιστορία του (Κακριδής 5.5.Δ [σ. 267]).
Στην προσπάθειά του να εξουδετερώσει πλήρως τους Ιουδαίους, ο Αδριανός απαγόρευσε την περιτομή, μετονόμασε την Ιερουσαλήμ σε Αιλία Καπιτωλίνα και ανέγειρε στη θέση του πυρπολημένου Ναού ένα ιερό αφιερωμένο στον Δία. Προκάλεσε έτσι γύρω στο 132 μια νέα βίαιη εξέγερση, αυτή τη φορά όχι μόνο στην Ιουδαία αλλά και σε άλλες επαρχίες. Σε αυτή μάλιστα προσχώρησαν διάφορα άλλα έθνη που επιθυμούσαν να απαλλαγούν από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Για την καταστολή της χρειάστηκε να σφαγιαστούν 580.000 άνθρωποι, πέρα από όσους πέθαναν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις πυρκαγιές. Οι Ιουδαίοι υποχρεώθηκαν να απομακρυνθούν τελείως από την κοιτίδα τους.
Ο Περεγρίνος καταγόταν από το Πάριο, ελληνική πόλη του Ελλησπόντου. Κατηγορήθηκε για πατροκτονία και εγκατέλειψε την πατρίδα του, αναζητώντας την τύχη του στην Παλαιστίνη. Εκεί προσχώρησε στον χριστιανισμό και αναδείχθηκε σε ηγετική μορφή. Όταν φυλακίστηκε, η κοινότητα του συμπαραστάθηκε με κάθε δυνατό μέσο. Μετά την αποφυλάκισή του, πάντως, δεν έδειξε τον σεβασμό που όφειλε στα χριστιανικά ήθη (ίσως έφαγε από τα απαγορευμένα εἰδωλόθυτα, τα κρέατα που θυσιάζονταν στους θεούς) και αποβλήθηκε από την κοινότητα. Σπούδασε στην Αίγυπτο και πήγε στη Ρώμη, όπου άρχισε να καταφέρεται εναντίον των αρχών και ιδιαιτέρως εναντίον του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138-161). Στο τέλος εκδιώχθηκε και κατέφυγε στην Ελλάδα, συνεχίζοντας τα αντιρωμαϊκά του κηρύγματα και προτρέποντας τους Έλληνες να ξεσηκωθούν. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στράφηκε με πάθος εναντίον του Ηρώδη του Αττικού, που διέθετε τεράστιο κύρος, και κινδύνεψε από το οργισμένο πλήθος. Μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε στην Αθήνα, όπου απέκτησε αρκετούς μαθητές. Στους επόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες προανήγγειλε ότι θα πυρποληθεί για να απελευθερώσει την ανθρωπότητα από τον φόβο του θανάτου. Πράγματι, το 161 ρίχτηκε στην πυρά, κρατώντας δάδα και επικαλούμενος τους μητρώους και πατρώους δαίμονες να τον δεχτούν ευμενώς. Τα πλήθη παρατηρούσαν εκστατικά.
Η περίεργη και ακατανόητη αυτή διαδρομή αφήνει πολλά ερωτηματικά. Ούτε ο Λουκιανός, που αφηγήθηκε την ιστορία, κατάφερε να βγάλει πολύ νόημα. Θεώρησε ως κίνητρο τη φιλοχρηματία και τη ματαιοδοξία και ειρωνεύτηκε όλες τις πράξεις και τα λόγια του Περεγρίνου.
Αλλά ο Περεγρίνος ενδέχεται να αντιπροσωπεύει την εποχή του περισσότερο από όσο αφήνουν να διαφανεί οι επιθέσεις εναντίον του. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευκολία με την οποία μετακινήθηκε μεταξύ ακραίων εκδοχών θρησκείας και φιλοσοφίας. Στην ασκητική προδιάθεσή του ο Περεγρίνος προσέδωσε και μια έντονα αντιρωμαΐκή διάσταση. Την εποχή εκείνη άλλωστε ξέσπασε στη ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας μια εξέγερση εναντίον των Ρωμαίων, που σημαίνει ότι ο Περεγρίνος δεν βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από τα αισθήματα του ακροατηρίου του. Η εξέγερση πάντως εκείνη κατεστάλη εύκολα από τον Αντωνίνο.
