3.4.4. Ναοί και θησαυροί της υστεροαρχαϊκής εποχής με γλυπτό διάκοσμοΣτο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως και σε άλλα μεγάλα ιερά, υπήρχαν μικρά ναόσχημα κτίσματα που ονομάζονται θησαυροί, επειδή μέσα σε αυτά φυλάσσονταν πολύτιμα αφιερώματα. Τους θησαυρούς τούς έχτιζαν συνήθως οι πόλεις που έστελναν τα αφιερώματα, δείγμα του σεβασμού τους προς τον θεό, αλλά και του πλούτου τους. Ένας από τους πολυτελέστερους και ομορφότερους θησαυρούς ήταν εκείνος των Σιφνίων. Το νησί της Σίφνου, αν και μικρό, ήταν πολύ πλούσιο στα αρχαϊκά χρόνια, γιατί είχε μεταλλεία αργύρου και χρυσού. Για να δείξουν τον πλούτο τους οι Σίφνιοι, αφού πρώτα στόλισαν την πόλη τους με ωραία μαρμάρινα οικοδομήματα, αποφάσισαν να χτίσουν στους Δελφούς έναν λαμπρό θησαυρό, εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, σιφνιακό για τους τοίχους, ναξιακό για τα κυμάτια και παριανό για τα γλυπτά. Πριν όμως καλά καλά τελειώσει το κτήριο, οι Σίφνιοι έπεσαν θύματα μιας επιδρομής εξόριστων Σαμίων που έψαχναν να βρουν χρήματα για να ανατρέψουν τον τύραννο Πολυκράτη. Την ιστορία μάς τη διηγείται ο Ηρόδοτος (3.57-58):
«Οι Σάμιοι που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του Πολυκράτη, επειδή ήταν να τους εγκαταλείψουν, έβαλαν πλώρη κι αυτοί για τη Σίφνο· γιατί είχαν ανάγκη από χρήματα και το νησί της Σίφνου γνώριζε ακμή και οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από τους νησιώτες, επειδή το νησί τους είχε μεταλλεία χρυσού και ασημιού, με τέτοια απόδοση, ώστε από το ένα δέκατο των εσόδων που έδιναν να έχει ανεγερθεί ο θησαυρός τους στους Δελφούς που παράβγαινε με τους πιο πλούσιους· κι οι ίδιοι τους μοιράζονταν μεταξύ τους τα χρήματα που συγκέντρωναν κάθε χρόνο. Κι όταν οικοδομούσαν το θησαυρό τους ζητούσαν χρησμό απ᾽ το μαντείο, αν η ευημερία που απολάμβαναν θα μπορούσε να παραμένει για πολύν καιρό· κι η Πυθία τους έδωσε τον εξής χρησμό:
Κι όταν στη Σίφνο κάτασπρο θα δεις το πρυτανείο,
της αγοράς τα φρύδια ασπρισμένα,
τότε ο κάθε γνωστικός τη σκέψη του να στρέψει
στο ξύλινο καρτέρεμα, στον κόκκινο τον κράχτη.
Τότε η αγορά των Σιφνίων και το πρυτανείο ήταν ομορφοχτισμένα από μάρμαρο της Πάρου.
Μόλις πλησίασαν στη Σίφνο οι Σάμιοι, αμέσως έστειλαν ένα καράβι στην πόλη, που μετέφερε πρεσβευτές. Τον παλιό καιρό όλα τα καράβια ήταν βαμμένα κόκκινα με μίλτο· κι αυτό ήταν το νόημα του χρησμού της Πυθίας που τους προέτρεπε να πάρουν τα μέτρα τους μπρος στο "ξύλινο καρτέρι" και τον "κόκκινο κήρυκα". Λοιπόν, όταν έφτασαν οι αγγελιαφόροι, ζητούσαν από τους Σίφνιους να τους δανείσουν δέκα τάλαντα. Όμως οι Σίφνιοι αρνήθηκαν να τους δανείσουν και τότε οι Σάμιοι διαγούμισαν την ύπαιθρό τους. Όταν το πληροφορήθηκαν οι Σίφνιοι έτρεξαν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ήρθαν στα χέρια μ᾽ αυτούς και νικήθηκαν και πολλούς οι Σάμιοι τούς έκοψαν το δρόμο για την πόλη· κι ύστερα από αυτά πήραν λύτρα γι᾽ αυτούς εκατό τάλαντα.»
