Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΔΗΜΗΓΟΡΙΩΝ – ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ REALPOLITIK Ή MACHTPOLITIK
Στις δημηγορίες ο Θουκυδίδης και ιδιαίτερα στις αντιθετικές, περιγράφει τα κίνητρα ανάμεσα στις δύο μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη, λόγω του “αντίπαλου δέους” που αναπτύσσεται και ολοένα αυξάνεται μεταξύ τους, μετά τους περσικούς πολέμους, για τη διεκδίκηση της πρωτοκαθεδρίας στο πολιτικό στερέωμα. Η κυριαρχία στο διεθνές σύστημα της αρχαίας Ελλάδος δικαιώνεται από τον ισχυρό και δικαιολογείται. Οι Αθηναίοι, για παράδειγμα, θεωρούν ότι δεν κάνουν τίποτα αφύσικο και παράξενο, προς την ανθρώπινη φύση, με το να επιδιώκουν να διατηρήσουν την ισχύ τους, υποκινούμενοι από τρεις σημαντικούς παράγοντες: 1) την τιμή 2) το δέος 3) την ωφέλεια: “ουδέν θαυμαστόν πεποιήκαμεν από του ανθρωπείου τρόπου, ει αρχήν διδομένην εδεξάμεθα υπό τριών νικηθέντες, τιμής, δέους και ωφελίας”.
Η επιδίωξη της δύναμης και του συμφέροντος, μετατρέπει τη δικαιοσύνη σε σύμβαση μικρής εμβέλειας, εφόσον και τα “κατά νόμον” επιχειρήματα έχουν αξία, μόνον, όταν αυτοί που τα χρησιμοποιούν είναι ισόπαλοι σε δύναμη, ενώ σε αντίθετη περίπτωση ο ισχυρός επιβάλλει ό, τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί, όσο του επιτρέπει η αδυναμία του, δηλαδή “το δίκαιον εν τω ανθρωπείω λόγω από της ίσης ανάγκης κρίνεται”. Η λογική της επέκτασης της δύναμης από την πλευρά των ηγεμονικών πόλεων, σύμφωνα με την πολιτική θεωρία, θα οδηγήσει στην επιλογή δύο στρατηγικών απέναντι στα άλλα κράτη ή στους συμμάχους που αποστατούν. Η μία είναι η Machtpolitik. Αυτή υιοθετεί την ανοιχτή αντιπαράθεση και σύγκρουση με τον πραγματικό εχθρό ή τον υποτιθέμενο. Η εφαρμογή της Machtpolitik δεν έχει αναστολές σε θέματα ηθικής ούτε φραγμούς, δεν αναγνωρίζει συμβιβαστικές λύσεις και μετριοπαθείς προτάσεις. Απαιτεί από τον αντίπαλο να υποταχθεί σ’ αυτό που ορίζεται ως δίκαιο και αξιώνει να εφαρμοστεί η δυναμική του ισχυρού. Η αντιπαράθεση είναι σκληρή για το δυνατό, όταν μάλιστα επικαλείται ηθικά επιχειρήματα και ταπεινωτική για τον αντίπαλο που βρίσκεται στη θέση του αδύνατου. Η σύγκρουση που είναι αναμενόμενη, είναι ανηλεής, εφόσον ο δυνατός επιβάλλει συνήθως με σκληρό και κάποτε ωμό τρόπο, αυτό που του επιτρέπει η δύναμή του, στηριζόμενος στο νόμο. Κατά την εφαρμογή της Machtpolitik ο δυνατός δεν επιδιώκει να διευθετήσει τις διαφορές του με ειρηνικό διπλωματικό τρόπο, αλλά αξιώνει από τον εχθρό να υποταχτεί. Αν δεν υπάρχει εχθρός, τότε κατασκευάζεται, προκειμένου να ευρεθούν τα ερείσματα που θα δικαιολογήσουν τη σύγκρουση.
Αυτό συχνά τονιζόταν στις δημηγορίες του Περικλή από την πλευρά της Σπάρτης και ιδιαίτερα στον πρώτο λόγο του, όπου ο Περικλής παροτρύνει τους Αθηναίους να μην υποκύψουν στις αξιώσεις των Σπαρτιατών, γιατί θεωρεί ότι δεν ήθελαν οι Σπαρτιάτες να λύσουν τις διαφορές τους με τους Αθηναίους μέσω του διαλόγου, αλλά επεδίωκαν τη σύγκρουση και ως εκ τούτου τον πόλεμο. Και οι δύο ηγεμονικές πόλεις Αθήνα και Σπάρτη εφήρμοσαν τη Machtpolitik κατά περιόδους, απέναντι στον αντίπαλο ή στον υποτιθέμενο εχθρό, σύμφωνα πάντοτε με το συμφέρον τους και με στόχο την επέκταση της κυριαρχίας τους.
Κατά την πολιτική θεωρία η άλλη στρατηγική που στηρίζεται στη διπλωματία είναι η Realpolitik. Και αυτή η πολιτική αναγνωρίζει την ύπαρξη της δύναμης και του συμφέροντος στον πολιτικό κόσμο. Θεωρεί όμως ότι υπάρχει εκτός από την ανοιχτή αντιπαράθεση και ένα εύρος επιλογών που παρέχονται στα διασκεπτόμενα πρόσωπα και αυτό καθορίζεται κατά περίπτωση από τα συμβάντα που προηγήθηκαν. Η Realpolitik επιλέγει τον ειρηνικό και διπλωματικό τρόπο επίλυσης των διαφορών, συνεκτιμώντας κάθε φορά πολλές παραμέτρους και σταθμίζοντας και το πολιτικό κόστος των επιλογών. Οι Δημηγορίες του Θουκυδίδη αποδεικνύουν την πολιτική διαβούλευση προηγούμενων αποφάσεων που μπορούν να αντιμετωπιστούν διπλωματικά από το δυνατό κυρίως, αλλά πάντοτε προκειμένου να ικανοποιήσει το συμφέρον του. Επομένως η Realpolitik στοχεύει στην επιεική και μετριοπαθή αντιμετώπιση των αντιθέσεων και των διαφορών, ανάμεσα στις αντίπαλες δυνάμεις. Η Realpolitik, όπως φανερώνει η διπλωματική γλώσσα των αρχαίων ισχυρών κρατών στον Θουκυδίδη, έχει την αντιστοιχία της και στη σημερινή κατάσταση της παγκοσμιοποίησης, όπου η ισχυρή δύναμη επιβάλλει τη Machtpolitik, ενώ οι άλλες δυνάμεις επιλέγουν τη Realpolitik. Αυτή η διπλωματική γλώσσα του συμφέροντος και της επέκτασης της δύναμης δηλώνεται αποκαλυπτικά στις αντιθετικές δημηγορίες του Θουκυδίδη.
Η Δημηγορία των Κερκυραίων
Στη δημηγορία των Κερκυραίων προς τους Αθηναίους, οι Κερκυραίοι, συγκρουόμενοι με τους συμμάχους των Σπαρτιατών, Κορινθίους που είναι όμως η μητρόπολη τους, ζητούν την προστασία των Αθηναίων, παρόλο που είναι άποικοι των Κορινθίων. Οι Κερκυραίοι στηρίζουν τα επιχειρήματα τους στη λογική των συμφερόντων ανάμεσα στην Αθήνα και την Κέρκυρα που είναι και οι δύο ναυτικές δυνάμεις. Γνωρίζουν βέβαια οι Κερκυραίοι ότι τα επιχειρήματά τους δεν έχουν ηθική βάση, όμως στηρίζουν τη Realpolitik και μάλιστα σε περίοδο πολέμου με τα εξής στοιχεία: α) Η Κέρκυρα είναι σημαντική σύμμαχος, γιατί διαθέτει ναυτικό, παράγοντα που οφείλουν να συνεκτιμήσουν οι Αθηναίοι, β) Η Κέρκυρα διαθέτει τους ίδιους εχθρούς με την Αθήνα, δηλαδή την Κόρινθο και κατ’ επέκταση τη Σπάρτη, κριτήριο σημαντικό για τη δημιουργία συμμαχίας. γ) Η συμμαχία Αθήνας- Κέρκυρας θα είναι πολύ ισχυρή στον πόλεμο, δεδομένου ότι και οι δύο είναι ισχυρές ναυτικές δυνάμεις και επομένως θα δυσκολέψουν τη Σπάρτη που δεν διαθέτει ναυτικό, δ) Το συμφέρον της Αθήνας προέχει έναντι σε οποιοδήποτε άλλο κριτήριο και επιβάλλει να έχει δυνατούς συμμάχους, δηλαδή την Κέρκυρα που είναι ισχυρή ναυτική δύναμη, ε) Η ενδυνάμωση της Αθήνας με το ναυτικό της Κέρκυρας, θα αποτρέψει τη Σπάρτη από ενδεχόμενες επεκτατικές βλέψεις, σε διαφορετική περίπτωση θα επωφεληθεί η Σπάρτη, αν το ναυτικό της Κέρκυρας ενωθεί με εκείνο της Κορίνθου. στ) η επιλογή της ουδετερότητας στον πόλεμο από την πλευρά των Κερκυραίων, λογίζεται ως απρονοησία και αδυναμία, από τη στιγμή που όλες οι πόλεις συνασπίζονται, είτε με την Αθήνα, είτε με τη Σπάρτη και επομένως θεωρείται ασύμφορη η ουδετερότητα για την Κέρκυρα.
