Τρίτη 9 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ - Φίλιππος (17-23)

Αποτέλεσμα εικόνας για φίλιππος β ́[17] Οὐκ ὀκνήσω δὲ πρὸς σὲ κατειπεῖν, ἐφ᾽ οἷς ἐλύπησάν τινές με τῶν πλησιασάντων· οἶμαι γὰρ ἔσεσθαί τι προὔργου. Δηλώσαντος γάρ μου πρὸς αὐτοὺς ὅτι μέλλω σοι λόγον πέμπειν οὐκ ἐπίδειξιν ποιησόμενον οὐδ᾽ ἐγκωμιασόμενον τοὺς πολέμους τοὺς διὰ σοῦ γεγενημένους, ἕτεροι γὰρ τοῦτο ποιήσουσιν, ἀλλὰ πειρασόμενόν σε προτρέπειν ἐπὶ πράξεις οἰκειοτέρας καὶ καλλίους καὶ μᾶλλον συμφερούσας ὧν νῦν τυγχάνεις προῃρημένος,

[18] οὕτως ἐξεπλάγησαν μὴ διὰ τὸ γῆρας ἐξεστηκὼς ὦ τοῦ φρονεῖν ὥστ᾽ ἐτόλμησαν ἐπιπλῆξαί μοι πρότερον οὐκ εἰωθότες τοῦτο ποιεῖν, λέγοντες ὡς ἀτόποις καὶ λίαν ἀνοήτοις ἐπιχειρῶ πράγμασιν· «ὅστις Φιλίππῳ συμβουλεύσοντα λόγον μέλλεις πέμπειν, ὃς εἰ καὶ πρότερον ἐνόμιζεν αὑτὸν εἶναί τινος πρὸς τὸ φρονεῖν καταδεέστερον, νῦν διὰ τὸ μέγεθος τῶν συμβεβηκότων οὐκ ἔστιν ὅπως οὐκ οἴεται βέλτιον δύνασθαι βουλεύεσθαι τῶν ἄλλων.

[19] Ἔπειτα καὶ Μακεδόνων ἔχει περὶ αὑτὸν τοὺς σπουδαιοτάτους, οὓς εἰκὸς, εἰ καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἀπείρως ἔχουσιν, τό γε συμφέρον ἐκείνῳ μᾶλλον ἢ σὲ γιγνώσκειν. Ἔτι καὶ τῶν Ἑλλήνων πολλοὺς ἂν ἴδοις ἐκεῖ κατοικοῦντας, οὐκ ἀδόξους ἄνδρας οὐδ᾽ ἀνοήτους, ἀλλ᾽ οἷς ἐκεῖνος ἀνακοινούμενος οὐκ ἐλάττω τὴν βασιλείαν πεποίηκεν, ἀλλ᾽ εὐχῆς ἄξια διαπέπρακται.

[20] Τί γὰρ ἐλλέλοιπεν; Οὐ Θετταλοὺς μὲν τοὺς πρότερον ἐπάρχοντας Μακεδονίας οὕτως οἰκείως πρὸς αὑτὸν διακεῖσθαι πεποίηκεν ὥσθ᾽ ἑκάστους αὐτῶν μᾶλλον ἐκείνῳ πιστεύειν ἢ τοῖς συμπολιτευομένοις; Τῶν δὲ πόλεων τῶν περὶ τὸν τόπον ἐκεῖνον τὰς μὲν ταῖς εὐεργεσίαις πρὸς τὴν αὑτοῦ συμμαχίαν προσῆκται, τὰς δὲ σφόδρα λυπούσας αὐτὸν ἀναστάτους πεποίηκεν;

[21] Μάγνητας δὲ καὶ Περραιβοὺς καὶ Παίονας κατέστραπται καὶ πάντας ὑπηκόους αὐτὸς εἴληφεν; Τοῦ δ᾽ Ἰλλυριῶν πλήθους πλὴν τῶν παρὰ τὸν Ἀδρίαν οἰκούντων ἐγκρατὴς καὶ κύριος γέγονεν; Ἁπάσης δὲ τῆς Θρᾴκης οὓς ἠβουλήθη δεσπότας κατέστησεν; Τὸν δὴ τοσαῦτα καὶ τηλικαῦτα διαπεπραγμένον οὐκ οἴει πολλὴν μωρίαν καταγνώσεσθαι τοῦ πέμψαντος τὸ βιβλίον καὶ πολὺ διεψεῦσθαι νομιεῖν τῆς τε τῶν λόγων δυνάμεως καὶ τῆς αὑτοῦ διανοίας;»

[22] Ταῦτ᾽ ἀκούσας ὡς μὲν τὸ πρῶτον ἐξεπλάγην καὶ πάλιν ὡς ἀναλαβὼν ἐμαυτὸν ἀντεῖπον πρὸς ἕκαστον τῶν ῥηθέντων, παραλείψω, μὴ καὶ δόξω τισὶν λίαν ἀγαπᾶν εἰ χαριέντως αὐτοὺς ἠμυνάμην· λυπήσας δ᾽ οὖν μετρίως, ὡς ἐμαυτὸν ἔπειθον, τοὺς ἐπιπλῆξαί μοι τολμήσαντας, τελευτῶν ὑπεσχόμην μόνοις αὐτοῖς τὸν λόγον τῶν ἐν τῇ πόλει δείξειν καὶ ποιήσειν οὐδὲν ἄλλο περὶ αὐτοῦ πλὴν ὅ τι ἂν ἐκείνοις δόξῃ.

[23] Τούτων ἀκούσαντες ἀπῆλθον, οὐκ οἶδ᾽ ὅπως τὴν διάνοιαν ἔχοντες. Πλὴν οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕστερον ἐπιτελεσθέντος τοῦ λόγου καὶ δειχθέντος αὐτοῖς τοσοῦτον μετέπεσον ὥστ᾽ ᾐσχύνοντο μὲν ἐφ᾽ οἷς ἐθρασύναντο, μετέμελεν δ᾽ αὐτοῖς ἁπάντων τῶν εἰρημένων, ὡμολόγουν δὲ μηδενὸς πώποτε τοσοῦτον πράγματος διαμαρτεῖν, ἔσπευδον δὲ μᾶλλον ἠγὼ πεμφθῆναί σοι τὸν λόγον τοῦτον, ἔλεγον δ᾽ ὡς ἐλπίζουσιν οὐ μόνον σὲ καὶ τὴν πόλιν ἕξειν μοι χάριν ὑπὲρ τῶν εἰρημένων ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἕλληνας ἅπαντας.

***
Η δύναμη και τα προτερήματα του Φιλίππου.
[17] Δεν θα διστάσω να σου αποκαλύψω και για ποιό ζήτημα με λύπησαν μερικοί άνθρωποι του κύκλου μου· νομίζω μάλιστα πως κάτι θετικό θα βγει από αυτό. Τους εμπιστεύθηκα πως πρόκειται να σου στείλω ένα λόγο, όχι για να σου κάνω επίδειξη ούτε και για να εγκωμιάσω τους πολέμους που έχεις κάνει —υπάρχουν άλλοι για τη δουλειά αυτή— αλλά να σε παρακινήσω σε κατορθώματα που σου ταιριάζουν περισσότερο, που είναι πιο λαμπρά και πιο συμφέροντα από όσα τώρα προτιμάς.

[18] Και αυτοί τόσο τρόμαξαν μήπως τα έχω χαμένα από τα γηρατειά, ώστε τόλμησαν να με επιπλήξουν, πράγμα που ποτέ πρώτα δεν το συνήθιζαν, λέγοντας πως καταπιάνομαι με πράγματα παράλογα και ακατανόητα. «Θα στείλεις», μου έλεγαν, «λόγο με συμβουλές στον Φίλιππο, που, και αν υποτεθεί ότι πρωτύτερα παραδεχόταν τον εαυτό του κατώτερο από άλλον στο μυαλό, τώρα, κάτω από τον όγκο των κατορθωμάτων του, δεν είναι δυνατό να μη νομίζει πως σκέφτεσαι ορθότερα από τους άλλους.

[19] Έπειτα έχει γύρω του άριστους Μακεδόνες, που, και αν δεν έχουν πείρα για ζητήματα άλλα, είναι φυσικό να ξέρουν το συμφέρο του τουλάχιστον καλύτερα από σένα. Ακόμα και από τους άλλους Έλληνες πολλούς θα δεις να κατοικούν εκεί πέρα, και δεν τους λείπει ούτε η πείρα ούτε η φρόνηση. Με τις δικές τους υποδείξεις άλλωστε όχι μονάχα δεν ελάττωσε τη δύναμή του διόλου, αλλά κατόρθωσε να επιτελέσει και έργα λαμπρά, που μόνο να τα ευχηθεί θα μπορούσε. Και τί άφησε και δεν το έκανε;

[20] Τους Θεσσαλούς, που πρώτα εξουσίαζαν τη Μακεδονία, δεν τους κατάφερε να πάρουν τέτοια φιλική στάση απέναντί του, ώστε καθένας τους να έχει σ᾽ αυτόν πιότερη εμπιστοσύνη παρά στους συμπολίτες του; Και από τις πόλεις της περιοχής αυτής άλλες δεν τις οδήγησε στη συμμαχία τη δικιά του και άλλες —όσες τον ενοχλούσαν περισσότερο— δεν τις κατάστρεψε από τα θεμέλια;

[21] Τους Μάγνητες μετά, τους Περραιβούς, τους Παίονες, δεν τους εξουθένωσε εντελώς, δεν τους ανάγκασε να γίνουν υπήκοοι σ᾽ αυτόν; Και τους Ιλλυριούς, εξόν αυτούς που κατοικούν πλάι στην Αδριατική, μήπως δεν τους κατάχτησε, δεν έγινε κυρίαρχος και αφέντης τους; Σε όλη τη Θράκη μήπως δεν έχει επιβάλει αυτούς που ήθελε για άρχοντες; Αυτός λοιπόν, που τόσο πολλά και τέτοιας σπουδαιότητας έργα κατόρθωσε, δεν βρίσκεις ότι θα θεωρήσει τουλάχιστο πολύ ανόητο τον άνθρωπο που θα του στείλει αυτόν τον λόγο και δεν θα τον νομίσει πολύ-πολύ γελασμένο και για τη δύναμη των λόγων του και για τις πνευματικές του ικανότητες πιο γενικά;

[22] Όταν τα άκουσα αυτά, στην αρχή βέβαια ξαφνιάστηκα, μα μόλις συνήλθα, αντιμετώπισα ένα προς ένα τα επιχειρήματά τους. Ωστόσο αυτά θα σου τα παραλείψω από τον φόβο μήπως φανώ σε μερικούς πως ναρκισσεύομαι ανόητα, που πρόβαλα στους επικριτές μου επιδέξια άμυνα… Οπωσδήποτε όμως, αφού έφερα σε κάπως δύσκολη θέση —τουλάχιστο έτσι πίστευα ο ίδιος— αυτούς που πήρανε το θάρρος να με επικρίνουν, καταλήγοντας τους υποσχέθηκα ότι θα δείξω μόνο σ᾽ εκείνους από όλους τους πολίτες τον λόγο μου αυτό και πως θα κάμω μόνο ό,τι φανεί σωστό σ᾽ εκείνους.

[23] Τα άκουσαν αυτά και έφυγαν — δεν ξέρω βέβαια με ποιές διαθέσεις. Αλλά λίγες μέρες αργότερα, σαν τελείωσα τον λόγο μου και τους τον έδειξα, αμέσως άλλαξαν γνώμη, τόσο που ένιωθαν ντροπή για το προηγούμενο θράσος τους και μετάνιωσαν για όλα όσα είπαν· ομολογούσαν μάλιστα ότι ποτέ άλλοτε και σε κανένα ζήτημα δεν είχαν πέσει τόσο έξω, βιάζονταν περισσότερο από μένα να σου στείλω αυτόν τον λόγο και έλεγαν πως όχι μόνο εσύ και η πόλη η δικιά μας, αλλά και όλοι οι Έλληνες μαζί θα μου χρωστούν ευγνωμοσύνη για όσα θα έχω πει.

ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ

Μερικές παρατηρήσεις τώρα για την ιστοριογραφία, αρχίζοντας από τον Ηρόδοτο. Χρονολογική υπόμνηση: έζησε μεταξύ 480 και 420 περίπου. Υποθέτω βεβαίως ότι τον έχετε διαβάσει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπήρχε ήδη, πριν από αυτόν, σημαντικός αριθμός ιστοριογραφικών κειμένων. Δεν μιλάω για χρονικά ή για αρχεία, όπως αυτά που βρίσκουμε πρακτικά από τότε που έχουμε γραπτά κείμενα, στην Αίγυπτο, στη Βαβυλώνα ή αλλού, αλλά για τους λογογράφους - τους συγγραφείς έργων πεζού λόγου για διάφορα θέματα που εμφανίστηκαν στην Ιωνία τον 6ο αιώνα, ο σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο Εκαταίος ο Μιλήσιος. Έφτασε στην ακμή του λίγο πριν από το 500 και του χρωστάμε, μεταξύ άλλων έργων, το έργο Περίοδος γης ή ταξίδι γύρω από τη Γη, περιγραφή του τότε γνωστού κόσμου από την οποία διασώθηκαν μερικά αποσπάσματα. Το πρώτο στη συλλογή του Jacoby([1]) είναι εντελώς χαρακτηριστικό και δίνει τον τόνο για όλα όσα θα ακολουθήσουν: «Γράφω αυτό που νομίζω ότι είναι αλήθεια, διότι οι Έλληνες διηγούνται ιστορίες τόσο πολυάριθμες όσο και παράλογες». Ιδού λοιπόν το μέλος μιας κοινότητας όπου υπάρχουν παραδόσεις, καλά θεμελιωμένες παραστάσεις, το οποίο δηλώνει εκ προοιμίου δύο πράγματα: ότι του φαίνονται παράλογα αυτά που σκέφτεται η κοινότητα του και ότι έχει ο ίδιος την πρόθεση να γράψει αυτό που του φαίνεται αληθινό. Ο Εκαταίος δεν αποτελεί μεμονω­μένη περίπτωση. Έχουμε τα ονόματα πολλών άλλων συγγραφέων, πριν ή μετά τον Ηρόδοτο, όπως ο Ξάνθος ο Λυδός, ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς κ.ά., οι οποίοι γράφουν κυρίως για τους Έλληνες της Ασίας και για τους Πέρσες, αλλά κανένα έργο τους δεν διασώθηκε, καθώς και άλλοι, όπως ο Αντίοχος ο Συρακόσιος, οι οποίοι ενδιαφέρονται κυρίως για τις αποικίες της Μεγάλης Ελλάδας. Η καθεαυτό Ελλάδα όμως δεν φαίνεται να έχει προκαλέσει ακόμη μεγάλο ενδιαφέρον. Στη συνέχεια έρχεται ο Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος ταξίδεψε πολύ - πιθανώς περί το 450, επομένως μετά τους Μηδικούς Πολέμους-, το λέει και μπορούμε να τον πιστέψουμε: οι αρχαιολογικές ανασκαφές επιβεβαίωσαν όσα λέει σε πολλά σημεία. Σχετικά με τις περιστάσεις της σύνθεσης των γραπτών του έχουν συσσωρευτεί αναρίθμητες θεωρίες, διατριβές κ.λπ. Δεν υπάρχει λόγος να μπούμε σε αυτό το θέμα· θα παραμερίσουμε πολλά σημαντικά ζητήματα για να επικεντρωθούμε σε μερικές ουσιώδεις για μας πλευρές, στο πλαίσιο αυτού του σεμιναρίου. Σχετικά με τη σύνθεση, αυτό που μας ενδιαφέρει είναι ότι αν και η Ἱστορίη, η έρευνα, είναι αναμφίβολα από ορισμένες απόψεις ανολοκλήρωτη και θα μπορούσε ο Ηρόδοτος να επανέλθει, η μορφή με την οποία μας παραδίδεται είναι απολύτως συγκροτημένη - ακόμη κι αν η διαίρεση σε εννέα βιβλία έγινε αργότερα - και το πρόγραμμά του εμφανίζεται με απόλυτη σαφήνεια Αρχικά στόχος του έργου, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του, είναι να μην αφήσει να βυθιστούν στη λήθη αυτά τα περίφημα έργα μεγάλα τε και θωμαστά, αυτά τα επιτεύγματα των Ελλήνων και των Βαρβάρων. Ο συγγραφέας θέλει επιπλέον να περιγράφει αυτό που θεωρεί ως τη θεμελιώδη διαμάχη της εποχής του, τη διαμάχη ανάμεσα σε Πέρσες και Έλληνες, ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη και να ανιχνεύσει τις ρίζες της. Αλλά, πίσω από όλα αυτά, εμφανίζεται σε τρίτο επίπεδο ένα άλλο θέμα που διατρέχει όλο το έργο, ως αντίσταξη στις διαδοχικές αφηγήσεις: ο Ηρόδοτος θέλει τελικά να περιγράψει πώς αυτό που υπήρξε μεγάλο έγινε τελικά μικρό και πώς το μικρό έγινε μεγάλο. Να περιγράψει επομένως αυτό το είδος κοσμικής ταλάντευσης - κι εδώ ο νους μας πάει αμέσως στον Αναξίμανδρο([2]) - που έφερε μικρές πόλεις σε θέσεις παγκόσμιας κυριαρχίας και αυτοκρατορίες σε καταποντισμό.

