Κυριακή 16 Μαΐου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Αἴας (1402-1420)

ΤΕΥ. ἅλις· ἤδη γὰρ πολὺς ἐκτέταται
χρόνος. ἀλλ᾽ οἳ μὲν κοίλην κάπετον
χερσὶ ταχύνετε, τοὶ δ᾽ ὑψίβατον
1405 τρίποδ᾽ ἀμφίπυρον λουτρῶν ὁσίων
θέσθ᾽ ἐπίκαιρον·
μία δ᾽ ἐκ κλισίας ἀνδρῶν ἴλη
τὸν ὑπασπίδιον κόσμον φερέτω.
παῖ, σὺ δὲ πατρός γ᾽, ὅσον ἰσχύεις,
1410 φιλότητι θιγὼν πλευρὰς σὺν ἐμοὶ
τάσδ᾽ ἐπικούφιζ᾽· ἔτι γὰρ θερμαὶ
σύριγγες ἄνω φυσῶσι μέλαν
μένος. ἀλλ᾽ ἄγε πᾶς, φίλος ὅστις ἀνὴρ
φησὶ παρεῖναι, σούσθω, βάτω,
1415 τῷδ᾽ ἀνδρὶ πονῶν τῷ πάντ᾽ ἀγαθῷ
κοὐδενί πω λῴονι θνητῶν
Αἴαντος, ὅτ᾽ ἦν, τόδε φωνῶ.
ΧΟ. ἦ πολλὰ βροτοῖς ἔστιν ἰδοῦσιν
γνῶναι· πρὶν ἰδεῖν δ᾽ οὐδεὶς μάντις
1420 τῶν μελλόντων ὅ τι πράξει.

***
ΤΕΥ. Αρκεί. Έτσι κι αλλιώς ο χρόνος παρατράβηξε.
Λοιπόν, κάποιοι βιαστείτε, σκάψετε λάκκο
με τα χέρια σας βαθύ· άλλοι τρίποδα στήσετε ψηλά,
στη μέση της φωτιάς για το νεκρώσιμο λουτρό·
μια τρίτη ομάδα ας πάει να φέρει απ᾽ τη σκηνή
τη λαμπερή αρματωσιά που σκέπαζε η ασπίδα του.
Έλα, αγόρι μου, κι εσύ, όσο βαστούν τα χέρια σου,
1410 μ᾽ αγάπη πιάσε απ᾽ την πλευρά το σώμα του πατέρα σου,
μαζί να το σηκώσουμε· γιατί θερμές οι φλέβες του
πετούν ακόμη μαύρο αίμα στον αέρα.
Και τώρα εμπρός, όποιος το λέει πως είναι
φίλος ας τρέξει, ας προφτάσει, ας μοχθήσει
γι᾽ αυτόν τον ήρωα χωρίς ψεγάδι, που ανώτερός του
δεν υπήρξε άλλος — λέω για τον Αίαντα,
ενόσω ζούσε.

ΧΟ. Έχουν να δουν πολλά τα μάτια των ανθρώπων,
και να μάθουν. Προτού τα δει, κανείς
το μέλλον να μαντέψει δεν μπορεί,
1420 και τί τον περιμένει.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 2. Αρχαϊκή εποχή (700-508 π.Χ.)

2.4.Β. Λυρική ποίηση


Για να ορίσουμε το έπος χρησιμοποιήσαμε ευδιάκριτα μορφολογικά στοιχεία: τη μεγάλη έκταση, τη σύνθεση κατά στίχο και το δακτυλικό εξάμετρο. Στη λυρική όμως ποίηση ο ορισμός είναι δύσκολος, καθώς και η έκταση και ο τρόπος της σύνθεσης και τα μέτρα ποικίλλουν. Το όνομα λυρική ποίηση δε μας βοηθά. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι το καθιέρωσαν, γιατί τα περισσότερα λυρικά έργα συνοδεύονταν στην παρουσίασή τους από τη λύρα· παράβλεψαν όμως ότι το ίδιο όργανο συνόδευε και το έπος, και ακόμα ότι ορισμένες κατηγορίες λυρικών τραγουδιών δε συνοδεύονταν από τη λύρα αλλά από τον αυλό. Έτσι, δε μένει άλλο από το να πούμε ότι στη λυρική ποίηση εντάσσουμε όλα τα ποιητικά έργα που δεν ανήκουν στο έπος ή στη δραματική ποίηση, και να επιχειρήσουμε, χρησιμοποιώντας διάφορα κριτήρια, να τα κατατάξουμε σε μικρότερες κατηγορίες.

Πρώτο κριτήριο ο λαϊκός ή όχι χαρακτήρας. Από τη μια ξεχωρίζουμε ορισμένα τραγούδια (εθιμικά και εργατικά τα περισσότερα) που είχαν ολοφάνερα λαϊκό χρώμα και κυκλοφορούσαν ανώνυμα· από την άλλη όλα τα ποιητικά έργα που είχαν συνθέσει επώνυμοι ποιητές και κυκλοφορούσαν με το όνομά τους.

Δεύτερο κριτήριο για να διαιρέσουμε τα επώνυμα έργα σε κατηγορίες είναι ο τρόπος της παρουσίασης. Ξεχωρίζουμε:

(α) Χορικά: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα σύνολο με πολλούς τραγουδιστές, τον Χορό.

(β) Μονωδίες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από ένα μόνο τραγουδιστή.

(γ) Ελεγείες: έργα που παρουσιάζονταν τραγουδισμένα από έναν τραγουδιστή πλαισιωμένο από Χορό, που τον υποστήριζε.

Στον πίνακα που ακολουθεί σημειώνονται και άλλες, μικρότερες κατηγορίες, που τα χαρακτηριστικά τους θα καθοριστούν στη συνέχεια.


Κατάταξη των λυρικών έργων

Η κατάταξη των λυρικών έργων όπως τη βλέπουμε στον πίνακα, παρουσιάζει και μιαν ιδιοτυπία. Αν εξαιρέσουμε τα λαϊκά τραγούδια, που προσαρμόζονται στη διάλεκτο και το ιδίωμα του κάθε τόπου, οι υπόλοιπες κατηγορίες χαρακτηρίζονται και από τη γλωσσική τους μορφή: στις ελεγείες οι ποιητές χρησιμοποιούσαν την τεχνητή γλώσσα του έπους και στους ιάμβους την ιωνική διάλεκτο· και ακόμα, κατά κανόνα οι ωδές γράφονταν στην αιολική διάλεκτο και τα χορικά τραγούδια στη δωρική.

Εύκολα διαπιστώνουμε ότι αυτές οι γλωσσικές προτιμήσεις σχετίζονται άμεσα με τη διάλεκτο της περιοχής όπου αναπτύχτηκε το κάθε ποιητικό είδος και έδρασαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του· σημειώνουμε όμως ότι το ιδιαίτερο διαλεκτικό χρώμα κάθε είδους διατηρήθηκε, τουλάχιστον επιφανειακά, σε όλες τις περιόδους της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, ακόμα και όταν πια το είδος είχε επεκταθεί έξω από τα όρια της αρχικής του κοιτίδας και το καλλιεργούσαν ποιητές που η φυσική τους διάλεκτος ήταν διαφορετική.

Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα πρώιμα λυρικά έργα είναι η συνύπαρξή τους με το μουσικό μέλος.[1] Δεν υπάρχει στην Αρχαϊκή και στην Κλασική εποχή λυρικό ποίημα που να προορίζεται για σιωπηλή ανάγνωση ή για απλή απαγγελία. Τα λυρικά έργα ήταν όλα γραμμένα για να τραγουδιούνται, πολλά και για να χορεύονται. Ήταν οι ίδιοι οι ποιητές που μαζί με τα λόγια συνθέταν τη μουσική και τη χορογραφία, όπου χρειαζόταν, των έργων τους.[2] Μπορεί κάτι τέτοιο να μας παραξενεύει σήμερα που οι ποιητές σπάνια ταυτίζονται με τους μουσικοσυνθέτες και τους χορογράφους, αλλά πρέπει να το δεχτούμε ως πραγματικότητα - μια πραγματικότητα που θα την καταλαβαίναμε καλύτερα, αν δεν ήταν τόσο φτωχές οι γνώσεις μας για την αρχαιοελληνική μουσική και χορό.

Στο περιεχόμενό της η λυρική ποίηση χαρακτηρίζεται από την έντονη προβολή του ποιητή και τον άμεσο σχολιασμό του σύγχρονού του κόσμου. Βέβαια, καμιά ανθρώπινη δημιουργία δε γίνεται να αποδεσμευτεί από τον τόπο της, την εποχή της και την προσωπικότητα του δημιουργού της· ενώ όμως οι επικοί ποιητές εκφράζονταν έμμεσα, τοποθετώντας τα έργα τους σε μια περασμένη μυθική εποχή, οι λυρικοί ποιητές, ακόμα και όταν χρησιμοποιούσαν μύθους,[3] πρόβαλλαν απροκάλυπτα τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους, παρουσίαζαν και σχολίαζαν απερίφραστα την εποχή και τον γύρω τους κόσμο: πρόσωπα, πράγματα, γεγονότα, καταστάσεις και ό,τι άλλο.
-----------------------
1. Γι᾽ αυτό η λυρική ποίηση ονομάζεται και μελική.

2. Η λέξη μολπή (μέλπω = τραγουδώ) μπορεί στον Όμηρο να σημαίνει και μόνο το τραγούδι και την ενότητα του τραγουδιού με τον χορό. Ο χορός μόνος ονομαζόταν ὀρχηθμός, ὄρχημα και ὄρχησις.

3. Στην αρχαϊκή λυρική ποίηση «ο μύθος, κυρίως ο μύθος που πέρασε από το φίλτρο της επικής ποίησης, παραθέτει πλάι στο γήινο γεγονός μιαν ανάλογη θεϊκή ή ηρωική εικόνα και έτσι προσδίδει στις εφήμερες ανθρώπινες πράξεις νόημα και αξία», Β. Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος, μετάφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα (Μ.Ι.Ε.Τ.) 1981, σ. 83.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙV. ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ 8. Η ύστερη αρχαιότητα

8.1. Όπως οι ηθοποιοί της τραγωδίας

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Με κέντρο τη Ρώμη, εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ωκεανό στη δύση έως τον Εύξεινο Πόντο και τον Ευφράτη ποταμό στην ανατολή, και από τους ποταμούς Ρήνο και Δούναβη στον βορρά (για ένα διάστημα περιέλαβε και τη νότιο Αγγλία) έως τη Σαχάρα στον νότο. Κάθε προσπάθεια να ξεπεραστούν αυτά τα όρια απέβη άκαρπη ή βραχύβια. Στα χρόνια του Αυγούστου, ύστερα από δεκαετίες πολέμων, ο συνολικός της πληθυσμός δεν πρέπει να ξεπερνούσε κατά πολύ τα 45.000.000 (που μπορεί να αντιπροσώπευε το 15% του πληθυσμού της γης). Από τους κατοίκους της αυτοκρατορίας δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη διέθεταν λιγότεροι από 5.000.000 άνθρωποι (αν συμπεριληφθούν οι γυναίκες των πολιτών), οι περισσότεροι από τους οποίους κατοικούσαν στην Ιταλία. Ενάμιση αιώνα αργότερα, ο συνολικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας αυξήθηκε και μπορεί να ξεπέρασε τα 60.000.000.

Τη μεγάλη μάζα του πληθυσμού την αποτελούσαν αγρότες, διασπαρμένοι σε πλήθος χωριά. Στις 1.000 περίπου πόλεις ήταν συγκεντρωμένο λιγότερο από το 20% του συνολικού πληθυσμού, και από αυτό ένα μεγάλο τμήμα απασχολούνταν επίσης με την καλλιέργεια της γης. Όπως όλες οι άλλες κοινωνίες της αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε καθαρά αγροτικό χαρακτήρα. Στην παραγωγική εργασία των αγροτών, ελεύθερων και δούλων, στηριζόταν ο πλούτος των ανώτερων τάξεων, η διοίκηση και ο στρατός.

Οι περισσότερες πόλεις ήταν σχετικά μικρές, με πληθυσμούς από 2.000 έως 20.000 κατοίκους. Πραγματικά μεγάλες πόλεις υπήρχαν μόνο στην Ανατολή. Το Πέργαμο μπορεί να είχε 50.000-100.000 κατοίκους, η Αλεξάνδρεια και η Αντιόχεια εκατοντάδες χιλιάδες. Μόνο ο πληθυσμός της Ρώμης ενδέχεται να έφτασε το 1.000.000. Γύρω στο 15% των κατοίκων της αυτοκρατορίας, δηλαδή κοντά 7.000.000 άνθρωποι, θα πρέπει να ήταν δούλοι· πολλοί από αυτούς βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στην Ιταλία, όπου το ποσοστό τους ενδέχεται να ξεπερνούσε το 30%. Την εποχή εκείνη στην Ελλάδα κατοικούσαν, όπως έχει υπολογιστεί, λιγότεροι από 3.000.000 άνθρωποι· πολλοί Έλληνες ωστόσο βρίσκονταν διασπαρμένοι σε διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, κυρίως στο ανατολικό της τμήμα αλλά και στη Ρώμη.

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Αυγούστου, στη Σύγκλητο συμμετείχαν 600 άνδρες, ενώ στην τάξη των πλούσιων ιππέων, από την οποία στελεχώνονταν πλήθος κρατικές υπηρεσίες και πολλές ανώτερες θέσεις στον στρατό, περιλαμβάνονταν πάνω από 20.000 άτομα. Στις περισσότερες πόλεις τα ζητήματα της αυτοδιοίκησης και της συγκέντρωσης των φόρων είχαν ανατεθεί σε τοπικές βουλές, που αποτελούνταν συνήθως από τους 100 επιφανέστερους και ευπορότερους κατοίκους. Οι ανώτερες τάξεις, δηλαδή οι συγκλητικοί, οι ιππείς και οι τοπικοί βουλευτές δεν ξεπερνούσαν έτσι τις 150.000, αντιπροσωπεύοντας μαζί με τις οικογένειες τους το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στην κορυφή της πυραμίδας βρισκόταν ο αυτοκράτορας.

Οι Έλληνες δεν είχαν κανένα πρόβλημα να προσφωνούν τον αυτοκράτορα βασιλιά, αλλά στην ίδια τη Ρώμη, ο τίτλος αυτός (rex) ήταν αυστηρά απαγορευμένος. Από την εποχή του Αυγούστου, ένας άνδρας αποκτούσε τον τίτλο του αὐτοκράτορος (imperator) και θεωρούνταν ἡγεμών (princeps), δηλαδή πρώτος πολίτης. Αυτός συγκέντρωνε στο πρόσωπό του την υπέρτατη στρατιωτική, πολιτική, δικαστική αλλά και θρησκευτική εξουσία, εφόσον αναγορευόταν μέγας ἀρχιερεύς (pontifex maximus, δηλαδή «μέγιστος γεφυροποιός», για να δηλωθεί η επαφή που η παρουσία του αποκαθιστούσε με τον θεϊκό κόσμο). Μετά τον θάνατό του, η αναγόρευση νέου αυτοκράτορα γινόταν τυπικώς από τη Σύγκλητο, αλλά πολλές φορές η διαδοχή ήταν ήδη προεξοφλημένη, είτε κληρονομικά είτε με υιοθεσία. Σε αρκετές περιστάσεις, όπως συνέβαινε μετά τη δολοφονία ενός αυτοκράτορα ή τον θάνατό του στον πόλεμο, ιδιαίτερο ρόλο στη διαδοχή είχε ο στρατός, και μάλιστα η επίλεκτη αυτοκρατορική σωματοφυλακή, που ονομαζόταν πραιτοριανή φρουρά. Μετά τον Οκταβιανό, όλοι οι αυτοκράτορες αποκαλούνταν τιμητικά αύγουστοι (augusti, δηλαδή «σεβαστοί»), ενώ αυτοί που προορίζονταν για τη διαδοχή έπαιρναν συχνά τον τίτλο του καίσαρα.

Ο αυτοκράτορας στήριζε τη δύναμή του κυρίως στον έλεγχο του στρατού. Στο ξεκίνημα της μοναρχίας ο στρατός δεν ξεπερνούσε τις 350.000 άνδρες, οργανωμένους σε λεγεώνες και βοηθητικά σώματα, και ήταν διασπαρμένος σε πολλές επαρχίες. Δύο αιώνες αργότερα είχε φτάσει τις 400.000 άνδρες. Για τη διοίκηση των 40 περίπου επαρχιών διορίζονταν διοικητές, άλλοι από τη Σύγκλητο και άλλοι από τον αυτοκράτορα, κυρίως σε περιοχές όπου η στρατιωτική παρουσία ήταν εντονότερη. Αυτοί είχαν τη γενική ευθύνη για την τάξη, την προστασία από επιδρομείς και την απονομή της δικαιοσύνης. Η θανατική καταδίκη ήταν συνήθως δική τους αρμοδιότητα. Για να ασκήσει την εξουσία του, ο αυτοκράτορας αξιοποιούσε συγκλητικούς και ιππείς, διέθετε ωστόσο και μια προσωπική διοικητική υπηρεσία που στελεχωνόταν από τον οίκο του (familia Caesaris), που περιλάμβανε τους δούλους του και τους απελεύθερούς του, αρκετοί από τους οποίους αποκτούσαν πολύ μεγάλη εξουσία.

Η κεντρική διοίκηση και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αποσπούσαν με τη φορολογία, με τα ενοίκια, τις έκτακτες εισφορές και τις καταναγκαστικές εργασίες που επέβαλλαν (ἀγγαρείας) μεγάλο μέρος του παραγωγικού πλεονάσματος. Όταν η ρωμαϊκή εξουσία σταθεροποιήθηκε, η επίσημη φορολογία δεν ήταν υψηλότερη από ό,τι σε άλλες εποχές, και έτσι η αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Η ένταξη στην ίδια πολιτική επικράτεια πολυάριθμων πόλεων και ολόκληρων βασιλείων, που βρίσκονταν για αιώνες σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά σε ανοιχτούς πολέμους, διευκόλυνε τις μετακινήσεις και το εμπόριο· επίσης, την αύξηση της παραγωγής και την ανάπτυξη των τεχνών. Για μεγάλες περιόδους η πειρατεία σχεδόν εξέλιπε. Παρά τους πολύνεκρους πολέμους που συνεχίζονταν στα σύνορα της αυτοκρατορίας, η Ιταλία και οι περισσότερες επαρχίες ζούσαν με ασφάλεια - μολονότι, εκτός από τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις, δεν έλειπαν και εμφύλιοι πόλεμοι, κυρίως τον 3ο αιώνα, για την επιβολή αυτοκρατόρων. Ένα ενιαίο ρωμαϊκό νόμισμα αναγνωριζόταν επίσημα παντού, ενώ το φορολογικό σύστημα προωθούσε την κυκλοφορία του χρήματος και συνέβαλλε στον εκχρηματισμό της οικονομίας έως τις πιο απόμακρες περιοχές. Από αυτά που εισέπραττε η κεντρική διοίκηση ένα μικρό μέρος επέστρεφε στις επαρχίες για τη μισθοδοσία του στρατού, για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε περιόδους λιμών και σεισμών καθώς και για την κατασκευή ναών, δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και άλλων μεγάλων έργων ως ευεργεσίες.

Στην αυτοκρατορία κατοικούσαν πολλά έθνη, καθένα με τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τις θρησκευτικές του συνήθειες. Όλες οι μορφές λατρείας γίνονταν γενικά αποδεκτές, εκτός αν παραβίαζαν τον νόμο ή τα χρηστά ήθη. Η διοίκηση δεν απασχολούσε πολλούς υπαλλήλους και βασιζόταν πολύ σε γραπτά τεκμήρια. Οι νόμοι και τα διατάγματα διατυπώνονταν πάντα γραπτώς, και μια διαρκής αλληλογραφία συνέδεε την πρωτεύουσα με τις επαρχίες. Για τον υπολογισμό και την είσπραξη των φόρων γίνονταν περιοδικώς απογραφές του πληθυσμού σε διάφορες επαρχίες, συντάσσονταν κατάλογοι και εκδίδονταν πιστοποιητικά. Ωστόσο, το γενικό ποσοστό των αναλφάβητων στην αυτοκρατορία παρέμενε πάντα πολύ υψηλό. Μόλις το 10% του πληθυσμού ενδέχεται να χειριζόταν τη γραφή με κάποια επάρκεια. Ακόμη και στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα δεν θα πρέπει να ήταν υψηλότερο από 20-30%. Υπήρχαν ωστόσο επαγγελματίες γραφείς διαθέσιμοι για όλες τις δουλειές, όχι μόνο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε πολλά χωριά.

Οι μεγάλες μάζες του πληθυσμού, ιδίως στις επαρχίες, άρχισαν να αποδίδουν στον αυτοκράτορα θεϊκές τιμές και δέχονταν με ευκολία τη λατρεία του, την οποία προωθούσαν οι αρχές για λόγους συνοχής και υποταγής. Στην Ανατολή ήταν άλλωστε εξοικειωμένες με την απόδοση θεϊκής λατρείας στους διαδόχους του Αλεξάνδρου. Το 212 ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (198-217) παραχώρησε με τη λεγόμενη Constitutio Antoniniana δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη στο σύνολο σχεδόν των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας. Το μέτρο ενδέχεται να υπηρετούσε διάφορους σκοπούς, ακόμη και καθαρά φορολογικούς (όπως υποστηρίζει ο Δίων Κάσσιος), συνέβαλε πάντως στο αίσθημα ενότητας που είχε ανάγκη η αυτοκρατορία. Σε όποιο μέρος και αν κατοικούσε ένας ελεύθερος άνθρωπος, σε όποιο λαό και αν ανήκε, σε όποια κοινωνική θέση και αν ήταν ενταγμένος, μπορούσε και όφειλε να αισθάνεται Ρωμαίος. Ο Καρακάλλας άλλωστε ήταν μεγάλος θαυμαστής του Αλεξάνδρου. Είχε μάλιστα οργανώσει ολόκληρη φάλαγγα αποκλειστικώς με Μακεδόνες.

Μέσα στις οικουμενικές συνθήκες που δημιούργησε η αυτοκρατορία, πολλές παραδοσιακές γλώσσες μετασχηματίστηκαν και εξελίχθηκαν. Δεν υπάρχει ωστόσο καμία ένδειξη ότι κάποια από αυτές που μιλήθηκαν, ιδίως στην Ανατολή, πριν από την επιβολή των Ρωμαίων κινδύνεψε να εξαφανιστεί. Σε κοινωνίες του προφορικού λόγου ακόμη και μια αριθμητικά μικρή ομάδα μπορεί να διατηρήσει το ιδίωμά της, έστω και αν δεν διαθέτει γραφή. Το σημαντικό είναι ότι, παράλληλα με τις τοπικές γλώσσες, σε ολόκληρη την επικράτεια κυριάρχησαν, ως γλώσσες της διοίκησης, τα λατινικά στο δυτικό τμήμα και τα ελληνικά στο ανατολικό, με μεγαλύτερη μάλιστα ορμή από ό,τι την εποχή των Διαδόχων. Μεγάλα πλήθη τοπικών πληθυσμών εξοικειώνονταν είτε με τα λατινικά είτε με τα ελληνικά, ανάλογα με την περιοχή που ζούσαν, και τα χρησιμοποιούσαν ως δεύτερη γλώσσα. Από τον Ατλαντικό ωκεανό ως τη Ρώμη ένας ταξιδιώτης μπορούσε να συνεννοηθεί επαρκώς μιλώντας λατινικά, και από τη Ρώμη ως τον Ευφράτη μιλώντας ελληνικά.

Οι δύο αυτές κυρίαρχες γλώσσες, που χρησιμοποιήθηκαν από τη διοίκηση, το εμπόριο, την υψηλή διανόηση αλλά και τους απλούς ανθρώπους, επηρεάστηκαν αμοιβαία και επηρέασαν, σε διάφορους βαθμούς, τις τοπικές διαλέκτους. Η λατινική των αυτοκρατορικών χρόνων δανείστηκε πολλές λέξεις και όρους από την ελληνική φιλοσοφία και τη λογοτεχνία για να εμπλουτιστεί σε τομείς που υστερούσε. Ο ποιητής Λουκρήτιος εξηγούσε με παρρησία ότι ήταν δύσκολο να εξηγήσει σε λατινικούς στίχους τις σκοτεινές έρευνες των Ελλήνων, και μάλιστα αφού ήταν ανάγκη να βρει καινούργια λόγια, εφόσον επρόκειτο για νέες έννοιες, ενώ η γλώσσα του παρέμενε φτωχή. Η ελληνική γλώσσα της εποχής δανείστηκε με τη σειρά της λατινικούς στρατιωτικούς και διοικητικούς όρους.

Από την εποχή που η Ρώμη κυριάρχησε στη Μεσόγειο, για δύο περίπου αιώνες, η ρητορική, η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και η ποίηση σημείωσαν μεγάλη πρόοδο στη λατινική γλώσσα. Ωστόσο, η ελληνική παράδοση στα γράμματα αποτελούσε πάντα αντικείμενο μεγάλου θαυμασμού στη Ρώμη. Κάθε μορφωμένος άνδρας όφειλε να γνωρίζει ελληνικά. Πολλοί Ρωμαίοι, ακόμη και στρατιωτικοί, εκφράζονταν στα ελληνικά με άνεση. Αντίθετα, λιγοστοί Έλληνες μάθαιναν λατινικά, και αυτό το έκαναν περισσότερο από ανάγκη και λιγότερο για να παρακολουθήσουν την πρόοδο των λατινικών γραμμάτων.

Ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, που πλησίασε πολύ το πρότυπο του βασιλιά-φιλοσόφου, σε ώρες ανάπαυλας από τους πολέμους του εναντίον Γερμανών εισβολέων κατέγραψε τους προσωπικούς του στοχασμούς στα ελληνικά. Είχε διδαχτεί πολλά από την ελληνική φιλοσοφία, μολονότι αρνήθηκε να διδαχτεί από την ελληνική πολιτική ιστορία. Όπως εξηγεί στις σημειώσεις του, πρότυπο για έναν ηγεμόνα δεν έπρεπε να είναι ούτε ο Αλέξανδρος ούτε ο Φίλιππος. Οι ηγεμόνες έπρεπε να φέρονται σύμφωνα με αυτά που απαιτούσε η φύση, όχι οι προσωπικές τους φιλοδοξίες. Κανείς δεν μπορούσε να τον υποχρεώσει να μιμηθεί άνδρες που είχαν φερθεί όπως οι ηθοποιοί μιας τραγωδίας. Η ειρωνεία ήταν βεβαίως ότι, όπως ο ίδιος γνώριζε καλά, ως ηθοποιοί τραγωδίας είχαν φερθεί πολλοί προκάτοχοί του Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Ορισμένοι μάλιστα, θύμιζαν περισσότερο ηθοποιούς κωμωδίας - τουλάχιστον στα μάτια πολλών Ελλήνων. Ο Μάρκος Αυρήλιος επισκέφθηκε την Αθήνα και, όπως πολλοί άλλοι επιφανείς Ρωμαίοι, μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια και χρηματοδότησε τους δασκάλους στις φιλοσοφικές σχολές.

Η Εξέλιξη της Θρησκευτικής Σκέψης

Η Εξέλιξη της Θρησκευτικής Σκέψης

Από την αρχή της ιστορίας του ο άνθρωπος προσπαθούσε να αποκτήσει μία ολική αντίληψη του χώρου ύπαρξής του, μία ολική κοσμοθεωρία. Είτε μας αρέσει είτε όχι μία τέτοια αντίληψη είναι κατά βάση θρησκευτική, φιλοσοφική, αφού αποδίδει σε Κάποια Ύστατη Πραγματικότητα (Απόλυτο, Θεός, κλπ.) το Φαινόμενο της Ύπαρξης. Μέχρι σήμερα μόνο τέτοιες κοσμοθεωρίες χρησιμοποιούμε. Η «επιστήμη» (με την γενική έννοια του όρου) αδυνατεί να δώσει μία ολική εξήγηση του φαινομένου της ύπαρξης.

Στην διάρκεια της ιστορίας ο άνθρωπος προσπάθησε να βελτιώσει την αντίληψή του για τον περιβάλλοντα κόσμο (λέγοντας άνθρωπος εννοούμε το ανθρώπινο είδος, στο οποίο ανήκει ο οποιοσδήποτε άνθρωπος). Η θρησκευτική αντίληψη του κόσμου εξελίχθηκε και πέρασε από διάφορες φάσεις. Έτσι μπορούμε, τυπολογικά, να κατατάξουμε τις κοσμοθεωρίες σε διάφορες φάσεις.

Στην αρχή, όταν ο άνθρωπος βγήκε από το «ασυνείδητο χάος» πριν 500.000 χρόνια (κι από το προανθρώπινο πέρασε στο ανθρώπινο είδος) είχε μία ασαφή εικόνα της Φύσης σαν «ένα όλο». Η Φύση ήταν άγνωστη, μυστηριώδης, συχνά φιλική σαν Μητέρα Φύση κι άλλοτε εχθρική που προκαλούσε δέος. Ο άνθρωπος ένιωθε μέρος αυτής της Άγνωστης Φύσης. Σε αυτή την πρώτη φάση λοιπόν ανήκουν οι πρώτες θρησκείες της Φύσης, σαν κάτι Ιερό, σαν Μάνας που γεννά τα πάντα και πάλι τα αρπάζει στους άγνωστους κόλπους της.

Σε μία επόμενη φάση ο άνθρωπος διαχώρισε το Άγνωστο Ιερό, που το τοποθέτησε ψηλά, από το οικείο, καθημερινό, που τοποθέτησε χαμηλά. Διαχώρισε τον Άγνωστο Ουρανό από την γνωστή γη. Ο άνθρωπος, είχε σαν ψυχή ουράνια καταγωγή αλλά ανατρεφόταν και ζούσε στην γη. Δημιούργησε έτσι τις ουράνιες και φυσικές θρησκείες της δεύτερης φάσης.

Στην συνέχεια ο άνθρωπος διαχώρισε από τον Άγνωστο Ουρανό που ήταν η Πηγή της Ύπαρξης και της ζωής, το Δυναμικό Στοιχείο, το Δημιουργικό Στοιχείο κι έτσι δημιουργήθηκαν θρησκείες που πρόβαλλαν μία Δυναμική Μορφή σαν Εκπρόσωπο του Άγνωστου Ουρανού.