Ας βρούμε τα σημάδια που αποκαλύπτουν κατάλληλα την ψυχή του καθενός
Στις ρητορικές σχολές της Ρόδου και της Μικράς Ασίας αναπτύχθηκε σταδιακά ένα εξεζητημένο ύφος γραφής, που βασιζόταν στην ελληνιστική κοινή αλλά τη διακοσμούσε με περίτεχνα σχήματα λόγου. Η σαφήνεια και η λιτότητα των Αττικών ρητόρων εγκαταλείφθηκε. Μακρές αλλά ισοζυγισμένες προτάσεις με ηθελημένες παρηχήσεις και περιττά επίθετα σχεδόν νανούριζαν τον ακροατή, προσφέροντας ηδυπαθή χαλάρωση. Η παλαιά ποικιλομορφία του τόνου χάθηκε προς όφελος ενός ρυθμικού συντονισμού με τη συγκίνηση. Το πάθος εξάρθηκε. Ένας κυματιζόμενος και ανθηρός λόγος, κατάλληλος για ανάγνωση ή αισθητική ακρόαση, πήρε τη θέση της λεκτικής αμεσότητας στο δικαστήριο ή την Εκκλησία του Δήμου.
Η αντίδραση προήλθε από κύκλους λογίων που ένιωσαν νοσταλγία για την αττική διάλεκτο και τον επιδέξιο χειρισμό της από τον Λυσία ή τον Δημοσθένη. Η νέα τάση επιστροφής στο παρελθόν ονομάστηκε Αττικισμός, και ο άλλοτε νωχελικός και άλλοτε εμφορούμενος από πάθος αντίπαλός της χαρακτηρίστηκε Ασιανισμός, αφού είχε αναπτυχθεί στην Ασία και ίσως ταίριαζε καλύτερα στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων της Ανατολής.
Ο Αττικισμός χαρακτηρίζεται συχνά ως βίαιη προσπάθεια παρεμπόδισης της φυσικής εξέλιξης στη γλώσσα (Χριστίδης κεφ. 11.3 [σ. 191-192]). Ωστόσο, ήδη από τον Όμηρο, η αρχαιότητα διέθετε λογοτεχνικές διαλέκτους, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο αποκομμένες από τη φυσική ομιλία. Οι διάλεκτοι αυτές συνόδευαν συγκεκριμένα γραμματειακά είδη και μετασχηματίζονταν με τρόπους διαφορετικούς από την αβίαστη εξέλιξη των φυσικών γλωσσών.
Ο Αττικισμός εμφανίστηκε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. ως φαινόμενο γλωσσικό και υφολογικό (Κακριδής 5.5.Α [σ. 248-250]). Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, ένας ιστορικός και οξυδερκής κριτικός της λογοτεχνίας που έζησε την περίοδο του Αυγούστου, είναι ο παλαιότερος γνωστός εκφραστής αυτής της τάσης. Επειδή όμως η γλώσσα επηρεάζει τη σκέψη και τις αξιολογήσεις, από τα σπλάχνα του Αττικισμού γεννήθηκε ένα κίνημα εγγράμματης παιδείας που είχε ως πρότυπο την αθηναϊκή πεζογραφία του 5ου και του 4ου αιώνα, δηλαδή της εποχής που ονομάστηκε κλασική. Το κίνημα αυτό έμεινε γνωστό ως Δεύτερη Σοφιστική και είχε πολλούς και ποικίλους εκπροσώπους κατά την αυτοκρατορική περίοδο.
