Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (706-731)

ΦΑ. παῦσαι λέγουσα· καὶ τὰ πρὶν γὰρ οὐ καλῶς
παρήινεσάς μοι κἀπεχείρησας κακά.
ἀλλ᾽ ἐκποδὼν ἄπελθε καὶ σαυτῆς πέρι
φρόντιζ᾽· ἐγὼ δὲ τἀμὰ θήσομαι καλῶς.
710 ὑμεῖς δέ, παῖδες εὐγενεῖς Τροζήνιαι,
τοσόνδε μοι παράσχετ᾽ ἐξαιτουμένηι·
σιγῆι καλύψαθ᾽ ἁνθάδ᾽ εἰσηκούσατε.
ΧΟ. ὄμνυμι σεμνὴν Ἄρτεμιν, Διὸς κόρην,
μηδὲν κακῶν σῶν ἐς φάος δείξειν ποτέ.
715 ΦΑ. καλῶς ἐλέξαθ᾽· ἓν δὲ †προτρέπουσ᾽ ἐγὼ†
εὕρημα δή τι τῆσδε συμφορᾶς ἔχω
ὥστ᾽ εὐκλεᾶ μὲν παισὶ προσθεῖναι βίον
αὐτή τ᾽ ὄνασθαι πρὸς τὰ νῦν πεπτωκότα.
οὐ γάρ ποτ᾽ αἰσχυνῶ γε Κρησίους δόμους
720 οὐδ᾽ ἐς πρόσωπον Θησέως ἀφίξομαι
αἰσχροῖς ἐπ᾽ ἔργοις οὕνεκα ψυχῆς μιᾶς.
ΧΟ. μέλλεις δὲ δὴ τί δρᾶν ἀνήκεστον κακόν;
ΦΑ. θανεῖν· ὅπως δέ, τοῦτ᾽ ἐγὼ βουλεύσομαι.
ΧΟ. εὔφημος ἴσθι. ΦΑ. καὶ σύ γ᾽ εὖ με νουθέτει.
725 ἐγὼ δὲ Κύπριν, ἥπερ ἐξόλλυσί με,
ψυχῆς ἀπαλλαχθεῖσα τῆιδ᾽ ἐν ἡμέραι
τέρψω· πικροῦ δ᾽ ἔρωτος ἡσσηθήσομαι.
ἀτὰρ κακόν γε χἀτέρωι γενήσομαι
θανοῦσ᾽, ἵν᾽ εἰδῆι μὴ ᾽πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς
730 ὑψηλὸς εἶναι· τῆς νόσου δὲ τῆσδέ μοι
κοινῆι μετασχὼν σωφρονεῖν μαθήσεται.

***
ΦΑΙ. Πάψε τα λόγια. Και πρωτύτερα ήταν
οι ορμήνιες σου κακές κι οι πράξες άστοχες.
Φεύγα τώρα και κοίτα τη δουλειά σου.
Κι εγώ θα τα βολέψω μοναχή μου.
(στο Χορό)
710 Και σεις, ευγενικές καλοκυράδες
της Τροιζήνας, μια χάρη σάς ζητώ:
μη βγάλετε μιλιά γι᾽ αυτά που ακούσατε.
ΚΟΡ. Ορκίζομαι στην πανσεβάσμιαν Άρτεμη,
του Δία τη θυγατέρα, να μη βγάλω
ποτέ στο φως και το παραμικρό.
ΦΑΙ. Όρκος άξιος! Κι εγώ με το μυαλό μου
αναμετρώντας, μια μονάχα λύση
βρήκα της συμφοράς μου, ώστε ν᾽ αφήσω
στα παιδιά μου μιαν τιμασμένη ζήση
κι εγώ να σηκωθώ απ᾽ το πέσιμό μου.
Δε θα ντροπιάσω εγώ το σπιτικό μου
720 το κρητικό. Και στου Θησέα τα μάτια
μπροστά δε θά ᾽βγω μ᾽ αίσχη φορτωμένη,
για μια παλιοζωή! ΚΟΡ. Μα τί κακό
έχεις στο νου σου, αγιάτρευτο, κυρά μου;
ΦΑΙ. Να σκοτωθώ! Το πώς, εγώ το ξέρω!
ΚΟΡ. Μίλα καλά! ΦΑΙ. Και συ παράστεκέ με
όμοια καλά. Κι εγώ της Αφροδίτης,
που το χαμό μου θέλει, θα της δώσω,
σήμερα κιόλας, την τρανή χαρά
να χαλάσω για πάντα τη ζωή μου,
θύμα εγώ του κατάπικρου έρωτά μου.
Μα ο θάνατός μου θα σταθεί και γι᾽ άλλον
χαλασμός. Για να μην περηφανεύεται
730 με τα δικά μου τα παθήματα. Όταν
πάθει κι αυτός τα ίδια, θα γνωστέψει!

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.2.2. Ο κρατήρας του Προνόμου

Μια πηγή έμπνευσης για τους Αθηναίους αγγειογράφους του δεύτερου μισού του 5ου και των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ. ήταν το θέατρο, το οποίο, με αφετηρία την Αθήνα, είχε γίνει εξαιρετικά δημοφιλές σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Ανάμεσα στα αγγεία της κλασικής εποχής που η διακόσμησή τους εμπνέεται από τον κόσμο του θεάτρου ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας μεγάλος ελικωτός κρατήρας των χρόνων γύρω στο 400 π.Χ., σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Νεάπολης, που βρέθηκε, όπως και ο κρατήρας του Τάλω, στο Ruvo της Απουλίας. Στην κύρια όψη του κρατήρα υπάρχει μια πολυπρόσωπη παράσταση σε δύο ζώνες, στην οποία εικονίζονται οι συντελεστές ενός σατυρικού δράματος: οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, ο συγγραφέας και τα έντεκα μέλη του χορού. Αρκετές από τις μορφές συνοδεύονται από επιγραφές.
 
Στο μέσο της επάνω ζώνης εικονίζεται ο Διόνυσος, ο θεός του θεάτρου, καθισμένος αναπαυτικά σε μια πολυτελή κλίνη και έχοντας στην αγκαλιά του τη σύντροφό του, την Αριάδνη. Στην άκρη της κλίνης κάθεται μια γυναικεία μορφή, ντυμένη με τον μακρύ χιτώνα των ηθοποιών, που κοιτάζει προς τον Διόνυσο και κρατάει με το αριστερό της χέρι ένα γυναικείο προσωπείο. Η μορφή αυτή είναι πιθανότατα μια προσωποποίηση, ίσως η Παιδιά, που εμφανίζεται δίπλα στον Διόνυσο σε ένα ανάγλυφο των ίδιων χρόνων, ίσως για να δηλώσει ότι το θέατρο μοιάζει με παιχνίδι· δίπλα της βλέπουμε τον φτερωτό Ίμερο, έναν ακόλουθο της Αφροδίτης που ενσαρκώνει τον ερωτικό πόθο. Δεξιά από την κλίνη του Διονύσου στέκονται δύο από τους τρεις ηθοποιούς του έργου· η θεατρική τους ενδυμασία και τα προσωπεία που κρατούν σχετίζονται με τους ρόλους τους. Ο πρώτος ηθοποιός υποδυόταν τον Ηρακλή, όπως δείχνει το ρόπαλο στο αριστερό του χέρι και η λεοντή που κρέμεται από τον ώμο του (διακρίνονται καθαρά τα πόδια του λιονταριού), ενώ ο δεύτερος τον Παπποσιληνό (τον γέρο πατέρα των Σατύρων που αποτελούν τον χορό των σατυρικών δραμάτων), όπως φαίνεται από το ρυτιδιασμένο προσωπείο με τα λευκά μαλλιά και γένια και από το τριχωτό του ένδυμα. Στα αριστερά της κλίνης του Διονύσου στέκεται ο τρίτος ηθοποιός, που φοράει μακρύ χιτώνα και κρατάει προσωπείο με τιάρα στο κεφάλι, ένα κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν οι Ανατολίτες ηγεμόνες· υποδυόταν επομένως έναν βάρβαρο βασιλιά. Δίπλα βλέπουμε δύο από τους χορευτές, που είναι νεαρά παιδιά ντυμένα Σάτυροι. Σάτυροι χορευτές εικονίζονται και στην κάτω ζώνη, όπου διακρίνουμε, στην αριστερή πλευρά, και τον ποιητή Δημήτριο, καθισμένο σε ένα τριποδικό τραπέζι με ένα βιβλίο στο αριστερό του χέρι (τα βιβλία των αρχαίων ήταν κυλινδρικά ειλητάρια).
 
Στο κέντρο της κάτω ζώνης εικονίζεται ο αυλητής Πρόνομος, καθισμένος σε έναν πολυτελή κλισμό (κάθισμα με ερεισίνωτο) και δίπλα του ένας νεαρός με λύρα στο χέρι. Ανάμεσα στον Πρόνομο και τον ποιητή Δημήτριο ένας χορευτής χορεύει ζωηρά, φορώντας προσωπείο Σατύρου. Από τα προσωπεία και τις ενδυμασίες των ηθοποιών συμπεραίνουμε ότι το θέμα του σατυρικού δράματος ήταν μια από τις περιπέτειες του Ηρακλή στην Ανατολή. Ίσως πρόκειται για τη σωτηρία της Ησιόνης, κόρης του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, από ένα θαλάσσιο τέρας που ήθελε να την κατασπαράξει. Ίσως πάλι το δράμα να σχετιζόταν με την παραμονή του Ηρακλή στην αυλή της Ομφάλης, της βασίλισσας της Λυδίας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παρουσία του αυλητή Προνόμου, που καταγόταν από τη Θήβα και ξέρουμε ότι ήταν ένας από τους πιο φημισμένους μουσικούς της εποχής του· λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που κατάφερε να παίξει όλες τις γνωστές αρμονίες στον ίδιο αυλό. Ο Πρόνομος είχε επίσης διάσημους μαθητές, ανάμεσά τους και τον Αλκιβιάδη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η πληροφορία ότι ο ίδιος είχε αφιερώσει κάπου στην Αθήνα έναν πίνακα ζωγραφικής. Δεν αποκλείεται επομένως η παράσταση του κρατήρα από το Ruvo, που φαίνεται ότι έχει πρότυπα από τη μεγάλη ζωγραφική, να επαναλαμβάνει τον πίνακα αυτόν.

ΟΡΦΙΣΜΟΣ (ΟΡΦΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ): Παρμενίδης, ο Θεωρητικός του Ορφισμού

Μετά τον Ορφέα η Ορφική Κίνηση διατηρήθηκε είτε σε Ορφικούς Θιάσους, είτε στη μοναχική πορεία Μυστών, που μετέδιδε, μερικές φορές αθόρυβα, την Ορφική Αντίληψη της Ζωής, διατηρώντας έτσι την Παράδοση ζωντανή, την Φλόγα της Γνώσης αναμμένη.
 
Από τους μεγαλύτερους Ορφικούς υπήρξε, μετά τον Ορφέα, Ο Πυθαγόρας, που έβαλε την προσωπική σφραγίδα του στον Ορφισμό, δημιουργώντας μια νέα, όμοια, αλλά και διαφορετική κίνηση, τον Πυθαγορισμό. Θεωρητικά μπορούμε να ταυτίσουμε την Θεωρητική Αντίληψη του Πυθαγόρα με εκείνη του Ορφέα, ή να τα διαχωρίσουμε. Το βέβαιο είναι ότι σχετίζονται άμεσα. Τόσο, που ακόμα και αρχαίοι συγγραφείς τους αναφέρουν μαζί, «Ορφικοί και Πυθαγόρειοι»…
 
Ο Μεγαλύτερος όμως Θεωρητικός του Ορφισμού (και μαζί του Πυθαγορισμού) είναι ο Παρμενίδης, που αναδύθηκε μέσα από τους κόλπους της Πυθαγόρειας Διδασκαλίας. Ήταν όμως τόσο Μεγάλος που χάραξε τον δικό του Δρόμο, ζώντας μια ζωή (σύμφωνα με τις Αντιλήψεις του) τόσο θεία που έμεινε παροιμιώδης, ο «Παρμενίδειος Βίος».
 
Ο Παρμενίδης είναι αυτός που μίλησε καθαρά για την Πραγματικότητα μεταφέροντας τους ασαφείς θεολογικούς όρους και τις βαθιές μυθολογικές συλλήψεις του Ορφισμού σε αυστηρά φιλοσοφική γλώσσα. Ο Ορφέας δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερο ερμηνευτή, μήτε σπουδαιότερο μαθητή (μετά τον Πυθαγόρα). Είναι ο Παρμενίδης που σημάδεψε την Ελληνική Φιλοσοφία, ανοίγοντας το δρόμο (μαζί με τον άλλο Μεγάλο, τον Ηράκλειτο) στον Πλάτωνα και τους άλλους Μεγάλους Γίγαντες της ανθρώπινης διανόησης.
 
Τι διδάσκει λοιπόν ο Παρμενίδης στο «Περί Φύσεως» (που μόνο αποσπάσματά του διασώθηκαν, ενώ τα σπουδαιότερα μέρη χάθηκαν);
 
Ερμηνεύοντας τον Ορφέα (κι αποσαφηνίζοντας τον Πυθαγόρα) ο Παρμενίδης διδάσκει ότι το Ον Είναι η Απόλυτη Πραγματικότητα (και είναι πέρα από τις αντίθετες έννοιες του είναι και του μη-είναι):
(Περί Φύσεως, VII, VIII) 
Γιατί ποτέ δεν θα επιβληθεί τούτο: Μη-Όντα να είναι.
Συ όμως κράτα το νου σου μακριά από τούτην την οδό της αναζήτησης,
κι ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σε σπρώξει στην (άλλη) οδό,
να περιφέρεις το άσκοπο μάτι και την πολύβουη ακοή
και την γλώσσα, αλλά κρίνε με το λόγο τον πολύμαχο έλεγχο
που εγώ σου εξέθεσα.
Μόνος λοιπόν ο λόγος για την οδό
απομένει: πως είναι. Και πάνω της υπάρχουν σήματα
πάμπολλα: πως το Εόν αγέννητο είναι και ανώλεθρο,
ολόκληρο και μονογενές κι ατρεμές και τέλειο.