Μετά, στους ιστορικούς χρόνους, ο άνθρωπος από τον Άγνωστο Ουρανό διέκρινε το Νοητικό Στοιχείο που συλλαμβάνει και δημιουργεί και υπερτερεί του απλού δυναμικού στοιχείου κι έτσι δημιουργούνται θρησκείες που περιγράφουν τον κόσμο σαν ένα τετραμερή χώρο στον οποίο το Απόλυτο Άγνωστο Εκπροσωπούσε η Δημιουργική Νόηση. Στις θρησκείες της τρίτης φάσης ανήκει η Αρχαιοελληνική Θρησκεία.

Πριν 3000 χρόνια ο άνθρωπος συνέλαβε το Άγνωστο σαν τον Παγκόσμιο Λόγο, τον Δημιουργικό Λόγο, το Παγκόσμιο Πνεύμα που ήταν Εικόνα του Αγνώστου. Στις θρησκείες της τέταρτης φάσης ανήκει ο Χριστιανισμός.

Παράλληλα, εδώ και 3000 χρόνια, εμφανίζεται μία ακόμα υψηλότερη αντίληψη που θεωρεί το Άγνωστο Απόλυτο σαν το Είναι από το Οποίο προέρχονται και στο Οποίο αναφέρονται όλα τα «είναι». Τέτοιου είδους θρησκείες ή φιλοσοφίες είναι ο Βουδισμός, το Βεδάντα, ο Ταοϊσμός, ο Ορφισμός, ο Πλατωνισμός, κλπ.

Τυπολογικά λοιπόν έχουμε μία εξέλιξη της θρησκευτικής σκέψης σε πέντε φάσεις, στις οποίες μπορούμε να κατατάξουμε τις διάφορες θρησκείες. Σήμερα τείνει να επικρατήσει η αντίληψη της πέμπτης φάσης κι έτσι μόνο οι θρησκείες της πέμπτης φάσης μπορούν να «διασωθούν», ή όσες θρησκείες της τέταρτης φάσης μπορούν να «προσαρμοσθούν» στο πνεύμα της πέμπτης φάσης.

Παράλληλη με την εξέλιξη της αντίληψης περί του κόσμου υπήρξε και η εξέλιξη της αντίληψης περί της ανθρώπινης οντότητας, περί της ανθρώπινης ψυχής. Στην αρχή το ανθρώπινο ον, η ανθρώπινη ψυχή, θεωρήθηκε σαν μέρος της Όλης Φύσης. Στην συνέχεια διέκριναν στην ανθρώπινη οντότητα ένα δυναμικό χαρακτήρα, ένα νοητικό στοιχείο, μία παγκόσμια φύση και τελικά ταύτισαν την οντότητα με το Ύστατο Είναι.

Η Θρησκεία σαν Σύστημα Σκέψης

Μία θρησκεία (μία οποιαδήποτε θρησκεία) αποτελεί ένα σύστημα σκέψης. Ένα σύστημα σκέψης (μία θρησκεία, μία φιλοσοφία, μία επιστήμη, ή απλά μία θεωρία) υιοθετεί ορισμένες βασικές αντιλήψεις (δόγματα, ιδέες, θεωρήματα, αντιλήψεις) με τις οποίες δομεί στην συνέχεια την ερμηνεία για την Ύπαρξη, τον κόσμο και τα επιμέρους φαινόμενα.

Έτσι, εξαρχής, ένα σύστημα, ακόμα κι αν διατυπωθεί μία ερμηνεία του κόσμου, τελείως γενική, εμπεριέχει και παράγει, ή μπορεί να δημιουργήσει όλες τις πιθανές ερμηνείες. Με αυτό τον τρόπο εξηγείται πως στα πλαίσια μίας θρησκείας, μίας φιλοσοφίας, μπορούν να εκδηλωθούν ιστορικά διάφορες σχολές σκέψης, διάφορες αντιλήψεις. Έτσι, για παράδειγμα, στα πλαίσια του βουδισμού, που στην αρχή διατυπώνονται ορισμένες βασικές αρχές του, εμφανίζονται στην συνέχεια, στην ιστορία, διάφορες ερμηνείες. Στην πραγματικότητα όλα αυτά εξάγονται συμπερασματικά από τις βασικές αρχές της θεωρίας και δεν ανήκουν στον χρόνο, στην ιστορία. Η ιστορική τους διατύπωση είναι εντελώς συμπτωματική. Με τον ίδιο τρόπο, από τις βασικές αρχές του χριστιανισμού εξάγονται όλες οι πιθανές ερμηνείες και διατυπώνονται ιστορικά οι διάφορες απόψεις που συχνά θεωρούνται στα πλαίσια κάποιας «ορθοδοξίας», από την «όποια» επίσημη εκκλησία σαν αιρέσεις.

Έτσι λοιπόν η θρησκεία, σαν σύστημα σκέψης, σαν κοσμοθεωρία, αποτελεί μάλλον ένα τρόπο σκέψης, ένα προσανατολισμό, κι όχι μία σαφή και ακριβή (με καθορισμένα όρια) έκθεση της αντίληψής μας για τον κόσμο. Αποτελεί ένα ανοιχτό σύστημα όπου μπορούν να διατυπωθούν διάφορες και διαφορετικές απόψεις. Έτσι μία θρησκεία μπορεί να αποτελεί μία απλή ερμηνεία που σαν τρόπος σκέψης ανήκει στην πρώτη φάση της θρησκευτικής αντίληψης – που τα αντιλαμβάνεται όλα σαν ένα συγκεχυμένο όλον - αλλά σαν σύστημα σκέψης δίνει την δυνατότητα να διατυπωθούν αντιλήψεις που ανήκουν σε ανώτερες φάσεις της θρησκευτικής αντίληψης. Έτσι, για παράδειγμα, στα πλαίσια του βουδισμού, που στην αρχή εκθέτει μία τελείως απλή και γενική θεωρία για τον κόσμο, εμφανίζονται στην συνέχεια ερμηνείες που ανήκουν στις ανώτερες φάσεις της θρησκευτικής αντίληψης. Επίσης, στον χριστιανισμό (και στον ισλαμισμό) που θρησκευτικά, τυπολογικά, ανήκουν στην τέταρτη φάση της θρησκευτικής αντίληψης διατυπώνονται με τους νηπτικούς πατέρες του χριστιανισμού (και τους σούφι του ισλαμισμού) αντιλήψεις που ανήκουν στην Πέμπτη φάση της θρησκευτικής αντίληψης.

Η Ουσία Όλων των Θρησκειών

Μελετώντας τις διάφορες θρησκείες, σε όλες τις εποχές (κι ανεξάρτητα από την φάση της θρησκευτικής αντίληψης στην οποία τοποθετούνται) παρατηρούμε ότι υπάρχουν ορισμένες βασικές αντιλήψεις που είναι ίδιες σε όλες τις θρησκείες. Όλες οι θρησκείες μιλούν για την Ίδια Πραγματικότητα. Οι διαφορές μεταξύ των θρησκειών είναι κυρίως ερμηνευτικές και γλωσσικές.

1) Σε όλες τις θρησκείες τίθεται εξ’ αρχής ότι η Ύστατη Πραγματικότητα (που θεωρείται πάντα Απροσδιόριστη, Ακατάληπτη, Άπειρη, κλπ.) αποτελεί το Υπόβαθρο του Φαινομένου της Ύπαρξης κι όλων των ποικιλιών του. Το Απόλυτο, το Είναι, κλπ. Προηγείται κάθε ύπαρξης και κάθε ύπαρξη αναφέρεται σε Αυτό και μπορεί να το προσεγγίσει μόνο βιωματικά. Δεν είναι απλά μία γενική ιδέα στην οποία ανάγει η σκέψη όλα τα όντα - αυτή η γενική ιδέα είναι μία κατασκευή που έπεται της σκέψης και δεν έχει καμία σχέση με την Αντικειμενική Πραγματικότητα που τίθεται στην αρχή.

2) Κάθε είναι (κάθε συνείδηση που συναισθάνεται ότι υπάρχει) είτε ταυτίζεται, είτε αναφέρεται στην Ύστατη Πραγματικότητα. Το είναι πηγάζει, εξαρτάται και είναι σε σχέση με την Ύστατη Πραγματικότητα.

3) Εξαιτίας της ύπαρξης σχέσης μεταξύ της Ύστατης Πραγματικότητας και της οποιασδήποτε συνείδησης προκύπτει η επικοινωνία όχι μόνο σαν υπαρξιακή αναγκαιότητα αλλά και σαν ζωτική δραστηριότητα και σαν υπαρξιακός προορισμός.

4) Η Ύστατη Πραγματικότητα θεωρείται από την κάθε συνείδηση (το κάθε υποκείμενο) σαν μία Υπερ-υποκειμενική Πραγματικότητα, δηλαδή μία Αντικειμενική Πραγματικότητα, την Οποία το υποκείμενο προσεγγίζει όταν υπερβαίνει όλες τις υποκειμενικές, εξωτερικές δραστηριότητες και βυθίζεται στο Βαθύτερο Αντικειμενικό Είναι του. Το Βαθύτερο Αντικειμενικό Είναι κάθε ύπαρξης ταυτίζεται με την Ύστατη Πραγματικότητα. Εδώ θεμελιώνονται όλες οι διαλογιστικές πρακτικές, οι πνευματικές ασκήσεις, κλπ.

5) Η ολοκλήρωση του όντος στα πλαίσια μίας θρησκείας σημαίνει την Βίωση της Ύστατης Πραγματικότητας (είτε την θεωρούμε σαν ταύτιση με την Ύστατη Πραγματικότητα, είτε σαν ένωση, είτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο). Η κατάσταση ορίζεται σαν φώτιση, θέωση, τελείωση, ολοκλήρωση, κλπ., (όλα αυτά σημαίνουν το ίδιο πράγμα).

6) Η Βίωση της Ύστατης Πραγματικότητας αποκαλύπτει στα όντα που το πετυχαίνουν αυτό ότι υπάρχει μόνο Μία Πραγματικότητα από την Οποία δεν αποχωρίζονται ποτέ. Η περιπέτεια μέσα στα σύμπαντα, αόρατα και ορατά, είναι υποκειμενική που καθίσταται λόγω της απορρόφησης και της αδυναμίας του υποκειμένου, αντικειμενική. Ο Φωτισμός αποκαλύπτει την αληθινή μας σχέση με τα φαινόμενα.

Αυτές οι γενικές αντιλήψεις υπάρχουν σε όλες τις θρησκείες κι όπου κάποια θρησκεία φαίνεται να απομακρύνεται από τον κανόνα αυτό οφείλεται μάλλον στην ερμηνεία που προωθούν οι εκπρόσωποί της κι όχι στην Αλήθεια που προσπαθεί η θρησκεία να προσεγγίσει.

Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι όλες οι θρησκείες είναι μόνο ερμηνείες, δηλαδή ενδείξεις της Αλήθειας, όχι η Αλήθεια καταγραμμένη. Πρέπει να βιώσουμε την Αλήθεια που υποδεικνύουν. Η Αλήθεια δεν ανήκει στον χώρο της σκέψης, δεν είναι διατυπωμένος λόγος, λέξεις.

Σεξουαλική επένδυση

Ανυπότακτοι Εραστές του Μεσονυχτίου (ή πιο ψυχαναλυτικά: σεξουαλική επένδυση). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσωπικότητά τους, οι σκέψεις τους, τα συναισθήματά τους και η συμπεριφορά τους , γενικότερα όλη τους η ζωή είναι οργανωμένη με άξονα την υπέρμετρη σεξουαλική δραστηριότητα.

Έχει κανείς την εντύπωση ότι για αυτό ζούν, ή διαισθάνεται κανείς πως αν ήταν να τους περιόριζε κάποιος την σεξουαλική δραστηριότητα θα είχαν πρόβλημα, δεν ξέρουμε ακριβώς τι πρόβλημα, μια φορά όμως ξέρουμε ότι θα τους στοίχιζε παραπάνω από όσο αναλογεί σε ένα μέσο άνθρωπο.

Προσπαθώ να σκιαγραφήσω την ιδιοσυγκρασία του ατόμου που σαν ψυχική άμυνα χρησιμοποιεί την σεξουαλικότητα. Όταν μιλάμε για σεξουαλικότητα δεν εννοούμε αναγκαστικά μόνο την φυσική δραστηριότητα, αλλά συμπεριλαμβάνουμε και τις φαντασιώσεις.

Η σεξουαλική επένδυση είναι στην ουσία ένας αμυντικός μηχανισμός που επιστρατεύει κάποιο άτομο προκειμένου να κατευνάσει το άγχος του, ή να καλύψει κάποιο πιθανό αίσθημα κενού μέσα του.

Είναι σα να λέμε ότι όταν για κάποιο άτομο ο συναισθηματικός πόνος είναι δυσβάσταχτος, το μετατρέπει σε ένστικτο και έτσι κουμαντάρει ας το πούμε την κατάσταση.

Ή για να το πούμε διαφορετικά, κάτι το οποίο είναι είτε πολύ τραυματικό ή ανεξέλεγκτο, μετατρέπεται σε διέγερση έτσι ώστε το άτομο να ανταπεξέλθει σε αυτό που του συμβαίνει.

Άλλες φορές πάλι, η υπερ- σεξουαλικότητα έρχεται σαν λύση σε άτομα που χωρίς αυτή τη σωματική διέγερση θα ένιωθαν εσωτερικά απονευρωμένα ή νεκρά.

Ερώτηση: αντιδρούν αμυντικά με αυτό τον τρόπο όλοι οι άνθρωποι;

Όχι. Κάθε άνθρωπος εντελώς ιδιοσυγκρασιακά "διαλέγει" τις δικές του άμυνες, αυτούς τους αμυντικούς μηχανισμούς που μαθαίνει να χειρίζεται καλύτερα.

Για να επανέλθω, η σεξουαλική επένδυση είναι ένας αμυντικός μηχανισμός που όταν υπερ-επικαλείται δίνει την εντύπωση του "ακούραστου εραστή".

Με αυτή τη λογική θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μαζοχιστές είναι ένα παράδειγμα ατόμων που πολλές φορές στην παιδική τους ηλικία είχαν επώδυνες σωματικά εμπειρίες και από τότε έμαθαν να ερωτικοποιούν τις αντιδράσεις τους. Ένα πιο κοντινό μας παράδειγμα είναι η ομολογουμένως υπέρ του δέοντος ερωτική έλξη που παρατηρούμε γύρω από άτομα με εξουσία και κύρος. Αυτή η έλξη ουσιαστικά είναι η ερωτικοποίηση της αντίδρασης μας, καθώς υποσυνείδητα νιώθουμε ότι αυτή η σεξουαλική επένδυση θα μας προσφέρει την ποθούμενη δύναμη ή κύρος που ενσωματώνει ο στοχευμένος εραστής μας.

Υπάρχει κάτι προβληματικό σε όλα αυτά;

Όχι, οι άμυνες δεν είναι από μόνες τους ούτε παθολογικές ούτε προβληματικές. Οτιδήποτε διευκολύνει την προσαρμογή του ατόμου στο περιβάλλον του είναι καλοδεχούμενο.

Πρόβλημα είναι μόνο όταν καταχράζεται κανείς τις άμυνές του με τρόπο που αυτή η κατάχρηση να είναι δυσπροσαρμοστική και δημιουργεί προβλήματα στην διαπροσωπική και κοινωνική ζωή του ατόμου. Θέμα χειρισμού. Μόνο.

Δέκα κοινά προβλήματα στο γάμο

Τα παντρεμένα ζευγάρια αναπτύσσουν συχνά κακές συνήθειες που μπορούν να προκαλέσουν δυσαρέσκεια και διαζύγιο. Οι άνθρωποι παντρεύονται συνήθως νέοι, μοιράζονται καλές και κακές στιγμές, κάνουν παιδιά, αρχίζουν όμως μετά να τσακώνονται και να κάνουν σεξ λιγότερο συχνά καθώς μεγαλώνουν. Ξαφνικά αισθάνονται μόνοι όταν είναι με τον σύντροφό τους.

Τι συμβαίνει; Γενικά, εάν αναγνωρίζετε ένα πρόβλημα στη σχέση σας και είστε πρόθυμοι να λάβετε μέτρα για να αλλάξετε τις κακές σας συνήθειες, μπορείτε να διορθώσετε το γάμο. Ωστόσο, χρειάζονται δύο για να λειτουργήσει ένας γάμος, οπότε αν ένας σύζυγος βγάζει τον εαυτό του έξω από τη λύση, μπορεί να είναι δύσκολο να επιδιορθωθεί ένας γάμος.

1. Θέματα επικοινωνίας

Το πιο κοινό παράπονο μεταξύ παντρεμένων ζευγαριών είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Πολλά ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλήματα αντί να προσπαθούν να τα διορθώσουν. Στην αρχή συμφώνησαν ότι θα κέρδιζε αυτός χρήματα και θα φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά. Όταν αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις αργότερα, πρέπει να διαπραγματευτούν μία νέα συμφωνία . Το ζήτημα είναι αν οι σύζυγοι μπορούν να ακούσουν ο ένας τα παράπονα του άλλου χωρίς να διακόψουν την κουβέντα ή χωρίς να κρατάνε άμυνα, αλλά να καταλήξουν σε νέα συναίνεση.

2. Αγνοώντας τα όρια

Δεν είναι ασυνήθιστο για έναν σύζυγο να προσπαθεί να αλλάξει τον σύντροφό του. Είτε είναι ο τρόπος με τον οποίο ντύνεται είτε για θεμελιώδεις πεποιθήσεις, η προσπάθεια αλλαγής του συζύγου σας θα την αισθάνεται σαν μια προσωπική εισβολή και μπορεί να του προκαλέσει μία αμυντική στάση. Η υπέρβαση των ορίων μπορεί να καταστρέψει την αμοιβαία εμπιστοσύνη. Το αποτέλεσμα είναι πιθανότατα αντίποινα ή διαφυγή από τη σχέση.

3. Έλλειψη σεξουαλικής οικειότητας

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους τα ζευγάρια χάνουν το ενδιαφέρον τους για σεξ – από ιατρικά προβλήματα έως συναισθηματικά θέματα. Γενικά, τα σεξουαλικά προβλήματα προκαλούν έναν φαύλο κύκλο όπου είναι δύσκολο να θέλεις σεξ όταν νιώθεις συναισθηματικά απομακρυσμένος από τον σύντροφό σου και είναι δύσκολο να αισθάνεσαι συναισθηματικά προσκολλημένος χωρίς να βρεις σεξουαλική οικειότητα. Για να ξεπεράσουν τη σεξουαλική αδιαφορία, τα ζευγάρια πρέπει να συζητήσουν και να επιλύσουν τα συναισθηματικά τους προβλήματα.

4. Συναισθηματική ή σεξουαλική απιστία

Ένα κοινό πρόβλημα σε πολλούς γάμους είναι το ζευγάρι να γίνει συναισθηματικά απόμακρο. Όταν συμβεί αυτό, είναι πιθανό να αρχίσει να κοιτάζει γύρω του για άλλους. Η συναισθηματική απιστία μπορεί να οδηγήσει σε μοιχεία, ενώ η απάτη είναι καταστροφική για έναν γάμο. Είναι σημαντικό για κάθε ζευγάρι να συζητά και να συμφωνεί τι συνιστά απιστία.

5. Διαφωνία για τα χρήματα

Οι διαφωνίες σχετικά με τα χρήματα είναι αναπόφευκτες σε έναν γάμο. Ο ένας σύζυγος μπορεί να θέλει να κάνει οικονομίες, ενώ ο άλλος να θέλει να ξοδέψει. Η διαφωνία σχετικά με τα χρήματα αντικατοπτρίζει συνήθως διαφορετικές βασικές αξίες. Για να αποφύγετε αυτά τα προβλήματα, είναι σημαντικό να συζητήσετε και να συμφωνήσετε πώς να χειριστείτε τα οικονομικά.

6. Εγωισμός

Εάν ένας σύζυγος θέτει συνεχώς τις ανάγκες του πάνω από τους στόχους και τα συμφέροντα του γάμου (και του άλλου), είναι μόνο θέμα χρόνου προτού ο παραμελημένος σύζυγος αρχίσει να αισθάνεται ότι έχει απορριφθεί και δεν τον αγαπά ο άλλος. Το να παντρευτείς σημαίνει ότι δίνεις και παίρνεις αντί να ικανοποιείς τις ανάγκες σου συνεχώς. Εάν ένας σύζυγος υπαγορεύει τους όρους του γάμου και δεν συμβιβαστεί, αυτή είναι μια συνταγή για καταστροφή.

7. Διαφορές στις αξίες της ζωής

Όταν ένα ζευγάρι έχει βασικές διαφορές στις αξίες, όπως θρησκευτικές προτιμήσεις, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα. Μπορεί να έχουν μεγάλες διαφωνίες σχετικά με το τι θρησκεία να διδάξουν τα παιδιά τους. Άλλες διαφορές περιλαμβάνουν τον τρόπο πειθαρχίας, τους ορισμούς του σωστού και του λάθους, ή άλλες ηθικές συγκρούσεις. Όλοι δεν μεγαλώνουν με τις ίδιες αξίες, ήθη ή στόχους και υπάρχει πολύς χώρος για συζήτηση για το τι είναι σωστό και το λάθος. Εάν ένα ζευγάρι δεν μπορεί να μάθει να προσαρμόζεται σε διαφορετικές αξίες, μπορεί να έχουν σοβαρά προβλήματα στο γάμο τους.

8. Διαφορετικά στάδια ζωής

Τα περισσότερα ζευγάρια δεν σκέφτονται τις διαφορές στα στάδια της ζωής όταν παντρεύονται, αλλά αυτό μπορεί να είναι ένα σημαντικό πρόβλημα με τα ζευγάρια που έχουν διαφορετικές ηλικίες. Οι προσωπικότητες αλλάζουν και ένα ζευγάρι μπορεί να μην παραμείνει συμβατό καθώς μεταβαίνουν σε διαφορετικά στάδια ζωής. Ένας μεγαλύτερος σύζυγος μπορεί να μην ενδιαφέρεται να ξεκινήσει μια νέα οικογένεια, ενώ η νεαρή νύφη ανυπομονεί να αποκτήσει μωρό, ή μπορεί να πλησιάζει τη συνταξιοδότηση ο ένας και ο άλλος να θέλει να παραμείνει ενεργός-ή.

9. Ανία

Κάνοντας τα ίδια παλιά πράγματα μπορεί να είναι κουραστικό και να είναι δύσκολο να κάνετε αλλαγές προς μία άνετη σχέση μέχρι να είναι πολύ αργά για αλλαγές. Κάνοντας κάτι νέο από καιρό σε καιρό μπορεί να προσθέσει κάποιον σπινθήρα και να δώσει φρεσκάδα σε μια σχέση.

10. Ζήλια

Η ζήλια μπορεί να μετατρέψει έναν γάμο σε μία αφόρητη κατάσταση, ειδικά αν τα ζηλότυπα συναισθήματα είναι μη ρεαλιστικά. Οι ζηλότυποι σύζυγοι μπορούν να γίνουν υπερβολικοί, να ελέγχουν ή να θυμούνται κάποια γεγονότα και να απορρίπτουν τον άλλο. Εάν αισθάνεστε ζηλιάρης, δείτε έναν σύμβουλο για να αποφασίσετε ότι τα συναισθήματά σας είναι λογικά. Μπορεί να έχετε πρόβλημα προσκόλλησης που πρέπει να τα συζητήσετε με έναν αρμόδιο σύμβουλο.

Τέλος, χρειάζονται δύο για να λειτουργήσει ο γάμος. Εάν ο γάμος δεν μπορεί να διορθωθεί επειδή ένας ή και οι δύο σύζυγοι δεν θέλουν πλέον να είναι παντρεμένοι.

Τι νιώθει κανείς όταν είναι «έξω από τον έρωτα»;

B: Are you in love?

R: Out.

B: Out?

R: Out of her favor, where I am in love.

(Act 1, scene 1 from Romeo and Juliet written by William Shakespeare)

Ένα σπαρακτικό έργο του Σαίξπηρ που μίλησε αληθινά γι’ έναν ένδοξα άδοξο έρωτα· δύο νέοι που μονάχα στο έσχατο τέλος της ζωής τους μπόρεσαν να βρίσκονται πραγματικά μαζί κι όλο το κυνήγι της ευτυχίας τους ξεκίνησε με τη φράση του Ρωμαίου να παραδέχεται με θλίψη στον ξάδερφό του πως βρίσκεται «έξω από τον έρωτα» (;)! Ο ερωτοχτυπημένος ήρωας λοιπόν, κάτω από το εκτυφλωτικό φως της Βερόνας, πεπεισμένος πως η αγαπημένη του δεν αισθάνεται όσα εκείνος, υπήρξαμε ίσως κι εμείς κάποια στιγμή.

Να βρισκόμαστε εκτός της αγάπης ή του έρωτα φαίνεται εξαιρετικά τραγικό και ειρωνικό ταυτόχρονα· κατακλυζόμαστε από μία εσωτερική ορμή να βρισκόμαστε συνεχώς κοντά στον άλλον, να τον παρατηρούμε προσεκτικά, να ακολουθούμε τη σκέψη του -με μία κρυφή επιθυμία να την αποτελούμε κάποια στιγμή- και να χαθούμε μέσα στην καθημερινότητά του. Μα αυτό που λαχταρούμε περισσότερο από όλα είναι να του αποκαλυφτούμε ολοκληρωτικά, να εκφράσουμε όλες εκείνες τις λέξεις που στέκονται στα χείλη μας αλλά διστάζουν να αποκτήσουν μία υπόσταση και να τον κοιτάξουμε με ειλικρίνεια στα μάτια.

Παρ’ όλο που είμαστε ερωτευμένοι όμως, θα έλεγε κάποιος πως και την ίδια στιγμή δεν είμαστε. Ο έρωτας απαιτεί τον άλλον, επιβιώνει εξαιτίας της αμοιβαίας θεοποίησης, τρώει κάθε σπιθαμή λογικής και ποτέ δεν ικετεύει, αλλά παλεύει για να αρπάξει αυτό που ανήκει στον άλλον. Οπότε εάν δεν παραδώσουμε στον άλλον, έστω και την προσοχή μας, τι θα μπορέσει να κλέψει για να θρέψει τον έρωτά του;

Αυτό απαιτεί στρατηγική· παθιασμένοι από την επιθυμία, ωσάν σύγχρονοι Ρωμαίοι, όπως κι εκείνος, αυτό που μπορούμε να αδράξουμε και πασχίζουμε να σταματήσουμε, είναι ο χρόνος! Τα ρολόγια φαίνεται να σταματούν όταν βιώνουμε την ευφορία της καρδιάς, σχεδόν τίποτε άλλο δεν έχει σημασία παρά μόνο εκείνος ο άνθρωπος. Οι εποχές παύουν να εναλλάσσονται κι όλα διαδραματίζονται μέσα σε μια συμπυκνωμένη αιωνιότητα που κρατάμε στα χέρια μας.

Τη στιγμή εκείνη, που ο νεαρός παραδέχεται με απαισιοδοξία πως στέκεται «εκτός του έρωτα» αποφασίζει να παρερμηνεύσει τον έρωτά του και να τον μετατρέψει σε αγάπη. Αυτή απαιτεί δύο, συντελείται σε μια συνένωση δύο ακροτήτων που συναντώνται στο μέσον. Για να ήταν πέρα από τον έρωτα έπρεπε εκείνος να παύσει να τη συλλογίζεται με αυτόν τον τρόπο.

Σκοπίμως δεν αναφέρει τη φράση «in love» αφού για εκείνον, για να έχει τη δύναμη να παραδεχτεί πως ζει μέσα στον πυρήνα του έρωτα, στη φλεγόμενη καρδιά μίας άλλης ύπαρξης, θα έπρεπε κι εκείνη να συμμερίζεται τα συναισθήματά του. Εδώ έγκειται η πραγματική τραγική ειρωνεία της ζωής. Δύο άνθρωποι που αγαπιούνται μεταξύ τους να πιστεύουν πως είναι καταδικασμένοι να περιφέρονται γύρω από τον έρωτά τους, δίχως ποτέ να μπορούν να τον αγγίξουν, εκλαμβάνοντάς τον ως κάτι το απαγορευμένο και το μη επιτρεπτό. Παλεύοντας να καταλάβουν την υφιστάμενη κατάσταση και να ισορροπήσουν ανάμεσα στο «in» και «out» of love λησμονούν το ρήμα fall.

Πέφτουμε, βυθιζόμαστε βαθιά μέσα στη γη, κατακρημνιζόμαστε, ερχόμαστε σε επαφή με τα αρχέγονα στοιχεία της φύσης και κατεβαίνουμε από τον θρόνο του εαυτού μας. Πόσες φορές ο εγωισμός μας εμφανίστηκε ντυμένος Καπουλέτος για να μας προειδοποιήσει να μείνουμε μακριά από εκείνον που επιθυμούμε πραγματικά; Πόσες φορές δεν καταφέραμε να αντιμετωπίσουμε τους φόβους μας που ήρθαν με πλούσια δώρα από τους Μοντέκους; Στεκόμενοι τώρα να σκεφτούμε τον λόγο που απαρνηθήκαμε έναν έρωτα, ίσως λυπηθούμε για μια ευκαιρία που χάσαμε ή μπορεί η κρίση μας να αποδείχθηκε εν τέλει σωστή. Εάν είχαμε την ευκαιρία μάλλον θα θέλαμε να γυρίσουμε τους δείκτες πίσω ή να προχωρήσουμε με τη χρονομηχανή μας στο μέλλον για να βεβαιωθούμε. Αυτός επομένως ο άγνωστος μας έκανε να αναρωτηθούμε για την ατμόσφαιρα του έρωτα, εκείνη δίχως το οξυγόνο, που μας εκτοξεύει στην εξώσφαιρα και πιστεύουμε πως βρισκόμαστε «έξω» από κάθε τι που μετράει πλέον για εμάς.