Η θεματολογία και τα ειδικά ενδιαφέροντα των ιδιαίτερα καλλιεργημένων αυτών ανθρώπων διέφεραν πολύ, και τα έργα τους κυμαίνονταν από τη φιλοσοφική εμβρίθεια έως την πλέον ασπόνδυλη ευρυμάθεια. Όλοι τους όμως συμμερίζονταν την αγάπη για την αρχαία γραμματεία και όλοι τους θαύμαζαν το ύφος του Ομήρου, του Πλάτωνα και του Δημοσθένη. Άλλοι ήθελαν απλώς να διδαχτούν, άλλοι προσπαθούσαν επίσης να μιμηθούν. Ορισμένοι πέτυχαν την πρωτοτυπία που συνεπάγεται η επιρροή όταν συνδυάζεται με αυθεντική αίσθηση του παρόντος. Ο 2ος αιώνας μ.Χ. απείχε πολύ, και όχι μόνο χρονικά, από την κλασική εποχή. Εκτός από τις εξαιρετικά διαφορετικές πολιτικές συνθήκες (οικουμενική αυτοκρατορία έναντι αυτόνομης πόλης, σταθερή μοναρχία έναντι μεταβαλλόμενης δημοκρατίας), απουσίαζε πλέον και ο πόλεμος. Με λίγες αλλά σημαντικές εξαιρέσεις, η περίοδος στην οποία άνθισε η Δεύτερη Σοφιστική υπήρξε εποχή ειρήνης για αρκετές επαρχίες.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες του 2ου αιώνα (Τραϊανός, Αδριανός, Αντωνίνος Ευσεβής, Μάρκος Αυρήλιος) υπήρξαν φιλέλληνες και καλλιεργημένοι. Ενθάρρυναν με τα λόγια και στήριξαν με τα έργα τους την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών, ιδίως της μνημειακής αρχιτεκτονικής. Η Αθήνα κοσμήθηκε με πολυτελή οικοδομήματα που είχε να δει από την εποχή του Περικλή. Με απόφαση του Μάρκου Αυρήλιου, το 176 ιδρύθηκαν στην πόλη τέσσερις έδρες φιλοσοφίας για να εκπροσωπούνται επίσημα οι σπουδαιότερες τάσεις (πλατωνική, περιπατητική, επικούρεια και στωική). Το μέτρο αποσκοπούσε στην οικονομική ενίσχυση και θεσμική κατοχύρωση σχολών που λειτουργούσαν ήδη από αιώνες. Σχετική ειρήνη και πολιτική βούληση συνεργάστηκαν για την πολιτιστική παραγωγή του 2ου αιώνα.
Ο Πλούταρχος (περ. 50-120) γεννήθηκε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας (Κακριδής 5.5.Β [σ. 251-253]). Καταγόταν από εύπορη και καλλιεργημένη οικογένεια, σπούδασε στην πλατωνική Ακαδημία και ταξίδεψε μέχρι την Ασία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Κάποια διαστήματα μάλιστα διέμεινε στη Ρώμη, όπου και έδωσε διαλέξεις, ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του υπήρξε ιερέας του μαντείου των Δελφών. Πάντοτε ήταν ευσεβής. Μεγάλες ψυχικές διακυμάνσεις, αμφιβολίες ή μεταστροφές δεν χαρακτήριζαν την πνευματική πορεία του.
Ο Πλούταρχος αποτελεί υποδειγματική περίπτωση ευρυμαθούς και πολυγραφότατου άνδρα, που συνδυάζει τη ρητορική ευφράδεια με τη φιλοσοφική παιδεία, τις ιστορικές γνώσεις με την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και τις υψηλές γνωριμίες με την πολιτική δράση στον περιορισμένο ορίζοντα της πατρίδας του. Αν και θεωρούσε ότι οι Ρωμαίοι είχαν στερήσει την ελευθερία από τις ελληνικές πόλεις, είχε ωστόσο καλές σχέσεις με την εξουσία τους και μάλιστα συνέβαλε σημαντικά ώστε να φανούν οι γραμμές συνέχειας ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή αντίληψη του κόσμου. Του απονεμήθηκε άλλωστε η ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη. Κύριο μέλημά του στάθηκε η ηθική διαπαιδαγώγηση των συγχρόνων του.