 
Ούτε ήταν κάποτε ούτε θα είναι, γιατί τώρα είναι όλο μαζί,
ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννα θ' αναζητούσες γι' αυτό;
Προς τα πού κι από πού ν' αυξήθηκε; Ούτε από το Μη-Ον θα σ' αφήσω
να πεις ή να νοήσεις, γιατί άφατο είναι κι αδιανόητο
το ότι δεν είναι. Και ποια ανάγκη θα τό  'σπρωχνε
αργότερα ή νωρίτερα να γεννηθεί, απ' το Μηδέν προερχόμενο;
Ανάγκη λοιπόν ή εντελώς να είναι, ή να μην είναι (διόλου).
Ούτε από το Μη-Ον θ' αφήσει ποτέ της πίστεως η ισχύς
να προστεθεί κάτι στο Εόν. Κι έτσι ούτε να γίνει
ούτε να χαθεί το άφησε η Δίκη, τα δεσμά χαλαρώνοντας,
αλλά το συγκρατεί. Κι η κρίση γι' αυτά συνίσταται σε τούτο:
είναι ή δεν είναι. Έχει λοιπόν κριθεί, καθώς είναι ανάγκη,
αδιανόητη κι ανώνυμη τη μια ν' αφήνουμε, γιατί δεν είναι 
οδός αληθής. Η άλλη όμως -ότι είναι- να είναι αληθινή.
Πως ως Εόν θα ήταν (μόνο) αργότερα; Και πώς γεννιόταν;
Γιατί αν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε κι αν μέλλει κάποτε να είναι.
Έτσι έσβησε η γένεση κι ο όλεθρος ανήκουστος.
Ούτε διαιρετό είναι (το Εόν), γιατί ολόκληρο είναι όμοιο.
ούτε κάπου κάπως περισσότερο, που θα το εμπόδιζε να συνέχει,
ούτε κάπως λιγότερο, αλλά το παν είναι γεμάτο από Εόν.
Γι' αυτό και το παν είναι συνεχές . Γιατί Εόν πρόσκειται σε Εόν.

 
Κι ακίνητο στα όρια δεσμών μεγάλων,
άναρχο είναι κι άπαυστο, αφού γένεση κι όλεθρος
μακριά πολύ εκδιώχθηκαν: τα απόδιωξε η πίστη η αληθινή.
Ίδιο και μένοντας στον ίδιο τόπο, κείται καθ' αυτό
κι έτσι εκεί θα παραμείνει στέρεο. Γιατί κραταιά ανάγκη
στα δεσμά το κρατά του ορίου που το περικλείει.

 
Γι' αυτό δεν επιτρέπεται ατελές να είναι το Εόν:
δεν είναι ελλιπές, ενώ αν ήταν, όλα θα του έλειπαν.
Αφού όμως έσχατο υπάρχει όριο, ολοκληρωμένο είναι
από παντού, όμοιο με σχήμα σφαίρας ολοστρόγγυλης,
από τη μέση παντού ισοδύναμο: εδώ κάπως  περισσότερο
κι εκεί κάπως λιγότερο δεν μπορεί  να είναι.

Γιατί ούτε το Μη-Ον -που θα το εμπόδιζε να φτάσει
στο όμοιο του- είναι, ούτε Εόν θα μπορούσε να είναι
εδώ περισσότερο, εκεί λιγότερο από Εόν, αφού ολόκληρο είναι απρόσβλητο.
Από παντού λοιπόν ίσο προς εαυτό, όμοια κείται στα όριά του.

 
Νοείν κι (Είναι ως) εκείνο, χάριν/λόγω του οποίου είναι το νόημα, είναι το αυτό.
Γιατί χωρίς το Εόν (όπως ειπώθηκε)
δεν θα βρεις το Νοείν, ούτε αν ο χρόνος είναι ή θα είναι
κάτι άλλο απ' το Εόν, αφού η μοίρα το 'δεσε,
ολόκληρο κι ακίνητο να είναι. Σ' αυτό αναφέρονται τα ονόματα όλων
όσα οι άνθρωποι έθεσαν, πιστεύοντας ότι είναι αληθινά:
γένεση κι όλεθρος, είναι κι όχι,
κι αλλαγή τόπου και χρώματος φωτεινού μεταβολή.

 
Εδώ σου σταματώ τον πιστό λόγο και τη σκέψη
για την αλήθεια. Δόξες από εδώ και πέρα ανθρώπινες
μάθαινε, των λόγων μου ακούγοντας τον κόσμο τον απατηλό:
Γιατί έθεσαν με τις γνώμες τους μορφές δύο να ονομάζουν,
που η μια τους (δήθεν) πρέπει να μην είναι εδώ είναι που έχουν πλανηθεί.
Κι αντιθετικά χώρισαν ανάλογα με την όψη και σήματα έθεσαν
χωριστά το εν΄ από το άλλο: εδώ της φλόγας πυρ αιθέριο,
ήπιο και πανάλαφρο, παντού το αυτό με τον εαυτό του,
όχι όμως και με το άλλο. Κι εκείνο πάλι καθ' εαυτό,
την αντίθετη νύχτα την αδαή, πυκνή και βαριά μορφή.

 
Όλον τούτο τον φανερό και ταιριαστό διάκοσμο εγώ σου εκθέτω,
ώστε ποτέ ανθρώπου γνώμη να μη σε ξεπεράσει.

Ο Παρμενίδης αντιλαμβάνεται το Ον σαν Απόλυτη Παρουσία που Εμπεριέχει τα Πάντα, Ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει γέννηση, εξέλιξη, καμιά αλλοίωση. Όλα είναι Ταυτόχρονα, Εδώ, Τώρα.

Αυτή είναι η Οδός της Αλήθειας, ο μόνος ορθός τρόπος να αντιληφθούμε το Ον.
 
Το Ον γίνεται αντιληπτό σαν «πεπερασμένη» σφαίρα («πεπερασμένη» για να γίνει αντιληπτή) που όμως τα όριά του επεκτείνονται αέναα όσο το προσεγγίζει η αντίληψη: Είναι Αυτό που Επεκτείνεται Πέραν, Χωρίς Τέρμα.
 
Αλλά εφόσον μόνο το Ον υφίσταται σαν Απόλυτη Πραγματικότητα τότε πως εξηγείται ο κόσμος της ύπαρξης, της γέννησης, της εξέλιξης, της φθοράς, που αντιλαμβάνονται τα όντα (και οι άνθρωποι); Για (τον Ορφέα όπως και για) τον Παρμενίδη υπάρχει μόνο η Απόλυτη Πραγματικότητα, ένας Χώρος, ένας Κόσμος, (όχι δύο κόσμοι, δύο πραγματικότητες – του Όντος και της δημιουργίας). Αυτό που δημιουργεί τον κόσμο των φαινομένων είναι η Αντίληψη, η Σχετική Αντίληψη, η Δόξα (που δεν βλέπει το Ον αλλά μεταβαλλόμενες σχέσεις μέσα στο Ον). Υπάρχει λοιπόν Μια Πραγματικότητα αλλά δύο αντιλήψεις της Πραγματικότητας: η Αλήθεια που βλέπει το Ον όπως Είναι και η δόξα που βλέπει το Ον σαν Φαινόμενο. (Μία Πραγματικότητα, αλλά δύο αντιλήψεις).
 
Αν και το τμήμα του έργου του Παρμενίδη («Περί Φύσεως») που αναφέρεται στη Δόξα (που δημιουργεί τον κόσμο του φαινομένου) χάθηκε για πάντα, μπορούμε όμως, στηριζόμενοι σε αποσπάσματα να κατανοήσουμε τι ακριβώς διδάσκει ο Μεγάλος Σοφός.
 
Η Θεώρηση του Όντος όχι σαν Απόλυτης Πραγματικότητας αλλά σαν «Είναι» δημιουργεί αυτόματα την αντίληψη του «μη-είναι». Από την Αντιληπτική Νύχτα (την Απουσία Ιδιοτήτων) γεννιέται η Αντίληψη της Ύπαρξης (του Ενός, του Μυθικού Έρωτα των ύμνων)που αυτόματα διασπάται σε αντίθετα που αναμιγνύονται σε ζεύγος για να παράγουν όλα τα φαινόμενα: Είναι-μη είναι, Ημέρα-Νύχτα, Φως-Σκοτάδι, κλπ. Κλπ.
 
Έτσι μέσα στη Σχετική Αντίληψη (Δόξα), καθώς το Ον εκλαμβάνεται σαν «Είναι», όπου δημιουργείται αυτόματα η αντίληψη του «μη-είναι», υπάρχουν δύο στοιχεία που η ανάμιξή τους και η εξέλιξή τους και η κυκλική πορεία τους δημιουργούν τον κόσμο των φαινομένων: Δεν πρόκειται για μια Αληθινή δημιουργία, αλλά για μια Εσωτερική Πορεία της αντίληψης στη Διερεύνηση του Όντος (το Οποίο όμως αντιλαμβάνεται μέσα από σχετικούς όρους). Από τα δύο στοιχεία το ένα, το «Είναι» μοιάζει με το Ον (εν τούτοις δεν είναι η Άμεση Καθαρή Θεώρηση του Όντος, αλλά μια σχετική αντίληψη του Όντος), ενώ το άλλο, το «μη-είναι» είναι μακριά από την οντολογική πραγματικότητα κι ανήκει στην περιοχή του μη αληθινού.
 
Επειδή η Δόξα (η Σχετική Αντίληψη) συλλαμβάνει το Ον (όχι βέβαια με Αληθινό Τρόπο, αλλά με τον δικό της σχετικό τρόπο) αυτή η Φαινομενικότητα αποτελεί μια αλλοιωμένη αντίληψη της Πραγματικότητας, μοιάζει με την Πραγματικότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά αυτό που αντιλαμβανόμαστε μέσω της δόξας (ο κόσμος της αλλαγής και της φθοράς) δεν είναι πραγματικό, είναι φαινομενικό. Αυτό που βλέπουμε είναι όχι το Ον, που Είναι Αιώνιο, Ακίνητο (ή αλλιώς Αναλλοίωτο), Εμπεριέχει τα Πάντα, εδώ, Τώρα, Ταυτόχρονα, αλλά η συνεχής μετατόπιση της σχετικής αντίληψής μας στο Ον (στην Αιώνια Αμετάβλητη Κατάσταση), σε μια περιορισμένη, προκαθορισμένη και κυκλική πορεία (που θα μας Οδηγήσει πίσω, στην Πλήρη Αντίληψη του Όντος)… είναι σαν μια Δέσμη Συνειδητότητας που Σαρώνει το Ον – δεν αντιλαμβάνεται το Ον, Όλο, Όπως Είναι, αλλά σταδιακά (μέσα από την αντίληψη των αντιθέτων, σαν μια εξέλιξη, πορεία, κύκλο δημιουργίας, κλπ). Αυτό ακριβώς είναι το Νοείν (στη μεταφυσική σημασία που του έδινε ο Παρμενίδης και που δεν ταυτίζεται με την ανθρώπινη διανόηση). Το Νοείν (δηλαδή η μετατόπιση της σχετικής αντίληψης στο Ον) είναι ακριβώς που δημιουργεί το Είναι (στην τεράστια ποικιλία του). Έτσι Νοείν και Είναι είναι το ίδιο, («Περί Φύσεως» ΙΙΙ, ...γιατί Νοείν κι Είναι είναι το αυτό).
 
Με αυτή την σημασία που εκθέσαμε πιο πάνω, εξέλαβε ο Χέγκελ (και πολύ σωστά) την «ταύτιση του Νοείν και του Είναι», καθώς κι όλη η γερμανική φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα ο Χέγκελ (χωρίς να αμφισβητούμε το Μεγαλείο του) δεν είναι τίποτα άλλο από σχολιαστής του Παρμενίδη (κι αυτό το διαπιστώνει κάποιος διαβάζοντας την «Λογική» του, που δεν είναι παρά ένα μεγάλο σχόλιο στο «Περί Φύσεως» του Παρμενίδη). Αντίθετα είναι τελείως λανθασμένη η αγγλική άποψη (του Μπούρνετ) που ερμηνεύει την φράση του Παρμενίδη να σημαίνει ότι «το πράγμα το οποίο νοούμε είναι το ίδιο με το πράγμα που υπάρχει» ταυτίζοντας έτσι (βέβηλα) το Νοείν του Παρμενίδη με την διανοητική νόηση. Αλλά οι Άγγλοι δεν είχαν ποτέ φιλοσοφία, μέχρι σήμερα.

Μεταμόρφωση

Όταν παρατηρείς, βλέποντας τα σκουπίδια στο δρόμο, βλέποντας πώς φέρονται οι πολιτικοί, βλέποντας τη δική σου συμπεριφορά προς τη γυναίκα σου, προς τα παιδιά σου και λοιπά, η μεταμόρφωση είναι εκεί. Καταλαβαίνετε;

Το να βάλεις κάποιο είδος τάξης στην καθημερινή σου ζωή, αυτό είναι μεταμόρφωση· όχι κάτι εκπληκτικό, όχι κάτι εκτός αυτού του κόσμου.