Με βάση όσα γνωρίζουμε για την τυραννία του Πολυκράτη μπορούμε να χρονολογήσουμε την καταστροφή της Σίφνου από τους Σαμίους γύρω στο 525 π.Χ. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς μόλις είχε τελειώσει· είναι, επομένως, ένα κτήριο που μπορούμε να το χρονολογήσουμε με ακρίβεια. Για τον ίδιο λόγο μεγάλη σημασία έχει ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού, που σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Το οικοδόμημα (διαστάσεις 6,04 m x 8,41 m, ύψος 4 m ως τον θριγκό και ύψος θριγκού 1,57 m) είναι ιωνικού ρυθμού, δίστυλο εν παραστάσι και έχει την είσοδο στη δυτική πλευρά. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρόσοψη, αντί για κίονες, έχει δύο ντυμένες γυναικείες μορφές με κάλαθο στο κεφάλι που στηρίζουν τον θριγκό, από τις οποίες σώζεται η μία. Οι μορφές αυτές ονομάζονται καρυάτιδες· πατούσαν επάνω σε ψηλές βάσεις και έφεραν στο κεφάλι ψηλούς πόλους με ανάγλυφες παραστάσεις που βοηθούσαν στη στήριξη των κιονοκράνων και του θριγκού. Το κιονόκρανο που σώζεται δεν είναι ιωνικό, αλλά παραλλαγή δωρικού, και διακοσμείται με δύο ανάγλυφα λιοντάρια που κατασπαράζουν ένα ελάφι. Ο θριγκός περιλαμβάνει ένα επιστύλιο, μια ιωνική ζωφόρο με ανάγλυφες παραστάσεις, γείσα και μια σίμη με λεοντοκεφαλές-υδρορρόες και ανθέμια. Αξιοσημείωτα είναι τα περίτεχνα κυμάτια στη βάση του κτηρίου, στο πλαίσιο της θύρας, στα επίκρανα των παραστάδων και στον θριγκό.
Η ζωφόρος περιτρέχει όλο το κτήριο και σε κάθε πλευρά της εικονίζεται ένα διαφορετικό θέμα. Όταν βρέθηκαν οι πλάκες, σώζονταν ακόμη επάνω τους αρκετά ίχνη από τα αρχικά χρώματα καθώς και επιγραφές με τα ονόματα των εικονιζόμενων προσώπων, που διαβάζονται ακόμη και σήμερα με τη βοήθεια ειδικού φωτισμού. Υπήρχαν επίσης επιγραφές με τα ονόματα των καλλιτεχνών, που δυστυχώς όμως σώζονται αποσπασματικά. Βέβαιο είναι ότι στη ζωφόρο δούλεψαν δύο γλύπτες με τους βοηθούς τους· ο ένας φιλοτέχνησε τις ζωφόρους της βόρειας και της ανατολικής πλευράς και ο άλλος της νότιας και της δυτικής. Τα υπολείμματα χρωμάτων επιτρέπουν μιαν αρκετά πιστή αποκατάσταση της αρχικής πολυχρωμίας της ζωφόρου, η οποία πάντως ξενίζει με τα μέτρα της σημερινής αισθητικής.