Τα έργα του χωρίζονται σε πολυάριθμες φιλοσοφικοϊστορικές πραγματείες ή διάλογους (που αποκαλούνται Ηθικά) και σε βιογραφίες σημαντικών πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας και της Ρώμης. Κατά τη συγγραφή των βιογραφιών στόχος του δεν ήταν ούτε η πληρότητα στην παρουσίαση των δεδομένων ούτε η πλήρης ένταξη των προσώπων στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Όπως δηλώνει ο ίδιος, τον ενδιέφερε η ανάδειξη του ἤθους, της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας καθενός προσώπου, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παράδειγμα για τον αναγνώστη. Ο Πλούταρχος προτιμούσε να αφηγηθεί εκτενώς ένα επουσιώδες συμβάν στη ζωή του ήρωά του, αν αυτό διέθετε συμβολική και ηθικοδιδακτική αξία, παρά να καταγράψει με αντικειμενική αμεροληψία όλες τις πράξεις του βίου του. Η μεγάλη πρωτοτυπία του όμως συνίσταται στην απόφασή του να παρουσιάσει τα ήθη των περισσότερων ηρώων του κατά ζεύγη, έτσι ώστε ένας Έλληνας να βρίσκει τον ομόλογό του σε έναν νεότερο Ρωμαίο. Με αυτή την ευφυή μέθοδο αντίστιξης ανέδειξε τον παραλληλισμό μεταξύ Ελλάδας και Ρώμης στις πολιτικές αντιλήψεις και πρακτικές και ιδίως στο πολιτικό ήθος. Ταυτόχρονα προώθησε τη λατρεία της σημαντικής προσωπικότητας που ήταν σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής.
Ο Πλούταρχος δεν είχε μιμητές στη συγγραφή παράλληλων βίων. Η βιογραφία όμως γνώρισε μεγάλη δόξα. Ο Φιλόστρατος (περ. 170-250), που πρώτος διέκρινε την Αρχαία από τη Δεύτερη Σοφιστική, παρουσίασε ένα έργο με βιογραφίες σημαντικών εκπροσώπων και των δύο τάσεων καθώς και έναν μυθιστορηματικό βίο του Απολλώνιου Τυανέα (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 261-262]). Αργότερα ο Διογένης Λαέρτιος (3ος-4ος αιώνας) και ο Ευνάπιος (4ος αιώνας) έκαναν το ίδιο με παλαιότερους και νεότερους σοφιστές και φιλοσόφους (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 275-276]). Συχνά το ενδιαφέρον τους, όπως και του Φιλόστρατου, είλκυαν περισσότερο οι πεποιθήσεις των βιογραφουμένων προσώπων παρά οι λεπτομέρειες του βίου τους. Η ζωή και οι σκέψεις ήταν αξεδιάλυτα δεμένες στα μάτια τους. Τα έργα τους είναι περισσότερο δοξογραφικά παρά αμιγώς βιογραφικά. Ακόμη και ιστορικοί, όπως ο Σουητώνιος και ο Ηρωδιανός, επέλεξαν να γράψουν ιστορία δίνοντάς της τη μορφή αυτοκρατορικών βιογραφιών.
Ο Ηρώδης ο Αττικός (περ. 101-177), Έλληνας ρήτορας και πολιτικός με υψηλές διασυνδέσεις, διέθετε τεράστιο πλούτο και ευρεία παιδεία (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257]). (Ο Φιλόστρατος υπήρξε ένθερμος θαυμαστής του.) Καταγόταν από μια πολύ επιφανή οικογένεια της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος ελληνικής καταγωγής Ρωμαίος πολίτης που κατόρθωσε να αποκτήσει το αξίωμα του υπάτου. Ύπατος έγινε και ο ίδιος. Ο Ηρώδης έφτασε να διαθέτει τόσο μεγάλη πολιτική ισχύ στην Αθήνα, ώστε κατηγορήθηκε για τυραννία. Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος (161-180), που συνδεόταν φιλικά μαζί του, προσπάθησε να διασκεδάσει τις κατηγορίες και να δώσει τέλος στην αντιπαράθεση. Αιτία της δεν ήταν μόνο ο φθόνος, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του Ηρώδη. Μεγάλος ευεργέτης, έχοντας δαπανήσει τεράστια ποσά για οικοδομικά έργα σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην ιδιαίτερη πατρίδα του, δεν δίσταζε να συγκρουστεί με σπουδαία πρόσωπα. Δεν γνωρίζουμε τα κίνητρα της αντιπαράθεσής του με δύο αδελφούς που είχαν από κοινού διοριστεί κυβερνήτες της ρωμαϊκής Αχαΐας, αλλά η σύγκρουσή του με έναν διάσημο Ρωμαίο ρητοροδιδάσκαλο πρέπει να οφειλόταν σε διάσταση ιδεών. Γνωστή ήταν άλλωστε και η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο Περεγρίνος. Από τη ρητορική παραγωγή του σώζεται μόνο ένας αμφισβητούμενος λόγος Περὶ πολιτείας. Μαθητής του λέγεται ότι υπήρξε ο Αίλιος Αριστείδης (117-189), μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία της εποχής.