Λαμβάνοντας εγωιστικά υπόψη μας τον άλλον, θα λέγαμε πως ο έρωτας, ακόμα και μονόπλευρος, παραμένει έρωτας. Χανόμαστε στα δίχτυα του και κανείς δεν μπορεί να μας σώσει, παρά μόνο να μπλεχτεί περισσότερο μαζί μας, να περπατήσει κι εκείνος σε σκοτεινά σοκάκια όπου ποιητές θα μιλούν για χαμένους έρωτες και μουσικοί θα κουρδίζουν στενάχωρα μια ξεχαρβαλωμένη κιθάρα. Ο έρωτας μάς μετατρέπει σε κιβδηλοποιούς αναμνήσεων· πλάθουμε φαντασιακά σενάρια σε έναν νου που δεν έχει ζήσει τίποτα από αυτά, στρεβλώνουμε τις πεποιθήσεις μας, απαρνιόμαστε το «τώρα» σκεπτόμενοι ένα αύριο με εκατομμύρια ερωτηματικά να το περικυκλώνουν, λατρεύουμε έναν άνθρωπο κι αγνοούμε εάν η καρδιά του χτυπάει για εμάς.

Ίσως ποτέ δε θα μάθουμε αν η μεγαλύτερη τιμωρία που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι να βρίσκεται εκτός ή μέσα στον έρωτα, ίσως ποτέ δε θα καταλάβουμε και σε ποιο σημείο έγκειται η διαφορά τους κι ακόμη, ίσως ποτέ δε θα ακούσουμε κάποιον να παραδέχεται πως αντέχει να ζει πέρα από τον έρωτα. Σε όλα αυτά τα υποθετικά σενάρια που μας επισκέπτονται τα βράδια, κουβαλώντας πληγωμένα παρελθόντα, η επιλογή του ισχυρού αυτού συναισθήματος, πάνω από κάθε άλλον ενδοιασμό, θα μας αφήσει να γράψουμε τη δική μας ιστορία- ίσως με πιο αίσιο τέλος.

Πηγαίνετε τώρα· πρέπει να μιλήσετε γι’ αυτά τα λυπητερά γεγονότα

Κάποια θα συγχωρεθούν κι άλλα θα καταδικαστούν

Ποτέ όμως δε θα υπάρξει πιο λυπητερή ιστορία

Από εκείνη της Ιουλιέτας και του Ρωμαίου της.

~ The end ~

Η αποφασιστικότητα αφυπνίζει την ανθρώπινη θέληση

Κάπου θέλουμε να φτάσουμε, μα δεν βρήκαμε που. Καθημερινά νιώθουμε μια αγωνιά, μια ανησυχία, χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Περπατάμε τον μακρύ δρόμο, με ανηφόρες, με κατηφόρες, κουραζόμαστε συχνότερα και εγκαταλείπουμε πολύ πιο εύκολα την διαδρομή. Σας έχει τύχει να σας καλέσουν σε μια δεξίωση, σ’ ένα μεγάλο γεγονός την χρονιάς, μαζί με πολύ καλούς φίλους, σε μια τοποθεσία που δεν έχετε ξαναπάει και σας στέλνουν οδηγίες τις διαδρομής; Υπάρχει ένας σκοπός, υπάρχει ένα συναίσθημα και ένας χάρτης διαδρομής. Κάπως έτσι, είναι και οι στόχοι που βάζουμε. Ο στόχος σαν στόχος μπορεί να μην μας ταρακουνήσει τόσο, αυτό που χρειάζεται είναι να περιέχει συναίσθημα, επιθυμία και σκοπό.

Πολλοί άνθρωποι λειτουργούν με τα πρέπει, γι’ αυτό και μένουν στη μέση του πουθενά, γιατί δεν υπάρχει οτιδήποτε να τους περιμένει στον προορισμό τους. Ο εγκέφαλος μας, δεν μπορεί να ενεργοποιηθεί με το πρέπει, γιατί δεν υπάρχουν κίνητρα. Ο στόχος είναι κίνητρο, έρχεται από επιθυμία, είναι οτιδήποτε έχουμε ανάγκη για να είμαστε καλύτερα, προέρχεται κατευθείαν από μέσα μας, απ’ την καρδιά μας. Μπορεί να είναι μεγάλος, μπορεί να είναι μικρός, δεν έχει σημασία, σημασία έχει τι θα μας δώσει εκπληρώνοντας τον. Είναι χάρτης κι εσύ ο οδηγός. Μας τρομάζει η ύπαρξη του, γιατί σηματοδοτεί την αλλαγή, μα πώς μπορεί να σε τρομάζει κάτι, που θα σε πάρει εκεί που επιθυμείς; Ο στόχος είναι η σταθερά σου, σαν ένα σωσίβιο, που δεν σε αφήνει να πνιγείς.

Πως μπορεί να γίνει μια στοχοθέτηση; Βρίσκοντας τι χρειαζόμαστε, τι έχουμε ανάγκη και τι μας λείπει και αφού το βρούμε, υπάρχει μπροστά μας ένας δρόμος, μέχρι να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Σκεφτείτε ένα μεγάλο βουνό μπροστά σας, όπου ο στόχος είναι η κατάκτηση της κορυφής. Πριν ξεκινήσουμε θα πρέπει να ορίσουμε τους λόγους που θέλουμε να το ανέβουμε, να το αγκιστρώσουμε μέσα μας μ’ ένα δυνατό θετικό συναίσθημα, να αναγνωρίσουμε πως θα μας επηρεάσει εμάς αλλά και τους γύρω μας. Πόσο εφικτό είναι, τι επιλογές έχω και πως είναι η σημερινή μου κατάσταση.

Για να το ανέβουμε θα χρειαστούμε χρήματα να αγοράσουμε εξοπλισμό – όπου εξοπλισμός είναι οι πόροι μας, αυτοί δηλαδή που ήδη έχουμε, τι κατακτήσαμε τόσα χρόνια, χρειαζόμαστε γνώσεις – όπου γνώσεις είναι οι υπάρχουσες ικανότητες μας και η εκμάθηση νέων δυνατοτήτων και τέλος χρειαζόμαστε χρόνο. Όταν τα μαζέψουμε αυτά, μας μένει η στρατηγική, ο τρόπος δηλαδή που θα τα χρησιμοποιήσουμε.

Αρκετοί φοβούνται την αποτυχία γι’ αυτό αδυνατούν να θέσουν στόχους και να ξεκινήσουν το ταξίδι. Δεν υπάρχει αποτυχία, δεν υπάρχει λάθος, είναι όλα μαθήματα τα οποία μας βοηθάνε να πάμε ακόμη ένα βήμα παρακάτω. Πίσω από κάθε επιτυχία μας, βρίσκεται μια επιλογή που δεν μας εξυπηρέτησε και την αλλάξαμε. Πως θα ξέραμε τι γεύση παγωτού μας αρέσει, αν δεν έχουμε δοκιμάσει αρκετές γεύσεις αρχικά;

Πως ξέρουμε αν μας αρέσει μια ανοιξιάτικη μέρα του Μάη, αν δεν περνούσαμε από μια βροχερή μέρα του Γενάρη; Όποιος και να είναι ο λόγος που μπορεί να μας δυσκολεύει να ξεκινήσουμε την διαδρομή, αυτό που τελικά έχει νόημα, είναι το ποιος και πως θα είμαι είτε πάω, είτε όχι. Τι μας πληγώνει πιο πολύ; Η στασιμότητα που μας βουλιάζει ή ένα μεγάλο βουνό που πρέπει ν’ ανέβουμε; Ποιο είναι το κόστος και ποιο είναι το όφελος;

Χρησιμοποιούμε τα ίδια νευρολογικά κυκλώματα όταν θυμόμαστε ή φανταζόμαστε, άρα δεδομένου αυτού, σημαίνει πως μπορούμε να επηρεάσουμε ισχυρά την ανάπτυξη μας. Μπορούμε δηλαδή να θυμηθούμε μια παλιότερη μας επιτυχία, να φέρουμε στην μνήμη μας την πετυχημένη στρατηγική που ακολουθήσαμε και να την χρησιμοποιήσουμε στην μελλοντική μας πορεία, να φανταστούμε δηλαδή τον εαυτό μας να πετυχαίνει την ανάβαση του βουνού – στόχου. Αυτό είναι θαυμάσιο!

Οι σκέψεις όσο δεν υπάρχει δράση, μας κάνει να φανταζόμαστε το ανέφικτο, αλλά όσο πράττουμε αρχίζει να φαίνεται ο ορίζοντας. Έχουμε ήδη μέσα μας ότι χρειάζεται, για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες της διαδρομής. Έχουμε εμπιστοσύνη στην δύναμη και στην θέληση μας, μα πάνω από όλα, επιθυμούμε να φτάσουμε στην κορυφή, γιατί κάπου εκεί, θα βρούμε μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Όσο δύσκολος κι αν φαντάζει ο δρόμος, όσο πόνο κι αν προκαλέσει, τόσες θα ‘ναι και οι χαρές του.

Αρκετές φορές, χρειάζεται απλά να ξεκινήσουμε από κάπου για να αντιληφθούμε τι θέλουμε και να θέσουμε στόχους που θα μας φέρουν σ’ ένα επιθυμητό αποτέλεσμα για μας και μόνο. Στον δικό μας χρόνο θα το βρούμε, με την εσωτερική μας φωνή και μόνο. Ας αφεθούμε στο μέσα μας, ξέρει να μας καθοδηγήσει. Το κυριότερο όμως είναι να είμαστε υπομονετικοί, κατανοητικοί με μας και να χαμηλώσουμε τον πήχη των προσδοκιών μας, ας μην είμαστε τόσο αυστηροί, στοργή χρειαζόμαστε, όχι επίκριση.

Ποιες είναι οι αξίες του αληθινού ρομαντισμού

Γιατί άραγε όσοι είναι ρομαντικοί ως άνθρωποι πρέπει να το κρύβουν και να γίνονται με το ζόρι ρεαλιστές και απ’ την άλλη εκείνοι που δεν τους αγγίζει τόσο ο ρομαντισμός να περηφανεύονται γι’ αυτό και κάποιες φορές να πιέζονται για να δείξουν το αντίθετο; Στο πλαίσιο αυτής της σκέψης, προέκυψε το ερώτημα πώς ξεκίνησε ο ρομαντισμός στις τέχνες και πώς έφτασε να είναι τόσο hot θέμα για τις ανθρώπινες σχέσεις πάσης φύσεως.

Ο ρομαντισμός, λοιπόν, ξεκίνησε το ταξίδι του στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα ως καλλιτεχνικό κίνημα, αρχικά στη λογοτεχνία και αργότερα στη μουσική και στις εικαστικές τέχνες. Σκοπός αυτού του ρεύματος ήταν μέσω της τέχνης να προκληθούν και να γεννηθούν ισχυρά συναισθήματα και συγκίνηση. Όλη η φιλοσοφία του κινήματος αντιτάχθηκε στις φόρμες του κλασικισμού που επικρατούσε ως τότε, όπου τα πάντα αντιμετωπίζονταν με αυστηρή λογική και πεζότητα, ενώ αντίθετα επίκεντρο του ρομαντισμού αποτελούσε ο άνθρωπος και στόχος ήταν να φωτιστεί η εσωτερικότητά του. Στο ίδιο πλαίσιο χαρακτηρίζεται κάποιος ρομαντικός και σήμερα, εκείνοι δηλαδή που το άλογο υπερισχύει του λογικού και έχουν κάνει τρόπο ζωής να σκέφτονται πρώτα με το συναίσθημα και μετά με το μυαλό τους.

Με αυτόν τον τρόπο η τέχνη αξιοποιώντας αυτήν την ιδεολογία δημιουργεί λογοτεχνικό κείμενο, ζωγραφική απεικόνιση αλλά και μουσική σύνθεση σε μία ονειρική ατμόσφαιρα, εξάροντας τη φαντασία και στοχεύοντας στην παράλληλη συνύπαρξη της λογικής και του συναισθήματος. Δεν καταργούσε όμως τελείως τη λογική, αλλά δε δεχόταν και τη μονόπλευρη κυριαρχία της. Ο ρομαντισμός αποτέλεσε ένα αρκετά επαναστατικό και σκανδαλώδες ρεύμα για την εποχή, που άλλαξε τις ισορροπίες κι έστρεψε το φακό προς τον άνθρωπο. Οι νέες αυτές θεωρίες με τα κοινωνικά αιτήματα και την ιδεαλιστική προσέγγιση έφεραν στο προσκήνιο για πρώτη φορά τον ίδιο τον άνθρωπο και αυτό από μόνο του ήταν αρκετά πρωτοπόρο, αλλά και αισιόδοξο για την ανθρωπότητα (ναι, ρομαντική ψυχή εδώ, όβερ).

Είναι ένα ρεύμα που αγαπήθηκε πολύ και σιγά-σιγά αυτή η προσέγγιση εισχώρησε στην κοινωνία και στις ανθρώπινες σχέσεις. Μπορεί να είναι μία λιγάκι παρεξηγημένη έννοια, διότι όταν κάποιος χαρακτηρίζεται ρομαντικός συνήθως αυτόματα του δίνεται αρνητική χροιά, ότι δηλαδή είναι θλιμμένος, μελαγχολικός, ζει στο δικό του παραμυθένιο κόσμο που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ίσως όμως η ευαισθησία, η ονειροπόληση, ο συναισθηματισμός και το πάθος να είναι μερικά πιο σαφή χαρακτηριστικά που σκιαγραφούν το προφίλ ενός ρομαντικού από τον 18ο αιώνα ως σήμερα. Η προσέγγιση και η σκέψη πίσω απ’ αυτό το ρεύμα δεν έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια.

Έτσι κι αλλιώς ρομαντικός δεν είναι αυτός που στέλνει λουλούδια και ζωγραφίζει καρδούλες στα μηνύματά του. Ρομαντικός είναι εκείνος που πιστεύει στη δύναμη του ανθρώπου, στην καλοσύνη και στη θέλησή του. Είναι εκείνος που πιστεύει και το έχει κάνει στάση ζωής στην αξιοκρατία, στο ότι ο άνθρωπος έχει τελικά σημασία, να μπορείς να ‘ρθεις στη θέση του πριν τον κρίνεις, είναι εκείνος που συνεχίζει να πιστεύει στο καλό των ανθρώπων, στο αίσθημα της δικαιοσύνης, στην καλοσύνη. Ρομαντικός είναι αυτός που δεν επωφελείται ο ίδιος εις βάρος άλλων ανθρώπων και όχι αυτός που σκαρώνει «μελούρες» για να φλερτάρει και να κάνει γκελ μπροστά σε κόσμο.

«Αχ εμένα δε μου αρέσουν αυτά τα ρομαντικά, συγγνώμη! Κατέβα από το ροζ συννεφάκι σου!» Αν είσαι μία ρομαντική ψυχή που τολμάς να το δείχνεις. τότε σίγουρα θα έχεις ακούσει κάτι σχετικό. Εκείνοι που ζητούν απ’ τους άλλους να γίνουν ορθολογιστές, έχουν επιχειρήσει άραγε να γίνουν οι ίδιοι λιγάκι πιο ρομαντικοί; Κι αν όχι, δε χρειάζεται κανείς να γίνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι και πιστεύει, δεν υπάρχει λόγος να κρίνεται και να κρύβεται καμία από τις δύο κατηγορίες ανθρώπων. Δεν είναι παρωχημένο να είσαι ρομαντικός στις σχέσεις που συνάπτεις με τους άλλους ανθρώπους, είναι όμως παρωχημένο να καταπιέζεις και να προσπαθείς να αλλάξεις εκείνους που στην ψυχή τους «ασπάστηκαν» το ρομαντισμό.

Ρομαντική ψυχή είναι εκείνη που ονειρεύεται έναν καλύτερο κόσμο που υπάρχει ισότητα, τα παιδιά δεν πεινάνε και μπορούν να πηγαίνουν σχολείο σαν όλα τα άλλα, δεν πνίγονται επειδή κάποιοι κάνουν πως δε βλέπουν, δε διψούν όσο μερικοί άλλοι ξεχειλίζουν. Ρομαντικός είναι εκείνος που κόντρα σε όλα ονειρεύεται, που πιστεύει ότι μπορεί να φτάσει ως το άπιαστο όπως αυτό καθρεφτίζεται στα μάτια των τρίτων. Ο ρομαντισμός όπως έρχεται από τις τέχνες προτείνει μία ναι μεν πιο συγκινησιακά φορτισμένη προσέγγιση ζωής, αλλά τολμά δε και να εναντιωθεί στους αυστηρούς και ορθολογικούς κανόνες που τη διέπουν.

Στις τέχνες ο ρομαντισμός προσέφερε ελευθερία στο δημιουργό και στις επιλογές του και ανέδειξε την επιθυμία για εμβάθυνση στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, των λαθών και των παθών του, κάνοντας με αυτό τον τρόπο τα δημιουργήματά της απελευθερωμένα και με περισσότερη ζωντάνια. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με εκείνους που επιλέγουν τον ρομαντισμό στην προσωπική και κοινωνική τους ζωή, εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, φέρονται περισσότερα αυθόρμητα και στην αλληλεπίδρασή τους με τους άλλους ανθρώπους επιλέγουν μία ατμόσφαιρα η οποία έχει επίκεντρο τον άνθρωπο.

‘Οπως γίνεται αντιληπτό είναι μία βαθιά έννοια που ξεκινά ως εξέγερση στους κανόνες και στις νόρμες, προσθέτοντας το συναίσθημα στη στείρα λογική. Στην πραγματικότητα του σήμερα μπερδεύεται η έννοια του ρομαντικού με το μελό. Είναι ξεκάθαρο πως για να γίνει κάποιος μελό χρησιμοποιεί κάτι τεχνητό σε ορισμένες περιστάσεις για να πετύχει το σκοπό του, που μπορεί να είναι από την επίκληση στο συναίσθημα μέχρι ένα επιτυχημένο φλερτ. Αντίθετα ο ρομαντισμός δεν είναι κάτι «φορέσιμο», ούτε σημαίνει απαραίτητα δράμα, happy end και υπέρμετρος ενθουσιασμός. Προκύπτει μέσα απ’ την έλξη δύο ανθρώπων, από την αγάπη και το ειλικρινές ενδιαφέρον προς τον άνθρωπο, ταυτίζεται με την εντιμότητα, την ελπίδα, την ελεύθερη έκφραση και τη δικαιοσύνη.

Επίσης είναι καλό να ξεχωρίζουμε πως όταν κάποιος δεν είναι ρομαντικός, είτε γιατί δεν τον εκφράζει αυτή η ιδεολογία είτε γιατί δεν ικανοποιεί τους σκοπούς και τις επιθυμίες του, δε σημαίνει ότι είναι ή πρέπει να γίνεται ψυχρός κι επιφανειακός, γιατί τώρα ξέρουμε πως το να μην είσαι ρομαντικός δε σημαίνει ότι είσαι ρεαλιστής. Μπορείς να διαλέξεις όποια πλευρά θέλεις, αρκεί να είναι αυτή που σε εκφράζει πραγματικά και δε σε καταπιέζει· αυτό από μόνο του είναι αρκετά ρομαντικό!

Το κουτσομπολιό είναι η χειρότερη μαύρη μαγεία, επειδή αποτελείται από καθαρό δηλητήριο

Το κουτσομπολιό είναι η χειρότερη μαύρη μαγεία, επειδή αποτελείται από καθαρό δηλητήριο. Μάθαμε πώς να κουτσομπολεύουμε μέσω κάποιας συμφωνίας. Όταν ήμαστε παιδιά, ακούγαμε τους μεγάλους να κουτσομπολεύουν ασταμάτητα γύρω μας, εκφράζοντας ανοιχτά τη γνώμη τους για διάφορους άλλους ανθρώπους.

Είχαν κάτι να πουν ακόμη και για άτομα εντελώς άγνωστα. Με τις γνώμες αυτές μεταφερόταν το συναισθηματικό δηλητήριο από τον έναν στον άλλον κι εμείς μάθαμε ότι αυτός είναι ο φυσιολογικός τρόπος επικοινωνίας.

Το κουτσομπολιό έχει γίνει η βασική μορφή επικοινωνίας στην ανθρώπινη κοινωνία. Το χρησιμοποιούμε για να νιώσουμε κοντά ο ένας στον άλλον, επειδή αισθανόμαστε καλύτερα βλέποντας ότι υπάρχουν και άλλοι που υποφέρουν όσο εμείς. Εκείνοι που βασανίζονται στην κόλαση δεν θέλουν να είναι μόνοι. Ο φόβος και η οδύνη αποτελούν βασικά συστατικά του ονείρου του πλανήτη: είναι τα μέσα με τα οποία το όνειρο μας κρατάει δέσμιους.

Αν παρομοιάσουμε το ανθρώπινο μυαλό μ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, τότε το κουτσομπολιό θα μπορούσε να συγκριθεί μ’ έναν ιό. Ένας τέτοιος ιός είναι γραμμένος στην ίδια γλώσσα με όλους τους υπόλοιπους κώδικες του υπολογιστή, έχει, όμως, επιζήμια πρόθεση. Ο βλαβερός αυτός κώδικας εγκαθίσταται στο πρόγραμμα του υπολογιστή σας εκεί που δεν το περιμένετε και, συνήθως, χωρίς να το γνωρίζετε. Ύστερα απ’ αυτή την εισβολή, ο υπολογιστής σας δεν λειτουργεί όπως πριν ή παύει να λειτουργεί τελείως, επειδή οι κώδικές του περιπλέκονται, στέλνοντας αναρίθμητα αντικρουόμενα μηνύματα.

Το κουτσομπολιό κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά. Για παράδειγμα, πρόκειται να παρακολουθήσετε έναν κύκλο σπουδών και αυτό είναι κάτι το οποίο περιμένατε εδώ και πολύ καιρό. Λίγη ώρα πριν μπείτε στην τάξη, γνωρίζετε κάποιον που παρακολούθησε στο παρελθόν το ίδιο μάθημα κι ο οποίος σας λέει, “Α, ο καθηγητής που θα έχετε είναι τελείως άσχετος. Ούτε ήξερε τι μας έλεγε. Και είναι και διεστραμμένος, γι’ αυτό έχετε το νου σας!”.

Στο μυαλό σας αποτυπώνονται αμέσως και τα λόγια αυτού του ανθρώπου και ο συναισθηματικός κώδικας που τα συνόδευε, χωρίς, όμως, να γνωρίζετε τα αληθινά κίνητρά του. Το άτομο που σας έδωσε αυτή την πληροφορία μπορεί να είχε πάρει κακούς βαθμούς από τον συγκεκριμένο καθηγητή ή να είχε καταλήξει σε εσφαλμένα συμπεράσματα εξαιτίας δικών του φοβιών και προκαταλήψεων, αλλά επειδή έχετε μάθει από παιδί να αποδέχεστε κάθε είδους πληροφορία, ένα μέρος του εαυτού σας πηγαίνει στην τάξη πεπεισμένο ότι τα όσα άκουσε αληθεύουν.

Κατά τη διάρκεια της παράδοσης, το δηλητήριο σάς διαποτίζει σιγά-σιγά και δεν συνειδητοποιείτε ότι βλέπετε πλέον τον καθηγητή μέσα από τα μάτια του ατόμου που σας τον κακολόγησε. Κατόπιν, αρχίζετε να μεταδίδετε κι εσείς σε άλλους συμμαθητές σας το κουτσομπολιό και σιγά-σιγά όλοι μέσα στην τάξη θεωρούν τον καθηγητή αδαή και διεστραμμένο. Στο μεταξύ, εσείς, προκατειλημμένος πλέον, έχετε απογοητευτεί από το μάθημα και θέλετε να τα παρατήσετε στη μέση. Ρίχνετε την ευθύνη στον καθηγητή, στην ουσία, όμως, φταίει το κουτσομπολιό.

Να τι προβλήματα μπορεί να προκαλέσει ένας τόσος δα ιός. Μια μικρή λανθασμένη πληροφορία έχει τη δύναμη να γκρεμίσει τις γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους, μολύνοντας όποιον αγγίζει, ώστε να μεταδώσει κι αυτός με τη σειρά του τον ιό στους άλλους. Φανταστείτε ότι κάθε φορά που ακούτε ένα κουτσομπολιό, εκείνος που σας το λέει τοποθετεί μέσα στον εγκέφαλό σας έναν ιό και σαν αποτέλεσμα χάνετε λίγο-λίγο την πνευματική σας διαύγεια. Εσείς, σε μια προσπάθεια να ξεμπερδέψετε τη σύγχυσή σας και να ανακουφιστείτε από το συσσωρευμένο δηλητήριο, μεταφέρετε με τη σειρά σας μερικούς απ’ αυτούς τους ιούς-κουτσομπολιά σε κάποιον άλλον.

Φανταστείτε τώρα αυτή τη διεργασία σαν μια ατέλειωτη αλυσίδα που ενώνει όλους τους ανθρώπους πάνω στη γη. Το αποτέλεσμα είναι ένας κόσμος γεμάτος ανθρώπους που έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες μόνο μέσα από υπολογιστές, στους οποίους έχει εισβάλει ένας δηλητηριώδης και άκρως μεταδοτικός ιός. Αυτός ο ιός είναι και πάλι ό,τι ονόμαζαν οι Τολτέκοι μιτότε – δηλαδή η Βαβέλ των χιλιάδων διαφορετικών φωνών που μιλούν όλες μαζί μέσα στο ανθρώπινο μυαλό.

Χειρότεροι, όμως, είναι οι κακοί μάγοι -οι αντίστοιχοι “χάκερς” των υπολογιστών που σπέρνουν εσκεμμένα τον ιό. Θυμηθείτε κάποια φορά στο παρελθόν που εσείς ή κάποιος γνωστός σας εξοργιστήκατε με κάποιον και θελήσατε να τον εκδικηθείτε. Για να πάρετε εκδίκηση, είπατε κάτι γι’ αυτόν τον άνθρωπο ή στον ίδιο ή πίσω από την πλάτη του, με την πρόθεση να τον πληγώσετε ή να ρίξετε δηλητήριο για το άτομό του.

Όταν είμαστε παιδιά το κάνουμε αυτό συχνά και άσκεφτα, μεγαλώνοντας, όμως, οι προσπάθειές μας να μειώσουμε τους άλλους γίνονται πολύ πιο υπολογισμένες. Κατόπιν λέμε ψέματα στον εαυτό μας, καθώς ισχυριζόμαστε ότι το άτομο που έγινε στόχος της κακίας μας άξιζε να τιμωρηθεί.

Όταν βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το φάσμα ενός ιού των υπολογιστών, είναι εύκολο να δικαιολογήσουμε ακόμα και την πιο άκαρδη συμπεριφορά. Εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι κάνοντας κατάχρηση του λόγου μας πέφτουμε ακόμα πιο βαθιά στην κόλαση.

Το αλφαβητάρι της ευτυχίας

Αγάπησε τον εαυτό σου. Αναγνώρισε τις αδυναμίες και τα λάθη σου. Συμβιβάσου με τις ατέλειες και τα ελαττώματα σου. Συμβίωσε με τις αδυναμίες σου. Μάθε να συγχωρείς τα λάθη σου. Αποδέξου αυτό που είσαι. Μην προσπαθείς να γίνεις αυτό που δεν μπορείς.

Βάλε στόχους στην ζωή σου. Χάραξε τη δική σου πορεία για να τους πετύχεις. Πορεύσου στον δρόμο που θα σε οδηγήσει στην επιτυχία τους. Μην αποπροσανοτολίζεσαι απο ξένες επεμβάσεις. Μη χάνεσαι σε χρονοβόρες διαδρομές.

Γνώρισε εσένα. Αναγνώρισε αυτά που δεν μπορείς να αλλάξεις. Άλλαξε αυτά που μπορείς. Μάθε να ξεχωρίζεις τη διαφορά. Βελτίωσε τις κακές και αναδίπλωσε τις καλές πτυχές του χαρακτήρα σου. Εκτίμησε την αξία σου και λάτρεψε τη μοναδικοτητα σου.

Δάμασε τα πάθη σου. Δοκίμασε την υπομονή και το κουράγιο σου. Χαλιναγώγησε το θυμό σου. Μη χάνεις την Ψυχραιμία σου. Μην παρεκτρέπεσαι σε επικίνδυνες στροφές. Μη βαδίζεις σε άγνωστα μονοπάτια.

Ελευθέρωσε το πνεύμα και την ψυχή σου. Άφέσου στη δίνη των συναισθημάτων σου. Συγκλονίσου απο την έντασή τους. ‘Ασε τη δύναμή τους να σε συνταράξει. Πλημμύρισε την ύπαρξή σου από τον ωκεανό τους.

Ζήσε. Μπες στο βαγόνι της ζωής σου και απόλαυσε την θέα. Μη σταματάς μπροστά στη μικρότητα του κόσμου. Μην κάνεις στάση σε έρημους και ανώφελους σταθμούς. Μην αφήνεις τίποτα να σε αποσπάσει από την πορεία σου.

Ηρέμησε την ύπαρξή σου. Επεδίωξε την ψυχική σου γαλήνη. Ανακάλυψε την πνευματική σου ηρεμία. Βρές την ψυχοσωματική σου ισορροπία. Μην αγχώνεσαι με λεπτομέρειες. Μην στεναχωριέσαι με μικρότητες.

Θέσε όρια.

Ικανοποίησε τις δικές σου ανάγκες. Θέσε πάνω απο όλα τις δικές σου επιθυμίες. Δώσε προταιραιότητα στα θέλω σου. Να είσαι πάντα η επιλογή σου και όχι η ανάγκη σου. Μην σκορπίζεσαι. Μην δανείζεσαι. Μην αναλώνεσαι σε ξένα μονοπάτια. Μην περπατάς σε αλλότριους δρόμους.

Κράτησε στη ζωή σου μόνο τα θετικά. Απόβαλε την ασχήμια. Να είσαι πάντα αισιόδοξος Κάνε όμορφες σκέψεις, μεγάλα όνειρα. Κλείσε την πορτα της ύπαρξης σου και άφησε έξω ότι σε πονά. Γέμισε την οντότητα σου απο θετική ενέργεια και ανθρώπους.

Λύσε τα σχοινιά που σε κρατάνε δεμένο στο παρελθόν σου. Τρέξε ελεύθερη απο τα δεσμά σου στο μέλλον. Μημένεις κολλημένος σε τοξικούς ανθρώπους και ψυχοφθόρες καταστάσεις. Μη δένεσαι με ποταπούς ανθρώπους και ψυχοφθόρες καταστάσεις.

Μοιράσου τις όμορφες στιγμές με ανθρώπους που αγαπάς. Δημιούργησε μαζί τους ωραίες αναμνήσεις. Ανάπνευσε με τις στιγμές που σου δίνουν. Δώσε τους στιγμές για να αναπνέουν. Άσε τους να ομορφύνουν τη ζωή σου και ομόρφυνε την δική τους.


