ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Κάδμου πολῖται, χρὴ λέγειν τὰ καίρια
ὅστις φυλάσσει πρᾶγος ἐν πρύμνῃ πόλεως
οἴακα νωμῶν, βλέφαρα μὴ κοιμῶν ὕπνῳ.
εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ·
5 εἰ δ᾽ αὖθ᾽, ὃ μὴ γένοιτο, συμφορὰ τύχοι,
Ἐτεοκλέης ἂν εἷς πολὺς κατὰ πτόλιν
ὑμνοῖθ᾽ ὑπ᾽ ἀστῶν φροιμίοις πολυρρόθοις
οἰμώγμασίν θ᾽— ὧν Ζεὺς Ἀλεξητήριος
ἐπώνυμος γένοιτο Καδμείων πόλει.
10 ὑμᾶς δὲ χρὴ νῦν, καὶ τὸν ἐλλείποντ᾽ ἔτι
ἥβης ἀκμαίας καὶ τὸν ἔξηβον χρόνῳ,
ὥραν τ᾽ ἔχονθ᾽ ἕκαστον, ὥς τε συμπρεπὲς
βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν,
πόλει τ᾽ ἀρήγειν καὶ θεῶν ἐγχωρίων
15 βωμοῖσι, τιμὰς μὴ ᾽ξαλειφθῆναί ποτε,
τέκνοις τε, Γῇ τε μητρί, φιλτάτῃ τροφῷ·
ἡ γὰρ νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ,
ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον,
ἐθρέψατ᾽ οἰκητῆρας ἀσπιδηφόρους,
20 πλείους ὅπως γένοισθε πρὸς χρέος τόδε.
καὶ νῦν μὲν ἐς τόδ᾽ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός·
χρόνον γὰρ ἤδη τόνδε πυργηρουμένοις
καλῶς τὰ πλείω πόλεμος ἐκ θεῶν κυρεῖ.
νῦν δ᾽ ὡς ὁ μάντις φησίν, οἰωνῶν βοτήρ,
25 ἐν ὠσὶ νωμῶν καὶ φρεσίν, πυρὸς δίχα,
χρηστηρίους ὄρνιθας ἀψευδεῖ τέχνῃ·
οὗτος τοιῶνδε δεσπότης μαντευμάτων
λέγει μεγίστην προσβολὴν Ἀχαιίδα
νυκτηγορεῖσθαι κἀπιβούλευσιν πόλει.
30 ἀλλ᾽ ἔς τ᾽ ἐπάλξεις καὶ πύλας πυργωμάτων
ὁρμᾶσθε πάντες, σοῦσθε σὺν παντευχίᾳ,
πληροῦτε θωρακεῖα, κἀπὶ σέλμασιν
πύργων στάθητε, καὶ πυλῶν ἐπ᾽ ἐξόδοις
μίμνοντες εὖ θαρσεῖτε, μηδ᾽ ἐπηλύδων
35 ταρβεῖτ᾽ ἄγαν ὅμιλον· εὖ τελεῖ θεός.
σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ
ἔπεμψα, τοὺς πέποιθα μὴ ματᾶν ὁδῷ·
καὶ τῶνδ᾽ ἀκούσας οὔ τι μὴ ληφθῶ δόλῳ.
***
ΕΤΕΟΚΛΗΣ
Λαέ του Κάδμου, πρέπει σύμφωνα τα λόγια
να ᾽χει με τους καιρούς εκείνος που απ᾽ την πρύμνα
το τιμόνι κρατώντας κυβερνάει μια χώρα,
δίχως ν᾽ αφήνει ο ύπνος να του κλει το μάτι·
γιατί αν το πράμα πάει καλά, ο Θεός η αιτία·
μα αν πάλι —ο μη γένοιτο— συμφορά λάχει,
ένας ο Ετεοκλής, πολλά στην πόλη θα ᾽χει
να του ψάλλουν μυριόστομα όλοι μοιρολόγια
και θρήνους, που άμποτε απ᾽ αυτά, στ᾽ αλήθεια ο Δίας
διαφεντευτής, τη χώρα μας ας διαφεντεύει.
10 Μα τώρα πρέπει εσείς, κι όποιος του λείπει ακόμη
της νιότης του η ακμή, κι ο που έχει πια περάσει,
να βάζει όλο το δρίμωμα της δύναμής του
παίρνοντας πάνω του ο καθείς ό,τι του πέφτει,
για να βοηθήσει την πατρίδα, τους θεούς μας,
τους βωμούς των —μην ποτέ χάσουν τις τιμές των—
τα παιδιά του, τη μάνα Γη γλυκιά θροφό μας·
γιατ᾽ είν᾽ αυτή, που όταν μικροί σερνόσαστ᾽ έτσι
στο καλόβολο χώμα της, πάνω της όλο
φορτώθηκε το βάρος της ανατροφής σας
και πολίτες σας τράνεψεν ασπιδοφόρους
20 να σας έχει πιστούς σ᾽ αυτή της την ανάγκη.
Ναι, βέβαια ώς σήμερα ο θεός δεξιά τα φέρνει·
γιατ᾽ όλον τούτο τον καιρό, που είναι ζωσμένα
τα κάστρα μας, η τύχη του πολέμου κλίνει
το πιότερο σε μας με του θεού τη χάρη·
μα τώρα, όπως ο μάντης λέει ο πουλολόγος,
που με το νου και με τ᾽ αυτί μονάχα, δίχως
θυσίας φωτιές, τα μαντικά σημάδια κρίνει
και δε λαθεύει η τέχνη του — αυτός των τέτοιων
κυβερνήτης χρησμών, μας λέει πως νυχτοκλώθουν
φοβερήν έφοδο οι εχθροί γι᾽ αφανισμό μας.
30 Μα όλοι στις πολεμίστρες αρματοζωσμένοι
στις πύλες των φρουρίων ριχτείτε, πεταχτείτε,
γεμίστε τα προστήθια, στις σκεπές των πύργων
σταθείτε και ριζώνοντας στα έβγα των κάστρων
έχετε θάρρος και καθόλου μη φοβάστε
το πλήθος των εχθρών· ο θεός μαζί μας θα ᾽ναι.
Μα έχω κι εγώ του στρατού στείλει κατασκόπους
κι ανιχνευτές, που βέβαιος είμαι πως του κάκου
δε θα ᾽ν᾽ ο δρόμος των, κι αφού έρθουν και μου πούνε,
φόβο δεν θα ᾽χω μες στα δίχτυα τους μην πέσω.