Η παρατήρηση του ουρανού και η εμπειρία των ονείρων είναι οι δύο πιο σημαντικές πηγές της θρησκευτικότητας. Αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Αριστοτέλης. Και δεν εννοούσε μόνο το δέος του νυχτερινού θόλου, αλλά επίσης τις εναρμόνιες -ημερήσιες, μηνιαίες, ετήσιες- μετατοπίσεις του Ήλιου και τις αυξομειώσεις της Σελήνης. Ούτε αναφερόταν απλώς στα ενύπνια. Αυτό που μάλλον τον παρακίνησε να θεωρήσει τον ύπνο ως προνομιακή δίοδο επικοινωνίας με τον θεϊκό χώρο ήταν η συνταρακτική εμπειρία των ιδιαίτερα συμβολικών ονείρων.
Στην ελληνική παράδοση πολλά συνεργούσαν σε μια τέτοια αντίληψη. Ήδη στον Όμηρο υπάρχουν θεόσταλτα όνειρα (Μαρωνίτης & Πόλκας κεφ. 9.2 [σ. 119-121]). Οι επικοί και τραγικοί ποιητές είχαν εκμεταλλευτεί δεόντως την προφητική σημασία τους για τους σκοπούς της δράσης. Κάποιοι θρησκευτικοί συγγραφείς και αλληγοριστές (όπως ο άγνωστος συγγραφέας ενός πρόσφατα δημοσιευμένου παπύρου που βρέθηκε στο Δερβένι, έξω από τη Θεσσαλονίκη) είχαν θεωρήσει ότι από όλες τις καταστάσεις αλλοιωμένης συνείδησης η ονειρική αποτελεί την πιο εύκολη και διαδεδομένη οδό γνώσης των θεϊκών βουλών. Στα ιερά του Ασκληπιού μια συνηθισμένη μέθοδος θεραπείας ήταν η ἐγκοίμησις: ο ασθενής πλάγιαζε μέσα στον ιερό χώρο, και στον ύπνο ο θεός τού παρείχε ίαση - κυριολεκτικά ή συμβολικά. Η ερμηνεία των ονείρων απασχολούσε πολύ και τους Ρωμαίους.
Ενώ τα όνειρα εκείνα που κατακλύζουν τον κοιμώμενο με μια αύρα ιερότητας είχαν γίνει αντικείμενο εξονυχιστικής μελέτης από τους εντεταλμένους ερμηνευτές των θεών, κανένας, όσο γνωρίζουμε, δεν είχε σκεφτεί να κρατήσει καθημερινό ημερολόγιο των ενυπνίων του. Αυτά μέχρι την εποχή του Αίλιου Αριστείδη (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 257-258]).
Γόνος εύπορης οικογένειας από τη Μικρά Ασία, ο Αίλιος Αριστείδης μελέτησε και ταξίδεψε πολύ. Οι ρητορικές του ικανότητες ήταν εκπληκτικές και από νεαρή ηλικία γνώρισε τον απροσποίητο θαυμασμό των συγχρόνων του. Στα είκοσί του χρόνια έφτασε στη Ρώμη, όχι ως κάποιος τυχαίος που ψάχνει τον δρόμο του, αλλά ως ένας ήδη φτασμένος ρήτορας. Η υγεία του όμως ήταν εξαιρετικά ασταθής. Υπέφερε από κάθε είδους νόσημα. Όλα τους είχαν ψυχοσωματική προέλευση.
