1. Ἀπό τίς
στήν κοσμολογία.
Ἄν ὑπάρχει μιά φιλοσοφία πού βλέπει τόν κόσμο ὡς πρόβλημά της κεντρικό καί σχεδόν ἀποκλειστικό, εἶναι ἡ ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία στήν πρώτη περίοδο τῆς ἱστορίας της, πρίν ἀπό τό Σωκράτη. Ὁ φιλόσοφος ταῆς κλασσικῆς Ἀθήνας θεωρεῖται ὁριο, γιατί, ὁπως σημειώνει ὁ Ἀριστοτέλης, «Περί ζῴων μορίων» A 1,642a 28 ἔπ., «ἐπί Σωκράτους τοῦτο μέν ηὐξήθη [sc. τό ὁρίσασθαι τήν οὐσίαν], τό δέ ζητεῖν τά περί φύσεως ἔληξε». Ἡ φυσική πραγματικότητα γίνεται γιά τόν Ἕλληνα τῶν ἀρχαϊκῶν κυρίως χρόνων τό πρῶτο ἐρέθισμα πού βάζει σέ κίνηση τό πνεῦμα του καί τό ὁδηγεῖ στό νά γεννήσει τή φιλοσοφία. Ἔτσι μποροῦμε νά πούμε ἀπό τήν ἀρχή ὁτι στήν ἱστορία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ ἀνθρώπου ἡ συνειδητοποίηση τοῦ κοσμολογικοῦ προβλήματος καί ἡ γέννηση τῆς φιλοσοφίας συμπίπτουν. Ἡ ἑλληνική κοσμολογία πού ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἔννοια τοῦ νεροῦ καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀτόμου, σημαδεύεται ἀπό μιά σειρά σταθμούς, πού διαμορφώνουν συστήματα καί σχολές στό χῶρο τοῦ προβληματισμοῦ της. Ὁ πρῶτος ἀπό αὐτούς τούς σταθμούς εἶναι ἡ σχολή τῆς Μιλήτου, πού διατύπωσε τήν ὑλοζωιστική ἑρμηνεία τοῦ κόσμου.
Λέγοντας ὅτι ἡ προσωκρατική φιλοσοφία ἔχει τόν κόσμο ὡς πρόβλημά της κεντρικό καί σχεδόν ἀποκλειστικό, δέν παραθεωροῦμε τό γεγονός ὁτί οἱ ἐκπρόσωποί της ἔχουν ἀπόψεις καί γιά τόν ἄνθρωπο, τήν κοινωνία, τό κράτος, τή γνώση καί τήν πράξη. Εἴμαστε ὁμως ὑποχρεωμένοι νά ἐξηγήσομε ὁτι οἱ ἀπόψεις αὐτές ἀποτελοῦν προεκτάσεις τῆς φυσικῆς φιλοσοφίας τους. Ὁ ἄνθρωπος καί ἡ συμπεριφορά του ἐδῶ ἐξετάζονται ὡς ἄμεσα ἐξαρτήματα τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Δέν ἔχουν γίνει ἀκόμα ἀντικείμενα εἰδικῶν κλάδων τοῦ ἐπιστητοῦ.
Μέ τήν ἁπλή δήλωση ὅιί οἱ Προσωκρατικοί προσπάθησαν πρῶτοι νά ἐξηγήσουν τή σύσταση τοῦ κόσμου ἀσφαλῶς δέν γίνεται φανερό σέ ὁλες τίς διαστάσεις του τό μέγεθος τοῦ ἐγχειρήματος. Ὅταν αὐτοί οἱ στοχαστές ξεκινοῦν, ὁ δρόμος τῆς ἐπιστήμης δέν ἔχει ἀκόμα χαραχθῆ, καί πρέπει νά τόν ἀνοίξουν οἱ ἴδιοι. Στήν ἐποχή τους τό μόνο δεδομένο εἶναι ἡ διάχυτη ἀπορία μπροστά στήν ποικιλία τῶν φυσικῶν φαινομένων, στήν ἀδιάκοπη γένεση καί φθορά, σέ ὁλα ὁσα συμβαίνουν στή στεριά καί στή θάλασσα, στόν οὐρανό ψηλά καί μέσα στή ζωή τῶν ζώων καί τῶν φυτῶν, ἀπορία πού ἔχει πηγή της τοῦ ἀρχαϊκοῦ Ἕλληνα τήν ἐφηβική ὁρμή γιά γνώση. Ἀλλά τό παραστατικό ὑλικό εἶναι φτωχό, τά ὄργανα λείπουν καί ἡ κριτική γιά τό κύρος τῆς γνώσης εἶναι ἀνύπαρκτη. Ἔτσι οἱ πρωτοπόροι της κοσμολογίας πρέπει μαζί μέ τή θεωρία τους νά οἰκοδομήσουν καί τή γλώσσα τῆς φιλοσοφίας, τήν ὁρολογία τῆς ἐπιστήμης καί τόν κριτικό λόγο. Ἡ συνέχεια τοῦ ἑλληνικοῦ καί τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος ἔδειξε τήν ἐπιτυχία αὐτῶν τῶν στοχαστών. Σήμερα ὁλοι ξέρομε ὁτι οἱ βάσεις τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης βρίσκονται στήν προσωκρατική φιλοσοφία καί ὁτι ἀπό αὐτήν διατυπώθηκαν οἱ κυριώτερες ἔννοιες ὁλων τῶν κλάδων τοῦ ἐπιστητοῦ. Εἰδικά γιά τό πρόβλημά μας πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι οἱ αὐτονόητες πιά ἔννοιες κόσμος, φύση, ἄπειρο, χῶρος, χρόνος, ἄτομο, κενό, ὕλη, δύναμη, μέγεθος, κίνηση, ἀριθμός, συνεχές, μέρος, ὁλο, φθορά, ἕνωση, διάλυση καί ἕνα πλῆθος ἄλλες ἔννοιες τῆς φυσικῆς πέρασαν στή γλώσσα τῆς ἐπιστήμης καί καθιερώθηκαν, ἀφοῦ τίς εἰσηγήθηκαν οἱ Προσωκρατικοί.
Ἡ κοσμολογία εἶναι ἀνάστημα τῆς κοινωνίας τοῦ 6ου αἰώνα π.Χ. Τότε ὁ Ἕλληνας ἔχει ἀφήσει πίσω του τή γνωστή μας ἀπό τήν ἐπική ποίηση παιδική ψυχολογία του, ἡ συνείδησή του εὐρύνεται καί βαθαίνει, αἰτήματα προσωπικά τόν κατακλύζουν καί τόν χαρακτηρίζει πιό κριτική στάση ἀπέναντι στή ζωή. Τό ὡρίμασμα ἀρχίζει, ὁταν ἡ ζωή στήν Ἑλλάδα μέ τούς ἀποικισμούς, τή ναυτιλία καί τό ἐμπόριο παίρνει μορφή ἀστική. Τότε στά λιμάνια τῆς Μεσογείου διασταυρώνονται τ’ ἀγαθά ταῆς γῆς καί οἱ ἰδέες τῶν ἀνθρώπων. Μέ τοῦτα οἱ Ἕλληνες πλουτίζουν τά σπίτια τους, μ’ ἐκεῖνες τό μυαλό τους. Ἡ ζωή προάγεται καί ἐκλεπτύνεται. Οἱ δρόμοι τῆς θάλασσας δείχνουν ἀκόμα στούς φτωχούς πολίτες τόν τρόπο νά ὑψώσουν ἀνάστημα μπροστά στούς κληρονομικούς κυρίους τῆς γῆς τους. Ἔτσι σχηματίζεται μιά ἰσχυρή μεσαία τάξη, πού μπορεῖ ν’ ἀμφισβητεῖ στούς εὐγενεῖς τό ἀποκλειστικό δικαίωμα στήν ἐξουσία. Οἱ τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 7ου αἰώνα καί ὁλόκληρος ὁ 6ος χαρακτηρίζονται ἀπό σκληρούς πολιτικούς ἀγῶνες καί μεταπολιτεύσεις. Σ’ αὐτή τήν περίοδο οἱ πιό πολλές καί οἱ πιό σημαντικές ἑλληνικές πόλεις περνοῦν ἀπό τή βασιλεία στή δημοκρατία, ἄλλες ἄμεσα, ὁπου οἱ λαϊκότερες τάξεις κατορθώνουν νά ἐπιβάλουν ἀνόθευτη τή βούλησή τους, καί ἄλλες ἔμμεσα, ὁπου ἰσχυρά πρόσωπα, οἱ τύραννοι, τίς χειραγωγοῦν ἕναν καιρό, κρατώντας γιά προσωπική τους ὠφέλεια τά προνόμια πού ἀφαιροῦν ἀπό τους κληρονομικούς ἄρχοντες. Ὁπωσδήποτε ὁμως τό φεουδαρχικό σύστημα παραχωρεῖ βαθμιαία τή θέση του στό κράτος τοῦ δικαίου. Τό δίκαιο γίνεται ὁ νέος διανθρώπινος δεσμός. Ἡ νέα μορφή τοῦ κράτους ἀφήνει στόν πολίτη ὁλοένα πιό πλατιά περιθώρια ἐλευθερίας καί ὁλοένα πιό πολλές δυνατότητες γιά συμμετοχή στά κοινά. Ἀκόμα καί ἡ θρησκεία τήν ἔποχη αὐτή μπαίνει σέ κάποιο κριτικό στάδιο. Τή δυναμωμένη συναισθηματική ζωή τοῦ Ἕλληνα δέν τήν ἱκανοποιοῦν πιά οἱ παλιές ἱεροτελεστίες, καί γίνεται αἰσθητή ἡ ἀνάγκη γιά πιό προσωπική σχέση μέ τό θεό. Τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἀπό τό μυθικό κόσμο καί τή στροφή του στό ἐγώ, τό ἐδῶ καί τό τώρα τήν παρακολουθοῦμε κυρίως ἀπό τά κείμενα τῶν λυρικῶν ποιητῶν, πού ἐκφράζουν μιά βαθμίδα πνευματικῆς ζωῆς μεταγενέστερη ἀπό τήν ἐπική ποίηση καί προγενέστερη ἀπό τήν προσωκρατική φιλοσοφία. Στή λυρική ποίηση ἀκριβῶς συναντοῦμε τά πρῶτα προσωπικά ἐρωτήματα γιά τόν κόσμο, τό θεό, τόν ἄνθρωπο, τήν ψυχή, τή ζωή, τή γνώση καί τήν πράξη, δηλαδή αὐτά πού ὁδηγοῦν στή φιλοσοφία.
Ὡς τή στιγμή πού οἱ Ἕλληνες ἔκαναν συνείδησή τους τό πρόβλημα τοῦ κόσμου, στό χῶρο πού κατοικοῦσαν, ὁπως καί στό χῶρο τῶν ἄλλων λαῶν, εἶχαν διάδοση ὁρισμένοι μύθοι, πού προβάλλοντας μιά γενεαλογία ἀπό θεϊκά ὄντά ἐπιχειροῦσαν νά ἐξηγήσουν ὄχι τόσο τήν οὐσία καί τή δομή τοῦ κόσμου ὁσο τή χρονική ἔναρξή του καί τήν ἱεραρχία τῶν δυνάμεών του. Ἀπηχήσεις ἀπό τέτοιες ἑρμηνεῖες συναντοῦμε στόν Ὅμηρο, στόν Ἡσίοδο, στούς Ὀρφικούς, στόν Ἐπιμενίδη, στόν Ἀκουσίλαο καί στό Φερεκύδη.
Στόν Ὅμηρο, «Ἰλιας» Ξ 201 καί 244 ἔπ., ὁ Ὠκεανός καί ἡ Τηθύς, μορφές πού ἐνσαρκώνουν τίς δυνάμεις τοῦ ὕγροῦ καί τοῦ στερεοῦ στοιχείου, εἶναι οἱ γονεῖς τῶν θεῶν καί φυσικά οἱ προπάτορες ὁλων τῶν ὄντων τοῦ κόσμου: «’Ὠκεανόν τέ, θεῶν γένεσιν, καί μητέρα Τηθύν». Στήν ἴδια ραψωδία, 258, ὑποδηλώνεται καί δεύτερος κοσμογονικός μύθος, ἴσως τόσο παλιός ὁσο καί ὁ πρῶτος. Σύμφωνα μέ αὖτον ἡ κυρία τῶν θεῶν καί τῶν ἄνθρωπων εἶναι ἡ Νύχτα, πράγμα πού ἔκφραζει τήν πρωτόγονη ἀντίληψη ὅτι μιά χαώδης σκοτεινή οὐσία ἦταν ἡ πρώτη ὕλη τοῦ κόσμου.
Κατά τόν Ἡσίοδο, «Θεογονία» 116 ἔπ., πρῶτα ἔγινε τό Χάος, ὕστερα ἡ Γῆ, ὕστερα ὁ Ἔρωτας, τρεῖς παραστάσεις πού ὑποδηλώνουν, θά λέγαμε, μιά νηπιακή ἀντίληψη τοῦ χώρου, τῆς ὕλης καί τῆς ἔλξης: «Ἤτοι μέν πρώτιστα Χάος γένετ’· αὐτάρ ἔπειτα | Γαῖ’ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλές αἰεί | κτλ. ἠδ’ Ἔρος». Ὅλα τά ὄντα ἔχουν τήν ἀρχή τους σ’ αὐτή τήν τριάδα. Ἀπό τό Χάος γεννιέται τό σκοτάδι καί ἡ Νύχτα, ἀπό τό Σκοτάδι καί τή Νύχτα ὁ Αἰθέρας καί ἡ Μέρα. Ἡ Γῆ γεννᾶ τόν Οὐρανό, τά Βουνά καί τή Θάλασσα : «Ἐκ Χάεος δ’ Ἔρεβός τέ μέλαινα τε Νύξ ἐγένοντο· | Νυκτός δ’ αὐτ’ Αἰθήρ τέ καί Ἡμέρη ἐξεγένοντο·| οὕς τέκε κυσαμένη Ἐρέβει φιλότητι μιγεῖσα. | Γαῖα δέ τοι πρῶτον μέν ἐγείνατο ἴσον ἑωυτῇ | Οὐρανόν ἀστεροενθ’, ἵνα μιν περί πάσαν ἐέργοι,| ὄφρ’ ἐΐη μακάρεσσι θεοῖς ἕδος ἀσφαλές αἰεί. | Γείνατο δ’ Οὔρεα μακρά, θεάν χαρίεντας ἐναύλους | Νύμφέων, αἵ ναίουσιν ἀν’ οὔρεα βησσήεντα. | Ἥ δέ καί ἄτρυγετον πέλαγος τέκεν, οἴδματι θυῖον, | Πόντον».