Η ζωφόρος της δυτικής πλευράς, δηλαδή της πρόσοψης, αποτελούνταν από τρεις πλάκες, από τις οποίες σώζονται οι δύο· σε καθεμία εικονίζεται ένα τέθριππο άρμα με αναβάτη μια θεά, που ανεβαίνει ή ξεπεζεύει. Με βεβαιότητα αναγνωρίζεται μόνο η πρώτη από τα βόρεια, η Αθηνά, που φοράει την αιγίδα και ίσως κράνος. Το άρμα της Αθηνάς το σέρνουν φτερωτά άλογα και μπροστά τους εικονίζεται ο Ερμής με κοντό χιτώνα, φτερωτά πέδιλα και το κηρύκειο στο χέρι. Πίσω από την Αθηνά διακρίνεται το περίγραμμα μιας ανδρικής μορφής, που θα μπορούσε να είναι ο Ηρακλής. Η ταυτότητα της δεύτερης θεάς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και έτσι το θέμα της ζωφόρου παραμένει αινιγματικό. Στη ζωφόρο της νότιας πλευράς, που σώζεται και αυτή αποσπασματικά, εικονιζόταν μια πομπή με άρματα και ιππείς και η απαγωγή δύο γυναικών. Η διπλή απαγωγή με άρματα οδηγεί στη σκέψη ότι το θέμα ήταν ίσως η αρπαγή των Λευκιππιδών (των κορών του Λευκίππου) από τους Διοσκούρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
Στην ανατολική πλευρά η ζωφόρος σώζεται καλύτερα και το θέμα αναγνωρίζεται με τη βοήθεια των επιγραφών. Στα αριστερά εικονίζεται μια σύναξη θεών που κάθονται και συζητούν μεταξύ τους χειρονομώντας έντονα. Το αντικείμενο της συζήτησης είναι η μάχη ανάμεσα σε δύο πολεμιστές, τον Αχιλλέα και τον Μέμνονα, που πλαισιώνονται από δύο συμμάχους τους και από τα άρματά τους. Ανάμεσα στους δύο μονομάχους κείτεται το σώμα του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα. Πρόκειται για ένα επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου που το αφηγούνταν ένα χαμένο σήμερα επικό ποίημα, η Αιθιοπίς. Ο βασιλιάς των Αιθιόπων Μέμνων ήρθε να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων και σκότωσε τον Αντίλοχο, όταν αυτός προσπάθησε να υπερασπιστεί τον πατέρα του, τον Νέστορα. Τότε ο Αχιλλέας έτρεξε να εκδικηθεί τον φίλο του και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Μέμνονα. Η μονομαχία ήταν αμφίρροπη, γιατί ο Μέμνων ήταν γιος μιας θεάς, της Ηούς, όπως και ο Αχιλλέας ήταν γιος της Θέτιδας. Ξέρουμε ότι άλλοι θεοί υποστήριζαν τους Αχαιούς και άλλοι τους Τρώες. Τελικά τη λύση την έδωσε ο Δίας, που όρισε να ζυγιστούν οι ψυχές των δύο αντιπάλων. Ο δίσκος της ζυγαριάς με την ψυχή του Μέμνονα έγειρε προς τη γη και τον κάτω κόσμο, και έτσι νίκησε ο Αχιλλέας. Στο κέντρο της παράστασης διακρίνονται οι τρύπες για τη στερέωση των χάλκινων δίσκων της ζυγαριάς που κρατούσε ο Ερμής. Στη ζωφόρο της βόρειας πλευράς, που σώζεται καλύτερα από όλες, παριστάνεται η Γιγαντομαχία, δηλαδή η μάχη των θεών και των Γιγάντων, των γιων της Γης. Οι θεοί προχωρούν προς τα δεξιά, στην κατεύθυνση της νίκης, και πολεμούν ο καθένας με τα δικά του όπλα: στην ανατολική άκρη ο θεός-τεχνίτης Ήφαιστος, μπροστά στο φυσερό του, ετοιμάζεται να πετάξει πυρωμένους μύδρους, ενώ στη μέση της παράστασης η Θέμις (σημαντική θεά για τους Δελφούς, αφού κατείχε το μαντείο πριν από τον Απόλλωνα) οδηγεί τα λιοντάρια που σέρνουν το άρμα της εναντίον των Γιγάντων και αυτά τους κατασπαράζουν. Οι Γίγαντες εικονίζονται ντυμένοι όπως οι οπλίτες.