Στην προσπάθειά του να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Αίλιος Αριστείδης άρχισε να καταγράφει τα όνειρά του. Το εκτενέστατο αυτό έργο ονομάστηκε Ἱεροί λόγοι, γιατί περιλάμβανε συμβολικά συμβάντα των οποίων η πηγή πιστευόταν ότι βρίσκεται έξω από την ανθρώπινη ψυχή. Στην περίπτωση του Αίλιου Αριστείδη ερχόμαστε αντιμέτωποι με το ψυχικό δράμα ενός ανθρώπου, στον οποίο η ακόρεστη φιλοδοξία συγκρούεται με ένα εξίσου αφόρητο αίσθημα προσωπικής ενοχής.
Τελικά ο Αίλιος Αριστείδης κατόρθωσε να γιατρευτεί μόνος του. Την αυτοΐασή του την απέδωσε, όπως θα έκαναν πολλοί την εποχή του, στην επιτυχή εξιλέωση δαιμονικών δυνάμεων και στη συνδρομή των θεών. Αν δεν ήταν η πολύ επιτυχημένη υπεράσπιση της ρητορικής έναντι της φιλοσοφίας που επιχείρησε ο Αριστείδης στο πλαίσιο μιας φανταστικής αντιπαράθεσης με τον Πλάτωνα, πιθανόν δεν θα γνωρίζαμε το προσωπικό δράμα ενός μεγάλου Αττικιστή. Τα κείμενά του θα είχαν περιπέσει στην αφάνεια και θα είχαν πιθανότατα χαθεί. Το προσωπικό και ονειρικό δράμα του διασώθηκε επειδή ήταν έξοχος ρήτορας.
Τα όνειρα έχουν ανάγκη αποκρυπτογράφησης. Πολύ σπάνια μιλούν με κυριολεξίες. Τις περισσότερες φορές είναι σύμβολα που λειτουργούν με βάση τις αρχές της αναλογίας, της υποκατάστασης και της μετωνυμίας. Τη συστηματική ερμηνεία τους ανέλαβε ο Αρτεμίδωρος από τη Δάλδη στο πρώτο σωζόμενο έργο αρχαίας ονειροκριτικής (Κακριδής 5.5.ΣΤ [σ. 274]). Ενώ η μέθοδος του Αρτεμίδωρου διαφέρει πολύ από τη σύγχρονη ψυχαναλυτική τάση, η αρχαία και η νεότερη ερμηνευτική συμφωνούν στη διάκριση του φαινομενικού από το βαθύ περιεχόμενο των ονείρων και στον εγγενή δυναμισμό των ψυχικών παραστάσεων, που μετασχηματίζονται σαν τον Πρωτέα. Όπως όλα τα φαινόμενα της ζωής, δεν υπάρχουν ποτέ δύο πανομοιότυπα όνειρα. Η αναγνώριση της ομοιότητας ή και ταυτότητας μέσα στην ποικιλόμορφη διαφορά είναι ένδειξη πραγματικής τέχνης. Ο Αρτεμίδωρος, αν και ονειροκρίτης, ανήκει και αυτός στο αρχαιότροπο κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής.
Σύγχρονος του Αίλιου Αριστείδη και του Αρτεμίδωρου ήταν ο Γαληνός (129 - περ. 200), ο μεγαλύτερος γιατρός που γνώρισε η αρχαιότητα μετά τον Ιπποκράτη (Κακριδής 5.5.Η [σ. 290-291]). Γεννημένος στο Πέργαμο, ο Γαληνός έδειξε από νεαρή ηλικία ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον για όλους σχεδόν τους τομείς του επιστητού. Η οικογένειά του είχε παράδοση στη γνώση. Μελέτησε μόνος του αστρονομία, αρχιτεκτονική, βοτανική, φιλοσοφία και υπηρέτησε ως θεραπευτής στο Ασκληπιείο της πόλης του, πριν φύγει για σπουδές στη Σμύρνη, την Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Τελικά βρέθηκε στη Ρώμη να δίνει διαλέξεις στα ελληνικά και να υπηρετεί ως προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Μάρκου Αυρήλιου.