Κατά τούς Ὀρφικούς φαίνεται ὅτι τά πρῶτα ὄντα πού γεννήθηκαν ἤ πού ἦταν αἰώνια, εἶναι τό Χάος, ἡ Νύχτα, τό Σκοτάδι καί τά Τάρταρα. Ἡ Νύχτα γέννησε ἕνα αὐγό καί ἀπό αὐτό βγῆκε ὁ Ἔρωτας, πού ἑνώθηκε μέ τό Χάος, και γέννησε τους Θεούς, τον Ὠκεανό και τη γῆ. Στους «Ὄρνιθες» τοῦ Ἀριστοφάνη, 693 ἑπ. συναντοῦμε μιά παρωδία αὐτῆς τῆς διδασκαλίας. Χορός από πουλιά διηγεῖται τραγουδώντας : «Χάος ἦν καί Νύξ Ἔρεβός τε μέλαν πρῶτον καί Τάρταρος εὐρύς, | γῆ δ’ οὐδ’ ἀήρ οὐδ’ οὐρανός ἦν·Ἐρέβους δ’ ἐν ἀπείροσι κόλποις | τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νύξ ἡ μελανόπτερος ᾠόν, | ἕξ οὗ περιτελλομέναις ὥραις ἔβλαστεν Ἔρως ὁ ποθεινός, | στίλβων νῶτον πτερύγοιν χρυσαῖν, εἰκώς ἀνεμώκεσι δίναις. | Οὗτος δέ Χάει πτέρόεντι μιγείς νυχίῳ κατά Τάρταρον εὐρύν | ἐνεόττευσεν γένος ἡμέτερον, καί πρῶτον ἀνήγαγεν εἰς φῶς. | Πρότερον δ’ οὐκ ἦν γένος ἀθανάτων, πρίν Ἔρως ξυνέμειξεν ἅπαντα· | ξυμμιγνυμένων δ’ ἑτέρων ἑτέροις γένετ’ οὐρανὁς ὠκεανός τέ | καί γῆ πάντων τέ θεῶν μακάρων γένος ἄφθιτον». Βασικά καί στούς Ὀρφικούς κυριαρχεῖ ἡ ἀντίληψη πού ἐκφράζεται στή «Θεογονία» τοῦ Ἡσιόδου. Τό Χάος, παράσταση τοῦ ἄπειρου χώρου, βρίσκεται καί ἐδῶ στό προοίμιο τῆς δημιουργίας. Ἡ Νύχτα, τό Σκοτάδι καί τά Τάρταρα δέν εἶναι παρά εἰκόνες συμπληρωματικές τοῦ Χάους. Τό αὐγό τῶν Ὀρφικῶν, ὡς δεύτερο ὄν μετά τό Χάος, ἀντιστοιχεῖ στή Γῆ τοῦ Ἡσιόδου, ἀφοῦ τόσο το ἕνα ὅσο καί τό ἄλλο ὑποδηλώνουν τήν ἔννοια μίας πρώτης μορφῆς τῆς ὕλης ἤ ἀρχῆς ταῆς ζωῆς. Καί ἀκολουθεῖ ὡς ὑποδήλωση τῆς ἔννοιας τῆς ἕλξης, κοινός καί στίς δυό διδασκαλίες, ὁ Ἔρωτας, πού ἑνώνει τά πρῶτα ὄντα ἤ ἑνώνεται μέ αὐτά καί γεννᾶ τίς δυνάμεις τοῦ κόσμου καί ὅλο τόν κόσμο.
Κατά τόν Ἐπιμενίδη] ἄποσπ. 5 Diels, πρῶτα ἔγινε ὁ Ἀέρας καί ἡ Νύχτα, ὕστερα, ἀπό τό ζευγάρωμά τους, τά Τάρταρα, ὕστερα δυό Τιτάνες, πού ἑνώ- θηκαν καί ἔκαναν ἕνα αὐγό, πηγή ὅλης τῆς δημιουργίας. Στόν Ἀκουσίλαο, ἀποσπ. 1 Diels, τό Χάος εἶναι πάλι στήν ἀρχή ταῆς δημιουργίας. Ἀπό αὐτό βγαίνουν τό Σκοτάδι («Ἔρεβος») καί ἡ Νύχτα, καί ἀπό τήν ἕνωσή τους ὁ Αἰθέρας, ὁ Ἔρωτας καί ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος («Μῆτις») καί ὕστερα ὄλα τά ἄλλα ὄντα. Εἶναι φανερό ὅτι οἱ ἀπηχήσεις τῶν κοσμογονικῶν μύθων στόν Ἐπιμενίδη καί στόν Ἀκουσίλαο ἀποτελοῦν παραλλαγές τοῦ μύθου τόν Ὀρφικῶν. Τό Χάος, τό αὐγό, ὁ Ἔρωτας εἶναι οἱ ὅροι τῆς ὀρφικῆς ἑρμηνείας. Χωρίς δυσκολία μποροῦμε νά ταυτίσομε ἀκόμα καί τόν Ἀέρα τοῦ Ἐπιμενίδη μέ τό ὀρφικό Χάος, ἀφοῦ γιά κάθε πρωτόγονη ἀντίληψη τόσο τό πρῶτο ὅσο καί τό δεύτερο ἐκφράζουν τήν ἔννοια τοῦ κενοῦ χώρου.
Κατά τό Φερεκύδη, ἀποσπ. 1 Diels, ὑπάρχουν τρία ὄντα αἰώνια, ὁ Δίας, ὁ Χρόνος καί ἡ Γῆ : «Ζάς μέν καί Χρόνος ἦσαν ἀεί καί Χθονίη». Ὁ Δίας παίρνει γυναίκα του τή Γῆ καί τῆς προσφέρει ὡς γαμήλιο δῶρο (ἀποσπ. 2) ἕναν πέπλο, πού ὑφαίνει ὁ ἴδιος καί πού τόν διακοσμεῖ κεντώντας ἀπάνω του τή στεριά καί τή θάλασσα, δηλαδή ὁλόκληρο τόν κόσμο: «Τότε Ζᾶς ποιεῖ φᾶρος μέγα τέ καί καλόν καί ἐν αὐτᾧ ποικίλλει Γῆν καί Ὠγηνόν καί τά Ὠγηνοῦ δώματα». Ἔτσι ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου στον Φερεκύδη ἑρμηνεύεται ὡς ἔργο τέχνης, βγαλμένο ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀρχή «Ζάς» τοῦ Φερεκύδη φαίνεται να ἀπέχει πάρα πολύ ἀπό την ἀρχή «Χάος» τοῦ Ἡσιόδου και ταῶν Ὀρφικῶν, ἀλλά αὐτό δεν εἶναι ἀλήθεια γιατί ὁ Συριανός θελόγος, ὅπως δείχνει ἡ μαρτυρία 9 Diels, μέ τόν ὅρο «Ζάς» έννοεῖ βασικά τόν αἰθέρα, τόν ὑπέργειο ἐναέριο χῶρο, πού γιά τήν πρωτόγονη ἀντίληψη εἶναι παράσταση συγγενική τοῦ Χάους. Ὡστόσο ὑπάρχει ἕνα νέο στοιχεῖο στήν πρώτη ἀρχή τοῦ Φερεκύδη. Ὁ Δίας ἀποτελεῖ μορφή πιό ὁρισμένη ἀπό τό Χάος, ἀφοῦ πρόκειται γιά τό πρόσωπο τοῦ πιό μεγάλου θεοῦ τῶν Ἑλλήνων καί ἀφήνει νά ὑποδηλωθῆ γιά πρώτη φορά ἡ ἔννοια μιάς πνευματικῆς ἀρχῆς, ἐνέργειας δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Νέο στοιχεῖο περιέχεται ἐπίσης στήν παράσταση τοῦ Χρόνου, μολονότι ἡ παράσταση αὐτή δέν εἶναι ἄγνωστη στόν ὀρφικό κύκλο.
Θά λέγαμε λοιπόν ὁτι ὁ κοσμογονικός μύθος στό Φερεκύδη ἀποτελεῖ κράμα ἀπό πολύ παλαιά καί πολύ νέα στοιχεῖα, ἀφοῦ ἀπό τή μιά φαίνεται νά καταντᾶ παραμύθι καί ἀπό τήν ἄλλη νά προαναγγέλλει τή μετάβαση ἀπό τό μύθο στό λόγο. Ὅμως ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι, γιατί στήν ἐποχή πού ὁ Φερεκύδης συνθέτει τή θεολογία του, οἱ πρῶτοι κοσμολόγοι, ὁ Θαλῆς καί ὁ Ἀναξίμανδρος, ἔχουν ἡδη προηγηθῆ, ἑπομένως ἡ ἐπιστημονική σκέψη ἀποτελεῖ πραγματικότητα τῆς ἑλληνικῆς ζωῆς. Ἔτσι ὁ θεολόγος ἔχει τήν εὐχέρεια νά δανείζεται ἔννοιες ἀπό τίς πρωτο-επιστημονικές κατακτήσεις τοῦ τόπου του καί νά τίς ντύνει μέ πρόσωπα μυθικά, γιά νά κάνει μιά θεολογική ποίηση. Γι’ αὐτό ἡ ἀξία τοῦ μύθου στό Φερεκύδη εἶναι περιορισμένη. Ὡστόσο μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀπό αὐτή τήν προσμίξη τοῦ μυθικοῦ μέ τόν πρωτο-επιστημονικό λόγο βγαίνει μιά προϋποτύπωση τοῦ «ἔνυλου εἴδους» τῆς ἀριστοτελικῆς ὀντολογίας : Ἡ ἐνέργεια στό πρόσωπο τοῦ Δία ζευγαρώνεται μέ τήν ὕλη στό πρόσωπο τῆς Γῆς καί τή ντύνει μέ τίς μορφές τῆς δημιουργίας.
Τελευταία στόν κόσμο τῆς ἔρευνας σημειώνεται ἰδιαίτερος ζῆλος στήν προσπάθεια νά ἐξηγηθῆ ἡ γέννηση τῆς ἑλληνικῆς κοσμολογίας μέσα ἀπό τόν παραστατικό κύκλο αὐτῶν τῶν κοσμογονικῶν μύθων τοῦ ἑλληνικοῦ καί τοῦ ἐξωελληνικοῦ χώρου. Ἔτσι ἀναζητοῦν σ’ αὐτούς τους μύθους τά σπέρματα τῶν προβλημάτων καί τά στοιχεῖα τῆς μεθόδου τῆς προσωκρατικῆς φιλοσοφίας. Ἡ τάση αὐτή δικαιώνεται βέβαια ἀπό τήν ἀνἀγκη νά ἀξιολογήσομε τό ὑπόστρωμα τῆς φιλοσοφίας, νά γνωρίσομε τήν ἀφετηρία της, ἀλλά δέν ἑρμηνεύει καθαυτό τό φαινόμενο τῆς μετάβασης ἀπό τό μύθο στό λόγο.
Ἐκεῖνο πού συχνά παραθεωρεῖται ἀπό τους νεότερους ἐρευνητές εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ ὁμοιότητες τῶν ἑλληνικῶν κοσμολογικῶν θεωριῶν μέ τίς κοσμογονικές δοξασίες, ντόπιες καί ξένες, εἶναι στήν ἐπιφάνεια, ὄχι στό βάθος : Οἱ δοξασίες ἔχουν νά κάνουν μέ παραστάσεις, ἐνῶ οἱ θεωρίες λειτουργοῦν με ἔννοιες, οἱ πρῶτες ἀποτελοῦν μυθικές ἐπινοήσεις, ἐνῶ οἱ δεύτερες συνθέτουν λογικές ἐξηγήσεις. Ἄν το στοιχεῖο τοῦ μύθου μόνο του ἦταν ἱκανό να γεννήσει την ἐπιστημονική σκέψη, θα ἔπρεπε ὅλοι οἱ λαοί τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἀφοῦ εἶχαν μύθους να φτάσουν και στη φιλοσοφία. Ὅμως εἶναι γνωστό ὅτι οἱ ἀρχαῖοι λαοί πρίν ἀπό τούς Ἕλληνες δέν μπόρεσαν νά ὁδηγηθοῦν ποτέ σέ ἀφαίρεσεις, γενικεύσεις καί ἀνακάλυψεις φυσικῶν καί ἱστορικῶν νόμων. Ἔμειναν σέ ἐπιδόσεις πάνω σέ ὁρισμένους πρακτικούς τομεῖς τοῦ ἐπιστητοῦ, μετρήσεις, ἀθροίσεις καί γενικά ἐμπειρικές γνώσεις. Οἱ Ἕλληνες πῆραν βέβαια ἀπό τούς λαούς τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καί μυθολογικό ὑλικό καί πρακτικές γνώσεις, ἄγνωστο ὅμως σέ ποιό βαθμό, ἀφοῦ δέν μποροῦμε νά ὑπολογίσομε τί εἶχαν κληρονομήσει ἄμεσα ἀπό τόν αἰγαῖο πολιτισμό. Σημασία πάντως ἔχει τό γεγονός ὅτι τά στοιχεῖα, πού πῆραν οἱ Ἕλληνες ἀπό ἄλλους λαούς, τά ἐπεξεργάστηκαν μέ τό δικό τους πνεῦμα, πού βασικά γνωρίσματά του εἶναι ἡ σαφήνεια καί ὀξυδέρκεια. Ἀπό αὐτη τή ζύμωση προέκυψε ὁ ὀρθος λόγος, πού ἐκδηλώνεται ὡς ἀφαίρεση καί θεώρηση τοῦ ὅλου, ὡς τάση γιά γενίκευση, ὡς διαμόρφωση ταῆς εἰκόνας σέ ἔννοια καί ὡς διατύπωση νόμων. Θά λέγαμε μαζί μέ τό Guthrie ὅτι ἄν ὁ Ἕλληνας τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου κατατριβόταν μέ μετρήσεις καί παρατηρήσεις πάνω σέ μεμονωμένα θέματα, ὡς τότε ὁ ἀνατολίτης καί ὅπως σήμερα ὁ εἰδικός ἐπιστήμων, ἡ φιλοσοφία δέν θά γεννιόταν ποτέ! Δέν ξέρει κανείς ἄν ἡ σαφήνεια τῶν γραμμῶν, πλαστικότητα τῶν σχημάτων, ἡ διαφάνεια, ἡ καθαρότητα καί ἡ ἐποπτικότητα, πού εἶναι γνωρίσματα τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, δέν ἔγιναν μέ τόν καιρό γνωρίσματα καί τοῦ νοῦ τῶν κατοίκων του καί δέν τοῦ ἔδωσαν τήν εὐχέρεια σέ κάποια στιγμή τῆς ἱστορίας του νά ἀναστήσει ἀπό τίς νεφελογεννημένες μυθικές μορφές τίς πλαστικές ἔννοιες καί ἀπό τίς προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις τούς τετράγωνους νόμους τοῦ πνεύματος.
Ἡ ἱστορική στιγμή πού συντελέστηκε ἡ γέννηση τοῦ ὀρθοῦ λόγου εἶναι ὁ ἕκτος αἰώνας. Προηγήθηκε μακρόχρονη ἐξελικτική διαδικασία, πού τά σημάδια της εἶναι φανερά καί μέσα στήν ἴδια τή μυθολογία τῶν Ἑλλήνων. Πολύ πρίν ἐκδηλωθῆ ἡ ἐπιστημονική σκέψη τους, οἱ Ἕλληνες βαθμιαία φορτίζουν μέ λόγο τούς μύθους, πού παίρνουν ἀπό τους ἄλλους λαούς, καί με τή σαφήνεια καί τήν ὀξυδέρκεια τοῦ νοῦ τους προσδίδουν σ’ αὐτούς πλαστικότητα καί ἐποπτικότητα, ἄγνωστη στήν ἐξωελληνική μορφή τους. Οἱ ἱστορικοί ὅροι τῆς διεργασίας πού ὁδηγεῖ τούς Ἕλληνες στήν ἐπιστήμη εἶναι μέσα στήν ἐλευθερία, πού γεννήθηκε στίς ἀνθηρές πόλεις τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων. Ἡ σκέψη μέσα σ’ αὐτές λειτουργεῖ χωρίς τούς φραγμούς τοῦ δόγματος καί ἡ γνώση δέν φυλακίζεται πίσω ἀπό τά ἀδιαπέραστα τείχη ἑνός ἱερατείου, ἀλλά προσφέρεται στό λαό ὡς θεία δωρεά καί ἀνοίγει τή λεωφόρο τῆς ἐθνικῆς παιδείας του. Ἡ τάση γιά διαφωτισμό εἶναι περισσότερο αἰσθητή ἀκριβῶς στούς Ἕλληνες κοσμολόγους. Αὐτοί ἀποτολμοῦν γενικότερα τόσο ἀμείλικτη κριτική τοῦ βασισμένου στό μύθο γνωσιακοῦ, λατρευτικοῦ, κοινωνικοῦ και πολιτικοῦ κατεστημένου τῆς ἐποχής τους, ὥστε ὁρισμένοι τουλάχιστο ἀπό αὐτούς ἀντιμετώπισαν δυσμένειες και διώξεις. Στά κείμενά τους ἡ ἀπόσταση ἀπό το μύθο παρουσιάζεται συντελεσμένη και ἔχει ἀρχίσει ἤδη ἡ ἀντιμαχία ἐπιστήμης και μύθου πού θα συνεχιστή ὡς τό τέλος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ ὡς ἀντίθεση τῆς φαντασίας καί τῆς λογικής.
2. Ἡ θάλασσα.
Ἡ προσπάθεια γιά τόν προσδιορισμό τῆς οὐσίας τοῦ κόσμου καί τήν ἑρμηνεία τῆς δομῆς του ἐγκαινιάζεται μέ τήν ἀναζήτηση τοῦ πρώτου άνάμεσα στά στοιχεῖα, πού συνθέτουν τά σώματα. Κατά τήν ἀντίληψη τῶν πρώτων φιλοσόφων αὐτή ἡ πρώτη ὕλη θά ἔπρεπε νά ἀποτελεῖ τή βάση ὄχι μόνο γιά τή σύσταση τῶν σωμάτων ἀλλά καί γιά τήν ὕπαρξη τῶν στοιχείων. Θά ἔπρεπε δηλαδή νά ἀποτελεῖ τή σταθερή οὐσία, πού μολονότι ἀλλοιώνεται ποιοτικά καί μεταμορφώνεται σέ ἄλλα στοιχεῖα, πού μέ τήν προσμιξή τους γίνεται ἡ σύνθεση τῶν σωμάτων, ὅμως μένει αἰώνια στό βάθος ὁλων τῶν ὄντων καί δέν φθείρεται οὔτε μέ τήν ἀποσύνθεση τῶν σωμάτων οὔτε μέ τή μετατροπή τῶν στοιχείων. Ὁ πρῶτος ἀναβαθμός σ’ αὐτή τήν πορεία τοῦ ἑλληνικοῦ στοχασμοῦ εἶναι ἡ ἔννοια τοῦ νεροῦ. Ὁ Θαλῆς (περίπου 625-546) εἶναι ἐκεῖνος πού κατά τή διατύπωση τοῦ Διογένη τοῦ Λαερτίου 1.27= μάρτυρία 1 Diels «ἀρχήν τῶν πάντων ὕδωρ ὑπεστήσατο».
Αὐτή ἡ πρώτη σύλληψη, θεωρημένη ἀπό τήν ὀπτική γωνία τοῦ τέλους τῆς φυσικῆς φιλοσοφίας, φαίνεται βέβαια ἁπλοϊκή καί σχεδόν μυθική, ἐνσαρ- κώνει ὅμως μιά οὐσιαστική διαφορά ἀπ’ ὅλες τίς μέχρι τότε ἑρμηνείες τοῦ κόσμου: Ἐκεῖνες ἔκαναν τήν ἀναγωγή τῶν φυσικῶν φαινομένων σέ μιά μορφή μυθική, σ’ ἕνα προσωπικό θεό. Ὁ σοφός της Μιλήτου κάνει τήν ἀναγωγή σέ μιά γυμνή φυσική δύναμη. Ἀπό τοῦ νά φαντάζεται κανείς, ὅπως ὁ Ὅμηρος (βλ. σέλ. 339) ὅτι ἡ ἀρχή τῶν ὄντων βρίσκεται στό πρόσωπο τοῦ Ὠκεανοῦ μέχρι τοῦ νά συμπεραίνει ὅτι αὐτή ἡ ἀρχή εἶναι τό ἴδιο τό ὑγρό στοιχεῖο, ὑπάρχει βέβαια κάποια ἀποσταση. Οὐσιαστικά πρόκειται γιά τήν πρώτη ἀπομύθωση τοῦ κόσμου. Ἡ προηγούμενη σκέψη τοῦ ἀνθρώπου καταδυναστευόταν ἀπό τή δύναμη τοῦ νεροῦ καί τή θεοποιοῦσε. Τώρα ὁ ἄνθρωπος δαμάζει αὐτή τή δύναμη, τήν ἀξιολογεῖ καί τῆς ἀναγνωρίζει μιά ὁρισμένη θέση μέσα στόν κόσμο. Πρῶτα ὁ ἄνθρωπο, ἦταν πιό κάτω ἀπό τό νερό, γιατί τό νερό ἦταν θεός. Τώρα ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιό πάνω ἀπό τό νερό, γιατί τό νερό εἶναι σῶμα.
Ἴσως δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ὑποστηρίξει κανείς ὅτι αὐτή ἡ κατάκτηση τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος εἶναι σχετική μέ μιάν ἄλλη πού ἔχει προηγηθῆ, δηλαδή μέ τήν κατάκτηση τῆς Μεσογείου. Τήν ὥρα πού ὁ Θαλῆς ἀρθρώνει τό λόγο του, οἱ Ἕλληνες ὁριζουν τό ὑγρό στοιχεῖο ἀπό τόν Εῦξεινο Πόντο ὡς τό Γιβραλτάρ καί ἀπό τό δέλτα τοῦ Νείλου ὥς τή Μασσαλία. Μόνο ἡ πατρίδα τοῦ Θαλῆ ἔχει γίνει μητέρα ἐνενήντα πόλεων στις ὄχθες ταῆς τεράστιας αὐτῆς ἑλληνικῆς λίμνης. Ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγός ταῆς ἑλληνικῆε κοσμολογίας ἔχει ἐποπτεία τοῦ μεγαλείου της, καθώς ταξιδεύει για να γνωρίσει τη σοφία ταῶν ἄλλων λαῶν. Ἀλλά ἡ πολιτική ὑποδομή αυτόῦ τοῦ πολιτικοῦ κατωρθώματος τοῦ ἀρχαϊκοῦ Ἕλληνα δεν περιορίζεται ὥς ἐδῶ. Ἡ νέα κοινωνική τάξη, πού ἀνεβαίνει αὐτή τήν ἔποχη καί ἀμφισβητεῖ στούς γαιοκτήμονες τήν ἀποκλειστική διαχείριση τῆς ἐξουσίας, ἀποτελεῖται ἀπό καραβοκυραίους, ἐμπορευόμενους καί γενικά ἐπαγγελματίες, πού ἀντλοῦν τήν οἰκονομική, ἑπομένως καί τήν κοινωνική δύναμή τους ἀπό τή θάλασσα. Ἔτσι ἡ σημασία τοῦ ὑγροῦ στοιχείου δεσπόζει στήν ἰδεολογία τῆς νέας κοινωνίας τόσο, ὥστε νά δημιουργοῦνται ψυχολογικές τουλάχιστο προῦποθέσεις προβολῆς της καί σέ ἐπίπεδο κοσμολογικό. Ὁ Θαλῆς τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στόν ἰδεολογικό χῶρο ὄχι τῆς τάξης μέ τά προνόμια τοῦ αἵματος ἀλλά ἐκείνης πού τά δικαιώματά της τά στηρίζει στήν ἐργασία ἤ καλύτερα στήν εὐφυία, στή βούληση καί στή φυσική δύναμη. Ἀπό τή σκοπιά τῆς ἐποχῆς του ὁ Μιλήσιος σοφός, ὅταν βάζει τό νερό «ἀρχήν τῶν πάντων», συνειδητά ἡ ἀσυνείδητα, ἀδιάφορο, ὅμως καταθέτει μιά μαρτυρία ἐνισχυτική στόν ἀγώνα τῆς νέας κοινωνίας. Ἡ θέση του στό κοσμολογικό πρόβλημα πολιτικά ἑρμηνεύεται: Ὁ κόσμος τῆς θάλασσας ἔχει τόν πρῶτο λόγο, ὄχι ἡ τάξη τῶν κληρονομικῶν κυρίων τῆς γῆς. Καί ὅταν, ὁπως θά δοῦμε στή συνέχεια, ὁ Θαλῆς ὑποστηρίζει ὅτι ἡ γῆ πλέει σάν καράβι πάνω στή θάλασσα, πάλι σ’ αὐτή τή θέση ὑποδηλώνεται ἡ ἰδεολογία τῆς νέας κοινωνίας : Ὁ κόσμος τῆς γῆς στηρίζεται στόν κόσμο τῆς θάλασσας.
Ἀπό καθαρά κοσμολογική ἄποψη τώρα θά πρέπει κανείς νά ἀναρωτηθῆ πῶς ὁ Θαλῆς σκέφτηκε νά αἰτιολογήσει τά ὄντα μέ τό νερό καί ὄχι μέ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο. Ὁ Ἀριστοτέλης, «Τά μετά τά Φυσικά» A 3, 983b 20 ἑπ. ὑποθέτει ὁτι ὁ Μιλήσιος ἔφτασε σ’ αὐτο, παρατηρώντας ὅτι ἡ τροφή ὅλων τῶν ζωντανῶν ὀργανισμῶν, ἡ θερμοκρασία τους καί τά σπέρματά τους ἔχουν φύση ὑγρή, πράγμα πού σημαίνει ὅτι μέσα τους ἔχουν νερό : «Ἀλλά Θαλῆς μέν ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγός φιλοσοφίας ὕδωρ φησίν εἶναι κτλ., λαβῶν ἴσως τήν ὑποληψιν ταύτην ἐκ τοῦ πάντων ὁρᾶν τήν τροφήν ὑγράν ὖσαν καί αὐτό τό θερμόν ἐκ τούτου γιγνόμενον καί τούτῳ ζῶν (τό δ’ ἐξ οὗ γίγνεται, τοῦτ’ ἔστιν ἀρχή πάντων), διά τέ δή τοῦτο τήν ὑπόληψιν λαβών ταύτην καί διά τό πάντων τά σπέρματα τήν φύσιν ὑγράν ἔχειν τό δ’ ὕδωρ ἀρχή τῆς φύσεώς ἐστι τοῖς ὑγροῖς». Ἡ πιθανότητα νά πλησιάζει ὁ Ἀριστοτέλης τήν ἀφετηριακή σκέψη τοῦ Θαλῆ ἐνισχύεται ἀπό τό γεγονός ὁτι ἕνας συνεχιστής τῆς θεωρίας τοῦ σοφοῦ τῆς Μιλήτου στόν 5ο αἰώνα, ὁ Ἵππων ὁ Ρηγῖνος) μέ παρατηρήσεις τοῦ πάνω στή φυσιολογία τοῦ ὀργανισμοῦ ἐπιχειρεῖ νά δώσει νέο κύρος στήν ἀρχή τοῦ νεροῦ. Ἔτσι ὁ Ἵππων, σύμφωνα μέ τή μαρτυρία 11 Diels, φαίνεται νά πιστεύει ὅτι ὁ ὀργανισμός ἔχει μιά δική του ὑγρότητα, πού τοῦ ἐπιτρέπει τίς λειτουργίες τῶν αἰσθήσεων καί τήν ἴδια τή ζωή καί ὅτι ὅταν ἡ ὑγρότητα αὐτοῦ τοῦ εἴδους βρίσκεται στο βαθμό πού πρέπει, ὁ ὀργανισμός ὑγιαίνει, ἐνῶ ὅταν ἡ ὑγρότητα μειωθεί ἤ χαθεῖ, οἱ αἰσθήσεις δεν λειτουργούν και ὁ ὀργανισμός πεθαίνει:
«Ἐν ἡμῖν οἰκείαν εἶναι ὑγρότητα, καθ’ἥν και αἰσθανόμεθα και ᾖ ζῶμεν· ὅταν μέν οὖν οἰκείως ἔχῃ τοιαύτη ὑγρότης, ὑγιαίνει το ζῷον, ὅταν δε ἀναξηρανθῆ, ἀναισθητεῖ το ζῷον και ἀποθνῄσκει».
Γιά νά δοῦμε σωστά πῶς ὁ Θαλῆς ἐννοοῦσε τό ρόλο τοῦ ὕγροῦ στοιχείου μέσα στόν κόσμο, πρέπει νά σταθοῦμε στήν ἱστορική περιοχή πρίν ἀπό τό σχηματισμό τῆς ἔννοιας τοῦ στοιχείου καί τῆς διάκρισης τῆς ὕλης ἀπό τήν ἐνέργεια, γεγονότα πού ἀποτελοῦν κατακτήσεις τῆς ἀριστοτελική γλώσσας. Στήν ἐποχή τοῦ Θαλή ἡ λογική ἑρμηνεία τοῦ κόσμου βρίσκετα ἀκόμα στό πρῶτο στάδιο, δηλαδή ἐντοπίζεται στήν προσπάθεια νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό τίς φυσικές δυνάμεις τά θεϊκά προσωπεῖα καί νά ἀναγνωριστοῦν τά μέρη τοῦ κόσμου καθαυτά. Ἔτσι ὁ Θαλῆς ἐγκαταλείπει τό εἴδωλο τοῦ θεοῦ Ὠκεανοῦ ὡς πατέρα ὅλων τῶν ὄντων καί ἀναγνωρίζει τόν ἴδιο τόν Ὠκεανό ὡς πηγή τους. Στό ὑγρό σῶμα, πού οἱ Ἕλληνες ὀνομάζουν ὠκεανό ἤ πόντο ἤ θάλασσα, ὡς τά χρόνια τοῦ Θαλῆ βλέπουν ὄχι τό στοιχεῖο τας φυσικῆς ἀλλά ἕνα τμῆμα τοῦ κόσμου. Σ’ αὐτό τό τμῆμα ὁ Θαλῆς ἀναγνωρίζε τήν πρωτοπορεία γιά τήν καταγωγή καί τόν ἀπαρτισμό τῆς φύσης. Ὁ Θαλῆς δέν ἔχει ἀκόμα ἰσχυριστῆ ὅτι ἡ οὔσια ὅλων τῶν ὄντων εἶναι ἡ θάλασσα, ὅτι ὅλα εἶναι θάλασσα, κατά τόν τρόπο πού δυό γενιές ἀργότερα ὅ Ἡράκλειτος, ἀποσπ. 30 Diels, θά κηρύξει ὅτι ὅλα εἶναι φωτιά. Ἡ θάλασσα εἶναι κοιταγμένη ἀπό τό Θαλή ὁπωσδήποτε ὡς μήτρα τῆς ζωῆς καί ἴσως πιό γενικά ὡς πρῶτο δομήσιμο ὑλικό τοῦ κόσμου, ὄχι ὅμως ὡς λογική ἀρχή, ὅπως ἑρμηνεύει ἡ ἀριστοτελική σχολή. Ἀκόμα θά ἦταν πρόωρο γιά τό Θαλή νά ἔχει θεωρίες γιά τή διαδικασία τοῦ μετασχηματισμοῦ τῆς ὕλης, πού ὁδηγεῖ στή δομή καί τή λειτουργία τοῦ κόσμου, καί νά ἔχει ἀσχοληθῆ μέ ἐξειδικευμένα προβλήματα τῆς φυσικῆς φιλοσοφίας. Ὡστόσο ἡ σημασία τοῦ Θαλῆ ὡς ἀρχηγοῦ της ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί ἐπιστήμης δέν πρέπει γι’ αὐτό τό λόγο οὔτε νά ἀγνοηθῆ οὔτε νά ὑποτιμηθή. Γιατί ὅσο εἶναι ἀλήθεια τό ὅτι ὁ πρῶτος συστηματικός νοῦς πάνω στό πρόβλημα τοῦ κόσμου εἶναι ὁ Ἀναξίμανδρος. ἄλλο τόσο εἶναι ἀλήθεια καί αὐτό πού ἔχει ἤδη παρατηρήσει ὁ Popper, ὅτι δηλαδή ὁ Ἀναξίμανδρος δίνει ἀπαντήσεις σέ προβλήματα, πού κατά κάποιον τρόπο ἔχουν τεθῆ ἀπό πρίν, δηλαδή ἀπό τό Θαλῆ.
Ὁ Ἀέτιος 1,7,11 = μάρτ. 23 μᾶς κάνει νά σταθοῦμε στή φράση «διήκειν δέ καί διά τοῦ στοιχειώδους ὑγροῦ δύναμιν θείαν κινητικήν αὐτοῦ». Ἡ διατύπωση εἶναι βέβαια περιπατητική, ἀλλά ὑποδηλώνει τό γεγονός ὅτι ὁ Μιλήσιος δέχεται τό φυσικό σῶμα, ὄχι σάν τό νεκρό στοιχεῖο τῆς ἀριστοτελικῆς μεταφυσικῆς ἀφαίρεσης, στερημένο ἀπό τήν ἐνέργεια, ἄλλα ὡς ὕλη καί ἐνέργεια μαζί. Θά ἡμαστε πιό κοντά καί στή γλώσσα καί στή σκέψη τοῦ σοφοῦ ταῆς Μιλήτου ἄν λέγαμε σέ ὁ Θαλῆς καί οἱ λοιποί ὑλοζωιστές τό φυσικό σῶμα ὡς κοσμολογική ἀρχή. Πρόκειται γιά τό ἀπόσπασμα 30, πού ἐξηγεῖ ὅτι ὁ κόσμος εἶναι μιά πάντα ζωντανή φωτιά, «πῦρ ἀείζωον». Κατά τήν ἀντίληψη τοῦ Ἡρακλείτου ἡ ζωή πού ὑπάρχει μέσα στή φωτιά καί πού ἀποτελεΐ τή δημιουργική αἰτία τοῦ φυσικοῦ κόσμου, δέν εἶναι κάτι πού ἔρχεται ἀπ’ ἔξω καί ζευγαρώνεται μέ τή φωτιά οὔτε κάτι πού ὀφείλει τήν ὕπαρξή του σέ κάποια ἄλλη κοσμολογική ἀρχή, γιατί μόνη κοσμολογική ἀρχή εἶναι ἡ φωτιά· ἡ ζωή πού χαρακτηρίζει μόνιμα τή φωτιά εἶναι σύμφυτη μέ αὐτήν καί ἀποτελοῦν ταυτότητα. Ἡ ἀριστοτελική διάκριση τῆς ὕλης ἀπό τήν ἐνέργεια γιά τή σκέψη τουλάχιστο τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων εἶναι ἔννοια ἀδιανόητη. Ἔτσι κατά τό «πῦρ ἄειζωον» τοῦ Ἡρακλείτου δικαιούμαστε νά φανταστοῦμε ἕνα «ὕδωρ ἀείζωον» τοῦ Θαλή, ὅπως ἐπίσης ἕνα «ἄπειρον ἀείζωον» τοῦ Ἀναξιμάνδρου καί ἕναν «ἀέρα ἀείζωον» τοῦ Ἀναξιμένη.
Ἡ ἀπουσία κειμένου τοῦ Θαλῆ μᾶς στερεῖ τήν ἐποπτεία τοῦ λειτουργικοῦ ρόλου, πού ὁ σοφός ἀποδίδει στό ὑγρό στοιχεῖο. Γιά νά πάρομε μιά ἰδέα γι’ αὐτο τό πράγμα, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά καταφύγομε πάλι σέ φιλοσόφους νεότερους τοῦ Θαλῆ. Σύμφωνα μέ τά «Μετεωρολογικά» τοῦ Ἀριστοτέλη, Β 1, 353b 6 ἑπ., ὁ μαθητής τοῦ Θαλῆ Ἀναξίμανδρος, μάρτ. 27 Diels, δίδασκε ὅτι ἡ γῆ ἦταν κάποτε ὁλόκληρη σκεπασμένη ἀπό τό ὑγρό στοιχεῖο, ὅτι ἡ θάλασσα εἶναι ὑπόλειμμα ἐκείνου τοῦ ἀρχικοῦ ὕγροῦ καί ὅτι μέ τίς ἐξατμίσεις πού προκαλεῖ ὁ ἥλιος κάποτε ὁλόκληρη ἡ γῆ μπορεῖ νά γίνει στεριά. Αὐτη ἡ θέση τοῦ Ἀναξιμάνδρου θά μποροῦσε ἴσως νά θεωρηθῆ ὡς πρώτη ἔνδειξη τοῦ ρόλου τοῦ ὑγροῦ στοιχείου κατά τή θεωρία τοῦ Θαλῆ. Ἐξάλλου ὁ Ξενοφάνης καί ὁ Ἡράκλειτος, πρῶτοι φιλόσοφοι, πού ἀπό τό ἔργο τους σώθηκαν κάπως διεξοδικά ἀποσπάσματα, μᾶς ἐπιτρέπουν μέ αὐτολεξεί σωζόμενες προτάσεις τους πάνω στό ρόλο τοῦ νεροῦ νά φανταστοῦμε τήν ἔκθεση τοῦ Θαλῆ σ’ αὐτο τό σημεῖο της. Κατά τό ἀπόσπασμα 26 Farina τοῦ Ξενοφάνη ἡ θάλασσα εἶναι ἡ πηγή τοῦ νεροῦ καί τοῦ ἀνέμου. Γιατί χωρίς τό μεγάλο πόντο, λέει ὁ Ξενοφάνης, προεκτείνοντας τήν ὁμηρική ἀντίληψη («Ἰλιάς» Φ 195 ἑπ.), οὔτε τά σύννεφα θά ὑπῆρχαν οὔτε τά ρεύματα τῶν ποταμῶν οὔτε ἀπό τον αἰθέρα τό νερό τῆς βροχῆς. Καί καταλήγει: Ὁ μεγάλος πόντος εἶναι ὁ πατέρας τῶν νεφῶν καί τῶν ἀνέμων καί τῶν ποταμῶν. Ἡ κεντρική θέση πού δίνει στή θάλασσα ὁ Ξενοφάνης δέν ἀποδεικνύεται μόνο ἀπό αὐτό τό ἀπόσπασμα ἀλλά καί ἀπό τή γενικότερη θεωρία του (μάρτ. 32, 33, 38, 40 καί 43) ὅτι ἀκόμα καί τά οὐράνια σώματα σχηματίζονται ἀπό τίς ἀναθυμιάσεις τῆς θάλασσας. Στηριγμένος σ’ αὐτό τό προηγούμενο ὁ Ἡράκλειτος, μιά γενιά νεότερος τοῦ Ξενοφάνη, θά δώσει στή θάλασσα ἀνάλογη θέση μέσα στή φυσική θεωρία του. Ἀπό τό ἀπόσπασμα 31 τοῦ σοφοῦ της Ἐφέσου μαθαίνουμε ὅτι το πρῶτο σῶμα πού σχηματίζεται ἀπό το «ἀείζῳον πῦρ», θα λέγαμε ἀπό τη θερμική ένέργεια τοῦ σύμπαντος, εἶναι ἡ θάλασσα· ‘πό το σῶμα της θάλασσας το μισό γίνεται στεριά και το ἄλλο μισό θύελλες ἤ πύρινα ρεύματα, πού, μπορούμε να συμπληρώσουμε, γεννοῦν οὐράνια σώματα και φαινόμενα. Και στους δύο λοιπόν ἐκπροσώπους τοῦ ἀρχαϊκοῦ διαφωτισμοῦ ἡ θάλασσα κρατᾶ μιά τόσο κεντρική θέση, πού δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ἑρμήνευτῆ ὡς ἀναλαμπή τῆς θεωρίας τοῦ πρώτου κοσμολόγου. Καί ἐπειδή καί οἱ δύο φιλόσοφοι, πού τά λόγια τους ἐπικαλεστήκαμε, μιλοῦν ὄχι γιά νερό ἤ γιά ὑγρό ἀλλά γιά θάλασσα ὡς πρῶτο φυσικό μέγεθος, φτάνομε στή σκέψη ὁτι καί ὁ Θαλῆς, αὐτός ὁ ἀπολογητ τοῦ κόσμου τῆς θάλασσας, ἀκριβῶς τή «θάλασσα», ὄχι τό «ὕδωρ» ἡ τό «ὑγρόν», εἶπε ἀρχή τῶν ὄντων.
Ἀπομένει νά σχηματίσομε γνώμη γύρω ἀπό τό κοσμοείδωλο τοῦ Θαλῆ. Καί ἐδῶ ὅμως οἱ μαρτυρίες εἶναι φτωχές, ἄν καί, ὅταν πρόκειται γιά ἐπιδόσεις τοῦ σοφοῦ σέ μεμονωμένα προβλήματα τῆς ἀριθμητικῆς καί τῆς γεωμετρίας, τῆς μηχανικῆς καί τῆς ἀστρονομίας, εἶναι μᾶλλον φλύαρες καί ἴσως τοῦ ἀποδίδουν περισσότερα ἀπ’ ὅσα σκέφτηκε. Ἄν δέν μᾶς ἀπατᾶ ὁ δοξογράφος Ἀέτιος 2,13,1 = μάρτ. 17a καί 3,11,1 = μάρτ. 15, ὁ Θαλῆς πίστευε ὁτι ὁλα τά οὐράνια σώματα ἔχουν φύση ὅμοια μέ τή φύση τῆς γῆς ἀλλά εἶναι σέ διάπυρη κατάσταση, καί ὅτι στό κέντρο τοῦ οὐράνιου χώρου βρίσκεται ἡ γῆ. Ἀναφορικά μέ τή γῆ περισσότερη ἐμπιστοσύνη ἐμπνέει ἡ ἀριστοτελική μαρτυρία, «Περί οὐρανοῦ» Β 13. 294a 28 ἔπ. = μαρτ. 14 ὅτι ὁ Θαλῆς τή φανταζόταν νά πλέει σάν καράβι πάνω στό νερό : «Ἐφ' ὕδατος κεῖσθαι. Τοῦτον γάρ ἀρχαιοτατον παρειλήφαμεν τόν λόγον, ὅν φασιν εἰπεῖν Θαλῆν τόν Μιλήσιον ὡς διά τό πλωτήν εἶναι μιένουσαν ὥσπερ ξύλονἤἡ τί τοιοῦτον ἕτερον». Ἡ θέση αὐτή, μόλο πού ἠχεῖ παράδοξα καί φαίνεται ἁπλοϊκή ἤ ἀκόμα καί μυθική, ὄχι μόνο ἐναρμονίζεται ἀπόλυτα μέ τήν ἀντίληψη τοῦ νεροῦ ὡς πρώτου δομήσιμου ὕλικοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ἀποτελεῖ βῆμα στόν ἀγώνα γιά τήν ἀπομύθωση τοῦ κοσμοειδώλου τῶν Ἑλλήνων. Τό πράγμα παίρνει περισσότερη καθαρότητα, ὁταν θυμηθοῦμε τούς στίχους ἅ 52-54 τῆς «Ὀδυσσείας», ὁπου ἐκφράζεται ἡ ἀρχαιότερη ἑλληνική ἀντίληψη γι’ αὐτό τό θέμα : Ἡ γῆ μαζί μέ τόν οὐρανό στηρίζεται δυό κολόνες, πού τίς σηκώνει ὁ Ἄτλας. Λέγοντας ὁ Θαλῆς ὁτι ἡ γῆ ἀκουμπᾶ στή θάλασσα, ἀνοίγει τό δρόμο γιά νά ὑποστηρίξει σέ λίγο ὁ Ἀναξίμανδρος (βλ. σέλ. 352) ὁτι ἡ γῆ δέν στηρίζεται πουθενά. Στήν ἀφετηρία τῆς θεωρίας ὁτι ἡ γῆ ἀκουμπᾶ στή θάλασσα ἀνακαλύπτομε ποικίλους μέσογειακούς μύθους γιά χῶρες ἡ νησιά πού πλέουν (π.χ. ἡ Δῆλος), καί εἰδικώτερα τή γνωστή ἀπό τόν Ὅμηρο, «Ἰλιάς» Σ 607, ἀντίληψη ὅτι ἡ γῆ εἶναι ζωσμένη γύρω τριγύρω ἀπό τόν Ὠκεανό, ἀντίληψη πού μέ τή σειρά της ἀνάγεται σέ ἀνατολικά προτυπα, καί ἀρκεῖ γι’ αὐτό νά φέρει κανείς στό νοῦ του τούς στίχους τοῦ Δαυίδ 23,3 «αὐτός [sc. ὁ κύριος] ἐπί θαλασςῶν ἐθεμελίωσεν αὐτήν[sc. Την γῆν» και 135,6 «τῷ στερώσαντι[sc. Κυρίῳ] την γῆν ἐπί τῶν ὑδάτων».
Παραδόσεις, ὅπως αὐτές, ὅτι ὁ Θαλῆς ἐχώρισε «την τοῦ παντός οὐρανοῦ σφαῖραν εἰς κύκλους πέντε, οὕστινας προσαγορεύουσι ζώνας» (Ἀέτιος 2, 12,1 = μάρτ. 13c), ὅτι «πρῶτος τό τοῦ ἡλίου μέγεθος (τοῦ ἡλιακοῦ κύκλου ὥσπερ καί τό τῆς σελήνης μέγεθος) τοῦ σεληναίου ἑπτακοσιοστόν καί εἰκοστόν μέρος ἀπεφήνατο» (Διογένης 1,24= μάρτ. 1), ὅτι «πρῶτος ἔφη ὑπό τοῦ ἡλίου φωτίζεσθαι τήν σελήνην» (Ἀέτιος 2,27,5= μάρτ. 17b), ὅτι «εὗρε τόν ἥλιον ἐκλείπειν ἐξ ὑποδρομής σελήνης» («Σχόλια εἰς Πλάτωνος Πολιτείαν» 600a = μάρτ. 3), ὅτι προῦπολόγισε τήν ἡλιακή ἔκλειψη τῆς 28ης Μαΐου 584 (μάρτ. 5), ὅτι μέτρησε τό ὕψος τῶν πυραμίδων «τήν βακτηρίαν στήσας ἐπί τῷ πέρατι τῆς σκιᾶς ἥν ἡ πυραμίς ἐποίει, γενομένων τῇ ἐπαφῇ της ἀκτῖνος δυοῖν τριγώνων» (Πλούταρχος, «Συμπόσιον» 2,147a = μάρτ. 21) καί ὅτι μετατόπισε τήν κοίτη τοῦ ποταμοῦ Ἄλυ, γιά νά περάσει ὁ στρατός τοῦ Κροίσου (Ἡρόδοτος 1,75= μάρτ. 6), μᾶς ἐπιτρέπουν νά φανταστοῦμε ὅτι ἐπεξεργάστηκε τίς γνώσεις πού πῆρε «εἰς Αἴγυπτον ἐλθών» (Πρόκλος, «Εἰς τό πρῶτον τῶν Εὐκλείδου στοιχείων» 65,3 = μάρτ. II) καί ὅτι οἰκοδόμησε εὐρύ βάθρο γνωριμίας τοῦ κόσμου, γιά νά στηρίξει ἐπάνω του τή φυσική φιλοσοφία του, τήν πρώτη θεωρητική στιγμή τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.
3. Τό ἀπέραντο.
Τό κοσμολογικό πρόβλημα πού ἐγκαινίασε ὁ Θαλῆς εἶχε τή συνέχειά του στό μαθητή καί συμπολίτη του Ἀναξίμανδρο (περίπου 610-546). Ὁ δεύτερος ὑλοζωιστής φαίνεται νά ἀναζήτησε τή φυσική ἀρχή τοῦ κόσμου σέ πλαίσια εὐρύτερα ἀπό τό σῶμα τῆς θάλασσας. Στό αἴτημά του αὐτό μποροῦσαν νά ἀνταποκριθοῦν κυρίως οἱ παραστάσεις τοῦ χάους, τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἀέρα, πού δέσποζαν στήν ἐποχή του, καθώς φαίνεται ἀπό τά κείμενα τοῦ Ἡσιόδου, τῶν Ὀρφικῶν, τοῦ Ἐπιμενίδη καί τοῦ Φερεκύδη (βλ. σέλ. 339-341). Μέ τίς παραστάσεις αὐτές τό ἑλληνικό πνεῦμα εἶχε τήν πρώτη του ἐνοραση τοῦ διαστημικοῦ γώρου. Μπροστά στήν ἀπεραντοσύνη του στάθηκε καί ὁ Ἀναξίμανδρος καί ὅρισε τήν ἀρχή τοῦ κόσμου μέ τόν ὅρο τοῦ Ἀπέραντου.