Όταν δεν σκέφτεσαι καθαρά, αντικειμενικά, λογικά, έχε επίγνωση αυτού του πράγματος και άλλαξέ το, σταμάτησέ το. Αυτό είναι μεταμόρφωση.

Εάν νοιώθεις ζήλια παρατήρησέ το, μην του δίνεις χρόνο να ανθίσει, σταμάτα το αμέσως. Αυτό είναι μεταμόρφωση.

Όταν νοιώθεις απληστία, βιαιότητα, φιλοδοξία, προσπαθώντας να γίνεις κάποιο είδος άγιου ανθρώπου, δες πώς αυτό δημιουργεί ένα κόσμο χωρίς καμιά χρησιμότητα.

Δεν ξέρω αν έχετε επίγνωση αυτού του πράγματος.

Ο ανταγωνισμός καταστρέφει τον κόσμο.

Ο κόσμος γίνεται όλο και περισσότερο ανταγωνιστικός, όλο και περισσότερο επιθετικός και αν τον αλλάξετε άμεσα, αυτό είναι μεταμόρφωση.

Και αν πάτε πάρα πολύ βαθιά στο πρόβλημα, γίνεται ξεκάθαρο ότι η σκέψη αρνείται την αγάπη.

Οπότε πρέπει να βρει κανείς εάν υπάρχει κάποιο τέλος στη σκέψη ψυχολογικά, ένα τέλος στο χρόνο· μην το φιλοσοφείτε και το συζητάτε, αλλά βρείτε το.

Αυτό είναι πραγματικά μεταμόρφωση και εάν προχωρήσετε πολύ βαθιά σε αυτό, η μεταμόρφωση δεν σημαίνει ποτέ σκέψη να γίνεις κάτι, δεν σημαίνει σύγκριση· είναι το να είσαι απολύτως τίποτα.

Ο «οικονομικός άνθρωπος» την εποχή της κρίσης

Ο Νίτσε, πρώτα, το διατυπώνει: «Το μεγαλύτερο μέρος της ψυχικής μας δραστηριότητας, το χρησιμοποιούμε για να ξεχάσουμε˙ αυτό είναι για τα ανθρώπινα όντα ένα ζωτικό ερώτημα».

Η λειτουργία της απώθησης, που ευφυώς περιέγραψε ο Φρόυντ ως βασική λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού, σαν στοιχείο συμβιβασμού με την εξωτερική πραγματικότητα και συνθήκη sine qua non επιβίωσης, μας θέτει μπροστά σε έναν τεράστιο απωθημένο-ξεχασμένο όγκο της ύπαρξής μας, όπως μια κατάσταση προ-αίσθησης, μαύρων ή γκρίζων ζωνών, απόμακρων και αδιαφοροποίητων.

Ένας τέτοιος μηχανισμός συσκοτίζει ένα μεγάλο μέρος της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας και περιορίζει τη φιλοδοξία μας να αποδεικνύουμε με τεκμήρια όλη την πολυπλοκότητα που μας περιβάλλει.

Ίσως αυτό που μας φαίνεται σαν οικείο και κοινότοπο, πολλές φορές να μην είναι γνωστό σε βάθος. Αυτός ο ισχυρός και πανανθρώπινος μηχανισμός της απώθησης, της λήθης δεν ισχύει μόνο για τις υπαρξιακές αγωνίες και ερωτήματα της ζωής μας, του θανάτου, της καταγωγής ή της ύπαρξης μιας μετά θάνατον ζωής.

Το επίπεδο το πιο σκοτεινό και συγχυτικό για τον εαυτό μας είναι η διαθεσιμότητα σε μαζικό επίπεδο οπτικών αντικειμένων, εικόνων, θραυσμάτων εικόνων που μεταφέρουν «πληροφορίες» ή «νοήματα».

Ωστόσο, ο βομβαρδισμένος από ατελείωτες αλληλουχίες ψυχισμός μας, δεν μπορεί να αποκωδικοποιήσει εύκολα τι είναι αυτό που βλέπει. Στην μετα-νεωτερική κοινωνία μας, κάτι υπάρχει γιατί βλέπεται, ή αν το σκεφτούμε σε βάθος, υπάρχουμε επειδή φαινόμαστε, μας βλέπουν. Δεν έχει σημασία πώς και γιατί, αρκεί να φαινόμαστε.

Η υπόθεση που διατυπώνουμε εδώ είναι ότι στην καρδιά αυτής της κοινότοπης μαζικής παραγωγής εικόνων βρίσκεται το μυστικό της εξουσίας και της σαγήνης που μας ασκούν, μέσα από τον τρόπο να υπάρχουν και να εσωτερικεύονται στη ζωή μας, μέσα από την πραγματική φύση τους.

Στις μελέτες του ο Φρόυντ θεωρούσε την τέχνη σαν ένα μέσο από το οποίο σχηματίζεται «μια άλλη βασιλική οδός, (όπως το όνειρο και το παιχνίδι), για τη γνώση των ασυνείδητων δραστηριοτήτων του νου» (1900, p.60). Κάθε μορφή τέχνης, καλή μορφή vs. τέλεια μορφή, χρησιμοποιείται για να εκφράζει, αναπαριστά ή να οργανώνει νοήματα.

Η δημιουργικότητα μπορεί να αποτελέσει μια απάντηση στην κρίση;

Πολλά έχουν γραφτεί για τη συλλογική συμπτωματολογία της κρίσης και της αποδόμησης του κοινωνικού ιστού. Ο λαϊκισμός, η παράδοξη θέση που τρελαίνει, να εφαρμόζεται μέχρι σήμερα μια μνημονιακή συνταγή που αποτυγχάνει τεκμηριωμένα, αλλά να συνεχίζεται η ύφεση και η φτώχεια, η άνοδος του νέο-ναζισμού, η ανομία, η επανειλημμένη άνοδος της ασημαντότητας της πλειοψηφίας της πολιτικής ηγεσίας, η παράνοια, η παθητικοποίηση και ο φόβος μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας, η χαμένη ταυτότητα μέσα από διαδικασίες ψευδο-ευδαιμονισμού και υπερκαταναλωτισμού δημιουργούν μια πολύ-επίπεδη κοινωνική οδύνη.

Αυτή εκφράζεται τόσο με απόσυρση-παθητικότητα, ακόμα και με κλινική κατάθλιψη, με διαρκείς διχοτομήσεις καλού-κακού (μνημόνιο/αντιμνημόνιο, ξένοι/Έλληνες, Γερμανοί/Έλληνες), με ένδεια αναστοχασμού και με ένα επώδυνο ψυχικό κενό, μια απελπισία, μια απουσία ελπίδας και επένδυσης στο μέλλον.

Το ψυχικό κενό, σαν ένα πηγάδι χωρίς πάτο, μοιάζει να ρουφάει και να καταστρέφει οτιδήποτε μπορεί να δημιουργήσει μια προσδοκία, μια σύνδεση, μια ανάμνηση, μια σκέψη.

Η απουσία αναστοχασμού και το ψυχικό κενό είναι μια έκφραση της καταστροφικότητας και της αυτό-καταστροφικότητας, της ενόρμησης του θανάτου.

Αυτή τη «σκοτεινή ύλη» του ψυχικού κενού έρχεται να προκαλέσει η δημιουργικότητα, η τέχνη: «Η δημιουργικότητα υπογραμμίζει την ικανότητα του καλλιτέχνη να παράγει μοναδικές συνθέσεις σε επικοινωνήσιμες στην πραγματικότητα μορφές» (Kahn, 1974). Είναι μια προσπάθεια να απαρτιωθούν οι κατακερματισμένες λειτουργίες του Εγώ, να δημιουργηθούν κοινωνικοί δεσμοί και κινήσεις ζωής εκεί όπου κυριαρχούσε το κενό, η απόσυρση.

Ο πολιτισμός, δηλαδή η λογοτεχνία, τα έργα τέχνης, η μουσική, η επιστήμη πρέπει να είναι οι απαντήσεις στην κρίση, που σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ορισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος, να υπερβαίνουν τις ειδήσεις των οκτώ.

Αυτή η παράλληλη Ελλάδα, «είναι η πραγματική Ελλάδα, η μόνη Ελλάδα». Μια Ελλάδα που δεν φοβάται τον φόβο.

Η κατάθλιψη απειλεί το άτομο που προσπαθεί να ξεφύγει από τον εαυτό του, όπως η αμαρτία απειλούσε την ψυχή που στρεφόταν στο Θεό, εκεί που έδραζε η ενοχή του ανθρώπου διχασμένη από τη σύγκρουση.

Πέραν από μια συναισθηματική οδύνη, η κατάθλιψη είναι ένας τρόπος ζωής, επώδυνος, βασανιστικός, αλλά τρόπος ζωής. Το βασικό στοιχείο της ατομικότητας κατά τη διάρκεια του 2ου μισού του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας, είναι η αναμέτρηση μεταξύ της απεριόριστης δυνατότητάς μας και του βιώματος του ανεξέλεγκτου.

Η μαζική επικράτηση της κατάθλιψης ανέδειξε ανάγλυφα αυτές τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν από αυτή την αναμέτρηση.

Το ανεξέλεγκτο προέρχεται από τη σταθερή παραβίαση ηθικών κανόνων, αρχών, των διαγενεακών πολιτισμικών κωδίκων, ωθώντας τον σύγχρονο άνθρωπο στη φαντασίωση παντοδυναμίας της αυτό-πραγμάτωσης, της άμετρης ικανοποίησης κάθε επιθυμίας του: “sky is the limit”!

Το άτομο πιστεύει λανθασμένα ότι είναι ο συγγραφέας της ζωής του, ενώ παραμένει ένα υποκείμενο με διπλή υπόσταση: είναι ο ηθοποιός και ο ασθενής της ζωής (του).

Αν, όπως σκεπτόταν ο Φρόυντ «ο άνθρωπος γίνεται νευρωτικός διότι δεν μπορεί να ελέγξει το βαθμό ματαιώσεων που του επιβάλλονται από την κοινωνία», γίνεται καταθλιπτικός διότι πρέπει να ανεχθεί την αυταπάτη ότι όλα είναι δυνατά!

Αυτή η τρελή και απάνθρωπη απαίτηση να είμαστε αυτό-δημιούργητοι, αποδοτικοί, όμορφοι, ζωντανοί, γεμάτοι ενέργεια και υγεία, αποτελεί τη σύγχρονη εξίσωση του «ατόμου χωρίς ιδιότητες» (R. Musil), μια δήθεν ψυχική απελευθέρωση και ατομική πρωτοβουλία, ανασφάλεια ταυτότητας και ανικανότητα περισυλλογής, αναστοχασμού και δράσης.

Η κατάθλιψη είναι ο φρουρός του ατόμου χωρίς οδηγό, είναι όχι μόνο η οδύνη του, αλλά το βαρύ αντίτιμο της ανάπτυξης και σπατάλης της ενέργειάς του, προσπαθώντας να κατακτήσει το ΑΔΥΝΑΤΟ.

Ο «οικονομικός άνθρωπός», που λυγίζει κάτω από το βάρος του βάναυσου χρηματοπιστωτικού συστήματος και του καπιταλισμού-καζίνο, δεν εκφράζει μόνο την οδύνη και το αδιέξοδό του.

Η κραυγή του γίνεται ζωντανή ύλη, ενορμήσεις ζωής, δράσης, συλλογικότητας, ανατροπής αυτών των κραυγαλέων κοινωνικών ανισοτήτων.

Γίνεται μια επένδυση στην ελπίδα, στους δεσμούς, στην προοπτική για ένα καλύτερο μέλλον.

Η αναζήτηση της Μετενσάρκωσης

Έχετε νιώσει ποτέ έντονη οικειότητα για ένα μέρος η έναν άνθρωπο που συναντάτε πρώτη φορά; Έχετε νιώσει αρνητικά συναισθήματα για κάποιον ή κάτι χωρίς προφανή λόγο; Βλέπετε περίεργα επαναλαμβανόμενα όνειρα με μέρη που δεν έχετε ξαναδεί; Όλα αυτά μπορεί να οφείλονται σε εμπειρίες προηγούμενων ζωών σύμφωνα με τους ολοένα αυξανόμενους υποστηρικτές που τους ενδιαφέρει η αναζήτηση της Μετενσάρκωσης!

Η αναζήτηση της Μετενσάρκωσης

Μετενσάρκωση είναι η μετάβαση της ψυχής από ένα σώμα σε ένα άλλο. Αναφέρεται στην πίστη πως η ψυχή μιας οντότητας είναι αθάνατη και επανέρχεται ξανά και ξανά στην φυσική ζωή με διαφορετικά σώματα και ζει διαφορετικές ζωές την κάθε φορά.

Η ιδέα ότι υπάρχει ένα τμήμα που ζει μετά τον θάνατο του σώματος συμπεριλαμβάνεται στις αρχαιότερες εκδηλώσεις θρησκευτικότητας του ανθρώπου. Συγκεκριμένες αναφορές για την μετενσάρκωση βρίσκουμε στην αρχαία Μεσοποταμία όπου γίνονταν οι κατάλληλες τελετές ταφής για να μην εκδικηθούν οι νεκροί τους ζωντανούς. Στην αρχαία Αίγυπτο συνηθιζόταν να εναποτίθενται στους τάφους εργαλεία και τρόφιμα που θα χρειάζονταν οι νεκροί στην επόμενη ζωή τους.