Νίκησε τους φόβους σου. Κοίταξε κατάματα ότι σε τρομάζει. Πάλεψε μαζί του μέχρι να το αποβάλεις απο την ύπαρξη σου. Αντιμετώπισε το με θάρρος και τόλμη. Μην αφήσεις ό,τι σε τρώει να χορτάσει.

Ξέχασε ότι σε πονάει. Διέγραψε τα άσχημα απο το μυαλό σου. Ξέγραψε ότι σε πρόδωσε. Σβήσε ότι σε πλήγωσε και προχώρα. Μην κάνεις πισωγυρίσματα. Μην μένεις στάσιμος. Φρόντισε να τερματίζεις πρώτος στην κούρσα της ζωής σου.

Οριοθέτησε τις αντοχές σου. Επαναπροσδιόρισε τα όριά σου. Καθόρισε τα σύνορα της ύπαρξης σου. Μην εξευτελίζεσαι. Μην υποβιβάζεις τον εαυτό σου με τις πράξεις σου. Να μην τον μειώνεις με την συμπεριφορά σου. Να κρατήσεις τον πήχη της αξιοπρέπειας σου ψηλά.

Πάλεψε για τα πιστεύω σου. Αγωνίσου για τις απόψεις σου. Υπερασπίσου το δίκαιό σου. Μην παραδίνεις τα όπλα. Μη σταματάς ποτέ να μάχεσαι. Όσες μάχες και να χάσεις στο τέλος θα κερδίζεις πάντα τον πόλεμο.

Ράψε στα μέτρα σου το κοστούμι της ζωής σου. Φόρεσε το και σεργιάνισε στους δρόμους αυτού του κόσμου περήφανα. Μην το βγάζεις σε φτηνά πανηγύρια. Μην το αφήνεις να τσαλακωθεί στην κοσμοσυρροή. Μην το περιφέρεις σε άσκοπα γλέντια.

Σεβάσου εσένα για να σε σεβαστούν οι γύρω σου. Μην επιδέχεσαι μειώσεις στην αξιοπρέπεια σου. Μην κάνεις εκπτώσεις στις αρχές σου. Μην συμβιβάζεις το ήθος και το επίπεδο σου. Μην αναθεωρείς την αυτοεκτίμησή σου.

Τόλμησε να κάνεις τα όνειρα σου πραγματικότητα. Να εκπληρώσεις τους στόχους σου. Να πετύχεις τους σκοπούς σου. Και να είσαι πάντα έτοιμος να πληρώσεις το τίμημα που θα σε φέρει πιο κοντά τους. Όσο ακριβό και αν είναι.

Υπέκυψε στις επιθυμίες σου. Υποτάξου στις ορμές της οντότητάς σου. Προσπάθησε να τις εκπληρώσεις όλες. Μην αφήσεις απωθημένα και μην μετανιώνεις ποτέ για τις επιλογές σου. Το ήθελες, το ένιωθες, το έκανες, τέλος.

Φρόντισε την ψυχή σου. Μην τη σπαταλάς αλόγιστα. Μην την υποβάλλεις σε κακώσεις. Μην την χαραμίζεις. Κράτησε την καθαρή και αμόλυντη απο την ασχήμια. Διατήρησε την ομορφιά της μέσα στην υποκρισία. Διαφύλαξε την αγνότητα της μέσα στο ψέμα και την κακία.

Χαμογέλα απο καρδιάς. Γέλα μέσα απο την ψυχή σου. Να είσαι αυθεντικός σε ότι νιώθεις. Να είσαι ειλικρινείς σε ότι αισθάνεσαι. Να έχεις λάβαρο την αλήθεια να σε καθοδηγά σε ότι κάνεις.

Ψάξε μέσα σου να βρεις ό,τι ζητάς. Μην περιμένεις από τους αλλούς να σου το προσφέρουν. Μην το ζητιανεύεις σε κλεμμένες αγκαλιές. Mην το γυρεύεις σε πρόσκαιρες συντροφιές.

Ωραία είναι η ζωή φίλε μου. Φτάνει να ανακαλύψεις τον εαυτό σου. Μόνο τότε θα βρεις το νόημά της. Γιατί μόνο εσύ μπορείς να σε κάνεις ευτυχισμένο.

Η ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΜΙΛΗΤΟΥ

1. Ἀ­πό τίς κο­σμο­γο­νί­ες στήν κο­σμο­λο­γί­α.

Ἄν ὑ­πάρ­χει μιά φι­λο­σο­φί­α πού βλέ­πει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, εἶ­ναι ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α στήν πρώ­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­στο­ρί­ας της, πρίν ἀ­πό τό Σω­κρά­τη. Ὁ φι­λό­σο­φος τα­ῆς κλασ­σι­κῆς Ἀ­θή­νας θε­ω­ρεῖ­ται ὁ­ριο, για­τί, ὁ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί ζῴ­ων μο­ρί­ων» A 1,642a 28 ἔπ., «ἐ­πί Σω­κρά­τους τοῦ­το μέν ηὐ­ξή­θη [sc. τό ὁ­ρί­σα­σθαι τήν οὐ­σί­αν], τό δέ ζη­τεῖν τά πε­ρί φύ­σε­ως ἔ­λη­ξε». Ἡ φυ­σι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα γί­νε­ται γιά τόν Ἕλ­λη­να τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν κυ­ρί­ως χρό­νων τό πρῶ­το ἐ­ρέ­θι­σμα πού βά­ζει σέ κί­νη­ση τό πνεῦ­μα του καί τό ὁ­δη­γεῖ στό νά γεν­νή­σει τή φι­λο­σο­φί­α. Ἔ­τσι μπο­ροῦ­με νά πού­με ἀ­πό τήν ἀρ­χή ὁ­τι στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ ἀν­θρώ­που ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ κο­σμο­λο­γι­κοῦ προ­βλή­μα­τος καί ἡ γέν­νη­ση τῆς φι­λο­σο­φί­ας συμ­πί­πτουν. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ καί ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­τό­μου, ση­μα­δεύ­ε­ται ἀ­πό μιά σει­ρά σταθ­μούς, πού δι­α­μορ­φώ­νουν συ­στή­μα­τα καί σχο­λές στό χῶ­ρο τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ της. Ὁ πρῶ­τος ἀ­πό αὐ­τούς τούς σταθ­μούς εἶ­ναι ἡ σχο­λή τῆς Μι­λή­του, πού δι­α­τύ­πω­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου.

Λέ­γον­τας ὅ­τι ἡ προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει τόν κό­σμο ὡς πρό­βλη­μά της κεν­τρι­κό καί σχε­δόν ἀ­πο­κλει­στι­κό, δέν πα­ρα­θε­ω­ροῦ­με τό γε­γο­νός ὁ­τί οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της ἔ­χουν ἀ­πό­ψεις καί γιά τόν ἄν­θρω­πο, τήν κοι­νω­νί­α, τό κρά­τος, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη. Εἴ­μα­στε ὁ­μως ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἐ­ξη­γή­σο­με ὁ­τι οἱ ἀ­πό­ψεις αὐ­τές ἀ­πο­τε­λοῦν προ­ε­κτά­σεις τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τους. Ὁ ἄν­θρω­πος καί ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά του ἐ­δῶ ἐ­ξε­τά­ζον­ται ὡς ἄ­με­σα ἐ­ξαρ­τή­μα­τα τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου. Δέν ἔ­χουν γί­νει ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­να εἰ­δι­κῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ.

Μέ τήν ἁ­πλή δή­λω­ση ὅ­ιί οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν πρῶ­τοι νά ἐ­ξη­γή­σουν τή σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου ἀ­σφα­λῶς δέν γί­νε­ται φα­νε­ρό σέ ὁ­λες τίς δι­α­στά­σεις του τό μέ­γε­θος τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τος. Ὅ­ταν αὐ­τοί οἱ στο­χα­στές ξε­κι­νοῦν, ὁ δρό­μος τῆς ἐ­πι­στή­μης δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα χα­ρα­χθῆ, καί πρέ­πει νά τόν ἀ­νοί­ξουν οἱ ἴ­διοι. Στήν ἐ­πο­χή τους τό μό­νο δε­δο­μέ­νο εἶ­ναι ἡ δι­ά­χυ­τη ἀ­πο­ρί­α μπρο­στά στήν ποι­κι­λί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων, στήν ἀ­δι­ά­κο­πη γέ­νε­ση καί φθο­ρά, σέ ὁ­λα ὁ­σα συμ­βαί­νουν στή στε­ριά καί στή θά­λασ­σα, στόν οὐ­ρα­νό ψη­λά καί μέ­σα στή ζω­ή τῶν ζώ­ων καί τῶν φυ­τῶν, ἀ­πο­ρί­α πού ἔ­χει πη­γή της τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να τήν ἐ­φη­βι­κή ὁρ­μή γιά γνώ­ση. Ἀλ­λά τό πα­ρα­στα­τι­κό ὑ­λι­κό εἶ­ναι φτω­χό, τά ὄρ­γα­να λεί­πουν καί ἡ κρι­τι­κή γιά τό κύ­ρος τῆς γνώ­σης εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτη. Ἔ­τσι οἱ πρω­το­πό­ροι της κο­σμο­λο­γί­ας πρέ­πει μα­ζί μέ τή θε­ω­ρί­α τους νά οἰ­κο­δο­μή­σουν καί τή γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, τήν ὁ­ρο­λο­γί­α τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τόν κρι­τι­κό λό­γο. Ἡ συ­νέ­χεια τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πνεύ­μα­τος ἔ­δει­ξε τήν ἐ­πι­τυ­χί­α αὐ­τῶν τῶν στο­χα­στών. Σή­με­ρα ὁ­λοι ξέ­ρο­με ὁ­τι οἱ βά­σεις τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης βρί­σκον­ται στήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ὁ­τι ἀ­πό αὐ­τήν δι­α­τυ­πώ­θη­καν οἱ κυ­ρι­ώ­τε­ρες ἔν­νοι­ες ὁ­λων τῶν κλά­δων τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ. Εἰ­δι­κά γιά τό πρό­βλη­μά μας πρέ­πει νά θυ­μη­θοῦ­με ὅ­τι οἱ αὐ­το­νό­η­τες πιά ἔν­νοι­ες κό­σμος, φύ­ση, ἄ­πει­ρο, χῶ­ρος, χρό­νος, ἄ­το­μο, κε­νό, ὕ­λη, δύ­να­μη, μέ­γε­θος, κί­νη­ση, ἀ­ριθ­μός, συ­νε­χές, μέ­ρος, ὁ­λο, φθο­ρά, ἕ­νω­ση, δι­ά­λυ­ση καί ἕ­να πλῆ­θος ἄλ­λες ἔν­νοι­ες τῆς φυ­σι­κῆς πέ­ρα­σαν στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί κα­θι­ε­ρώ­θη­καν, ἀ­φοῦ τίς εἰ­ση­γή­θη­καν οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί.

Ἡ κο­σμο­λο­γί­α εἶ­ναι ἀ­νά­στη­μα τῆς κοι­νω­νί­ας τοῦ 6ου αἰ­ώ­να π.Χ. Τό­τε ὁ Ἕλ­λη­νας ἔ­χει ἀ­φή­σει πί­σω του τή γνω­στή μας ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση παι­δι­κή ψυ­χο­λο­γί­α του, ἡ συ­νεί­δη­σή του εὐ­ρύ­νε­ται καί βα­θαί­νει, αἰ­τή­μα­τα προ­σω­πι­κά τόν κα­τα­κλύ­ζουν καί τόν χα­ρα­κτη­ρί­ζει πιό κρι­τι­κή στά­ση ἀ­πέ­ναν­τι στή ζω­ή. Τό ὡ­ρί­μα­σμα ἀρ­χί­ζει, ὁ­ταν ἡ ζω­ή στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς ἀ­ποι­κι­σμούς, τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ριο παίρ­νει μορ­φή ἀ­στι­κή. Τό­τε στά λι­μά­νια τῆς Με­σο­γεί­ου δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται τ’ ἀ­γα­θά τα­ῆς γῆς καί οἱ ἰ­δέ­ες τῶν ἀν­θρώ­πων. Μέ τοῦ­τα οἱ Ἕλ­λη­νες πλου­τί­ζουν τά σπί­τια τους, μ’ ἐ­κεῖ­νες τό μυα­λό τους. Ἡ ζω­ή προ­ά­γε­ται καί ἐ­κλε­πτύ­νε­ται. Οἱ δρό­μοι τῆς θά­λασ­σας δεί­χνουν ἀ­κό­μα στούς φτω­χούς πο­λί­τες τόν τρό­πο νά ὑ­ψώ­σουν ἀ­νά­στη­μα μπρο­στά στούς κλη­ρο­νο­μι­κούς κυ­ρί­ους τῆς γῆς τους. Ἔ­τσι σχη­μα­τί­ζε­ται μιά ἰ­σχυ­ρή με­σαί­α τά­ξη, πού μπο­ρεῖ ν’ ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς εὐ­γε­νεῖς τό ἀ­πο­κλει­στι­κό δι­καί­ω­μα στήν ἐ­ξου­σί­α. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 7ου αἰ­ώ­να καί ὁ­λό­κλη­ρος ὁ 6ος χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πό σκλη­ρούς πο­λι­τι­κούς ἀ­γῶ­νες καί με­τα­πο­λι­τεύ­σεις. Σ’ αὐ­τή τήν πε­ρί­ο­δο οἱ πιό πολ­λές καί οἱ πιό ση­μαν­τι­κές ἑλ­λη­νι­κές πό­λεις περ­νοῦν ἀ­πό τή βα­σι­λεί­α στή δη­μο­κρα­τί­α, ἄλ­λες ἄ­με­σα, ὁ­που οἱ λα­ϊ­κό­τε­ρες τά­ξεις κα­τορ­θώ­νουν νά ἐ­πι­βά­λουν ἀ­νό­θευ­τη τή βού­λη­σή τους, καί ἄλ­λες ἔμ­με­σα, ὁ­που ἰ­σχυ­ρά πρό­σω­πα, οἱ τύ­ραν­νοι, τίς χει­ρα­γω­γοῦν ἕ­ναν και­ρό, κρα­τών­τας γιά προ­σω­πι­κή τους ὠ­φέ­λεια τά προ­νό­μια πού ἀ­φαι­ροῦν ἀ­πό τους κλη­ρο­νο­μι­κούς ἄρ­χον­τες. Ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὁ­μως τό φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα πα­ρα­χω­ρεῖ βαθ­μια­ία τή θέ­ση του στό κρά­τος τοῦ δι­καί­ου. Τό δί­και­ο γί­νε­ται ὁ νέ­ος δι­αν­θρώ­πι­νος δε­σμός. Ἡ νέ­α μορ­φή τοῦ κρά­τους ἀ­φή­νει στόν πο­λί­τη ὁ­λο­έ­να πιό πλα­τιά πε­ρι­θώ­ρια ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ὁ­λο­έ­να πιό πολ­λές δυ­να­τό­τη­τες γιά συμ­με­το­χή στά κοι­νά. Ἀ­κό­μα καί ἡ θρη­σκεί­α τήν ἔ­πο­χη αὐ­τή μπαί­νει σέ κά­ποι­ο κρι­τι­κό στά­διο. Τή δυ­να­μω­μέ­νη συ­ναι­σθη­μα­τι­κή ζω­ή τοῦ Ἕλ­λη­να δέν τήν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν πιά οἱ πα­λι­ές ἱ­ε­ρο­τε­λε­στί­ες, καί γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ ἀ­νάγ­κη γιά πιό προ­σω­πι­κή σχέ­ση μέ τό θε­ό. Τήν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος ἀ­πό τό μυ­θι­κό κό­σμο καί τή στρο­φή του στό ἐ­γώ, τό ἐ­δῶ καί τό τώ­ρα τήν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με κυ­ρί­ως ἀ­πό τά κεί­με­να τῶν λυ­ρι­κῶν ποι­η­τῶν, πού ἐκ­φρά­ζουν μιά βαθ­μί­δα πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν ἐ­πι­κή ποί­η­ση καί προ­γε­νέ­στε­ρη ἀ­πό τήν προ­σω­κρα­τι­κή φι­λο­σο­φί­α. Στή λυ­ρι­κή ποί­η­ση ἀ­κρι­βῶς συ­ναν­τοῦ­με τά πρῶ­τα προ­σω­πι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα γιά τόν κό­σμο, τό θε­ό, τόν ἄν­θρω­πο, τήν ψυ­χή, τή ζω­ή, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, δη­λα­δή αὐ­τά πού ὁ­δη­γοῦν στή φι­λο­σο­φί­α.

Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στό χῶ­ρο πού κα­τοι­κοῦ­σαν, ὁ­πως καί στό χῶ­ρο τῶν ἄλ­λων λα­ῶν, εἶ­χαν δι­ά­δο­ση ὁ­ρι­σμέ­νοι μύ­θοι, πού προ­βάλ­λον­τας μιά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τά ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου ὁ­σο τή χρο­νι­κή ἔ­ναρ­ξή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν δυ­νά­με­ών του. Ἀ­πη­χή­σεις ἀ­πό τέ­τοι­ες ἑρ­μη­νεῖ­ες συ­ναν­τοῦ­με στόν Ὅ­μη­ρο, στόν Ἡ­σί­ο­δο, στούς Ὀρ­φι­κούς, στόν Ἐ­πι­με­νί­δη, στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο καί στό Φε­ρε­κύ­δη.

Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιας» Ξ 201 καί 244 ἔπ., ὁ Ὠ­κε­α­νός καί ἡ Τη­θύς, μορ­φές πού ἐν­σαρ­κώ­νουν τίς δυ­νά­μεις τοῦ ὕ­γροῦ καί τοῦ στε­ρε­οῦ στοι­χεί­ου, εἶ­ναι οἱ γο­νεῖς τῶν θε­ῶν καί φυ­σι­κά οἱ προ­πά­το­ρες ὁ­λων τῶν ὄν­των τοῦ κό­σμου: «’Ὠκεανόν τέ, θε­ῶν γέ­νε­σιν, καί μη­τέ­ρα Τη­θύν». Στήν ἴ­δια ρα­ψω­δί­α, 258, ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται καί δεύ­τε­ρος κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος, ἴ­σως τό­σο πα­λιός ὁ­σο καί ὁ πρῶ­τος. Σύμ­φω­να μέ αὖ­τον ἡ κυ­ρί­α τῶν θε­ῶν καί τῶν ἄν­θρω­πων εἶ­ναι ἡ Νύ­χτα, πράγ­μα πού ἔκ­φρα­ζει τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι μιά χα­ώ­δης σκο­τει­νή οὐ­σί­α ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ὕ­λη τοῦ κό­σμου.

Κα­τά τόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 116 ἔπ., πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ, ὕ­στε­ρα ὁ Ἔ­ρω­τας, τρεῖς πα­ρα­στά­σεις πού ὑ­πο­δη­λώ­νουν, θά λέ­γα­με, μιά νη­πια­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ χώ­ρου, τῆς ὕ­λης καί τῆς ἔλ­ξης: «Ἤ­τοι μέν πρώ­τι­στα Χά­ος γέ­νε­τ’· αὐ­τάρ ἔ­πει­τα | Γαῖ’ εὐ­ρύ­στερ­νος, πάν­των ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί | κτλ. ἠ­δ’ Ἔ­ρος». Ὅ­λα τά ὄν­τα ἔ­χουν τήν ἀρ­χή τους σ’ αὐ­τή τήν τριά­δα. Ἀ­πό τό Χά­ος γεν­νι­έ­ται τό σκο­τά­δι καί ἡ Νύ­χτα, ἀ­πό τό Σκο­τά­δι καί τή Νύ­χτα ὁ Αἰ­θέ­ρας καί ἡ Μέ­ρα. Ἡ Γῆ γεν­νᾶ τόν Οὐ­ρα­νό, τά Βου­νά καί τή Θά­λασ­σα : «Ἐκ Χά­ε­ος δ’ Ἔ­ρε­βός τέ μέ­λαι­να τε Νύξ ἐ­γέ­νον­το· | Νυ­κτός δ’ αὐ­τ’ Αἰ­θήρ τέ καί Ἡ­μέ­ρη ἐ­ξε­γέ­νον­το·| οὕς τέ­κε κυ­σα­μέ­νη Ἐ­ρέ­βει φι­λό­τη­τι μι­γεῖ­σα. | Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρο­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί πά­σαν ἐ­έρ­γοι,| ὄ­φρ’ ἐ­ΐ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖς ἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί. | Γεί­να­το δ’ Οὔ­ρε­α μα­κρά, θε­άν χα­ρί­εν­τας ἐ­ναύ­λους | Νύμ­φέ­ων, αἵ ναί­ου­σιν ἀ­ν’ οὔ­ρε­α βησ­σή­εν­τα. | Ἥ δέ καί ἄ­τρυ­γε­τον πέ­λα­γος τέ­κεν, οἴδ­μα­τι θυῖ­ον, | Πόν­τον».

Κα­τά τούς Ὀρ­φι­κούς φαί­νε­ται ὅ­τι τά πρῶ­τα ὄν­τα πού γεν­νή­θη­καν ἤ πού ἦ­ταν αἰ­ώ­νια, εἶ­ναι τό Χά­ος, ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα. Ἡ Νύ­χτα γέν­νη­σε ἕ­να αὐ­γό καί ἀ­πό αὐ­τό βγῆ­κε ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­θη­κε μέ τό Χά­ος, και γέν­νη­σε τους Θε­ούς, τον Ὠ­κε­α­νό και τη γῆ. Στους «Ὄρ­νι­θες» τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, 693 ἑπ. συ­ναν­τοῦ­με μιά πα­ρω­δί­α αὐ­τῆς τῆς δι­δα­σκα­λί­ας. Χο­ρός α­πό που­λιά δι­η­γεῖ­ται τρα­γου­δών­τας : «Χά­ος ἦν καί Νύξ Ἔ­ρε­βός τε μέ­λαν πρῶ­τον καί Τάρ­τα­ρος εὐ­ρύς, | γῆ δ’ οὐ­δ’ ἀ­ήρ οὐ­δ’ οὐ­ρα­νός ἦν·Ἐ­ρέ­βους δ’ ἐν ἀ­πεί­ρο­σι κόλ­ποις | τί­κτει πρώ­τι­στον ὑ­πη­νέ­μιον Νύξ ἡ με­λα­νό­πτε­ρος ᾠ­όν, | ἕξ οὗ πε­ρι­τελ­λο­μέ­ναις ὥ­ραις ἔ­βλα­στεν Ἔ­ρως ὁ πο­θει­νός, | στίλ­βων νῶ­τον πτε­ρύ­γοιν χρυ­σαῖν, εἰ­κώς ἀ­νε­μώ­κε­σι δί­ναις. | Οὗ­τος δέ Χά­ει πτέ­ρό­εν­τι μι­γείς νυ­χί­ῳ κα­τά Τάρ­τα­ρον εὐ­ρύν | ἐ­νε­ότ­τευ­σεν γέ­νος ἡ­μέ­τε­ρον, καί πρῶ­τον ἀ­νή­γα­γεν εἰς φῶς. | Πρό­τε­ρον δ’ οὐκ ἦν γέ­νος ἀ­θα­νά­των, πρίν Ἔ­ρως ξυ­νέ­μει­ξεν ἅ­παν­τα· | ξυμ­μι­γνυ­μέ­νων δ’ ἑ­τέ­ρων ἑ­τέ­ροις γέ­νε­τ’ οὐ­ρα­νὁς ὠ­κε­α­νός τέ | καί γῆ πάν­των τέ θε­ῶν μα­κά­ρων γέ­νος ἄ­φθι­τον». Βα­σι­κά καί στούς Ὀρ­φι­κούς κυ­ρια­ρχεῖ ἡ ἀν­τί­λη­ψη πού ἐκ­φρά­ζε­ται στή «Θε­ο­γο­νί­α» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου. Τό Χά­ος, πα­ρά­στα­ση τοῦ ἄ­πει­ρου χώ­ρου, βρί­σκε­ται καί ἐ­δῶ στό προ­οί­μιο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἡ Νύ­χτα, τό Σκο­τά­δι καί τά Τάρ­τα­ρα δέν εἶ­ναι πα­ρά εἰ­κό­νες συμ­πλη­ρω­μα­τι­κές τοῦ Χά­ους. Τό αὐ­γό τῶν Ὀρ­φι­κῶν, ὡς δεύ­τε­ρο ὄν με­τά τό Χά­ος, ἀν­τι­στοι­χεῖ στή Γῆ τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, ἀ­φοῦ τό­σο το ἕ­να ὅ­σο καί τό ἄλ­λο ὑ­πο­δη­λώ­νουν τήν ἔν­νοι­α μί­ας πρώ­της μορ­φῆς τῆς ὕ­λης ἤ ἀρ­χῆς τα­ῆς ζω­ῆς. Καί ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς ὑ­πο­δή­λω­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἕλ­ξης, κοι­νός καί στίς δυ­ό δι­δα­σκα­λί­ες, ὁ Ἔ­ρω­τας, πού ἑ­νώ­νει τά πρῶ­τα ὄν­τα ἤ ἑ­νώ­νε­ται μέ αὐ­τά καί γεν­νᾶ τίς δυ­νά­μεις τοῦ κό­σμου καί ὅ­λο τόν κό­σμο.

Κα­τά τόν Ἐ­πι­με­νί­δη] ἄ­πο­σπ. 5 Diels, πρῶ­τα ἔ­γι­νε ὁ Ἀ­έ­ρας καί ἡ Νύ­χτα, ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τό ζευ­γά­ρω­μά τους, τά Τάρ­τα­ρα, ὕ­στε­ρα δυ­ό Τι­τά­νες, πού ἑ­νώ- θη­καν καί ἔ­κα­ναν ἕ­να αὐ­γό, πη­γή ὅ­λης τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, τό Χά­ος εἶ­ναι πά­λι στήν ἀρ­χή τα­ῆς δη­μι­ουρ­γί­ας. Ἀ­πό αὐ­τό βγαί­νουν τό Σκο­τά­δι («Ἔ­ρε­βος») καί ἡ Νύ­χτα, καί ἀ­πό τήν ἕ­νω­σή τους ὁ Αἰ­θέ­ρας, ὁ Ἔ­ρω­τας καί ἡ δύ­να­μη τοῦ πνεύ­μα­τος («Μῆ­τις») καί ὕ­στε­ρα ὄ­λα τά ἄλ­λα ὄν­τα. Εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅ­τι οἱ ἀ­πη­χή­σεις τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων στόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί στόν Ἀ­κου­σί­λα­ο ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ραλ­λα­γές τοῦ μύ­θου τόν Ὀρ­φι­κῶν. Τό Χά­ος, τό αὐ­γό, ὁ Ἔ­ρω­τας εἶ­ναι οἱ ὅ­ροι τῆς ὀρ­φι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας. Χω­ρίς δυ­σκο­λί­α μπο­ροῦ­με νά ταυ­τί­σο­με ἀ­κό­μα καί τόν Ἀ­έ­ρα τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη μέ τό ὀρ­φι­κό Χά­ος, ἀ­φοῦ γιά κά­θε πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη τό­σο τό πρῶ­το ὅ­σο καί τό δεύ­τε­ρο ἐκ­φρά­ζουν τήν ἔν­νοι­α τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου.

Κα­τά τό Φε­ρε­κύ­δη, ἀ­πο­σπ. 1 Diels, ὑ­πάρ­χουν τρί­α ὄν­τα αἰ­ώ­νια, ὁ Δί­ας, ὁ Χρό­νος καί ἡ Γῆ : «Ζάς μέν καί Χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η». Ὁ Δί­ας παίρ­νει γυ­ναί­κα του τή Γῆ καί τῆς προ­σφέ­ρει ὡς γα­μή­λιο δῶ­ρο (ἀ­πο­σπ. 2) ἕ­ναν πέ­πλο, πού ὑ­φαί­νει ὁ ἴ­διος καί πού τόν δι­α­κο­σμεῖ κεν­τών­τας ἀ­πά­νω του τή στε­ριά καί τή θά­λασ­σα, δη­λα­δή ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο: «Τό­τε Ζᾶς ποι­εῖ φᾶ­ρος μέ­γα τέ καί κα­λόν καί ἐν αὐ­τᾧ ποι­κίλ­λει Γῆν καί Ὠ­γη­νόν καί τά Ὠ­γη­νοῦ δώ­μα­τα». Ἔ­τσι ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου στον Φε­ρε­κύ­δη ἑρ­μη­νεύ­ε­ται ὡς ἔρ­γο τέ­χνης, βγαλ­μέ­νο ἀ­πό τά χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἀρ­χή «Ζάς» τοῦ Φε­ρε­κύ­δη φαί­νε­ται να ἀ­πέ­χει πά­ρα πο­λύ ἀ­πό την ἀρ­χή «Χά­ος» τοῦ Ἡ­σι­ό­δου και τα­ῶν Ὀρ­φι­κῶν, ἀλ­λά αὐ­τό δεν εἶ­ναι ἀ­λή­θεια για­τί ὁ Συ­ρια­νός θε­λό­γος, ὅ­πως δεί­χνει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 9 Diels, μέ τόν ὅ­ρο «Ζάς» έν­νο­εῖ βα­σι­κά τόν αἰ­θέ­ρα, τόν ὑ­πέρ­γει­ο ἐ­να­έ­ριο χῶ­ρο, πού γιά τήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη εἶ­ναι πα­ρά­στα­ση συγ­γε­νι­κή τοῦ Χά­ους. Ὡ­στό­σο ὑ­πάρ­χει ἕ­να νέ­ο στοι­χεῖ­ο στήν πρώ­τη ἀρ­χή τοῦ Φε­ρε­κύ­δη. Ὁ Δί­ας ἀ­πο­τε­λεῖ μορ­φή πιό ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό τό Χά­ος, ἀ­φοῦ πρό­κει­ται γιά τό πρό­σω­πο τοῦ πιό με­γά­λου θε­οῦ τῶν Ἑλ­λή­νων καί ἀ­φή­νει νά ὑ­πο­δη­λω­θῆ γιά πρώ­τη φο­ρά ἡ ἔν­νοι­α μιάς πνευ­μα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἐ­νέρ­γειας δη­μι­ουρ­γοῦ τοῦ κό­σμου. Νέ­ο στοι­χεῖ­ο πε­ρι­έ­χε­ται ἐ­πί­σης στήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Χρό­νου, μο­λο­νό­τι ἡ πα­ρά­στα­ση αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἄ­γνω­στη στόν ὀρ­φι­κό κύ­κλο.