Σχετικά με ό, τι μας είναι γνωστό για τις δραστηριότητες καταγραφής των γεγονότων σε άλλες κοινωνίες αλλά ακόμη και στην Ελλάδα - με την επιφύλαξη όσων έγραψαν ο Εκαταίος και οι άλλοι, για τους οποίους δεν γνωρίζουμε πολλά - έχουμε λοιπόν μια πρώτη τομή που εκπροσωπείται από τον Ηρόδοτο. Στη συνέχεια, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, μια δεύτερη τομή, κατά μία έννοια ακόμη πιο εκπληκτική, με τον Θουκυδίδη. Βεβαίως, τα επιτεύγματά μας σήμερα είναι πολύ περισσότερα και πολύ καλύτερα, τόσο σε σύγκριση με τον Θουκυδίδη όσο και, ας πούμε, με τον Ευκλείδη. Αλλά κατά τον ίδιο τρόπο που, όπως λέει ο Bourbaki στον πρόλογο του Elements, κάθε φορά που τα μαθηματικά χρειάστηκε να επιστρέφουν στα θεμέλιά τους, ξαναγυρίσαμε στον Ευκλείδη και στους Έλληνες για να μάθουμε τι είναι αυστηρή απόδειξη, έτσι και ο πραγματικός σημερινός ιστορικός - όποια κι αν είναι τα, εκατό φορές ανώτερα, μέσα που διαθέτει, με τα αρχαιολογικά ευρήματα, τους υπολογιστές, τους δέκα βοηθούς που δουλεύουν γι’ αυτόν - έχει πάντα σε μια γωνιά του μυαλού του την ιδέα μιας αφήγησης-εξήγησης, μιας καταγραφής- παγίωσης των γεγονότων, όπως τα βρίσκουμε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Και ο ίδιος ο Θουκυδίδης δεν φοβήθηκε να διεκδικήσει αυτή την παραδειγματική αξία του έργου του. Θα προσπαθήσουμε να δούμε αργότερα ποια είναι ακριβώς η διαφορά μεθόδου των δύο αυτών συγγραφέων. Αλλά πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτή η ρήξη που συντελείται τον 5ο αιώνα με τη σύσταση της ιστοριογραφίας; Που αποτελεί επίσης, ας μην το ξεχνάμε, σύσταση και της γεωγραφίας και της εθνολογίας ή της εθνογραφίας, διότι το έργο του Ηροδότου είναι το πρώτο βιβλίο εθνογραφίας ή περιγραφής εθίμων των λαών που διαθέτουμε. Ας αρχίσουμε αποκλείοντας τις ψευδοεξηγήσεις που βασίζονται σε «αντικειμενικούς» παράγοντες, όπως οι ανάγκες της ναυσιπλοΐας ή του εμπορίου. Οι Φοίνικες ασχολούνται με τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριο από τον 13ο αιώνα, αλλά δεν γνωρίζουμε κανένα Φοίνικα ιστορικό ή γεωγράφο. Τα αρχεία της Σιδώνας και της Τύρου και στη συνέχεια της Καρχηδόνας έπρεπε να είναι γεμάτα από οδηγίες για το τάδε ή το δείνα πέρασμα, για τη διάρκεια της διαδρομής από τη Σικελία στην Ισπανία όταν οι άνεμοι είναι ευνοϊκοί κ.λπ. Εν ολίγοις, τεχνικές ή διοικητικές και καθαρά εργαλειακές γνώσεις, μονοπώλιο μιας συγκεκριμένης συντεχνίας. Ο Ηρόδοτος υιοθετεί την άποψη της ανιδιοτελούς γνώσης: ταξιδεύει και καταγράφει ό, τι βλέπει, αλλά αυτό που κάνει δεν έχει καμιά πρακτική χρησιμότητα. Εκτός κατά μία ιδιαίτερη έννοια, για την οποία κάνει επίσης λόγο ο Θουκυδίδης: χρησιμότητα για να γνωρίσουμε τις ανθρώπινες υποθέσεις γενικά, για να μάθουμε τι κρύβεται πίσω από την ανάπτυξη και τον εκφυλισμό των πόλεων και των αυτοκρατοριών, για να εκφέρουμε κρίση σχετικά με μια πολιτική ή με τη διεξαγωγή ενός πολέμου. Και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στις περίφημες παρεκβάσεις του, για τις οποίες τόσο συχνά τον έχουν κατακρίνει και χάρη στις οποίες οι καθηγητές πανεπιστημίων του 19ου και του 20ου αιώνα τον κοίταζαν αφ’ υψηλού και σημείωναν στο περιθώριο: εκτός θέματος, μακρηγορία, άχρηστο, ας προχωρήσουμε στα γεγονότα κ.λπ. Διότι ο Ηρόδοτος μιλά για ένα λαό, ασχολείται με τον τάδε βασιλιά. Και ξαφνικά κάνει μια μεγάλη παράκαμψη, διότι θέλει να διηγηθεί κάτι σχετικό με αυτόν το βασιλιά, για τους προγόνους του ή για κάποιο θαυμαστό γεγονός που συνέβη κατά τη βασιλεία του. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σαφές ότι ο Ηρόδοτος θέτει ως στόχο μια ανιδιοτελή γνώση. Αισθάνεται όμως επίσης ευχαρίστηση να διηγείται - πράγμα οφθαλμοφανές, και αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που και ο αναγνώστης αισθάνεται ευχαρίστηση διαβάζοντάς τον. Οι ιστορίες που διηγείται είναι σχεδόν πάντα πολύ όμορφες. Ακόμη, μάλιστα, και όταν είναι φοβερές, όπως η ιστορία του βασιλιά Αστυάγη ο οποίος σε ένα γεύμα δίνει στον υπήκοο του Άρπαγα, από τον οποίο είναι δυσαρεστημένος, να φάει τη σάρκα του ίδιου του παιδιού του και τον αφήνει να το καταλάβει βάζοντας να του φέρουν το κεφάλι καλυμμένο με πέπλο και παροτρύνοντάς τον να ξανασερβιριστεί.([3])
 
Υπάρχουν πολλές παρόμοιες διηγήσεις που πλησιάζουν ενίοτε τις ιστορίες τρόμου - αυτό όμως δεν σημαίνει πως είναι όλες ψεύτικες.
 
Βρίσκουμε επίσης στον Ηρόδοτο σε συγκεκριμένη μορφή - πράγμα που επιτυγχάνεται ουσιαστικά μέσω των αφηγήσεων - την ίδια κριτική των θεσμισμένων παραστάσεων, την ίδια σχετικοποίηση των δικών τους θεσμών στην οποία επιδίδονται την ίδια εποχή σοφιστές, σαν τον Πρωταγόρα. Όπως θα πει αργότερα ο Αριστοτέλης, η φωτιά καίει κατά τον ίδιο τρόπο εδώ και στους Πέρσες, αλλά το δίκαιο δεν είναι το ίδιο παντού ([4]) ή, όπως λέει ο Αισχύλος -πρόκειται για ένα από τα ουσιώδη διδάγματα των Ευμενίδων -, το δίκαιο αλλάζει από στιγμή σε στιγμή - και, ακόμη περισσότερο, από τόπο σε τόπο. Σχετικοποίηση των θεσμών της οποίας ο Ηρόδοτος προσφέρει εξαιρετική απεικόνιση, που συνοδεύεται ενίοτε από έρευνα για την καταγωγή της ανθρωπότητας. Και θυμάστε σχετικά με αυτό τη συζήτησή μας με αφορμή τους στίχους 248-254 και 443-506 του Προμηθέα δεσμώτη ή του χορικού της Αντιγόνης.([5]) Τα ερωτήματα αυτά εμφανίζονται στους λόγους του Πρωταγόρα, οι οποίοι θα μεταφερθούν στη συνέχεια από τον Πλάτωνα, και φυσικά στον Θουκυδίδη, στο τμήμα του Βιβλίου Α που ονομάζεται «Αρχαιολογία», όπου περιγράφει τους αρχαϊκούς χρόνους στην Ελλάδα. Διαφαίνονται επίσης και σε άλλους τομείς, π.χ. στην ιατρική έρευνα της εποχής, έτσι όπως μπορούμε να τη γνωρίσουμε μέσω των κειμένων της Ιπποκράτειας Σχολής, η οποία θέτει ιδιαίτερα μια έντονη διαφορά ανάμεσα στη φύσιν και στο νόμον, ανάμεσα στη φύση και στο θεσμό/συνθήκη/έθιμο, ανάμεσα αφενός σε αυτό που ανάγεται πράγματι στη φύση, δηλαδή στην περίπου αμετάβλητη συγκρότηση του ανθρώπινου όντος ως ψυχοφυσικού όντος (για την Ιπποκράτεια Σχολή, η διάκριση μεταξύ ψυχής και σώματος δεν υπάρχει με τη συγκεκριμένη μορφή), και αφετέρου δε στο στοιχείο που ανάγεται στις συνήθειες, οι οποίες μπορεί να αλλάξουν. Επιπλέον, έχουμε την πολύ βαθιά παρατήρηση που συναντάμε σε ορισμένα ιπποκράτεια κείμενα της ίδιας εποχής, όπως η φράση: τελικά ο νόμος μπορεί να γίνει φύσις. Το γεγονός ότι ζει κανείς σε μια κοινωνία όπου οι θεσμοί, τα ήθη και τα έθιμα είναι αυτό που είναι δημιουργεί ένα είδος φύσης εξίσου ισχυρής με την πρώτη - πράγμα που οδηγεί τελικά στην αμφισβήτηση των ίδιων των όρων, και των ορίων της διάκρισης.([6]) Ελπίζω να έχουμε αργότερα τη δυνατότητα να μελετήσουμε αυτή την τόσο σημαντική αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πολιτική σκέψη, με την ευρεία έννοια, του 5ου αιώνα και στους ιστορικούς.
 
Ωστόσο, ας επανέλθουμε στον ίδιο τον Ηρόδοτο. Η αντί­ληψή του περί ιστορίας εμφανίζεται στο τέλος του Βιβλίου Α,5, εκεί όπου παρουσιάζει το τρίτο μεγάλο θέμα για το οποίο σας μίλησα πριν. «Θα μιλήσω επίσης, λέει, για μικρές και μεγάλες πόλεις των ανθρώπων, διότι η πλειονότητα από εκείνες που παλιά ήταν μεγάλες έγιναν μικρές, και εκείνες που στην εποχή μου ήταν μεγάλες υπήρξαν παλιότερα μικρές. Γνωρίζοντας επομένως ότι η ευδαιμονία,([7]) η ανθρώπινη ευτυχία, δεν μένει ποτέ στάσιμη στο ίδιο σημείο, θα μνημονεύσω και τις μεν και τις δε». Η ευδαιμονία έγκειται στο να έχει κανείς με το μέρος του ένα καλό δαίμονα, μια καλή θεία προστασία. Οι διακυμάνσεις της ευδαιμονίας επισημαίνονται σε όλο το έργο, αλλά το κλειδί για την κατανόησή της δίνεται ευθύς εξαρχής. Λέω κλειδί, διότι και εδώ έχουμε πάλι μουσικότητα και αντίστιξη. [Σημ. Περιθ. της 22-9-1984: Προαναγγελία της υπόλοιπης ιστορίας του Ηροδότου στο Ιο Βιβλίο, με την ιστορία του Κροίσου = «πρελούδιο», τα leitmotivs - όπως στο «Ένας έρωτας του Swann».] Προκειμένου να μιλήσει για τη διαμάχη ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη, ο Ηρόδοτος στρέφεται στο παρελθόν. Δίνει την «ασιατική» εκδοχή των παραδόσεων για την απαγωγή της Ιούς, τον Τρωικό πόλεμο κ.λπ. Στη συνέχεια λέει: δεν ξέρω αν αυτές οι ιστορίες είναι αληθείς ή ψευδείς, αυτό όμως που ξέρω είναι ότι υπάρχει ένα πρόσωπο το οποίο πρώτο επιτέθηκε στους Έλληνες: ο Κροίσος, βασιλιάς της Λυδίας - και αυτή είναι η ρίζα της διαμάχης μεταξύ Ασίας και Ευρώπης. Έτσι ο Ηρόδοτος έρχεται να διηγηθεί στο Βιβλίο Α την ιστορία του Κροίσου, ιστορία εξαιρετική, που τη διασχίζουν από τη μια άκρη στην άλλη θέματα τραγικά και ταυτόχρονα τόποι, οι κοινοί τόποι που επισημάναμε πέρυσι,([8]) όχι κοινοτοπίες αλλά τόποι προς τους οποίους συγκλίνουν πράγματι οι ελληνικές ιδέες σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, με το πεπρωμένο και το θάνατο. Υπάρχει στην ιστορία του Κροίσου κάτι σαν αναγγελία αυτού που θα δούμε επί το έργον στη συνέχεια: τη μεγέθυνση και την ὕβριν, πάνω στην οποία στηρίζεται η μεγέθυνση. Η πολιτική φιλοσοφία, αν μπορεί να πει κανείς, των σχέσεων ανάμεσα σε ισχυρές δυνάμεις που θα αποτελέσει πλήρως τη φιλοσοφία του Θουκυδίδη διατρέχει ήδη όλο το έργο του Ηροδότου: κάθε δύναμη, ό, τι και να κάνουμε, έχει πάντα στόχο της την επέκτασή της. Τουλάχιστον για τους λαούς που φτάνουν σε κάποιο βαθμό «ιστορικής» ύπαρξης. Μιλώντας με σύγχρονους όρους, θα λέγαμε ότι από τη στιγμή που υπάρχει Κράτος, υπάρχει και ώθηση προς την επέκταση και την αύξηση της δύναμης. Ο Ηρόδοτος περιγράφει το φαινόμενο αυτό επανειλημμένα: είναι η περίπτωση των βασιλέων της Λυδίας, και κυρίως του Κροίσου, στη συνέχεια του Κύρου, του Καμβύση, του Δαρείου και του Ξέρξη. Ο Κύρος οικοδομεί μια αυτοκρατορία, αλλά δεν μπορεί να επαναπαυτεί, θέλει επίσης να υποδουλώσει τους Μασσαγέτες, ένα λαό της στέπας, στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για μια ιστορία που επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες μας: ο κατακτητής καταποντίζεται κυνηγώντας άπιαστους ιππείς που ζουν νομαδικά, που δεν έχουν πόλη να υπερασπιστούν ή που εφαρμόζουν την πολιτική της καμένης γης. Ο Κύρος πεθαίνει εκεί. Ο Καμβύσης κατακτά την Αίγυπτο, αλλά δεν αρκείται σε αυτό· στέλνει τα στρατεύματα προς το νότο, στα όρια του τότε γνωστού κόσμου και ο στρατός του χάνεται μέσα σε αμμοθύελλες. Ο Δαρείος θέλει επίσης να κατακτήσει τη Σκυθία, έρχεται αντιμέτωπος με ένα εχθρό που επιτίθεται και εξαφανίζεται. Υποχρεώνεται έτσι να υποχωρήσει για να αποφύγει την καταστροφή. Και γνωρίζετε τι συνέβη με τον Ξέρξη στην Ελλάδα.
 
Ώθηση επομένως, ὕβρις, και στη συνέχεια νέμεσις, επανέρχονται αδιάκοπα.([9]) Είναι φυσικά ένας τρόπος να βλέπει κανείς τα πράγματα, μια ερμηνεία. Αλλά κάνω αμέσως μια παρατήρηση, για να αποφύγω κάποιες σύγχρονες πλάνες. Ο Ηρόδοτος δεν εφευρίσκει εκ του μηδενός την ήττα του Δαρείου απέναντι στους Σκύθες για να στηρίξει μια a priori θέση σχετικά με την ὕβριν και τη νέμεσιν. ο Δαρείος σαφώς απέτυχε επιχειρώντας να εισβάλει στη Σκυθία, όπως και ο Ξέρξης απέτυχε στην εισβολή του στην Ελλάδα, και, όπως ο Κύρος, σκοτώθηκε. Το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος βλέπει τα πράγματα σύμφωνα με ένα συγκεκριμένο σχήμα, φαντασιακό σχήμα - το δικό του, που είναι και το σχήμα της Ελλάδας - δεν σημαίνει ότι αυτό που βλέπει δεν έχει δική του ύπαρξη, ανεξάρτητη από εκείνον. Με αυτό θέλω να πω ότι δεν είναι δυνατό να συγκαλύψουμε το ζήτημα μιας αλήθειας που υπάρχει πέρα από την αφήγηση όταν μιλάμε για κάποιον σαν τον Ηρόδοτο - όσο για τον Θουκυδίδη, δεν χρειάζεται καν να το αναφέρουμε. Σήμερα κάποιοι θα ήθελαν να κλειστούν μέσα στο κείμενο, διότι για αυτούς δεν υπάρχει καμιά άλλη λογική εκτός από τη λογική του κειμένου, του συγγραφέα και του ακροατηρίου του, ενώ το εξωτερικό ανάφορο περνάει σε δεύτερο πλάνο. Όμως το κείμενο είναι το συγκεκριμένο κείμενο επειδή ακριβώς υπάρχει ένα ανάφορο. Το πρόβλημα της σχέσης κειμένου και ανάφορου τίθεται αμέσως πάντα, και αυτό ισχύει και για τον Ηρόδοτο. Υπάρχει ένα ζήτημα ακρίβειας ή ανακρίβειας, αλήθειας ή μη-αλήθειας όσων γράφει ο Ηρόδοτος - ή οποιοσδήποτε άλλος - και δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε αυτό όταν ασχολούμαστε με την άλλη πλευρά, δηλαδή με τον τρόπο με τον οποίο ο Ηρόδοτος βλέπει τον κόσμο και την Ιστορία, καθώς και τα φαντασιακά σχήματα σύμφωνα με τα οποία τα βλέπει. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε κανένα από αυτά τα ζητήματα.
 
Μίλησα πριν από λίγο για τόπους, για κοινούς τόπους. Στην ιστορία του Κροίσου, όπως τη διηγείται ο Ηρόδοτος, ξαναβρίσκουμε θέματα που υπάρχουν παντού στην Ελλάδα, από τον Όμηρο μέχρι τους τραγικούς. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για τη διήγηση της επίσκεψης του Σόλωνα στον Κροίσο, η οποία είναι οπωσδήποτε θρύλος, δεδομένου ότι οι χρονολογίες που γνωρίζουμε την αποκλείουν εντελώς. Το ουσιώδες της αφήγησης([10]) έγκειται στις απαντήσεις που δίνει ο Σόλων στην ερώτηση: Ποιος είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος στον κόσμο; Ο Κροίσος περιμένει βεβαίως να τον ακούσει να προφέρει το όνομά του. Οι απαντήσεις του Σάλωνα - που είναι πράγματι εντελώς ειρωνικές- περιστρέφονται γύρω από μια κεντρική ιδέα: δεδομένου ότι είναι δυνατό να εμφανιστούν, μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής μας, ολοκληρωτικές ανατροπές της τύχης, κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ευτυχής πριν πεθάνει. Το πρώτο όνομα που δίνει είναι: Τέλλος ο Αθηναίος, ένας απλός πολίτης, ο οποίος μέσα σε μια πλούσια πόλη είδε να μεγαλώνουν τα καλά και όμορφα παιδιά του και βρήκε τέλος ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης. Το λέει αυτό στον Κροίσο, ο οποίος έχει στη διάθεσή του χρυσό, εξουσία, γυναίκες, δούλους... Ο Κροίσος δικαίως εκπλήσσεται. Θα τον αναφέρει άραγε δεύτερο; Η δεύτερη όμως απάντηση του προξενεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη: πρόκειται για τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, γιους μιας ιέρειας της Ήρας στο Άργος. Πρέπει να την οδηγήσουν στο ιερό της θεάς, τα βόδια που θα έσυραν το άρμα της δεν έχουν ακόμη γυρίσει από τους αγρούς, οι γιοι της ζεύονται το άρμα και τη μεταφέρουν. Η μητέρα ζητά από τη θεά να τους δώσει για ανταμοιβή ό,τι καλύτερο μπορεί να αποκτήσει ο άνθρωπος. Και η θεά εκπληρώνει την ευχή της: οι γιοι της που κοιμήθηκαν εξαντλημένοι δεν θα ξαναξυπνήσουν. Η θεά έδειξε έτσι, λέει ο Σόλων, ότι για τον άνθρωπο είναι προτιμότερο τεθνάναι μάλλον ή ζώειν, να είναι νεκρός παρά να ζει.([11]) Θα συναντήσουμε συχνά αυτές τις ιδέες στην τραγωδία, με περίπου ταυτόσημες διατυπώσεις - αυτό συμβαίνει εν γένει στην περίπτωση όπου ο χορός πρέπει να βγάλει το δίδαγμα όσων διαδραματίστηκαν.
 