Στην Αρχαία Ελλάδα οι Πυθαγόρειοι πίστευαν πως η ψυχή μετενσαρκώνεται λόγω της θεϊκής της φύσης ενώ ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης υποστήριζαν πως όπως η ζωή κάνει κύκλους στην φύση, έτσι και η ψυχή είναι αθάνατη, ανακυκλώνεται και εξελίσσεται.

Η Ορθόδοξη εκκλησία με την 5η Οικουμενική Σύνοδο καταδίκασε την μετενσάρκωση ως αίρεση ενώ αντίθετα η καθολική εξακολουθεί να πιστεύει σε αυτήν. Ο Βασικός λόγος απόρριψης της θεωρίας από την Εκκλησία είναι το ότι απειλεί το θεμελιώδη ρόλο της θυσίας του Χριστού και κατ’ επέκταση της σωτηρίας των ανθρώπων.

Σύμφωνα με την θεωρία της μετενσάρκωσης, η ψυχή δίνει ζωή σε ένα σώμα το οποίο ζει κάποιες εμπειρίες από τις οποίες διδάσκεται και εξελίσσεται. Μετά τον θάνατο η ψυχή ελευθερώνεται και καταλαμβάνει νέο σώμα, χρησιμοποιώντας τις γνώσεις/αναμνήσεις που απέκτησε στην προηγούμενη ζωή, ακολουθώντας έτσι μια σταδιακή εξελικτική πορεία. Σκοπός της εναλλαγής ζωών είναι η βελτίωση και ολοκλήρωση της ψυχής μέχρι εκείνη να ολοκληρώσει την αποστολή της που είναι η ένωση με την συμπαντική αρχή.

Η Ψυχή εξελίσσεται αρχικά με την μορφή ζώου και ξεπερνώντας κάποια όρια ενσαρκώνεται με την μορφή ανθρώπου ακολουθώντας εξελικτική πορεία και όχι οπισθοδρομική (Όταν μία ψυχή έχει μεταπηδήσει στο στάδιο του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να επιστρέψει σε ζωώδη μορφή!)

Ανάμεσα σε κάθε ζωή η ψυχή παραμένει στο ψυχικό επίπεδο (Ενδιάμεσο Κόσμο) όπου αφυπνίζονται οι ψυχικές ικανότητες και προετοιμάζεται για την επόμενη ενσάρκωση.

Το φαινόμενο της μετενσάρκωσης ξεκίνησε να μελετάται από επιστήμονες-ερευνητές την δεκαετία του 60 κυρίως μέσω της υπνωτικής αναδρομής. Από τότε υπάρχουν καταγεγραμμένα πολυάριθμα περιστατικά ανθρώπων που αναφέρουν μνήμες μιας προηγούμενης ζωής περιγράφοντας λεπτομερώς τοποθεσίες και ζωές που είναι αδύνατον να συνάδουν με τις τωρινές τους ζωές με κορυφαίο παράδειγμα την γνώση μιας γλώσσας την οποία δεν γνώριζα μέχρι την ύπνωσή τους ή οι οποίες δεν υπάρχουν πιά.

Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε παιδιά υποστηρίζουν πως ανάμεσα στην ηλικία 2-4 ετών τα παιδιά θυμούνται αυθόρμητα λεπτομέρειες της προηγούμενης ζωής τους ενώ από την ηλικία των 8 αυτές εξασθενούν. Η μόνη λογική εξήγηση που δίνουν οι επιστήμονες είναι πως οι αναμνήσεις αυτές μεταφέρονται στο dna μέσω των προγόνων μας χωρίς όμως ακόμα να μπορεί να αποδειχθεί.

Από την άλλη, όσοι δεν δέχονται την ιδέα της μετενσάρκωσης προβάλλουν μια σειρά λογικών επιχειρημάτων που αντικρούουν την πίστη στο φαινόμενο αυτό. Ανάμεσα στα σημαντικότερα είναι η έμφυτη τάση του ανθρώπου να ελπίζει σε μια ζωή μετά τον θάνατο αλλά και η απώλεια μνήμης οποιασδήποτε προηγούμενης ζωής στους ενηλίκους.

Η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι πλέον διαδεδομένη σε όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς και αποτελεί αφορμή πολλών ερευνών σημαντικών επιστημόνων στις ημέρες μας. Το σίγουρο είναι πως μέχρι να αποδεχθούμε ή να αμφισβητήσουμε την μετενσάρκωση θα ήταν καλό να προσεγγίζουμε το ζήτημα χωρίς να αποκλείουμε τίποτα… Και ίσως σύντομα να βρούμε την αληθινή απάντησή στο αιώνιο δίλλημα: Υπάρχει η μετενσάρκωση η όχι;

Μην βασίζεσαι στην αποδοχή των άλλων. Ό,τι κάνεις, κάν΄το πρώτα για σένα

Αποζητάς με μανία τον έπαινο των ανθρώπων. Τρέμεις μήπως δεν έχεις την αποδοχή τους, στενεύεις και κόβεις τον εαυτό σου στο μέτρο εκείνο που θα σου επιτρέψει να κατακτήσεις τη θετική τους γνώμη. Τυφλώνεσαι πνευματικά και δε σε ενδιαφέρει επειδή θέλεις να φανείς και να έχεις σημασία στη δική τους ορατότητα. Φοβάσαι μήπως δε σε αγαπούν και βυθίζεται στο σκοτάδι της αυτολύπησης επειδή δε σε αναγνωρίζουν. Και πιέζεσαι ακόμα περισσότερο…

Και χάνεις την πολύτιμη ζωή σου προκειμένου να κατακτήσεις την πολυπόθητη αποδοχή; ακόμα και αν είναι μηδαμινή. Αλλάζεις τα πάντα επάνω σου, ακόμα και τα μαλλιά σου, και τα ρούχα σου, τις συνήθειές σου, το χαρακτήρα σου ολόκληρο. Γίνεσαι ένας άλλος επειδή σου πέρασαν από παιδί την πεποίθηση πως πρέπει να αρέσεις και να σε επαινούν οι γονείς σου για τις επιδόσεις σου στα μαθήματα ή κάποιο ταλέντο που έχεις.

Αλλά μάταιος είναι ο κόπος. Διότι ο έπαινος των ανθρώπων είναι πρόσκαιρος και μαραίνεται όπως το χορτάρι. Σήμερα αυτός που σε αγαπάει, μπορεί να είναι ο ίδιος που θα σου γυρίσει την πλάτη. Αυτός που φωνάζει τώρα πως θα είναι δίπλα σου, να είναι τελικά ο ίδιος που θα εγκαταλείψει. Σήμερα αυτός που σου λέει πως θέλει να σε βλέπει, μπορεί να είναι και ο ίδιος που δε θα θέλει ούτε να σε πάρει τηλέφωνο. Για αυτό, δεν αξίζει να στηριζόμαστε απόλυτα σε κανέναν, ούτε να επιδιώκουμε μανιωδώς και με κομμένη την ανάσα την αποδοχή του άλλου.

Τη μεγάλη δόξα στο τέλος θα τη διαδεχθεί και η κατακρήμνιση. Διότι ο κόσμος πολύ συχνά σε ανεβάζει ψηλά επειδή θέλει να ευχαριστηθεί ακόμα περισσότερο την πτώση σου. Για αυτό μη βασίζεσαι απόλυτα στον κόσμο, ούτε να επιδιώκεις συνεχώς τον έπαινο. Ό,τι κάνεις να το κάνεις για σένα. Το καλό ακόμα και αν δεν το αναγνωρίζει κανένας, θα παραμένει καλό. Το κακό ακόμα αν είναι αρεστό σε πολλούς, δεν παύει να είναι κακό.

Άσε τον κόσμο και συγκεντρώσου στον πυρήνα σου. Οι έπαινοι των ανθρώπων κάλπικοι είναι και ξεθωριάζουν εύκολα..

Αυτός που ακούει τον θόρυβο της σιωπής σου, τον κάνει μελωδία της ψυχής σου

Σπουδαίο πράγμα η φιλία. Εκείνος που ήρθε στη ζωή σου, είπε “είμαι εδώ για σένα” και στο απέδειξε. Εκείνος που όταν βυθίζεσαι στο σκοτάδι, σου δίνει το χέρι να σε τραβήξει στο φως. Και όσο περισσότερο βυθίζεσαι , τόσο πιο σφιχτά σε κρατά από το χέρι, μέχρι να σε κλείσει στην αγκαλιά του. Εκεί μέσα που νιώθεις πλέον ασφαλής. Εκεί που νιώθεις αλώβητος και έτοιμος την επόμενη φορά που θα πέσεις, να σηκωθείς πιο ισχυρός από ποτέ. Εκεί που ξέρεις ότι πάντα θα υπάρχει χώρος. Όχι για να γεμίσει ένα κενό, αλλά για να δώσει θαλπωρή στην ψύχρα που σε σκεπάζει.

Καλώς ή κακώς, η ζωή μας αποτελείται από τις επιλογές μας. Οφείλεις να μάθεις να ερμηνεύεις την ζωή σου με αισιοδοξία, κρατώντας δίπλα σου τα άτομα που σε ανεβάζουν ψυχικά και πνευματικά.

Φυσικά και είναι απόλυτα σημαντικό να μάθεις να στέκεσαι μόνος σου όρθιος, να μάθεις να προσπερνάς τις δυσκολίες και αν καμιά φορά πέφτεις, να σηκώνεσαι και πάλι. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι είμαστε προγραμματισμένοι να βρισκόμαστε συχνά σε μια ανισορροπία.

Εκεί ακριβώς, είναι που γίνεται ορατή η αξία ορισμένων ανθρώπων. Εκεί όπου το τοπίο ξεδιαλύνει και αρχίζεις να διαμορφώνεις την δική σου συναισθηματική νοημοσύνη, έχοντας δίπλα σου μόνο αυτούς που πραγματικά σε νοιάζονται.

Εκεί πάντα θα σε περιμένει ένας άνθρωπος ξεχωριστός. Ένας φίλος αδελφικός. Αυτός που πάντα θέλει να σε βλέπει να γελάς, ανεξάρτητα αν ευθύνεται ο ίδιος για την ευτυχία σου. Το μόνο που τον νοιάζει, είναι να σε βλέπει να εξελίσσεσαι, να φέρνεις δίπλα σου ανθρώπους και να διαμορφώνεις καταστάσεις που θα σε κάνουν χαρούμενο! Είναι σαν ένας φύλακας άγγελος που τον έστειλε ο Θεός για να σου δείξει το δρόμο και για να σε απομακρύνει από την δυστυχία που κυριαρχεί την σήμερον ημέρα τον κόσμο ολόκληρο. Είναι αυτός που θα κλάψει με τον πόνο σου και θα γελάσει με την χαρά σου.

Αυτός ο φίλος που όποτε και αν νιώσεις την ανάγκη του, θα τρέξει να έρθει κοντά σου, να μην σε αφήσει να πέσεις. Και αν τελικά πέσεις, είναι αυτός που θα ξαπλώσει δίπλα σου, θα σου δώσει την δύναμη του να σηκωθείς πρώτος και ύστερα να ακολουθήσει αυτός. Είναι αυτός ο φίλος που δεν περιμένει να ακούσει τα λόγια σου. Σε καταλαβαίνει βλέποντας στα μάτια σου, τι είναι αυτό που βαραίνει την ψυχή σου. Να μπει μπροστά και να γίνει ασπίδα των ονείρων σου. Να γίνει ασπίδα της δικιάς σου πραγματικότητας που ορισμένοι μπορεί να αγγίξουν, αλλά όταν πρόκειται για την διαμόρφωση της, το μόνο που έχει αξία είσαι εσύ και τα άτομα που επιλέγεις να έχεις ψηλά στη ζωή σου και σου έχουν αποδείξει ότι αξίζουν αυτή τη θέση, με την στάση τους.

Αυτούς τους ανθρώπους να τους έχεις εκεί όπου πρέπει να τους έχεις. Μάθε να επιλέγεις με κριτήριο την ποιότητα. Ποτέ με βάση την ποσότητα. Μην ξεχνάς πως τα φθηνά πράγματα, τα αγοράζουν πολλοί. Μην σε ενθουσιάζει, το πόσοι σε θέλουν στη ζωή τους. Ο κύκλος σου να αποτελείται από άτομα αληθινά. Ανθρώπους που θα σε κάνουν να γελάς, θα σε κάνουν να εξελίσσεσαι, θα σε αγαπάνε και θα τους αγαπάς. Να είσαι επιλεκτικός. Να είσαι όμορφος άνθρωπος. Το σκέτο όμορφος δεν το αγάπησε ποτέ κανείς. Κάθε σου λέξη έχει κάποια συνέπεια και κάθε σιωπή το ίδιο. Να προσέχεις πως αντιδράς στις προκλήσεις που δέχεσαι.

Πάντα με αγάπη προς τον εαυτό σου, και σεβασμό στα άτομα που έχεις στην καρδιά σου.

Για αυτούς τους φίλους που σου υπενθυμίζουν πόσο σημαντικός είσαι για εκείνους και πόσο σημαντικός πρέπει να αισθάνεσαι για τον εαυτό σου. Αυτούς μην τους αφήνεις να φύγουν μακριά σου. Μαζί θα προχωράτε, μέχρι το σκοτάδι σου να γίνει φως και ο θόρυβος να γίνει μελωδία!

Μικρά καθημερινά θαύματα

Ο Νόμος του Σύμπαντος

Το Σύμπαν είναι μαγικό. Σας υλοποιεί ότι σκεφτείτε και ότι εστιάσετε. Λειτουργεί με μαγικό τρόπο. Κάθε φορά που σας γεννιέται μια επιθυμία, ή έχετε μια πεποίθηση κάνει τα πάντα για να σας την υλοποιήσει.