Θά λέ­γα­με λοι­πόν ὁ­τι ὁ κο­σμο­γο­νι­κός μύ­θος στό Φε­ρε­κύ­δη ἀ­πο­τε­λεῖ κρά­μα ἀ­πό πο­λύ πα­λαι­ά καί πο­λύ νέ­α στοι­χεῖ­α, ἀ­φοῦ ἀ­πό τή μιά φαί­νε­ται νά κα­ταν­τᾶ πα­ρα­μύ­θι καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη νά προ­α­ναγ­γέλ­λει τή με­τά­βα­ση ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο. Ὅ­μως ἡ ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ἔ­τσι, για­τί στήν ἐ­πο­χή πού ὁ Φε­ρε­κύ­δης συν­θέ­τει τή θε­ο­λο­γί­α του, οἱ πρῶ­τοι κο­σμο­λό­γοι, ὁ Θα­λῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ἔ­χουν ἡ­δη προ­η­γη­θῆ, ἑ­πο­μέ­νως ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­τε­λεῖ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ζω­ῆς. Ἔ­τσι ὁ θε­ο­λό­γος ἔ­χει τήν εὐ­χέ­ρεια νά δα­νεί­ζε­ται ἔν­νοι­ες ἀ­πό τίς πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κές κα­τα­κτή­σεις τοῦ τό­που του καί νά τίς ντύ­νει μέ πρό­σω­πα μυ­θι­κά, γιά νά κά­νει μιά θε­ο­λο­γι­κή ποί­η­ση. Γι’ αὐ­τό ἡ ἀ­ξί­α τοῦ μύ­θου στό Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ὡ­στό­σο μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅ­τι ἀ­πό αὐ­τή τήν προ­σμί­ξη τοῦ μυ­θι­κοῦ μέ τόν πρω­το-ε­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο βγαί­νει μιά προ­ϋ­πο­τύ­πω­ση τοῦ «ἔ­νυ­λου εἴ­δους» τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας : Ἡ ἐ­νέρ­γεια στό πρό­σω­πο τοῦ Δί­α ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τήν ὕ­λη στό πρό­σω­πο τῆς Γῆς καί τή ντύ­νει μέ τίς μορ­φές τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τε­λευ­ταί­α στόν κό­σμο τῆς ἔ­ρευ­νας ση­μει­ώ­νε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρος ζῆ­λος στήν προ­σπά­θεια νά ἐ­ξη­γη­θῆ ἡ γέν­νη­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας μέ­σα ἀ­πό τόν πα­ρα­στα­τι­κό κύ­κλο αὐ­τῶν τῶν κο­σμο­γο­νι­κῶν μύ­θων τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ καί τοῦ ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου. Ἔ­τσι ἀ­να­ζη­τοῦν σ’ αὐ­τούς τους μύ­θους τά σπέρ­μα­τα τῶν προ­βλη­μά­των καί τά στοι­χεῖ­α τῆς με­θό­δου τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἡ τά­ση αὐ­τή δι­και­ώ­νε­ται βέ­βαι­α ἀ­πό τήν ἀ­νἀγ­κη νά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σο­με τό ὑ­πό­στρω­μα τῆς φι­λο­σο­φί­ας, νά γνω­ρί­σο­με τήν ἀ­φε­τη­ρί­α της, ἀλ­λά δέν ἑρ­μη­νεύ­ει κα­θαυ­τό τό φαι­νό­με­νο τῆς με­τά­βα­σης ἀ­πό τό μύ­θο στό λό­γο.

Ἐ­κεῖ­νο πού συ­χνά πα­ρα­θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πό τους νε­ό­τε­ρους ἐ­ρευ­νη­τές εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ὁ­μοι­ό­τη­τες τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν κο­σμο­λο­γι­κῶν θε­ω­ρι­ῶν μέ τίς κο­σμο­γο­νι­κές δο­ξα­σί­ες, ντό­πι­ες καί ξέ­νες, εἶ­ναι στήν ἐ­πι­φά­νεια, ὄ­χι στό βά­θος : Οἱ δο­ξα­σί­ες ἔ­χουν νά κά­νουν μέ πα­ρα­στά­σεις, ἐ­νῶ οἱ θε­ω­ρί­ες λει­τουρ­γοῦν με ἔν­νοι­ες, οἱ πρῶ­τες ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­θι­κές ἐ­πι­νο­ή­σεις, ἐ­νῶ οἱ δεύ­τε­ρες συν­θέ­τουν λο­γι­κές ἐ­ξη­γή­σεις. Ἄν το στοι­χεῖ­ο τοῦ μύ­θου μό­νο του ἦ­ταν ἱ­κα­νό να γεν­νή­σει την ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη, θα ἔ­πρε­πε ὅ­λοι οἱ λα­οί τοῦ ἀρ­χαί­ου κό­σμου, ἀ­φοῦ εἶ­χαν μύ­θους να φτά­σουν και στη φι­λο­σο­φί­α. Ὅ­μως εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι λα­οί πρίν ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες δέν μπό­ρε­σαν νά ὁ­δη­γη­θοῦν πο­τέ σέ ἀ­φαί­ρε­σεις, γε­νι­κεύ­σεις καί ἀ­να­κά­λυ­ψεις φυ­σι­κῶν καί ἱ­στο­ρι­κῶν νό­μων. Ἔ­μει­ναν σέ ἐ­πι­δό­σεις πά­νω σέ ὁ­ρι­σμέ­νους πρα­κτι­κούς το­μεῖς τοῦ ἐ­πι­στη­τοῦ, με­τρή­σεις, ἀ­θροί­σεις καί γε­νι­κά ἐμ­πει­ρι­κές γνώ­σεις. Οἱ Ἕλ­λη­νες πῆ­ραν βέ­βαι­α ἀ­πό τούς λα­ούς τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς καί μυ­θο­λο­γι­κό ὑ­λι­κό καί πρα­κτι­κές γνώ­σεις, ἄ­γνω­στο ὅ­μως σέ ποι­ό βαθ­μό, ἀ­φοῦ δέν μπο­ροῦ­με νά ὑ­πο­λο­γί­σο­με τί εἶ­χαν κλη­ρο­νο­μή­σει ἄ­με­σα ἀ­πό τόν αἰ­γαῖ­ο πο­λι­τι­σμό. Ση­μα­σί­α πάν­τως ἔ­χει τό γε­γο­νός ὅ­τι τά στοι­χεῖ­α, πού πῆ­ραν οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό ἄλ­λους λα­ούς, τά ἐ­πε­ξερ­γά­στη­καν μέ τό δι­κό τους πνεῦ­μα, πού βα­σι­κά γνω­ρί­σμα­τά του εἶ­ναι ἡ σα­φή­νεια καί ὀ­ξυ­δέρ­κεια. Ἀ­πό αὐ­τη τή ζύ­μω­ση προ­έ­κυ­ψε ὁ ὀρ­θος λό­γος, πού ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς ἀ­φαί­ρε­ση καί θε­ώ­ρη­ση τοῦ ὅ­λου, ὡς τά­ση γιά γε­νί­κευ­ση, ὡς δι­α­μόρ­φω­ση τα­ῆς εἰ­κό­νας σέ ἔν­νοι­α καί ὡς δι­α­τύ­πω­ση νό­μων. Θά λέ­γα­με μα­ζί μέ τό Guthrie ὅ­τι ἄν ὁ Ἕλ­λη­νας τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου κα­τα­τρι­βό­ταν μέ με­τρή­σεις καί πα­ρα­τη­ρή­σεις πά­νω σέ με­μο­νω­μέ­να θέ­μα­τα, ὡς τό­τε ὁ ἀ­να­το­λί­της καί ὅ­πως σή­με­ρα ὁ εἰ­δι­κός ἐ­πι­στή­μων, ἡ φι­λο­σο­φί­α δέν θά γεν­νι­ό­ταν πο­τέ! Δέν ξέ­ρει κα­νείς ἄν ἡ σα­φή­νεια τῶν γραμ­μῶν, πλα­στι­κό­τη­τα τῶν σχη­μά­των, ἡ δι­α­φά­νεια, ἡ κα­θα­ρό­τη­τα καί ἡ ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, πού εἶ­ναι γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου, δέν ἔ­γι­ναν μέ τόν και­ρό γνω­ρί­σμα­τα καί τοῦ νοῦ τῶν κα­τοί­κων του καί δέν τοῦ ἔ­δω­σαν τήν εὐ­χέ­ρεια σέ κά­ποι­α στιγ­μή τῆς ἱ­στο­ρί­ας του νά ἀ­να­στή­σει ἀ­πό τίς νε­φε­λο­γεν­νη­μέ­νες μυ­θι­κές μορ­φές τίς πλα­στι­κές ἔν­νοι­ες καί ἀ­πό τίς προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τούς τε­τρά­γω­νους νό­μους τοῦ πνεύ­μα­τος.

Ἡ ἱ­στο­ρι­κή στιγ­μή πού συν­τε­λέ­στη­κε ἡ γέν­νη­ση τοῦ ὀρ­θοῦ λό­γου εἶ­ναι ὁ ἕ­κτος αἰ­ώ­νας. Προ­η­γή­θη­κε μα­κρό­χρο­νη ἐ­ξε­λι­κτι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, πού τά ση­μά­δια της εἶ­ναι φα­νε­ρά καί μέ­σα στήν ἴ­δια τή μυ­θο­λο­γί­α τῶν Ἑλ­λή­νων. Πο­λύ πρίν ἐκ­δη­λω­θῆ ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη τους, οἱ Ἕλ­λη­νες βαθ­μια­ία φορ­τί­ζουν μέ λό­γο τούς μύ­θους, πού παίρ­νουν ἀ­πό τους ἄλ­λους λα­ούς, καί με τή σα­φή­νεια καί τήν ὀ­ξυ­δέρ­κεια τοῦ νοῦ τους προσ­δί­δουν σ’ αὐ­τούς πλα­στι­κό­τη­τα καί ἐ­πο­πτι­κό­τη­τα, ἄ­γνω­στη στήν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κή μορ­φή τους. Οἱ ἱ­στο­ρι­κοί ὅ­ροι τῆς δι­ερ­γα­σί­ας πού ὁ­δη­γεῖ τούς Ἕλ­λη­νες στήν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μέ­σα στήν ἐ­λευ­θε­ρί­α, πού γεν­νή­θη­κε στίς ἀν­θη­ρές πό­λεις τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Ἡ σκέ­ψη μέ­σα σ’ αὐ­τές λει­τουρ­γεῖ χω­ρίς τούς φραγ­μούς τοῦ δόγ­μα­τος καί ἡ γνώ­ση δέν φυ­λα­κί­ζε­ται πί­σω ἀ­πό τά ἀ­δι­α­πέ­ρα­στα τεί­χη ἑ­νός ἱ­ε­ρα­τεί­ου, ἀλ­λά προ­σφέ­ρε­ται στό λα­ό ὡς θεί­α δω­ρε­ά καί ἀ­νοί­γει τή λε­ω­φό­ρο τῆς ἐ­θνι­κῆς παι­δεί­ας του. Ἡ τά­ση γιά δι­α­φω­τι­σμό εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθη­τή ἀ­κρι­βῶς στούς Ἕλ­λη­νες κο­σμο­λό­γους. Αὐ­τοί ἀ­πο­τολ­μοῦν γε­νι­κό­τε­ρα τό­σο ἀ­μεί­λι­κτη κρι­τι­κή τοῦ βα­σι­σμέ­νου στό μύ­θο γνω­σια­κοῦ, λα­τρευ­τι­κοῦ, κοι­νω­νι­κοῦ και πο­λι­τι­κοῦ κα­τε­στη­μέ­νου τῆς ἐ­πο­χής τους, ὥ­στε ὁ­ρι­σμέ­νοι του­λά­χι­στο ἀ­πό αὐ­τούς ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν δυ­σμέ­νει­ες και δι­ώ­ξεις. Στά κεί­με­νά τους ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό το μύ­θο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται συν­τε­λε­σμέ­νη και ἔ­χει ἀρ­χί­σει ἤ­δη ἡ ἀν­τι­μα­χί­α ἐ­πι­στή­μης και μύ­θου πού θα συ­νε­χι­στή ὡς τό τέ­λος τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ὡς ἀν­τί­θε­ση τῆς φαν­τα­σί­ας καί τῆς λο­γι­κής.

2. Ἡ θά­λασ­σα.

Ἡ προ­σπά­θεια γιά τόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τῆς οὐ­σί­ας τοῦ κό­σμου καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῆς δο­μῆς του ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τήν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ πρώ­του ά­νά­με­σα στά στοι­χεῖ­α, πού συν­θέ­τουν τά σώ­μα­τα. Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν πρώ­των φι­λο­σό­φων αὐ­τή ἡ πρώ­τη ὕ­λη θά ἔ­πρε­πε νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση ὄ­χι μό­νο γιά τή σύ­στα­ση τῶν σω­μά­των ἀλ­λά καί γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν στοι­χεί­ων. Θά ἔ­πρε­πε δη­λα­δή νά ἀ­πο­τε­λεῖ τή στα­θε­ρή οὐ­σί­α, πού μο­λο­νό­τι ἀλ­λοι­ώ­νε­ται ποι­ο­τι­κά καί με­τα­μορ­φώ­νε­ται σέ ἄλ­λα στοι­χεῖ­α, πού μέ τήν προ­σμι­ξή τους γί­νε­ται ἡ σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των, ὅ­μως μέ­νει αἰ­ώ­νια στό βά­θος ὁ­λων τῶν ὄν­των καί δέν φθεί­ρε­ται οὔ­τε μέ τήν ἀ­πο­σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των οὔ­τε μέ τή με­τα­τρο­πή τῶν στοι­χεί­ων. Ὁ πρῶ­τος ἀ­να­βαθ­μός σ’ αὐ­τή τήν πο­ρεί­α τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στο­χα­σμοῦ εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ νε­ροῦ. Ὁ Θα­λῆς (πε­ρί­που 625-546) εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη τοῦ Λα­ερ­τί­ου 1.27= μάρ­τυ­ρία 1 Diels «ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕ­δωρ ὑ­πε­στή­σα­το».

Αὐ­τή ἡ πρώ­τη σύλ­λη­ψη, θε­ω­ρη­μέ­νη ἀ­πό τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α τοῦ τέ­λους τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, φαί­νε­ται βέ­βαι­α ἁ­πλο­ϊ­κή καί σχε­δόν μυ­θι­κή, ἐν­σαρ- κώ­νει ὅ­μως μιά οὐ­σι­α­στι­κή δι­α­φο­ρά ἀ­π’ ὅ­λες τίς μέ­χρι τό­τε ἑρ­μη­νεί­ες τοῦ κό­σμου: Ἐ­κεῖ­νες ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­γω­γή τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων σέ μιά μορ­φή μυ­θι­κή, σ’ ἕ­να προ­σω­πι­κό θε­ό. Ὁ σο­φός της Μι­λή­του κά­νει τήν ἀ­να­γω­γή σέ μιά γυ­μνή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τοῦ νά φαν­τά­ζε­ται κα­νείς, ὅ­πως ὁ Ὅ­μη­ρος (βλ. σέλ. 339) ὅ­τι ἡ ἀρ­χή τῶν ὄν­των βρί­σκε­ται στό πρό­σω­πο τοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ μέ­χρι τοῦ νά συμ­πε­ραί­νει ὅ­τι αὐ­τή ἡ ἀρ­χή εἶ­ναι τό ἴ­διο τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α κά­ποι­α ἀ­πο­στα­ση. Οὐ­σι­α­στι­κά πρό­κει­ται γιά τήν πρώ­τη ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου. Ἡ προ­η­γού­με­νη σκέ­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που κα­τα­δυ­να­στευ­ό­ταν ἀ­πό τή δύ­να­μη τοῦ νε­ροῦ καί τή θε­ο­ποι­οῦ­σε. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος δα­μά­ζει αὐ­τή τή δύ­να­μη, τήν ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ καί τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει μιά ὁ­ρι­σμέ­νη θέ­ση μέ­σα στόν κό­σμο. Πρῶ­τα ὁ ἄν­θρω­πο, ἦ­ταν πιό κά­τω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό ἦ­ταν θε­ός. Τώ­ρα ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πιό πά­νω ἀ­πό τό νε­ρό, για­τί τό νε­ρό εἶ­ναι σῶ­μα.

Ἴ­σως δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει κα­νείς ὅ­τι αὐ­τή ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος εἶ­ναι σχε­τι­κή μέ μιάν ἄλ­λη πού ἔ­χει προ­η­γη­θῆ, δη­λα­δή μέ τήν κα­τά­κτη­ση τῆς Με­σο­γεί­ου. Τήν ὥ­ρα πού ὁ Θα­λῆς ἀρ­θρώ­νει τό λό­γο του, οἱ Ἕλ­λη­νες ὁ­ρι­ζουν τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τόν Εῦ­ξει­νο Πόν­το ὡς τό Γι­βραλ­τάρ καί ἀ­πό τό δέλ­τα τοῦ Νεί­λου ὥς τή Μασ­σα­λί­α. Μό­νο ἡ πα­τρί­δα τοῦ Θα­λῆ ἔ­χει γί­νει μη­τέ­ρα ἐ­νε­νήν­τα πό­λε­ων στις ὄ­χθες τα­ῆς τε­ρά­στιας αὐ­τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς λί­μνης. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀρ­χη­γός τα­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆ­ε κο­σμο­λο­γί­ας ἔ­χει ἐ­πο­πτεί­α τοῦ με­γα­λεί­ου της, κα­θώς τα­ξι­δεύ­ει για να γνω­ρί­σει τη σο­φί­α τα­ῶν ἄλ­λων λα­ῶν. Ἀλ­λά ἡ πο­λι­τι­κή ὑ­πο­δο­μή αυ­τό­ῦ τοῦ πο­λι­τι­κοῦ κα­τωρ­θώ­μα­τος τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ Ἕλ­λη­να δεν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ὥς ἐ­δῶ. Ἡ νέ­α κοι­νω­νι­κή τά­ξη, πού ἀ­νε­βαί­νει αὐ­τή τήν ἔ­πο­χη καί ἀμ­φι­σβη­τεῖ στούς γαι­ο­κτή­μο­νες τήν ἀ­πο­κλει­στι­κή δι­α­χεί­ρι­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας, ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό κα­ρα­βο­κυ­ραί­ους, ἐμ­πο­ρευ­ό­με­νους καί γε­νι­κά ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες, πού ἀν­τλοῦν τήν οἰ­κο­νο­μι­κή, ἑ­πο­μέ­νως καί τήν κοι­νω­νι­κή δύ­να­μή τους ἀ­πό τή θά­λασ­σα. Ἔ­τσι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου δε­σπό­ζει στήν ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας τό­σο, ὥ­στε νά δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ψυ­χο­λο­γι­κές του­λά­χι­στο προῦ­πο­θέ­σεις προ­βο­λῆς της καί σέ ἐ­πί­πε­δο κο­σμο­λο­γι­κό. Ὁ Θα­λῆς το­πο­θε­τεῖ τόν ἑ­αυ­τό του στόν ἰ­δε­ο­λο­γι­κό χῶ­ρο ὄ­χι τῆς τά­ξης μέ τά προ­νό­μια τοῦ αἵ­μα­τος ἀλ­λά ἐ­κεί­νης πού τά δι­και­ώ­μα­τά της τά στη­ρί­ζει στήν ἐρ­γα­σί­α ἤ κα­λύ­τε­ρα στήν εὐ­φυί­α, στή βού­λη­ση καί στή φυ­σι­κή δύ­να­μη. Ἀ­πό τή σκο­πιά τῆς ἐ­πο­χῆς του ὁ Μι­λή­σιος σο­φός, ὅ­ταν βά­ζει τό νε­ρό «ἀρ­χήν τῶν πάν­των», συ­νει­δη­τά ἡ ἀ­συ­νεί­δη­τα, ἀ­δι­ά­φο­ρο, ὅ­μως κα­τα­θέ­τει μιά μαρ­τυ­ρί­α ἐ­νι­σχυ­τι­κή στόν ἀ­γώ­να τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας. Ἡ θέ­ση του στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πο­λι­τι­κά ἑρ­μη­νεύ­ε­ται: Ὁ κό­σμος τῆς θά­λασ­σας ἔ­χει τόν πρῶ­το λό­γο, ὄ­χι ἡ τά­ξη τῶν κλη­ρο­νο­μι­κῶν κυ­ρί­ων τῆς γῆς. Καί ὅ­ταν, ὁ­πως θά δοῦ­με στή συ­νέ­χεια, ὁ Θα­λῆς ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι ἡ γῆ πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στή θά­λασ­σα, πά­λι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὑ­πο­δη­λώ­νε­ται ἡ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῆς νέ­ας κοι­νω­νί­ας : Ὁ κό­σμος τῆς γῆς στη­ρί­ζε­ται στόν κό­σμο τῆς θά­λασ­σας.

Ἀ­πό κα­θα­ρά κο­σμο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη τώ­ρα θά πρέ­πει κα­νείς νά ἀ­να­ρω­τη­θῆ πῶς ὁ Θα­λῆς σκέ­φτη­κε νά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει τά ὄν­τα μέ τό νε­ρό καί ὄ­χι μέ ἕ­να ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Τά με­τά τά Φυ­σι­κά» A 3, 983b 20 ἑπ. ὑ­πο­θέ­τει ὁ­τι ὁ Μι­λή­σιος ἔ­φτα­σε σ’ αὐ­το, πα­ρα­τη­ρών­τας ὅ­τι ἡ τρο­φή ὅ­λων τῶν ζων­τα­νῶν ὀρ­γα­νι­σμῶν, ἡ θερ­μο­κρα­σί­α τους καί τά σπέρ­μα­τά τους ἔ­χουν φύ­ση ὑ­γρή, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι μέ­σα τους ἔ­χουν νε­ρό : «Ἀλ­λά Θα­λῆς μέν ὁ τῆς τοια­ύτης ἀρ­χη­γός φι­λο­σο­φί­ας ὕ­δωρ φη­σίν εἶ­ναι κτλ., λα­βῶν ἴ­σως τήν ὑ­πο­λη­ψιν ταύ­την ἐκ τοῦ πάν­των ὁ­ρᾶν τήν τρο­φήν ὑ­γράν ὖ­σαν καί αὐ­τό τό θερ­μόν ἐκ τού­του γι­γνό­με­νον καί τού­τῳ ζῶν (τό δ’ ἐξ οὗ γί­γνε­ται, τοῦ­τ’ ἔ­στιν ἀρ­χή πάν­των), διά τέ δή τοῦ­το τήν ὑ­πό­λη­ψιν λα­βών ταύ­την καί διά τό πάν­των τά σπέρ­μα­τα τήν φύ­σιν ὑ­γράν ἔ­χειν τό δ’ ὕ­δωρ ἀρ­χή τῆς φύ­σε­ώς ἐ­στι τοῖς ὑ­γροῖς». Ἡ πι­θα­νό­τη­τα νά πλη­σιά­ζει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν ἀ­φε­τη­ρια­κή σκέ­ψη τοῦ Θα­λῆ ἐ­νι­σχύ­ε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὁ­τι ἕ­νας συ­νε­χι­στής τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ σο­φοῦ τῆς Μι­λή­του στόν 5ο αἰ­ώ­να, ὁ Ἵπ­πων ὁ Ρη­γῖ­νος) μέ πα­ρα­τη­ρή­σεις τοῦ πά­νω στή φυ­σι­ο­λο­γί­α τοῦ ὀρ­γα­νι­σμοῦ ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δώ­σει νέ­ο κύ­ρος στήν ἀρ­χή τοῦ νε­ροῦ. Ἔ­τσι ὁ Ἵπ­πων, σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α 11 Diels, φαί­νε­ται νά πι­στεύ­ει ὅ­τι ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ἔ­χει μιά δι­κή του ὑ­γρό­τη­τα, πού τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τήν ἴ­δια τή ζω­ή καί ὅ­τι ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους βρί­σκε­ται στο βαθ­μό πού πρέ­πει, ὁ ὀρ­γα­νι­σμός ὑ­για­ίνει, ἐ­νῶ ὅ­ταν ἡ ὑ­γρό­τη­τα μει­ω­θεί ἤ χα­θεῖ, οἱ αἰ­σθή­σεις δεν λει­τουρ­γούν και ὁ ὀρ­γα­νι­σμός πε­θαί­νει:

«Ἐν ἡ­μῖν οἰ­κεί­αν εἶ­ναι ὑ­γρό­τη­τα, κα­θ’­ἥν και αἰ­σθα­νό­με­θα και ᾖ ζῶ­μεν· ὅ­ταν μέν οὖν οἰ­κεί­ως ἔ­χῃ τοια­ύτη ὑ­γρό­της, ὑ­για­ίνει το ζῷ­ον, ὅ­ταν δε ἀ­να­ξη­ραν­θῆ, ἀ­ναι­σθη­τεῖ το ζῷ­ον και ἀ­πο­θνῄ­σκει».

Γιά νά δοῦ­με σω­στά πῶς ὁ Θα­λῆς ἐν­νο­οῦ­σε τό ρό­λο τοῦ ὕ­γροῦ στοι­χεί­ου μέ­σα στόν κό­σμο, πρέ­πει νά στα­θοῦ­με στήν ἱ­στο­ρι­κή πε­ρι­ο­χή πρίν ἀ­πό τό σχη­μα­τι­σμό τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ στοι­χεί­ου καί τῆς δι­ά­κρι­σης τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, γε­γο­νό­τα πού ἀ­πο­τε­λοῦν κα­τα­κτή­σεις τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή γλώσ­σας. Στήν ἐ­πο­χή τοῦ Θα­λή ἡ λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου βρί­σκε­τα ἀ­κό­μα στό πρῶ­το στά­διο, δη­λα­δή ἐν­το­πί­ζε­ται στήν προ­σπά­θεια νά ἀ­φαι­ρε­θοῦν ἀ­πό τίς φυ­σι­κές δυ­νά­μεις τά θε­ϊ­κά προ­σω­πεῖ­α καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν τά μέ­ρη τοῦ κό­σμου κα­θαυ­τά. Ἔ­τσι ὁ Θα­λῆς ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό εἴ­δω­λο τοῦ θε­οῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ὡς πα­τέ­ρα ὅ­λων τῶν ὄν­των καί ἀ­να­γνω­ρί­ζει τόν ἴ­διο τόν Ὠ­κε­α­νό ὡς πη­γή τους. Στό ὑ­γρό σῶ­μα, πού οἱ Ἕλ­λη­νες ὀ­νο­μά­ζουν ὠ­κε­α­νό ἤ πόν­το ἤ θά­λασ­σα, ὡς τά χρό­νια τοῦ Θα­λῆ βλέ­πουν ὄ­χι τό στοι­χεῖ­ο τας φυ­σι­κῆς ἀλ­λά ἕ­να τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Σ’ αὐ­τό τό τμῆ­μα ὁ Θα­λῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζε τήν πρω­το­πο­ρεί­α γιά τήν κα­τα­γω­γή καί τόν ἀ­παρ­τι­σμό τῆς φύ­σης. Ὁ Θα­λῆς δέν ἔ­χει ἀ­κό­μα ἰ­σχυ­ρι­στῆ ὅ­τι ἡ οὔ­σια ὅ­λων τῶν ὄν­των εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα, ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι θά­λασ­σα, κα­τά τόν τρό­πο πού δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὅ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 30 Diels, θά κη­ρύ­ξει ὅ­τι ὅ­λα εἶ­ναι φω­τιά. Ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι κοι­ταγ­μέ­νη ἀ­πό τό Θα­λή ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὡς μή­τρα τῆς ζω­ῆς καί ἴ­σως πιό γε­νι­κά ὡς πρῶ­το δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό τοῦ κό­σμου, ὄ­χι ὅ­μως ὡς λο­γι­κή ἀρ­χή, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή σχο­λή. Ἀ­κό­μα θά ἦ­ταν πρό­ω­ρο γιά τό Θα­λή νά ἔ­χει θε­ω­ρί­ες γιά τή δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ με­τα­σχη­μα­τι­σμοῦ τῆς ὕ­λης, πού ὁ­δη­γεῖ στή δο­μή καί τή λει­τουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, καί νά ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θῆ μέ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὡ­στό­σο ἡ ση­μα­σί­α τοῦ Θα­λῆ ὡς ἀρ­χη­γοῦ της ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἐ­πι­στή­μης δέν πρέ­πει γι’ αὐ­τό τό λό­γο οὔ­τε νά ἀ­γνο­η­θῆ οὔ­τε νά ὑ­πο­τι­μη­θή. Για­τί ὅ­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια τό ὅ­τι ὁ πρῶ­τος συ­στη­μα­τι­κός νοῦς πά­νω στό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος. ἄλ­λο τό­σο εἶ­ναι ἀ­λή­θεια καί αὐ­τό πού ἔ­χει ἤ­δη πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ Popper, ὅ­τι δη­λα­δή ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σέ προ­βλή­μα­τα, πού κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο ἔ­χουν τε­θῆ ἀ­πό πρίν, δη­λα­δή ἀ­πό τό Θα­λῆ.