Η Δημηγορία των Κορινθίων
Από την πλευρά τους οι Κορίνθιοι επιδιώκουν με την εφαρμογή της Realpolitik να αποτρέψουν τους Αθηναίους, ώστε να μη δεχτούν στη συμμαχία τους τους Κερκυραίους που μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία είναι και αλλόφυλοι, επιπλέον άποικοι δικοί τους και στρέφονται εναντίον της μητρόπολης τους, που είναι η Κόρινθος. Στην προσπάθεια τους να πείσουν τους Αθηναίους, υπερασπίζονται το δίκαιο και την ηθική και προβάλλουν τα εξής επιχειρήματα: α) Δεν είναι έντιμο για τους Κερκυραίους να επιδιώκουν συμμαχίες από αλλόφυλους και να αποστατούν από τη δική τους συμμαχία, δεδομένου ότι πρέπει να επιδεικνύουν σεβασμό προς τη μητρόπολή τους. β) Δεν είναι δίκαιη η αποστασία των Κερκυραίων από τους Κορίνθιους και Λακεδαιμόνιους και η ένταξη σε μία νέα συμμαχία που διαθέτει και ισχυρό ναυτικό, γ) Δεν υπάρχει στους Κερκυραίους σταθερό κριτήριο για δημιουργία φιλίας και σύναψη συμμαχίας, αφού ενδέχεται και σύμφωνα με τις περιστάσεις, να ταχθούν με το μέρος του ισχυρού, να τον θεωρήσουν φίλο και σύμμαχο, έστω και αν προηγουμένως ήταν εχθρός τους. Ακόμη με την ίδια λογική, πάντοτε κατά τους Κορίνθιους, μπορούν οι Κερκυραίοι να θεωρήσουν εχθρό τους κάποιον που έχει αντίθετη από αυτούς γνώμη, ακόμη και αν ήταν πρωτύτερα φίλος, δ) Η στάση των Κερκυραίων δεν ήταν η δέουσα, κατά τους Κορίνθιους, και στα γεγονότα της Επιδάμνου, δεδομένου ότι οι Κερκυραίοι καταφεύγουν στους Αθηναίους, όταν η Επίδαμνος αποικία των Κερκυραίων ζητά τη βοήθεια της Κορίνθου.
Αξιολόγηση της Realpolitik
Τελικά τα επιχειρήματα των Κερκυραίων και τα αντεπιχειρήματα των Κορίνθιων αναφέρονται στο συμφέρον του καθενός. Η Κέρκυρα προτρέπει την Αθήνα να δράσει προς το συμφέρον της, ώστε να καταστεί ισχυρή, ακόμη και αν αυτό παραβιάζει τη συμφωνία με τη Σπάρτη. Η Κόρινθος από την άλλη προειδοποιεί ότι το συμφέρον της Αθήνας είναι να αποφύγει να βλάψει τις σχέσεις της με τη Σπάρτη. Με την έννοια αυτή οι δύο αντιθετικές δημηγορίες εμφανίζουν μία εξαιρετική συμμετρία εφόσον σε κάθε στοιχείο, για το οποίο γίνεται συζήτηση, υπάρχει απάντηση από την άλλη πλευρά. Οι Κερκυραίοι θεωρούν ότι η συμμαχία τους με την Αθήνα, δεν παραβιάζει τη συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, επειδή η συμφωνία επιτρέπει και στις δύο πλευρές να συμμαχούν με ουδέτερη πόλη. Οι Κορίνθιοι αντίθετα αντιλέγουν ότι η συμμαχία Αθηνών- Κέρκυρας, θα παραβιάσει τους όρους της συμφωνίας, γιατί θα προκαλέσει σύγκρουση ανάμεσα σε Αθήνα- Σπάρτη. Οι Κερκυραίοι παράλληλα νιώθουν υπόχρεοι στους Αθηναίους, αν τους επιτρέψουν να ενωθούν με τη συμμαχία τους, οι Κορίνθιοι όμως πιστεύουν ότι οι Αθηναίοι οφείλουν ήδη ευγνωμοσύνη σ’ αυτούς, επειδή τους βοήθησαν κατά τη Σαμιακή εξέγερση.
Οι δύο δημηγορίες είναι δύο αντίθετα σύνολα γνωμών με όμοιους όμως όρους. Αν και η κάθε πλευρά προτείνει την αντίθετη πορεία δράσης, όμως και οι δύο επιζητούν να δικαιολογήσουν τη δράση τους, κάνοντας έκκληση στις ίδιες αξίες, δηλαδή την αξία της Δικαιοσύνης, της Ευγνωμοσύνης και του Συμφέροντος. Και οι δύο πλευρές ακολουθούν ταυτόσημες γραμμές λογισμού, επιδιώκοντας οι γραμμές αυτές να είναι πιο πειστικές για τους Αθηναίους στο χώρο της Επιχειρηματολογίας. Εγκλείουν επομένως και οι δύο δημηγορίες ένα σύνολο παρόμοιων πρακτικών διαβούλευσης και αποδεικνύουν έναν πολιτισμό λόγου που δίνει κύρος και αξία στον τρόπο που δικαιολογούνται τα επιχειρήματα από την κάθε πλευρά. Ένα σύνολο από συμβάσεις διέπουν τα επιχειρήματα ως προκείμενες προτάσεις αυτονομίας και ισότητος, περιλαμβανόμενου και του δικαιώματος κάθε πόλης να κάνει συμμάχους, όποιους αυτή επιλέγει, κατά το συμφέρον της.
Αυτό βέβαια φανερώνει ότι η γλώσσα των επιχειρημάτων που χρησιμοποιούν οι αγορητές είναι πολύ ελαστική και λιγότερο συνεπής, ως προς την αξία των πραγμάτων που διεκδικούνται. Η διαβούλευση δημιουργεί και το πλαίσιο για το πειστικότερο επιχείρημα και για το ποια δράση μπορεί να δικαιολογηθεί πειστικά στο μέλλον. Οι Αθηναίοι ακούγοντας τα επιχειρήματα Κορινθίων και Κερκυραίων, στην τελική πρόταση ηθική ή συμφέρον, επιλέγουν το συμφέρον που επιτάσσει η Realpolitik, για να ισχυροποιήσουν τη ναυτική τους δύναμη. Η επιλογή τους αυτή είναι συμβατή με τις συνθήκες που επικρατούν στον πολιτικό κόσμο και θα δεχτούν στην αθηναϊκή συμμαχία, την Κέρκυρα, παρόλο που γνωρίζουν ότι η απόφαση τους δεν ευθυγραμμίζεται με την ηθική και θα αυξήσει την αντιπάθεια και την εχθρότητα των Κορινθίων που είναι ανταγωνιστές τους στον εμπορικό τομέα.
Ο Θουκυδίδης σε δύο άλλες αντιθετικές δημηγορίες αποκαλύπτει ότι και οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν την ίδια λογική του Συμφέροντος που επιτάσσει η Realpolitik. Πρόκειται για την αντιθετική δημηγορία Πλαταιέων- Θηβαίων. Κατά τη γνωστή δίκη- παρωδία, οι Πλαταιείς, σύμμαχοι των Αθηναίων και εχθροί ανέκαθεν των Θηβαίων, συμμάχων της Σπάρτης, παραδίδουν την πόλη τους στους Σπαρτιάτες που τους υπόσχονται ότι θα τους οδηγήσουν σε δίκη με δημοκρατικές διαδικασίες και θα απολογηθούν. Οι Πλαταιείς παραδίδονται και οι Σπαρτιάτες τους οδηγούν σε δίκη, στην οποία προβάλλουν ως μοναδικό επιχείρημα, για να στηρίξουν την κατηγορία εναντίον τους, το ερώτημα: ποια είναι η προσφορά των Πλαταιέων προς τους Σπαρτιάτες κατά τη διάρκεια του πολέμου “ει τι αγαθόν ειργασμένοι εισίν εν τω πολέμω”.
Η Δημηγορία των Πλαταιέων
Οι Πλαταιείς στηρίζουν τα επιχειρήματά τους στην ηθική, την αρετή, καθώς και τα ιερά και νόμιμα της πόλης τους. Αρχικά εκφράζουν τους φόβους και την ανασφάλειά τους με τα εξής στοιχεία: α) Η παράδοση της πόλης στηρίχτηκε στην εμπιστοσύνη προς τους Λακεδαιμονίους ότι θα δικάσουν με ίσους όρους και σύμφωνα με τα δίκαια και νόμιμα, β) Προαισθάνονται οι Πλαταιείς ότι οι Σπαρτιάτες θα κατασκευάσουν κατηγορίες, προκειμένου να ικανοποιήσουν τους συμμάχους τους, δηλαδή τους Θηβαίους, γ) Φοβούνται ότι οι Σπαρτιάτες δεν θα εφαρμόσουν την ίδια συμπεριφορά που τηρούν και στους συμμάχους τους. δ) Γνωρίζουν ότι παρόλες τις αποδείξεις και τις μαρτυρίες που προσκομίζουν στη δίκη, όμως θα δυσκολευτούν να πείσουν τους Σπαρτιάτες, ε) Φοβούνται μήπως καταδικαστούν, χωρίς να συνεκτιμηθούν οι αρετές τους.
Σε τελική ανάλυση τα επιχειρήματα των Πλαταιέων επικεντρώνονται στα εξής στοιχεία: 1) επέδειξαν ανδρεία και γενικά αρετή στους περσικούς πολέμους για την ελευθερία όλων των Ελλήνων, μόνοι από όλους στους Βοιωτούς. 2) Υπενθυμίζουν τη βοήθεια που έστειλαν στη Σπάρτη, όταν επαναστάτησαν οι Είλωτες. 3) Ενθυμίζουν ότι έγιναν εχθροί με τους Σπαρτιάτες αργότερα, όταν ενώ ζητούσαν τη συμμαχία τους, οι Θηβαίοι πίεζαν τους Σπαρτιάτες να μην τη δεχτούν και έτσι εξαναγκάστηκαν να αναζητήσουν προστασία στη συμμαχία των Αθηναίων. 4) Στη διάρκεια του πολέμου δεν διέπραξαν καμία αδικία σε βάρος των Σπαρτιατών και πιστεύουν ότι δεν είναι αδικία η ένταξή τους στην αθηναϊκή συμμαχία. 5) Οι Αθηναίοι τους βοήθησαν στη διένεξη με τους Θηβαίους και θεωρούν ότι δεν είναι έντιμο να τους προδώσουν. 6) Υποστηρίζουν ότι οι Θηβαίοι διέπραξαν αδικία, διότι επιχείρησαν να καταλάβουν την πόλη τους σε περίοδο σπονδών και ειδικότερα ιερομηνίας και ότι εκείνοι αμύνθηκαν στον επικείμενο εχθρό, όπως είναι σύμφωνο με τους ανθρώπινους και θείους νόμους. 7) Τονίζουν ότι, αν οι Σπαρτιάτες δικάσουν δίκαια, τότε θα αναδειχθούν σε αληθινούς κριτές και θα συμβάλουν στο κοινό όφελος. 8) Δεν πρέπει οι Σπαρτιάτες να ικανοποιήσουν τους Θηβαίους, οι οποίοι κατά τους Περσικούς πολέμους μήδισαν μόνοι αυτοί από τους Βοιωτούς. 9) Είναι δίκαιο να συνεκτιμήσουν οπωσδήποτε την αρετή που επέδειξαν στους περσικούς πολέμους, ακόμη και αν κρίνουν ότι οι Πλαταιείς έχουν διαπράξει στη συγκεκριμένη στιγμή κάποιο αδίκημα. 10) Οι Σπαρτιάτες οφείλουν να προσβλέπουν στην κοινή ωφέλεια των Ελλήνων και όχι μόνο στο συμφέρον τους, που είναι η ικανοποίηση των συμμάχων τους, Θηβαίων. 11) Αν οι Σπαρτιάτες δικάσουν δίκαια, θα καταστούν παράδειγμα για μίμηση στους υπόλοιπους Έλληνες, διαφορετικά θα διαπράξουν σφάλμα έναντι σε άνδρες αγαθούς και θα παραβιάσουν συνάμα τα κοινά ιερά και νόμιμα των Ελλήνων. 12) Είναι άδικη, η μεταχείριση γιατί, ενώ το όνομα των Πλαταιέων έχει γραφεί για την αρετή σε τιμητικό τρίποδα, οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν να εξαφανίσουν την πόλη τους, για να ικανοποιήσουν τους Θηβαίους. 13) Οδηγήθηκαν στη σημείο αυτό αυτοί που διακριθήκανε στους περσικούς πολέμους και επιβιώσανε από το λοιμό, ενώ τώρα αντιμετωπίζουνε την καταδίκη σε θάνατο από τους Σπαρτιάτες. 14) Αξιώνουν στο όνομα των συμμαχικών θεών και της αρετής που επέδειξαν στους περσικούς πολέμους, να αλλάξουν γνώμη οι Σπαρτιάτες απέναντι τους. 15) Υπενθυμίζουν ότι δεν θα τιμωρήσουν ανθρώπους εχθρικούς απέναντι τους, αλλά φιλικούς που από ανάγκη πολέμησαν. 16) Θεωρούν ότι οι Σπαρτιάτες οφείλουν να επιδείξουν επιείκεια απέναντι τους, γιατί οι ίδιοι παραδόθηκαν με τη θέλησή τους και με καλή πίστη και ο ελληνικός νόμος αναφέρει ότι δεν πρέπει να εκτελούνται, όσοι παραδίδονται με τη θέλησή τους. 17) Να εκτιμήσουν ότι στους περσικούς πολέμους ήταν όλοι σύμμαχοι, έναντι στον κοινό εχθρό και ότι και στις τωρινές συνθήκες δεν είναι εχθροί τους, αλλά απλά βρίσκονται σε διαφορετική συμμαχία. 18) Να θυμηθούν ότι ο Σπαρτιάτης Παυσανίας έθαψε τους νεκρούς Σπαρτιάτες στη φιλική γη των Πλαταιών, ενώ τη στιγμή αυτή οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες επιδιώκουν να τους εξοντώσουν, για χάρη των Θηβαίων. 19) Να στρέψουν την προσοχή τους στους τάφους των πατέρων τους, που είναι θαμμένοι στη γη των Πλαταιών και τους οποίους οι Πλαταιείς τιμούν με καθιερωμένες τιμές. 20) Δεν ταιριάζει ούτε στη δόξα και ανδρεία των Σπαρτιατών, αλλά ούτε και στα νόμιμα των Ελλήνων, να συμπεριφερθούν άδικα και άπρεπα προς τους Πλαταιείς. 21) Κάνοντας επίκληση στους ομοβώμιους και κοινούς θεούς, καθώς και στους προγονικούς τάφους, καθίστανται ικέτες των Σπαρτιατών και τους παρακαλούν να μην τους καταστρέψουν, ενώ επιδιώκουν να θεωρούνται ελευθερωτές και σωτήρες των Ελλήνων.
Η Δημηγορία των Θηβαίων προς τους Σπαρτιάτες
Η απάντηση των Θηβαίων προς τους Σπαρτιάτες στην αντιθετική αυτή δημηγορία, λαμβάνει τη μορφή της παρότρυνσης προς τους Σπαρτιάτες, να προβούν στην τιμωρία των Πλαταιέων και να τους εκτελέσουν, προτάσσοντας το συμφέρον έναντι στην ηθική που επικαλούνται οι Πλαταιείς. Τα αντεπιχειρήματα τους εστιάζονται σ’ αυτή την πρακτική και επικεντρώνονται στα εξής στοιχεία: 1) Οι Θηβαίοι αντιπαθούν τους Πλαταιείς, γιατί, ενώ παλαιά τους βοήθησαν να ανακτήσουν την πόλη τους, στη συνέχεια δεν δέχτηκαν την ηγεμονία τους, όπως όλοι οι Βοιωτοί, αλλά κατέφυγαν στην προστασία των Αθηναίων. 2) Μπορεί οι Θηβαίοι να μήδισαν κατά τους περσικούς πολέμους, όμως και οι Πλαταιείς είναι οι μόνοι από τους Βοιωτούς που αττίκισαν. 3) Για το μηδισμό των Θηβαίων ευθύνεται μία δυναστεία ολίγων- ολιγαρχικών ανδρών μόνο που ήταν τότε στα πολιτικά πράγματα και όχι όλη η πόλη της Θήβας. Επομένως η ευθύνη δεν είναι συλλογική αλλά ατομική. 4) Να αξιολογηθεί ο μηδισμός των Θηβαίων ως φαινόμενο ακούσιο, ενώ ο αττικισμός των Πλαταιέων πρέπει να θεωρηθεί από τους Σπαρτιάτες εκούσιος και συνειδητός. 5) Οι Πλαταιείς προσεχώρησαν στη συμμαχία των Αθηναίων με τη θέλησή τους και όχι από εξαναγκασμό, αμέσως μετά τους περσικούς πολέμους και ενώ έβλεπαν ότι οι Αθηναίοι υποδούλωναν τους Έλληνες με την ηγεμονία τους. 6) Επέδειξαν οι Πλαταιείς τόση αφοσίωση στη συμμαχία των Αθηναίων, ώστε σε πολλούς Πλαταιείς, οι Αθηναίοι παραχώρησαν το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. 7) Αν κάποτε οι Πλαταιείς αναδείχθηκαν άνδρες αγαθοί για την ελευθερία των Ελλήνων, είναι διπλά ένοχοι τώρα και πρέπει να τιμωρηθούν, γιατί τάχθηκαν με το μέρος των Αθηναίων και πήραν άδικο δρόμο, εφόσον οι Αθηναίοι θέλουν να υποδουλώσουν τους Έλληνες. 8) Δεν θεωρούν άδικη την εισβολή τους στη γη των Πλαταιών κατά τη διάρκεια των σπονδών, εφόσον δεν διαμαρτύρονται και οι υπόλοιποι Βοιωτοί που είναι στη συμμαχία τους, σύμφωνα με τα κοινά και πατροπαράδοτα έθιμα όλων των Βοιωτών. 9) Θεωρούν ότι διέπραξαν αδικία οι Πλαταιείς απέναντι στους Θηβαίους, διότι είναι οι μόνοι από τους Βοιωτούς που δεν θέλησαν να υποταχθούν στην ηγεμονία τους. 10) Οι Θηβαίοι εκτιμούν ότι οι Πλαταιείς σε παρόμοιες συνθήκες με αυτές που οι ίδιοι τώρα βρίσκονται, θα είχαν διαπράξει φοβερά αδικήματα και θα είχαν θανατώσει πολλούς. 11) Οι Θηβαίοι θεωρούν ότι οι Σπαρτιάτες δεν πρέπει να επιδείξουν οίκτο στους Πλαταιείς και επιείκεια, εκτιμώντας την ανδρεία τους και συγκινούμενοι από την επίκλησή τους στους θεούς και τους προγονικούς τάφους, γιατί οι Πλαταιείς υποφέρουν δίκαια κατά τις επιλογές και αποφάσεις τους και η επιείκεια πρέπει να απονέμεται μόνο σ’ αυτούς που άδικα έπαθαν κακό, γι’ αυτό και είναι αξιολύπητοι.
Αξιολόγηση της Realpolitik
Οι Πλαταιείς χρησιμοποιούν μία γλώσσα που συγκροτεί την ταυτότητά τους και τη στάση τους στους περσικούς πολέμους. Η επιχειρηματολογία τους διέπεται από ένα σύνολο εκτιμήσεων και αξιών που αναφέρονται στην αρετή και την ηθική. Οι Θηβαίοι χρησιμοποιούν τη γλώσσα της δικαιολόγησης, αναφέρονται στην ευρύτερη κοινότητα των Βοιωτών, που χαρακτηρίζεται από ισότητα και ελευθερία. Εισάγουν με τα επιχειρήματά τους, εναλλακτικές αξίες, επιδιώκοντας να χαλαρώσουν τον έλεγχο γύρω από συμπεφωνημένες - διαχρονικές αξίες των Ελλήνων.
Οι Θηβαίοι κλείνοντας το λόγο τους προς τους Σπαρτιάτες, κρίνουν και επιμένουν ότι οι Πλαταιείς είναι παράνομοι και χρειάζονται να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ωστόσο εκτιμούν ότι δεν είναι απαραίτητο οι Σπαρτιάτες να συγκρουστούν ανοιχτά μαζί τους και να εφαρμόσουν τη Machtpolitik. Αντίθετα μπορούν να τους οδηγήσουν σε δίκη, να κατασκευάσουν κατηγορίες και έτσι οι Πλαταιείς να υποστούν την τιμωρία που τους αξίζει, με νόμιμο τρόπο και ένδικες διαδικασίες. Με την τακτική αυτή οι Σπαρτιάτες θα ικανοποιήσουν τους Θηβαίους που είναι ανέπλαθαν πιστοί σύμμαχοί τους και το συμφέρον απαιτεί να έχουν συμμάχους που να μην είναι δυσαρεστημένοι. Για τους Σπαρτιάτες τελικά θα βαρύνει περισσότερο το Συμφέρον που επιτάσσει η Realpolitik, παρά η αρετή των Πλαταιέων και η ανάμνηση του κοινού περσικού αγώνα των Ελλήνων. Έτσι στη δίκη παρωδία για την ηγεμονική Σπάρτη, η δικαιοσύνη και η αρετή είναι θέμα επιλογής, σε συνάρτηση με το συμφέρον και θα βαρύνει στην κρίση τους περισσότερο το Συμφέρον.
Οι πιο αντιπροσωπευτικές δημηγορίες σε θέματα Συμφέροντος και Ηθικής είναι οι αντιθετικές δημηγορίες του Κλέωνα και του Διοδότου, στην υπόθεση της αποστασίας των Μυτιληναίων από την αθηναϊκή συμμαχία. Και οι δύο είναι πολιτικοί της Αθήνας που εντάσσονται στην περίοδο των διαδόχων του Περικλή. Ο Κλέων στηρίζει τα επιχειρήματα του στην Ηθική και το Δίκαιο και κατά συνέπεια τους νόμους που ισχύουν για θέματα αποστασίας στους Έλληνες. Είναι γεγονός ότι και οι Μυτιληναίοι γνωρίζουν το νόμιμο καθεστώς που ισχύει για τους αποστάτες, δηλαδή όλοι εκμεταλλεύονται τους αποστάτες, αλλά ποτέ δεν τους θεωρούν φίλους, ούτε τους έχουν εμπιστοσύνη. Ωστόσο επικαλούνται το δίκαιο και την αρετή, για να εξηγήσουν τους λόγους της αποστασίας τους από τους Αθηναίους και θεωρούν περισσότερο ότι η συμμαχία τους με τους Αθηναίους, στηρίχτηκε στο φόβο “το δε αντίπαλον δέος μόνον πιστόν ες ξυμμαχίαν”, παρά στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Η Δημηγορία του Κλέωνα
Οι Δημηγορίες του Κλέωνα και του Διοδότου εκφράζουν δύο μορφές στρατηγικής που εφαρμόζει η Αθήνα, τη Machtpolitik και τη Realpolitik και εμφαίνουν τις διαφορές τους, στην υψηλή στρατηγική, που θα εφαρμόσει η Αθήνα των διαδόχων στην αποστασία των Μυτιληναίων από την αθηναϊκή συμμαχία. Ο Κλέων στηρίζει τη Machtpolitik με τα επιχειρήματά του, εφόσον πιστεύει ότι: 1) Στη δημοκρατία είναι δύσκολο έως αδύνατο να ασκεί κανείς εξουσία επί των άλλων, ακολουθώντας την ηθική, όμως είναι γεγονός ότι οι Αθηναίοι εξουσιάζουν τυραννικά τους συμμάχους 2) Στη δημοκρατία οι πιο σοφοί πολίτες επιδιώκουν να εφαρμόζονται οι νόμοι στην πολιτική ζωή και αν αυτό δεν συμβαίνει, τότε διαπράττουν σφάλματα οι πόλεις. 3) Μία πόλη εφαρμόζει σωστότερη πολιτική, αν διαθέτει κακούς, αλλά αμετακίνητους νόμους που τηρούνται, παρά αν έχει καλούς νόμους που όμως μεταβάλλονται. 4) Η άγνοια που συνοδεύεται από σωφροσύνη είναι προτιμότερη και περισσότερο ωφελεί την πόλη, παρά η επιδεξιότητα που δεν συνοδεύεται με την αρετή. 5) Είναι γεγονός ότι η τύχη και η ζωή των πόλεων γενικά, καθορίζονται περισσότερο από φαύλους πολίτες που υπερτερούν έναντι των συνετών και κυριαρχούν στην πολιτική ζωή. 6) Η τακτική της έλλειψης φόβου και επιβολής που τηρούσαν οι Αθηναίοι απέναντι στους συμμάχους τους, κατά την εκτίμηση του Κλέωνα, έβλαψε τη συμμαχία. 7) Στην πόλη οφείλουν να κυριαρχούν εκείνοι οι πολίτες που αξιώνουν την εφαρμογή των νόμων ανεπιφύλακτα και επομένως δεν στηρίζονται απόλυτα στη γνώμη- κρίση τους. 8) Υπενθυμίζει ωστόσο ότι ο ίδιος είναι αμετάβλητος σε θέματα δικαίου και ηθικής και επομένως είναι σταθερός και στην απόφασή του για την τιμωρία όλων των Μυτιληναίων, προκειμένου να δικαιωθεί η αθηναϊκή πόλη. 9) Θεωρεί ότι άξιες συγνώμης είναι μόνο οι ακούσιες πράξεις, ενώ η αποστασία των Μυτιληναίων ήταν εκούσια και προσχεδιασμένη. 10) Πιστεύει ότι επιείκεια αποδίδεται σε λόγια ή έργα ακούσια και ιδιαίτερα το έλεος απονέμεται μόνο σε πολίτες που μελλοντικά πρόκειται να είναι σύμμαχοι ή φίλοι της Αθήνας. 11) Είναι φανερό ότι, αν ο λόγος της πόλης ή της δημοκρατίας χρησιμοποιείται, για να εκφραστεί η αλήθεια, τότε ο πολιτικός λόγος είναι σωστός, διαφορετικά, αν εφαρμόζεται για το κέρδος και το συμφέρον τότε, είναι σίγουρο ότι ούτε η πόλη, ούτε η δημοκρατία επωφελούνται από παρόμοιους αγώνες λόγων, αλλά εκτίθενται σε κίνδυνο. 12) Οι πολιτικοί που ρητορεύουν, χρησιμοποιώντας λόγια που ευχαριστούν και δεν προβληματίζουν τους πολίτες, είναι βέβαιο ότι δεν ωφελούν την πόλη. 13) Οι αγώνες λόγων, στους οποίους δεν κυριαρχεί η σύνεση, μετατρέπουν τους πολίτες σε θεατές λόγων και ακροατές έργων, αλλά τα μελλοντικά έργα αναδεικνύονται ως σημαντικά και αποτιμώνται ως αξιόλογα, μόνον όταν υπαγορεύονται από αξιόπιστους λόγους. 14) Όσοι δεν εμπιστεύονται το δοκιμασμένο από τις εμπειρίες λόγο, αλλά πλανώνται και εξαπατώνται από τα νεωτεριστικά λόγια των δημαγωγών, σίγουρα είναι δούλοι - υπόδουλοι σε ουτοπίες, αλαζόνες στις συνήθεις καταστάσεις και ο καθένας επιδιώκει την εξουσία, για να έχει τον πρώτο λόγο. 15) Μπορεί οι πολίτες να είναι πρόθυμοι να κατανοήσουν τα λεγάμενα των πολιτικών, όμως δεν διαθέτουν την ανάλογη κρίση που απαιτείται για να προνοήσουν αυτά που θα συμβούν και να εκτιμήσουν τις συνέπειές τους στο μέλλον. 16) Γνωρίζει ότι σ’ αυτήν την περίοδο οι πολίτες ηδονίζονται στο άκουσμα ωραίων λόγων και ομοιάζουν με θεατές σοφιστών περισσότερο, παρά με συνειδητούς πολίτες που σκέφτονται για το όφελος της πόλης. 17) Ο Κλέων δηλώνει ότι συγχωρεί μόνον όσους αποστατούν κάτω από πίεση και βία και όχι όλους τους αποστάτες, γιατί, αν αποδειχθεί ότι οι Μυτιληναίοι σωστά και δίκαια αποστάτησαν από την αθηναϊκή συμμαχία, τότε αυτό σημαίνει ότι οι Αθηναίοι δεν ασκούν σωστά την εξουσία τους. 18) Ο Κλέων πιστεύει ότι οι Μυτιληναίοι ως νησιώτες και γενικά θαλασσινοί είχαν την αυτονομία και την οχύρωση τους. Αποστάτησαν όμως από τους Αθηναίους, παρόλο που εκείνοι τους τιμούσαν και προσχώρησαν στους Σπαρτιάτες. Αυτά είναι ένδειξη ότι και στο μέλλον, στηριζόμενοι στη ναυτική τους δύναμη, θα καταστούν περισσότερο θρασείς και ενδεχομένως θα κινήσουν και πόλεμο εναντίον τους. 19) Θεωρεί ότι η απρόσμενη ευτυχία των Μυτιληναίων, τους εκτρέπει σε αλαζονεία, ενώ η ευτυχία διαρκεί πραγματικά, μόνον όταν συνοδεύεται και στηρίζεται στη λογική “κατά λόγον”. 20) Οι άνθρωποι, κατά τον Κλέωνα, συνήθως περιφρονούν εκείνο που υπηρετούν και θαυμάζουν αυτό που υποχωρεί και συμβιβάζεται κάτω από πιεστικές συνθήκες. 21) Αν οι Μυτιληναίοι δεν τιμωρηθούν, τότε ενδεχομένως να προβληματιστούν οι σύμμαχοι για ενδεχόμενο αποστασίας και υπάρχει φόβος να ξεσηκωθούν κάποιοι σύμμαχοι που είναι ακόμη φόρου υποτελείς. Τελειώνοντας το λόγο του ο Κλέων θεωρεί ότι η τιμωρία επιβάλλεται, γιατί επλήγη το γόητρο της Αθήνας απέναντι στους συμμάχους, γι’ αυτό και ο παραδειγματισμός και η τιμωρία των Μυτιληναίων θα κάμει τους συμμάχους να προβληματιστούν. Επομένως μόνο ο θάνατος, σε τελική ανάλυση τους αξίζει, σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου και της ηθικής, αφού υπήρξαν αποστάτες.