Ονομάζουμε τα μυστήρια του Σύμπαντος “θαύματα”. Ένα θαύμα είναι απλά το αποτέλεσμα της υλοποίησης της επιθυμίας μας με μαγικό και άκοπο τρόπο.

Έχουμε “εκπαιδευτεί” να πιστεύουμε πως οτιδήποτε επιθυμούμε θα το αποκτήσουμε μόνο με πολλή σκληρή δουλειά – όχι πως δεν χρειάζεται να κάνουμε κι εμείς κάτι για αυτό, δεν είναι όλα “πέσε πίτα να σε φάω” – και σίγουρα καταβάλλοντας μεγάλο κόπο και προσπάθεια στο τέλος καταφέρνουμε να πετύχουμε πολλά, όμως καταλήγουμε να έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο ίσως και σχέσεις ζωής με τον εαυτό μας και ανθρώπους που είναι σημαντικοί για εμάς.

Όμως το Σύμπαν είναι καλό και θέλει απελπισμένα να μοιραστεί όλα τα καλά του μαζί σας. Το Σύμπαν είναι σαν μια μητέρα που δίνει κρυφά ένα κουλουράκι και ένα γλυκό σημείωμα μέσα στο κουτί με το φαγητό του σχολείου σας.

Για σκεφτείτε πόσες φορές έχετε νοιώσει μια πελώρια λαχτάρα για κάτι; Πόσες φορές έχετε βιώσει θαύματα στη ζωή σας;

Γράψτε μια λίστα με αυτά που είσαστε ευγνώμονες στη ζωή σας. Συμπεριλάβετε οτιδήποτε έχετε βιώσει στο παρελθόν, οτιδήποτε ζείτε τώρα ή οτιδήποτε έχετε τη βεβαιότητα πως θα έχετε στο μέλλον. Καθώς φτιάχνετε αυτή τη λίστα, δώστε προσοχή σε αυτά που νοιώθετε. Δε νοιώθετε όμορφα;

Χρησιμοποιώντας συνειδητά την ευγνωμοσύνη είναι ένας υπέροχος τρόπος για να αλλάζετε την ψυχολογία σας κάθε στιγμή! 

Μόλις τελειώσετε, φτιάξτε μια νέα λίστα με όλα τα θαύματα που βιώσατε στη ζωή σας. Γράψτε κάθε τι που σας έκανε να νοιώσετε θαυμάσια και χαρούμενα μόλις συνέβη στη ζωή σας. Πόσες φορές σας καθυστέρησε ένα τηλέφωνο και μετά σας συνέβη κάτι χαρούμενο; Πόσες φορές χρειαζόσασταν κάτι κι ένας φίλος εμφανίστηκε από το πουθενά και σας το προσέφερε; Όλα αυτά είναι μικρά καθημερινά θαύματα που δεν τους δίνουμε σημασία αλλά συμβαίνουν συνέχεια στη ζωή μας.

Έτσι θα συνειδητοποιήσετε πως τα θαύματα δεν συμβαίνουν σπάνια στη ζωή σας, αλλά συμβαίνουν συνέχεια και καθημερινά και αυτή η βεβαιότητα θα σας βοηθήσει να πιστέψετε πως όλα τα όνειρά σας θα γίνουν πραγματικότητα!!!

Αόρατες δυνάμεις δουλεύουν σκληρά για να σας βοηθήσουν να αποκτήσετε όσα επιθυμείτε και ακόμα περισσότερα. Δεν χρειάζεται να τα κάνετε όλα μόνοι σας. Είστε αξιαγάπητοι και προστατευμένοι.

Είναι ο Νόμος του Σύμπαντος: Ζήτα, Πίστεψε και Λάβε!

Σκοπός σου είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο σου είναι η σιωπή

Έχω δει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους να μην δέρνουν, να μην απειλούν, να μην βρίζουν, να μην κατηγορούν.
Κάνουν όμως μούτρα, βυθίζονται στη μιζέρια τους, βλέπουν τηλεόραση με τις ώρες, βγαίνουν για περίπατο και δε μιλούν σε κανέναν.
Οι μεγάλοι περίπατοι δεν τους βοηθούν σε τίποτα. Τους κάνουν μελαγχολικούς και κατηφείς.
Αν κάποιος τους ρωτήσει τι συμβαίνει, αυτοί συνήθως λένε «Τίποτα» ή «Άμα δεν καταλαβαίνεις από μόνος σου, τι να σου πω» ή «Θέλω να μείνω για λίγο μόνος μου.»
Αυτοί δεν κάνουν διάλειμμα.
Διάλειμμα σημαίνει να ηρεμήσεις, για να μπορέσεις να μιλήσεις μετά.
Αυτό είναι διαφορετικό.
Είναι άμεση χρήση θυμού.
Σκοπός είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο είναι η σιωπή.
Η σιωπή λέει στους άλλους ότι δεν αξίζει ούτε καν να τους μιλήσεις.
Τα περισσότερα είδη θυμού είναι θυμός που βράζει.
Αυτός εδώ δεν είναι έτσι.
Αυτός ο θυμός είναι παγωμένος.
Μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αποστροφή και μίσος.
Το βασικότερο πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι τίποτα δε λύνεται με τη σιωπή.
Να λες στους άλλους τι σε ενοχλεί.
Να είσαι ευθύς, συγκεκριμένος και ευγενικός.
Τέλος η αδιαφορία και τα κηρύγματα.
Απλά πες την αλήθεια. «Αγάπη μου, είμαι θυμωμένος επειδή είπες ότι θα γυρίσεις σπίτι στις δέκα και τώρα είναι μεσάνυχτα.»
Αυτό ήταν όλο. Δε χρειάζεται να παραμένεις σιωπηλός και ταυτόχρονα θυμωμένος με τις ώρες.
Να είσαι συγκεκριμένος.
Μην είσαι αόριστος.
Να είσαι ευγενικός.
Ευγενικός σημαίνει να έχεις καλούς τρόπους με τους άλλους.
Οι ευγενικοί άνθρωποι είναι διακριτικοί και προσέχουν τους τρόπους τους, δηλαδή είναι το αντίθετο από τους αγενείς και τους χοντροκομμένους.
Μπορείς να είσαι ευγενικός ακόμα κι όταν είσαι θυμωμένος…

Η αληθινή χαρά είναι τρέλα. Και μόνο οι τρελοί μπορούν να την αντέξουν

Η αληθινή χαρά είναι τρέλα. Και μόνο οι τρελοί μπορούν να την αντέξουν. Ο καθημερινός, ο λογικός άνθρωπος είναι τόσο πονηρός, τόσο υπολογιστικός, που δεν μπορεί να αντέξει τη χαρά, επειδή δεν μπορεί να την ελέγξει. Όταν η μητέρα αισθάνεται ένοχη, επειδή δεν δίνει αγάπη με φυσικότητα (στο παιδί), αρχίζει να δίνει υποκατάστατα. Πιέζει το παιδί να τρώει υπερβολικά. Δεν μπορεί να γεμίσει την ψυχή του παιδιού με αγάπη, οπότε προσπαθεί να γεμίσει το σώμα του με φαγητό.

Το παιδί λέει: «Δεν πεινάω!» Και η μητέρα το πιέζει να φάει. Δεν ακούει καν το παιδί. Εκείνη επιμένει να του δίνει υποκατάστατα. Δεν μπορεί να του δώσει αγάπη, οπότε του δίνει φαγητό. Ύστερα το παιδί μεγαλώνει. Αφού δεν μπορεί να του δώσει αγάπη, του δίνει χρήματα. Το χρήμα γίνεται υποκατάστατο της αγάπης.

Και το παιδί μαθαίνει επίσης ότι το χρήμα είναι πιο σημαντικό από την αγάπη. Αν δεν έχεις αγάπη, μην ανησυχείς γι’ αυτό, πρέπει όμως να έχεις χρήματα. Έτσι, θα γίνει άπληστος. Θα κυνηγάει το χρήμα σαν μανιακός. Δεν Θα σκοτίζεται για την αγάπη. Θα πει: «Ένα- ένα τα πράγματα. Πρώτα πρέπει να έχω ένα μεγάλο λογαριασμό στην τράπεζα κι ύστερα μπορώ να αγαπήσω.»

Η αγάπη όμως δεν χρειάζεται χρήματα. Μπορείς να αγαπήσεις έτσι όπως είσαι.

Κι αν νομίζεις ότι η αγάπη χρειάζεται χρήματα και κυνηγάς το χρήμα, μια μέρα μπορεί να έχεις χρήματα κι ύστερα ξαφνικά θα νιώθεις κενός, επειδή έχασες τόσα χρόνια μαζεύοντας χρήματα. Και δεν τα έχασες απλώς. Όλα εκείνα τα χρόνια, δεν γνώρισες την αγάπη. Τώρα έχεις χρήματα, μα δεν ξέρεις πώς να αγαπάς. Έχεις ξεχάσει την ίδια τη γλώσσα του συναισθήματος, τη γλώσσα της αγάπης, τη γλώσσα της έκστασης.

Ναι, μπορείς να αγοράσεις μια όμορφη γυναίκα, όμως αυτό δεν είναι αγάπη. Μπορείς να αγοράσεις την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου, όμως αυτό δεν είναι αγάπη. Κι εκείνη θα έρθει μαζί σου, όχι επειδή σ’ αγαπάει, αλλά για τα χρήματά σου. Το χρήμα είναι ένα σύμβολο. Η πολιτική δύναμη είναι ένα σύμβολο. Το κοινωνικό κύρος είναι ένα σύμβολο. Αυτά δεν είναι πραγματικότητες. Αυτά είναι ανθρώπινες προβολές. Αυτά είναι απλώς όνειρα, που τα προβάλλει ένας στενάχωρος, μίζερος και δυστυχισμένος νους.

Αν θέλεις να είσαι εκστατικός, θα πρέπει να εγκαταλείψεις τα σύμβολα. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να ελευθερωθείς από την κοινωνία. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να γίνεις άτομο. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να έχεις το κουράγιο να μπεις μέσα στο πραγματικό. Και μόνο το πραγματικό είναι πραγματικό. Το σύμβολο δεν είναι πραγματικό.

ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ

Τι είναι έκσταση; Είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί; Όχι. Είναι κάτι που πρέπει να κερδίσεις; Όχι. Είναι κάτι που πρέπει να γίνεις; Όχι. Έκσταση είναι το είναι, η ίδια σου η ύπαρξη και δυστυχία είναι το να θέλεις να γίνεις. Αν θέλεις να γίνεις κάτι, θα είσαι δυστυχισμένος. Το να θέλεις να γίνεις, είναι η ριζική αιτία της δυστυχίας. Αν θέλεις να είσαι εκστατικός, τότε αυτό είναι για το τώρα, για το εδώ και τώρα, για αυτήν εδώ τη στιγμή. Αυτήν εδώ τη στιγμή – κανένας δεν εμποδίζει το μονοπάτι – μπορείς να είσαι ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι τόσο προφανής και τόσο εύκολη. Είναι η ίδια σου η φύση. Την έχεις ήδη μέσα σου. Απλώς δώσε της την ευκαιρία να ανθίσει. Και η έκσταση δεν βγαίνει από το κεφάλι, να το θυμάσαι αυτό. Η έκσταση βγαίνει από την καρδιά. Βγαίνει από το συναίσθημα.

Να είσαι όλο και περισσότερο καρδιά και όλο και λιγότερο κεφάλι. Το κεφάλι είναι απλώς ένα κομμάτι από σένα. Η καρδιά, με την έννοια που χρησιμοποιώ τη λέξη, είναι ολόκληρη η ύπαρξή σου, όλο σου το είναι. Η καρδιά είναι η ολότητά σου. Έτσι, όποτε δίνεσαι ολοκληρωτικά σε κάτι, λειτουργείς από το συναίσθημα. Όποτε είσαι αποσπασματικός, λειτουργείς από το κεφάλι.

Παρατήρησε ένα ζωγράφο την ώρα που ζωγραφίζει — και ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν πραγματικό καλλιτέχνη και σε έναν τεχνίτη. Ο ζωγράφος που είναι απλώς τεχνίτης, που γνωρίζει την τεχνική κι έχει εκπαιδευτεί και ξέρει τα πάντα για τα χρώματα και για τα πινέλα και για τους μουσαμάδες, λειτουργεί από το κεφάλι. Ζωγραφίζει, αλλά δεν δίνεται ολοκληρωτικά σ’ αυτό.

Ύστερα παρατήρησε έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Είναι απορροφημένος από τη ζωγραφική του, μεθυσμένος. Δεν ζωγραφίζει μόνο με το κεφάλι και το χέρι του, ζωγραφίζει με όλο του το είναι. Μπορείς να παρατηρήσεις, μπορείς να δεις πως είναι χαμένος μέσα στη ζωγραφική του. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Είναι μεθυσμένος. Εκείνη τη στιγμή, ο ζωγράφος δεν υπάρχει. Έχει γίνει ένα πέρασμα, λες και το όλο ζωγραφίζει μέσα από εκείνον.

FYODOR DOSTOEVSKY: Και όλα αυτά επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του

Το κυριότερο είναι να μην λέτε ψέματα στον ίδιο σας τον εαυτό. Αυτός που λέει ψέματα στον εαυτό του και πιστεύει στο ίδιο του το ψέμα, φτάνει στο σημείο να μη βλέπει καμιά αλήθεια ούτε μέσα του ούτε και στους άλλους. Κι έτσι χάνει κάθε εκτίμηση για τους άλλους και κάθε αυτοεκτίμηση. Μην εκτιμώντας κανέναν, παύει να αγαπάει.