Ὁ Ἀ­έ­τιος 1,7,11 = μάρτ. 23 μᾶς κά­νει νά στα­θοῦ­με στή φρά­ση «δι­ή­κειν δέ καί διά τοῦ στοι­χει­ώ­δους ὑ­γροῦ δύ­να­μιν θεί­αν κι­νη­τι­κήν αὐ­τοῦ». Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι βέ­βαι­α πε­ρι­πα­τη­τι­κή, ἀλ­λά ὑ­πο­δη­λώ­νει τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ Μι­λή­σιος δέ­χε­ται τό φυ­σι­κό σῶ­μα, ὄ­χι σάν τό νε­κρό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­ρι­στο­τε­λι­κῆς με­τα­φυ­σι­κῆς ἀ­φαί­ρε­σης, στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια, ἄλ­λα ὡς ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γεια μα­ζί. Θά ἡ­μα­στε πιό κον­τά καί στή γλώσ­σα καί στή σκέ­ψη τοῦ σο­φοῦ τα­ῆς Μι­λή­του ἄν λέ­γα­με σέ ὁ Θα­λῆς καί οἱ λοι­ποί ὑ­λο­ζω­ι­στές τό φυ­σι­κό σῶ­μα ὡς κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή. Πρό­κει­ται γιά τό ἀ­πό­σπα­σμα 30, πού ἐ­ξη­γεῖ ὅ­τι ὁ κό­σμος εἶ­ναι μιά πάν­τα ζων­τα­νή φω­τιά, «πῦρ ἀ­εί­ζω­ον». Κα­τά τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του ἡ ζω­ή πού ὑ­πάρ­χει μέ­σα στή φω­τιά καί πού ἀ­πο­τε­λε­ΐ τή δη­μι­ουρ­γι­κή αἰ­τί­α τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι κά­τι πού ἔρ­χε­ται ἀ­π’ ἔ­ξω καί ζευ­γα­ρώ­νε­ται μέ τή φω­τιά οὔ­τε κά­τι πού ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ κά­ποι­α ἄλ­λη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή, για­τί μό­νη κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή εἶ­ναι ἡ φω­τιά· ἡ ζω­ή πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει μό­νι­μα τή φω­τιά εἶ­ναι σύμ­φυ­τη μέ αὐ­τήν καί ἀ­πο­τε­λοῦν ταυ­τό­τη­τα. Ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή δι­ά­κρι­ση τῆς ὕ­λης ἀ­πό τήν ἐ­νέρ­γεια γιά τή σκέ­ψη του­λά­χι­στο τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων εἶ­ναι ἔν­νοι­α ἀ­δι­α­νό­η­τη. Ἔ­τσι κα­τά τό «πῦρ ἄ­ει­ζω­ον» τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του δι­και­ού­μα­στε νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­να «ὕ­δωρ ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Θα­λή, ὅ­πως ἐ­πί­σης ἕ­να «ἄ­πει­ρον ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου καί ἕ­ναν «ἀ­έ­ρα ἀ­εί­ζω­ον» τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη.

Ἡ ἀ­που­σί­α κει­μέ­νου τοῦ Θα­λῆ μᾶς στε­ρεῖ τήν ἐ­πο­πτεί­α τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ ρό­λου, πού ὁ σο­φός ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο. Γιά νά πά­ρο­με μιά ἰ­δέ­α γι’ αὐ­το τό πράγ­μα, εἴ­μα­στε ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κα­τα­φύ­γο­με πά­λι σέ φι­λο­σό­φους νε­ό­τε­ρους τοῦ Θα­λῆ. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, Β 1, 353b 6 ἑπ., ὁ μα­θη­τής τοῦ Θα­λῆ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, μάρτ. 27 Diels, δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἐ­κεί­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὕ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ γῆ μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Αὐ­τη ἡ θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου θά μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς πρώ­τη ἔν­δει­ξη τοῦ ρό­λου τοῦ ὑ­γροῦ στοι­χεί­ου κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λῆ. Ἐ­ξάλ­λου ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, πρῶ­τοι φι­λό­σο­φοι, πού ἀ­πό τό ἔρ­γο τους σώ­θη­καν κά­πως δι­ε­ξο­δι­κά ἀ­πο­σπά­σμα­τα, μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν μέ αὐ­το­λε­ξεί σω­ζό­με­νες προ­τά­σεις τους πά­νω στό ρό­λο τοῦ νε­ροῦ νά φαν­τα­στοῦ­με τήν ἔκ­θε­ση τοῦ Θα­λῆ σ’ αὐ­το τό ση­μεῖ­ο της. Κα­τά τό ἀ­πό­σπα­σμα 26 Farina τοῦ Ξε­νο­φά­νη ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ἡ πη­γή τοῦ νε­ροῦ καί τοῦ ἀ­νέ­μου. Για­τί χω­ρίς τό με­γά­λο πόν­το, λέ­ει ὁ Ξε­νο­φά­νης, προ­ε­κτεί­νον­τας τήν ὁ­μη­ρι­κή ἀν­τί­λη­ψη («Ἰ­λιάς» Φ 195 ἑπ.), οὔ­τε τά σύν­νε­φα θά ὑ­πῆρ­χαν οὔ­τε τά ρεύ­μα­τα τῶν πο­τα­μῶν οὔ­τε ἀ­πό τον αἰ­θέ­ρα τό νε­ρό τῆς βρο­χῆς. Καί κα­τα­λή­γει: Ὁ με­γά­λος πόν­τος εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τῶν νε­φῶν καί τῶν ἀ­νέ­μων καί τῶν πο­τα­μῶν. Ἡ κεν­τρι­κή θέ­ση πού δί­νει στή θά­λασ­σα ὁ Ξε­νο­φά­νης δέν ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται μό­νο ἀ­πό αὐ­τό τό ἀ­πό­σπα­σμα ἀλ­λά καί ἀ­πό τή γε­νι­κό­τε­ρη θε­ω­ρί­α του (μάρτ. 32, 33, 38, 40 καί 43) ὅ­τι ἀ­κό­μα καί τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας. Στη­ριγ­μέ­νος σ’ αὐ­τό τό προ­η­γού­με­νο ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, μιά γε­νιά νε­ό­τε­ρος τοῦ Ξε­νο­φά­νη, θά δώ­σει στή θά­λασ­σα ἀ­νά­λο­γη θέ­ση μέ­σα στή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α του. Ἀ­πό τό ἀ­πό­σπα­σμα 31 τοῦ σο­φοῦ της Ἐ­φέ­σου μα­θαί­νου­με ὅ­τι το πρῶ­το σῶ­μα πού σχη­μα­τί­ζε­ται ἀ­πό το «ἀ­εί­ζῳ­ον πῦρ», θα λέ­γα­με ἀ­πό τη θερ­μι­κή έ­νέρ­γεια τοῦ σύμ­παν­τος, εἶ­ναι ἡ θά­λασ­σα· ‘πό το σῶ­μα της θά­λασ­σας το μι­σό γί­νε­ται στε­ριά και το ἄλ­λο μι­σό θύ­ελ­λες ἤ πύ­ρι­να ρεύ­μα­τα, πού, μπο­ρού­με να συμ­πλη­ρώ­σου­με, γεν­νοῦν οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα και φαι­νό­με­να. Και στους δύ­ο λοι­πόν ἐκ­προ­σώ­πους τοῦ ἀρ­χα­ϊ­κοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ ἡ θά­λασ­σα κρα­τᾶ μιά τό­σο κεν­τρι­κή θέ­ση, πού δέν θά ἦ­ταν ἄ­στο­χο νά ἑρ­μή­νευ­τῆ ὡς ἀ­να­λαμ­πή τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου. Καί ἐ­πει­δή καί οἱ δύ­ο φι­λό­σο­φοι, πού τά λό­για τους ἐ­πι­κα­λε­στή­κα­με, μι­λοῦν ὄ­χι γιά νε­ρό ἤ γιά ὑ­γρό ἀλ­λά γιά θά­λασ­σα ὡς πρῶ­το φυ­σι­κό μέ­γε­θος, φτά­νο­με στή σκέ­ψη ὁ­τι καί ὁ Θα­λῆς, αὐ­τός ὁ ἀ­πο­λο­γητ τοῦ κό­σμου τῆς θά­λασ­σας, ἀ­κρι­βῶς τή «θά­λασ­σα», ὄ­χι τό «ὕ­δωρ» ἡ τό «ὑ­γρόν», εἶ­πε ἀρ­χή τῶν ὄν­των.

Ἀ­πο­μέ­νει νά σχη­μα­τί­σο­με γνώ­μη γύ­ρω ἀ­πό τό κο­σμο­εί­δω­λο τοῦ Θα­λῆ. Καί ἐ­δῶ ὅ­μως οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι φτω­χές, ἄν καί, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά ἐ­πι­δό­σεις τοῦ σο­φοῦ σέ με­μο­νω­μέ­να προ­βλή­μα­τα τῆς ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς καί τῆς γε­ω­με­τρί­ας, τῆς μη­χα­νι­κῆς καί τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας, εἶ­ναι μᾶλ­λον φλύ­α­ρες καί ἴ­σως τοῦ ἀ­πο­δί­δουν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ὅ­σα σκέ­φτη­κε. Ἄν δέν μᾶς ἀ­πα­τᾶ ὁ δο­ξο­γρά­φος Ἀ­έ­τιος 2,13,1 = μάρτ. 17a καί 3,11,1 = μάρτ. 15, ὁ Θα­λῆς πί­στευ­ε ὁ­τι ὁ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­χουν φύ­ση ὅ­μοι­α μέ τή φύ­ση τῆς γῆς ἀλ­λά εἶ­ναι σέ δι­ά­πυ­ρη κα­τά­στα­ση, καί ὅ­τι στό κέν­τρο τοῦ οὐ­ρά­νιου χώ­ρου βρί­σκε­ται ἡ γῆ. Ἀ­να­φο­ρι­κά μέ τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἐμ­πι­στο­σύ­νη ἐμ­πνέ­ει ἡ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή μαρ­τυ­ρί­α, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13. 294a 28 ἔπ. = μαρτ. 14 ὅ­τι ὁ Θα­λῆς τή φαν­τα­ζό­ταν νά πλέ­ει σάν κα­ρά­βι πά­νω στό νε­ρό : «Ἐ­φ' ὕ­δα­τος κεῖ­σθαι. Τοῦ­τον γάρ ἀρ­χαι­ο­τα­τον πα­ρει­λή­φα­μεν τόν λό­γον, ὅν φα­σιν εἰ­πεῖν Θα­λῆν τόν Μι­λή­σιον ὡς διά τό πλω­τήν εἶ­ναι μι­έ­νου­σαν ὥ­σπερ ξύ­λο­νἤ­ἡ τί τοι­οῦ­τον ἕ­τε­ρον». Ἡ θέ­ση αὐ­τή, μό­λο πού ἠ­χεῖ πα­ρά­δο­ξα καί φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή ἤ ἀ­κό­μα καί μυ­θι­κή, ὄ­χι μό­νο ἐ­ναρ­μο­νί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μέ τήν ἀν­τί­λη­ψη τοῦ νε­ροῦ ὡς πρώ­του δο­μή­σι­μου ὕ­λι­κοῦ τοῦ κό­σμου, ἀλ­λά καί ἀ­πο­τε­λεῖ βῆ­μα στόν ἀ­γώ­να γιά τήν ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κο­σμο­ει­δώ­λου τῶν Ἑλ­λή­νων. Τό πράγ­μα παίρ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρη κα­θα­ρό­τη­τα, ὁ­ταν θυ­μη­θοῦ­με τούς στί­χους ἅ 52-54 τῆς «Ὀ­δυσ­σεί­ας», ὁ­που ἐκ­φρά­ζε­ται ἡ ἀρ­χαι­ό­τε­ρη ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη γι’ αὐ­τό τό θέ­μα : Ἡ γῆ μα­ζί μέ τόν οὐ­ρα­νό στη­ρί­ζε­ται δυ­ό κο­λό­νες, πού τίς ση­κώ­νει ὁ Ἄ­τλας. Λέ­γον­τας ὁ Θα­λῆς ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα, ἀ­νοί­γει τό δρό­μο γιά νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει σέ λί­γο ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 352) ὁ­τι ἡ γῆ δέν στη­ρί­ζε­ται που­θε­νά. Στήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς θε­ω­ρί­ας ὁ­τι ἡ γῆ ἀ­κουμ­πᾶ στή θά­λασ­σα ἀ­να­κα­λύ­πτο­με ποι­κί­λους μέ­σο­γεια­κούς μύ­θους γιά χῶ­ρες ἡ νη­σιά πού πλέ­ουν (π.χ. ἡ Δῆ­λος), καί εἰ­δι­κώ­τε­ρα τή γνω­στή ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Σ 607, ἀν­τί­λη­ψη ὅ­τι ἡ γῆ εἶ­ναι ζω­σμέ­νη γύ­ρω τρι­γύ­ρω ἀ­πό τόν Ὠ­κε­α­νό, ἀν­τί­λη­ψη πού μέ τή σει­ρά της ἀ­νά­γε­ται σέ ἀ­να­το­λι­κά προ­τυ­πα, καί ἀρ­κεῖ γι’ αὐ­τό νά φέ­ρει κα­νείς στό νοῦ του τούς στί­χους τοῦ Δαυ­ίδ 23,3 «αὐ­τός [sc. ὁ κύ­ριος] ἐ­πί θα­λασ­ςῶν ἐ­θε­με­λί­ω­σεν αὐ­τήν[sc. Την γῆν» και 135,6 «τῷ στε­ρώ­σαν­τι[sc. Κυ­ρί­ῳ] την γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των».

Πα­ρα­δό­σεις, ὅ­πως αὐ­τές, ὅ­τι ὁ Θα­λῆς ἐ­χώ­ρι­σε «την τοῦ παν­τός οὐ­ρα­νοῦ σφαῖ­ραν εἰς κύ­κλους πέν­τε, οὕ­στι­νας προ­σα­γο­ρεύ­ου­σι ζώ­νας» (Ἀ­έ­τιος 2, 12,1 = μάρτ. 13c), ὅ­τι «πρῶ­τος τό τοῦ ἡ­λί­ου μέ­γε­θος (τοῦ ἡ­λια­κοῦ κύ­κλου ὥ­σπερ καί τό τῆς σε­λή­νης μέ­γε­θος) τοῦ σε­λη­ναί­ου ἑ­πτα­κο­σι­ο­στόν καί εἰ­κο­στόν μέ­ρος ἀ­πε­φή­να­το» (Δι­ο­γέ­νης 1,24= μάρτ. 1), ὅ­τι «πρῶ­τος ἔ­φη ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου φω­τί­ζε­σθαι τήν σε­λή­νην» (Ἀ­έ­τιος 2,27,5= μάρτ. 17b), ὅ­τι «εὗ­ρε τόν ἥ­λιον ἐ­κλεί­πειν ἐξ ὑ­πο­δρο­μής σε­λή­νης» («Σχό­λια εἰς Πλά­τω­νος Πο­λι­τεί­αν» 600a = μάρτ. 3), ὅ­τι προῦ­πο­λό­γι­σε τήν ἡ­λια­κή ἔ­κλει­ψη τῆς 28ης Μα­ΐ­ου 584 (μάρτ. 5), ὅ­τι μέ­τρη­σε τό ὕ­ψος τῶν πυ­ρα­μί­δων «τήν βα­κτη­ρί­αν στή­σας ἐ­πί τῷ πέ­ρα­τι τῆς σκιᾶς ἥν ἡ πυ­ρα­μίς ἐ­ποί­ει, γε­νο­μέ­νων τῇ ἐ­πα­φῇ της ἀ­κτῖ­νος δυ­οῖν τρι­γώ­νων» (Πλού­ταρ­χος, «Συμ­πό­σιον» 2,147a = μάρτ. 21) καί ὅ­τι με­τα­τό­πι­σε τήν κοί­τη τοῦ πο­τα­μοῦ Ἄ­λυ, γιά νά πε­ρά­σει ὁ στρα­τός τοῦ Κροί­σου (Ἡ­ρό­δο­τος 1,75= μάρτ. 6), μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά φαν­τα­στοῦ­με ὅ­τι ἐ­πε­ξερ­γά­στη­κε τίς γνώ­σεις πού πῆ­ρε «εἰς Αἴ­γυ­πτον ἐλ­θών» (Πρό­κλος, «Εἰς τό πρῶ­τον τῶν Εὐ­κλεί­δου στοι­χεί­ων» 65,3 = μάρτ. II) καί ὅ­τι οἰ­κο­δό­μη­σε εὐ­ρύ βά­θρο γνω­ρι­μί­ας τοῦ κό­σμου, γιά νά στη­ρί­ξει ἐ­πά­νω του τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α του, τήν πρώ­τη θε­ω­ρη­τι­κή στιγ­μή τοῦ εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.

3. Τό ἀ­πέ­ραν­το.

Τό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα πού ἐγ­και­νί­α­σε ὁ Θα­λῆς εἶ­χε τή συ­νέ­χειά του στό μα­θη­τή καί συμ­πο­λί­τη του Ἀ­να­ξί­μαν­δρο (πε­ρί­που 610-546). Ὁ δεύ­τε­ρος ὑ­λο­ζω­ι­στής φαί­νε­ται νά ἀ­να­ζή­τη­σε τή φυ­σι­κή ἀρ­χή τοῦ κό­σμου σέ πλαί­σια εὐ­ρύ­τε­ρα ἀ­πό τό σῶ­μα τῆς θά­λασ­σας. Στό αἴ­τη­μά του αὐ­τό μπο­ροῦ­σαν νά ἀν­τα­πο­κρι­θοῦν κυ­ρί­ως οἱ πα­ρα­στά­σεις τοῦ χά­ους, τοῦ αἰ­θέ­ρα καί τοῦ ἀ­έ­ρα, πού δέ­σπο­ζαν στήν ἐ­πο­χή του, κα­θώς φαί­νε­ται ἀ­πό τά κεί­με­να τοῦ Ἡ­σι­ό­δου, τῶν Ὀρ­φι­κῶν, τοῦ Ἐ­πι­με­νί­δη καί τοῦ Φε­ρε­κύ­δη (βλ. σέλ. 339-341). Μέ τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα εἶ­χε τήν πρώ­τη του ἐ­νο­ρα­ση τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ γώ­ρου. Μπρο­στά στήν ἀ­πε­ραν­το­σύ­νη του στά­θη­κε καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί ὅ­ρι­σε τήν ἀρ­χή τοῦ κό­σμου μέ τόν ὅ­ρο τοῦ Ἀ­πέ­ραν­του.

Τό νό­η­μα πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­δι­νε στόν ὅ­ρο, πού ὁ ἴ­διος ἐ­σχη­μά­τι­σε, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του «ἄ­πει­ρος», ἀ­πο­τέ­λε­σε πρό­βλη­μα τό­σο γιά τούς ἀρ­χαί­ους ὅ­σο καί γιά τούς νε­ο­τέ­ρους. Ἔ­τσι δό­θη­καν στόν ὅ­ρο ποι­κί­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες, ἀν­τλη­μέ­νες δυ­στυ­χῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἄν ὅ­μως ἡ ἑρ­μη­νεί­α προ­σα­να­το­λι­στῆ μέ ἀ­κρί­βεια στόν νο­η­μα­τι­κό πε­ρί­γυ­ρο τῆς ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται. Οἱ Ἴ­ω­νες, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό φλέ­γον­ταν ἀ­πό την έ­πι­θυ­μία να ἐ­ξα­κρι­βώ­σουν την ὕ­λη και τη σύ­στα­ση τοῦ κό­σμου και οἱ ἀρ­χές τα­ῆς φυ­σι­κῆς θε­ω­ρί­ας τους εἶ­ναι μό­νο σώ­μα­τα: Θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά, δη­λα­δή ἔν­νοι­ες χώ­ρου-ὄγ­κου. Με ποι­ο δι­καί­ω­μα λοι­πόν θα δί­να­με στην ἀρ­χή τοῦ δεύ­τε­ρου κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἕ­να νό­η­μα δι­α­φο­ρε­τι­κό; Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τόν ὅ­ρο «ἄ­πει­ρον» ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν να πρό­σφε­ρε τούς σύγ­χρο­νούς του ἕ­να νό­η­μα λι­γό­τε­ρο προ­σι­τό ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἐγ­κλεί­ουν οἱ ὅ­ροι θά­λασ­σα, ἀ­έ­ρας, φω­τιά. Ἔ­τσι τό «ἄ­πει­ρον» μό­νο τήν κοι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­πέ­ραν­του, δη­λα­δή ἀ­προ­σμέ­τρη­του χώ­ρου-ὄγ­κου μπο­ρεῖ νά ἑρ­μη­νευ­τῆ. Ἄλ­λω­στε τή ση­μα­σί­α αὐ­τή καί μό­νο δι­και­ο­λο­γεῖ ἡ φι­λο­σο­φι­κή γλώσ­σα τοῦ ἕ­κτου αἰ­ώ­να, κα­θώς βγαί­νει ἀ­πό τή χρή­ση τοῦ ὅ­ρου στούς πιό κον­τι­νούς στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, δη­λα­δή στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη μάρτ. 6 Diels, καί στόν Ξε­νο­φά­νη, ἄ­πο­σπ.28 Diels (πρβλ. Εὐ­ρι­πί­δη, ἀ­πό­σπ. 941,1 Nauck, καί Λεύ­κιπ­πο, μάρτ. 1 καί 24 Diels). Ἄ­πει­ρο, χά­ος, ἀ­χα­νές ἀ­κό­μα ἀ­έ­ρας καί αἰ­θέ­ρας, εἶ­ναι ἔν­νοι­ες σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν πρω­τό­γο­νη ἀν­τί­λη­ψη. Μέ ἄλ­λα λό­για, ὅ­πως ὁ Θα­λῆς ἀ­πο­μυ­θώ­νει τόν ὁ­μη­ρι­κό Ὠ­κε­α­νό, ἔ­τσι καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­μυ­θώ­νει τό ἡ­σι­ό­δει­ο Χά­ος. Καί ὁ μα­θη­τής τοῦ πρώ­του κο­σμο­λό­γου τῆς Μι­λή­του ἀ­φαι­ρεῖ ἕ­να θε­ϊ­κό προ­σω­πεῖ­ο καί ἀ­πο­λύ­πτει ἕ­να γυ­μνό φυ­σι­κό μέ­γε­θος. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση θά συ­νε­χι­στή, κα­θώς θά πε­ρι­γρά­φον­ται τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἀ­πέ­ραν­του. Σύμ­φω­να με τά ἀ­πο­σπά­σμα­τα 2 καί 3 τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τό ἀ­πέ­ραν­το εἶ­ναι «ἀ­γή­ρω» «ἀ­θά­να­τον» καί «ἀ­νώ­λε­θρον». Τέ­τοι­ες ἰ­δι­ό­τη­τες κο­σμοῦ­σαν ὡς τώ­ρα μό­νο τή θε­ο­τη­τα. Ἀ­πό τώ­ρα καί ἔ­πει­τα στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη θά συν­θέ­τουν τήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας τῆς ὕ­λης.

Πῶς ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἐ­ξη­γεῖ­ται ἡ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ σύμ­παν­τος κα­τά τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, τό ξέ­ρο­με μέ κά­ποι­α σχε­τι­κή σα­φή­νεια μό­νο ἀ­πό μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ψευ­δό-Πλου­τάρ­χου, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10. Σύμ­φω­να με αὐ­τήν ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μού και τοῦ ψυ­χροῦ, πού ἐ­δῶ πρέ­πει νά νο­η­θοῦν ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες· ἀ­πό αὐ­τές τίς δυ­ό ἀν­τί­θε­τες οὐ­σί­ες σχη­μα­τί­στη­κε στόν ἀ­έ­ρα ἡ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς, στόν κε­νό γῶ­ρο γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ, δη­λα­δή τό κέν­τρο τοῦ κό­σμου κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο, μιά πύ­ρι­νη σφαί­ρα, ὅ­πως στο δέν­δρο ὁ φλοι­ός, ὅ­ταν αὐ­τό τό πε­ρί­βλη­μα ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τια τῆς πύ­ρι­νης μά­ζας ἐ­κτο­ξεύ­τη­καν στό δι­ά­στη­μα καί πε­ρι­κλεί­στη­καν σέ σφαῖ­ρες, ἀ­πο­τε­λέ­στη­καν ὁ ἥ­λιος, ἡ σε­λή­νη καί τά ἄ­στρα : «Φη­σί δέ τό ἐκ τοῦ ἀι­δί­ου γό­νι­μον θερ­μοῦ τέ καί ψυ­χροῦ κα­τά τήν γέ­νε­σιν τοῦ­δε τοῦ κό­σμου ἀ­πο­κρι­θῆ­ναι καί τι­να ἐκ τού­του φλο­γός σφαί­ραν πε­ρι­φυ­ῆ­ναι τῷ πε­ρί τήν γῆν ἀ­έ­ρι ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν· ἧ­στι­νος ἀ­πορ­ρα­γεί­σης καί εἴς τι­νας ἀ­πο­κλει­σθεί­σης κύ­κλούς ὑ­πο­στῆ­ναι τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τούς ἀ­στέ­ρας». Ἐ­δῶ ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση, μάρτ. 17, προ­σγρά­φει στόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι μέ τόν πα­ρα­πά­νω τρό­πο γεν­νι­οῦν­ται ἀ­πό τό ἀ­πέ­ραν­το ἀ­με­τρη­τα ἡ­λια­κά συ­στή­μα­τα, πού ὑ­πάρ­χουν ό­χι μό­νο δι­α­δο­χι­κά ἀλ­λά και ταυ­τό­χρο­να. Ἔ­τσι ἐμ­φα­νί­ζει τον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ὡς πρό­δρο­μο τα­ῶν Ἀ­το­μι­κῶν στη θε­ω­ρί­α τοῦ ἄ­πει­ρου πλή­θους κό­σμων. Ὁ Cornford κά­νει πο­λύ ἀμ­φί­βο­λο το κύ­ρος αύ­τῆς τῆς πα­ρά­δο­σης, κα­θώς δεί­χνει ὅ­τι στον αἰ­ώ­να τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου ἡ προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων δέν ἦ­ταν ἀ­κό­μα και­ρός νά ξε­πε­ρά­σει τή φι­λο­δο­ξί­α του νά ἐ­ξη­γή­σει τή σύ­στα­ση τοῦ δε­δο­μέ­νου καί μο­να­δι­κοῦ κό­σμου τῆς ἐμ­πει­ρί­ας.

Ἀ­πό τό πρῶ­το ἀ­πο­σπα­σμα τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου μα­θαί­νο­με ὅ­τι κά­θε φυ­σι­κό ὄν ὀ­φεί­λει τήν ὕ­παρ­ξή του σέ δο­μή­σι­μα ὑ­λι­κά πού ἀ­φαί­ρε­σε ἀ­πό ἄλ­λα φυ­σι­κά ὄν­τα καί ὅ­τι μέ τόν ἀ­φα­νι­σμό του ἐ­πι­στρέ­φει αὐ­τά τά ὑ­λι­κά στά ὄν­τα, πού τά ἔ­χα­σαν, δι­α­δι­κα­σί­α πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται ἀ­πό τό νό­μο τῆς ἀ­νάγ­κης· δη­λα­δή τά ὄν­τα τι­μω­ροῦν­ται καί πλη­ρώ­νουν ἀ­μοι­βαί­α καί σύμ­φω­να μέ τή χρο­νι­κή τά­ξη γιά τήν ἀ­μοι­βαί­α ἀ­δι­κί­α πού ἔ­χουν κά­νει, προ­κα­λών­τας μέ τή γέν­νη­σή τους τό θά­να­το ἄλ­λων ὄν­των :«Ἐξ ὧν δέ ἡ γέ­νε­σίς ἐ­στι τοῖς οὖ­σι, καί τήν φθο­ράν εἰς ταῦ­τα γί­νε­σθαι κα­τά τό χρε­ῶν δι­δό­ναι γάρ αὐ­τά δί­κην καί τί­σιν ἀλ­λή­λοις της ἀ­δι­κί­ας κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν». Τό κεί­με­νο αὐ­τό φα­νε­ρώ­νει ὅ­τι τό ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ἔ­χει ἡ­δη κα­τα­κτή­σει ὁ­ρι­σμέ­νες ἔν­νοι­ες, βα­σι­κές γιά τή θε­ω­ρί­α τῆς φύ­σης : Τήν ἔν­νοι­α, ὄ­χι πιά τήν πα­ρά­στα­ση, τα­ῆς ἀ­νάγ­κη­ς')(«χρε­ών»), τήν ἔν­νοι­α τῆς σχέ­σης(«ἀλ­λή­λοις») καί τήν ἔν­νοι­α τῆς τά­ξης τῶν πραγ­μά­των μέ­σα στό χρό­νο («κα­τά τήν τοῦ χρό­νου τά­ξιν»). Ὁ νό­μος τῆς με­τα­βο­λῆς αἰ­τι­ο­λο­γεῖ­ται ἐ­δῶ ἀ­κό­μα μέ ἔν­νοι­ες τῆς ἠ­θι­κῆς: Ἡ γέ­νε­ση κά­θε ὄν­τος συμ­βαί­νει μέ τήν ἐ­ξόν­τω­ση ἕ­νος ἄλ­λου· ἔ­τσι κά­θε ὄν βα­ρύ­νε­ται ἀ­πό τή γέν­νη­σή του μέ ἕ­να ἔγ­κλη­μα, πού τι­μω­ρεῖ­ται μέ θά­να­το. Τό ὄν θά φθα­ρῆ καί θά πα­ρα­χω­ρή­σει τή θέ­ση του σέ κά­ποι­ο ἄλ­λο, ὅ­πως τό ἴ­διο μέ τή γέν­νη­σή του πῆ­ρε τή θέ­ση κά­ποι­ου προ­η­γού­με­νου. Ἡ γέν­νη­ση λοι­πόν εἶ­ναι ἔγ­κλη­μα, ὁ θά­να­τος τι­μω­ρί­α. Δύ­ο γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Ἕλ­λη­νας θά μπο­ρεῖ νά δι­α­τυ­πώ­σει αὐ­τή τή δι­α­δι­κα­σί­α μέ τή γλώσ­σα τῆς φυ­σι­κῆς. Ἔ­τσι ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἀ­πο­σπ. 36 θά πεῖ: «Ψυ­χή­σιν θά­να­τος ὕ­δωρ γε­νέ­σθαι, ὕ­δα­τι δέ θά­να­τος γῆν γε­νέ­σθαι κτλ.» Ή, ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρα, ἀ­πό­σπ. 31 : «Πυ­ρός τρο­παί πρῶ­τον θά­λασ­σα, θα­λάσ­σης δέ τό μέν ἥ­μι­συ γῆ, τό δέ ἥ­μι­συ πρη­στήρ». Ἐ­κεῖ­νο ὁ­μως πού ἔ­γει με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος, ὅ­πως πα­ρα­τή­ρη­σε ὁ Vlastos, ἔ­χει φτά­σει στήν ἰ­δέ­α ἕ­νος νό­μου αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζό­με­νης ἰ­σορ­ρο­πί­ας μέ­σα στή φύ­ση.