Δεν μπορούμε να πούμε για κανένα ότι είναι ευτυχής πριν από την τελευταία μέρα του([12]) ή πάλι, όπως στους περίφημους στίχους στον Οιδίποδα επί Κολωνώ: «Η μεγαλύτερη ευτυχία απ’ όλες είναι να μη γεννηθεί κανείς, και το καλύτερο πράγμα, κατά δεύτερο λόγο, είναι άπαξ και γεννηθεί([13]) να επιστρέψει το γρηγορότερο εκεί από όπου ήρθε». Και ας μην ξεχνάμε τον Πίνδαρο: «Ο άνθρωπος είναι το όνειρο μιας σκιάς».([14]) Η άποψη αυτή είναι πάντοτε παρούσα στον Ηρόδοτο,[15] όπως και το θέμα του «φθόνου των Θεών»: όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν ένα κάποιο μέτρο ευτυχίας, επέρχεται η τιμωρία τους. Και βρίσκουμε επίσης στον Ηρόδοτο, σας το θυμίζω, σε εμβρυακή μορφή μια θεωρία της εξουσίας, εκλαμβανόμενη ως πανταχού παρούσα ώθηση για επέκταση.
 
Όσο για τη μέθοδο, και κυρίως για αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα κριτική των μαρτυριών και των πηγών, γνωρίζουμε ότι ο Ηρόδοτος κάνει πολλές διακρίσεις, και κατά πρώτον τη διάκριση ανάμεσα σε ό, τι προέρχεται από την ἀκοήν και σε ό, τι προέρχεται από την ὄψιν,([16]) ανάμεσα σ’ αυτό για το οποίο έχει ακούσει να μιλάνε και σ’ αυτό που έχει δει με τα ίδια του τα μάτια. Η φράση αρχίζει συχνά με το λέγουσι, λένε ότι... για να προσθέσει αμέσως είτε ότι δεν μπορεί να εκφέρει γνώμη επ’ αυτού, είτε ότι ο ίδιος είδε κάτι άλλο. Η σημασία την οποία δίνει στην όψιν, στο βλέμμα, μας παραπέμπει φυσικά στις αρχές της ιατρικής - η ιατρική είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο το ιατρικό βλέμμα. Θυμάστε ίσως το απόσπασμα του Ηράκλειτου για το οποίο μιλήσαμε πέρυσι: «Τα μάτια είναι καλύτεροι μάρτυρες από τα αυτιά».([17]) Είναι αυτονόητο ότι δεν πρόκειται εδώ για ψυχοφυσική μέτρηση σε εργαστήριο της αξιοπιστίας των διαφόρων οργάνων: τα αυτιά είναι η παράδοση - αυτό που ακούει κανείς, αυτό που λέγεται, αυτό που επαναλαμβάνεται από τα μέλη της φυλής, της πόλης ή της οικογένειας. Τα μάτια είναι η προσωπική γνώση. Ασφαλώς και τα μάτια μπορούν επίσης να κάνουν λάθος, αλλά είναι τουλάχιστον δυνατό να προσπαθήσει κανείς να επαληθεύσει ο ίδιος αν το τάδε άγαλμα αγίου πράγματι ματώνει τη δείνα ημερομηνία. Στους δύο όρους, ἀκοή και ὄψις, προστίθεται ένας τρίτος που ο Θουκυδίδης θα υιοθετήσει στη συνέχεια: η γνώμη, η σκέψη ή η κρίση. Και σε συνάρτηση ακριβώς με τη γνώμην, ο Ηρόδοτος αποφασίζει για την αξιοπιστία της αφήγησης.
 
Ας περάσουμε τώρα σε μια άλλη άποψη που δεν είναι άσχετη με τη μέθοδο, αλλά προχωρά ακόμη πιο μακριά. Πρόκειται για το ζήτημα της αμεροληψίας του Ηροδότου. Θα επεκταθώ λίγο επ’ αυτού διότι πρόκειται για ουσιώδες σημείο σχετικά με όλα όσα μας ενδιαφέρουν σε αυτό το σεμινάριο. Σας υπενθυμίζω ότι στο μέρος που κατά συνθήκη ονομάζεται προοίμιον ή πρόλογος, δηλαδή μερικές αράδες που προηγούνται του κυρίως σώματος του έργου, ο Ηρόδοτος μας λέει για ποιο λόγο γράφει: διότι έργα μεγάλα τε και θωμαστά, που έχουν επιτελεστεί είτε από τους Έλληνες, είτε από τους Βαρβάρους, πρέπει να προφυλαχθούν από τη λήθη, πράγμα που σημαίνει ότι τοποθετούνται απευθείας οι Έλληνες και οι Βάρβαροι στο ίδιο επίπεδο, χωρίς καμία ποιοτική διάκριση. Τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν εκτελέσει μεγάλα και θαυμαστά έργα ή επιτεύγματα. Επίσης, αμέσως μετά, αρχίζοντας να εκθέτει τους λόγους της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων, θα μιλήσει για το τι λένε περί αυτού οι Περσέων λόγιοι, οι σοφοί και πολυμαθείς Πέρσες. Ο Ηρόδοτος τους θεωρεί κατά μία έννοια ως «συναδέλφους», των οποίων ζήτησε την άποψη για τις ρίζες της διαμάχης: υπάρχουν λόγιοι στην Περσία, όπως υπάρχουν στην Ελλάδα. Δείχνει επίσης αμεροληψία όταν εξετάζει τους παράλογους μύθους που διηγούνται οι Έλληνες για τους μεν και τους δε. Πρέπει να αγνοεί κανείς τα πάντα για τους Αιγύπτιους ώστε να πιστέψει ότι ο Ηρακλής, όπως διηγούνται οι Έλληνες, παραλίγο να προσφερθεί ως θυσία στην Αίγυπτο.([18]) Αρνείται να πάρει θέση σχετικά με την ακρίβεια των λεγομένων από τους ιερείς των άλλων λαών για τα θαύματα και τα σημεία και τέρατα για τα οποία μιλάνε, διότι πιστεύει πως όλοι οι άνθρωποι - Έλληνες, Αιγύπτιοι ή Σκύθες- έχουν περίπου τις ίδιες γνώσεις για τα θεία.([19]) Και το πιο εκπληκτικό είναι ότι τον βλέπει κανείς να επιμένει στα όσα οι Έλληνες έχουν δανειστεί, χωρίς την παραμικρή επιφύλαξη, το αντίθετο μάλιστα θα έλεγε κανείς. Ο τάδε θεός προέρχεται από τους Αιγύπτιους, το τάδε έθιμο από αλλού κ.λπ.([20]) Διασκεδαστική λεπτομέρεια, αυτή η ίδια η αμεροληψία του Ηροδότου ήταν παραδόξως η αιτία για την οποία κατηγορήθηκε για μεροληψία κατά την αρχαιότητα. Ιδιαίτερα από τον Πλούταρχο, ο οποίος πέντε αιώνες μετά γράφει μια μικρή πραγματεία με τίτλο Περί της Ηροδότου κακοηθείας,([21]) όπου κατηγορεί το συγγραφέα μας για διάφορα πράγματα, και κυρίως για το ότι είναι φιλοβάρβαρος. Ακόμη κι αν είχε δίκιο ο Πλούταρχος, απλώς θα επιβεβαίωνε όσα λέω εδώ περί αμεροληψίας, διότι αν δεν είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε ότι ο Ηρόδοτος ήταν απλώς πληρωμένος πράκτορας του Μεγάλου Βασιλέως ή άλλων βάρβαρων βασιλέων, δεν βλέπουμε για ποιο λόγο θα ήταν φιλοβάρβαρος αν όχι από πεποίθηση, επειδή είχε διαπιστώσει στους λεγάμενους βαρβάρους αξιέπαινα και αξιομνημόνευτα πράγματα. Εν ολίγοις, επειδή είχε διαρρήξει αυτό που ονομάζω γνωστικό εγκλεισμό([22]) του κόσμου στον οποίο ανήκε και είχε στρέψει το βλέμμα του στον έξω κόσμο με θαυμασμό και ενδιαφέρον. Από την άλλη μεριά, δεν γνωρίζουμε Αιγύπτιο, Βαβυλώνιο ή άλλο συγγραφέα που να συμπεριφέρθηκε σαν φιλοβάρβαρος απέναντι στους Πέρσες όντας ταυτόχρονα αναγνωρισμένος ως μεγάλος συγγραφέας από τον ίδιο του το λαό.
 
Σας έλεγα ότι η αμεροληψία του Ηροδότου είναι ήδη έκδηλη στα σχόλιά του σχετικά με την καταγωγή των θεών ή των θεών των Ελλήνων. Εμφανίζεται όμως εξίσου καθαρά στη στάση του απέναντι σε δύο μη ελληνικούς λαούς: τους Πέρσες και τους Αιγύπτιους. Είναι ιδιαίτερα εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς σε ποιο βαθμό όσα αναφέρει για τους Πέρσες αποπνέουν το θαυμασμό του για αυτούς - οι διηγήσεις του τελειώνουν συχνά με το «αυτό το επαινώ». Ανάμεσα σε πολλά άλλα, θυμάστε αναμφίβολα μια παρατήρηση που δύσκολα μπορεί να μη θεωρήσει κανείς όμορφη: οι Πέρσες μαθαίνουν τρία μόνο πράγματα στα παιδιά τους: να ιππεύουν, να χειρίζονται το τόξο και να λένε την αλήθεια.([23]) Το πορτρέτο του Κύρου που σκιαγραφεί είναι εντελώς θετικό, ακόμη και ο Ξέρξης δεν είναι εντελώς «αρνητικό»([24]) πρόσωπο - είναι ένας βασιλιάς με πολλές αρετές, αλλά η ὕβρις του τον ωθεί σε καταστροφική εισβολή στην Ευρώπη. Οι Αιγύπτιοι δεν είναι απλώς ένας από τους πιο αρχαίους λαούς. Η αιγυπτιακή σοφία είναι πηγή κάθε σοφίας. Όπως αναφέρει, για ορισμένους ο Ζάλμοξις, θεότητα των Θρακών, ήταν απλώς ένας άνθρωπος, μαθητής του Πυθαγόρα. Αυτό όμως δεν πείθει καθόλου τον Ηρόδοτο, για τον οποίο ο Θραξ είναι σαφώς προγενέστερος του Έλληνα φιλοσόφου.([25]) Εξάλλου οι ίδιοι οι Πυθαγόρειοι φαίνεται να έχουν δανειστεί από τους Αιγύπτιους...([26]) Αυτή η γοητεία που ασκεί ο αιγυπτιακός πολιτισμός αποτελεί εξάλλου σταθερά της ελληνικής πολιτιστικής παράδοσης, που απαντάται επίσης, παραδείγματος χάρη, στον Πλάτωνα, για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
 
Αμεροληψία επίσης όταν συζητούνται τα έθιμα των άλλων λαών, που μπορεί να είναι ενίοτε στα μάτια ενός Έλληνα - ή στα δικά μας τα μάτια - εντελώς περίεργα, μέχρι τερατώδη. Και αυτό σε τέτοιο βαθμό, που σύγχρονοι φιλόλογοι αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να υπερασπιστούν τον Ηρόδοτο απέναντι στην κατηγορία της ανηθικότητας...([27]) - λες και το γεγονός ότι δεν εκφέρει κανείς ως παρατηρητής αξιολογικές κρίσεις αποδεικνύει την απουσία ηθικής συναίσθησης. Αμεροληψία επίσης, και αυτό είναι ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο, όταν τίθεται το θέμα της διαμάχης μεταξύ Ελλήνων. Παρά ταύτα το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος τάσσεται υπέρ των Αθηναίων,([28]) το ότι έχει δημοκρατικά αισθήματα([29]) είναι, κατά τη γνώμη μου, αναμφισβήτητο. Υπάρχει ασφαλώς στο έργο του μια πολιτική κρίση που τον ωθεί να διακρίνει ανάμεσα σε Έλληνες και Βαρβάρους, στους μεν υπάρχει ελευθερία, στους δε δεσποτισμός. Η διάκριση κατά τον Ηρόδοτο περιορίζεται ουσιαστικά σε αυτό και δεν διστάζει να το διαβεβαιώσει, όπως δεν διστάζει να πει ότι η ελευθερία εμφανίζεται κατεξοχήν στην Αθήνα, όπου έζησε πριν μετοικήσει στους Θούριους περί το 440. Δύσκολα λοιπόν μπορεί να βάλει στο ίδιο επίπεδο μια πόλη όπου συντελούνται χιλιάδες πράγματα - η τραγωδία, η κωμωδία, η Ακρόπολη, ο αναβρασμός που προκαλεί η παρουσία των σοφιστών - με τη Σπάρτη όπου, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες στρατιωτικές επιδόσεις, δεν συμβαίνει τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, δεν θα βρούμε κανένα ίχνος αυτών των αισθημάτων στην εντελώς ψύχραιμη αφήγηση των διενέξεων μεταξύ των δύο πόλεων.
 