Και μην έχοντας την αγάπη, αρχίζει να παρασέρνεται από τα πάθη και την ακολασία για να απασχοληθεί και να διασκεδάσει. Έτσι φτάνει στην απόλυτη κτηνωδία, και όλα αυτά επειδή λέει συνεχώς ψέματα στους άλλους και στον εαυτό του.
Η ενεργός αγάπη είναι κάτι πολύ πιο σκληρό και φοβερό από την αγάπη που περιορίζεται στα όνειρα. Η ονειροπόλα αγάπη διψάει για σύντομα κατορθώματα, ζητάει μια γρήγορη ικανοποίηση και το γενικό θαυμασμό.

Σε τέτοιες περιπτώσεις μερικοί φτάνουν πραγματικά να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμα, αρκεί να μην περιμένουν πολύ, μα να πραγματοποιηθεί γρήγορα τ’ όνειρό τους. Και να’ ναι σα μια θεατρική παράσταση που να τη βλέπουν όλοι και να τη χειροκροτούν.

Μα η ενεργός αγάπη χρειάζεται δουλειά κι επίμονη αυτοκυριαρχία και για μερικούς είναι ίσως-ίσως ολόκληρη επιστήμη. Μα σας προλέγω πως ακόμα και τη στιγμή που θα δείτε με φρίκη πως παρ’ όλες σας τις προσπάθειες όχι μονάχα δεν πλησιάσατε τον σκοπό σας, μα αντίθετα ξεφύγατε απ’ αυτόν, εκείνην ακριβώς τη στιγμή, σας το προλέγω, θα ‘χετε φτάσει στο σκοπό.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Αδελφοί Καραμαζόφ

Ο μηχανισμός αφομοίωσης ενός νέου μοντέλου συμπεριφοράς

Ακολουθεί μία αποκρυφιστική ιστορία, πρωταγωνιστές της οποίας είναι πίθηκοι μπανάνες και ιδιαιτέρως μοχθηροί ερευνητές: Τη δεκαετία του ’60, φημολογείται ότι διεξήχθη ένα πείραμα: τοποθετήθηκε μια σκάλα μέσα σ’ ένα κλουβί που βρισκόταν σε κάποιο εργαστήριο, με μπανάνες να κρέμονται δελεαστικά από την οροφή. Μέσα στο κλουβί αφέθηκαν πολλοί πίθηκοι και, όπως ήταν αναμενόμενο, όρμησαν προς τη σκάλα, παλεύοντας για το έπαθλο. Όταν όμως ο γρηγορότερος πίθηκος άπλωνε το χέρι για να δρέψει την ανταμοιβή του, μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε αυτόν και όλους τους άλλους πιθήκους. Συγκεκριμένα, κάθε ο πίθηκος άπλωνε το χέρι για να πιάσει το φρούτο, έθετε σε λειτουργία έναν ψεκαστήρα που έριχνε παγωμένο νερό σε όλο το μήκος του κλουβιού, τιμώντας με αυτό τον τρόπο όλους τους πιθήκους και όχι μόνο εκείνον που είχε επιτύχει τον στόχο του. Οι πίθηκοι σύντομα έμαθαν ότι το να ανεβαίνουν στη σκάλα και να προσπαθούν να φτάσουν τις μπανάνες ήταν κακή ιδέα, οπότε παρέμειναν καθισμένοι νωθρά στο πάτωμα του κλουβιού. Τότε οι επιστήμονες έκαναν κάτι ενδιαφέρον. Έβγαλαν έναν από τους απαθείς πιθήκους από το κλουβί και έβαλαν μέσα ένα καινούργιο μέλος.

Φυσικά, ο νεόφερτος όρμησε με ενθουσιασμό προς τη σκάλα, κάπως έκπληκτος που οι υπόλοιποι πίθηκοι κάθονταν απλώς χωρίς να προσπαθούν να φάνε τις μπανάνες. Η αντίδραση των πιθήκων που είχαν απομείνει στο κλουβί ήταν και πάλι σχετικά προβλέψιμη: και ο νεόφερτος ανέβαινε στη σκάλα, πήδηξαν όλοι πάνω του και τον εμπόδισαν με επιθετικό τρόπο να φτάσει στο φρούτο, ενώ ταυτόχρονα απέφευγαν να το φτάσουν οι ίδιοι.

Ο νεόφερτος δεν καταλάβαινε την αιτία αυτής της επιθετικής συμπεριφοράς, αλλά πήρε το μάθημα ότι το να ανέβει στη σκάλα δεν ήταν έξυπνη κίνηση. Οι ερευνητές συνέχισαν να αλλάζουν τους πιθήκους που βρίσκονταν μέσα στο κλουβί βγάζοντας έξω αυτούς που ανήκαν στην πρώτη ομάδα και αντικαθιστώντας τους με άλλους. Κάθε φορά συνέβαινε το ίδιο, καθώς το ζώο που κυνηγούσε το έπαθλο δεχόταν επίθεση. Η πιο εκπληκτική διαπίστωση ήταν ότι συνέβη το ίδιο ακριβώς ακόμη και όταν κανένας από τους πρώτους πιθήκους δεν είχε μείνει μέσα στο κλουβί όπου υπήρχαν μόνο πίθηκοι που δεν είχαν ζήσει την εμπειρία του κρύου νερού.

Φαίνεται ότι το μάθημα που είχαν πάρει -να μην ανεβαίνουν στη σκάλα- είχε γίνει ένας επιτακτικός κανόνας που επηρέαζε τη συμπεριφορά των πιθήκων προς τους νεόφερτους. Επιτίθεντο σε κάθε νέο πίθηκο που προσπαθούσε να ανέβει στη σκάλα, παρά το γεγονός ότι δε γνώριζαν γιατί το έκαναν.

Υπάρχει μια διαφωνία σχετικά με το αν αυτό το πείραμα έλαβε πραγματικά χώρα και η πηγή που παρατίθεται συνήθως για να το υποστηρίξει αφορά στην πραγματικότητα κάτι εντελώς διαφορετικό. Ωστόσο, όπως τόσο όμορφα το έθεσε ο φιλόσοφος του δεκάτου έκτου αιώνα Τζορντάνο Μπρούνο, se non e vero, e molto ben trovato. Ακόμη κι αν το πείραμα με τους πιθήκους και τη σκάλα δεν έγινε ποτέ, ο πραγματικός μηχανισμός εκμάθησης της συμπεριφοράς συγκεκριμένων ομάδων έχει ευρεία εφαρμογή και επηρεάζει τον καθένα μας χωριστά.

Το φαινόμενο που βρίσκεται πίσω από αυτό τον μηχανισμό λέγεται πολιτιστική ενσωμάτωση -ή αφομοίωση ενός νέου μοντέλου συμπεριφοράς.

Family Ties

Αν η οικογένεια είναι ένας από τους πιο βασικούς πυλώνες της κανονικότητας, ένα ερώτημα που έρχεται στο νου είναι ποια συστατικά έχει άραγε μια κανονική οικογένεια, τι κάνει μια οικογένεια να είναι η ίδια κανονική;

Θέλω να πω, από την μια ακούς τόσο μα τόσο συχνά ιστορίες ανθρώπων που η σχέση τους με τους γονείς τους και την οικογένεια στην οποία μεγάλωσαν είναι από δυσλειτουργική ως εντελώς τραυματική και από την άλλη όχι τόσο ακούς, όχι τόσο παρατηρείς να συμβαίνει γύρω σου, όσο διαβάζεις στα σόσιαλ μίντια ύμνους για πατεράδες και μανάδες, ύμνους για το πως μεγάλωσαν τα παιδιά τους, ύμνους για τη σχέση που διαμόρφωσαν με τα παιδιά τους.

Μπορεί να φταίει η δική μου ματιά, ωστόσο πολύ συχνά η υμνολογία μου μοιάζει σαν μια ακόμη μορφή δυσλειτουργίας, πολύ συχνά περιγράφεται μια σχέση η οποία είναι σαν να περιγράφει τον τέλειο και ανεξίτηλο έρωτα, μπροστά στον οποίο κάθε κυριολεκτικός έρωτας είναι καταδικασμένος εκ προοιμίου να αποδειχθεί σκιά του αληθινού, σκιά του γονεϊκού, σκιά του οικογενειακού.

Υπάρχουν γονείς που εκείνο που βασικά θέλησαν για σένα είναι να μην τους ενοχλείς. Υπάρχουν γονείς που εκείνο που βασικά θέλησαν για σένα είναι να είστε μαζί και να μην σας ενοχλεί άλλος κανείς. Υπάρχουν γονείς για τους οποίους η βασική ενόχληση ήσουν εσύ. Υπάρχουν γονείς για τους οποίους η βασική ενόχληση ήταν όλος ο υπόλοιπος κόσμος που έμπαινε ανάμεσά σας.

Δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν να είσαι εσύ, δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν να είσαι εσύ, αρκεί εσύ να είσαι αυτοί. Δεν υπάρχουν γονείς που δεν θέλησαν το καλό σου, δεν υπάρχουν γονείς που δεν ήξεραν εκείνοι το καλό σου. Δεν υπάρχουν γονείς που δεν σε αγάπησαν δίχως όρια, δεν υπάρχουν γονείς που δεν σε αγάπησαν δίχως όρους.

Δεν υπάρχουν γονείς που έπεσαν ποτέ από το βάθρο τους, όσες φορές κι αν νόμισες ότι τους αποκαθήλωσες. Δεν υπάρχουν παιδιά που ελευθερώθηκαν ποτέ από το βλέμμα των γονιών τους, δεν υπάρχουν παιδιά που είδαν ποτέ τον εαυτό τους με τρόπο άλλο από εκείνον με τον οποίο τα κοίταξαν αρχικά.

Δεν διαλέξαμε τους γονείς μας, ούτε οι γονείς μας διάλεξαν εμάς. Τύχαμε ο ένας στον άλλο. Έπρεπε να πορευτούμε μετά μια ζωή ο ένας με τον άλλον. Άλλη επιλογή δεν είχαμε. Προσπαθήσαμε να πλάσουμε ο ένας τον άλλο. Οι γονείς μας προσπάθησαν να μας πλάσουν στην πράξη, εμείς προσπαθήσαμε να τους πλάσουμε στο μυαλό μας, ότι είναι έτσι ή αλλιώς.

Έπειτα γίναμε κι εμείς γονείς με τη σειρά μας. Σειρά μας να προκαλέσουμε αγαπητικά τραύματα, τραύματα αγάπης, σειρά μας να δείξουμε στα παιδιά μας ότι αγαπώ θα πει φοβάμαι, ότι αγαπώ θα πει πονάω.

Αν ήξερε ο άνθρωπος πώς να ζει, τότε έτσι και θα ζούσε. Αν ήξερε ο άνθρωπος πώς να μεγαλώνει τα παιδιά του, τότε έτσι και θα τα μεγάλωνε. Οικογένεια είναι ο χώρος που τα παιδιά δεν γνωρίζουν ότι οι γονείς τους δεν ξέρουν. Και αφήνονται με σιγουριά. Οικογένεια είναι ο χώρος που τα παιδιά είναι σίγουρα ότι οι γονείς τους τα αγαπούν. Δεν γίνεται αλλιώς.

Οι καλύτεροι γονείς του κόσμου έχουν κούπες του καφέ που το αποδεικνύουν και με στάμπα. Τα παιδιά τους είναι πάντα ευγνώμονα, πάντα ερωτευμένα. Για τις κόρες ο πατέρας είναι ο άντρας της ζωής τους, για τους γιους η μάνα η γυναίκα της ζωής τους. Έπλασαν ο ένας τον άλλο με τρόπο ιδανικό, με τρόπο ιερό, ο γάμος πέτυχε.

Οι όχι καλύτεροι γονείς του κόσμου γιορτάζουν με τα παιδιά τους σε κάθε ευκαιρία την μεγάλη γιορτή του πάσιβ αγκρέσιβ. Αλλά από μια ηλικία και ύστερα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τώρα κατεξοχήν πάσιβ αγκρέσιβ είναι η στάση των παιδιών. Ο πατέρας μου και η μάνα μου που είναι έτσι και είναι αλλιώς, αλλά τι να κάνω που τους αγαπάω, αλλά τι να κάνω ο ρόλος του παιδιού είναι να υπομένει στωικά και να θυσιάζεται.

Έχουν πλάκα οι άνθρωποι. Ακόμη κι όταν δεν το πολυκαταλαβαίνουν. Κυρίως όταν δεν το πολυκαταλαβαίνουν.

Παρμενίδης: τι είναι η γνώμη;

Παρμενίδης: περίπου 515-440 π.Χ.