Εἶ­ναι φα­νε­ρό ἀ­π’ ὅ­σα εἴ­πα­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού ἔ­χει ὁ­ρι­σμέ­νη εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος. Τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα εἶ­ναι ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πό τήν πρώ­τη πύ­ρι­νη μά­ζα τοῦ κό­σμου. Ἡ ὕ­λη τους ἔ­χει πά­ρει σχῆ­μα τρο­χοῦ καί μιά ἀ­έ­ρι­νη σφαί­ρα εἶ­ναι τό πε­ρί­βλη­μά τους. Σέ ὁ­ρι­σμέ­να ση­μεῖ­α τό πε­ρί­βλη­μα δι­α­θέ­τει στό­μια, ἀ­π’ ὅ­που ἡ πύ­ρι­νη μά­ζα στέλ­νει πρός τά ἔ­ξω τίς φλό­γες της, καί ἔ­τσι τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα γί­νον­ται ἀν­τι­λη­πτά στίς αἰ­σθή­σεις μας. Ὅ­ταν τά στό­μιά τους φρά­ξουν, ση­μαί­νει ἔ­κλει­ψη (βλ. γνω­στό ἀ­κό­μα ὅ­τι αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­χε καί ὀ­πα­δούς στούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λού­θη­σαν : «Ἀ­να­ξί­μαν­δρος καί Μη­τρό­δω­ρος ὁ Χί­ος καί Κρά­της ἀ­νω­τά­τω μέν πάν­των τόν ἥ­λιον τε­τά­χθαι, με­τ’ αὐ­τόν δέ τήν σε­λή­νην, ὑ­πό δέ αὐ­τούς τά ἀ­πλα­νῆ τῶν ἄ­στρων καί τούς πλά­νη­τας». Ἡ θέ­ση αὐ­τή ὑ­πο­δη­λώ­νει ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο ἀ­νά­με­σα στή γῆ καί στόν ἥ­λιο εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­στα­ση, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται ἡ ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό τή γῆ σε­λή­νη καί τε­λευ­ταί­α ἡ ἀ­πό­στα­ση τῶν ἄλ­λων ἄ­στρων, δη­λα­δή οἱ πλα­νῆ­τες καί οἱ ἀ­πλα­νεῖς πλη­σιά­ζουν τή γῆ πε­ρισ­σό­τε­ρο καί ἀ­πό τό φεγ­γά­ρι. Αὐ­τή ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των μέ­σα στό δι­ά­στη­μα σέ σχέ­ση μέ τη γῆ ἔ­χει ἀ­να­το­λι­κή κα­τα­γω­γή.

Ὁ ἥ­λιος τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου εἶ­ναι κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2 μάρτ. 1 «κα­θα­ρώ­τα­τον πῦρ» καί ὄ­χι μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τή γῆ. Ἀ­κρι­βε­στε­ρα κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,20,1 καί 2,21,1 = μάρτ. 21, ὁ πυ­ρή­νας του εἶ­ναι ἴ­σος μέ τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἄλ­λα ἡ πε­ρι­φέ­ρειά του εἶ­ναι 27 (ἡ 28) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς, ἐ­νῶ ἡ πε­ρι­φέ­ρεια τῆς σε­λή­νης εἶ­ναι 18 (ἤ 19) φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό ἐ­κεί­νη της γῆς. Ἡ μέ­τρη­ση τοῦ ὄγ­κου τό­σο τα­ῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των ὅ­σό καί τῆς ἴ­διας της γής - ὅ­πως θά δοῦ­με, θε­ω­ρεῖ­ται κύ­λιν­δρος μέ ὕ­ψος τό 1/3 τοῦ πλά­τους της - μέ πολ­λα­πλά­σια καί ὑ­πό­πολ­λα­πλά­σια τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­ριθ­μοῦ 3 μᾶς ὁ­δη­γεῖ πραγ­μα­τι­κά σέ πο­λύ πα­λαι­ά τυ­πά στο­χα­σμού. 'Ὡστόσο ἡ γνω­ρι­μί­α τῆς κο­σμο­γέ­νε­σης τοῦ Ἄ­να­ξι­μάν­δρου δέν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νά φαν­τα­στοῦ­με οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ ἡ ἴ­σα μέ αὐ­τήν. Ἡ γῆ, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­ξη­γή­σεις πού δό­θη­καν καί πού πρό­κει­ται νά δο­θοῦν πιό κά­τω, ὑ­πο­χρε­ω­τι­κά πρέ­πει νά θε­ω­ρεῖ­ται κέν­τρο ὁ­λό­κλη­ρής της κο­σμι­κῆς μά­ζας τό­σο πρίν ὅ­σο καί με­τά τό σχῆ­μα­τι­σμό τοῦ σύμ­παν­τος. Ἄν λοι­πόν ὁ­ρι­σμέ­να τμή­μα­τα πού ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πό τό σύ­νο­λο τῆς κο­σμι­κῆς μά­ζας ἦ­ταν με­γα­λύ­τε­ρα ἀ­πό τή γῆ, δέν θά μπο­ροῦ­σε βέ­βαι­α νά γί­νει λό­γος γιά κεν­τρι­κή θέ­ση τῆς γῆς μέ­σα στό κο­σμι­κό σύ­στη­μα, ἀ­φοῦ αὐ­τό­μα­τα στήν ἀν­τί­λη­ψη τῶν θε­ω­ρη­τῶν τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης ὁ ἄ­ξο­νας τοῦ κό­σμου θά με­τα­το­πι­ζό­ταν. Τό πράγ­μα φω­τί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, ἄν πα­ρα­κο­λου­θή­σο­με τή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἥ­λιου ἀ­πό Ἕλ­λη­νες πού σκέ­φτη­καν ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο. Ἔ­τσι ὁ Ξε­νο­φά­νης δυ­ό γε­νι­ές ἀρ­γό­τε­ρα, θά μας δι­δά­ξει, μάρτ. 32, 33, 40, 41 καί 41a, ὅ­τι, ὅ­πως ὅ­λα τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα ἔ­τσι καί ὁ ἥ­λιος ἡ κα­λύ­τε­ρα οἱ ἥ­λιοι, για­τί ὁ Ξε­νο­φά­νης δέ­χε­ται ἕ­να πλῆ­θος ἥ­λιους, πού λει­τουρ­γο­ΰν πά­νω ἀ­πό τίς δι­ά­φο­ρες ζῶ­νες καί πε­ρι­ο­χές τῆς γῆς δέν εἶ­ναι πα­ρά σώ­μα­τα κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα, ἀ­θροί­σμα­τα ἀ­πό σπί­θες μέ πη­γή τίς ἀ­να­θυ­μιά­σεις τῆς θά­λασ­σας καί μέ πραγ­μα­τι­κό, ὄ­χι φαι­νο­με­νι­κό ἄ­ναμ­μα καί σβή­σι­μο πρω­ί βρά­δι. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τόν Ξε­νο­φά­νη ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος, ἄ­πο­σπ. 3 καί 6, θά μᾶς πεῖ ὅ­τι δ ἥ­λιος ἔ­χει πλά­τος ἑ­νός πο­διοῦ καί ὅ­τι εῖ­ναι και­νούρ­γιος κά­θε μέ­ρα, ἐ­νῶ ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας, πού ἡ δρά­ση του το­πο­θε­τεῖ­ται ὄ­χι πια στους ἀρ­χα­ϊ­κούς ἀλ­λά στους κλασ­σι­κούς χρό­νους, πρέ­πει να ἐ­κα­νε ἐκ­πλη­ξη με τον ἰ­σχυ­ρι­σμό του, ὅ­τι ὁ ἥ­λιος εἶ­ναι «μεί­ζων» ἤ και «πολ­λα­πλά­σιος» τα­ῆς Πε­λο­πον­νή­σου (μαρτ. 1.42 και 72 Diels). Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος φαν­τά­ζε­ται τον ἥ­λιο σαν ἕ­να τρο­χό με ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο, ἀ­κτί­νες καί πε­ρι­φέ­ρεια. Τό ἀ­ξο­νι­κό κέν­τρο εἶ­ναι γε­μά­το φω­τιά πού ἀ­πό τίς ἀ­κτί­νες δι­ο­χε­τεύ­ε­ται πρός τήν πε­ρι­φέ­ρεια. Ἡ σε­λή­νη κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Δι­ο­γέ­νη 2,1 = μάρτ. 1 παίρ­νει τό φῶς της ἀ­πό τόν ἥ­λιο, ἐ­νῶ κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,25,1 καί 2,28,1 = μάρτ. 22 εἶ­ναι αὐ­τό­φω­τη. Ἡ πρώ­τη ἐκ­δο­χή δέν φαί­νε­ται πι­θα­νή, μιά καί δε­χό­μα­στε ὅ­τι ὁ ’Ἀναξίμανδρος φαν­τά­ζε­ται τή σε­λή­νη ὅ­μοι­α μέ τόν ἥ­λιο, δη­λα­δή τρο­χό μέ τή γνω­στή δο­μή του, καί ὅ­τι ἐ­ξη­γεῖ τό γέ­μι­σμα καί τό ἄ­δεια­σμά της ἀ­πό τά γυ­ρί­σμα­τα τοῦ τρο­χοῦ.

Στό κέν­τρο τοῦ κό­σμου βρί­σκε­ται ἡ γῆ (μάρτ. 1, 2 καί 26), πού βέ­βαι­α δέν ἀ­κουμ­πᾶ οὔ­τε στή θά­λασ­σα τοῦ Θα­λῆ (βλ. σέλ. 347) οὔ­τε που­θε­νά ἀλ­λοῦ, ἀλ­λά μέ­νει με­τέ­ω­ρη, για­τί ἀ­πέ­χει τό ἴ­διο ἀ­πό παν­τοῦ. Ἐ­δῶ πρό­κει­ται γιά ἀ­πο­φαν­ση, πού, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Astronomy 44 ἑπ., ὑ­πο­δη­λώ­νει τήν τά­ση γιά ἀ­πο­μύ­θω­ση τοῦ κό­σμου, ὄ­χι τίς ἀ­δύ­να­τες γιά τόν ἕ­κτο αἴ­ω­να γνώ­σεις μα­θη­μα­τι­κῆς φυ­σι­κῆς. Γιά τό σχῆ­μα τῆς γῆς ὁ Δι­ο­γέ­νης 2,1 = μάρτ. 1 λέ­ει ὅ­τι εἶ­ναι σφαι­ρι­κό, ἀλ­λά καί σ’ αὐ­τη τήν πε­ρί­πτω­ση δέν φαί­νε­ται νά φέρ­νει εἰ­δή­σεις ἐ­ξα­κρι­βω­μέ­νες. Τρεῖς ἄλ­λοι συγ­γρα­φεῖς, ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,6,3 = μάρτ. 11, ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2= μάρτ. 10, καί ὁ Ἀ­έ­τιος 3,10,2= μάρτ. 25, δη­λώ­νουν ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος τό φαν­τα­ζό­ταν κυ­λιν­δρι­κό, σάν σπόν­δυ­λο ἀ­πό κο­λό­να, σύλ­λη­ψη πού φυ­σι­κά μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ σκα­λο­πά­τι γιά τήν κα­τά­κτη­ση τῆς ἔν­νοι­ας τῆς γή­ι­νης σφαι­ρι­κό­τη­τας. Κα­τά τόν Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χο ἀ­κό­μα ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἔ­λε­γε ὅ­τι τό ὕ­ψος της εἶ­ναι τό ἕ­να τρί­το τοῦ πλά­τους της. Σύμ­φω­να μέ τά «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δί­δα­σκε ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη σκε­πα­σμέ­νη ἀ­πό τό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, ὅ­τι ἡ θά­λασ­σα εἶ­ναι ὑ­πό­λειμ­μα ἔ­κει­νου τοῦ ἀρ­χι­κοῦ ὑ­γροῦ καί ὅ­τι μέ τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού προ­κα­λεῖ ὁ ἥ­λιος κά­πο­τε ὁ­λό­κλη­ρη μπο­ρεῖ νά γί­νει στε­ριά. Ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ὁ­ἁ­φρο­δι­σι­εύς, «Εἰς Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» 67,3= μάρτ. 27 δη­λώ­νει ὅ­τι αὐ­τἠ τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου τήν ἀ­κο­λου­θεῖ ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λω­νιά­της. Φαί­νε­ται ἀ­κό­μα ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος πού κα­τα­σκεύ­α­σε χάρ­τη τῆς ὑ­δρο­γεί­ου. Ὅ­πως λέ­ει ὁ Ἀ­γα­θή­με­ρος 1,1 = μάρτ. 6 «πρῶ­τος ἐ­τόλ­μη­σε τήν οἰ­κου­μέ­νην ἐν πί­να­κι γρά­ψαι» ἤ κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Στρά­βω­να 1,7= μάρτ. 6 «ἐκ­δοῦ­ναι πρῶ­τον γε­ω­γρα­φι­κόν πί­να­κα». Καί σ’ αὐ­τό τό ἐ­πί­τευγ­μα ἡ ἐ­πι­στή­μη δι­α­βλέ­πει βα­βυ­λω­νια­κό ἡ γε­νι­κά ἀ­να­το­λι­κό προ­τυ­πο. Ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ ἔ­χει πρό­σγρά­ψει ἀ­κό­μα πλού­σι­ες γνώ­σεις πά­νω σέ ἀ­στρο­νο­μι­κα καί με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά θέ­μα­τα, ὅ­πως οἱ ἀ­πό­στα­σεις τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των, οἱ ἰ­ση­με­ρί­ες, οἱ ἐ­κλεί­ψεις, οἱ βρον­τές, οἱ ἀ­στρα­πές, οἱ βρο­χές, οἱ ἄ­νε­μοι κτλ. Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ώ­σο­με ὅ­τι γιά τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἀ­στρο­νο­μί­ας καί τῆς με­τε­ω­ρο­λο­γί­ας σ’­αὐ­τά τά χρό­νια πού συ­νε­τέ­λε­σαν ἀ­πό τή μια οἱ ἐ­πι­δό­σεις τῶν λα­ῶν στήν ἀ­στρο­λο­γί­α, πού ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε την πε­ρι­έρ­γεια τῶν ἀν­θρώ­πων πά­νω στο ἄν τά ἄ­στρα ἐ­πη­ρε­ά­ζουν και ὡς ποι­ο, και ἀ­πό την ἄλ­λη οἱ ἀ­νάγ­κες τα­ῶν Ἑλ­λή­νων οἱ σχε­τι­κές με τις καλ­λι­έρ­γει­ες και τις ἐ­κτε­τα­μέ­νες θα­λάσ­σι­ες ἐ­πι­χεί­ρη­σεις τους. Βέ­βαι­α γιά ἀ­στρο­νο­μι­κές γνώ­σεις πού θά ξε­περ­νο­ΰ­σαν τό γνω­στό ἀ­πό τήν ποί­η­ση πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο καί θά ἔ­φτα­ναν στή μα­θη­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α, ὅ­πως δεί­χνει ὁ Dicks, Solstices 39ἑπ., δεν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­κό­μα λό­γος στόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα τρα­βᾶ τήν προ­σο­χή μας ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου γιά τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1.6.6=11. τοῦ ἀ­πο­δί­δει τήν ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά «ζῷ­α γί­νε­σθαι (ἐξ ὕ­γροῦ) ἐ­ξα­τμι­ζο­μέ­νου ὑ­πό τοῦ ἡ­λί­ου» πράγ­μα πού ση­μαί­νει πε­ρί­που ὅ­τι αἰ­τι­ο­λο­γοῦ­σε τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ζω­ῆς ἀ­πό θερ­μο­κρα­σια­κές με­τα­πτώ­σεις πά­νω στόν πλα­νή­τη. Κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 5,19,4 = μάρτ. 30 πί­στευ­ε ὅ­τι τά πρῶ­τα ζῶ­α γεν­νή­θη­καν μέ­σα στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο καί ἦ­ταν κλει­σμέ­να σέ «φλοι­ούς» ἀγ­κα­θω­τούς· σέ προ­χω­ρη­μέ­νη ἡ­λι­κί­α ἀ­πο­ξε­ραί­νον­ταν, ἔ­σκα­ζε ὁ φλοι­ός τους καί σέ λί­γο πέ­θαι­ναν : «Ἐν ὑ­γρῷ γεν­νη­θῆ­ναι τά πρῶ­τα ζῶ­α φλοι­οῖς πε­ρι­ε­χό­με­να ἀ­καν­θώ­δε­σι, προ­βαι­νού­σης δέ τῆς ἡ­λι­κί­ας ἀ­πο­βαί­νειν ἐ­πί τό ξη­ρό­τε­ρον καί πε­ριρ­ρη­γνυ­μέ­νου τοῦ φλοι­οῦ ἐ­π’ ὀ­λί­γον χρό­νον με­τα­βι­ῶ­ναι». Ὅ­σο γιά τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που φαί­νε­ται ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε φτά­σει σ’ ἕ­να εἶ­δος θε­ω­ρί­ας τῆς ἐ­ξε­λί­ξε­ως. Ξε­κι­νών­τας, ὅ­πως λέ­ει ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 2 = μάρτ. 10 ἀ­πό τή σκέ­ψη ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό μό­νο ἴ­σως ζῷ­ο πού δέν ἔ­χει αὐ­τάρ­κεια, μέ τή γέν­νη­σή του, ἀλ­λά χρει­ά­ζε­ται γιά πο­λύν και­ρό τή φρον­τί­δα τῆς μη­τέ­ρας, ἔ­φτα­σε στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι, ἄν ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν ἀ­νά­με­σα στά πρῶ­τα ζῶ­α τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας, θά μπο­ροῦ­σε εὔ­κο­λα νά ἐ­ξα­φα­νι­στῆ, καί γι’ αὐ­τό πρέ­πει νά βρί­σκε­ται στό τέρ­μα μί­ας ἐ­ξε­λι­κτι­κῆς πο­ρεί­ας: «Ἔ­τι φη­σίν, ὅ­τι κα­τ’ ἀρ­χάς ἐξ ἀλ­λο­ει­δῶν ζῴ­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­γεν­νη­θη, ἐκ τοῦ τά μέν ἄλ­λα δί’ ἑ­αυ­τῶν τα­χύ νέ­με­σθαι, μό­νον δέ τόν ἄν­θρω­πον πό­λυ­χρο­νίου δεῖ­σθαι τι­θη­νή­σε­ως· διό καί κα­τ’ ἀρ­χάς οὐκ ἄν πο­τε τοι­οῦ­τον ὄν­τα δι­α­σω­θῆ­ναι». Μπρο­στά σέ τέ­τοι­α εἴ­δη­ση γί­νε­ται πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ ἔλ­λει­ψη ἀ­πο­σπα­σμά­των καί μαρ­τυ­ρι­ῶν, πού νά προ­σκο­μί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρα στοι­χεῖ­α γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου. Τό μό­νο πού μπο­ροῦ­με νά προ­σθέ­σο­με, βγαί­νει ἀ­πό μιά εἴ­δη­ση τοῦ Πλου­τάρ­χου, «Συμ­πο­σια­κά» 8,4,730e = μάρτ. 30, πρβλ. μάρτ. 11, πού πα­ρου­σιά­ζει τον Ἀ­να­ξί μαν­δρο «τῶν ἀν­θρώ­πων πα­τέ­ρα καί μη­τέ­ρα κοι­νόν ἀ­πο­φή­νας τόν ἰ­χθῦν». Γε­νι­κεύ­ον­τας μπο­ρο­ΰ­με νά ποῦ­με μα­ζί μέ τόν ν. Fritz ὅ­τι ὁ με­γά­λος ρό­λος πού ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­πο­δί­δει στό ὑ­γρό στοι­χεῖ­ο, τό­σο σέ σχέ­ση τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς γῆς ὅ­σο καί μέ τήν κα­τα­γω­γή τῆς ζω­ῆς, δεί­χνει τήν ἐ­πί­δρά­ση τοῦ Θα­λή στό δι­ά­δο­χό του.

4. Ὁ ἀ­έ­ρας

Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 565-525) πρέ­πει να ξε­κι­νᾶ ἀ­πό την ἐ­πι­θυ­μί­α να κα­τα­στή­σει πιο συγ­κε­κρι­μέ­νη την κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου του. Μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας φτά­νει στό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι ὁ ἀ­έ­ρας ἀ­πο­τε­λεῖ τό πε­ρι­ε­χό­με­νο ὁ­λο­κλη­ρου τοῦ δι­α­στη­μι­κοῦ χώ­ρου ἤ μᾶλ­λον ὅ­τι ἡ ἀ­έ­ρι­νη μά­ζα ἀ­παρ­τί­ζει τό κο­σμι­κό δι­ά­στη­μα ὡς τά ἔ­σχα­τα ὅ­ριά του. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­χε θε­ω­ρή­σει ὡς ἀρ­χή τοῦ κό­σμου τό ἀ­πέ­ραν­το δι­ά­στη­μα. Ὁ μα­θη­τής του τό γε­μί­ζει μέ τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔ­τσι ἡ κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ δα­σκά­λου συγ­κε­κρι­με­νο­ποι­εῖ­ται. Αὐ­τή τήν ἀ­έ­ρί­νη μά­ζα, πού ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τή θε­ω­ροῦ­σε ὡς πρώ­τη ὕ­λη καί γεν­νη­τι­κή αἰ­τί­α τοῦ κό­σμου, τήν ἐν­νο­οῦ­σε βέ­βαι­α, ὅ­πῶς καί οἱ ἄλ­λοι ὑ­λο­ζω­ι­στές τίς κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τους, ὡς ἔμ­ψυ­χη καί αὐ­το­κί­νη­τη ἡ κα­λύ­τε­ρα ὡς ταυ­τό­ση­μη μέ τήν ψυ­χή καί συ­νε­κτι­κό δε­σμό τοῦ συμ­παν­τος. Τό γε­γο­νός ὅ­τι στόν ἀ­έ­ρα εἶ­ναι πιό ἔν­το­να αἰ­σθη­τή ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τα ἀ­σφα­λῶς θά ἔ­παι­ξε τό ρό­λο του στήν ἐ­κλο­γή αὐ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος ὡς αὐ­το­κί­νη­της ἀρ­χῆς. ὉὉ ἴ­διος ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης λέ­ει στό δεύ­τε­ρο ἀ­πό­σπα­σμα του ὅ­τι, ὅ­πως ἡ ψυ­χή μας, πού εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­έ­ρας, μᾶς συ­νέ­χει, δη­λα­δή δι­α­σφα­λί­ζει τήν ἑ­νό­τη­τά μας, ἔ­τσι καί ὁ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο τόν συ­νέ­χει γύ­ρω τρι­γύ­ρω μιά πνο­ή καί ἕ­νας ἀ­έ­ρας : «Οἶ­ον ἡ ψυ­χή ἡ ἡ­μέ­τε­ρα ἀ­ήρ οὖ­σα συγ­κρα­τεὶ ἡ­μας, καί ὅ­λον τόν κό­σμον πνεῦ­μα καί ἀ­ήρ πε­ρι­έ­χει». Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Gigon 103, τό ἀ­πό­σπα­σμα μᾶς ὁ­δη­γε­ϊ στήν ἰ­δέ­α ἑ­νός κό­σμου, πού τό σῶ­μα του εἶ­ναι ζων­τα­νό ὅ­πως τό σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που. Γι’ αὐ­τή τή σύλ­λη­ψη ὁ πιό ἄ­με­σος πρό­δρο­μος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τοῦ μύ­θου βέ­βαι­α, εἶ­ναι ὁ Ἐ­πι­με­νί­δης. Αὐ­τός εἶ­χε φαν­τα­στῆ ὡς πρῶ­το ὄν τοῦ κό­σμου τό θε­ό Ἀ­έ­ρα (βλ. σέλ. 340).

Ἕ­νας ὀ­πα­δός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἕ­κα­το χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ λω­νιά­της, ἀ­να­νε­ώ­νει καί ἀ­να­πτύσ­σει τή θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­έ­ρα, ἐ­νι­σχύ­ον­τας τη μέ τή γνώ­ση τῆς ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νης φυ­σι­ο­λο­γί­ας. Ἀ­πό τά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου του τό πέμ­πτο θά μπο­ροῦ­σε νά θε­ω­ρη­θῆ ὡς τό ἀρ­χαι­ό­τε­ρο ἑρ­μη­νευ­τι­κό σχό­λιο πά­νω στήν κο­σμο­λο­γι­κή ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη. Καί μοῦ φαί­νε­ται, λέ­ει ὁ Δι­ο­γέ­νης, ὅ­τι αὐ­τό πού κα­τέ­χει τή νό­η­ση εἶ­ναι ὅ,τι οἱ ἄν­θρω­ποι ὀ­νο­μά­ζουν ἀ­έ­ρα, καί αὐ­τό κυ­βερ­νᾶ τά πάν­τα καί εἶ­ναι κυ­ρί­αρ­χο πά­νω σέ ὅ­λα τά πράγ­μα­τα· δη­λα­δή μοῦ φαί­νε­ται ὅ­τι αὐ­τό τό ἴ­διο εἶ­ναι θε­ός καί φτά­νει παν­τοῦ καί δι­ευ­θε­τεῖ τά πάν­τα καί ὑ­πάρ­χει μέ­σα σέ ὁ,τι­δή­πο­τε. Καί δέν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να πράγ­μα πού νά μή με­τέ­χει σ’ αὐ­τό· δέν με­τέ­χουν ὅ­μως ὅ­λα μέ τόν ἴ­διο τρό­πο, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί τρό­ποι καί τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀ­έ­ρα καί τῆς νό­η­σης· για­τί ὁ ἀ­έ­ρας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μέ πολ­λούς τρό­πους, δη­λα­δή εἶ­ναι καί πιό θερ­μός καί πιό ψυ­χρός καί πιό ξη­ρός καί πιό ὑ­γρός καί πιό ἀρ­γο­κί­νη­τος καί πιό γρή­γο­ρος, καί ἔ­χει μέ­σα του πολ­λούς ἄλ­λους τύ­πους με­τα­βο­λῆς καί ἄ­πει­ρους τύ­πους ὀ­σμῆς καί χρώ­μα­τος : «Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἄν­θρω­πων καί ὑ­πό τού­του πάν­τα και κυ­βερ­νᾶ­σθαι και πάν­των κρα­τεῖν· αὐ­τό γάρ μοι τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ μοι εῖ­ναι και ἐ­πί πᾶν ά­φῖ­χθαι και πάν­τα δι­α­τι­θέ­ναι και ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι. Και ἔ­στιν οὐ­δέ ἕν ὅ τι μη με­τέ­χει τού­του· με­τέ­χει δε οὐ­δέ ἑν ὁ­μοί­ως το ἑ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, ἀλ­λά πολ­λοί τρό­ποι και αυ­τό­ῦ τοῦ ἀ­έ­ρος και τα­ῆς νο­ή­σιός εἰ­σίν· ἔ­στι γάρ πο­λύ­τρο­πος, καί θερ­μό­τε­ρος καί ψυ­χρό­τε­ρος και ξη­ρό­τε­ρος καί ὑ­γρό­τε­ρος καί στα­σι­μώ­τε­ρος καί ὀ­ξυ­τέ­ρην κί­νη­σιν ἔ­χων, καί ἄλ­λαι πολ­λαί ἑ­τε­ροι­ώ­σι­ες ἔ­νει­σι καί ἡ­δο­νῆς καί χροι­ῆς ἄ­πει­ροι». Και ἡ ψυ­χή ὅ­λων τῶν ζῴ­ων, συ­νε­χί­ζει ὁ Δι­ο­γέ­νης, εἶ­ναι τό ἴ­διο πράγ­μα, δη­λα­δή ἀ­έ­ρας, πού εἶ­ναι πιό θερ­μός βέ­βαι­α ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού μᾶς πε­ρι­βάλ­λει ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἀλ­λά πιό ψυ­χρός ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον πού ἀ­νή­κει στή σφαῖ­ρα τοῦ ἥ­λιου. Καί ἡ θερ­μό­τη­τα αὐ­τή, λέ­ει, δέν εἶ­ναι ὅ­μοι­α ἀ­νά­με­σα σ’ ὁ­λα τά ζῶ­α (ἀ­φοῦ δέν εἶ­ναι οὔ­τε ἀ­νά­με­σα στούς ἀν­θρώ­πους), ἀλ­λά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή ὄ­χι βέ­βαι­α σέ με­γά­λο βαθ­μό, ἀρ­κε­τά ὅ­μως ὥ­στε νά πα­ραλ­λάσ­σουν. Στ’ ἀ­λή­θεια λοι­πόν, λέ­ει, κα­νέ­να ἀ­π’ ὅ­σα με­τα­βάλ­λον­ται δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ὅ­μοι­ο μέ κά­τι ἄλ­λο, προ­τοῦ γί­νει ταυ­τό­ση­μο στήν οὐ­σί­α. Ἀ­φοῦ λοι­πόν, συ­νε­χί­ζει, οἱ τρό­ποι τῆς με­τα­βο­λῆς εἶ­ναι ποι­κί­λοι, ποι­κί­λα καί πολ­λά εἶ­ναι καί τά ζῷ­α καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους τῶν τύ­πων τῆς με­τα­βο­λῆς δέν μοιά­ζουν με­τα­ξύ τους οὔ­τε στή μορ­φή οὔ­τε στή δί­αι­τα οὔ­τε στή νο­η­μο­σύ­νη: «Καί πάν­των τῶν ζῴ­ων δέ ἡ ψυ­χή τό αὐ­τό ἔ­στιν, ἀ­ήρ θερ­μό­τε­ρος μέν τοῦ ἔ­ξω ἐν ᾦ ἐ­σμεν τοῦ μέν­τοι πα­ρά τῷ ἡ­λί­ῳ πολ­λόν ψυ­χρό­τε­ρος. Ὅ­μοι­ον δέ τοῦ­το τό θερ­μόν οὐ­δε­νός τῶν ζῴ­ων ἔ­στιν (ἐ­πεί οὐ­δέ τῶν ἀν­θρώ­πων ἀλ­λή­λοις), ἀλ­λά δι­α­φέ­ρει μέ­γα μέν οὔ, ἀλ­λ’ ὥ­στε πα­ρα­πλή­σια εἶ­ναι. Οὐ μέν­τοι ἀ­τρε­κέ­ως γέ ὅ­μοι­ον οὐ­δέν οἶ­ον τέ γε­νέ­σθαι τῶν ἑ­τε­ροι­ου­μέ­νων ἕ­τε­ρον τῷ ἑ­τέ­ρῳ, πρίν το αὐ­τό γέ­νη­ται. Ἅ­τε οὖν πο­λυ­τρό­που ἐ­ού­σης τα­ῆς ἑ­τε­ροι­ώ­σιος πο­λύ­τρο­πα και τά ζῷ­α καί πολ­λά καί οὔ­τε ἰ­δέ­αν ἀλ­λή­λοις ἐ­οι­κό­τα οὔ­τε δί­αι­ταν οὔ­τε νό­η­σιν ὑ­πό τοῦ πλή­θε­ος τῶν ἑ­τε­ροι­ώ­σε­ων». Καί κα­τα­λή­γει ὁ Δι­ο­γέ­νης : Ὅ­μως ὅ­λα μέ τήν ἴ­δια οὐ­σί­α καί ζοῦν καί βλέ­πουν καί ἀ­κοῦν, καί ἔ­χουν καί τίς ἄλ­λες πνευ­μα­τι­κές λει­τουρ­γί­ες ἀ­πό τήν ἴ­δια οὐ­σί­α: «Ὅ­μως δέ πάν­τα τῷ αὐ­τῷ καί ζῇ καί ὁ­ρᾷ καί ἀ­κου­ει, καί τήν ἄλ­λην νό­η­σιν ἔ­χει ἀ­πό τοῦ αὐ­τοῦ πάν­τα».