Γνωρίζετε ότι υπήρξε ανέκαθεν μια συζήτηση για την ικανότητα κριτικής σκέψης του Ηροδότου, στον οποίο αποδόθηκε ως χαρακτηριστικό η ευπιστία ή η «αφέλεια» όταν αναφέρει θρύλους και μύθους. Εφόσον τον έχετε σίγουρα διαβάσει, δεν αγνοείτε ότι βρίσκουμε στο έργο του πολλές ιστορίες απολύτως απίστευτες. Όχι σε ό, τι αφορά τα έθιμα - στο πεδίο αυτό, χωρίς θετικές αποδείξεις, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε ότι υπάρχουν «απίστευτα» πράγματα -, αλλά σε ό, τι αφορά το κλίμα κάποιας χώρας ή τη συμπεριφορά κάποιου ζώου. Παραδείγματος χάρη, τα περίφημα μυρμήγκια της Ινδίας, στο μύθο που μας μεταφέρει ο Ηρόδοτος χωρίς να τον κρίνει, στο Βιβλίο Γ.([30]) Είναι, απ’ ό, τι μας λέει, πιο μικρά από τα σκυλιά, αλλά μεγαλύτερα από τις αλεπούδες. Εκτός από αυτό, όπως και τα ελληνικά μυρμήγκια, σκάβουν στοές μέσα στη γη και πετάνε το χώμα στην επιφάνεια. Όμως το χώμα αυτό είναι ανακατεμένο με χρυσό και έτσι οι Ινδοί προμηθεύονται εν αφθονία αυτό το μέταλλο. Ας θυμηθούμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι Άραβες αποκτούν, κατά την αφήγησή του, το μύρο και τα άλλα αρωματικά.([31]) (Η γη της Αραβίας, λέει εξάλλου, αποπνέει μια μαγευτική μυρωδιά - που οφείλεται αναμφίβολα στα perfumes of Arabia, για τα οποία μιλάει η Lady Macbeth και τα οποία παρά τη δύναμή τους δεν μπορούσαν να διώξουν τη μυρωδιά του αίματος από το χέρι της.) Το μύρο βλασταίνει πάνω σε δένδρα που τα φυλάνε φτερωτά φίδια, τα οποία οι Άραβες διώχνουν με καπνούς. Όσο για την κανέλα, που βρίσκεται στην όχθη μιας λίμνης προστατευμένης από νυχτερίδες, τη μαζεύουν καλύπτοντας εντελώς το σώμα τους με δέρματα βοδιού. Για το κινάμωμον, το σίναμο, είναι επίσης εκπληκτικό, διότι λέγεται ότι μεγάλα πουλιά το χρησιμοποιούν για να φτιάξουν τις φωλιές τους και ότι οι Άραβες καταφεύγουν σε περίεργα τεχνάσματα για να τις ρίξουν. Το λάδανον, με τη σειρά του, το βρίσκουν κρεμασμένο στα γένια των τράγων... Πρόκειται για ιστορίες αγρίων, θα έλεγε κανείς αμέσως. Αρκεί να διερωτηθεί στη συνέχεια: κατά τι είναι απίστευτες; Και μετά έρχεται η ερώτηση: σε τι έγκειται το απίστευτο; Μίλησα πριν, και όχι εντελώς τυχαία, για ένα άγαλμα που ματώνει ή δακρύζει σε κάποια συγκεκριμένη ημερομηνία. Είναι ή όχι απίστευτο; Αλλά απίστευτο για ποιον; Μήπως δεν υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι τον 20ο αιώνα που το πιστεύουν χωρίς την παραμικρή αμφιβολία; Είναι αδύνατο, είναι μάλιστα οριακά γελοίο να θέλει κανείς να εφαρμόσει στον Ηρόδοτο τους κα- νόνες της σύγχρονης επιστημονικής ή ιστορικής εργασίας, που άρχισαν πράγματι να επιβάλλονται μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα, και ιδιαίτερα τους ίδιους κανόνες αξιοπιστίας. Γνωρίζετε την ιστορία του Pierre Bayle και του παιδιού που γεννήθηκε με ένα χρυσό δόντι. Γυναικουλίστικες ιστορίες όλα αυτά, σκέφτηκε ο Bayle, αλλά θεωρεί παρά ταύτα τον εαυτό του υποχρεωμένο, περί τα τέλη του 17ου αιώνα, να τις ανασκευάσει. Αν πάρουμε τις ταξιδιωτικές διηγήσεις μέχρι και τον 19ο αιώνα - και ίσως τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά σήμερα -, θα διαπιστώσουμε μια αφέλεια που μας εκπλήσσει σχετικά με τη ζωή των Ινδιάνων της Βραζιλίας ή της Βόρειας Αμερικής, τους ιθαγενείς της Γης του Πυ­ρός και της Πολυνησίας, και αυτό ακόμη και από καλλιεργημένους περιηγητές, από ορθολογιστές, που δεν έχουν καμία σχέση με τσαρλατάνους. Δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να σας διαβάσω ένα απόσπασμα κάποιου αμερικανού ιεραπόστολου που βρήκα στο τελευταίο βιβλίο του Simon Leys.([32]) Ιδού λοιπόν τι γράψει ο Arthur Smith σε κάποιο πόνημα που διαβάστηκε πολύ στην εποχή του και που τιτλοφορείται Chinese Characteristics: «Αυτό που στερούνται οι Κινέζοι δεν είναι οι διανοητικές ικανότητες, αυτό που τους λείπει είναι ο Χαρακτήρας και η Συνείδηση. Η κινεζική κοινωνία μοιάζει με μερικά τοπία της Κίνας: από απόσταση, φαίνονται ωραία και ευχάριστα, αλλά όταν πλησιάσει κανείς ανακαλύπτει πάντα ένα σωρό απαίσια και βδελυρά πράγματα και η ατμόσφαιρά τους είναι μολυσμένη». Δυστυχώς «υπό την παρούσα κατάσταση της Κίνας», η υιοθέτηση πολιτισμένων προτύπων «αποτελεί απόλυτη ηθική αδυναμία». Και ο καλός πάστορας συμπεραίνει ότι: «Αυτό που χρειάζεται η Κίνα είναι η ηθική ευθύτητα και για να το πετύχει είναι απολύτως αναγκαίο να αποκτήσει γνώση του Θεού, καθώς και της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Θεό». Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με το «απίστευτο»: πρόκειται πράγματι για ένα περίεργο μείγμα που περιέχει μύθευμα και αξιολογική κρίση ιδιαίτερου τύπου. Και βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου αιώνα. Θα βρούμε σε πολλούς άλλους περιηγητές ανάλογες παρατηρήσεις, αξιολογικές κρίσεις που τυφλώνουν και δεν επιτρέπουν να δει κανείς το οφθαλμοφανές. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν αν στην αφήγηση του Ηροδότου υπάρχουν μύθοι, απίστευτα πράγματα. Δεν είναι καν γιατί ο Ηρόδοτος το πιστεύει - στην εποχή του πίστευαν πολλά που σήμερα μας φαίνονται απίστευτα. Το πιστευτό, το αξιόπιστο, εξαρτάται προφανώς κάθε φορά από τον πολιτισμό και τις γνώσεις- ακόμη και μέσα σ’ ένα αυστηρό ή υποτιθέμενα αυστηρό, επιστημονικό διανοητικό πλαίσιο όπως το σημερινό, δεν είναι πάντα εύκολο να αποφασίσουμε αν κάτι είναι πιστευτό ή όχι. Ένα παράδειγμα: Το 1951, ο Ludwig Gross περιγράφει για πρώτη φορά τον υπεύθυνο για τη λευχαιμία του ποντικού ιό, ζήτημα πολύ σημαντικό για όλη την έρευνα πάνω στον καρκίνο. Κάποιοι συνάδελφοί του σε διάφορα συνέδρια έφτασαν μέχρι και να τον αποκαλέσουν ψεύτη, απλώς και μόνο διότι σύμφωνα με την επιστημονική θεωρία της εποχής, η λευχαιμία και ο καρκίνος δεν μπορούσαν να προέρχονται από ιό. Εν ολίγοις: η άποψη ότι «τα μυρμήγκια της Ινδίας βγάζουν το χρυσάφι της γης σκάβοντας τρύπες» είναι σίγουρα λανθασμένη. Κατά τι όμως είναι καθαυτή απίστευτη; Είναι περισσότερο «απίστευτη» από αυτό που κάνει ο μεταξοσκώληκας, παραδείγματος χάρη; Η ιστορία των αρωματικών και ο τρόπος με τον οποίο τα προμηθεύονται οι Άραβες: ιδού κάτι επίσης απίστευτο. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο δικός μας ο Μεσαίωνας δεν είχε ανακαλύψει ή μάλλον ανακαλύψει εκ νέου την ιερακοτροφία και το κυνήγι με το γεράκι, που μας είναι επομένως λίγο πολύ οικείο, και ότι διαβάζαμε σήμερα σε κάποιον αρχαίο συγγραφέα μια ιστορία στην οποία περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο οι Σαυρομάτες ή οι Ατάραντες εξέτρεφαν τα γεράκια για να προμηθεύονται το κρέας άλλων πουλιών. Άραγε η ιστορία αυτή θα ήταν, ενδογενώς, πιο πιστευτή ή λιγότερο πιστευτή από τον τρόπο με τον οποίο οι Άραβες, σύμφωνα με τη διήγηση του Ηροδότου, προμηθεύονται τα αρωματικά βότανα; Γενικά, πρέπει να θέτει κανείς το ερώτημα: τι είναι πράγματι αδύνατο; Και για ποιον; Και κάτω από ποιες συνθήκες; Χωρίς να υιοθετήσουμε ριζικά σκεπτικιστική θέση, σας θυμίζω ότι δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε σίγουροι ότι δεν εμπιστευόμαστε πράγματα που είναι τελικά ψεύτικα και παράλογα. Και ότι, όπως μόλις είδαμε, το αντίστροφο είναι εξίσου κοινότοπο: πολλοί επιστήμονες θεωρούν μυθεύματα ανακαλύψεις που μερικά χρόνια αργότερα αποδεικνύονται αληθείς.
 
Το ουσιώδες δεν είναι εξάλλου αν ο Ηρόδοτος πιστεύει ή δεν πιστεύει αυτά που μεταφέρει. Το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι γιατί μεταφέρει τις ιστορίες αυτές με προφανή ευχαρίστηση -για να μην πούμε απόλαυση -, ποιος είναι ο ρόλος στη δική του την παράσταση του κόσμου των θωμαστών - των εκπληκτικών, μαγικών, ασυνήθιστων πραγμάτων. Από τη μια μεριά, το επαναλαμβάνω, τα αφηγείται διότι ο σκοπός του είναι να καταγράψει τα αξιοθαύμαστα και, κατά συνέπεια, αξιομνημόνευτα πράγματα' αλλά αναμφίβολα επίσης - και ο Hartog στο Le Miroir dHerodote([33]) το τονίζει δικαίως— διότι για τους Έλληνες, όπως εξάλλου για όλους σχεδόν τους λαούς πριν από τους νεότερους χρόνους, υπάρχει μια θεμελιώδης συνάρθρωση του κόσμου, όπου ο χώρος, με την ευρύτερη έννοια, δεν είναι ομοιογενής. Δεν είναι καθόλου το ίδιο πράγμα να μιλά κανείς για το εδώ και για το αλλού. Όχι με την ανεκδοτολογική ή περιγραφική έννοια - άλλα βουνά, άλλα ποτάμια -, αλλά ποιοτικά. Στις παραδοσιακές πεποιθήσεις, των Αφρικανών, των Ινδιάνων της Αμερικής ή άλλων, πέρα από εκείνο το ποτάμι ή εκείνη την οροσειρά εκτείνεται ένας απολύτως μαγικός κόσμος. Το ίδιο ισχύει και για τους Έλληνες στην αρχαϊκή εποχή, και μάλιστα πολύ αργότερα. Στην Οδύσσεια περιγράφονται αἱ ἐσχατιαί, τα πέρατα του κόσμου, ως χώροι των θεών και των τεράτων, των Κυκλώπων ή των Λαιστρυγόνων. Στο κέντρο βρίσκεται ο δικός μας ο κόσμος, των Ελλήνων και των Τρώων, όπου γνωρίζουμε περίπου τι συμβαίνει. Λίγο πιο μακριά βρίσκονται οι Φοίνικες, έμποροι και ναυτικοί που από καιρού εις καιρόν μένουν για μικρά χρονικά διαστήματα στον τόπο μας. Λίγο πιο πέρα ακόμη, οι Φαίακες, οι «γκρίζοι άνθρωποι» που μένουν κάπου ανάμεσα στο εδώ και το πραγματικό αλλού. Και στη συνέχεια, ακόμη πιο πέρα είναι η γη των θαυμάτων, των θαυμάτων που δεν έχουν τελειωμό. Και οι κοσμογονίες μιλάνε μόνο για αυτά: Θυμάστε ότι στον Ησίοδο υπάρχει από τη μια ένας ορατός και οικείος κόσμος, που φωτίζεται από τον Ήλιο και τα αστέρια, και από την άλλη -ένας χώρος ποιοτικά διαφορετικός - υπάρχουν οι τερατώδεις ρίζες του κόσμου, όπου είναι καταχωνιασμένοι οι Τιτάνες και άλλα τρομερά πλάσματα, τα Τάρταρα διατρέχονται από τρομακτικές θύελλες.
 
Στην κεντρική περιοχή όπου ζούμε, που μας είναι οικεία, με τη χλωρίδα, την πανίδα και το κλίμα της, αντιπαρατίθενται είτε αιφνίδια, είτε βαθμιαία, αυτές αἱ ἐσχατιαί, αυτά τα πέρατα της οικουμένης, το πέρας του οικείου κόσμου που θα μπορούσε να είναι σαν μια κυκλική επιφάνεια έξω από την οποία, αν περπατούσαμε σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση, θα συναντούσαμε όλο και πιο περίεργα πράγματα. Η γοητεία τῶν ἐσχατιῶν εμποτίζει βαθιά το δυτικό φαντασιακό. Δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τη φιλολογία επιστημονικής φαντασίας, φυσικά, ή ακόμη και την Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ στα γραπτά του Poe, και το μυθιστόρημα του Jules Verne που αποτελεί συνέχειά του, όπου ο ήρωας κατεβαίνοντας συνεχώς προς νότον, καταλήγει εκεί όπου η θερμοκρασία ανατρέπεται μέχρις ότου τα παγωμένα νερά της θάλασσας βράζουν... Ξαναβρίσκουμε εδώ το μεγάλο ζήτημα της ομογενοποίησης του χώρου που δεν αφορά μόνο στον πλανήτη Γη, αλλά στο σύμπαν ολόκληρο. Περιττεύει να πούμε σε ποιο βαθμό αυτή η ιδέα ενός ομοιογενούς χώρου βρίσκεται σε απευθείας αντίθεση με το φαντασιακό και τα δόγματα όχι μόνο των αρχαίων πεποιθήσεων αλλά επίσης και των τριών μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών, για τις οποίες η Γη είναι το κέντρο του κόσμου, είναι ο πλανήτης που ο Θεός δημιούργησε για τον άνθρωπο
 
Η ιδέα του ποιοτικά διαφορετικού χαρακτήρα των περά- των του κόσμου και των κατοίκων τους επέζησε πρακτικά μέχρι την πραγματική ομογενοποίηση του γήινου χώρου στα νεότερα χρόνια, πράγμα που είναι αμφίβολο αν συνέβη πριν από τον 20ό αιώνα, και τούτο ακόμη και στην ευρωπαϊκή πολιτιστική σφαίρα. Σας θυμίζω ότι υπήρξαν στην Ισπανία του 16ου αιώνα θεολογικο-νομικές αντεγκλήσεις - δεν μιλώ εδώ για πρακτική, αλλά για υψηλή θεωρία - προκειμένου να αποφασιστεί μέχρι ποιου σημείου οι Ινδιάνοι της Αμερικής διέθεταν λογική. Θεωρήθηκε πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι αυτά τα δίποδα ήταν προικισμένα με ικανότητα ομιλίας, όπως οι κατακτητές. Αλλά η ομοιότητα έφτανε άραγε πιο μακριά; Αποφάσισαν τελικά ότι ναι και ότι έπρεπε να τους εκχριστιανίσουν, πράγμα που δεν εμπόδισε καθόλου εξάλλου, ανάλογα με τις περιστάσεις, να τους εξολοθρεύουν. Αυτή η ομογενοποίηση συντελείται επομένως πολύ αργά. Και μάλιστα στον 20ο αιώνα ο σκληρός πυρήνας της υπόθεσης - η αναγνώριση της διαφορετικότητας του άλλου - δεν έχει προχωρήσει καθόλου. Είμαστε ακόμη στο ίδιο σημείο. Από τη στιγμή που υπάρχει ομογενοποίηση, αναφύονται άλλοι τρόποι κατάργησης ή συγκάλυψης της διαφορετικότητας του άλλου, όπως ο επιστημονισμός ή ο θετικισμός, στο πλαίσιο των οποίων οι άλλοι παύουν να είναι θαύματα και γίνονται, αντιθέτως, εντελώς κοινοί, περιορίζονται να αντιπροσωπεύουν απλώς πρωτόγονες καταστάσεις της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ή πάλι, πιο πρόσφατα, γίνονται κοινότοποι, κατά τη στρουκτουραλιστική μέθοδο, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί οι «άλλοι» απλώς συνδυάζουν «διαφορετικά» τα ίδια στοιχεία, τα ίδια σημασιολογικά θεμέλια με τα δικά μας. Το πραγματικό όμως πρόβλημα είναι ότι ο άλλος δεν είναι ούτε θαύμα ούτε κάτι το εκπληκτικό ούτε τέρας ούτε αντίγραφο του εαυτού μου. Το πρόβλημα αυτό δεν αντιμετωπίζεται εκτενέστερα από τη σύγχρονη σκέψη από όσο αντιμετωπιζόταν παλαιότερα. (Δεν μιλώ για τον κοινό πολίτη ούτε καν για τον κύριο Le Pen.)
 
Πώς θα μπορούσε ο Ηρόδοτος να μη μιλά για θωμαστά και για ανήκουστα πράγματα; Είναι όμως αλήθεια ότι πέρα από μια περιοχή σχετικά οικεία -που είναι στην πραγματικότητα αρκετά ευρεία και δεν περιορίζεται στην Ελλάδα, αλλά περιλαμβάνει και τη Λυδία, την Περσική αυτοκρατορία, την Αίγυπτο - ο κόσμος είναι όλο και πιο παράξενος και οριακά μη κατοικήσιμος. Απομακρυνόμαστε από το πεδίο που θα μπορούσε να έχει βιωθεί και να γίνει αντιληπτό από ανθρώπινα όντα. Σίγουρα, ο Ηρόδοτος αποδίδει σε αυτούς που ζουν στις εσχατιάς· εξαιρετικά έθιμα και φυσικές ιδιότητες. Μπορεί όμως πράγματι να πει κανείς ότι αντιπαραθέτει συνολικά και συστηματικά Έλληνες και Βαρβάρους; Πρόκειται για πολύ διαδεδομένη θέση, την οποία φαίνεται να συμμερίζεται σε κάποιο βαθμό ακόμη κι ένας ιδιαίτερα προσεκτικός αναγνώστης, όπως ο Frarncois Hartog. Είναι εν μέρει ταυτολογική, διότι ποιο άλλο πρίσμα εκτός από το ελληνικό πρίσμα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Ηρόδοτος προκειμένου να κατανοήσει τους βαρβάρους και να ερμηνεύσει τον πολιτισμό τους; Είναι όμως επίσης απλουστευτική: γιατί άραγε η διαφορά στις περιπτώσεις, που αυτή υφίσταται, μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων, μεταξύ «ημών» και των «άλλων», θα όφειλε ο Ηρόδοτος πάντοτε να την αντιμετωπίζει ως σύνολο ριζικών αντιθέσεων;
------------------- 
[1] <F. Jacoby, Die Fragmente der gnechischen Historiker, 1, Ber­lin, Weidemann 1923. Θα το βρούμε επίσης στο L ’Histoirc d’Homere ? Augustin. Prefaces des historiens et textes sur l’histoire, συγκεντρωμέ­να και σχολιασμένα από τον F. Hartog, μεταφρασμένα από τον Μ. Casevitz, Paris, Seuil 1999, συλλ. «Points Essais», σ. 42-43. > 
[2] <Βλ. ΕΙΛ, σ. 281-305.> 
[3] <Ηρόδοτος, Α, 119.>
[4] <Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια, Ε, 1134b 26.>
[5] <Σεμινάριο της 2ας Μαΐου 1984 που δεν περιλαμβάνεται εδώ (βλ. «Αισχύλεια ανθρωπογονία...», στο Ανθρωπολογία, πολιτική, φιλοσοφία, Αθήνα ό.π., σ. 11-33).>
[6] <Βλ. κυρίως στην Ιπποκράτεια Συλλογή το δοκίμιο Περί αε­ρίων, υδάτων και τόπων. Έκδοση και γαλλ. μτφρ. στη συλλ. «Bude» του J. Jouanna (Les Belles Lettres, CUF 1996). Μτφρ. μόνο, παρουσίαση και σημειώσεις του J. Jouanna και C. Magdelaine στο Hippo- crate, LArt de la medecine, Paris, GF Flammarion 1999.> 
[7] < Ο Καστοριάδης επιλέγει, γι’ αυτή τη λέξη καθώς και για άλλες στη συνέχεια, να δώσει τον τύπο της αττικής διαλέκτου.>
[8] <Πρβλ. ΕΙΑ, σ. 151-160,257-259, 293-299.>
[9] <Ηρόδοτος, Α, 34, 71, 86 (Κροίσος), Α, 204-214 (Κύρος), Γ, 27-32, 37-38, 64-66 (Καμβύσης), Γ, 120-128 (Πολυκράτης και Ορέτης), Ζ, 34-36 (Ξέρξης).> 
[10] <Ηρόδοτος, Α, 30-33.>
[11] <Ηρόδοτος, Α, 31, 17.>
[12] <Αισχύλος, Αγαμέμνων, 928-929' Σοφοκλής, Οιδίποδας Τύ­ραννος, 1526-1530· Ευριπίδης, Ανδρομάχη, 100-103· Τρωάδες, 509- 510. Σύγκριση με τον Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, A, 1100a - 1101b.
[13] <Σοφοκλής, Οιδίποδας επί Κολωνώ, 1224-1227. Αλλά βρίσκουμε επίσης την ίδια διατύπωση στον Θέογνη και στον Βακχυλίδη.>
[14] <Πίνδαρος, 8οςΠυθιόνικος, V, 95-96· επίσης Σοφοκλής, Οιδίποδας Τύραννος, 1186-1188 («ἰώ γενεαί βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καί τό μηδέν ζώσας ἐναριθμώ - Φτωχές ανθρώπινες γενιές, μόνο ένα τίποτα βλέπω σε σας!»· Αίας, 125-126 («ὁρῶ γάρ ἡμᾶς οὐδέν ὄντας ἄλλο πλήν εἴδωλ’ ὅσοιπερ ζῶμεν ἤ κούφην σκιάν - βλέπω ότι εμείς οι ζωντανοί δεν είμαστε τίποτε άλλο από φαντάσματα ή κούφιες σκιές»),>
[15] <Ηρόδοτος, Α, 85 (Κροίσος στην πυρά), Β, 40-43, Ζ, 46 (Αρταβάνης σχετικά με τα δάκρυα του Ξέρξη: «ο θάνατος γίνεται για τον άνθρωπο το πιο επιθυμητό καταφύγιο»)· Ζ, 203 («δεν θα δούμε ποτέ άνθρωπο που, από τη μέρα της γέννησής του, δεν είχε τη δυστυχία να εμπλέκεται στο πεπρωμένο του»).
[16] <Ηρόδοτος, Β, 99, και πρβλ. σχεδόν όλο το Βιβλίο Β. Αλλά επίσης Α, 75,95,14,172,182,214, Γ, 3,9, Δ, 5,16,81,105,195, Ε, 45, 86, και κυρίως την προειδοποίηση Ζ, 152: «Σε ό, τι με αφορά, έχω μεν την υποχρέωση να μεταφέρω αυτά που λέγονται, αλλά ασφαλώς δεν είμαι υποχρεωμένος να τα πιστεύω - πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτή η επιφύλαξη απ’ άκρου εις άκρον του έργου μου...»>
[17] <Πρόκειται για το απόσπασμα DK 22 Β 101a του Ηράκλειτου. Βλ. ΕΙΑ, σ. 345-346.> 
[18] <Ηρόδοτος, Α, 45.>
[19] <Ηρόδοτος, Β, 3.>
[20] <Ηρόδοτος, Β, 43-44, 49, 50-51, 54, 58, Δ, 189, Ε, 58.>
[21] <Πρόσφατη γαλλ. έκδοση των Μ. Cuvigny και G. Lachenaud: Plutarque, CEuvres morales, τόμ. XII, 1, Traites 54-57, Paris, Les Belles Lettres, CUFBude») 1981 .>
[22] <Βλ., π.χ., στο Χώροι τον ανθρώπου, ό.π., «Το φαντασιακό: η δημιουργία στο κοινωνικο-ιστορικό πεδίο» (1981), σ. 118 κ.εξ.· «Η λογική των μαγμάτων και το ζήτημα της αυτονομίας» (1981), σ. 324- 336· «Οντολογικό βάρος της ιστορίας της επιστήμης» (1985), σ. 345- 360· και Sujet et Vente... (1986-1987), σ. 212-249.>
[23] <Ηρόδοτος, Α, 136.>
[24] <Βλ. ωστόσο, Θ, 108, το καθόλου ένδοξο επεισόδιο της στάσης του απέναντι στη γυναίκα και την κόρη του αδελφού του Μασίστη.>
[25] <Ηρόδοτος, Δ, 95-96.>
[26] <Ηρόδοτος, Β, 123.>
[27] <Π.χ. Ph.-E. Legrand, επιμ. και έκδ. του Ηροδότου, στη συλλ. «Bude», μαζί με εισαγωγή (Paris, Les Belles Lettres, CUF 1932, σ. 119-130).>
[28] <Ηρόδοτος, Z, 139.>
[29] <Ηρόδοτος, E, 78.>
[30] <Ηρόδοτος, Γ, 102-105.> 
[31] <Ηρόδοτος, Γ, 107-113.>
[32] <S. Leys, La Foret en feu. Essais sur la culture et la politique chinoises, Paris, Hermann 1983, σ. 53-54, επανέκδ. στο Essais sur la Chine, Paris, Laffont, συλλ. «Bouquins» 1999, σ. 605. To Chinese Characteristics (1894) του Arthur H. Smith μεταφράστηκε πολλές φορές στην Κίνα κατά τον 20ό αιώνα, ακόμη και πρόσφατα. Το έργο μεταφράστηκε στα γαλλικά με τίτλο Moeurs cuneuses des Chi- nois (Paris, Payot 1927), επανεκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Michigan το 2003.> 
[33] < Hartog, Le Miroir dHerodote, Paris, Gallimard 1980, αναθ. έκδ. 2001, συλλ. «Follio», κυρίως σ. 499 κ.εξ.>