Γλυπτό διάκοσμο είχαν και τα αετώματα του θησαυρού των Σιφνίων. Στο ανατολικό αέτωμα, που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, βλέπουμε έναν δελφικό μύθο, τη μάχη του Απόλλωνα με τον Ηρακλή για τον τρίποδα, που τον συναντήσαμε ήδη σε μιαν αγγειογραφία του «ζωγράφου του Ανδοκίδη», η οποία χρονολογείται στα ίδια χρόνια. Στο κέντρο του αετώματος διακρίνονται ο Δίας, μεγαλύτερος από τις υπόλοιπες μορφές, ο Ηρακλής και ο Απόλλων. Πίσω από τον Απόλλωνα στέκεται η Άρτεμη, που μοιάζει να ενθαρρύνει τον αδελφό της, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Σώζονται ακόμη θραύσματα από μαρμάρινες Νίκες, που ήταν τοποθετημένες στις γωνίες του αετώματος του θησαυρού, ήταν δηλαδή ακρωτήρια.
Τα γλυπτά του θησαυρού των Σιφνίων και ειδικά η ανάγλυφη ζωφόρος του έχουν σημαντική θέση στην ιστορία της τέχνης της αρχαϊκής εποχής όχι μόνο για την ποιότητά τους, αλλά και επειδή είναι ακριβώς χρονολογημένα. Διαθέτουμε έτσι ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την τέχνη των χρόνων 530-525 π.Χ., που μας βοηθάει να χρονολογήσουμε μια σειρά από άλλα γλυπτά. Αλλά οι μορφές της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων είναι επίσης στιλιστικά όμοιες με εκείνες των πρώτων ερυθρόμορφων και των δίγλωσσων αγγείων. Η σύγκριση αυτή μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε την αρχή του ερυθρόμορφου ρυθμού γύρω στο 525 π.Χ.
Το 548 π.Χ. ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, που σύμφωνα με την παράδοση τον είχαν χτίσει ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά. Το ιερατείο των Δελφών και οι Αμφικτίονες, δηλαδή οι πόλεις που επόπτευαν το ιερό, άρχισαν αμέσως να συγκεντρώνουν χρήματα για την κατασκευή νέου ναού και απευθύνθηκαν μάλιστα όχι μόνο σε Έλληνες, αλλά και σε ξένους χρηματοδότες, ανάμεσά τους στον πάμπλουτο βασιλιά της Λυδίας Κροίσο (που όμως έναν χρόνο αργότερα έχασε τον θρόνο του) και στον φαραώ της Αιγύπτου Άμαση, ο οποίος ανταποκρίθηκε στο αίτημα. Για να χτιστεί ο καινούργιος ναός δημιουργήθηκε πρώτα ένα μεγάλο ανάλημμα με τη βοήθεια ενός ισχυρού τοίχου, που συγκρατούσε τα χώματα. Οι εργασίες αυτές καθυστέρησαν αρκετά την ανέγερση. Καθοριστική για την κατασκευή του ναού του Απόλλωνα υπήρξε όμως η συμβολή μιας μεγάλης και ισχυρής αθηναϊκής οικογένειας, των Αλκμεωνιδών, που την εποχή εκείνη ήταν εξόριστη εξαιτίας της διαμάχης της με τους Πεισιστρατίδες. Οι Αλκμεωνίδες ανέλαβαν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, την εργολαβία για την αποπεράτωση του ναού, και μάλιστα, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, κατασκεύασαν την πρόσοψη από μάρμαρο και όχι από πωρόλιθο, ξεπερνώντας τις απαιτήσεις της συγγραφής. Η γενναιοδωρία των Αλκμεωνιδών είχε βέβαια τον λόγο της, αφού με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μαντείου και αυτό με τη σειρά του τους βοήθησε να επιστρέψουν στην Αθήνα (Ηρόδοτος 5.62):