Η Δημηγορία του Διοδότου
Αντίθετα με τον Κλέωνα, ο Διόδοτος θεωρεί ότι η Αθήνα οφείλει να εκτιμήσει και άλλους παράγοντες, γιατί ο αγώνας δεν γίνεται, για να κατασταλεί η αδικία των Μυτιληναίων, αλλά για τη διατήρηση της ηγεμονίας των Αθηναίων στους συμμάχους: “συ περί της εκείνων αδικίας ημίν ο αγών εστίν ει σωφρονούμεν, αλλά περί της ημετέρας αρχής”. Η Αθήνα οφείλει να ενδιαφερθεί για το συμφέρον της και λιγότερο για το δίκαιο και την ηθική.
Ο Διόδοτος στη δημηγορία του στηρίζει την Realpolitik με τα εξής επιχειρήματα: 1) Θεωρεί ότι οι μεγαλύτεροι εχθροί για την ευβουλία= σωστή κρίση, είναι α) το τάχος και β) η οργή, γι’ αυτό και δεν κατηγορεί αυτούς που προτείνουν την κατηγορία των Μυτιληναίων, ούτε επαινεί εκείνους που ισχυρίζονται ότι δεν λαμβάνουν οι Αθηναίοι σωστές αποφάσεις για σοβαρά θέματα. 2) Εάν κάποιος δεν εμπιστεύεται στα λόγια, που διδάσκουν και διαφωτίζουν τις επιλογές των πράξεων, τότε είναι ασύνετος ή σκέπτεται αποκλειστικά το συμφέρον του. 3) Αν ο ρήτορας πείσει τους πολίτες, χρησιμοποιώντας την αδικία, καθίσταται ύποπτος, ενώ όταν πείσει, χρησιμοποιώντας τη σύνεση, μπορεί να καταστεί άδικος, όμως συνολικά η πόλη δεν επωφελείται από τέτοιους συμβούλους. 4) Ο αγαθός πολίτης δεν πρέπει να φοβάται τους αντιρρησίες, αλλά μέσω της ισηγορίας που του παρέχει η δημοκρατία, να φαίνεται ότι μπορεί να αντιμετωπίσει τους άλλους αγορητές με ισχυρά επιχειρήματα. 5) Μία συνετή και σώφρων πόλη, όπως η Αθήνα, παρέχει το δικαίωμα της ισηγορίας σε όσους πολίτες πρόκειται να δώσουν καλές συμβουλές. 6) Επιτυχημένος θεωρείται ο ρήτορας που ομιλεί όχι μόνο, για να ευχαριστήσει, αλλά επιδιώκει να πείσει το λαό, έστω και με παράλογα “παρά λόγον” επιχειρήματα. Συνάμα μπορεί να πείσει ο ρήτορας, που έχει την ικανότητα να παρασύρει το λαό, χρησιμοποιώντας την απάτη ή το ψέμα, προκειμένου να γίνει πιο αξιόπιστος. 7) Ένας αγορητής συμβουλεύει τα καλύτερα για μία πόλη, όταν συμπεριλαμβάνει και συνεκτιμά και το κέρδος και το συμφέρον συνολικά γι’ αυτήν. 8) Μία πόλη είναι αδύνατο να επιτύχει αποτελεσματικά και φανερά κάτι, αν δεν χρησιμοποιήσει την απάτη. 9) Ο πολίτης που προσφέρει κάποιο αγαθό φανερά και ανεπιφύλακτα, συνήθως αντιμετωπίζεται με δυσπιστία από τους άλλους, εφόσον καθίσταται αντικείμενο υποψίας. 10) Ο ρήτορας για να επιλέγει τα σωστότερα σε μία πόλη, πρέπει να μπορεί να προνοεί και τις μελλοντικές εξελίξεις, οπότε και η συμβουλή είναι σωστή, διαφορετικά και η ακρόαση καθίσταται ανεύθυνη. 11) Είναι γεγονός ότι η γνώμη των πολιτών έχει αλλοιωθεί λόγω της οργής για την αποστασία των Μυτιληναίων, αλλά πέραν από τις όποιες αντιρρήσεις- κατηγορίες προέχει το συμφέρον της Αθήνας. 12) Ο Διόδοτος θεωρεί ότι ο αγώνας γίνεται για τη διατήρηση της ηγεμονίας της Αθήνας και επομένως προτάσσεται το συμφέρον αυτό, εφόσον λιγότερο υπολογίζεται η απόδειξη για την αδικία των Μυτιληναίων. 13) Η Αθήνα οφείλει ως ηγεμονική πόλη να κρίνει και να αξιολογεί τις πολιτικές καταστάσεις με κριτήριο το Συμφέρον της στο μέλλον και όχι στο παρόν. 14) Ακόμη και αν οι Μυτιληναίοι διέπραξαν αδικία, δεν πρέπει να θανατωθούν όλοι, κατά την άποψη- πρόταση του Κλέωνα, γιατί αυτό δεν συμφέρει μελλοντικά την Αθήνα, εφόσον θα δημιουργήσει και άλλους εχθρούς. 15) Μπορεί ο λόγος του Κλέωνα να είναι δίκαιος, γιατί ευθυγραμμίζεται με την οργή των Αθηναίων, λόγω της αποστασίας των Μυτιληναίων, όμως η Αθήνα δεν μπορεί να είναι ένα ποινικό δικαστήριο που θα δικάζει τους ενόχους, αλλά οφείλει να αξιολογεί ποιο είναι το ωφέλιμο μελλοντικά για την πόλη. 16) Μπορεί σε όλες τις πόλεις να υπάρχει η θανατική ποινή ως τιμωρία ακόμη και για μικρά αδικήματα, ωστόσο πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι οι άνθρωποι και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή διαπράττουν αδικίες και κανένας νόμος, όσο αυστηρός και αν είναι, δεν μπορεί να σταματήσει τη ροπή της ανθρώπινης φύσης προς την αδικία. 17) Από τη στιγμή που σε όλες τις ανθρώπινες ενέργειες υπάρχουν δύο βασικοί διεγερτικοί παράγοντες, ο έρωτας ως επιθυμία σε συνδυασμό με την καλή τύχη που προκαλεί έπαρση στους ανθρώπους, είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να αποτρέψει την ανθρώπινη (ρύση από τη δυνατή παρόρμηση να διαπράξει αδίκημα. 18) Επειδή δεν αγωνίζονται μόνο για την ελευθερία, αλλά και για τη διατήρηση της ηγεμονίας τους, οφείλουν να επιδείξουν επιείκεια απέναντι στη Μυτιλήνη που αποστάτησε, για να την έχουν στο μέλλον με περισσότερες εγγυήσεις υποτελή. 19) Η Αθήνα δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του δικαστή και να δικάζει με απόλυτη αυστηρότητα τους άδικους, αλλά οφείλει να είναι πιο επιεικής, γιατί αυτό επιτάσσει το συμφέρον της στο μέλλον. 20) Η Αθήνα ως δημοκρατική πόλη οφείλει να μην τιμωρεί τους ελεύθερους πολίτες, όταν αποστατούν ή διαμαρτύρονται, αλλά αντίθετα είναι χρήσιμο να προλαμβάνει τις αποστασίες, προτού αυτές εκδηλωθούν. 21) Η Δημοκρατία είναι αποδεκτή σε πολλές πόλεις, αν όμως τιμωρηθούν με θάνατο όλοι οι Μυτιληναίοι, τότε η εύνοια του λαού θα στραφεί στους ολιγαρχικούς και αυτό δεν συμφέρει την Αθήνα. 22) Αν εξοντωθούν και δημοκρατικοί της Μυτιλήνης που δεν συμμετείχαν στην αποστασία, αυτό θα είναι σφάλμα πολιτικό για την Αθήνα, γιατί τότε ενδέχεται να ξεσηκωθούν και να αποστατήσουν και άλλες πόλεις δημοκρατικές και αυτό θα βλάψει μελλοντικά την Αθήνα στην πολιτική της, εφόσον θα δημιουργήσει εχθρούς και στους κόλπους της Δημοκρατίας.
Αξιολόγηση της Realpolitik
Και οι δύο δημηγορίες αναφέρονται σε ένα σύνολο διαβουλεύσεων οι οποίες ακολουθούν ένα διαφορετικό τρόπο δράσης απέναντι στην αποστασία των Μυτιληναίων. Ο λόγος του Κλέωνα ενθυμίζει τα επιχειρήματα της πρεσβείας των Αθηναίων στη Σπάρτη, δηλαδή η δικαιοσύνη υποτάσσεται στο νόμο της ανθρώπινης φύσης, σύμφωνα με την οποία ο δυνατός οφείλει να κυβερνά τον αδύνατο. Στην περίπτωση μάλιστα των Μυτιληναίων ο αδύνατος έχει βλάψει με την αποστασία του το δυνατό. Ο Κλέων επομένως κρίνει ότι οι Αθηναίοι πρέπει να ικανοποιήσουν τα συμφέροντα τους, αξιολογώντας την κατάσταση σκληρά και νόμιμα σύμφωνα με το δίκαιο για τους αποστάτες. Ο Κλέων εκφράζει τη Machtpolitik, επιδιώκοντας να καταστήσει τα επιχειρήματά του πιο πειστικά απέναντι στους Αθηναίους και θεωρώντας ότι πρέπει να τιμωρηθούν αντάξια με τη στάση τους.