Τό νόημα πού ὁ Ἀναξίμανδρος ἔδινε στόν ὅρο, πού ὁ ἴδιος ἐσχημάτισε, οὐσιαστικοποιώντας τό οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου «ἄπειρος», ἀποτέλεσε πρόβλημα τόσο γιά τούς ἀρχαίους ὅσο καί γιά τούς νεοτέρους. Ἔτσι δόθηκαν στόν ὅρο ποικίλες ἑρμηνεῖες, ἀντλημένες δυστυχῶς ὄχι μόνο ἀπό τή γλώσσα τῆς φυσικῆς. Ἄν ὅμως ἡ ἑρμηνεία προσανατολιστῆ μέ ἀκρίβεια στόν νοηματικό περίγυρο τῆς ἰωνικῆς φυσικῆς, ὁ προβληματισμός δέν δικαιολογεῖται. Οἱ Ἴωνες, ὅπως εἶναι γνωστό φλέγονταν ἀπό την έπιθυμία να ἐξακριβώσουν την ὕλη και τη σύσταση τοῦ κόσμου και οἱ ἀρχές ταῆς φυσικῆς θεωρίας τους εἶναι μόνο σώματα: Θάλασσα, ἀέρας, φωτιά, δηλαδή ἔννοιες χώρου-ὄγκου. Με ποιο δικαίωμα λοιπόν θα δίναμε στην ἀρχή τοῦ δεύτερου κοσμολόγου τῆς Μιλήτου ἕνα νόημα διαφορετικό; Θεσπίζοντας ὁ Ἀναξίμανδρος τόν ὅρο «ἄπειρον» ὡς ἀρχή τοῦ κόσμου, δέν εἶναι δυνατόν να πρόσφερε τούς σύγχρονούς του ἕνα νόημα λιγότερο προσιτό ἀπό ἐκεῖνο πού ἐγκλείουν οἱ ὅροι θάλασσα, ἀέρας, φωτιά. Ἔτσι τό «ἄπειρον» μόνο τήν κοινή σημασία τοῦ ἀπέραντου, δηλαδή ἀπροσμέτρητου χώρου-ὄγκου μπορεῖ νά ἑρμηνευτῆ. Ἄλλωστε τή σημασία αὐτή καί μόνο δικαιολογεῖ ἡ φιλοσοφική γλώσσα τοῦ ἕκτου αἰώνα, καθώς βγαίνει ἀπό τή χρήση τοῦ ὅρου στούς πιό κοντινούς στόν Ἀναξίμανδρο, δηλαδή στόν Ἀναξιμένη μάρτ. 6 Diels, καί στόν Ξενοφάνη, ἄποσπ.28 Diels (πρβλ. Εὐριπίδη, ἀπόσπ. 941,1 Nauck, καί Λεύκιππο, μάρτ. 1 καί 24 Diels). Ἄπειρο, χάος, ἀχανές ἀκόμα ἀέρας καί αἰθέρας, εἶναι ἔννοιες σχεδόν ταυτόσημες στήν πρωτόγονη ἀντίληψη. Μέ ἄλλα λόγια, ὅπως ὁ Θαλῆς ἀπομυθώνει τόν ὁμηρικό Ὠκεανό, ἔτσι καί ὁ Ἀναξίμανδρος ἀπομυθώνει τό ἡσιόδειο Χάος. Καί ὁ μαθητής τοῦ πρώτου κοσμολόγου τῆς Μιλήτου ἀφαιρεῖ ἕνα θεϊκό προσωπεῖο καί ἀπολύπτει ἕνα γυμνό φυσικό μέγεθος. Ἡ ἀπομύθωση θά συνεχιστή, καθώς θά περιγράφονται τά γνωρίσματα τοῦ ἀπέραντου. Σύμφωνα με τά ἀποσπάσματα 2 καί 3 τοῦ Ἀναξιμάνδρου τό ἀπέραντο εἶναι «ἀγήρω» «ἀθάνατον» καί «ἀνώλεθρον». Τέτοιες ἰδιότητες κοσμοῦσαν ὡς τώρα μόνο τή θεοτητα. Ἀπό τώρα καί ἔπειτα στήν ἑλληνική σκέψη θά συνθέτουν τήν ἔννοια τῆς ἀφθαρσίας τῆς ὕλης.
Πῶς ἀπό τό ἀπέραντο ἐξηγεῖται ἡ δημιουργία τοῦ σύμπαντος κατά τή θεωρία τοῦ Ἀναξιμάνδρου, τό ξέρομε μέ κάποια σχετική σαφήνεια μόνο ἀπό μαρτυρία τοῦ Ψευδό-Πλουτάρχου, «Στρωματεῖς» 2 = μάρτ. 10. Σύμφωνα με αὐτήν ἀπό τό ἀπέραντο ἀποχωρίστηκε τό σπέρμα τοῦ θερμού και τοῦ ψυχροῦ, πού ἐδῶ πρέπει νά νοηθοῦν ὡς οὐσίες, ὄχι ὡς ποιότητες· ἀπό αὐτές τίς δυό ἀντίθετες οὐσίες σχηματίστηκε στόν ἀέρα ἡ καλύτερα, ὅπως ἐννοοῦμε ἐμεῖς, στόν κενό γῶρο γύρω ἀπό τή γῆ, δηλαδή τό κέντρο τοῦ κόσμου κατά τόν Ἀναξίμανδρο, μιά πύρινη σφαίρα, ὅπως στο δένδρο ὁ φλοιός, ὅταν αὐτό τό περίβλημα ἔσκασε καί τά κομμάτια τῆς πύρινης μάζας ἐκτοξεύτηκαν στό διάστημα καί περικλείστηκαν σέ σφαῖρες, ἀποτελέστηκαν ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί τά ἄστρα : «Φησί δέ τό ἐκ τοῦ ἀιδίου γόνιμον θερμοῦ τέ καί ψυχροῦ κατά τήν γένεσιν τοῦδε τοῦ κόσμου ἀποκριθῆναι καί τινα ἐκ τούτου φλογός σφαίραν περιφυῆναι τῷ περί τήν γῆν ἀέρι ὡς τῷ δένδρῳ φλοιόν· ἧστινος ἀπορραγείσης καί εἴς τινας ἀποκλεισθείσης κύκλούς ὑποστῆναι τόν ἥλιον καί τήν σελήνην καί τούς ἀστέρας». Ἐδῶ ἀριστοτελική παράδοση, μάρτ. 17, προσγράφει στόν Ἀναξίμανδρο τήν πεποίθηση ὅτι μέ τόν παραπάνω τρόπο γεννιοῦνται ἀπό τό ἀπέραντο ἀμετρητα ἡλιακά συστήματα, πού ὑπάρχουν όχι μόνο διαδοχικά ἀλλά και ταυτόχρονα. Ἔτσι ἐμφανίζει τον Ἀναξίμανδρο ὡς πρόδρομο ταῶν Ἀτομικῶν στη θεωρία τοῦ ἄπειρου πλήθους κόσμων. Ὁ Cornford κάνει πολύ ἀμφίβολο το κύρος αύτῆς τῆς παράδοσης, καθώς δείχνει ὅτι στον αἰώνα τοῦ Ἀναξιμάνδρου ἡ προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων δέν ἦταν ἀκόμα καιρός νά ξεπεράσει τή φιλοδοξία του νά ἐξηγήσει τή σύσταση τοῦ δεδομένου καί μοναδικοῦ κόσμου τῆς ἐμπειρίας.
Ἀπό τό πρῶτο ἀποσπασμα τοῦ Ἀναξιμάνδρου μαθαίνομε ὅτι κάθε φυσικό ὄν ὀφείλει τήν ὕπαρξή του σέ δομήσιμα ὑλικά πού ἀφαίρεσε ἀπό ἄλλα φυσικά ὄντα καί ὅτι μέ τόν ἀφανισμό του ἐπιστρέφει αὐτά τά ὑλικά στά ὄντα, πού τά ἔχασαν, διαδικασία πού ἐπιβάλλεται ἀπό τό νόμο τῆς ἀνάγκης· δηλαδή τά ὄντα τιμωροῦνται καί πληρώνουν ἀμοιβαία καί σύμφωνα μέ τή χρονική τάξη γιά τήν ἀμοιβαία ἀδικία πού ἔχουν κάνει, προκαλώντας μέ τή γέννησή τους τό θάνατο ἄλλων ὄντων :«Ἐξ ὧν δέ ἡ γένεσίς ἐστι τοῖς οὖσι, καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατά τό χρεῶν διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις της ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν». Τό κείμενο αὐτό φανερώνει ὅτι τό ἑλληνικό πνεῦμα ἔχει ἡδη κατακτήσει ὁρισμένες ἔννοιες, βασικές γιά τή θεωρία τῆς φύσης : Τήν ἔννοια, ὄχι πιά τήν παράσταση, ταῆς ἀνάγκης')(«χρεών»), τήν ἔννοια τῆς σχέσης(«ἀλλήλοις») καί τήν ἔννοια τῆς τάξης τῶν πραγμάτων μέσα στό χρόνο («κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν»). Ὁ νόμος τῆς μεταβολῆς αἰτιολογεῖται ἐδῶ ἀκόμα μέ ἔννοιες τῆς ἠθικῆς: Ἡ γένεση κάθε ὄντος συμβαίνει μέ τήν ἐξόντωση ἕνος ἄλλου· ἔτσι κάθε ὄν βαρύνεται ἀπό τή γέννησή του μέ ἕνα ἔγκλημα, πού τιμωρεῖται μέ θάνατο. Τό ὄν θά φθαρῆ καί θά παραχωρήσει τή θέση του σέ κάποιο ἄλλο, ὅπως τό ἴδιο μέ τή γέννησή του πῆρε τή θέση κάποιου προηγούμενου. Ἡ γέννηση λοιπόν εἶναι ἔγκλημα, ὁ θάνατος τιμωρία. Δύο γενιές ἀργότερα ὁ Ἕλληνας θά μπορεῖ νά διατυπώσει αὐτή τή διαδικασία μέ τή γλώσσα τῆς φυσικῆς. Ἔτσι ὁ Ἡράκλειτος, ἀποσπ. 36 θά πεῖ: «Ψυχήσιν θάνατος ὕδωρ γενέσθαι, ὕδατι δέ θάνατος γῆν γενέσθαι κτλ.» Ή, ἀκόμα καλύτερα, ἀπόσπ. 31 : «Πυρός τροπαί πρῶτον θάλασσα, θαλάσσης δέ τό μέν ἥμισυ γῆ, τό δέ ἥμισυ πρηστήρ». Ἐκεῖνο ὁμως πού ἔγει μεγαλύτερη σημασία εἶναι ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος, ὅπως παρατήρησε ὁ Vlastos, ἔχει φτάσει στήν ἰδέα ἕνος νόμου αὐτορρυθμιζόμενης ἰσορροπίας μέσα στή φύση.
Εἶναι φανερό ἀπ’ ὅσα εἴπαμε ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι ὁ πρῶτος πού ἔχει ὁρισμένη εἰκόνα τοῦ σύμπαντος. Τά οὐράνια σώματα εἶναι ἀποσπάσματα ἀπό τήν πρώτη πύρινη μάζα τοῦ κόσμου. Ἡ ὕλη τους ἔχει πάρει σχῆμα τροχοῦ καί μιά ἀέρινη σφαίρα εἶναι τό περίβλημά τους. Σέ ὁρισμένα σημεῖα τό περίβλημα διαθέτει στόμια, ἀπ’ ὅπου ἡ πύρινη μάζα στέλνει πρός τά ἔξω τίς φλόγες της, καί ἔτσι τά οὐράνια σώματα γίνονται ἀντιληπτά στίς αἰσθήσεις μας. Ὅταν τά στόμιά τους φράξουν, σημαίνει ἔκλειψη (βλ. γνωστό ἀκόμα ὅτι αὐτή ἡ διάταξη τοῦ Ἀναξιμάνδρου εἶχε καί ὀπαδούς στούς αἰῶνες πού ἀκολούθησαν : «Ἀναξίμανδρος καί Μητρόδωρος ὁ Χίος καί Κράτης ἀνωτάτω μέν πάντων τόν ἥλιον τετάχθαι, μετ’ αὐτόν δέ τήν σελήνην, ὑπό δέ αὐτούς τά ἀπλανῆ τῶν ἄστρων καί τούς πλάνητας». Ἡ θέση αὐτή ὑποδηλώνει ὅτι κατά τόν Ἀναξίμανδρο ἀνάμεσα στή γῆ καί στόν ἥλιο εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόσταση, ὕστερα ἔρχεται ἡ ἀπόσταση ἀπό τή γῆ σελήνη καί τελευταία ἡ ἀπόσταση τῶν ἄλλων ἄστρων, δηλαδή οἱ πλανῆτες καί οἱ ἀπλανεῖς πλησιάζουν τή γῆ περισσότερο καί ἀπό τό φεγγάρι. Αὐτή ἡ διάταξη τῶν οὐράνιων σωμάτων μέσα στό διάστημα σέ σχέση μέ τη γῆ ἔχει ἀνατολική καταγωγή.
Ὁ ἥλιος τοῦ Ἀναξιμάνδρου εἶναι κατά τή μαρτυρία τοῦ Διογένη 2 μάρτ. 1 «καθαρώτατον πῦρ» καί ὄχι μικρότερος ἀπό τή γῆ. Ἀκριβεστερα κατά τόν Ἀέτιο 2,20,1 καί 2,21,1 = μάρτ. 21, ὁ πυρήνας του εἶναι ἴσος μέ τόν ὄγκο τῆς γῆς, ἄλλα ἡ περιφέρειά του εἶναι 27 (ἡ 28) φορές μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη της γῆς, ἐνῶ ἡ περιφέρεια τῆς σελήνης εἶναι 18 (ἤ 19) φορές μεγαλύτερη ἀπό ἐκείνη της γῆς. Ἡ μέτρηση τοῦ ὄγκου τόσο ταῶν οὐράνιων σωμάτων ὅσό καί τῆς ἴδιας της γής - ὅπως θά δοῦμε, θεωρεῖται κύλινδρος μέ ὕψος τό 1/3 τοῦ πλάτους της - μέ πολλαπλάσια καί ὑπόπολλαπλάσια τοῦ ἱεροῦ ἀριθμοῦ 3 μᾶς ὁδηγεῖ πραγματικά σέ πολύ παλαιά τυπά στοχασμού. 'Ὡστόσο ἡ γνωριμία τῆς κοσμογένεσης τοῦ Ἄναξιμάνδρου δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά φανταστοῦμε οὐράνια σώματα μεγαλύτερα ἀπό τή γῆ ἡ ἴσα μέ αὐτήν. Ἡ γῆ, σύμφωνα μέ τίς ἐξηγήσεις πού δόθηκαν καί πού πρόκειται νά δοθοῦν πιό κάτω, ὑποχρεωτικά πρέπει νά θεωρεῖται κέντρο ὁλόκληρής της κοσμικῆς μάζας τόσο πρίν ὅσο καί μετά τό σχῆματισμό τοῦ σύμπαντος. Ἄν λοιπόν ὁρισμένα τμήματα πού ἀποσπάστηκαν ἀπό τό σύνολο τῆς κοσμικῆς μάζας ἦταν μεγαλύτερα ἀπό τή γῆ, δέν θά μποροῦσε βέβαια νά γίνει λόγος γιά κεντρική θέση τῆς γῆς μέσα στό κοσμικό σύστημα, ἀφοῦ αὐτόματα στήν ἀντίληψη τῶν θεωρητῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὁ ἄξονας τοῦ κόσμου θά μετατοπιζόταν. Τό πράγμα φωτίζεται περισσότερο, ἄν παρακολουθήσομε τή θεώρηση τοῦ ἥλιου ἀπό Ἕλληνες πού σκέφτηκαν ὕστερα ἀπό τόν Ἀναξίμανδρο. Ἔτσι ὁ Ξενοφάνης δυό γενιές ἀργότερα, θά μας διδάξει, μάρτ. 32, 33, 40, 41 καί 41a, ὅτι, ὅπως ὅλα τά οὐράνια σώματα ἔτσι καί ὁ ἥλιος ἡ καλύτερα οἱ ἥλιοι, γιατί ὁ Ξενοφάνης δέχεται ἕνα πλῆθος ἥλιους, πού λειτουργοΰν πάνω ἀπό τίς διάφορες ζῶνες καί περιοχές τῆς γῆς δέν εἶναι παρά σώματα κυριολεκτικά ἐφήμερα, ἀθροίσματα ἀπό σπίθες μέ πηγή τίς ἀναθυμιάσεις τῆς θάλασσας καί μέ πραγματικό, ὄχι φαινομενικό ἄναμμα καί σβήσιμο πρωί βράδι. Ὕστερα ἀπό τόν Ξενοφάνη ὁ Ἡράκλειτος, ἄποσπ. 3 καί 6, θά μᾶς πεῖ ὅτι δ ἥλιος ἔχει πλάτος ἑνός ποδιοῦ καί ὅτι εῖναι καινούργιος κάθε μέρα, ἐνῶ ὁ Ἀναξαγόρας, πού ἡ δράση του τοποθετεῖται ὄχι πια στους ἀρχαϊκούς ἀλλά στους κλασσικούς χρόνους, πρέπει να ἐκανε ἐκπληξη με τον ἰσχυρισμό του, ὅτι ὁ ἥλιος εἶναι «μείζων» ἤ και «πολλαπλάσιος» ταῆς Πελοποννήσου (μαρτ. 1.42 και 72 Diels). Ὁ Ἀναξίμανδρος φαντάζεται τον ἥλιο σαν ἕνα τροχό με ἀξονικό κέντρο, ἀκτίνες καί περιφέρεια. Τό ἀξονικό κέντρο εἶναι γεμάτο φωτιά πού ἀπό τίς ἀκτίνες διοχετεύεται πρός τήν περιφέρεια. Ἡ σελήνη κατά τή μαρτυρία τοῦ Διογένη 2,1 = μάρτ. 1 παίρνει τό φῶς της ἀπό τόν ἥλιο, ἐνῶ κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἀετίου 2,25,1 καί 2,28,1 = μάρτ. 22 εἶναι αὐτόφωτη. Ἡ πρώτη ἐκδοχή δέν φαίνεται πιθανή, μιά καί δεχόμαστε ὅτι ὁ ’Ἀναξίμανδρος φαντάζεται τή σελήνη ὅμοια μέ τόν ἥλιο, δηλαδή τροχό μέ τή γνωστή δομή του, καί ὅτι ἐξηγεῖ τό γέμισμα καί τό ἄδειασμά της ἀπό τά γυρίσματα τοῦ τροχοῦ.
Στό κέντρο τοῦ κόσμου βρίσκεται ἡ γῆ (μάρτ. 1, 2 καί 26), πού βέβαια δέν ἀκουμπᾶ οὔτε στή θάλασσα τοῦ Θαλῆ (βλ. σέλ. 347) οὔτε πουθενά ἀλλοῦ, ἀλλά μένει μετέωρη, γιατί ἀπέχει τό ἴδιο ἀπό παντοῦ. Ἐδῶ πρόκειται γιά ἀποφανση, πού, ὅπως δείχνει ὁ Dicks, Astronomy 44 ἑπ., ὑποδηλώνει τήν τάση γιά ἀπομύθωση τοῦ κόσμου, ὄχι τίς ἀδύνατες γιά τόν ἕκτο αἴωνα γνώσεις μαθηματικῆς φυσικῆς. Γιά τό σχῆμα τῆς γῆς ὁ Διογένης 2,1 = μάρτ. 1 λέει ὅτι εἶναι σφαιρικό, ἀλλά καί σ’ αὐτη τήν περίπτωση δέν φαίνεται νά φέρνει εἰδήσεις ἐξακριβωμένες. Τρεῖς ἄλλοι συγγραφεῖς, ὁ Ἰππόλυτος, «Ἔλεγχος» 1,6,3 = μάρτ. 11, ὁ Ψευδο-Πλούταρχος, «Στρωματεῖς» 2= μάρτ. 10, καί ὁ Ἀέτιος 3,10,2= μάρτ. 25, δηλώνουν ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος τό φανταζόταν κυλινδρικό, σάν σπόνδυλο ἀπό κολόνα, σύλληψη πού φυσικά μπορεῖ νά θεωρηθῆ σκαλοπάτι γιά τήν κατάκτηση τῆς ἔννοιας τῆς γήινης σφαιρικότητας. Κατά τόν Ψευδο-Πλούταρχο ἀκόμα ὁ Ἀναξίμανδρος ἔλεγε ὅτι τό ὕψος της εἶναι τό ἕνα τρίτο τοῦ πλάτους της. Σύμφωνα μέ τά «Μετεωρολογικά» τοῦ Ἀριστοτέλη Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ὁ Ἀναξίμανδρος δίδασκε ὅτι ἡ γῆ ἦταν κάποτε ὁλόκληρη σκεπασμένη ἀπό τό ὑγρό στοιχεῖο, ὅτι ἡ θάλασσα εἶναι ὑπόλειμμα ἔκεινου τοῦ ἀρχικοῦ ὑγροῦ καί ὅτι μέ τίς ἐξατμίσεις πού προκαλεῖ ὁ ἥλιος κάποτε ὁλόκληρη μπορεῖ νά γίνει στεριά. Ὁ Ἀλέξανδρος ὁἁφροδισιεύς, «Εἰς Μετεωρολογικά» 67,3= μάρτ. 27 δηλώνει ὅτι αὐτἠ τή θεωρία τοῦ Ἀναξιμάνδρου τήν ἀκολουθεῖ ὁ Διογένης ὁ Ἀπολλωνιάτης. Φαίνεται ἀκόμα ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι ὁ πρῶτος πού κατασκεύασε χάρτη τῆς ὑδρογείου. Ὅπως λέει ὁ Ἀγαθήμερος 1,1 = μάρτ. 6 «πρῶτος ἐτόλμησε τήν οἰκουμένην ἐν πίνακι γράψαι» ἤ κατά τή διατύπωση τοῦ Στράβωνα 1,7= μάρτ. 6 «ἐκδοῦναι πρῶτον γεωγραφικόν πίνακα». Καί σ’ αὐτό τό ἐπίτευγμα ἡ ἐπιστήμη διαβλέπει βαβυλωνιακό ἡ γενικά ἀνατολικό προτυπο. Ἡ παράδοση τοῦ ἔχει πρόσγράψει ἀκόμα πλούσιες γνώσεις πάνω σέ ἀστρονομικα καί μετεωρολογικά θέματα, ὅπως οἱ ἀπόστασεις τῶν οὐράνιων σωμάτων, οἱ ἰσημερίες, οἱ ἐκλείψεις, οἱ βροντές, οἱ ἀστραπές, οἱ βροχές, οἱ ἄνεμοι κτλ. Ἐδῶ πρέπει νά σημειώσομε ὅτι γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀστρονομίας καί τῆς μετεωρολογίας σ’αὐτά τά χρόνια πού συνετέλεσαν ἀπό τή μια οἱ ἐπιδόσεις τῶν λαῶν στήν ἀστρολογία, πού ἱκανοποιοῦσε την περιέργεια τῶν ἀνθρώπων πάνω στο ἄν τά ἄστρα ἐπηρεάζουν και ὡς ποιο, και ἀπό την ἄλλη οἱ ἀνάγκες ταῶν Ἑλλήνων οἱ σχετικές με τις καλλιέργειες και τις ἐκτεταμένες θαλάσσιες ἐπιχείρησεις τους. Βέβαια γιά ἀστρονομικές γνώσεις πού θά ξεπερνοΰσαν τό γνωστό ἀπό τήν ποίηση πρακτικό ἐπίπεδο καί θά ἔφταναν στή μαθηματική θεωρία, ὅπως δείχνει ὁ Dicks, Solstices 39ἑπ., δεν μπορεῖ νά γίνει ἀκόμα λόγος στόν ἕκτο αἰώνα.
Ἰδιαίτερα τραβᾶ τήν προσοχή μας ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξιμάνδρου γιά τήν καταγωγή τῆς ζωῆς. Ὁ Ἰππόλυτος, «Ἔλεγχος» 1.6.6=11. τοῦ ἀποδίδει τήν ἄποψη ὅτι τά «ζῷα γίνεσθαι (ἐξ ὕγροῦ) ἐξατμιζομένου ὑπό τοῦ ἡλίου» πράγμα πού σημαίνει περίπου ὅτι αἰτιολογοῦσε τήν ἐμφάνιση τῆς ζωῆς ἀπό θερμοκρασιακές μεταπτώσεις πάνω στόν πλανήτη. Κατά τόν Ἀέτιο 5,19,4 = μάρτ. 30 πίστευε ὅτι τά πρῶτα ζῶα γεννήθηκαν μέσα στό ὑγρό στοιχεῖο καί ἦταν κλεισμένα σέ «φλοιούς» ἀγκαθωτούς· σέ προχωρημένη ἡλικία ἀποξεραίνονταν, ἔσκαζε ὁ φλοιός τους καί σέ λίγο πέθαιναν : «Ἐν ὑγρῷ γεννηθῆναι τά πρῶτα ζῶα φλοιοῖς περιεχόμενα ἀκανθώδεσι, προβαινούσης δέ τῆς ἡλικίας ἀποβαίνειν ἐπί τό ξηρότερον καί περιρρηγνυμένου τοῦ φλοιοῦ ἐπ’ ὀλίγον χρόνον μεταβιῶναι». Ὅσο γιά τήν καταγωγή τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος εἶχε φτάσει σ’ ἕνα εἶδος θεωρίας τῆς ἐξελίξεως. Ξεκινώντας, ὅπως λέει ὁ Ψευδο-Πλούταρχος, «Στρωματεῖς» 2 = μάρτ. 10 ἀπό τή σκέψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό μόνο ἴσως ζῷο πού δέν ἔχει αὐτάρκεια, μέ τή γέννησή του, ἀλλά χρειάζεται γιά πολύν καιρό τή φροντίδα τῆς μητέρας, ἔφτασε στό συμπέρασμα ὅτι, ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀνάμεσα στά πρῶτα ζῶα τῆς δημιουργίας, θά μποροῦσε εὔκολα νά ἐξαφανιστῆ, καί γι’ αὐτό πρέπει νά βρίσκεται στό τέρμα μίας ἐξελικτικῆς πορείας: «Ἔτι φησίν, ὅτι κατ’ ἀρχάς ἐξ ἀλλοειδῶν ζῴων ὁ ἄνθρωπος ἐγεννηθη, ἐκ τοῦ τά μέν ἄλλα δί’ ἑαυτῶν ταχύ νέμεσθαι, μόνον δέ τόν ἄνθρωπον πόλυχρονίου δεῖσθαι τιθηνήσεως· διό καί κατ’ ἀρχάς οὐκ ἄν ποτε τοιοῦτον ὄντα διασωθῆναι». Μπροστά σέ τέτοια εἴδηση γίνεται πιό ἔντονα αἰσθητή ἡ ἔλλειψη ἀποσπασμάτων καί μαρτυριῶν, πού νά προσκομίζουν περισσότερα στοιχεῖα γύρω ἀπό αὐτή τή θεωρία τοῦ Ἀναξιμάνδρου. Τό μόνο πού μποροῦμε νά προσθέσομε, βγαίνει ἀπό μιά εἴδηση τοῦ Πλουτάρχου, «Συμποσιακά» 8,4,730e = μάρτ. 30, πρβλ. μάρτ. 11, πού παρουσιάζει τον Ἀναξί μανδρο «τῶν ἀνθρώπων πατέρα καί μητέρα κοινόν ἀποφήνας τόν ἰχθῦν». Γενικεύοντας μποροΰμε νά ποῦμε μαζί μέ τόν ν. Fritz ὅτι ὁ μεγάλος ρόλος πού ὁ Ἀναξίμανδρος ἀποδίδει στό ὑγρό στοιχεῖο, τόσο σέ σχέση τήν ἱστορία τῆς γῆς ὅσο καί μέ τήν καταγωγή τῆς ζωῆς, δείχνει τήν ἐπίδράση τοῦ Θαλή στό διάδοχό του.
4. Ὁ ἀέρας
Ὁ Ἀναξίμανδρος (περίπου 565-525) πρέπει να ξεκινᾶ ἀπό την ἐπιθυμία να καταστήσει πιο συγκεκριμένη την κοσμολογική ἀρχή τοῦ δασκάλου του. Μέ βάση τήν ἐμπειρία τῆς γήινης ἀτμόσφαιρας φτάνει στό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἀέρας ἀποτελεῖ τό περιεχόμενο ὁλοκληρου τοῦ διαστημικοῦ χώρου ἤ μᾶλλον ὅτι ἡ ἀέρινη μάζα ἀπαρτίζει τό κοσμικό διάστημα ὡς τά ἔσχατα ὅριά του. Ὁ Ἀναξίμανδρος εἶχε θεωρήσει ὡς ἀρχή τοῦ κόσμου τό ἀπέραντο διάστημα. Ὁ μαθητής του τό γεμίζει μέ τή μάζα τοῦ ἀέρα. Ἔτσι ἡ κοσμολογική ἀρχή τοῦ δασκάλου συγκεκριμενοποιεῖται. Αὐτή τήν ἀέρίνη μάζα, πού ὁ Ἀναξιμένης τή θεωροῦσε ὡς πρώτη ὕλη καί γεννητική αἰτία τοῦ κόσμου, τήν ἐννοοῦσε βέβαια, ὅπῶς καί οἱ ἄλλοι ὑλοζωιστές τίς κοσμολογικές ἀρχές τους, ὡς ἔμψυχη καί αὐτοκίνητη ἡ καλύτερα ὡς ταυτόσημη μέ τήν ψυχή καί συνεκτικό δεσμό τοῦ συμπαντος. Τό γεγονός ὅτι στόν ἀέρα εἶναι πιό ἔντονα αἰσθητή ἡ κινητικότητα ἀσφαλῶς θά ἔπαιξε τό ρόλο του στήν ἐκλογή αὐτοῦ τοῦ σώματος ὡς αὐτοκίνητης ἀρχῆς. ὉὉ ἴδιος ὁ Ἀναξιμένης λέει στό δεύτερο ἀπόσπασμα του ὅτι, ὅπως ἡ ψυχή μας, πού εἶναι ἕνας ἀέρας, μᾶς συνέχει, δηλαδή διασφαλίζει τήν ἑνότητά μας, ἔτσι καί ὁλόκληρο τόν κόσμο τόν συνέχει γύρω τριγύρω μιά πνοή καί ἕνας ἀέρας : «Οἶον ἡ ψυχή ἡ ἡμέτερα ἀήρ οὖσα συγκρατεὶ ἡμας, καί ὅλον τόν κόσμον πνεῦμα καί ἀήρ περιέχει». Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Gigon 103, τό ἀπόσπασμα μᾶς ὁδηγεϊ στήν ἰδέα ἑνός κόσμου, πού τό σῶμα του εἶναι ζωντανό ὅπως τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτή τή σύλληψη ὁ πιό ἄμεσος πρόδρομος τοῦ Ἀναξιμένη, ἀπό τήν περιοχή τοῦ μύθου βέβαια, εἶναι ὁ Ἐπιμενίδης. Αὐτός εἶχε φανταστῆ ὡς πρῶτο ὄν τοῦ κόσμου τό θεό Ἀέρα (βλ. σέλ. 340).
Ἕνας ὀπαδός τοῦ Ἀναξιμένη ἕκατο χρόνια ἀργότερα, ὁ Διογένης ὁ Ἀπολ λωνιάτης, ἀνανεώνει καί ἀναπτύσσει τή θεωρία τοῦ ἀέρα, ἐνισχύοντας τη μέ τή γνώση τῆς ἐξειδικευμένης φυσιολογίας. Ἀπό τά σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου του τό πέμπτο θά μποροῦσε νά θεωρηθῆ ὡς τό ἀρχαιότερο ἑρμηνευτικό σχόλιο πάνω στήν κοσμολογική ἀρχή τοῦ Ἀναξιμένη. Καί μοῦ φαίνεται, λέει ὁ Διογένης, ὅτι αὐτό πού κατέχει τή νόηση εἶναι ὅ,τι οἱ ἄνθρωποι ὀνομάζουν ἀέρα, καί αὐτό κυβερνᾶ τά πάντα καί εἶναι κυρίαρχο πάνω σέ ὅλα τά πράγματα· δηλαδή μοῦ φαίνεται ὅτι αὐτό τό ἴδιο εἶναι θεός καί φτάνει παντοῦ καί διευθετεῖ τά πάντα καί ὑπάρχει μέσα σέ ὁ,τιδήποτε. Καί δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα πράγμα πού νά μή μετέχει σ’ αὐτό· δέν μετέχουν ὅμως ὅλα μέ τόν ἴδιο τρόπο, ἀλλά ὑπάρχουν πολλοί τρόποι καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἀέρα καί τῆς νόησης· γιατί ὁ ἀέρας ἐκδηλώνεται μέ πολλούς τρόπους, δηλαδή εἶναι καί πιό θερμός καί πιό ψυχρός καί πιό ξηρός καί πιό ὑγρός καί πιό ἀργοκίνητος καί πιό γρήγορος, καί ἔχει μέσα του πολλούς ἄλλους τύπους μεταβολῆς καί ἄπειρους τύπους ὀσμῆς καί χρώματος : «Καί μοί δοκεῖ τό τήν νόησιν ἔχον εἶναι ὁ ἀήρ καλούμενος ὑπό τῶν ἄνθρωπων καί ὑπό τούτου πάντα και κυβερνᾶσθαι και πάντων κρατεῖν· αὐτό γάρ μοι τοῦτο θεός δοκεῖ μοι εῖναι και ἐπί πᾶν άφῖχθαι και πάντα διατιθέναι και ἐν παντί ἐνεῖναι. Και ἔστιν οὐδέ ἕν ὅ τι μη μετέχει τούτου· μετέχει δε οὐδέ ἑν ὁμοίως το ἑτερον τῷ ἑτέρῳ, ἀλλά πολλοί τρόποι και αυτόῦ τοῦ ἀέρος και ταῆς νοήσιός εἰσίν· ἔστι γάρ πολύτροπος, καί θερμότερος καί ψυχρότερος και ξηρότερος καί ὑγρότερος καί στασιμώτερος καί ὀξυτέρην κίνησιν ἔχων, καί ἄλλαι πολλαί ἑτεροιώσιες ἔνεισι καί ἡδονῆς καί χροιῆς ἄπειροι». Και ἡ ψυχή ὅλων τῶν ζῴων, συνεχίζει ὁ Διογένης, εἶναι τό ἴδιο πράγμα, δηλαδή ἀέρας, πού εἶναι πιό θερμός βέβαια ἀπό ἐκεῖνον πού μᾶς περιβάλλει ἐξωτερικά, ἀλλά πιό ψυχρός ἀπό ἐκεῖνον πού ἀνήκει στή σφαῖρα τοῦ ἥλιου. Καί ἡ θερμότητα αὐτή, λέει, δέν εἶναι ὅμοια ἀνάμεσα σ’ ὁλα τά ζῶα (ἀφοῦ δέν εἶναι οὔτε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους), ἀλλά εἶναι διαφορετική ὄχι βέβαια σέ μεγάλο βαθμό, ἀρκετά ὅμως ὥστε νά παραλλάσσουν. Στ’ ἀλήθεια λοιπόν, λέει, κανένα ἀπ’ ὅσα μεταβάλλονται δέν μπορεῖ νά γίνει ὅμοιο μέ κάτι ἄλλο, προτοῦ γίνει ταυτόσημο στήν οὐσία. Ἀφοῦ λοιπόν, συνεχίζει, οἱ τρόποι τῆς μεταβολῆς εἶναι ποικίλοι, ποικίλα καί πολλά εἶναι καί τά ζῷα καί ἐξαιτίας τοῦ πλήθους τῶν τύπων τῆς μεταβολῆς δέν μοιάζουν μεταξύ τους οὔτε στή μορφή οὔτε στή δίαιτα οὔτε στή νοημοσύνη: «Καί πάντων τῶν ζῴων δέ ἡ ψυχή τό αὐτό ἔστιν, ἀήρ θερμότερος μέν τοῦ ἔξω ἐν ᾦ ἐσμεν τοῦ μέντοι παρά τῷ ἡλίῳ πολλόν ψυχρότερος. Ὅμοιον δέ τοῦτο τό θερμόν οὐδενός τῶν ζῴων ἔστιν (ἐπεί οὐδέ τῶν ἀνθρώπων ἀλλήλοις), ἀλλά διαφέρει μέγα μέν οὔ, ἀλλ’ ὥστε παραπλήσια εἶναι. Οὐ μέντοι ἀτρεκέως γέ ὅμοιον οὐδέν οἶον τέ γενέσθαι τῶν ἑτεροιουμένων ἕτερον τῷ ἑτέρῳ, πρίν το αὐτό γένηται. Ἅτε οὖν πολυτρόπου ἐούσης ταῆς ἑτεροιώσιος πολύτροπα και τά ζῷα καί πολλά καί οὔτε ἰδέαν ἀλλήλοις ἐοικότα οὔτε δίαιταν οὔτε νόησιν ὑπό τοῦ πλήθεος τῶν ἑτεροιώσεων». Καί καταλήγει ὁ Διογένης : Ὅμως ὅλα μέ τήν ἴδια οὐσία καί ζοῦν καί βλέπουν καί ἀκοῦν, καί ἔχουν καί τίς ἄλλες πνευματικές λειτουργίες ἀπό τήν ἴδια οὐσία: «Ὅμως δέ πάντα τῷ αὐτῷ καί ζῇ καί ὁρᾷ καί ἀκουει, καί τήν ἄλλην νόησιν ἔχει ἀπό τοῦ αὐτοῦ πάντα».
Ὁ ἀέρας τοῦ Ἀναξιμένη, ὁπως μᾶς βεβαιώνουν οἱ μαρτυρίες 5. 6 και 7 εἶναι ἄπειρος, καί κατά τή διατύπωση τοῦ Ἰππολύτου, «Ἔλεγχος» 1, μάρτ. 7 σ’ αὐτόν ὀφείλουν τή γένεσή τους καί τά τωρινά καί τά περασμένα καί τά μελλοντικά καί οἱ θεοί καί τά ἀθάνατα πράγματα καί ὅλα τά ἄλλα πού προέρχονται ἀπό αὐτά: «Ἐξ οὗ τά γινόμενα καί τά γεγονότα καί τά ἐσόμενα καί θεούς καί θεῖα γίνεσθαι, τά δέ λοιπά ἐκ τῶν τούτου ἀπογόνων». Ὁλόκληρο τό κοσμικό σύστημα ὁ Ἀναξιμένης τό ἐξηγεῖ μέ τήν ἀραίωση καί τήν πύκνωση τοῦ ἀέρα. Οἱ ποικίλες οὐσίες δέν ἀντιποοσωπεύουν παρά βαθμούς τῆς πυκνότητάς του. Συγκεκριμένα, ὁ ἀέρας ὅταν ἀραιώνεται γίνεται φωτιά, ὅταν πυκνώνεται, ἄνεμος, ὕστερα σύννεφο, νερό, χώμα, πέτρωμα, καί ἀπό αὐτά ὅλα τά ἄλλα. Ἡ κίνηση τοῦ ἀέρα εἶναι αἰώνια, καί ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῶν μεταβολῶν: «Διαφέρειν [sc. τόν ἀέρα] μανότητι καί πυκνότητι κατά τάς οὐσίας. Και ἀραιούμενον μέν πῦρ γίνεσθαι, πυκνούμενον δε ἄνεμον, εἶτα νέφος, ἔτι δε μᾶλλον ὕδωρ, εἶτα γῆν, εἶτα λίθους, τά δε ἄλλα ἐκ τούτων. Κίνησιν δε και οὗτος [sic ὁ Ἀναξιμένης] ἀίδιον ποιεῖ δι’ἥν και την μεταβολήν γίνεσθαι». Δυστυχῶς, ὅπως συμβαίνει και με τους προηγούμενους ὑλοζωιστές, ἔτσι καί στήν περίπτωση τοῦ Ἀναξιμένη ἡ ἀπώλεια τοῦ κειμένου του μᾶς στερεῖ πολλές γνώσεις ἀπό τή θεωρία του στίς λεπτομέρειές της. Τίς παραπάνω εἰδήσεις τίς ὀφείλομε στήν ἀριστοτελική παράδοση. Ἡ διατύπωση εἶναι τοῦ Σιμπλικίου, «Εἰς Φυσικῆς» 24, 28 ἑπ. = μάρτ. 5.
Μέ τήν ἀρχή τοῦ Ἀναξιμένη παρατηροῦμε μιά ὀπισθοδρόμηση καί μιά πρόοδο στό κοσμολογικό πρόβλημα τῶν Ἑλλήνων. Ἀπό τή μιά σημειώνεται ἐπιστροφή σ’ ἕνα φυσικό σῶμα προσιτό στήν ἄμεση ἐμπειρία καί ἀπό τήν ἄλλη ξεπέρασμα τῆς ἀναξιμανδρικης ἀντίληψης ὅτι τό ζεστό καί τό κρύο εἶναι αὐθυπόστατες οὐσίες (βλ. σέλ. 349), γιατί ἐδῶ ἑρμηνεύονται ὡς ποιοτικές καταστάσεις τοῦ ἀέρα, πού ὅμως ἔχουν τή βάση τους σέ ἀναλογίες ποσοτικές. Πρέπει νά ὁμολογήσομε ὅτι ὁ Ἀναξιμένης κατορθώνει ἐπιδέξια νά περισώσει τήν ἑνότητα τῆς ἀρχικής αἰτίας τοῦ κόσμου, γεγονός πού τόν ἀποδεικνύει μονιστή μέ συνέπεια. Ὁ μονισμός τοῦ Ἀναξιμένη μέ τόν ἀέρα προετοιμάζει τό μονισμό τοῦ Ἡρακλείτου μέ τή φωτιά.
Ἀπό τήν ἀναξιμενική κοσμογένεση οἱ ἀρχαῖες μαρτυρίες μᾶς ἐπιτρέπουν νά σχηματίσομε τήν ἀκόλουθη εἰκόνα: Μέ τή συμπύκνωση τοῦ ἀερα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ψευδο-Πλούταρχος, «Στρωματεῖς» 3 = μάρτ. 6, σχηματίστηκε πρῶτα ἡ γῆ, καί ἀπό τή μάζα της τά ἄλλα οὐράνια σώματα: «Πίλουμένου δέ τοῦ ἀέρος πρώτην γεγενῆσθαι τήν γῆν κτλ., καί τόν ἥλιον καί τήν σελήνην καί τά λοιπά ἄστρα τήν ἀρχήν ταῆς γενέσεως ἔχειν ἐκ γῆς». Γιά τόν τρόπο πού ἔγινε αὐτό ὁ Ἰππόλυτος, «Ἔλεγχος» 1,7,5= μάρτ. 7, σημειώνει ὅτι ἡ ὑγρασία τῆς γῆς ἐξατμίστηκε, ἀραιώθηκε καί γίνηκε φωτιά, πού ἔμεινε μετέωρη καί διαμορφώθηκε σέ ἄστρα: «Γεγονέναι δέ τά ἄστρα ἐκ γῆς διά τό τήν ἰκμάδα ἐκ ταύτης ἀνίστασθαι, ἧς ἀραιουμένης τό πῦρ γίνεσθαι, ἐκ δέ τοῦ πυρός μετεωριζομένου τούς ἀστέρας συνίστασθαι». Ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξιμένη εἶναι μᾶλλον παραλλαγή ἐκείνης τοῦ δασκάλου του. Καί ὁ Ἀναξίμανδρος (βλ. σέλ. 349) δεχόταν ὡς πρώτη διαμόρφωση τῆς ὕλης καί κέντρο τοῦ κόσμου τόν ὄγκο τῆς γῆς, ἀπ’ ὅπου μέ ἔκρηξη ἀποσπάστηκαν τμήματά της καί ἀποτέλεσαν τά οὐράνια σώματα. Στόν Ἀναξιμένη γίνεται πιό ξεκάθαρη ἡ γεωκεντρική ἀντίληψη. Ὅ,τι πιστεύει ὁ σημερινός ἄνθρωπος γιά τό ρόλο τῆς μάζας τοῦ ἥλιου στό ἡλιακό μας σύστημα, οἱ ἀρχαϊκοί Ἕλληνες τό πίστευαν γιά τή μάζα τῆς γῆς. Ἐδῶ θά μποροῦσε κανείς νά προσθέσει ὅτι ἡ ἰδέα τῆς καταγωγῆς τοῦ οὐρανοῦ ἀπό τή γῆ ἔχει ρίζες στήν ἑλληνική σκέψη, ἀφοῦ στόν Ἡσίοδο, «Θεογονία» 126 ἔπ., 150 χρόνια πρίν ἀπό τόν Ἀναξιμένη, διαβάζομε : «Γαῖα δέ τοι πρῶτον μέν ἐγείνατο ἴσον ἑωυτῇ | Οὐρανόν ἀστερόενθ’, ἵνα μιν περίπᾶσαν ἐέργει,| ὄφρ’ εἴη μακάρεσσι θεοῖςἕδος ἀσφαλές αἰεί». Ἡ δοξογραφία τοῦ Ἀετίου 2,2,4= μαρτ. 12 ἀποδίδει στον Ἀναξιμένη τη θεωρία ὅτι ὁ κόσμος ἔχει κίνηση ὅμοια με την περιστροφή ταῆς μυλόπετρας, ἐνῶ στον Ἀναξίμανδρο προσγράφει τή γνώμη ὅτι ἡ κίνηση τοῦ κόσμου εἶναι ὅμοια μέ τήν περιστροφή τοῦ τροχοῦ. Ἄν οἱ εἰδήσεις αὐτές ἀνταποκρίνονται στά πράγματα, ὁ Ἀναξιμένης πρέπει νά εἶχε τροποποιήσει ἐλαφρά τήν ἄποψη τοῦ δασκάλου του. Σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Σιμπλικίου, «Εἰς Φυσικῆς» 1121,12 ἔπ. 11, ὁ κόσμος τοῦ Ἀναξιμένη εἶναι αἰώνιος καί φθαρτός. Ἡ θέση αὐτή δέν συνθέτει βέβαια οὔτε ὀξύμωρο οὔτε παραδοξολόγημα. Ὁ κόσμος εἶναι αἰώνιος, γιατί ὑπάρχει πάντα, ἀλλά εἶναι καί φθαρτός, γιατί ὁλοένα μεταβάλλεται, ἑπομένως ὑπάρχει πάντα, χωρίς ποτέ νά εἶναι ὁ ἴδιος. Καί σ’αὐτή τήν ἀντίληψη ὁ μαθητής δέν ἀπομακρύνεται πολύ ἀπό τό δάσκαλο σέλ. 349 ἑπ.).