Κρίστοφερ Χίτσενς – η εισαγωγή στη ‘Βίβλο του Άθεου’

Το παρακάτω άρθρο του Κρίστοφερ Χίτσενς αποτελεί την εισαγωγή του συγγραφέα στο βιβλίο του «Η Βίβλος του Άθεου» [Christopher Hitchens, Portable Atheist], από τις εκδόσεις Polaris, σε μετάφραση Άρη Μπερλή. Το βιβλίο αποτελεί μία συλλογή κειμένων από άθεους, ντεϊστές και κριτικούς της θρησκείας, από τον Λουκρήτιο της αρχαιότητας μέχρι τον Σαμ Χάρις της σύγχρονης εποχής.
 
Η θρησκεία για τον Χίτσενς είναι ο «αρχαιότερος εχθρός της ανθρωπότητας». «Η αρχική μορφή της τυραννίας του ανθρώπου επάνω στον άνθρωπο και του ανθρώπου επάνω στον νου του ανθρώπου (που ενίοτε αποκαλείται ολοκληρωτισμός) ήταν βεβαιότατα θεοκρατική», γράφει, και «πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε προς εκείνους τους προγόνους μας που αποκήρυξαν αυτήν την απόλυτη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας. Πολλοί άνθρωποι, πολύ πριν από τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν, ή ακόμη και τον Γαλιλαίο, αμφέβαλλαν για τους ισχυρισμούς των ραβίνων, των παπάδων και των ιμάμηδων. Στις παλαιές εποχές μια τέτοια αποκήρυξη απαιτούσε μεγάλο θάρρος. Στις επόμενες σελίδες ελπίζω να σας παρουσιάσω μερικούς από αυτούς που είχαν το κουράγιο.»
Μπορείτε να κατεβάσετε το άρθρο σε μορφή pdf, πατώντας εδώ.

Christopher Hitchens
 «Η Βίβλος του Άθεου»
-Εισαγωγή-
 
Στο τέλος του άφθαρτου μυθιστορήματός του La Peste (Η Πανούκλα), ο Αλμπέρ Καμύ μάς δίνει μια εικόνα των σκέψεων του καλού γιατρού Ριέ, καθώς η πόλη του Οράν πανηγυρίζει τη λύτρωσή της από τη φοβερή επιδημία. Ο Ριέ αποφασίζει να παραμείνει πνευματικά διαυγής και να «ολοκληρώσει αυτό το χρονικό» ώστε:
 
Να μην είναι ένας από εκείνους που σιωπούν, αλλά να καταθέσει τη μαρτυρία του χάριν των ανθρώπων που χτυπήθηκαν από την πανούκλαγια να μην ξεχαστεί η αδικία που τους έγινεγια να πει απλά αυτό που μαθαίνουμε τον καιρό του λοιμού: ότι υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα να θαυμάσει κανείς παρά να περιφρονήσει.
 
Αυτό είναι μέρος του έργου, της συνείδησης και της μνήμης. Η προϊστορία του είδους μας κατατρύχεται από επεισόδια εφιαλτικής άγνοιας και συμφορών, για τα οποία η θρησκεία έβρισκε όχι μόνο τη λάθος εξήγηση αλλά και τον λάθος ένοχο. Ανθρώπινες θυσίες τελούνταν κυρίως σε εποχές επιδημιών, μάταιες δεήσεις αναπέμπονταν, ανυπόστατα «θαύματα» βεβαιώνονταν και αποδιοπομπαίοι τράγοι -Εβραίοι, αιρετικοί ή μάγισσες- καταδιώκονταν και καίγονταν. Οι ελάχιστοι άνθρωποι της επιστήμης, του λόγου και της ιατρικής το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να διαφυλάξουν τις βιβλιοθήκες και τα εργαστήριά τους ή και να σώσουν τη ζωή τους. Βέβαια, όταν το κακό «περνούσε», τελούνταν εξίσου βλακώδεις τελετές υστερικών ευχαριστιών για να εξευμενιστούν οι εντόπιες θεότητες
 
Και καθώς άκουγε τις κραυγές της χαράς που ανέβαιναν από την πόλη, ο Ριέ σκέφτηκε ότι η χαρά αυτή είναι πάντα επισφαλής. Ήξερε ότι αυτά τα περιχαρή πλήθη δεν γνώριζαν κάτι που μπορούσαν να το μάθουν από τα βιβλία: ότι ο βάκιλος της πανώλης ποτέ δεν πεθαίνει, ποτέ δεν χάνεται για πάνταότι μπορεί να είναι σε νάρκη για πολλά χρόνια μέσα στα έπιπλα και στα ερμάρια, ότι καιροφυλακτεί στις κρεβατοκάμαρες, στα κελάρια, στα σεντούκια, στα μαντίλια και στα χαρτιά, και ότι ίσως θα ερχόταν η μέρα όταν, για τη συμφορά και τον φωτισμό των ανθρώπων, θα ξυπνούσε πάλι τους αρουραίους και θα τους έστελνε να ψοφήσουν σε μια ευτυχισμένη πόλη.
 
Οι άπιστοι ακούνε συνέχεια ότι δεν έχει νόημα να λοιδορούν τις πρωτόγονες ηλιθιότητες και αγριότητες της θρησκείας διότι, στο κάτω κάτω, σε αυτούς τους φωτισμένους καιρούς, οι παλιές δεισιδαιμονίες έχουν σβήσει. Συζητώντας με έναν κληρικό, εννιά φορές στις δέκα δεν θα ακούσεις για κάποια δογματική θρησκευτική βεβαιότητα, αλλά για το φιλάνθρωπο έργο που επιτέλεσε κάποιος πιστός. Φυσικά, αυτό δεν μας λέει τίποτα για το θρησκευτικό σύστημα. Μπορεί να ευσταθεί ότι η οργάνωση «Έθνος του Ισλάμ» (Nation of Islam ή NoI) του Λούις Φάραχαν βοηθάει νεαρούς μαύρους να απεξαρτηθούν από τα ναρκωτικά, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το NoI είναι μια ρατσιστική παρανοϊκή οργάνωση. Και μήπως δεν είναι αλήθεια ότι η Χαμάς -που έχει ανεβάσει τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών στον διαδικτυακό της τόπο- φημίζεται για το κοινωνικό της έργο; Η δική μου αντίδραση είναι η εξής πρόκληση: Πείτε μου έναν ηθικό λόγο ή μία ηθική πράξη που είπε ή έκανε ένας πιστός και δεν θα μπορούσε να τα έχει πει ή διαπράξει ένας άπιστος. Μέχρι σήμερα κανείς δεν αποπειράθηκε να απαντήσει. (Ενώ, παραδόξως, αν ρωτήσεις ένα ακροατήριο να σου πουν έναν κακό λόγο ή πράξη που να έχει άμεση σχέση με τη θρησκεία, κανείς δεν θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα να βρει ένα παράδειγμα.)
 
Όχι, είναι αλήθεια ότι οι βάκιλοι καραδοκούν πάντα στα παλιά κείμενα και βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στη θεωρία και στις πρακτικές της θρησκείας. Η παρούσα ανθολογία ελπίζει να εντοπίσει και να απομονώσει τους βάκιλους, καθώς και να δικαιώσει τον γιατρό Ριέ, προβάλλοντας εκείνους που, τότε όπως και σήμερα, αντιπαραθέτουν τον διαφωτισμό στο κακό και τη συμφορά:
 
Ήξερε, ωστόσο, ότι αυτό το χρονικό δεν μπορούσε να είναι το χρονικό της τελειωτικής νίκης. Μπορούσε να είναι μόνο η καταγραφή αυτών που έπρεπε να γίνουν και αυτών που οπωσδήποτε θα έπρεπε να γίνουν ξανά στην αέναη μάχη ενάντια στον τρόμο και τις απηνείς επιδρομές του, παρά τα προσωπικά τους βάσανα, από όλους όσοι, μη μπορώντας να γίνουν άγιοι και αρνούμενοι να υποταχθούν στην πανούκλα, βάζουν όλα τους τα δυνατά να είναι γιατροί.
 
Γράφω αυτές τις λέξεις στις 4 Ιουλίου του 2007, στην επέτειο της διακήρυξης της πρώτης κοσμικής δημοκρατίας στον κόσμο. Οι άνδρες που έγραψαν τη διακήρυξη ήταν άνθρωποι που διαπνέονταν από το πνεύμα του Διαφωτισμού, που γνώριζαν πολύ καλά ότι η θρησκεία μπορεί να γίνει (κατά την έκφραση του Ουίλλιαμ Μπλέηκ) «χειροπέδη του νου». Και καθώς κοιτάζω τις εφημερίδες, βλέπω ότι σε μια ευτυχισμένη πόλη -το Λονδίνο- οι αρουραίοι βγήκαν πάλι από τους υπονόμους. Αυτοκίνητα παγιδευμένα με βόμβες ανατινάζονται έξω από νυχτερινά κέντρα με στόχο να κομματιάσουν και να σακατέψουν νεαρές κοπέλες που τολμούν να κυκλοφορούν ντυμένες άσεμνα. Φοβερές κραυγές, που προτρέπουν στη δολοφονία Εβραίων, Ινδών και άλλων υποκειμένων, ακούγονται από τζαμιά, κασέτες και ταινίες που πωλούνται στα περίχωρα. Σε μία από τις πιο ανοιχτές και πολυπολιτισμικές πρωτεύουσες της ανθρώπινης ιστορίας, η ζωή του καθενός δηλητηριάζεται από το μίσος και τη βία. Έπειτα μαθαίνουμε ότι οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές του μακελειού ήταν γιατροί, σαν να είχε μόλις αποκρυπτογραφηθεί ένας ειδικός κώδικας τρόμου. Το σοκ ήταν σοβαρό: άνθρωποι που είχαν δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη συνωμότησαν να εγκληματήσουν. Οποία αφέλεια. Ο γιατρός Ριέ δεν θα εκπλησσόταν, ούτε ο Καμύ. «Θεράποντες της ιατρικής» παρακολουθούσαν πάντα βασανιστήρια και εκτελέσεις κατεντολή των κληρικών, για να προσδώσουν κύρος στη σκηνή. Οι χειρότεροι εγκληματίες στην Τελική λύση (Final Solution) ήταν γιατροί που άδραξαν την ευκαιρία για να διενεργήσουν αχρεία πειράματα. Κανείς ποτέ δεν απειλήθηκε με αφορισμό από την Εκκλησία (θα συνέβαλλαν στον τερματισμό μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αν το διακινδύνευαν). Και σήμερα, αυτοί που δίνουν στον εαυτό τους την άδεια να αφανίζουν τις ζωές των άλλων, το μόνο που έχουν να πουν είναι ότι ανώτερες εκκλησιαστικές αρχές δικαιολόγησαν τις πράξεις τους με προφάσεις και ευφημισμούς που βρίσκουν θέση στις πιο έγκυρες εφημερίδες. Ιδιαίτερα αποκρουστικό παράδειγμα ο Δρ Μπαρούχ Γκολντστάιν και οι απολογητές του.
 
Παρεμπιπτόντως, το ίδιο Σαββατοκύριακο που αποκαλύφθηκε η συνωμοσία των βομβιστών του Λονδίνου και της Γλασκόβης, καταστροφικές πλημμύρες σημειώθηκαν στη βόρεια Αγγλία αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους άστεγους. Η Εκκλησία της Αγγλίας δεν άργησε να συνδράμει τους πληγέντες. «Αυτό είναι μια σαφής και αυστηρή θεία δίκη», είπε ο επίσκοπος του Καρλάιλ, «διότι ο κόσμος ξεστράτισε. Δρέπουμε τους καρπούς της ηθικής μας εξαχρείωσης». Από έναν κατάλογο ενδεχόμενων αμαρτιών που διαπράχτηκαν, ο επίσκοπος (που έχει πρόσβαση σε πηγές πληροφοριών που για εμάς είναι απρόσιτες) επέλεξε πρόσφατες νομικές ενέργειες για την παροχή περισσότερων δικαιωμάτων στους ομοφυλόφιλους. Με τις ενέργειες αυτές, είπε, «υποκείμεθα στην κρίση του Θεού και στη συνακόλουθη απαίτηση να μεταμεληθούμε». Πολλοί ανώτεροι αδελφοί ιεράρχες, συμπεριλαμβανομένου και ενός που φημολογείται ότι θα ανέλθει στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του Καντέρμπερυ, ένωσαν τις φωνές τους επιρρίπτοντας την ευθύνη των πλημμυρών -που είχαν πλήξει μόνο ένα γεωγραφικό διαμέρισμα της χώρας- στις σεξουαλικές προτιμήσεις. Διάλεξα αυτό το παράδειγμα διότι πολλοί θα συμφωνούσαν ότι η σημερινή αγγλικανική/επισκοπιανή θρησκευτική «κοινότητα» είναι από τις πιο μετριοπαθείς και πολιτισμένες.