Ὁ ἀ­έ­ρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ­πως μᾶς βε­βαι­ώ­νουν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες 5. 6 και 7 εἶ­ναι ἄ­πει­ρος, καί κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1, μάρτ. 7 σ’ αὐ­τόν ὀ­φεί­λουν τή γέ­νε­σή τους καί τά τω­ρι­νά καί τά πε­ρα­σμέ­να καί τά μελ­λον­τι­κά καί οἱ θε­οί καί τά ἀ­θά­να­τα πράγ­μα­τα καί ὅ­λα τά ἄλ­λα πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό αὐ­τά: «Ἐξ οὗ τά γι­νό­με­να καί τά γε­γο­νό­τα καί τά ἐ­σό­με­να καί θε­ούς καί θεῖ­α γί­νε­σθαι, τά δέ λοι­πά ἐκ τῶν τού­του ἀ­πο­γό­νων». Ὁ­λό­κλη­ρο τό κο­σμι­κό σύ­στη­μα ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τό ἐ­ξη­γεῖ μέ τήν ἀ­ραί­ω­ση καί τήν πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα. Οἱ ποι­κί­λες οὐ­σί­ες δέν ἀν­τι­πο­ο­σω­πεύ­ουν πα­ρά βαθ­μούς τῆς πυ­κνό­τη­τάς του. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ὁ ἀ­έ­ρας ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται γί­νε­ται φω­τιά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα σύν­νε­φο, νε­ρό, χώ­μα, πέ­τρω­μα, καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Ἡ κί­νη­ση τοῦ ἀ­έ­ρα εἶ­ναι αἰ­ώ­νια, καί ἀ­πο­τε­λεῖ τήν αἰ­τί­α τῶν με­τα­βο­λῶν: «Δι­α­φέ­ρειν [sc. τόν ἀ­έ­ρα] μα­νό­τη­τι καί πυ­κνό­τη­τι κα­τά τάς οὐ­σί­ας. Και ἀ­ραι­ού­με­νον μέν πῦρ γί­νε­σθαι, πυ­κνού­με­νον δε ἄ­νε­μον, εἶ­τα νέ­φος, ἔ­τι δε μᾶλ­λον ὕ­δωρ, εἶ­τα γῆν, εἶ­τα λί­θους, τά δε ἄλ­λα ἐκ τού­των. Κί­νη­σιν δε και οὗ­τος [sic ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] ἀί­διον ποι­εῖ δι­’­ἥν και την με­τα­βο­λήν γί­νε­σθαι». Δυ­στυ­χῶς, ὅ­πως συμ­βαί­νει και με τους προ­η­γού­με­νους ὑ­λο­ζω­ι­στές, ἔ­τσι καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἀ­πώ­λεια τοῦ κει­μέ­νου του μᾶς στε­ρεῖ πολ­λές γνώ­σεις ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α του στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές της. Τίς πα­ρα­πά­νω εἰ­δή­σεις τίς ὀ­φεί­λο­με στήν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κή πα­ρά­δο­ση. Ἡ δι­α­τύ­πω­ση εἶ­ναι τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 24, 28 ἑπ. = μάρτ. 5.

Μέ τήν ἀρ­χή τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη πα­ρα­τη­ροῦ­με μιά ὀ­πι­σθο­δρό­μη­ση καί μιά πρό­ο­δο στό κο­σμο­λο­γι­κό πρό­βλη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­πό τή μιά ση­μει­ώ­νε­ται ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να φυ­σι­κό σῶ­μα προ­σι­τό στήν ἄ­με­ση ἐμ­πει­ρί­α καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη ξε­πέ­ρα­σμα τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κης ἀν­τί­λη­ψης ὅ­τι τό ζε­στό καί τό κρύ­ο εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες (βλ. σέλ. 349), για­τί ἐ­δῶ ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ὡς ποι­ο­τι­κές κα­τα­στά­σεις τοῦ ἀ­έ­ρα, πού ὅ­μως ἔ­χουν τή βά­ση τους σέ ἀ­να­λο­γί­ες πο­σο­τι­κές. Πρέ­πει νά ὁ­μο­λο­γή­σο­με ὅ­τι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης κα­τορ­θώ­νει ἐ­πι­δέ­ξια νά πε­ρι­σώ­σει τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς ἀρ­χι­κής αἰ­τί­ας τοῦ κό­σμου, γε­γο­νός πού τόν ἀ­πο­δει­κνύ­ει μο­νι­στή μέ συ­νέ­πεια. Ὁ μο­νι­σμός τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη μέ τόν ἀ­έ­ρα προ­ε­τοι­μά­ζει τό μο­νι­σμό τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του μέ τή φω­τιά.

Ἀ­πό τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή κο­σμο­γέ­νε­ση οἱ ἀρ­χαῖ­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς ἐ­πι­τρέ­πουν νά σχη­μα­τί­σο­με τήν ἀ­κό­λου­θη εἰ­κό­να: Μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀ­ε­ρα, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3 = μάρτ. 6, σχη­μα­τί­στη­κε πρῶ­τα ἡ γῆ, καί ἀ­πό τή μά­ζα της τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα: «Πί­λου­μέ­νου δέ τοῦ ἀ­έ­ρος πρώ­την γε­γε­νῆ­σθαι τήν γῆν κτλ., καί τόν ἥ­λιον καί τήν σε­λή­νην καί τά λοι­πά ἄ­στρα τήν ἀρ­χήν τα­ῆς γε­νέ­σε­ως ἔ­χειν ἐκ γῆς». Γιά τόν τρό­πο πού ἔ­γι­νε αὐ­τό ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,5= μάρτ. 7, ση­μει­ώ­νει ὅ­τι ἡ ὑ­γρα­σί­α τῆς γῆς ἐ­ξα­τμί­στη­κε, ἀ­ραι­ώ­θη­κε καί γί­νη­κε φω­τιά, πού ἔ­μει­νε με­τέ­ω­ρη καί δι­α­μορ­φώ­θη­κε σέ ἄ­στρα: «Γε­γο­νέ­ναι δέ τά ἄ­στρα ἐκ γῆς διά τό τήν ἰκ­μά­δα ἐκ ταύ­της ἀ­νί­στα­σθαι, ἧς ἀ­ραι­ου­μέ­νης τό πῦρ γί­νε­σθαι, ἐκ δέ τοῦ πυ­ρός με­τε­ω­ρι­ζο­μέ­νου τούς ἀ­στέ­ρας συ­νί­στα­σθαι». Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι μᾶλ­λον πα­ραλ­λα­γή ἐ­κεί­νης τοῦ δα­σκά­λου του. Καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (βλ. σέλ. 349) δε­χό­ταν ὡς πρώ­τη δι­α­μόρ­φω­ση τῆς ὕ­λης καί κέν­τρο τοῦ κό­σμου τόν ὄγ­κο τῆς γῆς, ἀ­π’ ὅ­που μέ ἔ­κρη­ξη ἀ­πο­σπά­στη­καν τμή­μα­τά της καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα. Στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη γί­νε­ται πιό ξε­κά­θα­ρη ἡ γε­ω­κεν­τρι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ὅ,τι πι­στεύ­ει ὁ ση­με­ρι­νός ἄν­θρω­πος γιά τό ρό­λο τῆς μά­ζας τοῦ ἥ­λιου στό ἡ­λια­κό μας σύ­στη­μα, οἱ ἀρ­χα­ϊ­κοί Ἕλ­λη­νες τό πί­στευ­αν γιά τή μά­ζα τῆς γῆς. Ἐ­δῶ θά μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά προ­σθέ­σει ὅ­τι ἡ ἰ­δέ­α τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ἀ­πό τή γῆ ἔ­χει ρί­ζες στήν ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, ἀ­φοῦ στόν Ἡ­σί­ο­δο, «Θε­ο­γο­νί­α» 126 ἔπ., 150 χρό­νια πρίν ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, δι­α­βά­ζο­με : «Γαῖ­α δέ τοι πρῶ­τον μέν ἐ­γεί­να­το ἴ­σον ἑ­ω­υ­τῇ | Οὐ­ρα­νόν ἀ­στε­ρό­ενθ’, ἵ­να μιν πε­ρί­πᾶ­σαν ἐ­έρ­γει,| ὄ­φρ’ εἴ­η μα­κά­ρεσ­σι θε­οῖ­ςἕ­δος ἀ­σφα­λές αἰ­εί». Ἡ δο­ξο­γρα­φί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,2,4= μαρτ. 12 ἀ­πο­δί­δει στον Ἀ­να­ξι­μέ­νη τη θε­ω­ρί­α ὅ­τι ὁ κό­σμος ἔ­χει κί­νη­ση ὅ­μοι­α με την πε­ρι­στρο­φή τα­ῆς μυ­λό­πε­τρας, ἐ­νῶ στον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο προ­σγρά­φει τή γνώ­μη ὅ­τι ἡ κί­νη­ση τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ὅ­μοι­α μέ τήν πε­ρι­στρο­φή τοῦ τρο­χοῦ. Ἄν οἱ εἰ­δή­σεις αὐ­τές ἀν­τα­πο­κρί­νον­ται στά πράγ­μα­τα, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πρέ­πει νά εἶ­χε τρο­πο­ποι­ή­σει ἐ­λα­φρά τήν ἄ­πο­ψη τοῦ δα­σκά­λου του. Σύμ­φω­να μέ τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Σιμ­πλι­κί­ου, «Εἰς Φυ­σι­κῆς» 1121,12 ἔπ. 11, ὁ κό­σμος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος καί φθαρ­τός. Ἡ θέ­ση αὐ­τή δέν συν­θέ­τει βέ­βαι­α οὔ­τε ὀ­ξύ­μω­ρο οὔ­τε πα­ρα­δο­ξο­λό­γη­μα. Ὁ κό­σμος εἶ­ναι αἰ­ώ­νιος, για­τί ὑ­πάρ­χει πάν­τα, ἀλ­λά εἶ­ναι καί φθαρ­τός, για­τί ὁ­λο­έ­να με­τα­βάλ­λε­ται, ἑ­πο­μέ­νως ὑ­πάρ­χει πάν­τα, χω­ρίς πο­τέ νά εἶ­ναι ὁ ἴ­διος. Καί σ’­αὐ­τή τήν ἀν­τί­λη­ψη ὁ μα­θη­τής δέν ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται πο­λύ ἀ­πό τό δά­σκα­λο σέλ. 349 ἑπ.).

Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­πε­ξερ­γά­ζε­ται καί συμ­πλη­ρώ­νει τήν εἰ­κό­να πού εἶ­χαν σχη­μα­τί­σει γιά τόν κό­σμο οἱ προ­η­γού­με­νοι ὑ­λο­ζω­ι­στές συμ­πο­λί­τες του. Τον οὐ­ρά­νιο χῶ­ρο, κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­έ­τιου 2,11,1 = μάρτ. 13, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τόν φαν­τά­ζε­ται σάν μιά σφαῖ­ρα, πού κλεί­νει μέ­σα της, καί στό κέν­τρο της, τή γῆ. Ὁ δο­ξο­γρά­φος πι­στεύ­ει ὅ­τι σ’ αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἔ­χει μα­θη­τή τόν Παρ­με­νί­δη: «Ἀ­να­ξι­μέ­νης καί Παρ­με­νί­δης την πε­ρι­φο­ράν τήν ἐ­ξω­τά­τω τῆς γῆς εἶ­ναι τόν οὐ­ρα­νόν». Τή σφαῖ­ρα αὐ­τή ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ὑ­λο­ζω­ι­στής πρέ­πει νά τή φαν­τα­ζό­ταν σάν σῶ­μα στε­ρε­ό μέ­νο ἀ­πό κά­ποι­α κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­διος δο­ξο­γρά­φος, : μάρτ. 14, τοῦ προ­σγρά­φει τήν αἰ­γυ­πτια­κῆς ἴ­σως κα­τα­γω­γής ἄ­πο­ψη ὅ­τι τά ἄ­στρα εἶ­ναι καρ­φω­μέ­να σάν καρ­φιά πά­νω στήν κρυ­σταλ­λώ­δη ἐ­πι­φά­νεια τοῦ οὐ­ρα­νοῦ : «Ἥ­λων δί­κην κα­τα­πε­πηγ­μέ­να τά ἄ­στρα τῷ κρυ­σταλ­λο­ει­δεῖ». Ἡ θέ­ση αὐ­τή προ­φα­νῶς ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς ἀ­πλα­νεῖς, για­τί οἱ πλα­νῆ­τες στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη με­τε­ω­ρί­ζον­ται, ὅ­πως θά δοῦ­με, στόν ἀ­έ­ρα καί ἀ­κο­λου­θοῦν τρο­χι­ές. Ἡ ἐκ­δο­χή γιά τόν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὡς κρυ­σταλ­λι­κή μά­ζα εἶ­ναι βέ­βαι­α ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς ἀ­να­ξι­μαν­δρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, μάρτ. 17, ὅ­τι ὁ οὐ­ρα­νός εἶ­ναι κα­μω­μέ­νος ἀ­πό ἕ­να μίγ­μα θερ­μοῦ καί ψυ­χροῦ, ἀλ­λά μᾶς ὁ­δη­γεῖ πο­λύ πί­σω, στό προ­ε­πι­στη­μο­νι­κό στά­διο τῆς ζω­ῆς τῶν Ἕλ­λή­νων ὁ οὐ­ρα­νός ἦ­ταν νο­η­τός σάν σῶ­μα στε­ρε­ό. Στόν Ὅ­μη­ρο, «Ἰ­λιάς» Ρ «Ὀ­δύσ­σεια» Γ 2, ὁ 329 καί ρ 565, ὁ οὐ­ρα­νός πε­ρι­γρά­φε­ται ἄλ­λο­τε χάλ­κι­νος καί ἄλ­λο­τε ὡς σι­δε­ρέ­νιος. Στό κέν­τρο τῆς οὐ­ρά­νιας σφαί­ρας βρί­σκε­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, ἡ γῆ, πού κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 3,10,3 20, εἶ­ναι τρα­πε­ζό­σχη­μη, πράγ­μα πού ση­μαί­νει ὅ­τι ἐ­δῶ ἔ­χο­με σχη­μα­τι­κή πα­ραλ­λα­γή τοῦ ἐ­πί­πε­δου τοῦ Θα­λή (βλ. σέλ. 347) καί τοῦ σπον­δύ­λου τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (βλ. σέλ. 352). Ὅ­πως ὁ πρῶ­τος ὑ­λο­ζω­ι­στής τή φαν­τά­ζε­ται νά πλέ­ει πά­νω στό νε­ρό (βλ. σέλ. 347) καί ὁ δεύ­τε­ρος νά με­τε­ω­ρί­ζε­ται στό κέν­τρο τοῦ ἀ­πέ­ραν­του χώ­ρου (βλ. σέλ. 00), ἔ­τσι καί ὁ τρί­τος καί τε­λευ­ταῖ­ος τα­ῆς σχο­λῆς τα­ῆς Μι­λή­του τη θέ­λει ν’­ἀ­κουμ­πᾶ πά­νω σ’­ἕ­να στρῶ­μα ἀ­έ­ρος. Ἡ ἀν­τί­λη­ψη αὐ­τή θη­τεύ­ει στο γε­νι­κό κρι­τή­ριο τα­ῆς σχο­λῆς, ὅ­τι ἡ γῆ πρέ­πει να στη­ρί­ζε­ται πά­νω στην άρ­χι­κή ὕ­λη τοῦ σύμ­παν­τος, εἴ­τε τη λέ­με νε­ρό εἴ­τε ἄ­πει­ρο εἴ­τε ἀ­έ­ρα. Ἀ­πό φυ­σι­κο­τε­χνι­κή ἄ­πο­ψη ὁ με­τε­ω­ρι­σμός τῆς γῆς ἑρ­μη­νεύ­ε­ται μέ τό με­γά­λο πλά­τος, πού κα­τά τήν ὁ­μό­φω­νη βε­βαί­ω­ση τῶν ἀρ­χαί­ων μαρ­τυ­ρι­ῶν (6, 7 καί 20) τῆς ἀ­να­γνω­ρί­ζει ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης. Ὅ­πως ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, «Πε­ρί οὐ­ρα­νοῦ» Β 13, 294b 13 ἑπ. = μάρτ. 20, πού προ­σθέ­τει στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ὀ­πα­δούς γι’ αὐ­τή του τήν ἀν­τί­λη­ψη τόν Ἀ­να­ξα­γό­ρα καί τό Δη­μο­κρι­το, «τό πλά­τος αἴ­τιον εἶ­ναί φα­σι τοῦ μέ­νειν αὐ­τήν. Οὐ γάρ τέ­μνειν ἀλ­λ’ ἐ­πι­πω­μα­τί­ζειν τόν ἀ­έ­ρα τόν κά­τω­θεν». Ὁ ἥ­λιος καί τό φεγ­γά­ρι, πού, ὁ­πως καί τά ἄλ­λα οὐ­ρά­νια σώ­μα­τα, εἶ­ναι, κα­θώς εἴ­δα­με, ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς γή­ι­νης μά­ζας, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2, 20,2 καί 2,22,1 = μάρτ. 15, ἐ­πί­σης 2,25,2 = μάρτ. 16, καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 2,7,4 == μάρτ. 7, θε­ω­ροῦν­ται ἀ­πό τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη κα­μω­μέ­να ἀ­πό φω­τιά, μέ πλά­τος πού τούς ἐ­πι­τρέ­πει νά στη­ρί­ζον­ται στά στρώ­μα­τα τοῦ ἀ­έ­ρα. Γιά τήν πυ­ρα­κτω­μέ­νη μά­ζα τοῦ ἥ­λιου ὁ Ψευ­δο-Πλού­ταρ­χος, «Στρω­μα­τεῖς» 3= μάρτ. 6, μᾶς δι­α­βι­βά­ζει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή αἰ­τι­ο­λό­γη­ση : «Διά τήν ὀ­ξεῖ­αν κί­νη­σιν καί μά­λ’ ἱ­κα­νῶς θερ­μήν ταύ­την καῦ­σιν λα­βεῖν». Ὅ­σο γιά τό φῶς τοῦ φεγ­γα­ριοῦ, ὁ Θέ­ων ὁ Σμυρ­ναῖ­ος 198,14= μάρτ. 16, λέ­γον­τας ὅ­τι «ἐκ τοῦ ἥ­λιου ἔ­χει τό φῶς» πα­ρου­σιά­ζει τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά μέ­νει πι­στός στή θε­ω­ρί­α τοῦ Θα­λή. Ὁ Gigon 109 πα­ρα­τη­ρεῖ εὔ­στο­χα ὅ­τι μέ τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη ἔ­χει ἀρ­χί­σει νά ἀ­να­γνω­ρί­ζει στόν ἥ­λιο μιά θέ­ση κεν­τρι­κή, ἀ­φοῦ τόν θε­ω­ρεῖ, ὅ­πως θά δοῦ­με, πη­γή ὅ­λων τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Ὁ ἐ­ρευ­νη­τής αὐ­τος ἔ­χει ἐ­πί­σης δί­κιο, ὅ­ταν ἀ­να­ζη­τεῖ στίς ρί­ζες αὐ­τῆς της ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας τό ρό­λο πού ἔ­παι­ξαν ἑλ­λη­νι­κές καί ἀ­να­το­λι­κές δο­ξα­σί­ες γιά τό θε­ό Ἥ­λιο.

Ὅ­ταν ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Ἀ­ε­τί­ου 2,13,10 = μάρτ. 14 καί τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,4= μάρτ. 7, θε­ω­ρεῖ τά ἄ­στρα «πύ­ρι­να», δέν κά­νει ἄλ­λο ἀ­πό τό νά μέ­νει πι­στός σέ πά­για ἡ­δη ἀν­τί­λη­ψη (βλ. σέλ. 347 καί 350). Καί ἡ ἐ­ξή­γη­ση τοῦ για­τί δέν γί­νε­ται αἰ­σθη­τή ἡ θερ­μό­τη­τά τους στή γῆ ἔρ­χε­ται ἀ­πό τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,6= μάρτ. 7 : «Διά τό μῆ­κος τῆς ἀ­πο­στά­σε­ως». Ὁ Ἰπ­πό­λυ­τος μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ἀ­κό­μα, καί μα­ζί του συμ­φω­νοῦν ὁ Ἀ­έ­τιος 2,16,6= μάρτ. 14 καί ὁ Δι­ο­γέ­νης 2, 3 = μάρτ. 1, ὅ­τι κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τά ἄ­στρα, πού «ὅ­πως καί ἡ γῆ ἀ­κουμ­ποῦν στόν ἀ­έ­ρα, κι­νοῦν­ται σέ τρο­χι­ές πού περ­νοῦν ὄ­χι κά­τω ἀ­πό τή γῆ ἀλ­λά γύ­ρω ἀ­πό αὐ­τή, καί ἀ­κρι­βῶς, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­ξή­γη­ση τοῦ Ἰπ­πο­λύ­του, πού πρέ­πει νά δι­α­σώ­ζει αὐ­θεν­τι­κή πα­ρο­μοί­ω­ση τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, οἱ τρο­χι­ές τῶν ἄ­στρων γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ εἶ­ναι ὅ­πως ὁ γύ­ρος τοῦ κα­πέλ­λου στό κε­φά­λι. Τό πρό­τυ­πο τῆς θέ­σης αὐ­τῆς τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ἴ­σως βρί­σκε­ται στούς Βα­βυ­λω­νί­ους. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α γιά τήν κί­νη­ση τῶν ἄ­στρων ἀ­να­φέ­ρε­ται φυ­σι­κά στούς πλα­νή­τες, ἀ­φοῦ οἱ ἀ­πλα­νεῖς θε­ω­ροῦν­ται, ὅ­πως εἴ­πα­με, σάν καρ­φιά καρ­φω­μέ­να στην ἐ­σω­τε­ρι­κή ἐ­πι­φά­νεια τοῦ κρυ­στάλ­λι­νου τει­χώ­μα­τος τοῦ οὐ­ρά­νιου θό­λου.

Ἀ­κο­λου­θών­τας τό πνεῦ­μα μί­ας ἐ­πο­χῆς, πού με­λε­τοῦ­σε μέ πά­θος τά πό φυ­σι­κά φαι­νό­με­να καί προ­σπα­θοῦ­σε νά τά ἑρ­μη­νεύ­σει (πρβλ. σέλ. 352 ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α. Κα­τά τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 7, 365b 6 ἑπ. = μάρτ. 21, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐ­ξη­γεῖ τους σει­σμούς ἀ­πό τά ρήγ­μα­τα τῆς γῆς, πού ἔ­χουν τήν αἰ­τί­α σέ κά­ποι­α ξη­ρα­σί­α, ὁ­πό­τε συμ­βαί­νουν κα­το­λι­σθή­σεις. Τίς τρο­πές ἄ­στρων τίς ἀ­πο­δί­δει κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 2,23,1 = μάρτ. 15 στήν ἐ­ξώ­θη­ση ἀ­πό πυ­κνό ἀν­τι­κρου­ό­με­νο ἀ­έ­ρα. Ὁ ἄ­νε­μος κα­τά τίς μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ Γα­λη­νοῦ «Εἰς Ἱπ­πο­κρά­τους Πε­ρί χυ­μῶν» 3,16,395 = μάρτ. 19, καί τοῦ Ἱπ­πο­λύ­του «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7= μάρτ. 7, δέν εἶ­ναι πα­ρά συμ­πυ­κνω­μέ­νος ἀ­έ­ρας, πού κι­νεῖ­ται βί­αι­α σπρωγ­μέ­νος ἀ­πό κά­ποι­α αἰ­τί­α καί ἴ­σως ἐμ­πε­ρι­έ­χει νε­ρό. Ἄν ὁ Ἀ­έ­τιος 3,7,1 = μάρτ. 24, προ­σκο­μί­ζει κά­ποι­α σω­στή εἴ­δη­ση, πρέ­πει καί ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη νά θε­ω­ροῦ­σε τόν ἄ­νε­μο δι­α­μόρ­φω­ση τοῦ ἀ­έ­ρα, μέ τή δι­α­φο­ρά ὁ­τι ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, «Με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά» Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ἐ­ξη­γοῦ­σε τήν κί­νη­ση τοῦ ἀ­νέ­μου ἀ­πό τίς ἐ­ξα­τμί­σεις πού ἐ­νερ­γεῖ ὁ ἥ­λιος. Τά σύν­νε­φα σχη­μα­τί­ζον­ται πα­χυν­θέν­τος ἐ­πί πλεῖ­ον τοῦ ἀ­έ­ρος», καί μέ τή συμ­πί­ε­σή τους ἡ βρο­χή ( 7 καί 17). Τό χα­λά­ζι ὀ­φεί­λε­ται στό πή­ξι­μο τοῦ νε­ροῦ τῆς βρο­χῆς κα­τά τήν κά­θο­δό του. Τό χι­ό­νι κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,4,1 = μάρτ. 17, γί­νε­ται ὅ­ταν τό νε­ρό πά­ρει μα­ζί του καί κά­ποι­α πνο­ή ἀ­έ­ρα, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἱπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,7 = μάρτ. 7, ὅ­ταν τά ἴ­δια τά σύν­νε­φα εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ὑ­γρά καί πή­ξουν, προ­τοῦ ἀ­να­λυ­θοῦν σέ νε­ρό. Οἱ ἴ­δι­ες μαρ­τυ­ρί­ες μᾶς προ­σκο­μί­ζουν στοι­χεῖ­α καί γιά τό πῶς ἐ­ξη­γεῖ ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τίς ἀ­στρα­πές. Αὐ­τές γί­νον­ται ὅ­ταν σκί­ζον­ται τά σύν­νε­φα. Ἡ ἐ­ξή­γη­ση αὐ­τή ταυ­τί­ζε­ται μ’ ἐ­κεί­νη τοῦ Ἀ­να­ξι­μάν­δρου (μάρτ. 23). Ὁ Ἀ­έ­τιος 3,3,2= μάρτ. 17, δι­α­σώ­ζει καί μιά με­τα­φο­ρι­κή εἰ­κό­να τῆς ἀ­να­ξι­με­νι­κῆς ἑρ­μη­νεί­ας γιά τήν ἀ­στρα­πή, ὅ­ταν λέ­ει «προ­στι­θείς [sc. ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης] τό ἐ­πί τῆς θα­λάσ­σης, ἥ­τις σχι­ζο­μέ­νη ταῖς κὠ­παις πα­ρα­στίλ­βει». Τέ­λος τό οὐ­ρά­νιο τό­ξο σχη­μα­τί­ζε­ται, ὅ­ταν οἱ ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου πέ­σουν κα­τά τόν Ἀ­έ­τιο 3,5,10= μάρτ. 18 πά­νω σέ πυ­κνό καί μαῦ­ρο σύν­νε­φο, ἐ­νῶ κα­τά τόν Ἰπ­πό­λυ­το, «Ἔ­λεγ­χος» 1,7,8 = μάρτ. καί τά Σχό­λια στόν Ἄ­ρα­το 515,27 = μάρτ. 18, ὅ­ταν πέ­σουν σέ πα­χύ καί πυ­κνό ἀ­έ­ρα. Ὅ­λες αὐ­τές οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις, πού γιά τό ση­με­ρι­νό ἄν­θρω­πο ἔ­χουν ἐ­λά­χι­στο ἐν­δι­α­φέ­ρον, γιά τήν κοι­νω­νί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους εἶ­χαν με­γά­λη ση­μα­σί­α, για­τί ἄ­νοι­γαν νέ­ους δρό­μους στήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή γνώ­ση καί ὅ­ρι­ζαν στούς λα­ούς τή δύ­να­μη τοῦ φό­βου.

Ἔ­τσι οἱ Μι­λή­σιοι ὁ­λο­κλη­ρώ­νουν τήν πρώ­τη συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια τῶν Ἑλ­λή­νων γιά λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῶν φυ­σι­κῶν φαι­νο­μέ­νων. Αὐ­τοί στρώ­νουν τό δρό­μο στίς με­γά­λες σχο­λές τῶν ἀρ­χα­ϊ­κῶν χρό­νων. Μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς σφαι­ρι­κό­τη­τας τοῦ κό­σμου προ­ε­τοι­μά­ζουν ἀ­πό τή μιά τήν ὑ­περ­βα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη τή μα­θη­μα­τι­κή καί ὀν­το­λο­γι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τῶν Ἐ­λε­α­τῶν, ἐ­νῶ μέ τήν ἔμ­ψυ­χη πρω­το­ΰ­λη καί τίς ἀν­τι­θέ­σεις της κά­νουν δυ­να­τή τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἡ­ρα­κλεί­του γιά τό «ἀ­εί­ζω­ον πῦρ» καί γιά τήν ἁρ­μο­νί­α πού στη­ρί­ζε­ται σέ ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις.