895 ΧΟ. καὶ μὴν ἡμεῖς ἐπιθυμοῦμεν [στρ.]
παρὰ σοφοῖν ἀνδροῖν ἀκοῦσαι, τίνα λόγων
ἔπιτε δαΐαν ὁδόν.
γλῶσσα μὲν γὰρ ἠγρίωται,
λῆμα δ᾽ οὐκ ἄτολμον ἀμφοῖν,
οὐδ᾽ ἀκίνητοι φρένες.
900 προσδοκᾶν οὖν εἰκός ἐστι
τὸν μὲν ἀστεῖόν τι λέξειν
καὶ κατερρινημένον,
τὸν δ᾽ ἀνασπῶντ᾽ αὐτοπρέμνοις
τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα
συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν.
905 ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα χρὴ λέγειν· οὕτω δ᾽ ὅπως ἐρεῖτον
ἀστεῖα καὶ μήτ᾽ εἰκόνας μήθ᾽ οἷ᾽ ἂν ἄλλος εἴποι.
ΕΥ. καὶ μὴν ἐμαυτὸν μέν γε, τὴν πόησιν οἷός εἰμι,
ἐν τοῖσιν ὑστάτοις φράσω· τοῦτον δὲ πρῶτ᾽ ἐλέγξω,
ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ οἵοις τε τοὺς θεατὰς
910 ἐξηπάτα μώρους λαβὼν παρὰ Φρυνίχῳ τραφέντας.
πρώτιστα μὲν γὰρ ἕνα τιν᾽ ἂν καθῖσεν ἐγκαλύψας,
Ἀχιλλέα τιν᾽ ἢ Νιόβην, τὸ πρόσωπον οὐχὶ δεικνύς,
πρόσχημα τῆς τραγῳδίας, γρύζοντας οὐδὲ τουτί.
ΔΙ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐ δῆθ᾽. ΕΥ. ὁ δὲ χορός γ᾽ ἤρειδεν ὁρμαθοὺς ἂν
915 μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξυνεχῶς ἄν· οἱ δ᾽ ἐσίγων.
ΔΙ. ἐγὼ δ᾽ ἔχαιρον τῇ σιωπῇ, καί με τοῦτ᾽ ἔτερπεν
οὐχ ἧττον ἢ νῦν οἱ λαλοῦντες. ΕΥ. ἠλίθιος γὰρ ἦσθα,
σάφ᾽ ἴσθι. ΔΙ. κἀμαυτῷ δοκῶ. τί δὲ ταῦτ᾽ ἔδρασ᾽ ὁ δεῖνα;
ΕΥ. ὑπ᾽ ἀλαζονείας, ἵν᾽ ὁ θεατὴς προσδοκῶν καθῇτο,
920 ὁπόθ᾽ ἡ Νιόβη τι φθέγξεται· τὸ δρᾶμα δ᾽ ἂν διῄει.
ΔΙ. ὦ παμπόνηρος, οἷ᾽ ἄρ᾽ ἐφενακιζόμην ὑπ᾽ αὐτοῦ.
τί σκορδινᾷ καὶ δυσφορεῖς; ΕΥ. ὅτι αὐτὸν ἐξελέγχω.
κἄπειτ᾽ ἐπειδὴ ταῦτα ληρήσειε καὶ τὸ δρᾶμα
ἤδη μεσοίη, ῥήματ᾽ ἂν βόεια δώδεκ᾽ εἶπεν,
925 ὀφρῦς ἔχοντα καὶ λόφους, δείν᾽ ἄττα μορμορωπά,
ἄγνωτα τοῖς θεωμένοις. ΑΙ. οἴμοι τάλας. ΔΙ. σιώπα.
ΕΥ. σαφὲς δ᾽ ἂν εἶπεν οὐδὲ ἕν— ΔΙ. μὴ πρῖε τοὺς ὀδόντας.
ΕΥ. ἀλλ᾽ ἢ Σκαμάνδρους ἢ τάφρους ἢ ᾽π᾽ ἀσπίδων ἐπόντας
γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ᾽ ἱππόκρημνα,
930 ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδι᾽ ἦν. ΔΙ. νὴ τοὺς θεούς, ἐγὼ γοῦν
ἤδη ποτ᾽ ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς διηγρύπνησα
τὸν ξουθὸν ἱππαλεκτρυόνα ζητῶν τίς ἐστιν ὄρνις.
ΑΙ. σημεῖον ἐν ταῖς ναυσίν, ὦμαθέστατ᾽, ἐνεγέγραπτο.
ΔΙ. ἐγὼ δὲ τὸν Φιλοξένου γ᾽ ᾤμην Ἔρυξιν εἶναι.
935 ΕΥ. εἶτ᾽ ἐν τραγῳδίαις ἐχρῆν κἀλεκτρυόνα ποῆσαι;
ΑΙ. σὺ δ᾽, ὦ θεοῖσιν ἐχθρέ, ποῖ᾽ ἄττ᾽ ἐστὶν ἅττ᾽ ἐποίεις;
ΕΥ. οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί᾽ οὐδὲ τραγελάφους, ἅπερ σύ,
ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς γράφουσιν·
ἀλλ᾽ ὡς παρέλαβον τὴν τέχνην παρὰ σοῦ τὸ πρῶτον εὐθὺς
940 οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν,
ἴσχνανα μὲν πρώτιστον αὐτὴν καὶ τὸ βάρος ἀφεῖλον
ἐπυλλίοις καὶ περιπάτοις καὶ τευτλίοισι λευκοῖς,
χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν·
εἶτ᾽ ἀνέτρεφον μονῳδίαις Κηφισοφῶντα μειγνύς.
945 εἶτ᾽ οὐκ ἐλήρουν ὅ τι τύχοιμ᾽ οὐδ᾽ ἐμπεσὼν ἔφυρον,
ἀλλ᾽ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ᾽ ἂν εὐθὺς
τοῦ δράματος. ΔΙ. κρεῖττον γὰρ ἦν σοι νὴ Δί᾽ ἢ τὸ σαυτοῦ.
***
ΧΟΡ. Μα κι εμείς αυτό ποθούμε· από σοφούς
σαν εσάς τώρα ν᾽ ακούσουμε ποιούς δρόμους
θ᾽ ακλουθήσετε στη μάχη αυτή των λόγων.
Άγρια πήρε φόρα η γλώσσα,
τόλμη ανάβει την καρδιά σας
κι ήσυχος δε μένει ο νους σας.
900 Απ᾽ τον έναν καρτερούμε
πως ωραίες θα πει ξυπνάδες
και καλά λιμαρισμένες,
κι ότι ο άλλος λόγια σύρριζα θ᾽ αδράξει
και βαρύς μ᾽ αυτά θα ορμήσει
και πολλές στιχοκυλίστρες θα ταράξει.
ΚΟΡ. Αρχίστ᾽ ευθύς· και νόστιμα, πρωτότυπα να πείτε·
όχι από κείνα που μπορείς κι απ᾽ άλλους να τ᾽ ακούσεις.
ΕΥΡ. Τί αξίζω εγώ και τί ποιητής είμαι, θα πω στο τέλος·
τί απατεώνας ήτανε και κατεργάρης τούτος
θα δείξω πρώτα· και με ποιά μέσα, θεατές γελούσε
910 που ο Φρύνιχος πριν απ᾽ αυτόν τους είχε αποβλακώσει.
Έδειχνε κάποιον στην αρχή, τον Αχιλλέα να πούμε,
τη Νιόβη, με ολοσκέπαστο κι αθώρητο το μούτρο,
σαν πρόσοψη του δράματος, χωρίς να βγάζουν λέξη.
ΔΙΟ. Σωστά, ούτε μια. ΕΥΡ. Κι αράδιαζε τρεις τέσσερις αρμάθες
τραγούδια αδιάκοπα ο Χορός· κι οι άλλοι να σωπαίνουν.
ΔΙΟ. Μ᾽ ευχαριστούσε αυτή η σιωπή και τη χαιρόμουν, όσο
δε χαίρομαι των τωρινών τη λίμα. ΕΥΡ. Ναι, γιατί ήσουν
χαζός. ΔΙΟ. Δεν έχεις άδικο. Γιατί σωπαίνανε όμως;
ΕΥΡ. Για να προσμένει το κοινό πότε θ᾽ ανοίξει η Νιόβη
920 το στόμα της· κατεργαριές· κυλούσε ωστόσο το έργο.
ΔΙΟ. Τον κατεργάρη! Αλήθεια, πώς με ξεγελούσε! (Στον Αισχύλο.) Τί έχεις;
Γιατί χολιάζεις και τσινάς; ΕΥΡ. Γιατί τον βγάζω φόρα.
Κι αφού έκανε τα κόλπα αυτά κι έφτανε πια το δράμα
στη μέση, τότε δώδεκα βοϊδόφρασες πετούσε,
λόγια με φρύδια και λειριά, με κάτι μούτρα σκιάχτρα,
άγνωστα σ᾽ όλους τους θεατές. ΑΙΣ. Α συφορά μου! ΔΙΟ. Σώπα.
ΕΥΡ. Τίποτε το ξεκάθαρο… ΔΙΟ. (στον Αισχύλο.) Τα δόντια σου μην τρίζεις.
ΕΥΡ. μόνο για τάφους. Σκάμαντρους, γρυπάετους από μπρούντζο
πάνω σε ασπίδες, πράματα που δύσκολα τα νιώθεις,
930 φράσεις αλογογκρέμιστες. ΔΙΟ. Μια νύχτα εγώ, είν᾽ αλήθεια,
ξαγρύπνησα ώρες, για να βρω σαν τί πουλί είναι τάχα
εκείνος ο ξανθόμαυρος αλογοκόκοράς του.
ΑΙΣ. Αγράμματε! Ένα χαραχτό σημάδι στα καράβια.
ΔΙΟ. Εγώ είπα «θα ᾽ναι ο Έρυξης, γιος του Φιλόξενου, ίσως».
ΕΥΡ. Μα ανάγκη ήταν και κόκορας να μπει στις τραγωδίες;
ΑΙΣ. Κι εσύ τί πλάσματα έβαζες, θεομίσητε, μες στα έργα;
ΕΥΡ. Εγώ; Ποτέ τραγέλαφους, ποτέ αλογοκοκόρους,
που οι ανυφάντρες βάζουνε στα περσικά χαλιά τους·
μόλις εγώ παράλαβα την τέχνη αυτή από σένα,
940 ολόπρηστη από ξιπασιές και φορτωμένες φράσεις,
την έκαμα άπαχη, λεπτή, της έβγαλα το βάρος
με λόγια απλά, με σέσκουλα λευκά και με σεριάνια·
από βιβλία τής στράγγιζα χυλό εξυπνοκουβέντας,
την πότιζα άριες με σταξιές απ᾽ τον Κηφισοφώντα.
Λόγια δε φώναζα άτσαλα, δεν τα ᾽κανα ένα κράμα·
εκείνος που πρωτόβγαινε, σαν άρχιζε το δράμα,
το γένος του έλεγε. ΔΙΟ. Σωστά· τί να ᾽λεε; το δικό σου;
παρὰ σοφοῖν ἀνδροῖν ἀκοῦσαι, τίνα λόγων
ἔπιτε δαΐαν ὁδόν.
γλῶσσα μὲν γὰρ ἠγρίωται,
λῆμα δ᾽ οὐκ ἄτολμον ἀμφοῖν,
οὐδ᾽ ἀκίνητοι φρένες.
900 προσδοκᾶν οὖν εἰκός ἐστι
τὸν μὲν ἀστεῖόν τι λέξειν
καὶ κατερρινημένον,
τὸν δ᾽ ἀνασπῶντ᾽ αὐτοπρέμνοις
τοῖς λόγοισιν ἐμπεσόντα
συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν.
905 ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα χρὴ λέγειν· οὕτω δ᾽ ὅπως ἐρεῖτον
ἀστεῖα καὶ μήτ᾽ εἰκόνας μήθ᾽ οἷ᾽ ἂν ἄλλος εἴποι.
ΕΥ. καὶ μὴν ἐμαυτὸν μέν γε, τὴν πόησιν οἷός εἰμι,
ἐν τοῖσιν ὑστάτοις φράσω· τοῦτον δὲ πρῶτ᾽ ἐλέγξω,
ὡς ἦν ἀλαζὼν καὶ φέναξ οἵοις τε τοὺς θεατὰς
910 ἐξηπάτα μώρους λαβὼν παρὰ Φρυνίχῳ τραφέντας.
πρώτιστα μὲν γὰρ ἕνα τιν᾽ ἂν καθῖσεν ἐγκαλύψας,
Ἀχιλλέα τιν᾽ ἢ Νιόβην, τὸ πρόσωπον οὐχὶ δεικνύς,
πρόσχημα τῆς τραγῳδίας, γρύζοντας οὐδὲ τουτί.
ΔΙ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐ δῆθ᾽. ΕΥ. ὁ δὲ χορός γ᾽ ἤρειδεν ὁρμαθοὺς ἂν
915 μελῶν ἐφεξῆς τέτταρας ξυνεχῶς ἄν· οἱ δ᾽ ἐσίγων.
ΔΙ. ἐγὼ δ᾽ ἔχαιρον τῇ σιωπῇ, καί με τοῦτ᾽ ἔτερπεν
οὐχ ἧττον ἢ νῦν οἱ λαλοῦντες. ΕΥ. ἠλίθιος γὰρ ἦσθα,
σάφ᾽ ἴσθι. ΔΙ. κἀμαυτῷ δοκῶ. τί δὲ ταῦτ᾽ ἔδρασ᾽ ὁ δεῖνα;
ΕΥ. ὑπ᾽ ἀλαζονείας, ἵν᾽ ὁ θεατὴς προσδοκῶν καθῇτο,
920 ὁπόθ᾽ ἡ Νιόβη τι φθέγξεται· τὸ δρᾶμα δ᾽ ἂν διῄει.
ΔΙ. ὦ παμπόνηρος, οἷ᾽ ἄρ᾽ ἐφενακιζόμην ὑπ᾽ αὐτοῦ.
τί σκορδινᾷ καὶ δυσφορεῖς; ΕΥ. ὅτι αὐτὸν ἐξελέγχω.
κἄπειτ᾽ ἐπειδὴ ταῦτα ληρήσειε καὶ τὸ δρᾶμα
ἤδη μεσοίη, ῥήματ᾽ ἂν βόεια δώδεκ᾽ εἶπεν,
925 ὀφρῦς ἔχοντα καὶ λόφους, δείν᾽ ἄττα μορμορωπά,
ἄγνωτα τοῖς θεωμένοις. ΑΙ. οἴμοι τάλας. ΔΙ. σιώπα.
ΕΥ. σαφὲς δ᾽ ἂν εἶπεν οὐδὲ ἕν— ΔΙ. μὴ πρῖε τοὺς ὀδόντας.
ΕΥ. ἀλλ᾽ ἢ Σκαμάνδρους ἢ τάφρους ἢ ᾽π᾽ ἀσπίδων ἐπόντας
γρυπαιέτους χαλκηλάτους καὶ ῥήμαθ᾽ ἱππόκρημνα,
930 ἃ ξυμβαλεῖν οὐ ῥᾴδι᾽ ἦν. ΔΙ. νὴ τοὺς θεούς, ἐγὼ γοῦν
ἤδη ποτ᾽ ἐν μακρῷ χρόνῳ νυκτὸς διηγρύπνησα
τὸν ξουθὸν ἱππαλεκτρυόνα ζητῶν τίς ἐστιν ὄρνις.
ΑΙ. σημεῖον ἐν ταῖς ναυσίν, ὦμαθέστατ᾽, ἐνεγέγραπτο.
ΔΙ. ἐγὼ δὲ τὸν Φιλοξένου γ᾽ ᾤμην Ἔρυξιν εἶναι.
935 ΕΥ. εἶτ᾽ ἐν τραγῳδίαις ἐχρῆν κἀλεκτρυόνα ποῆσαι;
ΑΙ. σὺ δ᾽, ὦ θεοῖσιν ἐχθρέ, ποῖ᾽ ἄττ᾽ ἐστὶν ἅττ᾽ ἐποίεις;
ΕΥ. οὐχ ἱππαλεκτρυόνας μὰ Δί᾽ οὐδὲ τραγελάφους, ἅπερ σύ,
ἃν τοῖσι παραπετάσμασιν τοῖς Μηδικοῖς γράφουσιν·
ἀλλ᾽ ὡς παρέλαβον τὴν τέχνην παρὰ σοῦ τὸ πρῶτον εὐθὺς
940 οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν,
ἴσχνανα μὲν πρώτιστον αὐτὴν καὶ τὸ βάρος ἀφεῖλον
ἐπυλλίοις καὶ περιπάτοις καὶ τευτλίοισι λευκοῖς,
χυλὸν διδοὺς στωμυλμάτων ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν·
εἶτ᾽ ἀνέτρεφον μονῳδίαις Κηφισοφῶντα μειγνύς.
945 εἶτ᾽ οὐκ ἐλήρουν ὅ τι τύχοιμ᾽ οὐδ᾽ ἐμπεσὼν ἔφυρον,
ἀλλ᾽ οὑξιὼν πρώτιστα μέν μοι τὸ γένος εἶπ᾽ ἂν εὐθὺς
τοῦ δράματος. ΔΙ. κρεῖττον γὰρ ἦν σοι νὴ Δί᾽ ἢ τὸ σαυτοῦ.
***
ΧΟΡ. Μα κι εμείς αυτό ποθούμε· από σοφούς
σαν εσάς τώρα ν᾽ ακούσουμε ποιούς δρόμους
θ᾽ ακλουθήσετε στη μάχη αυτή των λόγων.
Άγρια πήρε φόρα η γλώσσα,
τόλμη ανάβει την καρδιά σας
κι ήσυχος δε μένει ο νους σας.
900 Απ᾽ τον έναν καρτερούμε
πως ωραίες θα πει ξυπνάδες
και καλά λιμαρισμένες,
κι ότι ο άλλος λόγια σύρριζα θ᾽ αδράξει
και βαρύς μ᾽ αυτά θα ορμήσει
και πολλές στιχοκυλίστρες θα ταράξει.