Κι ωστόσο, ποιος είπε το έξης, και πότε, μιλώντας για την απειλή ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος; «Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν να μεταφερθούν ακαριαία μυριάδες άνθρωποι από τούτο τον κόσμο στον άλλο και πιο ζωτικό κόσμο έναν κόσμο στον οποίο ούτως ή άλλως θα περάσουν, αργά ή γρήγορα». Αυτό δεν το είπε ούτε ο Ραφσατζανί ούτε ο Αχμαντινετζάντ, αμφότεροι των οποίων έχουν πει με χαιρεκακία ότι το Ισλάμ θα μπορούσε να επιζήσει ενός ατομικού πολέμου, ενώ το εβραϊκό κράτος δεν θα επιβίωνε. Αυτός που το είπε ήταν ο προσηνής, καλοκάγαθος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερυ, ο Τζέφρυ Φίσερ, εδώ και μερικά χρόνια. Και μπορεί να γελάσουμε και να καγχάσουμε με τον γεροξεκούτη αλλά, κατά μία έννοια, θα απιστούσε στη θρησκεία του αν μιλούσε διαφορετικά. Το να παραδεχθείς ότι ένα θερμοπυρηνικό ολοκαύτωμα θα σημάνει το τέλος του πολιτισμού και της βιόσφαιρας θα ήταν, με θρησκευτικούς όρους, ανόσιο και ηττοπαθές. Κατά βάθος όλες οι θρησκείες αδημονούν για το τέλος του κόσμου, τη μεγάλη στιγμή που θα αποκαλυφθούν όλα και οι αμνοί θα διαχωριστούν από τα ερίφια ή όποια άλλη βουκολική μεταφορά της ερήμου της Εποχής του Χαλκού θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. (Στην Παπούα Νέα Γουινέα, όπου δεν υπάρχουν πρόβατα, όπως και στις περισσότερες τροπικές χώρες, οι χριστιανοί χρησιμοποιούν ως αναλογία το προσφιλέστερο ζώο των ιθαγενών και αναφέρονται στο ποίμνιό τους ως «ποίμνιο χοίρων». Ποίμνιο, κοπάδι κάνει καμία διαφορά;)
 
Ενάντια σε αυτήν την παρανοϊκή εσχατολογία, με τη λατρεία του ενστίκτου του θανάτου και τη βαθιά περιφρόνηση της ζωής του πνεύματος, οι άθεοι υποστήριζαν ανέκαθεν ότι μόνο αυτόν τον κόσμο έχουμε και καθήκον μας είναι να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν ο ένας για τον άλλο. Ο θεϊσμός δεν μπορεί να συνυπάρξει με αυτό το αναντίρρητο συμπέρασμα. Ας μείνουμε για λίγο στις αναλογίες με τα ζώα: αυτοί που έχουν σκύλο θα έχουν προσέξει ότι, αν τους δίνεις τροφή και νερό και στέγη και στοργή, οι σκύλοι σε θεωρούν θεό. Ενώ αυτοί που έχουν γάτες θα έχουν καταλάβει ότι, αν τους δίνεις τροφή και νερό και στέγη και στοργή, οι γάτες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι είναι θεές. (Οι γάτες μερικές φορές μπορεί να μοιραστούν τα κρύα εντόσθια ενός θηράματος με εσένα, αλλά αυτό ακριβώς θα έκανε και ένας θεός αν βρισκόταν σε καλή διάθεση.) Η θρησκεία, λοιπόν, συμμετέχει εξίσου και στο κυνοειδές και στο αιλουροειδές. Απαιτεί το μέγιστο της δουλικότητας και της ταπείνωσης, ζητώντας σου να πιστεύεις ότι συνελήφθης και εγενήθης εν αμαρτία και να υπακούεις έναν αυστηρό δημιουργό. Αλλά, σε ανταπόδοση, σε θέτει στο κέντρο του σύμπαντος και σε διαβεβαιώνει ότι είσαι το προσωπικό αντικείμενο ενός θείου σχεδίου. Αν κάνεις τις σωστές εξιλεωτικές κινήσεις, μπορεί ακόμη και να διαπιστώσεις ότι ο θάνατος δεν είναι δα και τόσο φοβερός και ότι ενδεχομένως μπορεί να γίνει για την περίπτωσή σου μια εξαίρεση στους κανόνες της φυσικής εκμηδένισης. Αυτή η διδασκαλία είναι και παράλογη και ανήθικη.
 
Για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι οι θρησκευόμενοι συχνά δεν συνειδητοποιούν πόσο προσβλητική είναι στην πραγματικότητα η κύρια πρότασή τους. Συζήτησε με έναν πιστό και ας υποθέσουμε ότι είναι ήπιος και ευπρεπής και δεν θα σου πει ευθύς εξαρχής ότι η απιστία σου θέτει σε κίνδυνο την ψυχή σου και σε καταδικάζει στο πυρ της κολάσεως. Προτού περάσει πολλή ώρα, θα σε ρωτήσει ευγενικά πώς είναι δυνατόν να γνωρίζεις τι είναι καλό και τι κακό. Χωρίς το θείο δέος, τι θα σε εμποδίσει να κλέψεις, να σκοτώσεις, να βιάσεις, να ψευδορκήσεις; Μερικές φορές ο συνομιλητής σου θα παραδεχθεί ότι υπάρχουν άπιστοι που έζησαν ενάρετη ζωή, και θα παραδεχθεί επίσης (ας έκανε κι αλλιώς) ότι πολλοί πιστοί ευθύνονται για φοβερά εγκλήματα. Ωστόσο, η υπόθεση εργασίας είναι ότι θα ήμασταν χωρίς πυξίδα, αν κατά κάποιον τρόπο δεν τελούσαμε υπό τον διαρκή έλεγχο μιας αμετάτρεπτης και απαρασάλευτης ουράνιας δικτατορίας. Τι αποκρουστική ιδέα! Όχι μόνο χτυπάει με τσεκούρι στη ρίζα όσων έχουμε μάθει για την εξελικτική βιολογία (οι κοινωνίες που ανέχονται το έγκλημα, την κλοπή και την ψευδορκία δεν διαρκούν πολύ και εκείνες που παραβιάζουν το ταμπού της αιμομιξίας και του κανιβαλισμού εκλείπουν), αλλά συνιστά βίαιη προσβολή της ίδιας της έννοιας του ανθρώπινου αυτοσεβασμού, καθόσον διατείνεται ότι δεν μπορείς να κάνεις μια καλή πράξη ή να αποφύγεις μια κακή, παρά μόνον αν ελπίζεις σε θεία ανταμοιβή ή φοβάσαι τη θεία τιμωρία. Μερικοί από εμάς, ακόμη και οι λιγότερο ανιδιοτελείς, θα προτιμούσαμε να δρούμε αυτοπροαίρετα. Όταν δίνω μισό λίτρο αίμα (κάτι που ορισμένες θρησκείες το απαγορεύουν) και εγώ δεν χάνω αίμα και το κερδίζει κάποιος άλλος. Υπάρχει σε αυτό κάτι που μου αρέσει και αντλώ ικανοποίηση από το γεγονός ότι βοηθάω έναν συνάνθρωπο. Επιπλέον, έχω μια σπάνια ομάδα αίματος και ελπίζω ότι αν ποτέ χρειαστώ μετάγγιση αίματος, κάποιος θα ενεργήσει ακριβώς όπως εγώ. Μπορώ να πω ότι βασίζομαι επάνω του. Δεν χρειάστηκε να μου το διδάξει αυτό κάποιος, ούτε βέβαια να ενισχύσει τη διδασκαλία του με απειλητικά παραμύθια όπου εμφανίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ με τη ρομφαία. Ο λεγόμενος Χρυσός Κανόνας είναι έμφυτος μέσα μας, εκτός από τα άτομα που παρουσιάζουν δυσκοινωνική συμπεριφορά και τους ψυχοπαθείς που αρέσκονται στη σκληρότητα. Η εξέλιξη δεν τους έχει ξεσκαρτάρει, όπως και δεν έχει μειώσει το ποσοστό των καλών ανθρώπων που είναι φύσει ομοφυλόφιλοι. Η θρησκεία εφευρίσκει ένα πρόβλημα εκεί όπου δεν υπάρχει κανένα, λέγοντας αφενός ότι οι κακοί είναι και αυτοί δημιουργημένοι κατεικόνα θεού, και αφετέρου ότι οι σεξουαλικά αντικομφορμιστές βρίσκονται σε μια κατάσταση αθεράπευτης ανηθικότητας, που μπορεί ξαφνικά να προκαλέσει πλημμύρες και σεισμούς.
 
Πώς έγινε και αυτές οι κακοήθεις ανοησίες απέκτησαν τόση δύναμη; Και γιατί είμαστε σε συνεχή διαμάχη με τους βίαιους και μισαλλόδοξους πιστούς αυτών των ανοησιών; Η θρησκεία ήταν η πρώτη (και η χειρότερη) απόπειρα της φυλής να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα. Ήταν το καλύτερο δυνατό που μπορούσε να κάνει το είδος σε μια εποχή που δεν είχε ιδέα από φυσική, χημεία, βιολογία η ιατρική. Δεν ξέραμε ότι ζούμε σε έναν σφαιρικό πλανήτη, ούτε βέβαια ότι ο πλανήτης αυτός κινούνταν σε τροχιά σε ένα μικρό και άσημο ηλιακό σύστημα που βρισκόταν στην άκρη ενός απειρομεγέθους σύμπαντος το οποίο είχε εκραγεί και διαστελλόταν συνεχώς. Δεν γνωρίζαμε ότι οι μικροοργανισμοί ήταν πανίσχυροι και ζούσαν στο πεπτικό μας σύστημα για να εξασφαλίζουν την επιβίωση μας αλλά και για να εξαπολύουν ως παράσιτα φονικές επιθέσεις εναντίον μας. Δεν ξέραμε τους στενούς δεσμούς που έχουμε με τα άλλα ζώα. Πιστεύαμε ότι δαιμόνια, καλικάντζαροι, ξωτικά και άλλα πνεύματα υπερίπτανται γύρω μαςότι οι κεραυνοί και οι αστραπές είναι οιωνοί. Μας πήρε πολύν καιρό να αποτινάξουμε αυτό το βαρύ φορτίο άγνοιας και φόβου, και κάθε φορά που προσπαθούσαμε να απαλλαγούμε από αυτό, δυνάμεις με ιδιοτελή συμφέροντα μάς το φόρτωναν στους ώμους ακόμη μας το φορτώνουν.
 
Οπωσδήποτε θα συμφωνήσουμε ότι είμαστε θηλαστικά που τους αρέσει να βρίσκουν ένα «σχήμα», και ότι προτιμούμε ακόμη και μια συνωμοτική θεωρία από καμία εξήγηση. Η θρησκεία ήταν η πρώτη μας απόπειρα στη φιλοσοφία, όπως η αλχημεία ήταν η πρώτη μας απόπειρα στη χημεία και η αστρολογία η πρώτη μας απόπειρα να εννοήσουμε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων. Προσωπικά πιστεύω στη μελέτη των θρησκειών, πρώτον διότι η κουλτούρα και η παιδεία συνεπάγονται σεβασμό στην παράδοση και τις απαρχές της, και δεύτερον διότι μερικά από τα πρώτα θρησκευτικά κείμενα αποτελούν τις πρώτες μας λογοτεχνικές απόπειρες. Αλλά υπάρχει ένας λόγος που οι θρησκείες ασχολούνται τόσο πολύ με παράξενα συμβάντα στον ουρανό, όπως και με λιγότερο απτά φαινόμενα, όπως είναι τα όνειρα και τα οράματα: Όλα αυτά ικανοποιούν την έμφυτη ηλιθιότητά μας και την προθυμία μας να πειστούμε, παρά τις περί του αντιθέτου μαρτυρίες, ότι είμαστε πράγματι το κέντρο του σύμπαντος και ότι όλα διευθετήθηκαν έχοντας εμάς κατά νου.
 
Αυτός ο θλιβερός σολιψισμός παρατηρείται σε όλα τα επιχειρήματα που διατυπώνονται -με ολοένα και μεγαλύτερη απελπισία- εναντίον των ερμηνειών του Δαρβίνου και του Αϊνστάιν. Σήμερα έχουμε καλύτερες και απλούστερες ερμηνείες για την καταγωγή των ειδών και του κόσμου. («Απλούστερες» μόνο διότι οι ερμηνείες αυτές είναι πιο λογικές και επαληθεύσιμες, όχι διότι δεν είναι πολύ πιο περίπλοκες.) Αλλά, για σταθείτε, αναφωνεί ο πιστός. Ας δεχτούμε -τελικά!- τη φυσική επιλογή και τα αποδεικτικά στοιχεία του Χαμπλ για το Big Bang. Μήπως αυτό δεν δείχνει ότι ο δημιουργός του κόσμου είναι πολύ πιο πολυμήχανος απόσο πιστεύαμε; Με τη βοήθεια άλλων στους οποίους θα παραπέμψουμε στη συνέχεια, ας αποτελειώσω αυτό το φτωχό επιχείρημα. Ας δεχτούμε λοιπόν τον ισχυρισμό του θρησκευόμενου. Ας δεχτούμε ότι κάποιος (ή κάτι) ήταν πράγματι «παρών στη δημιουργία» και έδωσε την εντολή να εκραγεί η υλη και να αρχίσει η εξελικτική διαδικασία σε αυτόν τον πλανήτη. Ας παραβλέψουμε ότι η υπόθεση αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδειχθεί. Εν πάση περιπτώσει, ας το υποθέσουμε. Στο κάτω-κάτω ούτε να ανασκευαστεί μπορεί, όπως και κάθε άλλη τυχαία και αστήρικτη υπόθεση.
 
Αυτό το θεϊκό πρόσωπο θα είχε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά του. Πώς θα μπορούσε ποτέ να ελπίζει ότι θα αποδείκνυε πως αυτή η αρχική έκρηξη της ύλης έγινε με στόχο την εμφάνιση της ζωής σε έναν μικροσκοπικό πλανήτη μετά από δισεκατομμύρια χρόνια, στο περιθώριο των περιδινούμενων γαλαξιακών νεφελωμάτων και ταυτόχρονα με την εκμηδένιση αναρίθμητων άλλων κόσμων; Πώς θα μπορούσε να καταδειχθεί ότι ο σχεδιαστής αυτού του κολοσσιαίου εγχειρήματος είχε κατά νου τον κρετίνο επίσκοπο του Καρλάιλ που, κραδαίνοντας την ποιμενική του ράβδο, συνδέει τη σεξουαλική ζωή των ενοριτών του με τον καιρό;
 
Ή πάλι, κατεβαίνοντας την κλίμακα κατά τιτάνιες τάξεις μεγέθους, και δεδομένου ότι τουλάχιστον το 98% των ειδών σε αυτόν τον μικροσκοπικό πλανήτη έκανε λίγα μόνο διστακτικά βήματα προς τα «εμπρός» προτού εξαφανιστεί, πώς μπορεί να υποστηριχθεί ότι όλη αυτή η μαζική εξαφάνιση και η σποραδική τεράστια έκρηξη της ζωής (κατά την Κάμβρια περίοδο) είχε επίσης ως μοναδικό της στόχο την εμφάνιση του είδους μας; Και δεν είναι παράδοξο το ότι η θρησκεία, η οποία δεν παύει να απαιτεί από εμάς μια μαζοχιστική σχεδόν μετριοφροσύνη ενώπιον του θεού, ενθαρρύνει αυτήν την ακραία μορφή εγωκεντρισμού και μεγαλομανίας; Προσπαθώντας να προσαρμοστεί σε ευρήματα που κάποτε επιχείρησε με τόση εμπάθεια να καταδικάσει και να καταπνίξει, η θρησκεία το μόνο που κατάφερε ήταν να θέσει εκ νέου τα ίδια ερωτήματα που την υπονόμευσαν σε παλαιότερες εποχές. Τι είδους δημιουργός είναι κάποιος τόσο σπάταλος, τόσο ιδιότροπος και τόσο «στο περίπου»; Τι είδους δημιουργός είναι κάποιος τόσο σκληρός και αδιάφορος; Και -πάνω απόλα- τι είδους δημιουργός είναι κάποιος που αποφασίζει να «αποκαλυφθεί» σε αποβλακωμένους χωρικούς στην έρημο; Έχω συναντήσει μερικούς εξαιρετικά νοήμονες πιστούς, αλλά δεν καταγράφεται ιστορικά ούτε ένα ανθρώπινο ον που να έχει τα εχέγγυα ώστε να μπορεί να πει ότι γνώρισε ή κατανόησε τον νου του θεού. Κι ωστόσο αυτά τα εχέγγυα ισχυρίζονται -με ταπεινότητα πάντα και μετριοφροσύνη- ότι διαθέτουν οι θρησκευόμενοι. Καιρός είναι να παύσουμε να εκτιμούμε αυτές τις απίθανες αξιώσεις που μόνος τους στόχος είναι η άσκηση εξουσίας επί των ανθρώπων στον πραγματικό και υλικό κόσμο.
 
Δεν υπάρχει εδώ ηθικό ή διανοητικό ισοδύναμο μεταξύ των διαφόρων βαθμών αβεβαιότητας. Ο άθεος λέει σε γενικές γραμμές (αν και ο τολμηρός Δρ Βίκτωρ Στένγκερ προχωράει παραπέρα) ότι η ύπαρξη μιας θεότητας δεν μπορεί να ανασκευαστεί. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι στερείται παντελώς αποδεικτικών στοιχείων. Ο θεϊστής μπορεί να αποφασίσει ότι είναι απλός ντεϊστής και να αποφανθεί ότι το μεγαλείο της φυσικής τάξης προϋποθέτει μια θεϊκή δύναμη. (Αυτήν την άποψη υιοθέτησαν, τουλάχιστον δημοσίως, πολέμιοι της θρησκείας όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τόμας Πέην.) Αλλά ο θρησκευόμενος πρέπει να πάει παραπέρα και να πει ότι αυτή η δημιουργός δύναμη είναι επίσης μια παρεμβαίνουσα δύναμη: μια δύναμη που γνοιάζεται για τις ανθρώπινες υποθέσεις και ενδιαφέρεται για το τι τρώμε και με ποιον έχουμε σεξουαλικές σχέσεις, καθώς και για την έκβαση μαχών και πολέμων. Το να ισχυριστείς κάτι τέτοιο σημαίνει ότι ισχυρίζεσαι κάτι ανθρωπίνως αδύνατον. Έτσι, ο ισχυρισμός αυτός καταρρέει και πρέπει να απορριφθεί, όπως θα έπρεπε να είχε γίνει εδώ και πολύν καιρό.
 