Ο Διόδοτος πάλι προτείνει έναν πιο μετριοπαθή και επιεική τρόπο, αλλά δικαιολογεί αυτόν και στηρίζει την άποψή του πάνω στο Συμφέρον της Αθήνας ως ηγεμονικής πόλης στο μέλλον. Η δικαιοσύνη του Κλέωνα επαναπροσδιορίζεται ως ανθρώπινη εκδίκηση, ενώ στο λόγο του Διοδότου παύει να είναι αξία. Μέσα και από τις δύο κατηγορίες ορίζεται και η πολιτική ταυτότητα των Αθηναίων που επιδιώκουν εναλλακτικές αξίες, για να προσδιορίσουν την πολιτική κατάσταση. Έτσι διαφαίνεται μέσα από τις Δημηγορίες ότι είναι ελεύθεροι να καθορίζουν τις αξίες, όπως θέλουν, να τις αγνοούν, να ορίζουν τους συμμάχους κατά τη βούλησή τους και βέβαια να επιδιώκουν και να δικαιολογούν με κάθε τρόπο το Συμφέρον τους, είτε αυτό ορίζεται με διαφορετικούς όρους από τον Κλέωνα, είτε καθορίζεται με άλλο τρόπο από τον Διόδοτο.
Κλείνοντας το λόγο του ο Διόδοτος, προτείνει στους Αθηναίους να αδιαφορήσουν για την πρόταση του Κλέωνα περί δίκαιης τιμωρίας των Μυτιληναίων και να τιμωρήσουν μόνο τους ενόχους και πρωτοαιτίους της αποστασίας που είναι οι ολιγαρχικοί. Υπενθυμίζει ότι το Συμφέρον της πόλης για τη διατήρηση της ηγεμονίας της, επιτάσσει να προτιμήσουν να αδικηθούν με τη θέλησή τους, παρά να θανατώσουν δίκαια αυτούς που δεν πρέπει. Εκφράζοντας τη Realpolitik αποδεικνύει ότι στη γλώσσα της διπλωματίας και στο επίπεδο των πολιτικών σχέσεων, πλεονεκτεί, επομένως είναι πιο κερδισμένος αυτός, που αντιμετωπίζει τους εχθρούς του με διπλωματικό τρόπο, παρά εκείνος που αποφασίζει ωμά και απερίσκεπτα, στηριζόμενος μόνο στη δύναμή του, χωρίς να συνεξετάσει και άλλες παραμέτρους. Οι Αθηναίοι στις προτάσεις του Κλέωνα περί ηθικής και του Διοδότου περί Συμφέροντος, θα ταχθούν με τη γνώμη του Διοδότου, εφόσον η πρότασή του είναι πιο ρεαλιστική και συμφέρουσα για την πολιτική της διατήρησης της ηγεμονίας της Αθήνας.
Οι αντιθετικές Δημηγορίες του Αρχίδαμου και των Πλαταιέων, πριν από την εισβολή των Σπαρτιατών στις Πλαταιές αποδεικνύουν την επικράτηση της Machtpolitik από την πλευρά της Σπάρτης, που οδήγησε στην παράδοση των Πλαταιέων στη συνέχεια σε δίκη- παρωδία και στη θανάτωσή τους. Οι Πλαταιείς πριν από την εισβολή διατυπώνουν στον Αρχίδαμο τα επιχειρήματά τους, για να παραμείνουν αρχικά αυτόνομοι με τα εξής στοιχεία: 1) Θεωρούν ότι δεν είναι δίκαιο, ούτε αντάξιο για την προγονική ανδρεία και αρετή των Σπαρτιατών, να εισβάλουν στη χώρα των Πλαταιών. 2) Υπενθυμίζουν ότι ο Σπαρτιάτης Παυσανίας, αφού θυσίασε στον Ελευθέριο Δία, παρέδωσε την πόλη των Πλαταιών στους κατοίκους της, ώστε να διοικείται αυτόνομα. 3) Κάνοντας επίκληση στους όρκιους, τους εγχώριους και πατρώους Θεούς και στα πατροπαράδοτα ιερά και νόμιμα των Ελλήνων, ζητούν να μην εκστρατεύσουν εναντίον τους, αλλά να τους αφήσουν να ζήσουν αυτόνομοι. Η απάντηση του Αρχίδαμου, πριν από την εισβολή, στην πρεσβεία των Πλαταιέων, στηρίζεται στο εξής επιχείρημα: Εύλογα οι Σπαρτιάτες αναγνωρίζουν την αυτονομία που παραχώρησε ο Παυσανίας σ’ αυτούς κατά τους περσικούς πολέμους, αλλά αξιώνουν να παραμείνουν ουδέτεροι στον πόλεμο και να δέχονται ως φίλους και τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες.
Η Δημηγορία του Αρχίδαμου προς τους Πλαταιείς
Ωστόσο μετά την ενημέρωση των Πλαταιέων από τους συμπολίτες τους, η δεύτερη δημηγορία του Αρχίδαμου, αποδεικνύει τις βαθύτερες αξιώσεις των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή αξιώνουν από τους Πλαταιείς 1) να παραδώσουν την πόλη και τα σπίτια τους στους Σπαρτιάτες, ενόσον διαρκεί ο πόλεμος και οι ίδιοι να μεταβούν, όπου θέλουν και 2) να αριθμήσουν τα υπάρχοντά τους και να τα παραδώσουν και οι ίδιοι θα πληρώσουν φόρο, για όσο χρόνο θα κρατήσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Από τα παραπάνω όμως στοιχεία συνάγεται εύλογα το συμπέρασμα ότι οι Σπαρτιάτες με την παράδοση της πόλης των Πλαταιών που αξιώνουν, κατά βάθος δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα των Πλαταιέων για αυτονομία, αυτοτέλεια και αυτοδικία.
Αφού οι Πλαταιείς ενημερώσουν τους Αθηναίους και τους συμβουλευτούν, πληροφορούν τους συμπολίτες τους με το εξής επιχείρημα: Είναι γεγονός ότι οι Αθηναίοι δεν επέτρεψαν ποτέ να αδικηθούν οι Πλαταιείς, επομένως ούτε και τώρα θα αφήσουν να συμβεί αυτό από τους Σπαρτιάτες, αλλά θα τους στηρίξουν όσο μπορούν, εξορκίζοντάς τους να μην αποστατήσουν από τη δική τους συμμαχία. Μετά την απόφασή τους να παραμείνουν στη συμμαχία των Αθηναίων και να μην επιλέξουν την ουδετερότητα, κατά την απαίτηση των Σπαρτιατών, ο βασιλιάς Αρχίδαμος εκφωνεί και τρίτη δημηγορία προς τους Πλαταιείς, για να τους ανακοινώσει την απόφαση των Σπαρτιατών για εισβολή στη γη των Πλαταιών. Στην απόφαση αυτή ο Αρχίδαμος, στηρίζει από την πλευρά της Σπάρτης τη Machtpolitik, δηλαδή τάσσεται υπέρ της ανοιχτής σύγκρουσης με τα εξής επιχειρήματα: 1) Οι θεοί και οι ήρωες των Πλαταιών είναι μάρτυρες ότι αρχή στην αδικία δεν διέπραξαν ol Σπαρτιάτες, αλλά οι Πλαταιείς που δεν συμμορφώθηκαν με την απαίτησή τους, καθώς και οι σύμμαχοί τους Αθηναίοι. 2) Δεν είναι άδικοι οι Σπαρτιάτες, αν τους κηρύξουν τον πόλεμο, εφόσον τους ανακοίνωσαν τη θέλησή τους να παραμείνουν ουδέτεροι. 3) Οι Σπαρτιάτες έχουν προκληθεί πολλές φορές από τους Πλαταιείς και είναι φυσικό να θέλουν να τους τιμωρήσουν, εφόσον δεν συμμορφώνονται. Αποδεικνύεται επομένως ότι οι Σπαρτιάτες δικαιολόγησαν την εισβολή τους στη χώρα των Πλαταιών με επιχειρήματα, που κατά βάθος δεν είχαν ούτε ηθικό, ούτε νομικό έρεισμα, αλλά επέλεξαν τη Machtpolitik για να επιβάλουν το συμφέρον τους και να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στο χώρο της Βοιωτίας.
Η Δημηγορία των Αθηναίων - Μηλίων
Μία ακόμη δημηγορία, εκείνη των Μηλίων- Αθηναίων αποκαλύπτει την επικράτηση της Machtpolitik από την πλευρά της Αθήνας. Η Μήλος είναι αποικία δωρική και είναι η μόνη από τα νησιά του Αιγαίου που ανήκει στη συμμαχία των Λακεδαιμονίων. Οι Μήλιοι αξιώνουν να παραμείνουν ουδέτεροι στον πόλεμο, να αναπτύξουν φιλικές εμπορικές σχέσεις με τους Αθηναίους, αλλά να διατηρήσουν τη συμμαχία τους με τη Σπάρτη, που είναι και η μητρόπολή τους. Οι Μήλιοι χρησιμοποιούν ηθικά και νομικά επιχειρήματα στις θέσεις τους, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την ουδετερότητα. Οι Αθηναίοι από την άλλη πλευρά κάνουν χρήση της λογικής της δύναμης και του συμφέροντος και επιβάλλουν το νόμο του ισχυρού, διότι πιστεύουν ότι μόνον οι αδύνατοι χρησιμοποιούν τις έννοιες “δίκαιον” και “ηθική”, ενώ μπορούν να υποταχθούν και να αντιμετωπιστούν στην καλύτερη περίπτωση με μετριοπάθεια.