«Τύραννος ήταν ο Ιππίας και ήταν όλο πίκρα με τους Αθηναίους για το θάνατο του Ιππάρχου, όταν οι Αλκμεωνίδες, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, καθώς η επιχείρησή τους μαζί με τους άλλους Αθηναίους εξορίστους δεν ευοδωνόταν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία δοκιμάζοντας να γυρίσουν στην πόλη τους και να ελευθερώσουν την Αθήνα, οχύρωσαν με τείχος το Λειψύδριον που βρίσκεται πάνω από την Παιονία [στην Πάρνηθα]· τότε λοιπόν οι Αλκμεωνίδες έβαλαν σ᾽ ενέργεια κάθε τι που περνούσε από το μυαλό τους εναντίον των Πεισιστρατιδών κι ανάμεσα στ᾽ άλλα έκαναν συμφωνία με τους Αμφικτίονες ν᾽ αναλάβουν εργολαβικά το ναό στους Δελφούς (αυτόν που βλέπουμε τώρα, όμως τότε δεν υπήρχε ακόμη) και να ολοκληρώσουν την οικοδόμησή του. Κι έτσι που τα οικονομικά τους ήταν ανθηρά κι ήταν οικογένεια ανέκαθεν με μεγάλη υπόληψη, το ναό τον έχτισαν ωραιότερο από το πρόπλασμά του σ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και μάλιστα, ενώ η συμφωνία ήταν να χτίσουν το ναό με πωρόλιθο, οικοδόμησαν την πρόσοψή του με μάρμαρο της Πάρου.
Και, καταπώς λένε οι Αθηναίοι, αυτοί οι Αλκμεωνίδες μένοντας καιρό πολύ στους Δελφούς δωροδόκησαν την Πυθία, ώστε, κάθε φορά που θα έρχονταν οι Σπαρτιάτες να πάρουν χρησμό, είτε για ιδιωτική είτε για δημόσια υπόθεση, να τους παραγγέλνει να ελευθερώσουν την Αθήνα.»
Η πληροφορία του Ηροδότου (που επιβεβαιώνεται σε γενικές γραμμές και από άλλους αρχαίους συγγραφείς) είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας βοηθάει να χρονολογήσουμε με ακρίβεια την κατασκευή της πρόσοψης και των αρχιτεκτονικών γλυπτών του υστεροαρχαϊκού ναού του Απόλλωνα. Η επιχείρηση των Αλκμεωνιδών στο Λειψύδριον έγινε το 514 π.Χ. και η εκδίωξη του Ιππία από την Αθήνα με τη βοήθεια των Σπαρτιατών το 509 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες στον ναό πρέπει να ολοκληρώθηκαν το αργότερο λίγο μετά το 509 π.Χ.· μπορούμε, επομένως, να χρονολογήσουμε την κατασκευή των αετωματικών γλυπτών του ναού, που τοποθετήθηκαν τελευταία επάνω στο κτήριο, γύρω στο 510 π.Χ.
Ο σωζόμενος ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά έχει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τις ίδιες περίπου διαστάσεις και την ίδια εσωτερική διαμόρφωση με τον υστεροαρχαϊκό ναό· είναι δωρικός περίπτερος, μακρύς και στενός (21,7 m x 58,2 m), με έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκαπέντε στις μακρές. Η κάτοψη αυτή, που θυμίζει τους παλαιότερους ελληνικούς ναούς, παραπέμπει πιθανότατα στον αρχικό ναό και ήταν επιταγή της παράδοσης. Ο πρόδομος και ο οπισθόδομος είχαν από δύο κίονες εν παραστάσι, ενώ ο σηκός χωριζόταν από δύο κιονοστοιχίες σε ένα φαρδύ κεντρικό κλίτος και δύο πολύ στενά πλαϊνά. Στο βάθος του σηκού υπήρχε το άδυτο, μια χαμηλή βάθυνση στο έδαφος, όπου κατέβαινε κανείς με μερικά σκαλιά· εδώ δίνονταν οι χρησμοί.
Στο αέτωμα της πρόσοψης, δηλαδή της ανατολικής πλευράς, το θέμα είναι η υποδοχή του Απόλλωνα από μια ομάδα ανθρώπων. Ο θεός εμφανίζεται στο κέντρο της παράστασης επάνω σε τέθριππο άρμα· στα δεξιά του εικονίζονται τρεις όρθιες γυναίκες και στα αριστερά του τρεις άνδρες, από τους οποίους ο πρώτος στρέφεται προς τον Απόλλωνα με υψωμένο το δεξί του χέρι σε μια στάση χαιρετισμού και προσευχής. Στις γωνίες βλέπουμε δύο λιοντάρια, που κατασπαράζουν ένα μοσχάρι το ένα και ένα ελάφι το άλλο. Το θέμα της παράστασης ερμηνεύεται με τη βοήθεια των πρώτων στίχων των Ευμενίδων του Αισχύλου, όπου η Πυθία διηγείται πώς ο Απόλλων ήρθε στους Δελφούς από τη Δήλο, το νησί στο οποίο γεννήθηκε, για να γίνει ο νέος προφήτης του μαντείου, και πώς τον υποδέχθηκε εκεί ο μυθικός βασιλιάς του τόπου, ο Δελφός· αυτός πρέπει να είναι ο άνδρας που χαιρετάει τον Απόλλωνα (Αισχύλος, Ευμενίδες 9-14):
«
Κι ήρθε [ο Απόλλωνας] από κει [από τη Δήλο] σ᾽ αυτή του Παρνασσού τη χώρα,
όπου τον ξεπροβόδισαν με πολύ σέβας
οι γιοι του Ηφαίστου [οι Αθηναίοι] ανοίγοντας να διαβεί στράτα
κι ήμερη κάνοντας τη γη που ήταν πριν άγρια·
και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλες
κι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.»
Στην ανατολική πρόσοψη του ναού υπήρχαν επίσης μαρμάρινα ακρωτήρια, από τα οποία σώζεται το κεντρικό που εικονίζει μια Νίκη. Στο αέτωμα της δυτικής πλευράς, που είναι πώρινο και σώζεται πολύ αποσπασματικά, εικονίζεται η Γιγαντομαχία. Η έντονη δράση δημιουργεί αντίθεση με τη στατική σύνθεση του ανατολικού αετώματος. Ο μύθος της Γιγαντομαχίας ήταν γνωστός σε όλη την Ελλάδα και είδαμε ήδη μιαν απεικόνισή της στους Δελφούς, στη βόρεια πλευρά του θησαυρού των Σιφνίων. Αλλά η μάχη των θεών και των Γιγάντων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αθηναίους, που την έβλεπαν ως νίκη του πολιτισμού απέναντι στην αγριότητα και την ύφαιναν επάνω στον περίφημο πέπλο που αφιέρωναν στην Αθηνά στα Παναθήναια από το 566 π.Χ. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το θέμα του δυτικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς το επέλεξαν οι Αλκμεωνίδες που, όπως είδαμε, είχαν αναλάβει την κατασκευή του.
Ένας άλλος σημαντικός ναός του Απόλλωνα χτίστηκε τα ίδια περίπου χρόνια στην Ερέτρια. Ο Απόλλων στην Ερέτρια ονομαζόταν Δαφνηφόρος και ήταν ο μεγάλος θεός της πόλης. Ο χώρος λατρείας του θεού βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και ο πρώτος ναός του είχε χτιστεί ήδη τον 8ο αιώνα π.Χ. Αλλά στα τέλη του 6ου αιώνα οι Ερετριείς αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν μεγάλο ναό διακοσμημένο με γλυπτά. Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού της Ερέτριας διατηρούνται τμήματα των μορφών του δυτικού αετώματος. Το θέμα της παράστασης είναι η αρπαγή της Αμαζόνας Αντιόπης από τον Θησέα. Το μεγαλύτερο σωζόμενο θραύσμα δείχνει τον νεαρό ήρωα που ανασηκώνει την Αμαζόνα, καθώς ετοιμάζεται να ανεβεί στο άρμα του.
Στην Ακρόπολη της Αθήνας οι Πεισιστρατίδες αντικατέστησαν τα πώρινα γλυπτά των αετωμάτων του ναού της Αθηνάς, που είχε κατασκευαστεί, όπως είδαμε, στα τελευταία χρόνια του Πεισιστράτου, με μαρμάρινα. Στο ανατολικό αέτωμα διατηρήθηκε το θέμα των δύο λιονταριών, αποδόθηκε όμως με τρόπο διαφορετικό: ενώ στην παλαιότερη σύνθεση τα λιοντάρια σκοτώνουν από ένα μοσχάρι, εδώ καταβάλλουν μαζί έναν ταύρο. Επίσης στο νεότερο σύμπλεγμα τα θηρία δεν στρέφουν το κεφάλι με ανοιχτό το στόμα προς τον θεατή καθώς το θύμα τους κείτεται νικημένο στο έδαφος· αντίθετα, ο ταύρος αντιστέκεται ακόμα και προσπαθεί να ανασηκωθεί, ενώ τα δύο θηρία βυθίζουν τα νύχια και τα δόντια τους στις σάρκες του. Με αυτό τον τρόπο η παράσταση έχει χάσει τον συμβολικό και αποτροπαϊκό της χαρακτήρα και απεικονίζει πλέον με τρόπο ρεαλιστικό τον αγώνα για επιβίωση. Σημαντική είναι η μαρμάρινη σύνθεση του δυτικού αετώματος, η οποία σώζεται δυστυχώς πολύ αποσπασματικά και είναι δύσκολο να αποκατασταθεί στο σύνολό της. Βέβαιο είναι ότι εικονιζόταν ένας αγαπητός στους Αθηναίους μύθος, που είχε, όπως είδαμε, ιδιαίτερο συμβολισμό, η Γιγαντομαχία. Σώζονται αρκετά τμήματα από τη μορφή της Αθηνάς σε στάση επίθεσης, ώστε να είναι δυνατή η αποκατάστασή της, ενώ αξιοπρόσεκτος για το μοτίβο και τη συστροφή του σώματος είναι ένας Γίγαντας πεσμένος στο έδαφος. Τα γλυπτά αυτά είναι αρκετά προχωρημένα από τεχνοτροπική άποψη και μπορούν να χρονολογηθούν στην προτελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα (520-510 π.Χ.).
Στα ίδια χρόνια οι Πεισιστρατίδες αποφάσισαν να οικοδομήσουν έναν επιβλητικό δωρικό ναό για τον Ολύμπιο Δία στο ιερό του θεού στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στον ποταμό Ιλισό. Οι εργασίες για την κατασκευή του ναού άρχισαν πιθανότατα μετά το 520 π.Χ., αλλά δεν προχώρησαν πολύ, γιατί διακόπηκαν όταν οι Πεισιστρατίδες αναγκάστηκαν να φύγουν από την Αθήνα το 509 π.Χ. Ο ναός, του οποίου τα ερείπια σώζονται ως σήμερα, ξανάρχισε να χτίζεται, ως οικοδόμημα κορινθιακού ρυθμού, τρεισήμισι αιώνες αργότερα με χρήματα του βασιλιά Αντιόχου Δ' της Συρίας και ολοκληρώθηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Λίγο μεταγενέστερος είναι ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, που έχει και αυτός αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο. Το οικοδόμημα είναι δωρικού ρυθμού (διαστάσεις 9,69 m x 6,62 m), δίστυλο εν παραστάσι, χτισμένο από παριανό μάρμαρο, και αναστηλώθηκε στα χρόνια 1903 ως 1906 με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Οι τοίχοι του θησαυρού είναι γεμάτοι επιγραφές που χαράχθηκαν από τον 3ο αιώνα π.Χ. και έπειτα· ανάμεσά τους υπάρχουν και δύο ύμνοι στον Απόλλωνα γραμμένοι με μουσική σημειογραφία. Από τα αετωματικά γλυπτά σώζονται λίγα μόνο κομμάτια. Μεγάλη σημασία έχουν όμως οι τριάντα συνολικά ανάγλυφες μετόπες (από έξι στις στενές πλευρές και από εννέα στις μακρές), που σώθηκαν σχεδόν όλες, μερικές όμως σε κακή κατάσταση. Οι μετόπες της βόρειας και της δυτικής πλευράς παρίσταναν άθλους του Ηρακλή, ενώ οι μετόπες της νότιας πλευράς, τις οποίες οι επισκέπτες του ιερού έβλεπαν πρώτες καθώς ανηφόριζαν την ιερά οδό προς τον ναό του Απόλλωνα, έδειχναν τα κατορθώματα του Θησέα, του μυθικού βασιλιά που οι Αθηναίοι θεωρούσαν δημιουργό του κράτους τους και θεμελιωτή του δημοκρατικού τους πολιτεύματος. Ανάμεσα στους άθλους του Θησέα ξεχωριστή θέση είχαν οι μάχες του νεαρού ακόμη ήρωα με τους κακούργους (τον Σίνι, τον Σκίρωνα και τον Προκρούστη) που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία του δρόμου από την Τροιζήνα στην Αθήνα και κακοποιούσαν ή σκότωναν τους ταξιδιώτες. Στις έξι μετόπες της ανατολικής πλευράς (της εισόδου) εικονιζόταν ένα συλλογικό κατόρθωμα, η νίκη των Αθηναίων με αρχηγό τον Θησέα εναντίον των Αμαζόνων, που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της πόλης τους.
Ο περιηγητής Παυσανίας μάς λέει ότι οι Αθηναίοι έχτισαν τον θησαυρό για τη νίκη τους εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα. Αν είναι σωστή η πληροφορία, το κτίσμα πρέπει να χρονολογηθεί μετά το 490 π.Χ. Η γνώμη του Παυσανία οφείλεται μάλλον στην παρουσία, κολλητά με τη νότια πλευρά του θησαυρού, ενός τριγωνικού βάθρου με επιγραφή των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., ανανεωμένη στα ελληνιστικά χρόνια, που λέει ότι οι Αθηναίοι αφιέρωσαν επάνω του λάφυρα (ἀκροθίνια) της μάχης του Μαραθώνα. Αλλά το βάθρο χτίστηκε χωριστά από τον θησαυρό, αφού τα θεμέλιά τους δεν δένουν, και πρέπει να είναι λίγο μεταγενέστερο. Συνεπώς, ο θησαυρός πρέπει να είναι λίγο παλαιότερος από το 490 π.Χ. Με το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί η αρχιτεκτονική του κτηρίου, αλλά και η τεχνοτροπία των γλυπτών, όπως η μετόπη που εικονίζει τον Ηρακλή να συλλαμβάνει την Κερυνῖτιν ἔλαφον. Τα γλυπτά του θησαυρού των Αθηναίων συγκρίνονται πολύ καλά με τα τελευταία σημαντικά έργα της αρχαϊκής εποχής καθώς και με αγγειογραφίες της δεκαετίας 500-490 π.Χ. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε μια χρονολόγηση του θησαυρού των Αθηναίων γύρω στο 500 π.Χ., αμέσως μετά τις πρώτες μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες της νέας αθηναϊκής δημοκρατίας.