Μερικά πράγματα μπορούν να γίνουν πιστευτά και άλλα δεν μπορούν. Μπορεί να αποφασίσω να πιστέψω ότι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ γεννήθηκε από μια παρθένο στη Βηθλεέμ και αργότερα πέθανε και συνάμα δεν πέθανε, εφόσον τον είδαν άνθρωποι μετά τον προφανή θάνατό του. Πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι η ίδια η απιθανότητα αυτής της ιστορίας την καθιστά ελάχιστα πιο πιθανή. Ας πούμε λοιπόν ότι δέχομαι και την παρθενική γέννηση και την ανάσταση. Οι θρήσκοι έχουν ακόμη πολλή δουλειά μπροστά τους. Τα γεγονότα αυτά, ακόμη και αν επαληθεύονταν, δεν αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς είναι υιός του θεού. Ούτε αποδεικνύουν την αλήθεια ή την ηθικότητα της διδασκαλίας τουούτε ότι υπάρχει μετά θάνατον ζωή ή Ημέρα της Κρίσεως. Τα θαύματά του, ακόμη και αν επιβεβαιωθούν, δεν τον κάνουν τίποτα περισσότερο από έναν σαμάνο, έναν ιερέα-μάγο, όπως αυτοί που αναφέρονται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη. Πολλοί από τους φιλοσόφους που ανθολογούνται σε αυτό το βιβλίο κρίνουν ότι θαύματα ούτε έγιναν ούτε μπορούν να γίνουν· ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (τον οποίο ορισμένοι επιμένουν να θεωρούν ντεϊστή) είχε την άποψη ότι θαύμα είναι το ότι δεν υπάρχουν θαύματα ή άλλες ασυνέχειες της φυσικής τάξης. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να μοιράσουμε τη διαφορά: είτε η πίστη είναι επαρκής είτε τα θαύματα είναι αναγκαία για να στηρίξουν ξανά εκείνους -συμπεριλαμβανομένων των ιεροκηρύκων- που η πίστη τους δεν είναι αρκετά δυνατή. Προσωπικά, αν δω με τα ίδια μου τα μάτια μια αυτοθεραπεία ή μαγεία, δεν θα πειστώ, και δεν θα πειθόμουν ούτε αν δεν γνώριζα ανθρώπους οι οποίοι θα μπορούσαν και μπορούν και κάνουν τέτοια θαύματα και ταχυδακτυλουργίες επί σκηνής.

Αλλά εδώ έχουμε κάτι που είναι αδύνατον να γίνει πιστευτό από οποιονδήποτε. Το ανθρώπινο είδος υπάρχει ως Homo sapiens τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιάδες χρόνια (ας μην τσακωθούμε για το ακριβές). Μολονότι καλύπτει μία στιγμή μόνο του εξελικτικού χρόνου, το διάστημα αυτό είναι τεράστιο για πρωτεύοντα θηλαστικά με εγκέφαλο και φαντασία όπως εμείς. Για να προσχωρήσεις σε μια μονοθεϊστική θρησκεία, πρέπει να πιστεύεις ότι άνθρωποι γεννήθηκαν, μόχθησαν και πέθαναν σε αυτήν την περίοδο, πεθαίνοντας συχνά στη γέννα ή από ασιτία, με προσδόκιμο ζωής το πολύ τριάντα χρόνια. Ας προσθέσουμε σε αυτά πολέμους για τους λειμώνες μεταξύ των διαφόρων ομάδων και φυλών, φοβερές επιδημίες για τις οποίες δεν υπήρχε καμία μικροβιακή θεωρία, πόσο μάλλον θεραπεία, φυσικές καταστροφές και άλλες ανθρώπινες τραγωδίες. Και ωστόσο, όλες αυτές τις χιλιετίες, τα ουράνια παρατηρούσαν αδιάφορα και μόνο εδώ και έξι χιλιάδες χρόνια (μπορεί και αργότερα) αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να παρέμβουν λυτρωτικά. Και πάλι, η παρέμβαση τους και η λύτρωση έγιναν σε απομακρυσμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής, εξασφαλίζοντας έτσι το ότι πολλές γενεές θα εξέπνεαν προτού φτάσουν σε εκείνους τα νέα! Ας στείλω μια φωνή στο Σινά και ας κάμω ένα συμβόλαιο με μία μόνο φυλή από πεισματάρηδες και λαίμαργους χωριάτες. Ας στείλω έναν γιο να τον κάνουν κομμάτια επειδή τον παρεξήγησανΑς στείλω τον αρχάγγελο Γαβριήλ να υπαγορεύσει σε έναν αγράμματο και ακαλλιέργητο έμπορο ρητορικές εξάρσεις. Τελικά το σκοτάδι που επέβαλα θα διαλυθεί! Η προθυμία ακόμη και να βάζεις στο μυαλό σου τέτοιες περίτεχνα παλαβές ιδέες προϋποθέτει κάτι περισσότερο από την άρση της δυσπιστίας ή τη βουβή ευπιστία μπροστά σε μαγικά κόλπα.
 
Προϋποθέτει επίσης την άγνοια ή τη βαριά υποτίμηση πολλών θρησκευτικών δοξασιών που προϋπήρχαν του Μωυσή. Οι πανάρχαιοι πρόγονοί μας δεν ήταν κατουδένα τρόπο άθεοιέφτιαχναν ναούς και βωμούς και προσέφεραν έμφοβοι τις αναγκαίες θυσίες. Η θρησκεία τους είναι ανθρωπογενής, όπως και όλες οι άλλες. Υπήρχε εποχή που Έλληνες στοχαστές κατήγγειλαν τους χριστιανούς και οι ζωροαστρικοί τούς μουσουλμάνους ως «άθεους», επειδή κατέστρεψαν τα αρχαία μνημεία και απαγόρευσαν τις πατροπαράδοτες τελετουργίες. Η πηγή της βεβήλωσης και της ανιερότητας είναι θρησκευτική, καθώς βλέπουμε από τον τρόπο που οι σημερινοί πιστοί βεβηλώνουν τους ναούς, οι μεν των δε, από την Μπαμιγιάν ως το Μπέλφαστ και τη Βαγδάτη. Ο Ρίτσαρντ Ντώκινς ήταν πολύ εύστοχος όταν παρατήρησε ότι ο καθένας είναι άθεος εφόσον λέει ότι υπάρχει ένας θεός -από τον Ρα ως τον Σίβα- στον οποίο εκείνος δεν πιστεύει. Το μόνο που κάνει ο σοβαρός και αντικειμενικός άθεος είναι ένα παραπάνω βήμα: Λέει ότι υπάρχει ένας ακόμη θεός στον οποίο δεν πιστεύει. Όπως θα περίμενε κανείς, οι άνθρωποι είναι τόσο σολιψιστές, ώστε θυμώνουν ακούγοντας κάτι τέτοιο και υποστηρίζουν ότι αυτός ο απορριπτέος θεός δεν είναι εκείνος στον οποίο έχουν επενδύσει την πίστη τους. Και πάει λέγοντας. Αλλά η ανθρωπογενής φύση της θρησκείας -από την οποία ο μονοθεϊσμός ορκίστηκε να μας απελευθερώσει, τουλάχιστον στην παγανιστική της μορφή- επιζεί με τρομακτική μορφή στις μέρες μας: Οι πιστοί μάχονται αλλήλους σχετικά με την ορθή ερμηνεία των γραφών τους και συχνά φονεύουν ομόπιστους, επειδή διαφωνούν σε δογματικά ζητήματα. Αυτές οι απόκρυφες ενδοθρησκευτικές διαμάχες έχουν αναχαιτίσει την πορεία του πολιτισμού και οι σημερινές εκδοχές τους θα μπορούσαν να τον καταστρέψουν.
 
Υπάρχει ένα επιχείρημα που ακούγεται στην κοινότητα αυτών που απορρίπτουν όλους αυτούς τους προβληματισμούς ως προς τη χρησιμότητα της λέξης «άθεος». Αφενός, αποτελεί καθαρή άρνηση: είναι μία αναφορά δυσπιστίας ή απιστίας. Στον Δρ Τζόναθαν Μίλερ, για παράδειγμα, διακεκριμένο γιατρό και σκηνοθέτη του θεάτρου και της όπερας, ο όρος προκαλεί αμηχανία για τον εξής λόγο: «Δεν έχω», μου είπε κάποτε, «μια ειδική λέξη για να πω ότι δεν πιστεύω στις νεράιδες ή στον άγιο Βασίλη. Θεωρώ αυτονόητο το ότι οι νοήμονες φίλοι μου δεν υποθέτουν ότι πιστεύω σε αυτά τα πράγματα». Σωστά αλλά δεν είμαστε και υποχρεωμένοι να αποτινάξουμε ένα παρελθόν στο οποίο οι νεράιδες και οι Αγιοβασίληδες (σχετικά πρόσφατες επινοήσεις) είχαν το πάνω χέρι. Οι οπαδοί των νεράιδων δεν χτυπάνε την πόρτα σου για να σε προσηλυτίσουν. Δεν απαιτούν να διδάσκεται η ψευδοεπιστήμη τους στα σχολεία. Δεν καταδικάζουν σε θάνατο οπαδούς άλλων νεράιδων. Δεν ισχυρίζονται ότι οι ηθικοί κανόνες βγαίνουν από τις τελετές των νεράιδων και ότι χωρίς νεράιδες θα είχαμε συνουσίες στους δρόμους, καθώς και την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Δεν λένε ότι οι νεράιδες έφτιαξαν τον κόσμο και ως εκ τούτου πρέπει να κλίνουμε το γόνυ στον Μεγάλο Αδελφό των νεράιδων. Ούτε λένε ότι η νεράιδα θα σε διατάξει να σκοτώσεις την αδελφή σου, αν τη δουν να κυκλοφορεί δημόσια με κάποιον που δεν είναι ο αδελφός της.
 
Νομίζω λοιπόν ότι ισχύει αυτό που ο ποιητής Σέλεϋ αποκαλούσε αναγκαιότητα του αθεϊσμού. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να πάρεις θέση. Είτε αποδίδεις την παρουσία σου εδώ στους νόμους της βιολογίας και της φυσικής είτε την αποδίδεις σε ένα θείο σχέδιο. (Μπορείς να διακρίνεις τον φίλο από τον εχθρό από το πώς απαντούν σε αυτό το αναπόδραστο ερώτημα και από το πώς αντιμετωπίζουν τις επιπτώσεις του.) Ωστόσο, όπως και οι πιστοί, άπαξ και αποφασίσουμε, έχουμε ακόμη πολλή δουλειά μπροστά μας.
 
Η απόρριψη της ανθρωπογενούς έννοιας του θεού δεν είναι επαρκής για τη διανοητική και ηθική χειραφέτηση. Οι άθεοι δεν έχουν δικαίωμα να κυκλοφορούν παριστάνοντας τους ανώτερους. Έχουν απλώς εκπληρώσει την αναγκαία προϋπόθεση την απόρριψη της νηπιότητας του είδους και την αποκήρυξη της προνομιακής του θέσης στο φυσικό σχέδιο. Είναι ελεύθεροι τώρα να γίνουν, αν θέλουν, μηδενιστές ή σαδιστές ή σολιψιστές. Ορισμένες θεωρίες του Υπεράνθρωπου πηγάζουν από τον αθεϊσμό· αυτός που πιστεύει ότι Παράδεισος και Κόλαση δεν υπάρχουν, μπορεί να συμπεράνει ότι είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι του αρέσει. Ο φόβος αυτής της συνέπειας -που εκφράστηκε πολύ καλά από τον Ντοστογιέφσκι- κάνει πολλούς ανθρώπους απρόθυμους να εγκαταλείψουν το θρησκευτικό δόγμα. Κι ωστόσο, πολλοί σαδιστές και δολοφόνοι ισχυρίζονται ότι ακούνε ουράνιες «φωνές», που τους διατάζουν να διαπράξουν τα εγκλήματά τους, πράγμα το οποίο καθαυτό δεν στιγματίζει τη θρησκευτική πίστη. Τα επιχειρήματα για την ηθική θα πρέπει να εξακολουθήσουν να υφίστανται στη μετα-θρησκευτική κοινωνία, όπως υπήρξαν όταν η θρησκεία βασίλευε και συχνά διέταζε τους καλούς ανθρώπους να διαπράττουν κακές πράξεις βασανιστήρια, δουλεία ή σκληρότητα σε παιδιά. Γεγονός παραμένει ότι υπάρχει μια φυσική ανθρώπινη αποστροφή γιαυτές τις πράξεις, ανεξάρτητα από το πολιτικό ή θρησκευτικό πλαίσιο εντός του οποίου τελούνται.
 
Δεν υπάρχει επίσης (και εδώ διαφοροποιούμαι ελαφρώς από τον Ντώκινς ως προς την έμφαση) ειδικός λόγος για να θεωρούμε την «επιστήμη» πατέρα ήη νουνό της λογικής. Όπως και στην περίπτωση των γιατρών που αναφέραμε προηγουμένως, η δέσμευση στο πείραμα και τα αποδεικτικά στοιχεία δεν εγγυάται ανοσία σε δεισιδαιμονίες και άλλα συναφή. Ο Νεύτωνας ήταν έρμαιο βλακωδών απόψεων περί αλχημείας. Ο Τζόζεφ Πρίστλυ, ο θαρραλέος ουνιτάριος και σκεπτικιστής που ανακάλυψε το οξυγόνο, πίστευε στη θεωρία του φλογιστού. Ο Άλφρεντ Ράσελ Ουάλας, ένας από τους μεγάλους συνεργάτες και προγόνους του Δαρβίνου, παρακολουθούσε ανελλιπώς πνευματιστικές συνεδρίες, όπου με διάφορες απάτες κάποιος παρήγε «εκτόπλασμα» και οι παρευρισκόμενοι κρετίνοι χειροκροτούσαν. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν σπουδαίοι επιστήμονες -ομολογουμένως μια μειονότητα- που υποστηρίζουν ότι τα επιστημονικά τους ευρήματα δεν είναι ασύμβατα με την πίστη σε έναν δημιουργό. Μπορεί οι ίδιοι να μην αντλούν τα μεν από τη δε, ούτε να ισχυρίζονται κάτι τέτοιο, αλλά πιστοποιούν την ξεροκεφαλιά με την οποία νοήμονες άνθρωποι παραμένουν κολλημένοι σε αστήρικτες δοξασίες.
 
Ωστόσο, η αρχική μορφή της τυραννίας του ανθρώπου επάνω στον άνθρωπο και του ανθρώπου επάνω στον νου του ανθρώπου (που ενίοτε αποκαλείται ολοκληρωτισμός) ήταν βεβαιότατα θεοκρατική και καμία υπέρβαση της απολυταρχίας ή της δεσποτείας δεν είναι πλήρης, αν δεν περιλαμβάνει μια σαφή απόρριψη κάθε δικτάτορα που η εξουσία του βασίζεται στο υπερφυσικό. Προσωπικά έχω προσπαθήσει να διατυπώσω μια θέση την οποία αποκαλώ «αντι-θεϊστική». Στο κάτω-κάτω υπάρχουν άθεοι που λένε ότι πολύ θα ήθελαν όλα αυτά τα παραμύθια να ήταν αληθινά, αλλά είναι ανίκανοι να αναστείλουν την αναγκαία δυσπιστία, ή ότι εγκατέλειψαν την πίστη τους με λύπη. Σε αυτό απαντώ: Ποιος θέλει να υπάρχει ένας διηνεκής, αναλλοίωτος, ουράνιος δεσποτισμός που μας υποβάλλει σε συνεχή έλεγχο, που μπορεί να μας καταδικάσει λόγω των σκέψεών μας και που μας θεωρεί ιδιωτικό του κτήμα, ακόμη και μετά τον θάνατό μας; Τι ανακούφιση θα πρέπει να νιώθουμε στη σκέψη ότι δεν υπάρχει ούτε ίχνος αποδεικτικών στοιχείων για να στηρίξει αυτήν τη φριχτή υπόθεση. Και πόσο ευγνώμονες θα πρέπει να είμαστε προς εκείνους τους προγόνους μας που αποκήρυξαν αυτήν την απόλυτη άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας. Πολλοί άνθρωποι, πολύ πριν από τον Δαρβίνο και τον Αϊνστάιν, ή ακόμη και τον Γαλιλαίο, αμφέβαλλαν για τους ισχυρισμούς των ραβίνων, των παπάδων και των ιμάμηδων. Στις παλαιές εποχές μια τέτοια αποκήρυξη απαιτούσε μεγάλο θάρρος. Στις επόμενες σελίδες ελπίζω να σας παρουσιάσω μερικούς από αυτούς που είχαν το κουράγιο. Πιστεύω ότι η γνωριμία με τη σκέψη τους θα βοηθήσει να ανασκευαστεί μια άλλη αντίρρηση για τον αθεϊσμό.
 
Υποστηρίζεται μερικές φορές ότι η δυσπιστία ως προς έναν φοβερό και δελεαστικό ουράνιο δεσποτισμό κάνει τη ζωή στεγνή, βαρετή και κυνική: ζωή χωρίς παραμυθία, χωρίς επίγνωση του θεϊκού ή του υπερβατικού. Ανοησίες. Καταρχάς, διαπράττεται ένα προφανές λάθος. Είναι σαν να λέμε ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε πως είμαστε ένα εξελιγμένο ζωικό είδος με αρκετές ατέλειες και σύντομη διάρκεια ζωής, όπως και ο πλανήτης μας, διότι αλλιώς, αν το πιστεύουμε, τούτο θα έχει για εμάς συνέπειες ανεπιθύμητες ή και ατιμωτικές. Θα μπορούσε κάτι να δείξει πιο καθαρά τις κακές συνέπειες των ευσεβών πόθων; Δεν υπάρχει σοβαρή ηθική βάση για την άρνηση να κοιτάξουμε κατάματα την πραγματικότητα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να κοιτάμε συνέχεια την άβυσσο. (Παραδόξως, μόνον η θρησκεία απαιτεί να μην κάνουμε τίποτε άλλο.)
 
Πιστεύοντας λοιπόν -καθώς αυτή η θρησκευτική αντίρρηση σιωπηρά παραδέχεται- ότι αξίζει να ζει κανείς, μπορούμε να καταπολεμήσουμε τον φυσικό πεσιμισμό μας με τον στωικισμό και την άρνηση της αυταπάτηςταυτόχρονα μπορούμε να εξωραΐσουμε τη σκηνή με τα εξής: Υπάρχουν τα κάλλη της επιστήμης και τα εκπληκτικά θαύματα της φύσης. Υπάρχει η παραμυθία και η ειρωνεία της φιλοσοφίας. Υπάρχουν οι ανεξάντλητες χάρες της λογοτεχνίας και της ποίησης, μη εξαιρουμένων των λατρευτικών και λειτουργικών κειμένων, όπως του Τζων Νταν και του Τζωρτζ Χέρμπερτ. Υπάρχουν τα πλούτη της τέχνης, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής, χωρίς και πάλι να εξαιρούμε τα στοιχεία εκείνα που φιλοδοξούν να προσεγγίσουν το υψηλό. Σε όλες αυτές τις ενασχολήσεις, που η καθεμιά τους μπορεί να πάρει μια ολόκληρη ζωή, μπορούμε να βρούμε μια αίσθηση δέους και μεγαλείου που δεν εξαρτάται από καμία επίκληση του υπερφυσικού. Είναι σίγουρο ότι σε οποιονδήποτε εξοπλισμένο με την τέχνη και την κουλτούρα και τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία δεν θα προκαλέσουν τίποτα περισσότερο παρά ανία ή και αηδία οι ιστορίες με φαντάσματα, UFO, οι πνευματιστικές εμπειρίες ή τα ψελλίσματα από το υπερπέραν. Μπορεί κάποιος να εκτιμήσει και να θαυμάσει τη συμμετρία και το μεγαλείο του Παρθενώνα, για παράδειγμα, χωρίς ωστόσο να συμμερίζεται τη λατρεία της θεάς Αθηνάς ή τις επιταγές του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, ακριβώς όπως μπορεί κανείς να ακούει Μότσαρτ ή να θαυμάζει τη Σαρτρ ή το Ντάραμ χωρίς να νοσταλγεί τον φεουδαλισμό, τον μοναρχισμό και την πώληση των συγχωροχαρτιών. Η ίδια η έννοια της κουλτούρας μπορεί εν μέρει να συνίσταται από αυτές ακριβώς τις διακρίσεις. Η θρησκεία μάς ζητάει να κάνουμε το αντίθετο και να διατηρούμε τους αρχαίους φόβους και τις απαγορεύσεις, ακόμη και όταν ζούμε στον κόσμο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής και των σύγχρονων όπλων.
 
Πολύ συχνά ακούγεται το επιχείρημα ότι η θρησκεία έχει δύναμη και αξία, καθόσον απαντά σε όλες τις εποχές και όλους τους τόπους. Κανένας από τους συγγραφείς που ανθολογούνται σε τούτο τον τόμο δεν θα το αρνιόταν αυτό. Μερικοί θα έλεγαν ότι η θρησκεία αποτελεί τόσο αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ή της ζωώδους φύσης μας, ώστε είναι αδύνατον να εκριζωθεί. Αυτή, ούτως ή άλλως, είναι η δική μου άποψη. Μάλλον δεν πρόκειται να σταματήσουμε να φτιάχνουμε θεούς ή να επινοούμε τελετές για να τους ευχαριστούμε, εφόσον φοβόμαστε τον θάνατο ή το σκοτάδι και επιμένουμε να θεωρούμε τον εαυτό μας κέντρο του κόσμου. Αυτό θα μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Ωστόσο, είναι εξίσου βέβαιο ότι θα συνεχίσουμε να ρίχνουμε ένα δύσπιστο, ειρωνικό ή και πνευματώδες βλέμμα σε αυτό που εφεύραμε. Αν η θρησκεία είναι έμφυτη, το ίδιο έμφυτη είναι και η αμφιβολία μας, όπως και η περιφρόνησή μας για την αδυναμία μας.
 
Μερικοί από τους συγγραφείς και τους στοχαστές που περιλαμβάνονται σε αυτές τις σελίδες είναι διάσημοι για άλλους λόγους, όχι για το θάρρος και την ευφυΐα τους επί του συγκεκριμένου. Μερικοί τιμώνται κυρίως επειδή προσπάθησαν να απομυθοποιήσουν την πιο φουσκωμένη φήμη που υπάρχει: την προαγωγή σε θεότητα του συνόλου που απαρτίζουν οι φόβοι, τα μίση και οι ανοησίες της ανθρωπότητας. Κάποιοι βίωσαν και την πίστη και την απώλειά της, ενώ για άλλους ισχύει η ρήση του Μπλεζ Πασκάλ ήσαν και είναι έτσι φτιαγμένοι ώστε να μην μπορούν να πιστεύουν.
 
Τα επιχειρήματα για τον αθεϊσμό χωρίζονται σε δύο κύριες κατηγορίες: εκείνα που αμφισβητούν την ύπαρξη του θεού και εκείνα που δείχνουν τις κακές συνέπειες της θρησκείας. Θα μπορούσαμε ίσως να διευρύνουμε την πρώτη κατηγορία και να μιλήσουμε για τα επιχειρήματα που αμφισβητούν την ύπαρξη ενός επεμβαίνοντος θεού. Στο κάτω κάτω, η θρησκεία είναι κάτι περισσότερο από την πίστη σε ένα ανώτερο ον. Είναι η λατρεία αυτού του ανώτερου όντος και η πεποίθηση ότι οι επιθυμίες του (ή οι επιθυμίες της) μπορούν να γίνουν γνωστές ή να οριστούν. Σε αυτό το πλαίσιο, ας μου επιτραπεί να μνημονεύσω μεγάλους κριτικούς, όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τόμας Πέην, οι οποίοι παραδόξως θεωρούσαν τη θρησκεία προσβολή του θεού. Και αργά ή γρήγορα θα πρέπει κανείς να πάρει θέση έναντι του αγνωστικισμού. Αυτή η λέξη είναι σχετικά πρόσφατη την έπλασε ο μεγάλος Τόμας Χάξλυ, ένας από τους πρώτους υπέρμαχους της θεωρίας της φυσικής επιλογής του Δαρβίνου. Χρησιμοποιείται συχνά ως ενδιάμεσος όρος από αυτούς που δεν μπορούν να ομολογήσουν πίστη αλλά ταυτόχρονα είναι απρόθυμοι να απορρίψουν κατηγορηματικά είτε τη θρησκεία είτε τον θεό. Εφόσον, και πάλι, ορίζω ως πιστούς αυτούς που ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν, πιστεύω ότι μπορώ να πω πως ανήκω τουλάχιστον στην ομάδα αυτών που δεν ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν. Ένας αγνωστικιστής δεν πιστεύει στον θεό ή τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Η έλλειψη πίστης δεν είναι το ίδιο ακριβώς με την απιστία, αλλά θα την εκμεταλλευτώ και θα συμπεριλάβω σε αυτό το βιβλίο όσο περισσότερους αγνωστικιστές μπορώ.

Συγγραφείς τόσο διαφορετικοί όσο ο Μάθιου Άρνολντ και ο Τζωρτζ Όργουελ έχουν εγκύψει στο σοβαρό ερώτημα: Τι θα κάνουμε με την ηθική, τώρα που η θρησκεία παρήκμασε; Ο Άρνολντ έφτασε στο σημείο να πει ότι η μελέτη της λογοτεχνίας θα πρέπει να υποκαταστήσει τη θρησκεία. Οφείλω να ομολογήσω ότι προσωπικά φρίττω ελαφρώς αναλογιζόμενος τις συνέπειες που μπορεί να έχει αυτό στις λογοτεχνικές αναζητήσεις, αλλά ως πηγή ηθικού στοχασμού και ως καθρέφτη όπου αντανακλώνται τα ανθρώπινα διλήμματά μας, η λογοτεχνική παράδοση είναι απείρως ανώτερη από τις παιδαριώδεις παραβολές και τις ηθικολογικές ιστορίες, για να μη μιλήσουμε για τις αιμοβόρες και μισαλλόδοξες νουθεσίες των «ιερών» βιβλίων. Έτσι συμπεριέλαβα πολλά απόσα πολλοί σπουδαίοι μυθιστοριογράφοι και ποιητές έχουν πει γιαυτό το κρίσιμο θέμα. Και ποιος άραγε θα γυρίσει την πλάτη στην Τζωρτζ Έλιοτ, στον Τζέημς Τζόυς και τον Τζόζεφ Κόνραντ για να μελετήσει εμβριθώς τον στεγνό, ασφυκτικό, δυσκοίλιο και τρομαχτικό κόσμο του Αυγουστίνου, του Ακινάτη, του Λούθηρου, του Καλβίνου και του Οσάμα μπιν Λάντεν;
 
Συχνά θεωρείται δεδομένο ότι η θρησκευτική πίστη είναι κατά κάποιον τρόπο συντηρητική και ο αθεϊσμός προοδευτικός και ανήκων στη φιλελεύθερη παράδοση. Υπάρχουν γιαυτό επαρκείς ιστορικοί λόγοι που έχουν να κάνουν με τη Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Ωστόσο, πολλοί έντιμοι και νοήμονες συντηρητικοί έχουν απορρίψει την «πίστη» για διάφορους λόγους, μεταξύ άλλων για την απιθανότητά της ή για το ότι ευνοεί μια μεγάλη ομάδα του ποιμνίου της τους αποτυχημένους, τους άρρωστους, τους νωθρούς, τους επαίτες και τους αδύναμους. Για πολλούς έντιμους φτωχούς είναι περιττό να εφεύρεις έναν θεό που πλένει τα πόδια των ζητιάνων και που εκθειάζει όσους δεν δουλεύουν. Μήπως αυτό δεν είναι αποκήρυξη της εργασίας και νοσηρή ψύχωση με το θύμα; Ο καλούμενος απλός λαός είναι σε θέση να αντιληφθεί αυτήν την απάτη. («Ο πανάγαθος Κύριος αγαπά πράγματι τους φτωχούς, αφού έκανε τόσο πολλούς».) Πολλοί αξιοπρεπείς άνθρωποι δεν αισθάνονται άνετα με τη συνεχή παρότρυνση να δίνουν ελεημοσύνη και να συναναστρέφονται αυτούς που έχουν χάσει τον αυτοσεβασμό τους. Μπορούν επίσης να διακρίνουν το αγκίστρι πίσω από το δόλωμα: Εγκατάλειψε αυτήν τη μάταιη ζωή, άφησε την οικογένειά σου και ακολούθησε τον προφήτη που λέει ότι αυτός ο κόσμος θα τελειώσει σύντομα. Αυτή η εντολή, που συνοδεύεται ρητά ή σιωπηρά από ένα «ειδάλλως», είναι αποκρουστική για πολλούς συντηρητικούς που πιστεύουν στην ατομική αυτοτέλεια και ακεραιότητα, και δυσπιστούν έναντι της «φιλανθρωπίας», ακριβώς όπως ήταν αποκρουστική στους πρώτους σοσιαλιστές που δεν πίστευαν ότι η φτώχεια είναι μια ιδανική ή ρομαντική ή ευγενής κατάσταση.
 
Και τέλος, θέλω να έρθω στο πρόβλημα του σεξ. Αν κάτι αποδεικνύει ότι η θρησκεία δεν είναι απλώς ανθρωπογενής αλλά ανδρογενής, τούτο είναι η αέναη επανάληψη κανόνων και απαγορεύσεων σχετικών με τη σεξουαλική ζωή. Αυτή η αρρώστια είναι διάχυτη, από την αλλόκοτη μονομανία με την παρθενία και τη μονόδρομη δίοδο μέσω της οποίας οι προφήτες ήρθαν στον κόσμο, μέχρι τη φρίκη των έμμηνων, τη συναρπαστική αηδία που προκαλεί η ομοφυλοφιλία και το υποκριτικό ενδιαφέρον για τα παιδιά (που υποφέρουν περισσότερο στα χέρια των πιστών παρά από οποιαδήποτε άλλη ομάδα). Ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων αρσενικών και θηλυκών· η τρομοκράτηση των παιδιών με φριχτές ιστορίες περί ενοχής και κολάσεως· η άγρια απαγόρευση του αυνανισμού η θρησκεία δεν θα μπορέσει ποτέ να σβήσει από πάνω της την ντροπή που τη στιγμάτισε επί γενεές γενεών ως προς αυτά τα θέματα, να απαλλαγεί από την ενοχή της για την καταστροφή παραγωγικών περιόδων της ζωής των ανθρώπων.
 
Αυτό που μας σώζει τελικά είναι το χιούμορ. Πολλοί συγγραφείς, βλέποντας τη σχέση μεταξύ σεξουαλικής καταπίεσης και θρησκευτικού ζήλου, κατάφεραν να απελευθερωθούν (και να βοηθήσουν και άλλους να απελευθερωθούν) από τη θανάσιμη λαβή αυτού του διδύμου καταφεύγοντας στο χιούμορ. Πολλά στοιχεία της θρησκείας είναι τόσο γελοία, που πολλοί συγγραφείς, από τον Βολταίρο μέχρι τον Μπέρτραντ Ράσελ και τον Τσάπμαν Κοέν, διασκέδασαν εις βάρος της. Στην εποχή μας, επιστήμονες όπως ο Ρίτσαρντ Ντώκινς και ο Καρλ Σαγκάν έχουν γελοιοποιήσει την προφανή ανικανότητα του δημιουργού να γνωρίζει, ακόμη περισσότερο να καταλαβαίνει τι δημιούργησε. Ο θεός φαίνεται να μη γνωρίζει τα ζώα, εκτός από αυτά που φροντίζουν οι πιστοί του, και δεν έχει ιδέα για τα μικρόβια και τους νόμους της φυσικής. Το γεγονός ότι η θρησκεία είναι ανθρωπογενής (όπως και ανδρογενής, αν σκεφτούμε ότι ανδροκρατείται διεθνώς) είναι από τα πρώτα πράγματα που αντιλαμβάνεσαι.
 
Κάτι φοβερό έχει συμβεί τώρα στη θρησκεία. Με εξαίρεση τις χώρες όπου μπορεί ακόμη να επιβάλλεται με τον φόβο που θρέφεται από την άγνοια, η θρησκεία συνιστά απλώς μία άποψη μεταξύ πολλών άλλων. Έχει υποχρεωθεί να ανταγωνίζεται άλλες προτάσεις στην αγορά των ιδεών και, ακόμη και όταν προσπαθεί να διατηρήσει τα κεκτημένα, όπως το παλαιό προνόμιο να ενσταλάζει τη διδασκαλία της στον νου των παιδιών (για λόγους τόσο προφανείς, που είναι περιττό να τους υπογραμμίσουμε), είναι αναγκασμένη να συμμετέχει σε δημόσιες συζητήσεις και να υφίσταται έλεγχο. Το καλοκαίρι του 2007 ήμουν σε ένα στούντιο στο Δουβλίνο συζητώντας με έναν λαϊκό εκπρόσωπο της Καθολικής Εκκλησίας, που αποδείχθηκε ότι ήταν ο μόνος πιστός χριστιανός σε ένα πάνελ πέντε συζητητών. Ήταν ευγενής και αρκετά σεμνός, χρησιμοποίησε πολλά σοφίσματα, και δέχτηκε μετά χαράς να πάρει ένα αναψυκτικό μαζί μας μετά το πρόγραμμα. Ξαφνικά τον λυπήθηκα. Εδώ και τριάντα χρόνια η Εκκλησία στην Ιρλανδία δεν είχε ανάγκη να ταπεινώνεται με αυτόν τον τρόπο. Λίγο μόνο ύψωνε τη φωνή, και αμέσως όλοι συμμορφώνονταν, κοινοβούλιο, σχολεία, μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μπορούσε να απαγορεύσει (όπως και το έκανε) το διαζύγιο, τις αντισυλληπτικές μεθόδους, την κυκλοφορία ορισμένων βιβλίων, την έκφραση κάποιων απόψεων. Τώρα είναι ανυπόληπτη και σε παρακμή. Τα κάποτε απόλυτα δόγματά της φαίνονται πια γελοία: Μερικές εβδομάδες πριν από αυτό το ραδιοφωνικό πρόγραμμα, το Βατικανό παραδέχτηκε τελικά ότι ο Limbo (ο τόπος όπου πηγαίνουν οι ψυχές των αβάπτιστων μωρών) δεν υφίσταται. Υπάρχουν επίσης συγκεκριμένοι λόγοι γιαυτήν την πτώση της Εκκλησίας από τους κυριότερους το σκάνδαλο του βιασμού παιδιών. Αλλά η εκκοσμίκευση της Ιρλανδίας είναι μέρος ενός ευρύτερου διαφωτισμού, όπου η θεμελιωμένη απιστία έχει ισχυρή παρουσία. Η κυκλοφορία βιβλίων, κασετών και DVD που δείχνουν τους θριάμβους της επιστήμης και της λογικής συμβάλλει σε αυτήν την επιτυχία. Όπως, βέβαια, και η ολοένα μεγαλύτερη συνειδητοποίηση, από ανθρώπους πολιτισμένους, ότι ο κύριος εχθρός που αντιμετωπίζουμε έχει ως βάση την «πίστη».
 
Ανοίξτε την εφημερίδα ή την τηλεόραση και δείτε τι κάνουν τα κόμματα του θεού στο Ιράκ, προσπαθώντας να υποβιβάσουν μια κάποτε εξελιγμένη κοινωνία στο επίπεδο του Αφγανιστάν ή της Σομαλίας (οι τελευταίες χώρες όπου τα κόμματα του θεού έκαναν ό,τι ήθελαν). Δείτε τις απειλητικές εξελίξεις στο γειτονικό Ιράν, όπου αυτοί που πιστεύουν στην επικείμενη επιστροφή ενός ξωτικού που αποκαλείται «Ο Δωδέκατος Ιμάμης» ενισχύουν την καταστροφολογική τους ρητορεία με την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Ή κοιτάξτε στη δυτική όχθη του Ιορδάνη, όπου μεσσιανικοί άποικοι ελπίζουν, κλέβοντας τη γη άλλων σύμφωνα με βιβλικές ντιρεκτίβες, να προκαλέσουν έναν Αρμαγεδδώνα κατά τον δικό τους τρόπο. Οι κύριοι υποστηρικτές αυτών των θρησκευτικών αποίκων, οι Αμερικανοί ευαγγελικοί φονταμενταλιστές, πασχίζουν συνάμα να διδάσκεται η ψευδοεπιστήμη τους στα σχολεία, να ποινικοποιηθεί η ομοφυλοφιλία, να απαγορευτεί η έρευνα των βλαστικών κυττάρων, και να εκτίθεται ο μωσαϊκός νόμος στα δικαστήρια. Από τη Ρώμη ο Άγιος Πατέρας προτίθεται να επαναφέρει την αρχαία, ιστορικά αντισημιτική, «τριδεντική» Λειτουργία στην Εκκλησία, κηρύσσοντας σταυροφορίες από τη μια, ενώ από την άλλη συνθηκολογεί με τον ισλαμισμό και δεν παύει να υποστηρίζει ότι τα προφυλακτικά είναι χειρότερα από το AIDS. Στην Ευρώπη και την Αμερική, εφημερίδες και θέατρα και πανεπιστήμια ενδίδουν στις απαιτήσεις μουσουλμάνων φονταμενταλιστών που αγρυπνούν, έτοιμοι πάντα να βρουν πράγματα που τους «προσβάλλουν».
 
Έτσι, ο διαφωτισμός στον οποίο αναφέρθηκα δεν αναπτύσσεται απρόσκοπτα. Αλλά την εναλλακτική λύση την ξέρουμε πια καλά. Με την ελπίδα ότι θα ενισχυθεί η αντίσταση σε ό,τι βασίζεται στην πίστη, αλλά και στην ίδια την πίστη, προσφέρουμε αυτήν την ανθολογία της μάχης με τον αρχαιότερο εχθρό της ανθρωπότητας.