Δια-λεκτική γνώμης και αλήθειας

§1

     Η έννοια της δόξας [=δοξασία, γνώμη] είναι κεντρική στον προσωκρατικό στοχασμό. Ως φιλοσοφική έννοια, πρωτίστως έχει μια αρνητική σημασία: είναι μια απλή γνώμη, μια δοξασία, που βρίσκεται σε αντίθεση προς την αλήθεια. Η διάκριση εν γένει, μεταξύ δόξας και αλήθειας, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στη σκέψη του Παρμενίδη. Στο Προοίμιο ήδη του Ποιήματός του βρίσκουμε τη σκέψη του να εκτυλίσσεται κατά το μοτίβο μιας τέτοιας διάκρισης και με τον τρόπο μιας γνωσιακής διαδικασίας, μιας αναζήτησης της γνώσης. Ταξιδιώτης ο ίδιος σε ένα φανταστικό ταξίδι προς τη θεά ξεκινάει, όντας πάνω σε ένα άρμα, από τα δώματα της Νύχτας, δηλαδή από την πόλη/τον κόσμο των θνητών, όπου κυριαρχούν οι αδιαλείπτως μεταβαλλόμενες δοξασίες, προς τη χώρα του Φωτός, προς το φως της αλήθειας: ένα ταξίδι, μια πορεία από το σκοτάδι στο φως· και τούτο όχι με τη δογματική, αδιέξοδη παρερμηνεία ορισμένων μελετητών του Παρμενίδη ‒εγχώριων, αλλά και σε επίπεδο διεθνούς βιβλιογραφίας‒ ότι σκοπός μιας τέτοιας διαδρομής είναι η εγκατάσταση σε κάποια χώρα του Φωτός [=αλήθεια], σαν στην απρόσιτη από τους κοινούς θνητούς γη της επαγγελίας, που θα αποκλείεται οριστικά το σκότος [=οι δοξασίες και οι πλάνες των θνητών], το ψεύδος, το λάθος. Το ταξίδι που περιγράφει ο Παρμενίδης, δηλαδή η πορεία ή η διαδρομή, που θέλει να μας επισημάνει/υποδείξει ο κορυφαίος αυτός Έλληνας στοχαστής, είναι η κατεύθυνση της σκέψης και του Λόγου που την/τον καθιστά ικανή/ικανό να διεκδικεί τη καθαρότητά της/του μέσα από τη διαρκή ανάμιξή της/του με τη γνώμη/άποψη/δοξασίες του φαινομενικού κόσμου: κάτι παρόμοιο με την κατά Χέγκελ φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος από την αισθητήρια βεβαιότητα στην απόλυτη Γνώση και από κει στη Λογική καθαρότητά του· δηλαδή από τη Φαινομενολογία του πνεύματος στην επιστήμη της Λογικής.    

§2

      Όταν λοιπόν ο ταξιδιώτης-στοχαστής φτάνει στην Πύλη, που καθιστά διακριτές τις δυο οδούς: την οδό της Ημέρας από την οδό της Νύχτας, δηλαδή την οδό της αλήθειας από την οδό της πλάνης, την ανοίγει η Δίκη, που είναι ο φύλακας της εν λόγω Πύλης, και του επιτρέπει να εισέλθει στον κόσμο του Φωτός, με το νόημα μιας άλλης διάταξης της σκέψης και της γλώσσας-Λόγου. Εδώ τον υποδέχεται μια θεά με τα παρακάτω λόγια:

             ὦ κοῦρ’ ἀθανάτοισι συνάορος ἡνιόχοισιν,
ἵπποις ταί σε φέρουσιν ἱκάνων ἡμέτερον δῶ,
χαῖρ’, ἐπεὶ οὔτι σε μοῖρα κακὴ προὔπεμπε νέεσθαι
τήνδ΄ ὁδόν - ἦ γὰρ ἀπ΄ ἀνθρώπων ἐκτὸς πάτου ἐστίν-,
ἀλλὰ θέμις τε δίκη τε. χρεὼ δέ σε πάντα πυθέσθαι
ἠμὲν ἀληθείης εὐκυκλέος ἀτρεμὲς ἦτορ
ἠδὲ βροτῶν δόξας, ταῖς οὐκ ἔνι πίστις ἀληθής.
ἀλλ’ ἔμπης καὶ ταῦτα μαθήσεαι, ὡς τὰ δοκοῦντα
χρῆν δοκίμως εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα.

(Β 1, 28-32)

[= Ω νέε, συνοδός αθάνατων ηνιόχων,/που έφτασες με τα άλογα στο παλάτι μας, χαίρε! Δεν σ’ έστειλε μοίρα κακή νάρθεις /σ’ αυτήν την οδό – που είναι έξω από τα χνάρια των θνητών‒,/αλλά η Θέμις και η Δίκη. Ανάγκη όμως όλα να τα μάθεις, /τόσο την ατάραχη καρδιά της καλοστρόγγυλης αλήθειας, /όσο και των θνητών τις γνώμες, στις οποίες δεν υπάρχει πίστη/βεβαιότητα αληθινή./Ωστόσο θα μάθεις και αυτά, πώς οι γνώμες των ανθρώπων έπρεπε για να έχουν βάση και να διαπερνούν τα πάντα]      

§3

     Στο παρόν απόσπασμα του Προοιμίου, ο Παρμενίδης μας προϊδεάζει για έναν μεθοδολογικής υφής διαστοχασμό γύρω από τα πάντα, για ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει, με κριτήριο τη γνώση και την αλήθεια. Τι υπάρχει; Εκείνη η εννοιακή ενότητα, που αποκαλείται Είναι/εόν και εκφράζει μια κατ’ αναγκαιότητα καθολικότητα, την καθολική νοητή γραμμή, ήτοι το ενιαίο στοιχείο της έρευνας γύρω από τη θεωρία του Είναι/Όντος και του κόσμου της φαινομενικής πραγματικότητας. Στ’ αλήθεια πρόκειται για το:

«Είναι ως τέτοιο μέσα στην εντελώς αφηρημένη του
καθολικότητα
»[1],

το οποίο δεν παύει ωστόσο να είναι το Λογικά πρώτο καθολικό και να δείχνεται ως τέτοιο πρώτο και ιστορικά[2]. Αυτό το Είναι εγελιανώς «είναι το Πρώτο στη Γνώση της σκέψης»[3], με το νόημα ότι η σκέψη, το νοείν, συνιστά, σε τούτη τη φάση, την επί-Γνωση ότι είναι [=υπάρχει] και ότι τούτο το Είναι υπάρχει μόνο ως καθαρή σκέψη ή ως η έννοια κατ’ αρχήν, στην αφηρημένη της καθολικότητα. Μεθοδολογικά λοιπόν υπάρχει η οδός της αλήθειας: η δια-στοχαστική σύλληψη και ερμηνεία του Είναι [=του όντος]· αλλά τούτη η οδός είναι αληθής έναντι μιας αρνητικής οδού έρευνας, εκείνης του μη όντος. Ουσιαστικά, η μοναδική οδός έρευνας, αναγκαία και δυνατή, είναι η πρώτη, ενώ η δεύτερη λογίζεται ως κάτι το «παράλογο». Γι’ αυτό λοιπόν οι θνητοί επινόησαν την οδό της δόξης. Είναι αυτή η οδός, από την οποία εκκινεί κανείς για να ανέλθει στην οδό της αλήθειας. Επομένως επιβεβαιώνει την αλήθεια της πρώτης οδού. Η δοξασία, η γνώμη, από μόνη της, δεν εκφράζει καμιά αλήθεια και καμιά βέβαιη γνώση· αποκτά όμως ένα ορισμένο νόημα, όταν συμπλέκεται με την αλήθεια. Η τελευταία συνδέεται με την απόλυτη γνώση και είναι πανταχού παρούσα ως καλοστρόγγυλη/ολοστρόγγυλη. Έχει τον χαρακτήρα της,

     «εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκῳ,
μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντῃ
»
(Β8, 43-44)

[=καλοστρόγγυλης/ολοστρόγγυλης σφαίρας, όμοια με όγκο,
που εκτείνεται από το κέντρο ισοδύναμα προς τα πάντα].

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η «εὔκυκλος σφαίρη» είναι το Είναι των όντων: η αποκαλυπτική και φωτεινή τους ενοποίηση. Η αλήθεια λοιπόν νοείται ως ένα συμπαντικό κέντρο, η ατάραχη ή ακλόνητη καρδιά, από την οποία ξεκινούν όλα όσα υπάρχουν και όσα μπορεί κανείς να σκεφτεί. Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια γνωσιο-οντολογικής υφής ταυτότητα:

«... τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι»
(Β3)

[= γιατί είναι ίδιο να σκεφτόμαστε κάτι και αυτό να υπάρχει [ή] γιατί το ίδιο είναι το νοείν και το Είναι].

§4

     Συνδυαστικά προς την αλήθεια κρίνεται και η σημασία της ύπαρξης της δόξας. Ενώ η αλήθεια, η καρδιά της, είναι αυτή καθεαυτήν ατάραχη, αυθύπαρκτη, η δόξα μπορεί να αποδεικνύεται αξιόπιστη, στο μέτρο που τακτοποιείται, ρυθμίζεται, ταξινομείται με βάση μια ορισμένη πεποίθηση για την αξία της· δηλαδή στο βαθμό που μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη: να είναι κοντά στην πίστη την αληθινή. Τα δοκοῦντα είναι παγιωμένες γνώμες, [περίπου σαν τα ένδοξα του Αριστοτέλη], είναι αυτά που απλώς φαίνονται/εμ-φανίζονται και οι θνητοί τα εκλαμβάνουν ως αυθεντικά, ως αληθινά, γιατί ακολουθούν λαθεμένη οδό έρευνας, γιατί δηλαδή δεν ξέρουν να σκέφτονται. Αυτό το νόημα το αποδίδει, με άριστο τρόπο, ο Χάιντεγκερ στο έργο του «τι καλείται σκέπτεσθαι;», όπου μιλάει για το ότι πρέπει να μάθουμε να σκεφτόμαστε. Το λάθος των θνητών, η αδυναμία τους να διακρίνουν το αληθές από εκείνο που μοιάζει για αληθές έγκειται στο γεγονός ότι δεν θέτουν σε έλεγχο, σε δοκιμασία τη γνώμη τους. Αντικειμενικά λοιπόν οι γνώμες, δοξασίες νομιμοποιούνται να δοκιμάζονται: να υπόκειται σε έλεγχο η εγκυρότητά τους.

Αλήθεια, πόσο νόμιμες [=έγκυρες] είναι οι γνώμες, ήτοι οι αερολογίες, των συγκαιρινών μας «μισθοφόρων» της επαγγελματικής πολιτικής, που δεν υπόκεινται σε κανένα έλεγχο, αλλά ωστόσο θέλουν να άρχουν και ποτέ να μην άρχονται: από τους ύπατους «άρχοντες» έως και τον τελευταίο κλητήρα ενός κοινού δημοτικού συμβουλίου. Ακριβώς το ανεξέλεγκτο είναι το πιο ισχυρό κριτήριο ότι πρόκειται για σαχλαμάρα και όχι για σοβαρή πολιτική γνώμη. Ας πάει κάποιος να τους πει να μελετήσουν και ορισμένα απλά φιλοσοφικά κείμενα και μετά ας αποφαίνονται, έστω και βλακωδώς, όπως τώρα. Τουλάχιστο θα τους μείνει η μελέτη.

§5

     Ο νοητής ταξιδιώτης τώρα θα μάθει από τη θεά πώς πρέπει να είναι οι γνώμες των θνητών για να είναι αξιόπιστες. Η θεά/ο Παρμενίδης, συνακόλουθα, δεν απορρίπτει συλλήβδην τη δόξα «ως κάποιο νοητικό προπατορικό αμάρτημα», όπως λέει ο Reinhardt, αλλά επιχειρεί αντιστοίχως να τη διασαφήσει ως γνωσιο-οντο-λογικό σήμα των θνητών, σε σχέση με το οποίο η αλήθεια προσλαμβάνεται ως ατάραχη. Γι’ αυτό και αφιερώνει το δεύτερο μέρος του Ποιήματος στην «οδό της δόξας/της δοξασίας». Η σημασία αυτής-εδώ της οδού είναι εξίσου σημαντική όσο και η πρώτη, ακόμη κι αν ορισμένως θεωρείται πλανερή και απατηλή, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως από τους διαφόρους μελετητές του Παρμενίδη. Υπό δυο γενικές/καθολικές κατευθύνσεις, πέραν των επί μέρους, είναι σημαντική: πρώτον, γιατί τη φέρνει στο λόγο ο φιλόσοφος ως συνέχεια της συλλογιστικής του για την αλήθεια· δεύτερον, γιατί τη σχετίζει με τον υπαρκτό κόσμο των θνητών και ανάλογα με την καλύτερη μεθοδολογική της προσπέλαση προσδιορίζει και την οντολογική φύση αυτού του κόσμου:

Ἐν τῷ σοι παύω πιστὸν λόγον ἠδὲ νόημα
ἀμφὶς ἀληθείης· δόξας δ΄ ἀπὸ τοῦδε βροτείας
μάνθανε κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλὸν ἀκούων.
Μορφὰς γὰρ κατέθεντο δύο γνώμας ὀνομάζειν·
τῶν μίαν οὐ χρεών ἐστιν - ἐν ᾧ πεπλανημένοι εἰσίν

Β8, 50-54

    [=εδώ παύω τα έγκυρα λόγια και τις σκέψεις μου
για την αλήθεια· από δω και πέρα των θνητών τις γνώμες
μάθε, την τάξη την απατηλή ακούγοντας αυτών που λέω.
στέριωσαν τη γνώμη, δυο μορφές να ονομάζουν·
μια απ’ αυτές δεν είναι αναγκαία· σ’ αυτό έχουν πλανηθεί]

Η θεά κάνει γνωστό τώρα ότι με το πέρας της παρουσίασης της οδού της αλήθειας αρχίζει να περιγράφει τις γνώμες των θνητών. Πρόκειται για μια μη αξιόπιστη παρουσίαση με το εξής νόημα: διηγείται τη μη αξιόπιστη, την πλανερή οδό που ακολουθούν οι θνητοί. Είναι ψευδής από το πιστεύω των ίδιων των θνητών και όχι επειδή το θέλει η θεά. Η εδραιωμένη, καθιερωμένη γνώμη των θνητών παράγει αυτό το ψεύδος, χωρίς καν να το υποψιάζεται. Πιστεύουν δηλαδή πως,

             «Είναι και μη-Είναι είναι και δεν είναι το ίδιο »
(Β6. 8-9).