ΚΟΡ. Αρχίστ᾽ ευθύς· και νόστιμα, πρωτότυπα να πείτε·
όχι από κείνα που μπορείς κι απ᾽ άλλους να τ᾽ ακούσεις.
ΕΥΡ. Τί αξίζω εγώ και τί ποιητής είμαι, θα πω στο τέλος·
τί απατεώνας ήτανε και κατεργάρης τούτος
θα δείξω πρώτα· και με ποιά μέσα, θεατές γελούσε
910 που ο Φρύνιχος πριν απ᾽ αυτόν τους είχε αποβλακώσει.
Έδειχνε κάποιον στην αρχή, τον Αχιλλέα να πούμε,
τη Νιόβη, με ολοσκέπαστο κι αθώρητο το μούτρο,
σαν πρόσοψη του δράματος, χωρίς να βγάζουν λέξη.
ΔΙΟ. Σωστά, ούτε μια. ΕΥΡ. Κι αράδιαζε τρεις τέσσερις αρμάθες
τραγούδια αδιάκοπα ο Χορός· κι οι άλλοι να σωπαίνουν.
ΔΙΟ. Μ᾽ ευχαριστούσε αυτή η σιωπή και τη χαιρόμουν, όσο
δε χαίρομαι των τωρινών τη λίμα. ΕΥΡ. Ναι, γιατί ήσουν
χαζός. ΔΙΟ. Δεν έχεις άδικο. Γιατί σωπαίνανε όμως;
ΕΥΡ. Για να προσμένει το κοινό πότε θ᾽ ανοίξει η Νιόβη
920 το στόμα της· κατεργαριές· κυλούσε ωστόσο το έργο.
ΔΙΟ. Τον κατεργάρη! Αλήθεια, πώς με ξεγελούσε! (Στον Αισχύλο.) Τί έχεις;
Γιατί χολιάζεις και τσινάς; ΕΥΡ. Γιατί τον βγάζω φόρα.
Κι αφού έκανε τα κόλπα αυτά κι έφτανε πια το δράμα
στη μέση, τότε δώδεκα βοϊδόφρασες πετούσε,
λόγια με φρύδια και λειριά, με κάτι μούτρα σκιάχτρα,
άγνωστα σ᾽ όλους τους θεατές. ΑΙΣ. Α συφορά μου! ΔΙΟ. Σώπα.
ΕΥΡ. Τίποτε το ξεκάθαρο… ΔΙΟ. (στον Αισχύλο.) Τα δόντια σου μην τρίζεις.
ΕΥΡ. μόνο για τάφους. Σκάμαντρους, γρυπάετους από μπρούντζο
πάνω σε ασπίδες, πράματα που δύσκολα τα νιώθεις,
930 φράσεις αλογογκρέμιστες. ΔΙΟ. Μια νύχτα εγώ, είν᾽ αλήθεια,
ξαγρύπνησα ώρες, για να βρω σαν τί πουλί είναι τάχα
εκείνος ο ξανθόμαυρος αλογοκόκοράς του.
ΑΙΣ. Αγράμματε! Ένα χαραχτό σημάδι στα καράβια.
ΔΙΟ. Εγώ είπα «θα ᾽ναι ο Έρυξης, γιος του Φιλόξενου, ίσως».
ΕΥΡ. Μα ανάγκη ήταν και κόκορας να μπει στις τραγωδίες;
ΑΙΣ. Κι εσύ τί πλάσματα έβαζες, θεομίσητε, μες στα έργα;
ΕΥΡ. Εγώ; Ποτέ τραγέλαφους, ποτέ αλογοκοκόρους,
που οι ανυφάντρες βάζουνε στα περσικά χαλιά τους·
μόλις εγώ παράλαβα την τέχνη αυτή από σένα,
940 ολόπρηστη από ξιπασιές και φορτωμένες φράσεις,
την έκαμα άπαχη, λεπτή, της έβγαλα το βάρος
με λόγια απλά, με σέσκουλα λευκά και με σεριάνια·
από βιβλία τής στράγγιζα χυλό εξυπνοκουβέντας,
την πότιζα άριες με σταξιές απ᾽ τον Κηφισοφώντα.
Λόγια δε φώναζα άτσαλα, δεν τα ᾽κανα ένα κράμα·
εκείνος που πρωτόβγαινε, σαν άρχιζε το δράμα,
το γένος του έλεγε. ΔΙΟ. Σωστά· τί να ᾽λεε; το δικό σου;