Η δημηγορία Αθηναίων - Μηλίων είναι αντιθετική, προσλαμβάνει τη μορφή διαλόγου, αλλά αυτή η ιδιαιτερότητά της καταδεικνύει με άμεσο και πιο παραστατικό τρόπο τα επιχειρήματα και από τις δύο αντίπαλες δυνάμεις, την Αθήνα και τη Μήλο. Οι Αθηναίοι επιχειρηματολογώντας, εξηγούν τη σημαντικότητα των πολλών λόγων, ώστε να διευθετηθεί η έκρυθμη κατάσταση. Οι Μήλιοι τους αποκαλύπτουν ότι γνωρίζουν τις αληθινές προθέσεις τους δηλαδή ότι επιδιώκουν να τους συμπεριλάβουν στην αθηναϊκή συμμαχία, στην οποία βρίσκονται και οι υπόλοιποι νησιώτες. Οι Αθηναίοι δηλώνουν ότι η ουδετερότητα των Μηλίων δεν επιζητείται για τη σωτηρία της πόλης τους, αλλά υποκρύπτει άλλες πολιτικές σκοπιμότητες που θα φανούν στο μέλλον. Οι Μήλιοι επιμένουν στην άποψη ότι επιδιώκουν την ουδετερότητα crtov πόλεμο για τη σωτηρία της πόλης τους, παρόλο που δεν το πιστεύουν οι Αθηναίοι. Οι Αθηναίοι θα απαντήσουν χωρίς περιστροφές ότι το δίκαιο είναι μία παράμετρος που συνεκτιμάται, όταν οι αντίπαλοι είναι ίσοι σε δύναμη. Διαφορετικά οι δυνατοί ενεργούν και επιβάλλουν αυτό που τους επιτρέπει η δύναμή τους, ενώ οι αδύναμοι υποχωρούν, όσο τους επιτρέπει η αδυναμία τους. Οι Μήλιοι τους παρακαλούν να μη επιβάλουν το συμφέρον τους και καταστρέψουν την πόλη τους, για χάρη του κοινού αγαθού (δηλαδή της ελευθερίας). Οι Αθηναίοι θα παραδεχτούν στη συνέχεια του λόγου τους ότι ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της εξουσίας τους και για την κυριαρχία τους σε συμμάχους, όπως ακριβώς και οι Λακεδαιμόνιοι και γι’ αυτό θεωρούν ότι για χάρη της σωτηρίας τους, καλό είναι οι Μήλιοι που είναι αδύναμοι να ενταχθούν στη συμμαχία τους. Οι Μήλιοι δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι ωφελούνται εντασσόμενοι στη συμμαχία των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι πιστεύουν ότι οι Μήλιοι επωφελούνται, αν υπακούσουν στη θέλησή τους και συνάμα θα αποκομίσουν κέρδος και οι Αθηναίοι με το να μην τους καταστρέψουν, διότι τότε θα πρέπει να αναλάβουν και το πολιτικό κόστος για την καταστροφή. Οι Μήλιοι επιμένουν στην ουδετερότητα και σε μία κάποια φιλία ενδεχομένως με τους Αθηναίους, αλλά οι Αθηναίοι αποκρίνονται ότι τους ενοχλεί όχι τόσο η έχθρα τους, αλλά η αδύναμη φιλία τους. Οι Μήλιοι διερωτώνται, αν οι Αθηναίοι συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο και στους συμμάχους τους. Οι Αθηναίοι δηλώνουν ότι όλοι σι σύμμαχοι απολαμβάνουν δικαιώματα, τα οποία μπορούν να τα έχουν και οι ίδιοι, αν ενταχθούν στη συμμαχία τους. Οι Μήλιοι πιστεύουν ότι τα υποτιθέμενα δίκαια λόγια των Αθηναίων αποβλέπουν στο συμφέρον τους και οι Αθηναίοι αποκαλύπτουν ότι τους ενοχλεί το γεγονός ότι, αν και είναι νησιώτες, ωστόσο δεν εντάσσονται στη συμμαχία τους.
Οι Μήλιοι επιμένουν στην πρόθεσή τους να παραμείνουν ελεύθεροι αλλά οι Αθηναίοι ισχυρίζονται ότι αν οι Μήλιοι είναι σώφρονες, τότε δεν πρέπει να αντισταθούν στους δυνατούς. Οι Μήλιοι πιστεύουν ότι η τύχη θα τους βοηθήσει, αλλά οι Αθηναίοι θεωρούν ότι οι άνθρωποι στρέφονται προς την ελπίδα που είναι παρηγοριά στον κίνδυνο και στη συνέχεια στρέφονται προς τις αφανείς ελπίδες, όπως τη μαντεία, ακριβώς γιατί είναι αδύναμοι. Οι Μήλιοι επιμένουν ότι θα τους βοηθήσει η τύχη, γιατί είναι δίκαιοι, ενώ οι Αθηναίοι αποκρίνονται ότι στηρίζουν την καλή τους τύχη στην εύνοια των θεών. Οι Μήλιοι προσδιορίζουν το συμφέρον τους, που είναι να παραμείνουν άποικοι των Σπαρτιατών και να είναι έτσι ασφαλείς, ενώ οι Αθηναίοι δηλώνουν ότι το συμφέρον των Μηλίων είναι να ενταχθούν στη συμμαχία τους, με όσους κινδύνους η πράξη αυτή εγκυμονεί. Οι Μήλιοι θεωρούν ότι το συμφέρον τους είναι να παραμείνουν στη συμμαχία των Σπαρτιατών, με τους οποίους είναι συγγενείς και οι Αθηναίοι ανταπαντούν ότι είναι πιο δίκαιο και συμφέρον τους, να ενταθούν στη ναυτική συμμαχία των Αθηναίων, αφού είναι νησιώτες. Οι Μήλιοι με προκλητικό τρόπο ισχυρίζονται ότι οι Σπαρτιάτες θα μπορούσαν να καταλάβουν οποιοδήποτε νησί θα ήθελαν και κατόπιν να απειλήσουν την Αττική. Στην προκλητική αυτή στάση οι Αθηναίοι θα απαντήσουν ότι είναι έμπειροι σε πολιορκίες, αλλά καλό είναι οι αδύνατοι να υιοθετούν πιο σωστή στάση απέναντι στους δυνατούς. Κλείνοντας το λόγο τους οι Μήλιοι θα εμπιστευθούν τη σωτηρία τους α) στην τύχη, β) στους θεούς και γ) στους Λακεδαιμόνιους και οι Αθηναίοι θα τους απαντήσουν ότι δεν αξιολογούν σωστά τις πολιτικές εξελίξεις με αυτά τα κριτήρια και γι’ αυτό θα αποτύχουν. Τελικά οι Μήλιοι δεν θα πειθαρχήσουν στις αξιώσεις των Αθηναίων και οι Αθηναίοι θα προχωρήσουν σε μεγάλο στρατηγικό λάθος, εφαρμόζοντας τη Machtpolitik, που θα οδηγήσει στην καταστροφή της νήσου Μήλου, στο θάνατο των Μηλίων ανδρών και στον ανδραποδισμό των παιδιών και των γυναικών. Αργότερα θα εγκαταστήσουν οι Αθηναίοι 500 αποίκους στο νησί από την Αθήνα.
Αξιολόγηση της Machtpolitik
Η δημηγορία των Μηλίων αποδεικνύει το τι συμβαίνει στην πολιτική ζωή, όταν ο πολιτισμός του λόγου που στηρίζει την επιχειρηματολογία των αγορητών, καταστρέφεται. Η πολιτική διαβούλευση και οι αρχές δεν υφίστανται, γι’ αυτό και ο Θουκυδίδης παρουσιάζει τη δημηγορία αυτή υπό μορφή διαλόγου. Η Αθήνα, η πόλη του λόγου και της Δημοκρατίας αρ- νείται να συζητήσει θέματα Δικαιοσύνης και τιμής. Απαιτεί από τη Μήλο να πάψει να είναι ελεύθερη, αυτόδικη και αυτόνομη και δεν κατανοεί το παράλογο της απαίτησης της, δηλαδή ότι επιζητεί να της παραδώσει η Μήλος την πολιτική της ταυτότητα, προκειμένου να ικανοποιήσει το δικό της Συμφέρον. Έχει όμως χάσει την ικανότητα να επιχειρηματολογεί “κατά λόγον” και η πολιτική γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν έχει συνέπεια και δεν στηρίζεται σε πολιτισμό. Όταν όμως δεν υπάρχει πολιτισμός που να κατευθύνει το Συμφέρον ή να θέτει όρια στη φιλοδοξία, τότε δεν υφίσταται πολιτική τάξη και η πόλη δεν αντιπροσωπεύει πια το κάλλος, όπως στην περίοδο του Περικλή. Οι Αθηναίοι πολίτες δεν είναι θεώμενοι και εραστές του κάλλους της πόλης τους, αφού λείπει το όραμα που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση του κάλλους. Χωρίς τον πολιτισμό στο λόγο και την επιχειρηματολογία, οι Αθηναίοι θα χάσουν την υπαρκτική τους ταυτότητα, θα περιορίσουν την αυτονομία και αυτοδικία, θα εγκλωβίσουν την ελευθερία του λόγου στο δίκαιο του ισχυρού και θα οδηγηθούν μοιραία στην καταστροφή, αφού τελικά θα χάσουν την ικανότητα να προσαρμόζουν το λόγο στην πράξη μέσα στην πολιτική τους κοινότητα.
Το συμπέρασμα από τη Δημηγορία των Μηλίων είναι ότι ο Θουκυδίδης διαφωνεί με τη χρήση της αλόγιστης και ωμής βίας των ισχυρών πόλεων που εκφράζεται με τη Machtpolitik του Κλέωνα και ίσχυσε στην περίπτωση των Πλαταιέων και των Μηλίων. Από τις πολιτικές του θεωρήσεις συνάγουμε το συμπέρασμα ότι θα προτιμούσε οι Αθηναίοι, τουλάχιστον στην περίπτωση των Μηλίων, να είχαν εφαρμόσει την πολιτική της μετριοπάθειας, της επιείκειας και της Διπλωματίας, όπως στην αποστασία της Μυτιλήνης. Προχωρώντας μάλιστα οι Αθηναίοι σε επίδειξη κυνισμού, ορίζουν το δίκαιο από τη θέση του ισχυρού και επιδιώκουν να πείσουν τους Μηλίους για το γεγονός ότι ο δυνατός ενεργεί κατά τη δύναμή του, ενώ ο αδύνατος υποχωρεί και συμβιβάζεται. Επομένως δημιουργούν την εντύπωση ότι ομιλούν σαν τον Πλατωνικό Καλλικλή, ένθερμο οπαδό των σοφιστικών θέσεων υπέρ του φυσικού δικαίου.