Εκκινώντας από αυτό το πιστεύω τους, που το θεωρούν αδιάσειστη αλήθεια, αρχίζουν να πατούν την ψευδή οδό: σκέφτονται το μη-Είναι ως εάν να ήταν [=υπήρχε]. Σε μια τέτοια ψευδή οδό αναζητείται και η αρχέγονη σύλληψη του νεωτερικού φαινομένου της ιδεολογίας, δυνάμει του οποίου ανεγείρονται ψεύτικα οικοδομήματα πολιτευμάτων, πολιτικών θεωριών και πρακτικών, ποικίλων κοσμοαντιλήψεων κ.λπ. Να γιατί, μεταξύ άλλων, η σκέψη του Παρμενίδη έχει διαχρονική ισχύ και επιτρέπει σε κάθε μεθοδικό ερευνητή της ουσίας της νεωτερικότητας, ήτοι μετα-νεωτερικότητας, να διακρίνει το γηγενές από το αγενές αυτής της ουσίας.
----------------------
[1] Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής-η διδασκαλία περί του Είναι, Εκδόσεις Νόηση, Αθήνα 2013, σ. 155.
[2] Ό.π.
[3] Ό.π.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (349b-350b)

[349b] Οὐδέν, ἦν δ᾽ ἐγώ. ἀλλὰ τόδε μοι πειρῶ ἔτι πρὸς τούτοις ἀποκρίνασθαι· ὁ δίκαιος τοῦ δικαίου δοκεῖ τί σοι ἂν ἐθέλειν πλέον ἔχειν;
Οὐδαμῶς, ἔφη· οὐ γὰρ ἂν ἦν ἀστεῖος, ὥσπερ νῦν, καὶ εὐήθης.
Τί δέ; τῆς δικαίας πράξεως;
Οὐδὲ τῆς δικαίας, ἔφη.
Τοῦ δὲ ἀδίκου πότερον ἀξιοῖ ἂν πλεονεκτεῖν καὶ ἡγοῖτο δίκαιον εἶναι, ἢ οὐκ ἂν ἡγοῖτο;
Ἡγοῖτ᾽ ἄν, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ ἀξιοῖ, ἀλλ᾽ οὐκ ἂν δύναιτο. Ἀλλ᾽ οὐ τοῦτο, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐρωτῶ, ἀλλ᾽ εἰ τοῦ μὲν [349c] δικαίου μὴ ἀξιοῖ πλέον ἔχειν μηδὲ βούλεται ὁ δίκαιος, τοῦ δὲ ἀδίκου;
Ἀλλ᾽ οὕτως, ἔφη, ἔχει.
Τί δὲ δὴ ὁ ἄδικος; ἆρα ἀξιοῖ τοῦ δικαίου πλεονεκτεῖν καὶ τῆς δικαίας πράξεως;
Πῶς γὰρ οὔκ; ἔφη, ὅς γε πάντων πλέον ἔχειν ἀξιοῖ;
Οὐκοῦν καὶ ἀδίκου γε ἀνθρώπου τε καὶ πράξεως ὁ ἄδικος πλεονεκτήσει καὶ ἁμιλλήσεται ὡς ἁπάντων πλεῖστον αὐτὸς λάβῃ;
Ἔστι ταῦτα.
Ὧδε δὴ λέγωμεν, ἔφην· ὁ δίκαιος τοῦ μὲν ὁμοίου οὐ πλεονεκτεῖ, τοῦ δὲ ἀνομοίου, ὁ δὲ ἄδικος τοῦ τε ὁμοίου καὶ [349d] τοῦ ἀνομοίου;
Ἄριστα, ἔφη, εἴρηκας.
Ἔστιν δέ γε, ἔφην, φρόνιμός τε καὶ ἀγαθὸς ὁ ἄδικος, ὁ δὲ δίκαιος οὐδέτερα;
Καὶ τοῦτ᾽, ἔφη, εὖ.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἔοικε τῷ φρονίμῳ καὶ τῷ ἀγαθῷ ὁ ἄδικος, ὁ δὲ δίκαιος οὐκ ἔοικεν;
Πῶς γὰρ οὐ μέλλει, ἔφη, ὁ τοιοῦτος ὢν καὶ ἐοικέναι τοῖς τοιούτοις, ὁ δὲ μὴ ἐοικέναι;
Καλῶς. τοιοῦτος ἄρα ἐστὶν ἑκάτερος αὐτῶν οἷσπερ ἔοικεν;
Ἀλλὰ τί μέλλει; ἔφη.
Εἶεν, ὦ Θρασύμαχε· μουσικὸν δέ τινα λέγεις, ἕτερον δὲ [349e] ἄμουσον;
Ἔγωγε.
Πότερον φρόνιμον καὶ πότερον ἄφρονα;
Τὸν μὲν μουσικὸν δήπου φρόνιμον, τὸν δὲ ἄμουσον ἄφρονα.
Οὐκοῦν καὶ ἅπερ φρόνιμον, ἀγαθόν, ἃ δὲ ἄφρονα, κακόν;
Ναί.
Τί δὲ ἰατρικόν; οὐχ οὕτως;
Οὕτως.
Δοκεῖ ἂν οὖν τίς σοι, ὦ ἄριστε, μουσικὸς ἀνὴρ ἁρμοττόμενος λύραν ἐθέλειν μουσικοῦ ἀνδρὸς ἐν τῇ ἐπιτάσει καὶ ἀνέσει τῶν χορδῶν πλεονεκτεῖν ἢ ἀξιοῦν πλέον ἔχειν;
Οὐκ ἔμοιγε.
Τί δέ; ἀμούσου;
Ἀνάγκη, ἔφη.
[350a] Τί δὲ ἰατρικός; ἐν τῇ ἐδωδῇ ἢ πόσει ἐθέλειν ἄν τι ἰατρικοῦ πλεονεκτεῖν ἢ ἀνδρὸς ἢ πράγματος;
Οὐ δῆτα.
Μὴ ἰατρικοῦ δέ;
Ναί.
Περὶ πάσης δὴ ὅρα ἐπιστήμης τε καὶ ἀνεπιστημοσύνης εἴ τίς σοι δοκεῖ ἐπιστήμων ὁστισοῦν πλείω ἂν ἐθέλειν αἱρεῖσθαι ἢ ὅσα ἄλλος ἐπιστήμων ἢ πράττειν ἢ λέγειν, καὶ οὐ ταὐτὰ τῷ ὁμοίῳ ἑαυτῷ εἰς τὴν αὐτὴν πρᾶξιν.
Ἀλλ᾽ ἴσως, ἔφη, ἀνάγκη τοῦτό γε οὕτως ἔχειν.
Τί δὲ ὁ ἀνεπιστήμων; οὐχὶ ὁμοίως μὲν ἐπιστήμονος [350b] πλεονεκτήσειεν ἄν, ὁμοίως δὲ ἀνεπιστήμονος;
Ἴσως.
Ὁ δὲ ἐπιστήμων σοφός;
Φημί.
Ὁ δὲ σοφὸς ἀγαθός;
Φημί.
Ὁ ἄρα ἀγαθός τε καὶ σοφὸς τοῦ μὲν ὁμοίου οὐκ ἐθελήσει πλεονεκτεῖν, τοῦ δὲ ἀνομοίου τε καὶ ἐναντίου.
Ἔοικεν, ἔφη.
Ὁ δὲ κακός τε καὶ ἀμαθὴς τοῦ τε ὁμοίου καὶ τοῦ ἐναντίου.
Φαίνεται.
Οὐκοῦν, ὦ Θρασύμαχε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ ἄδικος ἡμῖν τοῦ ἀνομοίου τε καὶ ὁμοίου πλεονεκτεῖ; ἢ οὐχ οὕτως ἔλεγες;
Ἔγωγε, ἔφη.

***
[349b] Καλά λες, του αποκρίθηκα· κάμε μου όμως τη χάρη να μου απαντήσεις ακόμα σ᾽ αυτό: ένας δίκαιος θα ήθελε ποτέ να ωφεληθεί εις βάρος ενός άλλου επίσης δικαίου ανθρώπου;
Ποτέ βέβαια, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν ο καλόβολος και ευήθης άνθρωπος που τον παραδέχομαι τώρα.
Και πώς, ούτε ακόμα αν επρόκειτο για κανένα δίκαιο πράγμα!
Ούτε βέβαια.
Εις βάρος όμως ενός αδίκου ανθρώπου θα είχε την αξίωση τάχα πως μπορούσε να το κάμει, και θα το θεωρούσε δίκαιο ή όχι;
Θα το θεωρούσε βέβαια, αλλά δεν θα είχε την ικανότητα να το κάμει.
Δε σε ρωτώ αυτό, αλλ᾽ απλώς αν, [349c] εις βάρος μεν ενός δικαίου δεν θα είχε την αξίωση και τη θέληση να το κάμει, εις βάρος όμως ενός αδίκου θα την είχε;
Μάλιστα, θα την είχε.
Ενώ ένας άδικος άνθρωπος θα είχε άραγε την αξίωση να ωφελείται αυτός εις βάρος ενός δικαίου καταπατώντας τη δικαιοσύνη;
Πώς όχι, αφού εννοεί να υπερισχύει από όλους τους άλλους;
Ώστε λοιπόν θα θέλει να επικρατήσει και από έναν άλλον άδικο στην αδικία και θα βάλει τα δυνατά του, για να έχει αυτός περισσότερα από όλους τους άλλους;
Έτσι βέβαια.
Έτσι λοιπόν λέμε πως ο δίκαιος δεν θέλει να ᾽χει τα παραπάνω από τον όμοιό του, αλλά μονάχα από τον ανόμοιό του, ενώ ο άδικος κι από τον όμοιο κι [349d] από τον ανόμοιό του.
Πολύ θαυμάσια τα λες.
Κι ακόμη, ο άδικος είναι καλός και σοφός, ενώ ο δίκαιος τίποτε απ᾽ αυτά,
Κι αυτό σωστό.
Και μοιάζει λοιπόν, είπα εγώ, ο άδικος με τον αγαθό και τον συνετό, ενώ ο δίκαιος δε μοιάζει.
Και πώς να μη; αφού ένας που είναι τέτοιος ή τέτοιος δεν μπορεί παρά να μοιάζει με κείνους που είναι το ίδιο, και το εναντίο.
Πολύ καλά· ο καθένας των λοιπόν είναι τέτοιος, σαν και κείνοι που τους μοιάζει.
Ε ναι, σου είπανε.
Έστω, Θρασύμαχε· τώρα άκουσέ μου: λες για έναν άνθρωπο πως είναι μουσικός, και για έναν άλλο [349e] πως δεν είναι;
Μάλιστα.
Ποιός από τους δυο είναι ο φρόνιμος και ποιός το εναντίο;
Τον μουσικό βέβαια θα πω φρόνιμο και τον άλλο το εναντίο.
Και επομένως, σε όσα είναι φρόνιμος θα τον πεις και καλό και ικανό, σε όσα δε δεν είναι φρόνιμος κακό και ανίκανο;
Ναι.
Δε συμβαίνει το ίδιο και με το γιατρό;
Βέβαια.
Λοιπόν νομίζεις πως ένας μουσικός, όταν κορδίζει την κιθάρα, θα είχε την αξίωση να τεντώσει ή να χαλαρώσει τις χορδές περισσότερο από έναν άλλο μουσικό;
Όχι βέβαια.
Από έναν όμως άλλον, που δεν είναι μουσικός;
Ανάγκη πάσα.
[350a] Και ένας γιατρός, όταν πρόκειται να διαγράψει τί να φάει ή τί να πιει ένας άρρωστος, θα ήθελε να ξεπεράσει σ᾽ αυτό έναν άλλον, γιατρόν επίσης;
Όχι, εννοείται.
Έναν όμως που δεν είναι γιατρός;
Αυτόν, βέβαια.
Κοίταξε λοιπόν, για κάθε επιστήμη, αν σου φαίνεται πως ένας επιστήμων, οποιοσδήποτε, θα ήθελε να έχει το παραπάνω, και στις πράξεις και στα λόγια του, από έναν άλλον επιστήμονα της ιδίας τέχνης, και να μην προτιμά και να κάνει και να λέγει τα ίδια με αυτό τον ομότεχνό του.
Ίσως πραγματικώς να είναι ανάγκη να γίνεται αυτό, όπως το λες.
Ενώ απεναντίας ο ανεπιστήμων θα ήθελε να έχει έναν λόγο [350b] παραπάνω και από τον επιστήμονα και από τον ανεπιστήμονα.
Ίσως.
Αλλά ο επιστήμων είναι φρόνιμος και σοφός;
Είναι.
Και ο σοφός είναι καλός και ικανός;
Μάλιστα.
Λοιπόν ο καλός και ο σοφός δεν θα θέλει να είναι παραπάνω από τον όμοιό του αλλά μόνο από τον ανόμοιο και αντίθετό του.
Έτσι φαίνεται.
Ενώ απεναντίας ο κακός και άσοφος και από τον όμοιο και από τον ανόμοιό του.
Μάλιστα.
Δεν παραδεχτήκαμε όμως, Θρασύμαχε, πως ο άδικος θέλει να ᾽χει το παραπάνω και από τον όμοιο και από τον ανόμοιό του, ή δεν έλεγες έτσι;
Ναι το έλεγα.