Ὁ Ἀναξιμένης ἐπεξεργάζεται καί συμπληρώνει τήν εἰκόνα πού εἶχαν σχηματίσει γιά τόν κόσμο οἱ προηγούμενοι ὑλοζωιστές συμπολίτες του. Τον οὐράνιο χῶρο, κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἀέτιου 2,11,1 = μάρτ. 13, ὁ Ἀναξιμένης τόν φαντάζεται σάν μιά σφαῖρα, πού κλείνει μέσα της, καί στό κέντρο της, τή γῆ. Ὁ δοξογράφος πιστεύει ὅτι σ’ αὐτή τή θέση ὁ Ἀναξιμένης ἔχει μαθητή τόν Παρμενίδη: «Ἀναξιμένης καί Παρμενίδης την περιφοράν τήν ἐξωτάτω τῆς γῆς εἶναι τόν οὐρανόν». Τή σφαῖρα αὐτή ὁ τελευταῖος ὑλοζωιστής πρέπει νά τή φανταζόταν σάν σῶμα στερεό μένο ἀπό κάποια κρυσταλλική μάζα, ἀφοῦ ὁ ἴδιος δοξογράφος, : μάρτ. 14, τοῦ προσγράφει τήν αἰγυπτιακῆς ἴσως καταγωγής ἄποψη ὅτι τά ἄστρα εἶναι καρφωμένα σάν καρφιά πάνω στήν κρυσταλλώδη ἐπιφάνεια τοῦ οὐρανοῦ : «Ἥλων δίκην καταπεπηγμένα τά ἄστρα τῷ κρυσταλλοειδεῖ». Ἡ θέση αὐτή προφανῶς ἀναφέρεται στούς ἀπλανεῖς, γιατί οἱ πλανῆτες στή θεώρηση τοῦ Ἀναξιμένη μετεωρίζονται, ὅπως θά δοῦμε, στόν ἀέρα καί ἀκολουθοῦν τροχιές. Ἡ ἐκδοχή γιά τόν οὐράνιο θόλο ὡς κρυσταλλική μάζα εἶναι βέβαια ἐξέλιξη τῆς ἀναξιμανδρικῆς διδασκαλίας, μάρτ. 17, ὅτι ὁ οὐρανός εἶναι καμωμένος ἀπό ἕνα μίγμα θερμοῦ καί ψυχροῦ, ἀλλά μᾶς ὁδηγεῖ πολύ πίσω, στό προεπιστημονικό στάδιο τῆς ζωῆς τῶν Ἕλλήνων ὁ οὐρανός ἦταν νοητός σάν σῶμα στερεό. Στόν Ὅμηρο, «Ἰλιάς» Ρ «Ὀδύσσεια» Γ 2, ὁ 329 καί ρ 565, ὁ οὐρανός περιγράφεται ἄλλοτε χάλκινος καί ἄλλοτε ὡς σιδερένιος. Στό κέντρο τῆς οὐράνιας σφαίρας βρίσκεται, ὅπως εἴπαμε, ἡ γῆ, πού κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἀετίου 3,10,3 20, εἶναι τραπεζόσχημη, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἐδῶ ἔχομε σχηματική παραλλαγή τοῦ ἐπίπεδου τοῦ Θαλή (βλ. σέλ. 347) καί τοῦ σπονδύλου τοῦ Ἀναξιμάνδρου (βλ. σέλ. 352). Ὅπως ὁ πρῶτος ὑλοζωιστής τή φαντάζεται νά πλέει πάνω στό νερό (βλ. σέλ. 347) καί ὁ δεύτερος νά μετεωρίζεται στό κέντρο τοῦ ἀπέραντου χώρου (βλ. σέλ. 00), ἔτσι καί ὁ τρίτος καί τελευταῖος ταῆς σχολῆς ταῆς Μιλήτου τη θέλει ν’ἀκουμπᾶ πάνω σ’ἕνα στρῶμα ἀέρος. Ἡ ἀντίληψη αὐτή θητεύει στο γενικό κριτήριο ταῆς σχολῆς, ὅτι ἡ γῆ πρέπει να στηρίζεται πάνω στην άρχική ὕλη τοῦ σύμπαντος, εἴτε τη λέμε νερό εἴτε ἄπειρο εἴτε ἀέρα. Ἀπό φυσικοτεχνική ἄποψη ὁ μετεωρισμός τῆς γῆς ἑρμηνεύεται μέ τό μεγάλο πλάτος, πού κατά τήν ὁμόφωνη βεβαίωση τῶν ἀρχαίων μαρτυριῶν (6, 7 καί 20) τῆς ἀναγνωρίζει ὁ Ἀναξιμένης. Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, «Περί οὐρανοῦ» Β 13, 294b 13 ἑπ. = μάρτ. 20, πού προσθέτει στόν Ἀναξιμένη καί ὀπαδούς γι’ αὐτή του τήν ἀντίληψη τόν Ἀναξαγόρα καί τό Δημοκριτο, «τό πλάτος αἴτιον εἶναί φασι τοῦ μένειν αὐτήν. Οὐ γάρ τέμνειν ἀλλ’ ἐπιπωματίζειν τόν ἀέρα τόν κάτωθεν». Ὁ ἥλιος καί τό φεγγάρι, πού, ὁπως καί τά ἄλλα οὐράνια σώματα, εἶναι, καθώς εἴδαμε, ἀποσπάσματα τῆς γήινης μάζας, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Ἀετίου 2, 20,2 καί 2,22,1 = μάρτ. 15, ἐπίσης 2,25,2 = μάρτ. 16, καί τοῦ Ἰππολύτου, «Ἔλεγχος» 2,7,4 == μάρτ. 7, θεωροῦνται ἀπό τόν Ἀναξιμένη καμωμένα ἀπό φωτιά, μέ πλάτος πού τούς ἐπιτρέπει νά στηρίζονται στά στρώματα τοῦ ἀέρα. Γιά τήν πυρακτωμένη μάζα τοῦ ἥλιου ὁ Ψευδο-Πλούταρχος, «Στρωματεῖς» 3= μάρτ. 6, μᾶς διαβιβάζει τήν ἀναξιμενική αἰτιολόγηση : «Διά τήν ὀξεῖαν κίνησιν καί μάλ’ ἱκανῶς θερμήν ταύτην καῦσιν λαβεῖν». Ὅσο γιά τό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ὁ Θέων ὁ Σμυρναῖος 198,14= μάρτ. 16, λέγοντας ὅτι «ἐκ τοῦ ἥλιου ἔχει τό φῶς» παρουσιάζει τόν Ἀναξιμένη νά μένει πιστός στή θεωρία τοῦ Θαλή. Ὁ Gigon 109 παρατηρεῖ εὔστοχα ὅτι μέ τόν Ἀναξιμένη ἡ ἑλληνική σκέψη ἔχει ἀρχίσει νά ἀναγνωρίζει στόν ἥλιο μιά θέση κεντρική, ἀφοῦ τόν θεωρεῖ, ὅπως θά δοῦμε, πηγή ὅλων τῶν μετεωρολογικῶν φαινομένων. Ὁ ἐρευνητής αὐτος ἔχει ἐπίσης δίκιο, ὅταν ἀναζητεῖ στίς ρίζες αὐτῆς της ἀναξιμενικῆς θεωρίας τό ρόλο πού ἔπαιξαν ἑλληνικές καί ἀνατολικές δοξασίες γιά τό θεό Ἥλιο.
Ὅταν ὁ Ἀναξιμένης, σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες τοῦ Ἀετίου 2,13,10 = μάρτ. 14 καί τοῦ Ἰππολύτου, «Ἔλεγχος» 1,7,4= μάρτ. 7, θεωρεῖ τά ἄστρα «πύρινα», δέν κάνει ἄλλο ἀπό τό νά μένει πιστός σέ πάγια ἡδη ἀντίληψη (βλ. σέλ. 347 καί 350). Καί ἡ ἐξήγηση τοῦ γιατί δέν γίνεται αἰσθητή ἡ θερμότητά τους στή γῆ ἔρχεται ἀπό τόν Ἰππόλυτο, «Ἔλεγχος» 1,7,6= μάρτ. 7 : «Διά τό μῆκος τῆς ἀποστάσεως». Ὁ Ἰππόλυτος μᾶς πληροφορεῖ ἀκόμα, καί μαζί του συμφωνοῦν ὁ Ἀέτιος 2,16,6= μάρτ. 14 καί ὁ Διογένης 2, 3 = μάρτ. 1, ὅτι κατά τόν Ἀναξιμένη τά ἄστρα, πού «ὅπως καί ἡ γῆ ἀκουμποῦν στόν ἀέρα, κινοῦνται σέ τροχιές πού περνοῦν ὄχι κάτω ἀπό τή γῆ ἀλλά γύρω ἀπό αὐτή, καί ἀκριβῶς, σύμφωνα μέ τήν ἐξήγηση τοῦ Ἰππολύτου, πού πρέπει νά διασώζει αὐθεντική παρομοίωση τοῦ Ἀναξιμένη, οἱ τροχιές τῶν ἄστρων γύρω ἀπό τή γῆ εἶναι ὅπως ὁ γύρος τοῦ καπέλλου στό κεφάλι. Τό πρότυπο τῆς θέσης αὐτῆς τοῦ Ἀναξιμένη ἴσως βρίσκεται στούς Βαβυλωνίους. Ἡ διδασκαλία γιά τήν κίνηση τῶν ἄστρων ἀναφέρεται φυσικά στούς πλανήτες, ἀφοῦ οἱ ἀπλανεῖς θεωροῦνται, ὅπως εἴπαμε, σάν καρφιά καρφωμένα στην ἐσωτερική ἐπιφάνεια τοῦ κρυστάλλινου τειχώματος τοῦ οὐράνιου θόλου.
Ἀκολουθώντας τό πνεῦμα μίας ἐποχῆς, πού μελετοῦσε μέ πάθος τά πό φυσικά φαινόμενα καί προσπαθοῦσε νά τά ἑρμηνεύσει (πρβλ. σέλ. 352 ὁ Ἀναξιμένης ἀσχολήθηκε καί μέ τή μετεωρολογία. Κατά τή μαρτυρία τοῦ Ἀριστοτέλη, «Μετεωρολογικά» Β 7, 365b 6 ἑπ. = μάρτ. 21, ὁ Ἀναξιμένης ἐξηγεῖ τους σεισμούς ἀπό τά ρήγματα τῆς γῆς, πού ἔχουν τήν αἰτία σέ κάποια ξηρασία, ὁπότε συμβαίνουν κατολισθήσεις. Τίς τροπές ἄστρων τίς ἀποδίδει κατά τόν Ἀέτιο 2,23,1 = μάρτ. 15 στήν ἐξώθηση ἀπό πυκνό ἀντικρουόμενο ἀέρα. Ὁ ἄνεμος κατά τίς μαρτυρίες τοῦ Γαληνοῦ «Εἰς Ἱπποκράτους Περί χυμῶν» 3,16,395 = μάρτ. 19, καί τοῦ Ἱππολύτου «Ἔλεγχος» 1,7,7= μάρτ. 7, δέν εἶναι παρά συμπυκνωμένος ἀέρας, πού κινεῖται βίαια σπρωγμένος ἀπό κάποια αἰτία καί ἴσως ἐμπεριέχει νερό. Ἄν ὁ Ἀέτιος 3,7,1 = μάρτ. 24, προσκομίζει κάποια σωστή εἴδηση, πρέπει καί ὁ δάσκαλος τοῦ Ἀναξιμένη νά θεωροῦσε τόν ἄνεμο διαμόρφωση τοῦ ἀέρα, μέ τή διαφορά ὁτι ὁ Ἀναξίμανδρος κατά τόν Ἀριστοτέλη, «Μετεωρολογικά» Β 1, 353b 6 ἑπ. = μάρτ. 27, ἐξηγοῦσε τήν κίνηση τοῦ ἀνέμου ἀπό τίς ἐξατμίσεις πού ἐνεργεῖ ὁ ἥλιος. Τά σύννεφα σχηματίζονται παχυνθέντος ἐπί πλεῖον τοῦ ἀέρος», καί μέ τή συμπίεσή τους ἡ βροχή ( 7 καί 17). Τό χαλάζι ὀφείλεται στό πήξιμο τοῦ νεροῦ τῆς βροχῆς κατά τήν κάθοδό του. Τό χιόνι κατά τόν Ἀέτιο 3,4,1 = μάρτ. 17, γίνεται ὅταν τό νερό πάρει μαζί του καί κάποια πνοή ἀέρα, ἐνῶ κατά τόν Ἱππόλυτο, «Ἔλεγχος» 1,7,7 = μάρτ. 7, ὅταν τά ἴδια τά σύννεφα εἶναι περισσότερο ὑγρά καί πήξουν, προτοῦ ἀναλυθοῦν σέ νερό. Οἱ ἴδιες μαρτυρίες μᾶς προσκομίζουν στοιχεῖα καί γιά τό πῶς ἐξηγεῖ ὁ Ἀναξιμένης τίς ἀστραπές. Αὐτές γίνονται ὅταν σκίζονται τά σύννεφα. Ἡ ἐξήγηση αὐτή ταυτίζεται μ’ ἐκείνη τοῦ Ἀναξιμάνδρου (μάρτ. 23). Ὁ Ἀέτιος 3,3,2= μάρτ. 17, διασώζει καί μιά μεταφορική εἰκόνα τῆς ἀναξιμενικῆς ἑρμηνείας γιά τήν ἀστραπή, ὅταν λέει «προστιθείς [sc. ὁ Ἀναξιμένης] τό ἐπί τῆς θαλάσσης, ἥτις σχιζομένη ταῖς κὠπαις παραστίλβει». Τέλος τό οὐράνιο τόξο σχηματίζεται, ὅταν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἥλιου πέσουν κατά τόν Ἀέτιο 3,5,10= μάρτ. 18 πάνω σέ πυκνό καί μαῦρο σύννεφο, ἐνῶ κατά τόν Ἰππόλυτο, «Ἔλεγχος» 1,7,8 = μάρτ. καί τά Σχόλια στόν Ἄρατο 515,27 = μάρτ. 18, ὅταν πέσουν σέ παχύ καί πυκνό ἀέρα. Ὅλες αὐτές οἱ παρατηρήσεις, πού γιά τό σημερινό ἄνθρωπο ἔχουν ἐλάχιστο ἐνδιαφέρον, γιά τήν κοινωνία τῆς ἐποχῆς τους εἶχαν μεγάλη σημασία, γιατί ἄνοιγαν νέους δρόμους στήν ἀντικειμενική γνώση καί ὅριζαν στούς λαούς τή δύναμη τοῦ φόβου.
Ἔτσι οἱ Μιλήσιοι ὁλοκληρώνουν τήν πρώτη συστηματική προσπάθεια τῶν Ἑλλήνων γιά λογική ἑρμηνεία τῶν φυσικῶν φαινομένων. Αὐτοί στρώνουν τό δρόμο στίς μεγάλες σχολές τῶν ἀρχαϊκῶν χρόνων. Μέ τήν ἔννοια τῆς σφαιρικότητας τοῦ κόσμου προετοιμάζουν ἀπό τή μιά τήν ὑπερβατική θεολογία τοῦ Ξενοφάνη καί ἀπό τήν ἄλλη τή μαθηματική καί ὀντολογική σκέψη τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Ἐλεατῶν, ἐνῶ μέ τήν ἔμψυχη πρωτοΰλη καί τίς ἀντιθέσεις της κάνουν δυνατή τή θεωρία τοῦ Ἡρακλείτου γιά τό «ἀείζωον πῦρ» καί γιά τήν ἁρμονία πού στηρίζεται σέ ἀντίρροπες δυνάμεις.