Στο διάλογο των Μηλίων τα επιχειρήματα σταθμίζονται σύμφωνα με τη Δύναμη και το Συμφέρον και οι Αθηναίοι αγορητές θεωρούν φυσικό να μετουσιώνουν αδίστακτα σε ωμή πράξη οτιδήποτε εξυπηρετεί τη δική τους φιλοδοξία και ιδιοτέλεια. Πρόκειται για θέσεις και επιλογές που στηρίζονται σε κριτήρια υποκειμενικά, αυθαίρετα και ηθικώς διαβλητά και ως εκ τούτου σε αξιολογικό επίπεδο απουσιάζει παντελώς το κριτήριο της αντικειμενικότητας και του ανθρωπισμού και στη θέση τους προβάλλεται μία αχαλίνωτη ανθρώπινη φύση.
Ο Θουκυδίδης θα προτιμούσε να είχαν οι Αθηναίοι υιοθετήσει στην περίπτωση των Μηλίων μια διπλωματική πολιτική, όπως περιγράφεται από τους ίδιους τους Αθηναίους: “πλείστα αν ορθοίντο, οίτινες τοίς μεν ίσοις είκουσιν, τοίς δε κρείσσοσι καλώς προσφέρονται, προς δε τους ήσ- σους μέτριοι εισίν”. Πράγματι πολλά μπορούν να επιτευχθούν, αν οι άνθρωποι υποχωρούν αμοιβαία, όταν είναι ισόπαλοι, αν συμπεριφέρονται σωστά και όχι προκλητικά προς εκείνους που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση και βέβαια, αν οι δυνατοί επιδιώκουν να είναι πιο μετριοπαθείς προς εκείνους που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση. Μία μετριοπαθής και διπλωματική συμπεριφορά, θα ήταν σύμφωνη με τις αρχές της Realpolitik, που στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης απαιτεί από τους ισχυρούς να αντιμετωπίζουν τους Αδυνάτους με περισσότερη σύνεση και σωφροσύνη. Ωστόσο η επικράτηση της σωφροσύνης είναι κατά τον Θουκυδίδη εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα χωρίς την παρουσία ενός χαρισματικού ηγέτη, όπως ο Περικλής.
Προϋποθέτει παράλληλα αλλαγή και βελτίωση της ανθρώπινης φύσης, αγώνισμα ιδιαίτερα επίπονο, αλλά και αναγνώριση ότι ο πολιτικός βίος απαιτεί μία συνετή μορφή φιλοσοφικής σκέψης, που δεν θα υποβαθμίζει τις ανθρώπινες- πολιτικές ανάγκες. Η πολιτική συνείδηση διαμορφώνεται μόνο με το σωστό δημοκρατικό ήθος και πνεύμα και προσμετρείται σε σχέση με την ικανότητα του πολίτη για “φιλοσοφείν” και “φιλοκαλείν”. Εάν αυτό δεν συμβαίνει, όπως τραγικά διαπιστώνεται στο διάλογο των Μηλίων, τότε όσο υψηλότερο και αν είναι το όραμα “το οράν”, χωρίς την ουσιαστική μετοχή του πολίτη στη λογικότητα της αρμονίας και του κάλλους του “κατ’ αλήθειαν” πολίτικου βίου, τόσο μεγαλύτερη θεωρείται η εξαφάνιση του ανθρώπινου - πολιτικού, είναι σε ένα πολιτισμό βίας και αξυνεσίας και σε έναν κόσμο που έχασε την ικανότητα να λειτουργεί “κατά λόγον”.
Η δημηγορία Αρχιδάμου-Σθενελαΐδα
Βέβαια και δύο άλλες Δημηγορίες αντιθετικές είναι ενδεικτικές για την εφαρμογή της Realpolitik και της Machtpolitik. Η δημηγορία του βασιλιά Αρχίδαμου που τάσσεται κατά του πολέμου αποδίδει τη Realpolitik. Ο Αρχίδαμος επιδιώκει να αποτρέψει τους συμπολίτες του από τον πόλεμο, εκθέτοντας τους κινδύνους του πολέμου και τη δύναμη των Αθηναίων. Διαπιστώνει όμως με ρεαλιστικό τρόπο, ότι αν πρόκειται να επιλέξουν τον πόλεμο, είναι αναγκαίο να αναζητήσουν μέσα και τρόπους, για να αντιμετωπίσουν την αθηναϊκή δύναμη. Είναι απαραίτητο να καταφύγουν και στην περσική βοήθεια, έστω και αν δεν προσιδιάζει με το φιλότιμο των Ελλήνων, εφόσον προβλέπει ότι η αναμέτρηση θα είναι δύσκολη και μακροχρόνια για τις δύο πόλεις. Σε τελική ανάλυση η άποψη του Αρχίδαμου ήταν αρκετά ρεαλιστική και επαληθεύτηκε από τα ίδια τα γεγονότα. Δηλαδή οι Σπαρτιάτες νίκησαν τους Αθηναίους με τη βοήθεια των Περσών, εφόσον μόνοι με τους συμμάχους τους, δεν ήταν δυνατό να κερδίσουν τον πόλεμο.
Σε αντίθεση με τον Αρχίδαμο, ο έφορος Σθενελαΐδας στη δημηγορία του τάσσεται υπέρ του πολέμου, επιδιώκοντας την εφαρμογή της Machtpolitik. Θεωρεί ότι οι Αθηναίοι με τις επεκτατικές βλέψεις τους, αδικούν τους Σπαρτιάτες και τους συμμάχους τους, διαταράσσοντας την ιεραρχία των δυνάμεων από την αρχηγό πόλη Σπάρτη και πρέπει να τιμωρηθούν γι’ αυτό, όπως τους αξίζει. Η τιμωρία και ο συνετισμός των Αθηναίων, κατά τη Machtpolitik του Σθενελαϊδα, παραπέμπει σε ανοιχτή σύγκρουση με τους Αθηναίους και ως εκ τούτου σε πόλεμο, που αποφασίζει η Σπάρτη στο όνομα των πατρώων θεών.
Συμπεράσματα στις Στρατηγικές της Machtpolitik και Realpolitik
Σε μία δημοκρατία, όπως η Αθηναϊκή οι ισορροπίες είναι πολύ λεπτές και εύθραυστες. Ο σεβασμός του μέτρου, η πνευματική ωριμότητα και η “κατά λόγον” πολιτική δραστηριότητα αποτελούν είδος πρώτης ανάγκης. Όσο χρονικό διάστημα οι πολιτικοί αναδεικνύονταν άξιοι στο “λέγειν και πράττειν τα δέοντα”, όπως στην περίπτωση του Περικλή και οι πολίτες είχαν οράματα και ήταν “θεώμενοι και ερασταί της πόλεως”, η Δημοκρατία ως πλαίσιο εξουσίας και ως τρόπος ζωής βιωνόταν από τους πολίτες και λειτουργούσε σε αρκετό βαθμό απρόσκοπτα. Γιατί μόνο στην ουσιαστική Δημοκρατία οι αρετές των πολιτών συγκλίνουν και αξιοποιούνται σε επωφελή για το σύνολο δραστηριότητα, όπως συνετά αναφέρει ο άγνωστος συγγραφέας του Περί ύψους. Αυτό συμβαίνει, διότι η σωστή δημοκρατία με τον ορθό λόγο καλλιεργεί στον πολιτικό άνθρωπο τη δυνατότητα να μεταποιεί τη φύση σε κοινωνία, και σχέση, η οποία τον απελευθερώνει από τις ορμέφυτες αναγκαιότητες της ανθρώπινης φύσης, εφόσον κάπου ανάμεσα στην αναγκαιότητα και την ελευθερία, στη φύση και στη σχέση κρίνεται και το μέλλον της ανθρώπινης ύπαρξης. Η υπαρκτή υπέρβαση των αναγκαιοτήτων της φύσης κερδίζεται αλλά και χάνεται από τον πολιτικό άνθρωπο, στην προσπάθειά του να οδηγηθεί στην ευδαιμονία με ή χωρίς την αρετή.
Όταν όμως τα πάθη εξαγριωθούν και τα ήθη εξαχρειωθούν, λόγω των δυσμενών πολιτικό-στρατιωτικών εξελίξεων και της συναφούς προς αυτές κυριαρχίας των ατομοκρατικών τάσεων, τότε η δημοκρατία χάνει το ήθος και το πνεύμα της. Στην περίοδο όμως των διαδόχων οι ρήτορες υποδαυλίζουν τα πολιτικά πάθη, καθώς η ανάδραση που προέρχεται από πολίτες, που είναι “ακροατές λόγων” και “θεατές έργων” επιβάλλει τη διατύπωση προτάσεων, που ανταποκρίνονται σε ξένες, για το πνεύμα της δημοκρατικής πόλης, προσδοκίες. Τότε και η δημοκρατία των δημαγωγών δεν διαφέρει στο ήθος και την εξέλιξη από την τυραννία, όπως παρατηρεί ο Αριστοτέλης. Όταν όμως η Δημοκρατία από αριστοκρατία του πλήθους εξελίσσεται σε τυραννία και θεοποιεί τη Δύναμη και το Συμφέρον, οι ανάγκες του πολιτικού ανθρώπου υποβαθμίζονται και κατά την πολιτική ανάλυση του Θουκυδίδη, στρέφεται στην επιλογή δύο στρατηγικών, της Machtpolitik και της Realpolitik από τις οποίες, τουλάχιστον η δεύτερη επιτρέπει έστω και υποκριτικά τον ανθρωπισμό και αποδέχεται ως αξίες την επιείκεια και τη μετριοπάθεια απέναντι στους Αδυνάτους. Και οι δύο βέβαια στρατηγικές κατά βάθος επιδιώκουν το Συμφέρον, αλλά η διαφορά τους συνίσταται στις μεθόδους που χρησιμοποιούν, για να το απαιτήσουν. Και η Machtpolitik στηρίζεται σε ηθικά- νομικά επιχειρήματα, αλλά χρησιμοποιεί ανοιχτή σύγκρουση και σκληρούς τρόπους, ενώ η Realpolitik στηρίζεται σε ρεαλιστικά επιχειρήματα, αλλά χρησιμοποιεί μετριοπαθείς και διπλωματικές μεθόδους, τουλάχιστον απέναντι στους αδυνάτους.
---------------------