Ο Γαληνός ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις ανατομές ζώων, από τις οποίες απέκτησε μια εξαιρετική κατ᾽ αναλογία γνώση της ανθρώπινης ανατομίας, και στη συνέχεια αποπειράθηκε να κάνει πρωτόγνωρες εγχειρήσεις στους ασθενείς του - κάποιοι ήταν τραυματισμένοι μονομάχοι του ιπποδρόμου. Οι επιτυχίες που είχε του προσέδωσαν τη φήμη μεγάλου θαυματουργού.
Ο Γαληνός αναγνώριζε, δίπλα στις καθαρά σωματικές ασθένειες, τις αρρώστιες της ψυχής - με ή χωρίς σωματικά συμπτώματα. Ταυτόχρονα υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας, όχι μόνο στον ειδικό τομέα της ιατρικής (και ιδίως στα πεδία της φυσιολογίας και της ανατομίας), αλλά και σε κλάδους όπως η γνωσιοθεωρία, η μεθοδολογία της επιστήμης και η λογική. Προσπάθησε μάλιστα να εναρμονίσει σε μια ενιαία σύνθεση την αριστοτελική με τη στωική λογική. Τόσο πολυάριθμα ήταν τα συγγράμματά του, ώστε αναγκάστηκε ο ίδιος να συντάξει δύο ειδικούς καταλόγους των έργων του. Μεγάλος θαυμαστής του Ιπποκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, δεν δίσταζε να διαφωνεί μαζί τους όταν η προσωπική του πείρα είχε δείξει άλλο δρόμο για την επίλυση ενός ζητήματος. Μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης, οι γνώσεις ανατομίας που διέθεταν οι γιατροί προέρχονταν, άμεσα ή έμμεσα, από τις δικές του ανακαλύψεις. Κατά τη γνώμη του, ο αληθινός γιατρός έπρεπε να είναι ταυτόχρονα γνώστης του κόσμου, ικανός χειρουργός και αγαθός άνθρωπος.
Ο όρος Δεύτερη Σοφιστική περιλαμβάνει μια πληθώρα ετερόκλητων συγγραφέων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν επίσης ο Παυσανίας, που περιηγήθηκε τον ελλαδικό χώρο στο μέσον του 2ου αιώνα και ενδιαφέρθηκε να καταγράψει, με θρησκευτική ζέση, τα σημαντικά μνημεία και τους μύθους του παρελθόντος (σε ένα έργο που επιγράφεται Ἑλλάδος περιήγησις), και ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας, ο οποίος την ίδια εποχή έστρεφε το καυστικό πνεύμα του προς όλες τις κατευθύνσεις, ιδίως τις θρησκοληπτικές, δίχως οίκτο για την ανθρώπινη αδυναμία και δίχως προσκόλληση σε ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος ή σε μία και μόνο λογοτεχνική διάλεκτο (Κακριδής 5.5.Γ [σ. 258-260], 5.5.ΣΤ [σ. 273-274]).
Μερικοί οπαδοί της Δεύτερης Σοφιστικής δημιούργησαν βοηθήματα για τη μελέτη της κλασικής γραμματείας. Ο Αρποκρατίων και ο Πολυδεύκης υπήρξαν λεξικογράφοι, ο Αθηναίος συλλέκτης ετερόκλητων πληροφοριών. Άλλοι αφιέρωσαν τον μόχθο τους στην επιστημονική μελέτη της ρητορικής. Ο Ερμογένης από την Ταρσό της Κιλικίας ενδιαφέρθηκε για την ταξινόμηση όλων των δυνατών βασικών θέσεων (στάσεων) που μπορεί ο ρήτορας να χρησιμοποιήσει σε έναν λόγο, ιδίως δικανικό, προκειμένου να ενισχύσει, όσο είναι εφικτό, την επιχειρηματολογία του (Κακριδής 5.5.Α [σ. 250-251], 5.5.Γ [σ. 262], 5.5.ΣΤ [σ. 275]).
Η Δεύτερη Σοφιστική ήταν τόσο πολύμορφη όσο και οι χαρακτήρες των εκπροσώπων της. Η πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση της ανατολικής Μεσογείου παρείχε τον κοινό χώρο δράσης, όχι ομοιόμορφη μονοτονία.